ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ

                                                                       Αρ. Υπόθεσης: 17140/20

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

                                                      Γεώργιος Γεωργίου

 

Ημερομηνία: 12 Απριλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Π. Ευριπίδου με κα Μ. Χριστοδούλου

Για κατηγορούμενο: κος Ζ. Σάντης

Κατηγορούμενος: παρών

ΠΟΙΝΗ

 

Ο κατηγορούμενος με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29/03/2024 κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος με ταχύτητα 200 km/h αντί 100 km/h στον αυτοκινητόδρομο Πάφου-Λεμεσού παρά την Επισκοπή (1η κατηγορία) και στην κατηγορία της παράλειψης συμμόρφωσης με οδηγίες αστυνομικού με στολή (2η κατηγορία).

 

Ο κατηγορούμενος έχει 1 βαθμό ποινής στην άδεια οδήγησης του και δεν έχει προηγούμενες καταδίκες.

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης, αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής, ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου και η παρέλευση 4 ετών από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή. Συνεχίζοντας επί τούτου, ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη η διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και το γεγονός πως αυτός δεν απασχόλησε ξανά το Δικαστήριο, κάτι το οποίο σύμφωνα με τη θέση της υπεράσπισης, δείχνει πως ο κατηγορούμενος δεν έχει ροπή προς τη διάπραξη αδικημάτων παρόμοιας ή άλλης φύσεως.

 

 

Πρόσθετα, ο συνήγορος του κατηγορούμενου ανέφερε πως η παρούσα περίπτωση πρόκειται για ένα «εξαιρετικά μεμονωμένο» και «άτυχο» γεγονός, αφού ο κατηγορούμενος σέβεται και τηρεί τους νόμους της Δημοκρατίας.

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, οι οποίες καταγράφονται και στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 36 ετών και διαμένει με τους γονείς του. Αποφοίτησε από το Λύκειο και ακολούθως ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία. Στη συνέχεια εργάστηκε σε μηχανουργείο αυτοκινήτων για 6 χρόνια. Διέκοψε ωστόσο την εργασία του προκειμένου να φοιτήσει σε κολλέγιο. Έλαβε δίπλωμα μηχανικού. Το 2020 εργάστηκε σε εταιρεία περισυλλογής ιατρικών αποβλήτων και διέκοψε την εργασία του όταν άρχισε η πανδημία του κορονοïού. Έκτοτε είναι άνεργος και συντηρείται από τους γονείς του.

 

Όπως περαιτέρω αναφέρθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης, ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας άρχισε να παρουσιάζει κατάθλιψη. Άρχισε να παρακολουθείται από ψυχολόγο και στη συνέχεια από ψυχίατρο. Συνεχίζοντας επί τούτου, ανέφερε πως ο κατηγορούμενος λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Όπως αναφέρθηκε, η ψυχική του κατάσταση του δημιουργεί δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας. Είναι η θέση της υπεράσπισης πως τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης θα επιβαρύνει την κατάσταση υγείας του κατηγορούμενου και θα αποτελέσει εμπόδιο στις προσπάθειες που καταβάλλει για εξεύρεση εργασίας.

 

Πρόσθετα ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη η ειλικρινής μεταμέλεια του κατηγορούμενου.

 

Το αδίκημα που περιλαμβάνεται στην 1η κατηγορία δηλαδή της υπέρβασης ορίου ταχύτητας είναι ιδιαίτερα σοβαρό και τούτο διαφαίνεται μέσα από τις προβλεπόμενες στο νόμο ποινές.[1] Όπως διαπιστώνεται μέσα από τη νομολογία μας, η υπερβολική ταχύτητα αποτελεί συχνή αιτία πρόκλησης σοβαρών ατυχημάτων και προς τούτο επιβάλλεται η επιβολή αποτρεπτικών ποινών για την πάταξη τέτοιου είδους παραβατικής συμπεριφοράς.

 

Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο με έκδηλα υπερβολική ταχύτητα, διπλάσια του επιτρεπόμενου ορίου, δηλαδή 200 km/h αντί 100 km/h. Η υπερβολική ταχύτητα με την οποία εκινείτο καταδεικνύει την έκδηλη αδιαφορία που αυτός έδειξε για την ασφάλεια τόσο του ιδίου όσο και των συνανθρώπων του που χρησιμοποιούσαν εκείνη τη στιγμή το δρόμο. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ο κατηγορούμενος παρέλειψε να ακινητοποιήσει το όχημα του μετά από οδηγίες αστυνομικού. Η παράλειψη συμμόρφωσης σε οδηγίες αστυνομικού είναι επίσης ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα. [2]

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σάββα v. Aστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 242, ο Χρ. Αρτεμίδη Πρ., (σύνθεση: Αρτεμίδης Πρ., Κραμβής Δ., Χατζηχαμπής Δ.), ανέφερε τα εξής:

 

«Ο Κώδικας Οδικής συμπεριφοράς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, σε μια σύγχρονη και αναπτυγμένη πολιτεία με τον κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς.  Γι' αυτό και αποτελεί μια από τις τιμές μέτρησης και αξιολόγησης του σεβασμού του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο. Τα τροχαία αδικήματα, όπως συνηθίσαμε να αναφερόμαστε στις παραβάσεις της οικείας νομοθεσίας ή γενικότερα τα αδικήματα που διαπράττονται κατά την οδήγηση, θεωρούνται πλέον σοβαρά και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται. Τα Δικαστήρια, που παρακολουθούν και είναι ευαίσθητα στις μεταβολές συμπεριφοράς της κοινωνίας, αναπροσαρμόζουν τις ποινές που επιβάλλουν ώστε να γίνει συνείδηση πως η ορθή ρύθμιση της τροχαίας κίνησης έχει άμεση σχέση με την καθημερινή λειτουργία της ζωής των ανθρώπων».

 

Στην απόφαση Ζυπιτής ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ 220, η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αναφορά στην απόφαση R. v. Reid [1992] 3 ALL E.R. 873, ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά με την σοβαρότητα των τροχαίων παραβάσεων:

«το αυτοκίνητο αποτελεί αντικείμενο ικανό να προκαλέσει το θάνατο ή σοβαρή βλάβη, κατά πάντα χρόνο, όταν αυτό βρίσκεται σε κίνηση, γεγονός που προσδιορίζει και τις ευθύνες του οδηγού για την χρήση και το καθήκον του για την προστασία της ασφάλειας τρίτων...». 

Στην πρόσφατη απόφαση στην Ποινική Έφεση 184/2018 Πολυκάρπου ν Αστυνομίας (απόφαση ημερ. 09/07/2020),  ο Τ.Θ. Οικονόμου Δ., (σύνθεση: Α.Ρ. Λιάτσος, Τ.Θ. Οικονόμου, Χ. Μαλαχτός), σημείωσε τα ακόλουθα σχετικά με την σοβαρότητα των τροχαίων παραβάσεων:

«Η άνοδος στη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την χρήση μηχανοκινήτων οχημάτων που είχε τότε, πριν από 20 χρόνια, διαγνωσθεί, όχι μόνο δεν έγινε κατορθωτό να ανακοπεί, αλλά η έξαρση που παρατηρείται, με σοβαρές και πολλές φορές τραγικές συνέπειες, έχει καταστεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα στην Κύπρο. 

Η οδική συμπεριφορά πολλών, αντί να χαρακτηρίζεται από τη συμμόρφωση στο νόμο και το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και τα δικαιώματα των άλλων χρηστών του δρόμου, κυριαρχείται από το στοιχείο του ετσιθελισμού, του εγωισμού και της πλήρους αδιαφορίας και για το νόμο και για τον συνάνθρωπο».

Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τέτοιους είδους αδικήματα αποτελεί επιτακτική κοινωνική ανάγκη ενόψει της σημαντικής αύξησης του αριθμού δυστυχημάτων.

 

Η οδική συμπεριφορά του κατηγορούμενου δεικνύει αναμφίβολα πως αυτός ενήργησε εγωιστικά παραγνωρίζοντας τους νόμους και προκαλώντας δυνητικό κίνδυνο στο δρόμο. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι δεν προκλήθηκε οποιοδήποτε ατύχημα ήταν ξεκάθαρα θέμα τύχης. (Ποινική Έφεση 307/18 Καλαϊτζήδης ν. Αστυνομίας (απόφαση 28/11/2018) και  Ποινική Έφεση 166/2016 Τουμάζου ν. Αστυνομίας (απόφαση ημερομηνίας 05/10/2018).

 

Έλαβα υπόψη ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου. Δεν αποδέχομαι όμως τη θέση της υπεράσπισης πως η οδική συμπεριφορά του κατηγορούμενου εκείνη την ημέρα ήταν «ένα εξαιρετικά μεμονωμένο» και «άτυχο» γεγονός. Και τούτο διότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε πως στο παρελθόν συνήθιζε να κινείται με μεγάλες ταχύτητες.

 

Αναφορικά με τη μεταμέλεια που εξέφρασε ο δικηγόρος του κατηγορούμενου εκ μέρους του, αυτή δεν έχει καμία σημασία γιατί ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ενοχή στις κατηγορίες και βρέθηκε ένοχος μετά την ακρόαση της υπόθεσης. Σημειώνεται πως όταν κατηγορούμενος παραδέχεται ενοχή σε κατηγορία που αντιμετωπίζει και εκφράζει ειλικρινή μεταμέλεια, τότε και νοουμένου ότι τα γεγονότα που παρουσιάζονται στο Δικαστήριο αποδεικνύουν τη διάπραξη του αδικήματος, ο κατηγορούμενος τυγχάνει του ευεργετήματος της μείωσης της ποινής, ένεκα ακριβώς της παραδοχής και της ειλικρινούς μεταμέλειας, κάτι το οποίο δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση.

 

Αναφορικά με τη θέση ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει προβλήματα ψυχικής υγείας να σημειώσω πως δεν έχει προσκομιστεί οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό.

 

Το πιο σοβαρό στοιχείο που προσμετρά προς όφελος του κατηγορούμενου για σκοπούς μετριασμού της ποινής είναι ο χρόνος των 4 ετών που παρήλθε από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων.

 

Αξιολογώντας όλα τα πιο πάνω καταλήγω πως η αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή για την 1η κατηγορία είναι αυτή της φυλάκισης. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν ήδη στην απόφαση μου, η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης για αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν γίνεται αποδεκτή. Ως εκ τούτου, σε σχέση με την 1η κατηγορία επιβάλλεται στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 2 μηνών. Πρόσθετα 8 βαθμοί να σημειωθούν στην άδεια οδήγησης του.

 

Στην 2η κατηγορία επιβάλλεται χρηματική ποινή ύψους €300.

 

 

(Υπ.)…………................

                                                                         

             Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ

 

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής



[1] άρθρο 6(3) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72: Πας όστις οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα επί τινος οδού με ταχύτητα μεγαλυτέραν του ανωτάτου ή μικροτέραν του κατωτάτου ορίου ταχύτητος όπερ έχει ορισθή υπό της αρμοδίας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή της επιφυλάξεως αυτού είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.

 

[2] άρθρο 58(4)(θ) των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών 1984: Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει τον έλεγχο μηχανοκίνητου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει: να σταματήσει το όχημα, εφόσον κληθεί να πράξει τούτο από αστυνομικό με στολή και να επιτρέψει στον αστυνομικό αυτόν να εξετάσει το όχημα και υποβάλει αυτό σε κάθε αναγκαία εξέταση για να εξακριβώσει τη συμμόρφωση του με τις διατάξεις  των παρόντων Κανονισμών και σε τέτοια περίπτωση οφείλει να οδηγήσει το όχημα υπό την εποπτεία του αστυνομικού αυτού, ο οποίος καθορίζει ταυτόχρονα και την απόσταση, το χρόνο και την ταχύτητα της οδήγησης.

 

άρθρο 72 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών 1984: Πας όστις παραβαίνει οιανδήποτε των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών ή οιονδήποτε όρον αδείας χορηγηθείσης αυτώ δυνάμει οιουδήποτε των παρόντων Κανονισμών, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις ποινή φυλακίσεως μέχρι ενός έτους ή εις χρηματικήν ποινήν μέχρι τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο