ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ

                                                                       Αρ. Υπόθεσης: 17140/20

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

                                                      Γεώργιος Γεωργίου

 

Ημερομηνία: 29 Μαρτίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Π. Ευριπίδου με κα Μ. Χριστοδούλου

Για κατηγορούμενο: κος Ζ. Σάντης

Κατηγορούμενος: παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 24/05/2020 οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] στον αυτοκινητόδρομο Πάφου-Λεμεσού παρά την Επισκοπή με ταχύτητα 200 km/h αντί 100 km/h κατά παράβαση των άρθρων 6(2)(3)[1](7), 19, 20(Α) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72. Πρόσθετα, κατηγορείται ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί με οδηγίες αστυνομικού με στολή, αφού παρέλειψε να ακινητοποιήσει το όχημα που οδηγούσε μετά από σήμα αστυνομικού, κατά παράβαση των Κανονισμών 58(4)(θ)[2] και 72 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών 1984 και των άρθρων 19 και 20 Α των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72.

 

Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ενοχή.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε τον Αστυφύλακα 2120 – Χριστάκη Κυπριανίδη (ΜΚ1), τον Αστυφύλακα – 923 Γεώργιο Λάμπρου (ΜΚ2) και τον Αστυφύλακα 3543 – Ανδρέα Περικλέους (ΜΚ3). Για την υπεράσπιση έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο κατηγορούμενος και ο Λεωνίδας Τουβάνης (ΜΥ1).

 

Ο Αστυφύλακας 2120 – Χριστάκης Κυπριανίδης (ΜΚ1) ανέφερε πως στις 24/05/2020 διενεργούσε έλεγχο ταχύτητας μαζί με τον Αστυφύλακα 3543 ­- Ανδρέα Περικλέους (ΜΚ3) στον αυτοκινητόδρομο Πάφου - Λεμεσού παρά την Επισκοπή, όπου το ανώτατο όριο ταχύτητας είναι 100 km/h. Η ώρα 12:55 με ταχύμετρο τύπου lazer 4538 «εγκλώβισε» σε απόσταση 320 μέτρων το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] το οποίο εκινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας με ταχύτητα 200 km/h.  Ο ΜΚ1 φορούσε φωσφόρο γιλέκο και χρησιμοποιώντας τους φάρους του περιπολικού προχώρησε στο μέσο της αριστερής κυκλοφορίας και έκανε σήμα στον οδηγό για να σταματήσει στη λωρίδα ασφαλείας. Ο ΜΚ1 είπε ότι διέκρινε τους αριθμούς εγγραφής του οχήματος καθώς επίσης είδε πως ο οδηγός ήτο άνδρας. Ο οδηγός παρέλειψε να ακινητοποιήσει το όχημα και αναπτύσσοντας ταχύτητα εγκατέλειψε το σημείο.

 

Μετά από έλεγχο που διενήργησε με βάση τους αριθμούς εγγραφής του οχήματος διαπίστωσε ότι ιδιοκτήτρια του οχήματος είναι η Ιωάννα Γεωργίου (Τεκμήριο 2). Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί της, αυτή του ανέφερε ότι το όχημα ήταν στην κατοχή του αδελφού της Γιώργου Γεωργίου ο οποίος εκείνη την ημέρα βρισκόταν στην Πάφο και του έδωσε τα στοιχεία του κατηγορούμενου. Ο ΜΚ1 προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον κατηγορούμενο αλλά αυτός δεν ανταποκρινόταν στις τηλεφωνικές κλήσεις. Κατέγραψε τις ενέργειες που έκανε στην κατάθεση του ημερομηνίας 24/05/2020 (Τεκμήριο 1).

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης υπέβαλε στον ΜΚ1 ότι η αναφορά του πως ο οδηγός ήταν άνδρας πρόκειται για εκ των υστέρων σκέψη αφού στην κατάθεση του ημερομηνίας 24/05/2020 τίποτε επί αυτού δεν αναφέρει. Ο ΜΚ1 είπε πως μπορεί να ξέχασε να το γράψει στην κατάθεση του.

 

Συνεχίζοντας ο συνήγορος υπεράσπισης, υπέβαλε στον Χριστάκη Κυπριανίδη (ΜΚ1) πως ο μόνος λόγος που υποδεικνύεται ο κατηγορούμενος ως ο οδηγός του οχήματος είναι διότι αυτό του ανέφερε η αδελφή του κατηγορούμενου στην μεταξύ τους τηλεφωνική επικοινωνία. Ο ΜΚ1 επανέλαβε ότι είδε πως ο οδηγός ήτο άνδρας.

 

Ερωτηθείς στην αντεξέταση για ποιο λόγο δεν έλαβε κατάθεση από την αδελφή του κατηγορούμενου, ο ΜΚ1 ανέφερε πως η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης και η λήψη άλλων καταθέσεων δεν ενέπιπτε στη δική του αρμοδιότητα αλλά στον αστυνομικό σταθμό της Επισκοπής.

 

Σχετικά με τις δικές του ενέργειες είπε πως προσπάθησε επανειλημμένες φορές να επικοινωνήσει με τον κατηγορούμενο αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Πρόσθετα είπε ότι δεν έγινε καταδίωξη του οχήματος μετά τη διάπραξη των αδικημάτων αφού κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο λόγω της μεγάλης ταχύτητας με την οποία εκινείτο το όχημα ενώ παράλληλα μια τέτοια ενέργεια θα ήτο επικίνδυνη αφού δυνατό να προκαλούσε ατύχημα στο δρόμο.

 

Η μαρτυρία του Αστυφύλακα 923 - Γιώργου Λάμπρου (ΜΚ2) ήταν τυπικής φύσεως. Αναφέρθηκε στις ενέργειες που έγιναν μετά τη σύλληψη του κατηγορούμενου στις 26/05/2020 κατόπιν δικαστικού εντάλματος (Τεκμήρια 3 και 6). Έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο. Όπως είπε, σε όλες τις ερωτήσεις που υποβλήθησαν στον κατηγορούμενο στην παρουσία του δικηγόρου του κατά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης αυτός απαντούσε με τη φράση «Θα απαντήσω στο Δικαστήριο» (Τεκμήριο 4). Την ίδια απάντηση έδωσε όταν κατηγορήθηκε γραπτώς (Τεκμήριο 5).

 

Ο Αστυφύλακας 3543 - Ανδρέας Περικλέους (ΜΚ3) βρισκόταν την επίδικη στιγμή μαζί με τον ΜΚ1 για έλεγχο της τροχαίας. Επανέλαβε στην ουσία όσα λέχθησαν από τον ΜΚ1, προσθέτοντας πως αυτός είδε ότι ο οδηγός ήταν νεαρός άνδρας. Αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση το αληθές της πιο πάνω θέσης.

 

Ο κατηγορούμενος έδωσε μαρτυρία ενόρκως. Ανέφερε πως την επίδικη ημερομηνία βρισκόταν με ένα φίλο του στο παραλιακό κέντρο αναψυχής Guaba στη Λεμεσό. Στην αντεξέταση, ανέφερε ότι πήγαν στο εν λόγω κέντρο με το όχημα του φίλου του. Ερωτηθείς τι ώρα τον παρέλαβε ο φίλος του ανέφερε τα εξής: «Κατά τις 1:00 ήμασταν στο παραλιακό μπαράκι Guaba, οπότε θα ήταν γύρω στις 12:00». Όπως είπε έφυγαν η ώρα 20:30 το βράδυ. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε στον κατηγορούμενο πως η πιο πάνω θέση πρόκειται για εκ των υστέρων σκέψη αφού αν υπήρχε τέτοιο ισχυρό άλλοθι θα το ανέφερε στην ανακριτική κατάθεση. Ο κατηγορούμενος είπε πως οι απαντήσεις που έδωσε στην αστυνομία ήταν αποτέλεσμα νομικής συμβουλής που έλαβε από τον δικηγόρο του.

 

Αρνήθηκε πως την πρώτη δικάσιμο δήλωσε παραδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου, αμφισβητώντας την ορθότητα των πρακτικών του Δικαστηρίου.

 

Στη μαρτυρία του είπε πως δεν είδε οποιαδήποτε τηλεφωνική κλήση την επίδικη ημέρα διότι η οθόνη του κινητού του ήταν σπασμένη. Ήταν περαιτέρω η θέση του πως όταν μίλησε με την αδελφή του, η ίδια του είπε πως ουδέποτε ανέφερε στην αστυνομία πως ήταν αυτός που οδηγούσε το όχημα. Συγκεκριμένα είπε τα εξής:  «Ήταν η ερώτηση της αστυνομίας ποιος μπορεί να οδηγεί το αυτοκίνητο και απάντησε ή ο πατέρας μου ή η μητέρα μου ή ο αδελφός μου και στον αδελφό της, της είπαν να δώσει τα στοιχεία του αδελφού της».

 

Ως δεύτερος μάρτυρας για την υπεράσπιση κατέθεσε ο φίλος του κατηγορούμενου, Λεωνίδας Τουβάνης (ΜΥ1). Ερωτηθείς στην κυρίως εξέταση τι έγινε στις 24/05/2020 ανέφερε πως παρέλαβε τον κατηγορούμενο γύρω στο μεσημέρι. Eρωτηθείς για την ώρα αναχώρησης από τη Λευκωσία απάντησε τα εξής: «Γύρω στις 1.00 ήμασταν στο bar. Άρα ξεκινήσαμε κατά τις 12:00».  Είπε ότι επέστρεψαν στη Λευκωσία στις 8.00 το βράδυ. Στην αντεξέταση ρωτήθηκε αν γνωρίζει ποια ημέρα κατηγορείται ο κατηγορούμενος ότι διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται και απάντησε: «Φαντάζομαι την ημερομηνία που ήμασταν στο bar. Γι᾽ αυτό ήρθα σήμερα εδώ». Αμέσως στη συνέχεια του υποβλήθηκε ότι δεν γνωρίζει την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, με τον ΜΥ1 να απαντά: «Ημερομηνία ακριβώς δεν θυμούμαι. Ήταν μια Κυριακή του Μάη. Μπορεί να αναφέρθηκε αλλά δεν θυμούμαι».

 

Αντικείμενο μιας ποινικής δίκης είναι η απόδειξη της ενοχής του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Στην παρούσα υπόθεση εκείνο που ουσιαστικά αμφισβητείται από την Υπεράσπιση είναι η οδήγηση του οχήματος από τον κατηγορούμενο. Ο συνήγορος υπεράσπισης εισηγήθηκε πως δεν αποδείχθηκε πως ο κατηγορούμενος ήτο το πρόσωπο που οδηγούσε το όχημα τον επίδικο χρόνο. Και αυτό διότι κανένας από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής δεν είδε το πρόσωπο του οδηγού του οχήματος ή έστω δεν αναγνώρισε τον κατηγορούμενο, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, ως οδηγό του οχήματος.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου προερχόμενη από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και της Υπεράσπισης, έχοντας κατά νουν ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Φωτίου v. Hροδότου (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1172).

 

Βασικός μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή ήταν ο ΜΚ1 ο οποίος στη μαρτυρία του ήταν σαφής, επεξηγηματικός και ειλικρινής. Ανέφερε όλες τις ενέργειες στις οποίες προέβη μετά τη διάπραξη των αδικημάτων. Στην ένορκη του μαρτυρία ανέφερε πως είδε ότι ο οδηγός του οχήματος ήτο άνδρας, παρόλο που όπως είπε δεν το είχε καταγράψει στην κατάθεση του ημερομηνίας 24/05/2020 (Τεκμήριο 1). Αυτό άλλωστε, το επιβεβαίωσε η αδελφή του κατηγορούμενου η οποία στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον ΜΚ1, του υπέδειξε τον κατηγορούμενο ως οδηγό του οχήματος, δίδοντας μάλιστα στον ΜΚ1 τα στοιχεία του, δηλαδή το όνομα, το τηλέφωνο, την ταυτότητα, την ηλικία του κατηγορούμενου καθώς επίσης είπε πως ο κατηγορούμενος εκείνη την ημέρα βρισκόταν στην Επαρχία Πάφου. Το αληθές των πιο πάνω, τεκμηριώνεται από το περιεχόμενο της κατάθεσης στην οποία προέβη ο ΜΚ1 την ίδια ημέρα που διαπράχθησαν τα αδικήματα (Τεκμήριο 1).

 

Η μαρτυρία του ΜΚ2 όπως προανέφερα ήταν τυπικής φύσεως ενώ η μαρτυρία του ΜΚ3 δεν είχε να προσφέρει οτιδήποτε πέραν των όσων ανέφερε ο ΜΚ1 στη δική του μαρτυρία, προσθέτοντας μόνο πως αυτός είδε ότι ο οδηγός ήτο νεαρός άνδρας.

 

Δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο κατηγορούμενος κληθείς σε απολογία, επέλεξε να δώσει μαρτυρία ενόρκως για να πει στο Δικαστήριο αναλήθειες και ψεύδη. Η εκδοχή που πρόβαλε στο Δικαστήριο πως την επίδικη ημέρα δεν οδηγούσε ο ίδιος, αλλά μετέβηκε με όχημα που οδηγούσε ένας φίλος του στο παραλιακό κέντρο Guaba στη Λεμεσό, ήταν ξεκάθαρα προϊόν εκ των υστέρων σκέψης. Τίποτε περί τούτου δεν ανέφερε στην αστυνομία όταν κλήθηκε να δώσει κατάθεση. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα αναμένετο να αναφερθεί από τον κατηγορούμενο αμέσως στην αστυνομία.

 

Προσπάθησε μάλιστα ανεπιτυχώς να πείσει το Δικαστήριο πως δεν ανταποκρίθηκε στις τηλεφωνικές κλήσεις της αστυνομίας την επίδικη ημέρα προβάλλοντας ως δικαιολογία πως δεν είχε δει οποιαδήποτε κλήση διότι ήταν σπασμένη η οθόνη του κινητού του.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο, προσπάθησε να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η αδελφή του υπέδειξε τον ίδιο ως οδηγό του οχήματος ισχυριζόμενος πως η αδελφή του είπε στην αστυνομία πως το όχημα της μπορεί να οδηγείτο είτε από τον πατέρα της, είτε από την μητέρα της, είτε από τον αδελφό της. Ο δε ισχυρισμός του πως η αστυνομία ζήτησε μόνο τα στοιχεία του κατηγορούμενου, ενώ της υποδείχθηκαν τρία πρόσωπα που πιθανόν να οδηγούσαν το όχημα, στερείται κάθε λογικής πειστικότητας.

 

Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ψεύδεται αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι αμφισβήτησε ότι παραδέχτηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τις υπό εξέταση κατηγορίες στις 30/06/2021. Από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι στις 30/06/2021 ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει, στην παρουσία του δικηγόρου του, παραδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου που επιλαμβανόταν τότε της υπόθεσης και για τούτο το λόγο δόθηκαν οδηγίες όπως ετοιμαστεί έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Ο κατηγορούμενος μάλιστα έδωσε τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου για να επικοινωνήσει μαζί του λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας για να διευθετηθεί συνέντευξη. Στις 21/07/2021 στάληκε επιστολή από Λειτουργό των Κοινωνικών Υπηρεσιών προς το Δικαστήριο στην οποία αναφέρεται πως δεν κατέστη δυνατή η ετοιμασία της Έκθεσης για το λόγο πως ο κατηγορούμενος δεν ανταποκρίθηκε στις τηλεφωνικές κλήσεις. Στις 22/07/2021 ημερομηνία που η υπόθεση ήταν ορισμένη για Γεγονότα και Ποινή, ο Δικαστής που επιλαμβανόταν τότε της υπόθεσης ζήτησε από τον κατηγορούμενο όπως επιβεβαιώσει τα στοιχεία επικοινωνίας του και εκείνη την ημέρα ο συνήγορος του κατηγορούμενου ζήτησε όπως γίνει αλλαγή απάντησης.

 

Η μαρτυρία του φίλου του κατηγορούμενου, Λεωνίδα Τουβάνη (ΜΥ1) δεν είναι αληθής. Είναι φανερό πως ο ΜΥ1 προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο.  Οι απαντήσεις που έδωσε στην εξέταση του από τον δικηγόρο του κατηγορουμένου ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένες με αυτές που έδωσε ο κατηγορούμενος στη δική του μαρτυρία. Ειδικότερα αναφέρομαι στο γεγονός ότι οι απαντήσεις του ΜΥ1 ως προς τις ώρες που κατ᾽ ισχυρισμό βρίσκονταν στο παραλιακό κέντρο, είναι ταυτόσημες με τις απαντήσεις που έδωσε ο κατηγορούμενος. Συγκεκριμένα σε σχετική ερώτηση που υποβλήθηκε στην κυρίως εξέταση αναφορικά με την ώρα αναχώρησης από Λευκωσία και μετάβασης στη Λεμεσό, ο ΜΥ1 απάντησε τα εξής: «Γύρω στις 1.00 ήμασταν στο bar. Άρα ξεκινήσαμε κατά τις 12:00». Ο κατηγορούμενος στη δική του μαρτυρία απάντησε ως ακολούθως: «Κατά τις 1:00 ήμασταν στο παραλιακό μπαράκι Guaba, οπότε θα ήταν γύρω στις 12:00».

 

Επίσης ο ΜΥ1 στην κυρίως εξέταση του είπε ότι η ημερομηνία που βρισκόταν με τον κατηγορούμενο στο παραλιακό κέντρο αναψυχής Guaba ήταν 24/05/2020. Στην αντεξέταση του είπε άλλα. Συγκεκριμένα, όταν ρωτήθηκε στην αντεξέταση να πει αν γνωρίζει την ημερομηνία για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος πως διέπραξε τα αδικήματα, ο ΜΥ1 απάντησε: «Φαντάζομαι την ημερομηνία που ήμασταν στο bar. Γι᾽ αυτό ήρθα σήμερα εδώ». Όταν στη συνέχεια του υποβλήθηκε πως δεν γνωρίζει την ημερομηνία, είπε: «Ημερομηνία ακριβώς δεν θυμούμαι. Ήταν μια Κυριακή του Μάη. Μπορεί να αναφέρθηκε αλλά δεν θυμούμαι». Και τούτο, δεικνύει πως η μαρτυρία του ήταν προκατασκευασμένη.

 

Είναι γεγονός πως ουδείς εκ των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής δεν είδε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του οδηγού του οχήματος και δεν αναγνώρισε στη δίκη τον κατηγορούμενο ως οδηγό του οχήματος.

 

Για τούτο το λόγο προχωρώ αμέσως στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο από την προσκομισθείσα ενώπιον μου μαρτυρία αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πως ο κατηγορούμενος ήταν ο οδηγός του οχήματος κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Έχω την άποψη πως η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τις υποθέσεις στις οποίες με παρέπεμψε ο δικηγόρος του κατηγορούμενου στις οποίες κατηγορούμενοι αθωώθηκαν διότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να τους συνδέσει με τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Στην παρούσα υπόθεση η ιδιοκτήτρια του οχήματος, δηλαδή η αδελφή του κατηγορούμενου, υπέδειξε η ίδια στον ΜΚ1 πως ο κάτοχος του οχήματος κατά την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων ήταν ο κατηγορούμενος προσθέτοντας μάλιστα ότι βρισκόταν στην Επαρχία Πάφου. Η αναφορά της αυτή την οποία ο ΜΚ1 κατέγραψε αυθημερόν στην κατάθεση του, συνάδει με τον τόπο όπου διαπράχθησαν τα αδικήματα, ήτοι στον αυτοκινητόδρομο Πάφου - Λεμεσού. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζω σχετική υποβολή του δικηγόρου του κατηγορούμενου προς τον ΜΚ1 πως η αδελφή του κατηγορούμενου του είχε αναφέρει ότι το όχημα κατά τον επίδικο χρόνο οδηγείτο από τον αδελφό της, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα πως η υπεράσπιση παραδέχεται τα όσα ανέφερε η αδελφή του κατηγορούμενου.

 

Ένα άλλο στοιχείο που αφορά στην αναξιοπιστία του κατηγορούμενου είναι και το εξής: Στις 30/06/2021 στην παρουσία δικηγόρου, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε τις κατηγορίες όπως καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου και την επόμενη δικάσιμο αμφισβήτησε την ορθή καταγραφή στο πρακτικό, δηλαδή της παραδοχής του. Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο που επιλαμβανόταν τότε της υπόθεσης σημείωσε πως δεν έγινε κανένα λάθος στα πρακτικά. Και βεβαίως είναι δικαίωμα του κατηγορούμενου να αλλάξει απάντηση στην κατηγορία και να μην παραδέχεται. Τα όσα ανέφερα όμως πιο πάνω, έχουν σχέση με την αναξιόπιστη συμπεριφορά του κατηγορούμενου αναφορικά με την υπόθεση.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεση της και ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στην 1η και 2η κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

 

 

 

 

(Υπ.)…………................

                                                                         

             Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ

 

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής



[1] άρθρο 6(3) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72: Πας όστις οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα επί τινος οδού με ταχύτητα μεγαλυτέραν του ανωτάτου ή μικροτέραν του κατωτάτου ορίου ταχύτητος όπερ έχει ορισθή υπό της αρμοδίας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή της επιφυλάξεως αυτού είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.

 

[2] άρθρο 58(4)(θ) των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών 1984: Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει τον έλεγχο μηχανοκίνητου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει: να σταματήσει το όχημα, εφόσον κληθεί να πράξει τούτο από αστυνομικό με στολή και να επιτρέψει στον αστυνομικό αυτόν να εξετάσει το όχημα και υποβάλει αυτό σε κάθε αναγκαία εξέταση για να εξακριβώσει τη συμμόρφωση του με τις διατάξεις  των παρόντων Κανονισμών και σε τέτοια περίπτωση οφείλει να οδηγήσει το όχημα υπό την εποπτεία του αστυνομικού αυτού, ο οποίος καθορίζει ταυτόχρονα και την απόσταση, το χρόνο και την ταχύτητα της οδήγησης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο