ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ:        Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.

                            Μ. Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

                            Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.

Υπόθεση Αρ.: 542/2024

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

v.

 

ΚΖ

Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 23 Απριλίου, 2023

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Στ. Παπουή για Γενικό Εισαγγελέα (για να ακούσει απόφαση η κα Μ. Χαραλάμπους)

Για τον Κατηγορούμενο:  Ο κ. Στ. Κωστόπουλος και η κα Μ. Κέστωρος (για να ακούσει απόφαση ο κ. Ε. Ευσταθίου)

Κατηγορούμενος παρών

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(ΔΙΙΣΤΑΜΕΝΗ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)

Αίτημα κράτησης του Κατηγορούμενου)

 

Συμφωνώ απόλυτα με την απόφαση της πλειοψηφίας ως προς την κράτηση του Κατηγορούμενου λόγω κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων.

 

Έχω όμως διαφορετική άποψη σε σχέση με τον δικαστικό χειρισμό του αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση λόγω κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Η διαφωνία μου συνίσταται στο ότι δεν θεωρώ ότι σε σχέση με τον κίνδυνο αυτό έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο.

 

Είναι πάγια νομολογιακή αρχή, ότι διαταγή για κράτηση που δεν εφεσιβάλλεται, δεν αναθεωρείται εκ των υστέρων στο πλαίσιο άλλης έφεσης αφορώσας περαιτέρω διαταγή, σε σχέση με στοιχεία που δεν έχουν στο μεταξύ μεταβληθεί (Μιχαηλίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 306, Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 388 και Ντούμα ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 1). Περαιτέρω, είναι εκ των ων ουκ άνευ ότι απόφαση του Εφετείου δεσμεύει κάθε κατώτερο Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και του Κακουργοδικείου. Στην περίπτωση, δηλαδή, που καταχωριστεί και κριθεί έφεση επί αιτήματος κράτησης, η κρίση του Εφετείου δεσμεύει το Κακουργοδικείο.

 

Στην S.M. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/2021, ημερ. 6.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:B299, κρίθηκε 2η έφεση εναντίον του αιτήματος κράτησης του Κατηγορουμένου. Αναφέρθηκε obiter από το Εφετείο, στην κατά πλειοψηφία απόφασή του, ότι εφόσον η 1η έφεση που καταχώρισε ο Κατηγορούμενος εναντίον της απόφασης κράτησής του από το παραπέμψαν Επαρχιακό Δικαστήριο δεν πρόλαβε να εκδικαστεί από το Εφετείο και απεσύρθη, τότε ο Κατηγορούμενος «ενομιμοποιείτο να εγείρει εκ νέου το θέμα ενώπιον του Κακουργοδικείου». Δεν δημιουργήθηκε δηλαδή δεδικασμένο για το Κακουργοδικείο. Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση αυτή η έφεση απεσύρθηκε και απερρίφθη, άνευ οποιασδήποτε υπαιτιότητας του Κατηγορούμενου.

 

Στη μεταγενέστερη Μ.Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 10/23, ημερ. 23.2.23 κρίθηκε επίσης 2η έφεση που καταχωρίστηκε εκ του Κατηγορουμένου εναντίον της κράτησής του. Επικροτήθηκε και υιοθετήθηκε το εξής απόσπασμα από την Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 165/20 και 166/20, ημερ. 22.10.2020.

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταδείξει, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, ότι, εκκρεμούσης της δίκης, η εξέταση ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης κατηγορουμένου προσώπου διενεργείται με αφετηρία το τελευταίο διαφοροποιητικό γεγονός, εάν υπάρχει τέτοιο. Διαπιστώνεται, έτσι, εφόσον περί τούτου πρόκειται, το περιεχόμενο της νέας μαρτυρίας που έχει, στο μεταξύ, προκύψει και η τυχόν επίδρασή της στην ήδη υπάρχουσα μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, ως προς την πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου. Άλλως πως, δε δικαιολογείται η εξέταση, εκ νέου, του πλαισίου, νομικού ή και πραγματικού, εντός του οποίου έχει εκδοθεί προηγούμενο διάταγμα κράτησης, της θέσης αυτής οριζομένης από το δόγμα του δεδικασμένου. Η σχετική νομολογία επιβεβαιώθηκε, πολύ πρόσφατα, στην J. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 125/2020 και 126/2020, 8.10.2020

 

Επικροτήθηκε, επίσης, από το Εφετείο η απόφαση του Κακουργοδικείου το οποίο έκρινε ότι με την απόρριψη της 1ης έφεσης που καταχώρισε ο Κατηγορούμενος, η απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου είχε τελεσιδικήσει και ότι, λόγω δεδικασμένου, μόνο νέα στοιχεία που προέκυψαν στο μεσοδιάστημα δύναντο να ληφθούν υπόψη από το Κακουργοδικείο. Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι ο λόγος απόρριψης της 1ης έφεσης του Κατηγορούμενου ήταν ένεκα μη προώθησής της, διότι ο ίδιος αρνήθηκε να μπει στο όχημα κρατουμένων για να προσέλθει στο Δικαστήριο και να υποστηρίξει την έφεσή του.

 

Με αναφορά, λοιπόν, σε δεδικασμένο το Εφετείο στη Μ.Β. (ανωτέρω) έκρινε την 2η έφεση και αφότου διαπιστώθηκε ότι ο δικηγόρος του Κατηγορουμένου προώθησε αυτήν στη βάση των ίδιων επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν πρωτόδικα και εξαρχής.

 

Στην J. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 125/2020 και 126/2020, 8.10.2020 υπήρξαν τρεις εφέσεις εναντίον της κράτησης των Κατηγορουμένων. Η πρώτη επικύρωσε το διάταγμα κράτησης του Κακουργοδικείου, η δεύτερη το ανέτρεψε και διέταξε επανεξέταση και κατά την επανεξέταση το Κακουργοδικείο έθεσε ξανά υπό κράτηση τους Κατηγορούμενους. Ακολούθησε η παρούσα (3η) έφεση. Κατά την επανεξέταση του ζητήματος της κράτησης πρωτόδικα το μόνο νέο στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του Κακουργοδικείου ήταν αυτό του συνολικού χρόνου κράτησης. Το Εφετείο επικύρωσε την νέα απόφαση κράτησης, λέγοντας πως δεν ήταν ανάγκη το Κακουργοδικείο να εξετάσει εξυπαρχής το μαρτυρικό υλικό, αλλά μόνο το ζήτημα του χρόνου κράτησης, αφού ουδέν άλλο διαφοροποιητικό στοιχείο μεσολάβησε. Το ίδιο λέχθηκε και στη μεταγενέστερη Μ.Β. (ανωτέρω), όπου το Εφετείο έψεξε το Κακουργοδικείο που εξέτασε επικουρικά αλλά εξ’ υπαρχής το αίτημα κράτησης, ενώ προηγουμένως θεώρησε ότι υπήρξε δεδικασμένο και έκρινε το ζήτημα στη βάση έλλειψης διαφοροποιούντος στοιχείου.

 

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω, προκύπτει ότι δεδικασμένο σχετικά με ζήτημα κράτησης Κατηγορούμενου εγείρεται όταν ενώπιον 2ου (ή επόμενου) Δικαστηρίου τίθενται ισχυρισμοί ίδιοι με αυτούς που τέθηκαν προγενέστερα και αποφασίστηκαν δικαστικά ενώπιον 1ου Δικαστηρίου, επί βάσης γεγονότων που δεν έχει διαφοροποιηθεί στο μεσοδιάστημα. Όταν δεδικασμένο έχει δημιουργηθεί, και μόνον τότε, κάθε επόμενο Δικαστήριο που εξετάζει ζήτημα κράτησης οφείλει να σταθμίζει μόνο τυχόν διαφοροποιούντα στοιχεία καθώς και το ζήτημα του χρόνου, και όχι να κρίνει το αίτημα εξ υπαρχής στη βάση των προϋπαρχόντων πραγματικών δεδομένων.

 

Εν προκειμένω, θεωρώ οτι δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο σε σχέση με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων και έτσι επιτρέπεται στο παρόν Δικαστήριο να εξετάσει τον ισχυριζόμενο κίνδυνο πρωτογενώς και εξ υπαρχής. Παρόλο που ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων τέθηκε ενώπιον του 1ου παραπέμψαντος Επαρχιακού Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή, εντούτοις δεν αποφασίστηκε διότι, όπως το Ε.Δ. λέει στην απόφασή του, θεώρησε αυτό περιττό αφού η κράτηση διατάχθηκε επί του κινδύνου φυγοδικίας (χρησιμοποίησε τη λέξη «παρέλκει»). Δεν υπήρξε, δηλαδή, δικαστική κρίση ή αιτιολογία επί του κινδύνου αυτού.

 

Φρονώ ότι δεδικασμένο, στη βάση της ανωτέρω νομολογίας, δεν μπορεί να υπάρξει επί μη απόφασης και μη άσκησης δικαστικής κρίσης.

 

Το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έκανε αντέφεση επί του ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον λόγο αυτό, ουδόλως επηρεάζει την πιο πάνω κρίση μου. Η Κατηγορούσα Αρχή αξιολόγησε το ενδεχόμενο έφεσης, όπως ανέφερε η κα Παπουή, όμως το απέρριψε αφενός διότι η καταχώριση έφεσης θα απέληγε ακαδημαϊκό εγχείρημα λόγω της ήδη κράτησης του Κατηγορουμένου επί του άλλου λόγου και αφετέρου διότι ως θέμα πρακτικής δεν καταχωρείται, είπε, έφεση κάθε φορά που ένα Δικαστήριο δεν εξετάζει λόγο κράτησης για σκοπούς εξοικονόμησης δικαστικού χρόνου. Θεωρώ την αξιολογική αυτή κρίση της Κατηγορούσας Αρχής επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις. Συνεπώς, η μη καταχώριση έφεσης επί της μη εξέτασης του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων δεν δύναται να θεωρηθεί ως εγκατάλειψη ή αποποίηση δικαιώματος, κατά τρόπο που να συνιστά κώλυμα για έγερση του ζητήματος ενώπιον μας.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, το ουσιωδέστερο είναι το προλεχθέν. Ότι, δηλαδή, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν άσκησε κρίση, ούτε εξέδωσε απόφαση επί της σχετικής επιχειρηματολογίας που τέθηκε ενώπιον του, ώστε να δημιουργηθεί δεδικασμένο. Εάν το παρόν Κακουργοδικείο τώρα εξετάσει τον λόγο κράτηση αυτόν, θα είναι το 1ο Δικαστήριο που θα το πράξει δίχως οποιαδήποτε δέσμευση της διακριτικής του ευχέρειας από άλλη προηγούμενη δικαστική κρίση. 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θα εξέταζα και τον έτερο λόγο κράτησης που προωθεί η Κατηγορούσα Αρχή ότι ο Κατηγορούμενος παρουσιάζει κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, εάν αφεθεί ελεύθερος.

 

Προχωρώ να τον εξετάσω για σκοπούς πληρότητας.

 

Η ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι τη δίκη, μπορεί να στοιχειοθετηθεί είτε από στοιχεία που αφορούν σε προηγούμενη καταδίκη ή προηγούμενες καταδίκες, είτε από το γεγονός ότι εναντίον του κατηγορούμενου εκκρεμούν προς εκδίκαση ή καταχώριση άλλες υποθέσεις σε σχέση με διάπραξη άλλων παρόμοιων αδικημάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρένου Κώστα Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 ΑΑΔ, 373, Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130).

 

Η πρόβλεψη για ύπαρξη και αποτίμηση κινδύνων, οι οποίοι σταθμίζονται κατά την εξέταση θέματος κράτησης, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υποδίκου ή της υπόθεσης, είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της (βλ. Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ.45). Για να καταλήξει το Δικαστήριο σε συμπέρασμα για τη διάπραξη άλλου αδικήματος, δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία (βλ. Σιακαλλής (ανωτέρω)). Αρκεί αν, με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, να δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει πιθανότητα. Δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος, αλλά ο κίνδυνος επανάληψης αδικήματος πρέπει να είναι ευλογοφανής (plausible) (βλ. Σιακαλλής (πιο πάνω) και Τσιάκκας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 164).

 

Εν προκειμένω, ο Κατηγορούμενος έχει μία προηγούμενη καταδίκη, την 9054/21 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. καταδίκης 23.05.22 όπου επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές με αυστηρότερη την 28μηνη φυλάκιση και στην οποία λήφθηκαν υπόψη άλλες 8 υποθέσεις – οι 732/18, 502/22, 7964/22, 406/22, 7456/21, 9313/21, 9365/21, 190/22. Οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν, κυρίως, σε αδικήματα κλοπών, κατοχή ναρκωτικών τάξεως Α’ και Β’, βίας κατά μελών της οικογένειάς του Κατηγορούμενου αλλά και άλλων προσώπων, καθώς επίσης απειλών, επιθέσεων κατά αστυνομικών και αδικημάτων κατά της δημόσιας τάξης (βλ. έγγραφο Α). Ο Κατηγορούμενος καταδικάστηκε για 32 συνολικά αδικήματα, τα οποία διαπράχθηκαν σε εύρος χρόνου πέραν των 4 ετών, δηλαδή από 31/10/2017 (στην υπ. αρ. 732/18) μέχρι12/01/2022 στην υπ. αρ. 7964/22.

 

Εφαρμόζοντας τα πιο πάνω πραγματικά δεδομένα στη σχετική νομολογία, κρίνω ότι έχει δημιουργηθεί η ισχυρή εντύπωση, διότι περί πιθανολόγησης πρόκειται στο στάδιο αυτό, ότι εάν αφεθεί ο Κατηγορούμενος ελεύθερος δυνατόν να διαπράξει άλλα αδικήματα. Σημειώνω ότι, 5 από τα 6 αδικήματα τους παρόντος κατηγορητηρίου αφορούν κακόβουλες ζημιές, κατά παράβαση του άρθρου 324(Ι) του Ποινικού Κώδικα και απειλές κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα. Για τα ίδια αυτά αδικήματα ο Κατηγορούμενος, βάσει του ποινικού του μητρώου, καταδικάστηκε 7 συνολικά φορές σε 3 ξεχωριστές υποθέσεις (υπ’ αρ. 732/18, 905/21, 9313/21). Το γεγονός ότι κατά τη διάπραξη των προηγούμενων του αδικημάτων ήταν – παραδεκτά – ουσιοεξαρτώμενος ενώ – τώρα υπάρχει ισχυρισμός – πως δεν είναι, δεν διαφοροποιεί την πιο πάνω κατάληξή μου.

 

Επομένως, αφενός θα εξέταζα τον λόγο κράτησης διάπραξης άλλων αδικημάτων που προώθησε ενώπιον μας η Κατηγορούσα Αρχή, διότι ουδέποτε δημιουργήθηκε δεδικασμένο ως προς αυτόν και αφετέρου θα τον ενέκρινα επί της ουσίας και θα έθετα τον Κατηγορούμενο υπό κράτηση και γι’ αυτό τον λόγο μέχρι την επόμενη δικάσιμο.

 

 

 

 

(Υπ.) Μ. Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο