ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛEYKΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.                             

Αρ. Υπόθεσης: 201/24

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας                                           

                                                                       

  v

   

Χρίστος Τσιντάς

                                                                                                            Κατηγορούμενος                                                                                                                 

Ημερομηνία: 13.3.24  

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους    

Για Κατηγορούμενο: κα. Α. Ξιψιτή

Κατηγορούμενος: Παρών

                                                              

                                                               ΑΠΟΦΑΣΗ

 

               Δύο κατηγορίες προσάπτονται στον ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενο, οι οποίες αφορούν στην διάρρηξη κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και της κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 4, 29, 291 292(α) 255 και 266(β) του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες των κατηγοριών, ο κατηγορούμενος την 27.1.24 στο Καλό Χωριό Ορεινής, διέρρηξε και εισήλθε στην κατοικία της Αιμιλίας Αριστοδήμου, κλέβοντας από αυτήν κοσμήματα συνολικής αξίας (προ της τροποποίησης του κατηγορητηρίου), €2.900. Σημειώνεται ευθύς αμέσως ότι οι Λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας τροποποιήθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη της υπεράσπισης και κατόπιν Διατάγματος Δικαστηρίου με την αξία της κλοπιμαίας περιουσίας να ανέρχεται τελικώς στο ποσό των €900. Η εν λόγω τροποποίηση κρίθηκε αναγκαία καθότι η παραπονούμενη ανέφερε κατά τη ζώσα μαρτυρία της ότι, προ της ένορκης κατάθεσης της διεξήγαγε εκ νέου έρευνα εντός της οικίας της με την ελπίδα ότι θα εντόπιζε μέρος της περιουσίας της, όπερ και εγένετο.

 

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

               Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε πέντε μάρτυρες προς απόδειξη της υπόθεσης της. Μετά το πέρας παρουσίασης της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος με απόφαση του Δικαστηρίου κλήθηκε σε απολογία. Ο κατηγορούμενος επέλεξε όπως καταθέσει ενόρκως.  

               Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ1) ο Αστ.4726 ο οποίος υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Κλήρου. Την κατάθεση του την οποία υιοθέτησε, κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 στη διαδικασία. Εκεί αναφέρει ότι την επίδικη μέρα και ώρα 18:10 συνέλαβε τον κατηγορούμενο για τα υπό του κατηγορητηρίου αδικήματα. Κατά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι: «η γυναίκα τον έψαξε μέσα στις τσέπες του και δεν είχε τίποτα». Στον κατηγορούμενο παραδόθηκαν τα δικαιώματα ύποπτου προσώπου με αυτόν να συγκατατίθεται γραπτώς στη λήψη μετρήσεων από μέρους του. Κατατέθηκε περιπλέον στη διαδικασία ως Τεκμήριο 2 το ένταλμα σύλληψης που τον αφορά. Ο μάρτυρας απάντησε θετικά στη μοναδική ερώτηση της υπεράσπισης δηλώνοντας ότι από τον κατηγορούμενο λήφθηκαν, με τη σύμφωνη γνώμη του, δακτυλικά αποτυπώματα.

 

               ΜΚ2 η Αστ.1284, ανακρίτρια της υπόθεσης. Αυτή επίσης υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Κλήρου. H κατάθεση της, Τεκμήριο 5, την οποία υιοθέτησε, αναφέρει ότι την 27.1.24 και περί ώρα 12:10 καταγγέλθηκε από την παραπονούμενη ότι: «λίγη ώρα προηγουμένως και ενώ κατευθυνόταν από την βοηθητική κουζινούλα που βρίσκεται στο πίσω μέρος της αυλής της προς την κύρια οικία της» είδε ένα άνδρα να βγαίνει από την πόρτα της κουζίνας της κύριας κατοικίας.  Από εξετάσεις που έγιναν στη σκηνή διαπιστώθηκε ότι ο δράστης πέτυχε είσοδο-έξοδο από την κλειδωμένη πόρτα της κουζίνας της κύριας οικίας, της οποίας το κλειδί βρισκόταν στην εξωτερική πλευρά της. Σε έλεγχο που έκανε η ΜΚ2 εντός της οικίας διαπίστωσε ακαταστασία στο κυρίως υπνοδωμάτιο με τα συρτάρια της σιφονιέρας που βρισκόταν εντός αυτής να είναι ανοικτά και από εκεί διάφορα κουτάκια εντός των οποίων βρίσκονταν χρυσαφικά να είναι ανοικτά και διάσπαρτα επί της σιφονιέρας. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι από την οικία της έλειπε ένα χρυσό δαχτυλίδι που είχε αφήσει προ ολίγου στο πάγκο της κουζίνας της και διάφορα άλλα χρυσαφικά από το κυρίως υπνοδωμάτιο της, συνολικής αξίας €2900. Στη συνέχεια προέβησαν σε δειγματοληψία τύπου «Swap» την οποία απέστειλαν για τη διενέργεια επιστημονικών εξετάσεων.

 

Κατά την κυρίως εξέταση της η μάρτυρας κατέθεσε την ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου (Τεκμήριο 7), καθώς και σχετικά ημερολόγια ενεργείας (Τεκμήρια 8 και 12). Στο Τεκμήριο 8 καταγράφεται πληροφορία που λήφθηκε από πολίτη, ο οποίος κατονομάζεται δεόντως, ότι «άκουσε την γειτόνισσα του, παραπονούμενη, να φωνάζει από την οικία της. Όταν βγήκε στο δρόμο είδε να φεύγει από την οικία της άγνωστος άνδρας όποιος μπήκε σε αυτοκίνητο μάρκας Opel με αριθμούς εγγραφής ΧΧΧ». Εξετάσεις της αστυνομίας φανέρωσαν ότι ιδιοκτήτης του οχήματος είναι ο κατηγορούμενος, Τεκμήρια 9-11. Ο κατηγορούμενος ανακρινόμενος προφορικά (Τεκμήριο 13) και αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο ανέφερε ότι την επίδικη μέρα και ώρα 12:00, μπήκε στην αυλή σπιτιού στο Καλό Χωριό Ορεινής αφού πρώτα κτύπησε επί της ανοικτής πίσω πόρτας για να ζητήσει οικονομική βοήθεια. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από τα «βοηθητικά», πίσω από το σπίτι, μία γυναίκα η οποία τον ρώτησε «τι κάνει εκεί». Ο κατηγορούμενος της απάντησε ότι έψαχνε μια κοπέλα της Εκκλησίας με το όνομα Παναγιώτα η Μαρούλα. Η γυναίκα στη συνέχεια έψαξε τις τσέπες της ζακέτας του, ζητώντας του όπως «γυρίσει τις τσέπες του παντελονιού του ανάποδα» μη εντοπίζοντας οτιδήποτε. Ο ίδιος δήλωσε, έφυγε με το αυτοκίνητο του με αριθμούς εγγραφής ΧΧΧ». Προς εξακρίβωση των ισχυρισμών που πρόβαλε ο κατηγορούμενος  κατά την γραπτή του κατάθεση (Τεκμήριο 7), ότι έψαχνε οικονομική βοήθεια από κάποια κα. Ειρήνη η οποία αποτελεί μέλος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής η ΜΚ2 προέβη σε συνομιλία με τον Κοινοτάρχη του Χωριού Ορεινής (Τεκμήριο 12) ο οποίος της ανέφερε ότι στην γειτονιά στην οποία εντοπίστηκε ο κατηγορούμενος δεν διαμένει καμία γυναίκα με το όνομα Ειρήνη, μήτε αποτελεί μέλος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής οποιαδήποτε «κυρία με το προαναφερθέν όνομα». Ανέφερε περαιτέρω ότι το εν λόγω διάστημα κανένας έρανος ή οικονομική βοήθεια δεν παρείχετο εκ μέρους της εν λόγω Επιτροπής. Η οικία του κατηγορούμενου δήλωσε η ΜΚ2 ερευνήθηκε κατόπιν γραπτής του συγκατάθεσης (Τεκμήριο 14), όπου τίποτα το μεμπτό δεν εντοπίστηκε.

 

Συνέχισε η ΜΚ2 περιγράφοντας το εσωτερικό μέρος της οικίας της παραπονούμενης, καθώς και την κατάσταση στην οποία εντόπισε αυτό κατά τη διεξαγωγή της επιτόπιας έρευνας της. Ήταν φανερό δήλωσε, ότι υπήρχε ακαταστασία επί της σιφονιέρας που βρισκόταν στο κυρίως υπνοδωμάτιο. Το πρώτο και δεύτερο συρτάρι ήταν ανοικτό ενώ κοντά στον καθρέφτη επί του επίπλου υπήρχαν σε άτακτη κατάσταση σκορπισμένα κουτάκια που περιείχαν κοσμήματα αλλά και σακουλάκια που φέρεται επίσης να περιείχαν τιμαλφή. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 16, κατάλογο της κλοπιμαίας περιουσίας. Η απόσταση δήλωσε μεταξύ της πόρτας της κουζίνας και του βοηθητικού χώρου ήταν κοντινή και σε καμία περίπτωση το ένα οίκημα δεν βρισκόταν μακριά από το άλλο αφού και τα δύο βρίσκονταν εντός της αυλής της παραπονούμενης. Με το που έφθασαν στη σκηνή η παραπονούμενη τους ανέφερε ότι καθώς έβγαινε από «τα πισινά», είδε άγνωστο άνδρα να εξέρχεται της οικίας της ρωτώντας τον τι έψαχνε, ενώ μόλις κάλεσε σε βοήθεια, αυτός τράπηκε σε φυγή. Πρόλαβε να τοποθετήσει τα χέρια της επί της ζακέτας του. Ανέφερε ότι από τον πάγκο της κουζίνας της έλειπε το χρυσό της δακτυλίδι αλλά και διάφορα άλλα κοσμήματα από το υπνοδωμάτιο της. Τα συρτάρια της σιφονιέρας ήταν ανοικτά, με τα διάφορα κουτάκια που περιείχαν κοσμήματα εντός τους να βρίσκονται σκορπισμένα επί αυτής. Ως τους ανέφερε, η ίδια δεν έκλεισε τα συρτάρια γιατί περίμενε την αστυνομία να καταφθάσει στο χώρο. Μήτε τα συρτάρια της σιφονιέρας είχε η ίδια ανοίξει για οποιοδήποτε λόγο εκείνο το πρωινό. Η παραπονούμενη τους ανέφερε επίσης ότι ο δράστης πρέπει να είχε την ικανότητα να διακρίνει μεταξύ των χρυσών και των ασημένιων κοσμημάτων αφού, στον πάγκο είχε αφήσει και τα ασημένια της δακτυλίδια τα οποία ο τελευταίος, δεν πήρε. Στην υποβολή της υπεράσπισης ότι η παραπονούμενη έψαξε εξονυχιστικά τον κατηγορούμενο, προ της απομάκρυνσης του από το χώρο, η ΜΚ2 απάντησε ότι η θέση της πρώτης επί του προκείμενου είναι εντελώς διαφορετική, δηλώνοντας ότι το μόνο που πρόφτασε να κάνει ήταν να τοποθετήσει τα χέρια της επί του εξωτερικού μέρους της ζακέτας του κατηγορούμενου. Συμφώνησε αντεξετασθείσα ότι, ο λόγος που δεν λήφθηκαν αποτυπώματα από τη σκηνή ήταν γιατί τέτοια δεν εντοπίστηκαν.  

               ΜΚ3 ο κ. Πέρδικος, ιδιοκτήτης καταστήματος αγοράς χρυσού. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεση του, Τεκμήριο 17 αναφέροντας ότι την 27.1.24 και ώρα 12:47 δέχθηκε κλήση από το τηλέφωνο του κατηγορούμενου, την φωνή του οποίου αναγνώρισε καθότι είχαν συνεργαστεί και στο παρελθόν. Σημειώνεται ότι ο αριθμός τηλεφώνου που ανέφερε αντιστοιχεί στον αριθμό κινητής τηλεφωνίας του κατηγορούμενου, με τον τελευταίο να μην αρνείται ότι κάλεσε τον ΜΚ3. Του ανέφερε στο τηλέφωνο ο κατηγορούμενος ότι ήταν έξω από το κατάστημα του, θέλοντας να του πουλήσει χρυσαφικά. Ο μάρτυρας δεν ρώτησε τι χρυσαφικά αφορούσε η συναλλαγή γιατί είχε κλείσει το κατάστημα του για το μεσημέρι, λέγοντας του όπως αν επιθυμεί, επιστρέψει τη Δευτέρα. Η κλήση διήρκησε 35 δευτερόλεπτα. Κατά την κυρίως εξέταση του, αναγνώρισε τον κατηγορούμενο επί του εδωλίου δηλώνοντας ότι ο τελευταίος μετέβη στο κατάστημα του περί τις 2 με 3 φορές προηγουμένως. Ρωτήθηκε ο μάρτυρας πώς σχολιάζει τη θέση που πρόβαλε ο κατηγορούμενος ότι, αυτόν, κάλεσε κατά λάθος. Ο ΜΚ3 απάντησε ότι το τηλεφώνημα δεν ήταν εκ παραδρομής με τον κατηγορούμενο να του αναφέρει ότι ήταν έξω από το κατάστημα του και ανέμενε να εξυπηρετηθεί. Αντεξετασθείς επί του κατά πόσον ενδέχεται να αντιλήφθηκε λάθος, ο μάρτυρας επανέλαβε ότι το τηλεφώνημα διήρκησε 35 δευτερόλεπτα με τους δύο άνδρες να συνομιλούν στο τηλέφωνο για τη διενέργεια αγοραπωλησίας. 

 

                      Προτελευταία μάρτυρας κατηγορίας, ΜΚ4 η παραπονούμενη, η οποία υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, Τεκμήριο 18. Την επίδικη ημέρα και περί η ώρα 12:00 βρισκόταν στα βοηθητικά, δηλαδή στην πισινή κουζινούλα της οικίας της, η οποία είναι ανεξάρτητη από την κυρίως κατοικία όπου μαγείρευε. Εξερχόμενη της κουζινούλας και κατευθυνόμενη προς την πίσω πόρτα του σπιτιού της, είδε να βγαίνει από αυτήν ένας άντρας «ηλικίας περίπου 30 ετών, μετρίου ύψους, λίγο παχουλός με λίγο μαύρα σγουρά μαλλιά». Τον άνδρα αυτό δεν είχε ξαναδεί. Τον ρώτησε αμέσως ποιος είναι και τι ψάχνει. Ο ίδιος της απάντησε ότι ψάχνει μια κα. Ειρήνη. Τον ρώτησε γιατί μπήκε σπίτι της με τον άνδρα να της απαντά, «εφώναζα σου θεία». Εκείνη τη στιγμή φώναξε του γαμπρού της, Ντίνου που έκοβε ξύλα στο πίσω μέρος της αυλής, με τη φράση «Ντίνο έλα κάτω». Μόλις φώναξε, ο άνδρας άρχισε να τρέχει κατευθυνόμενος προς την μπροστινή πλευρά του σπιτιού η οποία εφάπτεται του κύριου δρόμου. Η μάρτυρας τον είδε να βγαίνει από το κάγκελο του σπιτιού και να τρέχει προς το δρόμο αλλά μετά τον «έχασε». Την ίδια ώρα ήρθε στο σημείο ο γείτονας της Μάριος ο οποίος την άκουσε να φωνάζει λέγοντας ότι είδε κάποιον να τρέχει και να μπαίνει σε ένα αυτοκίνητο. Τους αριθμούς εγγραφής του οχήματος κατέγραψε και παρέδωσε στην αστυνομία. Η ίδια μπήκε αμέσως στο σπίτι για να δει αν λείπει κάτι, διαπιστώνοντας ότι έλειπε από τον πάγκο της κουζίνας «το χρυσό της δακτυλίδι με τις μαύρες πέτρες». Τα συρτάρια της σιφονιέρας του υπνοδωματίου ήταν ανοικτά και τα κουτιά /σακουλάκια που περιείχαν χρυσαφικά, πετάμενα δεξιά και αριστερά. Δηλώνει τέλος ότι, η πόρτα από την οποίαν έβγαινε ο άντρας ήταν κλειδωμένη με τα κλειδιά επάνω.

 

                      Κατά τη ζώσα μαρτυρία της αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως τον άνδρα που εξήλθε της οικίας της την επίδικη ημέρα. Το σπίτι της εφάπτεται του κύριου δρόμου. Η πίσω πόρτα του σπιτιού ανοίγει σε ένα διάδρομο ο οποίος δεξιά οδηγεί στα υπνοδωμάτια, αριστερά στο μπάνιο ενώ η κουζίνα και το σαλόνι είναι ευθεία μπροστά. Επειδή το δωμάτιο της κουζίνας είναι στην μέση του σπιτιού, προτιμά, επειδή το σπίτι γεμίζει με ατμούς και η ίδια αντιμετωπίζει αναπνευστικά προβλήματα όπως μαγειρεύει «στα πισινά». Τα δύο κτίρια είναι εντός της ίδιας αυλής. Επειδή το ψυγείο βρίσκεται στο κυρίως σπίτι, η ίδια πολλές φορές όταν μαγειρεύει πηγαινοέρχεται μεταξύ των δύο υποστατικών. Η πόρτα της βοηθητικής κουζινούλας βλέπει την πίσω πόρτα της οικίας την οποία, είχε κλειδώσει. Εκείνη την ώρα η ίδια ετοίμαζε ζύμη για την παρασκευή πίτσας που έφτιαχνε για την οικογένεια. Τα δακτυλίδια της, χρυσά και ασημένια είχε βγάλει 10 λεπτά προηγουμένως, αφήνοντας τα στον πάγκο της κουζίνας εντός της κύριας κατοικίας. Ο λόγος που τα έβγαλε ήταν για να ζυμώσει. Για να φτάσει κάποιος μέχρι την πίσω πόρτα της οικίας πρέπει να διασχίσει όλη την αυλή στο πλάι, αριστερά. Επειδή στη γειτονιά τους έγινε μία μεγάλη διάρρηξη στο πρόσφατο παρελθόν η ίδια πλέον, «πάντα κλειδώνει». Τη δεδομένη ημέρα άφησε το κλειδί πάνω στην πόρτα γιατί αναγκαζόταν να πηγαινοέρχεται από το ένα κτίριο στο άλλο για να πάρει πράγματα από το ψυγείο. Τον κατηγορούμενο είδε να βγαίνει από την πίσω πόρτα της κύριας οικίας. Τη στιγμή που τον είδε τα πόδια του βρίσκονταν πάνω στο σκαλάκι της πίσω πόρτας (που ενώνει το κτίριο με το έδαφος).

                     

                      Σε ερώτηση της κατηγορούσας αρχής κατά πόσον έψαξε τον κατηγορούμενο, ως ο ισχυρισμός του τελευταίου, η ίδια απάντησε ότι τον πλησίασε γιατί υποψιάστηκε ότι έπιασε το πορτοφόλι της ή τα δαχτυλίδια και το ρολόι της, προσπαθώντας να διακρίνει αν αυτά βρίσκονταν μέσα στις τσέπες της ζακέτας του. Προσπάθησε λοιπόν την ώρα που έβγαλε ο κατηγορούμενος τα χέρια του από τη ζακέτα, να αγγίξει στην εξωτερική πλευρά αυτής προς διαπίστωση των ως άνω. Παράλληλα φώναξε του Ντίνου, γεγονός που οδήγησε τον κατηγορούμενο σε φυγή. Σε καμία περίπτωση δεν ζήτησε από τον κατηγορούμενο είτε όπως ανοίξει το τσαντάκι μέσης που φορούσε ή όπως γυρίσει τις τσέπες του παντελονιού του ανάποδα. Της έκανε εντύπωση δήλωσε ότι, από τα δακτυλίδια που είχε αφήσει στον πάγκο, έλειπε μόνο το χρυσό και όχι τα ασημένια, αντιλαμβανόμενη ότι ο άνδρας αυτός πρέπει να είχε την ικανότητα όπως ξεχωρίζει μεταξύ εκείνων που είχαν περισσότερη αξία. Ποτέ συνέχισε, δεν άκουσε κάποιον να φωνάζει εντός της αυλή της. Κατέθεσε τέλος, ως Τεκμήριο 16, κατάλογο της κλαπείσας περιουσίας ο οποίος απαριθμεί 6 συνολικά αντικείμενα. Σε ερώτηση της κατηγόρου αν υπάρχει οτιδήποτε που επιθυμεί να δηλώσει σε σχέση με το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου, η παραπονούμενη απάντησε ότι τρία εκ των έξι αντικειμένων που καταγράφονται στο εν λόγω έγγραφο εντόπισε κατόπιν έρευνας στην οικία της συμπληρώνοντας, ότι αυτά είχε φυλάξει σε χώρο εκτός της σιφονιέρας, φορώντας τα πρόσφατα σε ένα γάμο που παραβρέθηκε. Πρόσθεσε ότι ο λόγος που προέβη εκ νέου σε έρευνα στην οικία της ήταν γιατί: «δεν ήθελε να βάλει το χέρι της στο Ευαγγέλιο και να προβεί σε αναφορές αν δεν ήταν βέβαια για τα όσα απώλεσε». Η πιο πάνω δήλωση της παραπονούμενης οδήγησε στην προαναφερθείσα τροποποίηση των Λεπτομερειών της 2ης κατηγορίας.

 

                     

                      Κατά την αντεξέταση τέθηκε στην μάρτυρα ότι ο κατηγορούμενος της είχε φωνάξει, με την μάρτυρα να αρνείται τη θέση αυτή, προσθέτοντας ότι είχε τελειώσει την ετοιμασία της ζύμης, πλύθηκε και εξήλθε της κουζινούλας για να εντοπίσει τον κατηγορούμενο στο σκαλί της πίσω πόρτας να εξέρχεται της οικίας. Διαφώνησε σθεναρά με τη θέση της υπεράσπισης ότι προέβη σε εξονυχιστικό σωματικό έλεγχο στον κατηγορούμενο, δηλώνοντας ότι ο τελευταίος με το που πήγε να ελέγξει τις τσέπες της ζακέτας του ξεκίνησε να τρέχει. Ποτέ δεν ζήτησε όπως ελέγξει τις τσέπες του παντελονιού κατηγορούμενου αφού, «εν μιάλη γενέκα και δεν θα ζητούσε ποτέ τέτοιο πράγμα από τον κύριο». Στην θέση της υπεράσπισης ότι ο λόγος που ο κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή ήταν γιατί ο Ντίνος κρατούσε «κάτι στα χέρια του», η μάρτυρας απάντησε ότι τίποτα δεν κρατούσε στα χέρια του ο Ντίνος, ενώ η ίδια όταν φώναξε δεν ανέφερε ότι υπάρχει κλέφτης στο χώρο ακριβώς επειδή φοβήθηκε την όποια τυχόν αντίδραση του κατηγορούμενου. Ακολούθησε και η εξής στοιχομυθία κατά την αντεξέταση:

                        «E: Πότε τα είδατε τα χρυσαφικά σας αυτά τα κοσμήματα σας για τελευταία φορά;

                                     …..

                      A: Ανοίγω τακτικά τζειμέσα αλλά δεν τσιακάρω τι έχει τι δεν έχει. Μπορεί να έχει και έναν μήνα.

                   Ε: Τα άλλα που βρήκατε μετά πώς και τα βρήκατε, σκεφτήκατε μήπως κάπου άλλου τα είχατε φυλάξει και ψάξατε;

                        A: Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήθελα να έρτω να βάλω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο και να πω ψέματα, έτσι ξανατσιάκαρα ξανά και σκέφτηκα ότι εν ήταν σωστό να βάλω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο αν μεν είμαι σίγουρη και έψαξα και ήβρα τα κάπου αλλου.

                        Ε. Δηλαδή την ώρα που την εδίνατε την κατάθεση λέγατε ότι σκεφτήκατε, χωρίς να σκέφτεστε ότι ένας άνθρωπος κατηγορείται;

                        A: Πριν αγγίξω μέσα που έγινε η κατάθεση. Ηξερα ότι τα είχα αλλά είχα λίγες μέρες πριν γάμο και φόρησα τα στα χέρια μου.

                        Ε: Μήπως η κατάθεση που δώσατε ήταν πάνω στη σύγχυση σας ότι κάποιος μπήκε σπίτι σας;

                                     A: Δεν ήμουν συγχυσμένη αλίμονο, είχα τα 400

                      Ε: Πιστεύετε ότι ένας που ήθελε να σας κλέψει θα έμπαινε και θα επέλεγε, θα είχε το χρόνο τι θα έπαιρνε και τι δεν θα έπαιρνε;

                        A: Δοξάζω τον Θεό που ήταν μέρα. Αν έρκετουν νύχτα ήταν να πεθάνω που το φοό μου. Άκουσα τόσα πολλά που έγιναν στη γειτονιά. Τι να πώ;

                                     E:  Όπως είπατε έγινε διάρρηξη μεγάλη στη γειτονιά σας;

                                     A: Ναι, πολλές φορές.

                                    Ε: Αποκλείεται κάποια από αυτά να είχαν κλαπεί;

                        A: Δεν είναι ερώτηση τούτη να την κάμεις. Και να είναι κλειστά και οι πόρτες, τα παράθυρα που τη στιγμή που κλειδώνω και φεύγω. Να μπω σπίτι κλειδώνομαι. Να είμαι στο σπίτι είμαι κλειδωμένη. Μπορεί να καλέσω μια κοπέλα για  καφέ πρέπει να κλειδώσω. Να φύω να πάω στο πισινό πρέπει να κλειδώσω. Σε τούτην την κατάσταση μας έφεραν, όλη τη γειτονιά οι κλέφτες».

 

                      Στη θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν έβγαινε από την οικία της παραπονούμενης, αλλά βρισκόταν εντός της αυλής, η τελευταία απάντησε:

                     

                      «Δεν είναι ελληνικά που μιλώ; Κατέβαινε την πόρτα, δεν την άνοιξε τέλια να φκεί, ήταν μισάνοικτη, εφόρησε τον εφκήκε, είδα τον που κατέβαινε που το σκαλί κάτω».

 

Τέλος, σύμφωνα με την παραπονούμενη, στο διάστημα των 15 λεπτών που μεσολάβησε από την στιγμή που πήγε στην κουζινούλα για να ετοιμάσει τη ζύμη, κανένας άλλος δεν είχε μπει στην οικία της , δηλώνοντας βεβαιότητα περί του ότι ο κατηγορούμενος για να εισέλθει, ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα της κουζίνας.

 

               ΜΚ5 ο κ. Λάμπρου. Στη γραπτή του κατάθεση Τεκμήριο 20, αναφέρει ότι την επίδικη ημέρα και ώρα 12:00 έφυγε από το σπίτι του στο Καλό Χωριό με το όχημα του, κατευθυνόμενος προς το καφενείο του χωριού. Ενώ οδηγούσε το όχημα του είδε προς τη δεξιά του μεριά να βγαίνει από το κάγκελο της οικίας της παραπονούμενης, η οποία τυγχάνει ξαδέλφη του, άγνωστο άνδρα ο οποίος διασταύρωσε τρέχοντας τον δρόμο, πηγαίνοντας προς ένα αυτοκίνητο μάρκας Opel, που ήταν παρκαρισμένο κάτω από τους ευκαλύπτους. Ο άνδρας αυτός ήταν μετρίου ύψους, παχουλός με γκρίζο μούσι και φορούσε φόρμα και ζακέτα. Κατά την κυρίως εξέταση του ο μάρτυρας αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που εξήλθε τρέχοντας από το σπίτι της παραπονούμενης προς τον κύριο δρόμο, προσθέτοντας ότι «χαζίρι να τον κτυπήσει» με το αυτοκίνητο του. Αντεξετασθείς ανέφερε ότι «εκείνη την ώρα δεν σταμάτησε το όχημα του». Αργότερα, όταν ενημερώθηκε για το τι έγινε, πήγε σπίτι της παραπονούμενης και ανέφερε στην αστυνομία τι είχε προηγηθεί. Την ώρα που έφθασε στο χώρο, ο Ντίνος δεν κρατούσε οτιδήποτε στα χέρια του.  

 

                      Μαρτυρία Υπεράσπισης

                             Ο κατηγορούμενος κληθείς σε απολογία υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, Τεκμήριο 7, το περιεχόμενο της οποίας συνοψίζεται ως ακολούθως. Την επίδικη ημερομηνία μετέβηκε στο εν λόγω χωριό γυρεύοντας κάποια κυρία Ειρήνη για σκοπούς παροχής οικονομικής βοήθειας. Καμία επιπλέον πληροφορία δεν γνωρίζει για το πρόσωπο της εν λόγω κυρίας. Την μέρα που μετέβηκε στο χωριό ρώτησε μια άγνωστη κυρία που βρήκε στο δρόμο αν γνωρίζει κάποιο πρόσωπο από την Εκκλησιαστική Επιτροπή που μπορεί να τον βοηθήσει οικονομικά. Η άγνωστη κυρία του υπέδειξε το σπίτι της παραπονούμενης ως το σπίτι της κυρίας Ειρήνης. Όταν έφθασε εκεί, διέσχισε την αυλή, πήγε στο πίσω μέρος της κατοικίας, κτύπησε την πισινή πόρτα του σπιτιού δηλαδή της κουζίνας που ήταν ανοικτή και φώναξε, «συγγνώμη, συγγνώμη». Βγήκε τότε μια ηλικιωμένη κυρία από ένα σπιτάκι που βρισκόταν πίσω από τον ίδιο, ρωτώντας τον «τι κάμνει τζιαμέ». Τον ρώτησε αν έπιασε κάτι από το σπίτι της με τον ίδιο να απαντά «θεία εν έπιασα». Της είπε ότι ψάχνει την κα. Ειρήνη. Η κυρία ζήτησε όπως ελέγξει τις τσέπες του παντελονιού του, της ζακέτας του και του τσεντιού του. Παρά το ότι της έδειξε ότι δεν κρατούσε τίποτα, η κυρία φώναξε κάποιου άγνωστου άνδρα να έρθει. Ο άνδρας ερχόμενος κρατούσε ένα αντικείμενο στα χέρια του. Ο ίδιος φοβήθηκε και έφυγε τρέχοντας. Μπήκε στο αυτοκίνητο του, με αριθμούς εγγραφής ΧΧΧ μάρκας Opel. Το εν λόγω όχημα οδηγεί ο ίδιος και η σύζυγος του. Μετέβηκε, αφού έφυγε από τη σκηνή, απευθείας σπίτι του. Χρειάστηκε 30 με 40 λεπτά για να φθάσει. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα εμφανίστηκε η αστυνομία. Ο ίδιος συγκατατέθηκε όπως γίνει έρευνα στην οικία και στο αυτοκίνητο του, με τις αρχές να μην εντοπίζουν οτιδήποτε το επιλήψιμο.  Ερωτηθείς για το τηλεφώνημα που έκανε στον ΜΚ3, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι τον κάλεσε κατά λάθος. Τον ΜΚ3 γνωρίζει από παλιά αφού έτυχε να του πάρει κάποια χρυσαφικά που είχε σπίτι του προς πώληση.

                     

                      Υιοθέτησε κατά την κυρίως εξέταση του το περιεχόμενο της κατάθεσης του, προσθέτοντας ότι όταν μετέβηκε στο σπίτι της παραπονούμενης κτύπησε επανειλημμένα το κουδούνι της μπροστινής πόρτας. Δεν έλαβε απάντηση εξ΄ου και πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού φωνάζοντας «συγγνώμη». Εξήλθε από το βοηθητικό σπιτάκι μια κυρία ρωτώντας τον αν έπιασε κάτι από το σπίτι, με τον ίδιο να ζητά όπως τον ψάξει. Ανέφερε περιπλέον ότι τα δύο οικήματα είναι πολύ κοντά μεταξύ τους και ότι ο ίδιος δεν έβγαινε από το σπίτι αλλά στεκόταν στην αυλή που βρίσκεται μεταξύ των δύο σπιτιών. Ο κύριος που πλησίασε κρατούσε ή ξύλο ή σίδερο με αποτέλεσμα, να φοβηθεί και να τραπεί σε φυγή. Το αυτοκίνητο του ήταν παρκαρισμένο απέναντι στο δρόμο, κάτω από τους ευκαλύπτους. Κληθείς όπως υποδείξει την απόσταση μεταξύ του ιδίου και του κυρίου που πλησίαζε, υπέδειξε την απόσταση μεταξύ του κτιρίου του Ποινικού Δικαστηρίου και του κτιρίου του Ανωτάτου Συνταγματικού και Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ποτέ δεν σταμάτησε έξω από το χρυσοχοείο του ΜΚ3. Αντίθετα, το τηλεφώνημα προς τον ΜΚ3 ήταν εκ παραδρομής. Συμφώνησε με την συνήγορο υπεράσπισης ότι καθώς έτρεχε, παραλίγο να τον κτυπήσει διερχόμενο όχημα. Τα ονόματα «Παναγιώτα και Μαρούλα» που ανέφερε τα ανέφερε υπό το καθεστώς σύγχυσης. Δήλωσε τέλος στην κα. Ξιψιτή ότι αν έκλεβε κάτι θα το παραδεχόταν «γιατί όσες φορές τον έπιασαν παραδέχτηκε».   

 

                      Αντεξετασθείς συμφώνησε με την κα. Χαραλάμπους ότι δεν είχε ιδιαίτερο λόγο που αποφάσισε όπως μεταβεί στο Καλό Χωριό Ορεινής. Ο λόγος που τελούσε υπό σύγχυση όταν ανακρίθηκε προφορικά από την αστυνομία, αναφέροντας τα ονόματα Παναγιώτα και Μαρούλα ήταν επειδή η αστυνομία τον απειλούσε με τη ζωή του, γεγονός όμως, το οποίο δεν κατέγραψε στην κατάθεση του, ως ανέφερε. Ανέφερε στην κα. Χαραλάμπους ότι κτυπούσε το κουδούνι της κύριας εισόδου για περίπου δύο λεπτά, συμφωνώντας πρώτον ότι, το γεγονός ότι κτυπούσε το κουδούνι της κύριας εισόδου αποτελούσε γεγονός που ήταν εις γνώση της δικηγόρου του και ότι ούτε αυτό ανέφερε μήτε στην κατάθεση του, μήτε κατά την προφορική του ανάκριση όταν τον επισκέφθηκε η αστυνομία σπίτι του. Σε σχέση με το κατά πόσον έκλεψε από την οικία σχετικός κρίνεται ο ακόλουθως διάλογος:

 

                        «E. Και πήγες πίσω και λέεις μου η πόρτα εν ανοικτή. Εγώ σου υποβάλλω ότι η πόρτα   ήταν κλειστή και κλειδωμένη, απλώς το κλειδί ήταν πάνω.

                                     A. Εγώ ήβρα την ανοικτή πάντως την πόρτα.

                                     E. Επίσης σου υποβάλλω ότι μπήκες μέσα στο σπίτι.

                      Α. Αν έμπαινα ήταν να τα πιάσω ούλλα τζιαι να φύω. Ένας κλέφτης εν μπαίνει τζιαι να ανακατώσει τζιαι να θκιαλέει ήνταμπου να πιάσει.

                        E. Επειδή κύριε ήξερες ήνταμπου να πιάεις, ξέρεις και διαχωρίζεις το ψεύτικο που το αληθινό και δυστυχώς τζείνα που έπιασες ήταν τα αληθινά, δεν ήταν ψεύτικα.

                        A. Και πού ξέρω εγώ αφού είπες στην κατάθεσή της ήβρε τα, πού ξέρω εγώ αν μεν τα ήβρε το δακτυλίδι και τον σταυρό.

                                     E. Κύριε, ότι ήβρε ανάφερε τα στο Δικαστήριο, άκουσες την.

                                     A. Εγώ δεν παραδέχομαι».

 

                      Σε ότι αφορά το τηλεφώνημα προς τον χρυσοχόο, ο κατηγορούμενος απάντησε:

                  «A. Πατήθηκε το τηλέφωνό μου.

                              E. Πώς πατήθηκε κύριε, είναι το πρώτο τηλέφωνο που έχεις στο τηλέφωνό σου και πατήθηκε; Πώς πατήθηκε που μόνο του;

                                     A. Ναι.

                                     E. Δεν το έχεις ασφαλισμένο το τηλέφωνό σου;

                                  A. (Ο μάρτυρας γνέφει αρνητικά) δεν έχω κωδικό πάνω.

                                  E. Και το πρώτο τηλέφωνο που ήβρε το τηλέφωνό σου ήταν το τηλέφωνο τούτου  του κυρίου και πάτησε το καταλάθος;

 

(Ο μάρτυρας γνέφει καταφατικά)

 

                      Η κα Χαραλάμπους συνεχίζει:

 

                                     E.  Πού το γράφεις ότι πατήθηκε;

                      A. Είπα έπιασα τον καταλάθος και είπα του «συγνώμη φίλε μου, εν καταλάθος που σε έπιασα».

                                    E. Άκουσες τη μαρτυρία του. Ο άνθρωπος είπε δεν του είπες ποτέ τούτο το πράμα;

                                     A. Μπορεί να μεν άκουσε ο κύριος.

                      E. Αν είναι καταλάθος όπως λαλείς εσύ που τον κάλεσες, ποιος ήταν ο λόγος να σου πει ο άνθρωπος ότι ήταν κλειστός, αφού εν καταλάθος που τον έπιασες; Γιατί να σου απαντήσει και να σου πει εν κλειστός; Είπες του εν καταλάθος και έκλεισε το τηλέφωνο;

                                    A. Είπε μου «αν θέλεις κάτι έλα τη Δευτέρα».

                                    E. Αφού είπες του εν καταλάθος γιατί να σου απαντήσει έτσι; Ποια λογική υπάρχει;

                      E. Εγώ σου υποβάλλω επειδή ξαναπήγες σε εκείνο το κατάστημα, σε καταλάβει, ήξερε σε, έπιασες τηλέφωνο να τα πουλήσεις εκείνα που έπιασες που το σπίτι της κυρίας Αιμιλίας».

                     

                      Στην υποβολή ότι η παραπονούμενη ουδέποτε του ζήτησε να της δείξει είτε τι περιείχε το τσαντάκι μέσης που έφερε είτε τις τσέπες του, ο κατηγορούμενος περιόρισε τελικώς την απάντηση του στο γεγονός ότι η ΜΚ4 άγγιξε την ζακέτα του. Σε ότι αφορά το πρόσωπο που τον πλησίασε ο κατηγορούμενος δήλωσε τα εξής:

 

                                    «E.      Τι εκράταν;

                                     A.        Εκράταν ένα ξύλο.

                                     E.        Άρα λαλείς εκράταν ένα ξύλο;

                                     A.        Ή σίδερο.

                                     E.        Ναι, είδες το ένα μακρύ δηλαδή;

                                     A.        Ναι.

                                    E.        Στην κατάθεσή σου που έδωσες στην Αστυνομία είπες ότι είδες τον να κρατεί ένα αντικείμενο.

                                     A.        Ναι, ξύλο ή σίδερο.

                                     E.        Γιατί δεν το είπες ότι εκράταν ξύλο ή σίδερο;

                                     A.        Είναι αντικείμενο.

                                     E.        Και τούτο εν αντικείμενο (δείχνει το τηλέφωνό της και το βιβλιαράκι της).

                                     A.        Είπα κάτι εκράταν.

                                   E.         Σήμερα μετά από τόσες μέρες σήμερα τούτο που κρατά ήταν ξύλο και ένα     σίδερο;

                                     A.        Ανάφερα το και δεν το έγραψαν.

                                    E.        Δεν το έγραψαν. Πάλε υπήρχε λόγος, αφού έγραψαν αντικείμενο, υπήρχε λόγος να μεν το γράψουν;

 

                      (Καμία απάντηση από τον μάρτυρα)»

 

                      Τέλος, συμφώνησε με την κα. Χαραλάμπους ότι, στην ώρα που ήταν στο χώρο δεν είδε κανένα άλλο πρόσωπο να μεταβαίνει εκεί. Συμφώνησε περαιτέρω ότι το 2010 το 2015, το 2018, το 2020 και το 2021 καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης για τα αδικήματα της ληστείας, της διάρρηξης και της κλοπής από κατοικίες. 

 

                      Αξιολόγηση Μαρτυρίας

                                    Είχα την ευκαιρία μέσω ζωντανής ακροαματικής διαδικασίας, όπως παρακολουθήσω με προσοχή έκαστο εκ των μαρτύρων που κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου. Έχω κατά νου τη Νομολογία που άπτεται και αφορά τα ζητήματα αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας, ενώ αξιολογώ αυτήν στην ολότητά της και όχι αποσπασματικά. Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψιν, τη γενική συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα, την ειλικρίνεια, την αμεσότητα των απαντήσεων τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση και το λογικοφανές των απαντήσεων τους, σε συνάρτηση πάντοτε και αντιπαραβολή με τα όσα ανέφεραν αρχικώς ανακρινόμενοι από τις Αστυνομικές Αρχές (βλ. Ζεβρού ν Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Καρεκλά ν Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ, 1119, Κυπριανού ν Αστυνομίας Ποιν.Εφ. 129/07 ημερ.10.12.2008). 

                     

                      Μέσω της αξιολόγησης ενός μάρτυρα, το Δικαστήριο καλείται, εξυφαίνοντας τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα, τις αντιδράσεις και την συμπεριφορά του, να αναδείξει, υπό το πρίσμα της πείρας και της ανθρώπινης φύσης, το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής που παρουσιάζει, όμως χρειάζεται επί τούτου, ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου αφού, συμβαίνει όπως αναξιόπιστος μάρτυρας προκαλέσει ευμενή εντύπωση, και αντίστροφα (βλ. Χριστοφή Φώτης ν Κώστα Γιάγκου Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

                     

                      Θα ξεκινήσω την αξιολόγηση της μαρτυρίας από τον ΜΚ1, η μαρτυρία του οποίου ήταν τυπική στην φύση της. Κανένα ζήτημα αξιοπιστίας δεν τέθηκε σε ότι αφορά τον μάρτυρα, με αυτόν αποτελεί το πρόσωπο το οποίο συνέλαβε τον κατηγορούμενο. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή.

                     

                      Την μαρτυρία της ΜΚ2, ανακρίτριας της υπόθεσης επίσης αποδέχομαι ως ειλικρινή και αξιόπιστη. Η εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε στο Δικαστήριο με ειλικρίνεια, παραθέτοντας με λεπτομέρεια ενώπιον του Δικαστηρίου σε ότι αφορούσε τις ενέργειες στις οποίες προέβη κατά την διευρεύνηση της παρούσας. Παρά την αντεξέταση της επί ζητημάτων που άπτονταν μεταξύ άλλων, ως προς την κατάσταση και διαμόρφωση του χώρου, των αντικειμένων που κατ’ ισχυρισμόν κλάπηκαν, γιατί δεν λήφθηκαν από τη σκηνή δακτυλικά αποτυπώματα, ή κατά πόσον έγινε οποιαδήποτε διερεύνηση αναφορικά με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο κατηγορούμενος, ήτοι ότι έψαχνε την κα. Ειρήνη για λήψη οικονομικής βοήθειας, οι θέσεις της παρέμειναν αναλλοίωτες. Η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της ως πλήρως αξιόπιστη και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.            

                     

                      Την μαρτυρία του ΜΚ3 επίσης αποδέχομαι ως αξιόπιστη και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Ο μάρτυρας ήρθε στο Δικαστήριο να πει την αλήθεια, χωρίς καμία διάθεση είτε απόκρυψης είτε μεγέθυνσης των γεγονότων. Δέχομαι τη θέση του ότι ο κατηγορούμενος του τηλεφώνησε την επίδικη ημέρα και ώρα 12:47 αναφέροντας του ότι βρισκόταν έξω από το κατάστημα του, με σκοπό την πώληση χρυσαφικών. Αποδέχομαι επίσης τη θέση του μάρτυρα ότι το εν λόγω τηλεφώνημα ήταν διάρκειας 35 δευτερολέπτων, ως αυτό ανέφερε ανακρινόμενος και ότι ποτέ δεν του ανέφερε ο κατηγορούμενος ότι η κλήση έλαβε χώρα εκ παραδρομής. Δεν μπορεί να διαλάθει δε της προσοχής μου το γεγονός ότι με τον κατηγορούμενο ο ΜΚ3 είχε και στο παρελθόν δοσοληψίες, ήτοι σε περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος είχε προς πώληση κοσμήματα χρυσού, επισκεπτόμενος το κατάστημα του πρώτου.

                     

                      Χωρίς κανένα ενδοιασμό αποδέχομαι και την μαρτυρία της βασικότερης μάρτυρας κατηγορίας, κας. Αριστοδήμου. Η παραπονούμενη ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής στο Δικαστήριο. Τις θέσεις της σε ότι αφορά: (α) την περιγραφή του εσωτερικού της οικίας της, (β) πού τοποθέτησε εντός της κουζίνας της κύριας οικίας το χρυσό της δακτυλίδι, (γ) που φύλαγε τα λοιπά κοσμήματα της, (δ) το λόγο που μετέβηκε στην κουζινούλα στο πίσω μέρος της αυλής, (ε) πού εντόπισε τον κατηγορούμενο εξερχόμενη από την εν λόγω κουζινούλα και τέλος, (στ) τι διαμείφθηκε μεταξύ τους, αποδέχομαι. Ειλικρινή κρίνω περαιτέρω τη θέση της ότι ο κατηγορούμενος τράπηκε με το που φώναξε του γαμπρού της Ντίνου, σε φυγή, θέση η οποία τυγχάνει επίρρωσης μέσω των ισχυρισμών του κατηγορούμενου. Αποδέχομαι περαιτέρω ως ειλικρινή και τη θέση της ότι ουδέποτε ζήτησε από τον κατηγορούμενο όπως της δείξει το εσωτερικό μέρος των τσεπών του παντελονιού του, ή ότι έψαξε το τσαντάκι της μέσης που έφερε. Την θέση ότι ο γαμπρός της Ντίνος πλησίασε προς το σημείο που βρισκόταν η ίδια επίσης αποδέχομαι, με τον τελευταίο να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της παραπονούμενης, χωρίς να κρατά οποιοδήποτε ξύλο ή άλλο επιθετικό όργανο στα χέρια του, απορρίπτοντας επί του προκείμενου τη θέση του κατηγορούμενου προς τούτο. Η ειλικρίνεια της παραπονούμενης επίσης εντοπίζεται και από το γεγονός ότι προτού κληθεί στο εδώλιο, και για να είναι σίγουρη για τα όσα προτίθετο να αναφέρει, έψαξε εκ νέου την οικία της εντοπίζοντας μερικά εκ των κοσμημάτων της, γεγονός που δεν δίστασε να αναφέρει στο Δικαστήριο, επεξηγώντας μάλιστα ότι αυτά, λόγω του ότι τα είχε φορέσει προ μερικών ημερών, δεν είχε τοποθετήσει εντός της σιφονιέρας αλλά, σε χώρο άλλον, εκτός αυτής. Η παραπονούμενη απαντούσε άμεσα και χωρίς περιστροφές σε έκαστο συνήγορο, ενώ η ειλικρίνειά της όταν κατέθετε στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν διάχυτη. Επιπλέον, παρά την επίμονη αντεξέταση της, η μάρτυρας παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της καθ’ όλη την μαρτυρία της, δίδοντας χωρίς καμία υστεροβουλία απαντήσεις στα διάφορα ερωτήματα και θέσεις της υπεράσπισης κατά τρόπον που έκαστη απάντηση της αντανακλούσε και έκτιζε επί των όσων είχε αναφέρει ανακρινόμενη στις αστυνομικές αρχές. Δεν μπορεί να διαλάθει δε της προσοχής μου η αναφορά της ότι δέκα με δεκαπέντε λεπτά προ του εντοπισμού του κατηγορούμενου, η ίδια είχε αφαιρέσει τα κοσμήματα της, αφήνοντας τα στον πάγκο της κουζίνας, μη διαπιστώνοντας την άφιξη στην οικία της οποιουδήποτε άλλου προσώπου, πλην του κατηγορούμενου, εντός εκείνου του χρονικού διαστήματος. Τη μαρτυρία της αποδέχομαι στην ολότητα της χωρίς κανένα ενδοιασμό.

 

                      Την μαρτυρία του τελευταίου μάρτυρας κατηγορίας, Λάμπρου Σταύρου (ΜΚ5) επίσης αποδέχομαι. Την μαρτυρία του ότι ο ίδιος είδε τον κατηγορούμενο, τον οποίο ειρήσθω εν παρόδω, αναγνώρισε κατά την ακροαματική διαδικασία επί του εδωλίου, ως το πρόσωπο που εξήλθε τρέχοντας της οικίας της παραπονούμενης, αποδέχομαι ως αληθή και ειλικρινή.

                                   

                      Δεν μπορεί εδώ να μην σημειωθεί ότι οι θέσεις των μαρτύρων κατηγορίας παρέμειναν σταθερές και αναλλοίωτες, αλληλοσυμπληρώνοντας η μία την άλλη κατά τόπο που έκαστη μαρτυρία συμπλέει και συνδέεται με την άλλη με μια λογική συνοχή, δημιουργώντας ένα αδιάσπαστο σύνολο, φανερώνοντας μια στέρεα και συμπαγή ροή γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

                                     Στρέφομαι τώρα στην αξιολόγηση του κατηγορούμενου. Ομολογώ ότι αυτόν, όπως και όλους τους μάρτυρες, παρακολούθησα επισταμένα όταν έδιδε την μαρτυρία του. Σε αντίθεση με την θετική εντύπωση που άφησαν οι μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, ο κατηγορούμενος άφησε πολύ πτωχή εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του ήταν όχι μόνο συγκεχυμένη, αλλά και διάτρητη από αντιφάσεις. Οι θέσεις του ως αυτές παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, δεν έπεισαν, με την μαρτυρία του να εναλλάσσεται συνεχώς. Ο μάρτυρας παρουσίασε κατά την ζώσα μαρτυρία του διαφορετικές εκδοχές ως προς τον λόγο που αποφάσισε να επισκεφθεί το συγκεκριμένο χωριό, κατονομάζοντας ανακρινόμενος τόσο προφορικά αλλά και γραπτώς τρία διαφορετικά πρόσωπα τα οποία κατ’ ισχυρισμόν θα αναζητούσε για τη λήψη οικονομικής βοήθειας για να καταλήξει στο όνομα «Ειρήνη». Σημειώνεται περαιτέρω, ότι καμία πληροφορία ή έστω και περιγραφή δεν μπορούσε να δώσει ως προς το πρόσωπο που συνάντησε στο δρόμο και το οποίο του υπέδειξε το σπίτι της παραπονούμενης, ως το σπίτι της κας. Ειρήνης. Δεν μπορεί δε να μην γίνει αναφορά στο σημείο αυτό και στο αξιόπιστο της αναφοράς της ανακρίτριας ΜΚ2 ότι καμία «Ειρήνη» δεν διαμένει στη συγκεκριμένη γειτονιά, μήτε και υπάρχει τέτοιο πρόσωπο εντός της Εκκλησιαστικής Επιτροπής.

                     

                      Η δικαιολογία που έδωσε αντεξεταζόμενος ότι τα ονόματα «Μαρούλα και Παναγιώτα» ανέφερε λόγω σύγχυσης, επειδή η αστυνομία απειλούσε τη ζωή του, δεν έκρινε δέον όπως καταγράψει ή αναφέρει όταν ανακρίνετο από τις αστυνομικές αρχές. Μήτε το γεγονός ότι η αστυνομία «τον απειλούσε με τη ζωή του όταν τον επισκέφθηκε στην οικία του» ανέφερε ανακρινόμενος. Δεδομένης της μη παραδοχής του κατηγορούμενου και της επιμονής του ότι ποτέ δεν μπήκε εντός της οικίας της παραπονούμενης, εύλογα προκύπτει και το ερώτημα προς τι, η τόση σύγχυση στην οποία έκανε αναφορά.

 

                      Περιπλέον, ο κατηγορούμενος ανέφερε ανακρινόμενος ότι μόλις επισκέφθηκε το σπίτι που του έδειξε η άγνωστη κυρία στο δρόμο, μετέβη στο πίσω μέρος του σπιτιού «κτυπώντας την πισινή πόρτα», θέση την οποία άλλαξε κατά την επί ακροατηρίω διαδικασία, δηλώνοντας ότι είχε πρώτα αναλώσει δύο ολόκληρα λεπτά καλώντας τον ένοικο της οικίας, κτυπώντας το κουδούνι της κύριας εισόδου. Δεν μπορεί παρά να σημειωθεί επί τούτου ότι, ούτε την 28.1.24, όταν τα γεγονότα ήταν φρέσκα στη μνήμη του θέλησε να εκφράσει τη θέση αυτή ανακρινόμενος, μήτε κατά την κυρίως εξέταση του όταν κλήθηκε όπως δώσει την δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα. Τη θέση αυτή αποφάσισε όπως αποκαλύψει για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση του, γεγονός το οποίο δημιουργεί προβληματισμό στο Δικαστήριο σε σχέση με τη φιλαλήθεια του εν λόγω μάρτυρα. Η θέση που προώθησε κατά τη ζώσα μαρτυρία του ότι σκοπός της επίσκεψης του ήταν η αναζήτηση οικονομικής βοήθειας, δεν ευσταθεί. Και αυτό γιατί, αν πράγματι σκοπός του ήταν η αναζήτηση τέτοιας βοήθειας, κανένα λόγο δεν είχε όπως τραπεί σε άτακτη φυγή από το χώρο όταν η παραπονούμενη κάλεσε τον γαμπρό της στη σκηνή. Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με την αξιόπιστη επί του προκείμενου μαρτυρία της παραπονούμενης, αυτή φώναξε μόνο, το όνομα «Ντίνο», και τη λέξη «έλα», μη χρησιμοποιώντας οποιεσδήποτε άλλες λέξεις όπως, «βοήθεια» ή «κλέφτης», ή σε κάθε περίπτωση λέξεις που ενδέχετο να προκαλούσαν στον κατηγορούμενο, αναστάτωση.

                     

                                    Εάν οι προθέσεις του κατηγορούμενου ήταν πράγματι αγνές, και με γνώμονα ότι δεν είχε καμία δόλια πρόθεση, τότε, θα μπορούσε -κάλλιστα- να συνεχίσει τη συζήτηση με την παραπονούμενη, έστω και παρουσία του Ντίνου, ακόμη και μετά την διαπίστωση ότι η παραπονούμενη δεν έφερε το όνομα Ειρήνη. Αυτό στα πλαίσια αναζήτησης της οικονομικής στήριξης που διακαώς αποζητούσε. Εύλογα συνεπώς προκύπτει το ερώτημα, προς τί η απομάκρυνση του, άρον άρον από το χώρο. Τεχνηέντως επίσης αποφάσισε κατά τη ζώσα μαρτυρία του ότι το ο Ντίνος κρατούσε ξύλο ή σίδερο το οποίο μάλιστα είδε να κρατά από πολύ μακρινή απόσταση, γεγονός το οποίο επίσης παρέλειψε να αναφέρει και να χαρακτηρίσει στην κατάθεση του. Επιπλέον, εάν σκοπός του ήταν η αναζήτηση βοήθειας μόνο, δεν θα εντοπίζετο να εξέρχεται της μισάνοικτης πόρτας της οικίας της παραπονούμενης, η οποία σύμφωνα με τα ευρήματα της αστυνομίας ήταν προηγουμένως, κλειδωμένη. Τις πιο πάνω αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις του συνέχισε να προωθεί ισχυριζόμενος ότι όλως τυχαίως, 47 λεπτά μετά από την καταγγελία της ιδιοκτήτριας , κάλεσε εκ παραδρομής τον ΜΚ3, ο οποίος παραδόξως τυγχάνει να διατηρεί κατάστημα αγοράς χρυσού με τον οποίο είχε δοσοληψίες στο παρελθόν. Καμία απάντηση επιπλέον δεν μπορούσε να δώσει στο λογικό ερώτημα που προκύπτει ως προς το γιατί, η κλήση προς τον ΜΚ3 διήρκησε 35 ολόκληρα δευτερόλεπτα  (από την στιγμή που απαντήθηκε η κλήση), αφού αυτόν κάλεσε εκ παραδρομής ή γιατί αναγκάστηκε ο ΜΚ3 όπως του αναφέρει ότι «ήταν κλειστός» τη δεδομένη στιγμή. Ο χρόνος των 35 δευτερολέπτων, πόρρω απέχει από την απόδειξη της εισήγησης του κατηγορούμενου ότι, καμία ουσιαστικά στιχομυθία δεν έλαβε χώρα. Η θέση του κατηγορούμενου ότι ποτέ δεν σχημάτισε επί σκοπού τον αριθμό κινητής τηλεφωνίας του ΜΚ3 επί του πληκτρολογίου του κινητού του τηλεφώνου, δεν γίνεται αποδεκτή αφού στερείται κάθε λογικής. Αντίθετα, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ3, ο κατηγορούμενος του ανέφερε ότι βρισκόταν έξω από το κατάστημα του για να του πωλήσει κοσμήματα. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, και αντικρίζοντας την μαρτυρία του κατηγορούμενου συνολικά, και όχι αποσπασματικά φρονώ ότι αυτήν, δεν μπορώ να αποδεχθώ και την απορρίπτω ως αναξιόπιστη.

                     

                      Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, αποδέχομαι την μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και απορρίπτω την μαρτυρία του κατηγορούμενου. Προβαίνω δε στα ακόλουθα ευρήματα:

                     

                      Ο κατηγορούμενος την 27.1.24 και περί ώρα 12:10 μετέβηκε στην οικία της παραπονούμενης η οποία βρίσκεται στο Καλό Χωριό Ορεινής, κατευθυνόμενος απευθείας στο πίσω μέρος της οικίας με σκοπό την είσοδο σε αυτήν από την πίσω πλευρά της οικίας, και συγκεκριμένα από την πόρτα εισόδου της κουζίνας. Εκεί, συνάντησε την εν λόγω πόρτα κλειδωμένη μεν, με το κλειδί επί αυτής, δε. Η παραπονούμενη κατά πάντα ουσιώδη χρόνο βρισκόταν εντός του διπλανού οικήματος, ήτοι εντός του βοηθητικού καταλύματος, για την παρασκευή φαγητού, τοποθετώντας προ ολίγων λεπτών, τα δακτυλίδια της (χρυσά και ασημένια), επί του πάγκου της κουζίνας, στην κύρια κατοικία. Ο κατηγορούμενος εισήλθε εντός της κουζίνας και υπνοδωματίου της παραπονούμενης, ανοίγοντας τα συρτάρια της σιφονιέρας και λαμβάνοντας μέσα από τα κουτιά, κοσμήματα, και συγκεκριμένα τα υπ’ αριθμόν 5 και 6 ως αυτά καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 16. Αντίστοιχα έλαβε και το υπ’ αριθμόν 1 αντικείμενο (Τεκμήριο 16), ήτοι το χρυσό δακτυλίδι της παραπονούμενης από τον πάγκο της κουζίνας. Κατά την έξοδο του από την πισινή πόρτα της κουζίνας, εντοπίστηκε από την παραπονούμενη η οποία αμέσως τον ρώτησε τι ψάχνει, προσπαθώντας να τοποθετήσει τα χέρια της επί της εξωτερικής πλευράς της ζακέτας του κατηγορούμενου για να εξετάσει κατά πόσον είχε λάβει οτιδήποτε από την οικία της, φωνάζοντας παράλληλα το όνομα του γαμπρού της, Ντίνου. Ο κατηγορούμενος ευθύς αμέσως τράπηκε σε φυγή, τρέχοντας από την πίσω αυλή προς την έξοδο της οικίας, διασταυρώνοντας τον κύριο δρόμο, όπου τον εντόπισε ο ΜΚ5 να εισέρχεται εντός του οχήματος του με αριθμούς εγγραφής ΧΧΧ. Μετέβηκε, ευθύς μόλις έφθασε στη Λευκωσία στο κατάστημα αγοράς χρυσού του ΜΚ3, τηλεφωνώντας του με σκοπό την πώληση σε αυτόν, κοσμημάτων. 

 

                      Νομική Πτυχή

                      Το αδίκημα της 1ης κατηγορίας εδράζεται στα άρθρα 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρα προνοούν ότι:

                     

                      291. « Όποιος διαρρήχνει οποιοδήποτε μέρος κτιρίου, εξωτερικό ή εσωτερικό ή ανοίγει µε ξεκλείδωμα, έλξη, ώθηση, ανύψωση ή µε οποιοδήποτε άλλο µέσο, θύρα, παράθυρο, παραθυρόφυλλο, πόρτα υπογείου ή άλλο πράγμα προορισμένο για το κλείσιμο ή για την κάλυψη ανοίγματος σε κάποιο κτίριο ή άνοιγμα που επιτρέπει τη δίοδο από ένα µέρος του κτιρίου σε άλλο, θεωρείται ότι διαρρήχνει το κτίριο. Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι εισέρχεται σε κτίριο αμέσως όταν οποιοδήποτε µμέρος του σώµατος του ή οποιοδήποτε µμέρος οργάνου που χρησιμοποιείται από αυτό, βρίσκεται εντός του κτιρίου.

                      292(α). «Όποιος διαρρηχθεί και εισέρχεται σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, µε σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό·

                                     …..

                      είναι ένοχος του κακουργήματος της διάρρηξης και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων».

                     

                      Όπως προκύπτει από το λεκτικό των άρθρων 291 και 292(α) του Νόμου, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που οφείλουν όπως αποδειχθούν είναι:

                      α) όπως η διάρρηξη κτιρίου διαπράττεται με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπει το άρθρο 291,

                      β) όπως αποδειχθεί ότι έγινε είσοδος στο κτίριο,

                      γ) ότι το κτίριο χρησιμοποιείται ως κατοικία και

                      δ) ότι τα πιο πάνω έλαβαν χώρα με σκοπό την διάπραξη κακουργήματος στο εν λόγω κτίριο.

                     

                      Αντίστοιχα, το αδίκημα της κλοπής εδράζεται στο άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα και όπως κωδικοποιείται, αποτελεί κακούργημα. Η ευρεία Νομολογία επί του αδικήματος έχει εύστοχα επαναληφθεί και συνοψισθεί στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 486, από την οποία προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι:

                      α) η απόκτηση κατοχής και η αποκόμιση πράγματος που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής,

                      β) κατά τον ουσιώδη χρόνο απόκτησης της κατοχής και αποκόμισης του πράγματος ο αδικοπραγών να ενεργεί με πρόθεση να το αποστερήσει μόνιμα από τον ιδιοκτήτη του,

                      γ) κατά τον ουσιώδη χρόνο απόκτησης της κατοχής και αποκόμισης του πράγματος ο αδικοπραγών να ενεργεί χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του πράγματος,

                      δ) κατά τον ουσιώδη χρόνο απόκτησης της κατοχής και αποκόμισης του πράγματος ο αδικοπραγών να ενεργεί με δόλιο τρόπο και όχι καλόπιστα,

                      ε) κατά τον ουσιώδη χρόνο απόκτησης της κατοχής και αποκόμισης του πράγματος ο αδικοπραγών να μην πιστεύει ειλικρινά ότι με την πράξη του ασκεί ή αξιώνει δικό του περιουσιακό δικαίωμα επί του πράγματος, δηλαδή να μην συντρέχουν οι πρόνοιες του άρθρου 8 του Κεφαλαίου 154.

 

                      Σύμφωνα με το άρθρο 255(2) του Νόμου, ο όρος «αποκτά κατοχή» περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή, (i) με τέχνασμα, (ii) με εκφοβισμό, (iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο, (iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα, ενώ ο όρος «αποκομίζει» περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει.

                       Όπως είναι καλά γνωστό στο νομικό κόσμο, σε κάθε ποινική υπόθεση το βάρος απόδειξης είναι αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος να αποδείξει οτιδήποτε, ούτε ότι είναι αθώος (βλ. Woolmington v. DPP [1935] AC 462 HL, R. v. Majid [2009] EWCA Crim 2563). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με, έστω υποβόσκουσα, αμφιβολία, η αθώωση είναι αναπόφευκτη (βλ. Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459). Αποτελεί εισήγηση της υπεράσπισης ότι καμία μαρτυρία δεν υπάρχει εναντίον του κατηγορούμενου που να στοιχειοθετεί τις κατηγορίες, περιλαμβανομένης της όποιας περιστατικής μαρτυρίας. Το Δικαστήριο διαφωνεί με την πιο πάνω θέση. Η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, σε σχέση με την παρούσα υπόθεση ήταν στο σύνολο της περιστατική, και όπως είναι καλά γνωστό, καταδίκη στη βάση περιστατικής μαρτυρίας μπορεί μόνο να καταστεί ασφαλής αν αυτή όχι μόνο οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής αλλά και δεν οδηγεί σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα, μην μπορώντας δε να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε άλλη λογική ερμηνεία (βλ. Fournides v Republic (1986) 1 C.L.R 73 και Alibrahim Muhy Iddin v Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 47/2014 ημερ. 29.2.16). Η μαρτυρία που έχει παρουσιάσει η κατηγορούσα αρχή έχει κριθεί από το Δικαστήριο ως αξιόπιστη, ενώ δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως συμπαγής και ομοιογενής.

 

                      Από όλη τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου, φρονώ ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής από αυτήν περιουσίας, ως αυτή καταγράφεται στις Λεπτομέρειες Αδικημάτων, αφού έχει καταφέρει στην απόδειξη έκαστου εκ των συστατικών στοιχείων που συνθέτουν το υπό κρίση αδίκημα. H σωρευτική πλήρωση των συστατικών στοιχείων, φανερώνεται από τα ακόλουθα:

 

                      (α) Την 27.1.24 έγινε διάρρηξη στην κατοικία που διαμένει η παραπονούμενη. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ2 και 4, η εν λόγω οικία αποτελεί την μόνιμη κατοικία της ΜΚ4 και η πόρτα στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν κλειστή και κλειδωμένη, με το κλειδί ευρισκόμενο επί αυτής. Η είσοδος στη συγκεκριμένη κατοικία επιτεύχθηκε δια της απασφάλισης της συγκεκριμένης πόρτας. 

                      (β) Σύμφωνα με την ίδια την παραδοχή του κατηγορούμενου προκύπτει ότι αυτός μετέβηκε, μη έχοντας οποιαδήποτε εργασία, εντός του περιφραγμένου χώρου της οικίας της παραπονούμενης και αφού εισήλθε εντός της αυλής μετέβη στο πίσω μέρος αυτής όπου εντοπίστηκε από την παραπονούμενη να εξέρχεται της οικίας της, ευρισκόμενος πλησίον της επίμαχης πόρτας η οποία ήταν μισάνοικτη,

                      (γ) Του κινήτρου που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο για κλοπή και διάρρηξη αφού μετέβηκε αποκλειστικά στο Καλό Χωρίο Ορεινής με σκοπό την αποκόμιση χρημάτων ή άλλων ωφελημάτων, οικονομικής φύσεως, 

                      (δ) Ότι από την οικία της παραπονούμενης κλάπηκε ένα χρυσό δακτυλίδι 18 καρατίων με μαύρους ημιπολύτιμους λίθους, ένας ασημένιος γυναικείος σταυρό με άσπρες πέτρες με ασημένια καδένα και ένα γυναικείο ρολόι χειρός με δερμάτινο κολανάκι.

                      (ε) Δυνάμει της αξιόπιστης μαρτυρίας της ΜΚ4 το χρυσό δακτυλίδι είχε αφαιρέσει προ λίγων λεπτών, τοπθετώντας το στον πάγκο της κουζίνας της,

                      (στ) Ότι υπήρχε ακαταστασία εντός του χώρου του υπνοδωματίου της παραπονούμενης και δη επί του επίπλου της σιφονιέρας αυτής, με διάφορα κουτιά που ήταν εντός του εν λόγω επίπλου να βρίσκονται εκτός αυτού και κοσμήματα να απουσιάζουν από τα εν λόγω κουτιά,

                      (ζ) Ότι τα συγκεκριμένα κοσμήματα (υπό την αρίθμηση 1,5 και 6) επί του καταλόγου της κλοπιμαίας περιουσίας του Τεκμηρίου 16 ήταν εντός της σιφονιέρας της παραπονούμενης ως αυτά είχε τοποθετήσει εκεί προ ενός μηνός και το δωμάτιο ήταν συγυρισμένο προ της εισόδου του κατηγορούμενου,

                      (ε) Η αποκόμιση των πιο πάνω αντικειμένων από την οικία αποδεικνύει ότι η διάρρηξη και είσοδος σ' αυτή συνοδεύτηκε από σκοπό διάπραξης κακουργήματος που ήταν η διάπραξη του αδικήματος της κλοπής.

                      (στ) Η υπάρχουσα μαρτυρία ακόμη τεκμηριώνει ότι ο κατηγορούμενος δια μέσω των πιο πάνω πράξεων του, ενήργησε δολίως, αποκομίζοντας παράνομα τα προαναφερόμενα αντικείμενα, τα οποία εμπίπτουν στον ορισμό και έννοια της περιουσίας που το άρθρο 255(3) του Κεφ.154, αποδίδει. Οι πράξεις του φανερώνουν ότι απέκτησε κατοχή της εν λόγω περιουσίας, με σκοπό, ως διαφάνηκε από την μετέπειτα χρήση και πώληση τους σε τρίτα πρόσωπα όπως, μόνιμα αποστερήσει αυτή από τον ιδιοκτήτη της.

                      (ζ) Το άμεσο τηλεφώνημα του κατηγορούμενου, την επίδικη ημέρα, 47 λεπτά μετά την καταγγελία της παραπονούμενης προς τον ΜΚ3, δηλώνοντας ότι ήταν έξω από το κατάστημα του τελευταίου με σκοπό την πώληση κοσμημάτων, λίγη ώρα μετά που απωλέσθησαν τα κοσμήματα της παραπονούμενης,

                      (η) σε συνδυασμό με την άτακτη φυγή του κατηγορούμενου από την οικία της παραπονούμενης, όχι μόνο συνάδουν συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορούμενου, αλλά ταυτόχρονα, δεν συμβιβάζονται με καμία άλλη λογική ερμηνεία επί του προκείμενου.

                     

                      Από τα όσα έχουν προαναφερθεί, προκύπτει ότι όλη η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή, φανερώνει ένα αδιάσπαστο σύνολο γεγονότων, που οδηγεί στο εύρημα ότι το αδίκημα διέπραξε ο κατηγορούμενος. Ως εκ των άνω, κρίνω ότι έχουν αποδειχθεί εναντίον του κατηγορούμενου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων.

                                    

                      Κατάληξη

                                    Δυνάμει όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη από μέρους του  κατηγορούμενου των αδικημάτων που του αποδίδονται. Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 1 και 2 που του καταλογίζονται.

                                                                                                           

                                                                                                                        (Υπ.)   .................................

                                                                                                                      Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

                      Πιστό Αντίγραφο

                      Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο