ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2750/19

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

Ν.Ε.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 27 Μαρτίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου

Για Κατηγορούμενο: κα. Μ. Νεοφύτου

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι εισήλθε σε περιουσία με σκοπό να ενοχλήσει, κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης της εναντίον του κατηγορούμενου, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο 5 μάρτυρες. Από την πλευρά της Υπεράσπισης κατέθεσαν 2 μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του κατηγορούμενου.

 

Το περιεχόμενο της μαρτυρίας του καθενός από αυτούς, ως αυτό μπορεί να συνοψιστεί από το Δικαστήριο, παρατίθεται πιο κάτω. Ακολουθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους σε αντιπαραβολή βεβαίως με την υπόλοιπη προσαχθείσα μαρτυρία και όπου κρίνεται σκόπιμο η εξαγωγή των ανάλογων ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα.

 

Μ.Κ.1 – Ε.Α.

 

Η Μ.Κ.1 υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής της το περιεχόμενο της κατάθεσής της στην αστυνομία ημερομηνίας 03.08.18 (Τεκμήριο 1). Κατέθεσε ότι στις 02.08.23, περί η ώρα 10:30 το πρωί, ενώ η ίδια βρισκόταν στην κατοικία της κας. Μ.Λ. (Μ.Κ.5) με σκοπό να την βοηθήσει να μάθει να χρησιμοποιεί τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ήρθε κάποιο νεαρό πρόσωπο το οποίο ανέφερε ότι εργαζόταν σε εταιρεία αποστολής δεμάτων και ζήτησε την καταβολή του ποσού των Ευρώ 170 περίπου για ένα δέμα που παραδόθηκε στην οικεία της πριν ένα μήνα. Η Μ.Κ.5 ζήτησε να της δοθούν κάποια στοιχεία αναφορικά με το πακέτο που παραδόθηκε και αφού επικοινώνησε με την εταιρεία, στάλθηκε μέσω τηλεομοιότυπου κάποια απόδειξη πληρωμής του πακέτου (πρόκειται για το Τεκμήριο 3 το οποίο φέρει ημερομηνία 02.08.23). Η Μ.Κ.5 ανέφερε τότε στην κόρη της, η οποία βρισκόταν, επίσης, στην οικεία, ότι δεν θα προχωρούσαν στην καταβολή του ποσού προτού διερευνήσουν το ζήτημα και βεβαιωθούν ότι δεν έχουν πληρώσει ήδη. Ο νεαρός έφυγε και επέστρεψε κάποια λεπτά αργότερα, ζητώντας να του επιστραφεί η απόδειξη πληρωμής του πακέτου που είχε σταλεί μέσω τηλεομοιότυπου. Η Μ.Κ.5 αρνήθηκε να επιστρέψει την απόδειξη και έτσι ο νεαρός έφυγε.

 

Λίγο αργότερα, κτύπησε την πόρτα ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο η Μ.Κ.1 αναγνώρισε στο Δικαστήριο, ως τον κατηγορούμενο. Μόλις η Μ.Κ.5 άνοιξε την πόρτα, ο ίδιος τοποθέτησε το πόδι στο σημείο της εισόδου ώστε η Μ.Κ.5 να μην μπορεί να την κλείσει και έπειτα μπήκε εντός της οικείας. Ο κατηγορούμενος μπήκε «με θράσος» εντός της οικείας και είχε «έντονο ύφος που προκαλούσε τρόμο». Η Μ.Κ.5 του ζήτησε να αποχωρήσει από την οικεία και ο ίδιος της είπε ότι δεν σκοπεύει να φύγει εάν δεν του παραδώσουν πρώτα την απόδειξη. Ανέφερε επίσης ότι ως διανομέας έχει δικαίωμα να εισέρχεται σε σπίτια για να παραδίδει πακέτα και συνέχισε να περπατά «αμέριμνος» στο χώρο του σαλονιού μέχρι την είσοδο της κουζίνας. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε και η κόρη της Μ.Κ.5 (Μ.Κ.2) και του ζήτησε επανειλημμένα να βγει έξω από το σπίτι, λέγοντάς του ότι θα ειδοποιούσε την αστυνομία. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι θα ειδοποιούσε και εκείνος την αστυνομία. Λίγο αργότερα, έφθασε ο γαμπρός της Μ.Κ.5 (Μ.Κ.3) και του ζήτησε με «ψύχραιμο τρόπο» να αποχωρήσει από το σπίτι. Τότε ο κατηγορούμενος έφυγε από την οικεία «φοβισμένος», περνώντας έξω από την καγκελόπορτα.

 

Αντεξεταζόμενη η Μ.Κ.1, ανέφερε ότι, λόγω του χρόνου που διέρρευσε από την ημερομηνία του συμβάντος, δεν θυμόταν λεπτομέρειες  ως προς το πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα αλλά τόνισε ότι τα όσα περιέχονται στην κατάθεσή της είχαν καταγραφεί την επόμενη μέρα και ήταν τότε φρέσκα στη μνήμη της. Ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος παρέμεινε στην αρχή, για μερικά λεπτά, στο σημείο της εισόδου της κατοικίας και έπειτα όταν άρχισαν να «ανεβαίνουν οι τόνοι» μπήκε πιο μέσα. Η Μ.Κ.1 θυμάται ότι είχε ζητήσει από την Μ.Κ.5 να χαμηλώσει τους τόνους γιατί άρχισε να αγχώνεται.  Κατέθεσε, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο που βρισκόταν εντός της οικείας τηλεφώνησε σε μια συνάδελφό του αναφορικά με την απόδειξη πληρωμής του πακέτου που στάλθηκε μέσω τηλεομοιότυπου προηγουμένως και καθώς μιλούσε στο τηλέφωνο, περπατούσε «άνετα» «πάνω κάτω» στο χώρο του σαλονιού. Ερωτηθείσα σχετικά, ανέφερε ότι θυμόταν ότι ο κατηγορούμενος είχε αναφέρει στο τηλέφωνο ότι τον είχαν «κλειδώσει» μέσα στο σπίτι. Επίσης, συμφώνησε με την υποβολή της συνηγόρου Υπεράσπισης, ότι «έκλεισαν την πόρτα και του είπαν θα μείνεις δαμέ μέχρι να έρθει η αστυνομία», διευκρινίζοντας, όμως, ότι δεν θυμόταν εάν η πόρτα ήταν απλά κλειστή ή εάν την είχαν κλειδώσει. Η μάρτυρας είδε την Μ.Κ.2 να τηλεφωνεί στο σύζυγό της (Μ.Κ.3) και να τον ειδοποιεί να έρθει στο σπίτι. Συμφώνησε με τη θέση της συνηγόρου Υπεράσπισης ότι ο Μ.Κ.3 «ξεκλείδωσε» την πόρτα και μπήκε στο σπίτι έπειτα από κάποια ώρα. Όταν ο Μ.Κ.3 ζήτησε από τον κατηγορούμενο να βγει από την οικεία, ο ίδιος το έπραξε. Της υποβλήθηκε η θέση της Υπεράσπισης ότι σκοπός του κατηγορούμενου δεν ήταν να ενοχλήσει ή να τρομοκρατήσει, παρά μόνο να κάνει τη δουλειά του πέρνοντας πίσω την απόδειξη, και η ίδια απάντησε ότι δεν διαφωνεί με αυτή τη θέση αλλά διαφωνεί με τον τρόπο που ενήργησε ο κατηγορούμενος. Επίσης, ανέφερε ότι η Μ.Κ.5 και η κόρη της μιλούσαν και αυτές με έντονο τρόπο. 

 

Σε σχετική ερώτηση που της τέθηκε στο πλαίσιο επανεξέτασης, η μάρτυρας ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε εξέφρασε την επιθυμία να φύγει από την οικεία.

 

Μ.Κ.2 – Γ.Λ.

 

Η Μ.Κ.2 υιοθέτησε το περιεχόμενο κατάθεσής της ημερομηνίας 02/08/2018 (Τεκμήριο 2). Στην κατάθεσή της η Μ.Κ.2 αναφέρει ότι, έπειτα από την πρώτη επίσκεψη ενός νεαρού άνδρα από εταιρεία παράδοσης δεμάτων ο οποίος ζήτησε την καταβολή ενός χρηματικού ποσού για ένα δέμα που παραδόθηκε στη οικεία ένα μήνα προηγουμένως και αφού στάλθηκε μία απόδειξη μέσω τηλεομοιότυπου με σκοπό να διερευνήσει η μητέρα της κατά πόσο είχε πληρώσει ήδη το δέμα αυτό, κατά τις 11:00 π.μ. την ίδια ημέρα, επισκέφθηκε εκ νέου την οικεία ένα πρόσωπο, το οποίο αναγνώρισε ως τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος ζήτησε φωτοαντίγραφο της απόδειξης πληρωμής που στάλθηκε από την εταιρεία του και η ίδια του είπε ότι δεν επρόκειτο να του έδινε το συγκεκριμένο έγγραφο. Τότε άρχισε να γίνεται «πιεστικός» και η Μ.Κ.5 του ζήτησε να βγει έξω από το σπίτι. Εντωμεταξύ, ως ανέφερε, έξω από το σπίτι στάθμευσε ένα όχημα από το οποίο αποβιβάστηκαν δύο πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά άρχισαν να κατευθύνονται προς την οικεία. Τόσο η ίδια όσο και η Μ.Κ.5 είχαν ζητήσει από τον κατηγορούμενο να φύγει από το σπίτι αλλά ο ίδιος αρνιόταν και έτσι μόλις η Μ.Κ.5 είδε τα δύο πρόσωπα να κατευθύνονται προς το σπίτι, φοβούμενη όταν θα εισέρχονταν και αυτοί στην οικεία, έκλεισε την πόρτα της εισόδου, χωρίς όμως να την κλειδώσει. Ζήτησε και πάλι από τον κατηγορούμενο να βγει έξω. Διευκρίνισε η μάρτυρας ότι η πόρτα της εισόδου ανοίγει από μέσα, χωρίς να χρειάζεται κάποιο κλειδί× «ανοίγεις και βγαίνεις». Λόγω του ότι ο κατηγορούμενος δεν έφευγε από την οικεία, η ίδια πήρε τηλέφωνο την αστυνομία και έπειτα το σύζυγό της. Ο κατηγορούμενος αντέδρασε φωνάζοντας και λέγοντας ότι ο ίδιος είναι διανομέας και δικαιούται να εισέρχεται σε σπίτια, διερωτήθηκε τί θα του έκανε η αστυνομία ή ο σύζυγος της Μ.Κ.2 και ανέφερε ότι δεν τους φοβάται. Έπειτα ο κατηγορούμενος επικοινώνησε μέσω τηλεφώνου με κάποιον από την εταιρεία που εργαζόταν, αναφέροντας ότι τον είχαν κλειδώσει μέσα, ότι η Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 συμπεριφέρονται υστερικά και ότι η Μ.Κ.5 φοβόταν ότι θα την σκοτώσει. Καθώς μιλούσε στο τηλέφωνο, προχώρησε λίγο πιο μέσα στο σπίτι. Η Μ.Κ.2 συνέχιζε να του ζητά να φύγει από το σπίτι, δείχνοντάς του την πόρτα. Ο ίδιος αρνήθηκε μέχρι που έφθασε ο σύζυγός της και του ζήτησε να φύγει. Λόγω του αναστήματός του, ο κατηγορούμενος υπάκουσε και βγήκε αρχικά έξω από την οικεία και έπειτα έξω από την καγκελόπορτα. Τότε έφθασε στο σημείο και κάποιος αστυφύλακας.

 

Ερωτηθείσα σχετικά, η Μ.Κ.2 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει γιατί ο κατηγορούμενος ζητούσε να λάβει την απόδειξη πληρωμής ενώ ποτέ δεν εξέφρασε την επιθυμία να φύγει από την οικεία και ποτέ δεν αρνήθηκαν να τον αφήσουν να βγει έξω. Διευκρίνισε, επίσης, ότι όταν έφθασε ο σύζυγός της, κτύπησε το θυροτηλέφωνο γιατί η πόρτα δεν ανοίγει από έξω, εκτός και εάν χρησιμοποιηθεί κλειδί και του άνοιξε η ίδια μέσω του θυροτηλεφώνου.                                       

 

Αντεξεταζόμενη η Μ.Κ.2 ανέφερε ότι όταν έφθασε ο κατηγορούμενος στην οικεία, η ίδια βρισκόταν στην κουζίνα. Άκουσε έντονη συζήτηση μεταξύ του κατηγορούμενου και της μητέρας της και προχωρώντας στο σαλόνι είδε την μητέρα της και τον κατηγορούμενο να στέκονται στην πόρτα. Ο κατηγορούμενος ζητούσε να του παραδώσουν την απόδειξη ή να πληρώσουν το χρηματικό ποσό, λέγοντας ότι δεν είχε σκοπό να φύγει μέχρι να ικανοποιηθεί το αίτημά του. Όταν θεάθηκαν δύο άτομα έξω από το σπίτι να κατευθύνονται προς το μέρος, τα οποία είδε και η Μ.Κ.2, τότε η Μ.Κ.5 έκλεισε την πόρτα για να μην μπουν μέσα, χωρίς να την κλειδώσει. Η Μ.Κ.2 ανέφερε ότι, αφού έκλεισε η πόρτα και ο κατηγορούμενος βρισκόταν εντός της οικείας, του ζήτησε να φύγει από το σπίτι αλλά ο ίδιος απάντησε ότι δεν θα έφευγε. Αποφάσισε να καλέσει την αστυνομία όταν ο κατηγορούμενος άρχισε να προχωρεί εντός του σπιτιού, κοντά στη σκάλα που οδηγούσε προς τα δωμάτια. Ερωτηθείσα εάν ο κατηγορούμενος φώναζε καθώς περπατούσε μέσα στο σπίτι, η ίδια είπε ότι δεν φώναζε. Όταν τον ρώτησε που πάει, ο ίδιος της απάντησε ότι ως διανομέας έχει δικαίωμα να μπαίνει μέσα στα σπίτια, ότι δεν φοβάται κανένα και ειρωνικά διερωτήθηκε τί θα του έκανε ο σύζυγός της. Σε ερώτηση της συνηγόρου Υπεράσπισης, εάν η Μ.Κ.2 θυμάται τον κατηγορούμενο να λέει ότι ο ίδιος θα έμενε στο σπίτι μέχρι να φθάσει η αστυνομία και εάν στάθηκε σε μια γωνία περιμένοντας, η Μ.Κ.2 απάντησε καταφατικά. Μάλιστα, ανέφερε ότι όταν είχε πλέον φθάσει ο σύζυγός της και του άνοιξε μέσω του θυροτηλεφώνου, ο κατηγορούμενος «απλά στεκόταν» πίσω από την πόρτα. Ο κατηγορούμενος έφυγε όταν του το ζήτησε ο σύζυγός της μάρτυρας αλλά δεν το είχε πράξει όταν του το ζήτησαν η ίδια και η μητέρα της. Ερωτηθείσα σχετικά, η μάρτυρας ανέφερε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει εάν ο κατηγορούμενος ήρθε με σκοπό να ενοχλήσει ή όχι. Είπε «από τι στιγμή που μπήκε ένα ξένο άτομο μέσα στο σπίτι μου δεν μπορώ να γνωρίζω τις προθέσεις του». Σημειώνω ότι κατά την αντεξέτασή της η μάρτυρας ανέφερε ότι όταν εισήρθε ο κατηγορούμενος στην οικεία, είχε τοποθετήσει το πόδι του στην πόρτα ώστε να εμποδίσει την Μ.Κ.5 να την κλείσει. Ερωτηθείσα γιατί δεν το ανέφερε στην κατάθεση που είχε δώσει τότε στην αστυνομία, απάντησε ότι λόγω του ότι εργαζόταν την προηγούμενη νύκτα, ήταν κουρασμένη και θα πρέπει να της διέφυγε αυτό το σημείο αλλά ότι το θυμάται ακόμη και σήμερα.

 

Μ.Κ.3 – Α.Κ.

 

Ο Μ.Κ.3 υιοθετώντας κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία ημερομηνίας 03.08.23 (Τεκμήριο 4) κατέθεσε ότι κατά την 02.08.23 και περί η ώρα 11:10 π.μ., ενώ ο ίδιος βρισκόταν εκτός της οικείας για προσωπικές εργασίες, δέχθηκε τηλεφώνημα από τη Μ.Κ.2, δηλαδή τη σύζυγό του, η οποία του ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι καθότι ένας διανομέας μπήκε στο σπίτι και αρνείτο να βγει έξω. Συγκεκριμένα, ως του ανέφερε η σύζυγός του, το πρόσωπο αυτό, τον οποίο αναγνώρισε αργότερα ως τον κατηγορούμενο, είχε κτυπήσει την πόρτα και αφού του άνοιξαν, μπήκε μέσα στο σπίτι ζητώντας την καταβολή ενός ποσού για ένα πακέτο που παραδόθηκε από την εταιρεία του στο παρελθόν και η πληρωμή του οποίου, λόγω λάθους, δεν είχε ζητηθεί κατά την παράδοση του πακέτου αυτού. Ο κατηγορούμενος αρνείτο να φύγει από το σπίτι λέγοντας ότι είναι διανομέας (courier) και δικαιούται να μπαίνει μέσα στα σπίτια και ότι δεν φοβάται κανένα. Ο Μ.Κ.3 κατέφθασε στην οικεία 15-20 λεπτά αργότερα. Κτύπησε το θυροτηλέφωνο και του άνοιξε η σύζυγός του. Όταν είδε τον κατηγορούμενο, του ζήτησε να αποχωρήσει από την οικεία. Εκείνη τη στιγμή ο κατηγορούμενος βρισκόταν περίπου 3 μέτρα εντός του σπιτιού. Ο κατηγορούμενος τον ρώτησε εάν είναι αστυνομικός και του ανέφερε ότι τον έκλεισαν μέσα. Ο ίδιος απάντησε πως είναι ο σύζυγος της Μ.Κ.2 και τότε ο κατηγορούμενος του είπε «να μιλήσουμε όταν έρθει η αστυνομία». Ο Μ.Κ.3, επιμένοντας, ζήτησε ξανά από τον κατηγορούμενο να βγει έξω από το σπίτι και ο κατηγορούμενος άρχισε να υποχωρεί, βγαίνοντας έξω από την είσοδο του σπιτιού. Ο Μ.Κ.3 του ζήτησε να περάσει και έξω από το κάγκελο της αυλής του σπιτιού. Ο κατηγορούμενος υπάκουσε. Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε με μοτοσικλέτα ένας αστυφύλακας. Ο Μ.Κ.3 διευκρίνισε ότι όταν έφθασε στο σπίτι, η πόρτα της εισόδου ήταν όντως κλειστή αλλά δεν ήταν κλειδωμένη και μπορούσε να ανοίξει από μέσα. Ερωτηθείς σχετικά, ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν αντιστάθηκε στο αίτημά του να αποχωρήσει από την οικεία όταν του το ζήτησε ο ίδιος. Του ζήτησε, όμως, να βγει έξω από το σπίτι 2-3 φορές και την τελευταία φορά, αφού ήταν πλέον λίγο πιο έντονος στον τρόπο του, ο κατηγορούμενος υπάκουσε. Εντός της οικείας, ο Μ.Κ.3 βρήκε τη σύζυγό του και την Μ.Κ.5 ανήσυχες αφού ένιωσαν, ως είπε, απειλή και φόβο.

 

Κατά την αντεξέτασή του, ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι γνώριζε ότι η πόρτα της εισόδου του σπιτιού ήταν ξεκλείδωτη λόγω του ότι ο ίδιος δεν είχε τα κλειδιά του σπιτιού μαζί του εκείνη την ημέρα και εισήλθε στην οικεία αφού πάτησε το κουμπί του θυροτηλεφώνου και του άνοιξαν. Αν η πόρτα ήταν κλειδωμένη, τότε δεν θα μπορούσε να ανοίξει μέσω της συσκευής του θυροτηλεφώνου αλλά θα έπρεπε κάποιος να την ξεκλειδώσει από μέσα και να του ανοίξει. Ως ανέφερε, η συσκευή του θυροτηλεφώνου βρίσκεται κάποια μέτρα εντός της οικείας και θα ήταν παράλογο κάποιο πρόσωπο να μεταβεί πρώτα στην πόρτα και να την ξεκλειδώσει αλλά να μην την ανοίξει και έπειτα να μεταβεί στη συσκευή του θυροτηλεφώνου για να πατήσει το κουμπί ώστε η πόρτα να ανοίξει από εκεί.

 

Όταν εισήλθε στην οικεία, η σύζυγός του και η Μ.Κ.5 βρίσκονταν κάποια μέτρα κοντά στην είσοδο της οικείας μαζί με τον κατηγορούμενο. Διευκρίνισε ότι όταν μπήκε στο σπίτι ο Μ.Κ.3, ο κατηγορούμενος απλώς στεκόταν σε σημείο κοντά στην είσοδο του σπιτιού. Άκουσε τη σύζυγό του να ζητά από τον κατηγορούμενο να βγει έξω από το σπίτι και ο κατηγορούμενος δεν αντιδρούσε, ήταν «απαθής». Ο Μ.Κ.3 είπε στην σύζυγό του και την Μ.Κ.5 «είναι δική μου δουλειά». Τότε ρώτησε τον κατηγορούμενο ποιος είναι και τί κάνει εντός του σπιτιού. Ο κατηγορούμενος τον ρώτησε εάν είναι αστυνομικός και του είπε ότι περιμένει την αστυνομία να έρθει. Ο ίδιος του απάντησε ότι δεν είναι αστυνομικός. Ο κατηγορούμενος επιχείρησε να του κάνει χειραψία και ο μάρτυρας του είπε «άστα αυτά» και του ζήτησε να περάσει έξω από το σπίτι, λέγοντας του να περιμένει την αστυνομία έξω. Χρειάστηκε να το επαναλάβει 2-3 φορές, την τρίτη φορά με πιο έντονο ύφος, μέχρι που ο κατηγορούμενος υπάκουσε και βγήκε έξω.

 

Ανέφερε, επίσης, ότι δεν γνωρίζει λεπτομέρειες ως προς το ζήτημα της απόδειξης ή το αίτημα του κατηγορούμενου για την καταβολή χρημάτων για την παράδοση δέματος στο παρελθόν. Του εξηγήθηκε αργότερα από τη σύζυγό του αλλά επειδή δεν τον ενδιέφερε το θέμα, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.

 

Όταν του τηλεφώνησε η σύζυγός του για να έρθει στο σπίτι, του είχε πει ότι βρίσκεται ένα πρόσωπο στο σπίτι το οποίο αρνείται επίμονα να φύγει και του ζήτησε να μεταβεί στο σπίτι για να βοηθήσει. Ο ίδιος αντιλήφθηκε ότι η σύζυγός του ήταν φοβισμένη.

 

Μ.Κ.4 – Αστ. 3961. Λ.Κ.

 

Η Μ.Κ.4 είναι αστυφύλακας και της ανατέθηκε η διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης. Κατέθεσε ότι στις 02.08.2018 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, την οποία προσκόμισε στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 6) μαζί με τη γραπτή καταγγελία που του έγινε έπειτα για τη διάπραξη του υπό κρίση αδικήματος (Τεκμήριο 7).

 

Ανέφερε, κατά την αντεξέτασή της, ότι λήφθηκε στις 03.08.18, από άλλο συνάδελφό της, κατάθεση από την κα. Κ.Δ., υπεύθυνη του τμήματος της εταιρείας όπου εργαζόταν ο κατηγορούμενος. Η κατάθεση της Κ.Δ. κατατέθηκε στο Δικαστήριο, με τη σύμφωνη γνώμη της Κατηγορούσας Αρχής, και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 8.

 

Μ.Κ.5 – Μ.Λ.

 

Η Μ.Κ.5 υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής της, κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 02.08.2018 (Τεκμήριο 9). Στην κατάθεσή της περιέγραψε ότι την ίδια μέρα είχε επισκεφθεί το σπίτι ένα νεαρό παιδί που εργαζόταν σε εταιρεία παράδοσης δεμάτων και της ανέφερε ότι χρειαζόταν να γίνει κάποια πληρωμή για το ποσό των Ευρώ 170 για ένα πακέτο που παραδόθηκε ένα μήνα προηγουμένως. Το ζήτημα επιλήφθηκε η κόρη της, Γ.Λ., και αφού ζήτησε κάποια περαιτέρω απόδειξη με τα στοιχεία του δέματος, η οποία της στάλθηκε μέσω τηλεομοιότυπου, είχε ζητήσει χρόνο για να εξετάσει το θέμα. Λίγη ώρα αργότερα, ξανακτύπησε την πόρτα ένα άλλο πρόσωπο, τον οποίο αναγνώρισε στο Δικαστήριο, ως τον κατηγορούμενο, το οποίο με «έντονο» και «απειλητικό» ύφος, ζήτησε να του επιστραφεί η εν λόγω απόδειξη. «Σιγά-σιγά» προχώρησε εντός του σπιτιού και της ανέφερε ότι επειδή είναι διανομέας δικαιούται να μπαίνει μέσα στα σπίτια. Η Μ.Κ.5 του ζήτησε επανειλημμένα να βγει έξω από το σπίτι αλλά ο κατηγορούμενος αρνήθηκε, επιμένοντας να του επιστραφεί η απόδειξη. Η Μ.Κ.5 ανέφερε ότι ειδοποιήθηκε η αστυνομία και ότι ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στην εταιρεία όπου εργάζεται. Λόγω του ότι η Μ.Κ.5 είχε δει ένα βαν με δύο άτομα να σταθμεύει στον απέναντι δρόμο έξω από το σπίτι, τα οποία κατέβηκαν και κατευθύνονταν προς το σπίτι, η Μ.Κ.5 έκλεισε την πόρτα της εισόδου της οικείας[1]. Η Μ.Κ.5 διευκρίνισε ότι πριν κλείσει την πόρτα της εισόδου, είχε πει στον κατηγορούμενο να βγει έξω και ότι ειδοποίησε την αστυνομία και τον γαμπρό της, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να βγει και της απάντησε ότι και εκείνος ειδοποίησε την αστυνομία. Η Μ.Κ.5 έκλεισε την πόρτα της εισόδου αλλά δεν την κλείδωσε. Επίσης, ανέφερε ότι ο γαμπρός της εισήλθε αργότερα στην οικεία αφού κτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ο κατηγορούμενος συνέχισε να περιφέρεται στο σπίτι «άνετος» και αρνείτο να βγει έξω, παρά τις εκκλήσεις της Μ.Κ.5. Είχε «ύφος που προκαλούσε φόβο», προσπάθησε να «εκφοβίσει» την ίδια και τα υπόλοιπα πρόσωπα, πλησιάζοντάς την «στα μούτρα με επιθετικό ύφος». Όταν έφθασε ο γαμπρός της Μ.Κ.5, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί να έρθει για αυτό το λόγο, ο κατηγορούμενος συμφώνησε να αποχωρήσει από το σπίτι, βγαίνοντας έξω από την είσοδο του σπιτιού και έπειτα από την καγκελόπορτα. Εκείνη τη στιγμή, κατέφθασε και ένας αστυφύλακας με μοτοσικλέτα.

 

Αντεξεταζόμενη η Μ.Κ.5, ανέφερε ότι όταν κτύπησε το κουδούνι της πόρτας ο κατηγορούμενος, της είπε ότι είναι διανομέας και ζήτησε να του δοθεί το «χαρτί» της απόδειξης. Δεν έσπρωξε την πόρτα για να μπει μέσα, αφού την πόρτα την είχε ήδη ανοίξει η Μ.Κ.5, αλλά μπήκε μέσα στο σπίτι «άνετος». Όταν εξήγησε το λόγο που βρισκόταν εκεί, ήταν γενικά ήρεμος, όμως, η ίδια έχασε την ψυχραιμία της επειδή σκέφτηκε ότι «βρήκε το μπελά της» και την «προδιάθεσε αρνητικά το όλο θέμα». Έπειτα, ο κατηγορούμενος ζητούσε «εναγωνίως» να του δοθεί η απόδειξη και επέμενε ότι δεν επρόκειτο να φύγει εάν δεν έπαιρνε το χαρτί.

 

Όταν είδε το βαν με τα δύο άτομα να κατευθύνονται προς το σπίτι της, τότε του ζήτησε να φύγει λέγοντάς του ότι κάλεσε την αστυνομία και ότι θα έβρισκε τον μπελά του. Του είπε, ως ανέφερε, «άμαν κλείσω την πόρτα θα σε βρει εδώ η αστυνομία μέσα». Αρνήθηκε ότι του ζήτησε να μείνει στο σπίτι και να περιμένει την αστυνομία. Αναρωτήθηκε: «ένας άνθρωπος τόσο δυναμικός αν του έλεα να μείνει να περιμένει, θα κάτσει να με ακούσει; Δεν θα άνοιγε την πόρτα να φύγει; Ήταν ξεκλείδωτη η πόρτα.». Η Μ.Κ.5 πρόσθεσε ότι πήρε τηλέφωνο τουλάχιστον δύο φορές την αστυνομία γιατί αργούσαν να έρθουν καθώς και ότι και ο ίδιος ο κατηγορούμενος πήρε τηλέφωνο την αστυνομία γιατί «ήθελε να βρει το δίκαιο του» ως της ανέφερε ο ίδιος.

 

Όταν πλέον έκλεισε η πόρτα, η Μ.Κ.5 συνέχισε να του ζητά να φύγει από το σπίτι. Ο κατηγορούμενος «έκανε βόλτες μέσα στο σπίτι» εννοώντας το χώρο του σαλονιού μέχρι τις σκάλες που οδηγούν προς τα υπνοδωμάτια. Η ίδια τον ακολουθούσε σε κάποια απόσταση. Διερωτήθηκε που βρήκε τη δύναμη να επιμένει τόσο πολύ, ενώ οι υπόλοιπες κοπέλες στάθηκαν σαν «σε παράταξη» φοβισμένες. Ανησυχούσαν ότι μπορούσε να τις κτυπήσει αλλά η ίδια δεν τον φοβήθηκε. Ένιωσε ότι ζούσε ένα συμβάν ωσάν αυτά που «βλέπουμε στην τηλεόραση» ως είπε χαρακτηριστικά. Διευκρίνισε ότι ο κατηγορούμενος την είχε πλησιάσει κοντά στο πρόσωπο αλλά δέχτηκε τη θέση της Υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν την είχε πλησιάσει με επιθετικό τρόπο, υπαναχωρώντας έτσι από την αρχική της θέση. Εντούτοις, σε άλλο σημείο της αντεξέτασής της, τόνισε ότι ένιωσε ανασφάλεια γιατί κάποιο ξένο άτομο βρισκόταν στο σπίτι της και δεν έφευγε. Όταν της υποβλήθηκε η θέση ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε της είπε ότι είναι «κούριερ» και «έχει δικαίωμα να μπαίνει μέσα στα σπίτια», η ίδια απάντησε ότι ο κατηγορούμενος είχε «άνεση» και ότι «πρέπει να [της] το είπε αφού δεν έβγαινε έξω».

 

Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής και αφού διαπιστώθηκε ότι είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, εξηγήθηκαν στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του. Ο ίδιος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.

 

Κατηγορούμενος

 

Ο κατηγορούμενος υιοθέτησε αρχικά το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 02.08.2018 και παρέθεσε δια ζώσης περαιτέρω λεπτομέρειες. Ανέφερε ότι στις 02.08.2018 περί η ώρα 11:00 π.μ. έλαβε οδηγίες από προϊστάμενή του, Μ.Υ.2, όπως μεταβεί στην οικεία της Μ.Κ.2 για να λάβει μια απόδειξη σε σχέση με ένα πακέτο που της είχε παραδοθεί ένα μήνα προηγουμένως. Πήγε στην οικεία, κτύπησε το κουδούνι και την πόρτα άνοιξε η Μ.Κ.5. Αφού μπήκε μέσα στο σπίτι και ανέφερε το λόγο που βρισκόταν εκεί, η Μ.Κ.5 αμέσως έκλεισε την πόρτα της εισόδου της οικείας και του είπε «να μείνεις δαμέ μέχρι να έρθει η αστυνομία». Ο κατηγορούμενος δεν είδε την Μ.Κ.5 να κλειδώνει την πόρτα με κλειδί, ούτε προσπάθησε να την ανοίξει ώστε να διαπιστώσει κατά πόσο η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Όμως, άκουσε την Μ.Κ.5 να αναφέρει στην κόρη της ότι είχε κλειδώσει την πόρτα ώστε ο κατηγορούμενος να παραμείνει εκεί μέχρι να έρθει η αστυνομία, άκουσε επίσης να της λέει να κλείσουν και τα παράθυρα και ότι θα καλούσαν και τον Μ.Κ.3, ο οποίος ήταν «διπλάσιος» από εκείνον για να τον «σαπίσει στο ξύλο». Επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την προϊστάμενη του και της ανέφερε τί γινόταν και επιχείρησε να δώσει το τηλέφωνο στη Μ.Κ.2 ώστε να συνομιλήσει μαζί της αλλά η ίδια αρνήθηκε. Επίσης, κάλεσε και ο ίδιος την αστυνομία. Κατά το χρόνο που βρισκόταν σε οικεία παρέμεινε σε μια γωνιά «με σταυρωμένα τα χέρια» μέχρι να έρθει η αστυνομία. Αρνήθηκε ότι κινείτο εντός της οικείας. Προχώρησε εντός της οικείας μόνο μια φορά για να δώσει το τηλέφωνο στην Μ.Κ.2 ώστε να μιλήσει με την προϊστάμενή του. Τους ανέφερε ότι είναι διανομέας και ότι απλά έκανε τη δουλειά του και ουδέποτε τους είπε ότι έχει δικαίωμα να μπαίνει μέσα στα σπίτια. Κατά το χρόνο που βρισκόταν εκεί, είχαν έρθει στο σημείο, έξω από το σπίτι, οι δύο συνάδελφοί του που είχαν επισκεφθεί την οικεία προηγουμένως. Του τηλεφώνησαν ρωτώντας τον κατά πόσο κατάφερε να πάρει την απόδειξη και ο ίδιος τους ζήτησε, τηλεφωνικώς, να φύγουν και ότι θα αναλάμβανε το ζήτημα ο ίδιος. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι ούτε η Μ.Κ.5 αλλά ούτε και η Μ.Κ.2 του ζήτησαν να βγει έξω από το σπίτι, αφού ήθελαν να περιμένει εκεί μέχρι να έρθει η αστυνομία. Διευκρίνισε ότι και ο ίδιος επιθυμούσε να έρθει η αστυνομία για να έχει την ευκαιρία να εξηγήσει τί έγινε. Υποψιάστηκε ότι η Μ.Κ.5 και η κόρη τους θα μπορούσαν να παραποιήσουν τα γεγονότα ώστε να αποφύγουν να καταβάλουν το ποσό για το πακέτο και συγκεκριμένα ανέφερε ότι «θα μπορούσαν να κτυπηθούν μεταξύ τους» και να κατηγορηθεί ο ίδιος. Σε κάποια στιγμή, έφθασε στο σπίτι ο Μ.Κ.3 και του είπε «έφκα έξω», όπως και έκανε. Ανέφερε ο κατηγορούμενος ότι σε καμία περίπτωση δεν είχε «απειλητικό ύφος» και ότι τους μιλούσε «κανονικά», όπως συμπεριφέρεται και με τους υπόλοιπους πελάτες του καθημερινά, χωρίς να έχει δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα.

 

Αντεξεταζόμενος ο κατηγορούμενος επανέλαβε ότι, προτού ζητηθεί στον ίδιο να μεταβεί στην οικεία, είχαν περάσει από την οικεία της Μ.Κ.5 δύο συνάδελφοί του αλλά δεν κατάφεραν να πάρουν την απόδειξη πληρωμής. Διευκρίνισε ότι εκείνο το διάστημα, η εταιρεία στην οποία εργαζόταν βρισκόταν σε κάποια μεταβατική περίοδο και γίνονταν γενικά λάθη κατά την παράδοση δεμάτων από τους διανομείς με αποτέλεσμα κάποιες παραδόσεις να μην πληρώνονταν αμέσως και να χρειαζόταν να ζητηθεί η πληρωμή τους αργότερα.

 

Αρνήθηκε ότι εισήλθε στην οικεία της Μ.Κ.5 χωρίς τη θέλησή της και ότι τοποθέτησε το πόδι του στην πόρτα για να μην κλείσει. Μόλις μπήκε στο σπίτι, εξήγησε το λόγο που βρισκόταν εκεί και τότε η Μ.Κ.5 έκλεισε την πόρτα και τον άφησε μέσα. Του ανέφεραν, επίσης, ότι όταν θα ερχόταν ο Μ.Κ.3 θα τον σάπιζε στο ξύλο. Ο ίδιος επέμεινε ότι οι παραπονούμενες ουδέποτε του ζήτησαν να αποχωρήσει από την οικεία ενώ δεν αποδέχτηκε ότι δεν προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα και να φύγει από μόνος του. Ερωτηθείς σχετικά, απάντησε ότι ο ίδιος δεν κάλεσε την αστυνομία αλλά ότι καθώς συνομιλούσε με την προϊστάμενη του τηλεφωνικώς, της ζήτησε να ειδοποιήσει εκείνη την αστυνομία. Ήθελε και ο ίδιος να έρθει η αστυνομία για να δει ότι δεν προκάλεσε καμιά ζημιά, ούτε κτύπησε τις παραπονούμενες. Θεωρούσε ότι οι παραπονούμενες είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους από πριν για το πώς θα αντιδρούσαν όταν θα ερχόταν με σκοπό να αποφύγουν να του δώσουν την απόδειξη ή να καταβάλουν το ποσό. Θα μπορούσε, ως είπε, ο Μ.Κ.3 να κτυπούσε τη γυναίκα του και να έριχναν το φταίξιμο σε εκείνον. Δεν εισήλθε στο σπίτι με σκοπό να ενοχλήσει τις παραπονούμενες αλλά για να πάρει είτε την απόδειξη πληρωμής, είτε τα χρήματα για την παράδοση του πακέτου.     

 

Μ.Υ.2 – Κ.Δ.

 

Η Μ.Υ.2 στην κατάθεσή της ανέφερε ότι είναι υπεύθυνη του τμήματος Λεμεσού στην εταιρεία παράδοσης δεμάτων στην οποία εργάζεται ο κατηγορούμενος. Περί τις 02.07.2018 παραδόθηκε ένα πακέτο από το εξωτερικό στη Μ.Κ.2 και μετά από την παράδοση διαπιστώθηκε ότι υπήρχε κάποια εκκρεμότητα αναφορικά με την καταβολή του ποσού των Ευρώ 177. Λόγω του ότι δεν είχαν τον αριθμό τηλεφώνου της Μ.Κ.2, αναγκάστηκαν να μεταβούν εκ μέρους της εταιρείας στην οικεία της για να εξηγήσουν το λάθος και να εισπράξουν το ποσό. Από τις 02.07.2018 μέχρι τις 02.08.2018 προσπάθησαν να εντοπίσουν κάποιο πρόσωπο στην οικεία αλλά δεν τα κατάφεραν. Τελικά στις 02.08.2018 μετάβηκαν δύο υπάλληλοι της εταιρείας στην οικεία, εντόπισαν την Μ.Κ.2 και της εξήγησαν τί είχε συμβεί. Η ίδια ζήτησε να της σταλεί κάποια απόδειξη μέσω τηλεομοιότυπου για να εντοπίσει τα στοιχεία του πακέτου και να προχωρήσει με την πληρωμή, πράγμα που έγινε. Ενώ η μάρτυρας μιλούσε με τον υπάλληλο της εταιρείας στο τηλέφωνο, η Μ.Κ.5 του άρπαξε το τηλέφωνο, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει και έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας ότι δεν πρόκειται να πληρώσει το ποσό. Η μάρτυρας πήρε ξανά τηλέφωνο τον ένα από τους δύο υπαλλήλους και τους ζήτησε να φύγουν από το μέρος. Αυτοί έφυγαν χωρίς να πάρουν μαζί τους την απόδειξη πληρωμής. Τους ζήτησε να κτυπήσουν την πόρτα και να την ζητήσουν αλλά, όπως της ανέφεραν, κανένας δεν τους άνοιγε και έτσι επέστρεψαν στην εταιρεία. Αφού δεν πήραν την απόδειξη, η μάρτυρας αναγκάστηκε να στείλει άλλο οδηγό στο σπίτι της Μ.Κ.2, τον κατηγορούμενο, για να χειριστεί το ζήτημα. Ο κατηγορούμενος την πήρε τηλέφωνο και της είπε ότι του άνοιξαν και μπήκε στην οικεία αλλά ότι δεν ήθελαν να του δώσουν την απόδειξη. Της είπε, μάλιστα, ότι τον κλείδωσαν μέσα και ότι επρόκειτο να καλέσουν την αστυνομία. Η μάρτυρας ζήτησε όπως μιλήσει μέσω τηλεφώνου με μία από τις δύο αλλά οι ίδιες αρνήθηκαν.

 

Η μάρτυρας εξήγησε ότι εκείνο το διάστημα, λόγω του ότι η εταιρεία άλλαξε αντιπροσωπεία, έτυχε να αντιμετωπίσουν και άλλες φορές περιπτώσεις, εκείνη την περίοδο, όπου κατά την παράδοση του πακέτου δεν είχε ζητηθεί η καταβολή του αντίτιμου για την παράδοση του πακέτου. Στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της άρνησης των παραπονούμενων να καταβάλουν το ποσό, εν τέλει η εταιρεία αποφάσισε να αποσύρει το αίτημά της για την καταβολή του. 

 

Αντεξεταζόμενη η μάρτυρας ανέφερε ότι ο λόγος που απέστειλε το αντίγραφο της απόδειξης μέσω τηλεομοιότυπου ήταν επειδή θεωρούσε ότι η παραπονούμενη θα κατέβαλε το ποσό. Εκ των υστέρων, αναγνωρίζει ότι δεν έπρεπε να την είχε εμπιστευτεί εφόσον η παραπονούμενη κατακράτησε την απόδειξη χωρίς να πληρώσει το ποσό που αναγραφόταν σε αυτήν. Εφόσον στάλθηκε η απόδειξη, έπρεπε, όμως, να δικαιολογήσει στην εταιρεία το έλλειμα το ποσού αυτού και είναι για αυτό το λόγο που ζήτησε από τον κατηγορούμενο να μεταβεί ξανά στην οικεία της Μ.Κ.2 ώστε να ζητήσει είτε την καταβολή του ποσού, είτε την επιστροφή της απόδειξης. Όταν την πήρε τηλέφωνο ο κατηγορούμενος μετέπειτα της είπε ότι τον κλείδωσαν μέσα και ότι κάλεσαν την αστυνομία. Ερωτηθείσα εάν κάλεσε και η ίδια την αστυνομία, απάντησε αρνητικά λέγοντας «εγώ γιατί να την καλέσω;».

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρηματολογώντας και προβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Έχω εξετάσει τα όσα έχουν αναφέρει και τα έχω λάβει υπόψη μου. Δεν χρειάζεται να τα αναπαράγω.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη (Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563), με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε (Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614). Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του.  Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία (Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016). Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο (Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266). Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422).

 

Ως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, μεγάλο μέρος αυτής δεν αμφισβητείται και είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές. Συνεπώς, τα γεγονότα αυτά θα ενταχθούν στα ευρήματα του Δικαστηρίου και θα παρατεθούν πιο κάτω.

 

Η μαρτυρία της αστυφύλακα, Μ.Κ.4, ήταν τυπικής φύσεως, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης και την αποδέχομαι στο σύνολό της.

 

Ο Μ.Κ.3 μου έκανε πολύ θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με ηρεμία και αμεσότητα, δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις και τα όσα ανέφερε είχαν λογική συνοχή. Θεωρώ ότι είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια ενώ η μαρτυρία του ως προς τη δική του συμμετοχή στο συμβάν, επί της ουσίας δεν αμφισβητείται ούτε από την πλευρά της Υπεράσπισης, ενώ υποστηρίζεται και από τους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5. Αποδέχομαι, επίσης, τη θέση του ως προς τον τρόπο που εισήλθε στην οικεία, δηλαδή ότι του άνοιξε κάποιος μέσω του θυροτηλεφώνου (και όχι ξεκλειδώνοντας και ανοίγοντάς του την πόρτα)  και ότι άρα, για τους λόγους που εξήγησε, η πόρτα της εισόδου της οικείας δεν ήταν κλειδωμένη από μέσα.

 

Βασικός πυλώνας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής είναι η μαρτυρία των Μ.Κ.1., Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5, των προσώπων, δηλαδή, που βρίσκονταν εντός της οικείας όταν έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν Σημειώνω ότι η Μ.Κ.1, ειδικότερα, αποτελεί ένα τρίτο ανεξάρτητο άτομο, το οποίο έτυχε να βρίσκεται μέσα στο σπίτι κατά το χρόνο του συμβάντος, δεν είχε καμία ανάμειξη στη διαφωνία που σχετίζεται με την πληρωμή ή μη του ποσού για την παραλαβή του δέματος και άρα δεν έχει κανένα κίνητρο να παραποιήσει τα γεγονότα που παρέθεσε στο Δικαστήριο. Σε γενικές γραμμές και με κάποιες επιφυλάξεις στις οποίες θα αναφερθώ πιο κάτω, οι μάρτυρες αυτοί που έκαναν καλή εντύπωση με τον τρόπο που κατέθεσαν στο Δικαστήριο, ενώ στις ουσιαστικές της πτυχές, η μαρτυρία τους αλληλουποστηριζόταν. Αν και παρατηρούνται διαφορές μικροαντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας των τριών αυτών προσώπων, δεν είναι σε τέτοιο βαθμό ουσιώδεις, ώστε να κλονίσουν, δίχως άλλο, την αξιοπιστία τους. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, μάλιστα, λαμβανομένου υπόψη και του χρόνου που έχει διαρρεύσει από το επίδικο συμβάν αλλά και από την ένταση που διαφαίνεται να επικρατούσε καθώς αυτό εκτυλισσόταν.

 

Αποδέχομαι, τον βασικό ισχυρισμό που προέβαλαν και οι τρεις μάρτυρες ότι, κατά τη διάρκεια του συμβάντος, ζητήθηκε επανειλημμένα από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει από το σπίτι και ότι αυτός αρνήθηκε να το πράξει μέχρι να ικανοποιηθεί το αίτημά του. Ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου που προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, ήτοι ότι κανένας δεν του ζήτησε να βγει έξω από το σπίτι, στερείται πειστικότητας και αντίκειται στην κοινή λογική, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη ότι κλήθηκε η αστυνομία αλλά και ο σύζυγος της Μ.Κ.2 για να έρθουν αμέσως στο σπίτι - προφανώς με σκοπό να τον αναγκάσουν να αποχωρήσει και όχι για να επιλύσουν τη διαφορά που δημιουργήθηκε σε σχέση με την απόδειξη. Ως αναφέρθηκε, η Μ.Κ.2 θεώρησε ότι λόγω του αναστήματος του Μ.Κ.3, ο κατηγορούμενος θα τον φοβόταν και θα έφευγε. Η Μ.Κ.5 ανέφερε στον κατηγορούμενο ότι εάν δεν φύγει θα καλούσε αστυνομία ενώ όταν έκλεισε την πόρτα της εισόδου, για τους λόγους που ανέφερε, του ζήτησε να φύγει διαφορετικά θα έκλεινε την πόρτα και θα τον έβρισκε η αστυνομία εντός της οικείας. Η φράση αυτή δεν θεωρώ ότι μπορεί λογικά να ερμηνευτεί, ή ότι στην προκειμένη περίπτωση ερμηνεύτηκε από τον κατηγορούμενο, ως συγκατάθεση της Μ.Κ.5 για την παραμονή του κατηγορούμενου εντός της οικείας. Δεν θα υπήρχε, εξάλλου, κανένας λόγος να κληθεί η αστυνομία ή ο Μ.Κ.3 (και μάλιστα να κοινοποιηθεί κάτι τέτοιο στον κατηγορούμενο), εάν επιθυμία των Μ.Κ.2 και της Μ.Κ.5 ήταν να παραμείνει εντός του σπιτιού ο κατηγορούμενος. Ούτε διαφαίνεται κάποιος λόγος για τον οποίον οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 να επιθυμούσαν να παραμείνει ο κατηγορούμενος στην οικεία του ώστε να τον καταγγείλουν μετέπειτα στην αστυνομία. Είναι εμφανές ότι οι παραπονούμενες κάλεσαν την αστυνομία και το Μ.Κ.3 για να αναγκάσουν τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει από την οικεία τους, προφανώς γιατί ο ίδιος δεν το έπραττε από μόνος του. Εξάλλου, παραδέχτηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος ότι, για τους δικούς του λόγους, επιθυμούσε να μείνει εντός της οικείας μέχρι να έρθει η αστυνομία και άρα επιθυμούσε ο ίδιος να βρίσκεται εντός της οικείας, παρά τις εκκλήσεις των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 για να βγει έξω.

 

Αποδέχομαι, επίσης, τον ισχυρισμό που προβλήθηκε και από τις τρεις πιο πάνω μάρτυρες ότι όταν του αναφέρθηκε ότι κλήθηκε η αστυνομία και ότι θα ερχόταν και ο Μ.Κ.3 για να τον διώξουν, ο κατηγορούμενος αντιδρώντας απάντησε ότι δεν φοβάται ούτε την αστυνομία, ούτε το Μ.Κ.3 και ότι θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί.

 

Περαιτέρω, σε σχέση με τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, αποδέχομαι ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφερόταν με «άνεση», ήταν επίμονος και ότι κάποιες στιγμές κινήθηκε μερικά μέτρα εντός της οικείας και έπειτα επέστρεψε σε σημείο που βρισκόταν κοντά στην πόρτα. Αν και η γενική αναφορά της Μ.Κ.1 ότι πήγαινε συνέχεια «πάνω κάτω» ή της Μ.Κ.5 ότι «έκανε βόλτες», θεωρώ ότι ενέχουν το στοιχείο της υπερβολής, εντούτοις αποδέχομαι τη θέση, η οποία υποστηρίχθηκε και από τις τρεις μάρτυρες κατηγορίας, ότι ο κατηγορούμενος κινήθηκε εντός του χώρου του σαλονιού, πέραν της μίας φοράς που παραδέχθηκε ο ίδιος. Τη μία φορά τουλάχιστον, ο κατηγορούμενος κινήθηκε στο χώρο του σαλονιού όταν μιλούσε στο τηλέφωνο με την προϊστάμενή του και προχώρησε προς το σημείο της σκάλας που οδηγεί στα υπνοδωμάτια, στην προσπάθειά του να δώσει τη συσκευή του τηλεφώνου προς τη Μ.Κ.2 ώστε να μιλήσει μαζί της. Αφού έκλεισε η πόρτα της εισόδου και ο κατηγορούμενος πλέον δήλωσε ότι θα παραμείνει εκεί για να περιμένει την αστυνομία, αποδέχομαι, ως αληθοφανή τη θέση του κατηγορούμενου ότι ο ίδιος στεκόταν και περίμενε κατά την είσοδο της πόρτας. Εκεί εξάλλου τον βρήκε και ο Μ.Κ.3 όταν έφθασε στο σπίτι και εκεί τον τοποθετεί με τη μαρτυρία της και η Μ.Κ.2.  

 

Πέραν των πιο πάνω, κρίνω ασαφείς και υπερβολικούς τους χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν στον κατηγορούμενο ως προς τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε κατά το συμβάν, ήτοι ότι ήταν «επιθετικός», «απειλητικός» ή  «με ύφος που προκαλούσε τρόμο» ή ότι «προσπάθησε να εκφοβίσει». Πέραν από την «επιμονή» του κατηγορούμενου να παραμείνει στο σπίτι μέχρι να φθάσει η αστυνομία και το γεγονός ότι κινήθηκε με κάποια άνεση εντός του χώρου του σαλονιού, κανένας από τους μάρτυρες δεν ήταν σε θέση να περιγράψει κάποια συγκεκριμένη ενέργεια του κατηγορούμενου η οποία να δικαιολογεί τους σοβαρούς χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν. Έχω παρατηρήσει, μάλιστα, ότι κατά το στάδιο της αντεξέτασης και οι τρεις μάρτυρες έτειναν να είναι πιο ήπιες στην περιγραφή τους ως προς αυτό το ζήτημα, σε σύγκριση με την εικόνα που παρουσίασαν κατά το χρόνο που έδωσαν κατάθεση στην αστυνομία (και, συνεπώς, κατά την κυρίως εξέτασή τους). Χαρακτηριστικό προς τούτο, είναι και το ότι, όταν ρωτήθηκαν από τη συνήγορο της Υπεράσπισης, οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 δεν ήταν σε θέση να δηλώσουν, με θετικό τρόπο, στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος προσήλθε στην οικεία με σκοπό να τις εκφοβίσει ή να τις ενοχλήσει. Μάλιστα, η Μ.Κ.1 συμφώνησε με την υποβολή της Υπεράσπισης ότι σκοπός του κατηγορούμενου δεν ήταν να ενοχλήσει αλλά «να πάρει μια απόδειξη και να φύγει να πάει να κάνει τη δουλειά του»× δεν συμφώνησε, όμως, με τον τρόπο που επέλεξε να το πράξει αυτό ο κατηγορούμενος.

 

Σημασία έχει και το γεγονός ότι, ως αναφέρθηκε και από τις τρεις μάρτυρες κατηγορίας κατά την αντεξέτασή τους, οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 δεν αντιμετώπισαν το συμβάν με ψυχραιμία και συμπεριφέρονταν προς τον κατηγορούμενο με «έντονο τρόπο». Η Μ.Κ.5 αποδέχτηκε ότι ήταν προδιατεθειμένη αρνητικά και ότι ο κατηγορούμενος δεν την πλησίασε «στα μούτρα» με επιθετικό τρόπο (ως είχε αρχικά καταθέσει). Αυτό που προκύπτει από τη μαρτυρία είναι ότι οι Μ.Κ.1, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 ένιωσαν αναστάτωση και ενδεχομένως φόβο, όχι λόγω κάποιας συγκεκριμένης επιθετικής ενέργειας ή απειλής που εξέφρασε ο κατηγορούμενος, αλλά λόγω της ανασφάλειας και έλλειψη προστασίας που αυτόματα ένιωσαν «ως γυναίκες» από το γεγονός και μόνο ότι ο κατηγορούμενος, «ένας άνδρας», εισήλθε στην οικεία και αρνιόταν να φύγει. Υψώθηκαν οι τόνοι πολύ γρήγορα - και ενδεχομένως αχρείαστα - μόλις ο κατηγορούμενος συστήθηκε και ανέφερε το λόγο που βρισκόταν στην οικεία, ήτοι για να ζητήσει την επιστροφή του εγγράφου της απόδειξης.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από την Μ.Κ.1 κατά την κυρίως εξέτασή της (και έπειτα από τη Μ.Κ.2 κατά την αντεξέτασή της), ότι ο κατηγορούμενος είχε τοποθετήσει το πόδι του στην πόρτα ώστε να μην μπορεί η Μ.Κ.5 να την κλείσει, αυτός καταρρίφθηκε από την ίδια τη Μ.Κ.5, η οποία βρισκόταν στο σημείο αυτό, και συνεπώς δεν γίνεται αποδεκτός. Όπως είπε, αντεξεταζόμενη επί τούτου, μόλις κτύπησε την πόρτα και του άνοιξε η Μ.Κ.5, ο κατηγορούμενος εισήλθε αμέσως εντός της οικείας και δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε βία για αυτό το σκοπό. Ακολούθησε έντονη συζήτηση με την Μ.Κ.5, η οποία σχετιζόταν με το λόγο της παρουσίας του εκεί και έπειτα η Μ.Κ.5 έκλεισε την πόρτα με τον κατηγορούμενο να επιμένει να παραμένει εντός της οικείας μέχρι να ικανοποιηθεί το αίτημά του για επιστροφή της απόδειξης πληρωμής.

 

Ο κατηγορούμενος κατέθεσε με ηρεμία και απλότητα στο Δικαστήριο. Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του συνάδει και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που έχει τεθεί ενώπιον μου και δεν αμφισβητείται. Υπάρχουν, όμως, πτυχές της μαρτυρίας του που, αντιπαραβαλλόμενοι με την υπόλοιπη μαρτυρία, στερούνται πειστικότητας.

 

Για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει, απορρίπτω, ως μη πειστικό, τον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε του ζητήθηκε από τις Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 να αποχωρήσει από την οικεία.

 

Επίσης, δεν αποδέχομαι τη θέση ότι η Μ.Κ.5 τον κλείδωσε εντός του σπιτιού και του ζήτησε να παραμείνει εκεί μέχρι να έρθει η αστυνομία. Σε καμία περίπτωση, δεν θεωρώ ότι ο κατηγορούμενος ένιωσε ότι κλειδώθηκε ή παγιδεύτηκε εντός του σπιτιού και ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραμείνει εκεί. Ως παραδέχτηκε και ο ίδιος, δεν επιχείρησε καν να ανοίξει την πόρτα, ενώ προκύπτει από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου ότι η πόρτα, στην πραγματικότητα, ήταν ξεκλείδωτη. Είναι εμφανές ότι ο κατηγορούμενος είχε αντιληφθεί ότι επιθυμία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 ήταν να αποχωρήσει από το σπίτι αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να το πράξει μέχρι να του επιστραφεί η απόδειξη πληρωμής ή μέχρι να έρθει η αστυνομία στο σπίτι και να εξηγήσει τη θέση του. Ανεξαρτήτως τούτου, ο κατηγορούμενος στηριζόμενος στο ότι η Μ.Κ.5 έκλεισε την πόρτα της εισόδου, στην τηλεφωνική συνομιλία που είχε με την Μ.Υ.2, της ανέφερε ότι τον είχαν κλειδώσει μέσα. Εφόσον ούτε ο ίδιος είχε επιχειρήσει να ανοίξει την πόρτα και άρα δεν γνώριζε εάν ήταν κλειδωμένη ή όχι, αλλά ούτε είχε εκφράσει την επιθυμία του να αποχωρήσει από την οικεία, η εν λόγω αναφορά του στην Μ.Υ.2, η οποία μεταφέρθηκε στο Δικαστήριο και από την ίδια, ήταν εμφανώς παραπλανητική.

 

Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι ζήτησε από τη Μ.Υ.2 να καλέσει και εκείνη την αστυνομία εφόσον τον είχαν κλειδώσει εντός του σπιτιού, προσκρούει στην μαρτυρία της ίδιας, η οποία, αντεξεταζόμενη, αρνήθηκε κάτι τέτοιο.

 

Μη πειστικός κρίνεται και ο λόγος που παρέθεσε ο κατηγορούμενος για να δικαιολογήσει την παραμονή του εντός της οικείας της Μ.Κ.5 μέχρι να καταφθάσει στο σημείο η αστυνομία. Η θέση του ότι εάν έφευγε από την οικεία ενδεχομένως οι παραπονούμενες να κτυπούσαν η μία την άλλη ή ο Μ.Κ.3 να κτυπούσε μία από αυτές και να κατηγορούσαν τον κατηγορούμενο στην αστυνομία, αποδοκιμάζεται από την κοινή λογική. Κανένα γεγονός, ως αυτά είχαν εκτυλιχθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν δικαιολογούσε τη διαμόρφωση τέτοιας εντύπωσης ή υποψίας από μέρους του κατηγορούμενου. Τονίζεται ότι, στο βαθμό που σκοπός του κατηγορούμενου ήταν να αναμένει την έλευση της αστυνομίας για να παραθέσει τη δική του εκδοχή ως προς το τί είχε συμβεί και να «βρει το δίκαιο του», ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να το πράξει περιμένοντας έξω από την οικεία της Μ.Κ.5. Τίποτε δεν φαίνεται να δικαιολογεί την απόφασή του να παραμείνει εντός του σπιτιού περιμένοντας την αστυνομία, ενάντια στη θέληση των παραπονούμενων, έστω και εάν, κατά το διάστημα αυτό, απλά στεκόταν με σταυρωμένα τα χέρια, σε σημείο κοντά στην είσοδο της οικείας και ακόμη και εάν θεωρούσε ότι το αίτημά του για επιστροφή της απόδειξης ήταν δικαιολογημένο και, αντίστοιχα, η αντίδραση των παραπονούμενων αδικαιολόγητη.

 

Ωστόσο, για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, αποδέχομαι ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε προβεί σε κάποια ενέργεια που σκοπό είχε να προκαλέσει φόβο ή τρόμο στα πρόσωπα που βρίσκονταν εντός της οικείας, ούτε ότι τις απείλησε με οποιοδήποτε τρόπο. Αποδέχομαι, επίσης, ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της παραμονής του στην οικεία, ο ίδιος στεκόταν στο σημείο της εισόδου της πόρτας αν και, ως προκύπτει από την υπόλοιπη μαρτυρία, κινήθηκε περισσότερο από μια φορά κάποια μέτρα εντός του σαλονιού προς τη κατεύθυνση της κουζίνας, της σκάλας και πίσω. Δεν διαφαίνεται να υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να πηγαινοέρχεται ο κατηγορούμενος εντός του σαλονιού καθ’ όλη της διάρκεια της παρουσίας του, εκτός από το χρόνο που μιλούσε στο τηλέφωνο, ενώ φαίνεται λογική η εκδοχή ότι, εφόσον έκλεισε η πόρτα και ο ίδιος εξέφρασε την πρόθεσή του να παραμείνει περιμένοντας την αστυνομία, ο ίδιος παρέμεινε περιμένοντας στο σημείο της εισόδου. Εκεί, τον βρήκε και ο Μ.Κ.3 όταν μπήκε στο σπίτι.

 

Επίσης, σε συνάρτηση και με τα όσα κατέθεσε η Μ.Υ.2, η οποία μου έκανε θετική εντύπωση και δεν θεωρώ ότι έχει οποιοδήποτε κίνητρο να καταθέσει ψευδώς στο Δικαστήριο, αποδέχομαι τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι στην προσπάθεια του να επιλύσει το ζήτημα, επιχείρησε να παραδώσει το τηλέφωνό του στην Μ.Κ.2 ώστε η ίδια να συνομιλήσει μαζί τη Μ.Υ.2 και να βρεθεί μια λύση αλλά ότι η τελευταία αρνήθηκε.

 

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου και έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο των τεκμηρίων και των μη αμφισβητούμενων γεγονότων καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

-       Στις 02.08.2018, το πρωί, είχαν επισκεφθεί την οικεία της Μ.Κ.5 υπάλληλοι εταιρείας παράδοσης δεμάτων από το εξωτερικό και ζήτησαν την καταβολή ενός ποσού περί τα Ευρώ 177 για ένα δέμα που παραδόθηκε στην Μ.Κ.2 περί ένα μήνα προηγουμένως.

-       Η Μ.Κ.2, που βρισκόταν στο σπίτι, ζήτησε κάποια περαιτέρω στοιχεία για να εξετάσει κατά πόσο αυτό το δέμα όντως παραλήφθηκε από εκείνη και εάν εκκρεμεί η πληρωμή του ή όχι. Έτσι στάλθηκε μια απόδειξη πληρωμής της εταιρείας μέσω τηλεομοιότυπου αναφορικά με το δέμα που έφερε ημερομηνία 02.08.2018 και στο οποίο αναφερόταν το ποσό. Η Μ.Κ.2 ανέφερε ότι δεν επρόκειτο να πληρώσει το ποσό προτού εξετάσει το ζήτημα. Πρόθεση της εταιρείας δεν ήταν να κρατήσει η Μ.Κ.2 την απόδειξη πληρωμής μέχρι η ίδια να αποφασίσει κατά πόσο θα κατέβαλε το ποσό ή όχι. Ζητήθηκε από την Μ.Κ.2 να επιστρέψει το έγγραφο της απόδειξης αλλά η ίδια αρνήθηκε να το πράξει.

-       Την ίδια ημερομηνία και περί η ώρα 11:00 π.μ., κατόπιν οδηγιών που έλαβε από την προϊστάμενη του, επισκέφθηκε την οικεία ο κατηγορούμενος, ο οποίος εργάζεται στην εταιρεία παράδοσης δεμάτων με σκοπό να ζητήσει την επιστροφή της απόδειξης. Κτύπησε το κουδούνι της οικείας, του άνοιξε η Μ.Κ.5 και μπήκε μέσα.

-       Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι ο λόγος της επίσκεψής του ήταν να λάβει το έγγραφο της απόδειξης που στάλθηκε προηγουμένως, εφόσον δεν θα καταβαλλόταν εκείνη τη μέρα το ποσό που αντιστοιχούσε στην παράδοση του δέματος. Ακολούθησε έντονη συζήτηση με την Μ.Κ.5, η οποία έχασε την ψυχραιμία της, ήταν ήδη προδιατεθειμένη αρνητικά λόγω των όσων είχαν προηγηθεί και αρνείτο να επιστρέψει οποιοδήποτε έγγραφο στον κατηγορούμενο. Ακούγοντας τη συζήτηση, στο σημείο έφθασε αμέσως και η Μ.Κ.2, η οποία βρισκόταν στην κουζίνα και η οποία αντέδρασε, επίσης, με έντονο τρόπο στο αίτημα του κατηγορούμενου. 

-       Κατά το χρόνο της παρουσίας του κατηγορούμενου στην οικεία τους, οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 ζήτησαν από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει από την σπίτι αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να πράξει κάτι τέτοιο.

-       Οι παραπονούμενες κάλεσαν την αστυνομία ενώ η Μ.Κ.2 κάλεσε και το σύζυγό της για να έρθει στο σπίτι. Ο κατηγορούμενος ανέφερε στις παραπονούμενες ότι δεν φοβόταν την αστυνομία, ούτε το σύζυγο της Μ.Κ.2 και ότι είχε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί.

-       Στο μέρος, έξω από την οικεία, είχαν καταφθάσει με το όχημά τους δύο άλλοι υπάλληλοι της εταιρείας, οι οποίοι άρχισαν να κατευθύνονται προς το σπίτι. Μόλις τους είδε η Μ.Κ.5, φοβούμενη ότι θα εισέρχονταν και αυτοί στην οικεία, είπε στον κατηγορούμενο να βγει έξω από την οικεία διαφορετικά θα έκλεινε την πόρτα και θα τον έβρισκε η αστυνομία μέσα. Εν τέλει, η Μ.Κ.5 έκλεισε την πόρτα αλλά δεν την κλείδωσε. Ο κατηγορούμενος ουδέποτε δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα από μέσα για να βγει έξω ή για να διαπιστώσει κατά πόσο ήταν κλειδωμένη.

-       Κάποια στιγμή, αφού πλέον έκλεισε η πόρτα και κλήθηκε η αστυνομία, ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στην προϊστάμενή του για να της εξηγήσει τί συνέβαινε. Κατά τη συνομιλία τους, της ανέφερε ότι οι παραπονούμενες είχαν καλέσει την αστυνομία και ότι τον είχαν κλειδώσει μέσα. Επιχείρησε να δώσει το τηλέφωνό του στη Μ.Κ.2 ώστε να μιλήσουν μεταξύ τους για να διευθετηθεί το ζήτημα, αλλά η πρώτη αρνήθηκε να πράξει κάτι τέτοιο.

-       Τότε, ο κατηγορούμενος είπε στις παραπονούμενες ότι θα περίμενε εκεί μέχρι να καταφθάσει η αστυνομία «για να βρει το δίκαιο του».

-       Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του, ο κατηγορούμενος κινήθηκε κάποιες φορές εντός του χώρου του σαλονιού προς τη κατεύθυνση που βρισκόταν η σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια (τουλάχιστον όταν μιλούσε στο τηλέφωνο), αλλά κατά τον περισσότερο χρόνο της παραμονής του, στεκόταν κοντά στην είσοδο της πόρτας και περίμενε να φθάσει η αστυνομία. 

-       Παρά το ότι η παραμονή του εντός του σπιτιού προκάλεσε αναστάτωση και ανησυχία στις γυναίκες που βρίσκονταν στο σπίτι, ο κατηγορούμενος δεν προέβη σε κάποια συγκεκριμένη επιθετική ή απειλητική ενέργεια εναντίον τους ώστε να την προκαλέσει. Η αναστάτωση προκλήθηκε αρχικά λόγω του ίδιου του αιτήματος του κατηγορούμενου προς τη Μ.Κ.5 όπως του επιστραφεί το έγγραφο της απόδειξης και, έπειτα, λόγω της επιμονής του να παραμείνει εκεί μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα ή μέχρι να φθάσει η αστυνομία.

-       Λίγο αργότερα, έφθασε στο σπίτι ο σύζυγος της Μ.Κ.2, ήτοι ο Μ.Κ.3. Ο κατηγορούμενος βρισκόταν κοντά στην είσοδο της κατοικίας. Τον ρώτησε εάν ήταν αστυνομικός και πρόσφερε το χέρι του για να του κάνει χειραψία. Ο Μ.Κ.3 του είπε «άστα αυτά» και του ζήτησε να βγει αμέσως έξω από το σπίτι του. Ο κατηγορούμενος δεν υπάκουσε αμέσως και του είπε «να μιλήσουμε όταν έρθει η αστυνομία». Ο Μ.Κ.3 χρειάστηκε να το επαναλάβει 2-3 φορές, την τελευταία φορά με πιο έντονο ύφος, και εν τέλει ο κατηγορούμενος υπάκουσε και βγήκε έξω.  Ο κατηγορούμενος βγήκε, σε πρώτο στάδιο έξω από την είσοδο της οικείας. Ο Μ.Κ.3 του ζήτησε να βγει και έξω από την καγκελόπορτα και ο κατηγορούμενος το έκανε. Όταν ο κατηγορούμενος βγήκε έξω από την καγκελόπορτα, κατέφθασε στο μέρος και ένας αστυνομικός με μοτοποδήλατο.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται (βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).

 

Το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος εδράζεται στο άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«280.  Όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου, με σκοπό διάπραξης ποινικού  αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία ή με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή όποιος αφού εισέλθει νόμιμα σε τέτοια περιουσία,  παραμένει σε αυτή παράνομα, με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δυο χρόνων».

 

Ως αναφέρθηκε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 493 «το αδίκημα της παράνομης επέμβασης διαπράττεται ανεξαρτήτως του αν ο κατηγορούμενος εισήλθε μεν νομίμως, αλλά στη συνέχεια εξετράπη ή αν εισήλθε στη συγκεκριμένη περιουσία με πρόθεση εξ αρχής να διαπράξει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 280».

 

Στην προκειμένη περίπτωση και με βάση τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος, αν και αρχικά εισήλθε στην οικεία αφού του άνοιξε την πόρτα η Μ.Κ.5 και του δόθηκε η ευκαιρία έτσι να εξηγήσει το λόγο της επίσκεψής του, στη συνέχεια παρέμεινε εντός της οικείας της Μ.Κ.5, χωρίς να έχει κάποιο νόμιμο δικαίωμα προς τούτο και χωρίς τη συγκατάθεσή του κατόχου της συγκεκριμένης οικείας. Από τη στιγμή που η Μ.Κ.5 του ζήτησε να αποχωρήσει από την οικεία της, η άρνησή του να το πράξει κατέστησε την παρουσία του εντός της οικείας παράνομη. Στοιχειοθετείται, συνεπώς, η παράνομη παραμονή του κατηγορούμενου σε περιουσία, ως διαλαμβάνει το άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα.  

 

Όμως, για να διαπραχθεί το αδίκημα που προνοείται στο άρθρο 280, χρειάζεται επιπλέον να αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι «σκοπός» του κατηγορούμενου ήταν «να ενοχλήσει» τον κάτοχο της εν λόγω περιουσίας× δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο που βρισκόταν παράνομα στην οικεία της Μ.Κ.5 είχε την πρόθεση να ενοχλήσει την ίδια ή κάποιο άλλο πρόσωπο που βρισκόταν νόμιμα εκεί. 

 

Όσον αφορά την «πρόθεση όχλησης» στην Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ 404 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

                                                                                                                                             «Η πρόθεση όχλησης αποτελεί απαραίτητο στοιχείο του αδικήματος (Protopapas, πιο πάνω). Σύμφωνα με καλώς θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή η πρόθεση μπορεί να συναχθεί ως πραγματικό γεγονός από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν είναι αρκετό ότι το συμπέρασμα για ύπαρξη πρόθεσης είναι εύλογο, πρέπει να είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα. Το βάρος απόδειξης της πρόθεσης το φέρει η κατηγορούσα αρχή σε όλα τα στάδια της δίκης (Βλ. Stavrinou v. Republic (1969) 2 C.L.R. 97,104, Pefkos ν. Police (1961) C.L.R. 340, Katelaris ν. Police (1980) 2 C.L.R. 230, Eracleous v. Police (1972) 2 C.L.R. 102, R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128 και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,262).

                                                                                                                                             Η πρόθεση δεν μπορεί να αποδειχθεί με θετική άμεση απόδειξη. Ωστόσο τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. (Georghiades, πιο πάνω, σελ. 133).»

(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Στην ίδια απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από το Ινδικό  σύγγραμμα "The Penal Law of India" by Dr. Sir Harri Singh Gour 9th ed., Vol. IV, σελ. 3576-113 σε σχέση με την έννοια του όρου "intent to annoy" (σε ελληνική μετάφραση):

 

«άμεση μαρτυρία της πρόθεσης δύσκολα μπορεί ποτέ να παρουσιασθεί και η πρόθεση πρέπει στις περισσότερες υποθέσεις να συναχθεί από τις περιστάσεις. Υπάρχει ένα καλώς γνωστό τεκμήριο ότι ο κάθε άνθρωπος έχει πρόθεση να επιφέρει τις πιθανές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει. Η ενόχληση στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 441 του Ινδικού Ποινικού Κώδικα δεν σκοπείται να είναι ακαριαία. Μπορεί να επισυμβεί σε μεταγενέστερο στάδιο».

 

Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι σκοπός ή η πρόθεση διάπραξης του ποινικού αδικήματος δεν είναι πάντοτε δεκτικά θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ως αναγόμενα αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου μπορεί να αποδειχθούν με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση (βλ. και Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289). Τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει.

 

Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώνω, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι ο κατηγορούμενος μετέβη στην οικεία της Μ.Κ.5, κατόπιν οδηγιών της προϊστάμενής του και με σκοπό τη διευθέτηση της εκκρεμότητας που είχε δημιουργηθεί αναφορικά με την παράδοση ενός πακέτου στην κόρη της κατά τον προηγούμενο μήνα. Εφόσον, οι δύο γυναίκες αρνούνταν να καταβάλουν το χρηματικό ποσό για την παράδοση του πακέτου ή να επιστρέψουν την απόδειξη πληρωμής που τους είχε σταλεί την ίδια μέρα, ο κατηγορούμενος κτύπησε το κουδούνι και εισήλθε στην οικεία εξηγώντας το λόγο που βρισκόταν εκεί, ο οποίος ενέπιπτε προφανώς στο πλαίσιο των εργασιακών του καθηκόντων. Δεν προκύπτει, δηλαδή, από τη μαρτυρία ότι σκοπός του κατηγορούμενου κατά το χρόνο που εισήλθε στην οικεία ήταν «να ενοχλήσει» τις δύο γυναίκες. Αντιθέτως, ο ίδιος φαίνεται να ακολουθούσε οδηγίες της προϊστάμενής του και όταν του άνοιξαν την πόρτα, συστήθηκε και ανέφερε το λόγο της παρουσίας του στη Μ.Κ.5.

 

Όμως, η επιμονή του κατηγορούμενου να παραμείνει εντός της οικείας, παρά το ότι του ζητήθηκε επανειλημμένα να αποχωρήσει είχε ως φυσικό επακόλουθο την πρόκληση της ενόχλησης των παραπονούμενων× πράγμα αυτονόητο και αυταπόδεικτο.

 

Από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος ζήτησε από την Μ.Κ.2 να συνομιλήσει τηλεφωνικώς με την προϊστάμενή του και η ίδια αρνήθηκε ενώ οι παραπονούμενες, έχωντας ήδη ζητήσει από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει χωρίς αποτέλεσμα, πλέον απλώς περίμεναν την έλευση είτε της αστυνομίας, είτε του συζύγου της Μ.Κ.2, ώστε να τον αναγκάσουν αυτοί να το πράξει, αναμφίβολα, κατέστη σαφές στον κατηγορούμενο ότι οι παραπονούμενες δεν επρόκειτο να ικανοποιήσουν το αίτημά του για την επιστροφή της απόδειξης πληρωμής ή για την καταβολή των χρημάτων. Συνεπώς, η επιλογή του να παραμείνει εντός της οικείας, έπειτα και από αυτό το σημείο, έπαυσε να συνδέεται με τον αρχικό σκοπό της επίσκεψής του. Δεν έχει δοθεί, όμως, κάποια λογική ή αληθοφανής εξήγηση που να δικαιολογεί την επιλογή του κατηγορούμενου να παραμείνει εντός της οικείας και να περιμένει την αστυνομία από το σημείο εκείνο και έπειτα. Θα μπορούσε, άλλωστε, να αναμένει την αστυνομία έξω από το σπίτι των παραπονούμενων, εφόσον δεν είχε τη συγκατάθεσή τους για να παραμείνει εκεί.   

 

Το μόνο εύλογο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα, ως έχουν αποκρυσταλλωθεί πιο πάνω, είναι ότι ο κατηγορούμενος, παρά το ότι αρχικά εισήλθε στην οικεία για άλλο σκοπό, ήτοι για να ζητήσει την επιστροφή της απόδειξης πληρωμής από τις παραπονούμενες ακολουθώντας τις οδηγίες της προϊστάμενής του, εντούτοις όταν πλέον κατέστη σαφές ότι οι όποιες προσπάθειες του για να διευθετήσει το ζήτημα δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσουν, ο αρχικός αυτός σκοπός εξαλείφθηκε.  Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η απόφαση του κατηγορούμενου να παραμείνει ετσιθελικά εντός της οικείας των παραπονούμενων δεν μπορεί, κατά την κρίση μου, να εξισωθεί με οτιδήποτε άλλο, παρά με «πρόθεση» του κατηγορούμενου να ενοχλήσει τις παραπονούμενες, προφανώς ως αντίδραση στη δική τους άρνηση να του επιστρέψουν την απόδειξη. Εκεί εντοπίζεται και η απαιτούμενη νοητική κατάσταση του κατηγορούμενου (mens rea) για τη διάπραξη του υπό κρίση αδικήματος.

 

Συνακόλουθα, πληρούνται, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που διαλαμβάνει το άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα και ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που του προσάπτεται.  

 

[Υπ] ………………

Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Σημειώνεται ότι στην κατάθεσή της, η Μ.Κ.5 ανέφερε ότι η πόρτα ήταν «κλειστή» αλλά διευκρίνισε, καθώς αυτή διαβαζόταν στο Δικαστήριο, ότι πρόκειται για λάθος και ότι θα έπρεπε να είχε καταγραφεί ότι η πόρτα ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή «ανοικτή» αφού την έκλεισε όταν είδε τα πρόσωπα αυτά να κατευθύνονται προς το σπίτι της.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο