ECLI:CY:EDLEM:2021:B64
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 9208/21
ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
v.
1. XXX Neville
2. VASSILIOU BROS CONSTRUCTION LTD (Η.Ε. XXX)
3. XXX Βασιλείου
4. XXX Βασιλείου
Κατηγορουμένων
Μονομερής αίτηση ημερ. 14.7.2021 για έκδοση
Προσωρινού Διατάγματος
Ημερομηνία: 25 Αυγούστου, 2021.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Κατηγορούσα Αρχή – Αιτητή: Ο κ.Κ. Καρατσής.
Για τον Κατηγορούμενο – Καθ΄ ού η Αίτηση 1: Ο κ.Χ. Πογιατζής
για ΝΙΚΟΣ ΧΡ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Κατηγορουμένους – Καθ΄ ών η Αίτηση 2, 3 & 4: Ο κ.Κ. Στυλιανού
για ΕΥΘΥΜΙΟΣ Κ. ΙΩΣΗΦ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ (JLAW) Δ.Ε.Π.Ε.
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στις 14.07.2021 καταχώρησε εναντίον των Κατηγορούμενων την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο ποινική υπόθεση η οποία ορίστηκε για πρώτη φορά για απάντηση στις 22.10.2021 στο κατηγορητήριο της οποίας περιλαμβάνονται συνολικά τέσσερις κατηγορίες ως ακολούθως:
Ο Κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει με την πρώτη κατηγορία το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (1) (β) και (στ), 20 (1) (α) (2) και 2 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 και συγκεκριμένα του καταλογίζεται πως αρχές Ιουνίου του 2021 ως εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου με αριθμό εγγραφής xxx, Φ/Σχ. xxx, Τεμ. xx το οποίο ευρίσκεται στην Κοινότητα Πύργου της Επαρχίας Λεμεσού ανέχθηκε και/ή επέτρεψε την ανέγερση από την Κατηγορούμενη αρ. 2 οικοδομής εντός του άνω ακινήτου και συγκεκριμένα την επέκταση της υφιστάμενης διώροφης κατοικίας στο ισόγειο, στον όροφο και την προσθήκη μεταλλικού σκελετού πάνω από τον όροφο χωρίς να εξασφαλίσει εκ των προτέρων άδεια οικοδομής από την Αρμόδια Αρχή ήτοι την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού.
Η Κατηγορούμενη 2 αντιμετωπίζει με την δεύτερη κατηγορία και αυτή το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή αφού της καταλογίζεται ότι ως Εργολήπτρια Εταιρεία εκτέλεσε κατ εντολή του Κατηγορούμενου αρ. 1 τις εργασίες που περιγράφονται στην πρώτη κατηγορία ενώ οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 με την τρίτη και τέταρτη κατηγορία που ένας έκαστος εξ αυτών αντιμετωπίζουν υπό την ιδιότητα τους ως Διευθυντές της Κατηγορούμενης 2 τους καταλογίζεται το αδίκημα της παρακίνησης της Κατηγορούμενης 2 για την ανέγερση οικοδομών χωρίς άδεια ήτοι αυτών που περιγράφονται στην πρώτη κατηγορία και αφορούν το τεμάχιο ιδιοκτησίας του Κατηγορούμενου 1.
Στις 14.07.2021 η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία αιτείτο την έκδοση προσωρινού διατάγματος εναντίον των Κατηγορούμενων – Καθ΄ ών η Αίτηση μεταξύ άλλων σύμφωνα και με τις πρόνοιες του άρθρου 20(3Α) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 με το αιτούμενο διάταγμα να παρουσιάζει το πιο κάτω λεκτικό:
‘’Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει τους κατηγορούμενους όπως αναστείλουν αμέσως και/ή τερματίσουν τις οικοδομικές εργασίες εντός του ακινήτου ιδιοκτησίας του Κατηγορούμενου 1 με αριθμό εγγραφής xxx, Φ/Σχ. xxx, Τεμ. xxx το οποίο ευρίσκεται στην κοινότητα Πύργου της επαρχίας Λεμεσού μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.’’
Της υπό κρίση αίτησης επιλήφθηκε Δικαστήριο κάτω από άλλη σύνθεση στις 15.07.2021 και αφού εξέτασε αυτήν δεν προχώρησε στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αλλά έκρινε πως θα έπρεπε να επιδοθεί και στους Κατηγορούμενους – Καθ΄ ών η Αίτηση για να τοποθετηθούν επί του περιεχομένου της. Κατ επέκταση προχώρησε και όρισε αυτήν για επίδοση στις 23.07.2021 ημερομηνία κατά την οποία οι Καθ ων η Αίτηση εμφανίστηκαν στην διαδικασία και ζήτησαν χρόνο να καταχωρήσουν ένσταση με την αίτηση εν τέλει να ορίζεται για ακρόαση στις 23.08.2021.
Ενστάσεις επί της αίτησης καταχωρήθηκαν αρχικά από πλευράς Κατηγορούμενου – Καθ΄ ού η Αίτηση 1 στις 17.08.2021 και από πλευράς Κατηγορουμένων – Καθ΄ ών η Αίτηση 2, 3 και 4 στις 18.08.2021.
Η ΕΠΙΔΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ
Σύμφωνα με το περιεχόμενο της αίτησης ημερομηνίας 14.07.2021 αυτή στηρίζεται στα άρθρα 31 και 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, στο άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στα άρθρα 2, 3 (1) (β) και (στ), 20 (1) (α) (2) (3) και (3Α) του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 όπως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, στις Διατάξεις 48 Κ. 1 – 4 , 7, 8 και 9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στη διακριτική ευχέρεια καθώς επίσης και στην εν γένει πρακτική και εξουσία του Δικαστηρίου και συνοδεύεται από σχετική ένορκη δήλωση της κας XXX Κουρσάρου.
Στην εν λόγω ένορκη δήλωση περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: η ενόρκως δηλούσα εργάζεται στο Γραφείο Επάρχου Λεμεσού και εκτελεί καθήκοντα Βοηθού Επαρχιακού Επόπτη και όντας προσωπικός γνώστης των γεγονότων της υπόθεσης είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Γενικό Εισαγγελέα να προβεί στην σχετική ένορκη δήλωση. Αναφορά γίνεται σε ισχυριζόμενη καταγγελία που έγινε περί τις αρχές Ιουνίου 2021 από τον Κοινοτάρχη Πύργου της Επαρχίας Λεμεσού στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού η οποία οδήγησε στις 06.07.2021 σε επιτόπια επίσκεψη της ενόρκως δηλούσας στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής XXX, Φ/Σχ. XXX, Τεμ. XXX της Κοινότητας Πύργου κατά την οποία διαπίστωσε ότι σε αυτό διεξάγονταν οικοδομικές εργασίες στο ισόγειο και στον όροφο υφιστάμενης διώροφης κατοικίας με σκοπό την επέκταση της και περαιτέρω υπήρχε προσθήκη μεταλλικού σκελετού πάνω στον όροφο εργασίες για τις οποίες έλαβε σχετικό φωτογραφικό υλικό το οποίο και επισύναψε ως Τεκμήριο 1. Σε συνέχεια έρευνας στην οποία προέβηκε ως περαιτέρω σημειώνει στο εσωτερικό σύστημα παροχής πληροφορίων ακινήτων του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού στο οποίο έχει πρόσβαση διαπίστωσε πως εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τεμαχίου XXX είναι ο Κατηγορούμενος 1 (σχετικό το Τεκμήριο 2) και σύμφωνα με προσωπική της γνώση για τις εργασίες αυτές ως δήλωσε ο Κατηγορούμενος 1 δεν έχει εξασφαλίσει τις απαιτούμενες άδειες.
Ένεκα της εξέλιξης αυτής στις 08.07.2021 απέστειλε επιστολή στους Κατηγορούμενους (σχετικό το Τεκμήριο 3) με την οποία τους ενημέρωνε ότι (α) θα πρέπει να τερματίσουν αμέσως κάθε οικοδομική εργασία (β) θα πρέπει να λάβουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για άρση της παρανομίας και (γ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τους η Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού θα προχωρούσε εναντίον τους με την λήψη δικαστικών μέτρων. Επίσης ως Τεκμήριο 4 επισύναψε και επιστολή ημερομηνίας 08.06.2021 του Επαρχιακού Γραφείου Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού την οποία η Επαρχιακή Διοίκηση έλαβε στις 22.06.2021 και στην οποία διαφαίνεται πως ο Κατηγορούμενος 1 δεν έχει εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια για τις οικοδομικές εργασίες που εκτελούνταν στο τεμάχιο XXX.
Τέλος εκφράζει την θέση πως η συνέχιση των εργασιών εν όψει της ανυπαρξίας των απαιτούμενων αδειών, πέραν της παράνομης πράξης συνιστά και κίνδυνο για όσους εργάζονται σε αυτή ενώ η συμπεριφορά των Κατηγορουμένων να προβαίνουν στην εκτέλεση των συγκεκριμένων εργασιών χωρίς της εκ των προτέρων λήψη των απαραίτητων αδειών επιδεικνύει πλήρη αδιαφορία για τους νόμους αλλά και τις υποδείξεις των Αρμοδίων Αρχών.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 1
Ο Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 στις 17.08.2021 καταχώρησε γραπτή ένσταση με την οποία προβάλει συνολικά 9 λόγους για την απόρριψη της παρούσας αίτησης. Ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι δεν συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, δεν πληρείται η προϋπόθεση του κατεπείγοντος που θέτει το άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και στοιχείων και οι αιτητές δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται είναι ανεπαρκής και ελλιπής και δεν δικαιολογεί την έκδοση του διατάγματος, ότι οι ισχυρισμοί για τις φερόμενες οικοδομικές εργασίες χωρίς την εξασφάλιση της απαιτούμενης άδειας διατυπώνονται με ασάφεια, γενικότητα, αοριστία και έλλειψη αιτιολόγησης, ότι η αίτηση είναι πρόωρη και αβάσιμη αφού οι εργασίες έχουν ήδη ανασταλεί και παύσει συνεπώς το διάταγμα θα εκδοθεί επί ματαίω και η εφαρμογή του ανώφελη και αναποτελεσματική, ότι τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 και τέλος ότι η αίτηση προωθείται εκδικητικά, κακόπιστα και καταχρηστικά με αποτέλεσμα να αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Η ένσταση βασίζεται στους περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρα 31 και 32, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θ.1-4, στο άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στα άρθρα 2,3(1)(β) και (στ), 20(1)(α)(2)(3) και (3Α) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 στην σχετική Νομολογία και στις αρχές της επιείκειας και στις Συμφύεις Εξουσίες, την διακριτική ευχέρεια και εν γένει Πρακτική του Δικαστηρίου και συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του XXX Neville.
Ο ενόρκως δηλών που είναι και ο Κατηγορούμενος – Καθ΄ ού η Αίτηση αρ.1 στην υπό εξέταση ποινική υπόθεση και αίτηση παραδέχεται ότι είναι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου με αριθμό εγγραφής XXX, Φ/Σχ. XXX, Τεμ. XXX το οποίο ευρίσκεται στην Κοινότητα Πύργου της Επαρχίας Λεμεσού στο οποίο εκτελούνταν οι φερόμενες οικοδομικές εργασίες και το οποίο πράγματι στις 06.07.2021 η λειτουργός του γραφείου Επάρχου Λεμεσού κα Κουρσάρου μαζί όμως με τον Κοινοτάρχη Πύργου κ.Σπύρου ο οποίος είχε προχωρήσει σε καταγγελία εναντίον του αρχές Ιουνίου προέβηκαν σε επιτόπια εξέταση εντός του ακινήτου του.
Ως ο ίδιος αναφέρει η ενόρκως δηλούσα εσκεμμένα παρέλειψε να αποκαλύψει στο Δικαστήριο όλες τις ενέργειες και διαδικασίες στις οποίες ο ίδιος ως ιδιοκτήτης καθώς και οι αρχιτέκτονες του προέβηκαν καθ΄ όλο τον κρίσιμο χρόνο αλλά μέχρι και σήμερα με σκοπό να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες άδειες. Απορρίπτει μάλιστα τον ισχυρισμό για την ύπαρξη επικινδυνότητας για όσους εργάζονται στην συγκεκριμένη οικοδομή υποστηρίζοντας μάλιστα πως η όποια εκτέλεση εργασιών σε εργοτάξιο χωρίς την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας δεν συνεπάγεται και την μη τήρηση των κανόνων ασφαλείας με τον ίδιο να αναφέρει πως ως έτυχε διαβεβαίωσης από τους εργολάβους και αρχιτέκτονες του κατά το χρονικό διάστημα που εκτελούνταν οι οικοδομικές εργασίες στην οικία του μέχρι και τις 14.07.2021 που αυτές έπαυσαν παντελώς στην εν λόγω οικοδομή δεν υπήρχε οποιοσδήποτε κίνδυνος αφού το συγκεκριμένο εργοτάξιο πριν τον τερματισμό των οικοδομικών εργασιών βρισκόταν κάτω από την συνεχή επίβλεψη του επιβλέποντος μηχανικού, του αρχιτέκτονα και κυρίως του εργολάβου και μεριμνούσαν ώστε οι εργασίες που διεξάγονταν να βρίσκονταν σε πλήρη συμμόρφωση με όλους τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς που αφορούσαν την ασφάλεια των εργαζομένων.
Παραθέτοντας σύμφωνα με την δική του εκδοχή το ιστορικό της υπόθεσης αναφέρει ότι ο ίδιος αρχές του 2020 αποφάσισε να προβεί σε μερικές εργασίες στην οικία του η οποία αποτελεί μέρος μεγάλου οικοδομικού συγκροτήματος γνωστό με την ονομασία ‘’XXX’’ και το οποίο αποτελείται από 220 περίπου κατοικίες. Σε σχέση με την κατοικία του επεδίωκε την εκτέλεση προσθηκομετατροπών στον εξωτερικό και εσωτερικό χώρο αυτής με κύριο στόχο την βελτίωση της λειτουργικότητας της αλλά σε κάθε περίπτωση υπήρχε μια σειρά εργασιών που θα έπρεπε να εκτελεστούν και δεν απαιτείτο η εξασφάλιση άδειας οικοδομής. Προς το σκοπό αυτό ανέθεσε σε αρχιτέκτονα να προβεί στις αναγκαίες εργασίες για την εξασφάλιση των απαιτούμενων αδειών εξού και υποβλήθηκε η αίτηση για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας με αρ. XXX η οποία όμως απορρίφθηκε στις 09.04.2020 με το αιτιολογικό ότι με αυτή προτάθηκαν προσθήκες σε τμήματα της κοινόκτητης ιδιοκτησίας και περαιτέρω η αίτηση δεν υπογραφόταν από όλους τους συνιδιοκτήτες της ανάπτυξης. Ως ο ίδιος περαιτέρω υποστηρίζει η απόρριψη της αίτησης του βασιζόμενη στο ζήτημα της ανάγκης υπογραφής αυτής από όλους τους συνιδιοκτήτες του οικιστικού συγκροτήματος είναι λανθασμένη σύμφωνα και με νομική γνωμάτευση που έλαβε καθώς και συναντήσεις που έγιναν κατά την εξέταση της αίτησης αλλά και εγγράφων που παρέδωσαν μεταξύ άλλων και της συγκατάθεσης του Διαχειριστή του οικοδομικού συγκροτήματος ενώ σημειώνει πως στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης και με βάση και τις συναντήσεις που γίνονταν ήταν με την εντύπωση ότι είχαν συμμορφωθεί με όλες τις οδηγίες του Τμήματος Πολεοδομίας και ότι η αίτηση του βρισκόταν κανονικά υπό εξέταση η οποία όμως καθυστερούσε λόγω και των επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοιού και την υπολειτουργία των εμπλεκομένων τμημάτων.
Ως ο ενόρκως δηλών διατείνεται η παρέμβαση στην υπόθεση του Κοινοτάρχη Πύργου ο οποίος ξεκίνησε μια προσωπική διαμάχη με τον Κατηγορούμενο 1 από προηγούμενη διαφορά που είχαν για την δημιουργία χώρου στάθμευσης σε συγκεκριμένο ακίνητο χωρίς την εξασφάλιση των απαραίτητων αδειών και η οποία υποκινείτο από τον Κοινοτάρχη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο αφού συνεχώς περνούσε από το ακίνητο του εισέχοντας μέσα, βγάζοντας φωτογραφίες, ενοχλώντας το προσωπικό που εργαζόταν αλλά και με παρεμβάσεις του στον διαχειριστή του οικοδομικού συγκροτήματος αλλά και στον εργολάβο του με αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος να αναγκαστεί να του αποστείλει προειδοποιητική επιστολή με δικηγόρο. Μάλιστα ως σημειώνει η εχθρότητα και η προκατάληψη του εν λόγω Κοινοτάρχη προς το πρόσωπο του επισφραγίστηκε στα πλαίσια συνάντησης που έλαβε χώρα στην Επαρχιακή Διοίκηση σε σχέση με την υπόθεση κατά τη οποία του επιτέθηκε φραστικά φωνάζοντας του και κτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι ενώ στην συνέχεια κινήθηκε απειλητικά εναντίον του με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να τον σταματήσουν οι λειτουργοί της Επαρχιακής Διοίκησης που ευρίσκονταν στα διπλανά γραφεία και έσπευσαν στο σημείο ενώ θεωρεί πως ο λόγος προώθησης της εναντίον του καταγγελίας δεν είναι άλλος από τις πιέσεις που ασκούσε στις εμπλεκόμενες αρχές ο Κοινοτάρχης Πύργου.
Αρχές Ιουνίου 2021 ο Κατηγορούμενος 1 αποφάσισε να διορίσει νέο αρχιτέκτονα της ανάπτυξης που προωθούσε οι οποίοι και απέστειλαν επιστολή στις 09.06.2021 προς το Τμήμα Πολεοδομίας με την οποία ζητούσαν να έχουν άμεση επικοινωνία με σκοπό την ενημέρωση για την πορεία εξέτασης της πολεοδομικής αίτησης που είχε υποβάλει και στην οποία έλαβαν απαντητική επιστολή μέσω email ότι είχε εκδοθεί ειδοποίηση επιβολής δυνάμει του άρθρου 46 την οποία όμως ο Κατηγορούμενος ουδέποτε έλαβε ως ισχυρίζεται. Σε σχέση δε με την επιστολή ημερ. 08.07.2021 της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού προς τον ίδιο και τους άλλους 3 κατηγορούμενους με την οποία τους καλούσαν να σταματήσουν κάθε οικοδομική εργασία και να αρθούν οι παρανομίες δόθηκαν οδηγίες προς τους δικηγόρους τους να αποστείλουν απαντητική επιστολή όπως και έγινε με την επιστολή ημερ. 14.07.2021. Ως σημειώνει αρχές Ιουλίου 2021 υπόβαλε τελικά προς το Υπουργικό Συμβούλιο αίτηση για την χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση σύμφωνα με την οποία επιδιωκόταν και ζητείτο άδεια για εκτέλεση προσθηκομετατροπών στην οικία ενώ παράλληλα αποστάλθηκε και αριθμός επιστολών προς τις εμπλεκόμενες αρχές με τις οποίες τους ενημέρωναν για την ανάγκη εκτέλεσης συγκεκριμένων εργασιών στην οικία για σκοπούς διασφάλισης και προστασίας της οικοδομής.
Καταληκτικά ο ενόρκως δηλών επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης του υποστηρίζοντας πως με βάση αυτούς η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί επισυμένοντας πώς ο ίδιος σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος θα υποστεί μεγαλύτερη ζημιά από ότι η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής σε περίπτωση που αυτό δεν εκδοθεί αφού θα υποστεί αλλά και ήδη υφίσταται έξοδα, ταλαιπωρία ενώ μάλιστα ως σημειώνει χαρακτηριστικά θα χάσει και πολύτιμο χρόνο στην ολοκλήρωση της επιδιωκόμενης ανάπτυξης.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 2, 3 & 4
Οι Καθ΄ ών η Αίτηση αρ. 2, 3 & 4 στις 18.08.2021 καταχώρησαν γραπτή ένσταση με την οποία προβάλουν συνολικά δύο λόγους για την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης. Με τον πρώτο λόγο ένστασης στην ουσία δηλώνουν ότι αυτοί υιοθετούν όλους τους λόγους ένστασης που έχουν τεθεί από πλευράς Κατηγορούμενου 1 μέσω της δικής του ένστασης. Με τον δεύτερο λόγο ένστασης ο οποίος παρατίθεται από μέρους τους επιπρόσθετα και ο οποίος αναλύεται σε τέσσερις υποπαραγράφους προωθούν ως λόγους ένστασης ότι (α) ο Γενικός Εισαγγελέας είναι αναρμόδιος να καταχωρήσει την υπό κρίση ποινική υπόθεση καθότι αυτός δεν είναι η Αρμόδια Αρχή με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 96 στη βάση του οποίου στηρίζονται οι προωθούμενες κατηγορίες, ότι (β) οι Καθ΄ ών η Αίτηση 2, 3 και 4 ως οι εργολάβοι και εργολήπτες των σχετικών οικοδομικών εργασιών δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στην υπόθεση αφού δρουν κατ΄ εντολή του ιδιοκτήτη ούτε και είναι αρμόδιοι να εξασφαλίσουν την οποιαδήποτε απαιτούμενη άδεια αφού μάλιστα την ευθύνη του έργου έχουν κατά νόμο και οι αρχιτέκτονες και επιβλέποντες μηχανικοί που ενεργούν κατ΄ εντολή του ιδιοκτήτη ότι (γ) οι ισχυρισμοί του αιτητή περί κινδύνου από την συνέχιση των οικοδομικών εργασιών είναι γενικοί και αόριστοι και έγιναν με σκοπό την προσπάθεια τους να συμπεριληφθούν οι Καθ΄ ών η Αίτηση 2, 3 και 4 στην υπόθεση χωρίς μάλιστα να συμπεριλαμβάνεται η σχετική με το θέμα αυτό νομοθεσία και ότι (δ) με την υπό κρίση αίτηση δεν παρατίθενται με επαρκή λεπτομέρεια ποιες είναι οι οικοδομικές εργασίες που χρήζουν αδειοδότησης δηλαδή ποιες είναι οι παράνομες και ποιες όχι αφού ως ισχυρίζονται υπάρχουν εργασίες που αποτελούν ουσιαστικά θέματα διακόσμησης της οικίας για τις οποίες δεν απαιτείται η έκδοση πολεοδομικής άδειας με αποτέλεσμα τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος με τον τρόπο που αυτό επιδιώκεται θα είναι αναποτελεσματικό και θα οδηγούσε σε αυθαίρετα αποτελέσματα και ερμηνείες.
Η ένσταση βασίζεται στους περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρα 31 και 32, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θ.1-4, στο άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στα άρθρα 2,3 και 20(1)(α)(2)(3) και (3Α) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, στις πρόνοιες, πνεύμα και σκοπό του περί της Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1996 (Ν.89(Ι)/1996), στον περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμο του 1972 (Ν.97/1973), στην σχετική Νομολογία και στις αρχές της επιείκειας και στις Συμφυείς Εξουσίες, την διακριτική ευχέρεια και εν γένει Πρακτική του Δικαστηρίου και συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του XXX Βασιλείου.
Ο ενόρκως δηλών που είναι και ο Κατηγορούμενος – Καθ΄ ού η Αίτηση αρ.3 στην υπό εξέταση ποινική υπόθεση αναφέρει σε αυτή ότι πρόκειται για έναν εκ των διευθυντών της Κατηγορούμενης 2 αδειούχας εργολήπτριας εταιρείας με άδεια για την εκτέλεση οικοδομικών έργων τάξης Δ η οποία κάλυπτε το μέγεθος των εργασιών που αφορούν την υπόθεση, εταιρεία μάλιστα όπως δηλώνει ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη για θέματα ασφάλειας και υγείας στα εργοτάξια και η οποία κατά τον Μάιο του 2021 ανέλαβε την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών που αφορούν την άνω υπόθεση εργασίες στις οποίες όμως εμπλέκονταν και άλλοι εργολάβοι αφού δεν ήταν οι πρώτοι που είχαν προσληφθεί για το συγκεκριμένο έργο. Η από μέρους τους ανάληψη των εργασιών ξεκίνησε ουσιαστικό τον Μάιο 2021 με περιορισμένο ορίζοντα εργασιών και ακολούθως ανέλαβαν και περισσότερες εργασίες. Μάλιστα ως σημειώνει είχαν μέχρι και την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής επιστολής από την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού και σταμάτησαν άμεσα τις εργασίες, προχωρήσει σε προκαταρτικές εργασίες και την κατασκευή σχετικού σκελετού και άλλων εσωτερικών εργασιών, δηλαδή οι εργασίες δεν είχαν προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό και ότι γινόταν ήταν σε προκαταρτικό στάδιο και ως προετοιμασία για τα περαιτέρω. Ο ίδιος εκτός όπου αντίθετα αναφέρεται δηλώνει πως δεν συμφωνεί με την ένορκη δήλωση της κας. Κουρσάρου που υποστηρίζει την αίτηση και υιοθετεί τους λόγους ένστασης που προωθούνται από πλευράς Κατηγορούμενου 1 καθώς και την επιχειρηματολογία που αυτός προβάλει προς υποστήριξη τους.
Ο ίδιος ως σημειώνει αντιλήφθηκε κατά την επίσκεψη του Κοινοτάρχη Πύργου στο εργοτάξιο την εμπάθεια του προς το πρόσωπο του Κατηγορούμενου 1 και αναφέρθηκε και στις επισκέψεις μελών της Αστυνομικής Δύναμης στο εργοτάξιο επισκέψεις τις οποίες χαρακτήρισε ότι γίνονταν για σκοπούς εκφοβισμού και πίεσης. Όσον αφορά ζητήματα κινδύνου ο ίδιος αναφέρει ότι αν πράγματι υπήρχαν θέματα ασφάλειας τότε θα μπορούσαν τα άτομα που επισκέφθηκαν το εργοτάξιο να καλούσαν το Γραφείο Εργασίας και κάτι τέτοιο δεν έγινε αφού δεν υφίστατο τέτοιο θέμα. Αναφερόμενος για το ζήτημα των αδειών και των αιτήσεων δήλωσε πως δεν τον αφορούσε αφού λάμβανε εντολές και διαβεβαιώσεις από τον επιβλέποντα αρχιτέκτονα και οι εργασίες που είχαν κάνει βρίσκονταν σε προκαταρτικό στάδιο ενώ μάλιστα μόλις παρέλαβαν την επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού ημερ. 08.07.2021 σταμάτησαν άμεσα τις εργασίες και έκτοτε δεν προχώρησε στην οποιαδήποτε εκτέλεση τους συμμορφούμενος με το περιεχόμενο της επιστολής εκφράζοντας μάλιστα την έκπληξη του για την προώθηση της υπό κρίση αίτησης αφού είχαν συμμορφωθεί.
Τέλος επανέλαβε τους προωθούμενους από μέρους του λόγους ένστασης, υιοθέτησε εκ νέου και τους λόγους ένστασης που προωθούνται από πλευράς Κατηγορούμενου 1 και εξέφρασε την άποψη ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Κατά την ημέρα που η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων με τις εισηγήσεις τους τόσο γραπτές όσο και προφορικές υποστήριξαν ο καθένας τις θέσεις του διαδίκου έκαστος εξ αυτών εκπροσωπεί. Έχω μελετήσει επισταμένως τις θέσεις αυτές, τις έχω υπόψη μου και θα αναφερθώ σε αυτές όπου κρίνω ότι είναι αναγκαίο.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδίδει Διατάγματα και η εξουσία αυτή πηγάζει από το Δίκαιο της Επιείκειας και η δικαιοδοσία για την έκδοσή τους στο Κυπριακό Δίκαιο παρέχεται από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την επίδικη υπόθεση παρόμοια πρόνοια περιέχεται στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96 και ειδικότερα στο άρθρο 20(3Α), το οποίο ρητά παραπέμπει στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, στον περί Δικαστηρίων Νόμο και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Το εν λόγω άρθρο 20(3Α) προνοεί τα ακόλουθα:
«(3Α) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία που προσάχθηκε εναντίον κάποιου προσώπου για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση του εδαφίου (1) δύναται κατόπι αίτησης ex parte να διατάξει αναστολή κάθε περαιτέρω εργασίας αναφορικά με κάποια υπό ανέγερση, κατεδάφιση, κατασκευή ή ανοικοδόμηση οικοδομή ή οδό ή την υπό μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης της οικοδομής, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία προσάχθηκε η κατηγορία:
Νοείται ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών».
Το άρθρο 3(1) του Κεφ. 96 έχει ως ακολούθως:
3.-(1) Κανένα πρόσωπο δεν δύναται-
(α) να διανοίγει ή κατασκευάζει οδό
(β) να ανεγείρει ή να ανέχεται ή να επιτρέπει να ανεγείρεται οικοδομή ή να κατεδαφίζει ή να ανοικοδομεί ή να προβαίνει σε μετατροπή, προσθήκη ή επισκευή σε οποιαδήποτε υφιστάμενη οικοδομή ή να ανέχεται ή να επιτρέπει να γίνει οποιαδήποτε τέτοια κατεδάφιση ή ανοικοδόμηση ή οποιαδήποτε τέτοια μετατροπή, προσθήκη ή επισκευή
(γ) να διανοίγει ή να διαιρεί οποιαδήποτε γη (ανεξάρτητα από το αν οποιεσδήποτε άλλες οικοδομές ή οικοδομές που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για γεωργία ή δασοκομία, υπάρχουν επ’ αυτής ή όχι) σε χωρισμένα οικόπεδα
(δ) να διαιρεί οποιαδήποτε οικοδομή (ανεξάρτητα από το αν οποιαδήποτε τέτοια διαίρεση καθιστά αναγκαία οποιαδήποτε κατασκευή ή όχι) σε χωρισμένα διαμερίσματα
(ε) να μετατρέψει ή επιτρέψει ή ανεχθεί τη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης μιας οικοδομής.
(στ) να αρχίζει προβαίνοντας σε οποιαδήποτε από τις εργασίες ή από τα ζητήματα που εκτίθενται πιο πάνω,
χωρίς άδεια γι' αυτό, η οποία λαμβάνεται προηγουμένως από την αρμόδια αρχή όπως καθορίζεται στο εδάφιο (2) ή, όταν η άδεια εκδίδεται δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (2) του άρθρου 14, από το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως:
Νοείται ότι, άδεια δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι δυνατό να αφορά αποκλειστικά συγκεκριμένο τμήμα οικοδομής ή οποιαδήποτε προσαρτήματα σε αυτή και αυτή η άδεια δε θα αποτελεί άδεια για άλλα τμήματα της οικοδομής για τα οποία δεν έχει εκδοθεί άδεια μετά την εξέταση σχετικής αίτησης».
Το άρθρο 20(1) και (3) του Κεφ. 96 έχει ως ακολούθως:
«Ανεξαρτήτως από την επιβολή οποιουδήποτε διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο -
(α) Ανεγείρει οικοδομή χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει άδεια οικοδομής, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 3·
(β) παραβιάζει τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 10∙
(γ) κατέχει ή χρησιμοποιεί ή ενεργεί, ώστε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή ή τμήμα οικοδομής πριν από την έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης από την αρμόδια αρχή, όπως απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10∙
διαπράττει αδίκημα για το οποίο υπόκειται σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο ποινές μαζί και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο ποινές μαζί.
(3) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που καθορίζεται από το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να διατάξει
(α) όπως η οικοδομή ή οποιοδήποτε τμήμα αυτής, ανάλογα με την περίπτωση, σε σχέση με την οποία το ποινικό αδίκημα διαπράχτηκε κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε καθοριστεί σε τέτοιο διάταγμα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτή από την αρμόδια αρχή»
Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου επεξηγήθηκε και διασαφηνίστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Odysseos v. A. Pieris Esates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557, National Bank of Greece S.A. v. Motoria Ltd (1987) 1 C.L.R. 303, Louis Vouitton v. Δέρμοσακ Λίμιτεδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453) και από την επί του θέματος νομολογία προκύπτει ότι για να εκδοθεί κάποιο ενδιάμεσο Διάταγμα πρέπει να συντρέχουν οι τρεις πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
(β) η ύπαρξη πιθανότητας ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία και
(γ) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του Διατάγματος.
Επιπρόσθετα, στις υποθέσεις Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (πιο πάνω), Κούνουνα v. C. & A. Simonos Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1361 και Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152, αναφέρθηκε ότι η ύπαρξη απλώς των τριών θεσμικών προϋποθέσεων δεν είναι αρκετή. Στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει ένα τέτοιο Διάταγμα (Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019).
Το Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης δεν προχωρεί στο στάδιο αυτό σε κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, νοουμένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, αυτό ανάγεται κατ' εξοχή στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Τα ίδια λέχθηκαν και στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248. Είναι επίσης νομολογημένο ότι η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον Διάταγμα δεν ενδείκνυται (Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka D.D. (1999) 1 Α.Α.Δ. 225).
Στην συνέχεια θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις σημειώνοντας ότι το Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης δεν προχωρεί στο στάδιο αυτό στην κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, νοουμένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (πιο πάνω), αυτό ανάγεται κατ΄ εξοχή στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Βέβαια κάποια αξιολόγηση της προσφερόμενης μαρτυρίας σε σχέση με τη διαπίστωση της ικανοποίησης των τριών προϋποθέσεων είναι αναγκαία, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (πιο πάνω), αλλά με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα όσα ακολουθούν αποτελούν την τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου. Διαπιστώνεται απλώς η παρουσία ή η απουσία οποιουδήποτε θεμελιακού προβλήματος στο πραγματικό ή νομικό υπόβαθρο της αίτησης που θα άφηναν έκδηλα ανικανοποίητες τις τρεις προϋποθέσεις.
Ισχυρισμός για μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων
Πριν να εισέλθω όμως στην εξέταση των προϋποθέσεων θα ήθελα να σχολιάσω ένα ζήτημα το οποίο η πλευρά του Κατηγορούμενου 1 ήγειρε εκτενώς τόσο στην ένσταση όσο και στην αγόρευση του δικηγόρου του και αυτό δεν είναι άλλο από την ισχυριζόμενη εσκεμμένη παράλειψη παρουσίασης γεγονότων στο Δικαστήριο από πλευράς Αιτητή δηλαδή ότι αυτοί δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια (clean hands) και ότι στη βάση αυτής της επιχειρηματολογίας η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Υπενθυμίζεται πως στις 14.07.2021 που καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση και ορίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 15.07.2021 μπορεί να επιδιώχθηκε η έκδοση διατάγματος μονομερώς χωρίς δηλαδή να ακουστεί η άλλη πλευρά όμως το Δικαστήριο που της επιλήφθηκε (κάτω από άλλη σύνθεση) έκρινε μελετώντας την αίτηση ότι αυτή θα πρέπει πρώτα να επιδοθεί αφού δεν δικαιολογείτο η εξέταση της μονομερώς και δεν προχώρησε στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και διέταξε την επίδοση της αίτησης.
Συνεπώς από την στιγμή που το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα δεν εκδόθηκε στα πλαίσια μονομερούς διαδικασίας και απεναντίας η αίτηση επιδόθηκε και η άλλη πλευρά παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και καταχώρησε ένσταση επί όλων των θεμάτων παρουσιάζοντας μάλιστα την δική της εκδοχή στην υπόθεση συμπεριλαμβανομένων και των γεγονότων που κατ΄ ισχυρισμό έτυχαν απόκρισης από πλευράς των αιτητών δεν τίθεται πλέον θέμα εξέτασης ζητήματος απόκρισης γεγονότων αφού το Δικαστήριο εξετάζει πλέον την υπό κρίση αίτηση στη βάση του συνόλου του υλικού που καταχωρίστηκε είτε από πλευράς Αιτητή είτε από πλευράς Καθ΄ ών η Αίτηση. Ως εκ τούτου όταν πλέον αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εξετάζετε ως διά κλήσεως αίτηση και από την στιγμή που δεν εκδόθηκαν μονομερώς οποιαδήποτε διατάγματα τα οποία να καθίστανται επιστρεπτέα τότε δεν τίθεται ζήτημα επίκλησης απόκρυψης γεγονότων. Για το ζήτημα αυτό ενδιαφέρουμε ανάλυση έγινε από τον τότε Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κ.Ιωαννίδη στα πλαίσια της Αγωγής Ε.Δ. Λευκωσίας 6310/15 στην απόφαση του ημερομηνίας 30.11.2016 το σκεπτικό της οποίας υιοθετεί πλήρως και το παρόν Δικαστήριο[1].
Προϋπόθεση (α) – Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση
Η 1η προϋπόθεση έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν της κατάδειξης μιας συζητήσιμης υπόθεσης. Το Δικαστήριο εξετάζοντας αυτή την προϋπόθεση εξετάζει κατά πόσο από τα δικόγραφα τα οποία βρίσκονται ενώπιόν του αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση. Δεν χρειάζεται στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο οι αιτητές να αποδείξουν το ουσιαστικό του δικαιώματός τους αλλά να δείξουν στο Δικαστήριο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί της ύπαρξής του. Το Δικαστήριο σε αυτό το αρχικό στάδιο δεν θα αποφασίσει τελεσίδικα οτιδήποτε ούτε θα καταλήξει επί της βασιμότητας των εκατέρωθεν ισχυρισμών.
Έχοντας αυτό υπόψη αναφέρω ότι οι ισχυρισμοί των αιτητών ότι διεξάγονταν οικοδομικές εργασίες εντός του τεμαχίου XXX ιδιοκτησίας του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 και συγκεκριμένα στο ισόγειο και στον όροφο υφιστάμενης διώροφης κατοικίας με σκοπό την επέκταση της και περαιτέρω υπήρξε προσθήκη μεταλλικού σκελετού πάνω στον όροφο χωρίς να έχει εξασφαλιστεί εκ των προτέρων άδεια οικοδομής από την Αρμόδια Αρχή ήτοι την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τα όσα οι Καθ΄ ών η Αίτηση αναφέρουν στις δικές τους ένορκες δηλώσεις. Η πλευρά του Καθ΄ ού η Αίτηση 1 επιβεβαιώνει ουσιαστικά ότι από τις αρχές 2020 και μετέπειτα κατ΄ επιθυμία του ιδιοκτήτη της κατοικίας τροχιοδρομήθηκαν εργασίες εντός αλλά και εκτός αυτής με σκοπό την βελτίωση της λειτουργικότητας της. Προς το σκοπό μάλιστα αυτό καταχωρήθηκε και αίτηση για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας η οποία όμως στις 09.04.2020 απορρίφθηκε ενώ στην συνέχεια κατά τον Ιούλιο του 2021 καταχωρήθηκε νέα αίτηση από μέρος του ιδιοκτήτη με σκοπό την απόπειρα εξασφάλισης Πολεοδομικής Άδειας κατά παρέκκλιση η εξέταση της οποίας εκκρεμεί. Μάλιστα ως επιβεβαιώνεται και από τον Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 3 η δική του εργοληπτική εταιρεία ανέλαβε από τον Μάιο του 2021 κατ΄ εντολή του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 την εκτέλεση εργασιών εντός του ακινήτου του χαρακτηρίζοντας το μάλιστα και ως εργοτάξιο εργασίες οι οποίες είχαν αρχίσει και συνεχιστεί παλαιότερα και από άλλους εργολάβους.
Μάλιστα ο ίδιος ο Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 στην δική του ένορκη δήλωση φαίνεται να επιβεβαιώνει την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών εντός του ακινήτου του τις οποίες μάλιστα εργασίες δηλώνει ότι ανέστειλε στις 14.07.2021. Καμία Πολεοδομική Άδεια ή Άδεια Οικοδομής δεν φαίνεται να έχει εξασφαλιστεί για το επίδικο τεμάχιο και οι οποίες να καλύπτουν τις οικοδομικές εργασίες που διεξάγοντας εντός αυτής. Μάλιστα φαίνεται ο Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 να παραγνωρίζει το γεγονός πως η έκδοση μιας Πολεοδομικής Άδειας στην ουσία αδειοδοτεί μια ανάπτυξη ενώ η έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών αυτής επιτρέπεται μόνο με την έκδοση της Άδειας Οικοδομής. Στην υπό εξέταση περίπτωση και για σκοπούς και μόνο της παρούσας διαδικασίας φαίνεται πώς εντός του επίδικου ακινήτου έχουν εκτελεστεί οικοδομικές εργασίες και οι οποίες αποτελούν αντικείμενο τόσο της ποινικής υπόθεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο όσο και της υπό κρίση αίτησης για τις οποίες δεν έχει εξασφαλιστεί Άδεια Οικοδομής από την Αρμόδια Αρχή.
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω φαίνεται να αποκαλύπτεται αντικειμενικά η διάπραξη του επίδικου ποινικού αδικήματος της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχεία. Συνεπώς φαίνεται ότι η ως άνω 1η προϋπόθεση της ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης ικανοποιείται.
Προϋπόθεση (β) – Ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας
Κατά την εξέταση της συνδρομής ή όχι της προϋπόθεσης της ύπαρξης πιθανότητας επιτυχίας το Δικαστήριο θα ικανοποιηθεί ότι αυτή υφίσταται εφόσον οι αιτητές δείξουν ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα επιτυχίας χωρίς να χρειάζεται να αποδείξουν αυτό στο επίπεδο που θα απαιτείτο να πράξουν για να αποδείξουν την υπόθεσή τους. Η διακρίβωση της πιθανότητας επιτυχίας σε αυτό το στάδιο γίνεται στη βάση της προσαχθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, χωρίς αυτό όμως να ασχολείται με αντικρουόμενους ισχυρισμούς ή να καταλήγει σε τελικά συμπεράσματα.
Στα πλαίσια εξέτασης της προϋπόθεσης αυτής η πλευρά του Αιτητή υποστηρίζει πως εντός του τεμαχίου XXX ιδιοκτησίας του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 εκτελέστηκαν οικοδομικές εργασίες και συγκεκριμένα εργασίες που αφορούν την επέκταση της υφιστάμενης διώροφης κατοικίας τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο με σκοπό την επέκταση αυτής αλλά και την προσθήκη μεταλλικού σκελετού πάνω στον όροφο. Προς το σκοπό ανάδειξης των εργασιών αυτών κατατέθηκε ως Τεκμήριο σημαντικός αριθμός φωτογραφικού υλικού που παρουσιάζουν την οικοδομή και το εργοτάξιο γενικότερα και σύμφωνα με την έρευνα που έγινε καμία άδεια οικοδομής δεν έχει εκδοθεί σε σχέση με αυτές.
Οι εργασίες αυτές δεν φαίνεται να αμφισβητούνται από πλευράς του ιδιοκτήτη και του αντιπροσώπου της εργοληπτικής εταιρείας. Μάλιστα γίνεται αναγνώριση της εκτέλεσης αυτών εντός του τεμαχίου XXX το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζουν και ως εργοτάξιο και για τις οποίες μάλιστα εργασίες τροχιοδρομήθηκε διαδικασία έκδοσης πολεοδομικών αδειών χωρίς όμως μέχρι σήμερα να εξασφαλιστεί οποιαδήποτε άδεια. Χαρακτηριστικό μάλιστα το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 ήτοι της αίτησης που υποβλήθηκε για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας κατά παρέκκλιση μόλις τον Ιούλιο του 2021 και ενώ οι εργασίες σε μεγάλο βαθμό είχαν εκτελεστεί που στην περιγραφή της ανάπτυξης αναφέρεται σε προσθήκες και μετατροπές σε δύο κατοικίες και ενοποίηση τους σε μία μονάδα και καταδεικνύει εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον την έκταση των εργασιών.
Μάλιστα με την απαντητική επιστολή ημερομηνίας 14.07.2021 των τότε δικηγόρων του Καθ΄ ού η Αίτηση 1 προς την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού σε απάντηση της επιστολής της ημερ. 08.07.2021 με τίτλο παράνομες οικοδομικές εργασίες στο τεμάχιο XXX και με την οποία τους καλούσε όπως άμεσα παύσουν κάθε οικοδομική εργασία εντός του ακινήτου αφού διαπιστώθηκε κατά την επιτόπια επίσκεψη η διεξαγωγή οικοδομικών εργασιών με σκοπό την επέκταση υφιστάμενης κατοικίας χωρίς την εξασφάλιση αδειών ο Καθ΄ ού η Αίτηση 1 μέσω των τότε δικηγόρων του χωρίς να αναφέρει ότι δεν πρόκειται για εργασίες που δεν απαιτούσαν οποιαδήποτε άδεια δηλώνει πως αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής και έχει δώσει οδηγίες για να σταματήσουν οι εργασίες και ότι θα προχωρούσε μέσω των συμβούλων του σε διαδικασία για την εξασφάλιση άδειας.
Συνεπώς λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω κρίνω πως για σκοπούς του παρόντος σταδίου πως υπάρχει στην υπό εξέταση υπόθεση ορατή πιθανότητα επιτυχίας της υπόθεσης αφού φαίνεται να προκύπτει πως εκτελέστηκαν οικοδομικές εργασίες εντός του επίδικου ακινήτου με εμπλεκόμενους τους κατηγορούμενους χωρίς αυτές να καλύπτονται από οποιαδήποτε άδεια.
Προϋπόθεση (γ) – Πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς
Η 3η προϋπόθεση, ήτοι να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος, συναρτάται με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στον αιτητή της θεραπείας που δικαιούται σύμφωνα με το νόμο (Παναγίδης v. Παναγίδης (2001) 1 Α.Α.Δ. 396). Το κριτήριο αυτό ικανοποιείται όταν οι αποζημιώσεις που θα αποδοθούν στο τέλος της δίκης θεωρείται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν ο αιτητής δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι' αυτό δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη. Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231, Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία (M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.ά. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791). Ακόμη χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Highgate Primary School Ltd v. Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 317:
«Η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους, σε περίπτωση επιτυχίας των εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους εφεσίβλητους-ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».
«Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία».
Στην παρούσα υπόθεση η κα Κουρσάρου ενόρκως δηλούσα που υποστηρίζει την αίτηση υποστηρίζει πως οι κατηγορούμενοι ενώ γνωρίζουν πως δεν νομιμοποιούνταν στην εκτέλεση των εργασιών χωρίς να λάβουν την προηγούμενη απαιτούμενη άδεια οικοδομής από την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού προέβησαν και συνεχίζουν να προβαίνουν σε αυτές αδιαφορώντας για τους νόμους και τις υποδείξεις των εμπλεκομένων αρχών με αποτέλεσμα να συνιστά και κίνδυνο για όσους εργάζονται σε αυτή. Από την άλλη ο Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 στην δική του ένορκη δήλωση υποστηρίζει πώς η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει καταδείξει ότι εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα υποστούν μεγαλύτερη ζημιά σε σύγκριση με την ζημιά που ο ίδιος θα υποστεί από την έκδοση του σημειώνοντας πως η δική του πλευρά θα υποστεί την μεγαλύτερη συγκριτικά ζημιά αφού ήδη υφίσταται και θα υποστεί έξοδα, ταλαιπωρία ενώ θα χάσει και πολύτιμο χρόνο στην ολοκλήρωση της επιδιωκόμενης ανάπτυξης.
Στην υπό εξέταση υπόθεση προκύπτει πως ένας από τους λόγους που η Πολεοδομική Άδεια που απορρίφθηκε στις 09.04.2020 (Αίτηση XXX) είχε να κάνει επειδή οι προτείνοντες προσθήκες από πλευράς του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 γίνονται σε τμήματα της κοινόκτητης ιδιοκτησίας με αποκλειστικά μάλιστα δικαιώματα χρήσης (σχετικό το Τεκμήριο 1 της ένστασης του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1) και για την οποία δεν έφερε τις υπογραφές όλων των συνιδιοκτητών της ανάπτυξης. Επιπρόσθετα παρά το γεγονός ότι βασική επιχειρηματολογία τόσο του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 όσο και των Καθ΄ ών η Αίτηση αρ. 2, 3 και 4 ήταν ότι δεν απαιτείται η έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος αφού από τις 14.07.2021 έχουν παύσει να εκτελούνται οποιεσδήποτε εργασίες εντός του ακινήτου η αναφορά του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 στην παράγραφο 55 της ένορκης του δήλωσης δίνει την εντύπωση ότι πρόθεση του δεν είναι να αφήσει τις εργασίες αυτές σε αναστολή αλλά απεναντίας δηλώνει ευθαρσώς ότι τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα του δημιουργήσει πρόβλημα αφού ως χαρακτηριστικά αναφέρει ‘’..θα χάσω και πολύτιμο χρόνο στην ολοκλήρωση της επιδιωκόμενης ανάπτυξης’’ παραγνωρίζοντας ή έστω αδιαφορώντας ότι δεν κατέχει στα χέρια του σχετικές άδειες.
Επίσης και από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του κατηγορούμενου – Καθ΄ ού η Αίτηση 3 (παράγραφος 5[2]) παραδέχονται πως οι εκτελεσθείσες οικοδομικές εργασίες εντός του επίδικου ακινήτου είναι προς το παρόν ημιτελής και μη ολοκληρωμένες ως εκ τούτου δεν αποκλείεται σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος να προχωρήσουν σε ολοκλήρωση.
Συνεπώς λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ενδεχόμενα δικαιώματα τρίτων δύναται να επηρεάζονται από τις προθέσεις του ιδιοκτήτη του επίδικου ακινήτου σε σχέση με τις οικοδομικές εργασίες που διεξήχθησαν εντός αυτού και ενδεχομένως να διεξαχθούν εις το μέλλον προς ολοκλήρωση τους και πριν την πλήρη εκδίκαση της υπό εξέταση περίπτωσης κρίνω υπό της περιστάσεις πως σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος ενδεχόμενα να δημιουργήσει μια ανατρέψιμη κατάσταση πραγμάτων ή έστω να περιπλέξει ακόμα περισσότερο την υφιστάμενη κατάσταση σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και μετά από καταδικαστική απόφαση στα πλαίσια της κυρίως υπόθεσης εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης των οικοδομών δεν θα είχε τέτοια αποτελεσματική εφαρμογή.
Εν πάση περιπτώσει τυχόν αποδοχή της επιχειρηματολογίας του Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 ότι λόγω της ύπαρξης της δυνατότητας έκδοσης με το πέρας της δίκης τελικού διατάγματος κατεδάφισης τυχόν παράνομων οικοδομών αποτελεί λόγο για την μη έκδοση του ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος θα καθιστούσε τις πρόνοιες του άρθρου 20(3Α) του Κεφ. 96 και της εξουσίας αυτής που δίδεται στο Δικαστήριο ατελέσφορη.
Επιπρόσθετα και ο κίνδυνος πρόκλησης ατυχήματος εντός του εργοταξίου στο οποίο εκτελούνται εργασίες για τις οποίες δεν φαίνεται να έχουν εξασφαλιστεί οι απαιτούμενες άδειες αλλά και εκτός αυτού αφού από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 που επισυνάπτεται στην αίτηση διαφαίνεται πως το επίδικο ακίνητο εφάπτεται και συνορεύει με πεζοδρόμιο και δρόμο και στο οποίο μάλιστα πεζοδρόμιο και δρόμο έχουν τοποθετηθεί άχρηστα υλικά της οικοδομής, οικοδομικά υλικά, αντικείμενα και εργαλεία που αφορούν τις οικοδομικές εργασίες και την λειτουργία του εργοταξίου δεν θα μπορούσε να αποκλησθεί.
Αν πράγματι οι οικοδομικές εργασίες εντός του επίδικου ακινήτου έπαψαν να λαμβάνουν χώρα ως οι Καθ΄ ών η Αίτηση διατείνονται και αυτοί δεν έχουν πρόθεση να τις συνεχίσουν και/ή ολοκληρώσουν τότε σε τέτοια περίπτωση δεν θα πρέπει να ανησυχούν αφού εναντίον τους δεν θα μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατηγορία παρακοής του εκδοθεισομένου διατάγματος.
Έχοντας αυτά υπόψη έχω ικανοποιηθεί ότι στην υπό εξέταση υπόθεση ικανοποιείται και η 3η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 32 του Ν.14/60.
Όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 δεν προχωρά χωρίς άλλο στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος Διατάγματος αλλά οφείλει περαιτέρω να εξετάσει κατά πόσο είναι εύλογο και δίκαιο υπό τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης να πράξει τούτου. Το «ισοζύγιο της ευχέρειας» (balance of convenience) - ορθότερα των αναγκών της δικαιοσύνης ή ως πιο αρμόζουσα φράση «balance of justice» (Francome v. Mirror Group Newspapers Ltd (1984) 1 WLR 892), δεδομένου ότι το Δικαστήριο ασχολείται με τη δικαιοσύνη και όχι με την ευχέρεια των διαδίκων (Metaquotes Software Ltd κ.ά. ν. Dababou, Π.E. Αρ. Ε324/2016, ημερ. 14.11.2018, Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» (ανωτέρω) και Αντώνης και Φουλής Μιχαήλ Λτδ ν. Ιωαννίδη, Π.E. Αρ. Ε44/2014, ημερ. 16.7.2019), κρίνεται με βάση τα στοιχεία τα οποία έχει ενώπιον του το Δικαστήριο κατά τον ουσιώδη χρόνο (Κούνουνα ν. C. & A. Simonos Ltd (πιο πάνω)) και με αυτό υποδηλώνεται το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου να ισοζυγίζει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν διαφανεί ότι η απόφασή του που εκδόθηκε στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της δίκης ήταν εσφαλμένη υπό την έννοια ότι είχε χορηγήσει Διάταγμα σε διάδικο ο οποίος απέτυχε να αποδείξει τα δικαιώματά του κατά τη δίκη ή με το να παραλείψει να χορηγήσει Διάταγμα σε διάδικο που τελικά πέτυχε.
Στην υπόθεση Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. Λοϊζίδου (πιο πάνω) λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση. Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας».
Προχωρώντας να σταθμίσω το «ισοζύγιο της δικαιοσύνης» λαμβάνω υπόψη μου την δυναμική της υπόθεσης του Αιτητή, το ενδεχόμενο επηρεασμού δικαιωμάτων τρίτων προσώπων από τις υπό εξέταση οικοδομικές εργασίες, καθώς και το γεγονός ο ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου σε σχέση με τον ισχυριζόμενο δυσμενή επηρεασμό του δεν έχει προβάλει οτιδήποτε ουσιαστικό πέραν της γενικής αναφοράς του ότι θα απωλέσει χρόνο και χρήμα σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος καταλήγω πως είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να προχωρήσω στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω κρίνω υπό τις περιστάσεις ότι στην υπό εξέταση υπόθεση πληρούνται σωρευτικά και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 και επιπρόσθετα λαμβάνοντας υπόψη μου και το ισοζύγιο της ευχέρειας κρίνω πως είναι εύλογο και δίκαιο το αιτούμενο διάταγμα να εκδοθεί.
Διευκρινίζω όμως πως το εκδοθεισομένο αυτό διάταγμα θα αφορά μόνο τον Κατηγορούμενο – Καθ΄ ού η Αίτηση αρ. 1 ως ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου XXX και την Κατηγορούμενη – Καθ΄ ής η Αίτηση αρ. 2 ως την εργολήπτρια εταιρεία η οποία φαίνεται να προέβηκε στην εκτέλεση των επίδικων οικοδομικών εργασιών.
Στην υπό κρίση αίτηση δεν βλέπω γιατί κρίθηκε αναγκαία η συμπερίληψη ως Καθ΄ ών η Αίτηση και των δύο διευθυντών της Κατηγορούμενης 2 εταιρείας. Σημειώνεται πως στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της κας Κουρσάρου που υποστηρίζει την αίτηση καμία απολύτως αναφορά δεν γίνεται για τους Καθ΄ ών η Αίτηση 3 και 4 ούτε καν ότι πρόκειται για τους διευθυντές της Κατηγορούμενης 2. Εν πάση όμως περιπτώσει η ιδιότητα τους αυτή φαίνεται να προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3 και ούτως η άλλως δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς των προσώπων αυτών ότι δηλαδή αμφότεροι κατέχουν την θέση των Διευθυντών της Κατηγορούμενης 2.
Ζητείται όμως με την υπό κρίση αίτηση και η έκδοση διατάγματος που να διατάζει όχι μόνο την Κατηγορούμενη – Καθ΄ ής η Αίτηση 2 ως την εργολήπτρια εταιρεία να αναστείλει και/ή τερματίσει τις οικοδομικές εργασίες εντός του ακινήτου XXX αλλά και προσωπικά τους Διευθυντές αυτής παραγνωρίζοντας με το γεγονός αυτό πως στην περίπτωση όπου εκδίδεται διάταγμα εναντίον νομικού προσώπου, εξυπακούεται η ευθύνη τήρησης του και από φυσικά πρόσωπα που έχουν την διοίκηση του και το εκπροσωπούν.
Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω και στην απουσία οτιδήποτε άλλου από πλευράς Αιτητών κρίνω υπό τις περιστάσεις ότι η υπό κρίση αίτηση σε σχέση με τους Κατηγορούμενους – Καθ΄ ών η Αίτηση αρ. 3 και 4 θα πρέπει να απορριφθεί αφού δεν ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία.
H εξέλιξη βεβαίως αυτή δεν δύναται να επηρεάσει την οποιαδήποτε ενδεχομένως ποινική ευθύνη των Κατηγορουμένων 3 και 4 στις κατηγορίες που ένας έκαστος εξ αυτών αντιμετωπίζουν στην κυρίως υπόθεση οι οποίες μάλιστα κατηγορίες βασίζονται μεταξύ άλλων και στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Σε σχέση μάλιστα με το παράπονο που προβάλουν οι Καθ΄ ών η Αίτηση αρ. 2, 3 και 4 ότι αυτοί κακώς έχουν συμπεριληφθεί ως Κατηγορούμενοι στην υπόθεση αφού ενεργούσαν κατ εντολή του ιδιοκτήτη του ακινήτου υπό την ιδιότητα τους ως εγγεγραμμένοι εργολήπτες το Δικαστήριο σημειώνει πως το κατά πόσον οι εναντίον τους κατηγορίες μπορούν η όχι να στοιχειοθετηθούν θα φανεί όταν η υπόθεση οδηγηθεί σε πλήρη ακρόαση και δεν θα αποφασιστεί στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της διαδικασίας. Το αν θα έπρεπε στην υπόθεση να συμπεριληφθεί ο επιβλέποντας μηχανικός ή ο αρχιτέκτονας του έργου δεν είναι ζήτημα που αφορά το Δικαστήριο αφού η απόφαση εναντίον ποιους θα εγείρονται κατηγορίες αφορά καθαρά και μόνο την Κατηγορούσα Αρχή και στην περίπτωση μας τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Στρεφόμενος επίσης στην επιχειρηματολογία των Κατηγορουμένων – Καθ΄ ών η Αίτηση ότι έκδοση του αιτούμενου διατάγματος με τον τρόπο που αυτό επιδιώκεται θα τους εμποδίσει να προχωρήσουν στην προώθηση συγκεκριμένων εργασιών τυπικού χαρακτήρα στην οικία ώστε να διασφαλιστεί και να προστατευτεί η οικοδομή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγος για την μη έκδοση του διατάγματος. Το αν οι εργασίες αυτές είναι πράγματι τυπικού η όχι χαρακτήρα και αν συνιστούν κατασκευαστικές και/ή οικοδομικές εργασίες τις οποίες το εκδοθεισομένο διάταγμα θα απαγορεύει από το να εκτελούνται δεν θα αποφασιστεί στο παρόν στάδιο. Ούτε βεβαίως και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία ούτε και είναι της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να καθορίσει ή να δώσει το πράσινο φως με την παρούσα του απόφαση για τις ενέργειες αυτές.
Τέλος, επιθυμώ να αναφέρω ότι η απάντηση στο ζήτημα που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Κατηγορουμένων – Καθ΄ ών η Αίτηση 2, 3 και 4 σε σχέση με την κατ' ισχυρισμόν αναρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να εγείρει και να προωθεί την παρούσα ποινική δίωξη δίδεται από το Άρθρο 113(2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας[3]. Προς επίρρωση της θέσης μου παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (όπως ήταν τότε), κ.Πική, στην κλασική απόφαση Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, σελ. 368-369:
«There is nothing in the Constitution neutralising the position at common law as regards private prosecutions. On the contrary, Article 113.2 is an empowering enactment conferring wide powers upon the Attorney-General with regard to prosecution, in addition and not in derogation of those vesting in other persons or authorities».
Το Δικαστήριο δεν αποδέχεται την εισήγηση του συνηγόρου ότι στις περιπτώσεις αδικημάτων ρυθμιστικής μορφής όπως και η περίπτωση των αδικημάτων που περιλαμβάνονται εις το Κεφ. 96 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καθίσταται Αναρμόδιος να προχωρήσει σε καταχώρηση ποινικής υπόθεσης καθότι τέτοια ερμηνεία θα αποτελούσε λανθασμένη ερμηνεία των προνοιών του Άρθρου 113 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και των εξουσιών αλλά και αρμοδιοτήτων που δίδονται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από το άρθρο αυτό.
Κατάληξη
Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και για τους λόγους τους οποίους έχουν αναφερθεί καταλήγω ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα μόνο όμως σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 1 & 2 στην πιο κάτω τροποποιημένη του μορφή:
Ως εκ τούτου Εκδίδεται Προσωρινό Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο διατάσσονται οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 όπως αναστείλουν κάθε περαιτέρω κατασκευαστική και/ή οικοδομική εργασία η οποία εκτελείται εντός του ακινήτου ιδιοκτησίας του Κατηγορούμενου 1 με αριθμό εγγραφής XXX, Φ/Σχ. XXX, Τεμ. XXX το οποίο ευρίσκεται στην κοινότητα Πύργου της επαρχίας Λεμεσού μέχρι την εκδίκαση και έκδοση τελικής απόφασης στην Ποινική Υπόθεση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Όσον αφορά τα έξοδα της αίτησης αυτά επιδικάζονται υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής – Αιτητή και εναντίον των Κατηγορουμένων – Καθ΄ ών η Αίτηση 1 & 2, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της δίκης, οπόταν και θα είναι πληρωτέα.
Σε σχέση με τα έξοδα που αφορά τους Κατηγορούμενους – Καθ΄ ών η Αίτηση 3 & 4 έχοντας υπόψη το γεγονός ότι το εκδοθεισομένο διάταγμα δεν εκδόθηκε εναντίον τους και κατ επέκταση η υπό κρίση αίτηση σε σχέση με αυτούς απορρίφθηκε για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτοί είχαν κοινή εκπροσώπηση με την Κατηγορούμενη – Καθ΄ ής η Αίτηση 2 εταιρεία στην οποία είναι διευθυντές κρίνω υπό τις περιστάσεις δίκαιο όπως μην εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Στην απόφαση μου αυτή βεβαίως έλαβα υπόψη μου και το γεγονός ότι η υπό εξέταση υπόθεση καταχωρήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και σύμφωνα με τα άρθρα 167, 168 και 169 της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155 όπως ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία[4], ούτε τα Πρωτόδικα Δικαστήρια ούτε το Εφετείο έχει εξουσία να επιδικάζει έξοδα σε αθωωθέντα κατηγορούμενο, πληρωτέα από το Δημόσιο Ταμείο.
Συνεπώς κατ΄ αναλογία και στην υπό εξέταση ενδιάμεση διαδικασία δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να αποδώσει προς όφελος των Καθ΄ ών η Αίτηση αρ. 3 και 4 και εις βάρος της Κατηγορούσας Αρχής οποιοδήποτε ποσό δικηγορικών εξόδων παρά το γεγονός ότι η εναντίον τους αίτηση έχει απορριφθεί.
(Υπ.) ........................................
N. Φακοντής, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Οι Εναγόμενοι με συγκεκριμένους λόγους Ένστασης αναφέρουν ότι ο Ενάγων δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή δεν απεκάλυψε και/ή απέκρυψε και/ή παραποίησε και/ή ψεύδεται σε σχέση με ουσιώδη γεγονότα. Ο κ. Χριστοδούλου αγορεύοντας προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου Ένστασης, παρέπεμψε σε συγκεκριμένα γεγονότα τα οποία κατά τον ίδιον ο Ενάγων δεν απεκάλυψε. Ήταν η θέση του ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της Αίτησης αφού όπως ανέφερε «ο Ενάγων απέκρυψε τόση μαρτυρία αλλά και ορκίστηκε τόσα ψεύδη». Πρόκειται περί αβάσιμου λόγου Ένστασης. Κατ' αρχάς, όπως θα λεχθεί και στη συνέχεια, δεν είναι σε αυτό το στάδιο που αποφασίζεται ποιος διάδικος ψεύδεται. Ως ελέχθη, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η Μονομερής Αίτηση επιδοθεί στους Εναγομένους, όπως και έγινε, με αποτέλεσμα αυτή να παύσει να είναι Μονομερής. Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Μιχαήλ (Αρ. 3) (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1943, στην οποία ορθά παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Ενάγοντα, και η οποία αφορούσε σε Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Κρίθηκε στην εν λόγω υπόθεση ότι η υποχρέωση ενός Αιτητή για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων υφίσταται μόνο στην περίπτωση Μονομερούς Αίτησης. Το ίδιο λέχθηκε και στην υπόθεση Rybolovlev κ.ά. v. Rybolovleva (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 82, όπου στη σελίδα 95 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Είναι πράγματι καλά καθιερωμένη η αρχή σύμφωνα με την οποία, εάν διαπιστωθεί ότι εισήγηση για μη πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη στο στάδιο της μονομερούς προσφυγής στο Δικαστήριο ευσταθεί, τότε το Δικαστήριο, ή αργότερα το Εφετείο, πολύ πιθανόν να θέσει τέρμα στην ισχύ εκδοθέντος διατάγματος, χωρίς να εξετάσει άλλα θέματα ουσίας.»
Σημειώνω εδώ πως χρόνια πριν, στην Αγωγή αρ. 1542/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, μεταξύ THE OLD BULL "N" BUSH PUB LIMITED v. Χάρη Κρασσά κ.α., Απόφαση ημερ. 29.5.2003, εξετάστηκε παρόμοιο θέμα από τον τότε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου κ. Μ. Φωτίου. Στη σελίδα 8 της Απόφασης διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Ενόψει του ότι στη δική μας περίπτωση η αίτηση επιδόθηκε στους καθ' ων η αίτηση, ούτως ώστε ουσιαστικά μετατράπηκε σε αίτηση με κλήση, αυτή έπαψε να θεωρείται μονομερής και επομένως δεν εγείρεται (κι ούτε ηγέρθη) θέμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων. Έτσι, δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω σχετικά με την εν λόγω υποχρέωση ενός αιτητή όταν αποτείνεται μονομερώς για προσωρινό διάταγμα.»
[2] Όσον αφορά τις οικοδομικές εργασίες που αφορούν την ως άνω υπόθεση, θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν είμαστε οι πρώτοι εργολάβοι που είχαν προσληφθεί για το έργο. Αναλάβαμε ουσιαστικά το Μάιο 2021 με περιορισμένο ορίζοντα εργασιών και ακολούθως αναλάβαμε και περισσότερες εργασίες. Είχαμε, μέχρι την ημερομηνία που λάβαμε τη σχετική επιστολή από την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού και σταματήσαμε άμεσα τις εργασίες, προχωρήσει σε προκαταρτικές εργασίες και την κατασκευή σχετικού σκελετού και άλλων εσωτερικών εργασιών. Δηλαδή οι εργασίες δεν είχαν προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό και ότι γινόταν ήταν σε προκαταρτικό στάδιο και ως προετοιμασία για τα περαιτέρω.
[3] ..........
Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνηται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσσει δίωξιν καθ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκείται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.
[4] Θωμά v Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 465 και Pishorn v Police (1973) 9 J.S.C. p. 1132