ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:    Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                      Α. Φυλακτού, A.Ε.Δ.

                      Α. Τζ. Σολομωνίδου, E.Δ.

                                          

                                               Αρ. Υπόθεσης: 17255/22

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

  1. A.

                                                    

Κατηγορούμενου

 

Ημερομηνία: 12/01/2024

Για τη Δημοκρατία: κα Λ. Σίγαρ.

Για τον Κατηγορούμενο: κα Ν. Παναγιώτου με κα Μ. Νικολάου.

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΠΟΙΝΗ

(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών – Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό)

 

Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(4)(α)(7) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου  91(Ι)/2014 (κατηγορίες 1 και 2).

 

 Ό,τι του αποδίδεται, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, και έχει παραδεχθεί είναι ότι στις 12/03/2022, στη Λεμεσό, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με την Α.Α., που ήταν παιδί κάτω των 13 ετών (γεννηθείσα την 01/03/2016), δηλαδή καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής που είχε πάνω σε αυτήν:

 

·                Άγγιξε το γεννητικό όργανο της Α.Α. (κατηγορία 1).

·                Πήρε το χέρι της Α.Α. και το τοποθέτησε πάνω στο γεννητικό του όργανο (κατηγορία 2).

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί, έχουν ως ακολούθως:

 

1.         Η Α.Α. (στο εξής «η παραπονούμενη») από τη Βουλγαρία, με ημερομηνία γέννησης 01/03/2016, γνώριζε τον κατηγορούμενο λόγω της οικογενειακής φιλίας που είχε ο τελευταίος με τους γονείς αυτής.

2.         Η παραπονούμενη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διέμενε στη Λεμεσό με τους γονείς της, σε οικία, την οποία τους ενοικίαζε ο κατηγορούμενος.

3.         Ο κατηγορούμενος πήγαινε συχνά στην εν λόγω οικία για επίσκεψη, καθότι ήταν γείτονας και διέμενε στη διπλανή οικία. Ο κατηγορούμενος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια και στη διάρκεια των συχνών του επισκέψεων, συνήθιζε να παίζει με την παραπονούμενη, η οποία τον θεωρούσε άτομο εμπιστοσύνης, ένεκα της πιο πάνω σχέσης που είχε αναπτυχθεί.

4.         Ο κατηγορούμενος, στις 12/03/2022, ενώ ήταν στο πιο πάνω σπίτι που διέμενε η παραπονούμενη και δειπνούσε μαζί τους, ακολούθησε την παραπονούμενη στο δωμάτιο της και κατά τη διάρκεια που έπαιζαν μεταξύ τους, ως συνήθιζαν, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη μαζί της, δηλαδή της άγγιξε τα γεννητικά της όργανα πάνω από τα ρούχα της, καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε πάνω της.

5.         Ο κατηγορούμενος, κατά την ίδια μέρα και ώρα, στο σπίτι της παραπονούμενης, συμμετείχε εκ νέου σε σεξουαλική πράξη με την παραπονούμενη, δηλαδή πήρε το χέρι αυτής και το τοποθέτησε στο δικό του γεννητικό όργανο πάνω από τα ρούχα του, καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε πάνω της.

6.         Στις 13/03/2022, έγινε καταγγελία στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, από τον πατέρα της παραπονούμενης για το περιστατικό της σεξουαλικής κακοποίησης της. Την ίδια μέρα, η Αστ.4367 Αντωνία Πίτρη έλαβε οπτικογραφημένη κατάθεση από την παραπονούμενη, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο «Σπίτι του Παιδιού», κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του πατέρα της.

7.         Την 01/07/2022, στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, η Αστ.4367 Αντωνία Πίτρη, έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, στη μητρική του γλώσσα με τη βοήθεια διερμηνέα, αφού προηγουμένως του παρέδωσε τα έγγραφα δικαιώματα υπόπτου-ανακρινόμενου, τα οποία του εξηγήθηκαν με τη βοήθεια διερμηνέα

 

Η συνήγορος Υπεράσπισης, κατά την αγόρευσή της για σκοπούς μετριασμού της ποινής, αποδεχόμενη τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων αναφέρθηκε στην παραδοχή και απολογία του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο, τονίζοντας ότι αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μη κατάθεση της παραπονούμενης ως μάρτυρα αλλά και την εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου καθώς και ότι δεικνύει τη μεταμέλεια του. Περαιτέρω η κα Παναγιώτου αναφέρθηκε στο λευκό ποινικό μητρώο του πελάτη της και στον έντιμο πρότερο βίο του, τα οποία, ως υποστήριξε, σε συνδυασμό με την ηλικία του, καταδεικνύουν το απομακρυσμένο διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

Η κα Παναγιώτου παρέπεμψε και στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και ζήτησε να ληφθούν υπόψη το μεμονωμένο του όλου περιστατικού καθώς και η απουσία άσκησης βίας, έντασης και βαναυσότητας σε βάρος της παραπονούμενης. Περαιτέρω η συνήγορος Υπεράσπισης αναφέρθηκε στις προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές περιστάσεις του κατηγορούμενου, δίδοντας έμφαση στο σοβαρό πρόβλημα υγείας που αυτός αντιμετωπίζει.

 

Τέλος, η κα Παναγιώτου ζήτησε όπως, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο επιβάλει στον κατηγορούμενο την ελάχιστη δυνατή ποινή και όπως ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης αυτής.

 

Τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού που ο κατηγορούμενος διέπραξε, είναι αναμφίβολα σοβαρά. Η σοβαρότητα τους αντικατοπτρίζεται κατ’ αρχάς μέσα από την ανώτατη ποινή που ο Νόμος προβλέπει, που στην προκειμένη είναι αυτή της ισόβιας φυλάκισης. Το στοιχείο αυτό, λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Souilmi ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9). 

Ο Νόμος 91(Ι)/2014, θεσπίστηκε με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή του νομικού γίγνεσθαι αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, η οποία καθιερώθηκε με πράξεις Διεθνών Οργανισμών και προπάντων προς εναρμόνιση της ημεδαπής νομοθεσίας με πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας. Η προστασία των παιδιών, τα οποία αποτελούν τη βάση της κοινωνίας αλλά και το μέλλον αυτής, αναγνωρίζεται από το διεθνές και ημεδαπό δίκαιο ως κοινωνική ανάγκη, πηγάζουσα εκ της εγγενούς φύσεως της (βλ. Αστυνομία ν. Πατούρη, Ποιν. ΄Εφεση Αρ. 51/20, ημερ. 03/12/2020).

 

Τα σεξουαλικά αδικήματα, ως εκ της φύσεως τους, μειώνουν και καταρρακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εξευτελίζοντας την ανθρώπινη υπόσταση του θύματος και στιγματίζοντας πολλές φορές ακατάλυτα και κατά τρόπο απρόβλεπτο τη ζωή του και τον ψυχικό του κόσμο (βλ. Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 61/20 (Σχ. με 64/20), ημερ. 14/07/2022) ειδικά για τις περιπτώσεις όπου το θύμα είναι παιδί (βλ. Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 99/21, ημερ. 11/05/2022). Ως επισημάνθηκε στην Σ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 155/19, ημερ. 25/02/2021, η γενετήσια ελευθερία είναι έκφανση της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και σε αντίθεση με τους ενήλικες, οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους και έχουν μειωμένη δυνατότητα αντίληψης των δικαιωμάτων τους και των συνεπειών των πράξεων τους. Κατ’ επέκταση δεν έχουν την ωριμότητα να επιλέγουν τους ερωτικούς τους συντρόφους ή τα πρόσωπα με τα οποία θα αναπτύξουν σεξουαλικές δραστηριότητες. Εξ ου και ο Νόμος 91(Ι)/2014 έχει στο επίκεντρο του την προστασία των παιδιών. Τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιακών δικαιωμάτων των παιδιών, όσον αφορά την προστασία και τη φροντίδα, που είναι αναγκαίες για την ευημερία τους (βλ. Μακρίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 181/19, ημερ. 07/09/2020).

 

Στην Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 184/15, ημερ. 13/02/2018, τονίσθηκε, όχι απλώς η ανησυχία, αλλά η αγωνία των Δικαστηρίων σε σχέση με την ολοένα αυξανόμενη τάση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, τα οποία έχουν καταστεί δεσπόζοντα. Ως έχει λεθεί, ό,τι πλήττουν είναι το παιδί και ο ευαίσθητος κόσμος του, αξίες μεγάλης σπουδαιότητας για την κοινωνία, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Η αδιαμφισβήτητη αναγνώριση τέτοιας σπουδαιότητας αντανακλάται στη θέσπιση αυστηρότερων ποινών δια του Νόμου 91(Ι)/2014, ως εκδήλωση της ανησυχίας της κοινωνίας και της αποφασιστικότητας της έννομης τάξης για αντιμετώπιση τέτοιων απαράδεκτων, από κάθε άποψη, συμπεριφορών.

 

Σκοπός του Νόμου 91(Ι)/2014 είναι λοιπόν η προστασία των παιδιών από συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης, οι οποίες έχουν διαφορετικές μεν βαθμίδες, με σταθερή όμως πάντα παράμετρο το ίδιο το θύμα και την ηλικία του, που το κοινωνικό σύνολο θέλει να προστατεύσει, ως ένα πολύτιμο αγαθό (βλ. Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφεση Αρ. 59/16, ημερ. 23/03/2017).

 

Έχει νομολογιακά τονισθεί η ανάγκη ότι οι ποινές σε τέτοιας φύσεως αδικήματα πρέπει να είναι αυστηρές, εφόσον το προστατευόμενο αγαθό είναι ακριβώς τα παιδιά και όσο μικρότερη είναι η ηλικία αυτών, τόσο πιο έντονη είναι η ανάγκη να προστατευθούν, γι’ αυτό και η διαβάθμιση που προκύπτει από τον ίδιο το Νόμο είναι ότι όταν το παιδί-θύμα είναι κάτω των 13 ετών η προνοούμενη ποινή είναι αυτή της ισόβιας φυλάκισης. Αυτό συναρτάται και με την αντίστοιχη αδυναμία του θύματος να προστατευθεί από σεξουαλικές ορέξεις ατόμων ειδικά του φιλικού - οικογενειακού περιβάλλοντος του και την εγγενή δυσκολία έκφρασης παραπόνου ως προς το ανάλογο βίωμα μιας τέτοιας τραυματικής εμπειρίας. Επιβάλλεται λοιπόν η ποινή, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του κατηγορούμενου, να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας ανήλικων θυμάτων από επίδοξους παραβάτες, με δεδομένη μάλιστα την ανησυχητική αύξηση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ν.Ν., Ποιν. ΄Εφεση Αρ. 69/17, ημερ. 05/12/2017).

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχοντας υπόψην όλα τα πιο πάνω διαμόρφωσε, ανάλογα, τις ποινές οι οποίες επιβάλλονται για τέτοια αδικήματα. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, από τη μελέτη της σχετικής νομολογίας προκύπτει και είναι άλλωστε λογικό, η ύπαρξη διαφοροποίησης ως προς το ύψος των ποινών που επιβάλλονται και ανάλογα με το είδος της σεξουαλικής κακοποίησης των ανηλίκων. Έτσι μικρότερες ποινές επιβάλλονται όταν η σεξουαλική πράξη περιορίζεται σε αγγίγματα ή θωπείες στα σώματα των παιδιών, με τις ποινές να κλιμακώνονται και να γίνονται αυστηρότερες όταν υπάρχει συνουσία με τους ανήλικους.

 

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λεχθεί ότι η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα, προβάλλει ακόμα πιο επιτακτική, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται (βλ. Δημοκρατία ν. Φαίδωνος, Ποιν. Έφεση Αρ. 90/19, ημερ. 15/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B353 και Γενικός Εισαγγελέας ν. S.J.L., Ποιν. Έφεση Αρ. 145/21 (σχ. με 129/21), ημερ. 27/10/2022). Εδώ να σημειωθεί ότι η συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων προκύπτει αβίαστα τόσο από τη σχετική νομολογία όσο και από τον πολύ μεγάλο αριθμό υποθέσεων τέτοιας φύσης που εκκρεμούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.  

 

Τα Δικαστήρια έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν για τέτοια αδικήματα, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλλουν στην προστασία των παιδιών από τέτοιες απαράδεκτες και ειδεχθείς συμπεριφορές. Η φύση των αδικημάτων, με τα ιδιαίτερα γεγονότα κάθε υπόθεσης, συνηγορούν υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών, αφού προέχει η προστασία του έννομου αγαθού της ανηλικότητας από τέτοιες συμπεριφορές, οι οποίες προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας (βλ. Σ.Λ. ανωτέρω). Το ίδιο το έγκλημα, η βαρύτητα των πράξεων και τα κατάλοιπα στο θύμα, είναι, στην απουσία εξαιρετικών άλλων περιστάσεων, τα κυρίαρχα στοιχεία στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Σ.Γ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 109/20, ημερ. 10/03/2021).

 

Δεν μας διαφεύγει βέβαια ότι οι ποινές που έχουν κατά καιρούς επιβληθεί σε παρόμοιες υποθέσεις ποικίλουν ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη. Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί ότι τέτοιες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση, δεδομένου ότι πολύ σπάνια εντοπίζεται ταυτοσημία στον βαθμό που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς ως προς την επιβολή παρόμοιας ποινής. Κατά συνέπεια, η αναφορά σε ποινές που έχουν επιβληθεί σε άλλες περιπτώσεις για το ίδιο ή συναφές αδίκημα μπορεί να είναι χρήσιμη μόνο εφόσον τα γεγονότα προσομοιάζουν (βλ. Al Dhess ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 177/21, ημερ. 16/03/2022). Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι προηγούμενες σχετικές αποφάσεις, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για συγκεκριμένα αδικήματα και δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, αφού η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε κατηγορούμενο είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του κάθε παραβάτη. Εκείνο στο οποίο οι προηγούμενες αποφάσεις βοηθούν είναι η παροχή κατευθυντήριων γραμμών ως προς τα όσα ένα Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη υπέρ ή εναντίον ενός κατηγορουμένου, ενώ τα Δικαστήρια έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να κρίνουν, χωρίς προδεσμεύσεις, τη συγκεκριμένη υπόθεση που τίθεται ενώπιον τους, επιβάλλοντας εκείνη την ποινή που θεωρούν εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις (βλ. Σ.Λ. ανωτέρω). Να πούμε βέβαια ότι, προς διαπίστωση του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με αδικήματα όπως τα επίδικα, έχουμε μελετήσει και έχουμε υπόψη μας τη σχετική νομολογία.

 

Δεν μας διαφεύγει ούτε ότι ο χαρακτηρισμός κάποιου αδικήματος ως σοβαρού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το προβλεπόμενο ανώτατο όριο ποινής αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση σε απλή και τυπική παράβαση, είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391).

 

Στην προκειμένη, η σοβαρότητα της υπόθεσης προκύπτει αναμφίβολα τόσο από τη φύση όσο και από τις περιστάσεις διάπραξης των επίδικων αδικημάτων. Συγκεκριμένα, από τα γεγονότα που τέθηκαν προκύπτει ότι, ο κατηγορούμενος ήταν το πρόσωπο που ενοικίασε, στους ομοεθνείς του, γονείς της ανήλικης παραπονούμενης, το σπίτι όπου διέμεναν και ότι ο ίδιος διέμενε στο διπλανό σπίτι. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και ο κατηγορούμενος επισκεπτόταν συχνά το σπίτι όπου διέμενε η παραπονούμενη και συνήθιζε να παίζει με αυτήν, η οποία, ως εκ των άνω, τον θεωρούσε άτομο εμπιστοσύνης. Έτσι δημιουργήθηκε μια σχέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής του κατηγορούμενου επί της παραπονούμενης. Καταχρώμενος δε τη σχέση αυτή και την εμπιστοσύνη που του επέδειξαν οι γονείς της παραπονούμενης, ο κατηγορούμενος, κατά την επίδικη ημερομηνία, δεν δίστασε, ενώ μάλιστα βρισκόταν στο σπίτι της παραπονούμενης για δείπνο με την οικογένεια της, να ακολουθήσει αυτήν στο δωμάτιο της και κατά τη διάρκεια που έπαιζαν, να ικανοποιήσει τις άρρωστες ορέξεις του, αγγίζοντας τα γεννητικά όργανα της παραπονούμενης πάνω από τα ρούχα της. Δεν περιορίσθηκε όμως μόνο σε αυτό αλλά στη συνέχεια, παίρνοντας το χέρι της παραπονούμενης, το τοποθέτησε στο δικό του γεννητικό όργανο πάνω από τα ρούχα του, επιτυγχάνοντας έτσι να τον αγγίξει και η παραπονούμενη. Πρόκειται για μια σοβαρής μορφής εγκληματική, σεξουαλικής φύσεως, συμπεριφορά, η οποία έγινε δια κατάχρησης της θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε ο κατηγορούμενος, έναντι ενός αθώου ανήλικου κοριτσιού τρυφερής ηλικίας και έλαβε χώραν, κατά τη διάρκεια του παιγνιδιού, στο σπίτι της παραπονούμενης και μάλιστα στο δωμάτιο της δηλαδή στον πιο προσωπικό της χώρο, όπου θα έπρεπε να νοιώθει ασφαλής και προστατευμένη και ενώ οι γονείς της βρίσκονταν στο ίδιο σπίτι. Η ως άνω ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορούμενου προκαλεί απέχθεια και είναι τέτοια ώστε θα πρέπει να τύχει της ανάλογης μεταχείρισης στο πλαίσιο και της ανάγκης για αποτροπή.

 

Η πολύ μικρή ηλικία της παραπονούμενης, η οποία ήταν μόλις 6 ετών κατά τον επίδικο χρόνο (βλ. Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 71/20, ημερ. 28/01/2021 και Σ.Γ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 109/20, ημερ. 10/03/2021) αλλά και το ότι τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν εναντίον της από τον κατηγορούμενο, που ήταν πρόσωπο που καταχράστηκε τη θέση εµπιστοσύνης, επιρροής και εξουσίας που είχε σε αυτήν (βλ. άρθρο 19(γ) του Νόμου 91(Ι)/2014), αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες.

 

Επιβαρυντικό παράγοντα αποτελεί και η ακραία διαφορά ηλικίας μεταξύ κατηγορούμενου και παραπονούμενης. Συγκεκριμένα κατά τον επίδικο χρόνο, η παραπονούμενη ήταν στην τρυφερή ηλικία των 6 ετών ενώ ο κατηγορούμενος ήταν 59 ετών (βλ. Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφεση Αρ. 59/16, ημερ. 23/03/2017 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χ.Χ., Ποιν. ΄Εφεση Αρ. 36/17, ημερ. 14/06/2017), διαφορά που προσδίδει στο αδίκημα τέτοια απαξία, ώστε θα πρέπει να αντανακλάται και στο ύψος της ποινής (βλ. Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 184/15 ανωτέρω και Σ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 155/19, ημερ. 25/02/2021).

Παρά τα πιο πάνω, η σοβαρότητα των αδικημάτων και η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους δεν μειώνει σε καμία περίπτωση την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Τονίζεται όμως ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής, που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά των αδικημάτων τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.α ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 245 και Γενικού Εισαγγελέα ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55).

 

Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνουμε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας.

 

Κατ’ αρχάς δίδουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, το οποίο σε συνάρτηση με την ηλικία του, δείχνει τον πρότερο έντιμο βίο του, στοιχεία που του δίδουν το δικαίωμα να αιτείται την επιείκεια του Δικαστηρίου (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και  Αριστοδήμου ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/17 ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311).

 

Επίσης μεγάλη βαρύτητα αποδίδουμε στην παραδοχή και απολογία του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο, παραδοχή η οποία εάν και δεν ήταν άμεση, εντούτοις έγινε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Ως έχει νομολογηθεί, η παραδοχή ενός κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη σαν μετριαστικός παράγοντας (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Η βαρύτητα που μπορεί να της αποδοθεί ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση. Δεν υπάρχει δε αμφιβολία, στην προκειμένη, ότι ενόψει της παραδοχής του, εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος και έξοδα (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442). Έχουμε δε πάντα κατά νου ότι η παραδοχή ενοχής θα πρέπει να ανταμοίβεται με έκπτωση στην ποινή καθότι πέραν του ότι αποτελεί ένδειξη της ειλικρινούς μεταμέλειας του κατηγορούμενου, προάγει και τους σκοπούς της Δικαιοσύνης και ωφελεί την κοινωνία γενικότερα (βλ. G. Piki, Sentencing in Cyprus (2nd ed.) σελ. 65-66 και Τράντα v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 8/16, ημερ. 14/11/2016).

 

Είναι δε συναφές και λαμβάνεται υπόψη ως άλλος ένας, επίσης σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας, το γεγονός ότι ενόψει της παραδοχής του κατηγορούμενου, δεν χρειάστηκε η ανήλικη παραπονούμενη, να προσέλθει για να καταθέσει ως μάρτυρας στο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να μην υποβληθεί στη βάσανο της μαρτυρίας και κατ’ επέκταση να αποφευχθεί να αναβιώσει τα επίδικα γεγονότα, με τις οποιεσδήποτε συνέπειες θα ενείχε κάτι τέτοιο στο πρόσωπο της (βλ. Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 184/2015 ανωτέρω, Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 178/17, ημερ. 24/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B457 και Filip v. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφεση Αρ.112/19, ημερ. 03/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D412).

 

Τα πιο πάνω αποτελούν στοιχεία, τα οποία δεικνύουν και τη μεταμέλεια του κατηγορούμενου, η οποία επίσης λαμβάνεται υπόψη.

 

Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη και τα λοιπά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη ότι τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν σε σύντομο χρόνο μεταξύ τους, την ίδια ημέρα και κατ’ επέκταση ότι η παρούσα δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις της συνεχούς και επανειλημμένης, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου. Δεν μας διαφεύγει ούτε και το ότι ο κατηγορούμενος δεν άσκησε οποιαδήποτε βία, απειλή ή εξαναγκασμό στην παραπονούμενη, ούτε και φαίνεται να της προκάλεσε οποιαδήποτε σωματική ή ψυχική βλάβη. Λαμβάνουμε βέβαια υπόψη και το ότι η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορούμενου εμπίπτει στην κατηγορία των υποθέσεων, στις οποίες η σεξουαλική κακοποίηση παιδιού συνίσταται στην επαφή διά αγγιγμάτων (βλ.  Πατούρη ανωτέρω και Filip ανωτέρω) και ότι δεν υπήρξε, ευτυχώς, άλλου είδους σοβαρότερη σεξουαλική επαφή, κάτι που θα έχει ανάλογο αντίκρισμα στην ποινή.

 

Προκύπτει δε από τα πιο πάνω αλλά και από το ότι από τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων μέχρι σήμερα δεν διέπραξε παρόμοια ή άλλα αδικήματα, ότι η επίδικη ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν μεμονωμένη (βλ. Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (Αρ. 2) 2010 2 Α.Α.Δ. 678).

 

Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές περιστάσεις του κατηγορούμενου, ως φαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και τα όσα σχετικά προσέθεσε η συνήγορος του και ιδιαίτερα ότι:

 

·                Ο κατηγορούμενος κατάγεται από τη Βουλγαρία και είναι ηλικίας 61 ετών.

·                Προέρχεται από πενταμελή, φτωχή οικογένεια και είναι το τελευταίο σε σειρά παιδί της οικογένειας. Μεγάλωσε σε ένα κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον και είχε υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις με τα άτομα της οικογένειας του.

·                Τελείωσε το Λύκειο και στη συνέχεια τέλεσε γάμο με γυναίκα ομοεθνή του, με την οποία απόκτησε ένα παιδί, το οποίο σήμερα είναι ηλικίας 36 ετών. Χώρισε όμως στη συνέχεια λόγω προβλημάτων στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.

·                Περιγράφεται από την οικογένεια του ως ένας πατέρας που είχε πάντα ως πρώτιστο μέλημα του την οικογένεια του, πάντοτε ήταν δίπλα στο παιδί του και ακόμη και η θυγατέρα της τέως συζύγου του, παρά το ότι δεν είναι βιολογικό του παιδί, μέχρι σήμερα τον αποκαλεί μπαμπά καθώς είναι αυτός που τη μεγάλωσε και τον αναγνωρίζει ως πατρική φιγούρα.

·                Ο κατηγορούμενος είναι ασθενής και λήπτης σύνταξης ανικανότητας, από τη Κυπριακή Δημοκρατία. Έχει διαγνωστεί από το 2012 με τη Νόσο του Parkinson, παρακολουθείται από ιατρό νευρολόγο και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 04/12/2003 (Τεκμήριο Α) η κατάσταση του σταδιακά γίνεται χειρότερη, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έγιναν πιο φτωχά και έχει έντονο τρεμούλιασμα στα άνω άκρα, πηγούνι και κεφάλι. Νοιώθει τα πόδια του πιασμένα και όταν πάει να περπατήσει νοιώθει «μάγκωμα». Είναι επίσης θετικός στο σύμπτωμα οδοντωτού τροχού και είναι ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία. Περαιτέρω, σύμφωνα με ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 13/12/2023 (Τεκμήριο Β) είναι σε προχωρημένο στάδιο της Νόσου του Parkinson. Αρκετές φορές δεν μπορεί καν να περπατήσει και πρέπει κάποιος να τον υποβοηθήσει για να κάτσει ή να ξαπλώσει.

·                Διαμένει μόνος του και διατηρεί φιλικό υποστηρικτικό δίκτυο και επικοινωνία με άτομα από το οικογενειακό του περιβάλλον στη Βουλγαρία.

·                Αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, έχει οικονομική υποστήριξη από την πρώην σύζυγο και το παιδί του και λαμβάνει καθημερινά φαγητό από τη Μητρόπολη.

 

Ως προς τα πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν μας διαφεύγει η πάγια αρχή της νομολογίας ότι ακόμη και εκεί όπου διαπιστώνεται αυξητική τάση διάπραξης αδικημάτων η αρχή της αποτρεπτικότητας υπερέχει, χωρίς όμως να ατονεί η υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξετάσει και τις προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου, περιλαμβανομένων ασφαλώς και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει (βλ. Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 184/15 ανωτέρω, Celik κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 391 και Chocami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189). Ως όμως, επίσης έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα αδικημάτων όπως τα επίδικα, η μεγάλη κοινωνική απαξία που αυτά ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, δευτερεύουσας σημασίας (βλ. Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 178/17 ανωτέρω και Πατούρη ανωτέρω). Οι προσωπικές περιστάσεις σε τέτοια σοβαρά και ειδεχθή εγκλήματα, τα οποία, επαναλαμβάνουμε, δυστυχώς βρίσκονται σε έξαρση, δεν μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στην επιβολή της ποινής (βλ. Σ.Λ. ανωτέρω).

 

Είναι με αυτό το σκεπτικό που προσεγγίζουμε τις προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές συνθήκες του κατηγορουμένου, οι οποίες έχουν εκτεθεί πιο πάνω, περιλαμβανομένου ασφαλώς του σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει (βλ. Μ.Θ. v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 174).

 

Τέλος, παρά το ότι δεν τέθηκε από την Υπεράσπιση, θα εξετάσουμε για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής και το ζήτημα του χρόνου που διέρρευσε μέχρι σήμερα.

 

Έχει νομολογηθεί, ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα εφόσον η πάροδος μακρού χρόνου μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον κατηγορούμενο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71). Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται και λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι λόγοι της καθυστέρησης, περιλαμβανομένης της όποιας ευθύνης φέρει για αυτήν ο κατηγορούμενος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Όσον δε αφορά την καθυστέρηση στην καταχώρηση μιας υπόθεσης, το στοιχείο αυτό επίσης λαμβάνεται υπόψη και ανάλογα λειτουργεί υπέρ του μετριασμού της ποινής (βλ. Πεγειώτη κ.ά. ανωτέρω). Ανεξαρτήτως όμως του ποιος φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση, το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την τιμωρία τείνει ασφαλώς προς μετριασμό της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267).

 

Στην προκειμένη, τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 12/03/2022. Η καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία έγινε στις 13/03/2022. Ο κατηγορούμενος έδωσε ανακριτική κατάθεση την 01/07/2022, ήτοι σχεδόν 4 μήνες μετά την καταγγελία, καθυστέρηση για την οποία δεν δόθηκε κάποια εξήγηση. Η υπόθεση καταχωρίστηκε στο Δικαστήριο στις 20/09/2022, 6 περίπου μήνες μετά τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων και της καταγγελίας και 2 ½ περίπου μήνες μετά τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τον κατηγορούμενο. Για την ως άνω καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της υπόθεσης καμία λοιπόν ευθύνη δεν προκύπτει να έχει ο κατηγορούμενος και καμία εξήγηση δεν δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή.

 

Μετά την καταχώρηση της υπόθεσης, αυτή ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 17/10/2022, ημερομηνία κατά την οποία παραπέμφθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, με την υπόθεση να ορίζεται για τον σκοπό αυτό στις 08/12/2022.

 

Ακολούθως, στις 08/12/2022, η υπόθεση αναβλήθηκε, όπως έγινε και στις 10/01/2023, μετά από αίτημα του κατηγορούμενου για να απαντήσει στις κατηγορίες. Συγκεκριμένα κατά την πρώτη ημερομηνία ο κατηγορούμενος υπέβαλε Αίτηση Νομικής Αρωγής ενώ κατά τη δεύτερη ημερομηνία ο συνήγορος που διορίσθηκε ζήτησε χρόνο να μελετήσει τη μαρτυρία ώστε ο κατηγορούμενος να απαντήσει στις κατηγορίες. Ο κατηγορούμενος απάντησε, δηλώνοντας μη παραδοχή στις κατηγορίες, την 01/02/2023 και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση. Έκτοτε και μέχρι τις 23/11/2023, η υπόθεση αναβλήθηκε, για σκοπούς ακρόασης 3 φορές. Οι δύο εκ των αναβολών ήταν κατόπιν αιτημάτων της Κατηγορούσας Αρχής και μία αναβολή ήταν κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων. Στις 23/11/2023, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε τις κατηγορίες 1 και 2 και καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης και απαλλάχθηκε από τις λοιπές κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ακολούθως η υπόθεση ορίσθηκε για γεγονότα και αγόρευση προς μετριασμό της ποινής στις 14/12/2023, ημερομηνία κατά την οποία αναβλήθηκε για τις 18/12/2023 με σκοπό να τοποθετηθούν οι διάδικοι επί θέματος που εγέρθηκε κατά την αγόρευση προς μετριασμό της ποινής και στις 18/12/2023 επιφυλάχθηκε η παρούσα απόφαση.  

 

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι ο κατηγορούμενος φέρει ευθύνη για τον χρόνο που παρήλθε από την πρώτη εμφάνιση του στο Κακουργιοδικείο και μέχρι να απαντήσει στις κατηγορίες και κάποια μικρότερη ευθύνη για τον χρόνο που παρήλθε έκτοτε. Πέραν των πιο πάνω δεν μας διαφεύγει και λαμβάνουμε υπόψη ότι, σε κάθε περίπτωση, καλούμαστε σήμερα να επιβάλουμε ποινή στον κατηγορούμενο, 1 χρόνο και 10 μήνες μετά από τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Αφού εξετάσαμε και λάβαμε λοιπόν υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, περιλαμβανομένων των μετριαστικών παραγόντων που εκθέσαμε ανωτέρω αλλά και της ανάγκης για αποτροπή, που επιβάλλουν η φύση, η σοβαρότητα και οι συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων και κατόπιν συνυπολογισμού αυτών και στάθμισης όλων των σχετικών παραγόντων, κρίνουμε ότι οι μόνες αρμόζουσες ποινές στην παρούσα είναι αναπόφευκτα αυτές της φυλάκισης.

 

Ως εκ των άνω, επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:

 

Στην κατηγορία 1: ποινή φυλάκισης 3 ετών.

Στην κατηγορία 2: ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

 

 

Με δεδομένο ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο δεν υπερβαίνουν τα 3 έτη, θα εξετάσουμε στη συνέχεια, ενόψει της εισήγησης της συνηγόρου του, κατά πόσο αυτές θα πρέπει να οδηγήσουν στην άμεση φυλάκιση του κατηγορουμένου ή δύνανται να ανασταλούν, δυνάμει των διατάξεων του περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972. Με το Νόμο 186(Ι)/2003, ο οποίος τροποποίησε τον πιο πάνω Νόμο, η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς, όπως προνοείται «Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου».

 

Τα κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας τέθηκαν σε σωρεία νομολογίας, από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω άσκηση δεν περιορίζεται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη σε αυτούς που έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής αλλά επεκτείνεται σε κάθε παράγοντα, ο οποίος μπορεί να έχει σημασία και να επηρεάσει την απόφαση για αναστολή. Ως τέτοιοι παράγοντες αναφέρονται ενδεικτικά, η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του, το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει ανάγκη αποτροπής, η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος περιλαμβανομένης της μεταμέλειας του, τα ειδικότερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, οι προσωπικές και σε ορισμένες περιπτώσεις οικογενειακές περιστάσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο καθώς και το κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Ως έχει νομολογηθεί η εξέταση του θέματος συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση τόσο του αδικήματος όσο και των περιστάσεων του δράστη και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» στους παράγοντες – επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς. Για τα πιο πάνω βλ. Γενικός Εισαγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22, Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 449 και Δημοκρατία ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφεση Αρ. 197/2016, ημερ. 16/01/2018.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, εξετάσαμε με προσοχή τις περιστάσεις της υπόθεσης και λάβαμε υπόψη τις προσωπικές και λοιπές περιστάσεις του κατηγορούμενου καθώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα που έχει τεθεί ενώπιον μας.

 

Ως έχει προαναφερθεί, ο κατηγορούμενος, επέδειξε μια σοβαρής μορφής εγκληματική, σεξουαλικής φύσεως συμπεριφορά έναντι ενός αθώου ανήλικου κοριτσιού, καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που κατείχε επί της παραπονούμενης και τις φιλικές σχέσεις και την εμπιστοσύνη που του επέδειξαν οι γονείς αυτής, μέσα στο σπίτι των τελευταίων και πιο συγκεκριμένα εντός του δωματίου της παραπονούμενης. Συναφώς κρίνουμε ότι η συμπεριφορά αυτή θα πρέπει να τύχει της ανάλογης μεταχείρισης για σκοπούς όχι μόνο γενικής αποτροπής, δηλαδή προς αποτροπή άλλων επίδοξων παραβατών, αλλά και για αποτροπή του ίδιου του κατηγορούμενου.

 

Όλοι δε οι παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον μας, περιλαμβανομένων της παραδοχής και μεταμέλειας που επέδειξε ο κατηγορούμενος, του λευκού του ποινικού μητρώου και του πρότερου έντιμου βίου του, του μεμονωμένου της κολάσιμης συμπεριφοράς του, του είδους και της έκτασης της (έλαβε χώραν την ίδια ημέρα και σε σύντομο χρόνο, περιορίσθηκε σε αγγίγματα και δεν ενείχε άσκηση βίας ή εξαναγκασμού) αλλά και του σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, προσμέτρησαν δεόντως στην απόφαση για το ύψος των ποινών και δεν μεταβάλλουν τα δεδομένα της υπόθεσης στα πλαίσια εξέτασης θέματος αναστολής. 

 

Δεν δικαιολογείται λοιπόν η έκδοση διαταγής αναστολής εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο και συναφώς κρίνουμε ότι η διακριτική μας ευχέρεια δεν πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έκδοσης τέτοιας διαταγής.

 

Περαιτέρω κρίνεται επιβεβλημένο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως εκδοθεί σειρά διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου 91(Ι)/2014, με τα οποία απαγορεύεται στον κατηγορούμενο, για τα επόμενα 6 έτη:

 

1.         Να προσφέρει οποιεσδήποτε υπηρεσίες σε παιδιά.

2.         Να εργοδοτηθεί ή να απασχοληθεί σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά.

3.         Να διαμένει σε χώρο, ο οποίος γειτνιάζει με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά.

 

Επισημαίνονται στον κατηγορούμενο οι υποχρεώσεις του δυνάμει του άρθρου 22(3)(4) του Νόμου 91(Ι)/2014, για κοινοποίηση των στοιχείων του στην Αστυνομία.

 

Περαιτέρω ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στην Αρχή Εποπτείας, που εγκαθιδρύθηκε δυνάµει του άρθρου 47 του Νόμου 91(Ι)/2014, καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές και για χρονικό διάστηµα 3 ετών, μετά την αποφυλάκιση του.

 

Τα DVD της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονούμενης, διατάσσεται όπως καταστραφούν.

 

 

                                                                         (Υπ.) ….…………………………………

                                                                                                     Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                                 (Υπ.) …………………………………...

                                                                                                    Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                                 (Υπ.) …………………………………...

                                                                                                  Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο