ECLI:CY:EDLEM:2015:B71

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Ε. Δημητρίου - Παναγή, Ε.Δ.                                

Αρ. Υπόθεσης: 6164/13

Μεταξύ:

 

Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων

                                                                                                                       

Εναντίον

                                              

1.     KIK TRADING LTD

                                                    “Mini Mall Stores”   

                                                    H.E. 31289             

2.     ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Α.Δ.Τ. 519867, Διευθυντής

 

Ημερομηνία:                          05.06.2015

 

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κος. Γ. Προδρόμου    

Για Κατηγορούμενους 1 και 2: κος. Μ. Κονής  

Κατηγορούμενος 2: παρών

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε στις 13/03/2013. Οι κατηγορούμενοι  αντιμετωπίζουν 4 κατηγορίες οι οποίες αφορούν οι 1η, 2η και 3η, σε διαφορετικές ημερομηνίες την πώληση μη επιτρεπόμενων προϊόντων κατά παράβαση της παραγράφου 6, του περί καθορισμού των Προϊόντων ή/και Υπηρεσιών που διατίθενται από τα Ειδικά Καταστήματα, διατάγματος του 2006 και 2007 (ΚΔΠ 440/2006 και ΚΔΠ 278/2007) που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 26 του Περί Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των όρων Απασχόλησης των υπαλλήλων τους Νόμων του 2006 και 2007, Ν.155(1)/2006, Ν. 68(1)/2007, των άρθρων 2 και 30 των ίδιων νόμων και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.   Η 4η κατηγορία αφορά την παράλληλη λειτουργία σαν γενικό και ειδικό κατάστημα κατά παράβαση των άρθρων 2, 19 και 30 των Περί Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των όρων Απασχόλησης των υπαλλήλων τους Νόμων του 2006 και 2007, Ν.155(1)/2006, Ν. 68(1)/2007 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος στην 1η, 2η και 3η κατηγορία, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι στις 29/08/2012, στις 28/11/2012 και στις 17/01/2013 αντίστοιχα στο κατάστημα “Mini Mall Stores” στην οδό Μισιαούλη & Καβάζογλου 74Δ, στην Λεμεσό διέθεταν προς πώληση μη επιτρεπόμενα προϊόντα.  Σύμφωνα με την 4η κατηγορία οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία λειτουργούσαν παράλληλα σαν γενικό και ειδικό κατάστημα.

 

Μετά την επίδοση του κατηγορητηρίου στους κατηγορούμενους, αυτοί καταχώρησαν μή παραδοχή και η υπόθεση ορίστηκε σε διάφορες ημερομηνίες για ακρόαση. Κατά την 27/02/2015 ξεκίνησε η ακρόαση της παρούσας υπόθεσης με την παρουσίαση των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.  Πριν την παρουσίαση της πρώτης μάρτυρος κατηγορίας αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων κατέθεσαν τα κάτωθι παραδεκτά γεγονότα τα οποία έγκρίθηκαν ως τέτοια απο το Δικαστήριο:

 

  1. Η κατηγορούμενη 1 εταιρεία, ήταν και είναι νομότυπα εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών.
  2. Ο κατηγορούμενος 2 ήταν και είναι ο διευθυντής αυτής, ήτοι της 1ης κατηγορούμενης.
  3. Το υποστατικό που αναφέρεται σε όλες τις κατηγορίες άνηκε κατά τον επίδικο χρόνο και ανήκει στην κατηγορούμενη 1.
  4. Το επίδικο κατάστημα ήταν όπως αναφέρεται στις κατηγορίες, ειδικό κατάστημα, ήτοι περίπτερο.

 

Εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής ακούστηκε μαρτυρία από δύο μάρτυρες. Την κα.  Έλενα Νικολάου (ΜΚ1), επιθεωρήτρια του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων στην επαρχία Λεμεσού, ενώ παράλληλα κατατέθηκαν 5 τεκμήρια, τα οποία ήταν η γραπτή μαρτυρική κατάθεση της ΜΚ1, 3 έντυπα ελέγχου σε διάφορες ημερομηνίες συνοδευόμενα με κλήση για παρουσίαση εγγράφων προς την κατηγορούμενη 1, και αντίγραφο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.

Περαιτέρω και στις 13/3/2015 παρουσιάστηκε ως μάρτυρας κατηγορίας 2, η κα. Έλενα Βασιλείου (ΜΚ2), επιθεωρήτρια του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων στην επαρχία Λεμεσού, η οποία αναγνώρισε τα ήδη κατατεθειμένα τεκμήρια και καταχώρησε περαιτέρω το Τεκμήριο 6, αντίγραφο της πινακίδας ειδικού καταστήματος, που χορηγήθηκε στην κατηγορούμενη 1.

H ΜΚ1, κα.Έλενα Νικολάου, ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση της ότι εργάζεται ως επιθεωρήτρια στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας στη Λεμεσό από τις 2/1/2008 και ανέλυσε με λεπτομέρεια τα καθήκοντα της αλλά και τα πανεπιστημιακά της προσόντα. Αναφέρθηκε στο επίδικο υποστατικό και σε 3 ελέγχους τους οποίους διενήργησε σε αυτό. Για σκοπούς της κυρίως εξέτασης της κατέθεσε γραπτή δήλωση την οποία ετοίμασε και στην οποία αναφέρονται συνοπτικά τα κάτωθι:

Στις 29/8/2012 επισκέφθηκε πρώτη φορά το επίδικο υποστατικό για επιθεώρηση και στο οποίο διαπίστωσε ότι διέθετε προς πώληση μη επιτρεπόμενα προϊόντα κατά παράβαση της σχετικής ΚΔΠ. Επίσης διαπίστωσε ότι το κατάστημα λειτουργούσε παράλληλα σαν γενικό και ειδικό κατάστημα. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων της, παρέδωσε στον υπάλληλο κλήση για παρουσίαση εγγράφων τα οποία και προσκομίστηκαν από τον εργοδότη. Στις 28/11/2012 η ΜΚ1 επισκέφθηκε εκ νέου το υποστατικό όπου πάλι πωλούνταν μη επιτρεπόμενα προϊόντα και επέδωσε στην υπάλληλο εκ νέου κλήση για απόσυρση των προϊόντων αυτών με προθεσμία μέχρι 20/12/2012. Στις 17/1/13 η ΜΚ1 επισκέφθηκε εκ νέου το υποστατικό όπου διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε συμμόρφωση και αφού ενημέρωσε την υπάλληλο, εκείνη επικοινώνησε τηλεφωνικά με κάποιο κο. Σίμο Κονή, και ανέφερε στην ΜΚ1 ότι «Ο Δικηγόρος μας, μας είπε να τα βάλουμε πίσω και να γράφει η πόρτα ότι απαγορεύεται η είσοδος και δικαιούμαστε να τα έχουμε». Σε συμπληρωματικές ερωτήσεις που της τέθηκαν ανέφερε ότι το επίδικο υποστατικό κατέχει πινακίδα ειδικού καταστήματος σφραγισμένη από το Τμήμα της και εξήγησε την διαφορά ειδικού και γενικού καταστήματος.

Με αναφορά στα έντυπα επιθεώρησης που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια η ΜΚ1 αναφέρθηκε στα προϊόντα που δεν θα έπρεπε να τίθονταν προς πώληση και τα οποία εντόπισε στο υποστατικό. Σε σχέση με την διαμόρφωση του χώρου η ΜΚ1 ανέφερε ότι κατά την 1η επιθεώρηση στις 29/8/2012 εντόπισε τα μη επιτρεπόμενα προϊόντα εντός του κύριου χώρου του καταστήματος ενώ στην 2η επιθεώρηση την 28/11/2012 διαπίστωσε ότι εκτός από το κεντρικό κατάστημα πίσω από το ταμείο υπήρχε μια άλλη είσοδος στην οποία αναγραφόταν η φράση “NO ENTRY” και αφού την άνοιξε διαπίστωσε ότι υπήρχε αυτόματο σύστημα φωτισμού και ράφια με μη επιτρεπόμενα προϊόντα τακτοποιημένα ανά είδος.  Τα προϊόντα αυτά τα κατέγραψε στο Τεκμήριο 4 και αναφέρθηκε σε αυτά. Διευκρίνισε ότι τόσο κατά την δεύτερη επιθεώρηση όσο και κατά την 3η στις 17/1/13 εντόπισε να τίθενται προς πώληση μη επιτρεπόμενα προϊόντα τόσο εντός του κύριου χώρου του υποστατικού όσο και στο άλλο κομμάτι πίσω από το ταμείο. Επίσης ανέφερε ότι στον άλλο χώρο δεν υπήρχε δεύτερη ταμειακή μηχανή ούτε και άλλη είσοδος και επρόκειτο ουσιαστικά για ενιαίο με τον κεντρικό χώρο, σημείωσε δε ότι η πόρτα στον χώρο αυτό δεν ήταν κλειδωμένη ούτε στην 1η επιθεώρηση ούτε στην 2η. Επίσης αναφέρθηκε και σε επιστολή που έλαβε από τον γιο του κατηγορούμενου 2 αναφορικά με τις επιθεωρήσεις και το δικαίωμα εισόδου στον δεύτερο χώρο του υποστατικού.

Αντεξεταζόμενη η ΜΚ1 αναφέρθηκε στην διαφορά γενικού και ειδικού καταστήματος αλλά και στα προιόντα που εντόπισε και δεν ήταν επιτρεπόμενα και για τα οποία παρέπεμψε στο Τεκμήριο 2, όπως ξυδάτα, ντοματοχυμοί, τόνοι, κρέμα κάσταρτ, τρούφα, ινδοκάρυδο, τζέλ, καραμελέ, κομπόστα, ποτό Smirnoff Ice, αυγά, μαργαρίνη, σάντουιτς, DVD με ταινίες, κονσέρβες, μανιτάρια, φασόλια και σιταροπούλα. Αυτά δήλωσε ότι τα εντόπισε στο κύριο μέρος του υποστατικού ενώ στον άλλο χώρο πίσω από το ταμείο εντόπισε άλλα προϊόντα. Είπε ότι δεν κατέχει φωτογραφίες των προϊόντων αλλά έχει διαθέσιμη την μαρτυρία άλλης επιθεωρήτριας που μετέβησαν μαζί για έλεγχο. Αναφέρθηκε στην κατανομή των προϊόντων τόσο εντός του κυρίου χώρου όσο και στον δευτερεύον ενώ απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που αφορούν τα προϊόντα που ανευρέθηκαν εντός του κυρίου χώρου με αναφορά στο είδος τους και κατά πόσο αυτά επιτρέπονται ή όχι με βάση την σχετική νομοθεσία. Αναφέρθηκε επίσης στην θέση της ότι για να μπορούσαν να ήταν δύο καταστήματα, ένα γενικό και ένα ειδικό θα έπρεπε να υπήρχαν δύο είσοδοι, δύο ταμειακές μηχανές, και να μην επικοινωνούν μεταξύ τους, στην προκειμένη επρόκειτο για ένα κατάστημα με μια ταμειακή μηχανή και είσοδο. Στην θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η 1η κατηγορούμενη ασχολείται με εμπόριο και τα προϊόντα στον χώρο πίσω από το ταμείο διατίθενται χονδρικά απάντησε ότι δεν το γνωρίζει αυτό αλλά αν ήταν έτσι θα έπρεπε να ήταν αποθηκευμένα αλλού και όχι στον ίδιο χώρο τακτοποιημένα σε ράφια και διευκρίνισε ότι το υποστατικό ελέγχθηκε από την ίδια σαν ενιαίος χώρος ενός καταστήματος.  

Ως μάρτυρας κατηγορίας 2, παρουσιάσθηκε η κα. Έλενα Βασιλείου (ΜΚ2), επιθεωρήτρια του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων στην επαρχία Λεμεσού, η οποία αφού ανέφερε την θέση, τα καθήκοντα της και τα προσόντα της, αναφέρθηκε στα επίδικα γεγονότα και ιδιαίτερα στις 2 επιθεωρήσεις κατά την οποίες συνόδευε την ΜΚ1 στο επίδικο υποστατικό στις 28/11/2012 και στις 17/1/2013. Αναγνώρισε τα σχετικά με τις επιθεωρήσεις τεκμήρια, ενώ αναφέρθηκε στον διαχωρισμό του χώρου και στα προϊόντα που εντοπίστηκαν σε αυτό. Στον χώρο πίσω από το ταμείο ανέφερε ότι στις 28/11/2012 εντόπισαν πολλά προϊόντα μεταξύ των οποίων λάδι, ξύδι, μακαρόνια, εύρηκα, ποτά, αλεύρι, σφουγγάρια, Roklin, J & B, Martini, Confort, όσπρια ενώ στις 17/1/13 εντόπισαν περίπου τα ίδια προϊόντα, ήτοι, σφουγγάρια, ττελάκια, μακαρόνια, ρύζι, όσπρια, καθαριστικά, μαλακτικά ρούχων, σκόνη πλυσίματος, ουίσκι και κονιάκ. Όλα τα προϊόντα βρίσκονταν σε ράφια και όχι σε κιβώτια.

Αντεξεταζόμενη η ΜΚ2 ανέφερε ότι εντόπισε τιμές επί των προϊόντων αυτών αλλά δεν έλεγξε εάν είχαν κωδικούς και εάν ήταν περασμένα στην ταμειακή μηχανή καθότι αυτή είναι αρμοδιότητα των επιθεωρητών του Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου και όχι δική τους. Περαιτέρω αναφέρθηκε στην θέση της αναφορικά με τα προϊόντα των Τεκμηρίων 3 και 4 και κατά πόσο αυτά είναι επιτρεπόμενα ή όχι και επέμεινε στην θέση της ότι πρόκειται για ένα υποστατικό με μια είσοδο και μια ταμειακή μηχανή με ράφια επί των οποίων βρίσκονται τοποθετημένα τα προϊόντα ενώ κατά την επανεξέταση της δήλωσε ότι εάν κατά τον έλεγχο διαπίστωναν ότι πωλούνταν 2- 3 απαγορευμένα είδη δεν θα προέβαιναν σε καταγγελία.   

 

Μετά την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου για εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων  1 και 2 και αφού τους εξηγήθηκαν τα δικαιώματα τους σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο κατηγορούμενος 2 επέλεξε να δώσει μαρτυρία από την θέση του αντεξεταζόμενου μάρτυρα.

 

Ο κατηγορούμενος 2 κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι είναι ο διευθυντής και ο ιδιοκτήτης της 1ης κατηγορούμενης η οποία συστήθηκε το 1978 – 79 με εργασίες τις εισαγωγές και Παγκύπριο δίκτυο διανομών ενώ είναι η μητρική εταιρεία 30 περίπου περιπτέρων με την εμπορική επωνυμία «Mini Mall». Το επίδικο περίπτερο το αγόρασε από την εταιρεία Flora Ltd το 2012 με όλο του το στόκ, ενώ ανάφερε ότι την διαφορά ειδικού και γενικού καταστήματος την έμαθε πρόσφατα στο Δικαστήριο. Αναφορικά με τις κλήσεις – τεκμήρια ανέφερε ότι πάντα της παρέδιδαν στους υπαλλήλους του και μόνο μια φορά στον ίδιο προσωπικά ενώ τις επίδικες ειδοποιήσεις δεν τις έλαβε ποτέ παρά μόνο μετά που ήρθε στο Δικαστήριο για αυτή την υπόθεση. Σε σχέση με τα ισχυριζόμενα μη επιτρεπόμενα προιόντα που αναφέρονται στο Τεκμήριο 2 απάντησε ότι αυτά είχαν κωδικούς όμως εντοπίστηκαν στην «αποθήκη» όπως χαρακτήρισε τον δευτερεύον χώρο.

Η βασική θέση του κατηγορούμενου 2 ήταν ότι, όταν κατά το 2012 ξεκίνησε να αγοράζει περίπτερα, μετέβηκε στον ΟΠΕ καθότι νόμιζε ότι αυτοί ήταν η αρμόδια αρχή ελέγχου των περιπτέρων. Σε ερώτηση του εάν μπορεί να διατηρεί αποθήκη εντός του περιπτέρου αυτοί του απάντησαν ότι μπορεί, αρκεί να έχει πόρτα η οποία να αναφέρει ότι απαγορεύεται η είσοδος. Έτσι όλο το στοκ των περιπτέρων που αγόρασε και αποτελείτο από μη επιτρεπόμενα προϊόντα, τα έβαλε στην αποθήκη αυτή με σκοπό να τα μεταπωλήσει. Περαιτέρω αναφέρθηκε στα προϊόντα καθορίζοντας τη θέση του ότι κάποια από αυτά που εντοπίστηκαν στον κύριο χώρο του περιπτέρου δεν ήταν απαγορευμένα, όπως ο ντοματοχυμός που σύμφωνα με τον ίδιο εμπίπτει στους χυμούς που επιτρέπονται. Γενικά μέσα από την κυρίως εξέταση του ο κατηγορούμενος 2, από την μια έθεσε την θέση ότι τα μη επιτρεπόμενα προϊόντα που βρέθηκαν στον δευτερεύον χώρο δεν ήταν προς πώληση ενώ όσα προϊόντα βρέθηκαν στον κύριο χώρο του περιπτέρου εμπίπτουν στα προϊόντα που ένα περίπτερο δύναται να θέτει προς πώληση.  

Αντεξεταζόμενος ο κατηγορούμενος 2, αμφισβήτησε τις θέσεις της κατηγορούσας αρχής για τα μη επιτρεπόμενα προϊόντα έθεσε ξανά τις θέσεις του γιατί θεωρεί η μαργαρίνη είναι φυτικό – γαλακτοκομικό προϊόν άρα επιτρεπόμενο όπως και για άλλα προϊόντα ενώ αρνήθηκε την υποβολή που του τέθηκε ότι καταγγέλθηκε ξανά από το Τμήμα. Αναφορικά με το Τεκμήριο 6 ο κατηγορούμενος 2, δήλωσε άγνοια περί της ύπαρξης του λέγοντας ότι αγόρασε το επίδικο περίπτερο τον 2ο του 2012 ενώ ανέφερε τον τρόπο μεταπώλησης των προϊόντων της αποθήκης και τον λόγο που λειτούργησε τον χώρο αυτό εντός του περιπτέρου. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη γιατί έχασαν οι υπάλληλοι τα κλειδιά ενώ έκανε δεκτή την θέση του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής ότι εάν ο χώρος αυτός ήταν όντως αποθηκευτικός όφειλε να τον κρατά κλειδωμένο ούτως ώστε να μην υπάρχει πρόσβαση από τον οποιοδήποτε.  Ισχυρίστηκε δε ότι η αρμόδια αρχή και συγκεκριμένα το Τμήμα Εργασίας έχει κάποιο πρόβλημα μαζί του γι’ αυτό εγείρει αυτές τις διαδικασίες. Αρνήθηκε ότι σαν διευθυντής και ιδιοκτήτης παράλειψε να λάβει τα δέοντα μέτρα και πωλούσε μη επιτρεπόμενα προϊόντα ενώ αναφορικά με την παράλληλη λειτουργία ειδικού και γενικού καταστήματος ενώ το αρνήθηκε συνέχισε λέγοντας ότι αν θεωρηθεί ότι η αποθήκη ήταν στον ίδιο χώρο τότε το δέχεται. Τέλος απολογήθηκε για την λειτουργία της αποθήκης ως γενικό κατάστημα και ισχυρίστηκε άγνοια του νόμου για το ζήτημα αυτό.

Μετά το πέρας της εξέτασης του κατηγορούμενου 2, δεν παρουσιάστηκε άλλος μάρτυρας για την υπεράσπιση ενώ αμφότεροι οι συνήγοροι έθεσαν τις τελικές του θέσεις με τις αγορεύσεις τους, οι οποίες βρίσκονται αυτούσιες ενώπιον του Δικαστηρίου, έχουν ληφθεί υπόψη και μελετηθεί δεόντως για τους σκοπούς έκδοσης της παρούσας απόφασης και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν αυτολεξεί.

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

 

 Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλ. πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων V Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υιοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι, όπως επισημαίνεται στην Γενικός Εισαγγελέας V Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, στην οποία επαναλαμβάνεται η ανωτέρω αρχή, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Λοϊζου V Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και επαναδιατυπώθηκε στην Σωτηριάδης V Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής V Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας V Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246, στην οποία επίσης υιοθετείται η ανωτέρω αρχή της υπόθεσης Λοϊζου, επισημαίνεται επιπρόσθετα ότι:

 

«Οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής».

 

Στις Τούμπας V Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος V Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97 καθορίζεται, ότι, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Το περιεχόμενο της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων που συνοπτικά αναλύθηκε ανωτέρω βρίσκεται αυτούσιο καταχωρημένο στα πρακτικά και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων λαμβάνεται υπόψη στο σύνολο του από το Δικαστήριο. Αναφορά θα γίνει εκεί που κριθεί αναγκαίο τόσο σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και για το κατά πόσο έχει στοιχειοθετήσει τις θέσεις της η κάθε πλευρά ξεχωριστά.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφέρω και να τονίσω ότι πολλά από τα γεγονότα της υπόθεσης δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση και αυτό προκύπτει και μέσα από τα παραδεκτά γεγονότα που κατατέθηκαν αλλά και μέσα από την πορεία την ακρόασης και την γραμμή υπεράσπισης που ακολουθήθηκε.

Σημειώνεται δε από την αρχή ότι δεν αμφισβητήθηκε από τους κατηγορούμενους η λειτουργία του επίδικου υποστατικού ως περίπτερο ήτοι ως ειδικό κατάστημα αλλά και η ύπαρξη μη επιτρεπόμενων προϊόντων εντός ενός δευτερεύοντος χώρου που υπάρχει διχογνωμία για την λειτουργία και φύση του. Από την μια η θέση της Κατηγορούσας αρχής ότι ο χώρος αυτός είναι μέρος του κεντρικού περιπτέρου και αποτελεί ουσιαστικά μια υπό κάλυψη πώληση μη επιτρεπόμενων προιόντων και από την άλλη η θέση της υπεράσπισης ότι ο χώρος αυτός είναι αποθηκευτικός χώρος της 1ης κατηγορούμενης για άλλες εργασίες πέραν του περιπτέρου. Βεβαίως επίδικο ζήτημα αποτελεί και το κατά πόσο τα προϊόντα που βρέθηκαν εντός του κυρίως χώρου του υποστατικού είναι μη επιτρεπόμενα βάση της σχετικής νομοθεσίας.

 

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθήσει με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είναι σε θέση να αξιολογήσει όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία τους με δείκτη μεταξύ άλλων την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, της ευκαιρίας  που είχαν να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, την ακεραιότητα και ειλικρίνεια τους, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους ( βλ. Ζεβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 614).

 

Η Μ.Κ. 1 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Κατά την δίκη, διαπίστωσα ότι η μάρτυρας αυτή, προσήλθε στο Δικαστήριο ως μάρτυρας της αλήθειας και χωρίς αλλότρια κίνητρα. Το Δικαστήριο έχει διακρίνει ότι η μάρτυρας αυτή απαντούσε με ευθύτητα, αμεσότητα, ειλικρίνεια, χωρίς δισταγμούς, ασάφειες και αντιφάσεις, η αξιοπιστία της δεν έχει κλονιστεί κατά το στάδιο της αντεξέτασης, δεν έχει διακριθεί οποιαδήποτε προσπάθεια της να προσφύγει στο ψεύδος ή στην υπερβολή για να βοηθήσει την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής της οποίας είναι λειτουργός και επιθεωρήτρια. Διαπίστωσα ότι η ΜΚ 1, παρέθεσε με σαφήνεια όλα τα γεγονότα που περιήλθαν εις γνώσιν της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, τις διαπιστώσεις της, τα ευρήματα και τα συμπεράσματα της, δίδοντας στο Δικαστήριο μια ολοκληρωμένη εικόνα αναφορικά με την φύση, την έκταση και τις δραστηριότητες του επίδικου υποστατικού, ως επίσης και των διαπιστώσεων της κατά τις 3 επιθεωρήσεις στις οποίες έλαβε μέρος.  Δεν έχει διακριθεί οποιαδήποτε προσπάθεια της να επιτύχει πάση θυσία την καταδίκη των κατηγορουμένων. Επιπλέον η μαρτυρία της συνάδει και ταυτίζεται και με το τεκμήρια που αυτή κατέθεσε. Συνεπώς το Δικαστήριο αποδέχεται την μαρτυρία της  Μ.Κ.1 στην ολότητα της ως αληθή, ορθή και αξιόπιστη. Θα πρέπει περαιτέρω να σχολιάσω ότι μέσα από την μαρτυρία της ΜΚ 1 δεν διαπίστωσα ότι η ποινική δίωξη εναντίον των κατηγορουμένων γίνεται κακόβουλα και με αλλότριους σκοπούς.

Η Μ.Κ.2 από την άλλη στην σύντομη μαρτυρία της επίσης έκανε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Επεξήγησε τον δικό της ρόλο κατά τις 2 επιθεωρήσεις στις οποίες συμμετείχε μαζί με την Μ.Κ.1 επιβεβαιώνοντας τα όσα η ΜΚ1 ανέφερε χωρίς να υποπέσει σε οιεσδήποτε αντιφάσεις κατά την αντεξέταση της και δίδοντας με ειλικρίνεια και σαφήνεια τις θέσεις της. Ως εκ τούτου αποδέχομαι την μαρτυρία της ως αληθινή και εκφράζουσα τα πραγματικά γεγονότα.

 

Από την άλλη η μαρτυρία του κατηγορούμενου 2 έρχεται σε αντίφαση με τα όσα οι ΜΚ ανέφεραν στο Δικαστήριο. Από την μια ο κατηγορούμενος 2 προσπάθησε να πείσει για την θέση του περί του ότι ο δευτερεύον χώρος είναι ουσιαστικά μια αποθήκη όπου αποθηκεύει στοκ της 1ης κατηγορούμενης για άλλες εργασίες χονδρικού εμπορίου, ενώ από την άλλη άφησε αναντίλεκτη την μαρτυρία που δόθηκε από την Κατηγορούσα αρχή και την θέση της περί του ότι στα περίπτερα της ίδιας εταιρείας και ιδιοκτησίας του κατηγορούμενου 2 αυτή είναι μια συνήθης πρακτική για να πωλούνται υπό κάλυψη μη επιτρεπόμενα προϊόντα. Προσπάθησε να πείσει ότι η ύπαρξη μόνο μιας κοινής εισόδου και προς τους δύο χώρους και η ύπαρξη μιας ταμειακής μηχανής δεν έχουν σημασία και επέμεινε στην θέση του ότι θα έπρεπε οι επιθεωρήτριες να δοκίμαζαν να περάσουν τα προϊόντα αυτά από την ταμειακή μηχανή για να δουν ότι δεν ανήκουν στο στοκ του περιπτέρου. 

Από την άλλη με λεπτομερή ανάλυση των συστατικών έκαστου προϊόντος που βρέθηκε εντός του κύριου χώρου του περιπτέρου προσπάθησε πάση θυσία να πείσει περί της θέσης του ότι αυτό εμπίπτει στα επιτρεπόμενα προϊόντα. Η θέση του για παράδειγμα ότι η μαργαρίνη αποτελεί γαλακτοκομικό προϊόν ενώ αποδέχεται ότι είναι φυτικής προέλευσης, ή ότι το μίγμα ετοιμασίας ζελέ είναι ζάχαρη σε φακελάκι, ή ότι η καραμελέ είναι γαλακτοκομικό προϊόν, η τρούφα σοκολάτα που εμπίπτει στα επιτρεπόμενα προς πώληση από περίπτερα προϊόντα, ή ότι ο τόνος σε κονσέρβα είναι κρεατικό, ή ότι η οδοντογλυφίδα εμπίπτει στα προϊόντα στοματικής υγιεινής δεν μπορεί να γίνει πιστευτή. Περαιτέρω δεν με έπεισε η θέση του ότι διάφορα ανοικτήρια, μίξερ για προετοιμασία φραπέ και κατσαβίδια που βρέθηκαν στον κυρίως χώρο του περιπτέρου δίδονταν ως δώρο σε πελάτες και δεν τίθονταν προς πώληση.   Περαιτέρω σημειώνω ότι ενώ η θέση του κατηγορούμενου 2 ήταν ότι δεν γνώριζε για το τεκμήριο 6, ήτοι την πινακίδα ειδικού καταστήματος, η οποία εκδόθηκε την 1/3/2011 με καταστηματάρχη την κατηγορούμενη 1 εταιρεία και αφορούσε το επίδικο κατάστημα ο ίδιος επίμεινε στην θέση του ότι αγόρασε το επίδικο περίπτερο τον 2ο μήνα του 2012. Επιπλέον ενώ η θέση του ήταν ότι οι υπάλληλοι είχαν οδηγίες για το πώς πωλούνται τα προϊόντα της αποθήκης, κατά τον ίδιο, παραδέχτηκε ότι η υπάλληλος του δεν έδειξε αυτά τα έγγραφα θέτοντας την θέση και ισχυρισμό ότι συγχύστηκε τόσο πολύ από τον έλεγχο των ΜΚ που έφτασε στο σημείο να εγκαταλείψει την Κύπρο μαζί με την οικογένεια της.

Η καταφυγή του κατηγορούμενου 2 σε υπερβολές και υπεραναλύσεις των ζητημάτων με οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να πει την αλήθεια αλλά μεθοδευμένα να παρουσιάσει μια άλλη εικόνα από αυτή που οι ΜΚ παρουσίασαν. Όσο και αν προσπάθησα οι θέσεις και εισηγήσεις του κατηγορούμενου 2, στα πλαίσια αυτά των υπερβολών και των υπερλεπτομερών εισηγήσεων δεν αντέχουν στην βάσανο της λογικής με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να απορρίπτεται στην ολότητα της ως πλήρως αναξιόπιστη. Δεν αμφισβητώ βεβαίως την ικανότητα του κατηγορούμενου 2 στην παρουσίαση κάποιων ζητημάτων σε σχέση κυρίως με τα επιμέρους προϊόντα, λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιότητα του και τα ακαδημαϊκά του προσόντα, όμως η καταφυγή σε υπερβολές και οι θέσεις ως τέθηκαν δεν είναι δυνατό να γίνουν πιστευτές.  

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία θα προχωρήσω να εξετάσω εάν στοιχειοθετούνται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι 1 και 2.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 Οι κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο εδράζονται στην κάτωθι νομοθεσία της οποίας τα σχετικά άρθρα έχουν ως εξής:

 

Νόμος 155(1)/2006 και 68(1)/2007.

2…..

«καταστηματάρχης» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένης της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας, που έχει την ευθύνη ή στον οποίο ανήκει κατάστημα ή απασχολεί πρόσωπο σε ή σε σχέση με αυτό και περιλαμβάνει τον ιδιοκτήτη ή τον κύριο μέτοχο, διευθύνοντα σύμβουλο, γενικό διευθυντή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που έχουν τον έλεγχο ή την ευθύνη της διαχείρισης καταστήματος ή/και την εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις που αφορούν τους όρους απασχόλησης υπαλλήλων καταστημάτων και τα της λειτουργίας του καταστήματος·

26. Τα προϊόντα που διατίθενται προς πώληση και οι υπηρεσίες που παρέχονται από τα ειδικά καταστήματα καθορίζονται με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο μέσω του Υπουργού λαμβάνει προηγουμένως υπόψη και τις εισηγήσεις των επηρεαζόμενων οργανώσεων.

30.-(1) Καταστηματάρχης, ο οποίος παραβιάζει -

(α) με οποιοδήποτε τρόπο τις διατάξεις του παρόντος Νόμου· ή

(β) οποιονδήποτε κανονισμό που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€ 30.000) ή και στις δύο ποινές μαζί:

Νοείται ότι, το δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δύναται να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τυχόν προηγούμενες καταδίκες του κατηγορούμενου, τον κύκλο εργασιών του καταστήματός του, τον αριθμό των υπαλλήλων καταστημάτων που απασχολεί και την κατηγορία του καταστήματος.

(2) ΄Οποιος -

(α) παρεμποδίζει Επιθεωρητή κατά την ενάσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας που του χορηγείται από το Νόμο˙ ή

(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα Επιθεωρητή, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο˙ ή

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σε Επιθεωρητή σύμφωνα με το Νόμο˙ ή

(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιασθεί ενώπιον Επιθεωρητή να εξετασθεί από αυτόν,

είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και με τις δυο αυτές ποινές.

(3) Αν τα προβλεπόμενα στα εδάφια (1) και (2) αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος θα τιμωρείται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, καθώς και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός που θα τιμωρείται μόνο με τη χρηματική ποινή που προβλέπεται από το εδάφιο αυτό

Οι κατηγορούμενοι ως φαίνεται από τις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας κατηγορούνται για την διάπραξη του αδικήματος των άρθρων 26 και 30 του Ν.155(Ι)/2006 σε συσχετισμό με το άρθρο 6 της Κ.Δ.Π. 440/2006 και 278/07.  Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος αυτού είναι τα ακόλουθα:

 

            (α)        Η ύπαρξη ειδικού καταστήματος.

            (β)        Διάθεση προς  πώληση μη επιτρεπομένων προϊόντων.

 

Αναφορικά με το πρώτο συστατικό στοιχείο και με βάση την αποδειχθείσα μαρτυρία από τις ΜΚ 1 και 2 σε συνάρτηση με το παραδεκτό γεγονός της λειτουργίας του επίδικου υποστατικού ως περιπτέρου και την ύπαρξη και αποδοχή του Τεκμηρίου 6, ήτοι της ειδικής πινακίδας που εκδόθηκε για το υποστατικό αυτό, θεωρώ ότι αυτό έχει αποδειχθεί. Ήτοι αποτελεί κα εύρημα του Δικαστηρίου ότι το κατάστημα με την επωνυμία Mini Mall Stores στην οδό Μισιαούλη & Καβάζογλου 74Δ στην Λεμεσό είναι ειδικό κατάστημα για το οποιο σφραγίστηκε και πινακίδα από την αρμόδια αρχή.  

 

 

Σχετικά με το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, το άρθρο 6 της Κ.Δ.Π. 440/06 απαριθμεί τα προϊόντα που επιτρέπεται να διαθέτει προς πώληση κάθε περίπτερο ή κατάστημα διαρκούς εξυπηρέτησης. Προτού καταλήξω αναφορικά με αυτό το συστατικό στοιχείο θα πρέπει να αναφέρω ότι μέσα από την πορεία της ακρόασης προέκυψαν 2 θέματα, καταρχήν κατά πόσο ο δευτερεύον χώρος που υπήρχε πίσω από την ταμειακή μηχανή είναι αποθηκευτικός χώρος ως η θέση της υπεράσπισης ή αναπόσπαστο μέρος του περιπτέρου ως η θέση της κατηγορούσας αρχής. Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία των ΜΚ προκύπτει αβίαστα ότι ο χώρος τούτος με τον τρόπο που ήταν χωροθετημένος, ήτοι εντός του περιπτέρου, με πρόσβαση από μια και μόνο πόρτα, την είσοδο του ίδιου του περιπτέρου και με τα προιόντα που αναφέρονται επί των τεκμηρίων τοποθετημένα ανα είδος επί ραφιών επιπλέον της ύπαρξης μια και μόνο ταμειακής μηχανής, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα προιόντα τούτα εντός του χώρου αυτού ήταν προιόντα που προορίζονταν και διατίθονταν προς πώληση. Τα προιόντα βεβάιως που αναφέρονται στα Τεκμήρια 2, 3 και 4 και βρέθηκαν εντός του δευτερεύοντος χώρου σαφώς δεν εμπίπτουν εντός των αναφερθέντων εις την σχετική ΚΔΠ όπως για παράδειγμα σκόνη πλυσίματος ρούχων, μαλακτικά, διάφορα καθαριστικά, όσπρια και άλλα, από την άλλη όμως ακόμα και τα προιόντα που παραδεκτά πωλούνταν στον κυρίως χώρο του περιπτέρου και με βάση την μαρτυρία που δόθηκε από τον κατηγορούμενο 2, δεν δύναται να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν εντός των επιτρεπόμενων προς πώληση προιόντων για του λόγους που ανέφερα ανωτέρω στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του κατηγορούμενου 2. Με βάση περαιτέρω την αποδεκτή μαρτυρία προκύπτει ότι τα προιόντα αυτά ήταν διαθέσιμα προς πώληση και σημειώνω στο σημείο αυτί την αναφορά της ΜΚ2 περί του ότι τα προιόντα αυτά είχαν και τιμές. Βεβαίως ο τρόπος παράθεσης των προιόντων αυτών σε ράφια εντός του δευτερεύοντος χώρου αλλά και η παραδοχή για πώληση των προιόντων για τα οποία υπήρχε διχογνωμία αν είναι επιτρεπόμενα ή όχι με οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι και το δεύτερο συστατικό στοιχείο πληρείται.

 

Αναφορικά δε με την εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος 2 ουδεμία σχέση έχει και δεν έχει αποδειχθεί εν πάση περιπτώση η δική του ευθύνη δεν γίνεται αποδεκτή. Ο κατηγορούμενος 2 με βάση τα παραδεκτά γεγονότα είναι ο διευθυντής της 1ης κατηγορούμενης και ο ιδιοκτήτης όλων των περιπτέρων με την επωνυμία Mini Mall Stores. Μέσα από την συνδυασμένη εφαρμογή την έννοιας του καταστηματάρχη στο άρθρο 2 του νόμου και της μαρτυρίας που δόθηκε περί επικοινωνίας του ιδίου προσωπικά με τις αρμόδιες επιθεωρήτριες, την καταγγελία στην οποία προέβη εναντίον μιας εξ’αυτών για τις συνθήκες εισόδου της στον δευτερεύον χώρο δεν θα μπορούσα να κάνω δεκτή την εισήγηση ότι ενημερώθηκε για τις καταγγελίες αυτές μετά την καταχώρηση και επίδοση της παρούσας υπόθεσης, περαιτέρω ουδεμία μαρτυρία δόθηκε ότι οιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήταν το υπέυθυνο για την διεύθυνση και λειτουργία του επίδικου περιπτέρου. Βεβαίως αναφορικά με την ευθύνη του 2ου κατηγορούμενου και την ιδιότητα υπό την οποία αυτός κατηγορείται σχετική είναι και η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ.13/2/2015 αναφορικά με τις προδικαστικές ενστάσεις που ηγέρθησαν από την Υπεράσπιση.

 

Ερχόμενη τώρα στην τέταρτη κατηγορία ως φαίνεται από την διατύπωση των λεπτομερειών του αδικήματος οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται για την διάπραξη του αδικήματος των άρθρων 2, 19 και 30 του Νόμου που ρυθμίζει τη λειτουργία καταστημάτων και τους όρους απασχόλησης των υπαλλήλων τους Ν.155(Ι)/06και 68(1)/2007 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα από το λεκτικό του οποίου προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος αυτού είναι τα ακόλουθα:

 

            (α)        Ύπαρξη καταστήματος

            (β)        Παράλληλη λειτουργία ως γενικό και ειδικό κατάστημα.

 

Σε σχέση με το πρώτο συστατικό στοιχείο κρίνω ότι έχει αποδειχθεί τόσο από τα παραδεκτά γεγονότα όσο και από την μαρτυρία των ΜΚ όσο και από τη μαρτυρία του κατηγορούμενου 2.

 

Αναφορικά με το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας θεωρώ ότι και αυτό έχει αποδειχθεί.  Αμφότερες οι ΜΚ ανάφεραν στην μαρτυρία τους ότι κατά τις 3 επιθεωρήσεις που έλαβαν χώρα το επίδικο κατάστημα, το οποίο είχε πινακίδα ειδικού καταστήματος από τις αρμόδιες αρχές, Τεκμήριο 6, εν τούτοις λειτουργούσε παράλληλα και ως γενικό κατάστημα αφού υπήρχε πρόσβαση από τον κύριως χώρο του περιπτέρου προς ένα άλλο χώρο με προιόντα που βρίσκονταν ανα είδος σε ράφια τοποθετημένα και με μια ταμειακή μηχανή.  

Συνεπώς και εφόσον τα προιόντα που εντοπίστηκαν εντός του χώρου αυτού με βαση την νομοθεσία εμπίπτουν στα επιτρεπόμενα προς πώληση προιόντα από γενικό κατάστημα, έχει αποδειχθεί η παράλληλη λειτουργία του περιπτέρου και σαν γενικό κατάστημα. 

 

Συνεπακόλουθα όλων όσων ανωτέρω προσπάθησα να εξηγήσω προκύπτει ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήτιο, συνεπώς οι κατηγορούμενοι 1 και 2 κρίνονται ένοχοι σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.

                                                                                         (Υπ.)…..................................

                                                                                            Ε. Δημητρίου – Παναγή, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο