ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 11155/18

 

Μεταξύ:

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

S.H. K.

 

Κατηγορούμενη

 

Ημερομηνία: 30.04.24

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Αναστασίου

Για κατηγορούμενη: κ. Σπηλιοτόπουλος

Κατηγορούμενη: παρούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ)

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει τις εξής κατηγορίες:

 

(1) της πλαστογραφίας κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α) και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος που αναφέρονται στο κατηγορητήριο κατηγορείται ότι κατήρτισε πλαστό έγγραφο, δηλαδή το διαβατήριο με αριθμό ΧΧΧ933 και χώρα έκδοσης τη Σρι Λάνκα, με σκοπό την καταδολίευση,

 

(2) της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 339 και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και συγκεκριμένα ότι στις 14.05.2015 έθεσε σε κυκλοφορία το εν λόγω διαβατήριο, το οποίο ήταν πλαστό,

 

(3) της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 305 του Ποινικού Κώδικα και συγκεκριμένα ότι στις 14.05.2015 εσκεμμένα εξασφάλισε εγγραφή και άδεια παραμονής στη Δημοκρατία με ψευδείς παραστάσεις, και

 

(4) της πλαστοπροσωπίας, κατά παράβαση των άρθρων 360 και 35 του Ποινικού Κώδικα, 154, δηλαδή ότι στις 14.05.2015 με σκοπό την καταδολίευση της ΥΑΜ Λεμεσού, ψευδώς παρέστησε τον εαυτό της ως H.S.K.

 

Για να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον της κατηγορούμενης, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο τέσσερις μάρτυρες ενώ σειρά από γεγονότα έχουν δηλωθεί από κοινού στο Δικαστήριο ως παραδεκτά και έχουν εγκριθεί ως τέτοια.

 

Θα παραθέσω συνοπτικά μόνο εκείνες τις πτυχές της προσκομισθείσας μαρτυρίας τις οποίες κρίνω ως ουσιώδης για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

 

Η Μ.Κ.1 (κα. Παρασκευή Χρυσάνθου) ισχυρίστηκε ότι η κατηγορούμενη, με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα, είναι το πρόσωπο που εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στο σπίτι της μητέρας της από το 2011-2013. Εκείνη την γνώριζε ως Rasani Niluma Makolage, αφού με αυτά τα στοιχεία είχε έλθει στην Κύπρο τότε.  Ο Μ.Κ.2 (κ. Ξένιος Αναξαγόρας), σύζυγος της Μ.Κ.1,  ισχυρίστηκε και εκείνος ότι αναγνωρίζει την κατηγορούμενη ως το πρόσωπο που εργαζόταν στο σπίτι της πεθεράς του, κατά την πιο πάνω περίοδο, την οποία γνώριζε και εκείνος με το όνομα Rasani Niluma Makolage.

 

H M.K.3 (Λοχίας 213 κα. Α.Θεοδοσίου), η οποία εργαζόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο στο ΤΑΕ Λεμεσού, ήταν η ανακρίτρια της παρούσας υπόθεσης. Ανέφερε ότι, κατά το 2015, η αστυνομία είχε λάβει πληροφορία ότι η κατηγορούμενη, η οποία αφίχθηκε στην Κύπρο στις 29/03/2015, παρουσιάζοντας το διαβατήριο που φέρει το όνομα που αναγράφεται και στο κατηγορητήριο, δηλαδή H.S.K. (Τεκμήριο 5), είχε έρθει προηγουμένως στην Κύπρο με το όνομα Rasani Niluma Makolage και είχε λάβει άδεια παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός. Η Μ.Κ.1 την είχε αναγνωρίσει τότε ως το πρόσωπο που εργαζόταν στο σπίτι της μητέρας της. Ενόψει τούτου, η Μ.Κ.3 προχώρησε σε διάφορα διαβήματα για τη διερεύνηση της υπόθεσης τα οποία παρέθεσε στο Δικαστήριο.

 

Μεταξύ άλλων, ανέφερε η Μ.Κ.3, ότι το διαβατήριο της κατηγορούμενης (φωτοαντίγραφο του οποίου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5) αποστάλθηκε στο Εργαστήριο Εξέτασης Εντύπων και Εκτυπώσεων Ασφαλείας της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών με σκοπό να διαπιστωθεί εάν ήταν γνήσιο ή όχι. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 24, ήτοι την Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης ημερομηνίας 10.09.2015, το διαβατήριο θεωρήθηκε ότι «περικλείει τα απαραίτητα στοιχεία ασφαλείας» και ότι «πρόκειται για γνήσιο διαβατήριο Σρι Λάνκα». Η πραγματογνώμονας σημειώνει ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, όμως, εάν τα στοιχεία που αναφέρονται σε αυτό ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η Μ.Κ.3 επιχείρησε να λάβει κάποιες πληροφορίες από τις αρχές του Κολόμβο. Σχετική αλληλογραφία μεταξύ των αρχών της Κύπρου με την Interpol Κολόμβο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 18. Η συνδρομή της Interpol Κολόμβο στη διερεύνηση της υπόθεσης ήταν χρονοβόρα και περιορισμένη, ως αναφέρθηκε από τη μάρτυρα. Η Interpol Κολόμβο επιβεβαίωσε ότι  το διαβατήριο της κατηγορούμενης με αριθμό ΧΧΧ933 ήταν γνήσιο  και δεν έχει καταγγελθεί από κανένα ως κλοπιμαίο ή απολεσθέν.

 

Κατόπιν συγκατάθεσης της κατηγορούμενης, λήφθηκαν δείγματα γραφής και υπογραφής της κατηγορούμενης και στάλθηκαν στο Εργαστήριο Γραφολογίας της ΥΠ.ΕΓ.Ε, ώστε να συγκριθούν με δείγματα γραφής και υπογραφής της  Rasani που βρίσκονταν στον διοικητικό φάκελο που διατηρούσε σε σχέση με το πρόσωπο αυτό το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της γραφολογικής εξέτασης (Τεκμήριο 25) δεν προέκυψε σύνδεση μεταξύ των δειγμάτων γραφής που είχαν σταλεί.

 

Επίσης, κατά το 2017, διενεργήθηκε εξέταση φωτογραφίας της Rasani που λήφθηκε το 2011 (Τεκμήριο 3), η οποία εντοπίστηκε σε έντυπη μορφή στο διοικητικό της φάκελο, με φωτογραφία που λήφθηκε από την κατηγορούμενη το 2017 (Τεκμήριο 4). Η σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης κατατέθηκε ως Τεκμήριο 20 και αναφέρει καταληκτικά ότι «υπάρχει μέτρια υποστήριξη στην υπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, ενώ για την υπόθεση ότι πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο, δεν έχουν εντοπισθεί κάποια ουσιαστικά χαρακτηριστικά που να την υποστηρίζουν».

 

Αντεξεταζόμενη η μάρτυρας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί να γνωρίζει εάν το διαβατήριο με αριθμό ΧΧΧ933 είναι πλαστό και εάν η κατηγορούμενη έθεσε σε κυκλοφορία κάποιο πλαστό έγγραφο. Επίσης, δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί ως προς το κατά πόσο το πραγματικό όνομα της κατηγορούμενης και τα υπόλοιπα στοιχεία της είναι αυτά που καταγράφονται στο διαβατήριο (Τεκμήριο 5) καθώς και στο κατηγορητήριο ή εάν το πραγματικό της όνομα είναι Rasani Niluma Makolage ή κάποιο άλλο.  

 

Η Μ.Κ.4 υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής της ημερομηνίας 03.04.2017 (Τεκμήριο 19). Κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν στο κλιμάκιο της Υ.Α.Μ. στη Λεμεσό. Κατέθεσε ότι στις 14.05.2015 προσήλθε στα γραφεία της Υ.Α.Μ. Λεμεσού η κατηγορούμενη για εγγραφή και ανανέωση της άδειας παραμονής της και εργασίας της ως οικιακή βοηθός. Διευκρίνισε ότι κατά τη διαδικασία υποβολής του αιτήματός της, η κατηγορούμενη παρουσίασε το διαβατήριο με αριθμό ΧΧΧ933.

 

Αυτή ήταν συνοπτικά η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή.

 

Μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, ο συνήγορος της κατηγορούμενης εισηγήθηκε πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, έτσι ώστε να πρέπει να κληθεί σε απολογία η κατηγορούμενη.

 

Η εισήγηση εδράζεται στις πρόνοιες του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Κλασσική επί του θέματος απόφαση είναι η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, παρά μόνο εξετάζει κατά πόσο αυτή, αντικειμενικά κρινόμενη, υποστηρίζει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή κατά πόσο, η μαρτυρία που έχει προσαχθεί είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου. Η αρχή αυτή πηγάζει από το συνταγματικά κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας υπέρ κάθε κατηγορουμένου προσώπου.

 

Έχω ακούσει με προσοχή όσα ανέφερε ο συνήγορος Υπεράσπισης προς υποστήριξη του αιτήματός του, καθώς και τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής και τα έχω λάβει υπόψη μου. Είναι καταγραμμένα στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.

 

Στρέφομαι, λοιπόν, να εξετάσω κατά πόσο η μαρτυρία που έχει προσκομισθεί, ιδωμένη στο απόγειό της, αρκεί για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη:

 

Η 1η κατηγορία αφορά στο αδίκημα της πλαστογραφίας, το οποίο εδράζεται στις πρόνοιες του άρθρου 331 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό πλαστογραφία συνεπάγεται τον καταρτισμό πλαστού εγγράφου με σκοπό καταδολίευσης.

 

Το πότε καταρτίζεται πλαστό έγγραφο αναλύεται στη διάταξη του άρθρου 333(α) του Ποινικού Κώδικα το οποίο διαλαμβάνει ότι ένας κατηγορούμενος καταρτίζει πλαστό έγγραφο όταν αυτό «εμφανίζεται ως να μην είναι στην πραγματικότητα». Κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Georghiou v. The Republic (1984) 2 CLR 65 σελ. 91:

 

«No forgery is committed unless the document tells a lie about itself. This proposition is generally sound in law and is reflected in the definition of "forgery" in R. v. Ritson [1869] L.R. 1 C.L.R. 200, defining the crime as the fraudulent making of an instrument which purports to be that which it is not».

 

Καθοριστικό, άρα, στοιχείο για να θεωρείται ένα έγγραφο πλαστό δεν είναι το γεγονός ότι περιέχει ψέματα αλλά το ότι λέει ψέματα για τον εαυτό του, δηλαδή ένα έγγραφο το οποίο παρουσιάζεται ως κάτι, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι. 

 

Η νομολογία δεικνύει ότι η καλύτερη μαρτυρία για την απόδειξη πλαστογραφίας είναι η άμεση καθώς και αυτή που προέρχεται από εμπειρογνώμονα-γραφολόγο. Η άμεση μαρτυρία δίδεται από άτομο που επιμαρτύρησε την πράξη της πλαστογράφησης. Η μαρτυρία εμπειρογνώμονα-γραφολόγου είναι επίσης ουσιαστική στα πλαίσια απόδειξης κατηγορίας πλαστογραφίας (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Άντρης Ηρακλέους κ.α. (2005) 2 Α.Α.Δ.).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία που να τείνει να αποδείξει ότι το διαβατήριο που χρησιμοποίησε η κατηγορούμενη για να εισέλθει στην Κύπρο το 2015 ήταν «πλαστό» με τον τρόπο που ερμηνεύεται πιο πάνω. Αντιθέτως, τόσο η έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών (Τεκμήριο 24) όσο και οι απαντήσεις των αρχών του Κολόμβο (Τεκμήριο 18) επιμαρτυρούν ότι το εν λόγω διαβατήριο είναι γνήσιο και καταρτίστηκε νόμιμα.

 

Δεν στοιχειοθετούνται, λοιπόν, σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πλαστογραφίας.

 

Για τον ίδιο λόγο δεν στοιχιεοθετούνται ούτε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αφορά στη 2η κατηγορία, ήτοι σε σχέση με το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, στη βάση του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα. Για την απόδειξη και αυτού του αδικήματος χρειάζεται να προσκομιστεί μαρτυρία ότι το έγγραφο, το οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία, ήταν όντως «πλαστό»× μαρτυρία η οποία απουσιάζει στην προκειμένη περίπτωση.

 

Η 3η κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη αφορά στην εξασφάλιση εγγραφής και άδειας παραμονής στη Δημοκρατία με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 305 του Ποινικού Κώδικα.

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι ότι ένας κατηγορούμενος (α) ενεργώντας εσκεμμένα, (β) με ψευδή παράσταση, (γ) εξασφαλίζει για τον εαυτό του ή για άλλον εγγραφή δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμού.

 

Ο όρος «ψευδής παράσταση» ερμηνεύεται στο άρθρο 297 του Ποινικού Κώδικα, ως παράσταση γεγονότος παρελθόντος ή παρόντος που γίνεται με λόγια, έγγραφο ή συμπεριφορά η οποία είναι ψευδής και την οποία εκείνος ο οποίος προβαίνει στην εν λόγω παράσταση, είτε γνωρίζει ότι τούτη είναι ψευδής, είτε δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.

 

Η ψευδής παράσταση  δεν είναι αναγκαίο να γίνεται με λόγια.  Είναι δυνατό αυτή να μπορεί να εξαχθεί μέσα από τις πράξεις και γενικά τη συμπεριφορά ενός προσώπου έστω και εν απουσία οποιασδήποτε προφορικής ή γραπτής παράστασης.  Επιπρόσθετα θα πρέπει να αφορά σε παρουσίαση κάποιου γεγονότος ως υφιστάμενου ενώ στην πραγματικότητα τούτο δεν υφίσταται.  Όσο δε αφορά στην παρουσίαση του υπαρκτού γεγονότος αυτό  δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι ρητά ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε το υπαρκτό του γεγονότος.  Είναι αρκετό να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι με τον τρόπο που ενήργησε ο κατηγορούμενος εξάγεται το συμπέρασμα ότι αυτός ισχυρίστηκε το υφιστάμενο του γεγονότος (βλ. Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008)2 ΑΑΔ 861Μιχάλης Ζένιου κ.α. ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 65).

 

Το βάρος απόδειξης του ψευδούς των παραστάσεων βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής η οποία θα πρέπει να τις αποδείξει όπως τις επικαλείται στο κατηγορητήριο. Όταν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των παραστάσεων που περιγράφονται στο κατηγορητήριο από εκείνες που απορρέουν από την προσκομισθείσα μαρτυρία χωρίς η Κατηγορούσα Αρχή να προβεί σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου τότε ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να καταδικάζεται (βλ. Police v. Kyzas (1982) 1 J.S.C. 202 και R. v. Goldsmith (1873) L.R.2 C.C.R. σελ. 74).

 

Στρεφόμενος στην κατηγορία 3 ως αυτή διατυπώνεται στο κατηγορητήριο, παρατηρώ αρχικά ότι στις λεπτομέρειες του αδικήματος δεν εξειδικεύεται ποια είναι η κατ’ ισχυρισμό ψευδής παράσταση γεγονότος στην οποία προέβη η κατηγορούμενη, παρά μόνο ότι αυτή έλαβε χώρα στις 14.05.15 με σκοπό να λάβει άδεια παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό, δυστυχώς, δημιουργεί αναπόφευκτα δυσκολία στον καθορισμό της ψευδούς παράστασης στην οποία, σύμφωνα με την κατηγορία, προέβη η κατηγορούμενη εκείνη την ημέρα. Παράλληλα, δεν έχουν ζητηθεί περαιτέρω λεπτομέρειες από την πλευρά της Υπεράσπισης ώστε να διευκρινιστεί η ασάφεια που παρατηρείται στο κατηγορητήριο.  

 

Από τη μαρτυρία που έχει προσκομισθεί, και ειδικότερα τη μαρτυρία της Μ.Κ.4, προκύπτει ότι στις 14.05.15 η κατηγορούμενη μετέβη στα γραφεία της ΥΑΜ Λεμεσού και παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως S.H.K. (καθώς και το πρωτότυπο διαβατήριο της) επιχείρησε να λάβει άδεια παραμονής και εργασίας στην Κυπριακή Δημοκρατία ως οικιακή βοηθός. Περαιτέρω, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της κατηγορούμενης που διατηρείται από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Τεκμήριο 16), στις 14.05.15 η κατηγορούμενη (μαζί με την εργοδότριά της) υπέβαλαν στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Αίτηση για απόκτηση άδειας εισόδου, εγγραφής και προσωρινής διαμονής, παραθέτοντας τα στοιχεία της κατηγορούμενης ως αυτά αναγράφονται και στο διαβατήριο με αριθμό ΧΧΧ933.

 

Δεν έχει, όμως, προσκομισθεί μαρτυρία που να τείνει να αποδείξει ότι τα στοιχεία αυτά είναι ψευδή και ότι δηλαδή το εν λόγω διαβατήριο δεν ανήκει στην κατηγορούμενη. Ειδικότερα, η φωτογραφία που παρουσιάζεται στο διαβατήριο της κατηγορούμενης δεν υποβλήθηκε σε οποιοδήποτε επιστημονικό έλεγχο ώστε να διαφανεί κατά πόσο αυτή απεικονίζει την κατηγορούμενη ή κάποιο άλλο πρόσωπο. Πρόκειται, κατά την κρίση, μου για σημαντική παράληψη κατά το χρόνο διερεύνησης της υπό κρίση υπόθεσης. Ως εκ τούτου, η Κατηγορούσα Αρχή δεν φαίνεται να είναι σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο η κατηγορούμενη ονομάζεται όντως S.H.K. ή όχι, και εάν είναι αυτή που απεικονίζεται στη φωτογραφία που περιέχεται στο διαβατήριο (Τεκμήριο 5). Οι μάρτυρες κατηγορίας, βεβαίως, εξέφρασαν τις απόψεις τους, πιθανολογώντας, ως προς το κατά πόσο η φωτογραφία αυτή ομοιάζει με την κατηγορούμενη ή όχι, αλλά προφανώς κανένας από αυτούς δεν διαθέτει την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη ή εξειδίκευση για να προβεί σε τέτοιο συμπέρασμα με βεβαιότητα.

 

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ποιότητα του φωτοαντιγράφου του διαβατηρίου της κατηγορούμενης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο είναι κακή, αν και η ίδια φωτογραφία φαίνεται να υπάρχει σε πρωτότυπη μορφή εντός του Τεκμηρίου 16. Στο βαθμό που η φωτογραφία που περιέχεται στο διαβατήριο μπορεί να εξεταστεί από το ίδιο το Δικαστήριο, ούσα «πραγματική μαρτυρία», και να συγκριθεί με το πρόσωπο της κατηγορούμενης (το οποίο είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω κατά την ακρόαση της υπόθεσης), δεν θεωρώ ότι παρουσιάζονται τέτοιες οφθαλμοφανείς διαφορές μεταξύ της φωτογραφίας αυτής και της κατηγορούμενης που να υποστηρίζουν, δίχως άλλο, ότι πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο. Πρόκειται, θεωρώ, για ζήτημα που χρήζει επιστημονικής εξέτασης από εμπειρογνώμονα.

 

Στην απουσία μαρτυρίας που να τείνει να αποδείξει ότι το πραγματικό όνομα της κατηγορούμενης δεν είναι αυτό που αναγράφεται στο κατηγορητήριο (αλλά ότι στην πραγματικότητα το όνομά της είναι Rasani Niluma Makolage ή κάποιο άλλο) και ότι, κατά συνέπεια,  τα υπόλοιπα στοιχεία που περιέχονται στο διαβατήριο και τα οποία η κατηγορούμενη συμπεριέλαβε στην αίτησή της για λήψη άδειας και εργασίας στην Κύπρο στις 14.05.2015, στην πραγματικότητα, δεν αντιστοιχούν στο πρόσωπό της, η θέση ότι η κατηγορούμενη προέβη σε ψευδείς παραστάσεις δεν έχει τεκμηριωθεί και παρέμεινε μετέωρη. Δεν στοιχειοθετούνται, συνεπώς, τα συστατικά στοιχεία ούτε αυτού του αδικήματος.

 

Η πιο πάνω κατάληξή μου, ήτοι ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία, ιδωμένη στο απόγειό της, δεν αρκεί για να αποδείξει ότι η κατηγορούμενη δεν είναι στην πραγματικότητα η S.H.K, αλλά άλλο πρόσωπο, συμπαρασύρει και την 4η κατηγορία που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη, δηλαδή αυτό της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση του άρθρου 360 του Ποινικού Κώδικα.

 

Βάσει της διατύπωσης του εν λόγω αδικήματος, η κατηγορούμενη παρέστητε τον εαυτό της ψευδώς ως S.H.K. Είναι εμφανές ότι για να μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το εν λόγω αδίκημα, θα έπρεπε να προσκομισθεί μαρτυρία ότι η κατηγορούμενη δεν είναι στην πραγματικότητα το πρόσωπο αυτό. Το διαβατήριο, όμως, που έχει στην κατοχή της η κατηγορούμενη επιμαρτυρεί ότι αυτό είναι το όνομά της και, εξάλλου, είναι με αυτό το όνομα που προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Σαφώς, η πιθανότητα η κατηγορούμενη να είναι το πρόσωπο που ήρθε στην Κύπρο κατά το 2011 με το όνομα Rasani δεν μπορεί να αποκλειστεί σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, αφού τέτοιο εύρημα προϋποθέτει την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2. Ακόμη και έτσι, όμως, να έχουν τα πράγματα, η προσκομεισθείσα μαρτυρία, ενόψει και της παράληψης επιστημονικής εξέτασης της φωτογραφίας που περιέχεται στο διαβατήριο που η κατηγορούμενη παρουσίασε στις Κυπριακές αρχές (ώστε αυτό να δύναται να αποσυνδεθεί με το πρόσωπο της κατηγορούμενης), δεν αρκεί για την εξαγωγή συμπεράσματος ότι το όνομα της κατηγορούμενης είναι, στην πραγματικότητα, άλλο από αυτό που αναγράφεται στο διαβατήριο της, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως «γνήσιο» από τις αρμόδιες αρχές.

 

Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης ότι δεν έχουν στοιχειοθετηθεί, εν προκειμένω, τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη, με βρίσκει σύμφωνο.

 

Η κατηγορούμενη, συνεπώς, αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

[Υπ.]…………………………

Θ. Συμεωνίδης, προσ. Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο