ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ:   Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.

Μ. Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.

Υπόθεση Αρ.: 8951/2021

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

v.

 

Ρ.Κ.

Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 17 Μαΐου 2024.

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Κα Μ. Μασούρα με κα Χ. Μάρτουδη για Γενικό Εισαγγελέα.

Για τον Κατηγορούμενο: Κος Ε. Ευσταθίου με κα Μ. Κέστωρος

Κατηγορούμενος, παρών.

----------------------------------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό. Η απόφαση έχει ανωνυμοποιηθεί σύμφωνα με τις εγκυκλίους του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αρ. 142 και 143]

 

Στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υπόθεσης ο Κατηγορούμενος, κλήθηκε να αντιμετωπίσει έξι συνολικώς κατηγορίες. Αρνήθηκε ενοχή σε όλες και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Συμφώνως των όσων διαλαμβάνονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της κάθε μιας εκ των Κατηγοριών, τα επίδικα γεγονότα έλαβαν χώρα στις 02/04/21, [στην περιοχή Ψ] με καταγγέλλουσα την Ρ.Α. (από τούδε και στο εξής, «Παραπονούμενη»).

 

Ειδικότερα στον Κατηγορούμενο αποδίδεται ότι:

 

·      Κατά παράβαση του άρθρου 144 του Κεφ. 154, διέπραξε το αδίκημα του βιασμού σε δύο χρονικές στιγμές την ίδια μέρα, δηλαδή ήρθε σε συνουσία δια κολπικής διείσδυσης του πέους του στο σώμα της Παραπονουμένης, χωρίς τη συναίνεση της. (1η και 2η Κατηγορία).

·      Κατά παράβαση του ιδίου άρθρου, ήτοι του άρθρου 144 του Κεφ. 154, διέπραξε το αδίκημα του βιασμού διά διείσδυσης του πέους του στο στόμα της Παραπονουμένης, χωρίς τη συναίνεση της. (3η Κατηγορία).

·      Κατά παράβαση του άρθρου 146Α του Κεφ. 154 διέπραξε το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης διά διείσδυσης ήτοι προέβη σε κολπική διείσδυση, σεξουαλικής φύσεως, με τα δάκτυλα του στον κόλπο της Παραπονουμένης χωρίς τη συναίνεση της και πάλι σε δύο διαφορετικές στιγμές την ίδια μέρα (4η και 5η Κατηγορία).

·      Κατά παράβαση και πάλι του του άρθρου 146Α του Κεφ. 154 προέβη σε διείσδυση με το δάκτυλο του, στον πρωκτό της Παραπονουμένης χωρίς τη συναίνεση της (6η Κατηγορία).

 

ΚΟΙΝΩΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ Ή ΚΑΙ ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Κατά την εξέλιξη της διαδικασίας διαφάνηκε ότι αποτελούν κοινώς παραδεκτά ή και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, τα όσα παραθέτουμε αμέσως κατωτέρω. Παρατίθενται από το αρχικό τούτο στάδιο ώστε να τεθεί το πλαίσιο γεγονότων της υπόθεσης αυτής:

 

Ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη, γνωρίστηκαν μέσω διαδικτυακής σελίδας γνωριμιών με την επωνυμία «Badoo». Εν συνεχεία επικοινωνούσαν με μηνύματα και βιντεοκλήσεις προτού αποφασίσουν να συναντηθούν εκ του σύνεγγυς. Η πρώτη μεταξύ τους συνάντηση έλαβε χώρα στις 21/03/21 ήτοι περί τη μια βδομάδα μετά την διαδικτυακή τους γνωριμία, σε χώρο στάθμευσης καταστήματος. Εκεί ο Κατηγορούμενος μετέβη με όχημα το οποίο οδηγούσε τρίτο άτομο. Όταν έφτασε στο σημείο συνάντησης μπήκε στο όχημα της Παραπονουμένης και καθ’ υπόδειξη του, μετέβησαν σε κάποιο σημείο με θέα, [στην περιοχή Χ]. Αφού ανάλωσαν εκεί κάποιο χρόνο, στη συνεχεία η Παραπονουμένη, καθ’ υπόδειξη και πάλι του Κατηγορουμένου, οδήγησε το όχημα της έξω από το σπίτι του τελευταίου. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η Παραπονούμενη και ο Κατηγορούμενος φιλήθηκαν και ότι ο Κατηγορούμενος προέβη σε θωπείες και ερωτικά αγγίγματα στην Παραπονούμενη ενόσω βρίσκονταν στο όχημα. Αν και αυτά, δεν αποτελούν αντικείμενο των κατηγοριών, αποτελούν μέρος του ιστορικού της γνωριμίας τους.

 

Μέχρι τις 02/04/21 που συνεννοήθηκαν να συναντηθούν και πάλι, στο σπίτι της Παραπονουμένης αυτή τη φορά, μιλούσαν μεταξύ τους μέσω μηνυμάτων και βιντεοκλήσεων. Οι ισχυρισμοί των δύο πλευρών για τη συχνότητα, το ποιος έκανε τις κλήσεις αλλά και το περιεχόμενο αυτών, διίστανται.

 

Στις 02/04/21, ο Κατηγορούμενος, πήγε στο διαμέρισμα της Παραπονουμένης περί τις 16:30 και έφυγε περί τη μια ώρα με μια ώρα και δεκαπέντε λεπτά αργότερα. Κατά τη συνάντηση στο διαμέρισμα της Παραπονουμένης στο οποίο διέμενε με τους γονείς της, οι τελευταίοι απουσίαζαν. Αποτελεί κοινό τόπο ότι εκεί, μεταξύ τους, έλαβαν χώρα πράξεις που υπάγονται στις γενετήσιες ορμές μεταξύ αυτών και συνουσία. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές υπήρξε διείσδυση του πέους του Κατηγορουμένου στον κόλπο της Παραπονουμένης καθώς και ότι η Παραπονουμένη προέβη σε πεολειξία. Κατά τη συνεύρεση η Παραπονούμενη, είχε έμμηνο ρύση. Η ακριβής φύση των υπολοίπων πράξεων και το κατά πόσο υπήρχε συναίνεση, αποτελεί τη βασικότερη διάσταση θέσεων των εμπλεκομένων.

 

Στις 06/04/2021 η Παραπονούμενη συνοδευόμενη από την κα. Β.Ζ., λειτουργό στο «Σπίτι της Γυναίκας» μετέβη στο ΤΑΕ Λευκωσίας (Τεκμήριο 6, σχετικό Ημερολόγιο Ενεργείας, Α/Αστ. 3647, Χρ. Ξενοφώντος (ΜΥ1) και Α/Αστ 3288, Σ. Ζάκου) και προέβη σε αναφορές για τα συμβάντα. Την ίδια μέρα η Παραπονούμενη έδωσε κατάθεση (Έγγραφο Α(1)) στην οποία ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε τη δίωξη του Κατηγορούμενου και ζήτησε να του γίνει αυστηρή παρατήρηση. Το τί αναφέρθηκε στις εν λόγω αστυνομικούς και ο τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκαν τα λεχθέντα της Παραπονούμενης στο Τεκμήριο 6, τελούν υπό αμφισβήτηση. Υπό αμφισβήτηση τελούν επίσης οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έδωσε την κατάθεση Έγγραφο Α(1). Η κατάθεση η οποία αποτέλεσε έναυσμα για την επακόλουθη δίωξη του δόθηκε στις 23/04/2021 (Έγγραφο Α(2)).

 

Το ότι η Παραπονούμενη κατά το χρόνο που έδιδε μαρτυρία ήταν ηλικίας 25 ετών και ότι γεννήθηκε τον [  ] 1999, άρα 22 ετών κατά τον επίδικο χρόνο, δεν έχει αμφισβητηθεί. Δεν έχει αμφισβητηθεί επίσης ότι ο Κατηγορούμενος κατά το χρόνο που έδιδε μαρτυρία ήταν 30 ετών και συνεπώς περίπου 27 ετών κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Δηλώθηκαν επίσης ως παραδεκτά γεγονότα τα όσα αναφέρονται στην κατάθεση του Α/Αστ. 2206 Ν. Χριστοδούλου (ΜΚ2). Συγκεκριμένα, ότι ο Κατηγορούμενος συνελήφθη το μεσημέρι της 25/04/21 δυνάμει εντάλματος σύλληψης. Του εξηγήθηκε ο λόγος σύλληψης του και αφού του έγινε επίστηση της προσοχής, η απάντηση του ήταν «Μα σοβαρά τώρα;». Παραδεκτό γεγονός επίσης κατέστη ότι το μεσημέρι της 26/04/21 του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση στην παρουσία του δικηγόρου του αφού προηγουμένως είχε ενημερωθεί για τα δικαιώματα που είχε ως ύποπτος/κατηγορούμενος, τα οποία και υπέγραψε. Την ίδια μέρα ο ΜΚ2, έλαβε γραπτή συγκατάθεση από τον Κατηγορούμενο, ώστε να ληφθούν παρειακά επιχρίσματα και δακτυλικά αποτυπώματα, τα οποία και λήφθηκαν.

 

Τα πιο πάνω ως κοινώς παραδεκτά ή και μη αμφισβητούμενα γεγονότα καθίστανται από τώρα και ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΜΑΡΤΥΡΕΣ – ΤΕΚΜΗΡΙΑ – ΤΕΛΙΚΈΣ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

Προς απόδειξη της υπόθεσης, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε 3 μάρτυρες. Αυτοί ήταν η Παραπονουμένη (ΜΚ1), ο εξεταστής της υπόθεσης Α/Αστ. 2206 Ν. Χριστοδούλου (ΜΚ2) και η Μ.Κ., φίλη της Παραπονουμένης (ΜΚ3). Αυτοί παρουσιάζονται ως Μάρτυρες Κατηγορίας 1, 5 και 2 στο Κατηγορητήριο αντιστοίχως ενώ δεν κρίθηκε αναγκαία η κλήση των μαρτύρων 3 και 4 στο Κατηγορητήριο. Όταν ο Κατηγορούμενος κλήθηκε να παρουσιάσει την Υπεράσπιση του, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και να καλέσει επίσης ως μάρτυρα την Α/Αστ. 3647, Χριστοθέα Ξενοφώντος, (ΜΥ1).

Η Παραπονούμενη, η οποία ήταν και η πρώτη μάρτυρας, υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, την κατάθεση της στην αστυνομία, ημερομηνίας 23/04/21. Η κατάθεση της αυτή κατατέθηκε ως «Έγγραφο Α(2)» στη διαδικασία και σε αυτή περιλαμβάνονται οι ισχυρισμοί της για τα γεγονότα. Πέραν της κατάθεσης της αυτής, υπάρχουν άλλες τρείς καταθέσεις της. Πρόκειται για την κατάθεση της ημερομηνίας 06/04/21 (Έγγραφο Α(1)), η κατάθεση της ημερομηνίας 27/04/21 (Έγγραφο Α(3)) και η κατάθεση της ημερομηνίας 13/10/23 (Έγγραφο Α(4)).

 

Ο ΜΚ2, ήτοι ο εξεταστής της υπόθεσης, υιοθέτησε επίσης την κατάθεση του που ετοίμασε σχετικώς ημερομηνίας 27/04/21 και η οποία κατατέθηκε στην διαδικασία ως «Έγγραφο Β». Κατέθεσε ως «Τεκμήριο 2» την κατάθεση που έλαβε από τον Κατηγορούμενο στις 26/04/21. Ως «Τεκμήριο 1» είχε καταθέσει απόσπασμα του ημερολογίου ενεργείας της 25/04/21 ώρας 15:30 και ως «Τεκμήριο 3» απόσπασμα ημερολογίου ενεργείας της 25/04/21 ώρας 16:30. Στο τελευταίο καταγράφεται η επικοινωνία που είχε με την ιατροδικαστή Δρ. Αγγελική Παπέττα την ίδια μέρα, λίγο ενωρίτερα και η οποία του ανέφερε ότι δεν μπορούσε να διεξαχθεί ιατροδικαστική εξέταση στην Παραπονουμένη ένεκα του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος. Κατατέθηκε ως «Τεκμήριο 5» απόσπασμα του ημερολογίου ενεργείας ημερομηνίας 05/04/21 ώρας 16:00 όπου γίνεται αναφορά στην σύλληψη του Κατηγορουμένου. Οι ενέργειες στις οποίες προέβη μετά τη σύλληψη του Κατηγορουμένου, καταγράφονται στο απόσπασμα ημερολογίου ενεργείας ημ. 26/04/21 το οποίο κατατέθηκε ως «Τεκμήριο 4».

 

Κατά την αντεξέταση του, του ζητήθηκε να καταθέσει και το απόσπασμα του ημερολογίου ενεργείας ημερομηνίας 06/04/21 ώρας 17:50, το οποίο εντοπίστηκε στο φάκελο της υπόθεσης και το οποίο υπογράφεται από την ΜΥ1, Α/Αστ. 3647 Χρ. Ξενοφώντος (Τεκμήριο 6). Εκείνη τη μέρα η Παραπονούμενη είχε πάει πρώτη φορά στην αστυνομία για να αναφέρει το περιστατικό. Του ζητήθηκε επίσης να καταθέσει την κατάθεση της Α.Τ. ημερομηνίας 27/04/21. Διαφάνηκε να είναι κοινός τόπος ότι η Παραπονούμενη και το πρόσωπο αυτό, συναντήθηκαν στις 04/04/21, με σκοπό να της αναφέρει το συμβάν. Η κατάθεση της Α.Τ. που λήφθηκε στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, κατατέθηκε ως «Τεκμήριο 7» ως  κατάθεση που λήφθηκε από το πρόσωπο αυτό. Κατατέθηκε επίσης για σκοπούς αντεξέτασης ως «Τεκμήριο 8», επιστολή του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί τον Κατηγορούμενο ημερομηνίας 23/08/21. Με την επιστολή αυτή, οι συνήγοροι ζητούν από τον υπεύθυνο ανακριτή της υπόθεσης να εντοπισθούν οι συνομιλίες που είχε ο εντολέας του με την Παραπονούμενη πριν και μετά το περιστατικό στις πλατφόρμες “Badoo”, “Messenger” και “Instagram”.

 

Η ΜΚ3, είναι φίλη της Παραπονουμένης και ως διατείνονται οι δύο, η Παραπονουμένη, την πήρε τηλέφωνο αφότου έφυγε ο Κατηγορούμενος από το σπίτι της και είχε επαφές και επικοινωνία μαζί της, τις μέρες που ακολούθησαν. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της στην Αστυνομία ημερομηνίας 26/04/21 (Έγγραφο Γ).

 

Ο Κατηγορούμενος ετοίμασε γραπτή δήλωση την οποία υιοθέτησε κατά την κυρίως του εξέταση και η οποία κατατέθηκε ως «Έγγραφο Δ».

 

Μετά την ολοκλήρωση της παράθεσης της μαρτυρίας τόσο η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής όσο και ο συνήγορος του Κατηγορουμένου ετοίμασαν τις τελικές τους αγορεύσεις γραπτώς και τις υιοθέτησαν κατά τη διαδικασία. Σε αυτές εντοπίζονται οι τελικές θέσεις και εισηγήσεις τους. Αναφορά σε αυτές θα γίνει κατωτέρω όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο. Στο σημείο αυτό περιοριζόμαστε μόνο να αναφέρουμε τα ακόλουθα:

 

Η κα Μασούρα, εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, με εκτενέστερη αναφορά στη μαρτυρία της Παραπονουμένης και της ΜΚ3, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή. Η δε μαρτυρία του Κατηγορουμένου να απορριφθεί στο σύνολό της. Ήταν εισήγηση της ότι η μαρτυρία της ΜΚ3, συνιστά άμεσο παράπονο, παραπέμποντας σε σχετική με το θέμα Νομολογία. Αναφέρθηκε στις γενικότερες αρχές περί ενισχυτικής μαρτυρίας και η θέση της ήταν ότι, και η αναστατωμένη διάθεση της Παραπονουμένης, ως παρουσιάστηκε στη φίλη της, πρέπει να εκληφθεί επίσης ως ενισχυτική μαρτυρία.

 

Η πλευρά της Υπεράσπισης εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία της Παραπονουμένης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Κατηγορουμένου. Παραπέμποντας στη μαρτυρία της Παραπονουμένης και σε μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, μας κάλεσε να απορρίψουμε αυτή αλλά και τη μαρτυρία της φίλης της, ΜΚ3. Ως το θέτουν οι συνήγοροι του Κατηγορουμένου, το μόνο λογικό συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, είναι ότι, ό,τι έγινε, έγινε με τη συναίνεση της Παραπονουμένης. Ήταν επίσης θέση του συνηγόρου Υπεράσπισης ότι δεν έχουν τεθεί όλα τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου αφού δεν λήφθηκε μαρτυρία από πρόσωπα που έπρεπε να είχε ληφθεί. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου διευκρίνισε ο συνήγορος, ότι δεν αναγάγει τούτο, το τελευταίο, σε ζήτημα δίκαιης δίκης. Σημειώνουμε ότι ισχυρισμοί για μη δίκαιη δίκη δεν εξετάζονται αφηρημένα αλλά πρέπει να στοιχειοθετούνται με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης και να καταδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε δυσμενώς (βλ. Yaacoob v Δημοκρατίας (2014) 2Α ΑΑΔ 165, 194 – 195)

 

ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ:

Παραθέτουμε κατωτέρω σύνοψη της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον μας χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραγνωρίζεται παν ό,τι αναφέρθηκε κατά την εξέλιξη της διαδικασίας[1]. Θα παρατηρηθεί ότι η σύνοψη είναι εκτεταμένη. Τούτο, διότι θεωρούμε ότι η διατύπωση των κατηγοριών, ο τρόπος που προβλήθηκαν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, είναι τέτοιος που πρέπει να εξεταστούν ενδελεχώς, έχοντας κατά νου ότι αυτό το οποίο κατ’ ουσία συζητείται στις πλείστες των πράξεων που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο, είναι κατά πόσο υπήρξε η εκ του νόμου απαιτούμενη, συναίνεση. Πρόκειται ουσιαστικά για τρεις αλληλουχίες συμβάντων που έλαβαν χώρα μέσα σε σύντομο σχετικά, χρονικό πλαίσιο. Επιβάλλεται συνεπώς να εξακριβωθούν οι πράξεις αυτές καθ’ αυτές στο κάθε χρονικό στάδιο πέραν αυτών που είναι κοινώς παραδεκτές και να εκτιμηθούν και στο συνολικό πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης.

 

Το πλαίσιο και η φύση της μεταξύ τους διαμορφωθείσας σύντομης σχέσης («σχέσης» εν ευρεία εννοία), έχει θεωρούμε, τη δική της σημασία και συνεπώς παραθέτουμε και τη μαρτυρία για αυτό.

 

Η Μαρτυρία Αναφορικά με τη Γνωριμία τους και τη Σχέση τους προ της Επισκέψεως του Κατηγορουμένου στο Σπίτι της Παραπονουμένης.

Η μαρτυρία της Παραπονουμένης:

Αναφερόμενη στη γραπτή της κατάθεση ημερομηνίας 23/04/21, στην πρώτη τους συνάντηση, είπε ότι  πήγαν σε ένα σημείο με θέα στην [περιοχή Χ]. Όταν έφτασαν στο σημείο που της υποδείχθηκε και σταμάτησε, ο Κατηγορούμενος, έβγαλε τα παπούτσια του, τράβηξε πίσω την μαξιλάρα του αυτοκινήτου και έβαλε τα πόδια του πάνω στο ταμπλό. Ξεκίνησε να της μιλά για τον εαυτό του. Της είπε για την δουλειά του, την προηγούμενη του σχέση και ότι τώρα θέλει «κάτι σοβαρό», να «…πάρει μια κοπέλα σπίτι να γνωρίσει τους γονείς του» και ότι θέλει να κάνει οικογένεια διότι «μεγάλωσε».

 

Κάποια στιγμή της είπε ότι ήθελε να φύγουν από εκεί και να πάνε σε άλλο μέρος. Οδήγησε το όχημα της, χωρίς η ίδια να γνωρίζει που πήγαιναν, με υποδείξεις και πάλι του Κατηγορουμένου. Την οδήγησε εν τέλει έξω από το σπίτι του. Ενώσω κουβέντιαζαν έξω από το σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, διαπίστωσε ότι ο Κατηγορούμενος είχε ερωτική διάθεση. Η συζήτηση τους συνεχίστηκε. Η ίδια προσπαθούσε «να τον ξενερώσει» ωστόσο την αγκάλιασε και πήγε να την φιλήσει στο στόμα. Τον άφησε να την φιλά και να την αγγίζει σε διάφορα σημεία του σώματος της. Έπιασε το στήθος της πάνω από τα ρούχα της και μετά αφού έβαλε το χέρι του μέσα από το πουλόβερ της, έπιασε και το γυμνό της στήθος. Όταν ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να βάλει το χέρι του μέσα από τη φόρμα της και στην συνέχεια μέσα από το εσώρουχο της, του τράβηξε απότομα το χέρι. Προσπάθησε να το βάλει ξανά λέγοντας της «άφησμε να σου αγγίξω λίγο». Παρά το ότι η ίδια δεν ήθελε και του το είπε, ο Κατηγορούμενος, επέμενε και της σήκωνε τη φανέλα «…ενώ βρισκόταν από πάνω της και αυτή βρισκόταν πιεσμένη ανάμεσα στην καρέκλα του οδηγού και την πόρτα χωρίς να μπορεί να τον σπρώξει». Όταν της σήκωσε τη φανέλα, έβαλε το στόμα στο στήθος. Του ζήτησε και πάλι να σταματήσει διότι θα μπορούσε να τους δει κάποιος ωστόσο αυτός επέμεινε. Όταν του είπε ότι είναι αργά και πρέπει να φύγει, της πρότεινε να μείνει μαζί του το βράδυ. Η ίδια αρνήθηκε προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες. Προφορικώς κατά την κυρίως εξέταση της είπε ότι «ήταν εντάξει» μέχρι το φιλί ωστόσο ο Κατηγορούμενος προχώρησε και η ίδια δεν ήταν έτοιμη. Ανέφερε επίσης ότι ήταν πολύ χειριστικός λέγοντας της «σιγά το πράμα» ή «τί θα πάθεις» κάνοντας την να νιώσει παράλογη και τον άφησε να προχωρήσει μέχρι που προσπάθησε να βάλει το χέρι του στο κάτω εσώρουχο της και του το τράβηξε. Ήταν έντονος όταν πήγε να κάνει αυτό το πράγμα. Συνέχισε να τη φιλά και ανέβηκε από πάνω και την πίεζε πολύ μεταξύ της καρέκλας και της πόρτας του οδηγού. Ήταν επίμονος και η ίδια προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες για να φύγει.

 

Από τις 21/03/21 που συναντήθηκαν συνέχισαν να επικοινωνούν μέσω μηνυμάτων και βιντεοκλήσεων. Ήταν η θέση της ότι, όσες φορές μιλούσαν ο Κατηγορούμενος ήταν αυτός που επικοινωνούσε πρώτος και αυτή του απαντούσε. Τις περισσότερες φορές προσπαθούσε να τον αποφεύγει καθυστερώντας να του απαντήσει ή απαντώντας του την επόμενη μέρα. Προφορικώς είπε ότι το περιεχόμενο των κλήσεων ήταν καθαρά για να γνωριστούν. Δεν είχαν σεξουαλικό περιεχόμενο οι κλήσεις. Συζητούσαν για το πώς πέρασαν την μέρα τους και θέματα σχετικώς με τους ίδιους. Σε άλλο σημείο της κυρίως εξέτασης της, είπε ότι προσπαθούσε να τον αποφύγει διότι όταν είχαν συναντηθεί η όλη στάση του, δεν της άρεσε. Προχώρησε πάρα πολύ χωρίς η ίδια να είναι έτοιμη και την πίεσε πολύ. Συνέχιζε παρά ταύτα να του μιλά, διότι ήταν επίμονος της έστελνε συνέχεια και απλώς του απαντούσε. Προσπαθούσε να φέρει τα πράγματα εκεί που ήταν προηγουμένως. Δεν συνηθίζει να «μπλοκάρει κόσμο» στα μέσα μαζικής δικτύωσης διότι δεν της αρέσει να γίνεται αυτό, ούτε και στην ίδια.

 

Στις 24/03/21 είχε βγει με φίλους της για ποτό και έτυχε να πιει «λίγο παραπάνω». Έπαιρνε σε βιντεοκλήση αρκετούς φίλους της και μεταξύ αυτών πήρε και τον Κατηγορούμενο. Αυτός κατάλαβε ότι ήταν μεθυσμένη και της είπε να πάει σπίτι του. Δεν του απάντησε. Του απάντησε αφού την πήραν στο σπίτι της, ότι δεν θα πάει. Ο Κατηγορούμενος συνέχιζε να της στέλνει τις επόμενες μέρες για να συναντηθούν και η ίδια τον απέφευγε λέγοντας του ότι είχε εξετάσεις.

 

Στις 02/04/21, ημέρα Παρασκευή και ώρα 01:30 της έστειλε μήνυμα και την ρωτούσε τί κάνει. Τον κάλεσε σε βιντεοκλήση για να του πει να σταματήσει να της στέλνει γιατί δεν ήθελε να βρεθεί μαζί του. Ενώ συνομιλούσαν ο Κατηγορούμενος, διέκοψε την κλήση χωρίς «δικαιολογία». Η ίδια τον καλούσε πίσω και δεν της απαντούσε το τηλέφωνο. Τον καλούσε διότι θύμωσε που της έκλεισε το τηλέφωνο. Το πρωί της ίδιας μέρας στις 09:25, την καλημέρισε με μήνυμα. Του απάντησε στις 15:00. Αντάλλαξαν κάποια μηνύματα και μετά την κάλεσε σε βιντεόκληση. Για το περιεχόμενο της τελευταίας κλήσης του είπε τα εξής:

 

«…θα σου έλεγα να έρθεις για καφέ αλλά επειδή με θύμωσες χθές δεν θα σου πω να πάμε για καφέ. Αυτός μου είπε να πάμε για καφέ και εγώ του είπα δεν μπορώ τωρά γιατί έχω μάθημα η ώρα 1630 και μετά θα βγω για ποτό. Αυτός μου είπε θα έρθει στο σπίτι μου την ώρα που θα κάνω μάθημα και δεν θα με ενοχλά. Εγώ του είπα αν έρθει εκείνη την ώρα που κάνω μάθημα δεν θα μπορώ να του δίνω σημασία αρκετή και να μην έρθει με ορέξεις και με αυτό εννοώ το σεξ. Του εξήγησα ότι είμαι αδιάθετη και ότι όντως δεν θέλω να κάνω κάτι μαζί του. Αυτός μου απάντησε ‘εγώ δεν είμαι ποτζίνους και τι κοπελούι ενόμισες πως είμαι, έτσι και αλλιώς έρχομαι από την δουλειά και είμαι βρώμικος, είμαι γεμάτος χώματά».

 

Του είχε πει επίσης ότι οι γονείς της απουσίαζαν. Προφορικώς εξήγησε ότι αρχικώς θα πήγαιναν έξω για καφέ ωστόσο επειδή η ίδια είχε μάθημα και μετά θα έβγαινε έξω με τους φίλους της δεν είχε πολλή ώρα κανονίστηκε να βρεθούν στο σπίτι της δεν θυμάται ποιος το είπε αν δηλαδή τον προσκάλεσε ή αυτοπροσκλήθηκε. Αυτό που θυμάται είναι ότι ήταν πολύ επίμονος. Για τη συνάντηση αυτή είπε ότι η ίδια ήθελε να του μιλήσει και να του εξηγήσει δεν έβλεπε να προχωρά κάτι μεταξύ τους και αυτό διότι ο Κατηγορούμενος «έβλεπε το πιο ερωτικά» και η ίδια δεν ένιωθε κάτι για αυτόν. Ήθελε να του το πει χωρίς να τον κάνει να νιώσει άσχημα και θεώρησε ότι ήταν πιο σωστό να το λήξει από κοντά για να μην είναι απρόσωπο να στείλει απλώς ένα μήνυμα να μην της ξαναμιλήσει. Ως ανέφερε επίσης προφορικώς, του είπε να μην έρθει με ορέξεις, διότι την προηγούμενη φορά που θα βρίσκονταν απλώς για να μιλήσουν, για «παρέα» συμπεριφέρθηκε ως περιέγραψε. Τον προειδοποίησε για να «προλάβει καταστάσεις», ως είπε ήξερε από πριν ότι δεν θα συμπεριφερόταν «με σωστό τρόπο» και έπρεπε να τον προειδοποιήσει ότι δεν ήταν αυτός ο δικός της σκοπός εκείνη τη μέρα.

 

Κατά την αντεξέταση της αρνήθηκε την υποβολή αρχικώς ότι τα ξημερώματα της επίδικης μέρας είχε καλέσει τον Κατηγορούμενο και κατά την συνομιλία της με αυτόν είχαν κάνει εξ αποστάσεως σεξ μέσω βιντεοκλήσης. Σε μεταγενέστερο στάδιο είπε ότι δεν θυμόταν.

 

Η μαρτυρία του Κατηγορουμένου:

Κατά την αντεξέταση του είπε ότι στην πλατφόρμα που γνώρισε την Παραπονούμενη έκανε λογαριασμό γιατί «Ήταν της μόδας τότε.». Στη σελίδα αυτή είπε, γνωρίζεις κοπέλες που «εν της φάσης ..., sorry, της μιας νύκτας τούτο». Ξεκίνησε τη συνομιλία με την Παραπονούμενη σαν μια περιπέτεια και ό,τι ήθελε προκύψει. 

 

Η συνάντηση στο πάρκινγκ ακολούθησε πολλών μεταξύ τους, προηγούμενων συνομιλιών. Είχαν κανονίσει να βρεθούν εκεί για να πάνε βόλτα με το αυτοκίνητο και επειδή ο ίδιος δεν θα είχε αυτοκίνητο, θα τον έπαιρνε μετά στο σπίτι του. Στο αυτοκίνητο συζήτησαν για τη ζωή και την καθημερινότητα τους και άρχισαν να έρχονται πιο κοντά. «Την χάιδευε και τη φιλούσε». «Συνέχισαν τα χαϊδολογήματα για ώρα». Μετά από ώρα έφυγαν για να τον πάρει στο σπίτι του. Όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο φιλήθηκαν ξανά και την χάιδευε πάνω από τα ρούχα όπως και αυτή. Κάποια στιγμή σταμάτησαν, την καληνύχτισε και μπήκε στο σπίτι του. Μετά την πρώτη συνάντηση αντάλλαξαν αριθμούς τηλεφώνων και «Instagram». Συνέχισαν να συνομιλούν και ως το θέτει «Όλα ήταν μια χαρά». 

 

Ήταν ισχυρισμός του Κατηγορουμένου ότι η Παραπονούμενη τον κάλεσε τις πρωινές ώρες της 02/04/21 με βιντεοκλήση. Η ίδια ήταν στο κρεβάτι και της έλεγε και του έλεγε «πράγματα ερεθιστικά και αγαπητικά». Μιλούσαν για πολύ ώρα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε εάν φορούσε «σουτιέν» και αυτή «γελούσε και του έκανε καμώματα». «Η συζήτησή τους είχε πολλά σεξουαλικά υπονοούμενα και σεξουαλικές κινήσεις. Αυτοϊκανοποιήθηκαν και οι δύο.». Εξ όσων θυμάται «… τέλειωσε όμορφα η βιντεοκλήση. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγινε, αλλά λογικά ναι». Αρνήθηκε ότι της έκλεισε απότομα, ο ίδιος το τηλέφωνο. Το πρωί ξαναμίλησαν και συζητούσαν για το αν θα πάνε για καφέ ή όχι. Ο ίδιος κατάλαβε ότι του έκανε «νάζια». Τελικά τον κάλεσε σπίτι της για καφέ γιατί έλειπαν οι γονείς της στο χωριό και θα ήταν μόνοι τους.

 

Η Άφιξη του Κατηγορουμένου στο Σπίτι της Παραπονουμένης:

Η μαρτυρία της Παραπονουμένης:

Ο Κατηγορούμενος εν τέλει, πήγε στο σπίτι της περί τις 16:35. Η ίδια τον είδε από το μπαλκόνι του διαμερίσματος, του είπε που να παρκάρει το αυτοκίνητο του και πώς να ανέβει στο διαμέρισμα. Έκανε μπάνιο πριν πάει ο Κατηγορούμενος διότι δεν θα είχε χρόνο μετά το μάθημα να ετοιμαστεί για να πάει για ποτό ως είχε προγραμματίσει και αφού ο Κατηγορούμενος της είπε ότι θα φύγει την ίδια ώρα που εκείνη θα πήγαινε για ποτό.

 

Όταν ανέβηκε, του άνοιξε βιαστικά διότι το μάθημα είχε ξεκινήσει και τον ρώτησε αν ήθελε καφέ. Δεν ήθελε. Ενόσω ήταν στην κουζίνα, ο Κατηγορούμενος πήγε από πίσω της και την φίλησε στο λαιμό «σπρώχνοντας με το σώμα του το οποίο ήταν κολλημένο πάνω της προς τον πάγκο». Ένιωσε το πέος του να είναι σε στύση και «τριβόταν» στα οπίσθια της. Του είπε να σταματήσει γιατί δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε και τον έσπρωξε προς τα πίσω. Τον ρώτησε που ήθελε να καθίσουν. Της είπε να πάνε στο δωμάτιο της που θα την βόλευε καλύτερα «που είχε διάβασμα». Συμφώνησε. Πήρε το φορητό της ηλεκτρονικό υπολογιστή και πήγαν βιαστικά στο δωμάτιο. Προφορικώς είπε ότι ήθελε όντως να παρακολουθήσει το μάθημα της. Επειδή εκείνος επέμενε και επειδή η ίδια ήθελε απλώς να παρακολουθήσει το μάθημα της, υποχώρησε στην επιμονή του να πάνε στο δωμάτιο της γιατί για εκείνη, ως το έθεσε: «ήταν ένα βάρος τζιαί ήθελα να το φύω που πάνω μου, γιατί θυμούμουν εκράτουν το laptop τζιαί προσπαθούσα να ακούσω τι έλεγε η καθηγήτρια τζιαί επέμενε να πάμε στο δωμάτιο μου…». Η ίδια αποδέκτηκε για να τον «κάνει» να σιωπήσει. 

 

 

Η μαρτυρία του Κατηγορουμένου:

Του είχε εξηγήσει που είναι το σπίτι της και όταν σχόλασε από τη δουλειά του, πήγε εκεί. Είχε ανοικτό και τον υπολογιστή της και έκανε μάθημα διαδικτυακώς. Αγκαλιάζονταν, συζητούσαν και φιλιόντουσαν. Κάποια στιγμή πήγαν στο δωμάτιο της και η Παραπονούμενη έκλεισε τις κουρτίνες.

 

Η Πρώτη Αλληλουχία Συμβάντων:

Η μαρτυρία της Παραπονουμένης:

Όταν πήγαν στο δωμάτιο έβαλε τον υπολογιστή στο γραφείο της και έκατσε στην καρέκλα του γραφείου. Είπε στον Κατηγορούμενο να βολευτεί στον καναπέ του υπνοδωματίου. Ο Κατηγορούμενος έβγαλε τα παπούτσια του και «έγειρε πίσω στον καναπέ». Η ίδια προσπαθούσε να παρακολουθήσει το μάθημα και ο Κατηγορούμενος της μιλούσε. Της είπε να κλείσει τις κουρτίνες. Παρά το ότι η ίδια του είπε ότι χρειαζόταν το φως για να βλέπει τις σημειώσεις της, ο Κατηγορούμενος επέμενε και σηκώθηκε η ίδια και τις έκλεισε. Προφορικώς είπε το έκανε διότι ήταν «λίγο πιεστικός, ελάλεν συνέχεια τα ίδια πράγματα τζιαί εν εδέχετουν το όι, θυμούμαι σαν διάβαζα εμίλαν μου τζιαί επέμενε να κλείσω τις κουρτίνες τζιαί λέω του θέλω να θωρώ, εν θωρώ, τζιαί λαλεί μου άτε κλειστές, ενοχλεί με, τζιαί ήταν έντονος σε τούτο, δηλαδή ελάλουν του όι σε τούντο πράγμα τζιαί συνέχιζε άτε κλειστές, άτε κλειστές τζιαί επειδή δεν ήθελα να τον έχω πάστην κκελέ μου, γιατί ήθελα να παρακολουθήσω το μάθημα μου τζιαί να ακούσω εν με άφηνε να ακούσω, έκλεισα τις για να σταματήσει να με ενοχλά».

 

Μόλις η ίδια έκλεισε τις κουρτίνες, ο Κατηγορούμενος σηκώθηκε από τον καναπέ και κάθισε πάνω στο κρεβάτι. Πριν η ίδια προλάβει να επιστρέψει στην καρέκλα του γραφείου της, της είπε να καθίσει λίγο δίπλα του. Προσπάθησε να του πει ότι θέλει να παρακολουθήσει το μάθημα και αυτός της απάντησε: «τι εν να πάθεις αν χάσεις δκιο λεπτά και κάτσεις δίπλα μου». Προφορικώς απέδωσε την ενέργεια της αυτή και πάλι στο ότι αυτός ήταν πιεστικός και η ίδια έκανε ότι της έλεγε διότι εκείνη την ώρα απλώς δεν τη διευκόλυνε στο να παρακολουθήσει το μάθημα και επειδή η ίδια, ως το έθεσε: «δυστυχώς ή ευτυχώς σσιύφκω την κκελέ μου τζιαί λαλώ κάμε ό, τι σου λαλούν, έμαθα που μιτσιά να κάμω ό, τι μου λαλούν να.... να ακολουθώ τελοσπάντων τους άλλους απλά για να μεν, να ικανοποιήσω τους άλλους ακόμα τζιαί να μην ικανοποιούμουν εγώ».

 

Πήγε, κάθισε δίπλα του πάνω στο κρεβάτι και αυτός την έσπρωξε «…με αποτέλεσμα να βρίσκεται το σώμα της σε ξαπλωμένη θέση. Αυτός ήρθε από πάνω της και μόλις κατάλαβε ότι θα προσπαθούσε να την φιλήσει, τράβηξε προς την γωνιά του κρεβατιού και έκλεισε τα πόδια της για να μην βγει από πάνω της και κουλούριασε το σώμα της προς τον τοίχο». Είπε τράβηξε στη γωνιά του κρεβατιού και έκλεισε τα πόδια της γιατί δεν ήθελε να τη φιλήσει και ο σκοπός της συνάντησης εκείνης ήταν να συζητήσει κάποια πράγματα μαζί του και να ξεκαθαρίσει. Αυτός θεωρούσε ότι επειδή τη φίλησε εκείνη τη μέρα στο αυτοκίνητο, ότι ήταν εντάξει να τη φιλήσει και αυτή τη φορά. Όμως αυτό, δεν σήμαινε ότι ήθελε να κάνει αυτό το πράγμα.

 

Στην συνέχεια «…της τράβηξε τον ώμο της για να ισιώσει και ήρθε από πάνω της και την φίλησε στο στόμα». Του είπε: «σκέφτου να μην σου έλεγα να μην έρθεις με ορέξεις» και αυτός συνέχιζε να την φιλά. Στην συνέχεια έπιασε το στήθος της πάνω από τα ρούχα και ακολούθως προσπάθησε να βάλει το χέρι του μέσα από τη φανέλα και έπειτα μέσα από το «σουτιέν». Η ίδια του είπε «Θυμίζω σου ότι έχω και μάθημα» οπόταν και της είπε να μην είναι υπερβολική και την «έπεισε» ως δήλωσε, να βγάλει τον στηθόδεσμό όχι όμως και το πουλόβερ. Καθώς ήταν ξαπλωμένη και ο Κατηγορούμενος από πάνω της, προσπάθησε να της βγάλει και το πουλόβερ αλλά η ίδια δεν ήθελε διότι δεν ήθελε να δει την κοιλιά της. Προφορικώς σχετικώς με το πως πείστηκε να βγάλει το στηθόδεσμο, είπε ότι είχε βάλει το χέρι του μέσα από το πουλόβερ της και προσπαθούσε να αγγίξει το στήθος της. Τον χαρακτήρισε ως γενικώς χειριστικό και πιεστικό. Αφαίρεσε το στηθόδεσμο λέγοντας στον εαυτό της «σιγά, τι ε να γίνει; Ξαναέγινε, σιγά το πράγμα…» και το έβγαλε. Το πουλόβερ της δεν ήθελε να το βγάλει γιατί δεν ήθελε να δει την κοιλιά της και θεώρησε ότι εάν έβγαινε και το πουλόβερ θα ήθελε ο Κατηγορούμενος να προχωρήσει «…τζιαί παρακάτω, να ήθελε να φκάλει τζιαί άλλα πράγματα.».

 

Ενόσω ο Κατηγορούμενος βρισκόταν ακόμα από πάνω της, της τράβηξε το δεξί της γόνατο για να καταφέρει να μπει ανάμεσα στα πόδια της. Η ίδια προσπάθησε να αντισταθεί ασκώντας ως καταγράφει στην κατάθεση της:

 

«…πίεση με προσπάθεια να κλείσω τα ποδιά μου, γιατί δεν ήθελα να κάνω σεξ μαζί του, αλλά αυτός μου τράβηξε ξανά το δεξί μου γόνατο και μου είπα απλά είναι για να βολευτώ καλύτερα εγώ. Στην συνέχεια ξεκίνησε να με αγγίζει ανάμεσα στα πόδια, … αλλά πάνω από το εσώρουχο και την φόρμα. Μετά αυτός μου είπε ότι θα μου αρέσει και μου τράβηξε την φόρμα μου μέχρι τα γόνατα μου».

 

Του είπε να σταματήσει διότι ήταν «αδιάθετη» και δεν ήθελε να την αγγίζει. Ο Κατηγορούμενος έβαλε το χέρι του στο γεννητικό της όργανο, πάνω από το εσώρουχο και εν συνεχεία της τράβηξε το εσώρουχο στο πλάι και έβαλε τα δάκτυλα του, μέσα στο γεννητικό της όργανο. Ένιωσε άβολα και τραβήχτηκε όταν κατάλαβε ότι δεν φορούσε σερβιέτα, χωρίς όμως να είναι σε θέση να κάνει πολλές κινήσεις ή να απομακρυνθεί. Του είπε να σταματήσει γιατί αηδιάζει με αυτό το «πράγμα» εννοώντας την «περίοδο». Τον ρώτησε και αυτόν, εάν αηδιάζει και της είπε «όσην περίοδο έχεις εσύ έχω και εγώ».

 

Προφορικώς και ερωτηθείσα τί εννοούσε ότι ασκούσε πίεση ο Κατηγορούμενος, η μάρτυρας, είπε ότι της τραβούσε το δεξί της γόνατο να ανοίξει και αυτή προσπαθούσε να το κλείσει. Ερωτηθείσα για τη συνέχεια, είπε ότι δεν είναι σίγουρη αν ήταν από πάνω της, αυτό που θυμάται είναι ότι ξεκίνησε και την άγγιζε στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων πάνω από τη φόρμα « …τζιαί κάποια στιγμή τζιαί εγώ είπα του σταμάτα, γιατί δεν ήθελα να με αγγίζει τζιαμέ, εν ήθελα, εννοώ ούτε ζήτησα, ούτε ήθελα να με αγγίζει τζιαμέ, εντάξει».

 

Εν συνεχεία ο Κατηγορούμενος, άρχισε να βάζει τα δάκτυλα του πιο έντονα στο γεννητικό της όργανο και η ίδια προσπαθούσε να κλείσει τα πόδια της για να βγάλει έξω τα δάκτυλα του. Κατάφερε να κλείσει τα πόδια της και τα έφερε κοντά στη κοιλιά της χωρίς όμως ο Κατηγορούμενος να βγάλει τα δάκτυλα του. Υπήρχε δυσκολία στην κίνηση της γιατί η φόρμα ήταν κατεβασμένη μέχρι τα γόνατα της.

 

Κατάφερε να ελευθερώσει τα πόδια της «…από το στήθος του που ήταν τσιλιμένα από τον [Κατηγορούμενο]» γυρνώντας το κορμί της. Ακούμπησε τα πόδια της στον τοίχο και ο Κατηγορούμενος «βρήκε την ευκαιρία», αφού η στάση που βρέθηκε τον βόλευε περισσότερο στο να βάζει τα δάκτυλα του στο γεννητικό της όργανο. Η ίδια πονούσε και του έλεγε να σταματήσει. Ο Κατηγορούμενος, δεν σταματούσε και της έλεγε «θα σου αρέσει, σιγά το πράμα». Προφορικώς εξήγησε ότι με το «πιο έντονα» εννοεί ότι ο Κατηγορούμενος «…έβαλε περισσότερη πίεση τζιαί πιο γρήγορα». Δεν θυμόταν τί ακριβώς του έλεγε. Θυμόταν ότι πονούσε.

 

Ακολούθως τράβηξε το δεξί της γόνατο και κατέβηκε η φόρμα πιο κάτω και κατάφερε και μπήκε ανάμεσα στα πόδια της. Έβγαλε τα δάκτυλα του «από μέσα της» και έβαλε το πέος του. Φορούσε ακόμα το εσώρουχο της το οποίο ο Κατηγορούμενος είχε τραβήξει στη μια πλευρά. Δεν αντιλήφθηκε πότε ο ίδιος έβγαλε το δικό του παντελόνι του λόγω του στρες και επειδή προσπαθούσε να ελευθερώσει το σώμα της που «ήταν τσιλιμένο από αυτόν…». Όταν κατάλαβε ότι είχε βάλει το πέος του στο δικό της γεννητικό όργανο χωρίς προφυλακτικό του φώναξε «τι κάνεις, δεν φορείς προφυλακτικό» και εκείνος της απάντησε «ετέλειωσε εμπήκα». Ήταν από πάνω της. Άρχισε να πονά διότι είχε καιρό να κάνει σεξ και ήταν «στενή». Προσπάθησε να τον σπρώξει με τα δύο της χέρια στους ώμους του. Του έλεγε ότι πονούσε και αυτός γινόταν πιο έντονος και της έλεγε να «…χαλαρώσει και θα περάσει». Προφορικώς είπε: «δεν είχα καταλάβει ότι πότε πρόλαβε τζιαί μπήκε μέσα μου…». Σοκαρίστηκε και προσπαθούσε να καταλάβει πότε έγινε όλο αυτό αφού όλα έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δεν είχε καν καταλάβει πότε κατέβασε το παντελόνι του. Δεν περίμενε ο Κατηγορούμενος να φτάσει σε αυτό το σημείο και δεν ήξερε τί να κάνει διότι ξεκίνησε να φοβάται.

 

Εξηγώντας πώς τον έσπρωξε από τους ώμους, είπε ότι είχε όλο το βάρος του πάνω της και την πίεζε ενώσω ήταν μέσα της. Έβαλε τα χέρια της αντίστοιχα στους ώμους του και προσπαθούσε να τον σπρώξει προς τα πίσω για να βγει από μέσα της αλλά και να φύγει από πάνω της. Όταν ο Κατηγορούμενος κατάλαβε ότι πονούσε και του το έλεγε, αυτός γινόταν πιο έντονος, η αίσθηση που της δημιουργήθηκε ήταν ότι γινόταν πιο έντονος σαν να του άρεσε και ήταν τρομακτικό για την ίδια. Στην ερώτηση εάν του είχε αναφέρει οτιδήποτε σε αυτό το σημείο η απάντηση της ήταν: «Του είχα πει ότι πονώ να σταματήσει, ότι εν θέλω να συνεχίσει τούντο πράγμα τζιαί είχε μου πει ηρέμησε, ε να περάσει, μεν είσαι υπερβολική, επροσπάθαν να με κάμει να νιώσω ότι ήμουν υπερβολική τζιαί ότι δεν είναι τίποτε τούτο το πράγμα, ότι ήταν υπερβολική η αντίδραση μου το ότι δεν ήθελα ναν μέσα μου».

 

Μετά της ζήτησε να βγάλουν τα ρούχα τους εντελώς «γιατί δεν τον βόλευε». Αφού έφυγε από πάνω της, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να κλείσει τον υπολογιστή της διότι είχε την αίσθηση ότι μπορούσαν να δούν άλλοι τί γινόταν. Ο Κατηγορούμενος, βρήκε την ευκαιρία και την έσπρωξε στη γωνιά του δωματίου, πίσω από την πόρτα και της έβγαλε όλα τα ρούχα. Εν συνεχεία έβγαλε και αυτός τα δικά του και την τράβηξε και την έριξε πάνω στο κρεβάτι. Η ίδια ήταν «σοκαρισμένη και πάγωσε από τον τρόπο που της συμπεριφερόταν και του είπε δεν θέλει ξανά. Όταν την έριξε πάνω στο κρεβάτι το κεφάλι της βρισκόταν πάνω στο ξύλο του κρεβατιού και κτυπούσε κατά την πράξη. Όταν εκσπερμάτωσε στην κοιλιά της, της είπε «ότι είχε πολύ ανάγκη να χύσει». Αυτό, είπε προφορικώς, διήρκησε κάποια λεπτά, όχι πολλά. Του είπε να μην τελειώσει μέσα της διότι το έβρισκε «…αηδία τούντο πράγμα, δεν ήθελα να κάμω τούντο πράγμα, οπόταν είπα του να μεν τελειώσει μέσα μου γιατί δεν ήθελα να τελειώσει μέσα μου, πολύ απλά ναι, δεν ήθελα».

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια, αυτή ένιωθε ως ένα κομμάτι κρέας. Όταν σηκώθηκε από πάνω της πήγε να κάνει μπάνιο για να καθαριστεί αφού ένιωθε βρώμικη.

 

Μαρτυρία Κατηγορουμένου:

Όταν έφτασε σπίτι της είχε ανοικτό τον υπολογιστή της μέσω του οποίου έκανε μάθημα διαδικτυακώς. Αγκαλιάζονταν, συζητούσαν και φιλιόντουσαν. Κάποια στιγμή πήγαν στο δωμάτιο της και η Παραπονούμενη έκλεισε τις κουρτίνες. Καθόντουσαν στο κρεβάτι και φιλιόντουσαν. Την χάιδευε και εκείνη παρακολουθούσε κάθε τόσο το μάθημά της. Είχε τον υπολογιστή στην αρχή πάνω στα πόδια της και μετά σηκώθηκε και το έβαλε στο γραφείο. Θυμάται ότι φιλιόντουσαν και της έβγαλε το παντελόνι εκείνη έβγαλε τον στηθόδεσμο της. Του είπε ότι δεν ήθελε να βγάλει το πουλόβερ της αφού δεν ήθελε να δει την κοιλιά της διότι ως του είπε ήταν φουσκωμένη λόγω της περιόδου.

 

Δεν θυμάται πώς έβγαλαν τα υπόλοιπα ρούχα. Φιλιόντουσαν χωρίς ρούχα. Αλληλοακουμπούσαν τα γεννητικά τους όργανα και κάποια στιγμή του είπε ότι είχε «περίοδο». Τον ρώτησε εάν «έχει θέμα» και ότι θα ήταν καλύτερα να μην κάνουν σεξ για να μην αηδιάσει. Της είπε «…δεν έχω έτσι θέματα να μην έχει έννοια και ξεκινήσαμε να κάνουμε σεξ». Όταν ήταν ήδη μέσα της τον ρώτησε εάν έχει προφυλακτικό διότι προτιμά με προφυλακτικό. Της είπε δεν έχει και συνέχισαν. Δεν είπαν κάτι άλλο εκτός από αυτές τις 2-3 κουβέντες. Καταγράφει εν συνεχεία: «Το μόνο άλλο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι μου είπε να μην τελειώσω μέσα της ακόμη και αν έχει περίοδο και της είπα οκ και τέλειωσα έξω. Ήθελε και εκείνη να κάνουμε σεξ, ήταν πολύ ερεθισμένη και ποτέ δεν μου είπε να σταματήσω. Ό,τι κάναμε το ήθελε και εκείνη».

 

Μαρτυρία για τα Γεγονότα στο Μπάνιο.

Μαρτυρία Παραπονουμένης

Όταν σηκώθηκε από πάνω της ο Κατηγορούμενος πήγε στο μπάνιο. Ο Κατηγορούμενος την ακολούθησε στο μπάνιο και τη ρώτησε εάν θα κάνει μπάνιο, του απάντησε θετικά και αυτός, όπως ήταν γυμνός μπήκε στη μπανιέρα και ξεκίνησε να ουρεί. Τον ρώτησε γιατί δεν ούρησε στην τουαλέτα. Χρησιμοποίησε και η ίδια την τουαλέτα, χωρίς ο Κατηγορούμενος να τη βλέπει. Του έφερε πετσέτα για να μην γεμίσει το χώρο νερά αφού «δεν σεβόταν τίποτα» και του είπε να τελειώνει για να κάνει μπάνιο και η ίδια. Της πρότεινε να μπει μαζί του στο μπάνιο. Αρνήθηκε αρχικώς όμως την έκανε να νιώσει παράλογη και εν τέλει μπήκε. Της ζήτησε να τον «λούσει». Ενώ του έλουζε τα μαλλιά και το στήθος, αυτός της έφτυσε με δύναμη στο στήθος, τουλάχιστον 5 φορές. Προσπάθησε να του εξηγήσει ότι «δεν είναι σωστό αυτό που κάνει και δεν της αρέσει, αλλά αυτός συνέχιζε να το κάνει». Ένιωθε μειονεκτικά και «άρχισε να θυμώνει».

 

Προσβλήθηκε όταν της ζήτησε να του καθαρίσει τον πρωκτό του. Του είπε ότι δεν της άρεσε αυτό που ζητούσε και ο ίδιος πρόταξε τα οπίσθια του λέγοντας της «ατε κάμε την». Του είπε ότι δεν είναι ωραίο αυτό που της ζητά και του είπε να τελειώνει και να βγει έξω. Της είπε ότι ήθελε να την κάνει αυτός μπάνιο. Του είπε ότι δεν θέλει και όταν γύρισε για να πιάσει το σαμπουάν, έβαλε το δάκτυλο του, στον δικό της πρωκτό. Άρπαξε το χέρι του και του είπε να βγει διότι ήθελε να κάνει μπάνιο. Βγήκε και η ίδια προχώρησε να καθαριστεί.

 

Προφορικώς είπε ότι του έλουσε τα μαλλιά και το στήθος ενώ αρχικώς ως θυμάται δεν ήθελε. Επέμενε όμως ο Κατηγορούμενος πάρα πολύ λέγοντας της πάλι «σιγά το πράγμα», ότι είχαν κάνει σεξ και τώρα είναι πρόβλημα το λούσιμο. Η ίδια ακόμα και την ώρα που τον έλουζε προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της, ότι αυτό που έγινε ήταν κάτι όμορφο και ότι μπορεί «να μην έγινε ως η ίδια το ήθελε και με τους δικούς της όρους αλλά μπορεί να το αλλάξει τώρα και να γίνει λίγο πιο ρομαντικό». Θεωρούσε ότι θα ένιωθε και η ίδια καλυτέρα και ότι με το να τον κάνει μπάνιο είχε και αυτή λόγο σε αυτό που έγινε.

 

Μαρτυρία Κατηγορουμένου:

Ο Κατηγορούμενος πολύ λακωνικά καταγράφει στην κατάθεση του ότι «Μετά πήγαμε να κάνουμε μπάνιο μαζί, βρήκε πετσέτες και μπήκαμε μέσα στο μπάνιο. Την έπλυνα, της σαπούνησα [sic] το στήθος της και τον πισινό της. Και εκείνη μου έλουσε την πλάτη». Κατά την αντεξέταση του δεν δέχθηκε τη θέση ότι έβαλε τα δάκτυλα του στον πρωκτό της.

 

Η Αλληλουχία Γεγονότων μετά το Μπάνιο:

Μαρτυρία Παραπονουμένης:

Βγήκε από το μπάνιο, στέγνωσε το σώμα της και πήγε στο δωμάτιο της που είναι απέναντι από το μπάνιο. Ο Κατηγορούμενος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της φορώντας μόνο την πετσέτα και της ζήτησε να πάει δίπλα του. Του είπε ότι θα πάει να ντυθεί και αυτός επέμενε. Φόρεσε την ρόμπα της έχοντας την πλάτη προς τον Κατηγορούμενο για να μην την ξαναδεί γυμνή. Ο Κατηγορούμενος λέγοντας της να χαλαρώσει και να μην είναι υπερβολική, την έπεισε να ξαπλώσει δίπλα του στο κρεβάτι. Η ίδια θεώρησε ότι ο Κατηγορούμενος δεν θα ήθελε ξανά σεξ και ότι δεν θα ήταν «κίνδυνος ξανά για την ίδια». Προφορικώς επανέλαβε ότι προσπαθούσε να την πείσει ότι είναι υπερβολική και ότι θα έπρεπε να ηρεμήσει αφού την έβλεπε ότι ήταν αναστατωμένη. Της έλεγε να ηρεμίσει και να πάει να την κάνει μια αγκαλιά. Η ίδια ένιωσε ότι είχε κάνει αυτό που ήθελε, τελείωσε και χρειαζόταν κάποιος χρόνος για να μπορεί να επανέλθει. Θεωρούσε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Ήθελε να ξαπλώσει δίπλα του για να νιώσει λίγο πιο τρυφερά, να την κάνει αγκαλιά για να νιώσει καλύτερα με το τί συνέβη.

 

Αφού την πήρε αγκαλιά, ανέβηκε από πάνω της. Η ίδια φορούσε ακόμα τη ρόμπα και ο ίδιος την πετσέτα. Έβαλε τα δάκτυλα του «μέσα της» για λίγα δευτερόλεπτα και «με τον ίδιο τρόπο όπως πριν», έβαλε το πέος του μέσα στο γεννητικό της όργανο. Προφορικώς εξήγησε ότι θυμάται ότι ήταν ξαπλωμένη γύρισε από πάνω της ενώ φορούσε ακόμα την πετσέτα και την ξάφνιασε αφού δεν μπορούσε να αντιληφθεί, πώς μπορούσε να μπει μέσα της. Του είπε δεν θέλει ξανά αλλά αυτός συνέχισε. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα έβαλε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της και την έσφιγγε. Όταν ο Κατηγορούμενος κατάλαβε ότι πονούσε αφού προσπαθούσε να τραβήξει τα χεριά του από τον λαιμό της, τα έφυγε αλλά μετά έβαλε τα δυο δάκτυλα του χεριού του μέσα στο στόμα της και τα έσπρωχνε για να πάνε όσο πιο βαθιά γινόταν. Της ερχόταν εμετός και τράβηξε το χέρι του έξω. Αυτός έβαζε αντίσταση. Όταν κατάφερε να του βγάλει το χέρι από το στόμα της, έβαλε τα δυο του χέρια πίσω από το κεφάλι της, ανάμεσα στα μαλλιά της και την κρατούσε σφιχτά. Κατάλαβε τότε ότι «…ό,τι και να έκανε, δεν θα σταματούσε αλλά θα χειροτέρευε έτσι τον άφησε μέχρι να τελειώσει».

 

Απέσυρε το πέος του από μέσα της χωρίς να ολοκληρώσει και της είπε ότι «τον κούρασε πάρα πολλά». Ξάπλωσε δίπλα της και έπιασε το κεφάλι της με το δεξί του χέρι σπρώχνοντας την προς το πέος του και λέγοντα της «γλύψε μου τον λίο». Του είπε ότι θα το κάνει διότι δεν ήθελε να της πιέζει το κεφάλι της και έβαλε το στόμα της πάνω στο πέος του. Μόλις ξεκίνησε την πεολειξία, έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. «Ένιωσε» το αίμα της περιόδου της. Προφορικώς είπε: «Θυμούμαι ότι έφυεν που πάνω μου τζιαί ξάπλωσε δίπλα μου τζιαί πήγα να σηκωστώ, οπόταν κάθουμουν ακόμα ως τζιείνη τη στιγμή πάνω στο κρεβάτι τζιαί όπως εκάθουμουν, έπιασε το κεφάλι μου με το δεξί του χέρι τζιαί έσπρωξε με προς τα γεννητικά του όργανα με δύναμη τζιαί επήα να τραβήσω πίσω να βάλω αντίσταση τζιαί συνέχιζε τζιαί έσπρωχνε τζιαί θυμούμαι είχα βάλει και τα σιέρκα μου πάνω στο κρεβάτι τζιαί συνέχιζε τζιαί έσπρωχνε το κεφάλι μου τζιαί δεν εσταμάταν τζιείπα του σταμάτα να με σπρώχνεις, ε να το κάμω, ό, τι μου ζητάς ε να το κάμω.». Μόλις έφυγε τα χέρια του από το κεφάλι της, βρήκε την ευκαιρία και έτρεξε και μπήκε στο δωμάτιο του μπάνιου.

 

Μαρτυρία Κατηγορουμένου:

Σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο, βγήκαν από το μπάνιο και πήγαν πίσω στο δωμάτιο της φορώντας μόνο τις πετσέτες. Μιλούσαν και αγκαλιάζονταν. Ξεκίνησαν να κάνουν σεξ. Χαρακτηρίζει το σεξ που έκαναν «άγριο» και «έντονο». Κάποια στιγμή την είχε πιάσει από το λαιμό αλλά σταμάτησε επειδή κατάλαβε ότι «δυσανασχέτησε». Συνεχίζει καταγράφοντας: «Όταν πήγε να μου κάνει στοματικό σταμάτησε αμέσως γιατί είχε αίμα το πέος μου πάνω. Αυτή φαίνεται να νεκάτσιασε μάλλον, δεν ξέρω τι έπαθε. Πήγε στην τουαλέτα για να καθαριστεί.» Κατά την αντεξέταση του είπε για πρώτη φορά ότι την έπιασε από το λαιμό από πίσω. Εξηγώντας ότι η Παραπονούμενη ήταν «στρουμπωμένη» και την έπιασε από το σβέρκο. Δεν ξέρει γιατί ειπώθηκε ότι την έπιασε από το λαιμό και εάν το σβέρκο θεωρείται λαιμός.

 

Μαρτυρία για τα Γεγονότα μετά και το τρίτο Συμβάν:

Μαρτυρία Παραπονουμένης:

Προσπαθούσε να ξεπλύνει το στόμα της διότι ένιωθε ότι θα έκανε εμετό και έτρεξε στην κουζίνα για να πιει νερό. Επιστρέφοντας από τη κουζίνα είδε τον Κατηγορούμενο να πλένει το πέος του στο νιπτήρα και της είπε «τελικά έχει αίμα». Την ρώτησε επίσης αν κρατάει μαχαίρι πίσω από την πλάτη της. Τον ρώτησε γιατί να κρατά μαχαίρι και της απάντησε, «γιατί εξανατυχεμου».

 

Ξεκίνησε να κλαίει και πήγε στο μπάνιο. Έκλεισε την πόρτα γιατί δεν ήθελε να καταλάβει ο Κατηγορούμενος ότι έκλαιγε. Έκατσε στην τουαλέτα και έκλαιγε για περίπου τρία λεπτά. «Κρατούσε το κεφάλι της και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί έκλαιγε και έλεγε στον εαυτό της «‘αφού έκανα σεξ γιατί κλαίω, έπρεπε να είναι ωραίο’». Ενώ ήταν στο μπάνιο ο Κατηγορούμενος άνοιξε την πόρτα και αυτή την έσπρωξε με το χέρι της να την κλείσει. Της ζήτησε μωρομάντηλο. Καταγράφει εν συνεχεία τα ακόλουθα (Έγγραφο Α(1) σελ. 4):

«Επειδή επέμενε να μπει μέσα στο μπάνιο και εγώ δεν ήθελα να με δει να κλαίω, του πέταξα το κουτί με τα μωρομάντηλα για να με αφήσει ήσυχη. Εγώ παρέμεινα στο δωμάτιο του μπάνιου, αυτός ντύθηκε και με ρώτησε ενώ βρισκόταν στο δωμάτιο μου αν θέλω να φύγει. Εγώ του απάντησα ότι είμαι καλά. Εγώ παρέμεινα ακόμα λίγο στο δωμάτιο του μπάνιου για να ηρεμήσω και να σταματήσω να κλαίω και έπλυνα το πρόσωπο μου για να μην φαίνεται ότι έκλαιγα. Κατά την διάρκεια που ήμουν μέσα στο μπάνιο τον άκουσα να πηγαίνει προς της κουζίνα, βασικά άκουσα τα παπούτσια του. Πήγα από πίσω του για να δω τι κάνει στην κουζίνα, τον είδα να παίρνει το τσαντάκι του που είχε αφήσει προηγουμένως και τα γυαλιά του και πλησίασε να με φιλήσει στο στόμα. Εγώ από τον σοκ μου δεν θυμάμαι τι ακριβώς έκανα αλλά από τα λεγόμενα του φάνηκε ότι τράβηξα πίσω και δεν ήθελα και αυτός μου είπε «τι φοβάσαι να με φιλήσεις». Τότε εγώ του είπα όχι δεν φοβάμαι γιατί δεν ήξερα πως θα αντιδρούσε, με φίλησε στο στόμα μια φορά και πήγα και του άνοιξα την πόρτα. Μου είπε γιατί εν γεμάτα τα μάτια σου και εγώ του είπα ενηξερω είμαι καλά. Την ώρα που μπήκε στο ασανσέρ μου είπε εγώ εν να σου στείλω εν να δείξει αν θα μου απαντήσεις. Μετά εγώ έκλεισα την πόρτα και κλείδωσα.»

 

Μαρτυρία Κατηγορουμένου:

Μετά το τρίτο περιστατικό και που πήγε να πλυθεί η Παραπονούμενη στο μπάνιο έμεινε πολύ ώρα μέσα στην τουαλέτα με κλειστή πόρτα. Κάποια στιγμή κτύπησε την πόρτα και την ρώτησε αν είναι καλά και του είπε ‘ναι’. Μετά από λίγα λεπτά πήρε τα πράγματα του και έφυγε.

 

Μαρτυρία για τα Γεγονότα μετά την Αποχώρηση του Κατηγορουμένου από το σπίτι της Παραπονουμένης:

Μαρτυρία Παραπονουμένης:

Πήρε εν συνεχεία τηλέφωνο τη φίλη της τη ΜΚ3 και κλαίγοντας και φωνάζοντας, της είπε «εν ήθελα άνοιξε μου τα πόδκια μου εν είμαι καλά, έλα τωρά». Η φίλη της πήγε στο σπίτι της μετά από 5 λεπτά, μαζί με τον σύντροφο της, [Μ] Μέχρι να πάει η φίλη της, «είδε ότι το σπίτι ήταν γεμάτο λάσπες και καθάριζε με την σκούπα και ταυτόχρονα έκλαιγε προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς έγινε». Όταν πήγε η φίλη της κλείστηκαν οι δύο τους στο δωμάτιο της και προσπαθούσε να της εξηγήσει τί έγινε. Ο [Μ] έμεινε έξω. Στην προσπάθεια της να της εξηγήσει «έπαθε κρίση πανικού, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και η [ΜΚ3] προσπαθούσε να την ηρεμήσει».

 

Εν συνεχεία βγήκαν για ποτό για να ηρεμήσει. Δεν είχε καταλάβει «αυτά που της έκανε ο Κατηγορούμενος και προσπαθούσε να ερμηνεύσει τι είχε συμβεί με την βοήθεια της [ΜΚ3]». Ένιωσε μειονεκτικά, υπήρξε στιγμή που τον φοβήθηκε και επειδή ήταν μόνη στο σπίτι έκανε ότι της έλεγε. Ένιωσε αηδία και την επόμενη μέρα ήθελε να αυτοκτονήσει όταν συνειδητοποίησε τί έγινε.

 

Στην κατάθεση της ημερομηνίας 23/10/23 (Έγγραφο Α(4)) η Παραπονούμενη, δηλώνει ότι επικοινώνησε με τον Κατηγορούμενο μετά την επίδικη μέρα, στις 04/04/21 διότι εξακολουθούσε να είναι φορτισμένη ψυχολογικά και ήθελε να «τονίσει» στον Κατηγορούμενο ότι, ό,τι έγινε, έγινε χωρίς τη θέληση της. Όταν του είπε ότι έκανε σε αυτή πράγματα που δεν ήθελε, αυτός της απάντησε «sorry μωρό μου». Του απάντησε ότι το «sorry» δεν μπορεί να διαγράψει αυτά τα οποία της έκανε και ο ίδιος της απάντησε «Ε, καλά τί θέλεις να κάνω, να μην σε ξαναενοχλήσω;» Στην κατάθεση της αυτή καταγράφει ότι μπορούσε να υποδείξει τις συνομιλίες που είχε με τον Κατηγορούμενο μέσω της εφαρμογής «Instagram» τόσο προ του συμβάντος όσο και μετά.

 

Στην πρώτη της κατάθεση στην Αστυνομία, ημερομηνίας 06/04/21 και ώρας 16:45 – 17:00 (Έγγραφο Α(1)) η Παραπονούμενη, υπέγραψε ότι δεν επιθυμούσε τη δίωξη του Κατηγορουμένου. Τα γεγονότα δεν καταγράφονται σε αυτή παρά μόνο ζητείται να του γίνει «αυστηρή παρατήρηση». Προφορικώς σε σχέση με την κατάθεση της αυτή είπε ότι η ίδια πήγε στην αστυνομία για να δώσει κατάθεση ωστόσο απέναντι της βρήκε μια αστυνομικό η οποία, δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενώ με τις ερωτήσεις που της υπέβαλλε την έκανε να νιώθει ότι για ό,τι έπαθε έφταιγε η ίδια. Της επεσήμανε η αστυνομικός ότι είναι η ίδια που τον κάλεσε στο σπίτι της και ότι τον γνώρισε στο «Badoo» και γενικά δεν την άφηνε να της εξηγήσει και να της περιγράψει αυτό που έζησε. Το να του γίνει απλώς επίπληξη, ήταν εισήγηση της αστυνομικού. Μέχρι εκείνη τη μέρα θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει ενώ ένιωθε επίσης ότι έφταιγε η ίδια για ό,τι συνέβη. Είπε επίσης ότι τη μέρα που πήγε να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία και είπε το όνομα της, της είπε κάποιος αστυνομικός, ότι είχαν δεχθεί τηλεφώνημα προηγουμένως ότι θα πήγαινε. Η ίδια δεν ξέρει ποιος τους πήρε τηλέφωνο. Είπε επίσης προφορικώς ότι αποφάσισε εν τέλει να προχωρήσει με καταγγελία διότι δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Ανέφερε χαρακτηριστικά:

 

«…ήξερα ακόμα τζιαί αν το αρνούμουν στην αρχή ότι τούτο που έζησα ήταν βιασμός, ήξερα ότι ήταν βιασμός τζιαί δεν μπορούσα να τζιοιμηθώ τη νύκτα, εθώρουν παντού εικόνες, έρχονταν μου συνέχεια στο μυαλό τα γεγονότα τζιαί εν ηρεμούσα, οπόταν ζήτησα που το σπίτι της γυναίκας, γνώρισα τη [Β], που ήταν η κοινωνική λειτουργός, συζητήσαμε τζιαί προχώρησα στην κατάθεση, γιατί εν τζιείνη που με έκαμε να καταλάβω ότι τούτα που έζησα ναι, εν βιασμός, τζιαί ότι τον έφερα σπίτι μου δεν σημαίνει ότι ήθελα να κάμω σεξ μαζί του».

 

Μια τρίτη κατάθεση δόθηκε στις 27/04/21 Έγγραφο Α(3))». Σε αυτή δηλώνει ότι δεν ήθελε να προβεί σε ιατροδικαστική εξέταση ούτε και σε υπόδειξη σκηνών. Ως ανέφερε προφορικώς, της εξηγήθηκε από την αστυνομία ότι είχαν περάσει πολλές μέρες και δεν είχε νόημα η εξέταση ενώ δεν επιθυμούσε να προβεί σε υπόδειξη σκηνών καθότι ήταν το σπίτι που έμενε με τους γονείς της και δεν τους είχε πει κάτι.

 

ΜΚ3 :

Η μάρτυρας αυτή είναι παιδική και επιστήθια φίλη της Παραπονουμένης και διαμένει κοντά στο πατρικό της σπίτι. Υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, την γραπτή της κατάθεση στην αστυνομία ημερομηνίας 26/04/21. Αυτό, που είπε ότι η ίδια γνώριζε για τη σχέση της Παραπονουμένης με τον Κατηγορούμενο, είναι ότι γνωρίστηκαν διαδικτυακώς και ξεκίνησαν να μιλάνε. Γνώριζε για τη βόλτα τους με το όχημα της Παραπονουμένης. Όταν δε ρώτησε τη φίλη της για το αν της αρέσει ο Κατηγορούμενος, η Παραπονουμένη της απάντησε ότι «δεν ξέρει και ότι δεν κατάλαβε ακόμη».

 

Στις 02/04/2021 περί τις 16:30 μιλούσαν τηλεφωνικώς με την Παραπονούμενη οπόταν και της ανάφερε, ότι ο Κατηγορούμενος της είχε ζητήσει να πάει στο σπίτι της. Η κλήση τερματίστηκε όταν η Παραπονούμενη της είπε ότι είχε φτάσει ο Κατηγορούμενος. Η ίδια έπαιρνε τηλέφωνο την Παραπονουμένη μετά και δεν απαντούσε. Την κάλεσε η ίδια η Παραπονουμένη περί τις 17:50 και την παρακάλεσε να πάει στο σπίτι της γιατί δεν ήταν καλά. Όταν τη ρώτησε τί έγινε, της είπε ότι προτιμά να της πει από κοντά. Πήγε στο σπίτι της με τον σύντροφο της 5’ λεπτά αργότερα. Η Παραπονούμενη άνοιξε την πόρτα κλαίγοντας, με λυγμούς ως διευκρίνισε κατά την κυρίως εξέταση της, και ζήτησε από τον σύντροφο της να μείνει έξω. Η ίδια με την Παραπονούμενη πήγαν στο υπνοδωμάτιο και η Παραπονούμενη έπιασε την σκούπα και σκούπιζε μανιωδώς. Πρώτη φορά είδε τη φίλη της σε τέτοια κατάσταση. Δεν μπορούσε να ολοκληρώσει πρόταση για να μπορεί να καταλάβει και η ίδια, τι συνέβη. Το μόνο που έλεγε ήταν ότι ο Κατηγορούμενος έκαμε της το σπίτι χάλια και ότι ήθελε να καθαρίσει. Της έλεγε επίσης: «Νοιώθω βρόμικη. Θέλω να κάνω μπάνιο».

 

Την ηρέμισε και της ζήτησε να της πει τί έγινε. Η Παραπονουμένη της είπε ότι ο Κατηγορούμενος την πίεσε να κάνουν σεξ ενώ αυτή δεν ήθελε και ότι του είχε πει ότι ήταν αδιάθετη. Τη ρώτησε αν πήραν προφυλάξεις και η Παραπονουμένη της είπε ότι έγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν κατάλαβε τί έγινε καθώς και ότι του ζήτησε να πάρει προφυλάξεις και αυτός της έλεγε «Δεν έσιει τίποτε». Της είπε επίσης ότι την τραβούσε από τα μαλλιά και τον λαιμό σε σημείο που αυτή ήθελε να κάνει εμετό και αυτή δεν ήθελε και ούτε της άρεσε. Τη ρώτησε εάν «δεν ήθελε ή δεν της άρεσε, γιατί έχει διαφορά», και αυτή δεν της απάντησε και της ζήτησε να αλλάξουν θέμα γιατί δεν ήθελε να το σκέφτεται. Ένεκα του ότι είδε την Παραπονούμενη φίλη της να μην είναι καλά και να μην μπορεί να αναπνεύσει κανονικά, άλλαξε θέμα για να ηρεμίσει.

 

Είχαν από πριν προγραμματίσει να πάνε για ποτό. Ο φίλος της μάρτυρος έφυγε και η μάρτυρας έμεινε μαζί με την Παραπουνούμενη την οποία παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις, έπεισε να πάνε για ποτό. Η Παραπονουμένη ντύθηκε και πήγαν στην έξοδο που είχαν προγραμματίσει. Η ίδια η μάρτυρας της διάλεξε ρούχα και ουσιαστικά την έντυσε αφού στην κατάσταση που ήταν δεν μπορούσε καν να ντυθεί. Όταν έφτασαν στο μπαράκι, η Παραπονούμενη «…δεν μιλούσε και ήταν όπως το φυτό. Άνοιγε και έκλεινε το τηλέφωνο της όλη νύχτα λες και περίμενε κάτι». Δεν μιλούσε ούτε και συμμετείχε γενικώς. Απλώς καθόταν στην καρέκλα χωρίς να ακουμπά καν το ποτό της.

 

Όταν την πήρε τηλέφωνο την επόμενη μέρα της είπε ότι κοιμόταν. Το βράδυ συναντήθηκαν σε κάποιο μπαράκι και κάποια στιγμή ξεκίνησαν να μιλάνε για το συμβάν. Η Παραπονούμενη της είπε ότι ο Κατηγορούμενος της έστειλε μήνυμα να ξαναβρεθούν αλλά δεν ήθελε να του απαντήσει.

 

Στις 04/04/2021 και ώρα 06:00 το πρωί, της τηλεφώνησε η Παραπονούμενη και την άκουγε να κλαίει με λυγμούς και να «τσιριλλά» από το τηλέφωνο. Έλεγε «Νοιώθω ότι εβίασε με, εν βιασμός τούντο πράμα που έγινε, θέλω να αυτοκτονήσω, έν αντέχω». Της είπε να ηρεμίσει και πήγε αμέσως στο σπίτι της, εντός μερικών λεπτών.

 

Όταν πήγε, η Παραπονουμένη της άνοιξε την πόρτα και έτρεξε και πήγε στο δωμάτιο της, αγκάλιασε το μαξιλάρι της και έκλαιγε με λυγμούς. Έκλαιγε, φώναζε, ήταν σε κατάσταση «σοκ» και δεν μπορούσε καν να την κοιτάξει στα μάτια. Ήταν χωρίς συνοχή αυτά που της έλεγε, με φωνές μέσα στο κλάμα της. Την σήκωσε και την έβαλε να πλυθεί, της έφτιαξε τσάι και πήγαν στο μπαλκόνι. Όταν ηρέμησε της είπε ότι ο Κατηγορούμενος εκείνη τη μέρα που την επισκέφθηκε στο σπίτι της, της άνοιγε τα πόδια ενώ αυτή δεν ήθελε και ότι αυτή, του έλεγε ξεκάθαρα ότι δεν ήθελε και αυτός επέμενε. Της είπε ότι «…έκλεινε τα πόδια της αλλά αυτός της τα άνοιγε και πριν καν το καταλάβει της κατέβασε την φόρμα της, της έβαλε δάκτυλο και ότι αυτή πόνεσε γιατί ήταν κλειστή και αυτός της έλεγε ‘εν έσιει τίποτε, εννα σου περάσει’ …όταν κατάλαβε ότι ο Κατηγορούμενος μπήκε μέσα της, αυτή του είπε είμαι αδιάθετη αλλά αυτός της είπε ‘εν έσιει τίποτε’ και αυτή του ζήτησε ότι αν θα έκαναν κάτι να χρησιμοποιήσουν προφυλακτικό αλλά αυτός της είπε ‘εμπήκα τώρα, ετέλειωσε’». Για το μπάνιο της είπε ότι ο Κατηγορούμενος «…μπήκε μαζί της στο μπάνιο και ότι αυτή αηδίασε γιατί ο [Κατηγορούμενος] της έφτυνε στο στήθος». Μετά που της είπε αυτά η Παραπονουμένη της είπε ότι δεν ήθελε να συζητήσει κάτι άλλο και άλλαξε θέμα. Η μάρτυρας της εισηγήθηκε να μιλήσει με κάποιο που θα καταλάβει κάτι περισσότερο. Της πρότεινε τη μητέρα της ίδιας της μάρτυρος και όταν η Παραπονούμενη αρνήθηκε, της πρότεινε να μιλήσει με κάποια Α. η οποία ήταν γνωστή τους και η οποία «είναι φεμινίστρια» και η οποία ως είπε προφορικώς η μάρτυρας, στο παρελθόν τους είχε πει ότι είχε και αυτή υπάρξει θύμα βιασμού. Κανονίστηκε συνάντηση την ίδια μέρα με το πρόσωπο αυτό (Τεκμήριο 7 η κατάθεση του) και στην παρουσία της ιδίας, η Παραπονούμενη, είπε στο πρόσωπο αυτό ότι νοιώθει ότι βιάστηκε και ότι νοιώθει ότι φταίει. Τις άφησε να μιλήσουν μόνες τους. Την ενημέρωσαν μετά ότι αποφάσισαν να μιλήσουν με δικηγόρο και να αναφέρουν το περιστατικό στην Αστυνομία.

 

Είπε ότι μετά το περιστατικό με τον Κατηγορούμενο, η φίλη της παρουσίασε αλλαγές στη συμπεριφορά της. Ξεσπούσε εύκολα σε κλάματα, δυσκολευόταν να κάνει φιλίες. Είπε επίσης ότι η Παραπονούμενη άλλαξε ακόμα και σπίτι διότι δεν ήθελε να γνωρίζει ο Κατηγορούμενος πού μένει. Η Παραπονούμενη, δεν δέχεται να συζητάνε για αυτό το θέμα και αν λεχθεί κάτι, μόλις ζοριστεί ψυχολογικά σταματούν τη συζήτηση.

 

Κατά την αντεξέταση της, είπε ότι μίλησαν με την Παραπονούμενη πριν πάει στο διαμέρισμα ο Κατηγορούμενος. Συγκεκριμένα ότι δεν θυμάται να της είπε εάν η ίδια τον προσκάλεσε αλλά φαίνεται ότι είχε φτάσει ενώ μιλούσαν στο τηλέφωνο. Η Παραπονούμενη σχετικά με τον Κατηγορούμενο, της είπε ότι είχαν βγει μια φορά και ότι έβλεπε ότι δεν ταιριάζουν αλλά σκεφτόταν να του δώσει ακόμα μια ευκαιρία μετά την πρώτη τους συνάντηση στο αυτοκίνητο. Επίσης, της είπε ότι όταν φιλήθηκαν στην πρώτη συνάντηση τους στο αυτοκίνητο, δεν της άρεσε. Περισσότερες λεπτομέρειες για τη συνάντηση αυτή της είπε σε μεταγενέστερη συζήτηση τους.

 

Όταν πήγε στο σπίτι της Παραπονουμένης τη μέρα του συμβάντος, την είδε να κλαίει ενώ φώναζε σκόρπιες λέξεις και δεν καταλάβαινε τί της έλεγε. Ερωτηθείσα πως μετά που της ανέφερε η Παραπονούμενη τα όσα συνέβησαν, αποφάσισαν να βγουν έξω, η μάρτυρας είπε ότι  τότε θεώρησε ότι ήταν το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν, για να ξεχαστεί η Παραπονούμενη, επικαλούμενη και την ανωριμότητα της ηλικίας της και τη μη δυνατότητα της να βοηθήσει αλλιώς την Παραπονούμενη φίλη της. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς πήγαν στο μπαράκι, ποιος οδηγούσε ούτε τις λεπτομέρειες για το πώς επέστρεψαν. Ως ανέφερε εκείνο το βράδυ υπήρχε μια ένταση γενικότερα όμως δεν αντιλήφθηκε η ίδια τη βαρύτητα του τί είχε συμβεί.

 

Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις η μάρτυρας είπε ότι την επομένη μέρα του συμβάντος δεν είχαν επικοινωνία όλη μέρα παρά μόνο το απόγευμα που πήγαν σε μια καφετέρια. Της είπε η Παραπονούμενη ότι της έστειλε μήνυμα ο Κατηγορούμενος και ότι δεν ήθελε να του απαντήσει. Της πρότεινε να τον διαγράψει και τον διέγραψε και της είπε επιπλέον ότι δεν ήθελε να το συζητήσουν περαιτέρω. Δεν μπορούσε να θυμηθεί εάν ξαναμίλησε μαζί της εκείνη τη μέρα.

 

Για το πρωί της Κυριακής 04/04/23, επανέλαβε κατά την αντεξέταση ότι της τηλεφώνησε η Παραπονούμενη, το πρωί και ούρλιαζε από το τηλέφωνο, λέγοντας της ότι αυτό που έγινε είναι βιασμός και ότι ήθελε να αυτοκτονήσει. Επανέλαβε επίσης ότι όταν πήγε σπίτι της μετά από 2-3 λεπτά η Παραπονούμενη, της έλεγε κλαίγοντας «τούντο πράγμα που έγινε εν βιασμός», «εβίασε με», «δεν είναι ότι δεν μου άρεσε», «εβίασε με», «θέλω να πεθάνω». Επιβεβαίωσε δε ότι η Παραπονούμενη δεν της είπε εξ αρχής, για όλες τις πράξεις που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο, με την παρούσα.

 

ΜΚ2 - Α/Αστ. 2206, Νικόλας Χριστοδούλου:

Ως ΜΚ2 παρουσιάστηκε ο Αρχιαστυφύλακας 2206 Νικόλας Χριστοδούλου, ο οποίος ως δήλωσε εργάζεται στο ΤΑΕ Λευκωσίας και ότι ήταν ο ανακριτής της υπόθεσης. Αναφορά στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του και τα τεκμήρια που κατέθεσε γίνεται και ανωτέρω. Υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, την κατάθεση του που ετοίμασε σε σχέση με την υπόθεση αυτή («Έγγραφο Β») και στην οποία αναφέρεται στις ενέργειες που έκανε σε σχέση με την υπόθεση αυτή. Μέρος της μαρτυρίας έγινε παραδεκτό ενώ επί της ουσίας οι ενέργειες που έγιναν, δεν αμφισβητήθηκαν. Η αντεξέταση του μάρτυρα εστιάστηκε σε άλλες καταθέσεις που λήφθηκαν αλλά και σε ενέργειες συναδέλφων του μάρτυρα. Αυτό που αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση ήταν η επάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης και δη κατά πόσο λήφθηκαν καταθέσεις από όλα τα πρόσωπα από τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν.

Ως είπε ο μάρτυρας την πρώτη κατάθεση από τη Παραπονούμενη την έλαβαν οι γυναίκες συνάδελφοι του Α/Αστ. 3647, Χριστοθέα Ξενοφώντος (ΜΥ1) και η Α/Αστ. 3288, Στέλλα Ζάκου. Ερωτήθηκε επίσης ο μάρτυρας σχετικά με τη μη λήψη μαρτυρίας και από τον σύντροφο της ΜΚ3. Θέση του ήταν ότι δεν είχε άμεση γνώση των γεγονότων και δεν κρίθηκε ότι έπρεπε να του ληφθεί κατάθεση. Σε σχέση με την επιστολή για συγκατάθεση λήψης του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας από το τηλέφωνο του Κατηγορουμένου ο μάρτυρας ανέφερε ότι κάτι θυμόταν σε σχέση αυτό. Δεν εντόπισε στο φάκελο της υπόθεσης την επιστολή που του υποδείχθηκε αλλά «κάτι θυμόταν σε σχέση με αυτό».

 

ΜΥ1 - Α/Αστ. 3647, Χριστοθέα Ξενοφώντος:

Η μάρτυρας αυτή, κλήθηκε από την Υπεράσπιση για να δώσει μαρτυρία σχετικώς με την κατάθεση της Παραπονουμένης ημερομηνίας 06/04/21 και το απόσπασμα του ημερολογίου ενεργείας ιδίας ημερομηνίας, Τεκμήριο 6. Αφού ανέφερε ότι υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου, αναγνώρισε στο «Έγγραφο Α» ήτοι την κατάθεση της Παραπονουμένης ημερομηνίας 06/04/21, τα γράμματα της. Αναφερόμενη στις συνθήκες που δόθηκε η κατάθεση αυτή από την Παραπονούμενη, είπε ότι είχε λάβει οδηγίες για να χειριστεί «ένα βιασμό». Σε προηγούμενη βάρδια της, 2 μέρες προηγουμένως, είχε μιλήσει με ένα δικηγόρο ο οποίος της τηλεφώνησε και της ανέφερε ότι η «πελάτισσά του θέλει να αναφέρει βιασμό» και ότι ο ίδιος δεν ξέρει κατά πόσο θα ήθελε (η «πελάτισσα» του) να προχωρήσει σε ποινική δίωξη ή όχι. Όταν πήγε στο σταθμό η Παραπονούμενη της εξήγησε «τα δικαιώματά της ως θύμα, όπως επίσης και τη δικαστική διαδικασία» και της έδωσε αυτή την κατάθεση. Της είπε ότι σε εκείνο το στάδιο δεν ήθελε να δώσει κατάθεση και απλώς να κάνει συστάσεις στο δράστη. Αναγνώρισε την υπογραφή της στο απόσπασμα ημερολογίου 06/04/21 «Τεκμήριο 6» στη διαδικασία και δήλωσε ότι σε αυτό καταγράφεται ό,τι της ανέφερε η Παραπονούμενη εκείνη τη μέρα. Τόνισε ότι την είδαν μαζί με μια άλλη συνάδελφο της την οποία κατονομάζει. Την Παραπονούμενη, την είδε συνολικά μια ώρα χωρίς να μπορεί να πει με σιγουριά πόση ώρα και σήμερα δεν θυμάται τί ακριβώς συζήτησε μαζί της. Κατέγραψε το ημερολόγιο όταν τα είχε φρέσκα στο μυαλό της και «θεωρεί ότι είναι αυτά που λέχθηκαν κατά τη συνέντευξη που είχε μαζί της».

 

Κατά την αντεξέταση της είπε ότι έχει διερευνήσει αρκετές υποθέσεις βιασμού. Συμφώνησε ότι κάθε υπόθεση βιασμού είναι διαφορετική. Ήταν η θέση της ότι όταν ένα θύμα βιασμού πάει στην αστυνομία για να καταγγείλει ένα συμβάν, δημιουργούν εκείνες τις συνθήκες ώστε να νιώσει άνετα. Δεν υποβάλλονται ερωτήσεις που θα φέρουν σε δύσκολή θέση το θύμα, ενώ εάν είναι γυναίκα θα τη δει γυναίκα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τί ακριβώς ρώτησε την Παραπονούμενη. Αυτό που θυμόταν ήταν ότι η Παραπονούμενη ήταν απορημένη κατά πόσο ήταν βιασμός ή όχι εκείνο το συμβάν που της έτυχε και ζητούσε τη συμβουλή τους ως προς το τί να κάνει. Της εξήγησαν ότι η ίδια έπρεπε να αποφασίσει τί ήθελε να κάνει.  Αρνήθηκε την υποβολή ότι η Παραπονούμενη, ένεκα της αντιμετώπισης που είχε, δεν μπορούσε να περιγράψει με λεπτομέρεια εκείνα που ήθελε η ίδια να πει διότι ένιωσε ότι η ίδια έφταιγε για ό,τι της είχε συμβεί. Δεν ήταν σίγουρη πόση ώρα συνομίλησε προφορικά με την Παραπονούμενη. Στο ημερολόγιο καταγράφηκε «το νόημα της συζήτησης».

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ:

Το άρθρο 144 του Κεφ. 154 ορίζει το αδίκημα του βιασμού. Καταγράφεται στο άρθρο αυτό:

 

«Όποιος έρχεται σε παράνοµη συνουσία διά κολπικής, πρωκτικής ή στοµατικής διείσδυσης του πέους στο σώµα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεσή του ή µε συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήµατος που καλείται βιασµός και υπόκειται στην ποινή φυλάκισης διά βίου».

 

Από το γράμμα του άρθρου, προκύπτουν και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Θα πρέπει συναφώς να καταδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος ήλθε σε παράνομη συνουσία με άλλο πρόσωπο ήτοι θα πρέπει να αποδειχθεί ότι: 1)Υπήρξε διείσδυση του πέους, 2) Στον κόλπο ή στον πρωκτό ή στο στόμα άλλου προσώπου. Σημειώνεται ότι η εισδοχή του πέους, έστω και στον ελάχιστο βαθμό, είναι αρκετή για να πληρωθεί το συστατικό αυτό στοιχείο του αδικήματος (βλ. Brierley v Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 476) και 3) Η διείσδυση να έγινε χωρίς τη συναίνεση του άλλου προσώπου ή όταν και εάν υπήρξε συναίνεση, αυτή να έπασχε να δόθηκε δηλαδή υπό το κράτος βίας ή απειλής ή φόβου (βλ. Mazid v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 215/2016, 30/04/2020), ECLI:CY:AD:2020:B135.

 

Το άρθρο 146Α προστέθηκε στον ποινικό κώδικα με τον τροποποιητικό αυτού Νόμο, Ν.150(I)/2020 και ποινικοποιεί την σεξουαλική κακοποίηση διά διείσδυσης με αντικείμενο ή οιονδήποτε μέρος του σώματος στο σώμα άλλου ανθρώπου. Συγκεκριμένα ορίζει ότι:

 

«146Α. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε κολπική, πρωκτική ή στοµατική διείσδυση σεξουαλικής φύσεως στο σώµα άλλου προσώπου µε οποιοδήποτε µέρος του σώµατος ή αντικείµενο, χωρίς τη συναίνεσή του ή µε συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήµατος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.»

 

Προκύπτουν από το γράμμα του άρθρου αυτού ως συστατικά στοιχεία του αδικήματος τα ακόλουθα: 1)Ύπαρξη διείσδυσης αντικειμένου ή οιουδήποτε μέρους του σώματος, 2) η διείσδυση να είναι σεξουαλικής φύσεως, 3) στον κόλπο ή στον πρωκτό ή στο στόμα άλλου προσώπου, 4) η διείσδυση να έγινε χωρίς τη συναίνεση του άλλου προσώπου ή όταν και εάν υπήρξε συναίνεση, αυτή να έπασχε να δόθηκε δηλαδή υπό το κράτος βίας ή απειλής ή φόβου.

 

Η έρευνα μας δεν μας έχει οδηγήσει σε εντοπισμό νομολογίας σε σχέση με το αδίκημα αυτό. Θεωρούμε όμως ότι ως η Νομολογία έχει ερμηνεύσει το άρθρο 144, αναλόγως θα πρέπει να ιδωθεί και να ερμηνευτεί και το άρθρο αυτό και δη σε ό,τι αφορά τη συναίνεση. Τούτο διότι ως παρατηρεί κανείς, η διαφοροποίηση των δύο άρθρων έγκειται στο μέσο που χρησιμοποιείται για τη διείσδυση. Τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία παραμένουν ουσιωδώς τα ίδια. Η ίδια είναι και η ποινή.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση θα πρέπει εν πρώτοις να διακριβωθούν επακριβώς οι πράξεις που έλαβαν χώρα κατά την επίδικη μέρα στο σπίτι της Παραπονουμένης και εν συνεχεία, θα πρέπει να διακριβωθεί κατά πόσο υπήρξε σύννομη συναίνεση ή όχι. Για τη διακρίβωση τούτου του στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος και το οποίο βεβαίως εξ ορισμού αγγίζει και την διερεύνηση της υποκειμενικής υπόστασης, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο τί απαιτείται να καταδειχθεί σχετικά με αυτό.

 

Το αδίκημα του βιασμού δεν έχει συγκεκριμένο τρόπο διάπραξης ούτε ως προς τα πρόσωπα, ούτε ως προς τη μεταξύ τους σχέση, ούτε ως προς τις συνθήκες διάπραξης του. Συχνά τα θύματα είναι γνωστοί με το δράστη ή ακόμα και σχετίζονται. Η κάθε υπόθεση θα πρέπει να κρίνεται απεγδυμένη στερεοτύπων και υποθέσεων. Το τί ρούχα φορούσε το θύμα, προηγούμενη σχέση μεταξύ θύτη και θύματος, ακόμα και προηγούμενη σεξουαλική δραστηριότητα με ή χωρίς διείσδυση ή συγκατάθεση σε κάποια συγκεκριμένη σεξουαλική δραστηριότητα δεν καταδεικνύουν το δίχως άλλο ελεύθερη βούληση προς διείσδυση ή συναίνεση.

 

Ως αναφέρεται στη μεταξύ άλλων και στην Βejandi v Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 935, η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης ή ότι η συναίνεση δεν ήταν σύννομη. Δεν απαιτείται από την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη. Τα τελευταία θα πρέπει να αποδειχθούν μόνο εφόσον υπήρξε «συναίνεση». Ούτε όμως απαιτείται όπως η Παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητώς στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσης της.

 

Στην Βejandi, ανωτέρω, τονίζεται η διάκριση μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο από του να ενδώσει το πρόσωπο στη σεξουαλική επαφή (σελ. 954). Το πρώτο περιλαμβάνεται στο δεύτερο, Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι συναινεί. Παρατίθεται στην πιο πάνω απόφαση σχετικώς, το ακόλουθο χρήσιμο απόσπασμα από την απόφαση R v Olugboja [1981] 3 All ER 443 σχετικά με την έννοια της «συναίνεσης» (“consent”) στις σελ. 448 – 449:

 

«Although "consent" is an equally common word it covers a wide range of states of mind in the context of intercourse between a man and a woman, ranging from actual desire on the one hand to reluctant acquiescence on the other. … What this should be will depend on the circumstances of each case. The jury will have been reminded of the burden and standard of proof required to establish each ingredient, including lack of consent, of the offence. They should be directed that consent, or the absence of it, is to be given its ordinary meaning and if need be, by way of example, that there is a difference between consent and submission; every consent involves a submission, but it by no means follows that a mere submission involves consent. (per Coleridge J. in R. v Day [1841] 9 C. & P. 722, at page 724). In the majority of cases, where the allegation is that the intercourse was had by force or the fear of force, such a direction coupled with specific references to and comments on the evidence relevant to the absence of real consent will clearly suffice. In the less common type of case where intercourse takes place after threats not involving violence or the fear of it, as in the examples given by Mrs. Trewella, to which we have referred earlier in this judgment, we think that an appropriate direction to a jury will have to be fuller. They should be directed to concentrate on the state of mind of the victim immediately before the act of sexual intercourse, having regard to all the relevant circumstances, and in particular the events leading up to the act, and her reaction to them showing their impact on her mind. Apparent acquiescence after penetration does not necessarily involve consent, which must have occurred before the act takes place. In addition to the general direction about consent which we have outlined, the jury will probably be helped in such cases by being reminded that in this context consent does comprehend the wide spectrum of states of mind to which we earlier referred, and that the dividing line in such circumstances between real consent on the one hand and mere submission on the other may not be easy to draw. Where it is to be drawn in a given case is for the jury to decide, applying their combined good sense, experience and knowledge of human nature and modern behavior to all the relevant facts of that case.» (Έμφασις δική μας)

 

«Συναίνεση» θεωρείται ότι υπάρχει όταν το πρόσωπο που δέχεται τη διείσδυση συγκατατέθηκε στη διείσδυση ελευθέρως και από επιλογή. Η συναίνεση συνεπώς προϋποθέτει έγκυρη συγκατάθεση. Το άλλο πρόσωπο δηλαδή πρέπει για να δώσει έγκυρη συγκατάθεση να είχε την ελευθερία, την ευχέρεια και την δυνατότητα να το πράξει. Απουσία συναίνεσης συνεπώς προκύπτει όταν δεν υπάρχει συγκατάθεση για τη πράξη, καθώς και όταν η συγκατάθεση ήταν ελαττωματική  ήταν δηλαδή αποτέλεσμα βίας, φόβου, απειλής άσκησης βίας, φόβου άσκησης βίας ή και άλλως πως μη ελευθέρως δοθείσας συγκατάθεσης ή ακόμα και όταν δεν υπήρχε ικανότητα για συγκατάθεση λόγω ανικανότητας, μέθης, επήρειας ναρκωτικών κ.α.. Οι περιπτώσεις ελαττωματικής συγκατάθεσης, αδύνατο να καταγραφούν εξαντλητικά. 

 

Η συναίνεση θα πρέπει να ενυπάρχει σε όλη τη διάρκεια της δραστηριότητας. Ακόμα και εάν αρχικώς υπήρξε συγκατάθεση, μόλις καταστεί αντιληπτό στον κατηγορούμενο, ότι το άλλο πρόσωπο δεν συναινεί, ακόμα και όταν άρχισε η σεξουαλική δραστηριότητα εάν δεν αποσυρθεί, θα είναι ένοχος διάπραξης του αδικήματος του βιασμού από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι το άλλο πρόσωπο δεν συγκατατίθεται (βλ. Kaitamaki v The Queen [1984] 2 All ER 435, 438).

 

Σε ό,τι αφορά την υποκειμενική υπόσταση των δύο αδικημάτων για να αποδειχθεί το αδίκημα, θα πρέπει πέραν της απόδειξης των συστατικών στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, να αποδειχθεί η πρόθεση του κατηγορουμένου για σεξουαλική επαφή, με γνώση ότι το παραπονούμενο πρόσωπο, δεν συγκατατίθεται ή με επίδειξη  αδιαφορίας για την ύπαρξη ή όχι συγκατάθεσης (βλ. ΝΧ v Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 503, 511 και Brierley, ανωτέρω, στη σελ. 492).

 

Εάν καταδειχθεί όμως, ότι υπήρξε συναίνεση τότε η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει ότι η συγκατάθεση αυτή, δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης (βλ. Bejandi, ανωτέρω, στη σελ. 953).

 

 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΜΚ2, ΜΚ3 και ΜΥ1 – ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΕΥΡΗΜΑΤΑ:

Το βάρος απόδειξης της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή. Το βάρος είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι βέβαιο για την ενοχή του κατηγορουμένου (βλ. Woolmington v DPP [1935] AC 462 (HL), R v Majid [2009] EWCA Crim 2563, ΓΕ v Ismail κ.α., (2016) 2Β ΑΑΔ 891, 943 και The Crown Court Compendium Part I: Jury and Trial Management and Summing Up, Judicial College, June 2023, σελ. 5 – 1, 5 – 2).

 

Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του, παραμένει με, έστω υποβόσκουσα, αμφιβολία η αθώωση είναι αναπόφευκτη (βλ. Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459, 484 – 485). Ακόμη και η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορουμένου δεν μεταβάλλει την ανάγκη απόδειξης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί σε περίπτωση απόρριψης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. ΓΕ v Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246, 250). Η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορούμενου είναι μοιραία για την Υπεράσπιση, μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής παραμένει ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη (Τρύφωνος v Αστυνομία, Ποινική Έφεση 41/2019, 8/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:B119, με αναφορά στην Kafalos v The Queen, 19 CLR 121). 

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά την αντιπαραβάλαμε και την εξετάσαμε στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας (βλ. Mustafa v Κακουρή κ.α. (2002) 1Α ΑΑΔ 165, 172 και Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, 1061) αλλά και των αμοιβαίως αποδεκτών θέσεων.

 

Το Δικαστήριο διατηρεί πάντα την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει (βλ. Kades v Nicolaou a.o. (1986) 1 CLR 212, 216, Ομήρου v Δημοκρατίας (2001) 2 AAΔ 506, 528, Magistrato Gardens Ltd v ΓΕ (2012) 1Α ΑΑΔ 220, 231, Μελικίδης v Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1Α ΑΑΔ 832, 844 και Λαγοποδίδης v Αναστασιάδη κ.α., Πολιτική Έφεση 250/2011, 18/5/2017), ECLI:CY:AD:2017:A180.

 

Η Νομολογία επίσης έχει καταδείξει ότι μικροαντιφάσεις και μικροανακρίβειες δεν καταλύουν το δίχως άλλο την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, τουναντίον σε περιπτώσεις μπορεί να εκληφθεί ως θετικό στοιχείο γιατί καταδεικνύουν την έλλειψη προσχεδιασμού ή και συνεννόησης (βλ. Κλεοβούλου v Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 17, 28). 

 

Υπενθυμίζουμε ότι σε αδικήματα σεξουαλικής φύσεως δυνάμει του Ποινικού Κώδικα καθιερώθηκε ως πρακτική σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων το Δικαστήριο να αναζητεί ενισχυτική μαρτυρία για το παράπονο που προβάλλεται. Το Δικαστήριο αφού αυτοπροειδοποιηθεί για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να στηριχθεί μόνο στη μαρτυρία του παραπονούμενου, δύναται, εάν την αποδέχεται, να προχωρήσει να καταδικάσει άνευ ετέρου (βλ. Αντωνίου v Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766, 780).

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν δια ζώσης στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας. Προχωρούμε να αξιολογήσουμε την ενώπιον μας τεθείσα μαρτυρία υπό το φως των αρχών που η Νομολογία έχει καθορίσει. Η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων, η συμπεριφορά και οι αντιδράσεις τους στις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το λογικό και το αληθοφανές της εκδοχής τους, το προσωπικό τους συμφέρον ή προκατάληψη έχουν επίσης ληφθεί υπόψιν.

 

Α/Αστ. 2206, Νικόλα Χριστοδούλου – ΜΚ2:

Ξεκινώντας από τη μαρτυρία του ΜΚ2 - Α/Αστ. 2206, Νικόλα Χριστοδούλου, που ήταν ο ανακριτής της υπόθεσης, σημειώνουμε ότι η ιδιότητα και οι ενέργειες του, δεν έχουν αμφισβητηθεί. Η αξιοπιστία του δεν φαίνεται να αμφισβητείται από την Υπεράσπιση, η οποία στις τελικές αγορεύσεις φαίνεται να παραπονείται εν τέλει, μόνο για τη μη λήψη κατάθεσης από τον σύντροφο της ΜΚ3. Κατά την αντεξέταση του, τέθηκαν ερωτήσεις σχετικά με ενέργειες που η Υπεράσπιση θεωρούσε ότι έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν ήτοι λήψη καταθέσεων ή και τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Καθ’ ην έκταση οι ερωτήσεις αφορούσαν το ανακριτικό έργο, ο ίδιος εξήγησε τις ενέργειες του, πώς είχε αντιληφθεί τα πράγματα και πώς είχε καταλήξει στις αποφάσεις του. Δεν εντοπίζουμε στη μαρτυρία του, οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να την κλονίσει, τουναντίον η εικόνα που άφησε ήταν καθόλα θετική. Συνεπώς όσον αφορά την ιδιότητα του και τις ενέργειες του, προβαίνουμε σε ανάλογα ευρήματα.

 

Α/Αστ. 3647, Χριστοθέας Ξενοφώντος - ΜΥ1:

Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία της ΜΥ1 - Α/Αστ. 3647, Χριστοθέας Ξενοφώντος, σημειώνουμε ότι η μαρτυρία της δεν ήταν βοηθητική. Εστιάστηκε στο ότι έκανε ορθά το καθήκον της, έχοντας μπροστά της μια περίπτωση κατ’ ισχυρισμόν βιασμού, χωρίς όμως να μπορεί να θυμηθεί πολλά πράγματα. Επικαλέστηκε πλειστάκις το ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τί έγινε ακριβώς στην περίπτωση αυτή. Μεταξύ άλλων, δεν μπορούσε να θυμηθεί τί ακριβώς διημείφθη μεταξύ της ιδίας και της Παραπονούμενης σε κάθε στάδιο, σε ποιο στάδιο της είπε η Παραπονούμενη ότι δεν επιθυμεί τη δίωξη του Κατηγορουμένου, αν δηλαδή ήταν από την αρχή ή μετά που μίλησαν. Τούτο δεν το θεωρούμε εξ υπαρχής χωρίς λογική ένεκα του ότι έχουν παρέλθει αρκετά χρόνια.

 

Δέχθηκε ότι ο σκοπός που πήγε η Παραπονούμενη ήταν για να καταγγείλει αυτά που συνέβησαν. Είπε όμως ότι από τη στιγμή που δεν ήθελε ποινική δίωξη, λογικά η ίδια είπε στην Παραπονούμενη να του κάνει κάποια επίστηση.

 

Πέραν του ότι η μαρτυρία της δεν ήταν ουσιωδώς βοηθητική, αμφιβολίες μας δημιουργήθηκαν για το κατά πόσο υπήρξαν όντως υποστηρίχτηκες συνθήκες επί της ουσίας για να εκθέσει τα γεγονότα η Παραπονούμενη. Τούτο έχοντας κατά νου τα ακόλουθα που είπε η μάρτυρας:

 

α)      Στην ερώτηση γιατί δεν καταγράφηκε στο ημερολόγιο ενεργείας ότι δεν ήθελε να προβεί σε παράπονο, η απάντηση της μάρτυρος ήταν, μεταξύ άλλων, ότι «Ούτως ή άλλως, όπως ανέφερα και πριν, εξ αρχής δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο θα προέβαινε στη καταγγελία γιατί εγώ από την προηγούμενη αγωνιστική [δηλαδή βάρδια], δύο ημέρες προηγουμένως δηλαδή, είχα μιλήσει με τον δικηγόρο και μου είπε ότι δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο θα προχωρήσει σε καταγγελία ή όχι».

 

β)      Η αναφορά της ότι οι καταθέσεις για βιασμό είναι πέραν των οκτώ ωρών και την συγκεκριμένη μέρα σχολάνε στις 19:00 και ένεκα της προχωρημένης ώρας που πήγε η Παραπονούμενη θα έπρεπε να διευθετήσουν ραντεβού άλλη ημέρα «…το ραντεβού, θα έπρεπε να ήταν και ξεκούραστο». Συνέχισε λέγοντας. «Οπόταν, σίγουρα δεν ήταν εφικτό, από τη στιγμή που δεν ήθελε να προχωρήσει, να πάρω μια μακροσκελή κατάθεση 6 ωρών».

 

γ)      Όταν της τέθηκε αμέσως μετά ότι η Παραπονούμενη, παρέμεινε εκεί μια ώρα και απαντούσε τις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν, η απάντηση της ήταν ότι (σελ. 251 των πρακτικών):

 

«A.      Ναι, αλλά η ίδια δεν ήθελε να δώσει κατάθεση και υπογράφεται. Σίγουρα δεν θα την ανάγκασα εγώ να υπογράψει μια κατάθεση, την οποία δεν ήθελε, έτσι δεν είναι;

E.        Πότε σας το είπε ότι δεν ήθελε να δώσει γραπτή κατάθεση, πριν ή μετά που της μιλήσατε προφορικά;

A.        Δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιο στάδιο μου έχει πει.»

 

Από το σύνολο των ανωτέρω διαφαίνεται ότι είχε ήδη διαμορφωθεί στο μυαλό της μάρτυρος η θέση του δικηγόρου που είχε έρθει σε επικοινωνία μαζί της τις προηγούμενες μέρες, ότι δεν ήταν βέβαιη η Παραπονούμενη κατά πόσο θα προέβαινε σε καταγγελία. Τούτο, σε συνδυασμό με τον τρόπο έκφρασης της Παραπονουμένης, για τον οποίο έχουμε ιδία άποψη πλέον αλλά και σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρθηκαν ότι δεν θα προλάβαινε στην ουσία να καταπιαστεί εκείνη την ώρα με τη διερεύνηση υπόθεσης βιασμού αφού τελείωνε η βάρδια της και τις ώρες που η ίδια η μάρτυρας ανέφερε ότι χρειάζονται για τη λήψη κατάθεσης για αυτής της φύσης αδικήματα, δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσο δημιουργήθηκαν εκείνες οι συνθήκες για να μπορεί να εκφραστεί η Παραπονούμενη και να εκθέσει τα όσα συνέβησαν σύμφωνα με την ίδια στις 02/04/24.

Επίσης δεν μας έπεισε ότι στο ημερολόγιο ενεργείας Τεκμήριο 6, η ίδια, μετέφερε ορθώς «το νόημα της συζήτησης» που είχε με την Παραπονούμενη. Το σύνολο των όσων αμέσως ανωτέρω αναφέρονται σε συνδυασμό με τη μη δυνατότητά της να θυμηθεί λεπτομέρειες, οδηγούν αναπόφευκτα σε δημιουργία αμφιβολιών περί του εάν τα όσα η ΜΥ1 κατέγραψε στο Τεκμήριο 6, ήταν λέξεις που χρησιμοποίησε η ίδια η Παραπονούμενη ή λέξεις της ΜΥ1.  Αναφερόμαστε σε λέξεις όπως «ερωτοτροπούσαν» ή «…ξεκίνησαν να ερωτοτροπούν και στη συνέχεια ήρθαν σε συνουσία. Η Παραπονούμενη ανάφερε ότι δεν της άρεσε γιατί ήταν με την περίοδο της και δεν ένιωσε καλά», «έπεσε στην αγκαλιά του». Η Παραπονούμενη αρνήθηκε ότι χρησιμοποίησε αυτές τις λέξεις. Άλλωστε και η ίδια η ΜΥ1 δεν φάνηκε βέβαιη για το περιεχόμενο της συνομιλίας της με την Παραπονούμενη.

 

Συνεπώς απορρίπτουμε τη μαρτυρία της πλην των ακόλουθων σημείων: Ότι είχε δει στο πλαίσιο των καθηκόντων της την Παραπονούμενη στις 04/04/21, ότι κατέγραψε το περιεχόμενο του «Εγγράφου Α(1)» το οποίο και υπεγράφη από την Παραπονούμενη και ότι κατέγραψε και υπέγραψε η ίδια το περιεχόμενο του ημερολογίου ενεργείας Τεκμηρίου 6. Ουδέν άλλο μπορεί να γίνει δεκτό από τη μαρτυρία της με την απαιτούμενη για ποινική δίκη ασφάλεια. Προβαίνουμε σε ανάλογα ευρήματα σε σχέση μόνο με τα όσα ρητώς καταγράφονται ανωτέρω.  

 

ΜΚ3:

Αξιολογώντας τη μαρτυρία της φίλης της Παραπονουμένης, της ΜΚ3 εν πρώτοις σημειώνουμε ότι η εικόνα που δημιούργησε σε εμάς από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν καθόλα θετική. Απαντούσε με φυσικότητα και αφήνοντας την εντύπωση ότι παρουσίαζε στο Δικαστήριο τα γεγονότα ως η ίδια τα βίωσε και τα αντιλήφθηκε. Παρά το ότι επρόκειτο για την επιστήθια, ως διαφάνηκε, φίλη της Παραπονουμένης, δεν άφησε οιαδήποτε υπόνοια ότι πρόθεση της ήταν να μαρτυρήσει για να υποβοηθήσει τη θέση της φίλης της. Δεν δίστασε επουδενί να αναφέρει ακόμα και το δικό της προβληματισμό όταν συνάντησε την Παραπονουμένη αμέσως μετά τη συνεύρεση της με τον Κατηγορούμενο οπόταν και η ίδια της ζήτησε να της ξεκαθαρίσει εάν όντως δεν ήθελε ή δεν της άρεσε η συνεύρεση με τον Κατηγορούμενο. Ουδόλως πλήγηκε η εικόνα που δημιούργησε, κατά την εκτενή αντεξέταση της. Για κάποια επιπλέον στοιχεία, γεγονότα και αναφορές στις οποίες προέβη κατά την αντεξέταση της έδωσε καθόλα πειστικές απαντήσεις, περί του γιατί δεν συμπεριλήφθηκαν στην κατάθεση της στην αστυνομία. Ως ανέφερε, δεν αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να πει ό,τι ήξερε ή και ότι έπρεπε να θυμηθεί την κάθε λεπτομέρεια. Η τοποθέτηση αυτή ήταν καθόλα φυσική και πειστική. Δεν μας διαφεύγει ότι στις τελευταίες ερωτήσεις της αντεξέτασης της, η μάρτυρας απαντούσε επανειλημμένα ότι δεν θυμόταν. Δεν θεωρούμε ότι αυτές της οι αναφορές δύνανται να αναχθούν σε πρόθεση της να αποκρύψει κάτι. Λογικό είναι, θεωρούμε, να μην θυμάται λεπτομέρειες γεγονότων μετά την πάροδο τριών σχεδόν χρόνων. Από το περιεχόμενο επίσης των απαντήσεων της, έχουμε πεισθεί ότι δεν υπήρξε προσυνεννόηση με την Παραπονούμενη σχετικά με τα όσα μετέφερε στο Δικαστήριο. Σε ακολουθία των ανωτέρω, η μάρτυρας αυτή κρίνεται καθόλα αξιόπιστη.

 

Η σημασία της μαρτυρίας της έγκειται στο ότι ήταν το πρώτο πρόσωπο που ήρθε σε επαφή με την Παραπονούμενη αμέσως μετά το επίδικο συμβάν. Πέραν της όλης συμπεριφοράς της Παραπονούμενης, όπως η ίδια την αντιλήφθηκε, εξετάσαμε αν τα λεχθέντα της Παραπονούμενης σ’ αυτήν συνιστούν πρώτο παράπονο εντός των παραμέτρων του άρθρου 10 του Κεφ. 9 και της νομολογίας.

 

Όπως τέθηκε στη Γεωργίου v Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 618, 636 η αποδοχή ενός παραπόνου σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, προϋποθέτει ότι:

 

(1)     Το παράπονο ή η δήλωση έγινε αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος∙ και

 

(2)     Το παράπονο πρέπει να έγινε προς το πρόσωπο ή πρόσωπα στο οποίο ή στα οποία ο παραπονούμενος μίλησε μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ή τα πρόσωπα τα οποία το Δικαστήριο φρονεί ότι ήταν φυσικό να προβεί σε δήλωση ή παράπονο σχετικά με το αδίκημα (βλ. R v Votsis, 19 CLR 306, Χατζηλούκα v Δημοκρατίας (1961) CLR 57 και R v Mehmet, 8 CLR 78).

 

Το παράπονο πρέπει να είναι αυθόρμητο. Στην Ομήρου v Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506, 532, αναφέρθηκε ότι η αξία του πρώτου παραπόνου έγκειται στο ότι σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας πρέπει να γίνεται αυθόρμητα και με την πρώτη ευκαιρία που εύλογα προσφέρεται για να μη δίνεται η ευκαιρία για δεύτερες σκέψεις. Η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας γινόταν κατ’ εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας αυτό-εξυπηρετικών δηλώσεων και μάλιστα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως ενισχυτική μαρτυρία. Όπως τονίστηκε στη Γεωργιάδης v Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 1, στη σελ. 14:

 

«Η άμεση μάλιστα εκδήλωση παραπόνου θεωρείται τόσο σημαντική ώστε θεσμοθετημένη πρόνοια στον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9, άρθρο 10, να επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της μη αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας, την κατάθεση στο Δικαστήριο του παραπόνου αυτού ως απόδειξη του καταγγελλόμενου γεγονότος ή και ενισχύσεως του.» (Έμφασις δική μας)

 

Η κατάργηση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας δεν έχει μεταβάλει την αναγκαιότητα πλήρωσης των προϋποθέσεων της νομολογίας για αξιολόγηση τέτοιου παραπόνου ως ενισχυτικής μαρτυρίας. Όπως αναφέρθηκε στην Τρύφωνος v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 41/2019, 8/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:B119:

 

«Η κατάργηση του κανόνα περί αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας δεν είχε ως αποτέλεσμα και την κατάργηση του κανόνα που αποκλείει τις αυτό-εξυπηρετικές δηλώσεις. Ο τελευταίος αυτός κανόνας, ανεξάρτητα από τον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας και την κατάργηση του, έχει τη δική του αυτοτέλεια και συγκεκριμένο σκοπό να εξυπηρετήσει. Αποσκοπεί στην αποτροπή του κινδύνου καταδίκης επί τη βάσει της εκδοχής ενός προσώπου, όταν αυτή επαναλαμβάνεται σε άλλο ή άλλα πρόσωπα. Έχει δε ως συνεπακόλουθο τον περιορισμό της δίκης στα εύλογα και αναγκαία πλαίσια.   

 

Εξαίρεση στον κανόνα αυτό προβλέπεται, υπό στενές προϋποθέσεις, στο άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 περί πρώτου παραπόνου. Επιπρόσθετα, από τη νομολογία αναγνωρίζεται ότι μια αυτό-εξυπηρετική δήλωση που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 μπορεί να γίνει αποδεκτή για να καταδειχθεί η συνέπεια του παραπονούμενου (και όχι η αλήθεια των ισχυρισμών του όπως είναι η περίπτωση του άρθρου 10), όταν τίθεται, όψιμα, από την άλλη πλευρά ζήτημα κατασκευασμένου παραπόνου (Μούτζινος ν. Πλοίο «Galaxias» κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 612, Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/18, ανωτέρω).». 

 

Δεχόμαστε ότι η ΜΚ3 αποτελούσε πρόσωπο στο οποίο η Παραπονούμενη θα ήταν φυσικό να μιλήσει. Από τα λεχθέντα της ΜΚ3, προκύπτει ξεκάθαρα και δεχόμαστε ότι η Παραπονούμενη, ήταν αναστατωμένη, σε κατάσταση σύγχυσης, όχι μόνο αρχικά αλλά και καθ’ όλο το υπόλοιπο της ημέρα και της νύχτας. Αυτό που δεν προκύπτει από τη μαρτυρία της ΜΚ3 είναι σαφές παράπονο της Παραπονουμένης για βιασμό. Η ερώτηση της ΜΚ3 εάν αυτή δεν ήθελε ή απλώς δεν της άρεσε έμεινε αναπάντητη. Δεν διατυπώθηκε επομένως σαφές παράπονο στη ΜΚ3 εντός των πλαισίων που ορίζει η νομολογία. Οι μετέπειτα συζητήσεις που έκαναν δεν μπορούν να αποδείξουν οτιδήποτε. Από τη μαρτυρία της ΜΚ3 επομένως μπορεί να εξαχθούν ασφαλή ευρήματα μόνο ως προς την αναστατωμένη κατάσταση της Παραπονουμένης λίγο μετά τη σεξουαλική επαφή.

 

Κατάθεση της Α.Τ. - Τεκμήριο 7:

Ανατρέχοντας στο Τεκμήριο 7, το οποίο κατατέθηκε από τον ΜΚ2 κατά την αντεξέταση, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν κατατέθηκε ως προς την αλήθεια των δηλώσεων που αυτή περιείχε (ως εξ ακοής μαρτυρία δηλαδή), αλλά μόνο για τον σκοπό ότι ήταν η κατάθεση στην οποία είχε προβεί το εν λόγω πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό, δεν κλητεύθηκε ως μάρτυρας για επέκταση του σκοπού κατάθεσης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Σε κάθε περίπτωση αυτή η κατάθεση περιέχει τις προσωπικές της θέσεις και εκτιμήσεις για την Παραπονούμενη και τα όσα αυτή της εξιστόρησε και ουδεμία βαρύτητα μπορεί να δοθεί σε αυτά.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΩΝ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

Μαρτυρία Κατηγορουμένου:

Η θέση του Κατηγορούμενου ήταν ουσιαστικά ότι ό,τι έγινε εκείνη τη μέρα έγινε με τη συγκατάθεση της Παραπονούμενης η οποία ήθελε και αυτή να κάνουν σεξ. Δεν τον έσπρωξε ούτε έκλεισε τα πόδια της. Η μόνη συνομιλία που είχαν ήταν για το ότι είχε έμμηνο ρύση  και ότι δεν ήθελε να εκσπερματώσει μέσα της. Ουδέποτε έβαλε τα δάκτυλα του μέσα στο γεννητικό της όργανο παρά μόνο στην κλειτορίδα της ούτε και έβαλε τα δάκτυλά του στον πρωκτό της, ούτε την έφτυσε στο στήθος, ούτε και την πίεσε να του κάνει πεολειξία. Επίσης θέση του ήταν ότι η Παραπονουμένη, πότε δεν του είπε να σταματήσει ή παραπονέθηκε ότι πονούσε ούτε και σε οιονδήποτε στάδιο τον έδιωξε από το σπίτι της.

 

Παρέμεινε θέση του ότι τα χαράματα της 02/04/21, σε βιντεοκλήση που είχαν με την Παραπονούμενη, η συζήτηση τους ήταν σεξουαλικής φύσεως, έλεγαν μεταξύ τους «πράγματα ερεθιστικά και αγαπητικά» με σεξουαλικά υπονοούμενα, του «έκανε καμώματα» και αυτοϊκανοποιήθηκαν. Μετά ο ίδιος της είπε να κανονίσουν να πάνε για καφέ. Όταν το πρωί ξαναμίλησαν και συζητούσαν να πάνε για καφέ κατάλαβε ότι του έκανε νάζια. Ως το θέτει: «Το πρωί ξαναμιλήσαμε και κανονίσαμε να βρεθούμε. Θυμάμαι ότι πάλι συζητούσαμε για το αν θα πάμε για καφέ ή όχι, εγώ κατάλαβα ότι μου έκανε νάζια. Τελικά με κάλεσε σπίτι της για καφέ γιατί έλειπαν οι γονείς της στο χωριό και θα είμασταν μόνοι μας».

 

Ο Κατηγορούμενος από το εδώλιο του μάρτυρος άφησε την εντύπωση ότι ήταν ανυπόμονος και ήθελε, η διαδικασία να τελειώνει. Απαντούσε με δυσφορία και διεκπεραιωτικά, χωρίς να φαίνεται πρόθυμος να ανατρέξει στα επίδικα γεγονότα ή και να προσπαθήσει να θυμηθεί για να απαντήσει. Επικαλείτο την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος ή και το ότι ήταν αγχωμένος. Η χρήση λέξεων όπως «Anyway», «Ναι» και «Άτε πάμε» ήταν συχνή από τα αρχικά στάδια της αντεξέτασης του και σε συνδυασμό με τη χαρακτηριστική κίνηση που έκανε με το χέρι για να προχωρήσει η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής με την επόμενη της ερώτηση, αποκαλυπτόταν πασιφανώς απροθυμία και αδιαφορία στο να διαφωτίσει το Δικαστήριο σχετικώς με τα όσα συνέβησαν την επίδικη μέρα. Η γενικότερη εικόνα του στο εδώλιο δεν ήταν θετική.

 

Ανατρέχοντας όμως και στο περιεχόμενο της μαρτυρίας δεν έχουμε πειστεί για τη φιλαλήθεια του. Εξηγούμε:

 

Ο Κατηγορούμενος ετοίμασε ως αναφέρεται και ανωτέρω, γραπτή δήλωση του («Έγγραφο Δ»), την οποία και υιοθέτησε κατά τη διαδικασία. Στο έγγραφο αυτό, ο Κατηγορούμενος τοποθετείται με πολύ γενικό τρόπο σε σχέση με τα επίδικα θέματα παρά την πολύ λεπτομερή αφήγηση της Παραπονουμένης τόσο στην κατάθεση της όσο και κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο.

 

Φαίνεται όμως ότι η γραπτή του δήλωση αλλά και η μαρτυρία του, διαμορφώθηκε στη βάση των όσων ανέφερε στην κατάθεση του. Σε αυτή και μάλιστα πρόβαλε θέσεις που δεν τέθηκαν στην Παραπονούμενη, όπως το ότι την έπιασε από το σβέρκο, όπως το ότι δεν είχε εισχωρήσει τα δάκτυλα του στο γεννητικό της όργανο. Επί αυτού του τελευταίου μάλιστα οι θέσεις που υποβάλλονταν από τον συνήγορο του στην Παραπονούμενη, ήταν ακριβώς αντίθετες ότι δηλαδή αυτές έγιναν και ότι ηρέσκετο στην πράξη τούτη. Έχουμε την άποψη ότι δεν πρόκειται για έγγραφο στο οποίο ο Κατηγορούμενος κατέγραψε την πάσα αλήθεια.

 

Για πρώτη φορά ο Κατηγορούμενος έδωσε μια εκδοχή στο Δικαστήριο κατά την αντεξέταση του, η οποία δεν εντοπίζεται σε κανένα άλλο έγγραφο – κατάθεση του. Συγκεκριμένα, στη κατάθεση του στην Αστυνομία αναφέρεται σε «άγριο» σεξ. Στη γραπτή του δήλωση του αναφέρεται «σε έντονο και άγριο το σεξ». Κατά την αντεξέταση του (σελ. 228 των πρακτικών) όμως προσπάθησε να υποβαθμίσει την τοποθέτηση του αυτή περιγράφοντας το ως «έντονο» και «παθιάρικο» κατά την εξέλιξη των μεταξύ τους ερωτικών περιπτύξεων. Θεωρούμε τούτο ως μία προσπάθειά του να σκιαγραφήσει μια εικόνα ευνοϊκότερη για τον ίδιο από αυτήν που δημιούργησε με την κατάθεσή του.

 

Η περιγραφή που δίνει σε άλλο σημείο για να αναφερθεί στο «άγριο» σεξ ήταν ότι κάποια στιγμή την έπιασε από τον λαιμό και σταμάτησε όταν κατάλαβε ότι δυσανασχέτησε. Κατά την αντεξέταση του παρουσίασε κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από την εικόνα που είχε δημιουργηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είπε ότι αυτό που έγινε ήταν ότι η Παραπονούμενη ήταν σε συγκεκριμένη στάση και την έπιασε «…που τον λαιμό πίσω» (σελ. 229 των πρακτικών). Η θέση του αυτή ουδέποτε τέθηκε στη Παραπονούμενη, ούτε και της δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσει. Ο Κατηγορούμενος είχε πολλές ευκαιρίες να διευκρινίσει ή και να τοποθετηθεί για το πώς έπιασε το λαιμό της Παραπονουμένης εκείνη τη μέρα, ωστόσο δεν το έπραξε παρά μόνο στο Δικαστήριο και μόνο κατά τη δική του μαρτυρία, προσπαθώντας εκτιμούμε, να ανατρέψει και να αποκλείσει τις σχετικές αναφορές της Παραπονούμενης. Η διευκρίνηση αυτή ήλθε μόνο όταν ερωτάτο για το «βίαιο» των πράξεων κατά την πράξη. Έχοντας κατά νου τα λεχθέντα στην (βλ. Tekinder Pal κ.ά. v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551, 590) και μη έχοντας κανένα άλλο λόγο για την παράλειψη αυτή δεν μπορούμε παρά να απορρίψουμε τη θέση του τούτη.

 

Περαιτέρω, ο Κατηγορούμενος λέει στην γραπτή δήλωση του ότι όταν το απόγευμα συζητούσαν εάν θα πήγαιναν ή όχι για καφέ, «…κατάλαβε ότι του έκανε νάζια» η Παραπονούμενη. Στην κατάθεση του στην αστυνομία είπε ότι η Παραπονούμενη ήταν που πρότεινε τη συνάντηση. Στην αντεξέταση του συμφώνησε ότι, ήταν ο ίδιος που πρότεινε να πάνε για καφέ επαναδιορθώνοντας στη συνέχεια, όταν η αντίφαση του υπεδείχθη, ότι μπορεί να είναι και ο ίδιος, μπορεί να είναι η Παραπονούμενη. Εν συνεχεία όμως ήρε και τα όσα ανέφερε περί «ναζιών», λέγοντας ότι η αναφορά του σε «νάζια» ήταν για να πει ότι ήταν ναζιάρικος ο τρόπος ομιλίας της για το αν θα πήγαιναν για καφέ ή στο σπίτι της ή οτιδήποτε.

 

Κατά βολικό τρόπο επικαλείτο κενά μνήμης ένεκα της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος. Επικαλέστηκε σε αρκετές περιπτώσεις αδυναμία να θυμηθεί λεπτομέρειες και γεγονότα, ενώ οι ευνοϊκές για τον ίδιο λεπτομέρειες που παραθέτει στην γραπτή του δήλωση δεν είναι λίγες ούτε επί επουσιωδών σημείων.

 

Αναφορικά με την επίκληση κενών μνήμης όντως έχει παρέλθει αρκετός καιρός από τη μέρα των επίδικων συμβάντων ωστόσο οξύμωρη αυτή σε κάποια σημεία στα οποία ο ίδιος έκανε αναφορά στην γραπτή του δήλωση την οποία ετοίμασε λίγες μέρες πριν καταθέσει στο Δικαστήριο με τη συνήγορο του ωστόσο ερωτηθείς επί των ίδιων θεμάτων από την κα Μασούρα, ο Κατηγορούμενος, απαντούσε ότι δεν θυμάται. Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα όταν ο Κατηγορούμενος είχε ερωτηθεί για το τί έκαναν στο αυτοκίνητο την πρώτη μέρα που συναντήθηκαν και απάντησε ότι δεν θυμόταν (σελ. 204 των πρακτικών):

 

«E.    Άρα λίες μέρες προηγουμένως που τα έλεες της κυρίας Μαρίας να τα γράψει, θυμάσουν τι συζητούσατε, τώρα εν θυμάσαι να μας πεις τι συζητούσατε;

A.      Εν τζιαι είπα της, εν την έννοια που βάλαμε.

E.      Τζιαι λέεις στη συνέχεια «Σαν συζητούσαμε ερχόμασταν πιο κοντά και εγώ την χάιδευα, την αγκάλιασα και φιληθήκαμε».

A.      Μάλιστα.

E.      Άρα λίες μέρες προηγουμένως που τα είπες της κυρίας Μαρίας, θυμάσουν ότι στο πρώτο τοπούι που την χάιδεψες την [Παραπονούμενη], την αγκάλιασες και φιληθήκατε, αλλά σήμερα λέεις μου εν θυμάσαι μπορεί τζιαι ναι, μπορεί τζιαι όι.

A.      Φιληθήκαμε, ναι.

E.      Φιληθήκατε ή εν θυμάσαι αν φιληθήκατε;

A.      Είμαι τζιαι πολλά αγχωμένος, συγγνώμη που το λαλώ, anyway. Αν χάνω τζιαι λίο τα λόγια μου, εντάξει.»

 

Ενώ στη δήλωση του λέει ότι δεν θυμάται πως έβγαλαν τα ρούχα της Παραπονουμένης πλην του παντελονιού της που το αφαίρεσε ο ίδιος και του στηθόδεσμου της που το αφαίρεσε η ίδια κατά την αντεξέταση του είπε ότι και το πουλόβερ της το αφαίρεσε η ίδια, θέση που δεν είχε προβάλει ποτέ προηγουμένως.

 

Δεν θυμόταν επίσης ποιος ήταν που έκανε την κλήση για να γίνει συνάντηση το απόγευμα της 02/04/21. Δεν θυμόταν ακριβώς τί του είπε η Παραπονούμενη. Αν του είπε δηλαδή ότι είχε μάθημα ή και ότι είχε έμμηνο ρύση.

 

Επίσης εντύπωση προκαλεί ότι θυμόταν πολλές λεπτομέρειες σε σχέση με την ισχυριζόμενη εξ αποστάσεως ερωτική τους διάθεση και τις κατ’ ισχυρισμόν ερωτικές τους  περιπτύξεις μέσω βιντεοκλήσης, τί έκανε η Παραπονούμενη και τα ρούχα που φορούσε, ενώ παρουσιάστηκε να μην θυμάται πολλά για τα όσα έλαβαν χώρα το απόγευμα της επίδικης μέρας και να είναι κατά αναλογία, λιγότερο περιγραφικός ή και να θυμάται λιγότερα.

 

Σημειώνουμε επίσης ότι ουδόλως πειστικές και αντίθετες με τη λογική ήταν οι τοποθετήσεις του ότι, αφενός δεν έβαλε τα δάκτυλα του στον πρωκτό της Παραπονούμενης, αφού αν ήταν έτσι θα έκαναν και πρωκτικό σεξ και αφετέρου ότι δεν έβαλε τα δάκτυλα του στο εσωτερικό του γεννητικού της οργάνου, διότι είχε έμμηνο ρύση, ενώ δεν σκέφτηκε το ίδιο για όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν κατά τους δικούς του ισχυρισμούς. Επισημαίνουμε επίσης ότι ο συνήγορος του Κατηγορουμένου υπέβαλε επανειλημμένα στην Παραπονούμενη ότι όταν ο Κατηγορούμενος έβαζε τα δάκτυλα του εντός του γεννητικού της οργάνου αυτή ηρέσκετο σε τούτο. 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, σωρευτικώς, είναι που καταλήγουμε ότι η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη. Απορρίπτουμε τους ισχυρισμούς του καθ΄ ‘ήν έκταση αυτοί δεν είναι συμβατοί με τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα ή και με τη μαρτυρία των μαρτύρων που έχουμε ήδη αποδεχθεί.

 

Μαρτυρία Παραπονουμένης – ΜΚ1:

Ερχόμενοι στη μαρτυρία της Παραπονουμένης, σημειώνουμε ότι επιχειρούμε να αξιολογήσουμε αυτή τη μαρτυρία, έχοντας κατά νου ότι η μάρτυρας αυτή παρουσιάζεται ως θύμα σεξουαλικής επίθεσης και δη της χειρίστης μορφής ήτοι βιασμού. Ως αναφέρεται στην Ιvarsson v Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 1207, 1244, ο βιασμός αποτελεί «τη χείριστη μορφή εξευτελισμού και κακοποίησης που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος.». Έχοντας δε κατά νου τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας, προσεγγίζουμε τη μαρτυρία της ουχί αποκλειστικά και μόνο στη βάση του πώς εκλογικευμένα ένα τρίτο άτομο θα ανέμενε να πράξει το θύμα (βλ. Brierley, ανωτέρω, στις σελ. 487 – 488) αλλά συνεκτιμώντας ότι τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων, αντιδρούν διαφορετικά στο τραύμα μιας σοβαρής σεξουαλικής επίθεσης.

 

 

 

Κατά το έργο μας τούτο, αποστασιοποιούμαστε στερεοτυπικών υποθέσεων και αντιλήψεων (βλ. Miller v R [2010] EWCA Crim 1578 [23][2]). Ως υποδεικνύεται και στο Crown Court Compendium, ανωτέρω, στη σελ. 20 – 1, δεν υπάρχει μια κλασική - αντικειμενική αντίδραση στο πώς αντιδρούν τα θύματα. Κάποιοι μπορεί να προβούν σε παράπονο αμέσως, ενώ άλλοι νιώθουν ντροπή και σοκ και δεν εκδηλώνουν το παράπονο τους παρά μόνο μετά την παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος. Μια καθυστερημένη καταγγελία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι ψευδής και αντιστρόφως ότι μια άμεση καταγγελία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι αληθής. Ουδόλως ασύνηθες είναι τα θύματα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που με το θύτη υπήρχε κάποια προηγούμενη σχέση, να εκδηλώνουν αισθήματα σοκ αλλά και ντροπής.

 

Τούτων λεχθέντων βεβαίως παραμένει η Παραπονούμενη, να είναι η ουσιωδέστερη μάρτυρας για την υπόθεση αυτή. Με ιδιαίτερα διερευνητική ματιά είναι που εξετάζουμε τη μαρτυρία της.

 

Παρατηρούμε ότι ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας της, δεν αμφισβητείται. Συγκεκριμένα δεν αμφισβητείται ότι σε δύο χρονικές στιγμές υπήρξε διείσδυση του πέους του Κατηγορουμένου στον κόλπο της καθώς και ότι υπήρξε διείσδυση του πέους του Κατηγορουμένου στο στόμα της. Έχουμε προβεί σε σχετικό εύρημα ήδη. Όμως, ο Κατηγορούμενος, αρνήθηκε τη διείσδυση δακτύλων στον πρωκτό και στον κόλπο της, δεχόμενος μόνο ότι την ακούμπησε εξωτερικά στο γεννητικό της όργανο. Οι τοποθετήσεις του αυτές και η άρνηση του ουδέποτε τέθηκαν στην Παραπονούμενη, της οποίας οι τοποθετήσεις δεν αμφισβητήθηκαν κατά το χρόνο που έδιδε μαρτυρία. Δεν αντεξετάστηκε επί των δύο πιο πάνω. Δεν της υποβλήθηκαν οι θέσεις του Κατηγορουμένου για την άρνηση του επί τούτων ώστε να τοποθετηθεί.

 

Στο εδώλιο η Παραπονούμενη παρουσιάστηκε σε γενικές γραμμές θετική και πρόθυμη να απαντήσει στις ερωτήσεις που της τίθονταν. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι όλες οι θέσεις της ήταν συγκεκριμένες και σαφείς. Απαντούσε σε άμεσο χρόνο με εμφανή ωστόσο αμηχανία. Υπήρξαν στιγμές που η συναισθηματική της δυσκολία στο να περιγράψει τα όσα βίωσε ήταν πέραν από εμφανής.

 

Έχοντας κατά νου τη μαρτυρία της στο σύνολο της, θεωρούμε ότι αυτή υπήρξε σαφής και ξεκάθαρη σε κάποια σημεία ενώ σε άλλα σημεία και στιγμές, οι τοποθετήσεις της δεν είχαν τέτοια συνέπεια και σταθερότητα και συνεπώς ποιότητα, ώστε να μπορούμε να καταλήξουμε ότι επρόκειτο για αξιόπιστη μάρτυρα και ειδικά επί του ζητουμένου της ύπαρξης ή μη συναίνεσης από μέρους της κατά τη διάρκεια των πράξεων που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο.

 

Χαρακτήρισε τον εαυτό της ως “people pleaser” ότι δηλαδή θέλει να ικανοποιεί τους ανθρώπους γύρω της και να μην «της κρατά κανένας κακία, να μην τη βλέπει κάποιος αρνητικά, να μην κάνει αρνητικές σκέψεις κάποιος για εκείνη». Είχε ανάγκη να είναι συμπαθής. Το χαρακτηριστικό της αυτό το βρίσκουμε συνοδό με τα όσα περιέγραψε και τον τρόπο που τα περιέγραψε. Αμφιβολίες όμως δημιουργούνται εάν πράγματι εξωτερίκευσε τη μη συναίνεση της επαρκώς και με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιληφθεί τη μη συγκατάθεση της ο Κατηγορούμενος. Ανατρέχοντας στις δηλώσεις της αφενός δηλώνει ότι υπέκυπτε στις πιέσεις του Κατηγορουμένου διότι την έκανε να νιώθει παράλογη και αφετέρου ότι η ίδια από επιλογή μετά από κάθε στάδιο ενεργούσε από μόνη της με τρόπο ώστε να νιώσει τρυφερότητα κατά τρόπο ώστε να αποκαλύπτεται η αμφιταλάντευση και η αμφιθυμία της.

 

Αποδεχόμαστε ότι οι ενέργειες που περιέγραψε ότι έλαβαν χώρα στο μπάνιο ήτοι το φτύσιμο και ότι της ζήτησε να καθαρίσει τον πρωκτό του έγιναν και την «προσβάλαν». Σε ό,τι αφορά τη διείσδυση των δακτύλων του Κατηγορουμένου στον πρωκτό της καθ’ όν χρόνο ευρίσκονταν στο μπάνιο, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι και η πράξη αυτή επεσυνέβη. Η Παραπονούμενη επί τούτης της θέσης παρέμεινε σταθερή και ξεκάθαρη και δεν εντοπίζουμε να είχε κανένα λόγο να αναφέρει τις πράξεις αυτές εάν δεν γίνονταν στην πραγματικότητα. Δεν θεωρούμε οι τόσο συγκεκριμένες πράξεις που ανέφερε είναι εφεύρημα της φαντασίας της. Η ίδια άλλωστε παραδέχεται επίσης ότι μόλις εξωτερίκευσε στον Κατηγορούμενο την απροθυμία της να συνεχίσει την πράξη της διείσδυσης του δακτύλου του στο δικό της σώμα, αυτός υπαναχώρησε. Δεν έχει καταδειχθεί οιοσδήποτε λόγος να ψευσθεί επί τούτων. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο Κατηγορούμενος ουδέν πειστικό πρόβαλε σχετικώς παρά μόνο άστοχες δικαιολογίες. Αποτελεί συνεπώς εύρημα μας ότι ο Κατηγορούμενος της έφτυνε με δύναμη στο στήθος ενώσω έκαναν μπάνιο ενώ τοποθέτησε το δάκτυλο του στον πρωκτό της ωστόσο μόλις εκδηλώθηκε η μη συγκατάθεση της Παραπονουμένης αυτός υπαναχώρησε.

 

Επιπλέον αποδεχόμαστε ότι ο Κατηγορούμενος την έπιασε από τον λαιμό κατά τη διάρκεια της 3ης περίπτυξης και την άφησε όταν κατάλαβε ότι η Παραπονούμενη πονούσε. Τούτων λεχθέντων, παραμένει ασαφές το πώς ακριβώς την έπιασε. Επισημαίνουμε επίσης ότι η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε ή και της υποβλήθηκε η θέση του Κατηγορουμένου ότι είναι από το σβέρκο που την έπιασε, ως θα έπρεπε συμφώνως των λεχθέντων στην Tekinder Pal, ανωτέρω.

 

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, το συγκεχυμένο των ενεργειών της και των τοποθετήσεων της ως επίσης και οι μη ξεκάθαρες θέσεις της, είναι που μας οδηγούν στο να μην μπορούμε να στηριχθούμε στη μαρτυρία της για να εξαγάγουμε ασφαλή ευρήματα και δη ασφαλές εύρημα για την ύπαρξη ή μη συναίνεσης. Για να καταστούμε αντιληπτοί παραθέτουμε επιπλέον τα ακόλουθα:

 

Η μάρτυρας δεν τοποθετήθηκε ξεκάθαρα για το εάν είχαν προβεί σε πράξεις γενετήσιων ορμών εξ αποστάσεως δια τηλεφώνου τα ξημερώματα της ίδιας μέρας. Η τελευταία απάντηση της κατά την αντεξέταση, ήταν ότι δεν θυμόταν. Αν όμως η απάντηση της μπορεί να ήταν και θετική, τότε ανατρέπεται όλο το υπόβαθρο που έθεσε στα όσα ανάφερε στο Δικαστήριο για την μεταξύ τους σχέση. Επίσης μας προκαλεί εντύπωση πώς με περισσή λεπτομέρεια θυμόταν το τί ακριβώς επεσυνέβη σε κάθε ένα από τα τρία συμβάντα, λεπτομέρειες ακόμα και πότε γύριζε τα πόδια της για να αποφύγει τον Κατηγορούμενο και δεν μπορούσε να θυμηθεί τούτο το ουσιώδες. Αυτό το συμβάν όμως θεωρούμε ότι είναι τόσο ισχυρό ιδιαίτερα όταν μετά ακολούθησε ο κατ’ ισχυρισμόν βιασμός ώστε να είναι αναμενόμενο να το θυμάται αυτός που το έπραξε. Δεν έγινε επίκληση ότι υπέστη σοκ και ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί λεπτομέρειες των προηγούμενων επαφών της για να το υπάγουμε σε κάτι τέτοιο.

 

Επιπλέον, ένα άλλο σημείο που αποστασιοποιείται σε μεγάλο βαθμό της λογικής είναι το ακόλουθο. Είπε ότι είχε επικοινωνήσει τις πρωινές ώρες της 02/04/21 με τον Κατηγορούμενο για να του ότι πει δεν ήθελε να συνεχίσουν τις τηλεφωνικές επαφές τους. Ως το έθεσε ήθελε να του εξηγήσει:

 

«….ότι καταλαβαίνω τι νιώθει εκείνος, καταλαβαίνω τι ψάχνει, δεν είμαι εκείνο που ψάχνει, δεν θέλω κάτι άλλο από εσένα και καλύτερα να σταματήσουμε να μιλούμε γιατί βρίσκομαι και εγώ σε δύσκολη φάση και με το Πανεπιστήμιο γιατί με ενοχλεί συνέχεια.»

 

Δεν θυμόταν ως είπε τί ακριβώς του είχε πει άλλα σε εκείνο το τηλεφώνημα ο Κατηγορούμενος της έκλεισε το τηλέφωνο, αυτή θύμωσε και για αυτό και τον καλούσε πίσω μετά, χωρίς ο Κατηγορούμενος να της απαντά. Η ίδια θύμωσε περισσότερο. Εν συνεχεία, είπε ότι τον καλούσε πίσω διότι κατάλαβε ότι ο Κατηγορούμενος είχε θυμώσει και η ίδια ήθελε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα και να λήξει τα πράγματα ήρεμα και πολιτισμένα. Οι τοποθετήσεις της αυτές δεν έχουν συνοχή. Ο Κατηγορούμενος έκλεισε το τηλέφωνο. Για ποιο λόγο η ίδια του ξανατηλεφωνούσε, ο στόχος της να μην την ενοχλεί είχε επιτευχθεί. Ακόμα και εάν αυτή η συμπεριφορά μπορούσε να υπαχθεί στην αμφιθυμία της ή στο ότι είναι «people pleaser» ή ότι έχει ανάγκη να είναι αποδεκτή, η συνέχεια της αντεξέτασης και οι απαντήσεις της, δημιουργούν αμφιβολία για το ποιο ήταν πραγματικά το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος εκείνης της βραδιάς.

 

Η μάρτυρας είπε επίσης ότι ο Κατηγορούμενος, της απάντησε με μήνυμα τελικά στις 09:25 το πρωί της ίδιας μέρας και η ίδια του απάντησε στις 15:00 και με βιντεοκλήση. Ελλείπει λογική ακολουθία γιατί αφού σκοπός της ήταν να λήξει την επικοινωνία της γιατί κατά πρώτον τον προσκαλεί στο σπίτι της και κατά δεύτερο, ποια η ανάγκη να του πει να «μην πάει με ορέξεις» αφού του είχε ήδη πει στο βραδινό τηλεφώνημα ότι δεν ήθελε να συνεχίσουν ούτε και τις τηλεφωνικές επαφές τους.

 

Ενώ στην κατάθεση της στην αστυνομία την οποία και υιοθέτησε, αναφέρει ότι πριν πάει ο Κατηγορούμενος στο σπίτι της του είχε πει «να μην πάει με ορέξεις» διότι είχε «περίοδο». Κατά την κυρίως εξέταση της είπε προφορικώς ότι ποτέ δεν υπήρξε συζήτηση περί σεξ πριν ο Κατηγορούμενος πάει στο σπίτι της. Σημαντικό και τούτο: Ως καταγράφει στην κατάθεση της του είπε να μην «πάει με ορέξεις» διότι είχε «περίοδο» και όχι για κάποιο άλλο λόγο. Αυτό το οποίο πρωτίστως πρόβαλλε ως προβληματικό για να συνευρεθούν ερωτικά ήταν ότι είχε έμμηνο ρύση και όχι το ότι η ίδια δεν ήθελε ή ότι η συνουσία ήταν εντελώς απομακρυσμένη.

 

Ξενίζει επίσης πώς η μάρτυρας δεν ήταν βέβαιη και δεν τοποθετήθηκε ξεκάθαρα για το εάν φίλησε τον Κατηγορούμενο στην κουζίνα όταν τον συνάντησε. Δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί με σιγουριά, ως είπε κατά την αντεξέταση της. Παραθέτουμε τη σχετική στιχομυθία (σελ. 79 των πρακτικών):

 

«E.      Εσύ δεν τον φίλησες;

A.         Δεν θυμάμαι, αλλά νομίζω πως όχι.

E.         Εκεί στην κουζίνα αναφέρομαι. 

A.         Δεν θυμούμαι.

E.         Μπορεί και να τον φίλησες;

A.         Δεν μπορώ να σας απαντήσω κάτι τέτοιο.

E.         Το αποκλείετε δηλαδή;

A.         Δεν μπορώ να απαντήσω σίγουρα.

E.         Εγώ σας υποβάλλω ότι τον φιλήσατε και εσείς.

A.         Δεν μπορώ να απαντήσω.

Ε.        Στο στόμα και παθιασμένα.

Α.         Στο στόμα και παθιασμένα; Δεν θυμάμαι για να απαντήσω».

 

Η απάντηση της όμως αυτή ήταν ουσιώδης διότι ως αρχικώς παρουσίασε τα γεγονότα της 1ης αλληλουχίας, μέχρι που πήγαν στο δωμάτιο, η ίδια δεν είχε δείξει ερωτική διάθεση στον Κατηγορούμενο. Εξ ού και είπε προφορικώς ότι αυτός θεωρούσε ότι επειδή τη φίλησε εκείνη τη μέρα στο αυτοκίνητο, ότι ήταν εντάξει να τη φιλήσει και αυτή τη φορά. Διαφοροποιείται όμως το όλο σκηνικό και υπόβαθρο εάν είχε και αυτή ανταποκριθεί στο ερωτικό ενδιαφέρον που έδειξε ο Κατηγορούμενος ενώσω βρίσκονταν στην κουζίνα.

 

Τα πιο πάνω δημιουργούν ρήγμα στην αξιοπιστία της και αμφιβολία για το κατά πόσο προσήλθε στο Δικαστήριο για να αποκαλύψει όλη την αλήθεια ή εάν το αίσθημα ντροπής και οι λανθάνουσες ενοχές που ένιωθε την κατέβαλαν ώστε να μην αποκαλύψει αυτές τις συμπεριφορές.

 

Το περιεχόμενο της μαρτυρίας της δημιουργεί αμφιβολία αφενός για το κατά πόσο η ίδια συναινούσε στις πράξεις που έλαβαν χώρα και αφετέρου κατά πόσο η Παραπονούμενη είχε δημιουργήσει την πεποίθηση στον Κατηγορούμενο ότι δεν συναινούσε.

 

Δέχθηκε την εισήγηση του Κατηγορουμένου να πάνε στο υπνοδωμάτιο ενώ ουδείς άλλος ήταν στο σπίτι τη δεδομένη στιγμή και θα μπορούσαν να καθίσουν οπουδήποτε αλλού για να συζητήσουν ή και για να παρακολουθήσει το μάθημα ως ήταν η πρόθεση της σύμφωνα με τα όσα η ίδια είπε αρχικώς. Στο δωμάτιο δέχθηκε να κλείσει τις κουρτίνες ενώ κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν προκαταρκτική εντύπωση ερωτικής διάθεσης η οποία μάλιστα συνέχισε και με την αφαίρεση του στηθόδεσμου από την ίδια. Η μάρτυρας αναφέρεται ότι την «έπεισε» ότι ήταν χειριστικός και πιεστικός. Όταν ο Κατηγορούμενος προχώρησε να της πιάσει το στήθος και άρα είχε ξεκάθαρα εκδηλώσει το σεξουαλικό του ενδιαφέρον, η Παραπονούμενη του είπε «Θυμίζω σου ότι έχω και μάθημα» οπόταν και της απάντησε «...καλάν να σε αγγίξω λίγο μην είσαι υπερβολική». Σε αυτό το πλαίσιο την έπεισε αναφέρει, να αφαιρέσει το πάνω εσώρουχο της όχι όμως και το πουλόβερ που φορούσε.

 

Αιτιολόγησε την αφαίρεση του στηθόδεσμου επίσης διότι πονούσε και όχι γιατί ξεκάθαρα δεν ήθελε, άλλωστε στο στάδιο εκείνο η ίδια επέλεξε να μην αφαιρέσει το πουλόβερ. Διαφαίνεται συνεπώς ότι υπήρχε περιθώριο να αντιταχθεί.

 

Στις περιγραφές της διαφάνηκε να είναι πιο έντονο το στοιχείο των λεκτικών πιέσεων του Κατηγορουμένου που συνάντησαν την ανάγκη της Παραπονουμένης να γίνεται αποδεκτή από τους άλλους και το να δυσκολεύεται να λέει, «όχι».

 

Δεν επρόκειτο όμως για ανήλικη ούτε και για πρόσωπο που δεν είχε προηγούμενη σεξουαλική εμπειρία. Επίσης δεν διαφάνηκε να μην υπήρχαν άλλοι διέξοδοι ή ακόμα και η ίδια ξεκάθαρα να εκδήλωσε τη βούληση της να μην συνεχίσει η όλη ενέργεια είτε λεκτικά είτε με το να σηκωθεί να απομακρυνθεί από το κρεβάτι ή και το δωμάτιο.

 

Εντοπίζουμε βεβαίως στις αναφορές της και περιγραφές που εμπεριέχουν το στοιχείο της βίας όπως ότι έκλεισε τα πόδια της, ότι κουλουριάστηκε στη γωνιά του κρεβατιού ότι έσπρωχνε τον Κατηγορούμενο όμως και αυτές οι αναφορές της εμπεριέχουν ψήγματα αμφιβολίας για το τί ακριβώς έλεγε ή και τί ακριβώς έκανε ιδωμένης της μαρτυρίας της στο σύνολο της.

 

Περιγράφει η Παραπονούμενη, ότι προσπάθησε να αντισταθεί. Από τις αναφορές της δεν φαίνεται να εκδηλωνόταν ευθέως η αντίθεση της σε αυτή καθαυτή τη πράξη παρά γινόταν αναφορά σε παράπλευρα θέματα. Αναφέρει λ.χ. (σελ. 3 της κατάθεσης της Έγγραφο Α(2)):

 

«Εγώ προσπάθησα να αντισταθώ, ασκούσα πίεση με προσπάθεια να κλείσω τα ποδιά μου, γιατί δεν ήθελα να κάνω σεξ μαζί του, αλλά αυτός μου τράβηξε ξανά το δεξί μου γόνατο και μου είπα απλά είναι για να βολευτώ καλύτερα εγώ. Στην συνέχεια ξεκίνησε να με αγγίζει ανάμεσα στα πόδια, και συγκεκριμένα πάνω στο μουνί μου αλλά πάνω από το εσώρουχο και την φόρμα. Μετά αυτός μου είπε ότι θα μου αρέσει και μου τράβηξε την φόρμα μου μέχρι τα γόνατα μου. Εγώ του είπα να σταματήσει γιατί ήμουν αδιάθετη και δεν ήθελα να με αγγίζει και αυτός έβαλε το χέρι του πάνω από το εσώρουχο μου, δηλαδή πάνω στο μουνί μου».

 

Από αυτό το απόσπασμα όμως ενώ λέει ότι προσπαθούσε να ασκήσει πίεση και να αντισταθεί κατά μη κατανοητό τρόπο όταν λέει ότι της άνοιξε το γόνατο είπε ότι είναι για να βολευτεί η ίδια καλύτερα. Να βολευτεί όμως γιατί και πώς. Επί τούτου κατά την κυρίως εξέταση της ζητήθηκε να διευκρινίσει και τί έγινε στη συνέχεια η μάρτυς είπε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί.

 

Συχνή ήταν η θέση της ότι ο Κατηγορούμενος την έκανε να νιώσει παράλογη και όταν τούτο συνέβαινε η Παραπονούμενη έπραττε ως οι παραινέσεις του διότι την έπειθε. Η θέση αυτή προβλήθηκε για γεγονότα και στις τρεις αλληλουχίες συμβάντων. Έγινε ακόμα και στο μπάνιο μετά την πρώτη αλληλουχία συμβάντων αλλά και ακόμα και μετά τα γεγονότα στο μπάνιο στην τρίτη αλληλουχία συμβάντων. Τούτο όμως θολώνει ακόμα περισσότερο τα νερά για το κατά πόσο είχε κάνει σαφή τη θέση της ότι δεν συγκατατίθετο. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τις αναφορές της ότι ο Κατηγορούμενος όντως υπαναχώρησε όταν ευθέως είχε εκδηλώσει τη δυσαρέσκεια της στο μπάνιο ή όταν την έπιασε από το λαιμό ή ακόμα και όταν δεν είχε συγκατατεθεί να αφαιρέσει το πουλόβερ της.

 

Το ότι η Παραπονούμενη φαίνεται να επιζητούσε κάποιου είδους ρομαντισμό και τρυφερότητα στα όσα συνέβαιναν είναι κάτι που η ίδια προβάλλει στη μαρτυρία της. Αναφέρει ότι ξάπλωσε δίπλα του μετά το μπάνιο για να νιώσει τρυφερότητα και χωρίς ρούχα. Τούτο όμως δημιουργεί περαιτέρω αμφιβολίες για το εάν έστελνε στον Κατηγορούμενο σαφή μηνύματα.

 

Επισημαίνουμε δε και τούτο που δημιουργεί προβληματισμό για το αν μπορούσε να αντιδράσει ή όχι. Όταν στο μπάνιο εξέφρασε την ξεκάθαρη μη συγκατάθεση της να του καθαρίσει τον πρωκτό φαίνεται ότι ο Κατηγορούμενος δεν επέμεινε και ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει ότι όταν αντιλήφθηκε την ώρα που έκαναν μπάνιο μαζί ότι ο Κατηγορούμενος έβαλε τα δάκτυλα του στον πρωκτό της, μόλις η ίδια αντέδρασε, ο Κατηγορούμενος υπαναχώρησε. Τούτο συνηγορεί στο ότι δεν συνέτρεχε λόγος φόβου ή και δεν υπήρχε οιαδήποτε άλλη απειλή.

 

Διαφάνηκε επίσης να μην ήταν ξεκάθαρο και στην ίδια εάν έκανε σεξ ή βιάστηκε. Ως είπε καθόταν στο μπάνιο και διερωτώταν γιατί έκλαιγε αφού μόλις είχε κάνει σεξ και έπρεπε να είναι ωραίο.

 

Κατά τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο είπε τα ακόλουθα συγκεκριμένα (σελ. 42 των πρακτικών):

 

«Δεν ήξερα το γιατί και έκλαιγα και προσπαθούσα να καταλάβω η ίδια γιατί έκλαιγα και θυμούμαι κρατούσα, έβαλα τα χέρια μου πάνω στον νιπτήρα, έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέπτη και ρωτούσα τον εαυτό μου συνέχεια ''γιατί κλαις; Αφού έκανες σεξ, έπρεπε ναν ωραίο''. Έλεγα τούντο πράγμα και προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήταν ωραίο τούντο πράγμα που έζησα. Μετά έκατσα στο καπάκι της τουαλέτας, κρατούσα την κκελέ μου και έλεγα ''σταμάτα να κλαις να μην σε δει έτσι'' και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί έκλαιγα. Ήμουν σε τόσο σοκ που δεν ήξερα γιατί έκλαιγα εκείνην την ώρα και επειδή φοβόμουν να με δει έτσι προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι έπρεπε να σταματήσω να κλαίω, ότι δεν ήταν φυσιολογική η αντίδραση που είχα.

 

Επίσης στην ερώτηση της φίλης της εάν βιάστηκε ή αν αυτό που έγινε δεν της άρεσε, η Παραπονούμενη, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει παρά μόνο την Κυριακή ήτοι δύο μέρες μετά. Ανέφερε τα ακόλουθα (σελ. 44 των πρακτικών):

 

«Προσπαθούσα να καταλάβω αν τούτα τα έκανα με τη θέλησή μου ή όχι ως εκείνην τη στιγμή. Και θυμούμαι με ρώτησε η Μαρία ''δεν σου άρεσε ή δεν το ήθελες''; Και έμεινα και εθώρουν την γιατί δεν ήξερα αλήθεια την απάντηση. Δεν ήταν ξεκάθαρο κανένα από τα δύο ως εκείνην την ώρα μες τον νου μου. Οπόταν έμεινα και έβλεπα την, πραγματικά».

 

Επίσης η αμφιβολία της ίδιας για το εάν τα γεγονότα που έζησε ήταν βιασμός ή όχι σε συνδυασμό με το ότι αναζήτησε ερμηνεία των όσων της επεσυνέβησαν από τρίτα πρόσωπα ήτοι την A.T., την «B.» από το «Σπίτι της Γυναίκας» αλλά και δικηγόρο, δημιουργούν ρήγμα στο κατά πόσο τα όσα μετέφερε στο Δικαστήριο επεσυνέβησαν ή ήταν προϊόν μετέπειτα νοητικής επεξεργασίας.

 

Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι η μάρτυρας όταν επεξεργάστηκε τα όσα επεσυνέβησαν στο σπίτι της με τον Κατηγορούμενο ένιωσε άσχημα και ότι ο τρόπος που ήρθαν σε σεξουαλική επαφή και οι πράξεις που έγιναν, δεν ήταν κάτι που ήθελε να είχε βιώσει με τον τρόπο που βίωσε. Τούτο διότι η ίδια επιζητούσε ως διαφάνηκε μία πιο τρυφερή προσέγγιση και πιο «ρομαντική» διάθεση, την οποία ο Κατηγορούμενος δεν είχε. Είμαστε βέβαιοι ότι η μετέπειτα θλίψη της για τα όσα έζησε, ήταν γνήσια.

 

Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος σε όλα τα στάδια που βρισκόταν με την Παραπονούμενη από το αυτοκίνητο της μέχρι και όταν πήγε στο σπίτι της συμπεριφερόταν έξω από τα όρια της κοινωνικής ευπρέπειας. Η αφαίρεση των παπουτσιών του και η τοποθέτηση των ποδιών του στο αυτοκίνητο ενός προσώπου που μόλις είχε γνωρίσει από κοντά και με το οποίο συνομιλούσαν ή και φλέρταραν προηγουμένως δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά όπως δεν είναι ευπρεπές σε ένα σπίτι το οποίο είναι φιλοξενούμενος να κινείται σε αυτό με λάσπες και το αποκορύφωμα να ουρεί στην μπανιέρα μετά την ερωτική συνεύρεση με κάποιο πρόσωπο το οποίο είχε μόλις δει για δεύτερη φορά.

 

Η συμπεριφορά του αυτή σε συνδυασμό με το είδος του σεξ που έλαβε χώρα έκανε την μάρτυρα να νιώσει δυσφορία. Έχοντας όμως κατά νου τις αντιφάσεις που παραθέτουμε στην αρχή της αξιολόγησης της σε συνδυασμό με όλα όσα αμέσως ανωτέρω αναφέρονται, καταλήγουμε ότι η μαρτυρία της, δεν είναι ικανή να μας οδηγήσει μετά βεβαιότητας σε κατάληξη ότι δεν υπήρξε συναίνεση. Ως αναφέρουμε και ανωτέρω, παραμένει διάχυτη στη μαρτυρία της η παραδοχή της ίδιας, ότι είναι πρόσωπο το οποίο έχει αδυναμία στο να θέτει όρια και επιδιώκει να ικανοποιεί τους ανθρώπους. Το γεγονός τούτο σε συνδυασμό με τα γεγονότα που περιέγραψε τα οποία ενέχουν το στοιχείο της αμφιθυμίας σχετικά με τα όσα έκανε και έλεγε την επίδικη μέρα, οδηγούν σωρευτικά με τα υπόλοιπα, στην κατάληξη ότι δεν μπορούμε να στηριχθούμε στη μαρτυρία της για να εξαγάγουμε ασφαλή ευρήματα σχετικά με την απουσία συναίνεσης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Με όλα όσα πιο πάνω προσπαθήσαμε να αναλύσουμε και εξηγήσουμε, κατάληξη μας είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τις κατηγορίες εναντίον του Κατηγορουμένου.

 

Κατά συνέπεια ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

 

 

 

(Υπ.) Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.

 

 

(Υπ.) Μ. Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

 

 

(Υπ.) Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 



[1] Για σκοπούς διευκρίνισης και ευκολίας ανάγνωσης της παρούσας, ξεκαθαρίζουμε ότι τα όσα παρατίθενται εντός εισαγωγικών με πλαγιογραφή, αποτελούν αυτούσια τη μεταφορά των λεχθέντων από τους μάρτυρες. Τα όσα τίθενται σε εισαγωγικά όχι όμως με πλαγιογραφή είναι τα όσα δήλωσαν οι μάρτυρες με αλλαγμένο μόνο το πρόσωπο (από πρώτο πρόσωπο σε τρίτο πρόσωπο) για σκοπούς αφήγησης.

[2] Ως αναφέρεται στη υπόθεση αυτή στην § 23, “The experience of judges who try sexual offences is that an image of stereotypical behaviour and demeanour by a victim or the perpetrator of a non-consensual offence such as rape held by some members of the public can be misleading and capable of leading to injustice. That experience has been gained by judges, expert in the field, presiding over many such trials during which guilt has been established but in which the behaviour and demeanour of complainants and defendants, both during the incident giving rise to the charge and in evidence, has been widely variable. Judges have, as a result of their experience, in recent years adopted the course of cautioning juries against applying stereotypical images of how an alleged victim or an alleged perpetrator of a sexual offence ought to have behaved at the time, or ought to appear while giving evidence, and to judge the evidence on its intrinsic merits. This is not to invite juries to suspend their own judgement but to approach the evidence without prejudice.”


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο