ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Σατσιά Προσ. Ε.Δ.

 

Υπόθεση Αρ.: 4464 / 2020

 

I.A.

Παραπονούμενος

και

 

Π.Κ.

 

Κατηγορούμενος

 

 

Ημερομηνία: 22 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Παραπονούμενο: κος Δ. Απαισιώτης

Για Κατηγορούμενο: κος Α. Γεωργίου

Κατηγορούμενος: παρών

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Εκ πρώτης όψεως)

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.      Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μόνο μια κατηγορία, ήτοι τη δέκατη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου, καθότι μόνο αυτή είχε επιτραπεί να καταχωριστεί κατά το στάδιο της έγκρισης και καταχώρισης του κατηγορητηρίου. Η κατηγορία αφορά εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

2.      Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της δέκατης κατηγορίας:

 

«Ο κατηγορούμενος στη Λευκωσία μεταξύ των ημερομηνιών 14.03.2017 και 12.05.2019 με ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης του παραπονούμενου/κατήγορου απόκτησε από τον παραπονούμενο/κατήγορο το χρηματικό ποσό των €21.040 (εικοσιμία χιλιάδες και σαράντα ευρώ), δηλαδή ενώ την 14/3/2017 ο κατηγορούμενος ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης οικοδομικών έργων ‘Ε τάξης υπόβαλε δύο γραπτές προσφορές στον παραπονούμενο/κατήγορο ημερομηνίας 14/3/2017 για τα ποσά €6.500 πλέον Φ.Π.Α. και €15.110 πλέον Φ.Π.Α. με σκοπό εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στο διαμέρισμα αριθμός 4 στην οδό στρατηγού Τσαγγαρίδη αριθμός 2, Άγιοι Ομολογητές, ιδιοκτησίας του παραπονούμενου/κατήγορου, ενώ ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι κατά τον δεδομένο χρόνο, δηλαδή κατά την 14/3/2017 δεν είχε πληρώσει τις ετήσιες άδειες του ως εργολήπτης για τα έτη 2016, 2017 και δεν πλήρωσε ούτε την ετήσια άδεια του για το 2018 με αποτέλεσμα το συμβούλιο εγγραφής και ελέγχου εργοληπτών οικοδομικών και τεχνικών έργων αποφάσισε την 15/10/2018 την διαγραφή του από το μητρώο εργοληπτών και η σχετική απόφαση γνωστοποιήθηκε στον κατηγορούμενο με διπλοσυστημένη επιστολή ημερομηνίας 23/10/2018, ενώ ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε με τις δύο γραπτές προσφορές του την 14/03/2017 ψευδώς στον παραπονούμενο/κατήγορο ότι μπορούσε να υποβάλει προσφορά και να εκτελέσει οικοδομικές εργασίες στο διαμέρισμα του παραπονούμενου/κατήγορου, οι οποίες οικοδομικές εργασίες εκτελέστηκαν μερικώς και με κακοτεχνίες μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018 όπου και αποσπάστηκε από τον παραπονούμενο το χρηματικό ποσό των €21.040 (εικοσιμία χιλιάδες και σαράντα ευρώ).»

 

3.      Αφού η Κατηγορούσα Αρχή ολοκλήρωσε την παρουσίαση της μαρτυρίας της, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου υπέβαλε εισήγηση με βάση το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί, ότι δεν αποδείχθηκε εξ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου επαρκώς ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπιση του.  

 

4.      Ο κ. Γεωργίου ανέφερε κατά την αγόρευση του ότι δεν προσκομίστηκε καθόλου μαρτυρία ότι έγινε ψευδής παράσταση από τον Κατηγορούμενο στον Παραπονούμενο. Παρέπεμψε στη μαρτυρία του Παραπονούμενου και συγκεκριμένα στην παραδοχή του, κατά τον κ. Γεωργίου, ότι ουδέποτε ρώτησε τον Κατηγορούμενο εάν είχε άδεια εργολήπτη. Στην ουσία, ο Παραπονούμενος απλώς υπέθεσε ότι ο Κατηγορούμενος είχε άδεια εργολήπτη. Καταλήγει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου ότι από τη στιγμή που λείπει αυτός ο κρίκος από τη μαρτυρία του Παραπονούμενου, ο Κατηγορούμενος θα πρέπει να απαλλαχθεί από αυτό το στάδιο.

 

5.      Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Παραπονούμενου αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι με βάση την μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου και θα πρέπει αυτός να κληθεί σε απολογία.

 

Β. ΜΑΡΤΥΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΤΗΚΕ

 

6.      Προς απόδειξη της υπόθεσης του Παραπονούμενου κατέθεσαν τέσσερεις μάρτυρες.  Ο πρώτος μάρτυρας (ΜΚ1) ήταν ο Παραπονούμενος. Ο δεύτερος μάρτυρας ήταν ο Λευτέρης Παπαλευτέρης (ΜΚ2), ο τρίτος μάρτυρας ο Πέτρος Βαφεάδης (ΜΚ3) και η τέταρτη μάρτυρας ήταν η Γεωργία Κωνσταντίνου (ΜΚ4).

 

7.       Η πλήρης μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω σε αυτό το σημείο. Το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε μέχρι στιγμής έχει τύχει προσεκτικής μελέτης και την έχω υπόψιν μου. Θα επικεντρωθώ σε ορισμένα σημαντικά σημεία από τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα στο πλαίσιο του περιορισμένου σκοπού αυτής της διαδικασίας.

 

i.              ΜΚ1 Παραπονούμενος

 

8.      Ο Παραπονούμενος ετοίμασε γραπτή δήλωση (Έγγραφο Α) ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Ανέφερε μεταξύ άλλων ότι τις αρχές του 2017 αποφάσισε να ανακαινίσει διαμέρισμα το οποίο του παραχώρησαν οι γονείς του. Ο Κατηγορούμενος είναι ο θείος της πρώην συζύγου η οποία το 2017, όταν ήταν ακόμη παντρεμένοι, του πρότεινε το θείο της ως εργολάβο οικοδομών που θα μπορούσε να αναλάβει τις οικοδομικές εργασίες στο διαμέρισμα.

 

9.      Γνώριζε και ο ίδιος ότι ο Κατηγορούμενος είναι εργολάβος οικοδομών εφόσον του «ανέφερε στο παρελθόν σε οικογενειακές συνευρέσεις ότι είναι εργολάβος οικοδομών και ότι αναλαμβάνει μεγάλες εργασίες παγκύπρια από ανέγερση κατοικιών μέχρι και κτίσιμο ξενοδοχειακών μονάδων».

 

10.   Δεν του έδειξε ποτέ την άδεια του και ούτε ο Παραπονούμενος ζήτησε να την δει καθότι δεν είχε κάποιο λόγο να αμφισβητήσει αυτό που του είχε αναφέρει λόγω της στενής συγγένειας που είχε με την πρώην σύζυγο του και επειδή στο παρελθόν του ανέφερε πολλές φορές ότι είναι εργολάβος με πείρα στις ανακαινίσεις κατοικιών.

 

11.   Ανέφερε ο Παραπονούμενος πως συζήτησε το θέμα με την πρώην σύζυγο του και ήθελε ένα έμπιστο επαγγελματία ο οποίος να μην εκμεταλλευτεί την άγνοια του σε σχέση με οιδοκομικές εργασίες. Η απόφαση του επηρεάστηκε και από το ότι εκείνη την περίοδο φιλοξενούσε την κόρη του Κατηγορούμενου στο υπόγειο της οικίας του.

 

12.   Συνεπώς, επικοινώνησε με τον Κατηγορούμενο περί το Μάρτιο του 2017. Ο Κατηγορούμενος του ανέφερε πως μπορεί να αναλάβει τέτοια εργασία και στα μέσα Μαρτίου επισκέφθηκε το υπό ανακαίνιση διαμέρισμα για σκοπούς επιθεώρησης του χώρου και εκτίμησης των εργασιών οι οποίες θα έπρεπε να λάβουν χώρα. Είχαν τηλεφωνική επικοινωνία τις επόμενες ημέρες κατά τη διάρκεια της οποίας ο Κατηγορούμενος του πρότεινε για την μόνωση της ταράτσας με ένα συγκεκριμένο υλικό και την τοποθέτηση ψευδοτάβανου ως πιο οικονομική λύση. Ο Παραπονούμενος αναφέρει ότι συμφώνησε με τα προαναφερόμενα.

 

13.   Τις επόμενες ημέρες η κόρη του Κατηγορούμενου του απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το Τεκμήριο 3 – εγγράφου με τίτλο «Προσφορά για την οικία του κ. Λάρη στη Λευκωσία» με ημερ. 14.03.2017. Στο πάνω αριστερό μέρος του Τεκμηρίου 3 αναγράφεται «Π. Κ.  ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ».  Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4 και μια δεύτερη προσφορά χωρίς ημερομηνία ως αναφέρει ο ΜΚ1 για σκοπούς σύγκρισης των τιμών των διαφόρων υλικών.

 

14.   Ο Κατηγορούμενος ξεκίνησε τις εργασίες περίπου δύο μήνες μετά. Στην πορεία ο ΜΚ1 αναφέρει ότι αποφάσισε κάποιες περαιτέρω εργασίες. Έγιναν επίσης και εργασίες στα υδραυλικά από έναν υδραυλικό τον οποίο έφερε ο Κατηγορούμενος καθώς και νέα ηλεκτρολογική εγκατάσταση την οποία εγκατέστησε ο πρώην πεθερός του Παραπονούμενου. Ο Κατηγορούμενος εγκατέστησε επίσης ερμάρια στα υπνοδωμάτια και στην κουζίνα όπως και πάγκους κουζίνας.

 

15.   Οι πληρωμές προς τον Κατηγορούμενο έγιναν με μετρητά μέσω της κόρης του. Συνολικά πλήρωσε στον Κατηγορούμενο το ποσό των €22.040 και υπολειπόταν ένα ποσό ύψους €3.300. Ωστόσο, ο Παραπονούμενος αναφέρει ότι κατόπιν επιθεώρησης που διενήργησε διαπίστωσε πως οι εργασίες εκτελέστηκαν πλημμελώς. Ο Κατηγορούμενος διαφώνησε και του ανέφερε πως οι εργασίες έγιναν μια χαρά και ότι θα πρέπει να τον εξοφλήσει.

 

16.   Το ζήτημα δεν επιλύθηκε και εν τέλει ο Παραπονούμενος συμβουλεύθηκε δικηγόρο και αποτάθηκε στο ΕΤΕΚ για την εξασφάλιση πραγματογνωμοσύνης (Τεκμήριο 8).

 

17.   Μετά από ενημέρωση την οποία έλαβε από το δικηγόρο του, διαφάνηκε ότι ο Κατηγορούμενος είχε διαγραφεί από το μητρώο που διατηρεί ο Σύνδεσμος Εργολάβων λόγω μη καταβολής τελών για την άδεια εργολήπτη. Όταν ανέλαβε τις εργασίες στο διαμέρισμα του δεν ήταν εγγεγραμμένος στα επαγγελματικά μητρώα πράγμα που ο Κατηγορούμενος παρέλειψε να αναφέρει στον Παραπονούμενο.

 

18.   Τέλος, ο Παραπονούμενος αναφέρει ότι εάν γνώριζε ότι ο Κατηγορούμενος δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης δεν θα του ανέθετε την εργασία. Συνεπώς, ζητεί την τιμωρία του.

 

19.   Κατά την αντεξέταση του, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι πριν το 2010 ο Κατηγορούμενος είχε κάνει κάποιες εργασίες στο σπίτι του Παραπονούμενου στην Ανθούπολη όπως σουβατίσματα και επιδιορθώσεις.

 

20.   Σε ερώτηση αν μπορεί να προσδιορίσει πότε του ανέφερε ο Κατηγορούμενος πως είναι εργολάβος ο ΜΚ1 ανέφερε ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει χρονικά το πότε του ανέφερε ο Κατηγορούμενος για την ιδιότητα του ως εργολάβος οικοδομών. Οι συζητήσεις γίνονταν σε οικογενειακά τραπέζια, γάμους και βαφτίσεις.

 

21.   Για τη συγκεκριμένη εργασία δεν τον ερώτησε εάν είχε άδεια εργολάβου (σελ. 10, Πρακτικών ημερ. 15.11.2023):

 

Ε.    Άρα για τη συγκεκριμένη εργασία ρωτήσατε τον εσείς «Πέτρο είναι εντάξει όλα με την άδεια σου; Να προχωρήσουμε και να κάνουμε την ανακαίνιση;»

Α.    Δεν τον ρώτησα για την άδεια του, η αλήθεια είναι τούτη. Είχα τόση πολλή εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του που δεν πέρασε καν που το νου μου ότι δεν είχε την άδεια του ανανεωμένη, πόσω μάλλον ότι ήταν και διεγραμμένος.

Ε.    Συμφωνείτε μαζί μου ότι ουδέποτε σας ανέφερε οτιδήποτε σχετικό για τη συγκεκριμένη εργασία, ουδέποτε συζητήθηκε μεταξύ σας τούτο το ζήτημα, πριν την έναρξη των εργασιών;

 Α.   Μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι δεν τον ρώτησα αν είχε την άδεια του ανανεωμένη, όσον αφορά τη σχέση μας, για να αναλάβει την εργασία, αυτό συζητήθηκε πολλάκις.

 

22.   Υποβλήθηκε επίσης στο μάρτυρα ότι αυτός υπαγόρευσε τι θα αναφερόταν στις προσφορές. Περαιτέρω, υποβλήθηκε στο ΜΚ1 πως ήταν ο πεθερός του ο οποίος είχε αναλάβει την ανακαίνιση και ο Κατηγορούμενος απλώς βοηθούσε τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Δεν εκδόθηκαν ούτε τιμολόγια αλλά ούτε και αποδείξεις για τις εργασίες οι οποίες έγιναν. Ακόμα και μετά τη διεκπεραίωση των περισσότερων εργασιών αποστάλθηκε «προσφορά».

 

23.   Υποβλήθηκε επίσης στον ΜΚ1 ότι όταν ξεκίνησαν οι εργασίες το 2017 ήταν εγγεγραμμένος εργολάβος ο Κατηγορούμενος. Ο ΜΚ1 απάντησε ότι δεν το γνώριζε αυτό, αν ερχόταν όμως στην πορεία στην αντίληψη του ότι είχε παύσει να είναι εγγεγραμμένος εργολάβος θα τον τερμάτιζε.

 

 

 

ii.            ΜΚ2 – Λευτέρης Παπαλευτέρη

 

24.   Ο κ. Παπαλευτέρη είναι τεχνικός λειτουργός στο Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (εφεξής «Συμβούλιο»). Ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε στο Δικαστήριο γραπτή δήλωση (Έγγραφο Β).

 

25.   Ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος εγγράφηκε ως εργολήπτης οικοδομικών έργων Ε’ τάξης στις 29.11.2010. Διαγράφηκε από το μητρώο στις 15.10.2018 ως χρεώστης ετήσιων αδειών για τα έτη 2016 – 2018. Η άδεια του είχε λήξει στις 31.12.2015 και δεν ανανεώθηκε για τρία έτη. Ως εκ τούτου διαγράφηκε αυτόματα από το μητρώο. Η απόφαση του Συμβουλίου γνωστοποιήθηκε στον Κατηγορούμενο με επιστολή ημερ. 23.10.2018.

 

26.   Την 11.06.2021 ο Κατηγορούμενος επανεγγράφηκε στο μητρώο εργοληπτών και πλήρωσε τις οφειλές για τα έτη 2016 – 2018 για να το επιτραπεί η επανεγγραφή.

 

27.   Ο ΜΚ2 επίσης απάντησε ότι η τοποθέτηση νεφκών (μεταλλικών δοκών στήριξης) ενισχύεται ο στατικός φορέας της οικοδομής και κανονικά απαιτείται άδεια οικοδομής. Από τη στιγμή που απαιτείται άδεια οικοδομής, ο εργολήπτης ο οποίος θα αναλάβει αυτή την εργασία θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένος.

 

28.   Κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη από το Συμβούλιο εναντίον του Κατηγορούμενου επειδή είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες όταν περιήλθε η υπόθεση στην αντίληψη του Συμβουλίου. Εξ όσων γνωρίζει σε σχέση με το συγκεκριμένο έργο δεν διεξήχθη έρευνα από το Συμβούλιο.

 

iii.           ΜΚ3 – Πέτρος Βαφεάδης

 

29.   Ο κ. Βαφεάδης είναι πολιτικός μηχανικός και ήταν το πρόσωπο το οποίο διορίστηκε ως πραγματογνώμονας από τον Παραπονούμενο και το οποίο ετοίμασε την πραγματογνωμοσύνη ημερομηνίας 21.11.2019 η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8. Ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε στο Δικαστήριο γραπτή δήλωση (Έγγραφο Γ). 

 

30.   Ο ΜΚ3 αναφέρει ότι διορίστηκε ως πραγματογνώμονας από το ΕΤΕΚ όπου αποτάθηκε ο Παραπονούμενος με όρους εντολής όπως προβεί σε διερεύνηση και καταγραφή των ελαττωμάτων των εργασιών ανακαίνισης και συντήρησης οι οποίες εκτελέστηκαν στο επίδικο διαμέρισμα. Προστέθηκε δυνάμει συμπληρωματικής συμφωνίας ως όρος εντολής ο καθορισμός του κόστους επιδιόρθωσης των ελαττωμάτων τα οποία θα καταγράφονταν στη γνωμάτευση.

 

31.   Ακολούθως στην γραπτή του δήλωση αναφέρεται στα περιεχόμενα της γνωμάτευσης του – Τεκμήριο 8.

 

32.   Κατά την κυρίως εξέταση του ερωτήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Παραπονούμενου το κατά πόσον η τοποθέτηση μεταλλικών δοκών οριζοντίως  πρέπει να γίνεται από εγγεγραμμένο εργολήπτη. Ο ΜΚ3 απάντησε πως πρόκειται για σοβαρή επέμβαση στο κτίριο η οποία πρέπει να γίνεται από εγγεγραμμένο εργολήπτη καθότι πρόκειται για επέμβαση στο δομικό φορέα η οποία πρέπει να συνοδεύεται από στατική μελέτη – και άδεια οικοδομής. Από τη στιγμή που θα πρέπει να εξασφαλιστεί άδεια οικοδομής, το πρόσωπο το οποίο θα εκτελέσει τις εργασίες θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης.

 

33.   Κατά την αντεξέταση του ΜΚ3 από το συνήγορο του Κατηγορούμενου, αυτός ερωτήθηκε εάν ορισμένες από τις εργασίες δεν αποτελούν κακοτεχνίες αλλά ασυμπλήρωτες. Απάντησε ότι όντως σε ορισμένες περιπτώσεις οι εργασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί.

 

34.   Περαιτέρω αποδέχθηκε ότι το ποσό το οποίο απαιτείται για την επιδιόρθωση των ελαττωμάτων ανέρχεται σε €2.760, πλέον Φ.Π.Α.  Σε σχετική ερώτηση ο ΜΚ3 απάντησε ότι η σχέση μεταξύ των μερών δεν τον αφορούσε καθότι δεν είχε σημασία για την ετοιμασία της έκθεσης του.

 

35.   Όσον αφορά τις μεταλλικές δοκούς ανέφερε ότι δεν ασχολήθηκε με τις δομικές ενισχύσεις καθότι αυτό το ζήτημα είχε αφαιρεθεί από τους όρους εντολής του και συνεπώς δεν είναι σε θέση να γνωματεύσει επί του κατά πόσον η δομική ενίσχυση έγινε σωστά ή όχι.  Επίσης, ο ΜΚ3 ανέφερε ότι δεν μπορεί να εκφέρει άποψη για το κόστος των εργασιών οι οποίες έγιναν στο διαμέρισμα καθότι δεν γνωρίζει σε ποια κατάσταση ήταν προηγουμένως.

 

36.   Όσον αφορά τη συνεργασία του με τον Κατηγορούμενο ο ΜΚ3 ανέφερε ότι στην αρχή ήταν πολύ πρόθυμος να συναντηθούν ωστόσο δεν κατέστη εφικτό να  βρεθεί μια ημερομηνία η οποία να βόλευε και τα δύο μέρη για να γίνει συνάντηση. Σε κάποιο στάδιο και μετά όταν προσπάθησε ξανά να επικοινωνήσει μαζί του, ο Κατηγορούμενος ήταν αρνητικός δεν απαντούσε. Κατά συνέπεια, αναγκάστηκε να επικοινωνήσει με την κόρη του Κατηγορούμενου αφού ζήτησε και συμβουλή από το ΕΤΕΚ για πως θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το ζήτημα το οποίο ανέκυψε. Στο τέλος, ανέφερε ο ΜΚ3 αναγκάστηκε να εκδώσει τη γνωμάτευση του χωρίς να έχει τη θέση του Κατηγορούμενου.Είχε πληροφορηθεί ότι η σύζυγος του Κατηγορούμενου αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.  

 

iv.           ΜΚ4 -  Γεωργία Κωνσταντίνου

 

37.   Η ΜΚ4 είναι η κόρη του Κατηγορούμενου και είναι χημικός μηχανικός. Ανέφερε ότι γνωρίζει τον Παραπονούμενο και ότι είναι ο πρώην άντρας πρώτης εξαδέλφης της, της Γεωργίας.  Σε ερώτηση κατά την κυρίως εξέταση της αν γνωρίζει το κατά πόσο ο πατέρας της είναι εργολήπτης τάξης Ε απάντησε καταφατικά.

 

38.   Απάντησε ότι δεν γνωρίζει αν υπήρχε επαγγελματικής φύσεως σχέση μεταξύ του πατέρα της  - Κατηγορούμενου  - και του Παραπονούμενου το έτος 2017. Όταν της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 7, αναγνώρισε τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της, ωστόσο ανέφερε ότι δεν θυμάται αν της έδωσε ο πατέρας της προσφορά για να αποστείλει στον Παραπονούμενο.  Ανέφερε ότι τα Τεκμήρια 3 και 4 (προσφορές) έχουν τη δομή των προσφορών του πατέρα της αλλά δεν θυμάται αν τις έστειλε η ίδια. Ο πατέρας της, ανέφερε, δεν είναι γνώστης της τεχνολογίας και τον βοηθά με την δακτυλογράφηση προσφορών.

 

39.   Αναγνώρισε τη συζήτηση που περιέχεται στο Τεκμήριο 5 και ότι στη φωτογραφία που επισυνάπτεται φαίνονται τα γράμματα του Κατηγορούμενου.

 

40.   Αυτό που θυμάται είναι ότι ο πατέρας της ερχόταν στον ελεύθερο του χρόνο στη Λευκωσία και βοηθούσε το θείο της, ο οποίος ήταν πεθερός του Παραπονούμενου, να κάνει εργασίες στο σπίτι της μητέρας του Παραπονούμενου. Δεν γνωρίζει αν ανήκε στον Παραπονούμενο το διαμέρισμα.

 

41.   Περαιτέρω, η ΜΚ4 ανέφερε ότι είχε επικοινωνία με τον ΜΚ3· στην ουσία εκτελούσε χρέος «ταχυδρόμου» χωρίς να έχει οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή στη διαδικασία και το ίδιο έγινε και με τον Παραπονούμενο όταν αυτός σταμάτησε να μιλά με τον πατέρα της.

 

42.   Οι συνομιλίες τις οποίες είχε με τον Παραπονούμενο αφορούσαν την αποστολή εγγράφων για τα οποία ο Παραπονούμενος είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα της. Συνήθως, ο Παραπονούμενος της ζητούσε να του στέλνει τα πάντα γραπτώς και όταν του έστελνε φωτογραφία εγγράφου ο Παραπονούμενος επέμενε να τα έχει σε μορφή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατά τρόπο «συγυρισμένο». Ο λόγος, με βάση την ΜΚ4, ήταν για να τα πάρει στη μητέρα του για να «λοαρκαστούν».

43.   Τιμολόγια δεν εξέδωσε σε σχέση με την επίδικη εργασία και ούτε γνωρίζει αν εκδόθηκαν τιμολόγια. Ανέφερε ότι ασχολείται και βοηθά τον πατέρα της μόνο με τα διαδικαστικά ζητήματα, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ή αν έχει κάποιο συμβόλαιο το παίρνουν από το Σύνδεσμο Εργοληπτών και τον βοηθά για να το συμπληρώσουν για να μπορεί ο πατέρας της να κάνει τη δουλειά του.

 

Γ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Ι. Εκ πρώτης όψεως

 

44.   Σύμφωνα με το άρθρο 74 (1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ. 155), ως έχει τροποποιηθεί, μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος δύναται να υποβάλει ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, κατά τρόπο επαρκή ώστε να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπιση του. Εάν το Δικαστήριο αποδεχθεί την εισήγηση, αθωώνει τον κατηγορούμενο.

 

45.   Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, το να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία, δικαιολογείται μόνο ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η μαρτυρία ορώμενη εξ όψεως και όχι σε βάθος εγείρει θέμα ενοχής του κατηγορούμενου.

                                               

46.   Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (In Re Kakos (1985) 1 CLR 250, Fowles v. Λ.M.G. κ.ά.Ποιν. Έφεση Αρ. 57/2022, ημερ. 8/5/2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, ECLI:CY:AD:2023:B152)

 

47.   Το βάρος απόδειξης στους ώμους της κατηγορούσας αρχής σε αυτό το στάδιο είναι διαφορετικό σε σύγκριση με το βάρος απόδειξης με το οποίο επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Είναι αρκετό να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως (ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9).

 

48.   Το στάδιο του εκ πρώτης όψεως αποτελεί θεμελιώδες στάδιο της ποινικής δίκης το οποίο προστατεύει τον κατηγορούμενο από τη συνέχιση της δίκης ασκόπως ή για λόγους που δεν άπτονται ή δεν αφορούν την καθαυτή και καλώς νοούμενη απονομή της δικαιοσύνης. Αν η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή εκτιμώμενη στο απόγειο της δεν στοιχειοθετεί ή θεμελιώνει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή είναι αντινομική και εγγενώς συγκρουόμενη μεταξύ της, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα άφηνε την υπόθεση να προχωρήσει, τότε ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό (απόφαση Δικαστή Ναθαναήλ στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851).

 

49.   Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, αναλύθηκε με πληρότητα ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση».  Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

«To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

 

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. Στην υπόθεση Azina (ανωτέρω), το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση Rex ν. Mustafa Kara Mehmed 16 C.L.R. 46  συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσής της, δηλαδή των Άρθρων 143 και 144 της περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη.  Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων:  (α)  Wiseman & Another v. Bomeman &  Others (1967) 3 All E.R. 1045, (b) Cozens v. Brutus (1972) 2 All E.R. 1, (c) Ellis v. Jones (1973) 2 All E.R. 893, (d) R. v. Galbraith (1981) 2 All E. R. 1061, (e) R. v. Barker (Note (1975) 65 Cr. App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

 

Η συνταύτιση του έργου του κριτή του δικαίου και των γεγονότων στο πρόσωπο του δικαστή στην Κύπρο, δεν μεταβάλλει το πλαίσιο καθορισμού της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης.  Η απόφαση του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης.  Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

50.   Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851 (απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας) το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε τα εξής όσον αφορά τις αρχές οι οποίες διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως:

 

«Επακριβέστερη διατύπωση των αρχών βρίσκεται στην R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060 (σελ. 1062), η οποία συνιστά και την κλασσική θέση τους:

 

«How then should be judge approach a submission of ´no case´? (1) If there is no evidence that the crime alleged has been committed by the defendant, there is no difficulty. The judge will of course stop the case. (2) The difficulty arises where there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence. (a) Where the judge comes to the conclusion that the prosecution evidence, taken at its highest, is such that a jury properly directed could not properly convict upon it, it is his duty, upon a submission being made, to stop the case. (b) Where however the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness´s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury and where on one possible view of the facts there is evidence upon which a jury could properly come to the conclusion that the defendant is guilty, then the judge should allow the matter to be tried by the jury.»

 

Η υιοθέτηση της Galbraith στην Κυπριακή νομολογία (Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191) την καθιστά και εδώ την κατ' εξοχή καθοδηγητική αυθεντία. Να τονίσουμε τα λεχθέντα στη Χριστοδούλου (σ. 145):

 

«Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφασή του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

Και τα λεχθέντα στην Παναγιώτου (σ. 196):

 

«Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»

 

51.   Παρατίθεται επίσης απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 ΑΑΔ 82 σε σχέση  με το ορθό κριτήριο στον στάδιο του εκ πρώτης όψεως:

 

«Όπως επίσης και εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό του ότι στο στάδιο εκείνο έπρεπε να ικανοποιηθεί "ότι τα γεγονότα είναι τέτοια που να μην συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμβιβασμό, εκτός από το συμπέρασμα της ενοχής του κατηγορουμένου". Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας

 

52.   Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη σχετική νομολογία αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, ενόψει της συνέχισης της δίκης (ίδετε Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ.191, Mariano κ.ά. ν. Αστυνομίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ.808).  

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΙ. Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις

 

53.   Ο όρος «ψευδής παράσταση» ορίζεται στο άρθρο 297 του Κεφ. 154 ως ακολούθως:

«297.Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»

54.   Το άρθρο 298 με πλαγιότιτλο «εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις» προνοεί τα ακόλουθα:

«298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»

55.   Από τα πιο πάνω άρθρα προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις είναι τα ακόλουθα:  

 

i.           η ψευδής παράσταση, δηλαδή η παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, έγγραφο ή συμπεριφορά, η οποία στην πραγματικότητα είναι ψευδής,

ii.         η γνώση του προσώπου που προβαίνει στην παράσταση ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθινή,

iii.        η ψευδής παράσταση να γίνεται με σκοπό καταδολίευσης και 

iv.        ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης, ο κατηγορούμενος να αποκτήσει από άλλο οτιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή να υποκινήσει άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα.

 

56.   Το λεκτικό του άρθρου 298(1) του Κεφ. 154 είναι παρόμοιο με το άρθρο 32 του  Larceny Act 1916 και η Κυπριακή Νομολογία φαίνεται να υιοθετεί την Αγγλική νομολογία επί του θέματος. Συνεπώς, αντλήθηκε καθοδήγηση από το σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence & Practice, 36th edition, 1966, παράγραφοι 1935 – 1970.

 

 

 

Ψευδής παράσταση

 

57.   Η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις προϋποθέτει, κατά πρώτον, την ύπαρξη «ψευδών παραστάσεων», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 297 του Κεφ. 154, με το βάρος απόδειξης να βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία θα πρέπει να αποδείξει τις ψευδείς παραστάσεις όπως αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

58.   Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος ως υφιστάμενου, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται (Archbold, ανωτέρω, παρ. 1945: ...a person fraudulently represents as an existing fact that which is not an existing fact…”).

 

59.   Δεν είναι απαραίτητο όπως η ψευδής παράσταση γίνεται με λόγια αλλά η συμπεριφορά και οι πράξεις του δράστη, χωρίς οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή παράσταση, αρκούν (Archbold, παρ. 1956 – “Form of pretence: It is not necessary that the pretence should be by words; the conduct and acts of the party will be sufficient, without any verbal or written representation.”)

 

60.   Ένα παράδειγμα ψευδούς παράστασης με συμπεριφορά είναι η R v. Barnard (1837) 7 C&P 784 στην οποία τέθηκε ως obiter dictum ότι, ο κατηγορούμενος ο οποίος έπεισε ένα καταστηματάρχη να του πωλήσει εμπορεύματα επί πιστώσει αφού προέβη σε παράσταση ότι είναι φοιτητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης (με λόγια και κατά τρόπο ρητό), θα κρινόταν ένοχος ακόμη και αν δεν προέβαινε σε παράσταση με λόγια, επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτο ενδεδυμένος με τη χαρακτηριστική τήβεννο και το καπέλο το οποίο φορούσαν οι φοιτητές της Οξφόρδης τον τότε καιρό (Smith & Hogan, Criminal Law, 11th edn., σελ. 743).

 

61.   Μια παράσταση ότι ο κατηγορούμενος θα προβεί σε μια πράξη στο μέλλον δεν θεωρείται ψευδείς παράσταση. Ούτε και η έκφραση άποψης (opinion, untrue praise) μπορεί να θεωρηθεί ως ψευδής παράσταση.  Ωστόσο, μια παράσταση η οποία εμπεριέχει ψευδή δήλωση σε σχέση με το παρόν σε συνάρτηση με παράσταση για μελλοντική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί ψευδείς παράσταση εν τη εννοία του αρ. 297.

 

62.   Μια δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός, είτε γίνεται προφορικά, είτε γραπτά, δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη, αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου το γεγονός ότι η δήλωση εύλογα και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο με τον οποίο έγινε. Είναι, όμως, αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής και να έχει την πρόθεση ο παραπονούμενος να προσδώσει σε αυτή τη δήλωση το νόημα που υποστηρίζει τις παραστάσεις για τις οποίες κατηγορείται (Archbold, ανωτέρω, παρ. 1956, σελ. 716).  

 

63.   Στην Κύπρος Κυπριανού ν. ΑστυνομίαςΠοιν. Έφεση 318/2015, ECLI:CY:AD:2017:B285, 07.09.2017, το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας απόσπασμα από την Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 παρατήρησε ότι:

 

«Μια παράσταση είναι ψευδής, όταν η παρουσίαση γεγονότος του παρελθόντος ή του παρόντος γίνεται με σκοπό την παράσταση του ως υπαρκτού, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Η έκφραση γνώμης ή υπόσχεση ή παράσταση ως προς την εκπλήρωση μια πράξης στο μέλλον, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της ψευδούς παράστασης. Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής». 

 

64.   Επιπλέον, ως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Ιωάννου Μαργαρίτα κ.ά ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 417, παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση».

 

65.   Στην υπόθεση Ζένιου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ. 65, κρίθηκε ότι  παράσταση, η οποία συνίστατο στο γεγονός πως οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν δύο διαμερίσματα σε ανεγειρόμενη πολυκατοικία τους, ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί, ενέπιπτε στην έννοια του όρου ψευδής παράσταση. Επίσης, στην υπόθεση Κυπριανού (ανωτέρω) κρίθηκε ότι η παράσταση του εφεσείοντα προς τους ΜΚ 5 και 6, ότι η μεζονέτα αρ. 6 ήταν ελεύθερη προς πώληση, συνεπώς υποκείμενη προς αγορά και σύναψη αγοραπωλητηρίου, με σκοπό να τους πείσει να προβούν στην εν λόγω πράξη, ενώ ο ίδιος γνώριζε ότι αυτή του η παράσταση ήταν ψευδής, καθότι η συγκεκριμένη μεζονέτα ανήκε ήδη σε άλλο πρόσωπο, ενέπιπτε στην έννοια του όρου της ψευδούς παράστασης.

 

Γνώση του προσώπου που προβαίνει στην παράσταση

 

66.   Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής (Κύπρος Κυπριανού, ανωτέρω).

 

67.   Στο σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2015, αναφέρεται στη σελίδα 2313: «The representation must be untrue or misleading. There is no express requirement of materiality in this respect in which it is untrue or misleading, either objectively or subjectively to the defendant». Και στη σελίδα 2314: «The definition of "false" incorporated the requirement that the person making the representation knows that the representation is, or might be untrue or misleading. It is the defendant's actual knowledge that matters, not what he ought to have known, or what a reasonable person would have known».

 

Ο παραπονούμενος θα πρέπει να βασιστεί στη ψευδή παράσταση

 

68.   Δεν είναι αρκετό να υπάρχει μια ψευδής παράσταση. Θα πρέπει  η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του θύματος κατά τρόπο με τον οποίο τον έπεισε να αποξενωθεί τα αγαθά του. Θα πρέπει η μαρτυρία να καταδεικνύει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του εξαπατημένου και ότι ήταν αυτή που τον ώθησε, είτε πλήρως, είτε μερικώς, να αποξενωθεί την περιουσία του. Εάν ο παραπονούμενος στηρίχθηκε στη δική του κρίση και όχι στην παράσταση τότε ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να καταδικαστεί.

 

69.   Τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος έχουν αναλυθεί στην απόφαση Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ v. Σιεγγέρη κ.ά., Ποινική Έφεση 121/2014, ημερομηνίας 16.12.2016, στην οποία αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η απόκτηση αντικειμένου δυναμένου να κλαπεί, δια ψευδούς παραστάσεως, και με πρόθεση καταδολίευσης.  Παρατήρησε ότι, για να αποδειχθεί το αδίκημα, θα πρέπει να διαφανεί ότι η απόσπαση έγινε επειδή η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του παραπονούμενου, ο οποίος, στηριζόμενος στην ψευδή παράσταση, πείστηκε να αποξενωθεί από την περιουσία του

 

70.   Είναι σχετικό με αυτό το θέμα επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από τον Archbold, παρ. 1960, σελ. 717:

 

The inducement. It must be proved that the goods, etc. (a), named in the indictment, or some part of them… were obtained by means of the pretences alleged; in other words, the prosecution must prove that the alleged false pretence(s) operated on the mind of the person alleged to have been defrauded and induced him either wholly or in part to part with his money or property. … but proof that the false pretence operated on the mind of the prosecutor need not in every case be afforded by the direct evidence of a witness to that effect, if the facts are such that the alleged false pretence is the only reason which could be suggested as having been the operative inducement.”

 

       Η πρόθεση καταδολίευσης του Παραπονούμενου

 

71.   Εκτός από την ύπαρξη ψευδών παραστάσεων, η στοιχειοθέτηση του αδικήματος του άρθρου 298  του Κεφ. 154 προϋποθέτει την απόκτηση οποιουδήποτε πράγματος που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή την υποκίνηση κάποιου να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα με πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud).  

 

72.   Στην Ευθυμίου (ανωτέρω) τονίστηκε ότι το ψευδές της παράστασης, όπως και η πρόθεση καταδολίευσης για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος, ανάγεται στην εξ αρχής πρόθεση του κατηγορούμενου να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις στις οποίες προβαίνει και όχι στην εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα (ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Όμως η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση.  Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459, 483), "The state of a man´s mind is as much a fact as the state of his digestion". Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη. Εδώ δεν θα μπορούσε να εξαχθεί με τη δέουσα ασφάλεια, από το γεγονός της, παρά την είσπραξη χρημάτων, μη τήρησης των υποσχέσεων του Εφεσείοντα και των διαβεβαιώσεων του ότι θα διευθετούσε το θέμα, συμπέρασμα εξ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης.»

 

73.   Όπως προκύπτει από την Ευθυμίου (ανωτέρω), κρίσιμος χρόνος για να κριθεί τόσο η γνώση του κατηγορούμενου για το ψευδές της παράστασης όσο και η απαιτούμενη πρόθεση καταδολίευσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός προβαίνει στην εν λόγω παράσταση.

 

74.   Αναφορικά με το στοιχείο της πρόθεσης ή του σκοπού καταδολίευσης, επειδή αυτό δεν είναι πάντοτε δεκτικό θετικής και άμεσης μαρτυρίας, εφόσον ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία ενός προσώπου, μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που την αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως αναφέρεται στον Archbold, παρ. 1961, η πρόθεση καταδολίευσης σε πολλές περιπτώσεις εξυπακούεται από τα γεγονότα: “ ... in many cases it may be inferred from the facts of the case … Where money is obtained by pretences that are, prima facie, false there is an intent to defraud … And prima facie everyone must be taken to intend the consequences of his acts…”

 

75.   Ωστόσο αναφέρεται επίσης στην παράγραφο 1961, σελ. 717 στον Archbold : “But unless the intent is clear from the facts, the jury should be directed on the point, and told that an important element in the case is an intent to defraud”.

 

76.    Όπου η κατηγορούσα αρχή αποδεικνύει την ψευδή παράσταση και τη γνώση του κατηγορούμενου περί του ψεύδους, αυτό αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία της πρόθεσης καταδολίευσης, αλλά δεν είναι αρκετό αν τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση. Αν όμως η ψευδής παράσταση έγινε με ειλικρινή πεποίθηση ότι ήταν αληθινή, τότε αυτό δείχνει την έλλειψη της ύπαρξης πρόθεσης καταδολίευσης.

 

77.   Περαιτέρω, σε ότι αφορά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης με βάση τη σχετική αγγλική νομολογία, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην υπόθεση Welham v. D.P.P. (1961) A.C.103, H.L. «πρόθεση καταδολίευσης» (intent to defraud) σημαίνει πρόθεση πρόκλησης ή κίνδυνο πρόκλησης βλάβης σε ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα εξαπάτησης. Στη Welham (ανωτέρωαποσαφηνίσθηκε ότι η πρόθεση καταδολίευσης δεν περιορίζεται στην πρόκληση ή στον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημιάς στο θύμα της απάτης, αλλά καλύπτει γενικά και οποιαδήποτε άλλη βλάβη στο θύμα, έστω και αν αυτή δεν είναι χρηματικής ή οικονομικής φύσεως (it extends generally to the purpose of fraud and deceit). Ο όρος πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud) αναλύεται επίσης στην Ioannou v. The Police (1985) 2 C.L.R. 14, όπου επιδοκιμάσθηκε η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου με αναφορά, μεταξύ άλλων αποφάσεων, και στη Welham (ανωτέρω). 

 

78.   Γίνεται παραπομπή στην Welham  και στην απόφαση του Λόρδου Denning με την οποία συμφώνησαν τα υπόλοιπα μέλη της Βουλής των Λόρδων και παρατίθεται, μεταξύ άλλων, το ακόλουθο απόσπασμα:

 

Put shortly, 'with intent to defraud' means, 'with intent to practise a fraud' on someone or other. It need not be anyone in particular someone in general will suffice. If anyone may be prejudiced in any way by the fraud, that is enough".

 

79.    Σε σχέση με την πρόθεση καταδολίευσης παραπέμπω επίσης και στην Georghiou v Republic (1984) 2 CLR 65, όπου επίσης γίνεται παραπομπή στην Welham.

 

80.   Στο σύγγραμμα Archbold 2015 criminal pleadingevidence and practice αναφέρονται και τα ακόλουθα σε σχέση με την έννοια του όρου «πρόθεση καταδολίευσης» στην παράγραφο 1762 σελ. 1979 με τίτλο «with intent to defraud or fraudulently» :

 

«"To defraud" or to act "fraudulently" is dishonestly to prejudice or to take the risk of prejudicing another's right, knowing that you have no right to do so: Welham v. DPP 1961 A.C. 103 HL.»

 

Δ. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

81.   Οι εκατέρωθεν επί του θέματος θέσεις έχουν τύχει προσεκτικής μελέτης. Έχουν ληφθεί υπόψη τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος και διεξήλθα με ιδιαίτερη προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε. 

 

82.   Αυτό το έπραξα υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών οι οποίες διέπουν το ζήτημα ως τέθηκαν στην ενότητα Γ της παρούσας απόφασης, ήτοι χωρίς να προβώ σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά κρίνοντας τα γεγονότα επί τη βάσει μιας αντικειμενικής θεώρησης και χωρίς να υπεισέλθω στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και στη βαρύτητα η οποία δύναται να αποδοθεί στη μαρτυρία τους. Αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να λάβει χώρα στο τέλος της υπόθεσης και όχι σε αυτό το στάδιο.

 

83.   Όσον αφορά το πρώτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, δηλαδή την ψευδή παράσταση παρατίθενται τα ακόλουθα:

 

83.1     Εν πρώτοις, υπενθυμίζεται ότι η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις προϋποθέτει την ύπαρξη «ψευδών παραστάσεων», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 297 του Κεφ. 154, με το βάρος απόδειξης να βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία θα πρέπει να αποδείξει τις ψευδείς παραστάσεις όπως αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

83.2     Ο Παραπονούμενος δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε του είπε ο Κατηγορούμενος ότι ήταν εργολάβος αν και ήταν βέβαιος ότι ήταν στο παρελθόν και πριν να του αναθέσει την εργασία. Ανέφερε ότι οι συζητήσεις γίνονταν σε οικογενειακά τραπέζια, γάμους και βαφτίσεις σε απροσδιόριστο χρόνο και πριν να του αναθέσει την εργασία ανακαίνισης στο διαμέρισμα.

 

83.3     Για τη συγκεκριμένη εργασία, δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενως προέβη σε παράσταση ότι ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης. Μάλιστα, ο Παραπονούμενος ανέφερε ευθαρσώς ότι δεν ρώτησε τον Κατηγορούμενο εάν είχε άδεια εργολάβου (σελ. 10, Πρακτικών ημερ. 15.11.2023):  

 

«Δεν τον ρώτησα για την άδεια του, η αλήθεια είναι τούτη. Είχα τόση πολλή εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του που δεν πέρασε καν που το νου μου ότι δεν είχε την άδεια του ανανεωμένη, πόσω μάλλον ότι ήταν και διεγραμμένος. [...] Μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι δεν τον ρώτησα αν είχε την άδεια του ανανεωμένη ...»

 

83.4     Εν ολίγοις, δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία ότι υπήρξε η παρουσίαση γεγονότος ως υφιστάμενου, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται, δηλαδή ότι ο Κατηγορούμενος προέβη σε ψευδή παράσταση ότι ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης ενώ αυτό δεν υφίστατο.

 

83.5     Παρουσιάστηκε μαρτυρία από τον ΜΚ2 ότι ο Κατηγορούμενος εγγράφηκε ως εργολήπτης οικοδομικών έργων Ε’ τάξης στις 29.11.2010. Διαγράφηκε από το μητρώο στις 15.10.2018, ως χρεώστης ετήσιων αδειών για τα έτη 2016 – 2018. Οι προσφορές σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παραπονούμενου δόθηκαν στις 14.03.2017 ενώ οι εργασίες ξεκίνησαν δύο μήνες μετά περίπου, δηλαδή πριν την 15.10.2018 που έλαβε χώρα η διαγραφή του Κατηγορούμενου από το μητρώο. Επίσης δόθηκε μαρτυρία από τον ΜΚ2 ότι το Συμβούλιο απέστειλε επιστολή στον Κατηγορούμενο σε σχέση με τη διαγραφή του από το μητρώο στις 23.10.2018.

 

83.6     Βεβαίως, ψευδής παράσταση με βάση τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω, μπορεί να γίνει και με τη συμπεριφορά του δράστη (Archbold, παρ. 1956, Barnard, ανωτέρω). Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν παρουσιάστηκε συγκεκριμένη μαρτυρία για τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου μετά τη διαγραφή του από το μητρώο των εργοληπτών την 15.10.2018 για να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για το κατά πόσον με τις πράξεις του προέβη σε ψευδή παράσταση.  Ως προαναφέρθηκε, στην Barnard η ψευδής παράσταση προέκυπτε από τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου επειδή φορούσε χαρακτηριστική τήβεννο και καπέλο. Εν προκειμένω, δεν παρουσιάστηκε τέτοια συγκεκριμένη μαρτυρία για να μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα.

 

83.7     Ως αναφέρθηκε στην Ιωάννου, ανωτέρω: «Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.»

 

83.8     Ούτε και προσκομίστηκε μαρτυρία για τις εργασίες στις οποίες προέβη ο Κατηγορούμενος μετά τη διαγραφή του από το μητρώο των εγγεγραμμένων εργοληπτών για να μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα για το κατά πόσον οι εργασίες αυτές όφειλαν να διεξαχθούν από εγγεγραμμένο εργολήπτη ή εν πάση περιπτώσει αν με τη συμπεριφορά του ο Κατηγορούμενος παρίστανε τον εγγεγραμμένο εργολήπτη κατά τρόπο ψευδή.

 

83.9     Συνεπώς, δεν προσκομίστηκε καθόλου μαρτυρία για την ύπαρξη ψευδούς παράστασης κατά την περίοδο στην οποία είχαν δοθεί οι προσφορές και ξεκίνησαν οι εργασίες. Όσον αφορά το ενδεχόμενο ψευδούς παράστασης δια συμπεριφοράς, η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης, εκτιμώμενη στο απόγειο, της δεν είναι ικανή να στοιχειοθετήσει ή να θεμελιώσει την ύπαρξη ψευδούς παράστασης.

 

84.   Όσον αφορά το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ήτοι τη γνώση του προσώπου που προβαίνει στην παράσταση ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθινή, αναφέρεται ότι είναι αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής και να έχει την πρόθεση ο παραπονούμενος να προσδώσει σε αυτή τη δήλωση το νόημα που υποστηρίζει τις παραστάσεις για τις οποίες κατηγορείται (Archbold, ανωτέρω, παρ. 1956, σελ. 716 και Ευθυμίου, ανωτέρω).

85.    Εν προκειμένω, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία αναφορικά με τη γνώση του Κατηγορούμενου ότι η παράσταση στην οποία κατ’ ισχυρισμό προέβη ήτο ψευδής.  Όπως προκύπτει από την Ευθυμίου (ανωτέρω), κρίσιμος χρόνος για να κριθεί τόσο η γνώση του κατηγορούμενου για το ψευδές της παράστασης όσο και η απαιτούμενη πρόθεση καταδολίευσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός προβαίνει στην εν λόγω παράσταση.

 

86.   Όπως προαναφέρθηκε δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος ρητώς προέβη σε παράσταση πως ήτο εγγεγραμμένος εργολήπτης για να μπορεί να εξαχθεί και οποιοδήποτε συμπέρασμα όσον αφορά τη γνώση του Κατηγορούμενου ή την έλλειψη αυτής σε σχέση με το ψευδές της παράτασης. Καθόσον αφορά τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου δεν προσκομίστηκε συγκεκριμένη μαρτυρία για τις εργασίες στις οποίες προέβη ο Κατηγορούμενος μετά τη διαγραφή του από το μητρώο για να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα αν παρίστανε τον εργολάβο γνωρίζοντας ότι είχε διαγραφεί από το μητρώο των εργολάβων.  Η μη πληρωμή των τελών από τον Κατηγορούμενο προς το Συμβούλιο δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνη της σε συμπέρασμα περί γνώσης του για το ψευδές της παράστασης.

 

87.   Ως εκ τούτου, θεωρώ πως απουσιάζει η μαρτυρία και σε σχέση με το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

 

88.   Όσον αφορά το τρίτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος δηλαδή ότι η ψευδής παράσταση πρέπει να γίνεται με σκοπό καταδολίευσης, παρατηρώ επίσης ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία από τον Παραπονούμενο όσον αφορά την πρόθεση του Κατηγορούμενο προς καταδολίευση. Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε οποιαδήποτε πρόθεση του Κατηγορούμενου να εξαπατήσει τον Παραπονούμενο (intent to defraud – intent to practice a fraud ως αναφέρθηκε στην Welham, ανωτέρω).  Η μαρτυρία η οποία δόθηκε είναι ότι ο Παραπονούμενος πλήρωσε τον Κατηγορούμενο για τις εργασίες τις οποίες είχε διεξάγει στο πλαίσιο ανακαίνισης του διαμερίσματος. Περαιτέρω, δόθηκε μαρτυρία από τον ΜΚ2 ότι ο Κατηγορούμενος ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης, ακολούθως διαγράφηκε και μετέπειτα επανεγγράφηκε στο μητρώο αφού αποπλήρωσε τις καθυστερήσεις.  Αν ο Παραπονούμενος δεν έμεινε ευχαριστημένος από την ποιότητα της εργασίας του Κατηγορούμενου, αν υπάρχουν εργασίες οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί ή αν κάποιες εργασίες εκτελέστηκαν πλημμελώς, αυτά δεν μπορούν  να αποτελέσουν ένδειξη ύπαρξης πρόθεσης για καταδολίευση από τον Κατηγορούμενο. Δεν έχουν τεθεί γεγονότα από τα οποία να εξαγάγεται η πρόθεση του Κατηγορούμενου για καταδολίευση του Παραπονούμενου.  

 

89.   Όσον αφορά το συστατικό στοιχείο ότι ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης, ο κατηγορούμενος απέκτησε από άλλο οτιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή να υποκινήσει άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, θεωρώ ότι έχει προσκομιστεί μαρτυρία από τον Παραπονούμενο ο οποίος δήλωσε ότι εάν γνώριζε πως ο Κατηγορούμενος δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης δεν θα του ανέθετε την εργασία. Συνεπώς, σε σχέση με αυτό το συστατικό στοιχείο έχει προσκομιστεί μαρτυρία.

 

Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

90.   Συμπερασματικά, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος.

 

91.   Ειδικότερα, δεν παρουσιάστηκε συγκεκριμένη μαρτυρία για το ότι έγινε ψευδής παράσταση, για το ότι ο Κατηγορούμενος γνώριζε πως η παράσταση ήτο ψευδής όταν έγινε η ψευδής παράσταση καθώς και για την εξ αρχής πρόθεση του Κατηγορούμενου να καταδολιεύσει τον Παραπονούμενο. Εν ολίγοις, η Κατηγορούσα αρχή δεν έχει παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως (ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9).

 

92.   Ως εκ τούτου, η υπόθεση απορρίπτεται και ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει.

 

93.   Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια με βάση το άρθρο 169 του Κεφ. 155, αυτά επιδικάζονται εναντίον της Κατηγορούσας Αρχής και υπέρ του Κατηγορούμενου όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

Υπ. ________________

Χ. Σατσιάς Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο