EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης:19893/2019

 

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας                                                                                                     

-και-

Ε. Α.

  Κατηγορούμενoς

Ημερομηνία: 28 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: Κα. Ε. Θεοδότου

Για Κατηγορούμενο: Κ. Σ. Σαββίδης

Κατηγορούμενος παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση κατηγορείται ότι την 6 Απριλίου 2018 επιτέθηκε, προκαλώντας πραγματική σωματική βλάβη στην αδελφή του, Μ. Α. (εφεξής «η παραπονούμενη»). Νομική βάση της κατηγορίας αποτελούν τα άρθρα 2, 3(1)(4), 15,16, 22 και 23 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000, ως αυτός τροποποιήθηκε. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι, κατηγορούμενος και παραπονούμενη είναι αδέλφια εξ’ αίματος. Μέσω της ενώπιον του Δικαστηρίου αναντίλεκτης μαρτυρίας κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, αμφότεροι βρισκόντουσαν εντός του οικογενειακού εργοστασίου το οποίο βρίσκεται στο χωριό Αλάμπρα. Αποτελεί επίσης παραδεκτό γεγονός ότι ο κατηγορούμενος αποτελούσε τον υπεύθυνο παραγωγής και βρισκόταν στο εργοστάσιο πριν την προσέλευση της παραπονούμενης και της λοιπής οικογένειας, στο χώρο.

                     

                      Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

Η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών, παρουσίασε τέσσερις (4) μάρτυρες, ενώ ο κατηγορούμενος κληθείς σε απολογία, επέλεξε όπως καταθέσει ενόρκως, καλώντας ως μάρτυρα υπεράσπισης, τη σύζυγο του.

 

                                       Πρώτη μάρτυρας Κατηγορίας, (ΜΚ1) η παραπονούμενη, η οποία αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής της, Τεκμήριο 1. Εκεί αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος, ως υπεύθυνος παραγωγής, υπήρξε ασυνεπής στην εκτέλεση των καθηκόντων του με αποτέλεσμα αν και αργία, η οικογένεια να αποφασίζει όπως, Μεγάλη Παρασκευή (επίδικη ημερομηνία), μεταβεί στο εργοστάσιο με σκοπό την παραγωγή χυμού. Στόχος ήταν να μην παρέλθουν συγκεκριμένες χρονικές προθεσμίες εντός των οποίων όφειλαν να εκτελέσουν τις υποχρεώσεις/ συμφωνίες τους με τρίτα πρόσωπα. Εκεί μετέβη η ίδια, ο αδελφός της Χ. Α., η μητέρα τους και ο πατέρας τους. Ο κατηγορούμενος, πέραν του πατέρα τους, ήταν το μόνο πρόσωπο που γνώριζε πώς λειτουργούσαν οι διάφορες μηχανές παραγωγής και ήταν καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, υπεύθυνος παραγωγής. Η ίδια ήταν υπεύθυνη του προσωπικού. Αν και υπεύθυνος παραγωγής ο κατηγορούμενος, το τελευταίο διάστημα (προ του συμβάντος) δεν ήταν ενεργός στα καθήκοντα του, με αποτέλεσμα η οικογένεια να αισθάνεται απειλούμενη ότι, αφού κανένας άλλος δεν γνώριζε πώς να παράγει το εμπόρευμα, θα έμεναν εκτεθειμένοι στους διάφορους πελάτες/ αντιπροσώπους των και θα έχαναν τις κρατικές χορηγίες / εγγυητικές που είχαν δοθεί/ συμφωνήσει. Όταν έφτασαν στο εργοστάσιο η ώρα 09:00, ο κατηγορούμενος ήταν ήδη εκεί. Ενώ οι διάφορες μηχανές εργάζονταν κανονικά υπό την επίβλεψη του κατηγορούμενου, ο οποίος ετοίμαζε μια παραγγελία της επιλογής του, μετά από λίγα λεπτά, και ενώ προσπάθησε η οικογένεια να χρησιμοποιήσει αυτές για τον ίδιο σκοπό, η μία μετά την άλλη, παρουσίαζαν πρόβλημα. Προς τούτο, η οικογένεια κάλεσε -και προσήλθε στο μέρος,- τεχνική βοήθεια. Μέχρι να έρθει ο τεχνικός, ο αδελφός της, Χρίστος ρώτησε τον κατηγορούμενο κατά πόσο επέμβηκε στα μηχανήματα, με τον τελευταίο να αποκρίνεται απειλητικά και να φωνάζει ότι δεν έκανε κάτι. Τεχνικός κλήθηκε επίσης στο μέρος για να βοηθήσει την παραπονούμενη με τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή ο οποίος επίσης ξαφνικά, παρουσίασε πρόβλημα. Ευθύς μόλις είδε ο κατηγορούμενος τον τεχνικό τον απείλησε ότι: «αν τζίσειw πας τις κάμερες μου εν να τσακωθούμε εμείς οι θκιο τζιαι έφκα έξω, φύε τωρά». Ο τεχνικός του απάντησε ότι τον κάλεσε η εταιρεία για να φτιάξει το σύστημα ωραρίου των υπαλλήλων.  H μάρτυρας άφησε τον τεχνικό στο γραφείο της και πήγε στην αποθήκη, για να ξεκινήσει τη μηχανή που τυπώνει τις ημερομηνίες πάνω στα μπουκάλια.

 

                      Ενώ η μηχανή εργαζόταν κανονικά προ λίγων λεπτών και αυτή έπαυσε να λειτουργεί, με την μητέρα της να αναφέρει ότι είδε τον κατηγορούμενο να σβήνει αυτήν από την πρίζα. Ο κατηγορούμενος ακολούθως, έφυγε από το εργοστάσιο. Η παραγωγή συνεχίστηκε κανονικά με τη βοήθεια του πατέρα της και του αδελφού της μέχρι τη στιγμή που ο κατηγορούμενος επανήλθε στο χώρο γύρω στις 13:30. Ο τελευταίος άρχισε να ειρωνεύεται προκαλώντας αναστάτωση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η οικογένεια είχε μαζευτεί στο κοινό προς χρήση, γραφείο του εργοστασίου. Ο πατέρας ζήτησε από τον κατηγορούμενο «να φύγει και να τους αφήσει ήσυχους, να δουλέψουν». Ο κατηγορούμενος τότε αποκρίθηκε: «εσένα εν να σε πέψω στα κυπαρίσσια» με την παραπονούμενη να αποκρίνεται «τζιαι πως εν να τον πεθάνεις νομίζεις ότι θα πιάσεις παραπάνω που τζιείνο που έσιεις; Μόνο το 15 % δικαιούσαι». Στο άκουσμα των πιο πάνω, ο κατηγορούμενος της «έδωσε μια δυνατή μπουνιά στο αριστερό της μάγουλο με την ίδια να πέφτει κάτω». Μετά δεν θυμάται κάτι άλλο, χάνοντας τις αισθήσεις της. Μόλις συνήλθε είδε τον κατηγορούμενο να κρατά το κινητό της, τον πατέρα της να κρατά το κινητό του κατηγορουμένου, να λογομαχούν και τη μητέρα της μαζί με τον αδελφό της, Χρίστο, να προσπαθούν να βγάλουν τον κατηγορούμενο έξω από το εργοστάσιο. Αργότερα, μετέβη στην Αστυνομία για υποβολή παραπόνου.

 

                                       Κατά την κυρίως εξέταση εξήγησε τα διάφορα στάδια που αφορούν στην παραγωγή χυμού, κάνοντας ειδική αναφορά στις κινήσεις του κατηγορούμενου εντός του εργοστασίου, οι οποίες κίνησαν την υποψία, όχι μόνο στην ίδια, αλλά και στη λοιπή οικογένεια ότι ο τελευταίος προσπαθούσε, επεμβαίνοντας στις μηχανές όπως εμποδίσει την οικογένεια από την ολοκλήρωση της παραγωγής. Οι χώροι του εργοστασίου ανέφερε, αν και αποτελούνται από ξεχωριστά δωμάτια, είναι ουσιαστικά ενιαίοι αφού, αν και υπάρχουν πόρτες στους διάφορους χώρους, ήτοι αποθήκη, γραφεία και δωμάτια παραγωγής, τα δωμάτια αυτά, επικοινωνούν μεταξύ τους, με τις πόρτες να παραμένουν πάντοτε ανοικτές, ενώ λόγω της διαρρύθμισης του χώρου, ο ένας ακούει τον άλλον, αφού υπάρχει αντίλαλος. Δήλωσε ότι διατηρεί την πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος αποκλειστικό σκοπό είχε την πρόκληση ταλαιπωρίας στα λοιπά μέλη της οικογένειας και αυτό γιατί οι λοιποί, πλην του πατέρα της δεν ήταν γνώστες του τρόπου λειτουργίας των διαφόρων μηχανημάτων. Ο ίδιος ποτέ δεν προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει, ενώ, τόσο ασυνεπής ήταν ο κατηγορούμενος στις υποχρεώσεις του, που αναγκάστηκε η οικογένεια όπως μεταβεί Μεγάλη Παρασκευή, στο εργοστάσιο για να μπορέσει να είναι ανταπεξέλθει στις συμβατικές της υποχρεώσεις. Συνέχισε δηλώνοντας ότι όλη η οικογένεια βρισκόταν υπό καθεστώς τρόμου σε σχέση με τον κατηγορούμενο, αφού το τελευταίο διάστημα δεν άφηνε ούτε τον πατέρα του να εισέλθει στο εργοστάσιο, προκαλώντας συνέχεια καβγάδες. Υπάρχουν δήλωσε, ουκ ολίγες καταγγελίες καταχωρημένες στα μητρώα των Αστυνομικών Σταθμών Δαλίου και Λακατάμειας. Στην πορεία, ανακάλυψαν ότι ο λόγος που δεν μετέβαινε καθημερινά στην εργασία του ο κατηγορούμενος ήταν γιατί εργαζόταν και στον Δήμο Έγκωμης.

 

                      Όταν του ζήτησε ο πατέρας της να φύγει, ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να προκαλεί και να βρίζει τον πρώτο, την ίδια και τον αδελφό της. Την ώρα που λάμβαναν χώρα τα πιο πάνω ήταν όλοι εντός του κοινόχρηστου γραφείου και στέκονταν σε «απόσταση αναπνοής ο ένας από τον άλλο». Ακούγοντας την απειλή που εκστόμισε ο κατηγορούμενος στο πρόσωπο του πατέρα τους, ενοχλήθηκε, και του απάντησε ότι ακόμη και αν «τον πεθάνει, το ποσοστό του στην εταιρεία δεν θα αλλάξει». Αμέσως, ο κατηγορούμενος την κτύπησε. Μετά που «ξύπνησε» δεν μπορούσε να αντιληφθεί πόση ώρα είχε περάσει. Δήλωσε ότι αυτό είναι το τρίτο περιστατικό εναντίον της, με το Ποινικό Δικαστήριο Λευκωσίας να εκδικάζει παλαιότερα παρόμοια υπόθεση, όπου και πάλι της επιτέθηκε ο κατηγορούμενος στο χώρο του εργοστασίου. Όταν συνήλθε ένιωθε ότι «τάραξε ο εγκέφαλός της». Δεν μπορούσε να οδηγήσει, ζαλιζόταν, ήπιε νερό και αναγκάστηκε, όταν ήταν πλέον σε θέση, να καταγγείλει το περιστατικό στην Αστυνομία, για να προστατευτεί. Η αστυνομία της παρέδωσε το Τεκμήριο 2, ήτοι ιατρικό έντυπο, καλώντας την όπως εξεταστεί από ιατρό των Κυβερνητικών Υπηρεσιών.  

                     

                      Αντεξετασθείσα απάντησε ότι ο πατέρας της ήταν το πρόσωπο που είχε ξεκινήσει την οικογενειακή επιχείρηση και ήταν πάντοτε παρών στο εργοστάσιο ως στήριγμα για τα παιδιά του αλλά και ως γνώστης της δουλειάς. Τον τότε καιρό μετέβαινε στο εργοστάσιο κυρίως, ως παρατηρητής. Στην ερώτηση του κ. Σαββίδη, «με ποια εξουσία ζήτησε από τον Τάσο να φύγει ο πατέρας τους», η μάρτυρας απάντησε ότι ο πατέρας της ήταν ο επικεφαλής της επιχείρησης και ότι δεν τον έδιωξε. Αντίθετα η πιο πάνω παράκληση ήταν απότοκο της αναστάτωσης που προκαλούσε ο τελευταίος στο χώρο. Δεν μπορεί να γνωρίζει γιατί ο κατηγορούμενος βρέθηκε να κρατά το κινητό της τηλέφωνο, όταν ξύπνησε, μήτε γιατί ο πατέρας της κρατούσε το κινητό του κατηγορούμενου. Σχετική είναι και η ακόλουθη στιχομυθία, ως προς το πού βρίσκονταν τα λοιπά μέλη της οικογένειας την στιγμή του περιστατικού:

 

                      «A. Ήταν ο πατέρας μου εκεί που ως συνήθως κάθεται εκεί. Είναι ένα κοινό γραφείο, στο οποίο αν θέλεις να δεις κάτι στην κάμερα ή κάτι να γράψεις ή να στείλει κάποιος φαξ ή   κάτι να κάμει στο ταμείο, νομίζω αν δεν κάνω λάθος στην κατάθεσή μου λέω ότι ήταν πρώτα ο πατέρας μου, μετά πήγε ο Τάσος, επειδή λογομάχησε με τον πατέρα του, συζητήσαν, είπε αυτό που είπε, επέμβηκα και εγώ στη φάση που του είπε ότι «θα σε στείλω στα κυπαρίσσια». Δηλαδή το πως εβρεθήκαμε; Είναι μικρός ο χώρος. Με το να φωνάζει λίγο, να ψηλώσει ο τόνος της φωνής, θα έρθει ο άλλος να δει τι συμβαίνει.

                                    E.  Άρα, βρεθήκατε τυχαία, ας το πούμε; Δεν το προγραμματίσατε;

       A. Τι τυχαία; Είναι εργοστάσιο. Μπορείς να κάμεις και να πάεις σε όλους τους χώρους  τζιαι δεν είναι θέμα το «τυχαία».

                     Ε. Δεν είπε κάποιος, «α, πάμε να βρεθούμε στο γραφείο όλοι»;

                                    A.   Όχι. Γιατί να βρεθούμε; Να πούμε τι; Εμπορούσες να συζητήσεις μαζί του;

                                   (Η μάρτυρας δείχνει με το χέρι της τον κατηγορούμενο)

                                    A. Σου κάμνει επίθεση με φωνές ό,τι πούμε.

              E. Μήπως του επιτεθήκατε και εσείς λεκτικά, όμως;

                     A. Κοίτα, όταν μιλά του πατέρα σου, όταν έχεις σεβασμό μέχρι και τώρα, ποτέ μου δεν άρθρωσα να πω κάτι, ούτε τον τόνο μου να ψηλώσω, γιατί σέβομαι τους γονείς μου, άκουσα τον μια φορά, άκουσα 2 φορές, 3 φορές να ξιτιμάζει τους γονείς μας. Ε, φτάνει! Σε ένα σημείο, ναι, εν να μιλήσεις, εν να επιτεθώ. Τι μπορώ να κάμω; Να τον δέρω; Μπορώ να σήκω χέρι πάνω του; Μπορώ να τον κτυπήσω; Είπα του «εν να τον πέψεις στα κυπαρίσσια, γιατί»; Είναι ο πόθος του να πεθάνει ο πατέρας μας. Τζιαι καταλάβει το ότι εν στα τελευταία του ο παπάς μου που είναι πάνω στον αναπνευστήρα, είπα του ότι δεν θα κερδίσει κάτι με το να λαλεί έτσι για τον πατέρα μου και να τον πληγώνει.

                                    (Η μάρτυρας μιλά με τρεμάμενη φωνή)».

 

                      Συμφώνησε με τον συνήγορο υπεράσπισης ότι εναντίον της εκκρεμεί ποινική υπόθεση με καταγγέλλοντα τον αδελφό της και κατηγορούμενη την ίδια. Στις υποβολές ότι η ίδια επιτέθηκε στον κατηγορούμενο και όχι το αντίθετο, η μάρτυρας αρνήθηκε τις υποβολές, δηλώνοντας ότι ουδέποτε απείλησε τον κατηγορούμενο.

 

                                       ΜΚ2, η Δρ. Χριστοδούλου Τόφα, η οποία αναγνώρισε το Τεκμήριο 2 ως το έντυπο που έφερε μαζί της η παραπονούμενη/ασθενής. Υιοθέτησε τα όσα η ίδια κατέγραψε επί του Τεκμηρίου, επαναλαμβάνοντας ότι κατά την εξέταση διαπιστώθηκαν «εκχυμώσεις στο πιγούνι δεξιά και στη βάση του δεύτερου και τρίτου δαχτύλου του δεξιού χεριού, ραχιαία επιφάνεια». Η παραπονούμενη παραπονέθηκε για ζαλάδα, εμβολές και άλγος στην αριστερή γναθοκροταφική περιοχή. Η γναθοκροταφική περιοχή είναι η περιοχή που ενώνει την άνω με την κάτω γνάθο.Το άλγος που ανέφερε η παραπονούμενη ότι αισθανόταν, συνάδει με την κατ΄ισχυρισμόν «γροθιά» που δέχθηκε επί του σημείου. Παρότι δεν διαπιστώθηκε διάτρηση της μεμβράνης εσωτερικά του αυτιού, παρέπεμψε την τελευταία σε ωτορινολαρυγγολόγο για καλύτερη εκτίμηση. Οι εκχυμώσεις ανέφερε κατά τη ζώσα μαρτυρία της είναι κοινώς γνωστοί ως, «μώλωπες». Η ζαλάδα και οι εμβοές εξαρτούνται όχι μόνο από τον οργανισμό αλλά και από την ψυχολογική κατάσταση του ασθενούς. Μετά από κτύπημα ανέφερε, κάποια πρόσωπα ενδέχεται να εκδηλώσουν μώλωπες στο σώμα ή πρόσωπο, ενώ άλλα, όχι. Αυτό αποτελεί θέμα οργανισμού και ποιότητας δέρματος. Αντεξετασθείσα ανέφερε ότι κάλλιστα μπορεί να υπάρξει κάκωση σε μια περιοχή, χωρίς την εκδήλωση εκχύμωσης στο σημείο. Τα ευρήματα της, ως προς τα κτυπήματα που έφερε η ασθενής συνάδουν με την περιγραφή του πώς εκτυλίχθηκε το συμβάν. Οι μώλωπες στη δεξιά πλευρά του πηγουνιού και χεριού, αποτελούν απότοκο της πτώσης της στο πάτωμα με τη δεξιά πλευρά του σώματος της. Το άλγος στην αριστερή γναθοκροταφική πλευρά, αποτελεί λογικό αποτέλεσμα της επίθεσης που δέχθηκε. Σε ό,τι αφορά τη θέση του κ. Σαββίδη ότι ο τραυματισμός της παραπονούμενης δεν ήταν σοβαρός γιατί μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο αυτή συνέχισε τις δραστηριότητές της, η μάρτυρας απάντησε ότι αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να γνωρίζει.  

 

                                       ΜΚ3 η Αστυφύλακας 3566 η οποία υιοθέτησε την κατάθεση της, Τεκμήριο 3. Την 10.4.18 και περί 16:30 ανέφερε, προσήλθε στον Αστυνομικό Σταθμό η παραπονούμενη, η οποία της παρέδωσε συμπληρωμένο το Τεκμήριο 2, λαμβάνοντας γραπτώς την ίδια ημέρα το παράπονο της. Ερωτηθείσα κατά την αντεξέταση απάντησε ότι δεν γνωρίζει κατά πόσον τα δύο αδέλφια διαμένουν μαζί. Η ίδια απάντησε, δεν αποτελεί την εξεταστή της υπόθεσης. Εξ’ όσων γνωρίζει, η παρούσα δεν έτυχε διερεύνησης υπό το πρίσμα των προνοιών του Νόμου 119(Ι)/2000.

                                      

                                       Τελευταίος Μάρτυρας Κατηγορίας (ΜΚ4), ο Χ. Α., αδελφός των εμπλεκομένων. Η κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, Τεκμήριο 4, διαβάζει ως ακολούθως. Ο ίδιος αποτελεί έναν εκ των ιδιοκτητών της εταιρείας «Όλυμπος» που βρίσκεται στη Βιομηχανική Περιοχή Αλάμπρας. Οι λοιποί ιδιοκτήτες είναι η αδελφή του και ο αδελφός του, Ευστάθιος. Την 6.4.18 και περί τις 09:00 πήγε στο εργοστάσιο για να ετοιμάσει την παραγωγή χυμού για την Εθνική Φρουρά με την οποία είχαν συμβόλαιο, ώστε την Τρίτη του Πάσχα να μπορεί να πάρει την παραγγελία, γιατί ο αδελφός του αν και υπεύθυνος παραγωγής, δεν ετοίμαζε τις παραγγελίες στην ώρα τους. Εκεί βρήκε τον κατηγορούμενο να εργάζεται. Περίμενε μέχρι να φύγει για να ξεκινήσει τη «δική τους» παραγωγή. Κατά τη διάρκεια της εργασίας τους αντιλήφθηκαν με τον πατέρα του ότι η παστερίωση δεν εργαζόταν κανονικά, αφού δεν άναβε ο ατμολέβητας. Πιστεύοντας ότι είχε λείψει το γκάζι, αναγκάστηκαν να τηλεφωνήσουν στον τεχνικό, ο οποίος τους ανέφερε ότι δεν εντόπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα. Παρότι άκουσε τον αδελφό του να φωνάζει προς την παραπονούμενη, δεν έδωσε σημασία. Μετά από λίγο πήγε στο σημείο που ήταν τα αδέλφια του και είπε στην παραπονούμενη «να μην δίνει σημασία». Ο κατηγορούμενος άρχισε να βρίζει και να απειλεί την παραπονούμενη ότι «θα τη διώξει και θα κάψει το εργοστάσιο». Τους προκάλεσε, μάλιστα, να βγουν έξω από το εργοστάσιο, «για να τα πούνε». Στο στάδιο αυτό ο κατηγορούμενος αποχώρησε από το εργοστάσιο. Όταν επανήλθε μετέβηκε στο γραφείο όπου βρισκόταν η παραπονούμενη. Ο ίδιος τον ακολούθησε. Κατηγορούμενος και παραπονούμενη συζητούσαν, όταν ο πρώτος είπε ότι «θα στείλει τον πατέρα τους στα κυπαρίσσια» με την παραπονούμενη να απαντά ότι αν τον στείλει δεν θα πιάσει τίποτε από το εργοστάσιο. Ο κατηγορούμενος τότε, «όρμηξε στην παραπονούμενη δίδοντας της μια μπουνιά στο σαγόνι». Η αδελφή του λιποθύμησε, με τον ίδιο να προσπαθεί να τη συνεφέρει.

                     

                      Η δική του εργασία στο εργοστάσιο απάντησε κατά τη ζώσα μαρτυρία του, αφορά στις πωλήσεις των προϊόντων. Την επίδικη ημέρα πήγε για να βοηθήσει τον πατέρα του με την παραγωγή. Η εταιρεία τους αποτελεί τον τροφοδότη της Εθνικής Φρουράς. Μη έγκαιρη παράδοση των εμπορευμάτων θα σήμαινε παραβίαση των όρων της Εγγυητικής που διατηρούσαν με την Κυβέρνηση. Υπολογίζει δήλωσε, ότι ο λόγος που ο αδελφός του δεν ήταν τυπικός στο εργοστάσιο ήταν γιατί η εταιρεία αντιμετώπιζε προβλήματα οικονομικής φύσεως, γεγονός που ίσως να οδήγησε τον πρώτο στην εξεύρεση επιπλέον δεύτερης εργασίας. Περιέγραψε το εργοστάσιο ως ένα μεγάλο, ενιαίο χώρο στον οποίο υπήρχε ηχώ και συνεπώς, όταν κάποιος μιλούσε, ή φώναζε, οι λοιποί μπορούσαν να τον ακούσουν. Ο πατέρας τους αν και ήταν στη παραγωγή, ήρθε στο γραφείο ευθύς μόλις άκουσε τα δύο αδέλφια να συνομιλούν έντονα. Ο πατέρας του ήταν παρών όταν η παραπονούμενη δέχθηκε το κτύπημα, βοηθώντας τον ίδιο να την συνεφέρουν. Αντεξετασθείς απάντησε ότι τη γροθιά, «της την έδωσε μες τα φτανά». Το πάτωμα ήταν παρκέ. Δεν πρόσεξε αν η παραπονούμενη κτύπησε με το κεφάλι στο πάτωμα γιατί βρισκόταν σε ένταση εκείνη την στιγμή. Το μόνο που θυμάται είναι ότι ο ίδιος και οι γονείς του προσπάθησαν να την σηκώσουν και ο κατηγορούμενος αποχώρησε. Ο λόγος δήλωσε, που ο κατηγορούμενος «έβριζε», ήταν γιατί -εξ’ αιτίας της άρνησης του να παράξει εμπόρευμα-, αναγκάστηκε η αδελφή του να ανακατευτεί στη παραγωγή του χυμού, γεγονός που τον εκνεύρισε τα μάλα. Το μόνο που είχε προηγηθεί δήλωσε, ήταν η παράκληση του πατέρα του προς τον κατηγορούμενου όπως αποχωρήσει από το εργοστάσιο για να μπορέσουν να συνεχίσουν απρόσκοπτα την εργασία τους. Στη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι ο ίδιος απείλησε τον κατηγορούμενο κρατώντας ρόπαλο, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά. Αρνήθηκε επίσης ότι ο ίδιος, σε οποιοδήποτε χρόνο, προκαλούσε τον κατηγορούμενο σε καβγά.  Στην υποβολή ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πρώτος που ήθελε να πάει καλά το εργοστάσιο, έχοντας ενεργό ρόλο σε αυτό, ο μάρτυρας απάντησε ότι οι ίδιοι ποτέ δεν συνωμότησαν εναντίον του αδελφού τους με σκοπό την εκδίωξη του από το εργοστάσιο. Ερωτηθείς κατά πόσον η παραπονούμενη διαμένει στην ίδια οικία με τον κατηγορούμενο, ο ΜΚ4 απάντησε ότι τα σπίτια τους είναι στην ίδια γειτονιά.

Η                  

Ο κατηγορούμενος υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, Τεκμήριο 6. Ο ίδιος την επίδικη μέρα μετέβη στο εργοστάσιο για να εργαστεί και να παράξει χυμό για αντιπρόσωπο της εταιρείας τους στην Πάφο, κατόπιν επικοινωνίας που είχε με τον τελευταίο. Αφού τελείωσε την παραγωγή και ετοίμασε την παραγγελία, μετέβησαν στο εργοστάσιο η παραπονούμενη, μαζί με τον αδελφό τους, Χ. και τους γονείς των για να ετοιμάσουν «την παραγγελία του στρατού». Επειδή υπάρχουν συνεχώς προστριβές μεταξύ τους, ο ίδιος πήγε στο γραφείο, για να αποφύγει την οποιαδήποτε συζήτηση. Μετά από λίγη ώρα στο γραφείο πήγε ο Χ., ο οποίος τον κατηγόρησε ότι έσπασε τη μηχανή της παστερίωσης και θα του απέκοπταν χρήματα από το μισθό του. Ο ίδιος απάντησε ότι δεν έκανε κάτι τέτοιο και έφυγε με το αυτοκίνητο του από το εργοστάσιο. Κοντά στη μηχανή της παστερίωσης ήταν η υπόλοιπη οικογένεια μαζί με τον τεχνικό. Επεστρεψε στο εργοστάσιο αφού είχε παραδώσει την παραγγελία που είχε ετοιμάσει περί τις 13:00. Η λοιπή οικογένεια ξεκίνησε να τον προκαλεί λέγοντας του ότι «σπάζει τα μηχανήματα», ότι «θα του κρατήσουν χρήματα από τον μισθό του,» και «θα τον βάλουν φυλακή». Ο ίδιος ζήτησε όπως σταματήσουν να τον προκαλούν. Σε κάποια στιγμή τον πλησίασε ο πατέρας του ο οποίος χωρίς λόγο τον κτύπησε στο χέρι με αποτέλεσμα το κινητό του τηλέφωνο να καταλήξει στο έδαφος. Αμέσως, ο Χ. και η Μ. του επιτέθηκαν. Από την επίθεση ο ίδιος έπεσε στο έδαφος. Δεν είναι σίγουρος αν ο πατέρας του επέμβηκε, για να τους χωρίσει. Το μόνο που θυμάται με σιγουριά είναι να βρίσκονται και οι τέσσερις από πάνω του, περιλαμβανομένης της μητέρας του, και να φωνάζουν. Όταν σηκώθηκε αντιλήφθηκε ότι ο πατέρας του κρατούσε το κινητό του τηλέφωνο. Ο ίδιος «θύμωσε» και ως πήρε το κινητό της παραπονούμενης στα χέρια του ως αντίποινο. Μόλις του παρέδωσαν το τηλέφωνο του, παρέδωσε το τηλέφωνο της παραπονούμενης και έφυγε από το εργοστάσιο. Το όλο συμβάν έλαβε χώρα μπροστά στους υπαλλήλους της εταιρείας. Σε καμία περίπτωση δεν κτύπησε κανέναν και ειδικά τη Μ. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου η οικογένεια άλλαξε τις κλειδαριές του εργοστασίου με σκοπό να του απαγορεύσουν την είσοδο εξ΄ου και οι συχνές μεταξύ τους, προστριβές και διαμάχες.  

 

Κατά την κυρίως εξέτασή του δήλωσε ότι σε καμία περίπτωση δεν κτύπησε την παραπονούμενη. Λόγω των προστριβών που είχαν μεταξύ τους ήταν πάντοτε επιφυλακτικός απέναντι της. Κατά τον ίδιο, η παραπονούμενη έχει εμμονή με τον ίδιο και τη σύζυγό του. Ο λόγος που τον καταγγέλλει συνεχώς είναι γιατί ο ίδιος αρνήθηκε να υπογράψει ως εγγυητής σε δάνειο που αφορούσε την εταιρεία. Αφού επανέλαβε το περιεχόμενο της κατάθεσής του πρόσθεσε ότι με την επιστροφή του στο εργοστάσιο ξεκίνησαν οι ύβρεις και οι απειλές ότι «θα τον κάτσουν φυλακή και ότι θα πεινάσει ο ίδιος και η οικογένεια του». Όπως κρατούσε το κινητό του τηλέφωνο, ο πατέρας του τον κτύπησε στο χέρι με αποτέλεσμα αυτό να πέσει στο έδαφος. Τόνισε ότι είχε πάρα πολύ έγνοια το κινητό του γιατί σε αυτό είχε διάφορα προσωπικά δεδομένα, περιλαμβανομένων στιγμιότυπων από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που υπήρχε στο εργοστάσιο, που αποδεικνύουν «όσα του έκαναν». Καθώς έσκυψε να πιάσει αυτό από το έδαφος, τα δύο αδέλφια του, του επιτέθηκαν. Όλοι ήταν γύρω του, εντός του γραφείου και του φώναζαν. Ο ίδιος βρισκόταν στο έδαφος. Για να εξαναγκάσει τον πατέρα του όπως παραδώσει το τηλέφωνο του, έπιασε το κινητό τηλέφωνο της Μαρίνας.  

 

 

Συμφώνησε αντεξετασθείς ότι ήταν πάντοτε το υπεύθυνο πρόσωπο για την παραγωγή. Στη θέση της κας. Θεοδότου ότι ο ίδιος δεν βοήθησε και δεν είχε σκοπό να βοηθήσει στην ετοιμασία της παραγγελίας του στρατού, ο μάρτυρας ανάφερε ότι πάντοτε είχε διαθέσιμο εμπόρευμα εντός των ψυγείων της εταιρείας. Στην ερώτηση, γιατί δεν ανάφερε στην οικογένεια, η οποία μετέβηκε εκτάκτως εκεί για να εργαστεί, ότι το εμπόρευμα ήταν συνεπώς έτοιμο και δεν υπήρχε λόγος για εργασία, ο μάρτυρας αδυνατούσε να απαντήσει. Δήλωσε τελικώς ότι αν και γνώριζε ότι ήταν πελάτης της εταιρείας «ο στρατός», δεν ήταν ενήμερος για το πότε όφειλαν να γίνουν συγκεκριμένες παραδόσεις. Επανέλαβε ότι ήταν πάντοτε πολύ επιφυλακτικός με την αδελφή του «επειδή τον καταγγέλλει συνέχεια», εξ΄ου και δεν την κτύπησε ποτέ, αρνούμενος τις σχετικές υποβολές της κατηγορούσας αρχής.

 

Η σύζυγος του κατηγορούμενου κατέθεσε στη διαδικασία ως μάρτυρας υπεράσπισης. Παρά το ότι δεν ήταν παρούσα στο συμβάν, δήλωσε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα. Η παραπονούμενη αδίκως κατηγορεί τον σύζυγο της. Ο λόγος που το πράττει είναι γιατί η ίδια (η μάρτυς) απαγόρευσε στον κατηγορούμενο όπως υπογράψει ως εγγυητής σε δάνειο της εταιρείας ύψους €3.000.000. Από τότε η συμπεριφορά της παραπονούμενης απέναντι τους άλλαξε. Πολλές φορές τους ανέφερε ότι θα τους καταστρέψει και θα διώξει τον κατηγορούμενο από το εργοστάσιο. Επίτηδες υποτιμά, και προκαλεί τον κατηγορούμενο σε μια προσπάθεια να τον εκνευρίσει και συνακόλουθα να εκτεθεί. Εκκρεμούν δήλωσε, πέραν των ποινικών υποθέσεων μεταξύ τους και εργατικής φύσεως διαφορές. Η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε ουσιαστικά, με την κατηγορούσα αρχή να περιορίζεται μόνο στην ερώτηση κατά πόσον ήταν παρούσα την 6.4.18 στο εργοστάσιο. Στην ερώτηση αυτή η μάρτυρας απάντησε, αρνητικά.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

  Έχω ως γνώμονα μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγηση της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Είναι γεγονός ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ήτοι, όπου υπάρχουν δύο αντικρουόμενες ουσιαστικά εκδοχές, το Δικαστήριο παρακολουθεί τους μάρτυρες με ιδιαίτερη προσοχή αφού, η εντύπωση,:

«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275)» - (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).  

 

Μέσω της αξιολόγησης ενός μάρτυρα το Δικαστήριο καλείται ουσιαστικά, να αναλύσει τα λεγόμενα του, τις αντιδράσεις και συμπεριφορά του επί του εδωλίου, και να αναδείξει υπό το πρίσμα της ανθρώπινης πείρας και φύσης το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής που παρουσιάζεται. Όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας άφησαν το Δικαστήριο με άριστες εντυπώσεις. Η ειλικρίνεια τους όταν κατέθεταν από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν διάχυτη με το Δικαστήριο να μην εντοπίζει καμία προσπάθεια εκ μέρους τους όπως, είτε αποκρύψουν γεγονότα είτε να αλλοιώσουν αυτά.

 

Σε ό,τι αφορά την ΜΚ1, το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία ότι τα όσα παραστατικά περιέγραψε όντως έλαβαν χώρα κατά την επίδικη ημερομηνία. Η ίδια μαρτύρησε και περιέγραψε με πάσα λεπτομέρεια πώς έλαβε χώρα το επίδικο, υπό του κατηγορητηρίου συμβάν με τέτοια απλότητα και ροή στο λόγο της, που δεν μπορεί παρά να βίωσε πραγματικά τα όσα παραστατικά παρέθεσε ενώπιον Δικαστηρίου. Παρά την επίπονη αντεξέταση της από τον κ. Σαββίδη ως προς τον τρόπο που εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα,  τι προηγήθηκε σε ότι αφορούσε την λειτουργία των μηχανημάτων και της στάσης της οικογένειας στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, η παραπονούμενη δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση. Αντιθέτως κάθε απάντηση της αντανακλούσε και ενίσχυε τις αρχικές της θέσεις, ως αυτές καταγράφηκαν στην κατάθεση της, προ μίας πλέον, πενταετίας. Σημάδι της ειλικρίνειας της αποτελεί το γεγονός ότι παραδέχθηκε χωρίς καμία συστολή ότι υπήρχε ένα βαρύ κλίμα στην οικογένεια σε ότι αφορούσε τον κατηγορούμενο, και ότι και η ίδια ακούγοντας τον κατηγορούμενο να μιλά υποτιμητικά στον πατέρα τους, αντιμίλησε, αντιδρώντας στα όσα ο πρώτος εκστόμισε. Αποδέχομαι επίσης την θέση της ότι ποτέ δεν επιτέθηκε στον κατηγορούμενο. Περιπλέον, δεν έκρυψε από το Δικαστήριο ότι εκκρεμεί εναντίον της ίδιας ποινική υπόθεση με παραπονούμενο τον κατηγορούμενο. Δεν μπορεί παρά να σημειωθεί στο παρόν στάδιο ότι η εκδοχή της παραπονούμενης ότι δέχθηκε επίθεση, υποστηρίζεται από την ανεξάρτητη μαρτυρία της ΜΚ2 (ιατρού) που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και από το Τεκμήριο 2 (ιατρικό έντυπο εξέτασης της). Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, διαπιστώθηκαν κατά την ιατρική της εξέταση, εκχυμώσεις στο πρόσωπο και στα δάκτυλά ενώ παραπονείτο για πόνο στην αριστερή γνάθοκροταφική άρθρωση και ζάλη. Αποτελεί πάγια νομολογία[1] ότι η ιατρική μαρτυρία αποτελεί και πραγματική μαρτυρία η οποία συνιστά αξιόπιστο βοήθημα κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων σε δίκη αναφορικά με τη διάπραξη αδικημάτων επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Δεν μπορεί δε παρά να σημειωθεί στο παρόν στάδιο ότι η υπεράσπιση καμία εξήγηση δεν έδωσε, ούτε μέσω οποιασδήποτε υποβολής ή μέσω της μαρτυρίας του κατηγορουμένου, για το πως προκλήθηκαν οι φερόμενες εκχυμώσεις και άλγος στην αριστερή γναθοκροταφική περιοχή της παραπονούμενης. Την μαρτυρία της παραπονούμενης αποδέχομαι στην ολότητα της ως αξιόπιστη, χωρίς ενδοιασμό.

 

Άριστες εντυπώσεις άφησε στο Δικαστήριο η μαρτυρία της ΜΚ2. Υπενθυμίζεται στο στάδιο αυτό η ευθυγραμμισμένη νομολογιακή προσέγγιση ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, γίνεται δυνάμει των ίδιων αρχών βάση των οποίων κρίνονται οι μαρτυρίες κοινών μαρτύρων (βλ. Κώστας Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113). Σύμφωνα με τη νομολογία, έκαστος εμπειρογνώμονας που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο έχει την υποχρέωση όπως εφοδιάσει αυτό δια της μαρτυρίας του, με τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια τα οποία, το Δικαστήριο αφού ακούσει και λάβει υπόψιν του, χρησιμοποιήσει κατά τρόπον που να του επιτρέπει όπως σχηματίσει τη δική του, ανεξάρτητη κρίση ως προς την ορθότητα των συμπερασμάτων του. Καλείται επίσης όπως με την εφαρμογή των κριτηρίων που παρουσιάστηκαν, εφαρμόσει αυτά, στα γεγονότα που παρουσιάστηκαν και απαρτίζουν την ενώπιον του υπόθεση. Κρίνεται κατάλληλο στάδιο όπως σημειωθεί ότι η ιδιότητα αλλά και τα προσόντα της ΜΚ2 ουδόλως έτυχαν αμφισβήτησης από την υπεράσπιση. Η ΜΚ2 ήταν το πρόσωπο που εξέτασε την παραπονούμενη, καταγράφοντας πλήρως τα ευρήματα της επί του Τεκμηρίου 2. Οι θέσεις της ότι η κλινική εικόνα που παρουσίαζε η ΜΚ1 σύναδε με το κτύπημα που υπέστη παρέμειναν ακλόνητες παρά την αντεξέταση της, με την μάρτυρα να επεξηγεί ότι, (α) το άλγος που αισθανόταν η παραπονούμενη στην αριστερή γναθοκροταφική περιοχή προήλθε ως λογικό επόμενο της γροθιάς που φέρεται να δέχθηκε, (β) ότι τα σημάδια στη δεξιά πλευρά του προσώπου της δυνατό να προκλήθηκαν από την πτώση της με τη δεξιά μεριά του σώματος της στο έδαφος, αφού δέχθηκε κτύπημα στην αριστερή πλευρά του προσώπου της ενώ, (γ) η απουσία μώλωπα στην αριστερή πλευρά του προσώπου, ήτοι εκεί που δέχθηκε το κατ΄ισχυρισμόν κτύπημα δεν σημαίνει άνευ άλλου, ότι δεν κτυπήθηκε. Η μάρτυρας έδιδε σαφείς, άμεσες και κατατοπιστικές απαντήσεις σε αμφότερους συνηγόρους χωρίς καμία προσπάθεια όπως εκφράσει ή να λάβει θέση, αναφορικά με τα όσα δεν ενέπιπταν εντός της σφαίρας της δικής γνώσης, εμπλοκής και εμπειρογνωμοσύνης. Την μαρτυρία της το Δικαστήριο αποδέχεται ως ανεξάρτητη, ειλικρινή και αξιόπιστη. Παρεμβάλλω εδώ για σκοπούς πληρότητας ότι Το γεγονός ότι υπάρχει ιατρική μαρτυρία που επιβεβαιώνει τη θέση της παραπονούμενης ότι η μαρτυρία της ΜΚ2 αφορά σε υποστηρικτική μαρτυρία και όχι ενισχυτική (Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατία Ποινικές Εφέσεις υπ’ αρ. 147/2016, 148/2016 ημερ. 20.11.2019).

 

Η μαρτυρία της ΜΚ3 κρίνεται ως τυπική στη φύση της και γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο στην ολότητα της. Η μόνη εμπλοκή της μάρτυρος στην παρούσα υπόθεση ήταν η παραλαβή του Τεκμηρίου 2 και η λήψη κατάθεσης από την παραπονούμενη. Η μαρτυρία της  όμως στο σύνολο της, αν και δεν τίθεται ζήτημα αξιοπιστίας της, δεν κατάφερε να διασαφηνίσει τα όσα αφορούν τις υπό κρίση κατηγορίες αφού, δεν είχε να προσδώσει οτιδήποτε σε ότι αφορά τα επίδικα γεγονότα. Τέλος, το κατά πόσον η παρούσα αποτελεί υπόθεση η οποία δύναται να εξεταστεί υπό τις πρόνοιες του Περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου, δεν αποτελεί ζήτημα που μπορεί να τύχει απάντησης από τη συγκεκριμένη μάρτυρα, ειδικότερα από τη στιγμή που η ίδια δεν αποτέλεσε την εξεταστή της υπόθεσης, αλλά, ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. 

 

 

Η μαρτυρία της παραπονούμενης τυγχάνει ενίσχυσης μέσω της μαρτυρίας του ΜΚ4. Σημειώνω ότι τη μαρτυρία αυτή, το Δικαστήριο προσέγγισε με προσοχή, και προς τούτο έχει αυτοπροειδοποιηθεί, έχοντας ως γνώμονα το γεγονός ότι ενδεχομένως αυτή να ήταν εμποτισμένη από άλλα κίνητρα, ήτοι την υποβοήθηση της παραπονούμενης λόγω της αδελφικής τους σχέσης (βλ.Κλεόβουλος Κουσουλίδης ν Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 10/2018, ημερ. 9.11.18). Όσο μεγαλύτερο το συμφέρον του μάρτυρα, τόσο μεγαλύτερη προσοχή απαιτείται (βλ. Papachrysostomou v The Police (1988) 2 C.L.R. 55, Λαζάρου ν Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ.633). Ο ΜΚ4 υπενθυμίζεται υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στο περιστατικό, και η περιγραφή που έδωσε ως προς τον τρόπο που η παραπονούμενη δέχθηκε την επίθεση είναι σε πλήρη αρμονία με την μαρτυρία της ΜΚ1. Η μαρτυρία του αναφορικά με την απόφαση της οικογένειας να παράξει χυμό σε μη εργάσιμη ημέρα, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στην προσπάθεια κατά την λειτουργία των διαφόρων μηχανημάτων, τον εκνευρισμό του κατηγορούμενου αλλά ειδικότερα πώς η οικογένεια κατέληξε να συναντιέται στο χώρο του γραφείου, με τον κατηγορούμενο να εκστομίζει εκεί βωμολοχίες προς τον πατέρα του, κινείτο στο ίδιο μήκος κύματος με τις θέσεις της ΜΚ1 κατά τρόπον που είναι αδύνατον ο ΜΚ4 να μπορούσε να περιγράψει το υπό κρίση περιστατικό τόσο γλαφυρά, παρά μόνο αν ο ίδιος ήταν παρών κατά την αστραπιαία εξέλιξη των γεγονότων. Οι απαντήσεις του ήταν άμεσες και πηγαίες, ενώ δίδονταν χωρίς κανένα δισταγμό αντανακλώντας πλήρως τις θέσεις του, ως αυτές είχαν τεθεί κατά τη λήψη της ανακριτικής του κατάθεσης, Τεκμήριο 4. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν έθεσε εαυτόν εκτός των γεγονότων. Στη θέση της υπεράσπισης ότι υπάρχει ουσιαστική αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας των ΜΚ1 και ΜΚ4 ως προς το κατά πόσον ο πατέρας ήταν παρών κατά το επίδικο περιστατικό, το Δικαστήριο, εξετάζοντας την μαρτυρία του ΜΚ4 φρονεί ότι αυτή φανερώνει, τη μια και μοναδική εκδοχή του, την οποία παραθέτω ευθύς αμέσως και η οποία παρέμεινε σταθερή καθ’ όλη την μαρτυρία του:

«Ε. Όταν είπε αυτά τα λόγια στην αδελφή του που ήσασταν στο γραφείο, ποιοι ήσασταν στο γραφείο;

Α. Εγώ, ο αδελφός μου, συγγνώμη, η  αδελφή μου τζαι ο Τ.

Ε. Οι γονείς σου που ήταν;

A. O παπάς μου ήταν στην παραγωγή ποτζιεί τζαι ύστερα ήρτε που λογομαχούσαν που επήγαμε στο γραφείο ξεκίνησε η κουβέντα. Η παραγωγή που το γραφείο, η παραγωγή εν μια πόρτα. Είναι ένας ενιαίος χώρος, απλώς εν μια πόρτα, ένα δωμάτιο, διότι η παραγωγή είναι δωμάτια - δωμάτια, είναι ενιαίος χώρος που γίνεται εμφιάλωση τζαι το γραφείο είναι η πόρτα τζαι πάεις έτσι, ένα κομμάτι (ο μάρτυρας κάνει με το δεξί του χέρι κίνηση προς τα αριστερά φέρνοντας και το δεξί του χέρι μπροστά του).

Ε. Τζείνη την ώρα, επειδή δεν ήμουν τζιαμέ, θέλω να αντιληφθώ, που ο     κατηγορούμενος απειλούσε σας για τα κυπαρίσσια του παπά σου, ότι θα σας κρούσει το εργοστάσιο, ότι εν να σας δέρει, πού ήταν οι γονείς σου, πριν να πάτε στο γραφείο; Δηλαδή είπε μας ότι άκουσες φωνές, άκουσες τες στην παραγωγή τζαι επίες;

A. Ήταν εκεί οι γονείς μου»[2].  

 

Καμία αντίφαση δυνάμει των πιο πάνω δεν εντοπίζεται μεταξύ της μαρτυρίας της ΜΚ1 και ΜΚ4. Ο πατέρας της οικογένειας, βρισκόταν, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήτοι πριν ακόμη την εκστόμιση προς το πρόσωπο του βωμολοχιών από μέρους του κατηγορούμενου, παρών κατά το επίδικο περιστατικό. Σημειώνεται για σκοπούς πληρότητας ότι ο κατηγορούμενος τοποθέτησε κατά τη ζώσα μαρτυρία του τον πατέρα στο εν λόγω γραφείο, την επίδικη στιγμή, επιβεβαιώνοντας τελικώς και ο ίδιος με αυτή του την τοποθέτηση τη θέση των μαρτύρων κατηγορίας ως προς το ποιοι ήταν παρόντες στο χώρο του γραφείου. Επιπλέον, η μαρτυρία του αδελφού και αυτόπτη μάρτυρα, Χ. Α. είναι ενισχυτική της μαρτυρίας της ΜΚ1, με την κατηγορούσα αρχή να έχει εκπληρώσει με την προσκόμιση αυτής, την υποχρέωση που της επιβάλλει το άρθρο 16 του Νόμου 119(Ι)/2000[3]. Υπενθυμίζεται ότι ενισχυτική μαρτυρία είναι η μαρτυρία η οποία αποβλέπει στο να ενισχύσει αλλά και να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος (βλ. Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατία Ποινικές Εφέσεις υπ’ αρ. 147/2016, 148/2016 ημερ. 20.11.2019, Tτοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ 258, Χριστοδούλου Ιερόθεος άλλως Ρόπας και ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 Α.Α.Δ 628). Το Δικαστήριο δυνάμει της πιο πάνω αξιολόγησης, αποδέχεται τη μαρτυρία του ΜΚ4 ως ειλικρινή, αξιόπιστη και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.  

 

 

Σε αντίθεση με την θετική εντύπωση που άφησαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες κατηγορίας, οι θέσεις του κατηγορούμενου, δεν έπεισαν. Ποτέ τελικά, δεν κατάφερε όπως δώσει μια ξεκάθαρη εικόνα ως προς τα γεγονότα. Η θέση του ότι ο πατέρας του, τον χτύπησε στο χέρι με αποτέλεσμα να πέσει το κινητό του τηλέφωνο στο πάτωμα και ότι, ο Χ. και η Μ. βρήκαν την ευκαιρία να του επιτεθούν ρίχνοντας τον ίδιο στο έδαφος, απορρίπτονται. Από την μία ο κατηγορούμενος δηλώνει στη γραπτή του κατάθεση ότι ο πατέρας του ξεκίνησε ουσιαστικά το όλο επεισόδιο, κτυπώντας τον στο χέρι, θέση η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις που υπέβαλε στους μάρτυρες κατηγορίας η υπεράσπιση ότι ο πατέρας δεν ήταν εντός του γραφείου την ώρα του περιστατικού. Από τη μία ο κατηγορούμενος δήλωνε ότι ο πατέρας τους μπήκε «στη μέση για να τους χωρίσει», δηλαδή τον ίδιο, τον αδελφό του και τη Μ., και από την άλλη ότι, «ήταν και οι τέσσερις από πάνω του, (περιλαμβανομένης και της μητέρας), ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο έδαφος, φωνάζοντας του». Από τη μία δήλωνε ότι από το 2018 και εντεύθεν είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός σε ότι αφορά την παραπονούμενη η οποία έχει καταντήσει εμμονική μαζί του, και από την άλλη παραδέχεται στην κατάθεση του ότι, «θύμωσε» επιδιώκοντας να πιάσει το κινητό της παραπονούμενης στα χέρια του. Τις δε θέσεις ότι ο Χ. και η Μ. του επιτέθηκαν, ρίχνοντας τον στο έδαφος, ποτέ δεν υπέβαλε στους ΜΚ1 και ΜΚ4, ούτως ώστε αυτοί να τοποθετηθούν. Ο κατηγορούμενος προσπαθούσε διακαώς όπως εξηγήσει στο Δικαστήριο τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ως οικογένεια, (προβλήματα τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν εν πάση περιπτώσει από την κατηγορούσα αρχή), στην προσπάθεια να αποφύγει να απαντήσει σε καίριες ερωτήσεις της κατηγορουσας αρχής ως προς το πώς εκτυλίχθηκε το περιστατικό, γιατί δεν επέλεξε να απομακρύνει εαυτόν από το γραφείο αντιλαμβανόμενος τη φόρτιση που υπήρχε στο χώρο, γιατί, αφού είχε πάντοτε απόθεμα δεν ενημέρωσε σχετικά την οικογένεια προς αποφυγήν των εντάσεων που προκλήθηκαν ή όπως παρουσιάσει αυτόπτες μάρτυρες στο περιστατικό, ήτοι του υπαλλήλους της εταιρείας οι οποίοι ως δήλωνε, ήταν παρόντες, προς επίρρωση της θέσης του ότι ο ίδιος υπήρξε θύμα επίθεσης και δεν ήταν ο θύτης. Η θέση του ότι ποτέ δεν επιτέθηκε στην αδελφή του  καταρρίπτεται από την αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ4. Θα ανέμενε κανείς αν οι θέσεις του ευσταθούσαν, με τον ίδιο να αποτελεί ουσιαστικά, ως ήταν η θέση του, το θύμα και όχι τον θύτη όπως, προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία με σκοπό να προστατεύσει και να κατοχυρώσει τον εαυτό του, ενώ κάλλιστα προς επίρρωση των θέσεων του θα μπορούσε να καλέσει τους δικούς του μάρτυρες προς υπεράσπιση, δια απόδειξη του λόγου του αληθές. Επιπλέον, η όλη εκδοχή που προέβαλε ενόρκως δεν βρίσκεται σε απόλυτη ταύτιση με τις θέσεις που υποβλήθηκαν στη παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της. Και εξηγώ. Πρόβαλε για πρώτη φορά κατά τη ζώσα μαρτυρία του ότι η αδελφή του εκδικητικά προέβη στην παρούσα καταγγελία γιατί ο ίδιος αρνήθηκε να υπογράψει ως εγγυητής σε δάνειο το οποίο προτίθετο να λάβει η εταιρεία τους, μη υποβάλλοντας οτιδήποτε τέτοιο στην στη παραπονούμενη ώστε να αντικρούσει τον εν λόγω ισχυρισμό και να προβάλει τη δική της θέση. Η θέση του περαιτέρω ότι ήταν, κατά το συμβάν, σε κατάσταση αυτοάμυνας, υποδηλοί ότι υπήρξε συμπλοκή μεταξύ άλλων, του ιδίου και της παραπονούμενης, θέση η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη θέση του ότι, ποτέ «δεν επιτέθηκε σε κανέναν και ειδικά στην Μαρίνα». Ο κατηγορούμενος όχι μόνο δεν δέχθηκε καμία επίθεση από την παραπονούμενη αλλά δεν ήταν σε κατάσταση αυτοάμυνας όταν αποφάσισε να την γρονθοκοπήσει. Δεν μπορεί εδώ παρά να τονιστεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ποτέ δεν έδωσε καμία εξήγηση ως προς το γιατί η παραπονούμενη έφερε τελικώς, ως επιμαρτυρεί το Τεκμήριο 2, εκχυμώσεις. Ο κατηγορούμενος προσπαθούσε κατά την μαρτυρία του όπως υποβιβάσει το όλο συμβάν, όμως οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε τείνουν να καταδείξουν το μη φιλαλήθες των ισχυρισμών του. Η μαρτυρία του κατηγορούμενου για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Στρέφομαι τώρα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΥ1. Και αυτή τη μαρτυρία το Δικαστήριο προσέγγισε με προσοχή, και προς τούτο έχει αυτοπροειδοποιηθεί, έχοντας κατά νου ότι αυτή προέρχεται από τη σύζυγο του κατηγορούμενου, ήτοι από πρόσωπο που έχει κάθε κίνητρο να υποστηρίξει τις θέσεις του τελευταίου. Η μαρτυρία της με δεδομένο ότι η ίδια δεν ήταν παρούσα στο συμβάν, δεν φέρει καμία βαρύτητα αφού, δεν έχει υποβοηθήσει το Δικαστήριο καθ’ οιονδήποτε τρόπο όπως καταλήξει σε συμπεράσματα ή ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα. Πέραν των αναφορών της ότι η παραπονούμενη αντιμετωπίζει την ίδια και τον κατηγορούμενο υποτιμητικά, καμία άλλη ουσιαστική αναφορά δεν έκανε σε ότι αφορά τα περιστατικά της υπόθεσης και ως εκ τούτου η μαρτυρία της δεν έχει να προσφέρει το οτιδήποτε.  

 

 

Ευρήματα

Δυνάμει των εκατέρωθεν θέσεων των μερών και της αξιολόγησης της ενώπιον μου μαρτυρίας ανωτέρω, τα ακόλουθα, αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου. Την 6 Απριλίου 2018 η παραπονούμενη, ο αδελφός της Χ. Α. και οι γονείς τους, μετέβησαν στο εργοστάσιο με σκοπό την παραγωγή χυμού. Ο κατηγορούμενος, βρισκόταν ήδη εκεί, ετοιμάζοντας μια άλλη παραγγελία με προορισμό την Πάφο. Ο κατηγορούμενος αν και υπεύθυνος παραγωγής, όντας το μόνο πρόσωπο που γνώριζε πώς να χειρίζεται τα εν λόγω μηχανήματα, πλην του πατέρα, για λόγους που αφορούσαν τον ίδιο, φέρεται να μην ήταν συνεπής στην παραγωγή εμπορεύματος σε ότι αφορούσε συγκεκριμένους πελάτες, όπως την Εθνική Φρουρά. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα η λοιπή οικογένεια να φοβάται ότι θα παράβαινε άθελα της τους όρους της κυβερνητικής σύμβασης. Στην προσπάθεια της παραπονούμενης να ετοιμάσει την παραγωγή, διαπιστώθηκαν λειτουργικές αστοχίες σε πλείστα μηχανήματα τα οποία, μέχρι προ κάποιων λεπτών, λειτουργούσαν κανονικά, εγείροντας έτσι υποψίες ότι ο κατηγορούμενος αδελφός της, είχε επέμβει σε αυτά με σκοπό, την πρόκληση ταλαιπωρίας στην οικογένεια. Οι πιο πάνω υποψίες σε συνδυασμό με την αστοχία των μηχανημάτων, προκάλεσαν αναστάτωση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας τα οποία κατά το μεσημέρι συναντήθηκαν στο κοινό γραφείο του εργοστασίου. Εκεί, ο πατέρας της οικογένειας ζήτησε από τον κατηγορούμενο όπως, αφού είχε ολοκληρώσει την δική του εργασία αποχωρήσει, με τον κατηγορούμενο να αντιδρά αρνητικά στο άκουσμα της πιο πάνω έκκλησης δηλώνοντας, ότι «θα τον στείλει στα κυπαρρίσσια». Η παραπονούμενη στο άκουσμα των πιο πάνω, αποκρίθηκε, ρωτώντας τον κατηγορούμενο «τι θα καταλάβει ακόμη και αν τον πεθάνει, αφού πάλι, μόνο το 15% (της εταιρείας), θα έχει». Με την εκστόμιση των πιο πάνω, δέχθηκε γροθιά στην αριστερή πλευρά του προσώπου της από τον κατηγορούμενο. Η ίδια έχασε την ισορροπία της πέφτοντας στο πάτωμα με τη δεξιά της πλευρά, λιποθυμώντας. Επενέβησαν ο πατέρας και ο αδελφός της Χ. για να την συνεφέρουν. Ο κατηγορούμενος  αποχώρησε από το εργοστάσιο. Η παραπονούμενη την ίδια ημέρα, περί τις 22:25 εξετάστηκε από Κυβερνητικό Ιατρό. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ΜΚ2 η παραπονούμενη έφερε εκχυμώσεις στο πηγούνι δεξιά και στη βάση του δεύτερου και τρίτου δαχτύλου του δεξιού χεριού στη ραχιαία επιφάνεια. Παραπονέθηκε επίσης για άλγος στην αριστερή γναθοκροταφική περιοχή, ζαλάδα και εμβοές στα αυτιά. Αν και της παραδόθηκε παραπεμπτικό με σκοπό να επισκεφθεί ωτορινολαρυγγολόγο, η ίδια δεν εξετάστηκε από ιατρό της εν λόγω ειδικότητας, ακολουθώντας φαρμακευτική αγωγή.  

 

Νομική Πτυχή 

                 Ως καταγράφηκε ανωτέρω, νομική βάση της κατηγορίας αποτελούν τα άρθρα 2,3(1)(4), 15,16, 22 και 23 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119/2000. Το παρόν σημείο κρίνεται κατάλληλο για παράθεση αυτούσιων των προνοιών του Νόμου- στο βαθμό που αυτές ενδιαφέρουν στην παρούσα- αφού, η ερμηνεία που θα αποδοθεί σε αυτές είναι άμεσα συνυφασμένη με την επιχειρηματολογία των μερών. Διατείνεται η υπεράσπιση ότι, η παρούσα υπόθεση λανθασμένα καταχωρήθηκε ως υπόθεση «βίας στην οικογένεια» και αυτό γιατί, τα εμπλεκόμενα μέρη, αν και αδέλφια, είναι ενήλικες, δεν διαμένουν μαζί και έχουν δημιουργήσει έκαστος, τη δική του οικογενειακή μονάδα. Σκοπός του Νομοθέτη ανέφερε ο κ. Σαββίδης, «δεν είναι να διαστείλει σε ανεξέλεγκτο βαθμό την ερμηνεία του όρου «μέλη της οικογένειας» καθότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αφύσικη διασταλτική ερμηνεία του συγκεκριμένου όρου». Είναι αυταπόδεικτο δήλωσε ότι, κατηγορούμενος και παραπονούμενη «δεν αποτελούν ο ένας μέλος της οικογένειας του άλλου, υπό την έννοια του Νόμου». Η κα. Θεοδότου στον αντίποδα υποστήριξε ότι, από την στιγμή που αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών ότι τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν κοινό πατέρα και μητέρα και συνακόλουθα είναι αδέλφια μεταξύ τους, δεν μπορεί παρά να αποτελούν, «μέλη της ίδιας οικογένειας». Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, «μέλος της οικογένειας σημαίνει»:

                                       «2(α) άντρα και γυναίκα που—

                                      

                                       (i) έχουν συνάψει νόμιμο γάμο ανεξάρτητα αν ο γάμος υφίσταται ή όχι, ή

                                       (ii) συζούν ή συζούσαν ως αντρόγυνο

                                       (β) γονείς των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·

                      (γ) τέκνα των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ανεξάρτητα αν αυτά είναι φυσικά ή υιοθετημένα τέκνα του ενός ή και των δύο εν λόγω προσώπων καθώς και τα εγγόνια των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·

                                       (δ) κάθε πρόσωπο το οποίο διαμένει με οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα»

 

                      Αντίστοιχα, το άρθρο 3(1)(4) του Νόμου προνοεί:

                      «3(1)  Βία, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, σημαίνει οποιαδήποτε παράνομη πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται άμεσα σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του.

                                    (2)..

                                    (3)…

                     (4) Οποιοσδήποτε ασκεί βία με βάση το εδάφιο (1) διαπράττει αδίκημα δυνάμει του Νόμου αυτού, που τιμωρείται, εκτός από την περίπτωση της κοινής επίθεσης που τιμωρείται με δύο χρόνια φυλάκιση και στην περίπτωση που σε άλλο ή στον παρόντα Νόμο προβλέπεται αυστηρότερη ποινή, με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και τις δύο ποινές». (τονισμός του Δικαστηρίου).

 

                      Η κατηγορούσα αρχή πρέπει, δυνάμει των πιο πάνω προνοιών του Νόμου να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος τα οποία είναι: (α) ότι ο  κατηγορούμενος άσκησε βία, (β) με πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά (γ) εναντίον άλλου μέλους της οικογένειας του και (δ) προκαλέσει δια της πράξης, παράλειψης ή συμπεριφοράς του, σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη στο εν λόγω πρόσωπο..

                     

                      Κρίνεται ορθό όπως πρωτίστως απαντηθεί το νομικό ζήτημα που έθεσε η υπεράσπιση δια της αγόρευσης της, ήτοι κατά πόσον, παραπονούμενη και κατηγορούμενος, «θεωρούνται μέλη της οικογένειας», με βάση τις πρόνοιες του Νόμου. Μελέτη του Δικαστηρίου δεν έχει φανερώσει οιαδήποτε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του σημείου, μήτε και ο συνήγορος υπεράσπισης παρέπεμψε σε οιαδήποτε αυθεντία. Υπενθυμίζω στο στάδιο αυτό το γεγονότος ότι τα δύο προαναφερόμενα πρόσωπα αποτελούν εξ’ αίματος αδέλφια και δεν διαμένουν μαζί (βλ. μαρτυρία ΜΚ3 και ΜΚ4). Θα υιοθετήσω στο σημείο αυτό τα όσα ανέφερε επί του προκείμενου ο Αδελφός Δικαστής Μ. Χαραλάμπους, Ε.Δ (ως ήταν τότε) στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης υπ’ αριθμόν 14927/17 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η πιο πάνω ποινική υπόθεση αφορά στα ίδια μέρη, με κατηγορούμενο τον κ. Ε. Α. και παραπονούμενη την Μ. Α. Η κατηγορία αφορούσε σε πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στο πρόσωπο της παραπονούμενης με το περιστατικό να εκτυλίσσεται στον ίδιο χώρο, ήτοι στο οικογενειακό εργοστάσιο. Το Δικαστήριο απάντησε στις θέσεις του κ. Σαββίδη, ως ακολούθως:   

 

«Από την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία αποτελεί κοινό τόπο ότι η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος είναι αδέλφια, ενήλικοι δε και ότι δεν διαμένουν μαζί. Το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα φέρεται να έχει διαπραχθεί, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στο χώρο εργασίας τόσο της παραπονούμενης όσο και του κατηγορουμένου. Η πιο πάνω ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2(γ) είναι ρητή και ξεκάθαρη. «Μέλος της οικογένειας» περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τέκνα των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 2(α) της εν λόγω ερμηνευτικής διάταξης, δηλαδή τέκνα του άντρα και της γυναίκας που είτε έχουν συνάψει νόμιμο γάμο ανεξάρτητα αν ο γάμος υφίσταται ή όχι ή είτε συζούν ή συζούσαν ως αντρόγυνο. Από τη στιγμή που η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος είναι αδέλφια, έχοντας τουλάχιστον κοινό πατέρα ως τέθηκε με την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα αδέλφια συμπεριλαμβάνονται και θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας για τους σκοπούς του εν λόγω Νόμου. Τέκνα, με βάση την παράγραφο 2(γ), θεωρούνται τα οποιαδήποτε πρόσωπα ανεξάρτητα αν αυτά είναι φυσικά ή υιοθετημένα τέκνα του ενός ή και των δύο εν λόγω προσώπων.

 

Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος είναι ενήλικοι και ως εκ τούτου δεν θεωρούνται μέλη της οικογένειας, ως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του κατηγορουμένου, και πάλι αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εάν ο Νομοθέτης είχε πρόθεση να αποκλείσει από την ερμηνεία του όρου «μέλος της οικογένειας» τα ενήλικα τέκνα θα το εξέφραζε τούτο ρητώς. Σε συσχετισμό με το γεγονός αυτό ο ίδιος ο Νομοθέτης έδωσε ξεχωριστή ερμηνεία στο άρθρο 2 για το ποιος θεωρείται για τους σκοπούς του Νόμου «ανήλικο πρόσωπο». Ούτε και με κάθε σεβασμό, για τον ίδιο πιο πάνω λόγο, δεν με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι επειδή η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος δεν διαμένουν, πλέον, μαζί δεν θεωρούνται για τους σκοπούς του Νόμου «μέλη της οικογένειας». Πουθενά δεν προκύπτει είτε από το ίδιο το λεκτικό του άρθρου 2 είτε από οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη του εν λόγω Νόμου ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα του άρθρου 3(1) αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση τα μέλη της οικογένειας να διαμένουν στην ίδια οικία. Το αδίκημα της 1ης κατηγορίας συντελείτε, με βάση το άρθρο 3(1) του Νόμου, όταν ένα μέλος της οικογένειας προκαλέσει σωματική βλάβη σε ένα άλλο μέλος της οικογένειας.

 

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι πρόθεση του Νομοθέτη με τη θέσπιση του εν λόγω Νόμου ήταν να συμπεριλάβει εντός του όρου «μέλος της οικογένειας» και τα ενήλικα τέκνα, ανεξάρτητα του γεγονότος αν αυτά διαμένουν μαζί, εφόσον ένας από τους στόχους του  ήταν να προστατευθεί και να διαφυλαχθεί ο θεσμός της οικογένειας, ο οποίος συνεχίζει να υφίσταται και μετά την ενηλικίωση των μελών της οικογένειας. Η προστασία και η διαφύλαξη των οικογενειακών δεσμών και του οικογενειακού ιστού θα πρέπει να παραμείνει συμπαγής και αναλλοίωτη καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του κάθε μέλους της οικογένειας.» 

 

 

Τη πιο πάνω Δικαστική συλλογιστική και ερμηνεία των προνοιών του Νομοθετήματος, υιοθετεί πλήρως το Δικαστήριο. Προσθέτω εδώ ότι, το υπό κρίση αδίκημα, θα μπορούσε να ενταχθεί και να προωθηθεί και κάτω από τις πρόνοιες των άρθρων 242 και 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154. Το πιο πάνω γεγονός όμως, δεν οδηγεί άνευ ετέρου, στο συμπέρασμα, ως η εισήγηση του κ. Σαββίδη ότι, το υπό κρίση κατηγορητήριο εδράζεται επί λανθασμένης νομικής βάσης. Η πιο πάνω θέση της υπεράσπισης δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στις πρόνοιες του Νόμου ούτε στη σχετική Νομολογία. Αν η εν λόγω εισήγηση έφερε οποιαδήποτε βαρύτητα, τότε ευλόγως διερωτάται κανείς, προς τί, η δημιουργία ειδικού Νομοθετήματος που ποινικοποιεί ίδιες πράξεις, ως τα άρθρα 242 και 243 του Κεφ.154. Η διαφοροποίηση έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι ο Νομοθέτης εν τη σοφία του ήθελε να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην συντέλεση αυτού του είδους πράξεων όταν αυτές διαπράττονται εντός του οικογενειακού ιστού. Αυτό επιβεβαιώνεται δυνάμει των προνοιών του άρθρο 4(1) του Νόμου το οποίο προνοεί ότι, όταν το αδίκημα της επίθεσης διαπράττεται από ένα μέλος της οικογένειας σε βάρος άλλου, θεωρείται, ως «αυξημένης σοβαρότητας» και αυτό με γνώμονα ότι η εν λόγω πράξη ή παράλειψη (νοουμένου φυσικά ότι αυτή αποδειχθεί), προσλαμβάνει τη μορφή βίας εντός του θεσμού της οικογένειας.

 

Το γεγονός ότι ο Νομοθέτης κατατάσσει ως «μέλη της οικογένειας» ακόμη και πρώην συζύγους, οι οποίοι είθισται μετά το χωρισμό να μην διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη, καταδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την ευρύτητα στην σκέψη του Νομοθέτη ως προς το ποια  πρόσωπα ήθελε συμπεριλάβει στον εν λόγω όρο αφού, παρά το γεγονός ότι οι πρώην σύζυγοι πορεύονται συνήθως ως μονάδες μετά τη λύση του γάμου, δεν παύουν για σκοπούς του Νόμου όπως, αποτελούν «μέλη της οικογένειας». Αν αυτά τα πρόσωπα λοιπόν συγκαταλέγονται ως «μέλη της οικογένειας» δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα εξαίρεσης των κατιόντων αυτών από τον πιο πάνω όρο, ανεξαρτήτως ηλικίας ή χώρου διαμονής.

 

Επανερχόμενη στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, υπενθυμίζεται ότι ο όρος «επίθεση» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση ή με μεγάλη αδιαφορία (recklessly) και προκαλεί η σκοπό έχει να προκαλέσει σε ένα άλλο πρόσωπο το φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση ή παράνομη βία εναντίον του (βλ. R. v. Venna (1975) 3 All ER 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης (intended) χρήσης παράνομης βίας σε κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του. Ως έχει νομολογηθεί[4],  επίθεση μπορεί να διαπραχθεί χωρίς ο κατηγορούμενος να αγγίξει το άλλο πρόσωπο. Περιπλέον, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 3(1)(4) του Νόμου 119(Ι)/2000 όπως και για το άρθρο 243 του Κεφ. 154, πέραν του στοιχείου της επίθεσης, απαιτείται και η απόδειξη της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης. Στην Georghiades v. Police (1985) 2 CLR 56, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι επιφανειακές εκδορές στο πρόσωπο με ερέθισμα, αποτελούν πραγματική σωματική βλάβη, εντός της νομικής ερμηνείας του όρου για σκοπούς του άρθρου 243 του Κεφαλαίου 154[5]. Αντίστοιχα,  στο Σύγγραμμα Archbold, 36η έκδοση παρ.2634 η πραγματική σωματική βλάβη περιγράφεται ως βλάβη η οποία δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να είναι μόνιμου χαρακτήρα, μήτε τέτοια ώστε να εντάσσεται εντός της νομικής ερμηνείας του όρου της βαριάς σωματικής βλάβης[6]

 

Στην προκείμενη, δυνάμει των ευρημάτων του Δικαστηρίου έχει αποδειχθεί ότι (α) ο κατηγορούμενος την 6.4.18 άσκησε σωματική βία στην παραπονούμενη, κτυπώντας την στην αριστερή γναθοκροταφική περιοχή, προκαλώντας εκχυμώσεις στο πιγούνι και στη βάση του δεύτερου και τρίτου δακτύλου του δεξιού χεριού στη ραχιαία επιφάνεια, δηλαδή πραγματική σωματική βλάβη εντός της έννοιας του Νόμου, (β) ασκώντας βία ως μέλος της οικογένειας εναντίον ενός άλλου μέλους της οικογένειας. Τέλος, οι πράξεις αυτές του κατηγορούμενου έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση της τελευταίας.

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο φρονεί ότι η κατηγορούσα αρχή έχει επιτύχει στην απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος. Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

                                                                                      (Υπογρ.)……………………………….

                                                                                      M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

             



[1] (βλ. Γεωργίου Aνδρέας ν. Aστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 439).

[2] (βλ. πρακτικά ημερ. 30.11.23 σελ. 16 και 17- κυρίως εξέταση)

[3] Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Νόμου «το Δικαστήριο δύναται να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο με μόνη την κατάθεση του θύματος εφόσον δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική μαρτυρία». Βλ. επίσης επί του σημείου την απόφαση AG v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 119/2020, ημερ.16.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B147.

[4] R. v. Rolphe (1953) 36 Cr. App. R. 4 και Fagon v. Metropolitan Police Commissioner (1988) 3 All ER 445). Βλέπε επίσης Archbold Pleading and Practice, 39η έκδοση, παρ. 2634, σελ. 1071-2

[5] R. v. Miller (1954) 2 All E.R. 529, 534, Αστυνομία ν. Ανδρέα Ιωάννου (1989) 2 ΑΑΔ 61

[6] «Actual bodily harm need not be an injury of permanent character, nor need it amount to what could be considered to be grievous bodily harm. »


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο