ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Σατσιά Προσ. Ε.Δ.

 Αρ. Υπόθεσης: 3333/2021

Μεταξύ:

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΡΙΑΡΧΟΥ

Παραπονούμενος

 

και

 

1.    ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ Κ.Ε.Σ. ΛΙΜΙΤΕΔ (ΗΕ 11146)

2.    Α.Θ.Σ.

 

Κατηγορούμενη

 

 

 

Ημερομηνία: 15.03.2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Μ. Σπύρου για Η. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε.

Για την Κατηγορούμενη: κος Α. Χατζηχριστοφή για Μ. Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

1.    Η Κατηγορούμενη 1 με βάση το Κατηγορητήριο της Υπόθεσης αντιμετωπίζει τριάντα τέσσερεις (34) κατηγορίες για αποκοπή μισθού σε μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό χωρίς τη συγκατάθεση του Παραπονούμενου, κατά παράβαση των άρθρων 2, 9(1), 10 και 20 του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου, Ν. 35(Ι)/2007, ως έχει τροποποιηθεί (μέχρι το έτος 2012) (εν τοις εφεξής «Νόμος»).

 

2.    Η Κατηγορούμενη 1 αντιμετωπίζει τις κατηγορίες με περιττούς αριθμούς από την  κατηγορία 1 μέχρι και την την 64. Σε σχέση με την Κατηγορούμενη 2, η οποία αντιμετώπιζε τις κατηγορίες με άρτιους αριθμούς από την κατηγορία 2 μέχρι και την 64, η ποινική δίωξη εναντίον της έχει ανασταλεί στις 03.05.2022 μετά από την άσκηση από το Γενικό Εισαγγελέα των εξουσιών του δυνάμει του Άρθρου 113 του Συντάγματος και την καταχώρηση σχετικού εντύπου αναστολής ποινικής δίωξης.

 

3.    Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος για τις κατηγορίες με περιττούς αριθμούς από την κατηγορία 1 μέχρι και την 67, η Κατηγορούμενη 1 (εφεξής η «Κατηγορούμενη»), ως εργοδότης του Παραπονούμενου, κατά ή περί το τέλος Μαρτίου του 2013 και σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες περί το τέλος κάθε επόμενου μήνα μέχρι και το τέλος Δεκεμβρίου του έτους 2015, απέκοπτε από το μισθό του Παραπονούμενου συγκεκριμένα ποσά (αρχικά €325, από τον Οκτώβριο του 2014 €250, και από το Μάιο του 2015 το ποσόν των  €175), χωρίς τη συγκατάθεση του.  Περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο και τρεις κατηγορίες αναφορικά με αποκοπή μέρους 13ου μισθού με διαφορετικά ποσά ως ακολούθως: Δεκέμβριος 2015  - €141,67 (Κ.67), Δεκέμβριος 2014 -  €306,25 (Κ.47), Δεκέμβριος του 2013  - €271 (Κ.21).

 

4.    Δεδομένου του ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο Παραπονούμενος ήταν εργοδοτούμενος της Κατηγορούμενης καθώς και το ότι είχε μειωθεί ο μισθός του κατά τον επίδικο χρόνο, το ζήτημα το οποίο καλείται το Δικαστήριο να αποφασίσει είναι το κατά πόσον ο Παραπονούμενος είχε συγκατατεθεί στην αποκοπή του μισθού του.

 

5.    Εγείρονται ενδιαφέροντα ζητήματα σε σχέση με το κατά πόσον, σε αυτό το πλαίσιο (σε αντίθεση με διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών) η συγκατάθεση του εργοδοτούμενου στην αποκοπή του μισθού του μπορεί να είναι σιωπηρή και το κατά πόσον η συνέχιση της σχέσης εργοδότησης με το μειωμένο μισθό μπορεί να θεωρηθεί ως αποδοχή (affirmation) της τροποποιημένης σύμβασης εργοδότησης κατά τρόπο που να ισοδυναμεί με παροχή συγκατάθεσης από μέρους του εργοδοτούμενου.

 

6.    Δεδομένης της μη παραδοχής της Κατηγορούμενης η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της υπόθεσης της κάλεσε ένα μάρτυρα, τον Παραπονούμενο (ΜΚ1).

 

7.    Αφού το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του στις 27.10.2023 έκρινε ότι αποδείχθηκε επαρκώς εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε σχέση με την Κατηγορούμενη καθώς και ότι δεν θα έπρεπε να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ του τερματισμού της υπόθεσης λόγω της ισχυριζόμενης κατάχρησης της διαδικασίας λόγω καθυστέρησης, κάλεσε σε απολογία την Κατηγορούμενη. Η Κατηγορούμενη επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία. Για την υπεράσπιση κατέθεσε ένα μάρτυρας ο κος Πέτρος Στυλιανού, Γενικός Διευθυντής της Κατηγορούμενης (ΜΥ1).

 

8.    Το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας, έχει τύχει προσεκτικής μελέτης και το έχω λάβει υπόψιν μου. Δεδομένου ότι οι αρχές οι οποίες διέπουν την αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή την αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή αυτής, θα περιοριστώ σε μια συνοπτική αναφορά στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα. Σημειώνεται ότι κατατέθηκαν 18 τεκμήρια κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Τα Τεκμήρια 7 και 18 κατατέθηκαν ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους. 

 

Β. ΜΑΡΤΥΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΑΧΘΗΚΕ

 

Ι. ΜΚ1 – Παραπονούμενος

 

9.    Ο Παραπονούμενος ετοίμασε γραπτή δήλωση (Έγγραφο Α) ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Αναφέρει ότι προσλήφθηκε από την Κατηγορούμενη στις 02.05.2012 ως υπεύθυνος λογιστηρίου. Ο μισθός του (μεικτός) ανέρχετο σε €2.300 πλέον 13ος μισθός. Ως Τεκμήριο 1 κατατέθηκε η σύμβαση διορισμού διοικητικού προσωπικού ημερ. 02.05.2012 με διάρκεια ένα έτος και ως Τεκμήριο 2 κατατέθηκε το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση υπευθύνου λογιστηρίου.

 

10.  Ανέφερε ότι το Μάρτιο του έτους 2013, ακριβώς μετά από την απομείωση καταθέσεων ο ΜΥ1, ο οποίος ήταν το πρόσωπο το οποίο διηύθυνε την Κατηγορούμενη, κάλεσε όλο το προσωπικό, περιλαμβανομένου του Παραπονούμενου, και τους ενημέρωσε ότι η διεύθυνση της Κατηγορούμενης αποφάσισε να προχωρήσει σε αποκοπές μισθών. Ο λόγος ήταν η επερχόμενη οικονομική κρίση.

 

11.  Το προσωπικό, αναφέρει ο Παραπονούμενος, αντέδρασε έντονα καθότι η απόφαση της διεύθυνσης ήταν μονομερής. Την επόμενη ημέρα ο ΜΥ1 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον Παραπονούμενο το οποίο περιελάβανε αρχείο με το όνομα κάθε υπαλλήλου και το ποσό το οποίο θα αποκόπτετο. Ο Παραπονούμενος πρόσεξε ότι από το αρχείο το οποίο κατετέθη ως Τεκμήριο 3 απουσίαζαν τα ονόματα του ΜΥ1 και της Κατηγορούμενης 2 οι οποίοι λάμβαναν πολύ ψηλούς μισθούς.

 

12.  Ο Παραπονούμενος επεξήγησε ότι επειδή οι εγγραφές των φοιτητών γίνονταν το Σεπτέμβριο κατά την αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς, η Κατηγορούμενη, κατά την εκτίμηση του δεν θα έπρεπε να είχε μείωση εισοδημάτων μέχρι και τον Ιούλιο του 2013. Σύμφωνα δε με τις οικονομικές καταστάσεις της Κατηγορούμενης για τα έτη 2012 μέχρι και 2015 η εταιρεία έδειξε κέρδος. Το 2012 είχε κέρδη €43.718, το 2013 είχε κέρδη ύψους €95.346, το 2014 κέρδη ύψους €55.312 και το 2016 κέρδη ύψους €66.357.

 

13.  Στις 25.05.2015 ο ΜΥ1 του ζήτησε να προβεί αναπροσαρμογές των μισθών ορισμένων υπαλλήλων καθώς επίσης και του ίδιου του ΜΥ1 αλλά και της Κατηγορούμενης 2. Ως Τεκμήριο 4 κατέθεσε ηλεκτρονικό μήνυμα της ίδιας ημερομηνίας στο οποίο φαίνεται η εισήγηση του Παραπονούμενου όπως όλοι οι μισθοί επανέλθουν στο κανονικό. Ο ΜΚ1 αναφέρει στον ΜΥ1 ότι έχει προβεί σε υπολογισμό του κόστους για την πλήρη επαναφορά των μισθών και περαιτέρω σχολιάζει ότι το κόστος είναι πολύ μικρό «για να ικανοποιήσεις το αίσθημα αυτών των λίγων».

 

14.  Κατέθεσε επίσης ως Τεκμήριο 5 σχετικό πίνακα με τις αποκοπές για τα έτη 2013 – 2015 με υπολογισμό των συνολικών ποσών για κάθε έτος καθώς και πίνακα με τα δεδομένα μισθοδοσίας του για τα έτη 2012 – 2017. Από τον Σεπτέμβριο του 2015 ο μισθός του επανήλθε στο ποσό το οποίο προνοείτο στη σύμβαση εργοδότησης. Τον Ιούλιο του έτους 2021 τερματίστηκε η απασχόληση του στην Κατηγορούμενη 1.

 

15.  Επιπρόσθετα, ο Παραπονούμενος διατηρεί παράπονο για τη χωρίς συγκατάθεση αποκοπή μέρους του μισθού του για τους μήνες που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Μέχρι και την ημερομηνία κατά την οποία έδωσε μαρτυρία δεν του καταβλήθηκε κανένα ποσό από το συνολικό ποσό των €9,518.92 το οποίο αντιστοιχεί στις αποκοπές από το Μάρτιο του 2013 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2015.

 

16.  Κατά την αντεξέταση του Παραπονούμενου από το συνήγορο της Κατηγορούμενης, υποβλήθηκε σε αυτόν ότι είχε ετοιμάσει ένα Cash Flow Statement το οποίο είχε αρνητικό πρόσημο και συνεπεία αυτού έπρεπε να συνεδριάσει το Διοικητικό Συμβούλιο της Κατηγορούμενης για να αποφασίσει σε ποιες ενέργειες θα έπρεπε να προχωρήσει για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Το Cash Flow Statement κατατέθηκε στο Τεκμήριο 8 και επισυνάπτεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Παραπονούμενο προς τον ΜΥ1 στο οποίο αναφέρεται ότι «Δεν υπολογίζονται οι εισπράξεις από τους αλλοδαπούς».

 

17.  Ο Παραπονούμενος ανέφερε ότι δεν θυμάται να συνεδρίασε το Δ.Σ. της Κατηγορούμενης σε σχέση με το θέμα.  Περαιτέρω, σε σχέση με τον πίνακα στο Τεκμήριο 8 ανέφερε ότι «δεν υπολογίζονται τα εισοδήματα από τους αλλοδαπούς φοιτητές οι οποίοι δεν ήταν καταγραμμένοι μέσα στο δικό μου το σύστημα. Τους είχαμε ξεχωριστά». Διευκρίνισε επίσης ο Παραπονούμενος ότι στην κατάσταση αυτή δεν υπολογίστηκαν τα «εισοδήματα από τον Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο τα οποία δεν είναι καθόλου μικρά. Δηλαδή τα εισοδήματα που είχαμε αυτούς όλους τους μήνες, είναι τα εισοδήματα που παίρναμε από τους φοιτητές και τις νέες εγγραφές», εννοώντας ότι δεν είναι αντιπροσωπευτικό το αρνητικό πρόσημο το οποίο υπήρχε.

 

18.  Στη σελ. 17 των πρακτικών ημερ. 19.09.2023 ο ΜΚ1 επεξήγησε ότι μόνο τα έσοδα των τριών μηνών υπολογίστηκαν στον πίνακα ενώ δεν υπολογίστηκαν τα έσοδα των υπόλοιπων τεσσάρων μηνών. Εξ’ ου και το αρνητικό πρόσημο το οποίο δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα καθότι η Κατηγορούμενη στο τέλος του χρόνου είχε κέρδη ύψους €90.000.

 

19.  Όταν ο ΜΚ1 ερωτήθηκε κατά τη  αντεξέταση εάν  στις 26 Μαρτίου 2013 κλήθηκε όλο το διοικητικό προσωπικό σε συνάντηση, για να τοποθετηθούν με το τι ενέργειες θα κάνουν σαν εταιρεία, αυτός απάντησε ότι δεν θυμάται να έγινε τέτοια συνάντηση  και ότι απλώς τους ανακοινώθηκε ότι θα προχωρήσουν σε αποκοπές. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 9 απάντησε ότι μπορεί να ήταν η συνάντηση κατά την οποία ανακοινώθηκαν οι αποκοπές και ότι την επόμενη μέρα έστειλε μήνυμα σε αυτόν ο ΜΥ1 σε σχέση με το ύψος των αποκοπών. Σε μεταγενέστερο στάδιο της αντεξέτασης (σελ. 21 πρακτικών 19.09.2023) όταν του υποβλήθηκε ότι σε εκείνη τη συνάντηση συμφώνησε να μειωθεί ο μισθός του ο ΜΚ1 απάντησε τα εξής:  «Αν μου επιτρέπετε να πω εγώ σε εκείνη τη συνάντηση, δεν είπα τίποτα, απλώς γύρισαν πάρα πολλοί και είδαν με και σήκωσα τα χέρια μου, πρέπει να σας πω ότι την επομένη, οι συνάδελφοι καθηγητές ήρθαν σε επαφή με τον κύριο Πέτρο, για να αποφευχθεί η μείωση και να τους δίνουν τις ώρες εργασίας τους και δεν το αποδέχθηκε. Ουδέποτε εγώ συγκατατέθηκα με τούτο το θέμα.»

 

20.  Υποβλήθηκε επίσης στον Παραπονούμενο ότι στη συνάντηση στις 26.03.2013 το Διοικητικό Συμβούλιο καταπιάστηκε με το ποιες ενέργειες θα έπρεπε να κάνει η εταιρεία στη βάση των αρνητικών πρόσημων του cash flow statement που έδωσε ο ίδιος και ότι εκείνη την ημέρα συγκατατέθηκε στην κλιμακωτή μείωση του μισθού του, υποβολές τις οποίες αρνήθηκε ο Παραπονούμενος.

 

21.  Όταν ο Παραπονούμενος ερωτήθηκε εάν υπέβαλε οποιοδήποτε παράπονο σχετικά με τη μείωση του μισθού κατά τα έτη 2013 - 2015 του αυτός ανέφερε ότι είχε προβεί σε παράπονο, προφορικά, τόσο στον ΜΥ1 όσο και στην Κατηγορούμενη 2. Μάλιστα, ως ανέφερε ο Παραπονούμενος (σελ. 20, πρακτικών 19.09.2023):

 

«Μάλιστα προφορικά και κατ' ιδίαν εις τον κύριο Πέτρο και στην κυρία Αθηνούλα και μάλιστα ο κύριος Πέτρος με πήρε τηλέφωνο και φώναζε τόσο δυνατά, που τον άκουγε η βοηθός μου ότι δεν είναι δουλειά μου, είναι δουλειά δική του τι θα κάνει με τους μισθούς

22.  Όταν ερωτήθηκε εάν έθεσε γραπτώς το παράπονο του ο Παραπονούμενος παρέπεμψε στο μήνυμα Τεκμήριο 4 (27.05.2015) και πρόσθεσε ότι:

«Ναι έχω το email που του έστειλα ως απάντηση. Εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα έγινε μεγάλος καυγάς μέσα στο κολέγιο, γιατί έδωσαν αύξηση σε τρεις συναδέλφους, επήραν οι ίδιοι οι δύο διευθυντές αύξηση τζιαι εμάς άφησε μας κουρεμένους και κατ' ιδίαν συνάντηση με την κυρία Αθηνούλα, θύμωσε πάρα πολλά, κατέβηκε κάτω και έγινε ένας καυγάς... τι να σας πω.»

 

23.  Υποβλήθηκε επίσης στο μάρτυρα ότι η (γραπτή) σύμβαση του εξέπνευσε τον Μάιο 2013 και μετά την λήξη της συγκατατέθηκε στο να συνεχίζει με το μειωμένο μισθό. Περαιτέρω υποβλήθηκε στον Παραπονούμενο ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο έχει παράπονο τόσα χρόνια μετά είναι επειδή τον απέλυσαν από την Κατηγορούμενη. Ο Παραπονούμενος απάντησε ως εξής:

 

«Διαφωνώ και να εξηγήσω. Το 2013 εγώ ήμουν 57 ετών και είχα δύο παιδιά να σπουδάζουν στην Aγγλία. Δεν μπορούσα κατ' ουδένα λόγο να χάσω την εργασία μου. Εκτός αυτού είχα στείλει το βιογραφικό μου για τον επόμενο χρόνο σε πάρα πολλές εταιρείες και η απάντηση ήταν λόγω ηλικίας απορρίπτεται. Τι θέλετε να κάνω; Να σταματήσω να εργάζομαι;»

 

24.  Περαιτέρω, υποβλήθηκε στον Παραπονούμενο ότι ο μόνος λόγος για την προώθηση της υπόθεσης αυτής είναι για να ασκήσει πίεση στο πλαίσιο εργατικής διαφοράς με τα ίδια μέρη ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Ο Παραπονούμενος αποδέχθηκε πως καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών σε σχέση όμως με παράνομη απόλυση. Όταν του υποβλήθηκε πως η παρούσα υπόθεση είναι καταχρηστική, ο Παραπονούμενος απάντησε: «[δ]ιαφωνώ. Αυτά είναι τα δεδουλευμένα τα οποία αποκόπηκαν χωρίς τη συγκατάθεση μου και θέλω να τα διεκδικήσω ενώπιον της δικαιοσύνης». Αρνήθηκε ότι το κίνητρο του για την παρούσα διαδικασία είναι η εκδίκηση.

 

25.  Σε σχέση με το κατά πόσον εργάστηκε κάπου αλλού ο Παραπονούμενος μετά την αποχώρηση του από την Κατηγορούμενη αυτός απάντησε όχι. Ερωτήθηκε αν είχε άλλη επιχείρηση η οποία ασχολείται με εμπόριο παντοφλών και ο Παραπονούμενος απάντησε ότι είναι του γιου του η επιχείρηση και ότι δεν απασχολείτο εκεί.

 

ΜΥ1 – Πέτρος Στυλιανού

 

26.  Ο κ. Στυλιανού είναι ο Γενικός Διευθυντής της Κατηγορούμενης. Στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε γραπτή δήλωση η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Β. Στη γραπτή του δήλωση μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη διεξάγει εργασίες τριτοβάθμιας και κολεγιακής εκπαίδευσης παρέχοντας ένα ευρύ φάσμα προγραμμάτων σπουδών. Το ακαδημαϊκό έτος της Κατηγορούμενης αρχίζει τον Αύγουστο κάθε έτους και τελειώνει τον Ιούνιο.

 

27.  Τον Παραπονούμενο και τη σύζυγο του τους γνωρίζει προσωπικά πολύ πριν την εργοδότηση του Παραπονούμενου στην Κατηγορούμενη η οποία ξεκίνησε στις 02.05.2012. Μάλιστα τον Παραπονούμενο τον γνώρισε από τότε που ήταν μαθητής και εργαζόταν τα καλοκαίρια στην εταιρεία Viofoods Ltd.

 

28.  Μετά τις 15.03.2013 όταν ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις του Eurogroup σε σχέση με την εξυγίανση της οικονομίας υπήρξε μεγάλος προβληματισμός στη διεύθυνση της Κατηγορούμενης δεδομένης και της αρνητικής πορείας στα έσοδα της κατά τα έτη 2010 – 2012. Λόγω της αρνητικής αυτής τάσης και λόγω των ασταθών οικονομικών συνθηκών οι οποίες επικρατούσαν ο ΜΥ1 ζήτησε από τον Παραπονούμενο να του ετοιμάσει ένα βραχυπρόθεσμο υπολογισμό της ρευστότητας της Κατηγορούμενης.

 

29.  Στις 19.03.2013 ο Παραπονούμενος του απέστειλε το Τεκμήριο 8 ενημερώνοντας τον με αυτό τον τρόπο για την αρνητική οικονομική εικόνα που θα είχε η Κατηγορούμενη χωρίς να υπολογίζονται οι εισπράξεις από τους αλλοδαπούς φοιτητές. Στους υπολογισμούς του Παραπονούμενου φαινόταν ένα αρνητικό πρόσημο ύψους €159.890 αν και ο ΜΥ1 παραδέχεται πως κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει το πως θα κινείτο η αγορά, πως θα αντιδρούσε ο κόσμος, το αντίκτυπο στις εισπράξεις διδάκτρων και νέες εγγραφές για το ακαδημαϊκό έτος 2013 – 2014.

 

30.  Ο ΜΥ1 αναφέρει ότι λόγω της ενημέρωσης την οποία έλαβε από τον Παραπονούμενο (Τεκμήριο 8) απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στο διοικητικό προσωπικό, περιλαμβανομένου και του Παραπονούμενου με το οποίο τους καλούσε σε συνάντηση με σκοπό την ανταλλαγή σκέψεων και απόψεων, πρακτική η οποία ήταν συνήθης για την Κατηγορούμενη (Τεκμήριο 9).

 

31.  Κατά τη συνάντηση η οποία έλαβε χώρα στις 26.03.2013 ο ίδιος ο ΜΥ1 ενημέρωσε το προσωπικό για την πρόβλεψη της ρευστότητας της Κατηγορούμενης  και διαβεβαίωσε το προσωπικό της Κατηγορούμενης ότι το μέλημα του ήταν η διατήρηση όλων των θέσεων εργασίας του προσωπικού. Κάλεσε επίσης το προσωπικό να υποβάλει εισηγήσεις γραπτώς μέχρι και τις 27.03.2023.

 

32.  Ως Τεκμήριο 10  κατατέθηκαν ηλεκτρονικά μηνύματα από μέλη του διοικητικού προσωπικού στα οποία εισηγούνταν την αποκοπή μισθού κατ’ αναλογία. Στο πρώτο μήνυμα στο Τεκμήριο 10 το οποίο αποστάλθηκε από την Α. Σιδέρη Γιαλλουράκη υπάρχει εισήγηση για κλιμακωτή μείωση μισθού. Γενικότερα, οι αποφάσεις οι οποίες θα έπρεπε να ληφθούν χαρακτηρίζονται ως οδυνηρές. Στο δεύτερο μήνυμα το οποίο στάλθηκε από την Μ. Σιαρλή αναφέρει για τη μείωση μισθού ότι «ότι χειρότερο για όλους μας να αντιμετωπίζουμε τέτοιες καταστάσεις». Περαιτέρω, αναφέρει ότι συμφωνεί με το να υπάρξει αποκοπή μισθού αναλόγως με το μισθό του καθενός και «οπωσδήποτε να αποφευχθεί απόλυση υπαλλήλων». Το τρίτο μήνυμα από τον κύριο Κωνσταντίνου αναφέρει ότι «I have no suggestion apart from what has already been suggested in today’s meeting, and thus I leave it up to the management to decide how to tackle this matter, but please inform us of your decisions so as we see what we can do in our own household». (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

33.  Σε αυτό το σημείο σημειώνω ότι κατατέθηκαν και άλλα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σχετικά με την προαναφερόμενη συνάντηση σε μεταγενέστερο στάδιο ως Τεκμήριο 18 (α) – (γ) και κατατέθηκαν από κοινού ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους. Στο Τεκμήριο 18(α) το οποίο είναι μήνυμα από τον κ. Σ. Θεοχάρους αναφέρεται ότι συμφωνεί «απόλυτα με το σενάριο της μη αποχώρησης κάποιου συναδέλφου αλλά να επωμιστούμε όλοι τη μείωση μισθού για την επιβίωση του Κολεγίου μας.». Εισηγείται την κλιμακωτή μείωση μισθού αν και αναφέρει πως θα ήταν προτιμότερο να υπάρξει μείωση ωρών εργασίας. Στο Τεκμήριο 18(β) υπάρχει πρόταση για μείωση ωρών εργασίας  και κλιμακωτή μείωση μισθού – «μικρή μείωση για την ώρα αναμένοντας τις εξελίξεις...». Στο Τεκμήριο 18(γ) αναφέρεται ότι δεν χρειάζονται οι απόψεις του προσωπικού καθότι υπάρχει εμπιστοσύνη στη διεύθυνση πως θα χειριστεί δίκαια το ζήτημα.

 

34.  Ο ΜΥ1 αναφέρει στην παρ. 10 της γραπτής του δήλωσης ότι ο Παραπονούμενος δεν προώθησε οποιαδήποτε γραπτή εισήγηση προς αυτόν, όμως προφορικά συμφώνησε για την αναλογική μείωση του μισθού του αφού λόγω της θέσης του αλλά και της δικής του πρόβλεψης (Τεκμήριο 8) αντιλαμβανόταν, κατά τον ΜΥ1, πλήρως το πρόβλημα και το ότι η προτεινόμενη λύση ήταν η πιο σωστή υπό τις περιστάσεις.

 

35.  Στις 28.03.2013 ο ΜΥ1 ενημέρωσε το προσωπικό για τις αποφάσεις της Κατηγορούμενης που περιλάμβαναν και το κλείσιμο του παραρτήματος της Κατηγορούμενης στην Αγλαντζιά για επιπλέον εξοικονόμηση πόρων. Απέστειλε με ηλεκτρονικό μήνυμα το Τεκμήριο 11 στο οποίο αναφέρεται ότι λήφθηκαν για τις αποφάσεις «με βάση τα σημερινά οικονομικά δεδομένα» (η έμφαση είχε δοθεί από τον ΜΥ1 στο Τεκμήριο 11). Παρατίθενται οι αποφάσεις που λήφθηκαν περιλαμβανομένης της «αναπροσαρμογής μισθολογίου» και αναφέρεται επίσης πως «προς το παρόν δεν θα γίνουν απολύσεις διοικητικού προσωπικού»

 

36.   Τόνισε επίσης ο ΜΥ1 ότι κανένας δεν εξέφρασε την αντίθεση του στις αποφάσεις της Κατηγορούμενης 1, ούτε και ο Παραπονούμενος ο οποίος μάλιστα ήταν από τους πρώτους που συμφώνησαν στην αναλογική μείωση των μισθών ως την πιο δίκαιη λύση. Ως Τεκμήριο 12 κατατέθηκαν 2 ηλεκτρονικά μηνύματα από το προσωπικό τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τον ΜΥ1 ως ευχαριστήρια για τη δίκαιη λύση που επιλέγηκε. Στο ένα μήνυμα εκ των δύο πράγματι αναφέρεται ότι ήταν πολύ δίκαιη η απόφαση για τις αποκοπές. Στο δεύτερο μήνυμα από την Φ. Φιλίππου στην ουσία ευχαριστεί τον ΜΥ1 επειδή η μείωση θα ήταν κλιμακωτή και δεν θα είναι τόσο επώδυνο, ναι μεν θα δυσκολευτούν αλλά υπάρχουν και χειρότερα, καθώς και ότι θα κάνει υπομονή ελπίζοντας για καλύτερες ημέρες.

 

37.  Ο ΜΥ1 μετά την απόφαση για τις αποκοπές ζήτησε από τον Παραπονούμενο να παρακολουθεί τις εισπράξεις της Κατηγορούμενης. Οι προβλέψεις του Παραπονούμενου δεν ήταν τόσο αντιπροσωπευτικές καθότι εκ των υστέρων ήταν μεγαλύτερη η μείωση της ρευστότητας από αυτή που υπολογίστηκε από τον Παραπονούμενο. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 13 πίνακας στον οποίο φαίνεται η μείωση των εσόδων κατά 15.5% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.  Περαιτέρω, ο ίδιος ο Κατηγορούμενος απέστειλε ηλεκτρονικά μηνύματα προς τον ΜΥ1 στα οποία κατέγραφε την μείωση των εγγραφών και συνεπακόλουθα εσόδων από ξένους φοιτητές (Τεκμήριο 14).

 

38.  Ο ΜΥ1 περαιτέρω, ανέφερε ότι στις 18.10.2023 του ανέφερε ο Παραπονούμενος αυτολεξεί τα ακόλουθα:  «ευτυχώς που προχωρήσαμε έγκαιρα με τις μειώσεις μιας και φαίνεται από τα δεδομένα, ότι θα είχαμε ακόμη μεγαλύτερες απώλειες με κίνδυνο να μην μπορεί η εταιρεία, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της».

 

39.  Τα δε «πραγματικά δεδομένα» ως αναφέρει ο ΜΥ1 φάνηκαν με την εξασφάλιση των οικονομικών καταστάσεων από τους ελεγκτές της Κατηγορούμενης τα οποία έλαβαν στις 02.03.2016, ήτοι περίπου 32 μήνες μετά την ημερομηνία που έλαβε χώρα το Eurogroup. Προς τούτο κατέθεσε το Τεκμήριο 15. Για το έτος 2013 οι εξελεγμένοι λογαριασμοί παραλήφθηκαν στις 27.10.2015.

 

40.  Το Σεπτέμβριο του 2015, αφού παρακολουθούντο κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα στενά οι εισπράξεις της Κατηγορούμενης επαναφέρθηκαν οι μισθοί στο επίπεδο πριν το Μάρτιο του 2013.

 

41.  Ο ΜΥ1 περαιτέρω αναφέρει ότι ο Παραπονούμενος ουδέποτε εξέφρασε οποιοδήποτε παράπονο γραπτό ή προφορικό ή εισήγηση για επαναφορά των μισθών παρά μόνο ένα μήνυμα στις 25.05.2015 στο οποίο ζήτησε την επαναφορά των μισθών για όλους τους υπάλληλους αντί σε κάποιους (Τεκμήριο 4).

 

42.  Επιπρόσθετα, κατά τον ΜΥ1, ο Παραπονούμενος έλαβε αυξήσεις από τον Φεβρουάριο του 2016 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021 ύψους €16.000 και με αυτό τον τρόπο κατά τον ΜΥ1 υπερκαλύφθηκαν οι ισχυριζόμενες αποκοπές. Προς τούτο κατατέθηκε κατάσταση αποδοχών του Παραπονούμενου για την περίοδο αυτή ως Τεκμήριο 16.

 

43.  Ο ΜΥ1 περαιτέρω ανέφερε ότι ο λόγος για τον οποίο ο Παραπονούμενος καταχώρησε την παρούσα υπόθεση είναι εκδικητικός καθότι ουδέποτε εξέφρασε παράπονο για τη μείωση του μισθού του. Αντιθέτως ο Παραπονούμενος την ίδια περίοδο για την οποία τώρα ισχυρίζεται ότι είχε παράπονο πήγε στο σπίτι του ΜΥ1 τουλάχιστον δύο φορές για φαγητό και μάλιστα πήγαν μαζί για να παρακολουθήσουν ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο Παραπονούμενος είχε συμφωνήσει στη μείωση του μισθού του, δεν είχε κανένα παράπονο και γι’ αυτό καταχώρησε την υπόθεση αυτή οκτώ χρόνια μετά από τη μείωση και αφού είχε απολυθεί από την Κατηγορούμενη.

 

44.  Περαιτέρω, κατά τον ΜΥ1, ο Παραπονούμενος παραπληροφόρησε το Δικαστήριο καθότι μετά τον τερματισμό της εργοδότησης του από την Κατηγορούμενη το 2021 και σε ηλικία 65 ετών εργοδοτήθηκε από τα βιβλιοπωλεία Φιλιππίδης και στη συνέχεια στην εταιρεία Viofoods Ltd. Ως Τεκμήριο 17 κατατέθηκε μήνυμα του Παραπονούμενου 05.10.2022 το οποίο στάλθηκε στα πλαίσια των καθηκόντων του στα βιβλιοπωλεία Φιλιππίδης. Ο ΜΥ1 σχολιάζει και το ότι ο Παραπονούμενος ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του από το συνήγορο της Κατηγορούμενης ότι δεν μπορούσε να χάσει την εργασία του καθότι είχε δυο παιδιά τα οποία εκείνη την περίοδο σπούδαζαν στην Αγγλία και αναφέρει ότι αυτό δεν ευσταθεί καθότι τα παιδιά του Παραπονούμενου το 2013 ήταν ηλικίας 32,29 και 26 ετών και δεν σπούδαζαν τότε.

 

45.  Αντεξεταζόμενος ο ΜΥ1 σε ερώτηση σε σχέση με το λόγο που έγινε συνάντηση με το Διοικητικό Προσωπικό της Κατηγορούμενης απάντησε ότι «καλέστηκε το διοικητικό προσωπικό, για να παρουσιάσουμε τη μελέτη για βραχυπρόθεσμη ρευστότητα του οργανισμού που ετοίμασε ο ίδιος ο Παραπονούμενος. Για να τους εξηγήσουμε ότι τα πράγματα δεν βαίνουν καλά και πρέπει να πάρουμε κάποια μέτρα. Και μάλιστα πολλοί είπαν, εμείς δεν θέλουμε να απολυθεί κανένας και είχαμε τονίσει ότι πάγια τακτική του οργανισμού εδώ δεν συζητούμε για να απολυθεί κανένας, εδώ συζητούμε, για να βρούμε κάποιες λύσεις να μπορέσουμε να συνεχίσει την πορεία του ο οργανισμός, μέσα από κάποιες αποφάσεις που θα συναποφασίσουμε. Και αυτό έγινε.»

 

46.  Ήταν μεν σημαντικός παράγοντας να μην υπάρξουν αντιδράσεις σε σχέση με τη μείωση των μισθών του προσωπικού αλλά ο ΜΥ1 συμφώνησε ότι δεν ζητήθηκε να υπογραφούν δηλώσεις συγκατάθεσης για μείωση μισθού από το προσωπικό. Ο ΜΥ1 περαιτέρω επεξήγησε γιατί ο δικός του μισθός και ο μισθός της μητέρας του δεν είχαν μειωθεί όταν μειώθηκαν οι μισθοί του προσωπικού.

 

47.  Προέβη σε μια διάκριση σε σχέση με τα οικονομικά αποτελέσματα της Κατηγορούμενης για τα οποία έλαβε γνώση όταν παρέλαβε του εξελεγμένους λογαριασμούς και το cash flow της Κατηγορούμενης. Η εικόνα με βάση το cash flow ήταν αρνητική. Το ότι τελικά είχε κέρδος η Κατηγορουμένη για εκείνες τις χρονιές το διαπίστωσε πολύ μετά το Μάρτιο του 2013 ήτοι στις 27.10.2015. Παραδέχθηκε επίσης ότι η Κατηγορούμενη δεν υπέστη κούρεμα των καταθέσεων άρα δεν επηρεάστηκε άμεσα από τις αποφάσεις του Eurogroup.

 

48.  Όσον αφορά το Τεκμήριο 8 παραδέχθηκε ότι για τους μήνες Ιούνιος 2013 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2013 δεν περιλαμβάνονταν τα έσοδα. Είναι αυτούς τους μήνες που υπάρχουν έσοδα από εγγραφές νέων φοιτητών και αυτό δεν περιλήφθηκε στο αρχείο excel. O MY1 ανέφερε ότι τελικά είχαν περισσότερες ζημιές από αυτές που πρόβλεψε ο Παραπονούμενος, ωστόσο επίσης ανέφερε ότι εν τέλει οι χρονιές 2013 και 2014 αποδείχθηκαν να είναι κερδοφόρες αν και διευκρίνισε πως αυτό διαπιστώθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά την απόφαση.

 

49.  Όσον αφορά τον τίτλο του μηνύματος Τεκμήριο 9 παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση ότι δεν αναφερόταν στα δεδομένα που παρουσιάζονταν στο Τεκμήριο 8 από τον Παραπονούμενο. Επίσης παραδέχθηκε ξανά ότι το Τεκμήριο 8 δεν περιλάμβανε τα έσοδα τους μήνες Ιούνιο  - Σεπτέμβριο και ότι η πραγματική κατάσταση της Κατηγορούμενης φαινόταν από τις καταστάσεις λογαριασμού στης Κατηγορούμενης στην Τράπεζα («Είχαμε ξεκάθαρη εικόνα. Είχαμε πολύ ξεκάθαρη εικόνα το cash που υπήρχε, το αποθεματικό των οργανισμών στις τράπεζες, μπορούμε να παρουσιαστούν στα statement των τραπεζών εκείνης της εποχής να δείξουμε την κατάσταση πώς είχε.»)

 

50.  Στη συνάντηση στις 26.03.2013 ήταν παρόντες περί των 20 προσώπων που θεωρούνταν διοικητικό προσωπικό. Υποβλήθηκε στον ΜΥ1 ότι από τα 20 άτομα μόνο 3 μηνύματα παρουσιάστηκαν με εισηγήσεις. ΜΥ1 διαφώνησε και ανέφερε ότι μπορεί να βρει και τα 20. Σημειώνω ότι ως Τεκμήριο 18 (α) – (γ) κατατέθηκαν ακόμη 3 μηνύματα ηλ. ταχυδρομείου.

 

51.  Υποβλήθηκε από τον κ. Σπύρου ότι στις 26.03.2013 στη συνάντηση τέθηκε ρητά το ζήτημα της μείωσης μισθών. Ο ΜΥ1 διαφώνησε, αναφέροντας ότι ήταν ένα ενδεχόμενο και η εισήγηση προήλθε από τους υπόλοιπους.

 

52.  Περαιτέρω, υποβλήθηκε στις 26.03.2013 ανακοινώθηκε στο προσωπικό η πρόθεση της διεύθυνσης για μείωση των απολαβών τους, προφασιζόμενοι την απόφαση του Euro Group και όχι γιατί υπήρχε αρνητικό πρόσημο, σε μία ημιτελή έκθεση την οποία ετοίμασε ο Παραπονούμενος. Ο ΜΥ1 ανέφερε ότι αυτό σημαίνει πως ο Παραπονούμενος που ήταν ο σύμβουλος του δεν έκανε καλά τη δουλειά του και τον οδήγησε σε λανθασμένα συμπεράσματα.   

 

53.  Σε υποβολή για το ότι ο Παραπονούμενος ουδέποτε συγκατατέθηκε στη μείωση του μισθού του, ο ΜΥ1 απάντησε ότι διαφωνεί κάθετα και ο ίδιος ο Παραπονούμενος του παραδέχθηκε ότι ευτυχώς που είχαν προχωρήσει σε μειώσεις γιατί υπήρχε ο κίνδυνος η επιχείρηση να μην μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.  Αυτό του το είπε ο Παραπονούμενος σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις. Επίσης, επανέλαβε ότι ο Παραπονούμενος ουδέποτε έκανε παράπονο για μείωση του μισθού του.

 

54.  Κατά την αντεξέταση του ο ΜΥ1 παραδέχθηκε ότι η απόφαση για το κλείσιμο του παραρτήματος της Κατηγορούμενης στην Αγλαντζιά είχε ληφθεί το 2012 και όχι το 2013 μετά το Eurogroup (σελ. 30 πρακτικών, 13.12.2023).

 

55.  Σε υποβολή ότι η υπόθεση δεν καταχωρήθηκε ούτε εκδικητικά, ούτε για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, παρά μόνο επειδή ο ΜΚ1 έχει παράπονο, ενόψει του ότι του αποκόπηκαν μισθοί, χωρίς να συγκατατεθεί, ο ΜΥ1 διερωτήθηκε γιατί ο Παραπονούμενος δεν υπέβαλε παράπονο όταν του αποκόπηκαν  οι μισθοί και το υπέβαλε 8 χρόνια από την πρώτη αποκοπή και γιατί δεν τερμάτισε τη σύμβαση εργοδότησης του.

 

56.  Σε ερώτηση αν γνωρίζει για ποιο λόγο εργοδοτήθηκε στον Φιλιππίδη ο Παραπονούμενος το 2022 ο ΜΥ1 απάντησε ότι δεν γνωρίζει και ούτε τον ενδιαφέρει, απλώς το ανέφερε για να δείξει ότι ο Παραπονούμενος είπε ψέματα όταν ανέφερε πως το 2013 δεν έβρισκε άλλη δουλειά.  Σε σχέση με την άλλη εταιρεία ο ΜΥ1 ανέφερε πως τον πληροφόρησε για αυτό μια φοιτήτρια του.

 

57.  Ο ΜΥ1 περαιτέρω ανέφερε ότι δεν καταγράφηκε ο λόγος για τη μείωση των μισθών σε οποιοδήποτε αρχείο. Τέλος, ο ΜΥ1 συμφώνησε ότι οι επισκέψεις στο σπίτι του από τον Παραπονούμενο ήταν στο πλαίσιο πάρτι στο οποίο είχε προσκληθεί όλο το προσωπικό το κολεγίου.

 

Γ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

58.  Αφού συνοψίσθηκε η προσκομισθείσα μαρτυρία προχωρώ με την αξιολόγηση της. Είχα την ευκαιρία να ακούσω με προσοχή τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιόν μου και να παρακολουθήσω τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο.  Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εντύπωση την οποία αφήνει ο μάρτυρας στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας (C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273).

 

59.  Παρακολούθησα, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων ενόσω καταθέταν, τις αντιδράσεις τους, κατά πόσο δηλαδή ήταν φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο με τον οποίο απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητα τους, την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, την αμεσότητα και αυθορμητισμό κατά την κατάθεση τους και το κατά πόσον υπεκφεύγαν.

 

60.  Παρότι ο σταθερός λόγος και η ήρεμη συμπεριφορά μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας τους (Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία (Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.)

 

61.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δύο πλευρές. Επιπρόσθετα, οι θέσεις των μαρτύρων έχουν τύχει αντιπαραβολής με την πραγματική μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

62.  Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, 216 και Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 45).

 

63.  Έχει νομολογηθεί πως για να καταστραφεί η αξιοπιστία ενός μάρτυρα οι αντιφάσεις στη μαρτυρία του θα πρέπει να είναι ουσιαστικές. Οι δε αντιφάσεις σε λεπτομέρειες ενδεχόμενα να ενισχύουν την φιλαλήθεια του μάρτυρα διότι αυτό δείχνει την έλλειψη προσχεδιασμού στην εκδοχή του (Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320).  

 

64.  Επιπρόσθετα, όπως έχει εξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα του βάρους της απόδειξης είναι καθαρά διακριτό από το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων απολήγει στη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, οπότε, με αυτά ως δεδομένα, εξετάζεται αν εκείνος που έχει το βάρος της απόδειξης το απέσεισε (Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

 

65.  Στην περίπτωση κατά την οποία ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, αυτό γενικώς θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που προβάλλει ένας μάρτυρας (ίδετε Frederickou Schools Co. Ltd κ.α. v. Acuac Inc (2002) 1 ΑΑΔ 1527).  Ο γενικός κανόνας είναι ότι η παράλειψη αντεξέτασης μάρτυρα σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του και της εκδοχής την οποία προωθεί, παρέχει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει την παράλειψη ως αποδοχή των ισχυρισμών της αντίδικης πλευράς στα σημεία τα οποία είχαν τεθεί στην κυρίως εξέταση (ίδετε Ηλιάδης & Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, σελ. 720).  Το  Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αγνοήσει, ιδιαίτερα στην απουσία οποιασδήποτε σαφούς εξήγησης, μαρτυρία που ενώ ο ένας των διαδίκων θεωρεί σημαντική για την υπόθεση του, εν τούτοις παραλείπει εσκεμμένα ή αμελώς, από του να τη θέσει στον αντίδικο του προς σχολιασμό (Adidas Sportshuhfabriken Ad Dassler KG v. The Jonitexo Limited (1987) 1 Α.Α.Δ. 383).

 

66.  Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι οι υποβολές από αφ’ εαυτού δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν μετέωροι ισχυρισμοί (Ησαϊας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640).

 

Ι. Αξιολόγηση ΜΚ1

 

67.  Ο Παραπονούμενος προκάλεσε καλή και θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε τις ερωτήσεις οι οποίες του υποβλήθηκαν με ευθύτητα, σαφήνεια και κατά τρόπο αυθόρμητο χωρίς ενδοιασμούς.

 

68.  Κατά την αντεξέταση παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία του, ούτε και υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις. Απαντούσε άμεσα και με φυσικότητα στις ερωτήσεις που τέθηκαν κατά την αντεξέταση και απαντούσε κατά τρόπο που φαινόταν ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε προσχεδιασμός στην εκδοχή του.  Η δε μαρτυρία του συνάδει με (και εν πάση περιπτώσει δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε αντίφαση σε σχέση με) την γραπτή μαρτυρία που κατατέθηκε κατόπιν αντιπαραβολής τους.

 

69.  Δε δίστασε να απαντήσει ότι δεν θυμάται σε διάφορες περιπτώσεις σε σχέση με γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα δέκα χρόνια προηγουμένως και αυτό δείχνει την ειλικρίνεια του και ενισχύει την φιλαλήθεια του. Εξετάζοντας τη μαρτυρία του στο σύνολο της δεν εντοπίζω οποιαδήποτε εγγενή προβλήματα αξιοπιστίας.

 

70.  Σημειώνω ότι δεν αμφισβητήθηκε ούτε το κατά πόσον ήτο εργοδοτούμενος της Κατηγορούμενης τα έτη 2013 – 2015 τα οποία αφορούν οι κατηγορίες, ούτε το ότι ο μισθός του είχε μειωθεί αλλά ούτε και το ποσό της μείωσης. Αυτό που αμφισβητήθηκε ήταν το ότι δεν είχε συγκατατεθεί στη μείωση του μισθού του.

 

71.  Όταν είχε ερωτηθεί για τη συνάντηση στις 26.03.2013 αρχικά ανέφερε ότι δεν θυμόταν να έλαβε χώρα κάτι τέτοιο. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε αρχικά ερωτηθεί για συνάντηση του Διοικητικού Συμβουλίου και όχι συνάντηση της διοίκησης με το προσωπικό (σελ. 13 πρακτικών ημερ. 20.09.2023).  Όταν του υποδείχθηκε το μήνυμα που αποστάλθηκε στο διοικητικό προσωπικό συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου ανέφερε ότι μπορεί να ήταν η συνάντηση που προηγήθηκε της μείωσης αποκοπών αν και έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε και δεν μπορεί να θυμηθεί καλά. Σε υποβολή ότι εκείνη την ημέρα συγκατατέθηκε στη μείωση του μισθού του ο Παραπονούμενος διαφώνησε και ανέφερε ότι διαμαρτυρήθηκαν και άλλοι συνάδελφοι του.  Σε κάθε περίπτωση το ότι έγινε συνάντηση με το προσωπικό είναι ακριβώς αυτό που ισχυρίστηκε και ο Παραπονούμενος στην παράγραφο 4 της γραπτής του δήλωσης. Η υπεράσπιση ωστόσο αμφισβήτησε το κατά πόσον η μειώσεις στους μισθούς ανακοινώθηκαν εκείνη την ημέρα ή τις δύο επόμενες ημέρες.

 

72.  Αναφορικά με το ότι η Κατηγορούμενη είχε κέρδη τα οικονομικά έτη 2012 μέχρι και 2015 δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση. Αυτό που αμφισβητήθηκε ήταν το κατά πόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο η Κατηγορούμενη – ΜΥ1 δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν αν ήταν κερδοφόρα. Το ότι οι εγγραφές φοιτητών γίνονταν τους καλοκαιρινούς μήνες μέχρι τον Οκτώβριο επίσης επιβεβαιώθηκε και από τον ΜΥ1. Σε σχέση με το Τεκμήριο 8 ανάλυση γίνεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΥ1 ακολούθως.

 

73.  Όταν ο Παραπονούμενος ερωτήθηκε για το κατά πόσο διαμαρτυρήθηκε απάντησε ότι διαμαρτυρήθηκε προφορικά. Μάλιστα, ανέφερε ότι ο ΜΥ1 του φώναξε σε σημείο που ανησύχησε η γραμματέας του. Κατά την αντεξέταση η θέση του αυτή δεν αμφισβητήθηκε (σελ. 20, πρακτικά ημερ. 20.09.2023) υπό την έννοια ότι δεν υποβλήθηκε σε αυτόν ότι ουδέποτε έγινε αυτό το συμβάν. Αυτό που υποβλήθηκε ήταν ότι ουδέποτε έθεσε το παράπονο του γραπτώς και ο Παραπονούμενος αναφέρθηκε στο Τεκμήριο 4 θεωρώντας ότι το εν λόγω μήνυμα περιλάμβανε παράπονο.

 

74.  Ως προαναφέρθηκε, ο γενικός κανόνας είναι ότι η παράλειψη αντεξέτασης μάρτυρα σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του και της εκδοχής την οποία προωθεί, παρέχει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει την παράλειψη ως αποδοχή των ισχυρισμών της αντίδικης πλευράς στα σημεία τα οποία είχαν τεθεί στην κυρίως εξέταση (ίδετε Ηλιάδης & Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, σελ. 720). Παραπέμπω επίσης στην απόφαση του Έντιμου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Νικολαϊδη στην υπόθεση  Μοσχάτου ν. Μοσχάτου (1999) 1 ΑΑΔ 785 στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την παράλειψη αντεξέτασης:

 

«Στην απουσία δέουσας εξήγησης της παράλειψης, το Δικαστήριο μπορεί εύλογα να μη λάβει υπ' όψιν ισχυρισμούς επί γεγονότων που δεν τέθηκαν στους μάρτυρες της άλλης πλευράς, λόγω του ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στον αντίδικο να αντικρούσει με μαρτυρία τους ισχυρισμούς αυτούς.  Στην απουσία μιας τέτοιας αντιπαράστασης το Δικαστήριο μένει μόνο με τη μία πλευρά της ιστορίας και μπορεί για το λόγο αυτό να την απορρίψει ως μονόπλευρη και ασύμβατη με το δικαίωμα της άλλης πλευράς να έχει την κατάλληλη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή της επί του σημείου.»

75.  Ο ΜΥ1 δεν αντέκρουσε ευθέως αυτόν τον ισχυρισμό και ούτε και κατά την αντεξέταση του Παραπονούμενου υποβλήθηκε σε αυτόν ότι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε προφορικά ή ότι δεν λέει την αλήθεια σε σχέση με αυτό το θέμα.  Ο δε ΜΥ1 ανέφερε ότι σε προσωπικές συναντήσεις ο Παραπονούμενος παραδέχθηκε ότι σωστά μείωσαν τους μισθούς. Μάλιστα, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι ο Παραπονούμενος του είπε κατά λέξη στις 18.10.2013 «ευτυχώς που προχωρήσαμε έγκαιρα με τις μειώσεις μιας και φαίνεται από τα δεδομένα, ότι θα είχαμε ακόμα μεγαλύτερες απώλειες, με κίνδυνο να μην μπορεί η εταιρεία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της».

 

76.   Αναμένετο αυτός ο ισχυρισμός, ο οποίος είναι πολύ σημαντικός και ο οποίος σχετίζεται άμεσα με τα επίδικά θέματα της υπόθεσης, να τεθεί ευθέως στον Παραπονούμενο κατά την αντεξέταση του για να δοθεί η ευκαιρία στον Παραπονούμενο να τον σχολιάσει και να τον αντικρούσει. Ωστόσο, δεν τέθηκε και δεν δόθηκε καμία εξήγηση για αυτή την παράλειψη. Αντιθέτως, είχε τεθεί στον Παραπονούμενο ότι συγκατατέθηκε στη συνάντηση 26.03.2013. Ο ΜΥ1 κατά τη μαρτυρία του προέβαλε αυτόν τον λεπτομερή και συγκεκριμένο ισχυρισμό δηλαδή ότι ο Παραπονούμενος του ανέφερε συγκεκριμένα ευτυχώς που έγιναν μειώσεις. Αν όντως ελάμβανε χώρα τέτοια δήλωση από μέρους του Παραπονούμενου θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να τεθεί σε αυτόν για να απαντήσει και να δώσει την εκδοχή του.

 

77.  Το ότι ο Παραπονούμενος ήταν δυσαρεστημένος σε σχέση με τη μείωση ενισχύεται και από το Τεκμήριο 4  στο οποίο ζητά την επαναφορά των μισθών στην «κανονική τους κατάσταση» προσθέτοντας ότι το κόστος είναι πολύ μικρό για να «ικανοποιήσεις το αίσθημα αυτών των λίγων». Το μήνυμα στάλθηκε προς τον ΜΥ1 του οποίου ο μισθός θα αυξανόταν. Αυτό δείχνει ότι ο Παραπονούμενος ένιωθε αδικία και κατά την αντεξέταση του επίσης αναφέρθηκε ότι έγιναν καβγάδες εκείνη την ημέρα στο Κολέγιο. Η εικόνα που δημιουργείται από το Τεκμήριο 4 απέχει κατά πολύ από την εκδοχή των Κατηγορούμενων ότι δέχθηκε τη μείωση και δεν είχε κανένα παράπονο και ουδέποτε το εξέφρασε. Επίσης, η χρήση της φράσης «κανονική κατάσταση» των μισθών δείχνει κατά την άποψη μου ότι η αντίληψη που είχαν τα μέρη είναι ότι ο (κανονικός) μισθός του Παραπονούμενου ήταν ο μισθός με τον οποίο εργοδοτήθηκε αρχικά.

 

78.  Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι ο Παραπονούμενος είπε την αλήθεια σε σχέση με το ότι διαμαρτυρήθηκε προφορικά για τη μείωση του μισθού του και σε συνδυασμό με την παράλειψη αντεξέτασης σε σχέση με αυτό το σημείο ο ισχυρισμός του Παραπονούμενου ότι διαμαρτυρήθηκε προφορικά και ως αποτέλεσμα ήταν αποδέκτης της έντονης αντίδρασης του ΜΥ1 καθίσταται εύρημα του Δικαστηρίου.

 

79.  Το ότι τα παιδιά του Παραπονούμενου σπούδαζαν, ή ήταν στο εξωτερικό το Μάρτιο του 2013 επίσης δεν αμφισβητήθηκε από το συνήγορο των Κατηγορούμενων κατά την αντεξέταση του ΜΚ1. Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΥ1 ανέφερε ότι ο Παραπονούμενος είπε ψέματα όταν δήλωσε πως δεν μπορούσε να χάσει τη δουλειά του επειδή τα παιδιά του σπούδαζαν επειδή γνώριζε πως τα παιδιά του Παραπονούμενου κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μεγάλα σε ηλικία. Δεδομένου του ότι δεν τέθηκε αυτό το ζήτημα κατά την αντεξέταση στον Παραπονούμενο για να το σχολιάσει θεωρώ πως θα ήταν άδικο για τον Παραπονούμενο να ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός αυτός της υπεράσπισης. Ούτε και τέθηκε με λεπτομέρεια κάποιος ισχυρισμός ο οποίος να καταρρίπτει τον ισχυρισμό του Παραπονούμενου. Το ότι κάποιος είναι μεγάλος σε ηλικία δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να σπουδάζει. Κατά συνέπεια δεν λαμβάνεται υπόψη ο ισχυρισμός του ΜΥ1 και γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του ΜΚ1. Σημειώνω ότι δεν αμφισβητήθηκε το ότι ο Παραπονούμενος το 2013 προσπάθησε να βρει άλλη δουλειά αλλά τον απέρριψαν.

 

80.  Επίσης, σε σχέση με το κατά πόσον ο Παραπονούμενος εργοδοτήθηκε μετά την αποχώριση του από την Κατηγορούμενη, το Τεκμήριο 17 δεν τέθηκε στον Παραπονούμενο κατά την αντεξέταση του για να το σχολιάσει. Ερωτήθηκε αν απασχολείτο στην εταιρεία του υιού του και ο Παραπονούμενος αρνήθηκε τον ισχυρισμό αυτό. Πρέπει να αναφερθεί ότι το κατά πόσον εργοδοτήθηκε ο Παραπονούμενος το 2022 σε άλλη εργασία (ακόμα και αν αληθεύει ο ισχυρισμός αυτός) δεν επηρεάζει το κατά πόσον συγκατατέθηκε ή όχι στη μείωση του μισθού του που είναι αυτό το κύριο ζήτημα το οποίο τίθεται εν προκειμένω ή αν μπορούσε να εξασφαλίσει άλλη εργασία το 2013. Το ότι έστειλε email το 2022 (Τεκμήριο 17) με διεύθυνση της εταιρείας Φιλιππίδης δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι εργοδοτείτο εκεί ή ότι εργοδοτείτο εκεί ως λογιστής. Συνεπώς, δεν διακρίνω αντίφαση σε σχέση με αυτό το σημείο στη μαρτυρία του ΜΚ1 αλλά ούτε και αντίφαση ικανή να προκαλέσει ζημιά στην αξιοπιστία του.

 

81.  Σημειώνω ότι στο Τεκμήριο 5 αναφέρεται ότι ο μισθός του Παραπονούμενου επαναφέρθηκε στα αρχικά επίπεδα τον Οκτώβριο του 2015 ενώ στο Τεκμήριο 6 φαίνεται ότι ο μισθός του είχε επαναφερθεί τον Σεπτέμβριο του 2015, δηλαδή ένα μήνα προηγουμένως. Το λάθος αυτό το αντιλήφθηκε ο ίδιος ο Παραπονούμενος και το διόρθωσε κατά την κυρίως εξέταση του (δείτε σελ. 7, πρακτικών 20.09.2023).

 

82.  Έχοντας κατά νου τα όσα προαναφέρθηκαν, εκτός από το πιο πάνω σημείο σε σχέση με το μισθό του Σεπτεμβρίου του 2015 το οποίο επρόκειτο περί ενός μικρού λάθους το οποίο διόρθωσε ο Παραπονούμενος, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Παραπονούμενου ήταν ειλικρινής και αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή στην ολότητα της.

 

ΙΙ. Αξιολόγηση ΜΥ1

 

83.  Ο ΜΥ1 δεν προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Κατά την αντεξέταση δεν απαντούσε ευθέως και χωρίς ενδοιασμούς τα ερωτήματα τα οποία τίθεντο από το συνήγορο του Παραπονούμενου και δεν μου έδωσε την εντύπωση προσώπου το οποίο ήταν αυθόρμητο.

 

84.  Γενικότερα, δεν μου έδωσε την εντύπωση ενός μάρτυρα ο οποίος προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια και να παρουσιάσει μια ειλικρινή εικόνα της κατάστασης αλλά αναδύθηκε μια έντονη προσπάθεια να δικαιολογήσει τις αποφάσεις του οι οποίες είχαν ληφθεί το 2013, να πλήξει την αξιοπιστία του Παραπονούμενου και εν γένει παρουσίασης μιας εικόνας διαστρεβλωμένης η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

85.  Εξετάζοντας τη μαρτυρία του ΜΥ1 επί των αμφισβητούμενων γεγονότων συνολικά, διαπιστώνω ότι αυτή χαρακτηρίζεται από ασάφεια, αντιφατικότητα, έλλειψη αυθορμητισμού και δεν παρουσιάζει την αναγκαία σταθερότητα, πειστικότητα και συνοχή ώστε να μπορεί να γίνει δεκτή. Κατά την αντεξέταση, υπέπεσε σε αντιφάσεις και αναίρεσε διάφορα σημεία της γραπτής του δήλωσης κατά τρόπο που κλονίστηκε η αξιοπιστία του. Παραθέτω στη συνέχεια κάποια ενδεικτικά και μόνο παραδείγματα των αναφορών του.

 

86.  Σε διάφορα σημεία της αντεξέτασης του απέφευγε να απαντά ερωτήσεις ευθέως, για παράδειγμα στις σελίδες 4,5,7,8,9, 24, 30 των πρακτικών ημερομηνίας 13.12.2023, γεγονός από το οποίο αναδύεται η έλλειψη αυθορμητισμού και ευθύτητας στην εκδοχή του ΜΥ1.

 

87.  Το Τεκμήριο 8  το οποίο χαρακτηρίστηκε ως οι προβλέψεις του Παραπονούμενου για το cash flow (ρευστότητα) της Κατηγορούμενης κατά την αντεξέταση του ΜΥ1 διαφάνηκε ότι δεν ήταν στα αλήθεια προβλέψεις ούτε και ο Παραπονούμενος είχε ισχυριστεί ότι ήταν προβλέψεις. Στη σελ. 20 των πρακτικών 13.12.2023 ο ΜΥ1 παραδέχεται ότι ήταν λογικό να ήταν αρνητικό το πρόσημο εφόσον δεν περιλήφθηκαν τα έσοδα στο αρχείο excel.  Συνεπώς, το αρχείο αυτό το οποίο ο ΜΥ1 αφενός επιχείρησε να το αναγάγει σε πρόβλεψη για τη ρευστότητα της Κατηγορούμενης, παραδέχθηκε ότι στην ουσία δεν περιείχε πρόβλεψη για τα έσοδα της Κατηγορούμενης αναιρώντας την ίδια τη θέση του. Περαιτέρω, διαφάνηκε ότι ο ΜΥ1 δεν το είχε λάβει υπόψη ως πρόβλεψη κατά τον ουσιώδη χρόνο εφόσον αναφέρθηκε πως κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει πως θα κινείτο η αγορά. Προβλήθηκε η θέση πως η συνάντηση είχε συγκληθεί λόγω του αρνητικού πρόσημου στο Τεκμήριο 8 που ετοίμασε ο Παραπονούμενος. Αυτό δεν συνάδει με τον τίτλο του Τεκμηρίου 9 που αφορά τα οικονομικά δεδομένα μετά από την απόφαση του Eurogroup.

 

88.  Ο ΜΥ1, προσπάθησε να πείσει ότι η Κατηγορούμενη είχε ζημιές για το έτος 2013 ενώ αυτό που δεν αμφισβητήθηκε είναι ότι τελικά είχε κέρδος η Κατηγορούμενη για τα έτη 2012 – 2015. Επιχείρησε ανεπιτυχώς να δικαιολογήσει την απόφαση για μείωση μισθών του διοικητικού προσωπικού ενώ παραδέχτηκε πως στην ουσία δεν είχε ολοκληρωμένη εικόνα της ρευστότητας της επιχείρησης. Παραδέχθηκε επίσης ότι οι εγγραφές και οι συνεπακόλουθες εισπράξεις για δίδακτρα γίνονται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες μέχρι και τον Οκτώβριο, θέση που επιβεβαιώνει τη θέση του Παραπονούμενου ότι μέχρι και τον Ιούλιο του 2013 δεν αναμένετο να υπάρξει μείωση στα έσοδα.

 

89.  Επιχείρησε να μετακυλήσει την ευθύνη στον Παραπονούμενο για την απόφαση για μείωση μισθών ενώ ο Παραπονούμενος είχε ξεκαθαρίσει από τότε ότι στο Τεκμήριο 8Cash Flow Statement -  δεν περιλαμβάνονται οι εισπράξεις για τους μήνες  Ιούνιο μέχρι Σεπτέμβριο. Αυτό παρά το γεγονός ότι παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι είναι εκείνους τους μήνες που γίνονται οι περισσότερες εγγραφές φοιτητών και συνεπώς μεγαλύτερα έσοδα.

 

90.  Στη γραπτή του δήλωση αναφέρει στην παράγραφο 8 ότι «λόγω της ενημέρωσης που έλαβα από τον Παραπονούμενο, απέστειλα στις 16.03.2013 ηλεκτρονικό μήνυμα σε όλο το διοικητικό προσωπικό» με το οποίο τους καλούσε σε συνάντηση για την ανταλλαγή απόψεων (Τεκμήριο 9). Το Τεκμήριο 9 έχει τίτλο «Τα νέα οικονομικά δεδομένα μετά την απόφαση του Eurogroup». Κατά την αντεξέταση του ΜΥ1 του υποβλήθηκε ότι η ενημέρωση από τον Παραπονούμενο δεν έχει σχέση με το θέμα στο Τεκμήριο 9 και ο ΜΥ1 συμφώνησε (σελ. 21, πρακτικών 13.12.2023) αναιρώντας το ότι η συνάντηση έγινε λόγω της ενημέρωσης που έλαβε από τον Παραπονούμενο δια του Τεκμηρίου 8.

 

91.  Άλλη αντίφαση στην οποία υπέπεσε ο ΜΥ1 είναι το ότι αφενός παραδέχεται πως στο Τεκμήριο 8 δεν περιλαμβάνονταν τα έσοδα, τα οποία επίσης παραδέχεται ότι ήταν σημαντικά ή εν πάση περιπτώσει αυξημένα εκείνους τους μήνες (μεταξύ άλλων, σελ. 5 και 20 πρακτικών 13.12.2023), και αφετέρου παρουσιάζεται απόλυτος ως προς το ότι είχε ξεκάθαρη εικόνα για την αρνητική οικονομική κατάσταση της Κατηγορούμενης (σελ. 21 πρακτικών 13.12.2023). Επίσης, στις σελ. 21 και 24 των πρακτικών όταν τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Παραπονούμενου ότι στην ουσία βιάστηκε να αποκόψει μισθούς αφού δεν είχε ξεκάθαρη εικόνα, αναφέρει ότι η ξεκάθαρη εικόνα που είχε ήταν λόγω του αποθεματικού της Κατηγορούμενης στις τράπεζες, αναιρώντας στην ουσία την θέση του ότι είχε βασιστεί στο Τεκμήριο 8 – ήτοι τις προβλέψεις του Παραπονούμενου. Αυτό και πάλι δείχνει ότι η θέση πως ο ΜΥ1 κατά τον ουσιώδη χρόνο βασίστηκε στο Τεκμήριο 8 που συνέταξε ο Παραπονούμενος είναι σκέψεις εκ των υστέρων και μια (ανεπιτυχής) προσπάθεια να του προσάψει μομφή και να πλήξει την αξιοπιστία του Παραπονούμενου.

 

92.  Επίσης αν υπήρχε αρνητική εικόνα ρευστότητας με βάση το αποθεματικό της Κατηγορούμενης στις Τράπεζες, ως ισχυρίστηκε ο ΜΥ1, αυτό δεν ήταν επακόλουθο των αποφάσεων του Eurogroup (εφόσον είναι παραδεκτό πως δεν επηρεάστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο οι καταθέσεις της Κατηγορούμενης) ούτε και της οποιασδήποτε πρόβλεψης για μείωση ρευστότητας στο μέλλον. Κατά συνέπεια «Τα νέα οικονομικά δεδομένα μετά την απόφαση του Eurogroup» (Τεκμήριο 9) ή το Τεκμήριο 8 είχαν χρησιμοποιηθεί κατ’ επίφαση και ως δικαιολογία χωρίς όμως να ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος για την αρνητική εικόνα της Κατηγορούμενης. Επαναλαμβάνω, ότι εν τέλει η Κατηγορούμενη είχε κέρδος για τα έτη 2012 – 2015.

 

93.  Επιπρόσθετα κατά την αντεξέταση του ο ΜΥ1 αφενός αναφέρει στη σελ. 22 των πρακτικών 13.12.2023 τα εξής:

 

«Βεβαίως δεν υπήρχε κανένα σχέδιο κάτω, ούτε υποβλήθηκε, απλώς οι ίδιοι έλεγαν διάφορα πράγματα να μην απολυθεί κανένας και επέμεναν ότι ήταν το πιο δίκαιο να μην απολυθεί προσωπικό, κάτι το οποίο εκ προοιμίου στην εισαγωγή μου τους είχα αναφέρει ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια πρόθεση, που θα ήταν πολύ εύκολο να απολυόταν κάποιος ή κάποιοι και να παρέμεναν οι μισθοί, χωρίς μειώσεις. Αλλά δεν το βλέπαμε έτσι εμείς, εμείς το βλέπαμε και ανθρωπιστικά το θέμα να μην απολυθεί κανένας.»

 

94.  Στην σελ. 23 σε εμφανή αντίφαση με τη θέση ότι δεν υπήρχε κανένα σχέδιο φαίνεται να αναφέρει ότι:

 

«Υπήρχαν πολλά σενάρια, πρέπει να αναφέρω, ένα από τα σενάρια ήταν η μείωση των μισθών. Άλλο σενάριο ήταν να απολυθούν κάποιοι και να μην μειωθούν οι μισθοί. Άλλο σενάριο ήταν να μειωθούν οι ώρες και να μειωθούν οι μισθοί, οι ώρες απασχόλησης.»

 

95.  Συνεπώς, δεν ευσταθεί ότι δεν υπήρχε το σενάριο να απολυθούν μέλη του διοικητικού προσωπικού. Στο Τεκμήριο 10, στο μήνυμα της Μ. Σιαρλή το οποίο παρουσιάστηκε για να καταδειχθεί ότι το προσωπικό αποδέχθηκε τις μειώσεις ελεύθερα, αναφέρεται ότι οπωσδήποτε πρέπει να αποφευχθεί απόλυση υπαλλήλων. Επίσης, στο πρώτο μήνυμα στο Τεκμήριο 10 το οποίο αποστάλθηκε από την Α. Σιδέρη Γιαλλουράκη υπάρχει εισήγηση για κλιμακωτή μείωση μισθού. Γενικότερα, οι αποφάσεις οι οποίες θα έπρεπε να ληφθούν χαρακτηρίζονται ως οδυνηρές. Στο δεύτερο μήνυμα το οποίο στάλθηκε από την Μ. Σιαρλή αναφέρει για τη μείωση μισθού ότι « ότι χειρότερο για όλους μας να αντιμετωπίζουμε τέτοιες καταστάσεις». Περαιτέρω, αναφέρει ότι συμφωνεί με το να υπάρξει αποκοπή μισθού αναλόγως με το μισθό του καθενός και «οπωσδήποτε να αποφευχθεί απόλυση υπαλλήλων».  Κατά συνέπεια η θέση του ΜΥ1 ότι δεν υπήρχε πρόθεση να απολυθούν υπάλληλοι και το έθεσε εκ προοιμίου δεν φαίνεται να συνάδει με την έγγραφη μαρτυρία που προσκομίστηκε. 

 

96.  Το τρίτο μήνυμα από τον κύριο Κωνσταντίνου αναφέρει ότι «I have no suggestion apart from what has already been suggested in today’s meeting, and thus I leave it up to the management to decide how to tackle this matter, but please inform us of your decisions so as we see what we can do in our own household».  Αυτό το μήνυμα δεν συνάδει με την εκδοχή του ΜΥ1 ότι έγινε η συνάντηση για να ζητηθούν εισηγήσεις από το προσωπικό. Φαίνεται ότι έγιναν εισηγήσεις και υπήρχαν ήδη διάφορα σενάρια ως προς τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν κατά τη διάρκεια της συνάντησης.

 

97.  Στο Τεκμήριο 18 (α) το οποίο είναι μήνυμα από τον κ. Σ. Θεοχάρους αναφέρεται ότι συμφωνεί «απόλυτα με το σενάριο της μη αποχώρησης κάποιου συναδέλφου αλλά να επωμιστούμε όλοι τη μείωση μισθού για την επιβίωση του Κολεγίου μας». Εισηγείται την κλιμακωτή μείωση μισθού αν και αναφέρει πως θα ήταν προτιμότερο να υπάρξει μείωση ωρών εργασίας. Στο Τεκμήριο 18(β) υπάρχει πρόταση για μείωση ωρών εργασίας  και κλιμακωτή μείωση μισθού – «μικρή μείωση για την ώρα αναμένοντας τις εξελίξεις...».  Από αυτά τα μηνύματα προκύπτει επίσης ότι το σενάριο της μείωσης μισθού είχε παρουσιαστεί στους υπαλλήλους ως επίσης και η απόλυση συναδέλφων τους. Οι δε εισηγήσεις τους σχετίζονταν με το ότι η μείωση θα έπρεπε να ήταν κλιμακωτή. Το ίδιο και το Τεκμήριο 12. Στο δεύτερο μήνυμα από τη Φ. Φιλίππου στην ουσία ευχαριστεί τον ΜΥ1 επειδή η μείωση θα ήταν κλιμακωτή και δεν θα είναι τόσο επώδυνο, ναι μεν θα δυσκολευτούν αλλά υπάρχουν και χειρότερα, καθώς και ότι θα κάνει υπομονή ελπίζοντας για καλύτερες ημέρες.  Τα πρόσωπα αυτά, σημειώνεται ότι είναι μια μικρή μερίδα του προσωπικού.

 

98.     Περαιτέρω, ο ΜΥ1 υπέπεσε στην εξής αντίφαση σε διάφορα σημεία στη μαρτυρία του:

 

-       Αφενός, προσάπτει μομφή στον Παραπονούμενο ότι ετοίμασε ένα ελλιπή πίνακα (Τεκμήριο 8).

-       Αφετέρου, αναφέρει ότι κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει αναιρώντας το ότι ο Παραπονούμενος δεν έκανε καλά τη δουλειά του.

-       Από την άλλη, ανέφερε ότι βασίστηκε στον πίνακα εκείνο για τον οποίο παραδέχεται ότι ήταν ελλιπής.

-       Αναιρώντας εκ νέου τα όσα προαναφέρει, ισχυρίζεται ότι η εικόνα φαινόταν από τους λογαριασμούς της Κατηγορούμενης στις τράπεζες και συνεπώς δεν βασίστηκε στον ελλιπή πίνακα (σελ. 21 πρακτικών: «Είχαμε ξεκάθαρη εικόνα. Είχαμε πολύ ξεκάθαρη εικόνα το cash που υπήρχε, το αποθεματικό των οργανισμών στις τράπεζες...»).  

-       Αναιρώντας ξανά τα όσα προανέφερε παραδέχεται πως γνώριζε πως το Τεκμήριο 8 και ο πίνακας ήταν ελλιπής καθότι ο Παραπονούμενος δεν περιέλαβε τα έσοδα σε αυτόν.  

 

99.     Από τα πιο πάνω αναδύεται η τάση του ΜΥ1 να προσαρμόζει τις απαντήσεις του και την εκδοχή του ανάλογα με την ερώτηση την οποία του υπέβαλλε ο συνήγορος του Παραπονούμενου πράγμα το οποίο καταδεικνύει την έλλειψη αυθορμητισμού, ειλικρίνειας  και ευθύτητας στην εκδοχή του ΜΥ1.

 

100.   Όταν του υποβλήθηκε ότι προχώρησε με μείωση μισθών χωρίς να έχει ολοκληρωμένη εικόνα, μετέβαλε τη θέση του αναφέροντας ότι είχε ολοκληρωμένη εικόνα ως φαινόταν στους λογαριασμούς της Κατηγορούμενης στις τράπεζες και παραδέχεται ότι στην ουσία δεν έδωσε και τόση βαρύτητα όση ισχυρίστηκε ότι έδωσε στον πίνακα που ετοίμασε ο Κατηγορούμενος. Το ερώτημα που δημιουργείται είναι – αν είχε τόσο καθαρή εικόνα όσο ισχυρίζεται ότι είχε, τότε γιατί δεν μπορούσε να γνωρίζει όταν τελείωσε το οικονομικό έτος τον Ιούλιο του 2013 ότι η Κατηγορούμενη είχε κέρδη;

 

101.  Αυτό είναι ένδειξη του ότι ο ΜΥ1 δεν ήταν ειλικρινής και η εκδοχή του βασιζόταν σε μεθύστερες σκέψεις. Οι αντιφατικές απαντήσεις που έδινε δεν αποσκοπούσαν στο να παρουσιαστεί μια πραγματική εικόνα της κατάστασης αλλά για να πλήξει τον Παραπονούμενο και να δικαιολογήσει τις αποφάσεις του.

 

102.  Άλλη αντίφαση είναι ότι στην παράγραφο 11 της δήλωσης του αναφέρει πως η απόφαση για το κλείσιμο του παραρτήματος του κολεγίου στην Αγλαντζιά είχε ληφθεί μετά το Eurogroup και μετά τη συνάντηση με το διοικητικό προσωπικό, ωστόσο κατά την αντεξέταση (σελ. 30 πρακτικών, 13.12.2023) παραδέχθηκε ότι η απόφαση είχε ληφθεί από προηγουμένως. Αυτό δείχνει ότι η εκδοχή την οποία ο ΜΥ1 επιχείρησε να παρουσιάσει για να δικαιολογήσει τη μείωση μισθών του διοικητικού προσωπικού δεν βασίζεται στην πραγματικότητα ή ότι εν πάση περιπτώσει ήταν διαστρεβλωμένη.

 

103.  Οι αναφορές ότι σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις ο Παραπονούμενος του ανέφερε ότι σωστά έγιναν μειώσεις διότι η Κατηγορούμενη αντιμετώπιζε κίνδυνο να μην ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της δεν τέθηκαν στον Παραπονούμενο για να τις σχολιάσει, ως έχει προαναφερθεί. Τέθηκαν πρώτη φορά στη μαρτυρία του ΜΥ1 και ουδόλως έπεισαν. Εάν όντως ο Παραπονούμενος επιδοκίμαζε με τον τρόπο που ο ΜΥ1 αναφέρει ότι επιδοκίμασε την απόφαση για μείωση μισθών ήταν αναμενόμενο να τεθεί στον Παραπονούμενο για να το σχολιάσει.

 

104.  Σε σχέση με το ότι ο Παραπονούμενος εργοδοτήθηκε αφού τον απέλυσε από την Κατηγορούμενη στον Φιλιππίδη και στην Viofoods, ούτε και αυτό είχε τεθεί στον Παραπονούμενο κατά την αντεξέταση του. Σε κάθε περίπτωση ο ΜΥ1 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει υπό ποιες περιστάσεις εργοδοτήθηκε ο Παραπονούμενος το 2022 στον Φιλιππίδη. Σε σχέση με την άλλη εταιρεία ο ΜΥ1 όταν ερωτήθηκε δεν μπορούσε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του πέραν του ότι του το ανέφερε μια φοιτήτρια του.

 

105.  Σε σχέση με το ότι τα παιδιά του Παραπονούμενου ήταν μεγάλα σε ηλικία κατά τον ουσιώδη χρόνο και δεν σπούδαζαν το 2013 ως ισχυρίστηκε ο ΜΥ1, σημειώνω ότι ούτε και αυτό δεν είχε τεθεί στον Παραπονούμενο κατά την αντεξέταση. Οι απαντήσεις του ΜΥ1 κατά την αντεξέταση ήταν συγκεχυμένες και δεν μπορούσε να προσδιορίσει χρονικά πότε είχε επιστρέψει ο ένας υιός του Παραπονούμενου στην Κύπρο. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στον ισχυρισμό αυτό του ΜΥ1. Προκάλεσε αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο το ότι κατά την αντεξέταση του ΜΥ1, όταν ερωτήθηκε για την πηγή της γνώσης του ο ΜΥ1 αρκέστηκε στο να αποκαλέσει το Παραπονούμενο ψεύτη και πρόσθεσε πως δεν θέλει να επεκταθεί επί του θέματος επειδή γνωρίζει πως ένας εκ των υιών του Παραπονούμενου αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του.

 

106.  Ένδειξη της προσπάθειας του ΜΥ1 παρουσίασης μιας εικόνας η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα σε σχέση με το ότι ο Παραπονούμενος ουδέποτε είχε παράπονο και  προσπαθώντας να πείσει ότι το κίνητρο του Παραπονούμενου είναι η εκδίκηση  είναι και το ότι στη γραπτή του δήλωση (παράγραφος 21) ανέφερε ότι ο Παραπονούμενος πήγε στην οικία του τουλάχιστον δύο φορές για φαγητό και πήγαν μαζί να παρακολουθήσουν ποδοσφαιρικό αγώνα. Κατά την αντεξέταση του, ο ΜΥ1 παραδέχθηκε ότι ο Παραπονούμενος επισκέφθηκε την οικία του σε πάρτι όταν είχαν προσκληθεί όλα τα μέλη του διοικητικού προσωπικού (δηλαδή πέραν των 20 ατόμων) και σε σχέση με ποδοσφαιρικό αγώνα ο ίδιος του εισηγήθηκε να μεταβούν μαζί αφού ο Παραπονούμενος του είχε ζητήσει άδεια να αποχωρίσει από την εργασία του για να δει τον αγώνα της ποδοσφαιρικής τους ομάδας.

 

107.  Μια άλλη αντίφαση στη μαρτυρία του ΜΥ1, σε συνάρτηση με τη θέση που προωθήθηκε από την Υπεράσπιση ότι ο Παραπονούμενος στις 26.03.2013 κατά τη διάρκεια της συνάντησης και/ή αμέσως μετά από αυτήν συμφώνησε σε μείωση του μισθού του, είναι το ότι ο ΜΥ1 προώθησε την εκδοχή ότι η συνάντηση εκείνη ήταν για να ζητηθούν εισηγήσεις από το προσωπικό. Εύλογα συνεπώς τίθεται το ερώτημα: σε τι ακριβώς συμφώνησε ο Παραπονούμενος εφόσον μόνο εισηγήσεις ή θέματα προς συζήτηση υπήρχαν εκείνη τη χρονική στιγμή; Αφού υποτίθεται δεν είχε ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση μέχρι εκείνο το σημείο, σύμφωνα με τον ΜΥ1 πως γίνεται ο Παραπονούμενος να συμφώνησε στη μείωση του μισθού του στη συνάντηση;

 

108.  Γενικότερα, η προσπάθεια του ΜΥ1 να πείσει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Κατηγορούμενη είχε ζημιές και δεν είχε ρευστότητα δεν έπεισαν δεδομένου του ότι αφενός ανέφερε πως είχε πλήρη εικόνα των οικονομικών της Κατηγορούμενης και αφετέρου δεν αμφισβήτησε ότι η Κατηγορούμενη κατά τα έτη 2012 – 2015 παρουσίαζε κέρδη και ειδικότερα το 2013. Όταν του υποβλήθηκε πως είναι γεγονός πως η Κατηγορούμενη είχε κέρδη επικαλέστηκε το ότι το διαπίστωσε μερικά χρόνια μετά όταν ετοιμάστηκαν οι οικονομικές καταστάσεις, ισχυρισμός ο οποίος αντιτίθεται στη θέση ότι είχε πλήρη εικόνα για τα οικονομικά της Κατηγορούμενης και γι’ αυτό αποφάσισε τη μείωση. Επιχείρησε να πείσει για την κακή οικονομική εικόνα της Κατηγορούμενης για να προβάλει το επιχείρημα ότι επειδή ο Παραπονούμενος ήταν ο λογιστής της Κατηγορούμενης και αντιλαμβανόταν την αρνητική εικόνα της ρευστότητας συγκατατέθηκε στη μείωση του μισθού του, ωστόσο για τους λόγους που προαναφέρω η θέση του δεν ήταν πειστική.

 

109.  Εξετάζοντας λοιπόν τη μαρτυρία του ΜΥ1, στο σύνολο της και παραθέτοντας πιο πάνω κάποια ενδεικτικά και μόνο παραδείγματα των αναφορών του, καταλήγω ότι η μαρτυρία του επί των αμφισβητούμενων γεγονότων δεν ήταν αξιόπιστη και συνακόλουθα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

ΙΙΙ. Τεκμήριο 18

 

110.  Δεδομένου του ότι τα τρία ηλεκτρονικά μηνύματα κατατέθηκαν και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους θεωρούνται εξ ακοής μαρτυρία καθότι αποτελούν δηλώσεις που έγιναν από άλλα πρόσωπα από εκείνα που καταθέτουν στην διαδικασία και προσάχθηκαν ως μαρτυρία για την απόδειξη των όσων αναφέρονται στις δηλώσεις (tendered as evidence of the matter stated therein).

 

111.  Δεδομένου του ότι τα μέρη κατέθεσαν τα μηνύματα και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους και συνεπώς δεν έχει αμφισβητηθεί το περιεχόμενο τους, το αποδέχομαι. Βεβαίως, το περιεχόμενο τους δεν αφορά τον Παραπονούμενο και το κατά πόσον συγκατατέθηκε στη μείωση του μισθού του αλλά αφορούν το γενικότερο κλίμα στον οργανισμό κατά την επίδικη περίοδο και την αντίδραση ορισμένων εκ των υπαλλήλων εν γένει.

 

112.  Θα ήταν αναμενόμενο, εφόσον προωθήθηκε η θέση (κατά την αντεξέταση) πως ο Παραπονούμενος είχε συμφωνήσει στην μείωση του μισθού του στη συνάντηση 26.03.2013 να καλούνταν ως μάρτυρες τα πρόσωπα τα οποία ήταν παρόντες στη συνάντηση εκείνη παρά να κατατεθούν τα μηνύματα τους με αυτό τον τρόπο καθότι όπως προανέφερα, κατατέθηκαν μεν ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους αλλά δεν αφορούν το επίδικο θέμα το οποίο είναι το κατά πόσον ο Παραπονούμενος συγκατατέθηκε στη μείωση του μισθού του.

 

 

 

 

 

IV. Ευρήματα

 

113.  Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και λαμβάνοντας υπόψη τις πτυχές της μαρτυρίας που δεν έχουν τύχει αμφισβήτησης, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

117.1    Ο Παραπονούμενος προσλήφθηκε από την Κατηγορούμενη στις 02.05.2012 ως υπεύθυνος λογιστηρίου. Ο μισθός του (μεικτός) ανέρχετο σε €2.300 πλέον 13ος μισθός.

 

117.2    Η σύμβαση του είχε διάρκεια ενός έτους. Μετά την εκπνοή της συνέχισε να εργοδοτείται στην Κατηγορούμενη μέχρι και τον Ιούλιο του 2021. 

 

117.3    Ο Παραπονούμενος ετοίμασε και υπέβαλε στον ΜΥ1 το Τεκμήριο 8 στο οποίο όμως δεν υπολογίζονται οι εισπράξεις από τους αλλοδαπούς φοιτητές και δεν είχαν υπολογιστεί τα εισοδήματα από τον Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2013.

 

117.4    Στις 26 Μαρτίου 2013 κλήθηκε όλο το διοικητικό προσωπικό περιλαμβανομένου του Παραπονούμενου σε συνάντηση από τον ΜΥ1 ο οποίος ήταν Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής. Το μήνυμα – πρόσκληση είχε ως τίτλο «Τα νέα οικονομικά δεδομένα μετά την απόφαση του Eurogroup». Ανακοινώθηκε μείωση των μισθών. Ο Παραπονούμενος δεν συγκατατέθηκε εκείνη την ημέρα στην μείωση του μισθού του.

 

117.5    Την επόμενη ημέρα ο ΜΥ1 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον Παραπονούμενο το οποίο περιελάβανε αρχείο με το όνομα κάθε υπαλλήλου και το ποσό το οποίο θα αποκόπτετο. Στο αρχείο Τεκμήριο 3 απουσίαζαν τα ονόματα του ΜΥ1 και της Κατηγορούμενης 2.

 

117.6    Ο Παραπονούμενος το 2013 δεν μπορούσε να χάσει τη δουλειά του και παρά τις προσπάθειες του δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση άλλης εργασίας.

 

117.7    Οι εγγραφές των φοιτητών γίνονταν την περίοδο από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο κατά την αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς.

 

117.8    Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της Κατηγορούμενης για τα έτη 2012 μέχρι και 2015 η εταιρεία έδειξε κέρδος. Το 2012 είχε κέρδη €43.718, το 2013 είχε κέρδη ύψους €95.346, το 2014 κέρδη ύψους €55.312 και το 2016 κέρδη ύψους €66.357.

 

117.9    Ο Παραπονούμενος δεν διαμαρτυρήθηκε γραπτώς για τη μείωση του μισθού του αλλά προφορικά. Σε μία περίπτωση αφού διαμαρτυρήθηκε ο Παραπονούμενος ο ΜΥ1 ήταν ιδιαίτερα έντονος.

 

117.10 Μέλη του διοικητικού προσωπικού της Κατηγορούμενης, εκτός του Παραπονούμενου, είχαν συγκατατεθεί στη μείωση του μισθού τους και απέστειλαν μηνύματα στον ΜΥ1 εκφράζοντας τη συμφωνία τους με την λύση της μείωσης των μισθών.

 

117.11 Στις 25.05.2015 ο ΜΥ1 του ζήτησε να προβεί αναπροσαρμογές των μισθών ορισμένων υπαλλήλων καθώς επίσης και του ίδιου του ΜΥ1 αλλά και της Κατηγορούμενης 2. Ο Παραπονούμενος προέβη στην εισήγηση όπως όλοι οι μισθοί επανέλθουν στο κανονικό και περαιτέρω σχολιάζει ότι το κόστος είναι πολύ μικρό «για να ικανοποιήσεις το αίσθημα αυτών των λίγων».

 

117.12 Οι αποκοπές στο μισθό του Παραπονούμενου ανά μήνα από τον Μάρτιο του 2013 μέχρι τον Αύγουστο του 2015 είναι αυτές που εμφαίνονται στο Τεκμήριο 5 με τη διόρθωση ότι το Σεπτέμβριο του 2015 δεν υπήρξε αποκοπή.

 

117.13 Τον Ιούλιο του έτους 2021 τερματίστηκε η απασχόληση του στην Κατηγορούμενη 1. Ο Παραπονούμενος καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών σε σχέση με κατ’ ισχυρισμόν παράνομη απόλυση.

 

117.14 Δεν καταβλήθηκε κανένα ποσό στον Παραπονούμενο από το ποσό το οποίο αποκόπηκε και το οποίο αντιστοιχεί στις αποκοπές από το Μάρτιο του 2013 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2015.

 

Δ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Ι. Αποκοπή μισθού

114. Ο εργοδότης κατέχει δεσπόζουσα θέση έναντι των εργοδοτουμένων του. Οι οικονομικές συνθήκες των δύο συμβαλλομένων είναι πολύ διαφορετικές με αποτέλεσμα την ύπαρξη ανισότητας διαπραγματευτικής ισχύος. Η ανισότητα αυτή είναι ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό της εργοδοτικής σχέσης κατά τρόπο που να απολήγει στην  επιβολή όρων τους οποίους ο εργοδότης επιθυμεί έναντι του εργοδοτούμενου και τη συνεπακόλουθη ανυπαρξία πραγματικής ελευθερίας του εργοδοτούμενου στο πλαίσιο της συνομολόγησης συμβάσεων (ίδετε μεταξύ άλλων: Π.Γ. Πολυβίου, το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη, σελ. 9 και 22.).

 

115. Η καταβολή μισθού από τον εργοδότη στον εργοδοτούμενο είναι η βασικότερη υποχρέωση του εργοδότη με βάση τη σύμβαση εργοδότησης. Η σημασία της καταβολής του μισθού κατοχυρώνεται από ειδική νομοθεσία, ήτοι το Νόμο. Συνεπεία της ανισότητας αυτής μεταξύ των μερών ο νομοθέτης αποφάσισε να θεσπίσει το Νόμο ως αντίβαρο της οικονομικής ισχύος του εργοδότη και ως ένα μέσο ενίσχυσης της θέσης του αδύνατου συμβαλλόμενου, ήτοι του εργοδοτούμενου του οποίου η αξιοπρεπής διαβίωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μισθό τον οποίο λαμβάνει από τον εργοδότη του.

 

116.  Το Άρθρο 9 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα εκάστου προσώπου σε αξιοπρεπή διαβίωση και κοινωνική ασφάλεια:

 

«Έκαστος έχει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως και κοινωνικής ασφαλείας. Ο νόμος θα προβλέψη περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων.»

 

117.  Ως έχει νομολογηθεί, ο σκοπός της θέσπισής του Νόμου είναι η προστασία των εργοδοτουμένων και, πιο συγκεκριμένα, η διασφάλιση του δικαιώματός τους προς λήψη του μισθού και των ωφελημάτων που δικαιούνται με βάση τη συμφωνία που διέπει την εργασιακή τους σχέση (μεταξύ άλλων: Ροδοσθένους ν. Aqua Masters Plc, Ποιν. Εφ. 138/2017, 04.06.2018), ECLI:CY:AD:2018:B268, Διευθυντής Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων v. Σταύρου κ.α.,  Ποιν. Εφ. 264/2018 και 265/2018, 03.07.2020, Frangous P.S. Ltd κ.α. v. Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Ποιν. Εφ. 233/2020, 04.07.2022, Στυλιανίδης v. Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Ποιν. Εφ. 200/2019, 12.04.2021), ECLI:CY:AD:2021:B136.

 

118.  Επιπρόσθετα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την επιβολή ποινής κατόπιν ανατροπής της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σκουφίδη ν. Χ.Α. Quality Paper Services Ltd, Ποινική Έφεση αρ. 134/2016, 5.6.2018 (ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Η θέσπιση του ως άνω Νόμου καθώς και η ποινικοποίηση των παραλείψεων πληρωμής μισθού και άλλα συναφή αδικήματα με βάση τις πρόνοιες του έχει ως σκοπό την προστασία των εργοδοτουμένων από πράξεις ή παραλείψεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη στέρηση του δικαιώματος είσπραξης του μισθού, δικαιώματος που άπτεται θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου προς αξιοπρεπή διαβίωση, αφού η στέρηση του μισθού δύναται να οδηγήσει οποιονδήποτε πρόσωπο σε δυσχερή κατάσταση μη δυνατότητας αντιμετώπισης των καθημερινών του αναγκών.»

 

119.  Δεδομένου ότι όλες οι κατηγορίες αφορούν τη χρονική περίοδο 2013 – 2015 στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να εφαρμοστεί ο Νόμος πριν από την τροποποίηση του με τον Ν. 221(Ι)/2022.

 

 

 

120.  Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις στο άρθρο 2 του Νόμου:

 

«μισθός» σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτούμενου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει του περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου και δεν περιλαμβάνει έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex- gratia) πληρωμές·»

 

 

121. Το άρθρο 10 του Νόμου με πλαγιότιτλο «αποκοπές από το μισθό» προνοεί τα ακόλουθα:

 

«10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπονται αποκοπές ποσών από το μισθό, παρά μόνο:

(α)  αποκοπές που προνοεί νόμος ή κανονισμός·

(β)   αποκοπές σύμφωνα με κανονισμούς ταμείων σύνταξης, ταμείων προνοίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης·

(γ)  αποκοπές δυνάμει δικαστικής απόφασης˙

(δ)   αποκοπές για αποζημίωση λόγω ζημιάς που υπέστη η επιχείρηση και που προκλήθηκε σκόπιμα ή ένεκα βαριάς αμέλειας του εργοδοτούμενου· και

(ε)   αποκοπές που προβλέπει συλλογική σύμβαση ή γενική συμφωνία μεταξύ εργοδοτικών οργανώσεων και εκπροσώπων των εργαζομένων, για εργαζόμενους για τους οποίους αυτές εφαρμόζονται·

 (στ) άλλες αποκοπές, μετά από συγκατάθεση του εργοδοτούμενου.

[...]

(4) Οι αποκοπές από το μισθό δυνάμει του παρόντος άρθρου περιορίζονται στο βαθμό που ο εργοδοτούμενος θα μπορεί να συντηρήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του.»

 

122.  Μετά από την τροποποίηση του Νόμου το 2022 προστέθηκε στην παράγραφο (στ) στο άρθρο 10(1) ότι η συγκατάθεση θα πρέπει να είναι γραπτή και ενυπόγραφη. Περαιτέρω προστέθηκε το εδάφιο (5) το οποίο προνοεί ότι «[σ]ε περιπτώσεις αποκοπών δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) ο εργοδότης τηρεί αρχείο με τα έντυπα συγκατάθεσης του εργοδοτουμένου στη βάση των διατάξεων του άρθρου 12 και σε τύπο εντύπου του οποίου τη μορφή και το περιεχόμενο αποφασίζει ο Διευθυντής με σχετική εγκύκλιο που εκδίδει.»

 

123.  Το άρθρο 20 του Νόμου με πλαγιότιτλο «αδικήματα και ποινές» προνοεί τα ακόλουθα:

«20.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Το Δικαστήριο επιπρόσθετα από τις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δύναται, με την καταδίκη του εργοδότη, να εκδώσει και Διάταγμα καταβολής του οφειλόμενου ποσού προς τον εργοδοτούμενο.»

124.  Στην ουσία αυτό το οποίο θα πρέπει να αποδείξει ο Παραπονούμενος είναι το ότι ήταν εργοδοτούμενος της Κατηγορούμενης και ότι αποκόπηκε μέρος του μισθού του χωρίς τη συγκατάθεση του.  

 

125. Όπως έχει ερμηνευθεί από την νομολογία, το υπό κρίση αδίκημα της παράλειψης πληρωμής μισθού, ή ολόκληρου του μισθού, είναι αδίκημα αυστηρής ευθύνης,  αφού το στοιχείο της ένοχης διάνοιας ή εγκληματικής πρόθεσης (mens rea) συναρτάται και περιορίζεται στην ίδια την παράλειψη της καταβολής μισθών (Magar Terezian ν. Γιάννου Θεοδώρου, Πoιν. ΄Εφ. αρ. 198/15, ημερ. 02.12.2016). Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην παράλειψη αυτή είναι αδιάφοροι (Οικονομίδης ν. Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 235: η διάπραξη του αδικήματος συναρτάται με την ίδια την παράλειψη ή την αμέλεια και όχι τους λόγους για την παράλειψη ή την αμέλεια).

 

126. Δεδομένου του ότι η αποκοπή μισθού αποτελεί ποινικό αδίκημα εκτός και αν εφαρμόζεται μια από τις εξαιρέσεις στα στοιχεία (α) – (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 10 του Νόμου, το βάρος απόδειξης ότι εν προκειμένω ισχύει μια εκ των εξαιρέσεων το φέρει η Κατηγορούμενη, η οποία προβάλλει το ότι έλαβε τη συγκατάθεση του εργοδοτούμενού της για την αποκοπή ποσού από το μισθό του. Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι σε ποινικές υποθέσεις στην περίπτωση κατά την οποία το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του Κατηγορούμενου, όπως εν προκειμένω, το επίπεδο απόδειξης το οποίο εφαρμόζεται είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

127. Περαιτέρω σημειώνω σε σχέση με το βάρος απόδειξης ως προς το κατά πόσον καταβλήθηκαν ή αν ήταν οφειλόμενοι οι μισθοί αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην Ροδοσθένους (ανωτέρω):

 

«Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε στην προσέγγισή της ότι ο Παραπονούμενος - Εφεσείων όφειλε και να αποδείξει ότι οι μισθοί ήταν ή όχι οφειλόμενοι. Κάτι τέτοιο - η αυστηρή δηλαδή απόδειξη, ουσιαστικά, ότι οι μισθοί δεν καταβλήθηκαν - θα καθιστούσε κενή περιεχομένου και θα αντιστρατευόταν τη νομοθετική πρόνοια του άρθρου 12(3), η οποία εναποθέτει το βάρος απόδειξης για την καταβολή του μισθού στους ώμους του εργοδότη

 

Υπό τις συνθήκες λοιπόν, κατ΄ ακολουθία και του άρθρου 12(3) του Νόμου, ο εργοδότης - Εφεσίβλητη έφερε πλέον το βάρος απόδειξης της καταβολής του μισθού στον εργοδοτούμενο - Εφεσείοντα. Προσθέτουμε ότι η εκ του νόμου, άρθρο 12(1)(2), υποχρέωση προς τήρηση αρχείων, εντάσσεται στην όλη φιλοσοφία προστασίας και διασφάλισης των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων, αλλά και ενισχύει τη δυνατότητα απόσεισης του βάρους που φέρει ο εργοδότης προς απόδειξη της καταβολής των μισθών εργοδοτουμένων.»

 

 

Συγκατάθεση

           

128. Όσον αφορά τον όρο  «συγκατάθεση» αυτός  δεν ερμηνεύεται στο Νόμο. Με βάση το Νόμο ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν απαιτείται να υπάρχει γραπτή και ενυπόγραφη συγκατάθεση από μέρους του εργοδοτούμενου. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα: υπό ποιες περιστάσεις μπορεί το Δικαστήριο να θεωρήσει πως ο εργοδοτούμενος συγκατατίθεται σε μείωση του μισθού του; Η συνέχιση της εργοδότησης παρά την αποκοπή μπορεί να εξισωθεί με συγκατάθεση για μείωση του μισθού; Μπορεί ένας εργοδοτούμενος να παράσχει ελεύθερη συγκατάθεση στο πλαίσιο σύμβασης εργοδότησης;  

 

129. Εν προκειμένω, προωθήθηκε η θέση από την υπεράσπιση ότι ο Νόμος δεν αποκλείει τη σιωπηρή συγκατάθεση. Το Δικαστήριο προβληματίζεται ιδιαίτερα εάν στο πλαίσιο μιας σχέσης στην οποία ο ένας εκ των δύο συμβαλλομένων κατέχει δεσπόζουσα θέση και υπάρχει ανισότητα στη διαπραγματευτική ισχύ, μπορεί να θεωρηθεί η σιωπή του αδύνατου μέρους και η συνέχιση της σχέσης εργοδότησης ως σιωπηρή συγκατάθεση.

 

130. Πρέπει να σημειώσω ότι η τροποποίηση του Νόμου δια της προσθήκης ότι η συγκατάθεση θα πρέπει να είναι γραπτή και ενυπόγραφη, αφενός καταδεικνύει την τάση για μεγαλύτερη προστασία του εργοδοτούμενου και του μισθού του, αφετέρου δε θα μπορούσε να λεχθεί ότι η μεταγενέστερη προσθήκη της υποχρέωσης για γραπτή και ενυπόγραφη συγκατάθεση δείχνει ότι κατά τον ουσιώδη, σε σχέση με την παρούσα υπόθεση χρόνο, αυτό που απαιτείται είναι η «απλή» συγκατάθεση. Το ερώτημα βεβαίως παραμένει για το κατά πόσον ο όρος συγκατάθεση σε αυτό πλαίσιο σημαίνει ρητή συγκατάθεση ή το κατά πόσον περιλαμβάνει και τη σιωπηρή συγκατάθεση η οποία ενδέχεται να προκύψει από τη συμπεριφορά ενός προσώπου ή ακόμη και από την έλλειψη διαμαρτυρίας.

 

131. Όπως αναφέρθηκε από το έντιμο Δικαστή του Εφετείου κ. Χαραλάμπους στο πλαίσιο της απόφασης του στην υπόθεση Δώρος Ασιήκαλης ν Στάυρου Μιχαήλ (Ποιν. Εφ. 225/2021, 27.11.2023)  σε σχέση με την ερμηνεία των νόμων:

 

«Η αυστηρή γραμματική ερμηνεία ανήκει στο παρελθόν (Κιτρομηλίδης v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 162) και προκρίνεται η τελολογική ερμηνεία ήτοι με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος (Hermes Ins Ltd v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 406) πλην όμως οι ποινικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά (Popov v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 338Eurofreight v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 29) και σε περίπτωση αμφιβολίας να προτιμάται η ερμηνεία εκείνη που είναι υπέρ του πολίτη (Γαλατάκης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78) αφού η τελολογική ερμηνεία δεν δικαιολογεί ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις του νόμου ή την μεταβολή του κειμένου της νομοθεσίας.»

 

132. Περαιτέρω στην Κιτρομηλίδης, ανωτέρω αναφέρθηκε ότι «είναι καλά εδραιωμένη η αρχή ότι οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα ερμηνεύονται με τρόπο λειτουργικό ώστε να συνάδουν με την πρόθεση του νομοθέτη.»

 

133. Ο σκοπός του Νόμου ως έχει κατ’ επανάληψη αναφερθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι η αντιμετώπιση με το δραστικό τρόπο τον οποίο προσφέρει η ποινική δικαιοδοσία ενός κοινωνικού προβλήματος το οποίο δημιουργείται ως συνέπεια της συμπεριφοράς του εργοδότη έναντι του εργοδοτούμενου του (μεταξύ άλλων Σκουφίδη και Ροδοσθένους, ανωτέρω).

 

134. Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Ε’ Εκδοση, 2019 ο όρος «συγκατάθεση» ερμηνεύεται ως «η έκφραση σύμφωνης γνώμης, η αποδοχή, συναίνεση». Ως συνώνυμα της λέξης αναφέρονται τα ακόλουθα: «συναίνεση, συγκατάνευση, συμφωνία». Στο λεξικό Τριανταφυλλίδη ο όρος συγκατάθεση  ερμηνεύεται ως «η σύμφωνη γνώμη για κτ. που πρόκειται να γίνει, η αποδοχή, η συναίνεση».

 

135. Ο όρος «συγκατάθεση» συνεπώς προϋποθέτει συμφωνία. Με βάση την κλασσική αυθεντία επί του ζητήματος ήτοι την Felthouse v Bindley [1862] EWHC CP J35 Court of Common Pleas, η σιωπή δεν μπορεί να αποτελέσει αποδοχή (silence does not amount to acceptance). Ο δε Μπαμπινιώτης, ανωτέρω, ορίζει τη συγκατάθεση ως την «έκφραση» σύμφωνης γνώμης.  Είναι επίσης σχετικό και το άρθρο 2(2)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 146: «(β) η πρόταση θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, δηλώσει τη συγκατάθεση του σε αυτή. Η πρόταση όταν γίνει αποδεκτή, καθίσταται υπόσχεση».

 

136. Σημειώνω ότι ένας όρος ερμηνεύεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε νομοθέτημα. Παραδείγματος χάριν, στον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/79 - Γενικό Κανονισμό για την Προστασία  Προσωπικών Δεδομένων η «συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων ορίζεται ως  «κάθε ένδειξη βουλήσεως, ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων εκδηλώνει ότι συμφωνεί, με δήλωση ή με σαφή θετική ενέργεια, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν». Στο προοίμιο του Κανονισμού αναφέρεται ότι για να είναι έγκυρη η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να υπάρχει ανισότητα μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπεύθυνου επεξεργασίας. Επίσης, στην παράγραφο 42 του προοιμίου αναφέρεται ότι «η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι δόθηκε ελεύθερα αν το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει αληθινή ή ελεύθερη επιλογή ή δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ή να αποσύρει τη συγκατάθεσή του χωρίς να ζημιωθεί.»

 

 

 

137. Στον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149 ερμηνεύεται ο όρος «συναίνεση» στο άρθρο 13 αυτού ως ακολούθως:

 

«Δύο οι περισσότεροι θεωρούνται ότι συναινούν, όταν συμφωνούν για το ίδιο πράγμα με την ίδια έννοια»

 

138. Στο άρθρο 14 του Κεφ. 149 ορίζεται ο όρος «ελεύθερη συναίνεση» ως ακολούθως:

 «Η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη, όταν δεν προκαλείται με-

(α) εξαναγκασμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 15~ ή, (β) ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο άρθρο 16~ ή, (γ) απάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 17~ ή, (δ) ψευδή παράσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 18~ ή, (ε) πλάνη, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 20, 21 και 22.

Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει του εν λόγω εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης, απάτης, ψευδούς παράστασης ή πλάνης.»

139. Από την άλλη, θα μπορούσε να λεχθεί ότι στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, ο νόμος θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και υπέρ του του Κατηγορούμενου. Αποτελεί επίσης βασική αρχή ότι οι ποινικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και όπου υπάρχει αμφιβολία να δίδεται η ερμηνεία εκείνη που είναι υπέρ του πολίτη (βλ. Δήμος Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 78, 80 - 81). Στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 443  λέχθηκαν τα εξής:

«Οι ποινικοί νόμοι, περιλαμβανομένων, εκείνων που αφορούν τη δικαιοδοσία και τη δικονομία, ερμηνεύονται αυστηρά. Αν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία αποφασίζεται υπέρ του κατηγορουμένου. Αυτό γίνεται έστω και αν οδηγεί στην απαλλαγή του κατηγορουμένου για τεχνικούς λόγους.»

 

140. Σε περίπτωση κατά την οποία μπορεί να υπάρξει σιωπηρή συγκατάθεση του εργοδοτούμενου στη μείωση του μισθού του, τίθεται το ζήτημα του πότε θεωρείται ότι ο εργοδοτούμενος του οποίου ο μισθός υπέστη αποκοπή συναίνεσε στην αποκοπή.

 

141. Όταν επέλθει μονομερής μεταβολή των όρων εργοδότησης, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του αντισυμβαλλόμενου, τότε προκύπτει παράβαση της σύμβασης εργοδότησης. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης αυτής, δηλαδή αν αποτελεί παράβαση ουσιώδους όρου ή όχι, το αθώο μέρος έχει τις ανάλογες θεραπείες. Αν πρόκειται περί παράβασης ουσιώδους όρου, όπως εν προκειμένω που υπήρξε αποκοπή μισθού, το αθώο μέρος έχει δικαίωμα αποκήρυξης της σύμβασης και απαίτησης για αποζημιώσεις. Το αθώο μέρος μπορεί να επιλέξει να μην τερματίσει τη σύμβαση, ήτοι να μην αποχωρήσει από την εργασία του (affirmation of the breach). Η συνέχιση εργοδότησης χωρίς αξίωση αποζημιώσεων για την παράβαση / χωρίς να εμμένει ο εργοδοτούμενος στην τήρηση των όρων της σύμβασης μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή συγκατάθεση (tacit consent) (ίδετε Πολυβίου, ανωτέρω, σελ. 257).

 

142. Όπως αναφέρει ο Πολυβίου στην σελ. 258:

 

«Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα της επιβεβαίωσης (affirmation) είναι ξεχωριστό και διακρίνεται από το ζήτημα της απεμπόλησης (waiver) του δικαιώματος για αποζημιώσεις για παράβαση της σύμβασης και της εξυπακουόμενης συγκατάθεσης στη μονομερή τροποποίηση της σύμβασης. Το γεγονός ότι το αθώο συμβαλλόμενο μέρος έχει αποφασίσει να μην αποκηρύξει τη σύμβαση, παρά την παράβαση της από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το αθώο μέρος παραιτήθηκε από το δικαίωμα να ζητήσει αποζημιώσεις ούτε ότι το αθώο μέρος παραιτήθηκε από το δικαίωμα να ζητήσει αποζημιώσεις ούτε ότι το αθώο μέρος αποδέχτηκε σιωπηρώς ή με τη συμπεριφορά του την παράβαση της σύμβασης ώστε να εξυπακούεται ότι η τροποποίηση της σύμβασης εργασίας έγινε αποδεχτή.

 

Τα πιο δύσκολα θέματα σε τέτοιες περιπτώσεις αφορούν την κατ’ ισχυρισμόν εξυπακουόμενη αποδοχή μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης εργασίας. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ο Douglas Brodie αναφέρει τα ακόλουθα:

 

“One of the key issues with respect to variation is the question whether, and under what circumstances, a unilateral variation may become binding. To put matters another way, can such a variation come to be viewed as consensual? After all, even though a unilateral variation may amount to a material breach, the employee may not wish to resign. By his conduct in continuing in employment, does he risk being deemed to accept the change? The answer to that question would appear to be yes.”

 

[...] Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που ο εργοδοτούμενος παραμένει στην εργασία του παρά τη μονομερή διαφοροποίηση των όρων της εργοδότησης του και του κατά πόσο συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του υπό διαμαρτυρία ή όχι.»

 

143. Ο κ. Πολυβίου αναφέρει επίσης ότι έχει σημασία και ποιος όρος τροποποιείται μονομερώς. Αναφορικά με το μισθό επειδή είναι κάτι το οποίο έχει άμεση ισχύ και δεν ανάγεται στο μέλλον (π.χ. συνταξιοδοτικά ωφελήματα) η συνέχιση της εργοδότησης χωρίς διαμαρτυρία για κάποια περίοδο (ο κ. Πολυβίου αναφέρει 3 μήνες) είναι πιθανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι νέοι όροι εργασίας έχουν γίνει αποδεκτοί.

 

144. Η έκφραση διαφωνίας από μέρους του υπαλλήλου με την μονομερή τροποποίηση των όρων εργασίας του αναιρεί την πιθανότητα να θεωρηθεί ότι υπήρξε σιωπηρή αποδοχή / συγκατάθεση στην μονομερή τροποποίηση των όρων εργασίας. Σχετική είναι η υπόθεση Rigby v. Ferodo Ltd (1987) IRLR 516 στην οποία η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αποφάσισε ότι ο εργοδοτούμενος δικαιούτο σε αποζημίωση σε σχέση με τη μονομερή μείωση του μισθού του από την εργοδότρια εταιρεία. Ο εργοδοτούμενος συνέχισε να εργάζεται αποδεχόμενος μειωμένο μισθό ωστόσο αυτό κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε αποδοχή η επιδοκιμασία από μόνο του και ιδιαίτερα ένεκα του γεγονότος ότι ο εργοδοτούμενος δια μέσου της συντεχνίας του είχε διαμαρτυρηθεί.

 

145. Ο κ. Πολυβίου με παραπομπή σε νομολογία του Αρείου Πάγου, Αγγλική καθώς και Κυπριακή αναφέρει ότι το ζήτημα του κατά πόσον ο εργοδοτούμενος έχει αποδεχθεί την τροποποιημένη σύμβαση εργασίας είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης.

 

146. Στην απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην υπόθεση Χρύσανθος Χατζηχρυσάνθου ν. Κυπριακές Αερογραμμές, Αρ. Αίτησης 763/2005, 15.10.2014 κρίθηκε ότι το χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους από τη μονομερή τροποποίηση της σύμβασης εργοδότησης δεν συνιστούσε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο να μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής είχε συγκατατεθεί στην μονομερή μεταβολή του μισθού του. Σημειώνεται ότι και σε εκείνη την περίπτωση ο εργοδοτούμενος συνέχισε να εργάζεται στις Κυπριακές Αερογραμμές μέχρι και το 2014 και είχε διεκδικήσει τα δικαιώματα του που για την περίοδο 1.1.2005 μέχρι 30.12.2005.

 

147. Σχετική είναι επίσης η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ ν. Αντωνίου, Πολ. Εφ. 101/2013, 16.07.2019 στην οποία κρίθηκε ότι η καθυστέρηση 9 μηνών από την ημερομηνία αποκοπής μισθού μέχρι και την παραίτηση της εφεσίβλητης δεν αποτελούσε επιδοκιμασία της μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης από τους εφεσείοντες κατά τρόπο που να αποστερούσε από την εφεσίβλητη το δικαίωμα της για τερματισμό της σύμβασης και αξίωσης αποζημιώσεων. Βεβαίως σε εκείνη την περίπτωση υπήρχε διαμαρτυρία από μέρους της εφεσίβλητης δια της συντεχνίας της.

 

148. Εν προκειμένω, υπήρξε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Παραπονούμενος διαμαρτυρήθηκε για τη μείωση του μισθού του και ότι δεν συγκατατέθηκε ρητά στη μείωση. Τον Μάιο του 2015 στο με βάση το Τεκμήριο 4 έγινε αναφορά σε επαναφορά μισθών στην κανονική τους κατάσταση κάτι το οποίο δείχνει πως ο Παραπονούμενος ουδέποτε θεώρησε πως ο «κανονικός» του μισθός ήταν ο μισθός μετά την αποκοπή.

 

149. Κατά συνέπεια, θεωρώ πως εν τέλει δεν τίθεται ζήτημα άρρητης ή εξυπακουόμενης συγκατάθεσης στην παρούσα υπόθεση. Συνεπακόλουθα, δεν θα πρέπει να αποφασίσει το Δικαστήριο εάν η συγκατάθεση πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να περιλαμβάνει και τη σιωπηρή συγκατάθεση, αν και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του Νόμου ως έχει αναφερθεί στις αποφάσεις Σκουφίδη και Ροδοσθένους, ανωτέρω, την αρχή ότι οι ποινικοί νόμοι ερμηνεύονται αυστηρά και την απλή γραμματική ερμηνεία του όρου που προϋποθέτει κάποιο είδος συμφωνίας ή έκφρασης συμφωνίας, θα αποφάσιζα ότι με τον όρο συγκατάθεση ο νομοθέτης εννοεί τη ρητή συγκατάθεση και δεν περιλαμβάνει τη σιωπηρή συγκατάθεση.

 

ΙΙ. Κατάχρηση της διαδικασίας

 

150. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούμενης εισηγείται στην αγόρευση του ότι η προώθηση της παρούσας υπόθεσης είναι καταχρηστική. Ζήτημα καταχρηστικότητας προκύπτει, με βάση  την εισήγηση της υπεράσπισης, τόσο από τη μαρτυρία του Παραπονούμενου όσο και από την παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος από την μείωση του μισθού του Παραπονούμενου μέχρι την ημερομηνία άσκησης της ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Εισηγείται επίσης ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Παραπονούμενος ουδέποτε παραπονέθηκε ενόσω ήταν στην υπηρεσία της Κατηγορούμενης και προχώρησε με την καταχώρηση της παρούσας δίωξης μόνο όταν και επειδή απολύθηκε.

 

151.   Εν πρώτοις αναφέρεται ότι το Δικαστήριο έχει το υπέρτατο καθήκον να προωθεί την απονομή της δικαιοσύνης και να εμποδίζει την αδικία. Είναι από αυτό το καθήκον που εκπηγάζει η σύμφυτη εξουσία για ανακοπή της δίωξης και αναστολή της διαδικασίας σε περιπτώσεις κατάχρησης.

 

152. Το Δικαστήριο έχει τη σύμφυτη εξουσία για την περιστολή καταχρηστικών διαδικασιών (abuse of process). Η συμφυής αυτή εξουσία χαρακτηρίστηκε ως ευρύτατη (Μ&Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ ν. Αθανασίου, Ποιν. Εφ. 104/2019,03.07.2020), ECLI:CY:AD:2020:B216. Η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές (Ευάγγελος Εμπεδοκλή κ.α. (Αρ.3), (2009) 1 Α.Α.Δ. 529 και Σπύρος Σπύρου ν. Βαρβάρας Ξενή, Ποιν. Έφ. 223/2014 ημερ. 11/11/2015). Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή ή απόρριψη ποινική υπόθεσης λόγω κατάχρησης της διαδικασίας υπάρχει σε όλα τα στάδια της υπόθεσης. Το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για αυτό το θέμα είτε κατόπιν αιτήσεως της υπεράσπισης είτε ex proprio motu. Ούτε και εμποδίζεται το Δικαστήριο στο να επανεξετάσει ζήτημα κατάχρησης οποτεδήποτε κρίνει ότι οι περιστάσεις το επιβάλλουν (Αρτοποιείο Άγιος Μάμας, ανωτέρω).

 

153.  Είναι όμως νομολογημένο ότι η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται με φειδώ και αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (Δημοκρατία ν. xxx Ηλιάδη, Ποινική Έφεση Αρ. 348/2018, ημερ. 31/5/2018).

 

Η καθυστέρηση ως μια μορφή κατάχρησης διαδικασίας

 

154. Η κατάχρηση διαδικασίας προσλαμβάνει διάφορες μορφές (ίδετε Εμπεδοκλή, ανωτέρω).  Η καθυστέρηση αφ’ εαυτής ή/και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, μπορεί να αποτελέσουν μορφή κατάχρησης διαδικασίας την οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να περιστείλει. Στο σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice 2005, σελ. 1640, επίσης αναφέρεται ότι η καθυστέρηση μπορεί να είναι μια μορφή κατάχρησης διαδικασίας:

 

«…even where the proceedings were commenced within time, a magistrates’ court has a discretion to refuse to try an information and acquit the accused without a trial if there has been delay amounting to an abuse of process of the court (see Brentford Justices, ex parte Wong [1981] QB445)».

 

155. Σημειώνεται ότι στις υποθέσεις που παρατίθενται στο εν λόγω σύγγραμμα η καθυστέρηση 20, 22 και 24 μηνών αντίστοιχα θεωρήθηκε ότι ήταν υπέρμετρη (very substantial), άδικη (unconscionable) και ότι δημιουργεί την πιθανότητα για δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου (possibility of prejudicelikely to cause prejudice). Με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου «[o] διάδικος που εγείρει ζήτημα κατάχρησης μιας δικαστικής διαδικασίας φέρει το βάρος να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή της διαδικασίας, αποδεικνύοντας όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση, αλλά και ότι επηρεάστηκε δυσμενώς, συνεπεία αυτής.» (Κ&Μ (Transport) Fuel Tankers Ltd κ.α. ν. Έφορος Φορολογίας, Ποινική Έφεση Αρ. 109 / 2021, 06.03.2023).

 

156. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας αναφέρθηκε ότι «[ό]ταν ζήτημα κατάχρησης εξετάζεται με αναφορά στη καθυστέρηση στη καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, το υπόβαθρο για την εξέταση του είναι η διάσταση χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος της κατηγορίας, όπως αποκαλύπτεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος και η ημερομηνία της καταχώρησης του κατηγορητηρίου. Υπεισέρχονται στη συνέχεια και άλλες παράμετροι, όπως, για παράδειγμα, ο χρόνος εξιχνίασης, κατά πόσο ο κατηγορούμενος απουσίαζε στο εξωτερικό ή στη περίπτωση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης τυχόν αντικειμενική αδυναμία του παραπονούμενου να προωθήσει τη δίωξη

 

157.  Ποιος έχει το βάρος απόδειξης ότι η διαδικασία είναι καταχρηστική; Αναφέρονται στο σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice 2015,  D3.75, σελ. 1326 τα ακόλουθα:

 

«The normal rule is that he who asserts the abuse of process must prove it; it follows that the defence bear the burden of establishing abuse on the balance of probabilities (Telford Justices, ex parte Badham [1991] 2 QB 78).»  

 

158. Όπως περαιτέρω αναφέρεται στο σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice 2015, σελ. 1327, D3.78 (η έμφαση είναι δική μου):

 

“In Derby Crown Court, ex parte Brooks (1985) 80 CrApp R164, Sir Roger Ormrod propounded a general test for abuse of process but also made specific reference to delay. To amount to abuse of process the delay must cause prejudice to the accused, and the delay must be unjustified. … In some cases, however, prejudice will be inferred from substantial delay, and the prosecution will then have to rebut that inference of prejudice. Such an inference ‘is more easily drawn when dealing with a single brief but confused event which must depend on the recollections of those involved’. Similarly in Telford Justices, ex parte Badhan [1991] 2 QB 78, the Divisional Court said that, where the period of the delay is long, it is legitimate for the court to infer prejudice without proof of specific prejudice.”

 

159. Πρέπει επίσης να γίνει αναφορά και στην  απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 02.10.2018 στο πλαίσιο της Ποινικής Αίτησης αρ. 14/2018, Μονομερής Αίτηση της L.C.A. Domiki  στην οποία απορρίφθηκε το αίτημα της αιτήτριας εταιρείας για έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώρηση κατηγορητηρίου ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου για την εκδίκαση των κατηγοριών που περιλαμβάνονταν σε αυτό. Οι κατηγορίες αφορούσαν επιταγές που εκδόθηκαν το 2013 και το 2014 και η καταχώρηση του κατηγορητηρίου επιχειρήθηκε να γίνει το 2018, δηλαδή 5 και 4 χρόνια μετά, αντίστοιχα. Το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου φανερώνει ότι η δυνατότητα εναλλακτικής θεραπείας είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

160. Το Επαρχιακό Δικαστήριο σε βεβαίωση του για την άρνηση της καταχώρησης του κατηγορητηρίου ανέφερε ότι το κατηγορητήριο εισάχθηκε προς καταχώρηση πολύ καθυστερημένα και ως εκ τούτου η δίωξη ήταν ενοχλητική σημειώνοντας ότι τα ισχυριζόμενα αδικήματα είναι αδικήματα που εκδικάζονται κατά συνοπτικό τρόπο γεγονός που συνεπάγεται ότι ένας κατηγορούμενος θα πρέπει να κατηγορηθεί και να εκδικαστεί όσο το δυνατό συντομότερα. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στην απόφαση του (η έμφαση είναι δική μου):

 

«Ένα κατηγορητήριο δεν πρέπει να είναι μόνο διατυπωμένο ορθά και νομότυπα ώστε να αποφεύγεται σύγχυση ή κατάχρηση ή πίεση σε ένα κατηγορούμενο πρόσωπο, αλλά πρέπει και να συνάδει με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης ευρύτερα. Μεταξύ των παραγόντων που το Δικαστήριο μπορεί να λάβει  υπόψη είναι και η πάροδος του χρόνου, η φύση των αδικημάτων, η δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως η ενόχληση που μπορεί να προκύψει στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης λόγω μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας.

 

Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άρνηση καταχώρησης του κατηγορητηρίου για τους λόγους που έχει καταγράψει στη σχετική απόφαση του και τη βεβαίωση που δόθηκε, παρόλο που τα αδικήματα δεν έχουν παραγραφεί ούτε αστικώς, ούτε ποινικώς. Οι λόγοι που δόθηκαν στοιχειοθετούν ευλόγως την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. 

 

[…]  Στην περίπτωση της έκδοσης επιταγών αφετηρία της κατά το Νόμο ποινικής ευθύνης έχει η διαπίστωση ότι δεν  υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια ή ο λογαριασμός ήταν κλειστός και όχι πότε αποφασίζει ο παραπονούμενος να προχωρήσει σε ιδιωτική   ποινική δίωξη.  Η μη παραγραφή δεν εξισούται με ελευθερία άσκησης δίωξης οπότε το κρίνει πρόσφορο ο παραπονούμενος.  Η ποινική φύση της δίωξης τη διαφοροποιεί από την αστική ευθύνη και δεν είναι ζήτημα που άπτεται μόνο της επιβολής ποινής εάν και εφόσον κριθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι.

 

Η ουσία παραμένει ότι η καθυστερημένη δίωξη σε αυτά τα δεδομένα είναι τέτοια που σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της ποινικής διαδικασίας δικαιολογεί ένα Δικαστήριο να αναχαιτίσει την περαιτέρω πορεία όσον αφορά τουλάχιστον την ποινική πτυχή της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.  Οι διαβουλεύσεις προς επίλυση της διαφοράς είναι ως ένα σημείο θεμιτές.  Ο παράγων του χρόνου όμως έχει τη δική του αυτοτέλεια.

 

Για τους ίδιους λόγους και το παρόν Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν μπορεί να καταχωρηθεί το κατηγορητήριο το οποίο, όπως έχει προαναφερθεί, περιλαμβάνει 57 κατηγορίες με αδικήματα που έχουν διαπραχθεί προ πενταετίας και με γεγονότα τα οποία κάλλιστα μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο επίλυσης της αντιπαράθεσης των διαδίκων σε άλλες ευχερέστερες διαδικασίες.»

 

161. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5/2020, 30.07.2021 αφού έγινε η διάκριση μεταξύ του ζητήματος της κατάχρησης της διαδικασίας και της παραβίασης του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη (αρχίζει από την ημερομηνία διατύπωσης της κατηγορίας μέχρι και την τελική εκδίκαση της) και διαπιστώθηκε ότι σε εκείνη την περίπτωση το ζήτημα το οποίο τίθετο αφορούσε κατάχρηση τέθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

166.1    Η απόρριψη της υπόθεσης λόγω κατάχρησης είναι κατ’ εξαίρεση δικαιοδοσία η άσκηση της οποίας πρέπει να γίνεται με περίσκεψη και φειδώ.

166.2    Η προσέγγιση αυτή συνεπικουρείται από την αγγλική νομολογία στην οποία παρατηρείται ότι η μεγάλη καθυστέρηση μετά τα επίδικα γεγονότα μέχρι την ποινική δίωξη  με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να μην μπορεί να τύχει δίκαιης δίκης, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (R v F (TB) [2011] 2 CrApp.R. 13the bringing of a prosecution so long after the events in issue that a fair trial has become impossible).

166.3    Ενόσω υπάρχει πιθανότητα για δίκαιη δίκη, είναι προς το δημόσιο συμφέρον να διεξαχθεί η δίκη.

166.4    Η διακοπή της, με συνακόλουθη απαλλαγή του κατηγορούμενου, ακόμα και στην περίπτωση που η καθυστέρηση δεν είναι δικαιολογημένη, πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.  Η πάροδος μεγάλου χρόνου δεν προδικάζει και το μη δίκαιο της δίκης.  Η κάθε υπόθεση, βέβαια, εξαρτάται από τα δικά της ιδιαίτερα γεγονότα

166.5    Η όποια δικαιολογία για την καθυστέρηση, έχει σημασία στο βαθμό και μόνο που μπορεί να ρίξει φως στο ζήτημα του δυσμενούς επηρεασμού, (βλ. CPS vF [2011] EWCA Crim 1844).  

166.6    Η καθυστέρηση δεν επαρκεί από μόνη της για να οδηγήσει σε διακοπή της δικαστικής διαδικασίας.  Είναι δε σχετική με το ερώτημα κατά πόσο είναι δίκαιο να δικαστεί ο κατηγορούμενος μετά την παρέλευση αρκετού χρόνου από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων.

166.7    Το ερώτημα κατά πόσο ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει δίκαιης δίκης, μετά την απώλεια ή καταστροφή σχετικού μαρτυρικού υλικού, λόγω του διαρρεύσαντα χρόνου, όπως και στην περίπτωση της μη δυνατότητας κλήσης μαρτύρων, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και επικεντρώνεται στη φύση και την έκταση του δυσμενούς επηρεασμού που προκαλείται σε αυτόν.

166.8    Εν προκειμένω, το βάρος, ήταν στους ώμους του εφεσείοντα να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι λόγω της απουσίας του συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού και μη δυνατότητας κλήσης συγκεκριμένων μαρτύρων, υπέστη δυσμενή επηρεασμό σε βαθμό που η δίκη δεν ήταν δίκαιη. 

 

Δίκη εντός εύλογου χρόνου

 

162. Αναμφίβολα, η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου εντός εύλογου χρόνου, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος, στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και κεφαλαιώδη υποχρέωση της πολιτείας (ίδετε Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 100, Πουμπουρής ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 1).

 

163. Τα ζητήματα της κατάχρησης διαδικασίας λόγω καθυστέρησης στην έγερση της διαδικασίας και το ζήτημα της δίκαιης δίκης εντός ευλόγου χρόνου, καίτοι αλληλένδετα και συνυφασμένα σε κάποιες περιπτώσεις, διακρίνονται (ίδετε Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5/2020, 30.07.2021).

 

164. Η διασφάλιση του εύλογου χρόνου διάγνωσης της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου, αρχίζει από την ημερομηνία διατύπωσης της κατηγορίας, μέχρι την τελική εκδίκασή της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας έφεσης. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 228/18, ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102, ECLI:CY:AD:2020:B102 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

« Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επί του οποίου ο εφεσείων βασίζει το παράπονο του ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση.  Παραπέμπουμε συναφώς στη Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, όπου τονίστηκε ότι στις ποινικές  υποθέσεις η διασφάλιση του εύλογου χρόνου διάγνωσης της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου αρχίζει από την ημερομηνία διατύπωσης της κατηγορίας μέχρι την τελική εκδίκασή της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας έφεσης.  Στην παρούσα περίπτωση ναι μεν τα αδικήματα που καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα διαπράχθηκαν με ορίζοντα το 2000,  αλλά οι εναντίον του κατηγορίες διατυπώθηκαν το 2016 και η ποινική του ευθύνη διαγνώστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στις 18.4.2018, δηλαδή μέσα σε δύο περίπου χρόνια.  Κατά συνέπεια δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη εφόσον η ποινική του ευθύνη διαγνώστηκε μέσα σε εύλογο χρόνο εν τη εννοία του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.»

 

165. Στην υπόθεση  Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376, τονίστηκε ότι η αργοπορία στην εκδίκαση, από μόνη της δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην απαλλαγή ενός κατηγορουμένου. Η διαπίστωση της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου δεν εξετάζεται αόριστα ή αφηρημένα (in abstracto),  αλλά συγκεκριμένα συνυπολογίζονται όλες οι σχετικές παράμετροι που τείνουν να οδηγήσουν σε αναζήτηση του ενδεδειγμένου συμπεράσματος αν η δίκη ήταν μη δίκαιη, μεταξύ των οποίων είναι και το κατά πόσο τεκμηριώθηκε από τον κατηγορούμενο ότι η θέση του πραγματικά επηρεάστηκε δυσμενώς ως απόρροια της παρατηρηθείσας καθυστέρησης.

 

166. Παρά το γεγονός ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούμενης αναφέρει ότι επηρεάζονται δυσμενώς τα Συνταγματικά και Ανθρώπινα Δικαιώματα της Κατηγορούμενης λόγω της καθυστέρησης δεν επεξηγεί το πως επηρεάζονται και δεν εξειδικεύει τον κατ’ ισχυρισμό δυσμενή επηρεασμό. Η εισήγηση του κυρίως βασίζεται στην κατάχρηση διαδικασίας λόγω της καθυστέρησης στην έγερση της ποινικής δίωξης και όχι στη δίκη εντός εύλογου χρόνου.

 

167. Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει κανένας ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα της Κατηγορούμενης σε δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου. Στην Bell v. DPP of Jamaica [1985] AC 937 το Privy Council έθεσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διακρίβωση του κατά πόσον η καθυστέρηση θα αποστερήσει από τον Κατηγορούμενο τη δίκαιη δίκη. Οι παράγοντες περιλαμβάνουν τους λόγους για την καθυστέρηση και το δυσμενή επηρεασμό του κατηγορούμενου.

 

168. Εν προκειμένω, δεν προβλήθηκε ότι υπάρχει δυσμενείς επηρεασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης του Κατηγορούμενου.

 

 

 

ΙΙΙ. Βάρος Απόδειξης

 

169. Προτού να προχωρήσω με την υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης στις εφαρμοστέες νομικές αρχές, υπενθυμίζω ότι το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Woolmington v. DPP (1935) All ER Rep.1).

 

170. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής.

 

171. Δεν επιτρέπονται εικασίες προς συμπλήρωση κενών στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι (Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363). Οποιοδήποτε κενό σε σχέση με την ύπαρξη πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.

 

172. Στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος v. Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97 επισημαίνεται ότι, εάν στο τέλος της υπόθεσης παραμείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.

 

173. Δεδομένου του ότι η αποκοπή μισθού αποτελεί ποινικό αδίκημα εκτός και αν εφαρμόζεται μια από τις εξαιρέσεις στα στοιχεία (α) – (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 10 του Νόμου, το βάρος απόδειξης ότι εν προκειμένω ισχύει μια εκ των εξαιρέσεων το φέρει η Κατηγορούμενη, η οποία προβάλλει το ότι έλαβε τη συγκατάθεση του εργοδοτούμενού της για την αποκοπή ποσού από το μισθό του. Στην περίπτωση κατά την οποία το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του Κατηγορούμενου στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης, όπως εν προκειμένω, ο βασικός κανόνας είναι ότι το επίπεδο απόδειξης το οποίο εφαρμόζεται είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

 

 

 

 

Δ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΙΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

174. Προχωρώ τώρα με την  εξέταση του κατά πόσον στοιχειοθετήθηκαν στο απαιτούμενο επίπεδο οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι έχοντας κατά νου τη νομική πτυχή ως παρατίθεται στην προηγούμενη ενότητα, το βάρος απόδειξης, τη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και οδήγησε στην εξαγωγή των σχετικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε.

 

175. Σε αυτό το σημείο  θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υπέβαλαν στο Δικαστήριο πλήρως εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις στις οποίες  αναπτύσσεται σε έκταση η επιχειρηματολογία τους και γίνεται παραπομπή σε σχετικές νομικές αυθεντίες. Το Δικαστήριο ευχαριστεί τους συνήγορους για την πολύτιμη τους βοήθεια. Το περιεχόμενο των αγορεύσεων έχει ληφθεί υπόψη και ειδική αναφορά σε επιχειρήματα που προβάλλονται  γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο. Επισημαίνω, ωστόσο, ότι τα επιχειρήματα αμφότερων των πλευρών υπήρξαν, σε όλη τους την εμβέλεια, αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησης τους.

 

176. Εν προκειμένω, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι ο Παραπονούμενος ήταν εργοδοτούμενος της Κατηγορούμενης. Ούτε και το ότι ελάμβανε μισθό κατά την έννοια του άρθρου 2 του Νόμου και ότι είχε υποστεί μείωση στο μισθό του έχει τύχει αμφισβήτησης. Επιπρόσθετα, ούτε και το ύψος των αποκοπών έχει αμφισβητηθεί. Αυτό το οποίο αμφισβητήθηκε είναι το κατά πόσον οι αποκοπές στο μηνιαίο μισθό του έγιναν με τη συγκατάθεση του Παραπονούμενου ή χωρίς αυτήν.

 

177. Έχοντας κατά νου ότι το βάρος απόδειξης το φέρει ο εργοδότης για το ότι ο Παραπονούμενος συγκατατέθηκε στη μείωση του μισθού του, δεδομένου του ότι το Δικαστήριο έχει αποδεχθεί την εκδοχή του Παραπονούμενου για τους λόγους οι οποίοι επεξηγούνται σε προηγούμενη ενότητα της απόφασης και έχει απορρίψει την εκδοχή του ΜΥ1 και με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κρίνω ότι δεν αποδείχθηκε στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι ο Παραπονούμενος συγκατατέθηκε ότι δηλαδή παρείχε τη ρητή του συγκατάθεση στην τροποποίηση των όρων εργασίας του και στη μεταβολή του μισθού του.

 

178. Περαιτέρω, δεδομένου του ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο Παραπονούμενος διαμαρτυρήθηκε για τη μείωση του μισθού του, προφορικά στον ΜΥ1 σε δύο περιπτώσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκατατέθηκε σιωπηρά ή ότι συμφώνησε δια της συμπεριφοράς του στη μείωση του μισθού του. Ο Παραπονούμενος απέστειλε και το Τεκμήριο 4 στον ΜΥ1 το οποίο αν και δεν αποτελεί διαμαρτυρία stricto sensu από αυτό προκύπτει ότι τουλάχιστον ο Παραπονούμενος θεωρούσε ότι ο μισθός του ήταν αυτός που αναφερόταν στο Τεκμήριο 1, δηλαδή αυτός πριν από τη μείωση και μιλούσε για επαναφορά του μισθού στον κανονικό. Αυτό σίγουρα δεν συνάδει με την εκδοχή ότι ο Παραπονούμενος είχε συγκατατεθεί στη μείωση του μισθού του είτε ρητά, είτε άρρητα. Δεν συνάδει επίσης με τη θέση της Κατηγορούμενης ότι ο Παραπονούμενος δεν είχε κανένα παράπονο εφόσον στο Τεκμήριο 4 μιλά για αδικία.

 

179. Εν ολίγοις, ακόμα και στην περίπτωση που ο όρος συγκατάθεση τύχει ερμηνείας κατά τρόπο που να περιλαμβάνει και τη σιωπηρή συγκατάθεση, θεωρώ πως επειδή ο ΜΚ1 διαμαρτυρήθηκε για τη μείωση του μισθού του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκατατέθηκε είτε τον Μάρτιο του 2013 είτε σε μεταγενέστερο στάδιο. Το γεγονός ότι παρέμεινε στην εργασία του μέχρι και το 2021 όταν τον απέλυσαν από μόνο του δεν αποδεικνύει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι ο Παραπονούμενος είχε συγκατατεθεί στη μείωση του μισθού του ή ότι είχε καθ’ οιονδήποτε χρόνο συμφωνήσει σε μειωμένο μισθό (δείτε επίσης Πολυβίου,  σελ. 258 σε σχέση με τη διάκριση μεταξύ της επιβεβαίωσης (affirmation) της απεμπόλησης (waiver) του δικαιώματος για αποζημιώσεις για παράβαση της σύμβασης και της εξυπακουόμενης συγκατάθεσης).

 

180.  Ούτε και από το ότι κάποια μέλη του διοικητικού προσωπικού της Κατηγορούμενης συγκατατέθηκαν στη μείωση του μισθού τους, έστω αναγνωρίζοντας πως επρόκειτο για μια οδυνηρή λύση, πράγμα το οποίο αποδείχθηκε από την Κατηγορούμενη,  δεν σημαίνει ότι και ο Παραπονούμενος συγκατατέθηκε.

 

181.  Το ότι η σύμβαση εργοδότησης του Παραπονούμενου εξέπνευσε τον Μάιο του 2013 και συνέχισε να εργάζεται με τον μειωμένο μισθό δεν θεωρώ ότι δείχνει πως ο Παραπονούμενος συγκατατέθηκε στη μείωση, ούτε και δόθηκε μαρτυρία ότι συμφώνησε ρητά σε νέο χαμηλότερο μισθό. Αντιθέτως το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Παραπονούμενο ότι αυτός ουδέποτε συμφώνησε με τη μείωση του μισθού του. Με βάση το Τεκμήριο 4 προκύπτει ότι ο «κανονικός» μισθός του Παραπονούμενου ήταν αυτός που είχε συμφωνηθεί στη σύμβαση εργοδότησης Τεκμήριο 1. Ο δε ΜΥ1 στη γραπτή του δήλωση έκανε αναφορά σε επαναφορά μισθών και αυξήσεις μετά την επαναφορά των μισθών (παρ. 19 και 20 στο Έγγραφο Β) πράγμα το οποίο δείχνει πως η αντίληψη μεταξύ των μερών ήταν ότι ο κανονικός μισθός του Παραπονούμενου κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν αυτός πριν από τη μείωση.

 

182.  Κατά συνέπεια, η Κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες με μονούς αριθμούς από την 1 μέχρι και την 63 και την κατηγορία 67. Αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία αρ. 65 καθότι κατέστη παραδεκτό ότι ο μισθός του Παραπονούμενου δεν είχε υποστεί οποιαδήποτε αποκοπή τον Σεπτέμβριο του 2015. Η Κατηγορούμενη απέτυχε να αποδείξει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι οι αποκοπές από τον μισθό του Παραπονούμενου έγιναν κατόπιν της συγκατάθεσης του.

 

183.  Σε σχέση με την κατηγορία 67 που αφορά αποκοπή μέρους του 13ου μισθού για το έτος 2015, δεδομένης της απόρριψης της κατηγορία αρ. 65 επηρεάζεται και το ποσό της αποκοπής του 13ου μισθού. Υπό το φως των νομολογηθέντων στην Αντωνιάδης v. Αστυνομίας, Πoινική ΄Εφεση αρ. 253/2014, 15.10.2015 και (ΧENAKIS MELI) ΞΕΝΑΚΗ ΜΕΛΗ ν. VASSOS LEPTOS LTD, Ποιν. Έφ. αρ. 182/2014, 23.10.2015 η Κατηγορούμενη μπορεί να καταδικασθεί για έλασσον σε σχέση με αυτό που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ποσό, χωρίς είναι αναγκαία η τροποποίηση του κατηγορητηρίου και χωρίς να επανακατηγορηθεί και απαντήσει εκ νέου. Το ακριβές ποσό του μισθού το οποίο αποκόπηκε και οφείλεται δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι τα δικαιώματα της Κατηγορούμενης δεν επηρεάζονται δυσμενώς  δεδομένου ότι καταδικάζεται για μη καταβολή μισθού μικρότερου ποσού.

 

Κατάχρηση Διαδικασίας

 

184.  Ο συνήγορος της Κατηγορούμενης εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να τερματίσει την υπόθεση καθότι αυτή είναι καταχρηστική λόγω παρόδου μακρού χρόνου από την ισχυριζόμενη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται η Κατηγορούμενη. Αναφέρει ότι η παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε το 2021 ενώ τα αδικήματα τα οποία περιλαμβάνονται κατηγορητήριο διαπράχθηκαν, κατ’ ισχυρισμό, κατ’ ελάχιστον 6 έτη και 2 μήνες πριν από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι και 8 έτη και 7 μήνες πριν από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.

 

185.  Επιπρόσθετα, ο συνήγορος της Κατηγορούμενης ανέφερε ότι ο Παραπονούμενος ήγειρε αυτή τη διαδικασία κακόπιστα και με κίνητρο την εκδίκηση. Στηρίζει την εισήγηση του αυτή στη μαρτυρία του Παραπονούμενου και συγκεκριμένα στο ότι ο τελευταίος είχε απαντήσει σε υποβολή ότι «έκανε το λάθος [η Κατηγορούμενη] να με απολύσει δύο μήνες πριν τη σύνταξη». Επίσης, αναφέρεται πως ο Παραπονούμενος προωθεί δύο διαδικασίες, ήτοι την παρούσα καθώς και αίτηση στο εργατικό Δικαστήριο.

 

186.  Όσον αφορά το ζήτημα της κατάχρησης διαδικασίας, πράγματι οι κατηγορίες σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αυτών φαίνεται να αφορούν την περίοδο Μαρτίου 2013 μέχρι το Δεκέμβριο του 2015. Το δε κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 11.08.2021. Υπήρξε πράγματι καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση της παρούσας υπόθεσης έχει προβληματίσει ιδιαίτερα το Δικαστήριο.

 

187.  Παρά ταύτα, δεν είναι μόνο η διάσταση χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος της κατηγορίας, όπως αποκαλύπτεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος και η ημερομηνία της καταχώρησης του κατηγορητηρίου που πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο.

 

188.  Με βάση την επί του θέματος νομολογία, υπεισέρχονται στη συνέχεια και άλλες παράμετροι, όπως, για παράδειγμα, ο χρόνος εξιχνίασης, κατά πόσο ο κατηγορούμενος απουσίαζε στο εξωτερικό ή στη περίπτωση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης τυχόν αντικειμενική αδυναμία του Παραπονούμενου να προωθήσει τη δίωξη.  Με βάση το δικαστικό λόγο της LCA Domiki, μεταξύ των παραγόντων τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να λάβει  υπόψη είναι και η πάροδος του χρόνου, η φύση των αδικημάτων, η δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως η ενόχληση που μπορεί να προκύψει στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης λόγω μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας.

 

189.  Ο σκοπός του Νόμου, ως προαναφέρθηκε είναι η προστασία του εργοδοτούμενου ο οποίος βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι του εργοδότη του λόγω της ανισότητας διαπραγματευτικής ισχύος μεταξύ των δύο μερών. Η ανισότητα είναι δομική και αδιαμφισβήτητη. Ο σκοπός του νόμου με βάση την ισχύουσα νομολογία επί του θέματος είναι η αντιμετώπιση, με το δραστικό τρόπο που προσφέρει η ποινική δικαιοδοσία, ενός κοινωνικού προβλήματος, που μπορεί να δημιουργηθεί, συνεπεία συμπεριφοράς εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο του, όπως η προαναφερθείσα, (βλ. Σκουφίδη, ανωτέρω).

 

190.  Εν προκειμένω, ο Παραπονούμενος όταν υποβλήθηκε σε αυτόν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Κατηγορούμενης ότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση αυτός απάντησε ότι τη συγκεκριμένη περίοδο τα δύο του παιδιά ήταν φοιτητές στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρειαζόταν τη δουλειά του.  Στην ουσία απάντησε πως δεν είχε άλλη επιλογή και δεν μπορούσε να σταματήσει να εργάζεται. Ανέφερε επίσης ότι είχε στείλει βιογραφικά σε πολλές εταιρείες αλλά λόγω ηλικίας δεν μπορούσε να εργοδοτηθεί αλλού. Η θέση του αυτή δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς Κατηγορούμενης κατά την αντεξέταση. Επιχειρήθηκε να προβληθεί από τον ΜΥ1 ότι ο Παραπονούμενος είπε ψέματα καθότι τα παιδιά του ήταν μεγάλα εκείνη την περίοδο και δεν μπορεί να ήταν στην Αγγλία καθώς και ότι εργοδοτήθηκε το 2022 σε άλλη εταιρεία. Παρά ταύτα ως προανέφερα, δεν μπορώ να λάβω υπόψιν αυτούς τους ισχυρισμούς καθότι δεν είχαν τεθεί στον Παραπονούμενο κατά την αντεξέταση για να τους σχολιάσει.  

 

191.  Ο Παραπονούμενος ήταν στην υπηρεσία της Κατηγορούμενης μέχρι τον Ιούλιο του 2021, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς Κατηγορούμενης. Η δίωξη ασκήθηκε στις 11.08.2021 δηλαδή ένα μήνα μετά τον τερματισμό της εργοδότησης του. Θεωρώ πως η εξήγηση η οποία δόθηκε από τον Παραπονούμενο για την καθυστέρηση είναι ικανοποιητική. Περαιτέρω, υπήρξε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Παραπονούμενος διαμαρτυρήθηκε σε σχέση με τις αποκοπές του μισθού του και ουδέποτε συγκατατέθηκε σε αυτήν.  

 

192.  Με βάση την απόφαση  ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ, Ποινική Έφεση Αρ. 48/2022, 8/5/2023 προκύπτει πως για να τερματιστεί η υπόθεση λόγω κατάχρησης, η καθυστέρηση πρέπει να είναι αδικαιολόγητη. Εν προκειμένω, έχει ανατραπεί η εκ πρώτης όψεως εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης.

 

193.  Με βάση τη σχετική επί του εν προκειμένω θέματος νομολογία, ενόσω υπάρχει πιθανότητα για δίκαιη δίκη, είναι προς το δημόσιο συμφέρον να διεξαχθεί η δίκη. Η διακοπή της δίκης με συνακόλουθη απαλλαγή του κατηγορούμενου, ακόμα και στην περίπτωση που η καθυστέρηση δεν είναι δικαιολογημένη, πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας με βάση τη νομολογία η οποία παρατέθηκε στην προηγούμενη ενότητα.  Καθίσταται σαφές ότι η πάροδος μεγάλου χρόνου δεν προδικάζει και το μη δίκαιο της δίκης. Εν προκειμένω, δεν τέθηκε κανένας ισχυρισμός από πλευράς υπεράσπισης ότι δεν αντιμετώπισε η Κατηγορούμενη δίκαιη δίκη ή ότι τα δικαιώματα της επηρεάστηκαν δυσμενώς με οποιοδήποτε τρόπο λόγω της καθυστέρησης.

 

194.  Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα, όπως οι πλείστες αυθεντίες επί του ζητήματος της κατάχρησης, αλλά αφορά τη μη καταβολή μέρους του μισθού χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδοτούμενου και το ζήτημα της κατάχρησης θα πρέπει να τύχει ανάλυσης σε αυτό το πλαίσιο. Θεωρώ πως εν προκειμένω δεν μπορεί να αγνοηθεί η σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου. Μάλιστα η νομολογία επί του θέματος επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη η φύση των αδικημάτων. Ένας εργοδοτούμενος ο οποίος έχει ανάγκη την εργασία του και το μισθό τον οποίο λαμβάνει ειδικά σε περίοδο κατά την οποία ο τόπος διάγει οικονομική κρίση δύσκολα θα εγείρει ποινική δίωξη εναντίον του εργοδότη του αν και μπορεί να εξακολουθεί να έχει απαίτηση για τυχόν αποκοπές στους μισθούς του.

 

195.  Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η υπόθεση η οποία εκκρεμεί στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν φαίνεται να αφορά την μείωση του μισθού αλλά την κατ’ ισχυρισμόν παράνομη απόλυση του Παραπονούμενου. Ούτε και έχει αποδειχθεί ότι η παρούσα δίωξη γίνεται με σκοπό την εκδίκηση. Ως προαναφέρθηκε, ο Παραπονούμενος είχε διαμαρτυρηθεί για τη μείωση του μισθού του. Το ότι παρέμεινε στην εργασία του μέχρι το 2021 δεν αναιρεί το ότι είχε παράπονο για μείωση του μισθού του χωρίς τη συγκατάθεση. Το ότι ανέφερε πως η Κατηγορούμενη έκανε το λάθος να τον απολύσει δύο μήνες πριν τη σύνταξη του δεν μπορεί αποτελέσει λόγο για να θεωρηθεί η δίωξη ως καταχρηστική ή ότι τα κίνητρα του Παραπονούμενου είναι εκδικητικά. Το ότι διεκδικεί τα δεδουλευμένα του ως ανέφερε δεν καθιστά τη δίωξη καταχρηστική καθότι, μεταξύ άλλων, ο ίδιος ο Νόμος προνοεί για διάταγμα για πληρωμή των οφειλόμενων μισθών.

 

196.  Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι δεν διαφάνηκε σε οποιοδήποτε σημείο οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός του δικαιώματος υπεράσπισης της Κατηγορούμενης από την καθυστέρηση στην καταχώριση της υπόθεσης, παραδείγματος χάριν, δυσκολία στην εξεύρεση μαρτυρίας, απώλεια εγγράφων και αρχείων. Ούτε και υποβλήθηκε στον Παραπονούμενο τέτοια θέση.  

 

197.  Έχοντας κατά νου τα όσα έχω προαναφέρει θεωρώ ότι η Κατηγορούμενη δεν απέσεισε το βάρος να αποδείξει την κατάχρηση και συνεπακόλουθα η υπόθεση δεν θα πρέπει να τερματιστεί λόγω κατάχρησης της διαδικασίας ενόψει της καθυστέρησης στην έγερση της ποινικής δίωξης εναντίον της Κατηγορούμενης.

 

ΣΤ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

198. Κατ’ ακολουθία των όσων προαναφέρθηκαν, η Κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη στις ακόλουθες κατηγορίες:

1, 3, 5, 7, 9, 11, 13, 15, 17, 19, 21, 23, 25, 27, 29, 31, 33, 35, 37, 39, 41, 43, 45, 47, 49, 51, 53, 55, 57, 59, 61, 63 και 67.

 

199. Περαιτέρω, η Κατηγορούμενη  αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία 65.

 

200. Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σημειώνεται ότι σε ποινικές υποθέσεις η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, που, κατά κανόνα, ακολουθεί το αποτέλεσμα (Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην επιδικαστούν έξοδα υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Επιδικάζονται έξοδα ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο υπέρ του Παραπονούμενου και εναντίον της Κατηγορούμενης

 

 

 

Υπ. ____________________

Χ. Σατσιάς Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο