ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝΦ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                    Α. Φυλακτού, Α.E.Δ.

                    Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

                                                              

                                          Αρ. Υπόθεσης: 8442/23

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

T. V.

                                             

 

                                                     Κατηγορουμένου

Ημερομηνία: 22/1/2024

Για τη Δημοκρατία: κα Α. Τιμοθέου.

Για τον Κατηγορούμενο: κ. E. Χειμώνας.

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών– Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό)

 

Στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε αρχικά κατηγορίες βιασμού, απόπειρας βιασμού, απαγωγής, απαίτησης περιουσίας με απειλές, επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, απειλής, κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία και άσκησης ψυχολογικής βίας (κατηγορίες 1 - 8 αντίστοιχα).

 

Με ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 30/11/2023, κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε σχέση με την κατηγορία της απειλής (κατηγορία 6) και έτσι ο κατηγορούμενος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από αυτήν.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικημάτων των λοιπών κατηγοριών, ο κατηγορούμενος, στις 15/05/2023, στη Λεμεσό:

 

·                Ήλθε σε παράνομη συνουσία δια κολπικής διείσδυσης του πέους του στο σώμα της Α.Α., χωρίς τη συναίνεση της (κατηγορία 1).

·                Αποπειράθηκε να έλθει σε παράνομη συνουσία δια πρωκτικής διείσδυσης του πέους του στο σώμα της Α.Α., χωρίς τη συναίνεση της (κατηγορία 2).

·                Με σκοπό τη συνουσία με αυτήν, απήγαγε ή κατακράτησε γυναίκα, δηλαδή την Α.Α. χωρίς τη θέληση της (κατηγορία 3).

·                Με σκοπό κλοπής αγνώστου χρηματικού ποσού, απαίτησε αυτό από την Α.Α. με τη χρήση απειλών και βίας (κατηγορία 4).

·                Διέπραξε επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη στην Α.Α. δηλαδή της χτύπησε με τα χέρια και τα πόδια του στο πρόσωπο και σε όλο της το σώμα με γροθιές, κλωτσιές και χαστούκια (κατηγορία 5).

·                Εσκεμμένα και κακόβουλα προκάλεσε ζημιά άγνωστης αξίας στο αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της Α.Α. (κατηγορία 7).

·                Με τη συμπεριφορά του, η οποία εκφράστηκε με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές, έπληξε σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα της Α.Α. και της προκάλεσε πραγματικό φόβο (κατηγορία 8).

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

 Για να αποδείξει την υπόθεση της, η Κατηγορούσα Αρχή, παρουσίασε συνολικά 14 μάρτυρες και συγκεκριμένα τον Αν/Λοχ. 494 Μάριο Φιλίππου (Μ.Κ.1), την Αστ. 3712 Μαρία Καδή (Μ.Κ.2), τον Αστ. 266 Άγγελο Περικλέους (Μ.Κ.3), τη Λοχ. 213 Άντρια Θεοδοσίου (Μ.Κ.4), τον Σάλεχ Νάσερ (Μ.Κ.5), τον Β.Β. πατέρα της παραπονουμένης (Μ.Κ.6), την Α.Α. δηλαδή την παραπονούμενη (Μ.Κ.7), την Παναγιώτα Παναγίδου (Μ.Κ.8), τον Ορθόδοξο Ορθοδόξου (Μ.Κ.9), τον Γεώργιο Καπουτσή (Μ.Κ.10), τη Σταυρούλα Ξενοφώντος (Μ.Κ.11), τον Α/Αστ. 1521 Στέλιο Ιωάννου (Μ.Κ.12), την Αστ. 630 Ελεάνα Φοιτίδου (Μ.Κ.13) και τον Α/Αστ. 2851 Ιωάννη Μαυρομούστακο (Μ.Κ.14).

 

Επιπρόσθετα δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν παραδεκτά γεγονότα.

Μετά την κλήση του σε απολογία στις κατηγορίες 1 - 5, 7 και 8, ο κατηγορούμενος επέλεξε όπως τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής και κάλεσε τρεις μάρτυρες και συγκεκριμένα τον Γεώργο Βαλεντίνοβ Περνάρεβ (Μ.Υ.1), τον Χρίστο Χρίστοφ (Μ.Υ.2) και τη Σνέζια Βλαντιμίροβα (Μ.Υ.3).  

 

Ο Μ.Κ.1 αναφέρθηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβη σε σχέση με τις έρευνες που έγιναν στα αυτοκίνητα του κατηγορουμένου και της παραπονουμένης και στο τι του ανέφερε ο κατηγορούμενος στις 18/05/2023, όταν τον πληροφόρησε ότι θα γίνει έρευνα στο αυτοκίνητο του καθώς και στην ενημέρωση που έλαβε σε σχέση με τα υπό εξέταση αδικήματα.

 

Η Μ.Κ.2 αναφέρθηκε στις ενέργειες που έκανε αναφορικά με τη λήψη κατάθεσης από τον κατηγορούμενο στις 17/05/2023 (Τεκμήρια 40Α-Β).

 

Ο Μ.Κ.3 αναφέρθηκε στη φωτογράφιση του αυτοκινήτου της παραπονουμένης και της τοποθεσίας «Καρνάγιο» στη Λεμεσό, όπου έλαβε χώραν το μεγαλύτερο μέρος του επίδικου περιστατικού.

 

Η Μ.Κ.4 αναφέρθηκε στη λήψη γραπτής κατάθεσης από την παραπονούμενη (Τεκμήριο 46), στη λήψη των τεκμηρίων που η παραπονούμενη της παρέδωσε και στην κατάσταση της παραπονουμένης όταν εκείνη μετέβη στο Κλιμάκιο Χειρισμού Θεμάτων Βίας στην Οικογένεια (ΚΧΘΒΣΟ). Αναφέρθηκε επίσης στις ενέργειες που έγιναν μετά τη λήψη της κατάθεσης από την παραπονούμενη, ήτοι στην παραπομπή της για εξέταση από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και στη λήψη οδηγιών όπως την υπόθεση αναλάβει άλλος ανακριτής.

 

Ο Μ.Κ.5 αναφέρθηκε στα καθήκοντα που εκτέλεσε ως διερμηνέας από τη βουλγαρική στην ελληνική γλώσσα και αντίστροφα, κατά τη λήψη των καταθέσεων του κατηγορουμένου στις 17/05/2023 (Τεκμήρια 40Α-Β) και στις 21/05/2023 (Τεκμήρια 48Α-Β).

 

Ο Μ.Κ.6 αναφέρθηκε στα όσα περιήλθαν στην αντίληψη του το επίδικο βράδυ και στα όσα η θυγατέρα του (παραπονούμενη) του ανέφερε σε σχέση με το επίδικο περιστατικό. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στην οικογένεια του, στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και στη σχέση αυτού με την παραπονούμενη.

 

Η παραπονούμενη (Μ.Κ.7) αναφέρθηκε στο οικογενειακό και επαγγελματικό της υπόβαθρο και στο ιστορικό της σχέσης της με τον κατηγορούμενο και έδωσε την εκδοχή της σε σχέση με το τι έλαβε χώραν κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Η Μ.Κ.8 είναι η κλινική ψυχολόγος, η οποία εξέτασε την παραπονούμενη στις 28/06/2023, 05/07/2023, 28/07/2023 και 04/08/2023. Κατά τη μαρτυρία της ανέφερε και ανέλυσε τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη ψυχολογική αξιολόγηση της παραπονουμένης, τη διαγνωστική της εκτίμηση, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε και τις εισηγήσεις που έκανε.

 

Ο Μ.Κ.9 είναι ο ιατροδικαστής που εξέτασε την παραπονούμενη στις 15/05/2023 στο Μακάρειο Νοσοκομείο. Ο μάρτυρας αυτός παρέθεσε και ανέλυσε τα ιατροδικαστικά ευρήματα που προέκυψαν από την εξέταση της παραπονουμένης και απάντησε σε ερωτήσεις αναφορικά με τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να προκληθούν τα τραύματα που η παραπονούμενη παρουσίαζε τότε.

 

Ο Μ.Κ.10 είναι ο ιατρός που εξέτασε την παραπονούμενη στις 15/05/2023 (πριν η παραπονούμενη εξεταστεί από τον Μ.Κ.9) στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και Ατυχημάτων του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Κατά τη μαρτυρία του αναφέρθηκε στα ευρήματα του σε σχέση με τα τραύματα που παρουσίαζε η παραπονούμενη κατά την εξέταση της.

 

Η Μ.Κ.11 εργάζεται στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου με ειδικότητα στη Δικανική Γενετική. Η μάρτυρας έκανε αναφορά και ανέλυσε τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την επιστημονική εξέταση τεκμηρίων της παρούσας υπόθεσης. Αναφέρθηκε επίσης στη διαδικασία και στον τρόπο με τον οποίο γίνεται και έγινε η εξέταση των τεκμηρίων. Περαιτέρω, χωρίς να αμφισβητηθούν τα αποτελέσματα των ως άνω εξετάσεων, απάντησε σε ερωτήσεις στη βάση κάποιων σεναρίων που της τέθηκαν.  

Ο Μ.Κ.12 αναφέρθηκε στις ενέργειες που έκανε σε σχέση με την παραλαβή και παράδοση τεκμηρίων της παρούσας υπόθεσης.

 

Η Μ.Κ.13, εργάζεται στον Κλάδο Διερεύνησης Σκηνής Εγκλήματος και Εμφάνισης Αποτυπωμάτων του Αρχηγείου Αστυνομίας. Η μάρτυρας παρέθεσε και ανέλυσε τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την επιστημονική εξέταση αποτυπωμάτων που έλαβε στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης.

 

Ο Μ.Κ.14 είναι ο ανακριτής της υπόθεσης. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης και απάντησε σε σχετικές, με την επάρκεια και πληρότητα της διερεύνησης, ερωτήσεις.

 

Ο Μ.Υ.1 αναγνώρισε τα Τεκμήρια Γ και Δ προς αναγνώριση (ακολούθως κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 79 και 80 αντίστοιχα) ως τις φωτογραφίες του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου, που ο μάρτυρας έλαβε με το κινητό του τηλέφωνο.

 

Ο Μ.Υ.2 αναφέρθηκε στη γνωριμία που είχε ο ίδιος και η σύζυγος του με τον κατηγορούμενο και την παραπονούμενη καθώς και στα όσα ήλθαν στην αντίληψη του στις 14/05/2023 το απόγευμα, στο σπίτι του όπου βρισκόταν ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε τηλεφωνικές και άλλες επικοινωνίες που είχε ο ίδιος με την παραπονούμενη σε σχέση με τη καταγγελία που η τελευταία έκανε στην Αστυνομία για την παρούσα υπόθεση αλλά και στην καταγγελία που ο ίδιος έκανε εναντίον της παραπονουμένης για κλοπή του κινητού του τηλεφώνου. Ο μάρτυρας υποστήριξε επίσης ότι δεν του λήφθηκε κατάθεση για την παρούσα υπόθεση, παρά το ότι μετέβη τρεις φορές για τον σκοπό αυτό, με άλλα πρόσωπα, στην Αστυνομία.

 

Η Μ.Υ.3 είναι η μητέρα του κατηγορουμένου. Η μάρτυρας αυτή αναφέρθηκε στη σχέση του κατηγορουμένου και της παραπονουμένης, στο παιδί που απέκτησε η παραπονούμενη και στα όσα αφορούσαν το θέμα της μη αναγνώρισης του από τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω υποστήριξε, όπως και ο Μ.Υ.2, ότι παρά το ότι τόσο αυτή όσο και άλλα πρόσωπα πήγαν για να δώσουν κατάθεση στην Αστυνομία για την παρούσα υπόθεση, αυτό τελικά δεν έγινε. Τέλος η μάρτυρας αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που ήλθε στην αντίληψη της, όταν η παραπονούμενη κατά τη μαρτυρία της βγήκε από την αίθουσα του Δικαστηρίου και μίλησε με τον πατέρα της.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Παρακολουθήσαμε με προσοχή τους πιο πάνω μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μας και είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την όλη παρουσία και τις αντιδράσεις τους.  Σημαντικό στοιχείο για την κρίση της αξιοπιστίας είναι η εντύπωση που αφήνει ο μάρτυρας στο Δικαστήριο (βλ. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273), όμως δεν είναι το μόνο κριτήριο (βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056). Όπως αναφέρθηκε στην Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 371, η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα δεν βασίζεται μόνο στην πειστικότητα που μεταδίδει το ύφος και ο τρόπος που αρθρώνει τη μαρτυρία του αλλά και το περιεχόμενο της, συγκρινόμενο με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην υπόθεση.

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά την αντιπαραβάλαμε και την εξετάσαμε σε σχέση με την υπόλοιπη μαρτυρία και με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Αφού εξετάσαμε τη μαρτυρία στο σύνολό της και διαβουλευθήκαμε, καταλήξαμε σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, τα οποία θα παραθέσουμε πιο κάτω όχι με βάση την αλληλουχία των σκέψεων μας αλλά με βάση τη σειρά η οποία, κατά την κρίση μας, αποτελεί την καλύτερη δομή της απόφασής μας (βλ. Charitonos a.o. v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40).

 

O M.K.1 μας άφησε θετική εικόνα. Ανέφερε με λεπτομέρεια και ακρίβεια τις ενέργειες τις οποίες έκανε στο πλαίσιο διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης και που αφορούσαν βασικά την έρευνα των οχημάτων της παραπονουμένης και του κατηγορουμένου στις 18/05/2023 και την παραλαβή και διακίνηση τεκμηρίων. Κατέγραψε λεπτομερώς τις ενέργειες του σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 38), παρέθεσε με σαφήνεια τα όσα ο κατηγορούμενος του ανέφερε και αποκάλυψε την πηγή της γνώσης του σε σχέση με την εκδοχή της παραπονουμένης.

 

Εκείνο που αμφισβητεί ως προς τον Μ.Κ.1 η Υπεράσπιση, είναι βασικά το αμερόληπτο των ενεργειών του σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την εξέταση του αυτοκινήτου της παραπονουμένης και δη το γιατί ο μάρτυρας δεν παρενέβη, κατά την έρευνα, ώστε να γίνει εξέταση του εν λόγω αυτοκινήτου για εντοπισμό γενετικού υλικού και αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου για να διαπιστωθεί η αλήθεια των ισχυρισμών της παραπονουμένης. Η θέση όμως αυτή δεν μπορεί να αξιολογηθεί με δεδομένο ότι στερείται πραγματικού υποβάθρου, εφόσον τέθηκε για πρώτη φορά στις τελικές αγορεύσεις της Υπεράσπισης και καμία σχετική ερώτηση δεν υποβλήθηκε στον Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση του. Να σημειωθεί δε ότι, κατά την αντεξέταση του, η μαρτυρία του Μ.Κ.1 δεν αμφισβητήθηκε και οι ερωτήσεις που του τέθηκαν αφορούσαν κυρίως το κατά πόσο διερευνήθηκε ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ήρθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου, κάτι για το οποίο παρέπεμψε στον ανακριτή της υπόθεσης, ήτοι τον Μ.Κ.14. Σε κανένα δε σημείο της κατάθεσης του και της μαρτυρίας του, ο Μ.Κ.1 δεν ανέφερε ότι κατά την εν λόγω έρευνα ήταν παρών ο Μ.Κ.14, ως επίσης υποστηρίζει η Υπεράσπιση στην αγόρευση της. Η Υπεράσπιση, στην τελική της αγόρευση, προέβαλε και τη συναφή θέση ότι η παραπονούμενη δεν ήθελε να γίνει εξέταση του αυτοκινήτου της, στη παρουσία του Μ.Κ.1. Ούτε όμως ως προς αυτό ρωτήθηκε ο Μ.Κ.1, όπως δεν ρωτήθηκε και η παραπονούμενη.

 

Ως εκ των άνω, η μαρτυρία του Μ.Κ.1 γίνεται δεκτή και με βάση αυτή αποδεχόμαστε ότι:

 

Στις 18/05/2023 και ώρα 11:27, ο Μ.Κ.1 ήταν παρών κατά τη διάρκεια εξέτασης του οχήματος της παραπονουμένης και κατέγραψε όλες τις ενέργειες σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 38). Η εξέταση ολοκληρώθηκε η ώρα 12:10 της ίδιας ημέρας. Ακολούθως την ίδια ημέρα και ώρα 13:00, ο Μ.Κ.1 με τη βοήθεια διερμηνέα της βουλγαρικής γλώσσας, πληροφόρησε τον κατηγορούμενο ότι η Αστυνομία θα διενεργήσει έρευνα στο αυτοκίνητο του και ο κατηγορούμενος έδωσε τη γραπτή του συγκατάθεση για τούτο. Όταν ο Μ.Κ.1 πληροφόρησε τον κατηγορούμενο ότι, οτιδήποτε εντοπιστεί πιθανόν να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία και του επίστησε την προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος απάντησε «Έκαμα σεξ μαζί της μέσα στο αυτοκίνητο μου με τη θέληση της. Εγώ έκατσα στο πίσω κάθισμα, ήρθε και έκατσε πάνω μου, όμως δεν ετέλειωσα. Παραδέχομαι έδωσα της δύο πάτσους».

 

Η Μ.Κ.2 επίσης μας άφησε θετική εικόνα. Η εμπλοκή αυτής στη διερεύνηση της υπόθεσης, περιορίστηκε στη λήψη της πρώτης ανακριτικής κατάθεσης από τον κατηγορούμενο στις 17/05/2023 (Τεκμήρια 40Α-Β) και η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση. Ως εκ τούτου η μαρτυρία της γίνεται δεκτή.

 

Θετική εικόνα μας άφησε και ο Μ.Κ.3. Η εμπλοκή του στη διερεύνηση της υπόθεσης περιορίστηκε στη φωτογράφιση του αυτοκινήτου της παραπονουμένης και της περιοχής «Καρνάγιο». Η μαρτυρία του δεν έχει αμφισβητηθεί, παρά μόνο σε ένα μέρος της. Συγκεκριμένα, υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι, κατά τη φωτογράφιση της σκηνής στο «Καρνάγιο», αυτός ήταν μαζί με την παραπονούμενη και τον Μ.Κ.14 και ήταν σε θέση να ακούει τι έλεγε η παραπονούμενη στον Μ.Κ.14. Ο Μ.Κ.3 απάντησε αρνητικά σε αυτό και παρέμεινε σταθερός στη θέση του. Δεν έχουμε εντοπίσει δε οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι είχε λόγο να ψευστεί και ότι δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Ως εκ των άνω η μαρτυρία του Μ.Κ.3 γίνεται δεκτή.

 

Η Μ.Κ.4 επίσης μας άφησε θετική εικόνα. Η μάρτυρας αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε κατάθεση από την παραπονούμενη στις 15/05/2023 (Τεκμήριο 46) και παρέλαβε από αυτήν τα ρούχα που φορούσε κατά τον επίδικο χρόνο, τα οποία συσκεύασε, σφράγισε και ακολούθως παρέδωσε στον Μ.Κ.14. Η μαρτυρία της και γενικά το ενδεδειγμένο των ενεργειών της δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση. Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.4 γίνεται δεκτή και με βάση αυτή αποδεχόμαστε ότι:

 

Στις 15/05/2023, η παραπονούμενη μετέβηκε στο Κλιμάκιο Χειρισμού Υποθέσεων Βίας στην Οικογένεια, όπου της λήφθηκε κατάθεση από τη Μ.Κ.4 μεταξύ των ωρών 13:00 - 14:10. Η παραπονούμενη ήταν τότε χτυπημένη στα χείλη, είχε αίμα σε αυτά και έτρεχε αίμα από τη μύτη της. Η παραπονούμενη είχε και άλλα σημάδια, τα οποία όμως η Μ.Κ.4 δεν θυμόταν να αναφέρει.

Θετική εικόνα μας άφησε και ο Μ.Κ.12. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις ενέργειες του που αφορούσαν βασικά την παραλαβή και διακίνηση τεκμηρίων της υπόθεσης για σκοπούς επιστημονικής εξέτασης τους από το Εργαστήριο Δακτυλοσκοπίας της ΥΠ.ΕΓ.Ε. του Αρχηγείου Αστυνομίας και από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου. Η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του, κατά την οποία του τέθηκαν διευκρινιστικές και μόνο ερωτήσεις. Ως εκ των άνω η μαρτυρία του Μ.Κ.12 γίνεται δεκτή.

 

Ο Μ.Κ.5 επίσης μας άφησε θετική εικόνα. Στη δια ζώσης μαρτυρία του παρέθεσε με ειλικρίνεια τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτέλεσε χρέη διερμηνέα από τη βουλγαρική στην ελληνική γλώσσα και αντίστροφα, κατά τη λήψη των καταθέσεων του κατηγορουμένου ημερ. 17/05/2023 και 21/05/2023 (Τεκμήρια 40Α-Β και 48Α-Β αντίστοιχα). Υποβλήθηκε στον μάρτυρα, κατά την αντεξέταση του, ότι γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος, πριν να του ληφθεί κατάθεση στις 21/05/2023, έθεσε στον Μ.Κ.14 την εκδοχή του, η οποία ήταν η ακόλουθη:

 

«Ο κατηγορούμενος συνεννοήθηκε με την παραπονούμενη όπως συναντηθούν σε καφετέρια στη Λεμεσό και ακολούθως μετέβηκαν στην περιοχή «Καρνάγιο»», όπου ήρθαν σε σεξουαλική επαφή, με τη θέληση της παραπονουμένης, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Κατά τη διάρκεια δε της σεξουαλικής επαφής, τηλεφώνησε κάποιο πρόσωπο στον κατηγορούμενο, ο τελευταίος απάντησε στο τηλεφώνημα και μετά από εκείνα που του είπε το άλλο πρόσωπο, ο κατηγορούμενος έδωσε στην παραπονούμενη δύο πάτσους».

 

Ο Μ.Κ.5 απάντησε ότι δεν θυμόταν εάν ο κατηγορούμενος έθεσε στον Μ.Κ.14 την πιο πάνω εκδοχή και ότι στην εν λόγω κατάθεση καταγράφηκαν όλα όσα είπε ο κατηγορούμενος σε σχέση με την παρούσα υπόθεση. Αφού εξετάσαμε τα όσα σχετικά είπε ο Μ.Κ.5 και τη μαρτυρία του στο σύνολο της, δεν διαπιστώσαμε ότι με την απάντηση του αυτή ο μάρτυρας προσπάθησε να αποκρύψει οτιδήποτε σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη λήψη της δεύτερης κατάθεσης του κατηγορουμένου ή πριν από αυτή. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά του Μ.Κ.5 ότι δεν θυμόταν κατά πόσο, όταν έδωσε ο κατηγορούμενος την ίδια κατάθεση, ο Μ.Κ.14 ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του υποδείξει τον αριθμό του τηλεφώνου του προσώπου που του τηλεφώνησε κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής που είχε με την παραπονούμενη.

 

Παρέμεινε δε ακλόνητη η θέση του Μ.Κ.5 ότι ο κατηγορούμενος, στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν στη δεύτερη του κατάθεση, απαντούσε τις περισσότερες φορές στην ελληνική γλώσσα καθότι γνωρίζει καλά αυτήν.

 

Υποβλήθηκε επίσης στον Μ.Κ.5 ότι η κατάθεση του κατηγορουμένου στη μητρική του γλώσσα (Τεκμήριο 48Α) ήταν τόσο δυσανάγνωστη, που δεν μπορούσε να αναγνωστεί από τον κατηγορούμενο, ούτε του αναγνώστηκε από τον Μ.Κ.5. Ο μάρτυρας απάντησε ότι γενικά, σε όλες τις περιπτώσεις, δίνεται στον ύποπτο η κατάθεση για να τη διαβάσει και εάν δεν μπορεί να τη διαβάσει, τότε μπορεί να ζητήσει από τον διερμηνέα να του τη διαβάσει. Ανέφερε δε ότι στην προκειμένη, ο κατηγορούμενος είχε την ευκαιρία να ζητήσει από τον Μ.Κ.5 να του διαβάσει την κατάθεση του καθώς και ότι δόθηκε στον κατηγορούμενο η εν λόγω κατάθεση και εκείνος την υπέγραψε, χωρίς να θυμάται ο Μ.Κ.5 εάν ο κατηγορούμενος ζήτησε να του διαβαστεί. Ανέφερε επίσης ότι, επειδή ο κατηγορούμενος μιλούσε περισσότερο στην ελληνική γλώσσα, δεν ενδιαφέρθηκε να διαβάσει την κατάθεση στη βουλγαρική γλώσσα. Σε σχέση δε με το λεκτικό που κατέγραψε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στο τέλος της κατάθεσης του (Τεκμήριο 48Α) υποβλήθηκε στον Μ.Κ.5 ότι αυτό λέχθηκε στον κατηγορούμενο μηχανικά και εκείνος το έγραψε και το υπέγραψε, χωρίς να σημαίνει ότι το εν λόγω λεκτικό ήταν η πραγματικότητα. Σε σχέση με αυτή τη θέση, ο Μ.Κ.5 ανέφερε ότι μετάφρασε το εν λόγω λεκτικό και ο κατηγορούμενος το υπέγραψε με τη θέληση του και ότι είχε την επιλογή να μην το υπογράψει.

 

Αναφορικά με τα πιο πάνω επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Το ότι ο Μ.Κ.5 δεν ήταν σε θέση να θυμάται επακριβώς τι έγινε όταν ο κατηγορούμενος έδινε τη δεύτερη κατάθεση του (Τεκμήριο 48Α), ουδόλως κλονίζει την αξιοπιστία του, καθότι ο Μ.Κ.5 ρωτήθηκε επί τούτου 5 ½ περίπου μήνες μετά και δεν έχουμε διακρίνει οποιαδήποτε πρόθεση του να αποκρύψει οτιδήποτε. Εκείνο που προκύπτει σαφώς από τις απαντήσεις του είναι ότι ήταν σε θέση να θυμάται μερικές και όχι όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν τη λήψη της εν λόγω κατάθεσης, χωρίς να διαφαίνεται ότι η μνήμη του ήταν επιλεκτική. Είναι δε προφανές ότι η μνήμη του ήταν πιο φρέσκα όταν ο Μ.Κ.5 έδωσε την κατάθεση του αναφορικά με τις ενέργειες που έκανε (Τεκμήριο 47) και δη την ίδια ημέρα αμέσως μετά τη λήψη της προαναφερόμενης κατάθεσης του κατηγορουμένου. Στην κατάθεση του αυτή, την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι μετά το πέρας της κατάθεσης του κατηγορουμένου, την οποία κατέγραψε ο Μ.Κ.5, στη συνέχεια ο Μ.Κ.5 τη διάβασε στον κατηγορούμενο και τον πληροφόρησε, μετά από οδηγίες του Μ.Κ.14, ότι μπορούσε να κάνει οποιεσδήποτε διορθώσεις, προσθήκες ή αλλαγές ήθελε και ο κατηγορούμενος είπε ότι είναι ορθή και την υπέγραψε. Ακολούθως, κατόπιν οδηγιών του Μ.Κ.14, ο Μ.Κ.5 υπαγόρευσε στον κατηγορούμενο και κατέγραψε το σχετικό ιδιόχειρο λεκτικό, το οποίο και υπέγραψε. Τα πιο πάνω κατέγραψε και ουσιαστικά επιβεβαιώνει και ο Μ.Κ.14, στο τέλος της κατάθεσης Τεκμήριο 48Α. Όταν υποβλήθηκε στον Μ.Κ.5 ότι δεν διάβασε την κατάθεση ο κατηγορούμενος, ο μάρτυρας δεν το επιβεβαίωσε αλλά επανέλαβε ότι δεν θυμόταν.

 

Εδώ κρίνουμε χρήσιμο για σκοπούς καλύτερης κατανόησης και συνολικής αξιολόγησης του θέματος να αναφερθούμε και στη σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.14. Δεν μας διαφεύγει ότι κατά την αντεξέταση αυτού, όταν του τέθηκε ότι η κατάθεση του κατηγορουμένου (Τεκμήριο 48Α) ήταν τόσο κακογραμμένη και δυσανάγνωστη που ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να τη διαβάσει και την οποία σε κάθε περίπτωση δεν διάβασε, ο Μ.Κ.14 απάντησε ότι κατά τη λήψη της κατάθεσης υπήρχε διερμηνέας και παρά το ότι δεν θυμάται αν ο διερμηνέας διάβασε την κατάθεση στον κατηγορούμενο, εκείνος εν πάση περιπτώσει τη βεβαίωσε. Δεν δέχθηκε όμως υποβολή ότι δεν διάβασε κανείς στον κατηγορούμενο την κατάθεση. Ως δε έχει προαναφερθεί, στο τέλος του Τεκμηρίου 48Α, δηλαδή σε χρόνο που ασφαλώς και η μνήμη του Μ.Κ.14 ήταν πιο φρέσκα, αυτός κατέγραψε, ως υποχρεούτο άλλωστε, ότι ο Μ.Κ.5 διάβασε την κατάθεση στον κατηγορούμενο και αφού τον πληροφόρησε σχετικά, ο κατηγορούμενος είπε ότι είναι ορθή και την υπέγραψε. Πέραν δε της ως άνω γενικής υποβολής στον Μ.Κ.14, καμία άλλη μαρτυρία δεν προσκομίσθηκε, η οποία να διαψεύδει ή να δημιουργεί έστω αμφιβολίες για το γεγονός αυτό.

 

Περαιτέρω, υποβλήθηκαν στον Μ.Κ.14 θέσεις ότι ο κατηγορούμενος, όταν έδινε την εν λόγω κατάθεση του ανέφερε ισχυρισμούς σε σχέση με τα όσα έλαβαν χώρα το επίδικο βράδυ, οι οποίοι δεν καταγράφηκαν στην κατάθεση του. Συγκεκριμένα, του υποβλήθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν του είχε αναφέρει ότι χαστούκισε την παραπονούμενη καθοδόν από τον χώρο στάθμευσης καφετέριας όπου βρέθηκαν μέχρι το «Καρνάγιο» και ότι ο κατηγορούμενος του ανέφερε ότι είδε την παραπονούμενη 4 – 5 μέρες πριν την επίδικη βραδιά και όχι 2 – 3 εβδομάδες πριν, με τον μάρτυρα να απαντά ότι η κατάθεση του κατηγορουμένου καταγράφει επακριβώς τα όσα εκείνος ανέφερε και ότι οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στον κατηγορούμενο προέκυψαν από την κατάθεση της παραπονουμένης.

 

Να υπομνήσουμε δε στο σημείο αυτό ότι, όσον αφορά την κατάθεση του κατηγορουμένου (Τεκμήρια 48Α και 48Β) και ειδικότερα τις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις 2, 4, 6 και 7, κατόπιν ενστάσεως της Υπεράσπισης ότι θα έπρεπε να αποκλεισθούν ως μαρτυρία, διεξήχθη δίκη εντός δίκης. Η ένσταση της Υπεράσπισης απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση μας ημερ. 03/11/2023.

 

Παρά το ότι στις τελικές αγορεύσεις του συνηγόρου της Υπεράσπισης δεν τέθηκε εκ νέου το ίδιο θέμα, με δεδομένο ότι, ως προαναφέρθηκε, υποβλήθηκαν σχετικές ερωτήσεις στον Μ.Κ.5 και στον Μ.Κ.14, δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, στο πλαίσιο του νομικού μας συστήματός ακόμα και η κρίση, μετά από δίκη εντός δίκης, ότι μια ομολογία είναι θεληματική, δεν είναι οριστική. Το Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, έχει τη δυνατότητα να την αναθεωρήσει (κατ’ εξαίρεση του κανόνα που το θέλει να μην ενεργεί ως εφετείο του εαυτού του) υπό το φως των δεδομένων όπως αυτά διαμορφώνονται κατά την κύρια δίκη (δηλαδή δεδομένου ότι υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο και στο πλαίσιο  του γενικού καθήκοντος του Δικαστηρίου να αναψηλαφεί το σύνολο του αποδεικτικού υλικού) και να την αποκλείσει αν θεωρήσει ότι αυτά τα δεδομένα το δικαιολογούν (βλ. Χαραλάμπους ν Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 370 και το σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ.Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, (Β΄ Έκδοση) σελ. 909).

 

Στην προκειμένη από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας στην κυρίως δίκη και αξιολογηθεί, κρίνουμε ότι τα σχετικά δεδομένα δεν διαφοροποιούνται ούτε και μπορούν να οδηγήσουν σε αναθεώρηση της ως άνω ενδιάμεσης απόφασης μας.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία του Μ.Κ.5 γίνεται δεκτή και με βάση αυτή αποδεχόμαστε ότι:

 

Στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο δύο ανακριτικές καταθέσεις. Η πρώτη του λήφθηκε στις 17/05/2023 μεταξύ των ωρών 19:50 - 20:25 (Τεκμήριο 40Α) και σε αυτήν ανέφερε ότι τον επισκέφθηκε η δικηγόρος του και τον συμβούλεψε ενώ στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν απαντούσε με τη φράση «Ό,τι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Η δεύτερη του λήφθηκε στις 21/05/2023 μεταξύ των ωρών 12:05 - 13:05 (Τεκμήριο 48Α). Σε αυτήν παρέθεσε την εκδοχή του για τα υπό διερεύνηση τότε αδικήματα και σε αυτήν καταγράφηκαν επακριβώς τα όσα είπε. Μετά το πέρας της κατάθεσης του κατηγορουμένου, την οποία κατέγραψε ο Μ.Κ.5, ο τελευταίος τη διάβασε στον κατηγορούμενο και τον πληροφόρησε, μετά από οδηγίες του Μ.Κ.14 ότι μπορούσε να κάνει οποιεσδήποτε διορθώσεις, προσθήκες ή αλλαγές ήθελε και ο κατηγορούμενος είπε ότι είναι ορθή και την υπέγραψε. Ακολούθως, κατόπιν οδηγιών του Μ.Κ.14, ο Μ.Κ.5 υπαγόρευσε στον κατηγορούμενο και κατέγραψε το σχετικό ιδιόχειρο λεκτικό, το οποίο και υπέγραψε. Περαιτέρω αποδεχόμαστε ότι οι καταθέσεις του κατηγορουμένου στην ελληνική γλώσσα (Τεκμήρια 40Β και 48Β) αποτελούν την πλήρη, αληθή και πιστή μετάφραση των καταθέσεων αυτού στη μητρική του γλώσσα δηλαδή στη βουλγαρική γλώσσα (Τεκμήρια 40Α και 48Α).

 

Η Μ.Κ.13 επίσης μας άφησε θετική εικόνα. Η μάρτυρας έτυχε ειδικής εκπαίδευσης και έχει εμπειρία, μεταξύ άλλων, σε σχέση με εξέταση σκηνών εγκλημάτων και τη λήψη αποτυπωμάτων από αυτές (βλ. Τεκμήριο 62). Παρέθεσε με λεπτομέρεια τη διαδικασία που ακολουθείται και τα μέσα που χρησιμοποιούνται  για να αποσπαστούν αποτυπώματα από μια σκηνή εγκλήματος. Επεξήγησε δε και ανέλυσε πλήρως το εύρος των εξετάσεων που η ίδια έκανε στα οχήματα της παραπονουμένης και του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα:

 

Στο πλαίσιο εξέτασης του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου, η Μ.Κ.13 διενήργησε δακτυλοσκοπικό έλεγχο (στις 18/05/2023 στην Α.Δ.Ε. Λεμεσού), στην παρουσία του κατηγορουμένου και του Μ.Κ.1. Κατά την εξέταση, εντός του αυτοκινήτου εντοπίσθηκε μια άδεια πλαστική μπουκάλα νερού στο πίσω δεξί κάθισμα (βλ. φωτογραφία 38 του Τεκμηρίου 64), δυο άδειες πλαστικές μπουκάλες στη θέση του συνοδηγού (βλ. φωτογραφία 42 του Τεκμηρίου 64) και στο πίσω αριστερό κάθισμα διάφορα ενδύματα, μεταξύ των οποίων ένα χρώματος κίτρινου που η Μ.Κ.13 δεν απέκλεισε να είναι πετσί αυτοκινήτου. Επί των ως άνω τεκμηρίων δεν έγινε οποιαδήποτε εξέταση.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης του αυτοκινήτου της παραπονουμένης (στην Α.Δ.Ε. Λεμεσού στις 18/05/2023), σε σχέση με εξωτερικά χτυπήματα σε αυτό, που η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος, η Μ.Κ.13 έλαβε, κατόπιν υποδείξεων της παραπονουμένης και του Μ.Κ.1, ξέσματα μπογιάς με σκοπό τη σύνδεση. Η Μ.Κ.13 δεν προέβη στη λήψη αποτυπωμάτων από το εν λόγω αυτοκίνητο.

 

Ήταν σχετικά η θέση της Υπεράσπισης στην τελική της αγόρευση, ότι υπάρχει το ενδεχόμενο η Μ.Κ.13 να ήθελε να καλύψει τυχόν δική της παράλειψη για εξέταση του αυτοκινήτου της παραπονουμένης. Ως προς τούτο δέον όπως λεχθεί ότι δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει οποιαδήποτε σχετική με το θέμα σκοπιμότητα εκ μέρους της Μ.Κ.13. Ως αυτή εξήγησε, η εξέταση που θα διενεργείτο στο αυτοκίνητο αφορούσε τον ισχυρισμό της παραπονουμένης ότι αυτό χτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου και δεν έλαβε οδηγίες από τον Μ.Κ.1 να το εξετάσει δακτυλοσκοπικά. Διευκρίνισε δε ότι η παραπονούμενη δεν είπε οτιδήποτε σε σχέση με το αυτοκίνητο ώστε να χρειάζεται να γίνει δακτυλοσκοπική εξέταση και ότι η ιδία δεν λαμβάνει οδηγίες από τους παραπονούμενους αλλά από τους ανακριτές. Συνεπώς, η συναφής θέση της Υπεράσπισης στην αγόρευση της, ότι η παραπονούμενη δεν ήθελε να γίνει εξέταση του οχήματος της δεν βρίσκει πραγματικό έρεισμα. Πέραν δε και ανεξάρτητα των πιο πάνω θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν υποβλήθηκε στη Μ.Κ.13, κατά την αντεξέταση της, οποιαδήποτε θέση που να καταδεικνύει ότι είχε πρόθεση να καλύψει δική της παράλειψη.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.13 γίνεται δεκτή και με βάση αυτή αλλά και τα παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 65, αποδεχόμαστε ότι:   

 

·                Αποτυπώματα της παραπονουμένης εντοπίστηκαν στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, στο εξωτερικό μέρος γυαλιού της αριστερής πισινής πόρτας (Διακριτικό ΕΦ31 ως φαίνεται στις φωτογραφίες 62 και 63 του Τεκμηρίου 64) και στο εξωτερικό μέρος του μπροστινού καπό του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου (Διακριτικό ΕΦ37 - σημειώθηκε ως σημείο Δ στη φωτογραφία 68 του Τεκμηρίου 64).

·                Αποτύπωμα του κατηγορουμένου εντοπίστηκε στο εξωτερικό μέρος γυαλιού της δεξιάς πισινής πόρτας του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου.

 

Παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τον Μ.Κ.14 στη δια ζώσης μαρτυρία του, έχοντας υπόψη ότι είναι ο ανακριτής της υπόθεσης. Η Υπεράσπιση αμφισβήτησε την επάρκεια και την ορθότητα των ενεργειών τόσο του εν λόγω μάρτυρα όσο και της όλης διερεύνησης γενικότερα. Ως προς τούτο, ο Μ.Κ.14 αναφέρθηκε κατά τη μαρτυρία του λεπτομερώς, με αμεσότητα και χωρίς υπεκφυγές στις ενέργειες που ο ίδιος έκανε, έδωσε εξηγήσεις σε σχέση με τις ενέργειες που έγιναν ή δεν έγιναν και κατέθεσε τα Τεκμήρια 66 - 77. Από το σύνολο των όσων τέθηκαν σχετικά δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε προσπάθεια του μάρτυρα να μεροληπτήσει υπέρ της παραπονουμένης ή εναντίον του κατηγορουμένου. Σε σχέση με τις ενέργειες που έγιναν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Η παραπονούμενη, στη μαρτυρία της ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος, κατά το επίδικο βράδυ, χτύπησε το αυτοκίνητο της με το αυτοκίνητο του και σε κάποια στιγμή, σε ένα χτύπημα αυτή έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της και αφού αυτό ανέβηκε σε πεζοδρόμιο προσέκρουσε σε «στύλο» στην οδό Ειρήνης στη Λεμεσό. Σε σχέση με αυτό, ο Μ.Κ.14 ανέφερε ότι ο ίδιος μετέβηκε στη οδό Ειρήνης και δεν εντόπισε οτιδήποτε. Η θέση του αυτή παρέμεινε ακλόνητη και γίνεται δεκτή και συναφώς απορρίπτεται η αντίθετη θέση ότι δεν προέβη σε τέτοιο έλεγχο.

 

Δεκτή γίνεται και η θέση του Μ.Κ.14 ότι παραλήφθηκαν τεκμήρια σε σχέση με την αναφορά της παραπονουμένης ότι ο κατηγορούμενος χτύπησε με το αυτοκίνητο του το πίσω μέρος του δικού της αυτοκινήτου.  Ως προς τούτο, δέον βέβαια όπως λεχθεί ότι δεν προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο μαρτυρία αναφορικά με την εξέταση και τα αποτελέσματα των ξεσμάτων που λήφθηκαν από το αυτοκίνητο της παραπονουμένης για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει ή όχι σύνδεση με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο χρόνο. Να υπομνήσουμε ότι, στις 20/11/2023, με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Κ.14, ζητήθηκε αναβολή για να προσκομιστεί σχετική μαρτυρία, καθότι μέχρι τότε δεν ήταν ακόμη έτοιμη η έκθεση από το Εργαστήριο Μικροϊχνών της Αστυνομίας. Η Υπεράσπιση ήγειρε ένσταση στο αίτημα και το Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγούνται στο σχετικό πρακτικό, την ίδια ημέρα απέρριψε το αίτημα.

 

Δεκτή γίνεται και η θέση του Μ.Κ.14 ότι έλεγξε την περιοχή «Καρνάγιο» και ότι δεν παρέλαβε ούτε εντόπισε κάποιο υλικό ή πέτρες για να διαπιστώσει κατά πόσο πάνω σε αυτά υπήρχαν αίματα.

 

Περαιτέρω, υποβλήθηκε στον Μ.Κ.14 και αυτός αρνήθηκε, ότι η μητέρα του κατηγορουμένου (η Μ.Υ.3), ο Μ.Υ.2, η σύζυγος του Μ.Υ.2 και ο νονός του κατηγορουμένου, ζήτησαν από τον μάρτυρα όπως τους λάβει καταθέσεις και ότι αυτός αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να υπάρξει παρέμβαση από τον τότε δικηγόρο του κατηγορουμένου. Ως προς τούτο, αποδεχόμαστε ως λογική και πειστική την αναφορά του Μ.Κ.14, κάτι που προκύπτει και από το ότι την κατέγραψε μάλιστα σε Ημερολόγιο Ενεργείας, στις 21/05/2023 και ώρα 13:10 (Τεκμήριο 77), ότι κατά τη μεταφορά του κατηγορουμένου από τον ίδιο στα κρατητήρια Λεμεσού (εκείνη την ημέρα ο κατηγορούμενος έδωσε τη δεύτερη κατάθεση του Τεκμήρια 48Α-Β), τον ανέμενε η μητέρα του κατηγορουμένου (Μ.Υ.3) (καταγράφονται στο Τεκμήριο 77, τα στοιχεία της Μ.Υ.3, περιλαμβανομένου του αριθμού ταυτότητας της) και ότι ο Μ.Κ.14 της ανέφερε ότι επιθυμεί να της ληφθεί κατάθεση, αλλά εκείνη ανέφερε ότι δεν θέλει να πει κάτι, παρά μόνο ότι καλά έκανε ο γιος της και χτύπησε την παραπονούμενη και καλά έκανε που δεν αναγνώρισε το παιδί που έχει με αυτή.

 

Επιπρόσθετα, ο Μ.Κ.14 είπε πειστικά ότι η μόνη παρέμβαση του δικηγόρου που εκπροσωπούσε τότε τον κατηγορούμενο, ήταν για το κινητό τηλέφωνο για το οποίο απέστειλε σχετική επιστολή αργότερα και προς τούτο ο μάρτυρας παρέπεμψε στο Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 76). Στο Τεκμήριο 76, που ετοιμάστηκε από τον ίδιο τον Μ.Κ.14 στις 25/05/2023, αυτός αναφέρει ότι τηλεφώνησε σε συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου (για τον οποίο ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι του τηλεφώνησε και ότι ονομάζεται Τάκης) και ότι το πρόσωπο που απάντησε του είπε ότι δεν ονομαζόταν Τάκης αλλά είχε άλλο όνομα και του είπε ότι δεν γνωρίζει την παραπονούμενη, γνωρίζει όμως τον κατηγορούμενο. Σε επικοινωνία δε που είχε ο Μ.Κ.14 με την παραπονούμενη, εκείνη του ανέφερε ότι δεν γνωρίζει το πρόσωπο με το οποίο ο Μ.Κ.14 επικοινώνησε και ότι άκουγε τον κατηγορούμενο να συνομιλεί έντονα, το επίδικο βράδυ, πριν το συμβάν, με κάποιο πρόσωπο στο τηλέφωνο, αλλά δεν ήξερε ποιος ήταν και δεν γνωρίζει οποιονδήποτε με το όνομα Μάκης ή Τάκης. Προκύπτει λοιπόν από τα πιο πάνω ότι ο Μ.Κ.14 προέβη σε σχετικές ενέργειες προς διερεύνηση του θέματος με συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η υποβληθείσα σε αυτόν θέση ότι το Τεκμήριο 76 είναι εκ των υστέρων κατασκεύασμα του, καμία βάση δεν προκύπτει να έχει. Ως εκ των άνω αβάσιμη ήταν και η θέση που υποβλήθηκε στον Μ.Κ.14 ότι αποτελούσε πολύ σημαντική παράλειψη του να λάβει τηλεπικοινωνιακά δεδομένα της παραπονουμένης, του κατηγορουμένου και του άλλου προσώπου, που ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι του τηλεφώνησε το επίδικο βράδυ.

 

Σε σχέση με τις ενέργειες που δεν έγιναν στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Η παραπονούμενη στην κατάθεση της αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο βράδυ, στάθμευσε το όχημα της πίσω από χώρο στάθμευσης καφετέριας για να πάρει καφέ. Πριν κατεβεί από το αυτοκίνητο της, εμφανίστηκε μπροστά της ο κατηγορούμενος, χτύπησε το παράθυρο του αυτοκινήτου της και της είπε στα ελληνικά «Άνοιξε, κατέβα κάτω». Τότε η παραπονούμενη του είπε να φύγει και ο κατηγορούμενος άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου της και της άρπαξε τα κλειδιά που ήταν πάνω στη μίζα. Ως προς τούτο, ερωτώμενος ο Μ.Κ.14 είπε ότι δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα στο αυτοκίνητο της παραπονουμένης στην πόρτα και στο παράθυρο αυτού. Του υποβλήθηκε δε ότι ήταν δική του παράλειψη να γίνει η εν λόγω εξέταση με τον Μ.Κ.14 να απαντά ότι το όχημα εξετάστηκε από την ΥΠ.ΕΓ.Ε. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε εσκεμμένη παράλειψη του Μ.Κ.14 στο να γίνει η σχετική διερεύνηση. Ο ίδιος μάλιστα ευθαρσώς και με ειλικρίνεια ανέφερε ότι εάν υπάρχουν οποιεσδήποτε παραλείψεις από πλευράς Αστυνομίας, θα κριθεί από το Δικαστήριο. Παραμένει βέβαια ως γεγονός ότι το όχημα της παραπονουμένης δεν εξετάστηκε σχετικά για να τύχει διερεύνησης ο εν λόγω ισχυρισμός της παραπονουμένης. Ως προς την παράλειψη όμως αυτή και κατά πόσο επίδρασε στα δικαιώματα του κατηγορουμένου θα γίνει σχετική αναφορά πιο κάτω.

 

Περαιτέρω, η παραπονούμενη στην κατάθεση της αναφέρει ότι το επίδικο βράδυ, όταν ο κατηγορούμενος τη συνάντησε, της πήρε το κινητό της τηλέφωνο, τα κλειδιά της και €30 μέσα από τη τσάντα της. Ο Μ.Κ.14, στην αντεξέταση του ερωτήθηκε κατά πόσο έγιναν επιστημονικές έρευνες προς εντοπισμό γενετικού υλικού ή αποτυπωμάτων στο κινητό τηλέφωνο της παραπονουμένης, στην τσάντα και στα κλειδιά της και απάντησε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει τέτοια διερεύνηση λόγω του χρόνου που παρήλθε από την ημέρα της καταγγελίας. Ειδικότερα δε για τα κλειδιά, ανέφερε ότι δεν έχει ληφθεί οποιαδήποτε προφύλαξη και δεν θεώρησε ουσιαστική τη λήψη γενετικού υλικού από αυτά. Ήταν δε η θέση της Υπεράσπισης ότι η μη διενέργεια εξετάσεων στα εν λόγω αντικείμενα αποτελούσε παράλειψη του Μ.Κ.14 κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ούτε όμως ως προς τούτο κρίνουμε ότι ο μάρτυρας εσκεμμένα παράλειψε τη διενέργεια εξετάσεων, καθότι έδωσε τις δικές του πειστικές εξηγήσεις σε σχέση με την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα τέτοιων. Αναφορικά με το γεγονός ότι δεν έγιναν τέτοιες εξετάσεις και κατά πόσο αυτό επίδρασε στα δικαιώματα του κατηγορουμένου αναφορά θα γίνει πιο κάτω. 

 

Ως εκ των άνω, η μαρτυρία του Μ.Κ.14 γίνεται δεκτή. 

 

Οι Μ.Κ.8, 9, 10 και 11 κλητεύθηκαν για να καταθέσουν ως εμπειρογνώμονες. Ως προς τον Μ.Κ.9, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι είναι εμπειρογνώμονας ιατροδικαστής. Τα προσόντα και η πείρα των λοιπών εκ των ως άνω μαρτύρων, δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση και συνεπώς κρίνεται ότι και αυτοί είναι εμπειρογνώμονες στα θέματα για τα οποία κατέθεσαν. Ως εκ του τούτου οι μαρτυρίες των Μ.Κ.8, 9, 10 και 11 θα εξετασθούν με βάση τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων μαρτύρων.

 

Ως έχει νομολογηθεί, το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη, εφαρμόζοντας τα κριτήρια αυτά στα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Philippou ν. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1 και Χ’Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104, Πιττάλη κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814, Cybarco Ltd v. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298). Περαιτέρω έχουμε κατά νου την αρχή ότι δεν είναι αποδεκτή η μαρτυρία εμπειρογνώμονα που συνίσταται σε σχολιασμό επί των γεγονότων με βάση την κοινή λογική, ως επίσης που έχει σκοπό να υποστηρίξει την αξιοπιστία per se μάρτυρα της ίδιας πλευράς («oath helping evidence»). Σχετικές είναι οι R. v. H [2014] EWCA Crim 1555, R. v. Turner (1975) Q.B. 834 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 91/17, ημερ. 02/05/2018

 

Οι Μ.Κ.9 και 10 κατέθεσαν σε σχέση με τα τραύματα της παραπονουμένης κατά το χρόνο που αυτοί την εξέτασαν. Δέον όπως υπομνήσουμε ότι η Υπεράσπιση, τόσο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, όσο και στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, δεν αμφισβήτησε τα τραύματα που η παραπονούμενη εμφάνιζε κατά την εν λόγω εξέταση της και ότι αυτά προκλήθηκαν από τον κατηγορούμενο κατά τον επίδικο χρόνο. Αυτό που αμφισβήτησε η Υπεράσπιση, είναι ο χώρος και ο τρόπος με τον οποίο αυτά προκλήθηκαν. Συγκεκριμένα, η Υπεράσπιση υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος χτύπησε την παραπονούμενη στο πρόσωπο με δύο «πάτσους» (χαστούκια) στη περιοχή «Καρνάγιο», εντός του αυτοκινήτου του, ενώ η παραπονούμενη υποστήριξε ότι αυτά προκλήθηκαν από τον κατηγορούμενο, χτυπώντας την πολλές φορές, όχι μόνο στο πρόσωπο, αλλά και σε άλλα μέρη του σώματος της τόσο στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, όσο και στην περιοχή «Καρνάγιο». Έχοντας λοιπόν υπόψη τα πιο πάνω, προχωρούμε στην αξιολόγηση των μαρτύρων Μ.Κ.9 και 10.

 

Ο Μ.Κ.10 μας άφησε θετική εικόνα. Παρέθεσε με σαφήνεια και πληρότητα, υπό την ιδιότητα του ως ιατρός/γενικός χειρουργός, την κατάσταση της παραπονουμένης κατά τον χρόνο που την εξέτασε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Εδώ να λεχθεί ότι η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε τη μαρτυρία αυτού, παρά μόνο του υπέβαλε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Συναφώς η μαρτυρία του Μ.Κ.10 γίνεται δεκτή και με βάση αυτή αποδεχόμαστε ότι:

 

Ο Μ.Κ.10 εξέτασε την παραπονούμενη, στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, στις την 15/05/2023 και ώρα 05:30 και διαπίστωσε ότι αυτή παρουσίαζε κάκωση προσωπικού κρανίου, περιοφθαλμικά οιδήματα άμφω και οιδήματα χειλιών, θλαστικό τραύμα άνω χείλους στη μέσα πλευρά, πολλαπλές εκδορές τραχήλου και οίδημα δεξιού παράμεσου δακτύλου. Το θλαστικό τραύμα άνω χείλους στη μέσα πλευρά συρράφθηκε και της χορηγήθηκε αντιτετανικός ορός. Έγιναν ακτινογραφίες θώρακα και δεξιάς άκρας χειρός με πιθανό κάταγμα στην κεφαλή της φάλαγγας του 4ου δακτύλου. Έγινε αξονική τομογραφία εγκεφάλου και σπονδυλικής στήλης με φυσιολογικά ευρήματα. Έγινε υπέρηχος κοιλίας χωρίς παθολογικά ευρήματα. Κλήθηκαν χειρουργοί, οι οποίοι εκτίμησαν την κατάσταση της παραπονουμένης και συνέστησαν ιατροδικαστική εξέταση. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας της παραπονουμένης στα επείγοντα περιστατικά του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, αυτή ανέφερε σεξουαλική κακοποίηση, εκτός από σωματική, από το ίδιο άτομο.

 

Ο Μ.Κ.9 επίσης μας άφησε θετική εικόνα. Παρέθεσε με σαφήνεια και πληρότητα τα ευρήματα του, ως αυτά προέκυψαν από την ιατροδικαστική εξέταση που διενήργησε στην παραπονούμενη, στο Μακάρειο Νοσοκομείο στις 15/05/2023, μετά που αυτή εξετάσθηκε από τον Μ.Κ.10. Απάντησε δε με σαφήνεια και επεξήγησε τις θέσεις του αναφορικά με τους τρόπους που μπορούν να προκληθούν τα τραύματα που η παραπονούμενη παρουσίαζε και η όλη μαρτυρία του δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση. Ως εκ των άνω η μαρτυρία του γίνεται δεκτή και με βάση αυτή αποδεχόμαστε ότι από την εξέταση της παραπονουμένης διαπιστώθηκε ότι:

 

Η γεννητική και περιγεννητική της περιοχή ήταν άνευ κακώσεων. Η πρωκτική και περιπρωκτική της περιοχή ήταν άνευ κακώσεων. Ο πρωκτικός της δακτύλιος ελέγχθηκε φυσιολογικά. Η παραπονούμενη παρουσίαζε (βλ. φωτογραφίες 1 έως 9 του Τεκμηρίου 49), οίδημα και εκχύμωση στη δεξιά περιοφθαλμική περιοχή και αιμάτωμα εντός του αριστερού οφθαλμού, οίδημα και εκχύμωση χειλέων και πολλαπλά θλαστικά τραύματα και εκχυμώσεις στην εσωτερική περιοχή (βλεννογόνο) του άνω και κάτω χείλους, πρόσφατες μικροεκδορές στη ρινική χώρα, εκδορά στην οπίσθια επιφάνεια του πτερυγίου του αριστερού αυτιού (βλ. φωτογραφίες 9, 18 και 19 του Τεκμηρίου 49) μήκους 10,4 εκατοστών, εκδορά εκ τριβής στην αριστερή τραχηλική χώρα (λαιμό) μήκους 1,2 εκατοστών, οίδημα και εκχύμωση του παράμεσου δακτύλου της δεξιάς χειρός (βλ. φωτογραφίες 12-16 του Τεκμηρίου 49), γραμμοειδή εκδορά στην 3η φάλαγγα, οίδημα και εκχύμωση στη ράχη της αριστερής χειρός (βλ. φωτογραφίες 12 και 17 του Τεκμηρίου 49) και μικροεκδορές στα άνω άκρα άμφω (βλ. φωτογραφίες 12, 26 και 28 του Τεκμηρίου 49).

 

Επιπρόσθετα, με βάση τη μαρτυρία του Μ.Κ.9 αποδεχόμαστε ότι:

 

·                Η απουσία κακώσεων στον κόλπο και στον πρωκτό μιας γυναίκας, δεν επιβεβαιώνει, ούτε αποκλείει τη συνουσία ή τον βιασμό. Για να εντοπιστούν τέτοιες κακώσεις, πρέπει η πράξη να είναι πολύ βίαιη, το θύμα να μην είναι υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών ουσιών, να μην είναι υπό την απειλή φόβου, εκφοβισμού ή βίας, που μειώνουν την αντίσταση του.  

·                Εκχύμωση όπως αυτή που η παραπονούμενη παρουσίαζε στη δεξιά περιοφθαλμική περιοχή, προκαλείται από τη ρήξη των αιμοφόρων αγγείων  κατά τη πλήξη/σύνθλιψη του δέρματος ή και των υποδόριων ιστών με την έκχυση και διείσδυση του αίματος στους μεσοκυττάριους χώρους. Μπορεί να προέλθει από χτύπημα, πέσιμο σε μια επιφάνεια, από πέτρα, ρόπαλο, γροθιά ή κλωτσιά. Στην προκειμένη προκλήθηκε από ένα χτύπημα.

·                Το οίδημα, που είναι φούσκωμα, δημιουργείται όταν υπάρχει περισσότερο αίμα στην περιοχή του χτυπήματος.

·                Αιμάτωμα όπως αυτό που η παραπονούμενη παρουσίαζε εντός του αριστερού οφθαλμού, προκαλείται από τη ρήξη κάποιου αιμοφόρου αγγείου μετά από μια πίεση και μπορεί να προκληθεί μεταξύ άλλων, από τραύμα, κάκωση, ψηλή πίεση, ανύψωση μεγάλου βάρους και δυνατό φτάρνισμα.

·                Τα θλαστικά τραύματα όπως αυτά που έφερε η παραπονούμενη στην εσωτερική περιοχή (βλεννογόνο) του άνω και κάτω χείλους, συνίστανται σε συνέχεια της λύσης του δέρματος και των υποκείμενων ιστών μετά από πλήγμα από θλων όργανο π.χ. ρόπαλο, πέτρα, γροθιά ή κλωτσιά, με χρήση μεγάλης δύναμης ή από χτύπημα σε αμβλεία επιφάνεια. Στη προκειμένη, τα εν λόγω τραύματα θα μπορούσαν να προκληθούν με ένα μόνο χτύπημα εάν αυτό ήταν μεγάλης δύναμης.

·                Το οίδημα και η εκχύμωση στη δεξιά περιοφθαλμική περιοχή (σημείο 4 της ιατροδικαστικής έκθεσης του Μ.Κ.9 - Τεκμήριο 54), το οίδημα και η εκχύμωση χειλέων και τα πολλαπλά θλαστικά τραύματα και εκχυμώσεις στην εσωτερική περιοχή (βλεννογόνο) του άνω και κάτω χείλους (βλ. σημείο 6 του Τεκμηρίου 54), που έφερε η παραπονούμενη, είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να προκληθούν με ένα μόνο χτύπημα και σε τέτοια περίπτωση θα υπήρχε εκχύμωση και στην παρειακή περιοχή ή οποιαδήποτε άλλη κάκωση, που στην προκειμένη δεν υπήρχε. Αν υπήρχε χτύπημα με το χέρι (χαστούκι) στην περιοχή του δεξιού ματιού και των χειλέων, θα αναμενόταν να εντοπιστούν άλλες κακώσεις, όπως παράλληλες εκχυμωτικές γραμμές που είναι τα δάχτυλα ή ένα εντύπωμα και είναι διαφορετικά τα χαρακτηριστικά τέτοιου χτυπήματος με χαστούκι. Θα μπορούσαν όμως τα ως άνω τραύματα (βλ. σημεία 4 και 6 του Τεκμηρίου 54) να προκληθούν με ένα χτύπημα σε περίπτωση που υπήρχε πτώση σε μια επιφάνεια που θα είχε την ίδια ώρα πρόσκρουση στον οφθαλμό και στην περιοχή των χειλέων.

·                Εάν κάποιος δεχθεί δυνατά χτυπήματα με κλωτσιές στην κοιλιά ή στα πλευρά, μπορεί να προκληθεί εσωτερική κάκωση. Εκχύμωση εξωτερικά μπορεί να εμφανιστεί 24 ώρες περίπου μετά το χτύπημα.  

 

Θετική εικόνα μας άφησε και η Μ.Κ.11. Η μάρτυρας είναι επιστήμονας στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου με ειδικότητα στη Δικανική Γενετική και εργάζεται στο Τμήμα Καρδιακής Γενετικής και στο Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής. Κατά τη μαρτυρία της επεξήγησε επαρκώς τον τρόπο που διενεργείται η επιστημονική εξέταση προς εντοπισμό γενετικού υλικού και ανέλυσε και επεξήγησε με λεπτομέρεια τα ευρήματα της σε σχέση με τον εντοπισμό ή μη γενετικού υλικού στα τεκμήρια της υπόθεσης που εξετάστηκαν. Η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της, όπου της τέθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις.

Κατά την αντεξέταση της, τέθηκαν στη Μ.Κ.11 διάφορα σενάρια ώστε να καταδειχθεί ο πιθανός τρόπος εναπόθεσης του γενετικού υλικού στα σημεία που εντοπίσθηκε και να εξαχθούν σχετικά συμπεράσματα αναφορικά με την αλήθεια των εκατέρωθεν εκδοχών. Ως προς τούτο να λεχθεί ότι η μάρτυρας με ειλικρίνεια απαντούσε ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει την πιθανότητα να έλαβαν χώραν τα σενάρια που η Υπεράσπιση της έθεσε.

 

 Ως εκ των άνω, καταλήγουμε ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.11 ήταν αρκούντως τεκμηριωμένη και αξιόπιστη και γίνεται δεκτή. Κατ’ επέκταση μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτήν προκειμένου να σχηματίσουμε τη δική μας ανεξάρτητη κρίση, στη βάση των γεγονότων που θα κριθεί ότι έχουν αποδειχθεί με βάση την αποδεκτή μαρτυρία. Για τον σκοπό αυτό αποδεχόμαστε ότι:  

 

·                Από τις εξετάσεις που έγιναν επί των Τεκμηρίων 22-24, που είναι επιχρίσματα από το εξωτερικό μέρος του μπροστινού καπό του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου, διαπιστώθηκε ότι η ποσότητα/ποιότητα του ανθρώπινου πυρηνικού γενετικού υλικού ήταν μηδαμινή προς μηδέν/δεν ήταν ικανοποιητική για να επιτρέψει να γίνουν περαιτέρω διερευνήσεις και συγκρίσεις σε μοριακό επίπεδο.

·                Στο Τεκμήριο 16 (επίχρισμα από το εξωτερικό χερούλι ανοίγματος της αριστερής πισινής πόρτας του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε γενετικό υλικό, το οποίο δεν συνίστατο σε αίμα ή σάλιο και το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης.

·                Στο Τεκμήριο 28 (επίχρισμα από το δεξιό πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό, που δεν συνίστατο σε σάλιο και τόσο ο κατηγορούμενος όσο και η παραπονούμενη δεν μπορούν να αποκλειστούν από δότες αυτού.

·                Στο Τεκμήριο 29 (επίχρισμα από το μεσαίο πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό, που δεν συνίστατο σε σάλιο. Η παραπονούμενη είναι η κύρια δότρια του μικτού αυτού γενετικού υλικού. Ο κατηγορούμενος είναι επίσης δότης μέρους του μικτού αυτού γενετικού υλικού. Ο εντοπισμός του γενετικού υλικού της παραπονουμένης και του κατηγορουμένου στο εν λόγω σημείο καταδεικνύει την έντονη παρουσία και των δύο στο εν λόγω κάθισμα.

·                Στο Τεκμήριο 30 (επίχρισμα από το αριστερό πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε πλήρες γυναικείο γενετικό προφίλ, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης.

·                Στο Τεκμήριο 31 (πλαστικό πατάκι ποτηριού, το οποίο εντοπίστηκε στο δεξιό πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε αίμα, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης.

·                Στο Τεκμήριο 25 (επίχρισμα με αίμα που λήφθηκε από το πάνω μέρος του αριστερού πισινού φτερού δίπλα από το γυαλί της αριστερής πισινής πόρτας του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε πλήρες γυναικείο γενετικό προφίλ, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης.

·                Στο Τεκμήριο 26 (επίχρισμα με αίμα που λήφθηκε από το πλαστικό πατίδι εισόδου θέσης συνοδηγού του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε πλήρες γυναικείο γενετικό προφίλ, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης.

·                Στο Τεκμήριο 14 (επίχρισμα από το εξωτερικό χερούλι ανοίγματος πόρτας συνοδηγού του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού, μέρος του οποίου δότρια είναι η παραπονούμενη.

·                Στο Τεκμήριο 19 (επίχρισμα με αίμα που λήφθηκε από το εσωτερικό μέρος της πόρτας του συνοδηγού του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε γενετικό υλικό, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης.

·                Στο Τεκμήριο 21 (επίχρισμα από το εσωτερικό μέρος της αριστερής πισινής πόρτας του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού, μέρος του οποίου δότης είναι ο κατηγορούμενος.

·                Στο Τεκμήριο 33 (επίχρισμα από το πισινό πάνω μέρος ράχης καθίσματος συνοδηγού του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) απομονώθηκε πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού. Η παραπονούμενη δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότρια μέρους του μικτού γενετικού υλικού.

·                Στο Τεκμήριο 3 (κοντομάνικη φανέλα της παραπονουμένης), εντοπίστηκε αίμα, το οποίο ταυτίζεται με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης, σε 4 σημεία και συγκεκριμένα στη μπροστινή πλευρά, στην πίσω πλευρά, στη μπροστινή και πίσω πλευρά εξωτερικά και στη μπροστινή και πίσω πλευρά εσωτερικά της φανέλας.

·                Στο Τεκμήριο 4 (γυναικείο εσώρουχο της παραπονουμένης) εντοπίστηκε γενετικό υλικό, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ τόσο της παραπονουμένης όσο και του κατηγορουμένου. Εντοπίστηκε επίσης αίμα το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης. Περαιτέρω, εντοπίστηκε και σάλιο, το οποίο δεν μπορεί να προσδιοριστεί από ποιον από τους δύο προέρχεται.

·                Στο Τεκμήριο 5 (παντελόνι τζιν της παραπονουμένης), στην περιοχή του καβάλου εσωτερικά και στην περιοχή του αριστερού ποδιού μπροστά, εντοπίστηκε αίμα, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης. Εντοπίστηκε επίσης γενετικό υλικό στην περιοχή του καβάλου εξωτερικά και στην περιοχή της μέσης μπροστά και πίσω, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης.

·                Στο Τεκμήριο 6 (πουλόβερ - φούτερ της παραπονουμένης) εντοπίστηκε αίμα στη μπροστινή πλευρά, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης. Στην πίσω του πλευρά εξωτερικά, εντοπίστηκε σε αίμα, μικτό γενετικό υλικό, με την παραπονούμενη να είναι η κύρια δότρια του μικτού γενετικού αυτού υλικού. Ο κατηγορούμενος είναι επίσης δότης μέρους του μικτού αυτού γενετικού υλικού.

·                Στο Τεκμήριο 7 (επίχρισμα με αίμα που λήφθηκε εξωτερικά των γεννητικών οργάνων της παραπονουμένης) εντοπίστηκε μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού και τόσο η παραπονούμενη όσο και ο κατηγορούμενος, είναι δότες του μικτού γενετικού υλικού.

·                Γενετικό υλικό του κατηγορουμένου (χρωμόσωμα Υ) εντοπίστηκε στο κολπικό και τραχηλικό επίχρισμα που λήφθηκε από την παραπονούμενη (Τεκμήρια 10-12).

 

Η Μ.Κ.8 κλήθηκε και έδωσε μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας σε θέματα που άπτονται της ειδικότητας της, ήτοι της κλινικής ψυχολόγου στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας. Εδώ να λεχθεί ότι έχουμε επίσης υπόψη, πέραν των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, ότι, ένας εμπειρογνώμονας μπορεί να δώσει μαρτυρία για την προσωπικότητα και την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση ενός προσώπου εφόσον ενδέχεται να καταδείξει τον αναμενόμενο τρόπο αντίδρασης ή συμπεριφοράς του, παρέχοντας εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και πληροφορίες που βρίσκονται έξω από το πεδίο κοινής γνώσης και εμπειρίας του Δικαστή (βλ. R. v Turner (1975) Q.B. 834).

 

Η Μ.Κ.8 μας άφησε θετική εικόνα. Απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν με βάση τις γνώσεις και την πείρα της και με την απαιτούμενη επιστημονική αντικειμενικότητα και επάρκεια. Διαφώτισε το Δικαστήριο σε σχέση με την κλινική αξιολόγηση που διενήργησε αναφορικά με την παραπονούμενη και την εικόνα που αυτή παρουσίαζε κατά τον χρόνο της αξιολόγησης. Εξήγησε με λεπτομέρεια και κατά τρόπο κατανοητό, τα εργαλεία που χρησιμοποίησε για να προβεί στην κλινική αξιολόγηση και το ιστορικό που έλαβε υπόψη της και παρέθεσε με σαφήνεια, πληρότητα και αντικειμενικότητα τις διαπιστώσεις και τα σχετικά ευρήματα της, τα συμπεράσματα και τις εισηγήσεις της, ως αυτά καταγράφονται στην έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης που ετοίμασε (Τεκμήριο 53), την οποία επεξήγησε και ανέλυσε στη δια ζώσης μαρτυρία της.

 

Τήρησε δε υπεύθυνη στάση όταν ερωτήθηκε κατά πόσο η παραπονούμενη είχε Μετατραυματικό Στρες πριν η ίδια την αξιολογήσει, λέγοντας ότι δεν μπορεί να το αποκλείσει. Εξήγησε σχετικά ότι για να τεθεί η διάγνωση του Μετατραυματικού Στρες πρέπει τα συμπτώματα να υπάρχουν για ένα μήνα και στην προκειμένη εξέτασε την παραπονούμενη μετά από ενάμιση μήνα. Έτσι, είπε, μπορεί κάποιος που την είχε δει νωρίτερα να είχε διαφορετική εκτίμηση. Ξεκαθάρισε όμως ότι όταν η ίδια εξέτασε την παραπονούμενη, η τελευταία δεν παρουσίαζε Μετατραυματικό Στρες.

 

Την ίδια στάση τήρησε και όταν κλήθηκε στην αντεξέταση της να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της παραπονουμένης (ως ήταν η θέση της Υπεράσπισης) ότι δηλαδή έστελνε στον κατηγορούμενο, όταν αυτός ήταν στη φυλακή «καρδούλες, αγάπες, τι κάνεις;», λέγοντας ότι προτιμά να μην ερμηνεύσει τέτοια συμπεριφορά επειδή αυτά έγιναν μετά που η μάρτυρας σταμάτησε να βλέπει την παραπονούμενη.

 

Να λεχθεί δε ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.8 δεν έχει αμφισβητηθεί κατά την αντεξέταση της. Στην τελική της αγόρευση όμως, η Υπεράσπιση υποστήριξε ότι η Μ.Κ.8 ήθελε να «καλύψει» την παραπονούμενη ως προς το ότι, σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, εισήλθε στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου με τη βία και παρέπεμψε προς τούτο στις ερωτήσεις και απαντήσεις που η Μ.Κ.8 έδωσε επί του θέματος κατά την αντεξέταση της.

 

Ως προς τούτο, δέον όπως λεχθεί ότι από προσεκτική μελέτη του συνόλου της μαρτυρίας της Μ.Κ.8 και ιδιαίτερα του μέρους αυτής στο οποίο μας παρέπεμψε ο κ. Χειμώνας, δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να καταδεικνύει μεροληψία της Μ.Κ.8 υπέρ της παραπονουμένης ή εναντίον του κατηγορουμένου είτε την ύπαρξη τέτοιας πρόθεσης. Όταν η Μ.Κ.8 αναφερόταν στην εκδοχή της παραπονουμένης, μετέφερε τα όσα εκείνη της είπε, χωρίς να προσθέτει ή να αφαιρεί κάτι. Καμία δε υποβολή δεν της τέθηκε περί πρόθεσης της να «καλύψει» την παραπονούμενη. 

 

  Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.8 γίνεται δεκτή και με βάση αυτή αποδεχόμαστε ότι:

 

·                Η Μ.Κ.8 πραγματοποίησε τέσσερις κλινικές συναντήσεις με την παραπονούμενη (στις 28/06/2023, 05/07/2023, 28/07/2023 και 04/08/2023) για να διαπιστωθεί η τότε κατάσταση της ψυχικής υγείας της. Από την ανάλυση του ψυχοδιαγνωστικού δοκιμίου SCID-5-PD διαφάνηκε πως η παραπονούμενη παρουσίαζε χαρακτηριστικά ατόμου με παρορμητικότητα, συναισθηματική αστάθεια, έντονο θυμό, επανειλημμένη αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και ασταθείς και έντονες διαπροσωπικές σχέσεις. Η ανάλυση του ερωτηματολογίου μέτρησης της κατάθλιψης, του άγχους και του στρες (Depression, Anxiety, Stress Scales - DASS) κατέδειξε συμπτωματολογία έντονου άγχους.

·                Από τη συνολική αξιολόγηση της παραπονουμένης, διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε συμπτωματολογία σε έκταση και βαθμό τέτοιο ώστε να γίνει διάγνωση ύπαρξης Μεταιχμιακής Διαταραχής της Προσωπικότητας. Συγκεκριμένα πληρούσε 5 από τα 9 διαγνωστικά κριτήρια που πρέπει να υπάρχουν για να γίνει τέτοια διάγνωση ήτοι παρορμητική συμπεριφορά, ιστορικό αυτοκτονικής συμπεριφοράς, διάχυτο πρότυπο ασταθών και έντονων διαπροσωπικών σχέσεων, συναισθηματική αστάθεια οφειλόμενη σε αντιδραστικότητα της διάθεσης και έντονο θυμό. Από τα όσα δε είπε σχετικά η Μ.Κ.8 προκύπτει ότι τα πιο πάνω προϋπήρχαν του επίδικου συμβάντος.

·                Ο πυρήνας των περιγραφών της παραπονουμένης προς τη Μ.Κ.8 όσο αφορά το επίδικο περιστατικό βίας εναντίον της, ήταν κυρίως η σωματική κακοποίηση, την οποία υπερθεμάτισε. Όταν περιέγραφε αυτό στη Μ.Κ.8 ένιωθε παράπονο και απογοήτευση λόγω της ιδιαίτερης σχέσης που είχε με τον κατηγορούμενο.

·                Η παραπονούμενη ανέφερε στη Μ.Κ.8 ότι μετά το επίδικο περιστατικό παρουσίαζε τρέμουλο, βίωνε έντονο φόβο, είχε ενοχλητικά όνειρα με περιεχόμενο το καταγγελλόμενο γεγονός, παρεισφρητικές (απρόσκλητες) σκέψεις του συμβάντος, παρεμβλητικές μνήμες του συμβάντος («θυμάμαι τον να με χτυπά»), διαταραχές στον ύπνο, υπερεπαγρύπνηση, ευερεθιστότητα, αλλαγές στη διεγερσιμότητα και αντιδραστικότητα, τα οποία όμως όταν η Μ.Κ.8 εξέταζε την παραπονούμενη, αυτή της ανέφερε ότι βρίσκονταν σε ύφεση λόγω της ψυχολογικής και ψυχιατρικής φροντίδας που έλαβε.

·                Η παραπονούμενη παρουσίαζε συμπεριφορές αποφυγής εξωτερικών υπενθυμίσεων που συνδέονταν με το καταγγελλόμενο γεγονός, δηλαδή απέφευγε να περνά από την περιοχή «Καρνάγιο» και όπως έλεγε στη Μ.Κ.8 «Εγώ εξακολουθώ να μην πηγαίνω στον δρόμο που οδηγεί στο Καρνάγιο και νιώθω φόβο». Επιπρόσθετα, η παραπονούμενη ανέφερε στη Μ.Κ.8 όταν την εξέταζε, ότι εξακολουθούσε να βιώνει το αίσθημα του φόβου και της έλεγε «φοβάμαι την ώρα που μπαίνω στο σπίτι, κοιτάζω δεξιά, αριστερά, εάν υπάρχει κάποιος να με παρακολουθεί». Τα συμπτώματα φόβου που είχε η παραπονούμενη όταν η Μ.Κ.8 την εξέταζε δεν ήταν σε τέτοιο βαθμό που να της προκαλούσαν έκπτωση, δηλαδή παρόλο που ένιωθε φόβο, αυτός ήταν σε ήπιο βαθμό και δεν είχε αρνητικό αντίχτυπο στη ζωή της.

 

Ο Μ.Υ.1 άφησε θετική εικόνα και σε κάθε περίπτωση η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, η οποία περιορίσθηκε σε διευκρινιστικές μόνο ερωτήσεις κατά την αντεξέταση του. Συνεπώς, η μαρτυρία του Μ.Υ.1 γίνεται δεκτή και με βάση αυτή αποδεχόμαστε ότι στις 04/11/2023, ο Μ.Υ.1 φωτογράφησε το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου (Τεκμήρια 79 και 80), ενώ αυτό βρισκόταν στον χώρο της οικίας του Μ.Υ.1.

Ο Μ.Υ.2, κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος, το απόγευμα της 14/05/2023 και ώρα 4:30 - 5:00 πήγε μόνος του στο σπίτι του μάρτυρα για φαγητό. Εκεί, ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ότι υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία του κατηγορουμένου με την παραπονούμενη για να φέρει η παραπονούμενη το παιδί της για να παίξει με το παιδί του μάρτυρα, κάτι που τελικά δεν έγινε και ο κατηγορούμενος έφυγε η ώρα 10:30. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε επίσης σε τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε η παραπονούμενη μαζί του και τι του ανέφερε σε σχέση με τη καταγγελία που έκανε εναντίον του κατηγορουμένου. Αναφέρθηκε επίσης στην καταγγελία που έκανε εναντίον της παραπονουμένης, ότι του έκλεψε το κινητό του τηλέφωνο και ποια ήταν η στάση της παραπονουμένης σε σχέση με την εν λόγω καταγγελία. Σε σχέση με τη παρούσα υπόθεση, ο μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι η Αστυνομία δεν του έλαβε κατάθεση, παρά το ότι πήγαν τρεις φορές για τον σκοπό αυτό, τόσο ο ίδιος και η σύζυγος του όσο και η μητέρα και ο νονός του κατηγορουμένου. Τους είπαν «δεν σας χρειαζόμαστε» και τους «έθκιωξαν». Τέλος, ανέφερε ότι είδε την παραπονούμενη στο «Messenger» στις 15–17/05/2023 και διέκρινε την παραπονούμενη να έχει μελανιασμένο το ένα μάτι της. Όταν τη ρώτησε πως συνέβη αυτό, του ανέφερε ότι τη χτύπησε ο κατηγορούμενος, χωρίς να του πει τον λόγο που τη χτύπησε.

 

Ο Μ.Υ.2 δεν άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Ήταν εμφανές από το σύνολο της μαρτυρίας του ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια αλλά για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο.

 

Κατ’ αρχάς διακρίναμε κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, την έκδηλη προσπάθεια του να βοηθήσει τον κατηγορούμενο στο να υποστηρίξει τη θέση του ότι έδωσε μόνο δύο χαστούκια στην παραπονούμενη. Στο πλαίσιο αυτό υποστήριξε ότι η παραπονούμενη του τηλεφώνησε και του είπε ότι ο κατηγορούμενος τη χτύπησε, συγκεκριμένα «με δύο χαστούκια», αναφορά που δεν είναι λογικό να έγινε. Να λεχθεί δε ότι αυτό δεν τέθηκε καν στην παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της. Από την άλλη η αναφορά του Μ.Υ.2 ότι δηλαδή συνομίλησε με την παραπονούμενη μέσω «Messenger» στις 15-17/05/2023 και ότι τότε διέκρινε το ένα μάτι της παραπονουμένης να είναι μελανιασμένο, γίνεται αποδεκτή, διότι το τραύμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.9 και τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 49. 

Έκδηλη ήταν και η προσπάθεια του Μ.Υ.2 να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για την παραπονούμενη ως προς την καταγγελία που υπέβαλε εναντίον του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η παραπονούμενη του τηλεφώνησε στις 29/05/2023 και του είπε πως ο πατέρας της θα τη διώξει από το σπίτι αν αποσύρει την καταγγελία και ότι θέλει να μιλήσει με τον κατηγορούμενο. Επιπρόσθετα, ο μάρτυρας ανέφερε ότι η παραπονούμενη του τηλεφώνησε στις 02/06/2023 και του είπε ότι εάν αυτή αποσύρει την καταγγελία της εναντίον του κατηγορουμένου, τότε το Γραφείο Ευημερίας θα της πάρει το μωρό της. Ως προς τούτο να λεχθεί ότι η παραπονούμενη δεν δέχθηκε, κατά την αντεξέταση της, ότι ανέφερε κάτι τέτοιο στον Μ.Υ.2 και καμία άλλη μαρτυρία υπάρχει που να υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Ως εκ των άνω ούτε αυτές οι θέσεις του Μ.Υ.2 γίνονται δεκτές.

 

Μη πειστική ήταν και η αναφορά του Μ.Υ.2 ότι, με υπόδειξη του προηγούμενου δικηγόρου του κατηγορουμένου, τόσο αυτός, όσο και η σύζυγος του, η μητέρα και ο νονός του κατηγορουμένου, πήγαν τρεις φορές στην Αστυνομία για να δώσουν κατάθεση και ότι εκεί τους έδιωξαν και τους είπαν «δεν σας χρειαζόμαστε». Αυτό καθότι η θέση αυτή είναι αντίθετη με τη μαρτυρία του Μ.Κ.14, ανακριτή της υπόθεσης, ο οποίος την απέρριψε, δίνοντας τη δική του πειστική και λογική θέση, που ως αναφέρθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του έγινε δεκτή.

 

Σε σχέση με τα όσα ανέφερε ο Μ.Υ.2 για την καταγγελία που ο ίδιος έκανε εναντίον της παραπονουμένης αναφορικά με την κλοπή του κινητού του τηλεφώνου, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτά δεν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα της παρούσας. Φαίνεται δε ότι ο Μ.Υ.2 ρωτήθηκε για αυτό ώστε ουσιαστικά να δοθεί απάντηση στα όσα είπε σχετικά ο Μ.Κ.6 και στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας του να δημιουργήσει αρνητική εικόνα για την παραπονούμενη. Συνεπώς ούτε η μαρτυρία του αυτή μπορεί να γίνει δεκτή.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία του Μ.Υ.2 δεν γίνεται δεκτή, με εξαίρεση την αναφορά του ότι είδε την παραπονούμενη στις 15-17/05/2023 μέσω «Messenger» και διέκρινε το μάτι της να είναι μελανιασμένο.

 

Ούτε η Μ.Υ.3, μητέρα του κατηγορουμένου μας άφησε θετική εικόνα. Ήταν και αυτής έκδηλη η προσπάθεια καθ’ όλη τη μαρτυρία της να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, δημιουργώντας αρνητικές εντυπώσεις για την παραπονούμενη.

 

Περαιτέρω, τα όσα η Μ.Υ.3 ανέφερε και συγκεκριμένα ότι πήγε αυτή, ο νονός του κατηγορουμένου και ο Μ.Υ.2, με τη σύζυγο του, στην Αστυνομία και είπε «θέλω να δώσω κατάθεση για το γιο μου» και της είπαν «δεν θα σε δεχτούμε, δεν είναι ανάγκη, δεν χρειάζεται να τους ανακρίνω, να τους πάρω κατάθεση» δεν μπορούν να γίνουν δεκτά εφόσον διαψεύδονται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.14, η οποία, για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω έγινε δεκτή. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά της Μ.Υ.3 με την οποία προσπάθησε να διαψεύσει τον Μ.Κ.14, ότι της ζήτησε να δώσει κατάθεση και αυτή αρνήθηκε και είπε ότι καλά έκανε ο γιος της και χτύπησε την παραπονούμενη και που δεν αναγνώρισε το παιδί της. Το ψευδές της αναφοράς της προκύπτει και από το ότι η ίδια επιβεβαίωσε τα στοιχεία της ταυτότητας της, τα οποία ο Μ.Κ.14 κατέγραψε στο Τεκμήριο 77, και τα οποία ο Μ.Κ.14, που δεν φαίνεται να τη γνώριζε, λογικά εξασφάλισε όταν συνάντησε αυτή στις 21/05/2023 (κατά τη μεταφορά του κατηγορουμένου στα κρατητήρια της Α.Δ.Ε. Λεμεσού) και της ζήτησε να της λάβει κατάθεση, κάτι που αυτή αρνήθηκε.

 

Σε σχέση με την αναφορά της Μ.Υ.3 ότι την ημέρα που έδινε τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο η παραπονούμενη, η μάρτυρας είδε αυτήν και την άκουσε, όταν η παραπονούμενη σε κάποια στιγμή βγήκε έξω από την αίθουσα, να λέει στο τηλέφωνο στον πατέρα της (Μ.Κ.6), ο οποίος καθόταν πλησίον της Μ.Υ.3 και ρώτησε την παραπονούμενη «Αυτό που σου είπα είπες μέσα;», «Ναι, αυτό απάντησα, αυτό είπα» επισημαίνουμε τα εξής:

 

Πράγματι, την ημέρα που έδινε η παραπονούμενη τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο στις 09/11/2023, σε κάποιο σημείο ζήτησε και έλαβε άδεια από το Δικαστήριο να εξέλθει της αίθουσας για να επικοινωνήσει με τον πατέρα της, λέγοντας «Συγγνώμη, ένα λεπτό, θέλω να φκω έξω, πρέπει να επήεν ο παπάς μου να έπιασε το μωρό που το σχολείο τζαι να με γυρέφκει γίνεται;». Αυτό, ως προκύπτει από τα πρακτικά, έγινε μεταξύ των ωρών 12:58 και 13:00 χωρίς να διακόψει το Δικαστήριο. Το γεγονός όμως αυτό παρά το ότι συνάδει με την ως άνω θέση της Μ.Υ.3 δεν είναι τέτοιο ώστε, δίχως άλλα στοιχεία, να την επιβεβαιώνει κιόλας. Ενόψει αυτού και με δεδομένη την αρνητική εικόνα που μας έκανε η Μ.Υ.3, η οποία ως προαναφέρθηκε επικεντρώθηκε γενικότερα στο να δημιουργήσει αρνητική εικόνα για την παραπονούμενη, κρίνουμε ότι ούτε αυτή η θέση της θα πρέπει να γίνει δεκτή. 

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Υ.3 δεν γίνεται δεκτή.

 

Ως προς τη μαρτυρία του Μ.Κ.6 επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

 Έχουμε παρακολουθήσει με ιδιαίτερη προσοχή τη δια ζώσης μαρτυρία του και εξετάσαμε με την ίδια προσοχή τη μαρτυρία αυτού στο σύνολο της, όχι μόνο λόγω της ιδιότητας του ως πατέρα της παραπονουμένης, αλλά και γιατί ήταν το πρώτο πρόσωπο που είδε την παραπονούμενη μετά το επίδικο περιστατικό.

 

Ο Μ.Κ.6 αναφέρθηκε στο τι έκανε τη μέρα πριν το επίδικο βράδυ καθώς και στα όσα αντιλήφθηκε εκείνο το βράδυ και ιδιαίτερα στην κατάσταση της παραπονουμένης και στα όσα αυτή του είπε όταν επέστρεψε στο σπίτι, μετά το επίδικο περιστατικό. Η Υπεράσπιση υποστήριξε ότι ο Μ.Κ.6 ψευδόταν αναφορικά με τα όσα είπε ότι ο ίδιος έκανε την ημέρα εκείνη, πριν το επίδικο περιστατικό. Το τι έκανε όμως κατά τον χρόνο εκείνο ο Μ.Κ.6 δεν είναι ουσιώδες και συνεπώς δεν τίθεται θέμα εξέτασης του για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του. Από την άλλη η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε και γίνεται δεκτό ότι το επίδικο βράδυ, όταν η παραπονούμενη επέστρεψε στην οικία της, μετά το επίδικο περιστατικό, ο Μ.Κ.6 βρισκόταν εκεί και την είδε να είναι ματωμένη, τα μάτια της να είναι πρησμένα, να είναι αναστατωμένη και έκλαιγε συνεχώς καθώς και ότι είπε στον Μ.Κ.6 ότι την «έδερε ο Τσέτσο».

 

Τα λοιπά που, σύμφωνα με τον Μ.Κ.6, του ανέφερε η παραπονούμενη ως προς το τι έλαβε χώραν το επίδικο βράδυ, αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση. Συγκεκριμένα, ο Μ.Κ.6 ανέφερε ότι η παραπονούμενη του είπε ότι την παρακολουθούσε ο κατηγορούμενος για το που θα στάθμευε, ότι της χτυπούσε το παράθυρο και της ζητούσε λεφτά για να αγοράσει ναρκωτικά, ότι πήρε το πορτοφόλι της, που ήταν μέσα στη τσάντα της και της πήρε €30, ότι την πήρε από σημείο δίπλα από τα σουβλάκια του Κύπρου, την τράβηξε με το ζόρι και κατέβηκε, ότι την έδερνε για 2-3 ώρες, ότι την έδερνε μέσα στο αυτοκίνητο, ότι ζήτησε από τον κατηγορούμενο να της δώσει ένα μαντηλάκι να σκουπιστεί από τα αίματα, ότι ο κατηγορούμενος δεν της έδωσε και πήρε ένα πετσί και σκούπισε τα αίματα της, ότι ο κατηγορούμενος θα της χτυπούσε με πέτρα στο κεφάλι και την απείλησε ότι την επόμενη φορά θα τη σκοτώσει, ότι της είπε «εάν πάεις στην Αστυνομία κατίσσιει σου» και ότι χτύπησε με το αυτοκίνητο του το αυτοκίνητο της στο πλευρό και ακολούθως εκείνη χτύπησε σε ένα κιγκλίδωμα. Για το θέμα του βιασμού, ο Μ.Κ.6 είπε ότι η παραπονούμενη του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος την άρπαξε με τη βία, της πήρε τα χέρια και της τα έδεσε πίσω σταυρωμένα, την έβαλε στο καπό μπροστά με τη βία και άρχισε να τη βιάζει, να τη δέρνει και ότι ήθελε να τη βιάσει πρωκτικά.

 

Ως προς τα πιο πάνω, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Ήταν εμφανές κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του ότι ο Μ.Κ.6, όταν αναφερόταν σε αυτά έδειχνε εμπάθεια έναντι του κατηγορουμένου και επιχειρούσε με έντονο ύφος να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για το πρόσωπο αυτού ώστε να υποστηρίξει την εκδοχή της παραπονουμένης κόρης του. Σε κάθε περίπτωση, δέον όπως λεχθεί ότι ακόμα και εάν η παραπονούμενη του ανέφερε τα πιο πάνω, πρόκειται για αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις της, οι οποίες δεν εμπίπτουν σε κάποιες από τις εξαιρέσεις του αυτοτελούς κανόνα αποκλεισμού τέτοιας μαρτυρίας, ήτοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου (άμεσο παράπονο), ούτε και τέθηκαν με σκοπό να καταρριφθεί θέση της Υπεράσπισης, για όψιμα κατασκευασμένο παράπονο. Ως εκ των άνω δεν γίνονται αποδεκτές ως μαρτυρία (βλ. Τρύφωνος ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 41/19, ημερ. 08/04/2020).

 

Ως προς τα όσα ο Μ.Κ.6 είπε για τις ζημιές που παρουσίαζε το αυτοκίνητο της παραπονουμένης, επισημαίνουμε τα εξής:

 

Αρνήθηκε υποβληθείσα θέση ότι το αυτοκίνητο ήταν χτυπημένο σε όλες του τις πλευρές, λέγοντας ότι στο σημείο που ανοίγουν και κλείνουν οι λαμαρίνες είναι ζαβές και διπλώνουν. Ερωτηθείς κατά πόσο το αυτοκίνητο παρουσίαζε γρατζουνιές στα πλευρά, ανέφερε «Δεν είχε γρατζουνιές, εάν είχε κανένα λίο με κανένα π’ αφτό, εντάξει, τώρα έχει καμία γρατζουνιά αυτό πας τες πόρτες, πας το φτερό, μπροστά, εντάξει, εν πας το φτερό. Μπροστά όμως, όι πίσω». Δεν μας διαφεύγει ότι όταν ανέφερε τα πιο πάνω δεν του υποδείχθηκαν οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 42 ενώ οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 64 δεν είχαν ακόμη κατατεθεί. Οι εν λόγω φωτογραφίες όμως διαψεύδουν ουσιαστικά την ως άνω θέση του Μ.Κ.6 εφόσον σε αυτές το αυτοκίνητο φαίνεται ότι φέρει ζημιές σε όλες τους τις πλευρές, περιλαμβανομένων μεγάλων και συνεχόμενων γρατζουνιών στη δεξιά και αριστερή πλευρά. Συνεπώς ούτε αυτή η θέση του Μ.Κ.6 γίνεται δεκτή. 

 

Πέραν των πιο πάνω, ο Μ.Κ.6 στη δια ζώσης μαρτυρία του αναφέρθηκε και σε άλλα γεγονότα, που δεν αφορούσαν τα όσα έλαβαν χώραν το επίδικο βράδυ. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος, όντας χρήστης ναρκωτικών, παρέσυρε την παραπονούμενη στη χρήση των ναρκωτικών, ότι την προέτρεπε να κλέβει χρηματικά ποσά από τους χώρους που κατά καιρούς εργοδοτείτο και να του τα δίνει για να αγοράζει ναρκωτικά ενώ αναφέρθηκε και σε περιστατικό πριν το επίδικο, που σύμφωνα με τον ίδιο, ο κατηγορούμενος απειλούσε την παραπονούμενη να του δώσει χρήματα, χτυπώντας της την πόρτα ενώ ο ίδιος ο μάρτυρας απουσίαζε από το σπίτι. Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε πιέσεις και απειλές που η παραπονούμενη δεχόταν από το περιβάλλον του κατηγορουμένου, για να αποσύρει την καταγγελία της για το επίδικο περιστατικό καθώς και σε απειλές της μητέρας του κατηγορουμένου (Μ.Υ.3) εναντίον της. Ενέπλεξε μάλιστα και τον κατηγορούμενο στην υπόθεση κλοπής κινητού τηλεφώνου (του Μ.Υ.2) για την οποία έχει καταχωρηθεί υπόθεση ενώπιον Δικαστηρίου.

 

Πρέπει όμως να λεχθεί ότι τα πιο πάνω προφανώς δεν είναι σχετικά με την ουσία της παρούσας υπόθεσης ενώ καταδεικνύουν την εμφανή προσπάθεια του Μ.Κ.6, στην οποία προαναφερθήκαμε, δηλαδή να δημιουργήσει αρνητική εικόνα για τον κατηγορούμενο και θετική εικόνα για την παραπονούμενη κόρη του στα πλαίσια στήριξης της εκδοχής της τελευταίας.

 

Τέλος, αναφορικά με την άρνηση του Μ.Κ.6 να δεχθεί υποβληθείσα θέση ότι πίεσε την παραπονούμενη να μην αποσύρει το παράπονο εναντίον του κατηγορουμένου, θα πρέπει να λεχθεί ότι ούτε η παραπονούμενη δέχθηκε κάτι τέτοιο και δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να το υποστηρίζει.

 

Συναφώς, με βάση τη πιο πάνω αξιολόγηση, αποδεχόμαστε μόνο το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.6, το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, ως πιο πάνω αναφέρθηκε και με βάση αυτή δεχόμαστε ότι:

 

Ο Μ.Κ.6 είναι ο πατέρας της παραπονουμένης. Γύρω στις 04:00 - 05:00 το πρωί της 15/05/2023, όταν η παραπονούμενη επέστρεψε στην οικία της, ο Μ.Κ.6 ο οποίος βρισκόταν εκεί, άκουσε την πόρτα της οικίας να ανοίγει, την παραπονούμενη να φωνάζει και του είπε «Παπά σηκώστου γλήορα να πάμε Αστυνομία». Ο Μ.Κ.6 σηκώστηκε και είδε την παραπονούμενη ματωμένη στο πρόσωπο, με πρησμένα τα μάτια και τα χείλη της, να κλαίει και να του λέει «Παπά έδερε ο Τσέτσος» (είναι παραδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι τον κατηγορούμενο τον προσφωνούν  «Τσέτσο»). Ο Μ.Κ.6 ρώτησε την παραπονούμενη τι έγινε για να του πει λεπτομέρειες αλλά ξεκίνησαν και πήγαν στην Αστυνομία. Η παραπονούμενη ήταν πολύ αναστατωμένη και έκλαιγε συνεχώς. Η παραπονούμενη δεν του ανέφερε εκείνη τη δεδομένη στιγμή ότι τη βίασε ο κατηγορούμενος, αλλά το είπε για πρώτη φορά στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού σε κάποιο νοσοκόμο και ακολούθως το είπε στον Μ.Κ.6 γύρω στο μεσημέρι, όταν βρίσκονταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. 

 

Η παραπονούμενη (Μ.Κ.7), στη δια ζώσης μαρτυρία της υιοθέτησε τις καταθέσεις της (Τεκμήρια 46 και 51). Την εκδοχή της για το επίδικο περιστατικό δίδει στην κατάθεση Τεκμήριο 46 (στο Τεκμήριο 51 δίνει συγκατάθεση για έρευνα του αυτοκινήτου της), όπου αναφέρει ότι γνώρισε τον κατηγορούμενο πριν από 5 χρόνια και είχαν σχέση, από την οποία απέκτησαν ένα παιδί, που είναι ηλικίας 4 χρόνων και το οποίο ο κατηγορούμενος δεν αναγνώρισε. Τα Χριστούγεννα του 2021 ο κατηγορούμενος άρχισε να την προσεγγίζει για να βρίσκονται και έβγαιναν έξω μαζί για καφέ ενώ από τον Μάιο του 2022 άρχισε να διανυκτερεύει με το παιδί στο σπίτι του κατηγορουμένου. Αυτό όμως σταμάτησε τον Φεβρουάριο του 2023 επειδή ο κατηγορούμενος την ενέπλεξε σε περιστατικό που πήρε λεφτά από τη μητέρα του. Έκτοτε συναντιόνταν στο πάρκο. Λίγες μέρες πριν από το επίδικο περιστατικό, ο κατηγορούμενος άρχισε να της ζητά να βρεθούν για να του δώσει χρήματα για τη «χρήση του». Η παραπονούμενη αρνείτο, του ζητούσε να την αφήσει ήσυχη και του έλεγε ότι δεν έχει χρήματα. Είχε να δει τον κατηγορούμενο δύο εβδομάδες πριν από το επίδικο περιστατικό.

 

Το επίδικο βράδυ, γύρω στις 00:30 η παραπονούμενη πήγε σε συγκεκριμένο καφέ στην οδό Ανεξαρτησίας για να πάρει καφέ. Στάθμευσε το αυτοκίνητο της στο πάρκινγκ πίσω από το καφέ. Πριν κατέβει από το αυτοκίνητο, εμφανίστηκε μπροστά της ο κατηγορούμενος, χτύπησε το παράθυρο και της είπε στα ελληνικά «άνοιξε κατέβα κάτω». Αυτή του είπε να φύγει κι εκείνος άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και άρπαξε τα κλειδιά, όπως ήταν πάνω στη μίζα. Τράβηξε την παραπονούμενη, την έβγαλε από το αυτοκίνητο της, την τράβηξε με τα χέρια του και την έβαλε και κάθισε στη θέση του συνοδηγού του δικού του αυτοκινήτου. Της πήρε το κινητό της τηλέφωνο και €30 από την τσάντα της. Ξεκίνησε το αυτοκίνητο του και πήρε την παραπονούμενη στην περιοχή «Καρνάγιο». Ενώ μετέβαιναν εκεί, ο κατηγορούμενος τη χτυπούσε με τα χέρια του στο πρόσωπο, με γροθιές και πάτσους. Σταμάτησε το αυτοκίνητο κάτω που είναι η θάλασσα, κατέβασε κάτω την παραπονούμενη, την έβαλε στο έδαφος πάνω στις πέτρες και τη χτυπούσε στα πλευρά, στο πρόσωπο με τα χέρια και τα πόδια του. Τη χτυπούσε επίσης στην κοιλιά και στα πλευρά. Ενώ τη χτυπούσε της φώναζε «σκατοπουτάνα, καθυστερημένη, παλαβή, μαλακισμένη, δώσμου λεφτά, πήαινε πιάσε λεφτά πιάσε που τον παπά σου να μου φέρεις λεφτά». Η παραπονούμενη του έλεγε να σταματήσει να τη χτυπά, έβαλε τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπο αλλά ο κατηγορούμενος τη χτυπούσε συνέχεια. Του έλεγε ότι δεν έχει λεφτά να του δώσει. Μετά της είπε να σηκωστεί πάνω, τη σήκωσε πάνω, της έβαλε τα χέρια της πίσω και κρατούσε τα χέρια της πίσω με το ένα του χέρι και με το άλλο χέρι του άνοιξε το παντελόνι της και κατέβασε το εσώρουχο της. Κατέβασε και εκείνος τα ρούχα του και την έστησε στο καπό του αυτοκινήτου και δοκίμασε να της βάλει το πέος του στον πρωκτό της. Αυτή του είπε «σταμάτα» και τον έσπρωξε. Ο κατηγορούμενος έπιασε με δύναμη τα χέρια της και έβαλε το πέος του στο «πράμα» της. Τον ένιωσε μέσα της γιατί «τον έβαλε με βία». Τον έσπρωχνε με τα πόδια της, προσπαθούσε να τον κλωτσήσει αλλά αυτός τη «γαμούσε με τη βία». Μετά από 2-3 λεπτά βγήκε από μέσα της και η παραπονούμενη κατάλαβε ότι δεν είχε εκσπερματώσει. Μετά τον έσπρωξε και του είπε «φύε». Ο κατηγορούμενος τραβήχτηκε μακριά και πήγε πίσω. Η παραπονούμενη έβαλε τα ρούχα της και έτρεξε να φύγει. Ο κατηγορούμενος έτρεξε, την άρπαξε και την έβαλε στο αυτοκίνητο στη θέση του συνοδηγού και έκλεισε την πόρτα. Η παραπονούμενη άνοιγε την πόρτα να κατέβει αλλά ο κατηγορούμενος έκλεινε την πόρτα και δεν την άφηνε να βγει έξω. Ο κατηγορούμενος ξεκίνησε το αυτοκίνητο και έφυγαν από το μέρος. Κατά τη διαδρομή προς το καφέ, ο κατηγορούμενος χτυπούσε την παραπονούμενη συνέχεια στο πρόσωπο, με τα χέρια του. Του είπε να της δώσει κάτι να σκουπίσει τα αίματα της αλλά εκείνος της έλεγε «εν με κόφτει να πεθάνεις να πάεις στα ανάθεμα». Μετά την πήρε στον χώρο στάθμευσης όπου ήταν το αυτοκίνητο της. Πριν κατέβει, η παραπονούμενη κατάφερε και έπιασε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της και το τηλέφωνο της. Μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο της, αλλά πριν κατέβει από το αυτοκίνητο του, ο κατηγορούμενος της είπε «πιάσμε αύριο να βρεθούμε», «όι να πεις τίποτε του παπά σου ή να πάεις στην Αστυνομία» και «την επόμενη φορά εν να σου κόψω την κκελλέ σου τζαι να σε πετάξω». Η παραπονούμενη έφυγε με το αυτοκίνητο της και ο κατηγορούμενος την ακολούθησε και χτυπούσε το αυτοκίνητο της με το αυτοκίνητό του. Σε ένα από τα χτυπήματα που της έδωσε από πίσω, στα φώτα της Αστυνομίας στην οδό Ειρήνης, η παραπονούμενη έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, αυτό βγήκε πάνω στο πεζοδρόμιο και χτύπησε σε «στύλο». Ακολούθως η παραπονούμενη πήγε στο σπίτι της γύρω στις τέσσερις το πρωί, ξύπνησε τον πατέρα της, «τζαι του το είπα» ως αυτολεξεί ανέφερε. Ο πατέρας της την ρώτησε ποιος της τα έκανε και του είπε ότι ήταν ο κατηγορούμενος. Ο πατέρας της την πήρε και πήγαν στην Αστυνομία για να κάνει την καταγγελία.

 

Στο σημείο αυτό κρίνουμε χρήσιμο, όπως για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονουμένης, παραθέσουμε την εκδοχή της Υπεράσπισης σε σχέση με το επίδικο συμβάν, ως αυτή υποβλήθηκε στην παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της. Συγκεκριμένα η εκδοχή αυτή ήταν βασικά η ακόλουθη:

 

Το επίδικο βράδυ, κατόπιν προηγούμενης συνεννόησης τους, ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη συναντήθηκαν σε χώρο στάθμευσης συγκεκριμένης καφετέριας κοντά στην οδό Ανεξαρτησίας, στη Λεμεσό. Εκεί η παραπονούμενη άφησε το αυτοκίνητο της, με τη θέληση της μπήκε στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου στη θέση του συνοδηγού, χαιρετίστηκαν λέγοντας «γεια σου αγάπη μου», έδωσαν ένα φιλί και ξεκίνησαν για να μεταβούν στην περιοχή «Καρνάγιο». Αφού έφτασαν στο «Καρνάγιο», ο κατηγορούμενος σταμάτησε το αυτοκίνητο, βγήκαν έξω και κάπνισαν ένα τσιγάρο. Μετά, η παραπονούμενη εισήλθε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, από την πίσω αριστερή πόρτα και ο κατηγορούμενος από την πίσω δεξιά πόρτα. Εκεί, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, η παραπονούμενη έβγαλε από μόνη της τα ρούχα της και τα άφησε στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Τότε ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη ήρθαν σε σεξουαλική επαφή, με τη θέληση της παραπονουμένης βλέποντας ο ένας τον άλλο. Κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, ο κατηγορούμενος δέχθηκε τηλεφώνημα στο κινητό του τηλέφωνο, το απάντησε και η κλήση ήταν σε ανοικτή ακρόαση και άκουγε και η παραπονούμενη. Το πρόσωπο που τηλεφώνησε είπε στον κατηγορούμενο ότι προμήθευε την παραπονούμενη με ναρκωτικά και επειδή αυτή δεν κρατούσε χρήματα για να τον πληρώνει ερχόταν σε σεξουαλική επαφή μαζί του. Η παραπονούμενη αρχικά αρνείτο τα όσα ανέφερε το εν λόγω πρόσωπο αλλά τελικά τα παραδέχθηκε. Από αυτά που του ανέφερε το εν λόγω πρόσωπο, ο κατηγορούμενος θύμωσε και έδωσε μόνο δύο πάτσους στην παραπονούμενη, με αποτέλεσμα να σχιστούν τα χείλη της και να τρέξει αίμα. Τότε η  σεξουαλική πράξη διακόπηκε, χωρίς ο κατηγορούμενος να εκσπερματώσει. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη ντύθηκαν και την πήρε πίσω στον χώρο στάθμευσης, όπου η παραπονούμενη είχε αφήσει το αυτοκίνητο της. Ο κατηγορούμενος δεν απαίτησε οποιοδήποτε ποσό από την παραπονούμενη με απειλές, ούτε χτύπησε με το αυτοκίνητο του το αυτοκίνητο της παραπονουμένης, ούτε της προκάλεσε οποιεσδήποτε ζημιές.

 

Λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν θέσεων, προκύπτει ότι αποτελεί κοινώς αποδεκτό ότι κατά το επίδικο βράδυ, ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη συναντήθηκαν σε χώρο στάθμευσης, πλησίον καφετέριας στην οδό Ανεξαρτησίας στη Λεμεσό, όπου μετέβηκαν, ο καθένας με το δικό του αυτοκίνητο.  Στη συνέχεια, μετέβηκαν στην περιοχή «Καρνάγιο» με το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου. Εκεί ήρθαν σε σεξουαλική επαφή. Είναι επίσης παραδεκτό, κάτι που ξεκαθάρισε ο συνήγορος Υπεράσπισης στην τελική του αγόρευση του, ότι τα τραύματα που η παραπονούμενη παρουσίαζε και που εντόπισαν οι Μ.Κ.9 και Μ.Κ.10 την επόμενη μέρα, της τα προκάλεσε ο κατηγορούμενος. Ενόψει των πιο πάνω, τα αμφισβητούμενα γεγονότα αφορούν τα ακόλουθα:

·                Κατά πόσο υπήρξε ή όχι προσυνεννόηση της παραπονουμένης με τον κατηγορούμενο, να συναντηθούν.

·                Κατά πόσο δεν ήταν με τη θέληση της παραπονουμένης που αυτή εξήλθε του οχήματος της, εισήλθε στο όχημα του κατηγορουμένου και εκείνος τη μετέφερε στο «Καρνάγιο».

·                Κατά πόσο η σεξουαλική επαφή στο «Καρνάγιο» έγινε με τη θέληση της παραπονουμένης, εντός του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου, στα πίσω καθίσματα ή χωρίς τη θέληση της, με τη βία, έξω από αυτό, στο καπό του.

·                Σε ποιο χώρο και χρόνο και με ποιο τρόπο ο κατηγορούμενος προκάλεσε τα τραύματα στην παραπονούμενη.

·                Κατά πόσο ο κατηγορούμενος επέφερε κακόβουλα οποιαδήποτε ζημιά στο αυτοκίνητο της παραπονουμένης, χτυπώντας το με το αυτοκίνητο του.

·                Κατά πόσο ο κατηγορούμενος απαίτησε χρηματικό ποσό από την παραπονούμενη με τη χρήση απειλών και βίας.

 

Είναι στη βάση των πιο πάνω που προχωρούμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης.

 

Στο πλαίσιο της αξιολόγησης, παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη και επαυξημένη προσοχή και παρατηρητικότητα την παραπονούμενη κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Με την ίδια προσοχή εξετάσαμε εξονυχιστικά τη μαρτυρία της στο σύνολο της, αντιπαραβάλλοντας την με την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

Αναφορικά με τον τρόπο που κατέθεσε στο Δικαστήριο δέον όπως λεχθεί ότι παρατηρήσαμε ότι, ενώ η παραπονούμενη στην κυρίως εξέταση απαντούσε αμέσως, περιγράφοντας με λεπτομέρεια τα γεγονότα, κατά την αντεξέταση της, σε ερωτήσεις που αφορούσαν ουσιώδη ζητήματα, δεν απαντούσε με τον ίδιο τρόπο, αλλά κατόπιν σκέψης ενώ συχνά ανέφερε ότι δεν θυμόταν ουσιώδη γεγονότα. Περαιτέρω, κατά την αντεξέταση της, σε κάποια σημεία έδειχνε να δυσανασχετεί με τις ερωτήσεις και απαντούσε με κάποιο εκνευρισμό. Εξέταση δε της μαρτυρίας της όσον αφορά τα αμφισβητούμενα γεγονότα, στο σύνολο της, καταδεικνύει έλλειψη συνοχής και ουσιώδεις αντιφάσεις ενώ η εκδοχή της όσον αφορά τη σεξουαλική συνεύρεση της με τον κατηγορούμενο, ουσιαστικά διαψεύδεται από άλλη μαρτυρία. Εξηγούμε:

Η θέση της ότι το επίδικο βράδυ, πριν κατεβεί από το αυτοκίνητο της στον χώρο στάθμευσης, εμφανίστηκε μπροστά της νευρικός ο κατηγορούμενος, χωρίς να προσυνεννοηθούν, έρχεται σε αντίθεση με δηλώσεις που η ίδια έκανε στη Μ.Κ.8, από τις οποίες προκύπτει ότι υπήρξε τέτοια προσυνεννόηση. Συγκεκριμένα, ανέφερε στη Μ.Κ.8 «δεν ξέρω γιατί επήα να τον δω», ότι πήγε να βρει τον κατηγορούμενο σε συγκεκριμένη καφετέρια γύρω στις 11-12, ότι ένιωθε λύπηση, ότι επέμενε ο κατηγορούμενος να συναντηθούν και ότι αρχικά αυτή ήταν διστακτική. Η πιο πάνω αντίφαση, αναπόφευκτα δημιουργεί αμφιβολία ως προς την αλήθεια της όλης εκδοχής της παραπονουμένης και δη ότι χωρίς προσυνεννόηση, τυχαία, αργά το βράδυ, ο κατηγορούμενος την προσέγγισε και στη συνέχεια την απήγαγε.

 

Αναφορικά δε με το πώς ο κατηγορούμενος την άρπαξε και την έβαλε στο αυτοκίνητο του, η παραπονούμενη περιέγραψε ένα διαφορετικό τρόπο από ότι στην κατάθεση της, όπου είπε ότι ενώ ήταν μέσα στο αυτοκίνητο της εμφανίσθηκε ο κατηγορούμενος, της χτύπησε το παράθυρο και της είπε να ανοίξει και να κατέβει και αυτή του είπε να φύγει αλλά αυτός άνοιξε την πόρτα, άρπαξε τα κλειδιά, τράβηξε την παραπονούμενη, την έβγαλε έξω και την τράβηξε και την έβαλε και έκατσε στη θέση του συνοδηγού στο δικό του αυτοκίνητο. Συγκεκριμένα, στην αντεξέταση της είπε «Κουντούσεν με να μπω, στην αρχή εν με έβαλεν με βία αλλά έσπρωχνε με τάχα να περπατήσω να πάω προς το αυτοκίνητο, εντάξει; Τζαι εμπήκα στο αυτοκίνητο», διευκρινίζοντας ότι ο κατηγορούμενος της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και την έβαλε να καθίσει στη θέση του συνοδηγού. Φαίνεται από τα πιο πάνω ότι ενώ στην κατάθεση της περιγράφει άσκηση συνεχούς βίας εκ μέρους του κατηγορουμένου, στην αντεξέταση της αναφέρει ότι μετά που κατέβηκε από το αυτοκίνητο της, ο κατηγορούμενος δεν ασκούσε βία και σίγουρα δεν την τραβούσε αλλά την έσπρωχνε, ουσιαστικά παρακινώντας τη να περπατήσει προς το αυτοκίνητο του.

 

Διαφορά παρουσιάζει η εκδοχή της παραπονουμένης κατά τη μαρτυρία της, σε σύγκριση με την κατάθεση της και ως προς τον τρόπο που έδρασε ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό εκείνο σημείο. Συγκεκριμένα, στην κατάθεση της ανέφερε απλά ότι ο κατηγορούμενος άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου της και άρπαξε τα κλειδιά από τη μίζα, το κινητό και €30 από την τσάντα της ενώ κατά τη μαρτυρία της ανέφερε ότι είχε κλειδωμένες τις πόρτες του αυτοκινήτου της, ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το παράθυρο του αυτοκινήτου της ήταν σπασμένο και ότι ανοίγει με τα χέρια, ότι το κατέβασε βάζοντας στο παράθυρο τις παλάμες του και σπρώχνοντας προς τα κάτω και έτσι «ξεκλείδωσε τις πόρτες» και την έβγαλε από το αυτοκίνητο. Πρόκειται δε για διαφορά που αφορά ουσιώδες θέμα και δη τις συνθήκες υπό τις οποίες η παραπονούμενη εξήλθε του οχήματος της, κάτι για το οποίο ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες οι εκατέρωθεν θέσεις και όχι για ασήμαντη λεπτομέρεια.

 

Μη πειστική κρίνεται, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια και η εκδοχή της παραπονουμένης αναφορικά με τα όσα έλαβαν χώραν στην περιοχή «Καρνάγιο», σε σχέση με τη σεξουαλική συνεύρεση της με τον κατηγορούμενο, στην οποία η Κατηγορούσα Αρχή στηρίζει την υπόθεση της αναφορικά με τα αδικήματα του βιασμού και της απόπειρας βιασμού. Συγκεκριμένα:

 

Στην κατάθεση και στην κυρίως εξέταση της, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος της έβαλε τα χέρια της πίσω και κρατούσε τα χέρια της πίσω με το ένα του χέρι και ότι με το άλλο χέρι του άνοιξε το παντελόνι της και κατέβασε το εσώρουχο της. Στην αντεξέταση της όμως διαφοροποίησε της εκδοχή της. Πιο συγκεκριμένα, ερωτώμενη «Δηλαδή την ώρα που λέεις ότι ερχόταν σε σεξουαλική επαφή, έβαλεν το πέος του στον κόλπο σου, εννοείς ότι εσύ ήσουν ακουμπημένη στα χέρια σου πάνω στο αυτοκίνητο;» απάντησε «Ναι τζαι κρατούσεν μου τα χέρια μου με το ένα του το χέρι όπως είπα τζαι δεν επήε να βάλει αμέσως το πέος του μπροστά στον κόλπο μου, είπα ότι προσπάθησε να το βάλει τζαι που πίσω πριν το βάλει μπροστά τζαι δεν τον άφησα» και όταν ακολούθως διευκρινιστικά ερωτήθηκε «Δηλαδή καταλαβαίνω ότι ενώ είχες τα χέρια σου ακουμπημένα πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, σου τα κρατούσε με το ένα του το χέρι και ήταν που πίσω σου προσπαθώντας να έρθει σε σεξουαλική επαφή από πίσω και μετά έβαλεν σου το στον κόλπο;» απάντησε «Ναι». Είναι εμφανές ότι πρόκειται για ανακολουθία που αφορά ουσιώδες θέμα και δη τον τρόπο με τον οποίο, η παραπονούμενη ισχυρίσθηκε ότι ο κατηγορούμενος πρώτα αποπειράθηκε να τη βιάσει πρωκτικά και στη συνέχεια ότι τη βίασε κολπικά. Μάλιστα, η παραπονούμενη υπέδειξε στις φωτογραφίες του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου (Τεκμήριο 79), συγκεκριμένο σημείο του αυτοκινήτου, ως εκεί όπου την έσκυψε και έβαλε τα χέρια της, όταν τη βίασε ο κατηγορούμενος. Πρόκειται για σημείο στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου και δη στο μπροστινό μέρος του μπροστινού καπό, στη μέση περίπου, πάνω από τη γρίλια και λίγο πιο ψηλά. Εδώ να σημειωθεί ότι, δεν μας διαφεύγει ότι από τη δαχτυλοσκοπική εξέταση, πράγματι εντοπίσθηκε αποτύπωμα της παραπονουμένης στο μπροστινό καπό του εν λόγω αυτοκινήτου, αλλά η ως άνω εκδοχή της παραπονουμένης δεν επιβεβαιώνεται εφόσον το αποτύπωμα δεν εντοπίσθηκε εκεί που αυτή υπέδειξε αλλά σε άλλο σημείο, το οποίο βρίσκεται μακριά από το εν λόγω σημείο και δη στο μπροστινό καπό δεξιά από τη μέση και κοντά στον ανεμοθώρακα (βλ. σημείο Δ στη φωτογραφία 68 του Τεκμηρίου 64), όπου σε κανένα μέρος της μαρτυρίας της δεν ανέφερε η παραπονούμενη ότι άγγιξε.  

 

Περαιτέρω, πρώτη φορά κατά την κυρίως εξέταση της προσέθεσε ουσιώδεις λεπτομέρειες για να πείσει για την εκδοχή της και δη ότι ο κατηγορούμενος της κρατούσε το στόμα για να μην την ακούσει κανείς και ότι της έλεγε να μη φωνάζει, ότι της έκανε κλείδωμα με τα πόδια του για να μην μπορεί να κινηθεί, ότι μετά το βιασμό πήγε προς τη θάλασσα να πλύνει τα χέρια και το πρόσωπο της και ότι εκείνη την ώρα ο κατηγορούμενος έπιασε μια μεγάλη πέτρα και της έλεγε «Εν να σε σκοτώσω να πάεις στ’ ανάθεμα, εν να σου ανοίξω τη κκελλέ σου». Αυτά σε αντίθεση με την κατάθεση της όπου ανέφερε ότι αφού ο κατηγορούμενος τραβήκτηκε προς τα πίσω, μετά το βιασμό, αυτή έβαλε τα ρούχα της και έτρεξε να φύγει αλλά ο κατηγορούμενος την άρπαξε και την έβαλε στη θέση του συνοδηγού και έκλεισε την πόρτα. Ως προς το τελευταίο, επίσης για πρώτη φορά στην κυρίως εξέταση της, είπε κάτι διαφορετικό και δη ότι κατά την προσπάθεια της να φύγει, μετά το βιασμό, ο κατηγορούμενος της έκλεισε το στόμα και την έριξε στο έδαφος και τη χτυπούσε στα πλευρά.

 

Αναφορικά με το που έλαβε χώραν η σεξουαλική πράξη, παρατηρήσαμε ότι αντεξεταζόμενη, όταν της υποβλήθηκε ότι στο «Καρνάγιο», ο κατηγορούμενος και αυτή μπήκαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, δεν απάντησε αμέσως αλλά κατόπιν σκέψης είπε «όπως είπα τζαι πριν εν τα θυμούμαι ούλλα. Το πίσω εν το πολλό θυμούμαι, εγώ θυμούμαι μια φάση ότι την ώρα που με χτυπούσε όταν ήμουν στη μπροστινή καρέκλα του αυτοκινήτου, προσπαθούσα να πεταχτώ πίσω για να μπορώ να ανοίξω τες πόρτες να φύω». Διευκρίνισε δε ότι αυτό έγινε πριν τον βιασμό της. Αυτά όμως τα ουσιώδη δεν τα ανέφερε στην κατάθεση της. Για να δικαιολογήσει δε την καθυστέρηση στο να απαντήσει στην ερώτηση και αφού ερωτήθηκε σχετικά από το συνήγορο Υπεράσπισης ανέφερε «Επειδή κάποια πράγματα για να τα περιγράψεις θέλεις λλίον χρόνο». Όταν όμως της υποβλήθηκε η θέση ότι δεν ήθελε να πει στο Δικαστήριο ότι βρέθηκε με τον κατηγορούμενο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί του με τη θέληση της και ότι για αυτό το λόγο σκεφτόταν λίγο να απαντήσει, είπε παρουσιάζοντας πλέον ανακόλουθη βεβαιότητα «Εγώ εν θυμούμαι να έγινε έτσι πράμα στην πίσω καρέκλα του αυτοκινήτου. Εάν το θυμούμουν τζαι εάν εγίνετουν τούτο το πράγμα θα το έλεγα και μέσα στη κατάθεση μου όπως είπα τζαι τα άλλα».

 

Πέραν όμως της ως άνω αναφερόμενης ανακολουθίας στην εκδοχή της, αυτή διαψεύδεται από άλλη μαρτυρία που έγινε δεκτή και δη από την επιστημονική μαρτυρία που αφορά τις εξετάσεις γενετικού υλικού και τη σχετική μαρτυρία της Μ.Κ.11, από την οποία προκύπτει η παρουσία της παραπονουμένης στο πίσω εσωτερικό μέρος του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου.

 

Συγκεκριμένα, στο Τεκμήριο 16 (επίχρισμα από το εξωτερικό χερούλι ανοίγματος αριστερής πισινής πόρτας του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε γενετικό υλικό, το οποίο δεν συνίστατο σε αίμα ή σάλιο και το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης. Στο Τεκμήριο 28 (επίχρισμα από το δεξιό πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό, που δεν συνίστατο σε σάλιο και τόσο ο κατηγορούμενος, όσο και η παραπονούμενη δεν μπορούν να αποκλειστούν από δότες αυτού. Στο Τεκμήριο 29 (επίχρισμα από το μεσαίο πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό, που δεν συνίστατο σε σάλιο με την παραπονούμενη να είναι η κύρια δότρια του μικτού αυτού γενετικού υλικού. Ο κατηγορούμενος είναι επίσης δότης μέρους του μικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το εν λόγω σημείο. Στο Τεκμήριο 30 (επίχρισμα από το αριστερό πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε πλήρες γυναικείο γενετικό προφίλ, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης. Στο Τεκμήριο 31 (πλαστικό πατάκι ποτηριού, το οποίο εντοπίστηκε στο δεξιό πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε αίμα, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης. Στο Τεκμήριο 25 (επίχρισμα με αίμα που λήφθηκε από το πάνω μέρος αριστερού πισινού φτερού δίπλα από το γυαλί αριστερής πισινής πόρτας του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) εντοπίστηκε πλήρες γυναικείο γενετικό προφίλ, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ της παραπονουμένης. Στο Τεκμήριο 33 (επίχρισμα από το πισινό πάνω μέρος ράχης καθίσματος συνοδηγού του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου) απομονώθηκε πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού με την παραπονούμενη να μην μπορεί να αποκλειστεί από δότρια μέρους του μικτού γενετικού υλικού.

 

Η πιο πάνω μαρτυρία είναι τέτοια ώστε, κατά την κρίση μας, καταρρίπτει και διαψεύδει τη θέση της παραπονουμένης ως προς το που έλαβε χώραν η σεξουαλική της συνεύρεση με τον κατηγορούμενο, που σύμφωνα με αυτήν έγινε χωρίς τη συναίνεση της. Αυτό καθότι η πιο πάνω μαρτυρία καταδεικνύει «έντονη», ως είπε και η Μ.Κ.11, την παρουσία της παραπονουμένης στο πίσω μέρος του εσωτερικού του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου ενώ αυτή είπε ότι τα πιο πάνω έλαβαν χώραν εκτός του αυτοκινήτου και ότι μάλιστα ποτέ δεν βρέθηκε στο εσωτερικό πίσω μέρος αυτού. Να υπομνήσουμε ότι η παραπονούμενη αντεξεταζόμενη απέρριψε την υποβληθείσα θέση της Υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος εισήλθε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του από την πίσω δεξιά πόρτα και ότι η ίδια, με τη θέληση της άνοιξε την πίσω αριστερή πόρτα, εισήλθε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και εκεί ήρθαν σε σεξουαλική επαφή, με τη θέληση της.

 

Η εκδοχή της παραπονουμένης όμως διαψεύδεται και από άλλη μαρτυρία και δη αυτή που αφορά τον εντοπισμό αίματος της στα ρούχα που φορούσε εκείνο το βράδυ. Ως προς τούτο θα πρέπει δε να λεχθεί ότι είχαμε την ευκαιρία, πέραν των όσων προκύπτουν από την επιστημονική μαρτυρία που αφορά τις εξετάσεις γενετικού υλικού, να επιθεωρήσουμε κατά τη διαβούλευση μας προς έκδοση της παρούσας απόφασης, τα Τεκμήρια 3 έως 6 που είναι ρούχα που η παραπονούμενη φορούσε το επίδικο βράδυ. Προσεκτική εξέταση των πιο πάνω καταδεικνύει τα ακόλουθα:

 

·                Στην κοντομάνικη φανέλα (Τεκμήριο 3 - που φορούσε η παραπονούμενη κάτω από το φούτερ – πουλόβερ Τεκμήριο 6) εντοπίστηκε αίμα της παραπονουμένης σε 4 σημεία και συγκεκριμένα στη μπροστινή πλευρά, στην πίσω πλευρά, στη μπροστινή και πίσω πλευρά εξωτερικά και στη μπροστινή και πίσω πλευρά εσωτερικά της φανέλας.

·                Στο φούτερ – πουλόβερ (Τεκμήριο 6 – που φορούσε η παραπονούμενη) εντοπίστηκε αίμα της παραπονουμένης και στην πίσω του πλευρά εξωτερικά.

 

Είναι δε αποδεκτή η θέση της παραπονουμένης ότι είναι δικά της τα αίματα που φαίνονται στη φανέλα (Τεκμήριο 3) και στο φούτερ της (Τεκμήριο 6).

 

Εδώ να λεχθεί ότι ο εντοπισμός αίματος της παραπονουμένης στα ρούχα που αυτή φορούσε, με δεδομένο ότι σε κάποια στιγμή αιμορραγούσε από τα χείλη, δεν οδηγεί από μόνο του σε οποιαδήποτε σχετικά συμπεράσματα. Τα πράγματα όμως αλλάζουν εάν ληφθούν υπόψη τα σημεία στα οποία βρέθηκε αίμα της παραπονουμένης και η εκδοχή της αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα. Εξηγούμε:

 

Ήταν η θέση της παραπονουμένης ότι ο κατηγορούμενος προέβη στις εν λόγω πράξεις έξω από το αυτοκίνητο, στο μπροστινό μέρος του μπροστινού καπό, εβρισκόμενος από πίσω της, και αφού της κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο, κρατώντας τα χέρια της.

 

Ο εντοπισμός λοιπόν του αίματος στη φανέλα αλλά και στο πίσω μέρος του πουλόβερ-φούτερ αυτής, δεν συνάδει με τη θέση της παραπονουμένης εφόσον φορούσε τη φανέλα κάτω από το πουλόβερ-φούτερ και ουδέποτε υποστήριξε ότι είτε η ίδια είτε ο κατηγορούμενος της έβγαλε το φούτερ. Αντίθετα αρνήθηκε υποβληθείσα θέση που δίδει μια πιο πιθανή εξήγηση και δη ότι αυτόβουλα η ίδια έβγαλε τα ρούχα της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου όπου τα άφησε στο πάτωμα αυτού και άρα ότι ήταν με αυτό τον τρόπο που αίμα από τα χείλη της τέθηκε στη φανέλα και στο πίσω μέρος του φούτερ. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και το γεγονός ότι στο καπό του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου εξωτερικά δεν βρέθηκαν σημάδια με αίμα της παραπονουμένης αλλά αίμα βρέθηκε εντός αυτού, στο πίσω μέρος, ως πιο πάνω αναφέρθηκε.

 

Ως προς τη θέση της παραπονουμένης ότι ο κατηγορούμενος, μετά που έφυγαν από το «Καρνάγιο», το επίδικο βράδυ της προκάλεσε ζημιές στο αυτοκίνητο της δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Ήταν η θέση της παραπονουμένης στη δια ζώσης μαρτυρία της, ότι ο κατηγορούμενος, αφού την επέστρεψε πίσω στο σημείο όπου άφησε προηγουμένως το αυτοκίνητο της, αυτή κατευθύνθηκε προς τα φώτα του Πενταδρόμου, έστριψε να πάει προς το σπίτι της και κατευθύνθηκε προς την Αστυνομία. Τότε ο κατηγορούμενος ήταν πίσω της με το δικό του αυτοκίνητο και άρχισε να της χτυπά σιγά σιγά με το αυτοκίνητο του από πίσω. Στα φώτα της Αστυνομίας, η παραπονούμενη κατευθύνθηκε προς τα κάτω προς την οδό Ειρήνης και τότε ο κατηγορούμενος της χτύπησε με δύναμη από πίσω, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο της να «μπει σε ένα τοίχο» και ο κατηγορούμενος την εγκατέλειψε.

 

Ως προς τα πιο πάνω να λεχθεί κατ’ αρχάς ότι η θέση της παραπονουμένης εμφανίζει και πάλι ανακολουθία εφόσον στην κατάθεση της ανέφερε ότι χτύπησε σε «στύλο» και όχι σε τοίχο.

 

Ανακολουθία όμως παρουσιάζει η εν λόγω θέση της και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος χτύπησε το αυτοκίνητο της με το αυτοκίνητο του, καθώς και ως προς το σημείο του αυτοκινήτου της παραπονουμένης που χτυπήθηκε. Συγκεκριμένα, στην κατάθεση της η παραπονούμενη αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος χτυπούσε το αυτοκίνητο της από πίσω με το αυτοκίνητο του, ενώ για πρώτη φορά στη δια ζώσης μαρτυρία της (στη κυρίως εξέταση της) όταν της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 42 (φωτογραφίες που απεικονίζουν το αυτοκίνητο της) και συγκεκριμένα οι φωτογραφίες 3 και 4 που απεικονίζουν γδαρσίματα στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου, ανέφερε ότι αυτά προκλήθηκαν όταν την «πλεύριζε» ο κατηγορούμενος. Όταν δε ρωτήθηκε στην αντεξέταση από ποια πλευρά του αυτοκινήτου της την «πλεύριζε» ο κατηγορούμενος απάντησε όμως «προφανώς τζαι που τες θκιό». Το ίδιο ανέφερε και όταν της υποδείχθηκαν στην αντεξέταση οι φωτογραφίες 5 και 6 του ιδίου τεκμηρίου, στις οποίες απεικονίζονται ζημιές στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου, λέγοντας ότι αυτά προκλήθηκαν όταν «της την έδωκε πλευριστά» και τότε το αυτοκίνητο της «εφκήκε πάνω στο πεζοδρόμιο έκατσεν ίσια».

Δεν μας διαφεύγει ότι βασικά η παραπονούμενη υποστήριξε ότι στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου εντοπίστηκαν ίχνη μπογιάς από τη μπογιά του αυτοκινήτου της. Ως προς τούτο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πράγματι μέσα από τις φωτογραφίες Τεκμήρια 79 και 80 και στο Τεκμήριο 64 (φωτογραφίες 26, 27, 51 – 61) όπου απεικονίζεται το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, φαίνονται κόκκινα ίχνη στο αριστερό μπροστινό και πίσω μέρος του. Αναφορικά με τη μπογιά στο πίσω μέρος, υποδείχθηκε στην παραπονούμενη στην αντεξέταση της το Τεκμήριο 80 (στο οποίο απεικονίζεται το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου) και της υποβλήθηκε ότι επειδή υπάρχει κόκκινη μπογιά στον πίσω προφυλακτήρα του αυτοκινήτου (στο αριστερό μέρος ως φαίνεται στη φωτογραφία) είναι αδύνατο να χτύπησε ο κατηγορούμενος με το πίσω μέρος του αυτοκίνητου του το αυτοκίνητο της παραπονουμένης. Ως προς τούτο η παραπονούμενη απάντησε «Ναι φαίνονται ολοκάθαρα οι φωτογραφίες ότι στη μπροστινή πλευρά του αυτοκινήτου του ότι έχει χτύπημα που τον πισινό προφυλακτήρα μου που μου την έδωκε. Πως γίνεται να μεν με τούμπαρε τζαι να έσιει πάνω το αυτοκίνητο του βαφή δική μου που το αυτοκίνητο μου; Μα εν τζαι να… άτε γιατί εν τζαι…». Σε κανένα σημείο όμως η παραπονούμενη δεν είπε ότι ο κατηγορούμενος χτύπησε το αυτοκίνητο της με την πίσω πλευρά του αυτοκινήτου του. Σε κάθε περίπτωση να υπομνήσουμε ότι ως αναφέρθηκε ανωτέρω, η θέση της παραπονουμένης σε σχέση με τη μπογιά δεν έχει επιβεβαιωθεί εφόσον δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων σε σχέση με τα ξέσματα μπογιάς που λήφθηκαν από τα αυτοκίνητα της παραπονουμένης και του κατηγορουμένου. Θα πρέπει επίσης να υπομνήσουμε ότι η εκδοχή της ότι χτύπησε με το αυτοκίνητο της στην οδό Ειρήνης συνεπεία χτυπήματος που δέχθηκε από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος, δεν επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.14, ο οποίος ανέφερε ότι ο ίδιος μετέβηκε εκεί, προέβη σε έλεγχο και δεν εντόπισε οτιδήποτε σχετικό.

 

Ως εκ των άνω το γεγονός ότι το αυτοκίνητο της παραπονουμένης, ως φαίνεται και από τις φωτογραφίες των Τεκμηρίων 42 και 64 φέρει ζημιές σε διάφορα σημεία εξωτερικά, δεν είναι αρκετό ώστε να επιβεβαιώσει την εκδοχή της παραπονουμένης ότι αυτές ή μέρος τους προκλήθηκαν από τον κατηγορούμενο και μάλιστα με τον τρόπο που αυτή υποστήριξε.

 

Σε σχέση με τη θέση της παραπονουμένης αναφορικά με τα χτυπήματα που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο και τα τραύματα που της προκάλεσε, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Ήταν εμφανές κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης ότι η παραπονούμενη, παρουσίαζε εντονότερα συναισθήματα όταν αναφερόταν στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου για τα τραύματα που της προκάλεσε. Αυτό βασικά επιβεβαιώνεται και από το ότι, ως προκύπτει από τη μαρτυρία της Μ.Κ.8, κατά τις συναντήσεις τους, ο πυρήνας των περιγραφών της παραπονουμένης προς τη Μ.Κ.8 όσο αφορά το περιστατικό βίας εναντίον της, ήταν κυρίως η σωματική κακοποίηση, την οποία υπερθεμάτισε. Όταν το περιέγραφε στη Μ.Κ.8 ένιωθε παράπονο και απογοήτευση λόγω της ιδιαίτερης σχέσης που είχε με τον κατηγορούμενο. Πέραν τούτου, η παραπονούμενη, αμέσως μετά τα διαδραματισθέντα, στο πρώτο πρόσωπο με το οποίο συνομίλησε, ήτοι με τον πατέρα της, αυτό που ανέφερε δεν ήταν ότι ο κατηγορούμενος τη βίασε αλλά όταν πήγε σπίτι και ξύπνησε τον πατέρα της και εκείνος τη ρώτησε «ποιος σου το έκαμε» του είπε ότι ήταν ο κατηγορούμενος, αναφερόμενη προφανώς στα εμφανή τραύματα που έφερε τότε.

 

Εδώ να υπομνήσουμε ότι είναι παραδεκτό, ότι τα τραύματα που η παραπονούμενη παρουσίαζε και που εντόπισαν οι Μ.Κ.10 και Μ.Κ.9 την επόμενη μέρα, της τα προκάλεσε ο κατηγορούμενος. Εκείνο που αμφισβητείται από την Υπεράσπιση είναι ο τρόπος, ο χρόνος και ο τόπος που αυτά προκλήθηκαν. Μέσω των υποβολών και των ερωτήσεων που έγιναν στην παραπονούμενη, φαίνεται ότι η Υπεράσπιση υποστηρίζει ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε τα εν λόγω τραύματα με δύο μόνο χαστούκια στην περιοχή «Καρνάγιο» εντός του αυτοκινήτου του ενώ η παραπονούμενη ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος τη χτυπούσε στο αυτοκίνητο, στο πρόσωπο τόσο κατά τη διαδρομή από την καφετέρια προς το «Καρνάγιο» και αντίστροφα, όσο και στο «Καρνάγιο», στο πρόσωπο, στην κοιλιά και στα πλευρά, με τα χέρια και τα πόδια του.

 

Η παραπονούμενη ήταν δε κατηγορηματική ότι ο κατηγορούμενος δεν της προκάλεσε τα τραύματα με δύο μόνο χαστούκια. Είπε δε σχετικά στη κυρίως εξέταση της, όταν αναγνώρισε το πρόσωπο και τα τραύματα της στις φωτογραφίες 1, 2, και 3 τεκμηρίου 49 «Φαίνεται το πρόσωπο μου που με χτύπησε, το αιμάτωμα που μου είσιεν κάμει μες τα μάθκια, τα χείλη μου, εν ηξέρω γιατί είπεν μόνο θκιό πάτσους μου έδωκεν τζαι επιμένω σε τούτο τζαι εν να επιμένω σε τούτο». Η θέση της αυτή επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.9. Φυσικά εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση της ότι τα τραύματα αυτά προκλήθηκαν με κλωτσιές αλλά γίνεται δεκτό ότι προκλήθηκαν με τα χέρια, κάτι που άλλωστε παραδέχεται και ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του, με τη διαφοροποίηση ότι εκεί αναφέρει ότι της επέφερε μόνο δύο χαστούκια, κάτι που θα αξιολογηθεί κατωτέρω. Δεκτή δεν μπορεί να γίνει η θέση της παραπονουμένης ότι ο κατηγορούμενος τη χτυπούσε στην κοιλιά και στα πλευρά, διότι κατά την ιατροδικαστική εξέταση δεν εντοπίστηκε κάτι σχετικό που να την υποστηρίζει.

 

Όταν δε υποδείχθηκε στην παραπονούμενη η φωτογραφία 8 του Τεκμηρίου 49 και αναγνώρισε το τραύμα που παρουσίαζε στον λαιμό, είπε ότι ο κατηγορούμενος την άρπαξε από τον λαιμό, χωρίς να θυμάται σε ποια φάση. Το ότι δεν θυμάται σε ποια φάση έγινε αυτό, δεν κλονίζει την αξιοπιστία της ως προς τούτο, καθότι είναι παραδεκτά τα τραύματα της παραπονουμένης και ότι της τα προκάλεσε ο κατηγορούμενος. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά της, όταν της υποδείχθηκαν οι φωτογραφίες 12 και 13 του Τεκμηρίου 49, ότι φαίνεται «πρησμένο» δάχτυλο αλλά δεν θυμάται αν ο κατηγορούμενος «της το γύρισε, της το έσφιξε ή της το τσίλλησε». Επίσης το ίδιο ισχύει και για την αναφορά της, σε σχέση με την εκδορά πίσω από το αριστερό αυτί της (βλ. φωτογραφία 18 του Τεκμηρίου 49), ότι «νομίζει» πως ο κατηγορούμενος την έγδαρε. 

 

Ως εκ των άνω, αποδεχόμαστε μόνο ότι τα χτυπήματα που επέφερε στην παραπονούμενη ο κατηγορούμενος το επίδικο βράδυ και γενικά οι πράξεις του, με τις οποίες της προκάλεσε τότε τα τραύματα, που διαπιστώθηκαν από τους Μ.Κ.9 και Μ.Κ.10, έγιναν με τα χέρια και ότι τα χτυπήματα ήταν πέραν των δύο, χωρίς όμως να υπάρχει σαφής μαρτυρία ως προς τον ακριβή αριθμό αυτών. Άλλωστε, ούτε η ίδια η παραπονούμενη προσδιόρισε τον αριθμό των χτυπημάτων.

 

Σε σχέση με τη μαρτυρία που αφορά την κατηγορία 8, πρέπει να επισημάνουμε τα ακόλουθα:

Ως πιο πάνω αναφέρθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.8, η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί και έχει γίνει αποδεκτή, η παραπονούμενη της ανέφερε για τους φόβους που είχε μετά το επίδικο περιστατικό συνεπεία των όσων βίωσε τότε. Η παραπονούμενη, κατά τη δική της μαρτυρία δεν ανέφερε όμως οτιδήποτε και δη κατά πόσο η συμπεριφορά του κατηγορουμένου της προκάλεσε ή της άφησε οποιοδήποτε κατάλοιπο φόβου ή ψυχικού τραύματος. Το μόνο που ανέφερε στη δια ζώσης μαρτυρίας της για το πότε ένιωσε το αίσθημα του φόβου, είναι όταν ερωτήθηκε στη κυρίως εξέταση της για το πως ένιωσε τη στιγμή που ο κατηγορούμενος αποπειράθηκε να τη βιάσει πρωκτικά δηλαδή για γεγονός για το οποίο δεν δεχόμαστε τη μαρτυρία της. Το  ίδιο θα πρέπει να πούμε ότι ισχύει και για το ότι, όταν ρωτήθηκε στο τέλος της κυρίως εξέτασης της για το πως ένιωσε όταν τελείωσε το περιστατικό και πήγε στο σπίτι της και μετά που έδινε την κατάθεση της και τι ακριβώς σκεφτόταν, απάντησε «Βασικά εν εσκεφτόμουν, τζιείνην την ώρα εν επικοινωνούσα, προσπαθούσα να καταλάβω τι έγινε. Ήταν πολλά σοκαριστικό για εμένα, έφκαλεν μου τζαι παραπάνω… η βία του ήταν ψυχολογική παραπάνω, ήταν βίαιος με τα λόγια του όπως είπα τζαι πριν. Δεν περίμενα ποτέ να γίνει έτσι πράγμα γιατί εν είχαμε μόνο κακές στιγμές, είχαμε και καλές στιγμές τζαι έδειχνε ότι αγαπούσε το μωρό, ασχέτως εάν δεν το αναγνώρισε, έδειχνε κατά κάποιο τρόπο ενδιαφέρετουν αλλά εν που πριν που είχαμε προβλήματα, αλλά όταν άρχισε η χρήση τζιαμέ η σχέση μας καταστράφηκε τέλεια, τέλεια αλλά εγώ συνέχιζα να ήμουν τζιαμέ επειδή εν τζαι να πω ψέματα ασχέτως του τι έγινε αγάπησα τον τούτον τον άνθρωπο. Εν επερίμενα ποτέ να φτάσουμε δαμέ που είμαστε τωρά, ούτε να να μου κάμει έτσι μεγάλο κακό».    

 

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα σημαντικό μέρος της μαρτυρίας της παραπονουμένης, ιδίως κατά την αντεξέταση της, αναλώθηκε σε αναφορά γεγονότων από την πλευρά της και υποβολές θέσεων από την πλευρά της Υπεράσπισης, που δεν αφορούσαν τα επίδικα γεγονότα, αλλά σε άλλα γεγονότα που είχαν να κάνουν τόσο με το πρόσωπο του κατηγορουμένου, όσο και με αυτό της παραπονουμένης, με τις δύο πλευρές, να εκτοξεύουν τα βέλη τους για να δημιουργήσουν αρνητικές εντυπώσεις η μια για την άλλη. Συγκεκριμένα τέθηκαν διάφορα γεγονότα όπως:

 

·                Ότι ο κατηγορούμενος έκλεψε χρήματα από τη μητέρα του με σκοπό να κάνει ο ίδιος χρήση ναρκωτικών.

·                Για κλοπή χρημάτων εκ μέρους της παραπονουμένης από τη μητέρα του κατηγορουμένου και για κλοπή σταυρού του κατηγορουμένου από την παραπονούμενη.

·                Ότι η μητέρα του κατηγορουμένου τον έδιωξε από το σπίτι της.

·                Ότι προμηθεύονταν μαζί ναρκωτικά και έκαμναν μαζί χρήση.

·                Ότι ένα μήνα πριν τα επίδικα συμβάντα ο κατηγορούμενος της χτυπούσε τη πόρτα και του άνοιξε και της ζήτησε €200.

·                Ότι τη ξαναχτύπησε στο σπίτι του και της προκάλεσε τραύματα.

·                Ότι ο κατηγορούμενος της ζητούσε χρήματα που λάμβανε από την εργασία της για να πάρει τη δόση του.

·                Ότι ο κατηγορούμενος δεν αναγνώρισε το παιδί της.

·                Η ζήλια του κατηγορουμένου έναντι της παραπονουμένης.

·                Ότι ο κατηγορούμενος έκλεψε χρήματα από την εργασία του και ότι η παραπονούμενη έκλεψε χρήματα από διάφορους εργοδότες της,

·                Το ότι η παραπονούμενη έστειλε μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορουμένου μεταξύ 15ης Αυγούστου και 9ης Σεπτεμβρίου και ενώ ο κατηγορούμενος τελούσε υπό κράτηση για να του πει να βγάλει τη φωτογραφία που αναρτήθηκε στο Facebook που φαινόταν η κόρη της και ότι αυτή του έγραψε «για τα ναρκωτικά που ήταν η υπόθεση μου και επήρες μας καμπόσους τόπους» και «χαθήκαμε γιατί είχαμε εθιστεί σε τζείνο το πράμα τζαι εχάθηκε τζείνο που είχαμε για τα σκατοναρκωτικά να καταλήξουμε έτσι τζαι για μαλακίες που δεν έπρεπε να γίνουν καν τζαι φτάσαμε δαμέ που εφτάσαμε».

·                Ότι ο κατηγορούμενος και η μητέρα του έβαλαν άτομα να προσπαθήσουν να την πείσουν όπως αποσύρει το παράπονο της.

·                Ότι η παραπονούμενη έκλεψε το κινητό τηλέφωνο του Μ.Υ.2.  

 

Είναι δε αναντίλεκτο ότι τα πιο πάνω δεν σχετίζονται με τα επίδικα γεγονότα και με δεδομένο ότι τέθηκαν, για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί και δεν μας διαφωτίζουν περαιτέρω ως προς τα επίδικα γεγονότα, κρίνουμε ότι δεν χρήζουν αξιολόγησης και περαιτέρω σχολιασμού.

 

Τέλος δέον όπως λεχθεί ότι η παραπονούμενη δεν δέχθηκε κατά την αντεξέταση, υποβληθείσα θέση ότι σε τηλεφώνημα που είχε με τον Μ.Υ.2 του είπε ότι δεν της επέτρεπε το Γραφείο Ευημερίας να αποσύρει την υπόθεση διότι θα της έπαιρναν το παιδί και ανέφερε ότι δεν απειλήθηκε από οποιονδήποτε για κάτι τέτοιο. Καμία άλλη αποδεκτή μαρτυρία δεν προσήχθη που να αντικρούει αυτή της τη θέση.

 

Εδώ, για σκοπούς πληρότητας, δέον όπως λεχθεί ότι με δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μεταξύ άλλων, κατηγορίες βιασμού και απόπειρας βιασμού (κατηγορίες 1 και 2) με βάση τον Ποινικό Κώδικα, πρόκειται για υπόθεση, μέρος της οποίας αφορά σεξουαλικά αδικήματα. Το Δικαστήριο, σε τέτοια περίπτωση, δεν έχει νομοθετική υποχρέωση να αναζητήσει μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονουμένης, αλλά αυτό απαιτείται στη βάση του γνωστού κανόνα πρακτικής, ενώ τέτοια υποχρέωση υπάρχει όταν τα αδικήματα αυτά εδράζονται και στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος 119(Ι)/2000, όπως στην παρούσα (βλ. άρθρο 16 και A.G. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 119/20, ημερ. 14/04/2021). Από την άλλη ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021, ο οποίος περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, στην έκθεση αδικήματος των κατηγοριών 1, 2, 3 και 5, προβλέπει ότι όταν τα ως άνω αδικήματα διαπράττονται εναντίον γυναίκας αποτελούν αδικήματα «βίας κατά γυναίκας» και ότι για την απόδειξη τους δεν απαιτείται ούτε ως θέμα πρακτικής, η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και η σχετική αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 29).

 

Εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι, πέραν και ανεξάρτητα του ότι η Κατηγορούσα Αρχή, ως προκύπτει από το κατηγορητήριο, στήριξε τις επίδικες κατηγορίες σε διαφορετικές νομοθεσίες που ουσιαστικά προνοούν διαφορετικά για το θέμα της ανάγκης αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, το κατά πόσο απαιτείται ή όχι η αναζήτηση τέτοιας μαρτυρίας, δεν αίρει βέβαια την αυτονόητη υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξετάσει και να αξιολογήσει τη μαρτυρία ενός παραπονούμενου προσώπου ώστε να κρίνει κατά πόσο είναι αξιόπιστη και μπορεί να στηριχθεί σε αυτήν, όπως πράξαμε στην προκειμένη όπου δέον όπως λεχθεί ότι σε κάθε περίπτωση δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε ενισχυτική της παραπονουμένης μαρτυρία.

 

Ως προς το πιο πάνω να πούμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι, η μαρτυρία του Μ.Κ.6 σε σχέση με τα όσα του είπε η παραπονούμενη, αποτελεί άμεσο παράπονο, εν τη εννοία του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου. Αυτό καθότι, ως η θέση της κας Τιμοθέου, ο Μ.Κ.6 ήταν το πρώτο πρόσωπο που είδε η παραπονούμενη αμέσως μετά το επίδικο συμβάν και του γνωστοποίησε το τι έχει συμβεί. Ως προς τούτο επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Όσον αφορά το πρώτο παράπονο, στην Tarita v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 106, ημερ. 8/7/2016, λέχθηκε ότι στην Κύπρο, σε αντίθεση με το κοινοδίκαιο, όπως εφαρμόζεται στην Αγγλία, το ζήτημα διέπεται από το άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο ορίζει ότι το Δικαστήριο δύναται να δεχθεί, ως απόδειξη, τις λεπτομέρειες παραπόνου, δηλαδή ως απόδειξη των γεγονότων που εξιστορούνται μέσα από τη δήλωση του θύματος (βλ. και Sutton v. The King (No. 2) 14 C.L.R. 160 και Hji Louca v. The Republic (1961) C.L.R. 57). Αυτό μπορεί να γίνει μόνο, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για παράπονο ή δήλωση που γίνεται, λαμβανομένων υπόψην των συνθηκών, αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος και προς το πρώτο πρόσωπο ή πρόσωπα στο οποίο ή στα οποία η παραπονούμενη μίλησε μετά τη διάπραξη του αδικήματος ή στα πρόσωπα τα οποία το Δικαστήριο φρονεί ότι ήταν φυσικό να προβεί σε δήλωση ή παράπονο σχετικά με το αδίκημα (βλ. και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 618 και Trussler v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ 38).

 

Στην προκειμένη, με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, αλλά και του Μ.Κ.6, κρίνουμε ότι η μαρτυρία του τελευταίου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άμεσου παραπόνου. Αυτό καθότι, η παραπονούμενη, επιστρέφοντας στην οικία της μετά τα συμβάντα, δεν ανέφερε στον πατέρα της, που όντως ήταν το πρώτο πρόσωπο που συνάντησε, ότι τη βίασε ο κατηγορούμενος, ούτε οτιδήποτε που να σχετίζεται με αδίκημα σεξουαλικής φύσης. Αυτό που του ανέφερε είναι ότι την έδειρε ο κατηγορούμενος, που ως γεγονός δεν έχει αμφισβητηθεί. Η παραπονούμενη, για πρώτη φορά, με βάση τη μαρτυρία, η οποία έγινε αποδεκτή πιο πάνω, έκανε αναφορά για βιασμό της σε νοσοκόμο στο Νοσοκομείο Λεμεσού και όχι στον πατέρα της. Το πρόσωπο αυτό όμως δεν κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

 Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλα τα πιο πάνω και για τους λόγους που εξηγήσαμε, κρίνουμε ότι η μαρτυρία της παραπονουμένης, με εξαίρεση το μέρος που αφορά μόνο το ότι ήταν ο κατηγορούμενος που της επέφερε το επίδικο βράδυ, τα τραύματα που διαπίστωσαν αργότερα οι Μ.Κ.10 και Μ.Κ.9, και όχι μόνο με «δύο πάτσους», δεν είναι αξιόπιστη ώστε να μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτή για να καταλήξουμε σε ασφαλή ευρήματα και να εξάξουμε ορθά και αναμφίβολα συμπεράσματα ως προς το ποια ήταν και πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα κατά το επίδικο βράδυ.

 

Τέλος, ο κατηγορούμενος άσκησε κατά την ακροαματική διαδικασία το δικαίωμα της σιωπής. Ως προς τούτο δέον όπως λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι πρόκειται για αναφαίρετο δικαίωμα του και δεν είναι επιτρεπτό εκ της άσκησης του να εξαχθούν οποιαδήποτε ενοχοποιητικά συμπεράσματα (βλ. Charalambous a.ο. ν. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97, Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51 και Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250).

 

Σε σχέση δε με τις καταθέσεις του (Τεκμήρια 40Α-Β και 48Α-Β) δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Ως έχει νομολογηθεί, κάθε μέρος της κατάθεσης ενός κατηγορουμένου λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται και το όλο θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορουμένου και μικρότερη σημασία ή ακόμη και απόρριψη άλλων μερών της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190 και Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693).

Στην προκειμένη, στην πρώτη του κατάθεση (Τεκμήριο 40Α-Β), ο κατηγορούμενος, στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, μετά από συμβουλή της τότε δικηγόρου του, απαντούσε πως ό,τι έχει να πει θα το πει στο Δικαστήριο. Εξ αυτού ασφαλώς και δεν μπορούν να εξαχθούν οποιαδήποτε ενοχοποιητικά συμπεράσματα. Δεν τίθεται δε θέμα αξιολόγησης της κατάθεσης αυτής εφόσον σε αυτήν δεν παρατίθεται οποιαδήποτε εκδοχή ή θέσεις του κατηγορουμένου.

 

Σε σχέση με τη δεύτερη κατάθεση που έδωσε ο κατηγορούμενος (Τεκμήρια 48Α-Β), αυτή είναι μικτή (mixed statement) δηλαδή σε ένα μέρος περιέχει ομολογία και σε άλλο δικαιολογίες. Αναφορικά με τη βαρύτητα που δίδεται σε τέτοιες δηλώσεις όταν ο κατηγορούμενος δεν καταθέσει στο Δικαστήριο έχουμε υπόψη τις αρχές που θέτει η σχετική νομολογία (βλ. Duncan (1981) 73 Cr. App. R. 359 και Donaldson (1976) 64 Cr. App. R. 59).  

 

Στην κατάθεση του αυτή, ο κατηγορούμενος δίδει τη δική του εκδοχή σε σχέση με τα όσα η παραπονούμενη του αποδίδει. Συγκεκριμένα δέχεται ότι ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της, αλλά υποστηρίζει ότι αυτό έγινε με τη θέληση της. Τα όσα όμως ανέφερε σχετικά επί τούτου, συνιστούν δίχως άλλως αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις και ως τέτοιες δεν δύναται να τους δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα.

 

Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τα όσα ανέφερε για την εκδοχή της παραπονουμένης, ότι χτύπησε το αυτοκίνητο της με το δικό του αυτοκίνητο.

 

Η αναφορά του κατηγορουμένου στην κατάθεση του, ότι προηγήθηκε συνεννόηση τηλεφωνικώς με την παραπονούμενη για να βρεθούν το επίδικο βράδυ, γίνεται αποδεκτή καθότι υποστηρίζεται από τη μαρτυρία της Μ.Κ.8, σε σχέση με τα όσα της είπε για αυτό η παραπονούμενη.

 

Η παραδοχή του κατηγορουμένου στην κατάθεση του ότι χτύπησε την παραπονούμενη και ότι αυτή αιμορραγούσε γίνεται επίσης αποδεκτή εφόσον αυτό αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών και υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή. Γίνεται επίσης αποδεκτή η αναφορά του ότι βασικά χτύπησε την παραπονούμενη με τα χέρια, όχι όμως και το ότι της έδωσε μόνο «δύο πάτσους», καθότι αυτό είναι αντίθετο με τη μαρτυρία, η οποία έγινε αποδεκτή και δη αυτή του Μ.Κ.9 αλλά και της παραπονουμένης. Ο δε ισχυρισμός του ότι ο λόγος που χτύπησε την παραπονούμενη είναι διότι του τηλεφώνησε ένας φίλος του με συγκεκριμένο όνομα και του είπε ότι «εν μαζί του και άφησε το μωρό μόνο του» επίσης δεν γίνεται αποδεκτός. Αυτό καθότι ως πιο πάνω αναφέρθηκε, ο Μ.Κ.14 ερεύνησε τον εν λόγω ισχυρισμό και διαπίστωσε ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει το όνομα που ανέφερε ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του. Πέραν τούτου, η πλευρά της Υπεράσπισης, όταν αντεξέταζε την παραπονούμενη, δεν της υπέβαλε τη θέση αυτή, αλλά μια άλλη, διαφορετική θέση σε σχέση με τα λεγόμενα του εν λόγω προσώπου, τα οποία αξιολογήθηκαν πιο πάνω.

 

Αναφορικά δε με το σε ποιο χρόνο και χώρο ο κατηγορούμενος προκάλεσε στην παραπονούμενη τα προαναφερθέντα τραύματα δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Σχετικές είναι οι απαντήσεις που έδωσε ο κατηγορούμενος στις ερωτήσεις 4, 6 και 7, της κατάθεσης τους. Της παραθέτουμε αυτούσιες:

 

«Ερώτηση 4: Ενώ μετέφερες την [ ] με το αυτοκίνητο σου, την κτυπούσες με τα χέρια σου δίνοντας γροθιές και χαστούκια στο πρόσωπο της [ ] τι έχεις να πεις:

Απάντηση 4: Της έδωσα δύο πάτσους γιατί έπιασε με ο φίλος νομίζω Τάκης και είπε μου ότι εν μαζί του και άφησε το μωρό μόνο του».

 

«Ερώτηση 6: Να σου αναφέρω ότι από τα κτυπήματα σου η [ ] αιμορραγούσε και ίχνη από το αίμα της εντοπίστηκαν στην πόρτα του συνοδηγού μέσα τι έχεις να πεις;

  Απάντηση 6: Όταν την εκτύπησα έσκισα τα χείλη της και έτρεχε αίμα»

 

«Ερώτηση 7: Έχω μαρτυρία ότι κατά τη διαδρομή σας στο Καρνάγιο, έβριζες την [ ] με τις λέξεις σκατοπουτάνα, καθυστερημένη, μαλακισμένη, δωσ’ μου λεφτά απειλώντας την, τι έχεις να πεις;

  Απάντηση 7: Επειδή πολλά νευριασμένος έβριζα την μόνο».

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, όταν μια ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Η αξία της ομολογίας είναι θέμα πραγματικό και συναρτάται με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Είναι δε επίσης σημαντικό, πέραν του ότι η ομολογία θα πρέπει να είναι εκούσια, να είναι και σαφής δηλαδή να έχει σαφές περιεχόμενο (βλ. ΑΚ ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 326, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 191/16, ημερ. 06/11/2018 και F.L.H. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 4/20, ημερ. 31/01/2022). 

 

Στην προκειμένη, από τις πιο πάνω ερωταπαντήσεις, εκείνο που προκύπτει αναμφίβολα είναι ότι ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι χτύπησε την παραπονούμενη και της προκάλεσε τραύματα. Το ερώτημα είναι κατά πόσο παραδέχεται ότι αυτό έγινε κατά τη διαδρομή τους προς το «Καρνάγιο»; Η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί, κατά την κρίση μας, παρά να είναι αρνητική. Αυτό προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο της ερώτησης 4 αλλά και από την απάντηση του κατηγορουμένου σε αυτή, σε συνδυασμό με την απάντηση του στην ερώτηση 7. Συγκεκριμένα η ερώτηση 4 θέτει μεν ως χρόνο «Ενώ μετέφερες την [ ] με το αυτοκίνητο σου» αλλά δεν καθορίζει σε ποιο χρόνο, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν μετέφερε μόνο την παραπονούμενη «στο Καρνάγιο» αλλά στη συνέχεια τη «μετέφερε» από εκεί πίσω στον χώρο όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο της. Όταν δε του τέθηκε η ερώτηση 7, η οποία αναφέρεται ρητά «κατά τη διαδρομή σας στο Καρνάγιο» ο κατηγορούμενος δεν αναφέρει ότι χτύπησε τότε την παραπονούμενη αλλά ότι την έβριζε μόνο. Το ότι η ερώτηση 3 ήταν «Στις 15/5/23 και περί ώρα 0030, σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία, πήρες την [ ] με βία από τα χέρια και την έβαλες στο αυτοκίνητο σου με αριθμούς [ ] τι έχεις να πεις;» δεν μεταβάλλει τα πιο πάνω εφόσον ως αναφέρεται αυτή έγινε με βάση «γραπτή μαρτυρία» και όχι με βάση προηγούμενη απάντηση του κατηγορουμένου, ώστε η απάντηση του στην ερώτηση 4 να μπορεί να οδηγήσει σε δίχως αμφιβολία συμπέρασμα ότι αναφερόταν στη διαδρομή προς το «Καρνάγιο». Ως δε έχει προαναφερθεί, η παραδοχή δεν πρέπει να είναι μόνο εκούσια αλλά πρέπει να έχει σαφές περιεχόμενο και να οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα.

 

Ως εκ των άνω δεν μπορούμε να δεχτούμε ως ομολογία - παραδοχή του κατηγορουμένου, ότι χτύπησε την παραπονούμενη και της επέφερε τα ως άνω τραύματα κατά τη διαδρομή προς το «Καρνάγιο» αλλά μόνο ότι τότε την έβριζε γιατί ήταν νευριασμένος.

 

Πριν την κατάληξη μας θα εξετάσουμε τη θέση του συνηγόρου Υπεράσπισης, ως αυτή τέθηκε στην τελική του αγόρευση, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος να τύχει δίκαιης δίκης, συνεπεία παραλείψεων των ανακριτικών αρχών στο να διερευνήσουν σημαντικές, ως εισηγήθηκε, πτυχές της υπόθεσης. Αυτές οι παραλείψεις ήταν οι ακόλουθες:

 

1.         Να λάβουν κατάθεση από το άτομο που, σύμφωνα με τα όσα είπε ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του, τηλεφώνησε το επίδικο βράδυ στον κατηγορούμενο, τη στιγμή που ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη ήρθαν σε σεξουαλική επαφή.

2.         Να προχωρήσουν με λήψη και άλλων/ή περαιτέρω εξετάσεων σε σχέση με το πρόσωπο αυτό, ήτοι αναγνωριστική παράταξη ίσως και άλλες εξετάσεις που θα έριχναν φως στα γεγονότα που συνθέτουν την υπό εξέταση υπόθεση.

3.         Να ζητήσουν άρση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του τηλεφώνου του εν λόγω προσώπου, της παραπονουμένης και του κατηγορουμένου (υποβλήθηκε στην παραπονούμενη, ότι την επίδικη βραδιά, μετά που ο κατηγορούμενος την άφησε στον χώρο στάθμευσης καφετέριας στην οδό Ανεξαρτησίας, η παραπονούμενη και το άλλο άτομο τηλεφώνησαν στον κατηγορούμενο).

4.         Να πάρουν επιχρίσματα και δαχτυλικά/παλαμικά αποτυπώματα από το αυτοκίνητο της παραπονουμένης.

5.         Να γίνει έλεγχος του παραθύρου του οδηγού του αυτοκινήτου της παραπονουμένης, κατά πόσο ήταν χαλασμένο και κατά πόσο αυτό άνοιγε με κίνηση προς τα κάτω.

6.         Να γίνουν εξετάσεις αναφορικά με τα κλειδιά του αυτοκινήτου που οδηγούσε η παραπονούμενη, του τηλεφώνου και της τσάντας της.

 

Ως λέχθηκε στην Νικολάου v. Δημοκρατίας (2014) 2Α Α.Α.Δ 376, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων (βλ. Panovits v. Cyprus, App. No. 4268/04, ημερ. 11/13/2008). Στην κατάλληλη περίπτωση σοβαρές παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορουμένου (βλ. Κάππελος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 241). Όμως, για να οδηγηθούν τα πράγματα σε τέτοια εξέλιξη, οι παραλείψεις πρέπει να θέτουν τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Sofri a.ο. vItaly [2004] Crim.L.R. 846). Το βάρος απόδειξης, ότι όντως ο κατηγορούμενος έχει τεθεί σε μειονεκτική θέση, το φέρει η Υπεράσπιση και αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Monat vDPP [2001] 2 CrApp.R.23). Η τελική αξιολόγηση των όποιων παραλείψεων των Ανακριτικών Αρχών επαφίεται στο Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων (βλ. Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 327/18, ημερ. 29/09/2020).

 

Το θέμα των παραλείψεων των ανακριτικών αρχών εξετάζεται λοιπόν όχι γενικά και αφηρημένα αλλά στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε υπόθεσης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές, προχωρούμε στην εξέταση των ζητημάτων που η πλευρά της Υπεράσπισης έθεσε, υπό το πρίσμα πάντα των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης.

 

Τα πρώτα τρία ζητήματα που εγείρει η Υπεράσπιση είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και ως εκ τούτου θα συνεξεταστούν. Ως έχει λεχθεί ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.14, η οποία έχει γίνει αποδεκτή, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ως τον έθεσε στην κατάθεση του, ότι δηλαδή έλαβε τηλεφώνημα από το εν λόγω πρόσωπο, έχει διερευνηθεί και διαπιστώθηκε ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει το όνομα που ανέφερε ο κατηγορούμενος αλλά άλλο όνομα και ότι το εν λόγω πρόσωπο του ανέφερε ότι δεν γνωρίζει την παραπονούμενη. Θα πρέπει δε να υπομνήσουμε ότι, ως αξιολογήθηκε πιο πάνω κατά την εξέταση της κατάθεσης του κατηγορουμένου, αυτός αναφέρθηκε σε διαφορετικό περιεχόμενο της μεταξύ τους συνομιλίας σε σχέση με αυτό που προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία η Υπεράσπιση. Σε κάθε περίπτωση κρίνουμε ότι οι εν λόγω παραλείψεις δεν έχουν θέσει σε μειονεκτική θέση ούτε και έχουν επηρεάσει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, εφόσον η εκδοχή της παραπονουμένης στο μεγαλύτερο της μέρος δεν έγινε αποδεκτή.

 

Τα υπόλοιπα τρία ζητήματα είναι επίσης αλληλένδετα μεταξύ τους διότι σχετίζονται με τα όσα ανέφερε η παραπονούμενη ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες εξήλθε του οχήματος της στην περιοχή της καφετέριας στην οδό Ανεξαρτησίας και εισήλθε στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου και τις ενέργειες του κατηγορουμένου στο μέρος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πράγματι δεν εξετάστηκε το όχημα της παραπονουμένης στο σημείο που η Υπεράσπιση έθεσε. Ούτε έγιναν επιστημονικές εξετάσεις στο κινητό τηλέφωνο της παραπονουμένης, στα κλειδιά και στη τσάντα της. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αυτές οι παραλείψεις έθεσαν σε μειονεκτική θέση τον κατηγορούμενο. Ως έχει αξιολογηθεί πιο πάνω κατά την εξέταση της μαρτυρίας των Μ.Κ.1, 13 και 14, δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε σκόπιμη παράλειψη των ανακριτικών αρχών στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης με σκοπό να πλήξει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Θα πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι η πλευρά της Υπεράσπισης δεν κατέδειξε κάτι τέτοιο, καθότι στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, προέβαλε τις θέσεις της και αντεξέτασε σχετικά τους μάρτυρες κατηγορίας με επάρκεια. Σε κάθε περίπτωση, η εκδοχή της παραπονουμένης, με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας της, δεν έχει γίνει αποδεκτή ούτε σε σχέση με τις θέσεις ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες εξήλθε του οχήματος της και εισήλθε στο όχημα του κατηγορουμένου, τα όσα ο κατηγορούμενος έκανε στον εν λόγω χώρο, ούτε έγινε αποδεκτή η θέση της ότι ο κατηγορούμενος πήρε τα κλειδιά, το κινητό τηλέφωνο της παραπονουμένης και το χρηματικό ποσό των €30 από την τσάντα της.

 

Ως εκ των άνω η εισήγηση της Υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν έτυχε δίκαιης δίκης δεν γίνεται αποδεκτή.

 

ΝΟΜΙΚΗ  ΠΤΥΧΗ

 

Οι κατηγορίες 1 και 2 εδράζονται αντίστοιχα, στα άρθρα 144 και 146 του Ποινικού Κώδικα, στα άρθρα 2, 3(1)(4) και 5 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 καθώς και στο άρθρο 5(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου 115(Ι)/2021.

 

Στο σημείο αυτό δέον όπως λεχθεί ότι όσον αφορά τον Νόμο 119(Ι)/2000, στις λεπτομέρειες αδικήματος των εν λόγω κατηγοριών καμία αναφορά γίνεται, η οποία να καταδεικνύει τέτοια σχέση της παραπονουμένης με τον κατηγορούμενο ώστε να θεωρούνται μέλη της ίδιας οικογένειας και συναφώς να εμπίπτουν στον εν λόγω Νόμο. Ούτε από τη μαρτυρία προέκυψε κάτι τέτοιο εφόσον κανένας δεν υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη συζούσαν έστω σαν αντρόγυνο. Καμία δε σχετική αναφορά δεν έγινε στις αγορεύσεις των δύο πλευρών. Ως εκ των άνω κρίνουμε ότι δεν τίθεται θέμα εξέτασης του κατά πόσο στοιχειοθετούνται τα εν λόγω αδικήματα με βάση το Νόμο 119(Ι)/2000.  

 

Αναφορικά δε με το Νόμο 115(Ι)/2021, ο οποίος περιλαμβάνεται όχι μόνο στην έκθεση αδικήματος των κατηγοριών 1 και 2 αλλά και σε αυτήν των κατηγοριών 3 και 5 (συγκεκριμένα το άρθρο 5(α) και ο Πίνακας, άρθρα 14, 20, 11 και 34 αντίστοιχα), πρέπει να λεχθεί ότι από το λεκτικό του άρθρου 5 στο σύνολο του, προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη δεν δημιουργεί οποιαδήποτε νέα αδικήματα αλλά χαρακτηρίζει τα εκεί αναφερόμενα (τα οποία προβλέπονται από τον ίδιο Νόμο, τον Ποινικό Κώδικα και από άλλες νομοθεσίες), ως αδικήματα «βίας κατά γυναίκας» ώστε να τα εντάξει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου (βλ. άρθρο 3 αυτού), προς ευόδωση των σκοπών αυτού, που είναι, μεταξύ άλλων η προστασία της γυναίκας και η προώθηση των δικαιωµάτων αυτής ως θύματος τέτοιων αδικημάτων. Συνεπώς η εν λόγω διάταξη του Νόμου δεν δημιουργεί αυτοτελή αδικήματα και άρα δεν τίθεται θέμα εξέτασης του κατά πόσο έχουν αποδειχθεί στην παρούσα, τέτοια αυτοτελή αδικήματα.

 

Αφού έχουμε αναφέρει τα πιο πάνω θα παραθέσουμε στη συνέχεια τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων.

 

H κατηγορία 1 εδράζεται στο άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα (ως έχει τροποποιηθεί στις 13/11/2020 με το Νόμο 150(Ι)/2020), από το λεκτικό του οποίου προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του βιασμού είναι:

 

1.         Ο κατηγορούμενος να έλθει σε παράνομη συνουσία, διά κολπικής, πρωκτικής ή στοµατικής διείσδυσης του πέους στο σώµα άλλου προσώπου,

2.         Αυτό να γίνει χωρίς την συναίνεση του άλλου προσώπου ή με την συναίνεση του, η όποια να δόθηκε υπό το κράτος βίας ή απειλής ή φόβου.

 

Ως συνάγεται από την Ν.Χ. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 503, προς στοιχειοθέτηση του αδικήματος θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η συγκατάθεση ή η συναίνεση του θύματος δεν είχε δοθεί και ότι η σεξουαλική πράξη έλαβε χώρα στην απουσία τέτοιας συγκατάθεσης. Ως έχει λεχθεί στην Βejandi v. Δημοκρατίας (2014) 2Β Α.Α.Δ. 935, δεν απαιτείται από την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος, η απόδειξη της οποίας απαιτείται µόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση». Ούτε απαιτείται όπως το θύμα επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούµενο την έλλειψη της συναίνεσης του, όµως η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να παρουσιάσει µαρτυρία, ανάλογα µε τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης.

 

Ως προς το νοητικό στοιχείο (mens rea), θα πρέπει να αποδειχθεί πρόθεση του κατηγορουμένου για σεξουαλική επαφή, με γνώση ότι το θύμα δεν συγκατατίθεται ή με αδιαφορία για την ύπαρξη ή όχι συγκατάθεσης εκ μέρους της (βλ. Ν.Χ. ανωτέρω).

 

Η κατηγορία 2 εδράζεται στο άρθρο 146 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει ότι όποιος αποπειράται βιασµό, είναι ένοχος κακουργήµατος και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.

 

Το τι συνιστά απόπειρα προβλέπεται από το άρθρο 366 του Ποινικού Κώδικα, με βάση το λεκτικό του οποίου απαιτείται να αποδειχθεί ότι:

 

1.        Ο κατηγορούμενος, με πρόθεση να διαπράξει ποινικό αδίκημα (στην προκειμένη αυτό του άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα), 

2.         Αρχίζει να θέτει την πρόθεση του σε εφαρμογή,

3.         Πράττει αυτό με μέσα πρόσφορα για την πραγμάτωση της πρόθεσης του και

4.         Φανερώνει τέτοια πρόθεση με κάποια έκδηλη πράξη,

5.         Χωρίς όμως να πραγματώνει την πρόθεση του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα.

 

Είναι αδιάφορο το κατά πόσο ο κατηγορούμενος διενήργησε οτιδήποτε το οποίο ήταν αναγκαίο εκ μέρους του για συμπλήρωση της διάπραξης του ποινικού αδικήματος ή κατά πόσο η πλήρης πραγμάτωση της πρόθεσης του αποτράπηκε λόγω περιστατικών ανεξάρτητων από τη βούληση του ή κατά πόσο υπαναχώρησε εκούσια από την περαιτέρω επιδίωξη της πρόθεσης του ή ότι λόγω περιστατικών που δεν του είναι γνωστά, η πραγμάτωση του ποινικού αδικήματος ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη. Απλή πρόθεση διάπραξης ενός αδικήματος δεν συνιστά απόπειρα. Απαιτείται η απόδειξη κάποιας πράξης, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με το αδίκημα (βλ. Russell on Crime, 10th edition, σελ. 1788).

 

Η κατηγορία 3 εδράζεται στο άρθρο 148 του Ποινικού Κώδικα, από το λεκτικό του οποίου προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της απαγωγής πρέπει να αποδειχθεί ότι:

 

1.         Ο κατηγορούμενος, απαγάγει ή κατακρατεί γυναίκα, χωρίς τη θέλησή της,

2.         Πράττει δε αυτό με σκοπό, είτε αυτός είτε κάποιο άλλο πρόσωπο να έλθει σε γάμο ή σε συνουσία με την εν λόγω γυναίκα.

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 247 του Ποινικού Κώδικα, όπου δίδεται ο ορισμός της, απαγωγή στοιχειοθετείται όταν ο κατηγορούμενος, με βία εξαναγκάζει ή µε οποιαδήποτε απατηλά µέσα παρακινεί, άλλο πρόσωπο να φύγει από κάποιο τόπο. Ακόμη και στην περίπτωση που η γυναίκα μπει στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου με τη θέληση της, από τη στιγμή που στη συνέχεια αντιδρά και επιθυμεί να κατεβεί ή δηλώνει ότι επιθυμεί να τη μεταφέρει στην οικία της και ο κατηγορούμενος δεν το πράττει αλλά τη μεταφέρει σε μέρος που εκείνος επιθυμεί και έρχεται σε συνουσία ή επιχειρεί να έλθει σε τέτοια, χωρίς την θέληση της γυναίκας, στοιχειοθετείται το αδίκημα της απαγωγής του άρθρου 148 (βλ. Λοίζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας  (2009) 2 Α.Α.Δ 469, Βιολάρης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 520 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 80/2017, ημερ. 17/09/2019).

 

Η κατηγορία 4 εδράζεται στο άρθρο 290 του Ποινικού Κώδικα, από το λεκτικό του οποίου προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της απαίτησης περιουσίας με απειλές πρέπει να αποδειχθεί ότι:

1.         Ο κατηγορούμενος να απαιτεί από άλλον πολύτιμο πράγμα με σκοπό την κλοπή του.

2.         Αυτό να γίνεται με τη χρήση απειλών και βίας.

 

Η κατηγορία 5 εδράζεται στο άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα, από το λεκτικό του οποίου προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη πρέπει να αποδειχθεί ότι:

 

1.         Ο κατηγορούμενος επιτέθηκε σε άλλο πρόσωπο

2.         Από την επίθεση να έχει προκληθεί στο άλλο πρόσωπο πραγματική σωματική βλάβη.

 

Η επίθεση μπορεί να λάβει δύο μορφές. Η πρώτη υφίσταται όταν, με οποιαδήποτε πράξη ασκείται πραγματική σωματική βία σε άλλο πρόσωπο (κατά το Κοινοδίκαιο πρόκειται για τη μορφή γνωστή ως «battery») ενώ η δεύτερη όταν οποιαδήποτε πράξη γίνεται με πρόθεση ή με απερισκεψία (recklessly), να προκαλέσει και που προκαλεί σε άλλο πρόσωπο τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (κατά το Κοινοδίκαιο πρόκειται για τη μορφή γνωστή ως «assault») (βλ. και R. v. Venna (1975) 3 All ER 788). Ο όρος χρησιμοποιείται λοιπόν με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας σε άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του.

 

Πραγματική σωματική βλάβη περιλαμβάνει οποιοδήποτε τραύμα εξωτερικό ή εσωτερικό (περιλαμβανομένης και υστερικής νευρικής κατάστασης) που επέρχεται ως αποτέλεσμα της επίθεσης. Στο σύγγραμμα Archbold 41η έκδοση, παρ. 20–116 αναφέρεται ότι πραγματική σωματική βλάβη σημαίνει κάποια πραγματική σωματική κάκωση. Δεν είναι αναγκαίο να είναι κάκωση μόνιμου χαρακτήρα, ούτε είναι αναγκαίο να είναι αυτό που θεωρείται οδυνηρή (grievous) σωματική βλάβη. Ακόμη και μια επιπόλαιη εκδορά στο πρόσωπο και κοκκίνισμα αποτελεί πραγματική σωματική βλάβη (βλ. Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56.

 

 

Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο της επίθεσης (mens rea), στην Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574, λέχθηκε ότι ο νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο με πρόθεση χρήσης βίας. Απαγορεύει την χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα παρανόμως (unlawfully). Με αυτή την έννοια, η διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία (βλ. R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964).

 

Η κατηγορία 7 εδράζεται στο άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, από το λεκτικό του οποίου προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, πρέπει να αποδειχθεί ότι:

 

Το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία προβλέπεται από το άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα. Από το λεκτικό του άρθρου αυτού συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι:

 

1.         Η καταστροφή ή πρόκληση ζημιάς σε περιουσία, η οποία να είναι

2.         Εσκεμμένη και

3.         Παράνομη.

 

Αναφορικά με την έννοια της ζημιάς, αυτή δεν περιορίζεται σε ζημιά μόνιμης φύσης (βλ. το σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2003 σελ. 431). Το ύψος δε της ζημιάς και η ιδιοκτησία δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία του αδικήματος (βλ. Θωμά ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ 255).

 

Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο του εν λόγω αδικήματος, στην Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 168 αναφέρθηκε ότι δεν απαιτείται η απόδειξη της ύπαρξης ειδικής πρόθεσης (specific intent). Η απόδειξή του συναρτάται με τη θεληματική και παράνομη πρόκληση ζημιάς. Το αδίκημα διαπράττεται λοιπόν είτε όταν ο κατηγορούμενος ενεργεί με επίγνωση του τι κάνει, δηλαδή όταν έχει την πρόθεση να επιφέρει τη ζημιά είτε όταν η πράξη του γίνεται με απερισκεψία - αδιαφορία ως προς τις συνέπειες της και η ζημιά είναι η φυσική της συνέπεια.

 

Η κατηγορία 8 εδράζεται στο άρθρο 6 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας Κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου 115(Ι)/2021. Από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης, η οποία (σε αντίθεση με αυτά των λοιπών κατηγοριών για τα οποία έγινε λόγος ανωτέρω) δημιουργεί αυτοτελές αδίκημα, προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα αυτό πρέπει να αποδειχθεί ότι:

 

1.         Ο κατηγορούμενος, συμπεριφέρθηκε σε γυναίκα με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές και

2.         Η ως άνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου, έπληξε σοβαρά τη ψυχολογική ακεραιότητα της γυναίκας ή της προκάλεσε πραγματικό φόβο.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Με βάση τη μαρτυρία, η οποία έχει γίνει αποδεκτή και τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, καταλήγουμε στα ακόλουθα:

 

Ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη γνωρίζονται από το 2018 και διατηρούσαν ερωτικές σχέσεις. Στις 15/05/2023 και περί ώρα 00:30, κατόπιν προσυνεννόησης, ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη μετέβηκαν, ο καθένας με το δικό του αυτοκίνητο, στον χώρο στάθμευσης πλησίον καφετέριας στην οδό Ανεξαρτησίας στη Λεμεσό. Στη συνέχεια, μετέβηκαν στην περιοχή «Καρνάγιο», με το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου. Κατά τη διαδρομή τους προς τα εκεί, ο κατηγορούμενος ήταν πολύ νευριασμένος και έβριζε την παραπονούμενη. Εκεί στο «Καρνάγιο» ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη ήρθαν σε σεξουαλική επαφή. Μετά από αυτό επέστρεψαν στο σημείο όπου στάθμευσε το αυτοκίνητο της η παραπονούμενη.

 

Γύρω στις 04:00 - 05:00 της 15/05/2023, όταν η παραπονούμενη επέστρεψε στην οικία της, ο Μ.Κ.6 ο οποίος βρισκόταν εκεί, άκουσε την πόρτα της οικίας να ανοίγει, την παραπονούμενη να φωνάζει και του είπε «Παπά σηκώστου γλήορα να πάμε Αστυνομία». Ο Μ.Κ.6 σηκώστηκε και είδε την παραπονούμενη ματωμένη στο πρόσωπο, με πρησμένα τα μάτια και τα χείλη της, να κλαίει και να του λέει «Παπά έδερε ο [ ]», δηλαδή ο κατηγορούμενος. Ο Μ.Κ.6 ρώτησε την παραπονούμενη τι έγινε για να του πει λεπτομέρειες αλλά ξεκίνησαν και πήγαν στην Αστυνομία. Η παραπονούμενη ήταν πολύ αναστατωμένη και έκλαιγε συνεχώς.

 

Αποτελεί καλά εδραιωμένη αρχή, η οποία αποτελεί απόρροια και του συνταγματικά κατοχυρωμένου τεκμηρίου της αθωότητας, ότι το βάρος απόδειξης έκαστης ποινικής κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής. Απόσειση αυτού προϋποθέτει την παρουσίαση αξιόπιστης και επαρκούς μαρτυρίας, η οποία να οδηγεί το Δικαστήριο στο μόνο και αναμφίβολο συμπέρασμα ότι όχι μόνο διαπράχθηκαν τα επίδικα αδικήματα αλλά και ότι διαπράχθηκαν από τον κατηγορούμενο.

 

Στην προκειμένη, προς απόδειξη όλων των αδικημάτων η Κατηγορούσα Αρχή στήριξε την υπόθεση της, κατά βάση, στη μαρτυρία της παραπονουμένης. Το Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας αυτής, ως εξηγήθηκε ανωτέρω, έκρινε ότι, με εξαίρεση ένα μέρος της, δεν μπορεί να στηριχθεί στη λοιπή αυτή μαρτυρία για να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα και να εξάξει ορθά συμπεράσματα επί του συνόλου των όσων έλαβαν χώραν κατά το επίδικο βράδυ.

 

Δεν μας διαφεύγει ότι έχουμε καταλήξει σε εύρημα ότι ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη, στην περιοχή «Καρνάγιο», ήλθαν σε σεξουαλική επαφή. Δεν μας διαφεύγει ούτε ότι τα όσα ανέφερε σχετικά στην κατάθεση του ο κατηγορούμενος δεν έγιναν δεκτά. Όμως να υπομνήσουμε ότι το βάρος απόδειξης ότι δεν υπήρξε συγκατάθεση της παραπονουμένης για τη σεξουαλική αυτή επαφή, ασφαλώς και δεν βρισκόταν στους ώμους του κατηγορουμένου. Με την μη αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονουμένης, κρίνεται δε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει το εν λόγω συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

 

Εδώ να λεχθεί ότι η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε, στην τελική της αγόρευση, ότι παρόλο που το δικαίωμα της σιωπής είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κατηγορουμένου, εντούτοις στην παρούσα με βάση το ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε να μη δώσει ένορκη μαρτυρία και να δώσει εξήγηση ως προς τον εντοπισμό του αποτυπώματος της παραπονουμένης στο καπό του οχήματος του και στην ανεύρεση του γενετικού του υλικού στα ρούχα της παραπονουμένης, ενώ ο ίδιος αρνήθηκε ότι τα έχει ακουμπήσει, μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ενοχής του. Η θέση αυτή ασφαλώς και δεν μας βρίσκει σύμφωνους εφόσον, το βάρος απόδειξης, επαναλαμβάνουμε, βρισκόταν στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, το οποίο για τους λόγους που εξηγήσαμε δεν απέσεισε, περιλαμβανομένου του πως βρέθηκε εκεί το εν λόγω αποτύπωμα. Δεν μας διαφεύγει δε ότι πράγματι εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό του κατηγορουμένου στο εσώρουχο και στο φούτερ της παραπονουμένης (Τεκμήρια 4 και 6 αντίστοιχα). Αυτό όμως από μόνο του δεν δύναται να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε και η έλλειψη συγκατάθεσης της παραπονουμένης στην, κοινώς αποδεκτή, σεξουαλική επαφή της με τον κατηγορούμενο.

 

Περαιτέρω, η προαναφερόμενη μη αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονουμένης, οδηγεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει και τα αδικήματα της απόπειρας βιασμού (κατηγορία 2), της απαγωγής (κατηγορία 3), της απαίτησης περιουσίας με απειλές (κατηγορία 4) και της κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία (κατηγορία 7).

 

Ως προς το αδίκημα της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης (κατηγορία 5), με βάση τη μαρτυρία που έγινε δεκτή και τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, καταλήγουμε στα ακόλουθα:

 

Το επίδικο βράδυ, ο κατηγορούμενος προκάλεσε στην παραπονούμενη τα ακόλουθα τραύματα:

 

Οίδημα και εκχύμωση στη δεξιά περιοφθαλμική περιοχή και αιμάτωμα εντός του αριστερού οφθαλμού, οίδημα και εκχύμωση χειλέων και πολλαπλά θλαστικά τραύματα και εκχυμώσεις στην εσωτερική περιοχή (βλεννογόνο) του άνω και κάτω χείλους, πρόσφατες μικροεκδορές στη ρινική χώρα, εκδορά στην οπίσθια επιφάνεια του πτερυγίου του αριστερού ωτίου (αυτιού) μήκους 10,4 εκατοστών, εκδορά εκ τριβής στην αριστερή τραχηλική χώρα (λαιμός) μήκους 1,2 εκατοστών, οίδημα και εκχύμωση του παράμεσου δακτύλου της δεξιάς χειρός και γραμμοειδή εκδορά στην 3η φάλαγγα, οίδημα και εκχύμωση στη ράχη της αριστερής χειρός και μικροεκδορές στα άνω άκρα άμφω.

 

Τα πιο πάνω τραύματα διαπιστώθηκαν αργότερα, την ίδια ημέρα δηλαδή στις 15/05/2023 η ώρα 05:30, όταν εξετάσθηκε, από τον Μ.Κ.10 στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού καθώς και αργότερα την ίδια ημέρα όταν εξετάσθηκε από τον ιατροδικαστή Μ.Κ.9 στο Μακάρειο Νοσοκομείο.

 

Τα ως άνω τραύματα συνιστούν αναμφίβολα πραγματική σωματική βλάβη.

 

Ως δε επίσης έχουμε κάνει δεκτό, τα χτυπήματα που επέφερε στην παραπονούμενη ο κατηγορούμενος, το επίδικο βράδυ και γενικά οι πράξεις του, με τις οποίες της προκάλεσε τότε τα ως άνω τραύματα, έγιναν με τα χέρια του και ότι τα χτυπήματα ήταν πέραν των δύο, χωρίς όμως να υπάρχει σαφής μαρτυρία ως προς τον ακριβή αριθμό αυτών.

 

Ως προς τον χρόνο και τον χώρο που έγινε αυτό, κρίνουμε ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα τα οποία έχουμε δεχθεί, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία που αφορά τον εντοπισμό γενετικού υλικού, περιλαμβανομένου τέτοιου που προέρχεται από αίμα, σε τεκμήρια και στα ρούχα της παραπονουμένης. Συγκεκριμένα, σε πλαστικό πατάκι ποτηριού, το οποίο βρέθηκε στο δεξιό πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου (Τεκμήριο 31) και σε επίχρισμα που λήφθηκε από το πάνω μέρος του αριστερού πισινού φτερού, δίπλα από το γυαλί της αριστερής πισινής πόρτας του ίδιου αυτοκινήτου (Τεκμήριο 25), εντοπίστηκε αίμα της παραπονουμένης ενώ αίμα εντοπίσθηκε και στη φανέλα που αυτή φορούσε κάτω από το φούτερ-πουλόβερ της. Εδώ να υπομνήσουμε και το ότι από τη μαρτυρία που αφορά γενετικό υλικό προκύπτει «έντονη» η παρουσία της παραπονουμένης στο πίσω εσωτερικό μέρος του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου ενώ η τελευταία υποστήριξε ότι κατά τη διαδρομή προς το «Καρνάγιο» καθόταν στη θέση του συνοδηγού, κάτι που δεν έχει αμφισβητηθεί. Ο εντοπισμός δε αίματος στη φανέλα της παραπονουμένης, με δεδομένο ότι τη φορούσε κάτω από το φούτερ-πουλόβερ, δεν μπορεί με βάση την κοινή λογική και τα γεγονότα στα οποία έχουμε καταλήξει, παρά να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το αίμα τέθηκε εκεί ενώ αυτή ήδη αιμορραγούσε, σε κάποια στιγμή που το φούτερ-πουλόβερ είχε αφαιρεθεί. Είναι επίσης λογικό ότι το αίμα της παραπονουμένης τέθηκε στα υπόλοιπα σημεία μετά την επίθεση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, εφόσον αυτή ήταν που της προκάλεσε την αιμορραγία.

 

Όλα τα πιο πάνω είναι λοιπόν τέτοια ώστε οδηγούν, κατά την κρίση μας, σε αναμφίβολο συμπέρασμα ότι η επίθεση του κατηγορουμένου με την οποία προκάλεσε τα ως άνω τραύματα στην παραπονούμενη έγινε στην περιοχή «Καρνάγιο».

 

Ως εκ των άνω έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα τραύματα προκλήθηκαν από τον κατηγορούμενο το επίδικο βράδυ, κατόπιν επίθεσης αυτού, με τα χέρια του, στην παραπονούμενη. Δεν μας διαφεύγει ότι στις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 5 αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος χτύπησε την παραπονούμενη «με τα χέρια και τα πόδια του στο πρόσωπο και σε όλο της το σώμα με γροθιές, κλωτσιές και χαστούκια». Παρά ταύτα με βάση την πιο πάνω κατάληξη μας ότι δηλαδή τη χτύπησε με τα χέρια κρίνουμε ότι έχει αποδειχθεί μέρος του κατηγορητηρίου. Ενόψει τούτου η κατηγορία 5 δεν χρήζει τροποποίησης (βλ. άρθρο 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.154).

 

Ως εκ των άνω κρίνουμε ότι έχουν αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κατηγορίας 5.

 

Τέλος, σε σχέση με την κατηγορία 8 επισημαίνουμε τα εξής:

 

Παρά το ότι αυτό που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, με βάση τις λεπτομέρειες του αδικήματος, είναι (1) ότι έπληξε σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα της παραπονουμένης όσο και (2) ότι της προκάλεσε πραγματικό φόβο, ως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 6 του Νόμου 115(Ι)/2021, στο οποίο εδράζεται η εν λόγω κατηγορία, δεν απαιτείται όπως η Κατηγορούσα Αρχή αποδείξει και τα δύο. Αρκεί να αποδείξει το ένα εξ αυτών.

 

Η Μ.Κ.8 (που εξέτασε την παραπονούμενη στις 28/06/2023, 05/07/2023, 28/07/2023 και 04/08/2023), της οποίας η μαρτυρία έγινε δεκτή, είπε σχετικά ότι η παραπονούμενη της ανέφερε ότι μετά το επίδικο περιστατικό παρουσίαζε τρέμουλο, βίωνε έντονο φόβο, είχε ενοχλητικά όνειρα με περιεχόμενο το καταγγελλόμενο γεγονός, παρεισφρητικές (απρόσκλητες) σκέψεις του συμβάντος, παρεμβλητικές μνήμες του συμβάντος («θυμάμαι τον να με χτυπά») διαταραχές στον ύπνο, υπερεπαγρύπνηση, ευερεθιστότητα, αλλαγές στη διεγερσιμότητα και αντιδραστικότητα, τα οποία όμως όταν η Μ.Κ.8 εξέταζε την παραπονούμενη, η τελευταία της είπε ότι βρίσκονταν σε ύφεση λόγω της ψυχολογικής και ψυχιατρικής φροντίδας που έλαβε. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη Μ.Κ.8 η παραπονούμενη παρουσίαζε συμπεριφορές αποφυγής εξωτερικών υπενθυμίσεων που συνδέονταν με το καταγγελλόμενο γεγονός, δηλαδή απέφευγε να περνά από την περιοχή «Καρνάγιο» και όπως έλεγε στη Μ.Κ.8 «εγώ εξακολουθώ να μην πηγαίνω στο δρόμο που οδηγεί στο «Καρνάγιο» και νιώθω φόβο». Επιπρόσθετα, η παραπονούμενη ανέφερε στη Μ.Κ.8 ότι εξακολουθούσε να βιώνει το αίσθημα του φόβου και της έλεγε «φοβάμαι την ώρα που μπαίνω στο σπίτι, κοιτάζω δεξιά, αριστερά, εάν υπάρχει κάποιος να με παρακολουθεί».

 

Εδώ να επαναληφθεί ότι η παραπονούμενη, κατά τη μαρτυρία της, δεν ανέφερε οτιδήποτε και δη κατά πόσο η συμπεριφορά του κατηγορουμένου της προκάλεσε ή της άφησε οποιοδήποτε κατάλοιπο φόβου ή ψυχικού τραύματος. Τα λοιπά σχετικά που ανέφερε δεν έγιναν δεκτά και σε κάθε περίπτωση δεν καταδεικνύουν ποιο ήταν τελικά το γεγονός εκείνο που της προκάλεσε φόβο ή ότι τέτοιο της προκάλεσε η επίθεση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, με την οποία της προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη.

 

Να σημειώσουμε δε ότι αυτό που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 8, στη βάση των οποίων προέβαλε  την Υπεράσπιση του είναι ότι «με τη συμπεριφορά του, η οποία εκφράστηκε με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές» έπληξε σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα της παραπονουμένης και της προκάλεσε πραγματικό φόβο. Με βάση όμως τη μαρτυρία που κάναμε δεκτή και τα ευρήματα μας δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος εξανάγκασε, πίεσε, έκανε υποτιμητικά σχόλια ή απείλησε την παραπονούμενη. Το ότι της επιτέθηκε και της προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κρίνουμε, ότι δεν εμπίπτει έστω σε οποιαδήποτε εκ των ως άνω συμπεριφορών. Ούτε ήταν η θέση της παραπονουμένης ότι επηρεάσθηκε από το ότι ο κατηγορούμενος έβριζε αυτή.

 

Ως εκ των άνω κρίνουμε ότι δεν έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας 8.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταληκτικά, ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 7 και 8 ενώ κρίνεται ένοχος στην κατηγορία 5.

 

 

 

                                                                       (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                                  Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                       (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                               Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                       (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                              Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο