ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 19252/19

 

Μεταξύ:

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

ν.

Θ. Α.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 25.04.2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου

Για Κατηγορούμενο: κα. Μ. Λαβίθια  

Κατηγορούμενος: παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 24/05/2018 επιτέθηκε στη Ν.Α. και της προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. 

 

Για την απόδειξη της υπόθεσής της εναντίον του κατηγορούμενου, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τρεις μάρτυρες. Εκ μέρους της Υπεράσπισης, κατέθεσε ενόρκως ο ίδιος ο κατηγορούμενος.

 

Το περιεχόμενο της μαρτυρίας του καθενός από αυτούς, ως αυτό μπορεί να συνοψιστεί από το Δικαστήριο, παρατίθεται πιο κάτω. Ακολουθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους σε αντιπαραβολή βεβαίως με την υπόλοιπη προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Μ.Κ.1 – Α/αστ 2253 Μαρίνος Χριστοφόρου

 

Ο Μ.Κ.1 υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής του την κατάθεση που ετοίμασε στις 13/06/2018 (Τεκμήριο 1). Ανέφερε ότι στις 25/05/2018 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 2, και ότι την ίδια ημέρα τον κατηγόρησε γραπτώς (Τεκμήριο 3).

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι, πέραν από τα όσα αναφέρονται στο Τεκμήριο 1, είναι ο ίδιος έλαβε κατάθεση και από την παραπονούμενη στις 25/05/2018. Εκτός τούτου, δεν έκανε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια πέραν από αυτές που αναγράφονται στην κατάθεσή του. Ερωτώμενος σχετικά, διευκρίνισε ότι  δεν έλαβε οποιεσδήποτε άλλες καταθέσεις από τους γείτονες της παραπονούμενης, ότι δεν εξέτασε οποιοδήποτε ΚΚΠ, δεν θυμόταν να ζήτησε να δει το βίντεο το οποίο κατ’ ισχυρισμό τράβηξε ο κατηγορούμενος από το κινητό του κατά το επίδικο συμβάν (ως αναφέρεται στην κατάθεσή του κατηγορούμενου), ούτε θυμόταν εάν είναι ο ίδιος που είδε την παραπονούμενη ότι εκείνη προσήλθε αρχικά στο αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει τον κατηγορούμενο και να λάβει παραπεμπτικό για ιατρική εξέταση.

 

Μ.Κ.2 – Ν.Α.

 

Η παραπονούμενη υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής της την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 25/05/2018 (Τεκμήριο 4). Κατέθεσε ότι μαζί με τον κατηγορούμενο έχουν αποκτήσει ένα παιδί, ηλικίας 3 μηνών και ότι κατά το χρόνο γέννησης του παιδιού είχαν χωρίσει και έκτοτε διέμενε μόνη της μαζί με το παιδί. Μετά το χωρισμό τους, ο κατηγορούμενος την επισκεπτόταν οποιαδήποτε ώρα επιθυμούσε για να δει το μωρό προκαλώντας της ενόχληση αλλά η ίδια δεν είχε προβεί σε καταγγελία στο παρελθόν για αυτό το θέμα. Στις 24/05/2018, περί η ώρα 17:00 της τηλεφώνησε και της ζήτησε επίμονα να την επισκεφθεί ώστε να δει το μωρό. Του επέτρεψε να έρθει. Αφού πέρασαν 10 λεπτά, ο κατηγορούμενος ήρθε στο διαμέρισμα της παραπονούμενης με «άγριες διαθέσεις», ως ανέφερε. Της φώναζε και την έβριζε λέγοντάς της ότι δεν είναι άξια να μεγαλώσει το μωρό, της είπε ότι σκόπευε να επισκέπτεται το μωρό όποτε ο ίδιος ήθελε χωρίς να ζητά τη συγκατάθεσή της και ότι θα εκκινούσε διαδικασίες για να λάβει τη γονική μέριμνα του μωρού. Η ίδια κρατούσε το μωρό στα χέρια της και δεν αντέδρασε εκείνη την ώρα, παρά μόνο προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Σε κάποια στιγμή αυτός προσπάθησε να της πάρει το μωρό από τα χέρια αλλά δεν του το επέτρεψε και ο κατηγορούμενος άρχισε, χρησιμοποιώντας το κινητό του να την κινηματογραφεί. Στην προσπάθειά της να τον σταματήσει άγγιξε το κινητό του και εκείνο έπεσε στο πάτωμα. Ο κατηγορούμενος θεώρησε ότι έπαθε ζημιά το κινητό του και τότε της έδωσε μια γροθιά με το αριστερό του χέρι, κτυπώντας την στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού της. Η παραπονούμενη κτύπησε πάνω στην τηλεόραση αλλά δεν έχασε την ισορροπία της. Αφού την κτύπησε της είπε ότι «εγώ μια μέρα θα σε κρεπάρω» και έφυγε από το διαμέρισμα. Η παραπονούμενη ένιωσε ζαλάδα ενώ πρήστηκε το σημείο όπου την κτύπησε ο κατηγορούμενος και μετέβη στο αστυνομικό τμήμα για να τον καταγγείλει. Αναφέρει στην κατάθεσή της ότι έλαβε παραπεμπτικό από την αστυνομία για ιατρική εξέταση και ότι κατά το χρόνο της κατάθεσής της, είχε ήδη εξεταστεί από ιατρό ο οποίος διαπίστωσε ότι είχε οίδημα δεξιάς μετωπιαίας. Ανέφερε, περαιτέρω, ότι ο κατηγορούμενος δεν την είχε απειλήσει και η ίδια είχε ήδη εκκινήσει διαδικασίες για έκδοση διατάγματος γονικής μέριμνας και διατροφής, οι οποίες κατά το χρόνο της κατάθεσης εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Συμπλήρωσε η παραπονούμενη ότι αποφάσισε να χωρίσει με τον κατηγορούμενο γιατί ήταν «άνθρωπος τοξικός» με «κακές παρέες», ότι κάποτε είχε βίαιες συμπεριφορές, ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών και θεωρούσε ότι αυτό δεν θα αποτελούσε ένα υγιές περιβάλλον για το παιδί. Ο κατηγορούμενος δεν τη βοηθούσε «σχεδόν καθόλου» οικονομικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και έπειτα, ενώ η ίδια του είχε αναφέρει ότι θα εκκινούσε δικαστικές διαδικασίες για την έκδοση διατάγματος διατροφής. Κατά τον επίδικο περιστατικό και πριν την κτυπήσει, ο κατηγορούμενος ο οποίος θεωρούσε ότι όποια χρήματα θα της έδινε βάσει διατάγματος διατροφής δεν θα χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του μωρού, άλλα ότι θα τα χρησιμοποιούσε η ίδια για δικούς της σκοπούς, έσκισε μπροστά της κάποια χαρτονομίσματα. Έτσι, ως ανέφερε η παραπονούμενη, ήθελε να της δείξει ότι τα χρήματα είναι δικά του και ότι δεν επρόκειτο να της τα δώσει. Πλέον, βάσει δικαστικού διατάγματος, ο κατηγορούμενος υποστηρίζει οικονομικά το παιδί.

 

Ερωτηθείσα σχετικά, η παραπονούμενη απάντησε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει για ποιο λόγο ο κατηγορούμενος άρχισε να την κινηματογραφεί με το κινητό του και ότι ενδεχομένως να το έκανε για να το δείχνει στους φίλους του και να την χλευάζει.

 

Αντεξεταζόμενη, η παραπονούμενη ανέφερε ότι πήγε στην αστυνομία να καταγγείλει το περιστατικό το ίδιο βράδυ. Έπειτα, της υποδείχθηκε η κατάθεσή της (Τεκμήριο 4) και ρωτήθηκε εάν πήγε να εξεταστεί από το γιατρό έπειτα από την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Η παραπονούμενη απάντησε καταφατικά.

 

Υποβλήθηκε στην κατηγορούμενη ότι η ίδια κλείδωσε τον κατηγορούμενο στο διαμέρισμά της και η ίδια αρνήθηκε ότι έκανε κάτι τέτοιο. Επίσης, η παραπονούμενη αρνήθηκε ότι η ίδια ενεργούσε «αλλοπρόσαλλά» ή ότι άρχισε να του ρίχνει κεριά όταν ο κατηγορούμενος άρχισε να την κινηματογραφεί με το κινητό του αλλά παραδέχτηκε ότι στην προσπάθειά του να τον σταματήσει, άγγιξε το κινητό του και αυτό έπεσε στο έδαφος.

 

Όσον αφορά το κτύπημα, η παραπονούμενη δεν θυμόταν να περιγράψει κατά πόσο αυτό ήταν δυνατό ή όχι. Απάντησε ότι βρισκόταν σε κατάσταση σοκ εκείνη τη στιγμή. Αυτό που θυμάται ήταν ότι λόγω του κτυπήματος έπεσε πάνω στην τηλεόραση, η οποία όμως ήταν τοποθετημένη σε κάποιο στήριγμα (stand) και μπροστά από τον τοίχο και η ίδια δεν έπεσε στο έδαφος.

 

Όσον αφορά τη δήλωσή της στην αστυνομία ότι ο κατηγορούμενος δεν την απείλησε, η παραπονούμενη διευκρίνισε ότι εννοούσε ο κατηγορούμενος δεν την απείλησε ότι θα έπραττε κάτι άμεσα εκείνο το βράδυ. Συμφώνησε, όμως, ότι η φράση που ξεστόμισε ο κατηγορούμενος, ήτοι ότι κάποια μέρα θα την «κρεπάρει», μπορεί να εκληφθεί ως απειλή λέγοντας, όμως, ότι εκείνη δεν την εξέλαβε ως τέτοια.

 

Αντεξεταζόμενη, η παραπονούμενη ανέφερε ότι έπειτα από το επίδικο συμβάν δεν είχε συνάψει εκ νέου σχέση μαζί με τον κατηγορούμενο. Ερωτηθείσα κατά πόσο, παρά το ότι χώρισαν, συνέχιζαν να βγαίνουν έξω μαζί, η παραπονούμενη απάντησε «όχι».  Όταν της υποβλήθηκε η θέση ότι θα μπορούσαν να της παρουσιαστούν φωτογραφίες που λήφθηκαν έπειτα από το συμβάν οι οποίες τους απεικονίζουν μαζί, η παραπονούμενη ανέφερε: «έκανα υποχωρήσεις για τον γιο μου στο κομμάτι πριν να βγουν τα διατάγματα, το έκανα προς όφελος του μωρού μου με την ψευδαίσθηση ότι κάποτε θα διορθωθεί, δεν τα βρήκαμε ποτέ όμως». Αρνήθηκε ότι έβγαιναν μαζί έξω «σε τραγουδιστές». Της υποδείχθηκε δέσμη φωτογραφιών, τις οποίες είχε αποθηκευμένες στο κινητό του ο κατηγορούμενος και οι οποίες απεικόνιζαν είτε το παιδί τους, είτε και τους τρεις μαζί, είτε τους δύο τους σε κάποια έξοδο. Καθώς της υποδεικνύονταν μία-μία οι φωτογραφίες, η παραπονούμενη απαντούσε ότι δεν θυμόταν ποιος τράβηξε τις φωτογραφίες αυτές και εάν πρόκειται για φωτογραφίες που λήφθηκαν έπειτα από το επίδικο συμβάν. Όταν ρωτήθηκε εάν ο χώρος όπου τραβήχτηκαν κάποιες από τις φωτογραφίες ήταν το διαμέρισμα όπου είχε μετακομίσει έπειτα από το συμβάν, αποδέχτηκε ότι όντως επρόκειτο για άλλο διαμέρισμα στο οποίο είχε μετακομίσει αργότερα. Εντούτοις, επέμεινε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε ακριβώς λήφθηκαν οι φωτογραφίες και εάν λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο. Επανέλαβε ότι υπήρχε μια περίοδος κατά την οποία η ίδια ήταν πιο «ελαστική» με τον κατηγορούμενο λόγω του ότι είναι ο πατέρας του παιδιού της και ο πρώτος της έρωτας. Ο χωρισμός τους, όμως, ήταν «ξεκάθαρος από την αρχή» και η ίδια προσπαθούσε να κατευνάσει τις εντάσεις στη σχέση τους για το καλό του μωρού της. 

 

Ερωτήθηκε η παραπονούμενη κατά πόσο, είχε επιχειρήσει να βλάψει τον εαυτό της, καταναλώνοντας χάπια, πριν από το επίδικο συμβάν λόγω του ότι ο κατηγορούμενος της ζήτησε να χωρίσουν και η ίδια αρνήθηκε κάτι τέτοιο. 

 

Της υποβλήθηκε η θέση ότι όταν κατήγγειλε τον κατηγορούμενο στην αστυνομία, λειτουργούσε εκδικητικά, επειδή ο ίδιος την απείλησε ότι θα διεκδικούσε τη γονική μέριμνα του παιδιού. Η παραπονούμενη αρνήθηκε κάτι τέτοιο και απάντησε ότι δεν είχε λόγο να τον εκδικηθεί, ενώ διερωτήθηκε εάν έχει εκκινήσει ο κατηγορούμενος τέτοια διαδικασία τελικά. Τόνισε ότι του επέτρεπε να βλέπει το παιδί, ακόμη και έπειτα από το συμβάν, ενώ πλέον ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί, βάσει δικαστικού διατάγματος, δύο φορές την εβδομάδα. Πρόσθεσε ότι δεν έχει κανένα λόγο να ταλαιπωρείται στα Δικαστήρια, ούτε να λέει ψέματα για να δημιουργήσει εντυπώσεις.

 

Μ.Κ.3 – Δρ. Α. Κυριάκου

 

Ο Μ.Κ.3 εργάζεται ως γιατρός στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού και είναι το πρόσωπο το οποίο εξέτασε την παραπονούμενη έπειτα από το επίδικο συμβάν. Τα προσόντα και η εμπειρογνωμοσύνη του δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της Υπεράσπισης. Υιοθέτησε για σκοπούς της κατάθεσής του, το περιεχόμενο της ιατρικής έκθεσης, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5. Ανέφερε ότι η παραπονούμενη προσήλθε στο Γενικό Νοσοκομείο και εγγράφηκε για σκοπούς εξέτασής της στις 24/05/2018 η ώρα 21:57. Εξετάστηκε λίγες ώρες αργότερα, ήτοι στις 25/05/24 η ώρα 02:45. Η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι κτυπήθηκε από γροθιά και κατά την εξέτασή της ο ίδιος διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη έφερε υποδόριο αιμάτωμα δεξιά μετωπικά (κοινώς γνωστό ως «καρούμπαλο»). Η παραπονούμενη υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, χωρίς όμως να διαφανεί εικόνα ενδοκρανιακής αιμορραγίας ή εικόνα κατάγματος του θόλου του κρανίου. Συνέστη εισαγωγή της στο νοσοκομείο για περαιτέρω παρακολούθηση αλλά η ίδια αρνήθηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο και αποχώρησε υπογράφοντας σχετική δήλωση.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο ίδιος δεν μπορεί να προσδιορίσει από που προκλήθηκε το υποδόριο αιμάτωμα, το οποίο μπορεί να προκληθεί με διάφορους τρόπους.

 

Ανέφερε, επίσης, ότι αν και δεν μπορεί να προσδιορίσει ούτε την ακριβή χρονική στιγμή που προκλήθηκε το υποδόριο αιμάτωμα, σίγουρα κατά το χρόνο της εξέτασης αυτό δεν ήταν παλιό, διευκρινίζοντας ότι συνέβη είτε εκείνες τις ώρες, είτε μερικά 24ωρα προηγουμένως αλλά σίγουρα όχι μια βδομάδα προηγουμένως γιατί, ως εξήγησε, με το πέρας του χρόνου, αλλοιώνεται η εικόνα του και αλλάζει χρώμα.

 

Κατηγορούμενος

 

Ο κατηγορούμενος υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 25/05/2018. Ανέφερε ότι διατηρούσε σχέση με την παραπονούμενη για ενάμιση χρόνο περίπου και ότι μαζί απέκτησαν ένα παιδί. Είχαν χωρίσει 2 μήνες περίπου πριν το επίδικο περιστατικό, δηλαδή κατά την ίδια περίοδο που γεννήθηκε το παιδί τους. Στις 24/05/2018 της τηλεφώνησε ζητώντας της να περάσει από το διαμέρισμα όπου διέμενε ώστε να δει το παιδί τους και η παραπονούμενη συμφώνησε. Όταν έφθασε στο διαμέρισμα η παραπονούμενη κρατούσε το βρέφος και αρχικά δεν του το έδινε και έπειτα από κάποια συζήτηση τον άφησε να το κρατήσει λίγο. Την ρώτησε γιατί τον κατηγορεί σε άλλους ότι δεν την «βοηθά» και ξεκίνησε μια έντονη συζήτηση μεταξύ τους, όπου η παραπονούμενη του έλεγε ότι δεν της προσφέρει κάποια βοήθεια και ο ίδιος άρχισε να ανοίγει κάποια συρτάρια στο σπίτι και να της υποδεικνύει πράγματα που είχε αγοράσει για το μωρό. Εκείνη φώναζε. Ο κατηγορούμενος τότε έσκισε μπροστά της 3 χαρτονομίσματα των Ευρώ 50 και άφησε στο τραπέζι άλλα χαρτονομίσματα αξίας Ευρώ 160 για να της δείξει ότι δεν υπολογίζει τα χρήματα. Της είπε «μα νομίζεις είμαι των ριαλιών εγώ;». Κατά τη διάρκεια του διαπληκτισμού τους ως εκτυλισσόταν, η παραπονούμενη άρχισε να του ρίχνει κάποια κεριά που είχε στο σαλόνι, χωρίς όμως να τον κτυπήσει. Ο κατηγορούμενος πήρε το κινητό του και άρχισε να την βιντεογραφεί και η παραπονούμενη με το χέρι της, του το έριξε στο έδαφος. Αφού πήρε το τηλέφωνό του, ο ίδιος προσπάθησε να φύγει από το σπίτι αλλά η παραπονούμενη κλείδωσε την πόρτα. Την παρακάλεσε να του ανοίξει την πόρτα και αυτή το έπραξε, λέγοντάς του ότι θα τον καταστρέψει. Ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι ουδέποτε κτύπησε την παραπονούμενη και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα την κτυπούσε ενώ κρατούσε το μωρό του ώστε να το θέσει έτσι σε κίνδυνο.

 

Ανέφερε ότι αμέσως μετά την καταγγελία της παραπονούμενης αποτάθηκε σε δικηγόρο για να προωθήσει διαδικασίες ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου με σκοπό την έκδοση διατάγματος που θα του επέτρεπε να επικοινωνεί με το παιδί, επειδή, ως ανέφερε ήταν «πολλά τα περιστατικά» και  «συγχυσμένα τα πράγματα» και ένιωθε ότι έπρεπε να αποταθεί κάπου. Κατέθεσε, επίσης, ότι έπειτα από το χωρισμό τους, η παραπονούμενη ήταν «επιθετική» και «νευρική» μαζί του και ότι δεν της άρεσε η απόφασή του να χωρίσουν. Οι διαδικασίες αυτές εκκρεμούν ακόμη ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου ως είπε.

 

Του υποδείχθηκαν διάφορες φωτογραφίες (οι οποίες είχαν προηγουμένως κατατεθεί ως τεκμήρια προς αναγνώριση και έπειτα ως Τεκμήριο 6) και της αναγνώρισε, λέγοντας ότι τις τράβηξε ο ίδιος σε διαφορετικές ημερομηνίες έπειτα από το επίδικο περιστατικό. Πρόκειται για εκτύπωση οθόνης του κινητού του. Οι φωτογραφίες φαίνονται να έχουν αναρτηθεί σε γνωστή εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης και αναγράφεται σε αυτές η ημερομηνία ανάρτησής τους. Μία από αυτές με ημερομηνία ανάρτησης 08/07/2018 απεικονίζει τον ίδιο μαζί με την παραπονούμενη και το παιδί ξαπλωμένους κάπου, άλλη με ημερομηνία 25/10/2018 απεικονίζει την παραπονούμενη αγκαλιά με το παιδί, άλλη με ημερομηνία 01/11/2018 απεικονίζει την παραπονούμενη σε κάποιο εστιατόριο με σχόλιο «Happy anniversary 2 years» ενώ μία άλλη με ημερομηνία 07/11/2018 απεικονίζει την παραπονούμενη και τον κατηγορούμενο αγκαλιασμένους σε μια έξοδό τους.

 

Αντεξεταζόμενος ρωτήθηκε για την πορεία της σχέσης του με την παραπονούμενη και την απόφασή τους να κάνουν παιδί σε νεαρή ηλικία. Ανέφερε ότι πάντοτε αντιμετώπιζαν προβλήματα, ακόμη και όταν η παραπονούμενη ήταν έγκυος, «υπήρχαν ζήλιες» και η σχέση τους ήταν έντονη, κάτι το οποίο γνώριζε και ο περίγυρός τους. Ρωτήθηκε γιατί χώρισαν μόλις γεννήθηκε το παιδί και ο κατηγορούμενος απάντησε ότι δεν είχαν χωρίσει οριστικά. Είχαν συχνές διαφωνίες και προβλήματα, χώριζαν, ξαναέσμιγαν και χώριζαν πάλι. Αυτό συνέχισε και έπειτα από το συμβάν και η σχέση τους διήρκησε έτσι συνολικά 2 χρόνια όταν και χώρισαν πλέον οριστικά. Ένιωθε από τη μία ότι ήθελε να απομακρυνθεί και από την άλλη ότι χρειαζόταν να βρίσκεται κοντά της λόγω της ψυχικής της κατάστασης.

 

Εξήγησε ότι εκείνος της ζήτησε να χωρίσουν αλλά η ίδια δεν το αποδεχόταν και είχαν συνέχεια «πισογυρίσματα». Ανέφερε ότι η παραπονούμενη έφθασε σε σημείο να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας σε χρόνο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει αλλά σίγουρα έπειτα από τη γέννηση του παιδιού και ότι, μάλιστα την βρήκε λιπόθυμη ενώ το μωρό βρισκόταν στο κρεβάτι. Ο ίδιος δεν επιθυμούσε να προωθήσει κάποια επίσημη διαδικασία σε σχέση με αυτό το ζήτημα γιατί φοβόταν ότι θα εμπλεκόταν το Γραφείο Ευημερίας και θα είχαν θέματα με την επιμέλεια του παιδιού. Δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει κατά πόσο αυτό έγινε πριν ή μετά το επίδικο συμβάν – αλλά ανέφερε ότι έγινε περίπου εκείνη την περίοδο, όταν γίνονταν οι καταγγελίες.

 

Σε κάποια σημείο της αντεξέτασής του ανέφερε ότι, έπειτα από κάποιο ατύχημα που συνέβη σε κάποιο φίλο του στις 21/11/2018 εκείνος έμενε για κάποια διαστήματα στη Λευκωσία και πηγαινοερχόταν Λεμεσό. Τότε δεν βρίσκονταν πλέον μαζί αφού, ως ανέφερε, η παραπονούμενη έκανε κάποια λάθη «που ένας άνδρας δεν θα μπορούσε να δεχθεί ποτέ» και έπρεπε να χωρίσουν. Δεν γνωρίζει με βεβαιότητα εάν η παραπονούμενη «έκαμε φίλο» αλλά, ως είπε «θα ήθελα να ήμουν κουνούπι τζιαμέ να θωρώ νάμπου έκαμνε».

 

Περιγράφοντας το περιστατικό ανέφερε ότι όταν η παραπονούμενη άρχισε να του πετάει κεριά, εκείνος πήρε το κινητό του με σκοπό να τη βιντεογραφήσει επειδή συνέχεια τον κατήγγελλε στην αστυνομία και γνώριζε ότι ύστερα από μια ώρα θα γινόταν το ίδιο. Εκείνη το έριξε το έδαφος και έπειτα δεν τον άφηνε να φύγει από το διαμέρισμα «για κανένα μισάωρο ώσπου να μου πει τα δικά της» και στο τέλος κατάφερε να φύγει. Ερωτηθείς σχετικά, απάντησε ότι από τότε άλλαξε αρκετά κινητά τηλέφωνα και δεν είχε πλέον το βίντεο που τράβηξε εκείνη τη μέρα ώστε να το παρουσιάσει στο Δικαστήριο.

 

Ρωτήθηκε πώς βρέθηκε κτυπημένη η παραπονούμενη αφού δεν την είχε κτυπήσει ο ίδιος και εκείνος απάντησε ως ακολούθως: «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Πώς εκτύπησε χωρίς να κτυπήσει το μωρό που εκράταν 3 μηνών τζαι χωρίς να υπάρχει ούτε μια ζημιά στο σπίτι; Έπεσε πάνω στην τηλεόραση, εν τζαι ήταν τηλεοράσεις παλιές που εν βαρετές, εν τηλεοράσεις νέες που φυσά αέρας τζαι πέφτει». Συμπλήρωσε ότι δεν γνωρίζει πώς κτύπησε η παραπονούμενη αλλά επανέλαβε ότι ο ίδιος δεν την κτύπησε.

 

Εξήγησε ότι για τον ίδιο δεν είναι παράλογο το γεγονός ότι συνέχισε να βγαίνει μαζί της έπειτα από την καταγγελία που του έκανε. Εκείνος δεν έτρεφε αρνητικά συναισθήματα εναντίον της και δεν ήθελε το κακό της. Θεώρησε ότι τον κατήγγειλε πάνω στο θυμό της και ήθελε να την βοηθήσει να ξεπεράσει το πρόβλημα που αντιμετώπιζε (αναφερόμενος μάλλον στην απόπειρα αυτοκτονίας). Πρόσθεσε ότι όταν ξαναέσμιγαν, η ίδια του έλεγε ότι θα απέσυρε το παράπονο και θα έβρισκαν κάποιο τρόπο να διευθετήσουν το ζήτημα, όμως λόγω του ότι η παραπονούμενη αντιμετώπιζε μια ποινική υπόθεση με αρ. 8000/20, έπειτα από καταγγελία της μητέρας του για επίθεση που υπέστη από την πρώτη, θεώρει ο κατηγορούμενος ότι η παραπονούμενη προωθούσε την παρούσα αλλά και άλλες υποθέσεις εναντίον του με σκοπό να έρθει σε συμβιβασμό με την μητέρα του.

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές κατέθεσαν γραπτό κείμενο αγορεύσεων προβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Έχω διεξέλθει των γραπτών αγορεύσεων και δεν χρειάζεται να αναπαράγω το περιεχόμενό τους. Αρκεί να σημειώσω ότι στην αγόρευσή της, η πλευρά της Υπεράσπισης ήγειρε ζήτημα παραβίασης του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη λόγω πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης από μέρους της αστυνομίας. Αυτό το ζήτημα θα με απασχολήσει πιο κάτω.

 

Αξιολόγηση

 

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη (Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563), με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε (Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614). Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του.  Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία (Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016). Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο (Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266). Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422).

 

Η μαρτυρία του Μ.Κ.1 ήταν τυπικής φύσεως και περιορίστηκε στις ενέργειες που ο ίδιος έλαβε κατά την διερεύνηση της υπόθεσης. Θεωρώ ότι πρόκειται για μάρτυρα που προσήλθε για να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο και αποδέχομαι τη μαρτυρία του στο σύνολό της.

 

Ο Μ.Κ.3 μου έκανε θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Πρόκειται για τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο το οποίο δεν είχε οποιοδήποτε κίνητρο να καταθέσει ψευδώς στο Δικαστήριο και η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την πλευρά της Υπεράσπισης. Ως προς τη σημασία ιατρικής μαρτυρίας σε υποθέσεις όπως η παρούσα, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 439, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η ιατρική μαρτυρία σε τέτοιες υποθέσεις είναι πολύ ζωτικής σημασίας. Αποτελεί και πραγματική μαρτυρία η οποία συνιστά αξιόπιστο βοήθημα και σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων (βλ. Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, 1010, Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51).»

 

Αποδέχομαι τη μαρτυρία του στο σύνολό της και ειδικότερα ότι η παραπονούμενη προσήλθε στο γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού στις 24/05/2018 περί τις 21:57, έπειτα από σχετικό παραπεμπτικό από την αστυνομία, ότι η εξέτασή της έλαβε χώρα στις 25/05/2018 η ώρα 02:45 το πρωί και ότι ο ίδιος εξετάζοντάς την διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη έφερε υποδόριο αιμάτωμα δεξιά μετωπικά, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι σε θέση να γνωρίζει τον τρόπο πρόκλησης του εκτός από τα όσα του ανέφερε η παραπονούμενη.

 

Κεντρικός πυλώνας στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής υπήρξε η μαρτυρία της παραπονούμενης (Μ.Κ.2). Λόγω του ότι αυτή αποτελεί την μόνη ενοχοποιητική μαρτυρία που παρουσιάστηκε εναντίον του κατηγορούμενου, το Δικαστήριο την προσεγγίςζει με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά όχι προκατάληψη, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου βασιζόμενο στη μαρτυρία ενός μόνο προσώπου. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, παρατήρησα τον τρόπο που η παραπονούμενη κατέθεσε στο Δικαστήριο, εξέτασα το περιεχόμενο της μαρτυρίας της και την αντιπαρέβαλα με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου.

 

Η παραπονούμενη μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε στο Δικαστήριο με ηρεμία και απλότητα, τα όσα ανέφερε είχαν λογική συνοχή ενώ υποστηρίζονται και από την υπόλοιπη μαρτυρία που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο. Υπήρχαν, όμως, κάποια σημεία στη μαρτυρία της όπου μου δόθηκε η εντύπωση ότι απέφυγε να απαντήσει ευθέως και με σαφήνεια στις σχετικές ερωτήσεις.

 

Επί της ουσίας, η εκδοχή που παρέθεσε η παραπονούμενη είναι αληθοφανής και σε ένα μεγάλο μέρος της δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την πλευρά της Υπεράσπισης. Συγκεκριμένα, η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος φαίνεται να είχαν μια πολυτάραχη σχέση, απέκτησαν μωρό σε πολύ νεαρή ηλικία και οδηγήθηκαν γρήγορα σε χωρισμό. Ο κατηγορούμενος όντως την επισκέφθηκε στο διαμέρισμα όπου διέμενε στις 24/05/2018 με σκοπό να δει το μωρό τους και, από όσα η ίδια παρέθεσε και αποδέχτηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, η επίσκεψη αυτή εξελίχθηκε γρήγορα σε έντονο διαπληκτισμό. Η διαφωνία τους αφορούσε ζητήματα διατροφής του παιδιού καθώς και το δικαίωμα του κατηγορούμενου να επισκέπτεται το παιδί όποτε ο ίδιος ήθελε. Αποδέχομαι, συνεπώς, τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης ότι τα πνεύματα οξύνθηκαν και ακολούθησε κάποιος έντονος καβγάς μεταξύ τους. Μάλιστα, ως ανέφερε η παραπονούμενη (και αποδέχτηκε και ο κατηγορούμενος), ο κατηγορούμενος έφθασε στο σημείο να σκίσει και κάποια χαρτονομίσματα μπροστά από την κατηγορούμενη για να της δείξει ότι ο ίδιος δεν λογαριάζει τα χρήματα αλλά ότι δεν επρόκειτο να της τα δώσει. Εμφανώς, τέτοια ενέργεια είναι ενδεικτική του θυμού και εκνευρισμού του κατηγορούμενου κατά την επίδικη συνάντηση.

 

Επίσης, σε κάποια στιγμή, ενώ οι δυο τους λογομαχούσαν, ο κατηγορούμενος άρχισε να βιντεογραφεί την παραπονούμενη, χωρίς τη  συγκατάθεσή της. Υποβλήθηκε στην παραπονούμενη ότι αυτό το έκανε ο κατηγορούμενος επειδή η ίδια συμπεριφερόταν «αλλόκοτα» και άρχισε να ρίχνει κάποια κεριά προς την κατεύθυνσή του. Η παραπονούμενη αρνήθηκε κάτι τέτοιο και ανέφερε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει για ποιο λόγο τη βιντεογραφούσε ο κατηγορούμενος και ότι το έκανε και άλλες φορές στο παρελθόν για να την χλευάζει με τους φίλους του. Στη μαρτυρία του, σε μια προσπάθεια να κλόνίσει την αξιοπιστία της, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι η παραπονούμενη του έριχνε διάφορα κεριά που βρίσκονταν στο σπίτι της, χωρίς να του κτυπήσει. Ο κατηγορούμενος είχε την ευκαιρία να προσκομίσει στο Δικαστήριο το βίντεο που τράβηξε ο ίδιος με το κινητό του, το οποίο θα τεκμηρίωνε τη θέση του και απέτυχε να το πράξει. Ενόψει του ότι γνώριζε για την ύπαρξη της καταγγελίας και μετέπειτα της ποινικής υπόθεσης εναντίον του, εντύπωση κάνει το γεγονός ότι ο ίδιος δεν φρόντισε να το αποθηκεύσει  με κάποιο ασφαλή τρόπο ώστε να το παρουσιάσει στο Δικαστήριο, εφόσον αυτό καταγράφει μέρος των όσων έλαβαν χώρα κατά την επίδικη συνάντηση. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός που πρόβαλε η πλευρά της Υπεράσπισης, ότι δηλαδή η παραπονούμενη του έριχνε κεριά, δεν μπορεί να υποστηριχθεί μέσω της προσκόμισης πραγματικής μαρτυρίας, η οποία υπό άλλες περιστάσεις θα ήταν διαθέσιμη. Συνεπώς, και ενόψει της πειστικότητας με την οποία κατέθεσε η παραπονούμενη, δεν έχω πεισθεί για την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού και δεν τον αποδέχομαι. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρώ ότι η όποια έντονη ή επιθετική αντίδραση της παραπονούμενης κατά τη διάρκεια της λογομαχίας της με τον κατηγορούμενο έχει τη σημασία που επιχειρήθηκε να της αποδοθεί από την πλευρά της Υπεράσπισης. Εφόσον ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν κτύπησε την παραπονούμενη για αυτό το λόγο, το κατά πόσο η παραπονούμενη του έριχνε κεριά ή όχι, δεν σχετίζεται με το ερώτημα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο, ήτοι κατά πόσο ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στην παραπονούμενη κατά τον επίδικο χρόνο. Η ουσία των πραγμάτων είναι ότι κατά την επίδικη συνάντηση οι δυο τους είχαν μια έντονη συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας μάλιστα, ο κατηγορούμενος έσκισε χαρτονομίσματα και τα έριξε στην παραπονούμενη, άρχισε να βιντεογραφεί την παραπονούμενη με το κινητό του χωρίς τη συγκατάθεσή της και η παραπονούμενη έριξε το κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενου στο έδαφος.

 

Περαιτέρω, η προσπάθεια της Υπεράσπισης να υποστηρίξει ότι η παραπονούμενη δεν κατήγγειλε το περιστατικό την ίδια ημέρα και ότι εξετάστηκε από το γιατρό έπειτα από το χρόνο λήψης της ανακριτικής της κατάθεσης (δηλαδή την επόμενη ημέρα) έπεσε στο κενό. Μπορεί η παραπονούμενη να απάντησε, σε σχετική ερώτηση, ότι υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση έπειτα από την κατάθεσή της (αναφερόμενη στο Τεκμήριο 4 – η οποία λήφθηκε στις 25/05/2018 περί τις 20:40) αλλά ήταν εμφανές ότι, σε εκείνο το σημείο της αντεξέτασής της, η παραπονούμενη δεν είχε αντιληφθεί τη σημασία της ερώτησης που της υποβλήθηκε ενώ φαινόταν να είχε μπερδέψει στο μυαλό της την έννοια της καταγγελίας στην αστυνομία με τη λήψη της ανακριτική της κατάθεση. Εξάλλου, η ίδια είχε προηγουμένως αναφέρει ότι μετέβη στο αστυνομικό τμήμα το ίδιο βράδυ έπειτα από το επίδικο συμβάν. Ανεξαρτήτως τούτου, ως ξεκάθαρα προκύπτει από το Τεκμήριο 5, η παραπονούμενη παραπέμφθηκε από την αστυνομία για ιατρική εξέταση στις 24/05/18 ενώ ο Μ.Κ.3 κατέγραψε στην ιατρική του βεβαίωση ότι προσήλθε στο νοσοκομείο στις 24/05/18 η ώρα 21:57. Περαιτέρω, από το ίδιο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4, προκύπτει ότι η παραπονούμενη κατά το χρόνο λήψης της ανακριτικής της κατάθεσης, την επόμενη μέρα, είχε ήδη εξεταστεί από γιατρό και ανέφερε μάλιστα, και το αποτέλεσμα της διάγνωσής του, το οποίο επιβεβαίωσε και ο Μ.Κ.3. Δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν, ότι η παραπονούμενη λίγες ώρες έπειτα από το επίδικο συμβάν που έλαβε χώρα στις 24/05/2018 περί η ώρα 17:00, μετέβη στο αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει το περιστατικό και ότι το ίδιο βράδυ παραπέμφθηκε και μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για ιατρική εξέταση.  

 

Σημειώνω ότι δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον μου που να τείνει να υποστηρίξει ότι κατά το χρόνο της συνάντησης της παραπονούμενης με τον κατηγορούμενο, ήτοι κατά τις 17:00 εκείνη τη μέρα, η παραπονούμενη ήταν ήδη κτυπημένη. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος τη συνάντησε εκείνη τη μέρα, ουδέποτε ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο.

 

Η αδιαμφισβήτητη χρονική εγγύτητα μεταξύ του καβγά που έλαβε χώρα κατά την επίδικη συνάντησή και της καταγγελίας της παραπονούμενης στην αστυνομία και κατ’ επέκταση και της ιατρικής εξέτασης στην οποία υπεβλήθη λίγες ώρες αργότερα ενισχύουν σημαντικά την πειστικότητα της εκδοχής της.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, έχοντας παρατηρήσει τον τρόπο που η παραπονούμενη κατέθεσε στο Δικαστήριο αλλά ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη την ένταση και τον εκνευρισμό που εμφανώς επικρατούσε κατά τη συνάντηση του κατηγορούμενου με την παραπονούμενη, ως επιμαρτυρείται από τα όσα διαδραματίστηκαν αμέσως πριν από το επίδικο κτύπημα (και περιεγράφηκαν με κάποιες διαφοροποιήσεις και από τους δύο τους) καθώς και το γεγονός ότι η παραπονούμενη έριξε το κινητό του κατηγορούμενου στο έδαφος, ο ισχυρισμός της παραπονούμενης ότι ο κατηγορούμενος την με την γροθιά του στο δεξί μέρος της κεφαλής της και έπειτα έφυγε από το σπίτι προβάλει ως απόλυτα πειστικός και αληθοφανής.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω, στη βάση των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου, με την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι εάν η παραπονούμενη είχε κτυπήσει στην τηλεόραση λόγω της γροθιάς που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, τότε η τηλεόραση σίγουρα θα έπεφτε στο έδαφος ή ότι θα είχε υποστεί κάποια εξωτερική βλάβη. Δεν έχει προσκομισθεί ικανοποιητική μαρτυρία που να εξηγεί ακριβώς το μέγεθος της τηλεόρασης αυτής (πέραν από το ότι ήταν λεπτή σε πλάτος) και τον τρόπο ή τη δύναμη που η παραπονούμενη έπεσε πάνω της ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός αυτός. Εξάλλου, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, η βλάβη που υπέστη η παραπονούμενη προκλήθηκε από τη γροθιά που δέχθηκε στο δεξί μέρος της κεφαλής της από τον κατηγορούμενο και όχι από το γεγονός ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πέσει πάνω στην τηλεόραση. Περαιτέρω, ως ανέφερε η παραπονούμενη η τηλεόραση στηριζόταν σε κάποιο ειδικό έπιπλο (stand) και πίσω από αυτήν βρισκόταν ο τοίχος. Με αυτά τα δεδομένα, το γεγονός ότι η τηλεόραση δεν έπεσε στο έδαφος ή ότι δεν έσπασε δεν αποδυναμώνει με οποιοδήποτε τρόπο τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Η μόνη αδυναμία στη μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία με έχει προβληματίσει σε κάποιο βαθμό, εντοπίζεται στο ότι η παραπονούμενη, ερωτηθείσα σχετικά αρνήθηκε ότι έπειτα από το συμβάν επανασυνδέθηκε με τον κατηγορούμενο ή ότι έστω έβγαιναν έξω μαζί. Μόλις αναφέρθηκε στην παραπονούμενη ότι θα προσκομίζονταν φωτογραφίες που τους παρουσιάζουν μαζί, η παραπονούμενη αποδέχτηκε ότι έκανε κάποιες «υποχωρήσεις» και ήταν πιο «ελαστική» μαζί με τον κατηγορούμενο για το καλό του παιδιού τους. Εξήγησε, παράλληλα, ότι για την ίδια ο χωρισμός τους ήταν «ξεκάθαρος» (και άρα ότι δεν είχαν συνάψει επίσημα, τουλάχιστον, σχέση) αλλά φαίνεται, ως άφησε να εννοηθεί, να έδωσε στη σχέση τους μια περαιτέρω ευκαιρία για το καλό του παιδιού τους και λόγω του ότι ο κατηγορούμενος «ήταν ο παπάς του μωρού μου, ήταν ο πρώτος μου έρωτας, ήταν ο άνθρωπός μου» ως ανέφερε. Εντούτοις όταν ερωτήθηκε εάν αναγνωρίζει τις φωτογραφίες, η παραπονούμενη παρουσιάστηκε διστακτική να της αναγνωρίσει ή να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες σε σχέση με αυτές. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ζήτημα αυτό αφορά γεγονότα που δεν σχετίζονται άμεσα με το επίδικο συμβάν αφού έλαβαν χώρα μήνες αργότερα, θεωρώ ότι η στάση της παραπονούμενης, σε αυτή τη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας της, δεν ήταν τέτοιας σημασίας ώστε να μπορεί να κλονίσει την αξιοπιστία της. 

 

Επί της ουσίας, μέσω της προσκόμισης των εν λόγω φωτογραφιών (Τεκμήριο 6) η πλευρά της Υπεράσπισης φαίνεται να υποστηρίζει ότι η επιλογή της παραπονούμενης να ξανασμίξει με τον κατηγορούμενο είναι ασύμβατη με τον ισχυρισμό της ότι ο ίδιος της επιτέθηκε λίγους μήνες προηγουμένως προκαλώντας της σωματική βλάβη. Κατά την κρίση μου, τυχόν αποδοχή της θα παραγνώριζε τις ιδιάζουσες περιστάσεις της σχέσης τους και τους λόγους που θα μπορούσαν να την ωθήσουν να δώσει και άλλες ευκαιρίες σε μια ενδεχομένως δυσλειτουργική σχέση. Ας μη ξεχνούμε ότι κατά τον επίδικο χρόνο και τα δύο πρόσωπα βρίσκονταν σε πολύ νεαρή ηλικία, είχαν μόλις αποκτήσει ένα παιδί μαζί, ενώ, παρά το σύντομο χρονικό διάστημα της σχέσης τους, αυτή ήταν γενικότερα ταραχώδης και διακόπηκε κατά το χρόνο γέννησης του παιδιού. Η επιλογή και των δυο τους να δώσουν ακόμη μια ευκαιρία στη σχέση τους «για το καλό του παιδιού» ακόμη και έπειτα από το επίδικο συμβάν, όσο επιπόλαιη και να φαίνεται εκ των υστέρων, στην πραγματικότητα δεν είναι ασύμβατη με την εκδοχή που παρέθεσε η παραπονούμενη στο Δικαστήριο, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος την κτύπησε εκείνη την ημέρα. Εξάλλου, ακολουθώντας τον ίδιο συλλογισμό, κάποιος θα μπορούσε να αντιστρέψει το επιχείρημα ισχυριζόμενος ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος σύμφωνα με τη θέση του είχε ζητήσει από την παραπονούμενη να χωρίσουν και έπειτα έμαθε ότι η παραπονούμενη τον κατήγγειλε ψευδώς στην αστυνομία, δεν θα αποδεχόταν εύκολα να ξανασμίξει σε προσωπικό επίπεδο μαζί της. Συνεπώς, το γεγονός ότι η παραπονούμενη συνέχισε να διατηρεί σχέσεις με τον κατηγορούμενο σε προσωπικό επίπεδο κατά τους μήνες που ακολούθησαν του επίδικου συμβάντος, δεν συνδέεται άμεσα με τα επίδικα γεγονότα× στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ουδέτερο γεγονός το οποίο δεν καταρρίπτει, αλλά ούτε προσδίδει πειστικότητα στην εκδοχή της παραπονούμενης.  

 

Κατά την κρίση μου, η ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ιδωμένη στο σύνολό της και όχι μικροσκοπικά, η συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα, η λογική συνοχή των όσων κατέθεσε, η χρονική εγγύτητα υποβολής της καταγγελίας της στην αστυνομία και της ιατρικής της εξέτασης έπειτα από το επίδικο συμβάν καθώς και το γεγονός ότι κατά τη συνάντησή της με τον κατηγορούμενο είχαν οξυνθεί τα πνεύματα και επικρατούσε αρκετή ένταση και θυμός μεταξύ τους, με αποκορύφωμα την χειρονομία της παραπονούμενης που οδήγησε στην πτώση του κινητού τηλεφώνου του κατηγορούμενου (κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό και από τη μαρτυρία του ίδιου του κατηγορούμενου), αποτελούν στοιχεία που σφαιρικά ιδωμένα συνηγορούν στην αποδοχή της μαρτυρίας της ως αξιόπιστης. Τα αδύναμα σημεία της μαρτυρίας της, για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, δεν είναι τέτοιας σχετικότητας ή σημασίας ως προς τα επίδικα γεγονότα που να δημιουργούν ρήγματα στην αξιοπιστία της, ούτε αρκούν για να οδηγήσουν στην απόρριψή της μαρτυρίας της από το Δικαστήριο. Συνεπώς, αποδέχομαι τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Στρεφόμενος στη μαρτυρία του κατηγορούμενου, διαπιστώνω ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε σε πολλά σημεία ασαφής στη μαρτυρία του ενώ πολλοί από τους ισχυρισμούς που προέβαλε περιβάλλονταν από αοριστία και εν τέλει παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.  Παρατήρησα ότι σε διάφορα σημεία κατά την αντεξέτασή του, είτε αναφορικά με το λόγο του χωρισμού τους, είτε σε σχέση με το πώς τελικά κτυπήθηκε η κατηγορούμενη, είτε για το λόγο που αποδέχτηκε να επανασυνδεθεί μαζί της έπειτα από την κατ’ ισχυρισμό ψευδή καταγγελία εναντίον του, ο κατηγορούμενος απέφευγε να απαντήσει ευθέως στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και αντί αυτού, αντίστρεφε τα ερωτήματα ή επιστράτευε κάποια επιχειρηματολογία για να υποστηρίξει τη θέση του.

 

Αποδέχομαι τον ισχυρισμό του ότι η σχέση του με την παραπονούμενη υπήρξε ταραχώδης και γεμάτη εντάσεις, ακόμη και πριν τη γέννηση του μωρού και ότι αντιμετώπιζαν μεταξύ τους πολλά προβλήματα και «ζήλιες» που τους οδηγούσαν συχνά στο χωρισμό. Αν και δεν δόθηκαν συγκεκριμένα παραδείγματα ως προς τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στις σχέση τους, αυτή η θέση, ακόμη και με τη γενικότητα που την χαρακτηρίζει, συνάδει και με τη μαρτυρία της παραπονούμενης και το γεγονός ότι οι δυο τους χώρισαν, τόσο σύντομα, κατά το χρόνο γέννησης του παιδιού.

 

Αποδέχομαι ότι οι φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 6 λήφθηκαν από τον ίδιο έπειτα από το επίδικο συμβάν και άρα ότι οι δυο τους συνέχιζαν να βγαίνουν μαζί για κάποια περίοδο, χωρίς όμως να υπήρξε ποτέ σταθερή ή αρμονική η σχέση αυτή. Περιγράφοντας τις φωτογραφίες, ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να τοποθετήσει (κατά προσέγγιση) χρονικά τη λήψη τους έπειτα από το επίδικο συμβάν, ενώ ως αναφέρθηκε πιο πάνω, η παραπονούμενη δεν αρνήθηκε ότι οι δυο τους επανασυνδέθηκαν σε μια προσπάθεια να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους.

 

Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του κατηγορούμενου αναλώθηκε στην περιγραφή των όσων διαμείφθηκαν μεταξύ τους κατά την επίδικη συνάντηση πριν την κατ’ ισχυρισμό επίθεση. Ο κατηγορούμενος ουσιαστικά επιβεβαίωσε ότι τα πνεύματα είχαν οξυνθεί και ότι ο διαπληκτισμός μεταξύ τους ήταν έντονος. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι η παραπονούμενη άρχισε να του ρίχνει κεριά, ο κατηγορούμενος δεν φρόντισε να προσκομίσει στο Δικαστήριο το βίντεο με το οποίο κατέγραψε τις αντιδράσεις της παραπονούμενης ώστε να τεκμηριώσει τη θέση του και να υποσκάψει τη θέση της παραπονούμενης περί του αντιθέτου. Εν πάση περιπτώσει, ως έχω αναφέρει πιο πάνω, η σημασία του ζητήματος αυτού σε συνάρτηση με τη διάπραξη του αδικήματος είναι περιορισμένη.

 

Περαιτέρω, διαπιστώνω ότι δεν υποβλήθηκε στην παραπονούμενη η θέση της Υπεράσπισης ότι η ίδια τον απείλησε πριν αυτός φύγει από το διαμέρισμά της ότι «θα τον καταστρέψει», ως ισχυρίστηκε στην κατάθεσή του ο κατηγορούμενος. Έτσι δεν δόθηκε η δυνατότητα σε αυτήν να τοποθετηθεί επί τούτου με αποτέλεσμα, στην απουσία άλλης μαρτυρίας που να τον υποστηρίζει, να αποδυναμώνεται η αποδεικτική του αξία και να μην μπορεί να γίνει αποδεκτός  (βλ. ενδεικτικά Δώρος Πολυκάρπου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 149/2015, ημερ. 25/04/2017, ECLI:CY:AD:2017:D145 αναφορικά με την υποχρέωση υποβολής ουσιωδών θέσεων της υπεράσπισης σε μάρτυρες κατηγορίας).

 

Ομοίως, ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι η παραπονούμενη τον κλείδωσε εντός του διαμερίσματος, έπειτα που αυτή έριξε το κινητό του στο έδαφος και ότι ο ίδιος χρειάστηκε να την παρακαλέσει μέχρι να καταφέρει να «δραπετεύσει» περίπου 30 λεπτά αργότερα, δεν προβάλει ως αληθοφανής, αντιθέτως ενέχει το στοιχείο της υπερβολής. Λόγω της σωματικής υπεροχής του κατηγορούμενου σε σχέση με την παραπονούμενη, η οποία μάλιστα με το ένα της χέρι κρατούσε το βρέφος, σαφώς και ο κατηγορούμενος θα ήταν σε θέση να εμποδίσει την παραπονούμενη από το να κλειδώσει την πόρτα του διαμερίσματος ενώ, ακόμη και τότε, θα μπορούσε με ιδιαίτερη ευκολία να είχε πάρει το κλειδί από τα χέρια της και να έφευγε, εάν αυτό επιθυμούσε.

 

Εν πάση περιπτώσει, οι διαφορές που εντοπίζονται στην παράθεση των γεγονότων που προηγήθηκαν της κατ’ ισχυρισμό επίθεσης, σε σύγκριση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αφορούν τις δικές της έντονες αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους αλλά δεν αλλάζουν την ουσία του ζητήματος, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο σπίτι της λίγες ώρες πριν η κατηγορούμενη προβεί στην καταγγελία εναντίον του, ότι κατά το χρόνο της συνάντησής τους η παραπονούμενη δεν είχε ακόμη κτυπηθεί και ότι έλαβε χώρα μεταξύ τους ένας έντονος διαπληκτισμός με αποκορύφωμα, ως είναι κοινώς αποδεκτό, την κίνηση της παραπονούμενης να ρίξει το κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενο στο έδαφος (καθώς εκείνος τη βιντεογραφούσε χωρίς τη συγκατάθεσή της). Τα στοιχεία αυτά, συναρτόμενα με την μετέπειτα άμεση καταγγελία και ιατρική εξέταση της παραπονούμενης, τείνουν να υποστηρίξουν την εκδοχή της, ανεξαρτήτως του εάν η ίδια κατά τη διάρκεια της συνάντησης παρέμεινε ήρεμη ή εάν αντιδρούσε έντονα στα λεγόμενα και τις ενέργειες του κατηγορούμενου.

 

Ωστόσο, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι κτύπησε την παραπονούμενη, επειδή, ως είπε, εκείνη την ώρα κρατούσε το βρέφος στην αγκαλιά της και δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλειά του. Ο ισχυρισμός αυτός προϋποθέτει ότι είτε η παραπονούμενη αυτοτραυματίστηκε, είτε τραυματίστηκε από κάποιο άλλο πρόσωπο και έπειτα, για κάποιο λόγο, κατήγγειλε ψευδώς τον κατηγορούμενο στην αστυνομία. Δεν προσκομίστηκε κάποια μαρτυρία που να υποστηρίζει αυτή την εκδοχή, εφόσον ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, έφυγε από το διαμέρισμα και δεν γνωρίζει πώς προκλήθηκε το τραύμα στο κεφάλι της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε κατά τη μαρτυρία της παραπονούμενης δεν εστίασε στον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκε το τραύμα στο κεφάλι της παραπονούμενης ενώ δεν της έγιναν συγκεκριμένες υποβολές ως προς αυτό το θέμα. Υπό το φως της υπόλοιπης προσκομισθείσας μαρτυρίας, η άρνηση και μόνο του κατηγορούμενου στη διάπραξη του υπό κρίση αδικήματος δεν κρίνεται πειστική.

 

Εγείρεται, συνεπώς, το ερώτημα κατά πόσο η παραπονούμενη είχε κάποιο κίνητρο ή θα αποκόμιζε κάποιο όφελος από το να αυτοτραυματιστεί (ή να τραυματιστεί από κάποιο τρίτο πρόσωπο) και να καταγγείλει την ίδια μέρα ψευδώς τον κατηγορούμενο στην αστυνομία ώστε τέτοια πιθανότητα να δύναται να εξαχθεί ως εύλογη από την ολότητα της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41).  

 

Ισχυριζόμενος ότι η παραπονούμενη τον κατήγγειλε επειδή ήθελε να τον εκδικηθεί για το γεγονός ότι ο ίδιος της ζήτησε να χωρίσουν, όταν ερωτήθηκε σχετικά με αυτό το θέμα, οι απαντήσεις του ήταν αόριστες και ο ίδιος δεν ήταν καν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε ο ίδιος ζήτησε από την παραπονούμενη να χωρίσουν (και εάν αυτό έγινε πριν από το επίδικο συμβάν). Από τα όσα ανέφερε, φάνηκε να υπονοεί ο κατηγορούμενος ότι ο ίδιος ζήτησε από την παραπονούμενη να χωρίσουν επειδή είχε υποψίες ότι τον απατούσε× θέση η οποία δεν υποβλήθηκε με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα στην παραπονούμενη. Ανέφερε ότι άπτεται λόγου που «ένας άνδρας δεν θα μπορούσε να δεχθεί ποτέ» ενώ όταν ρωτήθηκε ευθέως εάν η παραπονούμενη «έκαμε φίλο», ο κατηγορούμενος απάντησε «εν μπορώ να ξέρω. Ήθελα να ήμουν κουνούπι τζιαμέ να θωρώ νάμπου έκαμνε. Εν ήμουν όμως.». Όταν ρωτήθηκε για το χωρισμό τους, ο κατηγορούμενος δεν αποδέχθηκε ότι χώρισαν κατά το χρόνο γέννησης του μωρού, επειδή τότε στη σχέση τους είχαν συνέχεια «πισωγυρίσματα». Σε ερωτήσεις που ακολούθησαν από το συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής ως προς το κατά ο χωρισμός στον οποίο αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος έλαβε χώρα κατά το χρόνο γέννησης του παιδιού και άρα πριν από το επίδικο συμβάν, ο κατηγορούμενος απάντησε «ποιο είναι το δίλημμά σου, τι θέλεις να μάθεις» και  έπειτα «το αδίκημα είναι ότι εχωρίσαμε; […] ρώτα με για το αδίκημα». Λίγο αργότερα, περιγράφοντας ακροθιγώς αυτό το χωρισμό, άρχισε να τον τοποθετεί χρονικά στην περίοδο κατά την οποία έλαβε χώρα ένα τροχαίο ατύχημα κάποιου στενού του φίλου, δηλαδή το Νοέμβριο του 2018, και άρα έπειτα από το επίδικο συμβάν. Στην προσπάθειά του να υποστηρίξει ότι η παραπονούμενη ουδέποτε αποδέχθηκε τον χωρισμό τους και ότι λόγω τούτου η παραπονούμενη ήταν ψυχικά ασταθής, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε σε απόπειρα της τελευταίας να βλάψει τον εαυτό της. Ερωτηθείς σχετικά, δεν μπορούσε να προσδιορίσει κατά πόσο αυτή η απόπειρα αυτοκτονίας (την οποία αρνείται η παραπονούμενη) έλαβε χώρα πριν από το επίδικο συμβάν ή μετά και επικαλέστηκε ιατρικά έγγραφα που κατέγραφαν την ημερομηνία του συμβάντος, τα οποία, όμως, τελικά δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός αυτός να παραμείνει μετέωρος. Σε κάθε περίπτωση, ο κατηγορούμενος δεν κατέθεσε με θετικό τρόπο ότι ο ίδιος ζήτησε από την παραπονούμενη να χωρίσουν οριστικά πριν από το επίδικο συμβάν, ούτε περιέγραψε την αντίδρασή της σε αυτό τον χωρισμό, ώστε να τεθεί κάποιο υπόβαθρο γεγονότων το οποίο να μπορεί να υποστηρίξει εύλογα την εκδοχή του ότι η ίδια τον κατήγγειλε ψευδώς στην αστυνομία με σκοπό να τον εκδικηθεί για τον χωρισμό τους.

 

Διαζευκτικά, ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος ότι η παραπονούμενη αντιμετώπιζε ποινική υπόθεση λόγω του ότι η ίδια κτύπησε τη μητέρα του και ότι η παραπονούμενη υπέβαλλε διάφορες καταγγελίες εναντίον του στην αστυνομία, τις οποίες χρησιμοποιούσε ως μοχλό πίεσης για να πεισθεί η μητέρα του να αποσύρει την καταγγελία εναντίον της παραπονούμενης. Πρόκειται για θέση που υποβλήθηκε και στην παραπονούμενη. Όμως, ούτε για αυτό το γεγονός παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες ο κατηγορούμενος.  Συγκεκριμένα, δεν παρέθεσε οποιεσδήποτε πληροφορίες ως προς τις υπόλοιπες καταγγελίες που προώθησε η παραπονούμενη εναντίον του στην αστυνομία, σε τι αφορούσαν, πότε υποβλήθηκαν και εάν θεωρεί ότι και αυτές προωθήθηκαν ψευδώς. Επίσης, δεν διευκρίνισε κατά πόσο η καταγγελία της μητέρας του εναντίον της παραπονούμενης έλαβε χώρα πριν από το επίδικο συμβάν ώστε αυτή να μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει κίνητρο στο μυαλό της παραπονούμενης για την προώθηση της υπό κρίση καταγγελίας. Ανέφερε, όμως, ότι η εν λόγω ποινική υπόθεση έφερε αριθμό καταχώρησης 8000/20 και άρα, το μόνο που ενδεχομένως μπορεί να εξαχθεί από τη μαρτυρία του κατηγορούμενου είναι ότι η υπόθεση αυτή καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο κατά το έτος 2020, χωρίς όμως να έχει διευκρινιστεί σε ποια ημερομηνία αφορά το ισχυριζόμενο αδίκημα.

 

Κατά την αντεξέταση της παραπονούμενης, η συνήγορος της Υπεράσπισης υπέβαλε στην παραπονούμενη τη θέση ότι κατήγγειλε τον κατηγορούμενο γιατί φοβόταν ότι ο ίδιος θα εκκινούσε διαδικασίες για να λάβει τη γονική μέριμνα του παιδιού, ως της ανέφερε κατά τη διάρκεια του καβγά τους. Αυτή η εκδοχή, όμως, δεν απασχόλησε καθόλου τον κατηγορούμενο κατά την κατάθεση της μαρτυρίας του, ο οποίος ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι επιθυμούσε να λάβει τη γονική μέριμνα του παιδιού, ούτε εισηγήθηκε ότι αυτό αποτέλεσε κίνητρο για την προώθηση ψευδούς καταγγελίας εναντίον του.  Αν και περιγράφοντας την πορεία της σχέσης του, αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος σε διάφορες διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου και οι οποίες σχετίζονται με τη ρύθμιση των δικαιωμάτων επικοινωνίας, ζητήματα διατροφής και μέριμνας (χωρίς όμως και πάλι να παρατεθούν συγκεκριμένες λεπτομέρειες), ουδέποτε ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος ότι η παραπονούμενη προώθησε ψευδώς την καταγγελία εναντίον του για να διασφαλίσει ότι η ίδια θα λάμβανε τη γονική μέριμνα του παιδιού, δεν διευκρινίστηκε τί διεκδικεί το κάθε μέρος στις εν λόγω διαδικασίες, ούτε εάν η επίδικη καταγγελία θα διαδραμάτιζε κάποιο ρόλο επί αυτού του θέματος, ώστε να μπορούσε να αποτελέσει λόγο για να προβεί σε τέτοια ακραία πράξη εναντίον του. Περαιτέρω, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι η παραπανούμενη χρησιμοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο την καταγγελία που προώθησε εναντίον του τότε, για να λάβει κάποιο όφελος ή πλεονέκτημα στις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν μέχρι σήμερα ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου× ούτε καν εάν έχει γίνει κάποια αναφορά σε αυτό το γεγονός στις διαδικασίες αυτές. Υπολείπεται, συνεπώς, το απαραίτητο μαρτυρικό υλικό ή υπόβαθρο γεγονότων που θα μπορούσε να καταστήσει αυτή την εκδοχή ως ευλόγως πιθανή.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η υπερασπιστική γραμμή που ακολουθήθηκε ως προς το κίνητρο της παραπονούμενης να καταγγείλει τον κατηγορούμενο ψευδώς, είτε μέσω της μαρτυρίας του κατηγορούμενου, είτε μέσω των υποβολών που τέθηκαν στην παραπονούμενη, προβάλλει ως συγκεχυμένη. Η αοριστία και ασάφεια που παρατηρείται στις διάφορες θέσεις που προώθησε ο κατηγορούμενος ως προς τους λόγους που μπορεί να ώθησαν την παραπονούμενη να τον καταγγείλει, δεν αρκούν για να προσδώσουν στους ισχυρισμούς αυτούς κάποια πειστικότητα. Συνάμα, η  μαρτυρία που έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο δεν υποστηρίζει τη θέση ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, η παραπονούμενη είχε κάποιο κίνητρο ή αποκόμισε κάποιο όφελος από το να προκαλέσει τραυματισμό στον εαυτό της (ή ότι τραυματίστηκε με κάποιο άλλο τρόπο μετά τη συνάντησή τους) και να καταγγείλει τον κατηγορούμενο ψευδώς στην αστυνομία, ώστε αυτή η εκδοχή του κατηγορούμενου να παρουσιάζεται ως ευλόγως πιθανή. Συνεπώς, εκτός από τα σημεία που έχω επισημάνει πιο πάνω, δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του κατηγορούμενου.  

 

Πλημμελής αστυνομική διερεύνηση

 

Στρέφομαι τώρα να εξετάσω τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου Υπεράσπισης αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη λόγω πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης από την αστυνομία:

 

Συνοψίζοντας τη νομολογία επί του θέματος, εάν διαφανεί ότι οι διωκτικές αρχές παρέλειψαν να λάβουν σημαντική μαρτυρία, η οποία ενδεχομένως να αθώωνε τον κατηγορούμενο ή να ήταν δυνητικά υποστηρικτική της υπεράσπισης, τότε αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορούμενου, τα οποία προστατεύονται από τα άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος (R. v. Feltham Magistrates Court (2001) 1 W.L.R. 1293). Αυτό γιατί κατά την ανακριτική διαδικασία, η διακρίβωση των ουσιωδών γεγονότων, η οποία καθορίζει και το πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, εξαρτάται αποκλειστικά από τους χειρισμούς της αστυνομίας επί των οποίων ο κατηγορούμενος δεν έχει κανένα έλεγχο (R v. Bolton Justices, ex p. Scally [1991] 2 All ER 619). Οι παραλείψεις της αστυνομίας μπορούν να οδηγήσουν σε απαλλαγή του κατηγορούμενου, νοουμένου ότι πράγματι θέτουν το κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής, ενώ το βάρος απόδειξης, ότι όντως ο κατηγορούμενος έχει τεθεί σε μειονεκτική θέση, το φέρει η Υπεράσπιση, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Νικολάου Νίκος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 376).

 

Μελετώντας τη γραπτή αγόρευση της Υπεράσπισης, παρά το ότι παρατίθενται διάφορα αποσπάσματα αποφάσεων των Κυπριακών Δικαστηρίων επί αυτού του θέματος, διαπιστώνω ότι σε κανένα σημείο του κειμένου δεν εξειδικεύονται οι λόγοι για τους οποίους η πλευρά της Υπεράσπισης ισχυρίζεται ότι έχει γίνει πλημμελής διερεύνηση της υπό κρίση υπόθεσης από την αστυνομία και ποια είναι, στην προκειμένη περίπτωση, αυτή η σημαντική παράλειψη στη συλλογή του μαρτυρικού υλικού που θα καθιστούσε, υπό τις περιστάσεις, την καταδίκη του κατηγορούμενου άδικη ή θα συνιστούσε άρνηση της φυσικής δικαιοσύνης. Από τη γραμμή αντεξέτασης που ακολουθήθηκε σε σχέση με τον Μ.Κ.1 και τις αντίστοιχες απαντήσεις του, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το παράπονο του κατηγορούμενου εδράζεται στο ότι ο Μ.Κ.1: (α) δεν εξέτασε τις καταγραφές τυχόν ΚΚΠ της πολυκατοικίας όπου διέμενε η παραπονούμενη, (β) δεν έλαβε καταθέσεις από τους γείτονές της για να μάθει κατά πόσο άκουσαν ή είδαν κάτι σχετικό με τα όσα ανέφερε η παραπονούμενη και (γ) δεν ζήτησε να δει οποιοδήποτε βίντεο λήφθηκε από τον κατηγορούμενο κατά το επίδικο συμβάν.

 

Σε σχέση με το σημείο (α), δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ως προς το κατά πόσο υπήρχε εγκατεστημένο ΚΚΠ στην πολυκατοικία της παραπονούμενης κατά τον επίδικο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα εντός του διαμερίσματος της παραπονούμενης και ο κατηγορούμενος αποδέχεται ότι την επισκέφθηκε εκείνη την ημέρα, δεν εντοπίζω τη σημασία ελέγχου του ΚΚΠ, το οποίο προφανώς θα κατέγραφε μόνο την είσοδο και έξοδό του από το διαμέρισμα.

 

Όσον αφορά τη λήψη κατάθεσης από τους γείτονες της παραπονούμενης, δεν έχει τεθεί μαρτυρία ενώπιον μου ότι κάποιος γείτονας είδε ή άκουσε (ή ότι λόγω του ότι βρισκόταν εντός του σπιτιού του κατά την ώρα του επίδικου συμβάντος ήταν σε θέση να δει ή να ακούσει) τον καβγά της παραπονούμενης και του κατηγορούμενου, ώστε η μαρτυρία του να θεωρείται με οποιοδήποτε τρόπο υποστηρικτική της μαρτυρίας του κατηγορούμενου. Στο βαθμό που το επιχείρημα της Υπεράσπισης αφορά τον ισχυρισμό της παραπονούμενης ότι κατά την περίοδο, πριν από το επίδικο συμβάν, ο κατηγορούμενος επισκεπτόταν την παραπονούμενη οποιαδήποτε ώρα και μέρα επιθυμούσε «με αποτέλεσμα να προκαλεί ενόχληση στην πολυκατοικία», αυτός αφορά γεγονότα που προηγήθηκαν του επίδικου συμβάντος, τα οποία δεν σχετίζονται με το επίδικο αδίκημα. Ενδεικτικό τούτου είναι και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν διέψευσε τον εν λόγω ισχυρισμό όταν κατέθεσε στο Δικαστήριο αλλά ούτε εντοπίζω στα πρακτικά του Δικαστηρίου να υποβλήθηκε στην παραπονούμενη ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής. Θεωρώ ότι η παράλειψη λήψης μαρτυρίας από τους γείτονες της παραπονούμενης δεν έχει τη σχετικότητα ή τη σημασία που επιχειρεί να της προσδώσει η πλευρά της Υπεράσπισης σε συνάρτηση με τα επίδικα γεγονότα και ούσα περιθωριακής σημασίας, δεν αρκεί για να θέσει τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής. 

 

Σε σχέση με το γεγονός ότι ο Μ.Κ.1 δεν φαίνεται να ζήτησε να λάβει το βίντεο που ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τράβηξε κατά το επίδικο συμβάν με το κινητό του, είναι εμφανές ότι η παράληψη αυτή δεν έπληξε με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορούμενου. Αυτό γιατί αφενός, το βίντεο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κατηγορούμενου, παρουσίαζε τη συμπεριφορά της παραπονούμενης κατά τη διάρκεια του καβγά που έλαβε χώρα μεταξύ τους και όχι το τί επακολούθησε (και εάν ο κατηγορούμενος επιτέθηκε ή όχι στην παραπονούμενη) και αφετέρου, το βίντεο βρισκόταν σε κάθε περίπτωση στην κατοχή και τον έλεγχο του κατηγορούμενου ώστε αυτός να είχε κάθε ευκαιρία και δυνατότητα να το διαφυλάξει, ως αποδεικτικό στοιχείο το οποίο δυνητικά υποστηρίζει την εκδοχή του και να το παρουσιάσει στο Δικαστήριο κατά την παράθεση της μαρτυρίας του. Εξάλλου, είναι ο μόνος που γνωρίζει τί πραγματικά καταγράφεται στο εν λόγω βίντεο. Εφόσον αυτό βρισκόταν υπό τον έλεγχο του κατηγορούμενου, το γεγονός ότι η αστυνομία παρέλειψε να το συλλέξει ως τεκμήριο κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να στηρίξει το επιχείρημα ότι καταπατήθηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα και να οδηγήσει, δίχως άλλο, στην απαλλαγή του.  

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ευσεβάστως, η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του κατηγορούμενου περί παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη λόγω πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης από την αστυνομία δεν με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται. 

 

 

Ευρήματα

 

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου και έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο των τεκμηρίων και των μη αμφισβητούμενων γεγονότων καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος απέκτησαν παιδί σε νεαρή ηλικία και χώρισαν κατά την περίοδο γέννησης του παιδιού. Η σχέση τους υπήρξε ταραχώδης και αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα. Στις 24/04/2018, όταν το παιδί ήταν πλέον 3 μηνών, ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στην παραπονούμενη και της ζήτησε να περάσει από το διαμέρισμα όπου διέμενε για να δει το παιδί. Η ίδια αποδέχτηκε και έτσι περί η ώρα 17:00 την ίδια μέρα ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε την παραπονούμενη. Κατά τη συνάντησή τους είχαν έντονη λογομαχία για θέματα που αφορούσαν την οικονομική βοήθεια που παρείχε ο κατηγορούμενος στο παιδί αφού η παραπονούμενη ανέφερε στον περίγυρο της ότι ο κατηγορούμενος δεν τη βοηθούσε. Στο πλαίσιο αυτού του διαπληκτισμού, ο κατηγορούμενος έσκισε κάποια χαρτονομίσματα και τα έριξε στο έδαφος για να της δείξει ότι δεν λογαριάζει τα χρήματα ενώ κάποια στιγμή πήρε το τηλέφωνο του και άρχισε να βιντεογραφεί τις αντιδράσεις της παραπνούμενης, χωρίς τη συγκατάθεσή της. Με μια χειρονομία η παραπονούμενη έριξε το κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενου στο έδαφος. Τότε ο κατηγορούμενος την κτύπησε με τη γροθιά του στο δεξί μέρος του κεφαλιού της ενώ η ίδια κρατούσε το παιδί στην αγκαλιά της. Η παραπονούμενη δεν έχασε την ισορροπία της αλλά κτύπησε πάνω στην τηλεόραση. Έπειτα ο κατηγορούμενος έφυγε από το διαμέρισμα.

 

Λίγο αργότερα την ίδια μέρα, η παραπονούμενη κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία και παραπέμφθηκε για ιατρική εξέταση στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Εγγράφηκε με σκοπό την εξέτασή της στις 24/05/2018 η ώρα 21:57. Εξετάστηκε λίγες ώρες αργότερα, ήτοι στις 25/05/24 η ώρα 02:45. Ο γιατρός που την εξέταση διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη έφερε υποδόριο αιμάτωμα δεξιά μετωπικά (δηλαδή «καρούμπαλο»). Υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, χωρίς όμως να διαφανεί εικόνα ενδοκρανιακής αιμορραγίας ή εικόνα κατάγματος του θόλου του κρανίου. Συστήθηκε εισαγωγή της στο νοσοκομείο για περαιτέρω παρακολούθηση αλλά η ίδια αρνήθηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο και αποχώρησε υπογράφοντας σχετική δήλωση.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» (Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, 365-6).  Στην Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 25 και 29/2014, ημερ.20.9.2018, αναφέρεται ότι:

 

«Η υπεράσπιση αρκεί να δώσει εξήγηση που να εισηγείται μια διαζευκτική θεωρία η οποία να είναι πιθανή και να συνάδει με τη μαρτυρία (Ayres v. The Republic (1971) 2 CLR 40) ή, με άλλα λόγια, μια εξήγηση ικανή να προκαλέσει εύλογη, έστω υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt), χωρίς να είναι ανάγκη η εξήγηση αυτή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή (Woolmington [v D.P.P. 25 Cr. App. R. 72] (ανωτ.), Αttorney General v. Hassan (1971) 2 CLR 316, R. V Murtagh and Kennedy, 39, Cr. App. R. 72, 83, Koutras v The Republic (1976) 2 CLR 13, Fournaris v. The Republic (1978) 2 CLR 20). Η αποτυχία της υπεράσπισης είναι μοιραία μόνο στο βαθμό που η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ακλόνητη και επαρκώς ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη (Kafalos v. The Queen 19 CLR 121).» 

 

Η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος εδράζεται στο άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό «όποιος διαπράττει επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων».

 

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα, είναι τα ακόλουθα:

 

1.         Επίθεση ενάντια σε άλλο πρόσωπο και

2.         Η πρόκληση στο πρόσωπο αυτό πραγματικής σωματικής βλάβης από την εν λόγω επίθεση.

 

Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη, που γίνεται με πρόθεση ή με απερισκεψία (recklessly), να προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο το φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (βλ. R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του.

 

Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο της επίθεσης (mens rea), σχετική είναι η υπόθεση Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574 όπου λέχθηκε ότι ο νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση χρήσης βίας. Απαγορεύει τη χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα παρανόμως (unlawfully). Με αυτή την έννοια, η διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία. Η απερισκεψία καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, αφού συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κινδύνου, παρά ταύτα προβαίνει στις ενέργειες του (βλ. R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964).

 

Ως προς το τί συνιστά «πραγματική σωματική βλάβη», στην υπόθεση Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας  (1985) 2 Α.Α.Δ. 56 αναφέρεται ότι μια επιπόλαια εκδορά στο πρόσωπο και κοκκίνισμα, αρκούν για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.

 

Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου που παρατίθενται πιο πάνω, αποτέλεσμα της αξιολόγησης της προσκομισθείσας μαρτυρίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στοιχειοθετούνται σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του υπό κρίση αδικήματος. Ο κατηγορούμενος στις 24/05/2018, επιτέθηκε στην παραπονούμενη κτυπώντας την με τη γροθιά του στο δεξί μέρος του κεφαλιού της, προκαλώντας της έτσι οίδημα δεξιάς μετωπιαίας. Έχει στοιχειοθετηθεί, λοιπόν, τόσο το συστατικό στοιχείο της επίθεσης όσο και της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης.  

 

Αναπόδραστα, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

 

[Υπ] …………………..………

Θ. Συμεωνίδης, προσ. Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο