ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ

 

                                                                       Αρ. Υπόθεσης: 4877/20

 

Αστυνομικός Διευθυντής  Λεμεσού    

 

Κατηγορούσα Αρχή 

ν.

 

                                                                  Π. Χ

                                                                                                Κατηγορούμενη

 

 

Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Π. Ευριπίδου με κα Μ. Χριστοδούλου

Για κατηγορούμενη: κος Χ. Καστανιάς

Κατηγορούμενη: παρούσα

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει κατηγορία αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8[1], 19, 20 Α του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, η κατηγορούμενη στις 17/06/2019 και γύρω στις 23:00 οδηγούσε στην αερογέφυρα Πολεμιδιών στη Λεμεσό χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή με αποτέλεσμα να προκαλέσει ατύχημα στο δρόμο.

 

Η κατηγορούμενη αρνήθηκε ενοχή.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε τον Αστυφύλακα 1855 - Παναγιώτη Παναγιώτου (ΜΚ1), τον Αστυφύλακα 2963 - Χριστόφορο Χριστοφόρου (ΜΚ2), τον Ανδρέα Ηλία (ΜΚ3) και την Αστυφύλακα 1493 Ελπίδα Αλωναρίτη (ΜΚ4). Για την Υπεράσπιση έδωσε μαρτυρία η ίδια η κατηγορούμενη.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία φάνηκε πως αποτελεί παραδεκτό γεγονός πως στις 17/06/2019 γύρω στις 22:00 είχε προηγηθεί άλλο τροχαίο ατύχημα στoν αυτοκινητόδρομο Πάφου – Λεμεσού και πιο συγκεκριμένα στην αερογέφυρα Πολεμιδιών. Το όχημα που ενεπλάκη στο πρώτο ατύχημα (στο εφεξής καλούμενο ως «ακινητοποιημένο όχημα») βρισκόταν μερικώς στο βόρειο παγκέτο ασφαλείας του δρόμου και μερικώς στη βόρεια  (αριστερή) λωρίδα κυκλοφορίας, με τρόπο που παρεμπόδιζε την τροχαία κίνηση. Ο αστυνομικός Χριστόφορος Χριστοφόρου (ΜΚ2) και η αστυνομικός Ελπίδα Αλωναρίτη (ΜΚ4) κλήθηκαν να μεταβούν στη σκηνή του ατυχήματος. Ο Χριστόφορος Χριστοφόρου (ΜΚ2) στάθμευσε το περιπολικό της αστυνομίας έχοντας αναμμένους τους φάρους, τα φώτα πορείας και τα φώτα κινδύνου, πιο μπροστά από το ακινητοποιημένο όχημα, ώστε οι διερχόμενοι οδηγοί να αντιλαμβάνονταν πως υπήρχε εμπόδιο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και να διοχετεύετο η κίνηση από την αριστερή στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας.

 

Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής είναι πως η κατηγορούμενη οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα και πλησιάζοντας στο σημείο όπου βρισκόταν το περιπολικό όχημα, ξαφνικά και απότομα και χωρίς να θέσει σε λειτουργία τον δείκτη της, εισήλθε στη δεξιά λωρίδα με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία της μοτοσυκλέτας που κινείτο εκείνη την ώρα στη δεξιά λωρίδα. Ως αποτέλεσμα, η μοτοσυκλέτα συγκρούστηκε στο πίσω δεξιό μέρος του οχήματος της κατηγορούμενης.

 

Η θέση της κατηγορούμενης είναι ότι ενώ εκινείτο στην αριστερή λωρίδα, πρόσεξε ότι τα προπορευόμενα της οχήματα ελάττωναν ταχύτητα, άλλαζαν λωρίδα και έμπαιναν στη δεξιά λωρίδα. Έθεσε τον δεξιό δείκτη της σε λειτουργία, οδηγούσε με ελαττωμένη ταχύτητα και προσπαθούσε να βρει ευκαιρία να αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας. Πλησιάζοντας το περιπολικό όχημα με πολύ χαμηλή ταχύτητα, σχεδόν σταματημένη, είδε τον ΜΚ2 ο οποίος της έκανε σήμα για να εισέλθει στη δεξιά λωρίδα. Κοίταξε από τα καθρεφτάκια της, είδε πως στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας βρισκόταν μια μοτοσυκλέτα αλλά σε μακρινή απόσταση και ακολουθώντας τις οδηγίες του ΜΚ2 εισήλθε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας.

 

 

 

 

Ο Αστυφύλακας 1855 - Παναγιώτης Παναγιώτου (ΜΚ1) είναι ο εξεταστής της υπόθεσης ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή του επίδικου ατυχήματος γύρω στις 23:40. Με βάση τις πληροφορίες που του έδωσε ο συνάδελφος του, Χριστόφορος Χριστοφόρου (ΜΚ2), προσδιόρισε το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων και το σημείωσε με την ένδειξη «Χ» στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 1). Επίσης στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα σημείωσε τα ίχνη τροχοπέδησης, τα σημεία εκδορών και την τελική θέση της μοτοσυκλέτας.

 

Στη συνέχεια ετοίμασε το συμμετρικό σχέδιο (Τεκμήριο 2) το οποίο υπέδειξε στους ενεχόμενους οδηγούς. Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας (ΜΚ3) συμφώνησε με τον Αστυνομικό Χριστόφορο Χριστοφόρου (ΜΚ2), ότι δηλαδή η σύγκρουση έγινε στο σημείο όπου βρισκόταν σταθμευμένο το όχημα της αστυνομίας (σημείο «Χ» επί του Τεκμηρίου 2) ενώ η κατηγορούμενη υπέδειξε ότι η σύγκρουση έγινε μόλις πέρασε το ακινητοποιημένο όχημα (σημείο «Χ1» επί του Τεκμηρίου 2).

 

Ο ΜΚ1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από την κατηγορούμενη στις 19/06/2019. Δέκα λεπτά μετά την κατάθεση της, την κατηγόρησε γραπτώς για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης και η κατηγορούμενη απάντησε: «Δεν παραδέχομαι. Ακολούθησα τις οδηγίες του αστυνομικού» (Τεκμήριο 4). Στις 03/07/2019 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον οδηγό της μοτοσυκλέτας και τον κατηγόρησε για τα αδικήματα της οδήγησης χωρίς άδεια οδήγησης και χωρίς άδεια κυκλοφορίας.

 

Ο ΜΚ1 είπε πως το ορθό σημείο σύγκρουσης είναι το σημείο «Χ» επί του Τεκμηρίου 2. Και αυτό διότι, όπως ανέφερε, τα σημεία εκδορών της μοτοσυκλέτας (Β2 επί του Τεκμηρίου 2) που εντόπισε ο ίδιος στο δρόμο έπονται του σημείου σύγκρουσης «Χ». Όπως εξήγησε, αυτό είναι το λογικό διότι πρώτα έγινε η σύγκρουση και μετά ανατράπηκε η μοτοσυκλέτα αφήνοντας εκδορές στο οδόστρωμα. Επομένως, σύμφωνα με τον ΜΚ1 δεν θα μπορούσε το σημείο «Χ1» που υπέδειξε η κατηγορούμενη να είναι ορθό διότι οι εκδορές στον δρόμο άρχισαν λίγο προηγουμένως.

 

Επιπρόσθετα, ο ΜΚ1 διαφωνεί με τη θέση της κατηγορούμενης ότι το όχημα της είχε ήδη ευθυγραμμιστεί στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας όταν επήλθε η σύγκρουση. Αντιθέτως συμφώνησε με τους ΜΚ2 και ΜΚ3 πως τη στιγμή της σύγκρουσης το όχημα της κατηγορούμενης κινείτο διαγώνια στη δεξιά λωρίδα.  Και τούτο διότι, η μοτοσυκλέτα συγκρούστηκε στο πίσω δεξιό μέρος του οχήματος. Συνεχίζοντας επί τούτου, ανέφερε πως σε τέτοιου είδους ατυχήματα, όταν δηλαδή το πισινό όχημα συγκρούεται με το μπροστινό, συνήθως το πισινό όχημα παραμένει στο σημείο σύγκρουσης. Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρεί ότι ο λόγος που η μοτοσυκλέτα δεν παρέμεινε στο σημείο σύγκρουσης είναι διότι ανατράπηκε στα δεξιά επειδή υπήρχε χώρος να κινηθεί δεξιότερα.  Αυτό σύμφωνα με τον ΜΚ1 συνάδει με την εκδοχή των ΜΚ2 και ΜΚ3 πως το όχημα της κατηγορούμενης βρισκόταν διαγώνια στη δεξιά λωρίδα και δεν είχε προλάβει να ευθυγραμμιστεί.

 

Ο ΜΚ1 ανέφερε πως εντόπισε τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας και τα σημείωσε με την ένδειξη Β1 επί του Τεκμηρίου 2. Στην αντεξέταση αρνήθηκε πως τα ίχνη τροχοπέδησης δεν ήταν της μοτοσυκλέτας, επισημαίνοντας πως λόγω της μακροχρόνιας του πείρας είναι σε θέση να αναγνωρίζει τα φρέσκα ίχνη τροχοπέδησης.

 

Βασικός μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή ήταν ο Αστυφύλακας 2963 - Χριστόφορος Χριστοφόρου (ΜΚ2), ο οποίος βρισκόταν στη σκηνή του ατυχήματος και όπως ανέφερε είδε τη σύγκρουση των δύο οχημάτων. Υιοθέτησε την κατάθεση του (Τεκμήριο 6). Όπως είπε, την επίδικη ημέρα γύρω στις 22:00 κλήθηκε μαζί με την ΜΚ4 να μεταβεί στη σκηνή του τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στον αυτοκινητόδρομο Πάφου ­– Λεμεσού και συγκεκριμένα στην αερογέφυρα Πολεμιδιών.  Το πισινό μέρος του ακινητοποιημένου οχήματος βρισκόταν στη βόρεια δηλαδή στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, με τρόπο που παρεμπόδιζε την τροχαία κίνηση. Γι᾽ αυτό ο ΜΚ2 στάθμευσε το περιπολικό όχημα μερικά μέτρα πριν από το ακινητοποιημένο όχημα, ανάβοντας τους φάρους, τα φώτα πορείας και τα φώτα κινδύνου. Όπως εξήγησε, με αυτό τον τρόπο, οι οδηγοί ενημερώνονταν έγκαιρα για το εμπόδιο στο δρόμο, ελάττωναν ταχύτητα και άλλαζαν πορεία από την αριστερή στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Η κίνηση στο δρόμο εκείνη την ώρα ήταν αραιή. Το δε όχημα της αστυνομίας και το ακινητοποιημένο όχημα ήταν ορατά από αρκετή απόσταση. Για τους πιο πάνω λόγους, είπε ότι η επέμβαση της αστυνομίας για τη διοχέτευση της κίνησης από την αριστερή στη δεξιά λωρίδα «δεν ήταν συνεχώς αναγκαία».

 

Τον επίδικο χρόνο, στεκόταν πίσω από το περιπολικό όχημα χωρίς να φορεί φωσφορούχο γιλέκο και κοίταζε δυτικά δηλαδή προς τα διερχόμενα οχήματα. Σε κάποια στιγμή είδε το όχημα που οδηγούσε η κατηγορούμενη στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, να προσεγγίζει προς το μέρος του. Όπως ανέφερε στην κατάθεση του, η κατηγορούμενη, «εντελώς ξαφνικά και απότομα, χωρίς προηγουμένως να δείξει με οποιοδήποτε τρόπο, άλλαξε λωρίδα και κινήθηκε διαγώνια δεξιότερα της πορείας της».  Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού να κινείται στη δεξιά λωρίδα και να πλησιάζει στο σημείο του.

Συνεχίζοντας στην κατάθεση του, ανέφερε ότι ο οδηγός πάτησε φρένα,  «η μοτοσυκλέτα πήγε για λίγα μέτρα τριφτή στο δρόμο, τροχοπεδώντας, αλλά λόγω της κοντινής απόστασης μεταξύ τους, η μοτοσυκλέτα συγκρούστηκε στην πίσω δεξιά γωνιά του Mitsubishi Pajero, το οποίο δεν πρόλαβε να ευθυγραμμιστεί με ανατολική πορεία στη δεξιά λωρίδα».

 

Ερωτηθείς στην αντεξέταση, δεν μπορούσε να προσδιορίσει την απόσταση των δύο ενεχόμενων οχημάτων.

 

Ο ΜΚ2 ανέφερε πως μετά τη σύγκρουση ο μοτοσικλετιστής μαζί με τη μοτοσυκλέτα ανατράπηκαν στο δρόμο, πήγαν τριφτοί για κάποια μέτρα στην άσφαλτο, ενώ η κατηγορούμενη προχώρησε ανατολικότερα και στάθμευσε το όχημα της μερικά μέτρα μετά το ακινητοποιημένο όχημα.

 

Ο ΜΚ2 μετακίνησε μερικά μέτρα δυτικότερα το περιπολικό ώστε να διευκολυνθεί η τροχαία κίνηση, σημείωσε με κιμωλία στην άσφαλτο την τελική θέση της μοτοσυκλέτας και στη συνέχεια την μετακίνησε για να καταστεί εφικτή η διέλευση των οχημάτων.  Στην αντεξέταση, αρνήθηκε ότι ο λόγος που μετακίνησε το περιπολικό όχημα μετά το επίδικο ατύχημα ήταν διότι αντιλήφθηκε πως αυτό εμπόδιζε την κυκλοφορία. Ανέφερε πως το έπραξε τούτο για να κάνει χώρο στα διερχόμενα οχήματα επειδή συνεπεία του δεύτερου ατυχήματος είχε πλέον μπλοκαριστεί και η δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας.

 

Πρόσθετα, αρνήθηκε ότι έκανε σήμα στην κατηγορούμενη να αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας, εμμένοντας στη θέση πως τόσο το ακινητοποιημένο όχημα όσο και το περιπολικό της αστυνομίας ήταν ορατά από μεγάλη απόσταση, με τρόπο που σπάνια χρειαζόταν η παρέμβαση της αστυνομίας για τη διοχέτευση της κίνησης από την αριστερή στη δεξιά λωρίδα.

 

Σε ερωτήσεις που του έθεσε ο συνήγορος υπεράσπισης, ο ΜΚ2 είπε πως είδε και άκουσε τη μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού η οποία κινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ταχύτητα με την οποία κινείτο η μοτοσυκλέτα ούτε να περιγράψει κατά πόσο αυτή ήταν μεγάλη ή χαμηλή. Όταν του υποβλήθηκε πως ο χαρακτηριστικός θόρυβος της μοτοσυκλέτας επιμαρτυρούσε πως αυτή κινείτο με μεγάλη ταχύτητα, ο ΜΚ2 απάντησε ότι ο θόρυβος μπορεί να οφείλεται είτε στον μεγάλο κυβισμό είτε σε χαλασμένο εξώστ.

 

Επέμενε στη θέση πως το σημείο όπου έγινε η σύγκρουση ήταν κοντά στο περιπολικό όχημα δηλαδή στο σημείο Χ επί του Τεκμηρίου 2. Αντεξεταζόμενος, ανέφερε πως η απόσταση μεταξύ του σταθμευμένου περιπολικού και του ακινητοποιημένου οχήματος ήταν περίπου 20­­­­-30 μέτρα.

 

Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας (ΜΚ3) παραδέχθηκε πως αυτός οδηγούσε χωρίς να κατέχει άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας, χωρίς άδεια κυκλοφορίας και ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών όπως άλλωστε είχε διαπιστωθεί από την τοξικολογική εξέταση του Γενικού Κρατικού Χημείου (Τεκμήριο 8). Επέμενε δε πως η χρήση κάνναβης προτού οδηγήσει δεν είχε επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης του.

 

Αναφορικά με τον τρόπο οδήγησης του, είπε πως οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας με ταχύτητα 80 km/h. Είχε δει το περιπολικό όχημα από απόσταση ενός χιλιομέτρου. Παρατήρησε πως τα οχήματα εξ αριστερών ελάττωναν ταχύτητα, άλλαζαν λωρίδα κυκλοφορίας και εισέρχονταν στη δεξιά. Ο ίδιος όμως δεν ελάττωσε ταχύτητα διότι αφενός εκινείτο στη δεξιά (γρήγορη) λωρίδα κυκλοφορίας και αφετέρου τα προπορευόμενα οχήματα τα οποία έμπαιναν στη δική του πορεία βρίσκονταν σε μακρινή απόσταση. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει την απόσταση που είχε από τα προπορευόμενα του οχήματα.

 

Αρνήθηκε τη θέση ότι ο λόγος που δεν ελάττωσε ταχύτητα είναι διότι φοβήθηκε την παρουσία της αστυνομίας λόγω του ότι οδηγούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών και χωρίς να κατέχει τα απαιτούμενα έγγραφα για την οδήγηση της μοτοσυκλέτας.

 

Σύμφωνα με την κατάθεση του (Τεκμήριο 7), πλησιάζοντας 80-100 μέτρα το περιπολικό, το όχημα της κατηγορούμενης που βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα «εντελώς ξαφνικά και απότομα χωρίς να δείξει προηγουμένως ότι θα άλλαζε λωρίδα κινήθηκε απότομα δεξιότερα της πορείας του και μπήκε διαγώνια δεξιά»  δηλαδή στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας.

 

Στη μαρτυρία του περιέγραψε τις ενέργειες που έκανε όταν αντιλήφθηκε το όχημα της κατηγορούμενης να εισέρχεται στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας. Όπως είπε, φρέναρε, αλλά επειδή η μοτοσυκλέτα πήγαινε πολύ γρήγορα και θα ανατρέπετο, άφησε τα στόπερ για να μπορέσει να την επαναφέρει στην ομαλή τροχιά, με αποτέλεσμα να επέλθει η σύγκρουση στο πίσω δεξιό μέρος του οχήματος που οδηγούσε η κατηγορούμενη. Δεν θυμάται όσα επακολούθησαν μετά τη σύγκρουση επειδή όταν ξύπνησε βρισκόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για περίθαλψη.

Η αστυνομικός Ελπίδα Αλωναρίτη (ΜΚ4) τη στιγμή της σύγκρουσης βρισκόταν κοντά στο ακινητοποιημένο όχημα. Προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την εταιρεία ρυμούλκησης για να διευθετηθεί η μετακίνηση του ακινητοποιημένου οχήματος. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο προς το ακινητοποιημένο όχημα έχοντας πίσω της τις λωρίδες κυκλοφορίας. Άκουσε θόρυβο φρένων και γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του θορύβου και είδε τη μοτοσυκλέτα να ανατρέπεται στο δρόμο και «ταυτόχρονα» το όχημα της κατηγορούμενης να περνά από το ακινητοποιημένο όχημα και να σταματά στο βόρειο παγκέτο ασφαλείας (Τεκμήριο 5). Ερωτηθείσα κατά την αντεξέταση, ανέφερε πως πρώτα άκουσε τον χαρακτηριστικό θόρυβο των φρένων και μετά τον θόρυβο της σύγκρουσης.  Δεν είδε όμως τη σύγκρουση και γι᾽ αυτό δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ούτε το σημείο σύγκρουσης ούτε την απόσταση μεταξύ της μοτοσυκλέτας και του οχήματος της κατηγορουμένης. Δεν ήταν σε θέση να απαντήσει οποιεσδήποτε ερωτήσεις επί του συμμετρικού σχεδίου (Τεκμήριο 2).

 

Η κατηγορούμενη έδωσε μαρτυρία ενόρκως. Υιοθέτησε την κατάθεση της που έδωσε στην αστυνομία δύο ημέρες μετά το ατύχημα, δηλαδή στις 19/06/2019 (Τεκμήριο 3).

 

Ενώ εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας στην αερογέφυρα Πολεμιδιών πρόσεξε τα προπορευόμενα της οχήματα να ελαττώνουν ταχύτητα και κάποια εξ αυτών να θέτουν σε λειτουργία τα φώτα κινδύνου. Διέκρινε από μεγάλη απόσταση το περιπολικό που βρισκόταν μερικώς στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και μερικώς στο παγκέτο ασφαλείας. Πιο πέρα βρισκόταν ένα ακινητοποιημένο όχημα. Είδε τον ΜΚ2 ο οποίος κρατούσε φανάρι και έκανε σήμα στους οδηγούς της αριστερής λωρίδας για να κινηθούν δεξιότερα αλλάζοντας λωρίδα κυκλοφορίας. Έθεσε τον δείκτη της σε λειτουργία φανερώνοντας την πρόθεση της να στρίψει δεξιά και ελάττωνε ταχύτητα μέχρις ότου της δοθεί η ευκαιρία να κινηθεί προς τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Πλησιάζοντας το περιπολικό με πολύ χαμηλή ταχύτητα, σχεδόν σταματημένη, είδε τον ΜΚ2 ο οποίος της έκανε σήμα για να εισέλθει στη δεξιά λωρίδα. Διέκρινε από τα καθρεφτάκια της στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας ένα φως μοτοσυκλέτας. Επειδή η μοτοσυκλέτα βρισκόταν σε αρκετά μεγάλη απόσταση από την ίδια, ακολουθώντας τις οδηγίες του αστυνομικού, μπήκε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, ευθυγράμμισε το όχημα, πέρασε το περιπολικό και το ακινητοποιημένο όχημα και ένιωσε ένα δυνατό κτύπημα στο πίσω μέρος του οχήματος της. Τότε οδήγησε το όχημα στο αριστερό παγκέτο ασφαλείας. Κατέβηκε, είδε τον οδηγό της μοτοσυκλέτας στη μέση του δρόμου ο οποίος ήταν σοβαρά τραυματισμένος και σοκαρίστηκε. Αφού έδωσε τα στοιχεία της στην αστυνομία, ήρθε ο πατέρας της και την μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο όπου έτυχε πρώτων βοηθειών.

 

Σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία αλλά και τη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου, η σύγκρουση έγινε στο σημείο που βρισκόταν το ακινητοποιημένο όχημα δηλαδή στο σημείο Χ1 επί του Τεκμηρίου 2 και όχι στο σημείο που υπέδειξε ο Αστυνομικός Χριστόφορος Χριστοφόρου (ΜΚ2) και ο οδηγός της μοτοσυκλέτας ΜΚ3 (Χ επί του Τεκμηρίου 2). Κατά την αντεξέταση, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής της υπέβαλε ότι αμέσως μετά τη σύγκρουση μετακίνησε το όχημα της στο αριστερό παγκέτο ασφαλείας για να κατασκευάσει τη δική της εκδοχή. Η κατηγορούμενη αρνήθηκε την πιο πάνω θέση. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο αποχώρησε από τη σκηνή του ατυχήματος, η κατηγορούμενη ανέφερε πως βρισκόταν σε κατάσταση σοκ αφού πρώτη φορά ενεπλάκη σε ατύχημα αντικρύζοντας μάλιστα την εικόνα ενός τραυματισμένου ανθρώπου στη μέση του δρόμου.  

 

Εξέτασα με ιδιαίτερη προσοχή τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, προερχόμενη τόσο από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής όσο και από την κατηγορούμενη. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίστηκε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά συσχετίστηκε, αντιπαρατέθηκε με τη μαρτυρία των λοιπών μαρτύρων και διερευνήθηκε υπό την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων όπως καθορίζεται από τη νομολογία μας. (Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ 1056 Mustafa v. Κακουρή κ.α (2002) 1Α Α.Α.Δ 165). Όπως έχει δε καθιερωθεί νομολογιακά, είναι επιτρεπτή η θεώρηση μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα ως αξιόπιστου και άλλου ως αναξιόπιστου (βλ. υπόθεση Mustafa (ανωτέρω)).

 

Δεν αποδέχομαι ως αληθή την εκδοχή του αστυνομικού Χριστόφορου Χριστοφόρου (ΜΚ2) και του οδηγού της μοτοσυκλέτας (ΜΚ3), ως προς τον τρόπο πρόκλησης του ατυχήματος για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια.

 

Προς τούτο αναφέρω ότι η μαρτυρία του αστυνομικού Χριστόφορου Χριστοφόρου (ΜΚ2) σε σχέση με τον τρόπο οδήγησης της κατηγορούμενης πριν και κατά τη σύγκρουση είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με αυτή του οδηγού της μοτοσυκλέτας (ΜΚ3). Εντοπίζω στην κατάθεση του ΜΚ2 τη χρήση εντελώς ίδιων φράσεων όπως αυτές που χρησιμοποίησε ο οδηγός της μοτοσυκλέτας (ΜΚ3) στη δική του κατάθεση. Παραπέμπω προς τούτο στην κατάθεση του Χριστόφορου Χριστοφόρου (ΜΚ2) ο οποίος αναφέρει πως η κατηγορούμενη «εντελώς ξαφνικά και απότομα, χωρίς προηγουμένως να δείξει με οποιοδήποτε τρόπο, άλλαξε λωρίδα και κινήθηκε διαγώνια δεξιότερα της πορείας της» (Τεκμήριο 6).  Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας στη δική του κατάθεση ημερομηνίας 03/07/2019 επαναλαμβάνει ταυτόσημες φράσεις. Συγκεκριμένα αναφέρει πως η κατηγορούμενη «εντελώς ξαφνικά και απότομα, χωρίς να δείξει προηγουμένως ότι θα άλλαζε λωρίδα κινήθηκε απότομα δεξιότερα της πορείας της και μπήκε διαγώνια δεξιά» (Τεκμήριο 7). Αυτό καταδεικνύει κατά τη γνώμη μου την προσπάθεια της αστυνομίας να βοηθήσει την εκδοχή του οδηγού της μοτοσυκλέτας.

 

Πέραν των πιο πάνω, κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του Χριστόφορου Χριστοφόρου (ΜΚ2) διέκρινα μια προσπάθεια εκ μέρους του να υποβιβάσει την αναγκαιότητα παρέμβασης της αστυνομίας για τη διοχέτευση της κίνησης από την αριστερή στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό έγινε προς υποστήριξη της θέσης πως δεν έκανε οποιοδήποτε σήμα στην κατηγορούμενη να αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας.

 

Για σκοπούς της παρούσης υπόθεσης είναι σημαντικό ότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας (ΜΚ3) στη μαρτυρία του παραδέχθηκε πως ο ίδιος δεν ελάττωσε ταχύτητα μολονότι πρόσεξε ότι τα διερχόμενα οχήματα από αριστερά χαμήλωναν ταχύτητα και άλλαζαν λωρίδα κυκλοφορίας μπαίνοντας στη δική του λωρίδα. Σύμφωνα με την κατάθεση του και τη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου, εκινείτο στη δεξιά λωρίδα με ταχύτητα 80 km/h. Ενώ δηλαδή υπήρχε εμπόδιο στο δρόμο και τα διερχόμενα οχήματα ελάττωναν ταχύτητα για να γίνεται διοχέτευση της κίνησης από την αριστερή στη δεξιά λωρίδα, εντούτοις ο ΜΚ3 συνέχιζε απρόσκοπτα την πορεία του. Όπως είπε, ένας λόγος που το έπραξε αυτό είναι διότι τα προπορευόμενα του οχήματα βρίσκονταν σε μακρινή απόσταση. Δεν μπορούσε ωστόσο να προσδιορίσει την απόσταση που είχε από τα προπορευόμενα οχήματα, μολονότι ήταν σε θέση να προσδιορίσει πως αντιλήφθηκε την παρουσία του περιπολικού οχήματος σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Ούτε ο ΜΚ2 στη δική του μαρτυρία ήταν σε θέση να περιγράψει την απόσταση που είχε η μοτοσυκλέτα από το όχημα της κατηγορούμενης ή την ταχύτητα με την οποία κινείτο η μοτοσυκλέτα. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι ο ΜΚ3 δεν ελάττωσε ταχύτητα παρά το γεγονός πως είχε αντιληφθεί το εμπόδιο στον δρόμο.

 

Ο Παναγιώτης Παναγιώτου (ΜΚ1) εξεταστής της υπόθεσης, βασίστηκε στα λεγόμενα του συναδέλφου του Χριστόφορου Χριστοφόρου (ΜΚ2) για σκοπούς ετοιμασίας του σχεδίου της σκηνής του ατυχήματος, αφού όταν μετέβη στη σκηνή του ατυχήματος το όχημα της κατηγορουμένης και το περιπολικό είχαν ήδη μετακινηθεί από τις θέσεις στις οποίες βρίσκονταν τη στιγμή της σύγκρουσης. Το σχέδιο της σκηνής βεβαίως (Τεκμήριο 2) από μόνο του δεν αποδεικνύει τον τρόπο πρόκλησης του ατυχήματος αλλά αποτελεί οδηγό για το Δικαστήριο σε συνάρτηση με την αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας για την εξαγωγή των ορθών συμπερασμάτων. (βλ. Αντώνη Σωτηρίου ν. Αστυνομίας, (2002) 2 Α.Α.Δ. 307, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 160, Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ 267, Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1362, Α/φοί Παπαλαζάρου Λτδ ν. Σοφοκλή Μιχαήλ (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1388).

 

Έλαβα υπόψη τα σημεία στα οποία εντόπισε τα ίχνη τροχοπέδησης και τις εκδορές της μοτοσυκλέτας (Β1 και Β2 στο Τεκμήριο 2). Πρόσθετα, έλαβα υπόψη μου, ότι ο ΜΚ1 θεωρεί πως οι εκδορές της μοτοσυκλέτας συνάδουν με τον τρόπο που υπέδειξε ο ΜΚ2 πως έγινε το ατύχημα. Το σημείο όμως που εντόπισε ο εξεταστής Παναγιώτης Παναγιώτου (ΜΚ1) τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας δεν συνάδει με το σημείο που ανέφερε η αστυνομικός Ελπίδα Αλωναρίτη (ΜΚ4) πως άκουσε τα φρένα της μοτοσυκλέτας.

 

Η ΜΚ4 δεν είδε τη σύγκρουση. Η μαρτυρία της όμως είναι σημαντική. Και τούτο, διότι καθορίζει τόσο το σημείο που άκουσε τα ίχνη τροχοπέδησης όσο και τη χρονική στιγμή που είδε το όχημα της κατηγορουμένης να περνά το ακινητοποιημένο οχήμα και να σταματά στο βόρειο παγκέτο.

 

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην κατάθεση της η ΜΚ4, τη στιγμή που άκουσε το θόρυβο των στόπερ της μοτοσυκλέτας γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του θορύβου και είδε τη μοτοσυκλέτα να ανατρέπεται στο δρόμο και «ταυτόχρονα» το όχημα της κατηγορούμενης να περνά από το ακινητοποιημένο όχημα και να σταματά στο βόρειο παγκέτο λίγα μέτρα ανατολικότερα του σημείου στο οποίο βρισκόταν η ίδια εκείνη τη στιγμή (Τεκμήριο 5).

 

Τοποθετεί δηλαδή τον θόρυβο από τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας κοντά στο ακινητοποιημένο όχημα. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο τα ίχνη τροχοπέδησης που εντόπισε ο ΜΚ1 πρόκειται πράγματι για τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας. Πρόσθετα η ΜΚ4 είδε τη μοτοσυκλέτα να ανατρέπεται και «ταυτόχρονα» την κατηγορούμενη να βρίσκεται στο σημείο του ακινητοποιημένου οχήματος.

Οι πιο πάνω αναφορές της ΜΚ4 συνάδουν με τη θέση της κατηγορουμένης ως προς το σημείο που επήλθε η σύγκρουση. Το σημείο σύγκρουσης είναι σημαντικό αφού σχετίζεται με τον τρόπο που προκλήθηκε το ατύχημα. Υπενθυμίζεται ότι η θέση της κατηγορούμενης είναι ότι το όχημα της είχε ήδη ευθυγραμμιστεί όταν επήλθε η σύγκρουση.

 

Η ΜΚ4 απαντούσε με ευθύτητα, σαφήνεια και ειλικρίνεια.  Ανέφερε πως δεν γνώριζε κατά πόσο ο συνάδελφος της Χριστόφορος Χριστοφόρου (ΜΚ2) κρατούσε φανάρι και έκανε σήμα στους οδηγούς να κινηθούν δεξιότερα της πορείας τους.

 

Η εκδοχή της κατηγορούμενης ενώπιον του Δικαστηρίου είναι πειστική. Είναι ακριβώς η ίδια με την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία δύο μόλις ημέρες μετά το ατύχημα. Απαντούσε με ευκρίνεια, φυσικότητα και αμεσότητα. Η εκδοχή της σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης ενισχύθηκε και από τη μαρτυρία της αστυνομικού Ελπίδας Αλωναρίτη (ΜΚ4) για τους λόγους που προαναφέρθησαν.

 

Είναι γνωστό ότι το βάρος απόδειξης της κατηγορίας το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, η οποία οφείλει να αποδείξει την υπόθεση της  πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση  Charitonos and others v. The Republic (1971) 2 C.L.R 40, αμφιβολία μπορεί να δημιουργηθεί είτε από την προσκομισθείσα μαρτυρία είτε από την απουσία σημαντικής μαρτυρίας.

 

Περαιτέρω, όπως έχει υποδειχθεί στην απόφαση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης παραμείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε ο κατηγορούμενος πρέπει να αθωωθεί. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Ηρακλέους ν. Δήμου Λεμεσού (1993) 2 Α.Α.Δ. 410, αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη είναι η ενοχή του κατηγορουμένου και όχι η αθωότητα του.

 

Δεδομένων όλων όσων έχω προαναφέρει στην απόφαση μου, δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες ως προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες καταγγέλθηκε η κατηγορούμενη και τον επακριβή τρόπο πρόκλησης του ατυχήματος. Κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον της κατηγορούμενης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ως εκ τούτου η κατηγορούμενη αθωώνεται.

 

 

 

(Υπ.)………….....................

                  Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

Subject:  Criminal/Traffic/Final

Αναφορά: Αμελής Οδήγηση



[1] άρθρο 8(1)(γ) Οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, και προκαλεί σωματική βλάβη είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο