ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Α. Κάρνου, Α.Ε.Δ.

Αριθμός Υπόθεσης: 627/21

 

Μεταξύ:

 

Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας

Κατηγορούσας Aρχής

ν.

 

X.X.

 

Κατηγορουμένου

 

Ημερομηνία: 4 Μαρτίου 2024

Eμφανίσεις:

Για την Kατηγορούσα Aρχή: κα Ελ. Θεοδότου

Για τον Kατηγορούμενο: κ. Χρ. Κληρίδης, κ. Αλ. Κληρίδης και κ. Γ. Χριστοφίδης

Κατηγορούμενος παρών

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε τέσσερεις κατηγορίες για άσεμνες επιθέσεις εναντίον της παραπονούμενης, στη βάση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα.

Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τις εν λόγω κατηγορίες καταγράφονται λεπτομερώς στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24 Ιανουαρίου 2024 και δεν κρίνεται σκόπιμο να επαναληφθούν. Εν συντομία, αναφέρω ότι στις 28 Αυγούστου 2020 περί ώρα 11:30 το πρωί, στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο στη Λευκωσία, ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι γιατρός με ειδικότητα γαστρεντερολόγου, διενήργησε κολονοσκόπηση στην παραπονούμενη, την οποία παρακολουθούσε ως ασθενή του από το 2018. Μετά την εν λόγω εξέταση και ενώ η παραπονούμενη βρισκόταν ακόμη ξαπλωμένη στο εξεταστικό κρεβάτι, σε δωμάτιο ανάνηψης, ο κατηγορούμενος τη φίλησε στο στόμα, χωρίς τη θέληση και συγκατάθεσή της, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της, σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές. Μετά το πρώτο φιλί, η παραπονούμενη ξαφνιάστηκε και ζήτησε από τον κατηγορούμενο να φύγει από κοντά της. Τότε αυτός απομακρύνθηκε από το κρεβάτι της για λίγα λεπτά κι έπειτα επανήλθε και τη φίλησε ξανά με τον ίδιο τρόπο, αρπάζοντας δηλαδή το πρόσωπό της με τα χέρια του και βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Εκείνη τη στιγμή η παραπονούμενη, η οποία βρισκόταν ακόμη ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου, είπε στον κατηγορούμενο περίπου την εξής φράση: «Τί κάνεις; Θέλεις να γίνεις ο sugar daddy μου;» και αυτός της απάντησε περίπου με τα εξής λόγια: «Τί να κάμω; Αφού επέλλανες με. Πώς γίνεται να είσαι γεννημένη το 97;» και τη φίλησε στο στόμα, με τον ίδιο τρόπο για τρίτη φορά. Έπειτα ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε γρήγορα από το κρεβάτι της παραπονούμενης και αυτή, στη συνέχεια, φώναξε για να δει αν βρισκόταν κάποια νοσοκόμα στο δωμάτιο, αλλά δεν πήρε απάντηση. Ακολούθως, η παραπονούμενη σηκώθηκε μόνη της από το κρεβάτι και φόρεσε τα ρούχα της, με σκοπό να αναχωρήσει από το νοσοκομείο. Τότε στο δωμάτιο εισήλθε μια νοσοκόμα, η οποία είπε στην παραπονούμενη ότι έπρεπε να περιμένει να της βγάλουν τη βαλβίδα από το χέρι, να τη δει ξανά ο κατηγορούμενος και να της δοθεί εξιτήριο προτού αναχωρήσει από το νοσοκομείο. Ως εκ τούτου η παραπονούμενη κάθισε σε μια καρέκλα και εκείνη τη στιγμή εισήλθε ξανά στο δωμάτιο ο κατηγορούμενος, ο οποίος κάθισε στη διπλανή καρέκλα και αφού της εξήγησε εκ νέου τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης, ακολούθως σηκώθηκε και αρπάζοντάς το πρόσωπό της ξανά με τον ίδιο τρόπο, τη φίλησε για τέταρτη φορά στο στόμα, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της.

Λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος διέπραξε, όπως αυτή προσδιορίζεται κατωτέρω, ρωτήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου από το Δικαστήριο, κατά πόσον θα ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομερώς τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, καθότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν ορθό να ζητηθεί η ετοιμασία σχετικής Έκθεσης από το Γραφείο Ευημερίας, με σκοπό να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, για σκοπούς εξατομίκευσης της αρμόζουσας ποινής (βλ. Τηλεμάχου v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 701,797). Ο κύριος Κληρίδης επιβεβαίωσε το Δικαστήριο ότι ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομερώς τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και πράγματι, ο ευπαίδευτος συνήγορος, στη γραπτή του αγόρευση για μετριασμό της ποινής, αναφέρθηκε εκτεταμένα σε αυτές.

Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας σήμερα 53 ετών. Μεγάλωσε στη Λεμεσό και υπήρξε άριστος μαθητής, αλλά και αθλητής στίβου και καλαθόσφαιρας. Επιπλέον, εξελέγη πρόεδρος του τμήματός του σε όλες τις τάξεις του γυμνασίου και του λυκείου.

Η οικογένειά του δεν αντιμετώπισε ποτέ οικονομικό πρόβλημα, παρά το ότι εργαζόταν μόνο ο πατέρας του και η μητέρα του ήταν οικοκυρά.

Ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία υπηρετώντας στα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης στον Κόρνο, μεταξύ των ετών 1988 και 1990 και ταυτόχρονα εκτελούσε χρέη υπευθύνου του «πρώτου γραφείου», αλλά και του τμήματος επιστράτευσης.

Ακολούθως,  μεταξύ των ετών 1990 – 1996, ο κατηγορούμενος φοίτησε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου xxxxx από την οποία αποφοίτησε με βαθμό «Λίαν Καλώς». Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ήταν ιδρυτικό μέλος της Ιατρικής Εταιρείας Φοιτητών της ιατρικής xxxxx και μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας ιατρικής του πανεπιστημίου xxxxx. Επιπλέον, υπήρξε πρόεδρος φοιτητικής πολιτικής παράταξης κατά τα τελευταία δυο χρόνια των σπουδών του.

Μεταξύ των ετών 1996 – 2000, υπήρξε ειδικευόμενος ιατρός Παθολογίας σε δυο νοσοκομεία της Πελοποννήσου και εν συνεχεία από το 2000 – 2004, υπηρέτησε ως ειδικευόμενος ιατρός γαστρεντερολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείου Ηρακλείου Κρήτης, όπου του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του υπεύθυνου ιατρού του εξωτερικού ηπατολογικού ιατρείου.

Ακολούθως, ενεγράφη στον ιατρικό σύλλογο Κύπρου και μεταξύ 2004 και 2006 εργάστηκε σε ιδιωτικό ιατρείο. Από το 2006 μέχρι και σήμερα, εργάζεται συνεχώς και αδιαλείπτως και είναι μέτοχος στο xxxxxx Ιδιωτικό Νοσοκομείο, στο οποίο τα περισσότερα χρόνια υπήρξε μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου.

Κατά τα πρώτα χρόνια της εργασίας του στην Κύπρο, για χρονικό διάστημα περίπου δέκα ετών, υπήρξε συνεργάτης με αρκετούς τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς στη Λευκωσία και παρουσίαζε γαστρεντερολογικά θέματα σε εβδομαδιαία βάση σε πρωινά προγράμματα.

Παρακολουθεί σε ετήσια βάση δυο χιλιάδες (2000) ασθενείς στο ιατρείο του και διενεργεί περίπου χίλιες τρακόσιες (1300) ενδοσκοπήσεις ετησίως.

Επιπλέον, διενεργεί εξειδικευμένες εξετάσεις ελέγχου κινητικότητας και οξύτητας του ανώτερου πεπτικού συστήματος, οι οποίες εξετάσεις διενεργούνται μόνο από δυο γαστρεντερολόγους στην Κύπρο.

Αποτελεί από δεκαετίας τουλάχιστον μέλος της Γαστρεντερολογικής Εταιρείας Κύπρου, της Ελληνικής Γαστρεντερολογικής Εταιρείας και της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Εταιρείας Γαστρεντερολογικής Ενδοσκόπησης.

Οι γονείς του είναι ηλικίας 84 ετών και αντιμετωπίζουν και οι δυο σοβαρά προβλήματα υγείας. Η μητέρα του δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί και τη βοηθά ο πατέρας του. Ο ίδιος υποστηρίζει οικονομικά τους γονείς του, λόγω του πολύ μικρού εισοδήματος του πατέρα του και των αυξημένων οικονομικών τους αναγκών.

Έχει δυο αδερφές με τις οποίες διατηρεί άριστες σχέσεις. Η μια είναι οδοντίατρος, αλλά δεν εργάζεται στην παρούσα φάση και η άλλη είναι μαθηματικός και εργάζεται ως καθηγήτρια σε δημόσια σχολεία.

Ο κατηγορούμενος παντρεύτηκε το 1999 και κατά τη διάρκεια του γάμου του απέκτησε τρία παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος του είναι ηλικίας 22 ετών και σπουδάζει ιατρική στην Αθήνα. Η κόρη του είναι ηλικίας 20 ετών και σπουδάζει στο τμήμα νηπιαγωγών στο πανεπιστήμιο Κύπρου. Ο μικρότερος γιος του είναι μαθητής, ηλικίας 14 ετών.

Ο γάμος του λύθηκε το 2019 και έκτοτε ο ίδιος διαμένει σε διαμέρισμα, το οποίο ενοικιάζει, εφόσον έχει παραχωρήσει την πρώην συζυγική εστία στην πρώην σύζυγό του για προσωρινή διαμονή μαζί με τα παιδιά του.

Ο ίδιος έχει αναλάβει την πλήρη και αποκλειστική οικονομική στήριξη των παιδιών του και καταβάλλει διατροφή στην πρώην σύζυγο του. Επιπλέον, καταβάλλει δόση Ευρώ 4.200 μηνιαίως για εξόφληση στεγαστικού δανείου για την οικία στην οποία διαμένει η πρώην σύζυγος και τα παιδιά του.

Περί τον Δεκέμβριο 2020, συνήψε σχέση με τη νυν σύντροφό του, με την οποία συγκατοικούν, μαζί και με την ανήλικη θυγατέρα της. Ο ίδιος έχει αναλάβει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική υποστήριξη της συντρόφου του και της κόρης της.

Επιπλέον, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα με τη σπονδυλική του στήλη, προς αντιμετώπιση του οποίου ακολουθεί συγκεκριμένο πρόγραμμα γυμναστικής.

Πέραν των ανωτέρω, αναφέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο και επιβεβαιώθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, ότι ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου.

Κατά την αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψιν ως μετριαστικούς παράγοντες τα εξής:

i) Το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα (28 Αυγούστου 2020 – 4 Μαρτίου 2024) σε συνάρτηση με το γεγονός ότι κατά το διάστημα αυτό οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου έχουν αλλάξει.

ii) Σχετικά με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, ο κύριος Χρ. Κληρίδης τόνισε ότι με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε οργάνωση ή προσχεδιασμός, αλλά ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε βιαστικά. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στιγμιαία και δεν έγιναν αντιληπτά από οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο. Δεν επρόκειτο για παρατεταμένη επίθεση. Επιπλέον, τονίστηκε ότι η παραπονούμενη ήταν ώριμης ηλικίας και απουσιάζει το οποιοδήποτε στοιχείο εξευτελισμού της και έκθεσής της σε δημόσια ντροπή. Επιπρόσθετα, δεν ασκήθηκε εναντίον της οποιαδήποτε βία, ούτε υπήρξε οποιαδήποτε απειλή.

iii) Λόγω της εκκρεμοδικίας αυτής της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος αισθάνεται μεγάλο άγχος και αγωνία. Είναι συντετριμμένος και συγκλονισμένος. Η καταδικαστική απόφαση έχει συγκλονίσει τόσο τον ίδιο όσο και τα παιδιά του. Σχετικώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου προσκόμισε στο Δικαστήριο επιστολή κάποιου Πρωτοπρεσβύτερου Πατήρ, ονόματι Βασίλειου Νικολάου, Προϊσταμένου του Ιερού Ναού Παναγίας Αγίας Νάπας (Έγγραφο Β), ο οποίος, απευθυνόμενος προς το Δικαστήριο, εκφράζει τις απόψεις του εν σχέση με τον χαρακτήρα του κατηγορουμένου, περιγράφει τις δυσμενείς επιπτώσεις της καταδικαστικής απόφασης για τον κατηγορούμενο και την οικογένειά του, ως τις αντιλαμβάνεται ο ίδιος και καλεί το Δικαστήριο να μετριάσει την ποινή στο μέγιστο δυνατόν, προβαίνοντας μάλιστα σε εισήγηση για επιβολή ποινής «για κάποιο κοινωνικό έργο» αλλά όχι φυλάκιση, γιατί αυτό θα είναι καταστροφικό για την οικογένεια. Δεν διστάζει μάλιστα ο ιερέας αυτός να αναφέρει τα εξής:

«Σας βεβαιώνω ότι ο X. είναι πραγματικά ένας πολύ καλός άνθρωπος, τίμιος και ηθικός και η δική μου θέση ως εξομολόγου του, μου επιτρέπει να γνωρίζω πως ο άνθρωπος αυτός δεν έπραξε όσα του αποδίδονται».

Επισημάνθηκε στον κύριο Κληρίδη από το Δικαστήριο ότι οι απόψεις και οι αναφορές του ιερέα αυτού, δεν θα ληφθούν, ούτε θα ήταν ορθό να ληφθούν υπόψιν από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής. Θα πρέπει ίσως να τονιστεί, ότι η διαδικασία επιμέτρησης και επιβολής ποινής είναι έργο λεπτό και επίπονο, το οποίο διεξάγεται από το Δικαστήριο με πλήρη ανεξαρτησία και αυστηρά στη βάση καλά καθιερωμένων νομολογιακών αρχών και νομικών κριτηρίων. Δεν νοείται σε μια ευνομούμενη κοινωνία να επηρεάζεται το Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση κι επιβολή ποινής, από τις όποιες απόψεις ή σχόλια τρίτων προσώπων, παντελώς άσχετων με τα επίδικα συμβάντα, οι οποίοι, παραδόξως, θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από το Δικαστήριο να χειριστεί τον κατηγορούμενο κατά τον τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν δίκαιο. Τονίζεται περαιτέρω στο σημείο αυτό ότι η επιστολή - Έγγραφο Β δεν αποτελεί απόδειξη ορθής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου,  μη σχετιζόμενης με τα επίδικα αδικήματα ή καλού του χαρακτήρα, στοιχεία τα οποία εάν υπήρχαν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν ως μετριαστικά, πέραν του λευκού του ποινικού μητρώου (βλ. Αστυνομία v. Σουτζιής (2003) 2 Α.Α.Δ.424 στην  οποία έγινε παραπομπή στις R. v. Reid [1982] 4 Cr. App. R (S.) 720, R. v. Alexander [1997] 2 Cr. App. R. (S) 74).

iv) Ο κατηγορούμενος υφίσταται εξωδικαστηριακή τιμωρία, εφόσον συνεπεία της καταδίκης του, ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ) τερμάτισε τη σχετική σύμβαση για παροχή υπηρεσιών από πλευράς του στο ΓεΣΥ. Σχετική επιστολή του Αν. Γενικού Διευθυντή του ΟΑΥ, ημερομηνίας 30 Ιανουαρίου 2024, προσκομίστηκε στο Δικαστήριο ως Έγγραφο Γ.

Επιπλέον, λόγω της καταδίκης του, αναμένεται η έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Ιατρικού Συλλόγου, στη βάση του περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείων Συντάξεων) Νόμου του 1967. Σχετικώς ο συνήγορος παραπέμπει στα άρθρα 4(1) και 6 του εν λόγω Νόμου, σύμφωνα με τα οποία ιατρός υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη εάν καταδικαστεί από Δικαστήριο για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα και το πειθαρχικό συμβούλιο εάν εύρη τον καταγγελθέντα ένοχο, δύναται να επιβάλει σε αυτόν, μεταξύ άλλων, την ποινή της διαγραφής του ονόματός του από το Μητρώο Εγγραφής Ιατρών ή την αναστολή άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, δια χρονική περίοδο την οποία ήθελε κρίνει πρέπουσα.

v) Η εξωδικαστηριακή τιμωρία του κατηγορουμένου συνίσταται και στον προπηλακισμό που αυτός δέχθηκε στα ΜΜΕ και στα ΜΚΔ τόσο πριν, όσο και μετά την καταδίκη του. Έχει δημοσίως διασυρθεί και εξευτελιστεί σε μια κλειστή κοινωνία όπως είναι η Κυπριακή. Σχετικώς ο κύριος Αλ. Κληρίδης κατέθεσε στο Δικαστήριο διάφορα δημοσιεύματα ως Έγγραφο Δ, αλλά και έγγραφα που περιέχουν δηλώσεις και δημόσιες αναφορές από πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές και διευθυντές ως Έγγραφο Ε.

Επιπλέον, ο  ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε ότι η καταδικαστική απόφαση είχε σοβαρό αντίκτυπο στην εργασία του κατηγορουμένου και ως διαφαίνεται θα χρειαστεί πολύς καιρός για να μπορέσει ο κατηγορούμενος να αποσείσει τη «ρετσινιά» και το «στίγμα» που του έχει προκαλέσει η καταδίκη του, συνεπεία της οποίας έχει απωλέσει εκατοντάδες ασθενείς, καθότι επήλθε ρήξη της εμπιστοσύνης που αυτοί είχαν προς το πρόσωπό του.

vi)  Η ποινή που πρόκειται να επιβληθεί, θα επηρεάσει την οικογένειά του, οι οποίοι ήδη δέχονται «ψυχολογικό πόλεμο», λόγω της καταδίκης του κατηγορουμένου και ειδικότερα τον ανήλικο γιο του, τον οποίο στο σχολείο αποκαλούν «ο γιος του βιαστή». Τονίστηκε επίσης ότι σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος απωλέσει τη δυνατότητα να εργάζεται, δεν θα είναι σε θέση να συντηρεί τα παιδιά του και την πρώην σύζυγο του, ούτε να βοηθά οικονομικά τους γονείς του, οι οποίοι θα στερηθούν και τη φυσική του παρουσία και φροντίδα.

Επιπλέον, σε περίπτωση φυλάκισης οι ασθενείς του θα στερηθούν το γιατρό τους, ο οποίος θεωρείται από τους καλύτερους στην Κύπρο στον τομέα του, με αποτέλεσμα να πρέπει να αναζητήσουν άλλο γιατρό.

vii) Το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον ενήλικων προσώπων, δεν βρίσκεται, σύμφωνα με το συνήγορο, σε έξαρση και επομένως δεν υφίσταται η ανάγκη για επιβολή ποινής με σκοπό την αποτροπή από τη διάπραξη του αδικήματος από τρίτους πιθανούς παραβάτες.

viii) Τονίστηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε εργατικός και προστάτης της οικογένειας του και επέδειξε άριστη διαγωγή, τουλάχιστον μετά τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και σήμερα.

Πέραν των ανωτέρω, ο κύριος Κληρίδης εισηγήθηκε ότι σε περίπτωση επιβολής ποινών φυλάκισης, θα πρέπει αυτές να είναι συντρέχουσες και όχι διαδοχικές, καθότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου, σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση, μπορεί να εκληφθεί ως ενιαίο σύνολο.

Επιπρόσθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης, αυτή θα πρέπει να ανασταλεί καθότι η οποιαδήποτε άμεση ποινή φυλάκισης θα είναι εξοντωτική για τον κατηγορούμενο, λόγω και της εξωδικαστηριακής του τιμωρίας, ως εξηγείται ανωτέρω. Προς περαιτέρω υποστήριξη της εισήγησης για αναστολή της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης, η οποία ήθελε επιβληθεί, ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε σε Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ημερομηνίας 15 Νοεμβρίου 2022, με βάση την οποία φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα υπερπληθυσμού στις Κεντρικές Φυλακές, εφόσον κρατούνταν σε αυτές 978 άτομα, ενώ είναι χωρητικότητας 424 ατόμων. Σύμφωνα με την εν λόγω Έκθεση, ο διαπιστωθείς υπερπληθυσμός δεν αφήνει περισσότερα από τρία τετραγωνικά μέτρα ανά άτομο, κάτι το οποίο παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Ο κύριος Κληρίδης παρέπεμψε επίσης στη βάση δεδομένων ‘World Prison Brief’, η οποία περιλαμβάνει στατιστικές από όλες τις χώρες και αναφέρει ότι ο υπερπληθυσμός στις Κεντρικές Φυλακές της Κύπρου στις 20 Ιουνίου 2023 ήταν στο 173.8 %. Συνεπώς ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψιν του το πρόβλημα αυτό, καθότι έχει καθήκον να διασφαλίσει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Κρίση Δικαστηρίου:

Η σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία ο κατηγορούμενος διέπραξε προσδιορίζεται τόσο με βάση τις συνθήκες διάπραξής τους, όσο και με βάση τις προβλεπόμενες στο νόμο ποινές, οι οποίες αποτελούν αφετηρία για το Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση των ποινών που πρόκειται να επιβάλει (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνοµία (1999) 2 ΑΑΔ 632).

Σύμφωνα με το άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε, το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης αποτελεί κακούργημα και η διάπραξή του τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι και πέντε χρόνια.

Σε ότι αφορά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του κατηγορουμένου, ότι αδικήματα άσεμνης επίθεσης εναντίον ενηλίκων δεν διαπράττονται με μεγάλη συχνότητα και ως εκ τούτου δεν προκύπτει ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής, παραπέμπω στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέα Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ.170,174, στην οποία με αναφορά στην Antoniades v. Police (1988) 2 C.L.R.146, τονίστηκε η διαχρονική επιταγή της νομολογίας για αυστηρή αντιμετώπιση των εγκλημάτων άσεμνης επίθεσης. Επιπλέον, επισημάνθηκε στην εν λόγω απόφαση ότι δεν δικαιολογείται «χαλάρωση στην αντιμετώπιση» ενός αδικήματος για το μόνο λόγο ότι αυτό δεν είναι διαδεδομένο (prevalent), εκτός στο βαθμό που η αποτρεπτικότητα είχε ως λόγο την καταστολή αδικημάτων τα οποία βρίσκονταν σε έξαρση.

Αρκετά χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης Αντρέα Παύλου ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κυριάκου Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ 562, 567, επισήμανε ότι τα αδικήματα της φύσης που διέπραξε ο εφεσίβλητος (άσεμνες επιθέσεις) είναι, χωρίς αμφιβολία, σοβαρά και η σοβαρότητά τους προκύπτει τόσο από την προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή (η οποία ήταν τότε φυλάκιση μέχρι δυο έτη), όσο και από τον τρόπο που αυτά σταθερά αντικρίζονται από τη νομολογία. Επισημάνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι «αδικήματα σεξουαλικής φύσης τιμωρούνται από τα δικαστήριο με αποτρεπτικές ποινές σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο γιατί στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και γιατί προσβάλλουν και  συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων».

Δεν μου διαφεύγει ότι τα θύματα στην Κυριάκου ανωτέρω, ήταν ανήλικα, πλην όμως η πιο πάνω διατυπωθείσα αρχή εν σχέση με την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης, τυγχάνει εφαρμογής, ανεξαρτήτως της ηλικίας του θύματος.

Η αγωνία της κοινωνίας για αυστηρή αντιμετώπιση και πάταξη της διάπραξης του αδικήματος αυτού, καταδεικνύεται και από την αύξηση της προβλεπόμενης στο Νόμο ποινής, δια του τροποποιητικού Νόμου Ν.64(Ι)/2009, με τον οποίο η μέγιστη ποινή φυλάκισης για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης υπερδιπλασιάστηκε από δυο σε πέντε έτη.

Η αδήριτη ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης, τονίστηκε επίσης στην ποινική έφεση αρ.65/2017 μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα και Μυλωνά, απόφαση ημερομηνίας 14 Δεκεμβρίου 2018, η οποία αφορούσε το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενήλικου προσώπου και το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας. Στην εν λόγω υπόθεση, αναγνωρίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι τα αδικήματα αυτά διαπράττονται πλέον με κάποια συχνότητα. Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η φύση των αδικημάτων και η συχνότητα και την οποία τέτοια αδικήματα διαπράττονται, καθιστά επιβεβλημένη την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Πρόκειται για αδικήματα που προσβάλλουν τα ήθη και συνθλίβουν την προσωπικότητα του θύματος».

Ως έχει ήδη αναφερθεί, πέραν της προβλεπόμενης στο Νόμο ποινής και της ανάγκης για αυστηρή αντιμετώπιση του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης, ως έχει επισημανθεί από τη νομολογία, προσδιοριστικά της σοβαρότητας των επίδικων αδικημάτων είναι τα γεγονότα και γενικότερα οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτά διαπράχθηκαν. Εν προκειμένω, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου διαφαίνεται ότι τα επίδικα αδικήματα είναι πολύ σοβαρά. Επιβαρυντικό είναι σαφώς το γεγονός ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε νοσοκομείο, εις βάρος ασθενή (παραπονούμενης) από τον θεράποντα ιατρό της (κατηγορούμενο), ο  οποίος αναμφίβολα είχε καθήκον ως εκ της ιδιότητάς του να διαφυλάξει την ασφάλεια της παραπονουμένης.  Αντ’ αυτού όμως ο κατηγορούμενος επιτέθηκε άσεμνα στην παραπονούμενη τέσσερεις συνολικά φορές, με τις πρώτες τρεις επιθέσεις να λαμβάνουν χώρα καθ’ ον χρόνο αυτή ήταν αδύναμη και ξαπλωμένη στο εξεταστικό κρεβάτι, προσπαθώντας ακόμη να συνέλθει από τα αναισθητικά φάρμακα που της είχαν δοθεί.

Επιβαρυντικό κρίνεται επίσης το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε παντελώς απρόκλητα και παρά το ότι από την αντίδραση της παραπονουμένης μετά το πρώτο φιλί, κατέστη σαφές ότι αυτή δεν συναινούσε στα οποιαδήποτε φιλιά, αυτός εμμονικά τη φίλησε ξανά και ξανά και ξανά, δικαιολογώντας μάλιστα με αναίδεια τις πράξεις του, εκστομίζοντας περίπου τη φράση «τί να κάμω που είμαι πελλαμένος πάνω σου;». Ναι μεν δεν υπήρξε προσχεδιασμός ή οργάνωση από πλευράς του κατηγορουμένου για τη διάπραξη των αδικημάτων, ναι μεν δεν ενήργησε ο κατηγορούμενος με ψυχρή λογική, ως υποστήριξε ο κύριος Χρ. Κληρίδης, στηριζόμενος στα ευρήματα του Δικαστηρίου, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε στιγμιαία (on the spur of the moment), ως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου. Ο κατηγορούμενος ενήργησε εμμονικά, με πλήρη έλλειψη σεβασμού προς την παραπονούμενη και αποκλειστικό σκοπό να της επιβληθεί και να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Από τις πράξεις του διαφαίνεται ότι ο κατηγορούμενος παραβίασε τη σχέση εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του ιδίου ως ιατρού ηλικίας τότε 50 ετών και της παραπονούμενης ηλικίας τότε 23 ετών και επιπλέον εκμεταλλεύτηκε την ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν, τη δεδομένη στιγμή, η παραπονούμενη.

Πέραν των ανωτέρω, σοβαρός επιβαρυντικός παράγοντας είναι και το γεγονός ότι δια της συμπεριφοράς του ο κατηγορούμενος προκάλεσε στην παραπονούμενη ψυχικό τραύμα, εφόσον αυτή, την επομένη του συμβάντος, αποτάθηκε σε ψυχολόγο (ΜΚ5) και συμμετείχε σε συνεδρίες με την εν λόγω ψυχολόγο για τρεις περίπου μήνες. Κατά το διάστημα αυτό η παραπονούμενη έκλαιγε συχνά και αισθανόταν θυμό, αγανάκτηση, λύπη και φόβο. Πάθαινε κρίσεις πανικού και δυσκολευόταν να κοιμηθεί τα βράδια, με αποτέλεσμα η ΜΚ5 να παραπέμψει την παραπονούμενη σε ψυχίατρο, η οποία, αφού την αξιολόγησε, της έδωσε φαρμακευτική αγωγή για μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να υποχωρήσουν τα συμπτώματά της. Τονίζεται επίσης ότι η παραπονούμενη εμπιστευόταν πλήρως τον κατηγορούμενο, ο οποίος παρακολουθούσε τόσο την ίδια, όσο και τη μητέρα της για σειρά ετών, γεγονός το οποίο επαύξησε ουσιωδώς τη ψυχολογική της αναστάτωση και προσβολή, συνεπεία της συμπεριφοράς του.

Σε ότι αφορά τα ελαφρυντικά υπέρ του κατηγορουμένου στοιχεία, λαμβάνω υπόψιν ότι αυτός, λόγω της καταδίκης του, έχει ήδη υποστεί και αναμένεται περαιτέρω να υποστεί κάποιας μορφής εξωδικαστηριακή τιμωρία. Ως αναφέρθηκε στη Λοϊζος Πετρίδης v. Αστυνομίας (2016) 2Α Α.Α.Δ 44, 52:

«[Τ]ο στοιχείο της εξωδικαστηριακής τιµωρίας, ως παράγοντα µετριασµού της ποινής, εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ’ εαυτή η διάπραξη ενός αδικήµατος επιφέρει, άνευ ετέρου, στο δράστη άµεσες και σοβαρές ζηµιογόνες συνέπειες».

Σε ότι αφορά τις δυσμενείς συνέπειες στην επαγγελματική σταδιοδρομία του κατηγορουμένου λόγω της καταδίκης του, παραπέμπω στην Αστυνομία v. Σουτζιής (2003) 2 Α.Α.Δ.424, 435 στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«[Ό]πως αναφέρεται στο σύγγραµµα Sentencing and Criminal Justice, A. Ashworth, έκδοση 2000, στη σελ. 152, οι συνέπειες στη σταδιοδροµία του αδικοπραγούντα, όπου τα αδικήµατα είναι άσχετα µε την εργασία του, είναι παράγων που µπορεί να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντικός. Αλλά όπου το έγκληµα προκύπτει από την εργοδότηση του κατηγορούµενου και µπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση της θέσης εµπιστοσύνης, οι συνέπειες στη σταδιοδροµία του δεν πρέπει να λαµβάνονται υπόψη κατά την επιµέτρηση της ποινής (Δέστε και Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S.)142).»

Στην Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252, αναγνωρίστηκε ότι οι καταστροφικές συνέπειες στην επαγγελματική σταδιοδρομία ενός κατηγορούμενου, λόγω επιβολής σε αυτόν ποινής φυλάκισης, επιβάλλει τον περιορισμό της έκτασης της φυλάκισης.

Χρήσιμη καθοδήγηση αντλείται και από το σύγγραμμα Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα των Καπαρδή και Στεφάνου, σελίδα 240, στο οποίο αναγνωρίζεται ότι «Η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων ή η πιθανότητα πειθαρχικής δίωξης αποτελούν παράγοντες μετριαστικούς της ποινής, πολύ δε περισσότερο όταν ο κατηγορούμενος κατέχει υψηλή θέση στην εργασία του και αναμένεται να υποστεί κυρώσεις που θα έχουν επαγγελματικές και οικονομικές επιπτώσεις σε αυτόν». Περαιτέρω, σύμφωνα με το εν λόγω σύγγραμμα, ο λόγος για τον οποίο «οι όποιες πειθαρχικές συνέπειες θα έχει ο κατηγορούμενος λαμβάνονται υπόψη κατά τον μετριασμό της ποινής είναι η διασφάλιση της αρχής της αναλογικότητας και της συνολικότητας της ποινής υπό την ευρύτερη έννοια της όποιας απότοκης συνέπειας από την τέλεση του αδικήματος».

Στην προκειμένη περίπτωση, τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε χρόνο που ο κατηγορούμενος εργαζόταν ως γιατρός και παρείχε ιατρικές υπηρεσίες στην παραπονούμενη. Η εγκληματική του όμως συμπεριφορά, δεν προέκυψε από την εργοδότησή του, ούτε συναρτάται άμεσα με τα ιατρικά του καθήκοντα. Συνεπώς το γεγονός ότι συνεπεία της καταδίκης του κατηγορουμένου, έχει τερματιστεί η σύμβασή του με τον ΟΑΥ και επιπλέον η μεγάλη πιθανότητα αυτός να αντιμετωπίσει πειθαρχική δίωξη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου, στη βάση των ίδιων γεγονότων, κατά την οποία θα κινδυνεύει να του επιβληθεί ως ποινή, είτε διαγραφή του ονόματός του από το Μητρώο Εγγραφής Ιατρών, είτε αναστολή της άδειας εργασίας του, θα ληφθούν υπόψιν ως μετριαστικοί παράγοντες, κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος υπέστη δημόσιο διασυρμό και προπηλακισμό από δημοσιεύματα και δηλώσεις αξιωματούχων του κράτους, τα οποία αποτελούν εξωδικαστηριακή του τιμωρία και πρέπει να οδηγήσουν σε μείωση της επιβαλλόμενης ποινής, σημειώνεται ότι παρόμοια εισήγηση εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Σουτζιής ανωτέρω και αποφασίστηκαν τα εξής:

«Το Κακουργιοδικείο θεώρησε πως τα δηµοσιεύµατα εναντίον του εφεσείοντα από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης ήταν εξωγενής παράγων που δεν µπορούσε να ληφθεί υπόψη στην επιµέτρηση της ποινής για να δικαιολογεί µείωσή της, εν όψει της σοβαρότητας των αδικηµάτων στα οποία παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσείων. Η πιο πάνω θέση µας βρίσκει σύµφωνους και τονίζουµε πως τέτοια δηµοσιεύµατα δεν µπορεί να θεωρηθούν ως τιµωρία που να οδηγεί σε µείωση της ποινής».

Στο ίδιο μήκος κύματος, στην ποινική έφεση 253/2017, ημερομηνίας 28/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B66, μεταξύ xxx και Δημοκρατίας, το Ανώτατο Δικαστήριο, εξέτασε ισχυρισμό ότι το άγχος και η αγωνία που διακατείχαν τον κατηγορούµενο για την εξέλιξη της υπόθεσής του, ως επίσης ο διασυρµός και η δυσφήµισή του, µέσω της δηµοσιοποίησης που δόθηκε στην υπόθεση και την πορεία της, από µέσα µαζικής ενηµέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, αποτελούν παράγοντες που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο προς όφελος του κατηγορουμένου κατά την επιμέτρηση της ποινής. Υιοθετώντας το λόγο της Σουτζής ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«[Δ]εν µπορούµε παρά να υποδείξουµε ότι τα όποια δηµοσιεύµατα σε σχέση µε την πορεία της υπό συζήτηση υπόθεσης, αποτελούν ουσιαστικά εξωγενή παράγοντα ο οποίος δεν θα µπορούσε να ληφθεί υπόψη ως εξωδικαστική τιµωρία, δυνάµενη να οδηγήσει στη µείωση της ποινής. Το ανθρωπίνως κατανοητό εξάλλου συναίσθηµα του άγχους και της αγωνίας που προφανώς διακατέχει ένα κατηγορούµενο για την πορεία και την εξέλιξη µιας ποινικής διαδικασίας που τον αφορά, δεν θεωρούµε ότι θα µπορούσε στην υπό συζήτηση περίπτωση, από µόνο του, να αποτελέσει αιτία για περαιτέρω µείωση της ποινής. Με δεδοµένη την άρνηση του στις κατηγορίες που του αποδίδονται, ακολουθήθηκε η εκ του νόµου ενδεδειγµένη πορεία για την απονοµή της δικαιοσύνης».

Προς επίρρωση της θέσης του, η οποία δεν υποστηρίζεται από τις πιο πάνω αυθεντίες, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου, παρέπεμψε στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αστυνομία και Α.Α. (Ποινική Έφεση Αρ.4/2021 Σχετ. με την 5/2021) ημερομηνίας 1 Ιουλίου 2021, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητες είχαν ήδη υποστεί «σοβαρή εξωδικαστηριακή τιμωρία λόγω του δημόσιου διασυρμού τους και των συνεπειών του». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην εν λόγω υπόθεση, ως προκύπτει από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είχε αναρτηθεί στο διαδίκτυο βίντεο, στο οποίο είχε καταγραφεί το επίδικο περιστατικό και αναγνωρίζονταν, μέσω αυτού, οι εφεσίβλητες να προβαίνουν σε αντικοινωνική, ανάγωγη και ανόητη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα το δημόσιο διασυρμό τους. Αναφέρθηκε μάλιστα ότι η πρώτη εφεσίβλητη, μετά τη δημοσιοποίηση του περιστατικού, είχε αρνητικές επιπτώσεις στη ψυχική της υγεία και άρχισε να παρακολουθείται από ψυχίατρο, λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή. Χρειάστηκε επίσης να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική. Πέραν τούτου έχασε τη δουλειά της, παρέμεινε άνεργη και κρίθηκε ανίκανη για εργασία, εφόσον της δόθηκε ποσοστό αναπηρίας 75%. Η δεύτερη εφεσίβλητη, επηρεάστηκε βαθύτατα από το συμβάν και ντρεπόταν να κυκλοφορήσει γιατί όταν την αναγνώριζαν, την κορόιδευαν. 

Στην προκειμένη περίπτωση, παρατηρώ ότι τα δημοσιεύματα και οι δηλώσεις στις οποίες έγινε παραπομπή από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κατηγορουμένου, δεν αναφέρονται στον κατηγορούμενο ονομαστικά, εκτός από ένα δημοσίευμα της εφημερίδας ‘Cyprus Mail’ ημερομηνίας 30 Ιανουαρίου 2024. Εντούτοις, αποδέχομαι τη θέση ότι η Κυπριακή κοινωνία είναι κλειστή κοινωνία και ότι έχει διαδοθεί από στόμα σε στόμα το γεγονός ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα και δηλώσεις, αφορούν τον κατηγορούμενο, με αποτέλεσμα τόσο ο ίδιος, όσο και τα παιδιά του να αισθάνονται ντροπή και ο ίδιος να βιώνει κοινωνική απαξίωση. Έχω την άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση, η κοινωνική απαξίωση του κατηγορουμένου, λόγω της καταδίκης του, αποτελεί μιας μορφής εξωδικαστηριακή τιμωρία, η οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ως μετριαστικό στοιχείο κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Πέραν των ανωτέρω, λαμβάνω υπόψιν μου ως ελαφρυντικά στοιχεία, το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, το γεγονός ότι δεν φαίνεται να υπήρξε προσχεδιασμός της διάπραξης των αδικημάτων καθώς επίσης και το γεγονός ότι δεν ασκήθηκε βία (πέραν του ότι ο κατηγορούμενος άρπαξε απότομα το πρόσωπο της παραπονούμενης), ούτε υπήρξε οποιαδήποτε απειλή προς την παραπονούμενη ή περιορισμός της ελευθερίας της, με σκοπό τη διάπραξη των αδικημάτων.

Λαμβάνω επίσης υπόψιν όλες τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, όπως εκτίθενται λεπτομερώς ανωτέρω, καθώς και τις επιπτώσεις από ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης στην οικογένειά του. Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι παρά την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση του κατηγορουμένου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που αυτός έχει διαπράξει, το Δικαστήριο έχει καθήκον για εξατομίκευση της αρμόζουσας ποινής, ώστε αυτή να αντανακλά τις προσωπικές του συνθήκες και περιστάσεις, καθώς και όλα τα μετριαστικά υπέρ του στοιχεία. Σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία, το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί για το λόγο ότι ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Τονίζεται όμως ότι η διεργασία εξατομίκευσης δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της σοβαρότητας του αδικήματος, ή του αποτρεπτικού χαρακτήρα της επιβαλλόμενης ποινής, όταν ασφαλώς πρέπει να επιβάλλεται μια τέτοια ποινή (βλ. Ιωάννου κ.α ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171).

 

Σε ότι αφορά τις επιπτώσεις τυχόν φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορουµένου, ως έχει αναγνωριστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, αυτές συγκαταλέγονται µεταξύ των ελαφρυντικών στοιχείων, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν είναι όμως αποφασιστικής σηµασίας, εκτός εάν πρόκειται για εξαιρετικές ή ιδιάζουσες περιστάσεις (βλ. Γενικός Εισαγγελέας εναντίον Μάριου Παπανικόλα Ποινική Έφεση 214/2021, απόφαση ημερομηνίας 19 Ιανουαρίου 2024, στην οποία γίνεται παραπομπή σε σχετική νοµολογία στο σύγγραµµα Επιµέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νοµικό Σύστηµα, Α. Καπαρδής & Η. Στεφάνου, 2020, σελ. 250).

Στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι όποιες δυσμενείς επιπτώσεις στην οικογένεια του κατηγορουμένου, λόγω της κοινωνικής του απαξίωσης, έχουν προκληθεί συνεπεία της καταδίκης του και δεν σχετίζονται με την επιβολή ποινής. Σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης, οι οικείοι του κατηγορούμενου θα στερηθούν απλώς της παρουσίας του, κατά την έκτιση της ποινής του καθώς και κάποιας οικονομικής βοήθειας που θα ελάμβαναν από αυτόν, εάν συνέχιζε απρόσκοπτα την εργασία του, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η οικογένεια του κατηγορούμενου θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε οικονομική δυσκολία σε περίπτωση φυλάκισής του για σύντομο χρονικό διάστημα. Τα οικονομικά δεδομένα του κατηγορούμενου, ως έχουν τεθεί ενώπιόν μου, δεν συνηγορούν προς διαφορετική κατεύθυνση.

Τέλος, λαμβάνω υπόψιν ως μετριαστικό στοιχείο το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα. Σημειώνεται σχετικώς ότι ενώ τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 28 Αυγούστου 2020 και η διερεύνηση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε εντός ολίγων ημερών, το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε με κάποια καθυστέρηση και συγκεκριμένα στις 12 Φεβρουαρίου 2021, χωρίς να δοθεί κάποια εξήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή. Ακολούθως, η υπόθεση ορίστηκε για απάντηση στο κατηγορητήριο στις 8 Απριλίου 2021, αλλά λόγω της έκτακτης κατάστασης που επικρατούσε τότε στα Δικαστήρια, συνεπεία της πανδημίας του κορονοϊού, η υπόθεση αναβλήθηκε και ορίστηκε εκ νέου για απάντηση στις 6 Οκτωβρίου 2021. Έπειτα η υπόθεση αναβλήθηκε και ορίστηκε σε διάφορες ημερομηνίες για ακρόαση και εν τέλει η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε τον Ιούνιο 2023. Ανατρέχοντας στα πρακτικά της διαδικασίας, προκύπτει ότι κάποιες αναβολές δόθηκαν κατόπιν αιτημάτων των συνηγόρων υπεράσπισης και επομένως έχει και ο κατηγορούμενος κάποια μικρή ευθύνη σε ότι αφορά την καθυστέρηση που έχει παρατηρηθεί. Εν πάση περιπτώσει, το χρονικό διάστημα των τρεισήμισι ετών που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι μετά τη διάπραξη των αδικημάτων ο κατηγορούμενος συνήψε σχέση με τη νυν σύντροφό του, λαμβάνονται υπόψιν, εφόσον με την παρέλευση του χρόνου και την αλλαγή στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, μειώνεται η ανάγκη για επιβολή ποινής ως μέτρου αποτροπής ή αναμόρφωσής του. Σχετικώς παραπέμπω στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ.267 στην οποία αναφέρθηκε ότι:

«[Η] αποτίµηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής, τείνει να µετριάσει την απόσταση που δηµιουργείται, ως προς το άτοµο του παραβάτη, µεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκηµα και του χρόνου της τιµωρίας του».

            Σε ότι αφορά τώρα τη θέση του κυρίου Κληρίδη ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο προσανατολίζεται σε επιβολή ποινής φυλάκισης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το πρόβλημα υπερπληθυσμού που αντιμετωπίζουν οι Κεντρικές Φυλακές, το οποίο οδηγεί σε παραβίαση των δικαιωμάτων των κρατουμένων, στη βάση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σημειώνω τα εξής:

            Για να είναι το Δικαστήριο σε θέση να εξετάσει ισχυρισμό ότι σε περίπτωση φυλάκισης του κατηγορούμενου, αυτός θα τύχει απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης, κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να τεθούν υπόψιν του πολύ συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν παρέχεται, κατά την κρίση μου, πεδίο για αξιολόγηση ενός τέτοιου ισχυρισμού, στη βάση μόνο της Έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ημερομηνίας 15/11/22, ούτε με βάση τα δεδομένα που παρατίθενται στη βάση δεδομένων ‘World Prison Brief’ εν σχέση με την Κύπρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την εν λόγω Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, λαμβάνονται από το κράτος μέτρα με σκοπό την αντιμετώπιση ενός τέτοιου προβλήματος, όπως η πρόωρη αποφυλάκιση αριθμού κρατουμένων, η τοποθέτηση άλλων στο πρόγραμμα Ανοικτής Φυλακής και η παροχή δυνατότητας έκτισης ποινής κατ’ οίκον υπό ηλεκτρονική παρακολούθηση.

Σε ότι αφορά το είδος και το ύψος της αρμόζουσας ποινής, έχω ανατρέξει στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς αναζήτηση παρόμοιων με την παρούσα υποθέσεων, έχοντας βεβαίως κατά νου ότι οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, καθότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν, καθώς και τις συνθήκες και περιστάσεις του παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.1).

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την εκτεταμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάποια παρόμοια με την παρούσα υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, παραπέμπω κατωτέρω σε μερικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες αφορούν το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον ενήλικου προσώπου, ως ενδεικτικές του ύψους των ποινών που επιβάλλονται για το αδίκημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψιν το βαθμό στον οποίο έκαστη από αυτές τις υποθέσεις διαφοροποιείται από την παρούσα.

Στην υπόθεση M. Δ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 87/2019, 10/3/2021, επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας ποινή φυλάκισης 4 μηνών, σε κάθε μία από τρεις κατηγορίας άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, σε κατηγορούμενο ο οποίος χαΐδευε στην πλάτη, στο πόδι, στο χέρι και στο μάγουλο την παραπονούμενη (1η κατηγορία), προσπάθησε να τη φιλήσει στο στόμα (2η κατηγορία) και ενώ η παραπονούμενη επέβαινε στο όχημά του, αυτός έβαλε το χέρι του στα γεννητικά της όργανα (3η κατηγορία). Οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν την ποινή, αποσύρθηκαν πριν την ακρόαση της έφεσης.

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέα Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ., το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνοντας έκδηλα ανεπαρκή την ποινή που είχε επιβληθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών σε κατηγορία για άσεμνη επίθεση, η οποία συνίσταντο σε θώπευση του στήθους της παραπονούμενης.

Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Χαράλαμπου Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ 638, το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνοντας έκδηλα ανεπαρκή την πρωτοδίκως επιβληθείσα χρηματική ποινή για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τριών μηνών.

Στη Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστόφορου Σπύρου (2006) 2 Α.Α.Δ 447, το Ανώτατο Δικαστήριο αντικατέστησε ποινή φυλάκισης 3 μηνών με ποινή φυλάκισης 9 μηνών για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης.

Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων που απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Ανδρέα Παύλου, Χαράλαμπου Βαρνάβα και Χριστόφορου Σπύρου ανωτέρω, η μέγιστη προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή ήταν φυλάκιση μέχρι δυο ετών.

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες στους οποίους έχω αναφερθεί, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων, με δεδομένη την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση αυτών, κρίνω ότι αρμόζουσες εν προκειμένω ποινές είναι ποινές φυλάκισης, καθότι οποιαδήποτε άλλη ποινή, θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, ακατάλληλη και ανεπαρκής (βλ. Προδρόμου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 98).

 

Καταληκτικά, επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στον κατηγορούμενο σε κάθε μια από τις κατηγορίες 2 έως 5 που αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών.

 

               Λόγω της όμοιας φύσης και χρονικής εγγύτητας των αδικημάτων, υπό το φως της αρχής της συνολικότητας της ποινής, θεωρώ δίκαιο όπως οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης συντρέχουν μεταξύ τους και συνεπώς εκδίδω ανάλογη διαταγή.

 

Θα προχωρήσω στο σημείο αυτό να εξετάσω κατά πόσον δικαιολογείται αναστολή της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί, στη βάση του άρθρου 3 του περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν. 95/72, όπως τροποποιήθηκε.

Σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία, η ποινή φυλάκισης με αναστολή, δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη και η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της. Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια αποφασίζει εάν στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου, δικαιολογείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει ήδη επιβάλει (βλ. Siminoiu v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 699 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583). Τα όρια αυτής της διακριτικής ευχέρειας δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παπαπαντελή ν. Δημοκρατίας, Π.Ε.11/2016, ημ.17/10/2016). Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι, μεταξύ άλλων: (1) Η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο∙ (2) Το μητρώο του κατηγορούμενου και η αναγκαιότητα αποτροπής και (3) η διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Demetriou v. R. (1976) 2 J.S.C. 386 και Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ.303).

Θα πρέπει συνεπώς να αποφασιστεί στο σημείο αυτό, κατά πόσον όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν ήδη οδηγήσει σε μείωση της έκτασης της επιβληθείσας ποινής, καθώς και άλλοι σχετικοί παράγοντες, συνηγορούν υπέρ της έκδοσης διατάγματος αναστολής. Τίθεται επομένως το ερώτημα κατά πόσον σε περίπτωση αναστολής, η επιβληθείσα ποινή θα εξακολουθήσει να υπηρετεί το σκοπό της τιμωρίας, της αναμόρφωσης και της αποτροπής και να αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που έχουν διαπραχθεί.

Υπέρ της έκδοσης διατάγματος αναστολής συνηγορεί κυρίως η εξωδικαστηριακή τιμωρία του κατηγορουμένου, λόγω των επιπτώσεων και των αναμενόμενων μελλοντικών επιπτώσεων της καταδίκης, στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Από την άλλη, εναντίον της αναστολής συνηγορεί, κατά την κρίση μου, μεταξύ άλλων παραγόντων το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος παρουσιάζεται ενώπιον μου πλήρως αμετανόητος. Η συναισθηματική του φόρτιση και αναστάτωση δεν φαίνεται να σχετίζονται με συνειδητοποίηση της σοβαρότητας των αδικημάτων που έχει διαπράξει, αλλά απορρέουν από τις αρνητικές συνέπειες της καταδίκης για την καριέρα του, καθώς και τη δυσμενή επίδραση της παρούσας υπόθεσης στη φήμη του. Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα ανωτέρω, σελίδα 130, η μη επίδειξη μεταμέλειας από πλευράς κατηγορουμένου αποτελεί συνήθη παράγοντα ο οποίος, μεταξύ άλλων, οδηγεί προς την απόρριψη αιτήματος αναστολής ποινής φυλάκισης. Τονίζεται υπό μορφή διευκρίνισης ότι ουδόλως λήφθηκε υπόψιν εναντίον του κατηγορουμένου ως επιβαρυντικό στοιχείο κατά την επιμέτρηση της ποινής, το γεγονός ότι αυτός εμμένει στην αθωότητά του. Η μη παραδοχή δεν προσμετρά, σε καμία περίπτωση, εις βάρος του κατηγορουμένου κατά την επιλογή του είδους και επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής. Εντούτοις, η έλλειψη μετάνοιας και μεταμέλειας είναι στοιχεία που λαμβάνονται υπόψιν κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σχετικά με το κατά πόσον θα αναστείλει ή όχι, την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής. Παρατηρώ ότι δεν ζητά, εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος από το Δικαστήριο να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία για αναμόρφωση, χωρίς να περάσει το κατώφλι των Κεντρικών Φυλακών, εφόσον δεν αναγνωρίζει ότι χρήζει οποιασδήποτε αναμόρφωσης. Δεν ζητά ο κατηγορούμενος συγχώρεση, ούτε από την παραπονούμενη, ούτε από την πολιτεία, απλώς αισθάνεται και εισηγείται, μέσω του συνηγόρου του, ότι έχει τιμωρηθεί αρκετά και ότι σε περίπτωση φυλάκισής του για οποιοδήποτε διάστημα, η ποινή θα είναι εξοντωτική για τον ίδιο. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνη. Βραχείας διάρκειας ποινή φυλάκισης, ως η ποινή που έχει επιβληθεί, δεν οδηγεί σε εξόντωση του καταδικασθέντος, αλλά αποτελεί, εν προκειμένω, μέτρο αναπόφευκτο, πρωτίστως για να αντιληφθεί ο ίδιος τη σοβαρότητα των αδικημάτων που έχει διαπράξει και να λάβει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν γίνονται για κανένα λόγο ανεκτές σε μια πολιτισμένη κοινωνία που σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Συνεκτιμώντας λοιπόν και σταθμίζοντας εκ νέου όλους τους σχετικούς παράγοντες που παρατίθενται ανωτέρω, κρίνω ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως την έχω προσδιορίσει, κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της διαταγής για άμεση εκτέλεση των ποινών φυλάκισης που έχουν επιβληθεί, καθότι σε περίπτωση αναστολής τους, οι ποινές θα παύσουν, κατά την κρίση μου, να αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων και θα εξουδετερωθεί πλήρως ο αποτρεπτικός τους χαρακτήρας.

Επομένως οι ποινές θα είναι άμεσα εκτελεστές.

Τα έξοδα των μαρτύρων κατηγορίας τα οποία ανέρχονται σε Ευρώ 380 να καταβληθούν από το Δημοκρατία.

 

 

……………………..

Α. Κάρνου A.Ε.Δ

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

             

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο