ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ:        Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.

                            Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.

                            A. Λουκά, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 16808/2022

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

v.

 

Χ.Α.

Κατηγορουμένου

 

Ημερομηνία: 24 Ιουλίου 2024.

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Μ. Μασούρα για τον Γενικό Εισαγγελέα.

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Λ. Κυριακίδης

Κατηγορούμενος, παρών

 

ΠΟΙΝΗ

 

[Η κυκλοφορία της ποινής υπόκειται σε περιορισμό. Η ποινή έχει ανωνυμοποιηθεί σύμφωνα με τις εγκυκλίους του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αρ. 142 και 143]

 

1.            Στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό υπόθεσης, ο Κατηγορούμενος, αντιμετώπιζε τρεις συνολικώς κατηγορίες. Μετά την παραδοχή του στην 3η Κατηγορία, οι άλλες δύο κατηγορίες (1η και 2η Κατηγορία) ανεστάλησαν και ο Κατηγορούμενος απαλλάχθηκε αυτών.

 

2.            Με την παραδοχή του στην 3η Κατηγορία και την έκθεση γεγονότων ο Κατηγορούμενος, κρίθηκε ένοχος στη διάπραξη του αδικήματος της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 6(4)(α), 2, 6(7) και 14 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(I)/2014) (από τούδε και στο εξής «Νόμος»). Ως ειδικότερα καταγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος, στις 13/08/22, στη Λευκωσία, καταχρώμενος θέση εμπιστοσύνης, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με την γεννηθείσα στις ….[2017] εγγονή του, βάζοντας το χέρι του κάτω από τα ρούχα της και αγγίζοντας το γεννητικό της όργανο και τα οπίσθια της.

 

3.            Τα γεγονότα, ετοιμάστηκαν από την ευπαίδευτη εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής γραπτώς, κατατέθηκαν κατά τη διαδικασία, υιοθετήθηκαν και σημειώθηκαν ως «Έγγραφο Α». Με αυτά συμφώνησε και ο συνήγορος του Κατηγορουμένου. Η κα Μασούρα, ζήτησε επίσης την έκδοση διατάγματος εποπτείας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 14(1)(γ) του Νόμου. Δεν υπήρξε ένσταση στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Η αγόρευση για μετριασμό της ποινής από τον συνήγορο του Κατηγορουμένου, ήταν επίσης γραπτή και υιοθετήθηκε κατά τη διαδικασία.

 

4.            Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα, τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα ακόλουθα: Το μεσημέρι της 14/08/22 καταγγέλθηκε από τον πατέρα της ανήλικης και υιό του Κατηγορουμένου (ΜΚ2), ότι η ανήλικη κόρη του (ΜΚ1) κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον πατρικό της παππού δηλαδή τον Κατηγορούμενο, ημερομηνίας γεννήσεως … [1956]. Την επόμενη μέρα ενημερώθηκε το «Σπίτι του Παιδιού» και στις 16/08/22 διευθετήθηκε συνάντηση για λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης αφού πρώτα είχε εξασφαλιστεί γραπτή συγκατάθεση του πατέρα της προς τούτο.

 

5.            Καταγράφεται εν συνεχεία στο «Έγγραφο Α»[1]:

 

«Το πρωί της 13/08/2022, ο ΜΚ2 παρέλαβε τον κατηγορούμενο από την οικία του στον [….] για να πάνε οικογενειακώς θάλασσα στην Λάρνακα. Στο αυτοκίνητο βρίσκονταν, ο ΜΚ2, ο κατηγορούμενος, η σύζυγος του ΜΚ2 και η ΜΚ1. Αφού έφτασαν στην θάλασσα, έμειναν εκεί από η ώρα 1100 μέχρι τις 1700 ενώ στην συνέχεια πήγαν βόλτα στην περιοχή των Φοινικούδων στην Λάρνακα. Κατά της 1900 επέστρεψαν στην Λευκωσία, όπου κάθισαν οικογενειακώς και έβλεπαν τηλεόραση.

Μεταξύ των ωρών 2000 - 2030, ο κατηγορούμενος είπε στον πατέρα της ανήλικης ότι επιθυμούσε να πάρει την ανήλικη για περίπατο. Με την αποχώρηση τους από το σπίτι, η ΜΚ3 [μητέρα της ΜΚ1] είπε στον ΜΚ2 όπως τους ακολουθήσει γιατί η ίδια δεν είχε εμπιστοσύνη στον κατηγορούμενο ότι θα προσέχει την ανήλικη κόρη τους από τα αυτοκίνητα. Ο ΜΚ2 προχώρησε προς το μέρος τους αλλά από την στιγμή που έφυγαν δεν τους πρόλαβε και δεν πρόσεξε που πήγαν. Μετά την πάροδο των 20 λεπτών, ο κατηγορούμενος επέστρεψε πίσω στο σπίτι μαζί με την παραπονούμενη όπου ακολούθως κάθισαν στο καθιστικό.

Ο ΜΚ2 ενόσω αυτός βρισκόταν στον διάδρομο άκουσε τον κατηγορούμενο να λέει στην παραπονούμενη “όχι να πεις τίποτα σε κανέναν”. Στην συνέχεια ο ΜΚ2 πήρε τον κατηγορούμενο πίσω στο σπίτι του. Με την επιστροφή του ΜΚ2 στην οικία του, ρώτησε την παραπονούμενη κόρη του τι της έκανε ο παππούς και της είπε “να μην πει τίποτα σε κανένα”. Η ανήλικη παραπονούμενη εξήγησε ότι ο κατηγορούμενος την άγγιξε με το χέρι του, κάτω από τα ρούχα, στα γεννητικά όργανα και οπίσθια της. Όταν ο κατηγορούμενος άγγιξε την ΜΚ1 στα γεννητικά όργανα και οπίσθια, αυτή πόνεσε και στις δύο περιοχές και του είπε ότι πονάει και να σταματήσει ενώ αυτός την έλεγε να σιωπήσει, λέγοντας συγκεκριμένα «σσσςς» συνεχίζοντας να την αγγίζει στις εν λόγω περιοχές.

Κατά την λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης, η ανήλικη έκανε κίνηση με τα δάκτυλα που δείχνουν να σιωπήσει. Περαιτέρω κατά την λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ΜΚ1, η ανήλικη αναφερόμενη στο περιστατικό, έκανε κίνηση με το χέρι της και το έβαλε μέσα από τα ρούχα αγγίζοντας τα γεννητικά της όργανα.

Μετά από την εν λόγω αποκάλυψη, ο ΜΚ2 και η ΜΚ3 μετέφεραν την παραπονούμενη στο χώρο για γίνει υπόδειξη σκηνών όπου την πείραξε. Τότε, η ανήλικη παραπονούμενη τους πήρε πλησίον του κεντρικού [……] κάτω στην Λευκωσία, οδό [….].»

 

6.            Την 16/08/2022 ο κατηγορούμενος συνελήφθη από τη ΜΚ8 δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης, στην οικία του. Αφού του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του, του υποδείχθηκε το ένταλμα και όταν του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, απάντησε: «Εν μπορώ να έρτω ενάντια της Αστυνομίας». Την ίδια μέρα, στα γραφεία του Κ.Δ.Η.Ε. του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση. Προηγουμένως του είχαν δοθεί γραπτώς τα δικαιώματα του και του επεξηγήθηκαν ενώ επίσης είχε πληροφορηθεί γραπτώς για τα υπό διερεύνηση αδικήματα και του έγινε επίστηση της προσοχής του στο Νόμο. Στις 17/08/2022 το Ε.Δ. Λευκωσίας κατόπιν αίτησης, διέταξε 6ημερη κράτηση του.

 

7.            Στις 18/08/2022, με γραπτή συγκατάθεση της μητέρας της, η ανήλικη, εξετάστηκε από ιατροδικαστή στην παρουσία παιδοχειρουργού, οι οποίοι και διαπίστωσαν «ότι ο παρθενικός υμένας και ο πρωκτικός δακτύλιος είναι κατά φύση άθικτος, χωρίς άλλες εμφανείς κακώσεις στη γεννητική, περί γεννητική και πρωκτική περιοχή».

 

8.            Μεταξύ των ημερομηνιών 02/09/22 και 31/08/23, εξετάστηκε και αξιολογήθηκε από κλινική ψυχολόγο στο «Σπίτι του Παιδιού». Καταγράφεται σχετικώς με την εξέταση και τα ευρήματα στο «Έγγραφο Α»:

 

«Κατά την αξιολόγηση της ΜΚ1, διαπιστώθηκε ότι η ανήλικη παρουσίασε σημαντική αποφευκτικότητα σε ότι αφορούσε στον κατηγορούμενο. Οι αναφορές της στο καταγγελλόμενο περιστατικό ήταν επιφορτισμένες με ψυχική ενόχληση και κυρίαρχα αισθήματα ντροπής, ένστασης και ανησυχίας. Από την αξιολόγηση, διαπιστώθηκε ότι η ΜΚ1 παρουσιάζει αγχώδη συμπτωματολογία και διαγνώστηκε με Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες. Βάσει της διαγνωστικής εκτίμησης, η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες προέκυψε από το ότι βίωσε άμεσα τραυματικό γεγονός, παρουσίασε σχετικά διεισδυτικά συμπτώματα όπως έντονη και παρατεταμένη ψυχολογική ενόχληση κατά την έκθεση σε εσωτερικούς υπαινιγμούς που συμβολίζουν ή μοιάζουν με κάποια πλευρά του γεγονότος, απέφευγε συζητήσεις ή διαπροσωπικές καταστάσεις που προκαλούν ανακλήσεις του τραυματικού γεγονότος και αρνητικές μεταβολές σε γνωστικές λειτουργίες και διάθεση όπως σημαντικά αυξημένη συχνότητα των αρνητικών συγκινησιακών καταστάσεων όπως ντροπή και θλίψη και επίμονες αλλαγές στη διεγερσιμότητα όπως ευερεθιστότητα σε διαφορετικά περιβάλλοντα και διαταραχή ύπνου, η διάρκεια της διαταραχής είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα, κλινικά σημαντική ενόχληση και έκπτωση στις σχέσεις με τους γονείς και τους συνομηλίκους, και δεν οφείλεται σε φυσιολογικές δράσεις μιας ουσίας ή μια άλλη σωματική κατάσταση. Από τις ψυχοδιαγνωστικές συναντήσεις έχει εκτιμηθεί ότι πρόκειται για παιδί το οποίο κατέκτησε τα αναπτυξιακά ορόσημα στα φυσιολογικά αναμενόμενα πλαίσια και εκτιμώμενες οι νοητικές λειτουργίες της ανήλικης εμπίπτουν στο φυσιολογικό επίπεδο. Έγινε εισήγηση για παροχή ψυχολογικής θεραπευτικής παρέμβασης εστιασμένης στην μετατραυματική συμπτωματολογία της ΜΚ1.».

 

9.            Ο Κατηγορούμενος, είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

10.         Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου κατά την αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, αναγνώρισε τη σοβαρότητα του αδικήματος και κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει προς όφελος του Κατηγορουμένου την παραδοχή του, το λευκό του ποινικό μητρώο καθώς και το προχωρημένο της ηλικίας του. Εισηγήθηκε επίσης ότι θα πρέπει να προσμετρήσει ως εξωδικαστική τιμωρία η μη ύπαρξη επικοινωνίας με το παιδί και τους γονείς του. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου, υιοθέτησε την έκθεση του γραφείου ευημερίας που εντοπίζεται στο φάκελο του Δικαστηρίου. Μετέφερε την πληροφόρηση που είχε από τον Κατηγορούμενο για δερματολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει χωρίς όμως, ως και ο ίδιος ο συνήγορος εντόπισε, να υπάρχει ιατρικό πιστοποιητικό που να το υποστηρίζει ή έστω να προσδιορίζει το είδος της πάθησης.

 

11.         Από την έκθεση του γραφείου ευημερίας προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος είναι σήμερα 68 ετών. Προέρχεται από πενταμελή οικογένεια της οποίας είναι το μόνο εν ζωή μέλος σήμερα αφού τόσο οι γονείς του όσο και τα δύο του αδέλφια έχουν αποβιώσει. Από την οικογένεια την οποία ο ίδιος δημιούργησε, απέκτησε δύο υιούς ηλικίας σήμερα 44 και 40 ετών και δύο εγγόνια, ένα από το κάθε του τέκνο. Είναι διαζευγμένος και διαμένει σε ενοικιαζόμενη βοηθητική κατοικία στη Λευκωσία. Με την πρώην σύζυγο του διατηρεί επικοινωνία και όταν προκύψει ανάγκη, δέχεται οικονομική βοήθεια από αυτή.

 

12.         Είναι συνταξιούχος και λαμβάνει μηνιαία σύνταξη ύψους €524. Είχε εργαστεί ως βοηθός μάγειρα σε Νοσοκομείο για διάστημα 16 ετών και εν συνεχεία ως υπάλληλος κουζίνας εστιατορίων. Από τον Νοέμβριο του 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2022 υπήρξε λήπτης δημοσίου βοηθήματος (ΕΕΕ). Για το ενοίκιο καταβάλλει €28 μηνιαίως και το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται από το κράτος. Για τις ανάγκες συντήρησης του, καταβάλλει μηνιαίως περί τα €375 ενώ έχει οφειλές σε υπεραγορά από την οποία λαμβάνει προϊόντα επί πιστώσει. Αναφέρεται τέλος στην έκθεση, ότι έχει οδοντιατρικά προβλήματα τα οποία όμως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει λόγω της οικονομικής του κατάστασης.

 

13.         Επανερχόμαστε στη φύση του αδικήματος που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος και στις πρόνοιες του άρθρου 6 του Ν.91(Ι)/2014. Προνοείται στη παράγραφο (4)(α) του άρθρου αυτού:

 

«6.(4)  Όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί όταν -

(α)  γίνεται κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,

(β) 

(γ)  

Νοείται ότι σε περίπτωση όπου το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης που προνοείται στις παραγράφους (α) και (γ) δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη».

 

14.         Συμφώνως του ερμηνευτικού του Νόμου, άρθρου 2:

 

«“παιδί” σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών·

ηλικία συναίνεσης” σημαίνει την ηλικία κάτω της οποίας, απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών·

θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής περιλαμβάνει –

(α)  σχέση συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού μεταξύ του θύματος και του προσώπου που διαπράττει ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ή

(β)  οποιαδήποτε άλλη σχέση μεταξύ του θύματος και του προσώπου αυτού, λόγω της θέσης του ή της ιδιότητάς του περιλαμβανομένης της σχέσης του με τον κηδεμόνα του παιδιού, εκπαιδευτικό, εργοδότη, υπεύθυνο οποιουδήποτε δημόσιου ή ιδιωτικού ιδρύματος το οποίο φιλοξενεί παιδιά ή στο οποίο περιορίζονται ή κρατούνται πρόσωπα δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης διοικητικών ή δικαστικών αρχών, καθώς και με άλλα πρόσωπα με ανάλογη θέση ή ιδιότητα

 

15.         Στο άρθρο 6(7), το οποίο περιέχεται επίσης στην έκθεση αδικήματος, προνοείται ότι:

 

«(7) Όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου και το θύμα είναι παιδί το οποίο, κατά την διάπραξη του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.».

 

16.         Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου εκτεθέντα γεγονότα, προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή για το αδίκημα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, είναι η δια βίου φυλάκιση. Η Παραπονούμενη, ήταν κατά τον επίδικο χρόνο ηλικίας 5 ετών και 6 μηνών και ο Κατηγορούμενος ήταν ο πατρικός παππούς της. Η μεταξύ τους συγγένεια, είναι δευτέρου βαθμού. Επίσης τα γεγονότα εμπίπτουν και εντός των προνοιών της παραγράφου 7 του άρθρου 6, η πραγμάτωση του οποίου επίσης επισύρει ποινή φυλάκισης δια βίου.

 

17.         Το προβλεπόμενο από τον Νομοθέτη ανώτατο όριο ποινής είναι που καθορίζει τη σοβαρότητα εκάστου αδικήματος. Ο ρόλος των Δικαστηρίων περιορίζεται στη στάθμιση της σοβαρότητας του αδικήματος αναλόγως των περιστατικών που το περιβάλλουν (βλ. Μαληκκίδης v Δημοκρατίας (2016) 2Β ΑΑΔ 1186, 1197 – 1198). Το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται, αποτελεί και τη βάση από την οποία το δικαστήριο ξεκινά για επιμέτρηση της ποινής (βλ. Souilmi v Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, 250, Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας v Χρυσοστόμου κ.α. (2002) 2 ΑΑΔ 575, 580 και ΓΕ v Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639, 643 – 644, με αναφορά στις Λεβέντης v Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 και Βραχίμης v Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527). Η σοβαρότητα του αδικήματος στην προκειμένη είναι πρόδηλη αφού επισύρει ποινή φυλάκισης διά βίου.

 

18.         Τα έννομα αγαθά που ο Νομοθέτης επιδιώκει να προστατεύσει με το άρθρο που μας απασχολεί στην παρούσα, πολύπλευρα και πολυεπίπεδα, αναγόμενα σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες. Αφενός τη γενετήσια ελευθερία αφετέρου η προστασία του παιδιού και της ανηλικότητας. Στα δύο τελευταία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα του παιδιού και του ανήλικου να μεγαλώνει μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, σε κλίμα ευτυχίας, αγάπης και κατανόησης για την αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητας του (βλ. Προοίμιο της Σύμβασης του Ο.Η.Ε της 20/11/1989 για τα Δικαιώματα του Παιδιού που επικυρώθηκε στη Δημοκρατία με τον περί της Συμβάσεως περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο του 1990, Ν. 243/1990[2]). Αυτές οι συνθήκες είναι που θα δημιουργήσουν το απαραίτητο για την ομαλή ανάπτυξη και εξέλιξη των παιδιών, αίσθημα ασφάλειας.

 

19.         Σεξουαλικής φύσης αδικήματα εν γένει, ήτοι αδικήματα που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, τιμωρούνται από τα Δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές σε μια προσπάθεια καταστολής τους. Η γενετήσια ελευθερία, αποτελεί έκφανση της προσωπικής ελευθερίας. Κάθε ενήλικο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να τελεί γενετήσιες πράξεις με πρόσωπα που συνειδητά επιλέγει νοουμένου ότι υπάρχει συναίνεση και από την άλλη πλευρά. Πρόκειται για εγκλήματα ιδιαίτερης σοβαρότητας τα οποία στρέφονται κατά των ηθών και προσβάλλουν ταυτόχρονως, την προσωπικότητα του θύματος (βλ. επίσης Δημοκρατία v Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562, 568 και Rana κ.ά. v Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489, 500). Η αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα γενικότερα, τονίζεται σε αριθμό αποφάσεων (βλ. Δημοκρατία v Hunganu, Ποινική Έφεση 130/2020, 20/7/2021, Δ.Α. v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 57/2020, 6/10/2021 και  Bakhit v Δημοκρατιας, Ποινική Έφεση 56/2022, 7/4/2023).

 

20.         Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στη διάπραξη αυτής της φύσης αδικημάτων εις βάρος ανηλίκων, σημειώνει η Νομολογία, σε σχέση με τη δυνατότητα επιλογής τέλεσης γενετήσιων πράξεων, ότι οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους. Έχουν μειωμένη δυνατότητα αντίληψης των δικαιωμάτων τους και των συνεπειών των πράξεων τους και δεν έχουν κατ’ επέκταση την ωριμότητα να επιλέγουν τους ερωτικούς τους συντρόφους ή τα πρόσωπα με τα οποία θα αναπτύξουν σεξουαλικές δραστηριότητες (βλ. Σ.Λ. v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 155/2019, 25/2/2021 και Λευκαρίτης κ.ά. v Δημοκρατίας (2016) 2Β ΑΑΔ 1165, 1182). Στην προκειμένη βεβαίως δεν πρόκειται για ανήλικο, στο οποίο αναγνωρίζεται η προαναφερθείσα ανωριμότητα αλλά για ανήλικο που βρίσκεται σε τέτοια ηλικία που δεν αναμένεται να αντιλαμβάνεται καν, την έννοια της γενετήσιας πράξης.

 

21.         Διάφοροι οι παράγοντες που λαμβάνει ο Νομοθέτης υπόψιν για τον καθορισμό της προβλεπόμενης ποινής στο πλαίσιο του άρθρου 6. Στο δε άρθρο 19 του Νόμου, αναφέρονται περιστάσεις οι οποίες επιδρούν επιβαρυντικά σε κατηγορούμενο σε σχέση με τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 – 9 και 15 του Νόμου. Το Ανώτατο Δικαστήριο επίσης, με σειρά αποφάσεων, έθεσε τις παραμέτρους εντός των οποίων πρέπει να προσεγγίζονται αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ό,τι παραμένει ως σταθερή παράμετρος είναι η ανάγκη προστασίας του θύματος και της ανηλικότητας, ως πολύτιμα αγαθά από συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης. Η πρόκληση πλήγματος στην προσωπικότητα του θύματος, ενυπάρχει εγγενώς στη διάπραξη του αδικήματος (βλ. Χριστοφόρου v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 59/2016, 23/3/2017). Όσοι συνεπώς διαπράττουν αξιόποινες πράξεις εις βάρος των παιδιών, βρίσκονται αντιμέτωποι με αυστηρές ποινές.

 

22.         Οι επαυξημένες προβλεπόμενες ποινές, που καθιστούν το αδίκημα έτι σοβαρότερο, όταν ο θύτης είναι μέλος της οικογένειας μέχρι τρίτου βαθμού, είναι προδήλως αιτιολογημένες. Ως αναγνωρίζεται στο προοίμιο της Σύμβασης του Ο.Η.Ε. για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οικογένεια αποτελεί τη θεμελιώδη μονάδα της κοινωνίας και το φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και την ευημερία των παιδιών[3]. Παρατηρεί σχετικώς η Νομολογία ότι πέραν του τραύματος και του εξευτελισμού που προκαλούν στο παιδί - θύμα τα αδικήματα αυτά, κλονίζουν το θεμέλιο της οικογένειας και αφήνουν τα παιδιά έκθετα στην ανασφάλεια που τους προκαλούν, ανατρέποντας τον ψυχικό τους κόσμο και βεβηλώνοντας την ύπαρξη τους (βλ. Κ.Κ. v Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 ΑΑΔ 294, 317).

 

23.         Στην Αστυνομία v Πατουρή, Ποινική Έφεση 51/2020, 3/12/2020, τονίστηκε ότι η επιβολή αποτρεπτικών ποινών προβλέπεται και στην Οδηγία 2011/92/ΕΕ (στην οποία ο νόμος μας βασίζεται) αφού στη σκέψη 12 της Οδηγίας, αναφέρεται πως «... για τις σοβαρές μορφές σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές». Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων (βλ. Πισκόπου v Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342, 351).

 

24.         Κάθε υπόθεση βεβαίως, κρίνεται στα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και ανάλογη με αυτά είναι και η ποινή (βλ. Trussler v Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 38, 60, με αναφορά στη Γιάγκου v Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 67 ως επίσης και τη Δ.Α., ανωτέρω, και τη Hunganu, ανωτέρω).

 

25.         Αναδρομή στη Νομολογία, σε υποθέσεις που αφορούν σεξουαλικής φύσεως αδικήματα και δη σε σεξουαλικά αδικήματα που στρέφονται εναντίον παιδιών, καταδεικνύει αβίαστα εντονότατη ανησυχία για την αυξανόμενη συχνότητα διάπραξης αυτής της φύσης αδικημάτων και αντιστοίχως την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών επιβεβλημένη (Γ.Χ. v Δημοκρατίας (2015) 2B ΑΑΔ 586, 606 και Λευκαρίτης, ανωτέρω, σελ. 1182). Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου A.R.R. v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 20/2022, 30/4/2024 (Εφ), επιβεβαιώνεται η υπάρχουσα έξαρση η οποία ανάγεται σε «κοινωνική μάστιγα».

 

26.         Στο ακόλουθο απόσπασμα που παραθέτουμε από την απόφαση στην Clarson v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 38/2022, 27/10/22, συνοψίζονται οι ανησυχίες της Νομολογίας:

 

«Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα.  

 

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο.  

 

Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους.  

Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης. Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού.».

 

27.         Αριθμός αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχαν ως αντικείμενο τις επιβληθείσες ποινές για αυτής της φύσης αδικήματα. Γίνεται αναφορά κατωτέρω ενδεικτικώς σε κάποιες εξ αυτών. Η αναφορά σε παρόμοιες υποθέσεις γίνεται για να υπάρχει, όσο είναι δυνατό, κοινή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των παραβατών. Στη Μαυρολουκά v Δημοκρατίας (2015) 2Α ΑΑΔ 30, 37, αναφέρθηκε ότι η παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας και ακόμη περισσότερο όπου η φυλάκιση είναι μακροχρόνια, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιαδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα. Δεν παραγνωρίζεται βεβαίως, ότι αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις επί ποινών, δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση αφού σπάνια υπάρχει ταυτοσημία των γεγονότων (βλ. Σάμπη v Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 100, 109). Αυτό στο οποίο οι προηγούμενες αποφάσεις αναγνωρίζεται ότι βοηθούν, είναι στη παροχή κατευθυντήριων γραμμών ως προς τα όσα ένα Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη υπέρ ή εναντίον ενός κατηγορουμένου, (βλ. Μιχαήλ v Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123, 130 και Αναστασιάδης v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 242/2018, 31/5/2019).

 

28.         Από αναδρομή συνεπώς σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις στη Νομολογία προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

(1)      Στη Γ.Α. v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 178/2017, 24/10/2018 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 ετών που επιβλήθηκαν κατόπιν ακρόασης σε κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης εις βάρος 10χρονης Παραπονουμένης, της οποίας ο πατέρας είχε αποβιώσει. Ο Κατηγορούμενος είχε εκμεταλλευτεί την εξ αγχιστείας συγγενική σχέση του με την οικογένεια, για τη διάπραξη του ιδίου αδικήματος του άρθρου 6(4)(α) σε 11 περιπτώσεις κατά τη διάρκεια ενός έτους περίπου. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κατηγορούμενος, φίλησε την ανήλικη στο στόμα, τη χάιδεψε στα γεννητικά όργανα κάτω από τα ρούχα, στα οπίσθια και στο στήθος. Θεωρήθηκε επίσης ότι εκμεταλλεύτηκε τις ιδιαίτερες αδυναμίες του παιδιού.

 

(2)      Στη P v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 253/2017, 28/2/2019, ο Eφεσείων, καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία σε, μεταξύ άλλων, κατηγορίες που αφορούσαν σε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, τόσο κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(4)(α) του Ν. 91(Ι)/2014 καθώς και κατηγορίες σε άσεμνη επίθεση κατά γυναίκας κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(2)(α) Ν.119(1)/2000 και του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε βάρος της 11χρονης κόρης της συζύγου του. Συγκεκριμένα, σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις άγγιξε και χάιδεψε τα γεννητικά όργανα της ανήλικης, ενώ σε μια περίπτωση υπήρξε αιδοιολειξία. Καταδικάστηκε σε ποινές άμεσης φυλάκισης 5 ετών για τα αδικήματα κακοποίησης δυνάμει του άρθρου 6 (4) (α) και 2 ετών για τα αδικήματα άσεμνων επιθέσεων. Ο Κατηγορούμενος ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Οι ποινές επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

(3)      Στη Filip v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 112/2019, 3/12/2020 ο Εφεσείων, πατέρας της Παραπονουμένης, ηλικίας 13 ετών, παραδέχθηκε ότι ενώ η Παραπονούμενη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, την πλησίασε και άρχισε να την αγγίζει σε διάφορα μέρη του σώματός της, οπόταν και αυτή αντέδρασε, φωνάζοντας, για να τον απωθήσει. Στη συνέχεια, ξάπλωσε δίπλα της, της αφαίρεσε τα εσώρουχα και άρχισε να την αγγίζει στα γεννητικά όργανα. Αντικείμενο άλλης κατηγορίας στο ίδιο κατηγορητήριο ήταν παρόμοιο περιστατικό που είχε συμβεί σε προγενέστερο χρόνο. Όταν η Παραπονούμενη αντέδρασε φωνάζοντας, ο εφεσείων την κτύπησε στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι της στο πάτωμα. Η επιβληθείσα ποινή των 7 ετών μειώθηκε σε 5 έτη αφού αναγνωρίστηκε η παραδοχή του, ως σοβαρή ένδειξη της μεταμέλειάς του αλλά και ότι ένεκα της παραδοχής του δεν υποχρεώθηκε η ανήλικη να επαναλάβει, κατά τη δίκη, την εμπειρία της κακοποίησης που αυτό είχε υποστεί. Λέχθηκε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αναφερθεί στη δυσμενή επίδραση που η μακρά περίοδος φυλάκισης του, τυχόν να έχει στα δύο ανήλικα αγόρια του.

 

(4)      Στην S.J.L. v Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 129/2021 και 145/2021, 27/10/2022 θύματα ήταν ένα αγόρι ηλικίας 5½ ετών στο φάσμα του αυτισμού και ένεκα της φύσεως της νευροδιαφορετικότητας του, υψηλού ρίσκου για όλες τις μορφές κακοποίησης και η αδελφή του ηλικίας 10 ετών. Ως τα ευρήματα της πρωτόδικης απόφασης, ο Κατηγορούμενος, προφασιζόμενος «παιχνίδι» επέδειξε το γεννητικό του όργανο στα δύο παιδιά, και ζήτησε από αυτά και έπραξαν το ίδιο. Υπήρξε προσπάθεια διείσδυσης του γεννητικού του οργάνου του στον πρωκτό του αγοριού. Την ίδια πράξη προσπάθησε να επιβάλει ο κατηγορούμενος στο αγοράκι να κάνει στον ίδιο. Υπήρξε επίσης άγγιγμα στο γεννητικό όργανο του κοριτσιού. Ο κατηγορούμενος ζήτησε από τα παιδιά να μην αναφέρουν οτιδήποτε στη μητέρα τους και να κρατήσουν το τι είχε συμβεί μυστικό. Η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή των 7 ετών κατόπιν ακρόασης, αντικαταστάθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε 14 έτη, το οποίο σημείωσε την περίπτωση ως άκρως ειδεχθή αφού τα παιδιά τόσων μικρών ηλικιών και ταυτοχρόνως έτυχαν σεξουαλικής κακοποίησης στο οικογενειακό τους άσυλο, δηλαδή στην οικία τους από άτομο που ήταν 2ου βαθμού συγγενής τους. Υπογραμμίστηκε επίσης πως ο κατηγορούμενος δεν σεβάστηκε τη σχέση αίματος που είχε με τους ανήλικους, καταχράστηκε την εμπιστοσύνη που του έτρεφαν και την παιδική τους αθωότητα και εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι ώστε να ικανοποιήσει τις διεστραμμένες του ορέξεις, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες των πράξεων του στον ψυχισμό των εγγονιών του.

 

(5)      Στη ΓΕ v Ν.Ν., Ποινική Έφεση 69/2017, 5/12/2017, η ποινή 18 μηνών κατόπιν παραδοχής για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού ηλικίας 6½ ετών κατά παράβαση του άρθρου 6(3)(7) του Νόμου, συνιστάμενη σε τριβή των γεννητικών του οργάνων ενώ βρισκόταν σε κούνια, αυξήθηκε κατ’ έφεση σε 3 έτη. Ο εφεσίβλητος ήταν φίλος της οικογένειας της ανήλικης η ανήλικη βρισκόταν υπό την εποπτεία της μητέρας του εφεσίβλητου. Τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών για σκοπούς προστασίας των ανήλικων θυμάτων από επίδοξους παραβάτες, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για παιδιά κάτω των 13 ετών. Σημειώθηκε ότι με βάση το  Sexual Offences Definitive Guideline η υπόθεση εντάσσόταν στην κατηγορία 2 αφορώσα «Touching of naked genitalia, Sexual assault of a child under 13», όπου η αφετηρία για την επιβολή ποινής καθορίζεται στα δυο έτη.

 

(6)      Στην Πατούρη, ανωτέρω, συντρέχουσες ποινές 10 μηνών για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού ηλικίας 13½ ετών, βάσει των άρθρων 6(3) και 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014, κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε 3 έτη. Τα γεγονότα αφορούσαν δυο ξεχωριστά περιστατικά κατά τα οποία ο Εφεσείων ηλικίας 51 ετών, σύντροφος και συμβίος της διαζευγμένης μητέρας της ανήλικης, (α) της τράβηξε την φανέλα που φορούσε προς τα πάνω πιάνοντας την από το στήθος και σφίγγοντας την συγχρόνως, το οποίο συνέχισε παρότι του ζήτησε να σταματήσει, (β) την επομένη ημέρα επανέλαβε την ίδια συμπεριφορά και πρόσθετα την έγλειψε στο στήθος και την φίλησε στο στόμα. Η ποινή είχε επιβληθεί κατόπιν παραδοχής. Αποτέλεσε επιβαρυντικό παράγοντα, καθώς και η μεγάλη διαφορά ηλικίας. Αναφορά γίνεται και στο Sexual Offences Definitive Guideline (σελ. 45-47), όπου για παρόμοια περιστατικά επιβάλλονται ποινές φυλάκισης μεταξύ 2 και 6 ετών.

 

29.         Ας σημειωθεί τέλος, ότι για το αντίστοιχο αδίκημα στην Αγγλία δηλ. εκ προθέσεως άγγιγμα σεξουαλικής φύσης σε ανήλικο κάτω των 13 ετών για το οποίο ο Άγγλος νομοθέτης προνοεί ποινή φυλάκισης 14 έτη, οι κατευθυντήριες οδηγίες για επιβολή ποινής όταν υπάρχει κατάχρηση εμπιστοσύνης και άγγιγμα σε γυμνά γεννητικά όργανα έχουν ως σημείο έναρξης τα 4 χρόνια αφού θα θεωρείτο ότι ήταν κατηγορίας Α2 (βλ. Sexual Offences Definitive GuidelineSexual assault of a child under 13). Όπως αναφέρθηκε και στην Ν.Ν., ανωτέρω, η αναφορά στις Αγγλικές κατευθυντήριες οδηγίες, είναι βοηθητική.

 

30.         Εν προκειμένω και για σκοπούς και μόνο κατηγοριοποίησης της παρούσας, οι περιστάσεις των Γ.Α., Ρ, Filip και S.J.L., ανωτέρω, μπορούν να χαρακτηριστούν πιο σοβαρές. Στη Γ.Α. υπήρχε το στοιχείο της επανάληψης (11 περιστατικά) και η παραπονούμενη ήταν ορφανή από πατέρα. Στη Ρ υπήρχε επανάληψη αλλά και αιδοιολειξία. Στη Filip εκτός από το στοιχείο της επανάληψης ασκήθηκε και βία ενώ στην S.J.L. τα θύματα ήταν δύο, το ένα παιδί ήταν στο φάσμα του αυτισμού και επιχειρήθηκε και πρωκτική διείσδυση. Η Ν.Ν., ήταν μικρότερης σοβαρότητας αφού αν και επρόκειτο για άγγιγμα κάτω από τα ρούχα προήλθε από μη συγγενικό πρόσωπο ενώ η Πατουρή, αν και σοβαρότερη, αφορούσε παιδί ηλικίας 13 ½ ετών. Η σοβαρότητα εν προκειμένω έγκειται ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι το θύμα ήταν ηλικίας 5 ½ ετών.

 

31.         Διαπιστώνουμε τις ακόλουθες επιβαρυντικές περιστάσεις στη διάπραξη του αδικήματος:

 

(1)      Η πράξη συνίστατο σε άγγιγμα στο γυμνό γεννητικό όργανο και οπίσθια της ανήλικης (Σύμφωνα με τις αγγλικές κατευθυντήριες γραμμές τούτο το κατατάσσει στην κατηγορία 2, ως εκεί έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα).

 

(2)      Η πράξη του Κατηγορούμενου προκάλεσε πόνο στην ανήλικη. Επιδιδόμενος στις αρρωστημένες ορέξεις και ορμές του, συνέχισε την πράξη του παρά το ότι προκαλούσε πόνο στην ανήλικη και του το είπε αδιαφορώντας παντελώς για την κατάσταση στην οποία εβρίσκετο η ανήλικη. Με βάση τα όσα εκτέθηκαν ενώπιον μας, όταν το παιδί παραπονέθηκε στον Κατηγορούμενο, αυτός της είπε να σιωπήσει και συνέχισε προς ικανοποίηση των νοσηρών ορμών του. Το άγγιγμα ήταν επίσης σε κάποιο βαθμό συνεχόμενο και παρατεταμένο.

 

(3)      Η πράξη έλαβε χώρα μετά από πρόσκληση των γονέων της ανήλικης και μετά από μια εμπειρία η οποία θα έπρεπε να είναι ευχάριστη για την ανήλικη αφού είχαν προηγουμένως εξορμήσει όλοι μαζί στη θάλασσα. Τούτη η οικογενειακή εμπειρία η οποία θα έπρεπε να εντυπωθεί στη μνήμη της ανήλικης ως ευχάριστες οικογενειακές στιγμές, όχι μόνο δεν κατέστειλε τις επαίσχυντες προθέσεις και αρρωστημένες ορέξεις του Κατηγορουμένου αλλά μετατράπηκε από τον ίδιο σε ευκαιρία να βρεθεί κοντά στην ανήλικη. Η ολοκλήρωση της εξόρμησης και η επιστροφή τους στο σπίτι μετατράπηκε σε εφαλτήριο για τον Κατηγορούμενο για να υποβάλει την ανήλικη στις προκαλούσες αποτροπιασμό, πράξεις του. Προφασιζόμενος ότι θα έπαιρνε την ανήλικη βόλτα, την απομάκρυνε από την ασφάλεια της οικίας της και από το οικογενειακό της άσυλο, για να ασελγήσει στο σώμα της.

 

(4)      Υπήρξε κάποιου βαθμού προσχεδιασμός αφού στόχευσε να απομακρύνει το παιδί από τους γονείς του και το σπίτι του, σε απόμερο σημείο προφασιζόμενος ότι θα το πάρει βόλτα.

 

(5)      Επιχείρησε να λάβει μέτρα για να αποτραπεί το παιδί να αναφέρει το περιστατικό. Συγκεκριμένα είπε στην ανήλικη των 5 ½ χρόνων, να μην πει τίποτα σε κανένα για τα όσα έγιναν με στόχο βεβαίως να αποκρύψει την επαίσχυντη πράξη του. Πέραν του προφανούς, η πράξη του αυτή, μετά τα όσα προηγήθηκαν αναπόφευκτα επιφέρει έτι μεγαλύτερη σύγχυση και αβεβαιότητα και ακόμα δημιουργεί και άλλου είδους ενοχές και βάρος στο παιδί[4]. Λαμβάνουμε υπόψη μας ότι το παιδί ήταν σε ηλικία ιδιαιτέρως ευάλωτη, που δεν του επέτρεπε να έχει πλήρη αντίληψη των πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω του γενικότερα αλλά και ειδικότερα των πράξεων που έγιναν στο σώμα του.

 

(6)      Προκλήθηκε βλάβη στο θύμα (βλ. άρθρο 19(ε)[5] του Νόμου) αφού κατά την αξιολόγηση του από κλινική ψυχολόγο, διαπιστώθηκε ότι η ΜΚ1 παρουσιάζει «αγχώδη συμπτωματολογία» και διαγνώστηκε με «Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες» η οποία προέκυψε από το τραυματικό γεγονός. Συγκεκριμένα παρουσίασε σχετικά «διεισδυτικά συμπτώματα» όπως έντονη και παρατεταμένη ψυχολογική ενόχληση κατά την έκθεση σε εσωτερικούς υπαινιγμούς που συμβολίζουν ή μοιάζουν με κάποια πλευρά του γεγονότος. Απέφευγε συζητήσεις ή διαπροσωπικές καταστάσεις που προκαλούν ανακλήσεις του τραυματικού γεγονότος. Επίσης εντοπίστηκαν αρνητικές μεταβολές σε γνωστικές λειτουργίες και διάθεση, όπως σημαντικά αυξημένη συχνότητα των αρνητικών συγκινησιακών καταστάσεων, όπως ντροπή και θλίψη και επίμονες αλλαγές στη διεγερσιμότητα όπως ευερεθιστότητα σε διαφορετικά περιβάλλοντα και διαταραχή ύπνου. Παρουσίασε κλινικά σημαντική ενόχληση και έκπτωση στις σχέσεις με τους γονείς και τους συνομηλίκους της. Σημειώνεται ότι από τις ψυχοδιαγνωστικές συναντήσεις διαπιστώθηκε κατά τα άλλα ότι πρόκειται για παιδί το οποίο κατέκτησε τα αναπτυξιακά ορόσημα στα φυσιολογικά αναμενόμενα πλαίσια και εκτιμώμενες οι νοητικές λειτουργίες της ανήλικης εμπίπτουν στο φυσιολογικό επίπεδο. Ό,τι παραμένει και είναι ουσιωδώς σημαντικό, είναι η εισήγηση των ειδικών για παροχή ψυχολογικής θεραπευτικής παρέμβασης, εστιασμένης στην μετατραυματική συμπτωματολογία της ανήλικης.

 

32.         Σε ό,τι αφορά τους επιβαρυντικούς παράγοντες της παραγράφου (γ) του άρθρου 19 του Νόμου ήτοι η κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, σημειώνεται ότι ο παράγων αυτός στην προκειμένη, ενυπάρχει στο ίδιο το αδίκημα και νομοθετική διάταξη που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος. Αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος και ακριβώς ένεκα τούτου είναι που η προβλεπόμενη ποινή είναι αυξημένη. Η προσμέτρηση του ως επιπλέον επιβαρυντικού παράγοντα θεωρήθηκε σφάλμα αρχής στην πολύ πρόσφατη απόφαση A.R.R., ανωτέρω, με αποτέλεσμα το Εφετείο να μειώσει την αρχικώς επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή των 3,5 χρόνων σε 3 χρόνια. Αυτό που συνυπολογίζεται στην παρούσα είναι ότι πρόκειται για 2ου βαθμού συγγένεια και ότι πρόκειται για παππού με τον οποίο η οικογένεια φαίνεται να είχε σχέσεις και επαφές αφού την ίδια μέρα του συμβάντος είχαν εξορμήσει οικογενειακώς στη θάλασσα. Οι επαφές και οι σχέσεις που υπήρχαν επιβεβαιώνονται και από τον ίδιο αφού ως καταγράφεται και στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής, η αποκοπή των σχέσεων του με την οικογένεια της ανήλικης θα πρέπει, σύμφωνα με την εισήγηση, να θεωρηθεί εξωδικαστική τιμωρία. Πέραν των όσων αναφέραμε πιο πάνω, δεν υφίστανται οι υπόλοιποι επιβαρυντικοί παράγοντες του άρθρου 19 του Νόμου.

 

33.         Η πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας εκ των πραγμάτων είναι υπαρκτή αφού πρόκειται για τον παππού της ανήλικης και συνυπολογίζεται.

 

34.         Ως ελαφρυντικούς παράγοντες λάβαμε υπόψιν ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου ιδιαιτέρως σε συσχετισμό και με την ηλικία του. Δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην παραδοχή του Κατηγορουμένου τόσο ως επίδειξη έμπρακτης μεταμέλειας αλλά και ένεκα της ιδιαίτερης σημασίας που αυτή έχει για αυτής της φύσης αδικήματα. Η παραδοχή, ιδιαιτέρως σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή αφού με αυτό τον τρόπο δεν υποχρεώνονται τα θύματα να βιώσουν ξανά τις τραυματικές εμπειρίες τους με τις όποιες συνέπειες μπορεί αυτή η νέα εμπειρία να έχει στη ψυχική τους υπόσταση (βλ. Filip, ανωτέρω, Χριστοφόρου, ανωτέρω, Ν.Ν., ανωτέρω, Hamieh v ΓΕ (2006) 2 ΑΑΔ 259, 266 και Σ.Κ. v Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304, 315).

 

35.         Λαμβάνεται υπόψιν ότι οι απαράδεκτες και αποτρόπαιες πράξεις του Κατηγορουμένου αφορούν σε αγγίγματα και δεν συγκαταλέγονται στις σοβαρότερες που έχουν τεθεί ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων.

36.         Συνεκτιμούμε προς όφελος του Κατηγορούμενου, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις ως τέθηκαν ενώπιον μας. Σημειώνουμε παράλληλα ότι δεν μπορούμε να αποδεχθούμε την εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορουμένου ότι ο Κατηγορούμενος υπέστη εξωδικαστική τιμωρία ένεκα της μη επικοινωνίας του με την ανήλικη και τους γονείς της και ότι αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί. Αποδοχή αυτής της εισήγησης, μόνο σε άλογους συνειρμούς μπορεί να οδηγήσει. Το παράπονο του θύτη δηλαδή είναι ότι ένεκα της συμπεριφοράς του ιδίου, στερήθηκε τη συντροφιά των θυμάτων του διότι σε αυτής της φύσης αδικήματα δεν είναι μόνο θύμα η ανήλικη αλλά και η στενότερη οικογενειακή δομή αφού και οι γονείς καλούνται να αντιμετωπίσουν μια νέα συνθήκη στην οικογένεια τους και να καταστούν μετά από μια τέτοια τραυματική εμπειρία εκ νέου, στέρεα υποστυλώματα για την υγιή ανοικοδόμηση της προσωπικότητας του παιδιού τους και απόταξη του συνόλου των επιπτώσεων που είχε η πράξη του Κατηγορουμένου στο τέκνο τους. Τέτοια εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

37.         Όλα όσα σημειώνονται αμέσως ανωτέρω λαμβάνονται υπόψιν στο βαθμό και την έκταση που είναι επιτρεπτό για αυτής της φύσης αδικήματα καθότι ως έχει αναδείξει η Νομολογία η μεγάλη κοινωνική απαξία των αδικημάτων αυτών, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας (βλ. Γ.Α., ανωτέρω).

 

38.         Τα Δικαστήρια, καλούνται και έχουν ευθύνη διά των ποινών που επιβάλλουν να συμβάλλουν στην προστασία των παιδιών από τέτοιες απαράδεκτες και ειδεχθείς συμπεριφορές έχοντας πάντα κατά νου την ιδιαιτερότητα της κάθε υπόθεσης. Η επιβολή επιεικών ποινών θα έστελνε, λανθασμένα μηνύματα τόσο προς την κοινωνία αλλά και σε κάθε επίδοξο παραβάτη (βλ. Σ.Λ., ανωτέρω).

 

39.         Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της στερητικής της ελευθερίας.

40.         Επιβάλλεται συνεπώς στον Κατηγορούμενο στην 3η Κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 ετών και 6 μηνών.

 

41.         Περαιτέρω, εκδίδεται διάταγμα δυνάμει των προνοιών του άρθρου 14(1)(γ) του Νόμου δια του οποίου ο Κατηγορούμενος, παραπέμπεται στην Αρχή Εποπτείας, που εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 47 του Νόμου, καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές και για επιπλέον χρονικό διάστημα διάρκειας 3 ετών από την ημερομηνία της αποφυλάκισής του.

 

42.         Επισημαίνονται στον Κατηγορούμενο οι υποχρεώσεις του δυνάμει του άρθρου 22(3)(4) του Νόμου για κοινοποίηση των στοιχείων του στην Αστυνομία.

 

43.         Οι οπτικοακουστικές καταθέσεις να παραμείνουν στην Αστυνομία μέχρι την εκπνοή της περιόδου άσκησης έφεσης και έπειτα να καταστραφούν. 

 

 

 

 

(Υπ.) Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.

 

 

(Υπ.) Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.

 

 

(Υπ.). Α. Λουκά, Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής



[1]  Διατηρείται σύνταξη και ορθογραφία.

[2]    Καταγράφεται στο προοίμιο: «Recognizing that the child, for the full and harmonious development of his or her personality, should grow up in a family environment, in an atmosphere of happiness, love and understanding…».

[3]   Καταγράφεται στο προοίμιο: «Convinced that the family, as the fundamental group of society and the natural environment for the growth and well-being of all its members and particularly children, should be afforded the necessary protection and assistance so that it can fully assume its responsibilities within the community…»

 

[4]    Σύμφωνα με τις αγγλικές κατευθυντήριες γραμμές: «Any steps taken to prevent the victim reporting an incident, obtaining assistance and/or from assisting or supporting the prosecution» αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα.

[5]    «19. Κατά την εκδίκαση των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 9 και 15 και στην επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, ως επιβαρυντικές οι ακόλουθες περιστάσεις:…

(ε) κατά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος χρησιμοποιήθηκε βία ή προκλήθηκε βλάβη στο θύμα∙»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο