ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

                   Μ. Γ. Λοίζου, Α.Ε.Δ.

                   E. Xατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

    Αρ.  Υπόθεσης: 11010/23

 

Δημοκρατία

Κατηγορούσας Αρχής

v.

 

Χ. Χ.

      Κατηγορουμένου

-----------------------------------

Ημερομηνία: 06/03/2024.                              

Για τη Δημοκρατία:  κος Π. Βαρνάβας

Για Κατηγορούμενο:  κα Μ. Νεοφύτου με κ. Aντωνίου.

Κατ/νος : Παρών

 

Π Ο Ι Ν Η

Ο κατηγορούμενος, έχει κριθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής, σε τρεις κατηγορίες. Ειδικότερα, κρίθηκε ένοχος στα αδικήματα της Μεταφόρας και Χρήσης εντός της Δημοκρατίας πυροβόλου όπλου κατηγορίας Γ8 χωρίς ειδική άδεια, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 28(2) και 51 του Περί Πυροβόλων και μη πυροβόλων όπλων Νόμου, Ν. 113(1)/04 (Κατηγορίες αρ. 2 και 3) καθώς επίσης στο αδίκημα των Πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία αρ. 4).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των πιο πάνω κατηγοριών, ο κατηγορούμενος στις 11/06/2023, πυροβόλησε τον Χρίστο Χριστοδούλου από το Πελένδρι, με σκοπό την πρόκληση σε αυτόν βαριάς σωματικής βλάβης. Κατά τον ίδιο πιο πάνω χρόνο μετέφερε και χρησιμοποίησε το ΔΟΚΟ Pietro Zanolett με αρ. κατασκευής 54352, κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου για το κυνήγι χωρίς να είναι κάτοχος ειδικής άδειας την οποία εκδίδει ο Αρχηγός της Αστυνομίας ή εξουσιοδότησης με βάση τον Νόμο 152(Ι)/2003.

 

Σημειώνεται ότι αρχικά ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε την κατηγορία της Απόπειρας φόνου, κατά παράβαση του Άρθρου 214(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία αρ. 1), η οποία διακόπηκε και αναστάληκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, αυτός απάλλαχθηκε από αυτήν και προστέθηκε η κατηγορία των Πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (ως ανωτέρω), την οποία και παραδέχθηκε.

 
Τα γεγονότα που αφορούν τις κατηγορίες που έχει παραδεχτεί ο κατηγορούμενος έχουν εκτεθεί από τον συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο σε γραπτή μορφή και έχουν ως ακολούθως:

«1. Στις 11/06/2023 και περί ώρα 1900 ο κατηγορούμενος κάλεσε τηλεφωνικώς στον Αστυνομικό σταθμό Λάνιας, όπου ανάφερε ότι εντόπισε άγνωστο πρόσωπο να κλέβει καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος και έριξε πυροβολισμό στον αέρα. Ακολούθως ο άγνωστος άντρας τράπηκε σε φυγή.

 

2. Στη σκηνή μετέβηκαν και διενέργησαν εξετάσεις αρχικά μέλη του Αστυνομικού σταθμού Λάνιας, ενώ στην περιοχή μετέβησαν και ο γιος και εγγονός του υπόπτου, οι οποίοι έψαχναν την περιοχή για να εντοπίσουν τον άγνωστο άντρα.

 

3. Την ίδια ημέρα και ώρα 21:35 ο άγνωστος άντρας, που ως διαπιστώθηκε ήταν ο Χρίστος Χριστοδούλου από το Πελένδρι, εντοπίστηκε σε απόσταση περί τα 300 μέτρα μακριά από την περιουσία του κατηγορούμενου από τον γιο και εγγονό του κατηγορούμενου τραυματισμένος, οπότε και ειδοποιήθηκε η Αστυνομία και ασθενοφόρο, το οποίο μετέβηκε στην σκηνή, παρέλαβε τον τραυματία και τον μετέφερε στο Νοσοκομείο Λεμεσού.

 

4.  Ο Χριστοδούλου, μεταφέρθηκε από ασθενοφόρο, στο Τ.Ε.Π.Α. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού και ακολούθως στο ιδιωτικό Νοσοκομείο «MEDITERRANEAN» όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Ακολούθως μεταφέρθηκε διασωληνωμένος στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

 

                      5. Σύμφωνα με την έκθεση του Χειρούργου του MEDITERRANEAN HOSPITAL, ΜΚ-5 , Δρ. Αθανάσιου Παπανδρέου, ο Χριστοδούλου, έφερε πολλαπλά τραύματα από πυροβόλο όπλο στην ράχη και γλουτούς, ενώ διαπιστώθηκε αιμοπνευμονοθώρακας οξέως εκτεταμένο υποδόριο αιμάτωμα και κάκωση σπλήνας. Αυτός υποβλήθηκε σε επείγουσα χειρουργική επέμβαση και ακολούθως μεταφέρθηκε διασωληνωμένος στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για νοσηλεία.

 

                      6. Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, στην σκηνή μετέβησαν και διενέργησαν εξετάσεις, ο Β. Υπ/νος, Αξιωματικός και μέλη του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, μεταξύ των οποίων ο ΜΚ-18, Α/Λοχ. 532 Θ. Χαραλάμπους, ο οποίος ορίστηκε ανακριτής της υπόθεσης. Από την σκηνή παραλήφθηκαν το όπλο τύπου ΔΟΚΟ με το οποίο πυροβόλησε ο κατηγορούμενος, ένας κάλυκας φυσιγγίου κυνηγετικού όπλου, ενώ εντοπίστηκε και παραλήφθηκε και ένας μεταλλικός κόπτης (cutter).

 

                      7. Πλησίον της σκηνής, εντοπίστηκε το αυτοκίνητο με αρ. εγγρ. PAK026, μάρκας Nissan Note, το οποίο οδηγούσε ο Χριστοδούλου.

 

                      8. Από τον κατηγορούμενο λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον ΜΚ-1, Α/Αστ. 2854 Κ. Σωκράτους στις 11/06/2023 μεταξύ των ωρών 2100-2200. Στην κατάθεση του, o κατηγορούμενος ανέφερε πως στις 9/06/2023 υπήρξε διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στην οικία του και διαπιστώθηκε ότι κλάπηκε μέρος του σύρματος που τροφοδοτούσε την οικία του με ηλεκτρικό ρεύμα. Στις 11/06/2023 αφού διαπίστωσε ότι υπήρχε ξανά διακοπή ρεύματος στην οικία του, πήρε το όπλο και το φυσίγγιο, ως ανέφερε για την δική του ασφάλεια και προστασία και μετέβη προς το σημείο της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος.

 

                      Όταν προχώρησε σε κάποια απόσταση από την οικία του, αντιλήφθηκε έναν άγνωστο του άνδρα, να βρίσκεται εντός της περιουσίας του και να τυλίγει σύρμα του ρεύματος οπότε του φώναξε

 

                      ‘‘Ήντα που κάμνεις δαμέ ρε κουμπάρε’. Τότε αντιλήφθηκε το πρόσωπο αυτό να στρέφεται εναντίον του κρατώντας κάτι στο χέρι του, το οποίο δεν μπόρεσε να διαπιστώσει τι ήταν. Ο κατηγορούμενος τότε, ως ανέφερε λόγω του φόβου που ένιωσε από την κίνηση του αγνώστου άντρα και για να αμυνθεί, αφού τοποθέτησε το φυσίγγιο στο ΔΟΚΟ, έριξε ένα πυροβολισμό στον αέρα χωρίς να σημαδέψει τον άγνωστο άντρα τον οποίο στη συνέχεια είδε να τρέπεται σε φυγή.

 

                      9. Εναντίον του κατηγορούμενου, εξασφαλίστηκε Δικαστικό ένταλμα σύλληψης, δυνάμει του οποίου συνελήφθηκε στις 12/06/23 και ώρα 0240 στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, από τον ΜΚ1, του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του και του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο και ο κατηγορούμενος απάντησε «Όχι, δεν έχω να πω τίποτε».

 

                      10. Στις 12/06/2023 ο ΜΚ- 18, επικοινώνησε τηλεφωνικός με τον Δρ. Χρίστο Καμπόλη, επικεφαλής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας του MEDITERRANEAN HOSPITAL. Σύμφωνα με τον οποίο, η κατάσταση της υγείας του Χριστοδούλου, παρέμεινε σταθερή αλλά κρίσιμη και βρισκόταν σε βαθιά καταστολή.

 

                      11. Στις 18/06/0223 σε συμπληρωματική ανακριτική κατάθεση που έλαβε ο ΜΚ.18 από τον κατηγορούμενο στην παρουσία της δικηγόρου του, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι υιοθετούσε το περιεχόμενο της 1ης του ανακριτικής κατάθεση, αναφέροντας ωστόσο σε σχέση με τον πυροβολισμό ότι, όταν ο άγνωστος άντρας γύρισε προς το μέρος του αυτός κρατούσε ήδη το όπλο και το φυσίγγιο και αμέσως έσκυψε και γέμισε το όπλο.

 

                      Επειδή ήταν σκυφτός δεν έβλεπε τον άντρα και σήκωσε το όπλο προς τα πάνω για να αμυνθεί. Όταν πυροβόλησε ο άγνωστος άντρας γύριζε και έτρεξε να φύγει. Το όλο περιστατικό έγινε μέσα σε 2- 3 δευτερόλεπτα και δεν πρόλαβε να σημαδέψει.

 

                      Ο κατηγορούμενος ανέφερε πως πυροβόλησε ψηλά στον αέρα για να φοβηθεί ο άγνωστος άντρας και να φύγει καθότι ο κατηγορούμενος ήταν μόνος του και φοβόταν ότι θα του κάνει κακό. Ο άγνωστος άντρας κρατούσε κάτι στα χέρια του μεγέθους 20 πόντων αλλά ο κατηγορούμενος δεν πρόλαβε από τον φόβο του να καταλάβει τι ήταν.

 

                      12. Στις 26/06/2023 λήφθηκε κατάθεση από τον Χριστοδούλου στο Νοσοκομείο Μedıterranean στη Λεμεσό, στην οποία ανέφερε ότι μετέβηκε στο χώρο που βρισκόταν η παροχή ρεύματος του κατηγορούμενου για να κάνει την ανάγκη του. Άκουσε μια φωνή να φωνάζει ‘‘έτον εν τούτος’’ και αφού είδε τον Κατηγορούμενο με το όπλο προσπάθησε να φύγει, άκουσε τον πυροβολισμό και ένιωσε το αίμα στην πλάτη του. Κρύφτηκε και είδε τον κατηγορούμενο να οδηγά και να τον ψάχνει.

 

                      13. Κατόπιν μεταγενέστερων εξετάσεων της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών διαπιστώθηκε πως το όπλο με το οποίο πυροβόλησε ο κατηγορούμενος ήταν πυροβόλο όπλο κατηγορίας Γ8 δηλαδή ένα Δίκαννο Οπισθογεμές Κυνηγετικό όπλο (ΔΟΚΟ) Pıetro Zanolet με αριθμό κατασκευής 54352 το οποίο βρισκόταν σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση.

 

                      14. Από το σύνολο της διερεύνησης προέκυψε πως ο κατηγορούμενος την 11/06/2023 σκοπίμως πυροβόλησε τον Χρίστο Χριστοδούλου από το Πελένδρι με σκοπό πρόκλησης σε αυτόν βαριάς σωματικής βλάβης με το πιο πάνω ΔΟΚΟ. Προέκυψε επίσης πως την ίδια ημέρα, ο κατηγορούμενος μετέφερε και χρησιμοποίησε το πιο πάνω ΔΟΚΟ κατηγορίας Γ8 κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου για το κυνήγι, χωρίς να κατέχει άδεια από τον Αρχηγό Αστυνομίας ή σχετική εξουσιοδότηση με βάση τον Περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμο Ν. 152 (Ι/2003.»

 

                      Διευκρινίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, ότι το θύμα έχει αναρρώσει και δεν υπάρχουν μόνιμες βλάβες και κατάλοιπα από τον τραυματισμό του. Διευκρινίστηκε, επίσης, ότι η εκδοχή του θύματος αναφέρεται στα γεγονότα για σκοπούς πληρότητας. 

 

                 Όπως, περαιτέρω, αναφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου. Ζητήθηκε επίσης όπως το ΔΟΚΟ κατασχεθεί και δημευθεί ενώ τα υπόλοιπα τεκμήρια να καταστραφούν, θέση με την οποία συμφώνησε η υπεράσπιση.


Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον κατηγορούμενο, αφού συμφώνησαν με τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, καταθέσαν γραπτή αγόρευση στο Δικαστήριο, η οποία περιλαμβάνει τους μετριαστικούς παράγοντες, που κατά την κρίση τους, θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο, την οποία λαμβάνουμε υπόψη μας. Οι συνήγοροι επίσης προέβησαν σε διευκρινήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, σε σχέση με τα ισχυριζόμενα γεγονότα που έλαβαν χώρα, που όπως θα διαφανεί κατωτέρω, στην ουσία αποτελεί θέση τους ότι ο κατηγορούμενος ενέργησε, λανθασμένα, υπό κράτος φόβου και απειλής με αποτέλεσμα να χρησιμοποιήσει την αναφερόμενη στα γεγονότα βία. Περαιτέρω, κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ιατρικά πιστοποιητικά και εκθέσεις για τον κατηγορούμενο (βλ. τεκμήρια Α, Β και Γ) και Βεβαίωση του Κοινοτάρχη του χωριού Άλασσα για τον χαρακτήρα του κατηγορούμενου (βλ. τεκμήριο Δ).

 

Συνοπτικά, οι συνήγοροι στην αγόρευση τους, αφού αναφέρονται στις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα της επιβολής ποινής και αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, κάλεσαν το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του (ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 83 ετών) και ότι η πράξη του αυτή είναι εκτός του χαρακτήρα του και αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ήταν μια λανθασμένη εκτίμηση γεγονότων και μια λανθασμένη απόφαση της στιγμής. Πρόκειται αναφέρουν για ένα νομοταγή πολίτη με προσφορά στην κοινωνία και στην πατρίδα.

 

Ζήτησαν επίσης όπως ληφθεί υπόψη η άμεση παραδοχή του στο Δικαστήριο και η συνεργασία του με την Αστυνομία, η απολογία και έμπρακτη μεταμέλεια του. Έχει αναγνωρίσει το λάθος του και αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεων του, ήτοι τον κίνδυνο στον οποίο έχει τεθεί η ζωή ενός συνανθρώπου του. Το γεγονός αυτό τον έχει οδηγήσει σε κατάθλιψη (βλ. τεκμήριο Δ).

 

Υιοθετήθηκε η Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία ετοιμάστηκε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου και τονίστηκε η προχωρημένη ηλικία του σε συνδυασμό με τα πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, όπως αποδεικνύουν τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά, σύμφωνα πάντα με τη θέση των συνηγόρων υπεράσπισης. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αγόρευση των συνηγόρων ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από κολπική μαρμαρυγή, ανεύρυσμα θωρακικής αορτής, καρδιακή ανεπάρκεια, αρτηριακή υπέρταση, νεφρική ανεπάρκεια.

 

Περαιτέρω, οι συνήγοροι, με αναφορά σε σχετική νομολογία, κάλεσαν το Δικαστήριο να λάβει υπόψη την ηλικία του κατηγορούμενου και την προσωπικότητα του και η ποινή που θα επιβληθεί να μην είναι εξοντωτική, στερώντας του τη δυνατότητα να ζήσει μια φυσιολογική ζωή μετά την αποφυλάκιση του.

 

Όσον αφορά τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, οι συνήγοροι αναφέρουν, ότι αυτές είναι ιδιάζουσες και διαφέρουν από τις υπόλοιπες υποθέσεις του είδους τους. Ο κατηγορούμενος στην παρούσα περίπτωση ενέργησε ενστικτωδώς και υπό κράτος φόβου εντός δευτερολέπτων, λόγω του ότι θεώρησε τον παραπονούμενο, ως απειλή, λανθασμένα, όμως, όπως διευκρινίστηκε. Φεύγοντας από το υποστατικό του κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου υπάρχουν τα καλώδια ρεύματος, όταν διαπίστωσε τη διακοπή. Πήρε μαζί του το κυνηγετικό του και ένα φυσίγγιο στο χέρι για προστασία αφού τον είχαν ήδη διαρρήξει άλλες 4 φορές και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τί θα έβρισκε μπροστά του. Όταν αντιλήφθηκε τον παραπονούμενο, ο τελευταίος γύρισε προς το μέρος του και o κατηγορούμενος βλέποντας τον να κρατά κάτι στο χέρι του – διευκρινίστηκε ότι ενδεχομένως αυτό το κάτι να ήταν κάποιο εργαλείο - ο κατηγορούμενος το θεώρησε ως απειλή, φοβήθηκε και έσκυψε, έβαλε το φυσίγγιο στο όπλο, όπλισε και όταν ο παραπονούμενος ήταν σε θέση φυγής, έριξε προς το μέρος του ένα πυροβολισμό, ο οποίος τον έπληξε. Αν και λανθασμένη αυτή η εκτίμηση του, είπε η συνήγορος του κατηγορουμένου και δεν δικαιολογείτο η άσκηση αυτής της βίας, εντούτοις κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει την ενέργεια αυτή του κατηγορούμενου τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

 

Συνεχίζοντας, οι συνήγοροι, αναφέρουν ότι τις προηγούμενες εβδομάδες, προ του περιστατικού, άγνωστα άτομα είχαν εισέλθει και πάλι στην οικία του κατηγορούμενου και στον περίγυρο αυτής και έκλεψαν διάφορα καλώδια. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές προς τούτο και μάλιστα μνεία είχε γίνει και στον κοινοτάρχη του χωριού και ήταν θέμα που είχε συζητηθεί αφού τα περισσότερα ηλικιωμένα άτομα, κάτοικοι του χωριού διαμένουν μόνα τους και διέτρεχαν κίνδυνο από επίδοξους διαρρήκτες που παράνομα εισέρχονταν στην αυλή τους, στα σπίτια τους για να κλέψουν σύρματα. Στην οικία του κατηγορούμενου αυτό συνέβη ακόμα 4 φορές. Την συγκεκριμένη μέρα, ο κατηγορούμενος, φορτισμένος με τα γεγονότα που προηγήθηκαν, αντιλήφθηκε ότι κάτι είχε συμβεί, από τη διακοπή ρεύματος στο υποστατικό του και αμέσως κινήθηκε προς το σημείο όπου εισέρχονται τα καλώδια στην περιουσία του, σημείο από το οποίο είχε κλαπεί και τις προηγούμενες φορές καλώδιο. Άρπαξε και πήρε μαζί του το κυνηγετικό του όπλο και ένα φυσίγγιο και μετέβηκε στην αυλή της οικίας του. Αντιλήφθηκε εντός της αυλής του να βρίσκεται ένα άτομο και να κρατά κάτι στο χέρι του (ως ανωτέρω διευκρινίστηκε), αμέσως ένοιωσε να κινδυνεύει, είναι μεγάλης ηλικίας, και φοβήθηκε για το τί θα μπορεί να συμβεί και ήταν αυτή η συναισθηματική φόρτιση που τον οδήγησε να πράξει τί έπραξε.

 

Τέλος, οι συνήγοροι εισηγήθηκαν όπως το Δικαστήριο εξετάσει το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που θα επιβληθεί καθότι τυχόν ποινή άμεσης φυλάκισης θα έχει τραγικές συνέπειες και επιπτώσεις στη ζωή του, στο όσο του έμεινε πλέον από το υπόλοιπο της ζωής του. Ο κίνδυνος, ο κατηγορούμενος, να διαπράξει οιονδήποτε αδίκημα είναι ανύπαρκτος και κανένα λάθος μήνυμα προς την κοινωνία θα σταλεί με την αναστολή της ποινής φυλάκισης, η οποία παραμένει ποινή φυλάκισης και διαφέρει στον τρόπο εκτέλεσης της. Παραπέμψαν, επίσης, σε νομολογία για την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει στο Δικαστήριο, εξετάζοντας αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης.     

       
Η σοβαρότητα των αδικημάτων που έχει παραδεχτεί ο κατηγορούμενος είναι δεδομένη και αυτό προκύπτει από τις προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές και όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. Σύμφωνα με το άρθρο 228(α) του Ποινικού Κώδικα, που αποτελεί τη νομική βάση του αδικήματος της 4ης κατηγορίας, όποιος με σκοπό πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης σε άλλον με οποιονδήποτε τρόπο τραυματίζει παράνομα ή προκαλεί βαριά σωματική βλάβη σε άλλον είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου. Η μεταφορά και χρήση πυροβόλου όπλου κατηγορίας Γ8 χωρίς ειδική άδεια, τιμωρείται, με βάση το Άρθρο 51 του Περί Πυροβόλων και μη πυροβόλων όπλων Νόμου, Ν. 113(1)/04, με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 15 έτη ή σε πρόστιµο που δεν υπερβαίνει τις σαράντα δύο χιλιάδες επτακόσια δέκα πέντε ευρώ 113(I)/2004 (€42,715) ή και στις δύο αυτές ποινές και οποιαδήποτε όπλα σχετικά µε τα οποία διαπράχθηκε αδίκημα κατάσχονται και δημεύονται ή καταστρέφονται µε τη συγκατάθεση του προσώπου αυτού.

 

Οι προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές συνιστούν ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος και ο οποίος λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (βλ.  Δημοκρατία  v.  Kυριάκου κ.α. (1990)  2 Α.Α.Δ.264, Souilmi v. Aστυνομίας (1992) 2Α.Α.Δ.248, Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Όσο μεγαλύτερη είναι η προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή, τόσο σοβαρότερο πρέπει να θεωρείται και το ποινικό αδίκημα. Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η αρχή από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Λεβέντης v. Αστυνομίας (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας  v. Αριστοτέλους (2004) 2 Α.Α.Δ. 166 και Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 1186). Οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, επίσης, επιδρούν καθοριστικά στο ζήτημα της ποινής. Και αυτό επειδή, όπως αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Μιχαηλίδης v Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, δεν εξαρτάται αποκλειστικά, από το ανώτατο όριο της ποινής που ο νόμος προνοεί για τη διάπραξή του, αλλά: «σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση σε απλή και τυπική παράβαση, είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης».

Αδικήματα τα οποία διαπράττονται με άσκηση βίας πλήττουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια του προσώπου που δέχεται την επίθεση. Ενέργειες άσκησης βίας με σκοπό την επικράτηση ή για λόγους εκδίκησης ή τιμωρίας δεν γίνονται δεκτές από την κοινωνία μας και θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλου (2001) 2 ΑΑΔ 95

Όπως προκύπτει από τη νομολογία μας, η οποία πραγματεύεται το αδίκημα της 4ης κατηγορίας, στο οποίο ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος, αυτό αντιμετωπίζεται από τα Δικαστήρια με επιβολή αποτρεπτικών ποινών και κατά κανόνα ποινών φυλάκισης, οι οποίες σε κάποιες των περιπτώσεων είναι και πολυετής, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για τη διενέργεια της εγκληματικής πράξης και την έκταση των τραυμάτων που προκλήθηκαν στο θύμα (βλ. Άγγελος Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930). Τονίζεται σε αυτήν (τη νομολογία), επίσης, η ιδιαίτερη σοβαρότητα του αδικήματος αυτού.

Χαρακτηριστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Ανδρέας Δημητρίου Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999), 2 Α.Α.Δ. 342:

 

«Το έγκλημα, για το οποίο καταδικάστηκε ο εφεσείων, είναι από τα πλέον σοβαρά που στοιχειοθετεί ο Ποινικός Κώδικας. Το άρθρο 228 του Κεφ.154 ποινικοποιεί σοβαρές πράξεις βίας επαγόμενες δυσμενείς συνέπειες για το θύμα και πράξεις βίας, δυνάμενες, μέσω των επιθετικών μέσων (όπλων) που χρησιμοποιούνται, μεταξύ των οποίων και το μαχαίρι (άρθρο 228 (β)) να επιφέρουν σοβαρά πλήγματα στη σωματική ακεραιότητα και υγεία του θύματος. Στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε μαχαίρι, με αποτέλεσμα την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στο θύμα. Τα αποτελέσματα της βίας και της εγκληματικής δράσης γενικά σχετίζονται άμεσα με τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου εγκλήματος. Οι συνέπειες εγκλήματος βίας στο θύμα άπτονται άμεσα αυτού τούτου του εγκλήματος και συνιστούν μίαν από τις παραμέτρους που προσδιορίζουν τη σοβαρότητά του. Μόνο όπου οι συνέπειες που επιφέρει το έγκλημα στον παραπονούμενο δεν είναι προβλεπτές, μειώνεται η σημασία τους στον προσδιορισμό της σοβαρότητας εγκλήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνέπειες βίας ήταν και προβλεπτές και το άμεσο αποτέλεσμα της βίας που ασκήθηκε.»

 

Στην Θεόδωρος Αποστόλου Φαναρτζής v. Δημοκρατίας (1998), 2 Α.Α.Δ. 43, λέχθηκε επίσης ότι: «Αποτελεί συστατικό του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσείων, η πρόθεση για ακρωτηριασμό, παραμόρφωση, πρόκληση αναπηρίας ή βαριάς σωματικής βλάβης... Όπως έχει εξηγηθεί, σχετικές είναι οι υποθέσεις Δημοκρατία v. Κυριάκου κ.ά. (1990), 2 Α.Α.Δ. 264 και Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992), 2 Α.Α.Δ. 129: «Αποτελεί ευθύνη του Νομοθέτη η ταξινόμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς για σκοπούς τιμωρίας. Ο νομοθέτης κατέταξε όλες τις διαζευκτικές περιπτώσεις που εντάχθηκαν στο αδίκημα του άρθρου 228(α) στο ίδιο επίπεδο από την άποψη της σοβαρότητάς τους, αφού προέβλεψε για όλες την ίδια ανώτατη ποινή και δεν παρέχονται περιθώρια για τη διαφοροποίησή της. Η ιδιαίτερη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης στο πλαίσιο της ταξινόμησης από τον Νόμο κρίνεται πλέον με γνώμονα τα περιστατικά της.»

 

Παραμπέπουμε επίσης στην Achraf v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 156/2021, ημερομηνίας 15 Απριλίου 2022, όπου λέχθηκε ότι «Το αδίκημα του άρθρου 228(α) του Κεφ.154 που οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν ότι διέπραξαν είναι πολύ σοβαρό και πιο σοβαρό από το αδίκημα δυνάμει του άρθρου 231 του Κεφ.154. Οι επιπτώσεις στο θύμα μπορεί να είναι οι ίδιες, δηλαδή η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, όμως υπάρχει ειδοποιός διαφορά ως προς την πρόθεση του παραβάτη. Στην περίπτωση του άρθρου 231, η πρόκληση της βλάβης παραπέμπει σε ηθελημένη ενέργεια, αλλά δεν περιλαμβάνει πρόθεση του κατηγορούμενου να επιφέρει το αποτέλεσμα. Προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια. Στην περίπτωση του άρθρου 228 υπάρχει σκοπός, δηλαδή πρόθεση πρόκλησης της βαριάς σωματικής βλάβης, που διαφοροποιεί άρδην τα δεδομένα. Σε αυτήν την περίπτωση ο νομοθέτης προνόησε τη διά βίου φυλάκιση».

 

Στην Δημοκρατία v. Λαζαρή, Ποινική Έφεση αριθμός 25/2021, ημερομηνίας 8 Μαρτίου 2022, όπου τονίστηκε εκ νέου η σοβαρότητα του αδικήματος αυτού, λέχθηκαν τα εξής: «Για το αδίκημα που ο εφεσίβλητος διέπραξε, άρθρο 228(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης διά βίου. Η πρόθεση του Νομοθέτη, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ανώτατη ποινή, είναι ένα σημαντικό στοιχείο που τα Δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη κατά την επιμέτρησή της (Souilmi v Αστυνομίας (1992), 2 Α.Α.Δ. 248). Να σημειώσουμε εδώ πως το αδίκημα το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 228(α) δεν υστερεί από απόψεως σοβαρότητας από το αδίκημα της απόπειρας φόνου, άρθρο 214 του Ποινικού Κώδικα. Και για τα δύο αδικήματα ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης διά βίου. Τα δύο εξίσου σοβαρά αδικήματα διαφέρουν στα συστατικά τους στοιχεία και κυρίως στην πρόθεση. Για το μεν αδίκημα της απόπειρας φόνου απαιτείται ειδική πρόθεση θανάτωσης, ενώ για το αδίκημα του άρθρου 228(α) ειδική πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης (σχετικές είναι οι υποθέσεις Παρούτη v. Δημοκρατίας (2009), 2 Α.Α.Δ. 446 και Σεργίου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 172/15, απόφαση ημερομηνίας 13/03/2018), ECLI:CY:AD:2018:D108

 

                  Η ανάλογη και σχεδόν ταυτόσημη σε διατάξεις νομοθετική ρύθμιση στο Ηνωμένο Βασίλειο, περιλαμβάνεται στο Section 18 του Offences Against the Person Act 1861, η σοβαρότητα του οποίου επεξηγήθηκε από το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου στην υπόθεση Attorney-General’s References Nos 59, 60 & 63 of 1998 (Goodwin and Others), [1999] 2 Cr.App.R.(S.) 128, από την οποία, λόγω της συνάφειας του με το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα του Άρθρου 228 του Κεφ. 154, αντλούμε σχετική καθοδήγηση. Ειπώθηκαν τα εξής:

 

«An offence against this section has always been regarded as of great seriousness, reflected in the maximum penalty of life imprisonment. The reason is obvious. Not only must there be proof of grievous or serious injury, but that injury must have been caused intentionally or deliberately. There is an obvious contrast with section 20 of the same Act. Under that section the same injury must be proved, but the commission of the offence does not depend on proof of intention to cause it. The difference lies in the criminality of the defendant’s intention. That is a significant difference, reflected in the maximum penalty of five years imprisonment on conviction under section 20. The seriousness with which section 18 offences are regarded is evident not only in the severity of the potential punishment but also in the fact that a section 18 conviction ranks as “a serious offence” for the purposes of section 2 of the Crime (Sentence) Act 1997. The consequence of that is that a second conviction of “a serious offence” obliges the court, in the absence of exceptional circumstances, to impose a sentence of life imprisonment. It is true to say that all offences against section 18 are serious because they involve the deliberate or intentional causing of serious injury. But as with any other crime, some instances are more serious than others: the use of a firearm, a razor, a knife, a broken bottle, a club, a baseball bat, or a pick helve, or something of that sort, has usually been held to aggravate the offence. The courts have also, however, been obliged to recognise that injuries of almost equal seriousness can be caused by kicking with a shot foot or biting. It is also of course possible to inflict serious injury with the bare fist, although that is usually regarded as less serious, partly because in that instance the offender may lack the premeditation usually shown by a defendant who has armed himself with a dangerous weapon. Perhaps the least inexcusable example of an offence against section 18 is where a defendant entitled to defend himself responds with unreasonable and excessive force directed against an aggressor. Even then a custodial sentence, probably of some length, will usually be appropriate. In any other case a custodial sentence will almost inevitably follow.».

 

Πέραν των πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθεί ότι αδικήματα τα οποία εμπεριέχουν τη χρήση βίας και απειλής εναντίον προσώπου βρίσκονται σε διαχρονική έξαρση, όπως προκύπτει, τόσο από τις πολλές υποθέσεις που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου, κάτι για το οποίο έχουμε δικαστική γνώση, όσο και από την σχετική νομολογία (βλ. Λουκά Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577), Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189 και Hamisi Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας (2016) 2Β Α.Α.Δ 854 και Δημοκρατία v. Λαζαρή (ανωτέρω)), οπόταν σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλεται η επιβολή ακόμα πιο αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην Urgur v. Αστυνομίας (ανωτέρω):

 

«Τα φαινόμενα βίας που συχνά παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, μας προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Η βία στα γήπεδα, στους δρόμους, στην οικογένεια ακόμη και στα σχολεία είναι πλέον θέματα της καθημερινότητας. Προτού αυτά τα φαινόμενα προσλάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις και με ολέθριες συνέπειες, κάποιοι πρέπει να προβληματιστούν ώστε εγκαίρως και με τα κατάλληλα μέτρα να αντιμετωπιστεί όσο μπορεί πιο αποτελεσματικά η κατάσταση. Τα δικαστήρια από τη δική τους πλευρά, οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι υποθέσεις αυτού του είδους να εκδικάζονται χωρίς καθυστέρηση και να επιβάλλονται στους δράστες αποτρεπτικές ποινές, στέλλοντας έτσι μήνυμα μηδενικής ανοχής.»

 

Σοβαρά, επίσης, είναι τα αδικήματα των κατηγοριών αρ. 2 και 3, στα οποία, επίσης, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την ανεξέλεγκτη κατοχή και χρήση πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών υλών καταδεικνύει τη σοβαρότητα του αδικήματος αυτού, που όπως έχει τονιστεί αποτελεί απειλή προς την έννομη τάξη και την ασφάλεια των πολιτών (βλ. Δημοκρατία v. Λεωνίδου (1997) 2 Α.Α.Δ. 300, Παπαγεωργίου (Γιάγκος) v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646 και Κλεάνθους v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 281).

Όπως, επίσης, αναφέρεται στην Παναγή v Δημοκρατιας (2015) 2Β Α.Α.Δ 875: « … η νομολογία θεωρεί την κατοχή και τη μεταφορά πυροβόλων όπλων άνευ αδείας ως εμπίπτουσες στα ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα. Διαχρονική είναι επίσης η θέση της νομολογίας ότι η παράνομη κατοχή και χρήση πυροβόλων όπλων υπονομεύουν την έννομη τάξη, ανοίγουν το δρόμο για την αναρχία, θέτουν σε κίνδυνο ανυποψίαστους κυρίως πολίτες και εκθέτουν ολόκληρη την κοινωνία στο αίσθημα ανασφάλειας. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε επίσης τη δικαστική του γνώση ότι το φαινόμενο της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας δεν έχει υποχωρήσει με αποτέλεσμα να υπάρχει έξαρση στη διάπραξη παρομοίων αδικημάτων, με αντίστοιχη την υποχρέωση των Δικαστηρίων να επιβάλλουν αυστηρές και ταυτόχρονα αποτρεπτικές ποινές». 

Βέβαια δεν παραγνωρίζεται ότι στην παρούσα περίπτωση το είδος του όπλου το οποίο μετέφερε και κατείχε ο κατηγορούμενος ήταν κυνηγετικό και ότι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει σχετίζονται με την παράνομη μεταφορά και χρήση του κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου για το κυνήγι και όχι με την παράνομη οπλοκατοχή, ως αναφέρεται στην πιο πάνω νομολογία (βλ. Γεώργιος Στεφάνου Προδρόμου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 169). Χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται η σοβαρότητα και αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς.

Η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών. Η αποτροπή, ως παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία, έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη, αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Η δεύτερη αυτή περίπτωση έχει δύο συνισταμένες. Πρώτον, την αποτροπή, η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και δεύτερον, την αποτροπή, ως μέσο για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους. Οι συνέπειες του εγκλήματος προσμετρούν στον καθορισμό της σοβαρότητάς του (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603).

 

Στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα, όπως αναφύονται είναι ιδιαίτερα σοβαρά, αφού ο κατηγορούμενος πυροβόλησε το θύμα με το κυνηγετικό του όπλο προκαλώντας του σοβαρούς τραυματισμούς. Τόσο η χρήση του εν λόγω όπλου όσο και οι τραυματισμοί που προκλήθηκαν στο θύμα, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω και προκύπτει να ήταν ιδιαίτερα σοβαροί, αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες τους οποίους λαμβάνουμε υπόψη. Το δε αποτέλεσμα των πράξεων του κατηγορούμενου, υπό τις περιστάσεις, ήταν προβλεπτό, αφού αυτός από κάποια απόσταση πυροβόλησε το θύμα, το οποίο προηγουμένως το εντόπισε στην αυλή του. Μάλιστα, όπως περαιτέρω προκύπτει, τα τραύματα του θύματος ήταν στην πλάτη και στους γλουτούς και αυτός το πυροβόλησε την ώρα που γύρισε και όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε, ενώ αυτό ήταν σε θέση φυγής.

 

Έχουμε διεξέλθει και λαμβάνουμε υπόψη μας τους λόγους που ώθησαν τον κατηγορούμενο στην επίδειξη αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς, ως εκτέθηκαν από την υπεράσπιση και δεν αμφισβητήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή, αλλά σημειώνουμε ευθύς εξ’ αρχής ότι τα όσα προηγήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες, δηλαδή οι πράξεις και ενέργειες τρίτου ή τρίτων προσώπων ενάντια στη περιουσία του κατηγορούμενου καθώς και όλα αυτά τα οποία αμέσως προηγήθηκαν το επίδικο βράδυ με το θύμα, αν και λαμβάνονται υπόψη, έχουν περιορισμένη σημασία, υπό τις περιστάσεις, και με κανένα τρόπο δεν δικαιολογούσαν την άσκηση βίας. Πόσο μάλιστα αυτής της έκτασης.

 

Αποτελεί διαχρονική αρχή του κοινοδικαίου ότι επιτρέπεται η χρήση λογικής και ανάλογης βίας με σκοπό την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του αλλά μέχρι εκεί. Στην Revil v. Newbery [1996] 1 All E.R. 291, η οποία αφορούσε αστική αγωγή για αποζημιώσεις από τον ενάγοντα για τραυματισμούς που του προκάλεσε ο εναγόμενος πυροβολώντας τον όταν ο ενάγοντας επιχείρησε να διαρρήξει τα υποστατικά του, λέχθηκαν τα εξής από τον Millet LJ:

 

«For centuries the common law has permitted reasonable force to be used in defence of the person or property. Violence may be returned with necessary violence. But the force used must not exceed the limits of what is reasonable in the circumstances. Changes in society and in social perceptions have meant that what might have been considered reasonable at one time would no longer be so regarded; but the principle remains the same. The assailant or intruder may be met with reasonable force but no more; the use of excessive violence against him is an actionable wrong.»

 

Παραπέμπουμε, επίσης, για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί των πιο πάνω στο Journal Use of Force in Protecting Property της Joshua Getzler, Theoritical Inquiries in Law 7.1. (2006)).

 

Στην παρούσα περίπτωση, όμως, εκείνο το οποίο προβάλλεται από την υπεράσπιση είναι ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ότι, αν και λανθασμένα, ο κατηγορούμενος ενέργησε υπό κράτος φόβου και απειλής ένεκα του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο βράδυ κατά το οποίο υπήρχε εκ νέου διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος μόλις εντόπισε το θύμα να βρίσκεται στην αυλή του και αφού θεώρησε ότι το είδε να κρατά κάτι, ως ανωτέρω αναφέρθηκε και να γυρίζει προς το μέρος του (χωρίς να κάνει οποιαδήποτε κίνηση στο να κατευθυνθεί προς αυτόν), τοποθέτησε το φυσίγγιο στο όπλο που ήδη πήρε πριν να βγει από το σπίτι του και σε δευτερόλεπτα το πυροβόλησε.

 

Όσον και αν λαμβάνουμε υπόψη τα πιο πάνω αλλά και το τί προηγήθηκε τις προηγούμενες ημέρες, καθώς την ηλικία του κατηγορούμενου και ότι ήταν νύκτα, η ενέργεια του κατηγορουμένου αντικειμενικά δεν δικαιολογείται. Όπως διαπιστώνεται από τα γεγονότα το θύμα τη δεδομένη στιγμή ήταν απλά επεμβασίας στην περιουσία του κατηγορούμενου και δεν δικαιολογείτο ούτε χρειαζόταν η οποιαδήποτε άσκηση βίας εναντίον του για το γεγονός αυτό και μόνο. Άλλωστε δεν είναι, ούτε αυτή τη θέση που προβάλλει η υπεράσπιση για να δικαιολογήσει την πράξη και ενέργεια του κατηγορουμένου, ούτε ότι επιχείρησε να προστατεύσει την περιουσία του.

 

Εκείνο το οποίο προβάλλεται κατ’ ουσία, πέραν των όσων προηγήθηκαν στην περιουσία του κατηγορούμενου, είναι ότι όταν εντόπισε το θύμα, εκείνο ήτα σκυφτό, σηκώθηκε πάνω, θεώρησε ότι κρατούσε κάτι και απειλείτο (λανθασμένα) και μέχρι να οπλίσει το θύμα γύρισε για να φύγει, ήταν σε θέση φυγής, όπως μας λέχθηκε και τότε ο κατηγορούμενος το πυροβόλησε. Όπως και να ειδωθούν τα γεγονότα και αν ακόμη συνυπολογίσουμε την ηλικία του κατηγορούμενου και τα όσα μας τέθηκαν για να δικαιολογήσουν ή καλύτερα να μετριάσουν τη σοβαρότητα της πράξης αυτής, αυτά έχουν μειωμένη σημασία και πόρρω απέχουν από την αντίδραση που θα έπρεπε να επιδειχθεί τη δεδομένη στιγμή. Τονίζεται και επαναλαμβάνεται ότι σε κάθε περίπτωση, το θύμα, κατά την ώρα που ο κατηγορούμενος το πυροβολεί, ήταν σε θέση φυγής και δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίζει, έστω και με βάση τα όσα αναφέρθηκαν εκ μέρους του, να τον θεωρεί ως απειλή.

 

Λαμβάνουμε υπόψη τα όσα η υπεράσπιση ανάφερε για την έλλειψη προμελέτης και προσχεδιασμού ή καλύτερα παρατεταμένης προμελέτης στο να διαπράξει αυτή την εγκληματική πράξη ο κατηγορούμενος, πλην όμως θα πρέπει να αναφερθεί ότι από την στιγμή που ο κατηγορούμενος αποφάσισε να εξέλθει της οικίας του οπλισμένος κρατώντας και το φυσίγγιο στο άλλο του χέρι, θα έπρεπε να ήταν πολύ προσεχτικός καθότι ήταν εύκολο πλέον, σε περίπτωση που υπήρχε οποιοδήποτε επεισόδιο να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο δυσανάλογο ή μη λελογισμένο. Στην R v. Hastings [2003] EWCA Crim 3730, όπου ο κατηγορούμενος είχε καταφέρει δώδεκα μαχαιριές στο θύμα το οποίο την ώρα εκείνη επιχειρούσε να διαρρήξει την οικία όπου η σύζυγος και τα παιδιά του διέμεναν, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«It must be an alarming experience for anyone to find themselves outside the home in which they believe their wife and children are living and to know that there is an intruder inside. As we have already indicated, in these circumstances it is not surprising that the person concerned should arm himself with a weapon which was readily available. The problem is that if a person arms himself with a knife and there is then an incident, it is all too easy for him to make use of the weapon in any way wholly disproportionated to the danger in which he finds himself.»

 

Παραπέμπουμε επίσης στην Σταύρος Μπενάκης v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 79/2016, Ημερ. 13/03/2018, ECLI:CY:AD:2018:B109 όπου λέχθηκε ότι η μεταφορά όπλου καθιστά ακόμη σοβαρότερο το έγκλημα όταν αυτό είναι έμφορτο και θέτει στο προσκήνιο τον εν δυνάμει κίνδυνο περαιτέρω σοβαρής παρανομίας και  απειλής. (Νικολεττή ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 279 και  Γενικός Εισαγγελέας ν. Yevgen Chronyy (2006) 2 Α.Α.Δ. 177).

 

Στην παρούσα περίπτωση τα γεγονότα είναι ιδιαίτερα σοβαρά, αφού ο κατηγορούμενος εξήλθε από την οικία του οπλισμένος και αμέσως μετά τον εντοπισμό του θύματος στην αυλή του και χωρίς να προκύψει οποιοδήποτε ιδιαίτερο επεισόδιο μεταξύ τους ή να προηγήθηκε το ο,τιδήποτε μεταξύ τους (πέραν των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω), ο κατηγορούμενος το πυροβόλησε. Τα δε τραύματα που προκλήθηκαν στο θύμα, προκύπτει να ήταν σοβαρά. Ευτυχώς όμως, όπως μας λέχθηκε, δεν άφησαν οποιαδήποτε κατάλοιπα, κάτι το οποίο συνυπολογίζουμε.

 

Τέτοιου είδους συμπεριφορές θα πρέπει να τιμωρούνται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές για να δοθεί το μήνυμα ότι ουδείς έχει το δικαίωμα να ασκεί βία και μάλιστα τέτοιας έκτασης και ουσιαστικά να παίρνει το Νόμο στα χέρια του. Αντίθετα θα οδηγούμασταν σε αναρχία και στην κατάρρευση κάθε αρχής δικαίου. Θα πρέπει να δοθεί το μήνυμα ότι η επέμβαση στην περιουσία του οποιουδήποτε, δεν δικαιολογεί την άσκηση βίας και μάλιστα αυτής της έκτασης που εκδηλώθηκε από τον κατηγορούμενο και σίγουρα δεν δικαιολογεί εκδίκηση και τη λήψη του Νόμου στα χέρια του οποιουδήποτε.    

 

Παρά τα πιο πάνω και την ανάγκη που υπάρχει για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά και κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται η εξατομίκευση της έτσι ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία του κατηγορουμένου και των γεγονότων. Η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας δεν ατονεί ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη, νοουμένου ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης. Σχετικές είναι οι υποθέσεις  Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 245, Κωνσταντίνου ν.  Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Κόκκινος v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135).

 

Προς όφελος του κατηγορούμενου, λαμβάνουμε υπόψη την παραδοχή του στο Δικαστήριο, την οποία θεωρούμε ως άμεση, αφού μετά την προσθήκη της κατηγορίας της Πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, προέβηκε αμέσως σε παραδοχή (βλ. Gorko κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 458). Είναι  πάγια  νομολογημένο, ότι η παραδοχή αποτελεί παράγοντα μετριασμού της ποινής. Στην υπόθεση  Χαρτούπαλλος ν Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, τονίστηκε ότι η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται τη διάπραξη των αδικημάτων με συνέπεια να μην σπαταλείται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Στην υπόθεση, επίσης, Ανδρέου ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 163/2015, 11/07/2016, τονίστηκε ότι «… η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να “μεταφερθεί” στο Δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και γι’ αυτό το λόγο έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής.» (βλ. επίσης, M. C. T. ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, 14/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:B386. 

 

Η μεταμέλεια αυτή του κατηγορούμενου, επίσης, προκύπτει να είναι έμπρακτη, αφού πέραν της άμεσης παραδοχής του, εκφράστηκε ρητώς και χωρίς περιστροφές από τους συνηγόρους του (βλ. CCC Laundries (Paphos) Ltd κ.α. v. Θεοφάνους (2010) 2 Α.Α.Δ. 288,296).

 

Περαιτέρω, ο ίδιος μετά το συμβάν ειδοποίησε την Αστυνομία και με θεληματική του κατάθεση αποκάλυψε την αξιόποινη συμπεριφορά του και συνεργάστηκε πλήρως με τις Αρχές από την πρώτη στιγμή (βλ. Cornad Mbakoub Mbakoub v. Δημοκρατίας, (2015) 2Α Α.Α.Δ 119).

 

Η συνεργασία του κατηγορουμένου με την Αστυνομία κατά την διερεύνηση των περιστατικών που αφορούν αυτή την υπόθεση, αυτή που παρατηρείται, είναι επίσης παράγοντας που δικαιολογεί μετριασμό της ποινής του. Στην υπόθεση Πισσάς ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 229/2016, 14/03/2018, ECLI:CY:AD:2018:B114, με αναφορά στην προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Φραγκίσκου ν Δημοκρατίας, Ποινική Υπόθεση Αρ. 222/2014, 25/11/2015, το Ανώτατο Δικαστήριο, επανέλαβε την αρχή της νομολογίας ότι: «… η συνεργασία με τις διωκτικές αρχές, …, συνιστά σοβαρό ελαφρυντικό παράγοντα, ο οποίος και θα πρέπει να προσμετράται ανάλογα.».

 

Η άμεση παραδοχή του λοιπόν στο Δικαστήριο, η έμπρακτη μεταμέλεια του και συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές, λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και θα τους δοθεί η δέουσα βαρύτητα, υπό τις περιστάσεις.

 

Το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συσχετισμό με την ηλικία του, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, καθότι αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς την νομιμότητα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1). Ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 82 ετών και δεν έχει απασχολήσει προηγουμένως τις αρχές, κάτι στο οποίο δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα.

 

Προς εξατομίκευση και περαιτέρω μετριασμό της ποινής του κατηγορουμένου, λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις, ως αυτές αποκαλύπτονται από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία ετοιμάστηκε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου και υιοθετήθηκαν από τους συνηγόρους του καθώς και το κάθε τι το οποίο μας αναφέρθηκε κατά την προφορική τους αγόρευση. Η ποινή, όπως είναι καθολικά αποδεκτό, δεν πρέπει να αρμόζει μόνο στο έγκλημα, αλλά και στον παραβάτη. Όταν διαπιστώνεται αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ο παράγοντας της εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να υπεισέρχεται σε τέτοια έκταση ώστε να εξουδετερώνει τον παράγοντα της αποτροπής (βλ. Αστυνομία ν. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/2020, ημερ. 20.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B200, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Τσουλόφτας ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 391).  Όμως, όσο και αν η ανάγκη για αποτροπή μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης, δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14).

 

Ειδικότερα, έχουμε λάβει υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 82 ετών σήμερα (ημερ. Γέννησης 08/11/1941), παντρεμένος και η σύζυγος του είναι ηλικίας 81 ετών, με την οποία έχει αποκτήσει τρία παιδιά, ηλικίας 63, 61 και 58 ετών. Προέρχεται από αγροτική οικογένεια χαμηλού οικονομικού επιπέδου. Ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο της κοινότητας του, της Άλασσας και στη συνέχεια φοίτησε για δύο έτη στο Λύκειο. Υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά και σύμφωνα με τον ίδιο σε νεαρή ηλικία συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), καθώς έχει υψηλό το αίσθημα υπεράσπισης της πατρίδας του. Εργάστηκε από νεαρή ηλικία σε διάφορους χώρους (βοηθός ηλεκτρολόγου, κεραμοποιείο Λεμεσού, ελαιοχρωματιστής, φύλακας σε εταιρεία, μεταφορέας αποθηκάριος) ενώ μετά τη Τουρκική Εισβολή του 1974, η αύξηση των οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας του τον ανάγκασαν να εργαστεί σε πλοία.

 

Μετά τη συνταξιοδότηση του, διέμενε με τη σύζυγο του σε προκατασκευασμένη μικρή κατοικία στην Κοινότητα Άλασσας, ωστόσο επειδή βρισκόταν σε αγροτεμάχιο και δεν γειτνίαζε με άλλες κατοικίες, μετά την ποινική υπόθεση, μετακόμισαν στην κατοικία της κόρης τους, ώστε να διασφαλίσουν την ασφάλεια τους και παράλληλα να τους παρέχεται κατάλληλη φροντίδα.

 

Ουδέποτε εκδήλωσε επιθετική συμπεριφορά ή προστριβές με άλλα πρόσωπα. Κατά τη συνεργασία με το γιο του, ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι η παρούσα υπόθεση συνεχίζει να προκαλεί στον αναφερόμενο άγχος και μεγάλη ανασφάλεια ενώ ευρύτερα έχει περιοριστεί σημαντικά στις κοινωνικές συναναστροφές.

 

Από τη συνεργασία με τον αναφερόμενο, επίσης, εκτιμάται ότι παρουσίασε συγκροτημένη και ώριμη σκέψη, καθώς επίσης συνοχή στις απόψεις που εξέφρασε, ενώ ταυτόχρονα εκδήλωσε ανάλογο συναίσθημα, αναγνωρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις συνέπειες μετά το περιστατικό που σχετίζεται η παρούσα υπόθεση.

 

Λαμβάνουμε υπόψη μας τις πιο πάνω προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και ειδικότερα την προσφορά του στην πατρίδα, μέσω του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Στην Σάββας Σουτζιής v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 424 λέχθηκε ότι «Η προσφορά προς το κράτος και την πολιτεία εν γένει, είναι πράγματι σοβαρός ελαφρυντικός παράγοντας, αλλά τονίζουμε πως η μεγαλύτερη προσφορά προς την πατρίδα είναι η υπακοή στους νόμους της». Επίσης, λαμβάνουμε υπόψη μας το αίσθημα της προσφοράς προς το συνάνθρωπο του. Όπως προκύπτει από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και τα σχετικά σε αυτή επισυναπτόμενα πιστοποιητικά/βεβαιώσεις αλλά και αυτά που κατατέθηκαν, ο κατηγορούμενος είχε ενεργό εθελοντικό ρόλο στην κοινότητα που διέμενε, καθώς συμμετείχε τόσο στην εκκλησιαστική επιτροπή, όσο και σε άλλες εθελοντικές δράσεις για βελτίωση κοινωνικών ή άλλων ζητημάτων που αντιμετώπιζε η κοινότητα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το τεκμήριο Δ, ο κατηγορούμενος είναι άτομο αξιαγάπητο, το οποίο έχει βοηθήσει αρκετά άτομα στο χωριό του, πάντοτε με αγάπη και προθυμία και χαίρει εκτίμησης. Δίνουμε τη δέουσα βαρύτητα στο καλό χαρακτήρα και την προηγούμενη διαγωγή του κατηγορούμενου. Στην Κάρλος Ντεκερμετζιαν v. Δημοκρατίας (2016) 2Β Α.Α.Δ 1378, αναφέρθηκε ότι «Είναι νομολογημένο πως ορθή συμπεριφορά μη σχετιζόμενη με το υπό κρίση αδίκημα, αποτελεί ελαφρυντικό που μπορεί να ληφθεί υπόψη (δέστε R. v. Reid [1982] 4 Cr. App. R (S.) 720, R. v. Alexander [1997] 2 Cr. App. R. (S.) 74), όπως και ο καλός χαρακτήρας του κατηγορούμενου.»

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας τα προβλήματα υγείας τα οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, με βάση τα όσα αναφέρονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και στα επισυναπτόμενα σε αυτή ιατρικά πιστοποιητικά και αυτά που μας τέθηκαν. Συγκεκριμένα, προκύπτει ο κατηγορούμενος να αντιμετωπίζει υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή, ανεύρυσμα θωρακικής αορτής, υπερλιπιδαιμία και για όλα ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή. Σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Αργύρη Α. Χρίστου - παθολόγου ημερομηνίας 31/01/2024 ο κατηγορούμενος πάσχει από υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή, διαταρές λιπών και στομαχικές διαταραχές, για τα οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση του Δρ. Σωτήριου Βασιλείου - νεφρολόγου ημερομηνίας 13/02/2024, ο κατηγορούμενος παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία του νεφρολογικού τμήματος συγκεκριμένου Νοσοκομείου, λόγω χρόνιας Νεφρικής Νόσου Σταδίου ΙΙΙ. Περαιτέρω και σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση του Δρ. Γεώργιου Πάλλη – Ειδικού Καρδιολόγου, ημερομηνίας 15/12/2023, ο κατηγορούμενος παρακολουθείται τακτικά σε καρδιολογικό ιατρείο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας με διατηρημένο ΚΕ, ΝΥΗΑ ΙΙ – ΙΙΙ, χρόνιας κολπικής μαρμαρυγής, ανευρύσματος θωρακικής αορτής, υπερλιπιδαιμίας, αρτηριακής υπέρτασης και λαμβάνει μέγιστη φαρμακευτική αγωγή.

Έχουμε επίσης διεξέλθει των ενημερωτικών σημειωμάτων/ εξιτηρίων ασθενούς ημερομηνίας 27/09/2023 και 11/12/2023 και τους λόγους που χρειάστηκε νοσηλεία και τα όσα εκεί αναφέρονται.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη μας το περιεχόμενο του τεκμηρίου Γ, ιατρική βεβαίωση του Δρ. Αργύρη Αργυρίου – Ψυχιάτρου, στο οποίο αναφέρεται ότι διαπίστωσε στον κατηγορούμενο αυξημένο άγχος, διαταραχές του ρυθμού του ύπνου με εφιαλτικά όνειρα, συνεχή ανασφάλεια και φόβους για τον ίδιο, την οικογένεια και περιουσία του. Παρουσίαζε μελαγχολική διάθεση, περιορισμένη φυσική ενέργεια, περιορισμό των ενδιαφερόντων και των πρωτοβουλιών του, πτωχή δραστηριότητα και σοβαρή απαισιοδοξία για το μέλλον με σκέψεις ματαίωσης και αυτομομφής. Η αναφερθείσα συμπτωματολογία χαρακτηρίζει την καταθλιπτική συνδρομή που προέκυψε μετά το ψυχοτραυματικό γεγονός που συνδέεται άμεσα με αυτό στο οποίο ενεπλάκη στις 11/06/2023, δηλαδή το επίδικο επεισόδιο. Ακολουθεί αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή και ψυχοθεραπευτική υποστήριξη.

 

Είναι υπόψη μας οι νομολογιακές αρχές που διέπουν το τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα προβλήματα υγείας ενός κατηγορουμένου. Στην Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315, αποφασίστηκε πως αν, λόγω σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας, η φυλάκιση θα προκαλέσει σ' ένα αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού, αυτό επενεργεί ως ελαφρυντικός παράγοντας. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο Νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης ενός αδικήματος καθιστούν επιβεβλημένη την επιλογή αυτή (βλ. AttorneyGeneral v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93, Asoltanei v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 742, Κυπριανού v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 28/2014, ημερομηνίας 24.2.2014 και R v. Hall (2013) Crim. L.R. 426, CA).

 

Στα πιο πάνω πλαίσια, λοιπόν, λαμβάνουμε υπόψη όλα τα προβλήματα υγείας του κατηγορούμενου, τα οποία, σημειώνουμε, δεν αποτελούν μια εξαιρετική περίσταση και δεν προκύπτει να εμπνέουν ιδιαίτερης ανησυχίας ή ότι αυτά δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν από τις Φυλακές (βλ. χχχ Κώστα v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 205/2020, Ημερ. 22/12/2021).

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας την ηλικία του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος είναι σε μια προχωρημένη ηλικία, δηλαδή αυτός είναι σήμερα ηλικίας 82 ετών. H μεγάλη ηλικία ενός κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής και των προσωπικών περιστάσεων του. Στην Γενικός Εισαγγελέας v. Ευριπίδης Χρίστου, Ποινική Έφεση Αρ. 20/2015, Ημερομηνίας 06/11/2017 λήφθηκε υπόψη η προχωρημένη ηλικία του εκεί εφεσίβλητου κατά το στάδιο επιβολής ποινής – ήταν ηλικίας 86 ετών - με αναφορά σε σχετική Νομολογία επί του θέματος. Αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Στην υπόθεση R. v. Τussler (1920) 15 Cr, App. Rep. 59 και Pittas v. The Police (1968) 2 C.L.R. 137, καθορίστηκε ότι η μεγάλη ηλικία ενός κατηγορουμένου και η ενδεχόμενη ταλαιπωρία λόγω προχωρημένης ηλικίας λειτουργεί ως σοβαρός μετριαστικός παράγοντας.

Όπως έχει παρατηρηθεί στην υπόθεση R. v. Lucas, R. v. Walsh (2000) All E.R. CD 183, είναι σημαντικό όταν επιβάλλεται ποινή σε άτομο προχωρημένης ηλικίας, να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο χρόνος είναι πιο πολύτιμος για το ηλικιωμένο άτομο και το αποτέλεσμα μιας ποινής φυλάκισης σε αυτόν είναι δυσμενέστερο, καθότι η προσδοκία ζωής του είναι μικρότερη. Τονίστηκε, ταυτοχρόνως, ότι σε τέτοια περίπτωση πρέπει να διατηρείται για τον καταδικασθέντα φως στο τέλος της σήραγγας, έχοντας υπόψη ακριβώς την προσδοκία ζωής ενός ηλικιωμένου ατόμου. Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να υπομνησθεί ιδιαιτέρως ότι για αδικήματα σοβαρής μορφής, όπως το υπό συζήτηση, οι προσωπικές περιστάσεις και ιδιαιτέρως η ηλικία, δεν μπορούν να έχουν ουσιαστική σημασία καθότι τα δικαστήρια θα έστελναν λανθασμένα μηνύματα προς άτομα μιας ηλικίας, κάτι το οποίο δεν είναι πρόθεση μας να πράξουμε. (Βλ. Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189 και Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 73/2012, ημερ. 13 Οκτωβρίου 2015

Στην χχχ Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 176/2018 (Σχ. με 202/18) έγινε περαιτέρω αναφορά στην R v. Lucas, στην οποία διευκρινίστηκε ότι κατά την επιβολή ποινής σε ηλικιωμένο πρόσωπο το Δικαστήριο δεν πράττει κάτι το διαφορετικό από του να λαμβάνει υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, όπως το πράττει σε κάθε άλλη περίπτωση παραθέτοντας το κάτωθι απόσπασμα:

«. in passing sentence on an older offender a court is doing no more than taking into account the individual defendant’s personal circumstances, as is done in every case.»

Συνεχίζοντας το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω απόφαση και αφού αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο οι προσωπικές περιστάσεις λαμβάνονται υπόψη στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων που χρήζουν αποτροπής, με αναφορά πάλι στην Lucas, λέχθηκε ότι κατά την επιβολή ποινής σε άτομα προχωρημένης ηλικίας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι πραγματικότητες υπό την έννοια ότι ένα ηλικιωμένο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν αποτελεί πλέον δημόσιο κίνδυνο θα αποφυλακιστεί επ’ αδεία όταν εκτίσει το ήμισυ της ποινής του.

 

Στην R v. Archer [2007] EWCA Crim 536 ακολουθήθηκε η πιο πάνω πραγματιστική θεώρηση όπου η μακρόχρονη ποινή φυλάκισης μειώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούσε ο εφεσείοντας να νομιμοποιείται σε αίτηση για αποφυλάκιση επ΄ αδεία σε ηλικία 78 ετών, για να του δοθεί η δυνατότητα να δει στο τέλος «φως στην άκρη της σήραγγας».

 

Το στοιχείο της πραγματιστικής θεώρησης του ζητήματος αναφορικά με πρόσωπα για τα οποία τίθεται εξ’ αρχής ζήτημα μειωμένης ποινής λόγω χαρακτηριστικών όπως είναι η προχωρημένη ηλικία, έχει αποκτήσει υπόσταση και στην Κύπρο μετά την αναγνώριση δικαιώματος κρατουμένων για υποβολή αιτήματος για επ’ αδεία αποφυλάκιση μετά την έκτιση του ήμισυ της ποινής που επιβάλλεται από το Δικαστήριο και αφού ληφθούν υπόψη η μείωση της ποινής που δικαιούται ή θα δικαιούται λόγω καλής διαγωγής και η μείωση της ποινής σύμφωνα με το προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας (βλ. άρθρο 14Α του περί Φυλακών Νόμου, Ν. 62(Ι)/1996 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 37(Ι)/2009 και 42(Ι)/2018 καθώς επίσης το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος όπως εξηγούνται στην χχχ Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

Κατά συνέπεια λαμβάνουμε υπόψη μας την ηλικία του κατηγορούμενου μέσα στα πιο πάνω πλαίσια καθώς και όλες του τις προσωπικές συνθήκες, χωρίς όμως να υποβαθμίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων και η ανάγκη που υπάρχει για αποτροπή.

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω και συγκεκριμένα από τη μια τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, ειδικότερα αυτού της 4ης κατηγορίας, τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και την ανάγκη που υπάρχει για αποτροπή και από την άλλη όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου, κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί και είναι η μόνη ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις. Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος και οι περιστάσεις διάπραξης τους είναι ιδιαίτερα σοβαρές και όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες και ειδικότερα η προχωρημένη ηλικία του και τα προβλήματα υγείας του θα παίξουν ρόλο στο ύψος της ποινής και όχι στο είδος της το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή στερητικής της ελευθερίας του. Οποιαδήποτε άλλη ποινή θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα και θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου.

 

Η νομολογία είναι καθοδηγητική για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιου είδους αδικημάτων και για το ύψος της ποινής που θα πρέπει να επιβάλλεται, αλλά όχι δεσμευτική καθότι κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσεις του για το ζήτημα της ποινής σχετικά με συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, είναι μόνο ενδεικτικές της ποινικής μεταχείρισης που ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει από το Δικαστήριο, καθότι: «Ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων.». Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση  Ελ Χαπιρ Ναζίπ ν Αστυνομίας (ανωτέρω): «Εκείνο στο οποίο βοηθά η προηγούμενη νομολογία, είναι το πλαίσιο ανάδειξης εκείνου του μέτρου που ακολουθείται σε διάφορες υποθέσεις, ώστε να εξετάζεται σφαιρικά και η ποινή που θα επιβληθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.». 

(βλ. επίσης Χριστόδουλος Μαυρουδής v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2021, Ημερ. 19/12/2022), ECLI:CY:AD:2022:B485.

 

Στην υπόθεση Άγγελος Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αναφορά στην οποία έκανε και η υπεράσπιση, όπου ο εφεσειών, 74 ετών, πυροβόλησε με κυνηγετικό όπλο τον οδηγό αυτοκινήτου που ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο έχασε τη ζωή της η επιβάτιδα εγγονή του, η ποινή των 2 ½ ετών για το αδίκημα του άρθρου 228(α) επικυρώθηκε κατ΄ έφεσιν και απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία το αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της. Δύο από τα πολλαπλά μικρά τραύματα σε διάφορα σημεία του σώματος του παραπονούμενου τα οποία προήλθαν από τα σκάγια των φυσιγγίων, έπληξαν τον δεξί του πνεύμονα, εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας και παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης του η ανάρρωση του ήταν ομαλή. Υπήρξε άμεση παραδοχή και μεταμέλεια. Ο εφεσειών ήταν λευκού ποινικού μητρώου, φιλήσυχο άτομο και αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσειών ήταν σε μια «κατάσταση μόνιμης συναισθηματικής φόρτισης» και ενέργησε σε μια έκρηξη της στιγμής. Παρόλα αυτά υιοθετήθηκε η θέση του Κακουργιοδικείου «πως δεν θα μπορούσε να παραγνωριστεί ότι ο εφεσειών πήρε ο ίδιος το Νόμο στα χέρια του, προβαίνοντας στην εγκληματική πράξη με τη χρήση κυνηγετικού όπλου, κατά τρόπο που έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την ζωή του παραπονούμενου».   

 

Στην υπόθεση Πισκόπου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) επικυρώθηκε από το Εφετείο ποινή φυλάκισης 6 ετών στον εφεσείοντα ο οποίος, κρατώντας σουγιά, κατάφερε τραύμα στον παραπονούμενο στη μεσότητα της αριστερής τραχηλικής χώρας που δυστυχώς έφτασε μέχρι το νωτιαίο μυελό προκαλώντας μόνιμη τετραπληγία στο θύμα. Τα γεγονότα ήταν ότι η θυγατέρα του εφεσείοντος και ο παραπονούμενος συνήψαν σχέση και οι συγγενείς των δύο νέων ήθελαν να αποτρέψουν τον γάμο. Έτσι όταν οι δύο νέοι επισκέφθηκαν στο πατρικό σπίτι του παραπονούμενου και άρχισαν συζήτηση για τα σχέδια τους, ο παραπονούμενος είπε στον εφεσείοντα ότι θα πάρει την κόρη του ανεξαρτήτως των όποιων αντιδράσεων, η κόρη συμφώνησε και τότε ο εφεσείων τη χαστούκισε, παρενέβη ο παραπονούμενος και τον κτύπησε με τα χέρια στο πρόσωπο, έπεσαν στο πάτωμα και ο εφεσείων με τον σουγιά προκάλεσε τα ανωτέρω τραύματα. Στην εν λόγω υπόθεση λήφθηκε ως μετριαστικός παράγων πως δεν υπήρχε προσχεδιασμός ή προμελέτη εγκλήματος καθώς επίσης πως είχε γίνει άμεση παραδοχή και υπήρξε από μέρος του εφεσείοντος συνεργασία με την Αστυνομία. Λήφθηκε ακόμη υπόψιν και το λευκό του ποινικό μητρώο. Ταυτόχρονα τονίστηκε από το Εφετείο ότι ο ερωτικός δεσμός μεταξύ ενηλίκων νέων που στην προκειμένη περίπτωση είχε προκαλέσει τις αντιδράσεις των γονιών τους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόκληση ούτως ώστε να δικαιολογείται η αντίδραση βίας. Δέχθηκε πως το κτύπημα που ο εφεσείων δέχθηκε από τον παραπονούμενο ήταν πρόκληση, η οποία όμως συσχετίστηκε με την αντίδραση του εφεσείοντος να ανταποδώσει το κτύπημα αλλά όχι με την ενέργεια του να ανασύρει σουγιά και να πλήξει τον παραπονούμενο σε ένα από τα πιο ευαίσθητα μέρη του σώματος του.

 

Στην υπόθεση Χατζηπέτρου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 468 ο παραπονούμενος, φρουρός ασφαλείας, ζήτησε από τον εφεσείοντα να φύγει από το κέντρο καθότι πρόσφατα είχε εμπλακεί σε άλλο επεισόδιο. Ο εφεσείων, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, αντέδρασε εξυβρίζοντας και απειλώντας τον και ο φρουρός, χωρίς να ασκήσει βία, τον οδήγησε έξω από το κέντρο. Μετά πάροδο 25 λεπτών, ο εφεσείων επέστρεψε στο κέντρο κρατώντας μαχαίρι, κτύπησε τον φρουρό στο στήθος και έφυγε. Από το κτύπημα με το μαχαίρι ο παραπονούμενος είχε υποστεί κάταγμα της πλευράς στο σημείο εισόδου και κάκωση του παρεγχύματος του πνεύμονα, τα οποία, τελικά, δεν του άφησαν μόνιμες βλάβες. Το Εφετείο επικύρωσε την ποινή των 3 ½ ετών αφού ανέφερε πως το Κακουργιοδικείο είχε συνυπολογίσει κάθε παράγοντα, συμπεριλαμβανομένης της μέθης και της απουσίας πρόκλησης καθώς και την απουσία οργάνωσης και προσχεδιασμού.

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας v. Ιωάννου (1999), 2 Α.Α.Δ. 603, όπου ο εφεσίβλητος μετέβη έχοντας εντός του αυτοκινήτου του έμφορτο κυνηγετικό όπλο στο προαύλιο της οικίας των συμπεθερικών του και αφού πήρε στα χέρια του το όπλο πυροβόλησε δύο φορές διαδοχικά από μικρή απόσταση προς το μέρος που βρίσκονταν τα συμπεθερικά του και ο γιος τους, ο οποίος ήταν νυμφευμένος με τη θυγατέρα του. Από τα πυρά του πλήγηκαν και οι τρεις στόχοι των εγκληματικών πράξεων, η συμπεθέρα τραυματίστηκε θανάσιμα, ενώ ο σύζυγός της και ο γιος τους σοβαρά. Ο μεν σύζυγος έχασε το αριστερό και ο γιος το δεξιό μάτι. Στις κατηγορίες που αφορούσαν πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 228(α), οι ποινές φυλάκισης των 4 ετών που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού αυξήθηκαν σε 8 χρόνια.

 

Στην υπόθεση Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189, στον εφεσείοντα, κατόπιν παραδοχής, επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2½ ετών στην κατηγορία κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα. Στις άλλες δυο κατηγορίες για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κάθε κατηγορία. Τα γεγονότα αφορούσαν σε δύο επεισόδια βίας που άσκησε ο εφεσείων εναντίον του παραπονούμενου, προκαλώντας του βαριές σωματικές βλάβες. Ο τελευταίος ήταν ο πρώην συμβίος γυναίκας, από την οποία εφεσείων και παραπονούμενος, ανέμεναν να επιλέξει με ποιον από τους δύο θα συζούσε. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν τη μέθη ως μετριαστικό παράγοντα, θέση την οποία το Εφετείο δεν έκανε δεκτή και επικύρωσε τις ποινές, χαρακτηρίζοντας τις και ως επιεικείς.

 

Στην υπόθεση  Kesov Nicos v. Aστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 348, ο εφεσείων μαζί με τους δύο πρώην συγκατηγορούμενους του, επιτέθηκαν στους δύο παραπονούμενους, οι οποίοι είναι αδέλφια και τους κτύπησαν, προκαλώντας στον μεν ένα βαριά σωματική βλάβη, στο δε άλλον πραγματική σωματική βλάβη. Της επίθεσης προηγήθηκε έντονη λογομαχία μεταξύ εφεσείοντος και των δύο πρώην συγκατηγορουμένων του από τη μια και παραπονουμένων από την άλλη, με αφορμή την επίμονη απαίτηση του ενός από τους παραπονούμενους να του καταβληθούν από τον εφεσείοντα δεδουλευμένα του. Το Εφετείο επικύρωσε τις πρωτόδικα επιβληθείσες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 2 ετών και 4 μηνών για τα αδικήματα δυνάμει των άρθρων 228(α) και 243 αντίστοιχα.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέου (2008), 2 Α.Α.Δ. 207, ο εφεσίβλητος περιέλουσε την παραπονούμενη με βενζίνη και αφού την καταδίωξε την πυρπόλησε με τον αναπτήρα του, πρωτόδικα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 ετών, την οποία το Εφετείο αύξησε σε 9 έτη.

 

Στην απόφαση Constantin Ioja ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 624, το Εφετείο έκρινε υπερβολική την επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή των 2½ ετών, μετά από παραδοχή σε άτομο που τραυμάτισε σοβαρά με μαχαίρι στην κοιλιακή χώρα άλλο άτομο το οποίο εισήλθε στο σπίτι του με δύο άλλα πρόσωπα, απαιτώντας την καταβολή χρηματικού ποσού. Ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου, η δε ποινή αντικαταστάθηκε με 12 μήνες φυλάκιση. Λήφθηκε υπόψη όμως σε εκείνη την υπόθεση η ισχυρή πρόκληση που είχε δεχθεί ο εφεσείων, ο οποίος διέπραξε το αδίκημα κάτω από «..... την έξαψη, την πίεση, τη φόρτιση και, εν τέλει, την κατάσταση απειλής στην οποία βρέθηκε μέσα στο σπίτι του από τρεις αγνώστους.

 

Παραπέμπουμε επίσης στην υπόθεση Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397, όπου αναφέρθηκε ότι «Το ορθό ποινικό μέτρο αποτελεί τη συνισταμένη διαφόρων παραγόντων που συναρτώνται τόσο με τα περιστατικά της διάπραξης των αδικημάτων, όσο και με τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου».

 

Στην Γεώργιος Στεφάνου Προδρόμου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε, κατόπιν δικής του παραδοχής, στις κατηγορίες του τραυματισμού και της παράνομης κατοχής, μεταφοράς και χρήσης κυνηγετικού όπλου. Ο εφεσειών είχε ρίξει πυροβολισμούς με το κυνηγετικό του όπλο προς το όχημα που επέβαιναν οι παραπονούμενοι. Επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών στην κατηγορία της κατοχής κυνηγετικού όπλου και 2 ½ χρόνων στην κατηγορία της χρήσης του ιδίου όπλου ενώ δεν επιβλήθηκε ποινή στην κατηγορία της μεταφοράς του εν λόγω όπλου. Η ποινή φυλάκισης των 2 ½ χρόνων που επιβλήθηκε στην κατηγορία της χρήσης κυνηγετικού όπλου κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου για το κυνήγι, μειώθηκε κατ’ έφεση σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Αναφέρθηκε ότι  η υπόθεση εκείνη δεν φαίνεται να εμπίπτει στην κατηγορία των αδικημάτων που το Δικαστήριο επισήμανε ότι παρατηρείται έξαρση τους, δηλαδή της παράνομης μεταφοράς και χρήσης όπλων. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για μεταφορά και χρήση κυνηγετικού που νόμιμα κατέχεται αλλά και γιατί ο εφεσείων δεν είναι εγκληματικό στοιχείο αλλά κατέληξε στην πράξη του κάτω από συναισθηματική φόρτιση και όχι ύστερα από εγκληματικό σχεδιασμό. 

 

Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω, ιδιαίτερα τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, οι οποίες είναι ιδιαίτερα σοβαρές και τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου και ειδικότερα τον πρότερον έντιμον βίο του, την προχωρημένη ηλικία του και τα προβλήματα υγείας του, επιβάλλονται σε αυτόν οι κάτωθι ποινές, οι οποίες, υπό άλλες περιστάσεις θα έπρεπε να ήταν αυστηρότερες:

 

Στην 2ην κατηγορία: Καμία ποινή, καθότι τα γεγονότα αυτής εμπεριέχονται στα γεγονότα της 3ης κατηγορίας, στην οποία θα επιβληθεί ποινή (βλ. Βασιλείου v. Αστυνομίας  (1991) 2 Α.Α.Δ. 385 και Περικλέους v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 34).

 

Στην 3ην κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 1 (ενός) χρόνου. Επιπρόσθετα διατάσσεται η κατάσχεση και δήμευση του επίδικου ΔΟΚΟ, με τη σύμφωνη γνώμη του κατηγορούμενου.

 

Στην 4η κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών.

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν να συντρέχουν.

 

Ενόψει του ύψους των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την εισήγηση των συνηγόρων υπεράσπισης του, για αναστολή εκτέλεσης τους.

Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί. Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου».

 

Ο σκοπός του Νόμου 95/1972, με αναδρομή στο ιστορικό του, αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Καραολή, Ποινική Έφεση Αρ. 231/2019, 27/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:B172:

«Ο περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε αρχικά με το Ν.41(Ι)/1997, ο οποίος περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Ακολούθησε στη συνέχεια η τροποποίηση του με το Ν.186(Ι)/2003 μέσω του οποίου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου.».

Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373).

Η ποινή φυλάκισης που επιβάλλεται σε κατηγορούμενο από το Δικαστήριο, παραμένει ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς του Νόμου. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ττίγκη (2013) 2 Α.Α.Δ. 134).

Οι αρχές της νομολογίας, σε ότι αφορά την εφαρμογή του εν λόγω Άρθρου, συνοψίζονται περιεκτικά, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αστυνομία ν Μιλτιάδους, Ποινική Έφεση Αρ. 277/2018, 10/05/2019, ECLI:CY:AD:2019:B179, στο εξής απόσπασμα: 

«Όπως συναφώς τονίζεται από τη νομολογία (βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 12/2016 ημερ. 29.3.2016, Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 27/2016 ημερ. 19.7.2016, Χαλκιά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 240/2016 ημερ. 13.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B90, ECLI:CY:AD:2017:B90, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου, Ποιν. Εφ. 137/2015 ημερ. 23.6.2018 και άλλες), η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από το Νόμο, ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών ενός κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Κατά την εξέταση δε του ζητήματος σημαντικό είναι και το ερώτημα κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».

Στην Ιωσήφ ν Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι, η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Τονίστηκε, ως και προελέχθη, ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα, είναι κατά πόσο, η ανασταλείσα ποινή, θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του ποινικού αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Και επιπρόσθετα, αναφέρθηκε ότι:

«Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής.».

Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Μυλωνά, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, 14/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B537:

«Οι μετριαστικοί … παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ποινής και του ύψους της δεν μπορούν να είναι ταυτόσημοι και να αποτελούν ταυτόχρονα και αιτιολογία για την αναστολή της ποινής φυλάκισης. Το σύνολο των περιστάσεων μαζί με τα προσωπικά περιστατικά του παραβάτη θα πρέπει να αναδύουν μία εικόνα που να δικαιολογεί την απόφαση για αναστολή.»

Στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και έχουν αναλυθεί και εξηγηθεί ανωτέρω. Επαναλαμβάνεται ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε με το κυνηγετικό του όπλο το θύμα, το οποίο εντόπισε να βρίσκεται στην αυλή του, προκαλώντας του σοβαρούς τραυματισμούς. Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου την θεώρηση του κατηγορουμένου, δηλαδή ότι ενέργησε υπό κράτος φόβου και απειλής, κάτι το οποίο όμως αντικειμενικά δεν δικαιολογείτο και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι λανθασμένα ενέργησε. Λάβαμε επίσης υπόψη και το γεγονός ότι το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε πέσει θύμα κλοπής και ότι το συγκεκριμένο βράδι, όταν υποψιάστηκε ότι θα γινόταν το ίδιο, μετά τη διακοπή ρεύματος που αντιλήφθηκε στο υποστατικό του, εξήλθε για να διαπιστώσει τί γινόταν. Το τί επακολούθησε όμως πόρρω απέχει από τη συμπεριφορά που θα έπρεπε να επιδειχθεί υπό τις περιστάσεις. Τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο κατηγορούμενος αποφάσισε να εξέλθει του υποστατικού του οπλισμένος, δηλαδή κρατώντας το κυνηγετικό του όπλο και φυσίγγιο. Στην ουσία ο κατηγορούμενος πυροβόλησε το θύμα από κάποια απόσταση, με τα τραύματα του να είναι στην πλάτη και στους γλουτούς, όταν το εντόπισε να βρίσκεται στην αυλή του, χωρίς να προηγηθεί ο,τιδήποτε το ουσιώδες και ενώ το θύμα ήταν σε θέση φυγής.

Δεν παραγνωρίζουμε το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την ηλικία του καθώς επίσης το χαρακτήρα του. Ότι δηλαδή πρόκειται για οικογενειάρχη με προσφορά στην πατρίδα και στα κοινά και ότι δεν αναφύεται από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, να αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία ή καλύτερα να είναι ορατό το ενδεχόμενο να διαπράξει εκ νέου αδίκημα.

Υπόψη μας επίσης λάβαμε και τις υπόλοιπες προσωπικές του συνθήκες και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Ειδικότερα λάβαμε υπόψη την προχωρημένη ηλικία του, όμως, έχουμε αναφερθεί ανωτέρω για τον τρόπο που αυτό το γεγονός λαμβάνεται υπόψη. Έχουμε ενδιατρίψει στα ιατρικά πιστοποιητικά που μας έχουν παρατεθεί και λαμβάνουμε υπόψη μας την κατάσταση της υγείας του. Προκύπτει αυτός να αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας, ως περιεγράφηκαν ανωτέρω, όμως, δεν είναι τέτοιας φύσεως που να μπορεί να λεχθεί ότι είναι τέτοιας σοβαρότητας που δεν μπορούν αντιμετωπιστούν από τις Φυλακές (βλ. Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 223/2019, ημερομηνίας 8.4.2020, Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22). Δεν μας τέθηκε άλλωστε και μια τέτοια θέση από την υπεράσπιση. Σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει αυτά (τα προβλήματα υγείας) να αποτελούν μια εξαιρετική και σοβαρή κατάσταση (βλ. χχχ Κώστα v. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου τη σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων διάπραξης τους και όλα τα ελαφρυντικά και, ιδιαίτερα, τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου. Ισοζυγίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Η φύση του αδικήματος της 4ης κατηγορίας και οι περιστάσεις διάπραξης του είναι ιδιαίτερα σοβαρές και παρά τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης. Τυχόν αναστολή εκτέλεσης των εν λόγω ποινών φυλάκισης θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα για τέτοιου είδους συμπεριφορές και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου και τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

Κατά συνέπεια το αίτημα για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν, απορρίπτεται.         

Τα υπόλοιπα τεκμήρια (πέραν του ΔΟΚΟ), να καταστραφούν.

 

                                  ..………………………………………

                                                (Υπ) Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

 

    ………………………………………..

                                    (Υπ) Μ. Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.         

                                                                                                                                                              …..…………………………………….

                                                   (Υπ) Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντιγραφον

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο