ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.     

                                                                  Αρ. Αίτησης: 93/2024

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΟΚΡΑΤΗΣΗ

 

Των

 

1.    KARIM UWEYDA, ΔΕΑ [ ], ημερ. γέννησης [ ]

2.    Ali ALABED ALKATACH, ΔΕΑ [ ], ημερ. γέννησης [ ]

3.    JUMAA ALALI, ΔΕΑ [ ], ημερ. Γέννησης [ ]

(Ύποπτοι/ Καθ’ ων Αίτηση)

Ημερομηνία: 8 Απριλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Αστυνομία / Αιτητές: κα. Α. Σιαπανή

Για τον 1ο ύποπτο / Καθ ού η Αίτηση 1: Αυτοπροσώπως/παρών  

Για τον 2ο ύποπτο / Καθ ού η Αίτηση 2: Αυτοπροσώπως/παρών

Για τον 3ο ύποπτο / Καθ ού η Αίτηση 3: κ. Α. Αλεξάνδρου μαζί με κα Ε. Αλεξάνδρου.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στις 7.4.2024 τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αίτημα για παραπομπή σε αστυνομική κράτηση, για περίοδο 8 ημερών, των πιο πάνω προσώπων, οι οποίοι συνελήφθησαν στις 7.4.2024 κατά τις ώρες που αναφέρονται στο λεκτικό προσωποκράτησης (Τεκμήριο 1) που συνοδεύει την παρούσα Αίτηση, δυνάμει δικαστικού εντάλματος ημερομηνίας 5.4.2024 που εκδόθηκε εναντίον τους, ως ύποπτοι για τη διάπραξη των ακόλουθων αδικημάτων, τα οποία διαπράχθηκαν κατά τη χρονική περίοδο από το έτος 2021 μέχρι και σήμερα:

 

1.    Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Κεφ. 154.

2.    Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, κατά παράβαση του άρθρου 372 του Κεφ. 154.

3.    Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, κατά παράβαση του άρθρου 63Α του Κεφ. 154,

4.    Συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων, κατά παράβαση του άρθρου 63Β του Κεφ. 154.

5.    Αδικήματα κατά παράβαση των άρθρων 19(β) και (δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

6.    Υποβοήθηση παράνομης εισόδου, διέλευσης και παραμονής, κατά παράβαση του άρθρου 19Α(1) και (2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

7.    Ειδικές Διατάξεις σε σχέση με πρόσωπα που εισέρχονται ή εγκαταλείπου τη Δημοκρατία, κατά παράβαση του άρθρου 12(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

8.    Υποκίνηση, συνέργεια και απόπειρα διάπραξης των άρθρων 6 μέχρι 11, κατά παράβαση του άρθρου 15(1) και (2) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, Ν. 60(Ι)/2014.

9.    Λαθρεμπόριο Μεταναστών κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8 του περί Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών και του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (κυρωτικός) Νόμος του 2003, Ν. 11(ΙΙΙ)/2003 και κατά παράβαση του Πρωτοκόλλου κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών που συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και

10. Ο περί Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητας (Νόμος 188(Ι)/2007, Ν. 58(Ι)/2010, Ν. 80(Ι)/2012, Ν. 192(Ι)/2012, άρθρα 3, 4 και 5.

 

Η αίτηση υπογράφεται από τον υπαστυνόμο Χρυσόστομο Χρίστου, ενώ μαρτυρία ενώπιον μου, προς υποστήριξη του αιτήματος της Αστυνομίας, έδωσε ο Λοχίας 3515 Μ. Νικολάου.

 

Με την ολοκλήρωση της κυρίως εξέτασης του μάρτυρα, το Δικαστήριο έδωσε το δικαίωμα στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, αλλά και στο συνήγορο του Καθ’ ου η Αίτηση 3 να αντεξετάσουν αυτόν. Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 δεν αντεξέτασε τον μάρτυρα, ενώ ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 ανέφερε ότι δεν έχει καμία σχέση με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, ενώ διερωτήθηκε ως προς το ποια τα στοιχεία/ μαρτυρία που υπάρχει εναντίον του. Ακολούθως, ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση 3 προχώρησε σε εκτεταμένη αντεξέταση του μάρτυρα. Σημειώνω εδώ ότι τα όσα ανέφερε ο μάρτυρας, τόσο στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης όσο και της αντεξέτασης του, καταγράφονται στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν κρίνω σκόπιμο να τα επαναλάβω, ειδικά δεδομένων των γνωστών αρχών περί αξιολόγησης μαρτυρίας σε αιτήσεις προσωποκράτησης όπως η παρούσα.

 

Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης και αντεξέτασης του μάρτυρα, η συνήγορος της Αστυνομίας αγόρευσε προς υποστήριξη του αιτήματος της και υποστήριξε τη θέση ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος προσωποκράτησης εναντίον όλων των Καθ’ ων η Αίτηση. Από πλευράς των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, οι ίδιοι υποστήριξαν, στην ουσία, ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο/ μαρτυρία που να τους συνδέει με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ενώ ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση 3, εκείνο που εισηγήθηκε είναι ότι δεν υπάρχει μαρτυρία, ενώπιον του Δικαστηρίου που να δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 3 συνδέεται με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, με εκείνο που υπάρχει να είναι μόνο πληροφορίες. Επίσης, εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία που προσκομίστηκε για το ότι υπάρχει αρκετό ανακριτικό έργο που πρέπει να ολοκληρωθεί, είναι γενική και αόριστη.

 

Τόσο η συνήγορος της Αστυνομίας όσο και ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση 3 αγόρευσαν εκτεταμένα ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν σκοπεύω να επαναλάβω τα όσα έχουν αναφέρει, εφόσον αυτά είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Σημειώνω όμως ότι έχω λάβει υπόψη μου το κάθε τι που αναφέρθηκε τόσο από τη συνήγορο της Αστυνομίας, όσο και από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, αλλά και τον συνήγορο του Καθ’ ου η Αίτηση 3.

 

Νομική Πτυχή

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης περιέχεται στο άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι πρόνοιες του οποίου πρέπει να διαβάζονται και να ερμηνεύονται υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 11 του Συντάγματος, καθώς επίσης και του Άρθρου 5(1)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, που η Κυπριακή Δημοκρατία κύρωσε με το Νόμο 39/62.

 

Ανεξαρτήτως του κατά πόσο υπάρχει ή όχι ένσταση από ύποπτο πρόσωπο στην αίτηση προσωποκράτησης του, αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να αιτιολογήσει δικαστικά την απόφαση τυχόν διαταγής προσωποκράτησης του υπόπτου, εφόσον τέτοιο διάταγμα επηρεάζει θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, εκείνο της ελευθερίας του ατόμου. Το Δικαστήριο, στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος προσωποκράτησης υπόπτου, έχει κατά νου την ανάγκη διασφάλισης ενός ορθολογιστικού ισοζυγίου μεταξύ, αφενός, της ανάγκης προστασίας της ατομικής ελευθερίας και, αφετέρου, της ανάγκης παροχής λογικής ευκαιρίας στις ανακριτικές αρχές για να διερευνήσουν τα ποινικά αδικήματα και να προσάγουν τον παραβάτη ενώπιον της δικαιοσύνης (Stamataris v Police [1983] 2 C.L.R. 107, Συμιλλίδης v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6361, ημερ. 6.6.97).

 

Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ατόμου χάριν των αστυνομικών ανακρίσεων, συγκεφαλαιώνονται στην υπόθεση Stamataris v Police (1983) 2 CLR 107 και αντανακλούνται σε μεταγενέστερες αποφάσεις, όπως η Aeroporos & another v. Police (1987) 2 CLR 232, Khoury v Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56Συμιλλίδης v Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160 και Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 ΑΑΔ 165Δημητριάδης v Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 312Πέτρου κ.α. ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679, Αγαθοκλέους ν Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 7Άνκα Ζαφίροβα ν Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 284Παναγιώτου ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 375Τσακαρίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 396, Ποιν. Εφ. 7650, Βενιζέλος Ζανέτου κ.α. ν Αστυνομίας, ημερ. 10.10.2013Αριστοδήμου κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 196/2014 κ.ά., απόφαση ημερ. 25.9.2014 και Χρίστος Χριστοδουλίδης ν. Αστυνομίας, απόφαση ημερ. 15.2.2018, Π.Ε 206/2016.

 

Οι αρχές αυτές συνίστανται στο ότι το βάρος είναι στην Αστυνομία να αποδείξει, σωρευτικά ότι:

 

1.    Υπάρχει μαρτυρία που να αποκαλύπτει τη διάπραξη κάποιου αδικήματος, και

2.    Υπάρχει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι ο ύποπτος συνδέεται με αυτό, και

3.    Υπάρχει ανακριτικό έργο που δεν συμπληρώθηκε, και

4.    Η απόλυση του υπόπτου είναι δυνατό να επηρεάσει τις ανακρίσεις, όπως π.χ. τη μαρτυρία ή την εξαφάνιση τεκμηρίων ή η κράτηση του να είναι αναγκαία για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων

 

Όλα τα πιο πάνω πρέπει να υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία και, επαναλαμβάνω, να συντρέχουν σωρευτικά. Στην πρόσφατη απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 71/2019, ΚΙΤΣΙΟΣ v AΣΤΥΝΟΜΙΑ, απόφαση ημερ. 26.6.2019, επαναλήφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι κατά την διάρκεια της προσωποκράτησης δεν αξιολογείται επισταμένα η μαρτυρία που υπάρχει εναντίον υπόπτου ως να ήταν η δίκη του, διότι περί υπονοιών και μόνο ο λόγος και τίποτε άλλο (βλ. επίσης Συμιλλίδης ν Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 6331, ημερ. 06.06.1997).

 

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (1) ανωτέρω, πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι ενώπιον του Δικαστηρίου θα πρέπει να τεθεί μαρτυρία που να πείθει, ότι έχει διαπραχθεί κάποιο συγκεκριμένο αδίκημα και να είναι τέτοια που να δημιουργεί λογικές υποψίες ότι υφίστανται όλα τα συστατικά στοιχεία τέτοιου αδικήματος.

 

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (2) ανωτέρω, που αφορά το ζήτημα της ύπαρξης  «μαρτυρίας», η οποία να είναι ικανή να δημιουργήσει «εύλογες» υποψίες σύνδεσης των υπόπτων με τα αδικήματα, εκείνο που αναζητείται είναι κάτι πολύ λιγότερο από απόδειξη διάπραξης των αδικημάτων από τους υπόπτους.

 

Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της διαδικασίας προσωποκράτησης είναι η διακρίβωση της γνησιότητας και του εύλογου των υπονοιών των αστυνομικών αρχών για τη συμμετοχή ή σύμπραξη του υπόπτου στην διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, εξού και ως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Δημητριάδης v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6361 ημερ. 31.7.97, τα επίδικα θέματα αίτησης για προσωποκράτηση πρέπει να περιορίζονται στην γνησιότητα και το εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας και την αναγκαιότητα της κράτησης για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας σχετικά με τις συγκρουόμενες εκδοχές που προβάλλονται ενώπιον του Khoury v Police [1989] 2 C.R.L. 56.

 

Στην Τσακαρίδης v Αστυνομίας, (2004) 2 Α.Α.Δ 396, αναφέρθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά που αφορούν την διαδικασία εξέτασης αιτήματος παραπομπής σε αστυνομική κράτηση:

 

‘’Να επαναλάβουμε, για πολλοστή φορά, πως η διαδικασία, σαν αυτή που εξετάζουμε, αφορά συγκεκριμένο θέμα: αν δηλαδή στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύεται εύλογη υπόνοια ότι ο καθ’ ου ενέχεται στο υπό διερεύνηση αδίκημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση όπως παράνομης κατοχής περιουσίας. Το Δικαστήριο, εφόσο διαπιστώσει το πιο πάνω βασικό και ουσιαστικό στοιχείο, προχωρεί να εξετάσει αν για τη συμπλήρωση  των ανακρίσεων είναι αναγκαία η κράτηση του καθ’ ου. Και ανάλογα με το περιεχόμενο των ανακρίσεων, και την πορεία όπως, ποιο είναι το απαραίτητο χρονικό διάστημα όπως κράτησης. Όπως, και τούτο αποφασίζεται από το σύνολο των περιστατικών όπως υπόθεσης, κατά πόσο το αίτημα όπως Αστυνομίας γίνεται καλόπιστα. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για αλλότριους σκοπούς, όπως π.χ. η ταλαιπωρία κάποιου ανθρώπου.’’

 

Στην Aeroporos and Another v Police [1987] 2 C.L.R. 232 αναφέρθηκε ότι «Η έννοια της «εύλογης υποψίας» δεν θα μπορούσε να επεκταθεί ώστε να σημαίνει την διάπραξη του αδικήματος γιατί θα ήταν παράλογο για τους σκοπούς της διαδικασίας προσωποκράτησης να απαιτείται ο προσδιορισμός και η απόδειξη του αδικήματος εφόσον αυτός είναι ο σκοπός της ανάκρισης .. Εύλογη υποψία σημαίνει ότι υπήρχαν λόγοι για να υποψιάζεται κάποιος».

 

Η υπόνοια είναι εύλογη εφόσον η μαρτυρία στην διάθεση της Αστυνομίας τείνει κατά λογική προέκταση, να συνδέσει τον ύποπτο με τη διάπραξη του αδικήματος (Iωάννου v Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 495 και Lomjanidje v Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 401). Η καλόπιστη υπόνοια και μόνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση. Η υπόνοια πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή το ερώτημα προς απάντηση είναι κατά πόσον η Αστυνομία έχει στα χέρια της μαρτυρία που εύλογα συνδέει τον ύποπτο με τη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος (βλ. Ιωάννου (ανωτέρω)).

 

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (3) ανωτέρω, πρέπει για σκοπούς εξέτασης αίτησης για προσωποκράτηση υπόπτου, το ανακριτικό έργο να μην έχει συμπληρωθεί, εφόσον ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο ζητείται τέτοιο διάταγμα, είναι η διευκόλυνση του.

 

Τέλος σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (4), είναι απαραίτητο οι ανακριτικές αρχές να παρουσιάζουν στο Δικαστήριο μαρτυρία, ότι η κράτηση του υπόπτου είναι αναγκαία για την διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Αναγκαία θεωρείται η κράτηση ενός υπόπτου, για τους σκοπούς αποφυγής κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, ή αποφυγής καταστροφής μαρτυρίας και μαρτυρικού υλικού γενικότερα ή ακόμη για την παρεμπόδιση πιθανής εξαφάνισης του υπόπτου (Σιημητράς κ.α. v Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397).

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Σιημητράς κ.α. v Αστυνομίας (ανωτέρω), το Δικαστήριο με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό των μαρτύρων είναι εύλογα δικαιολογημένοι. Σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των ανακρίσεων και όπως τονίστηκε στην υπόθεση Πέτρου κ.α. v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679, δεν θα ήταν καν δυνατό να προκαθοριστεί τι ακριβώς οι ανάγκες εύλογα απαιτούν κατά περίπτωση. Ό,τι πρέπει να υπάρχει είναι η ύπαρξη ευλόγως δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων. Η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων είναι αφ' εαυτής ικανοποιητική αιτία για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. Το κριτήριο είναι η ύπαρξη πιθανού κινδύνου.

 

Συμπεράσματα

 

Κατ’ αρχάς σημειώνω ότι από την ενώπιον μου μαρτυρία, έχω ικανοποιηθεί ότι η μαρτυρία, στο βαθμό που απαιτείται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχει αποκαλύψει την ύπαρξη εύλογης υποψίας για τη διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται ανωτέρω, για τα οποία ζητείται η κράτηση. Υπενθυμίζεται ότι, σε τέτοιας φύσεως διαδικασία, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί η διάπραξη των αδικημάτων στον βαθμό που αποδεικνύεται σε ποινική δίκη αλλά είναι αρκετή, για σκοπούς έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος προσωποκράτησης, η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας διάπραξης των αδικημάτων (Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 375). Στην υπό κρίση περίπτωση, με βάση τα όσα προκύπτουν από την προσκομισθείσα μαρτυρία, διαπιστώνεται ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια διάπραξης των αδικημάτων, η οποία πρόδηλα προκύπτει από τη μαρτυρία του Λοχία 3515 Μ. Νικολάου. Εν πάση πριπτώσει, σημειώνω ότι εν προκειμένω, δεν αμφισβητήθηκε από οποιονδήποτε εκ των Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 ότι η Αστυνομία εξετάζει υπαρκτά και συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, τα οποία καλείται να διαλευκάνει. Συνεπώς, έχω ικανοποιηθεί ότι η 1η προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης, στην παρούσα περίπτωση, πληρείται.

 

Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η Αστυνομία έχει καταφέρει να καταδείξει την ύπαρξη εύλογης υποψίας για τη διασύνδεση των Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Υπενθυμίζεται ότι η απλή διατύπωση υπονοιών, όσο καλόπιστες και να είναι, εντελώς θεωρητικές ή υποθετικές και χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία, δεν αρκεί. Από τη μια εξισορροπείται η αναγκαιότητα για προστασία της ελευθερίας του ατόμου και από την άλλη η παροχή λογικής ευκαιρίας στις ανακριτικές αρχές να διαλευκάνουν αποτελεσματικά το έγκλημα. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 495, στην οποία με παρέπεμψε τόσο η συνήγορος της Αστυνομίας όσο και ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση 3:

 

«Η πίστη των Αστυνομικών αρχών, ως προς την ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα πρέπει να είναι καλοπροαίρετη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι Αστυνομικές αρχές έδωσαν, όπως κατατέθηκε, πίστη στην πληροφορία που πήραν. Η παρατήρηση που θέλουμε να κάνουμε είναι ότι δεν πρέπει να δίδεται αβασάνιστα πίστη σε πληροφορίες, μη θεμελιωμένες σε ενοχοποιητικά γεγονόταΕν πάση περιπτώσει, η καλόπιστη υπόνοια και μόνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση. Η υπόνοια πρέπει να είναι εύλογη. Προσλαμβάνει αυτό το χαρακτήρα, όπως επισημάναμε στη Stamataris v Police (1983) 2 CLR 107 σελ. 113, [..] «εάν μαρτυρία στα χέρια της Αστυνομίας εύλογα συνδέει τον ύποπτο με τη διάπραξη  του εγκλήματος υπό διερεύνηση».

 

Όπως εξηγήσαμε στη Συμιλλίδης ν Αστυνομίας, Π.Ε.6336, ημερ. 13.06.1997, δεν αξιολογείται στο στάδιο της πρωσοποκράτησης η αποδεικτική αξία των στοιχείων στη διάθεση της Αστυνομίας ή η δραστικότητά τους. Ό,τι εξετάζεται είναι το εύλογο, υπό το φως των στοιχείων, της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα. Δεν δημοσιοποιούνται οι καταθέσεις στα χέρια της Αστυνομίας, όπως υπέδειξε το Εφετείο στη Συμιλλίδης ν Αστυνομίας, Π.Ε.6336, ημερ. 13.06.1997, γεγονός που «είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει για ευνόητους λόγους το σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης». Πρέπει, όμως, τα στοιχεία αυτά να υπάρχουν και σ' αυτά να θεμελιώνεται το αίτημα της Αστυνομίας.

 

[…]

 

Στην προκείμενη περίπτωση, απουσίαζε το κοινό στοιχείο, που θα μπορούσε να συνδέσει τα γεγονότα και σωρευτικά να τα καταστήσει πηγή υπονοιών. Η πληροφορία για ανάμειξη του εφεσείοντα στο έγκλημα, απογυμνωμένη από κάθε ίχνος μαρτυρίας, δεν μπορούσε να αποτελέσει το βάθρο για την κράτησή του».

 

(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Στρεφόμενη τώρα στην υπό εξέταση περίπτωση, παρατηρώ τα εξής. Ό,τι προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία είναι ότι η όποια σύνδεση, τουλάχιστον, των Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, προκύπτει από πληροφορίες που λήφθηκαν από το ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου στις 13.3.2024, 22.3.2024 και 6.4.2024, οι μεν δύο πρώτες από συνεργαζόμενες υπηρεσίες του κράτους και η τρίτη από συνεργαζόμενη υπηρεσία του εξωτερικού και δη του Λιβάνου, αναφορικά τόσο με τα Καθ’ ων η Αίτηση πρόσωπα, όσο και με τα πρόσωπα που είναι καταζητούμενα. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει το περιεχόμενο των εν λόγω πληροφοριών (οι οποίες είναι απόρρητες) κατά την ακρόαση της αίτησης. Σημειώνω ότι ως ανέφερε ο μάρτυρας και δεν αμφισβητήθηκε, τούτες οι πληροφορίες είναι αξιόπιστες. Τόνισε η συνήγορος εκ μέρους της Αστυνομίας ότι τούτες δεν είναι από οποιοδήποτε τυχαίο πληροφοριοδότη αλλά από συνεργαζόμενες υπηρεσίες του κράτους και του εξωτερικού (Λιβάνου) και επομένως αξιόπιστες πληροφορίες οι οποίες μπορούν να μετουσιωθούν σε μαρτυρία εφόσον οι 2 πρώτες επιβεβαιώθηκαν και από πληροφορία του εξωτερικού. Στη βάση της μαρτυρίας του Λοχία 3515, οι εν λόγω πληροφορίες φέρουν την οικογένεια OUWAYZA @ OWAYZA Λιβανικής καταγωγής, να συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1-3, για τη θαλάσσια διακίνηση παράτυπων μεταναστών από το Λίβανο στην Κύπρο, ενώ οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 είναι επιφορτισμένοι με την είσπραξη χρημάτων από τη διακίνηση παράτυπων μεταναστών, τα οποία στη συνέχεια παραδίδουν στον 2ο καταζητούμενο. Από την ίδια πληροφορία, φαίνεται ότι και ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 εισπράττει χρήματα τα οποία παραδίδει στον 2ο καταζητούμενο, ο οποίος ακολούθως τα μεταφέρει στον επικεφαλής του κυκλώματος. Ανέφερε επίσης ο μάρτυρας ότι η τελευταία δε πληροφορία ημερ. 6.4.2024, η οποία λήφθηκε από υπηρεσία του εξωτερικού (Λίβανο) συνδέει άμεσα και τον Καθ’ ου η Αίτηση 3 με την θαλάσσια διακίνηση παράτυπων μεταναστών από το Λίβανο στην Κύπρο, χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στη μαρτυρία του σε οποιοδήποτε περιστατικό. Μάλιστα, αντεξεταζόμενος, επανειλημμένα ανέφερε ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν αναφέρονται αποκλειστικά στον Καθ’ ου η Αίτηση 3, αλλά και στους άλλους 2 υπόπτους, ως επίσης και σε άλλα πρόσωπα που καταζητούνται, οι οποίες έτυχαν διερεύνησης και από άλλες υπηρεσίες και είναι αξιόπιστες, ενώ επίσης αντεξεταζόμενος εάν σε κάποια από τις 3 καταθέσεις που λήφθηκαν μέχρι στιγμής γίνεται αναφορά στον Καθ’ ου η Αίτηση 3, η απάντηση του ήταν «όχι συγκεκριμένα», ενώ σε ερώτηση του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ως προς το ποια μαρτυρία έχει η Αστυνομία εναντίον του, ο μάρτυρας απάντησε ότι οι πληροφορίες έχουν υποδειχθεί στο Δικαστήριο.

 

Είναι γεγονός ότι από τη διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών και τουλάχιστον των πληροφοριών ημερ. 13.3.2024 και 22.3.2024 στο ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου, δεν διασφαλίστηκε μέχρι στιγμής οποιαδήποτε μαρτυρία ή στοιχεία που να συνδέουν τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Τα όσα παραλήφθηκαν από τις οικίες ή υποστατικά των Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3, δεν συνδέθηκαν, στη βάση του ενώπιον μου μαρτυρικού υλικού, με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Δεν μου διαφεύγει σε καμία περίπτωση ότι και οι 3 πιο πάνω πληροφορίες αποτελούν αξιόπιστες πληροφορίες και δεν είναι από οποιοδήποτε τυχαίο πληροφοριοδότη. Εντούτοις, όσο καλόπιστες και αν είναι αυτές, δεν παύει να είναι πλήρως απογυμνωμένες από κάθε ίχνος μαρτυρίας που να τείνει να καταδείξει την όποια τυχόν ανάμειξη ή σύνδεση των Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Επομένως και υπό το φως των όσων λέχθηκαν στην απόφαση στην Ιωάννου ν Αστυνομίας (ανωτέρω), οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν να στηρίξουν «εύλογη υπόνοια σύνδεσης» των Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 κατά τα απαιτούμενα βάσει του άρθρου 24 του Κεφ. 155. Διαφορετική προσέγγιση, θα ισοδυναμούσε με την αβασάνιστη αποδοχή μαρτυρίας από πλευράς Αστυνομίας για δικαιολόγηση κράτησης στη βάση ύπαρξης πληροφοριών και μόνο (βλ. επίσης YORDANOVA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 22/24, απόφαση ημερ. 19/2/2024, όπου με αναφορά στην Ιωάννου (ανωτέρω) αναφέρθηκε ότι «Άλλωστε ούτε θα μπορούσε μια πληροφορία να αποτελέσει το βάθρο για κράτηση, αν δηλαδή δεν προέκυπτε η μεταγενέστερη μαρτυρία»).

 

Στη βάση της πιο πάνω διαπίστωσης μου, παρέλκει η ανάγκη για εξέταση των λοιπών κριτηρίων, τουλάχιστον, σε ότι αφορά τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3. Η αποτυχία της Αστυνομίας να καταδείξει εύλογη υποψία για τη διασύνδεση των Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 με τα υπό διερεύνηση αδικήματα είναι καταλυτική για την τύχη της παρούσας αίτησης αναφορικά με αυτούς.

                                                        

Στρέφομαι τώρα να εξετάσω τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου σε σχέση και με τον Καθ’ ου η Αίτηση 1. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Ιωάννου ν Αστυνομίας (ανωτέρω) «Στοιχεία, τα οποία δεν μπορεί, αφ' εαυτών, να διεγείρουν υπόνοιες, μπορεί, όπως επισημάναμε στην υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6331, 6/6/97, να προσλάβουν διαφορετική υφή, αθροιστικά θεωρούμενα. Αυτό μπορεί να επέλθει, εφόσον υπάρχει συνεκτικός κρίκος, ο οποίος τείνει να τα συνδέσει. Εφόσον τέτοια στοιχεία ανάγονται σε κοινό ενοχοποιητικό παρονομαστή, μπορεί να προσμετρήσουν ως επιβαρυντικά».

 

Παρατηρώ, εν προκειμένω, ότι σε σχέση με τον Καθ’ ου η Αίτηση 1, οι πληροφορίες που έχουν ληφθεί από την Αστυνομία, υποστηρίζονται και από την ενώπιον μου μαρτυρία που έχει μέχρι στιγμής συλλεχθεί. Αθροιστικά θεωρούμενα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου, πάντα σε σχέση με τον Καθ’ ου η Αίτηση 1, μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία εύλογης υπόνοιας ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 εμπλέκεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, καθότι κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία απέκρυψε την πραγματική σχέση που είχε με τον φερόμενο επικεφαλής του κυκλώματος διακίνησης παράτυπων μεταναστών και, ψευδώς, ανέφερε ότι ήταν υιός του 2ου καταζητούμενου, εναντίον του οποίου έχει εξασφαλιστεί μαρτυρία περί εμπλοκής του στα υπό διερεύνηση αδικήματα (στη βάση της κατάθεσης που λήφθηκε στις 6.4.2024 από αλλοδαπό Συριακής καταγωγής που διαμένει στο έδαφος της Δημοκρατίας υπό το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας[1]). Επίσης, στη βάση πάντα, των δικών του καταθέσεων (του Καθ’ ου η Αίτηση 1), κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία και για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, δήλωσε ότι διέμενε με τον 2ο καταζητούμενο, όντας υιός του Ali Mohamed OWAYZA, ήτοι του φερόμενου επικεφαλής του κυκλώματος διακίνησης παράτυπων μεταναστών, εναντίον του οποίου, έχει επίσης εξασφαλιστεί μαρτυρία που τον εμπλέκει στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Τέλος, ως ο ίδιος ανέφερε, στην παρουσία του στην οικία του 2ου καταζητούμενου, ο τελευταίος φέρεται να ενεργεί ώστε διάφοροι αλλοδαποί, Συριακής καταγωγής, να επιτύχουν τη μεταφορά τους από το Λίβανο στην Κύπρο, μέσω βαρκών.

 

Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3, οι πληροφορίες που θέλουν τον Καθ’ ου η Αίτηση 1 να εμπλέκεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, δεν είναι απογυμνωμένες από οποιαδήποτε σχετική ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, αλλά, τουναντίον, μαζί με αυτήν, συνθέτουν επαρκές πλαίσιο που δικαιολογεί δικαστική κρίση, στην οποία και προβαίνω, ότι τούτος εύλογα πιστεύεται ότι δυνατόν να ενέχεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι σε σχέση με τον ύποπτο υπ’ αρ. 1, η δεύτερη προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης, πληρείται. Επομένως, προχωρώ να εξετάσω τις λοιπές προϋποθέσεις σε σχέση με τον ύποπτο υπ’ αρ. 1.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, στη βάση του ενώπιον μου μαρτυρικού υλικού, το ανακριτικό έργο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, αντιθέτως βρίσκεται στα αρχικά στάδια εφόσον μόλις χτες το πρωί συνελήφθη ο ύποπτος υπ’ αρ. 1 και μέχρι στιγμής η Αστυνομία έχει λάβει 3 καταθέσεις, ενώ αναμένεται να ληφθούν ακόμα 50 περίπου καταθέσεις, πλείστες εκ των οποίων με τη βοήθεια διερμηνέα, εκ των οποίων από το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, ενώ θα ληφθούν και καταθέσεις από μετανάστες οι οποίοι αφίχθηκαν, πρόσφατα, παράνομα στη Δημοκρατία, με βάρκες. Επίσης, η Αστυνομία πρόκειται να προβεί και σε άλλες ενέργειες και εξετάσεις που με λεπτομέρεια έχουν αναφερθεί από τον μάρτυρα και τις οποίες δεν κρίνω σκόπιμο να τις επαναλάβω. Τα πιο πάνω σημειώνω, ουδόλως αμφισβητήθηκαν από τον ύποπτο υπ’ αρ. 1.

 

Τέλος, στη βάση της ενώπιον μου μαρτυρίας, κρίνω ότι η κράτηση του υπόπτου υπ’ αρ. 1 είναι αναγκαία για  την απρόσκοπτη συνέχιση και διεκπεραίωση των ανακρίσεων που συνεχίζονται. Αυτή η αναγκαιότητα προκύπτει από το γεγονός ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτός να επηρεάσει μάρτυρες, αφού θα ληφθούν καταθέσεις από το φιλικό και οικογενειακό του περιβάλλον, ενώ όπως αναφέρθηκε εκκρεμεί η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης ημερ. 5.4.2024 εναντίον ακόμη δύο προσώπων, με τον μεν 1ο καταζητούμενο να είναι αδερφός του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και ο 2ος καταζητούμενος να είναι το πρόσωπο με το οποίο διέμενε μαζί του κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία, και επομένως αποτελούν πρόσωπα που έχουν άμεση σχέση με τον ύποπτο υπ’ αρ. 1.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και συνεκτιμώντας το γεγονός ότι το αιτούμενο διάταγμα θα επηρεάσει τη ζωή του υπόπτου υπ’ αρ. 1, εφόσον θα περιορίσει την ελευθερία του, κρίνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 24 του Κεφ.155 και ότι το αιτούμενο διάταγμα είναι αναγκαίο για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης.

 

Ως προς τη διάρκεια της αιτούμενης κράτησης, κρίνω ότι το ανακριτικό έργο που υπολείπεται είναι τέτοιο που δικαιολογεί την κράτηση του υπόπτου υπ’ αρ. 1 για χρονικό διάστημα 8 ημερών.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων όσων εξήγησα ανωτέρω, διατάσσω την παραπομπή του υπόπτου υπ’ αρ. 1  σε αστυνομική κράτηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 24 του Κεφ.155, για 8 ημέρες. Εάν οι αστυνομικές ανακρίσεις περατωθούν νωρίτερα, ο ύποπτος να αφεθεί ελεύθερος.

 

Επιπρόσθετα, για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία, η αίτηση σε ότι αφορά τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 απορρίπτεται. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι.

 

Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

(Υπογρ.)……………………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Βλ. σελ. 3 του Τεκμηρίου 1.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο