ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝΦ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                    Α. Φυλακτού, Α.E.Δ.

                    Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

                                                              

                                          Αρ. Υπόθεσης: 3750/23

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

S. M. A.

                                             

 

                                                     Κατηγορουμένου

Ημερομηνία: 05/03/2024

Για τη Δημοκρατία: κα Λ. Σίγαρ.

Για τον Κατηγορούμενο: κα Α. Ιωάννου.

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών - Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό)

 

Στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε αρχικά 4 κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014. Αντικείμενο της παρούσας απόφασης αποτελούν όμως μόνο οι κατηγορίες 1 και 4 εφόσον στην πορεία της ακροαματικής διαδικασίας καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να απαλλαγεί από τις κατηγορίες 2 και 3.

 

Ό,τι αποδίδεται στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικημάτων των κατηγοριών 1 και 4 είναι ότι αυτός, στη Λεμεσό:

·                Σε άγνωστη ημερομηνία του έτους 2017 και του έτους 2018, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με παιδί κάτω των 13 ετών, ήτοι την Α.Α., γεννηθείσα την 22/06/2007, δηλαδή αφού της κατέβασε το παντελόνι, αποπειράθηκε να διεισδύσει το γεννητικό του όργανο στον πρωκτό της, καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε πάνω της (κατηγορία 1).

·                Σε άγνωστη ημερομηνία του έτους 2017 και του έτους 2018, προκάλεσε παιδί κάτω των 13 ετών, ώστε να γίνει μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων ακόμα και αν δεν συμμετείχε σε αυτές, δηλαδή επέδειξε το γεννητικό του όργανο στην Α.Α., γεννηθείσα την 22/06/2007 (κατηγορία 4).

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

 Για να αποδείξει την υπόθεση της, η Κατηγορούσα Αρχή, παρουσίασε συνολικά 9 μάρτυρες και συγκεκριμένα τον Α/Αστ. 2298 Σάββα Αδάμου (Μ.Κ.1), τη Θεοδώρα Νικολαΐδη (Μ.Κ.2), τον Λοχία 1798 Δημήτρη Χρίστου (Μ.Κ.3), τη Δέσποινα Λουβιά (Μ.Κ.4), την παραπονούμενη Α.Α (Μ.Κ.5), την Παναγιώτα Καπακιώτη (Μ.Κ.6), τη Μαρία Θεοδώρου (Μ.Κ.7), την Α/Αστ. 4875 Χρυστάλλα Ιωάννου (Μ.Κ.8) και την Ιωάννα Δρουσιώτου (Μ.Κ.9).

 

Επιπρόσθετα δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν κάποια παραδεκτά γεγονότα.

 

O M.K.1 αναφέρθηκε στα καθήκοντα του κατά διαδικασία οπτικογράφησης και απομαγνητοφώνησης των δυο καταθέσεων που η Α.Α. έδωσε την 01/02/2023 στο Σπίτι του Παιδιού. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στη διαδικασία υπόδειξης, από την Α.Α., του χώρου όπου κατά την ίδια έλαβαν χώρα τα επίδικα περιστατικά.

 

Η Μ.Κ.2 αναφέρθηκε στα καθήκοντα της ως κοινωνική λειτουργός στον οργανισμό Hope for Children και συγκεκριμένα στο Σπίτι του Παιδιού και στα όσα η ίδια έκανε στο πλαίσιο λήψης των δύο προαναφερόμενων οπτικογραφημένων καταθέσεων της Α.Α. και την κατάσταση της τελευταίας κατά τον χρόνο του διαλείμματος μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κατάθεσης. Αναφέρθηκε επίσης στις συνθήκες υπό τις οποίες γνώρισε την Α.Α., στο ιστορικό αυτής και στις αποφάσεις που λήφθηκαν ως προς τον περαιτέρω χειρισμό και αξιολόγηση της.

Ο Μ.Κ.3 αναφέρθηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβη στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης και συγκεκριμένα στη διαδικασία αναγνώρισης του κατηγορουμένου από την παραπονούμενη, στις 14/03/2023 στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού και στη διαδικασία λήψης σχετικής οπτικογραφημένης κατάθεσης από την παραπονούμενη, την ίδια ημέρα.

 

Η Μ.Κ.4 αναφέρθηκε στα καθήκοντα της ως κοινωνική λειτουργός στο «Σπίτι του Παιδιού» και στις ενέργειες της στις 14/03/2023, όταν κλήθηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού κατά τη διαδικασία αναγνώρισης του κατηγορουμένου από την παραπονούμενη και στην κατάθεση που έδωσε ακολούθως η τελευταία.

 

Η Μ.Κ.5 παραπονούμενη (Α.Α.) υιοθέτησε τις τρεις οπτικογραφημένες καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία και αναφέρθηκε στα επίδικα περιστατικά.

 

Η Μ.Κ.6 αναφέρθηκε στα καθήκοντα της ως μέντορας της Α.Α. και στα όσα η παραπονούμενη της ανέφερε σε σχέση με τα επίδικα περιστατικά.

 

Η Μ.Κ.7 αναφέρθηκε στα καθήκοντα της ως κοινωνική λειτουργός και στις συνθήκες υπό τις οποίες γνώρισε την Α.Α., την οποία είχε υπό την επίβλεψη της. Αναφέρθηκε επίσης στο οικογενειακό ιστορικό και στο υπόβαθρο της Α.Α. καθώς και στα όσα πληροφορήθηκε από τη Μ.Κ.6 ως προς το τι της ανέφερε η Α.Α σχετικά με τα επίδικα περιστατικά.

 

Η Μ.Κ.8 ήταν η ανακριτής της υπόθεσης και κατά τη μαρτυρία της αναφέρθηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβη στο πλαίσιο διερεύνησης, που αφορούσαν τη λήψη των τριών οπτικογραφημένων καταθέσεων από την Α.Α., τη σύλληψη του κατηγορουμένου και τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης (Τεκμήριο 29Α-Β), παρειακών επιχρισμάτων και φωτογραφιών αυτού.

 

Η Μ.Κ.9, κλινική ψυχολόγος στον Οργανισμό Hope for Children και συγκεκριμένα στο «Σπίτι του Παιδιού», αναφέρθηκε στην ψυχολογική αξιολόγηση της Α.Α. και κατέθεσε και επεξήγησε τη σχετική έκθεση που ετοίμασε.

 

Μετά την κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία στις κατηγορίες 1 και 4 και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, αυτός επέλεξε  να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Παρακολουθήσαμε με προσοχή τους πιο πάνω μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μας και είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την όλη παρουσία και τις αντιδράσεις τους.  Σημαντικό στοιχείο για την κρίση της αξιοπιστίας είναι η εντύπωση που αφήνει ο μάρτυρας στο Δικαστήριο (βλ. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273), όμως δεν είναι το μόνο κριτήριο (βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056). Όπως αναφέρθηκε στην Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 371, η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα δεν βασίζεται μόνο στην πειστικότητα που μεταδίδει το ύφος και ο τρόπος που αρθρώνει τη μαρτυρία του αλλά και το περιεχόμενο της, συγκρινόμενο με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην υπόθεση.

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά την αντιπαραβάλαμε και την εξετάσαμε σε σχέση με την υπόλοιπη μαρτυρία και με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Αφού εξετάσαμε τη μαρτυρία στο σύνολό της και διαβουλευθήκαμε, καταλήξαμε σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, τα οποία θα παραθέσουμε πιο κάτω όχι με βάση την αλληλουχία των σκέψεων μας αλλά με βάση τη σειρά η οποία, κατά την κρίση μας, αποτελεί την καλύτερη δομή της απόφασής μας (βλ. Charitonos a.o. v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40).

 

Η Μ.Κ.6 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Κατά τη μαρτυρία της αναφέρθηκε στα όσα αντιλήφθηκε, ούσα η «μέντορας» της Α.Α., σε σχέση με τον χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες της τελευταίας καθώς και στα όσα αυτή της ανέφερε για τα επίδικα περιστατικά. Ήταν σταθερή και συνεπής στις θέσεις της και μας άφησε την εικόνα ενός ειλικρινούς προσώπου.

Σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Κ.6 να πούμε κατ’ αρχάς ότι η καθημερινή ενασχόληση αυτής με την Α.Α. για 7 ώρες, εκ των πραγμάτων την κατέστησε ικανή να αντιληφθεί τις ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε η Α.Α., όπως η δυσκολία της να τοποθετηθεί σωστά χρονικά, το ότι διακατείχετο από παιδική αφέλεια (και όχι ότι είναι ένα παιδί «χαζό», ως η θέση της Υπεράσπισης) και το ότι δεν μπορεί να γράψει και να διαβάσει. Παρά δε τη σχέση και επαφή της με την Α.Α., η μάρτυρας με ειλικρίνεια είπε βασικά ότι δεν έχει τα προσόντα για να πει «τον βαθμό εξυπνάδας της Α.Α.».

 

Σε καμία δε περίπτωση δεν υποστήριξε ότι η Α.Α. λέει αλήθεια ή ψέματα, πέραν της αναφοράς της, μόνο όταν ρωτήθηκε στην αντεξέταση, ότι η Α.Α. μπορεί κάποιες φορές να πει ψέματα, όπως «οποιοδήποτε μωρό» και ότι η ίδια δεν είχε αντιληφθεί η Α.Α. να λέει ψέματα για σοβαρά ζητήματα. Όταν δε ρωτήθηκε κατά πόσο η Α.Α. «είχε μια ανάγκη να πει περισσότερα ψέματα για να της δοθεί μια σημασία», τηρώντας αντικειμενική στάση, είπε ότι αυτό θα κριθεί από το Δικαστήριο. Ως προς τούτο δέον όπως υπομνησθεί ότι πράγματι αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, κατόπιν της δέουσας αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας, να κρίνει το κατά πόσο η Α.Α. είπε ψέματα ως προς τα επίδικα περιστατικά.

 

Ειλικρινής ήταν η Μ.Κ.6 αναφορικά και με τα όσα είπε ότι της ανέφερε η Α.Α. για τα επίδικα περιστατικά. Εδώ να λεχθεί ότι εκείνο που τέθηκε σχετικά στη μάρτυρα είναι ότι «όλη αυτή την ιστορία το παιδί την είπε για να τραβήξει την προσοχή» και ρωτήθηκε κατά πόσο μπορεί να το αποκλείσει, κάτι που και πάλι με αντικειμενικότητα ανέφερε ότι θα κριθεί από το Δικαστήριο. Θα πρέπει δε συναφώς να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι η Υπεράσπιση δεν υπέβαλε στην Α.Α. ότι τα όσα ανέφερε στις οπτικογραφημένες καταθέσεις και στη δια ζώσης μαρτυρία της για τα επίδικα περιστατικά είναι ψέματα και ότι τα είπε για να της δοθεί σημασία ή για να τραβήξει την προσοχή. 

 

Η Υπεράσπιση αμφισβήτησε ότι η Α.Α. είπε στη Μ.Κ.6 ότι δεν ήθελε να μάθει ο πατέρας της οτιδήποτε σχετικά με τα όσα κατήγγειλε στην Αστυνομία και ότι θα ήταν καλύτερα να μην το μάθει κανένας επειδή ο κατηγορούμενος είναι παντρεμένος. Υποβλήθηκε δε στη Μ.Κ.6 ότι αυτή την αναφορά δεν την έκανε η Α.Α. αλλά ήταν προϊόν σκέψης της ίδιας, κάτι που δεν δέχθηκε. Ούτε ως προς τούτο έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να δείχνει ότι η μάρτυρας δεν ήταν ειλικρινής και την ύπαρξη εκ μέρους της οποιασδήποτε προκατάληψης έναντι του κατηγορουμένου.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.6 γίνεται δεκτή και συναφώς αποδεχόμαστε τα ακόλουθα:

 

Η Μ.Κ.6 ήταν η μέντορας (καθοδηγητής/υποστηρικτής) της Α.Α. όταν η τελευταία βρισκόταν στην Παιδική Στέγη και στο πλαίσιο αυτό βρισκόταν δίπλα στην Α.Α. καθημερινά για 7 ώρες, σε όλες της τις δραστηριότητες και προσπαθούσε να φέρει την Α.Α. κοντά της ώστε να την εμπιστευτεί για να νιώσει ελεύθερα και να της μιλήσει για οποιοδήποτε θέμα. Αρχές Δεκεμβρίου του 2022, η Α.Α. από μόνη της εξέφρασε την επιθυμία να πει στη Μ.Κ.6 κάτι που τη βασάνιζε και της αποκάλυψε τα επίδικα περιστατικά. Η Α.Α. ανέφερε στη Μ.Κ.6 ότι δεν θυμόταν τα στοιχεία του προσώπου που την κακοποίησε σεξουαλικά και ότι φοβόταν και δεν ήθελε να το μάθει ο πατέρας της αλλά και ότι δεν ήθελε να μαθευτεί όλο αυτό καθότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν παντρεμένο.

 

Η Μ.Κ.7 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Κατά τη μαρτυρία της αναφέρθηκε στο ιστορικό της Α.Α. και σε όλα όσα ήλθαν στην αντίληψη της, ως το πρόσωπο που είχε αυτή υπό την επίβλεψη του. Απαντούσε στις ερωτήσεις με σαφήνεια και χωρίς υπεκφυγές και η μαρτυρία της δεν κλονίσθηκε κατά την αντεξέταση της.

 

Ως προς τα επίδικα περιστατικά, η Μ.Κ.7 ανέφερε ότι έλαβε γνώση από τη Μ.Κ.6. και διευκρίνισε ότι η Α.Α. δεν της ανέφερε οτιδήποτε. Ως είπε, ο ρόλος της στην υπόθεση περιορίστηκε στο να συνοδεύσει την Α.Α. σε διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθήσουν και να τη στηρίξει.  Κατά την αντεξέταση, της υποβλήθηκε ότι τα όσα της μετέφερε η Μ.Κ.6 της τα μετέφερε «κάπως υπερβολικά», με τη Μ.Κ.7 να απαντά ότι δεν θεωρεί ότι υπήρχε λόγος η Μ.Κ.6 να υπερβάλλει. Ως προς τούτο θα πρέπει να λεχθεί ότι η εν λόγω θέση δεν τέθηκε στη Μ.Κ.6 κατά την αντεξέταση της.

 

Δεν μας διαφεύγει δε ότι στην κατάθεση της (Τεκμήριο 23), η Μ.Κ.7 ανέφερε ότι η Μ.Κ.6 της είπε ότι όταν η Α.Α. ήταν σε ηλικία 7 χρόνων περίπου, κάποιος φίλος του πατέρα της άρχισε να τη βιάζει, χωρίς η Α.Α. να καθορίσει το χρονικό διάστημα που συνεχίστηκε αυτή η πράξη και ότι ο φίλος του πατέρα της «έβαζε την πουλλού του στην τρυπούλα της», η οποία αρχικά ήταν πολύ κλειστή και πονούσε πολύ και στη συνέχεια έμπαινε πιο εύκολα. Παρόλα αυτά επισημαίνουμε ότι στη δια ζώσης μαρτυρία της η Μ.Κ.7 διευκρίνισε και δεν αμφισβητήθηκε ότι αυτό το οποίο της ανάφερε η Μ.Κ.6 ότι της είπε η Α.Α. είναι ότι ο φίλος του πατέρα της «προσπάθησε αλλά επειδή η τρυπούλα της ήταν μικρή και πονούσε, ότι είχε σταματήσει», θέση η οποία συνάδει με τα όσα ανέφερε και η Μ.Κ.6 και σε καμία περίπτωση δεν αντικρούει και δεν έρχεται σε αντίθεση με τα όσα η παραπονούμενη υποστήριξε.    

 

Περαιτέρω, η Μ.Κ.7 έκανε αναφορά στον χαρακτήρα και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Α.Α. Ειδικότερα, ανέφερε ότι η Α.Α. είναι ένα παιδί ευάλωτο, με χαμηλό δυναμικό λόγω του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε. Κατά την αντεξέταση της ζητήθηκε, στη βάση της γνωριμίας της με την Α.Α., να αναφερθεί στην ευφυία της τελευταίας και κατά πόσο αυτή θεωρείται έξυπνη. Η Μ.Κ.7 απάντησε ότι οι αδυναμίες της Α.Α. δεν έχουν να κάνουν με το νοητικό της επίπεδο, αλλά με το περιβάλλον που μεγάλωσε. Ανέφερε επίσης ότι δεν τέθηκε ποτέ θέμα λογικής έκπτωσης και ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μέσα στους οποίους έχει μεγαλώσει η Α.Α. δεν της έδωσαν τα εφόδια, τις γνώσεις, ούτε τα στοιχειώδη πεδία και εκπαίδευση για να κατακτήσει ακόμα και τα βασικά.

 

Κατά την αντεξέταση της, η Μ.Κ.7 ρωτήθηκε κατά πόσο αποκλείει η Α.Α. ως ένα παραμελημένο παιδί, να είπε ψέματα (σε σχέση πάντα με τα επίδικα περιστατικά) «για να τραβήξει την προσοχή». Η Μ.Κ.7 απάντησε ότι η Α.Α. δεν συνηθίζει να λέει ψέματα για να έχει την προσοχή ή τη σημασία και ότι δεν έχει αντιληφθεί μέχρι στιγμής την Α.Α. να λέει ψέματα. Ανέφερε περαιτέρω ότι η Α.Α. είναι παιδί που θέλει σημασία και προσοχή διότι δεν έχει πάρει τη φροντίδα και προσοχή από τους γονείς του, ούτε αγάπη και στοργή. Η εν λόγω αναφορά της μάρτυρος δεν έχει αμφισβητηθεί, όπως δεν έχει αμφισβητηθεί το υπόβαθρο και γενικά το ιστορικό της Α.Α. Ανέφερε επίσης η μάρτυρας ότι το βλέπει συχνά, από παιδιά που έχουν παραμεληθεί, να θέλουν σημασία και φροντίδα και δεν σημαίνει ότι ένα παιδί που είναι παραμελημένο συναισθηματικά θα πει ψέμα για να κερδίσει τη συνεργασία και την προσοχή. Στο σημείο αυτό δέον όπως σημειωθεί ότι τα όσα η μάρτυρας ανέφερε ως προς το κατά πόσο η Α.Α. λέει ψέματα, ασφαλώς και δεν αποτελούσαν γνώμη της στο πλαίσιο κάποιας εμπειρογνωμοσύνης αλλά τα ανέφερε κατόπιν σχετικών ερωτήσεων κατά την αντεξέταση της, στη βάση των όσων η ίδια αντιλήφθηκε κατά τη συνεργασία της με την Α.Α. Να επαναλάβουμε δε ότι Υπεράσπιση δεν υπέβαλε στην Α.Α. ότι τα όσα είπε ήταν ψέματα για να τραβήξει τη προσοχή ενόψει του ότι ήταν παραμελημένη και ότι το κατά πόσο η Α.Α. λέει την αλήθεια ή όχι για τα επίδικα περιστατικά είναι θέμα το οποίο θα κριθεί από το Δικαστήριο.      

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.7 γίνεται δεκτή και συναφώς αποδεχόμαστε τα ακόλουθα:

 

Η Α.Α. μαζί με την οικογένεια της (τους γονείς και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια της) εντοπίστηκαν στις 11/02/2020, από την Αστυνομία, σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Μαζί τους υπήρχαν ακόμα δύο ομοεθνείς τους. Από ό,τι διαπιστώθηκε δεν είχαν μόνιμο χώρο διαμονής και τον χώρο εκείνο τον αποκαλούσαν σπίτι τους. Επίσης διαπιστώθηκε ότι η Α.Α. ήταν παραμελημένη, δεν πήγαινε σχολείο και είχε αναφέρει ότι δεν είχε κάνει μπάνιο για αρκετές μέρες. Εν συνεχεία, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας εξασφάλισαν προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης της Α.Α. και η προσωρινή φροντίδα της ανατέθηκε στη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Βάση του εν λόγω διατάγματος η Α.Α. μεταφέρθηκε στην Παιδική Στέγη Λεμεσού. Από τις εξετάσεις που έγιναν από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, διαπιστώθηκε ότι ο πατέρας της Α.Α., ο οποίος δεν την αναγνώρισε νομικά, ήταν αλκοολικός και συνήθιζε να ασκεί βία στη μητέρα και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η μητέρα της Α.Α. είχε ψυχιατρικά προβλήματα και νοσηλεύτηκε στην ψυχιατρική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Η Α.Α. δεν φοίτησε σχεδόν καθόλου στο δημοτικό σχολείο. Λόγω του ότι δεν είχαν μόνιμη κατοικία και σωστές συνθήκες διαβίωσης, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γονείς, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας προχώρησαν σε διαδικασίες για λήψη των γονικών δικαιωμάτων της ανήλικης. Έτσι στη βάση Διατάγματος που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, στις 18/11/2021, αφαιρέθηκε η άσκηση της γονικής μέριμνας της Α.Α. από τη μητέρα της και ανατέθηκε στη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και/ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο.

 

Η Μ.Κ.2 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Ήταν σταθερή και συνεπής στις θέσεις της και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν με ευθύτητα και ειλικρίνεια.

 

Ως ανέφερε κατά τη μαρτυρία της και δεν αμφισβητήθηκε, η Α.Α. είναι παιδί με μεταναστευτικό υπόβαθρο, το οποίο είχε αρκετό μειωμένο λεξιλόγιο και δυσκολίες να προσδιορίσει τον χρόνο και μέχρι και το έτος 2020 δεν είχε φοιτήσει σε σχολείο.

 

Εκείνο που η Υπεράσπιση αμφισβήτησε κατά τη μαρτυρία της Μ.Κ.2, ήταν το κατά πόσο, μετά την αποκάλυψη των επίδικων περιστατικών από την Α.Α., η τελευταία ήθελε να προβεί σε κατάθεση. Συγκεκριμένα, η Υπεράσπιση υπέβαλε στη Μ.Κ.2 ότι αυτή και η αστυνομικός που έλαβε τις δύο πρώτες καταθέσεις από την Α.Α., «την έβαλαν με το ζόρι» να δώσει τις καταθέσεις αυτές, γεγονός το οποίο η μάρτυρας αρνήθηκε προσθέτοντας ότι αυτό ήταν επιθυμία της ίδιας της Α.Α. Περαιτέρω, υποβλήθηκε στη Μ.Κ.2 ότι στο διάλειμμα που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κατάθεσης της Α.Α. (η πρώτη άρχισε στις 10:27 και διακόπηκε στις 10:51 και η δεύτερη άρχισε στις 11:28 και ολοκληρώθηκε στις 11:48 την ίδια ημέρα), η τελευταία δεν ήθελε να συνεχίσει την κατάθεση της, θέση την οποία η Μ.Κ.2 αρνήθηκε, όπως αρνήθηκε και ότι προσπάθησε πολύ να πείσει την Α.Α. να δεχτεί να δώσει τη δεύτερη κατάθεση της. Η Μ.Κ.2 ανέφερε πειστικά ότι κατά το διάλειμμα μεταξύ των δύο καταθέσεων, αφού αντιλήφθηκε ότι η Α.Α ήταν αναστατωμένη, φοβισμένη και αγχωμένη, της μίλησε και προσπάθησε να την ηρεμήσει, εξηγώντας της ακόμη μια φορά τη διαδικασία. Στη συνέχεια η Μ.Κ.2 ανέφερε στην αστυνομικό, στην παρουσία της Α.Α., ότι η τελευταία αποφάσισε να συνεχίσει, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε στην αστυνομικό και η Α.Α. Υποβλήθηκε δε στη Μ.Κ.2 ότι επειδή πίστευε στην ενοχή του κατηγορουμένου, μετά το διάλειμμα έπεισε την Α.Α. με «καλόπιασμα» και διάφορες υποσχέσεις, να συνεχίσει την κατάθεση της, θέση με την οποία η Μ.Κ.2 διαφώνησε. Ως προς τούτο δέον όπως λεχθεί ότι, ως θα αναφερθεί κατωτέρω, τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν από την ίδια την Α.Α. Περαιτέρω, η θέση της Μ.Κ.2 επί του θέματος συνάδει και δεν αντικρούεται ούτε αντιφάσκει με αυτή της Μ.Κ.8 που ήταν η αστυνομικός που έλαβε τις εν λόγω καταθέσεις, για την οποία αναφορά θα γίνει πιο κάτω.

 

Τέλος, η Μ.Κ.2 ρωτήθηκε εάν γνωρίζει ή αν άκουσε, ότι η οικογένεια της Α.Α., πριν αυτή υποβάλει το παράπονο της στην Αστυνομία, ζητούσε επίμονα λεφτά από τον κατηγορούμενο για να μην τον καταγγείλουν. Η Μ.Κ.2 ανέφερε ότι δεν έχει υπόψη της τέτοιες πληροφορίες. Ως προς τούτο, δέον όπως λεχθεί ότι πέραν της πιο πάνω ερώτησης, κανένας άλλος μάρτυρας κατηγορίας δεν ρωτήθηκε σχετικά και καμία άλλη σχετική μαρτυρία δεν προσκομίσθηκε που να υποστηρίζει την εν λόγω θέση, η οποία έτσι παρέμεινε αβάσιμη και ατεκμηρίωτη.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.2 γίνεται δεκτή και συναφώς αποδεχόμαστε τα ακόλουθα:

 

Κατά τη λήψη των δύο οπτικογραφημένων καταθέσεων που η Α.Α. έδωσε την 01/02/2023 στο Σπίτι του Παιδιού, η Μ.Κ.2 βρισκόταν σε ξεχωριστό δωμάτιο από αυτό που λαμβάνονταν οι καταθέσεις και παρακολουθούσε τη διαδικασία. Στο διάλειμμα μεταξύ πρώτης και της δεύτερης κατάθεσης, η Μ.Κ.2, χωρίς να είναι οποιοδήποτε άλλο άτομο στο δωμάτιο μαζί τους και χωρίς να αναφέρει στην Α.Α. οτιδήποτε που αφορούσε τα επίδικα περιστατικά, προσπάθησε να ηρεμήσει την Α.Α. καθότι αυτή ήταν αναστατωμένη, φοβισμένη, αγχωμένη και ήθελε χρόνο να αποφορτιστεί. Ακολούθως, μετά από επιθυμία της Α.Α., η Μ.Κ.2 ενημέρωσε τη Μ.Κ.8 ότι η Α.Α. θέλει να συνεχίσει την κατάθεση της, κάτι που επιβεβαίωσε στη Μ.Κ.8 και η Α.Α.

 

Η Μ.Κ.4 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, η οποία κατά την αντεξέταση της περιορίσθηκε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις ως προς την εμπλοκή της στην παρούσα υπόθεση. Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.4 γίνεται δεκτή και συναφώς αποδεχόμαστε τα ακόλουθα:

 

Η Μ.Κ.4 στις 14/03/2023, υπό την ιδιότητα της ως κοινωνική λειτουργός στο «Σπίτι του Παιδιού», στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ήταν παρούσα κατά τη διαδικασία αναγνώρισης, κατά την οποία η παραπονούμενη αναγνώρισε τον κατηγορούμενο, ως το πρόσωπο που την κακοποίησε σεξουαλικά και που είχε αναφέρει στην καταγγελία που έκανε στην Αστυνομία.

 

Ο Μ.Κ.1 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Κατά τη μαρτυρία του αναφέρθηκε στα καθήκοντα που εκτέλεσε ως χειριστής των μηχανημάτων κατά τη λήψη των δύο οπτικογραφημένων καταθέσεων που η Α.Α. έδωσε την 01/02/2023, στο Σπίτι του Παιδιού, στην απομαγνητοφώνηση αυτών καθώς και στα όσα έλαβαν χώρα στις 15/02/2023 όταν η Α.Α. υπέδειξε τον χώρο όπου κατά την ίδια διαδραματίσθηκαν τα επίδικα περιστατικά.

 

Η μαρτυρία δε αυτού δεν αμφισβητήθηκε, παρά μόνο σε ένα σημείο. Συγκεκριμένα, του υποβλήθηκε η θέση ότι, στο διάστημα μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατάθεσης που η Α.Α. έδωσε την 01/02/2023, η αστυνομικός που λάμβανε την κατάθεση έκανε «witness coaching» ήτοι «δασκάλεψε» και επέβαλε στην Α.Α. τι να πει στη δεύτερη κατάθεση, κάτι που σύμφωνα με την ίδια θέση, ο μάρτυρας γνώριζε καθότι ήταν αυτήκοος μάρτυρας. Ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν γνωρίζει κάτι τέτοιο. Είχε δε προηγουμένως αναφέρει, όταν ρωτήθηκε σχετικά, ότι εξ όσων θυμάται, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, η Α.Α. βρισκόταν μαζί με τη λειτουργό του Σπιτιού του Παιδιού, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία της εν λόγω λειτουργού, Μ.Κ.2, στην οποία έγινε αναφορά ανωτέρω.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία του Μ.Κ.1 γίνεται δεκτή και συναφώς αποδεχόμαστε τα ακόλουθα:

 

Η Α.Α. έδωσε, την 01/02/2023, στο Σπίτι του Παιδιού δύο οπτικογραφημένες καταθέσεις (Τεκμήρια 7Α-Β και 8Α-Β), οι οποίες απομαγνητοφωνήθηκαν (Τεκμήρια 4 και 5 αντίστοιχα). Η πρώτη άρχισε στις 10:27 και ολοκληρώθηκε στις 10:51 μετά από επιθυμία της Α.Α. και η δεύτερη άρχισε στις 11:28 και ολοκληρώθηκε στις 11:48 και πάλι μετά από επιθυμία της Α.Α.  Στις 15/02/2023 και ώρα 10:35 η Α.Α., οδήγησε τον Μ.Κ.1, τη Μ.Κ.8 και τη Μ.Κ.7 και υπέδειξε την κατοικία που βρίσκεται στην οδό [ ] στη Λεμεσό και ανέφερε «Στο σπίτι κάτω μένει η κυρία που μας έδινε το σπίτι και πάνω ο άνθρωπος που με βίαζε. Εμείς μέναμε στο υπόγειο».

 

Ο Μ.Κ.3 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Παρέθεσε με λεπτομέρεια τις ενέργειες στις οποίες προέβη στο πλαίσιο διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης και η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, η οποία περιορίσθηκε κατά την αντεξέταση του σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που σχετίζονταν με τη στάση που τήρησε ο κατηγορούμενος και δη ότι ήταν συνεργάσιμος κατά τη σύλληψη του και κατά τη διαδικασία αναγνώρισης του από την παραπονούμενη.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία του Μ.Κ.3 γίνεται δεκτή και συναφώς αποδεχόμαστε τα ακόλουθα:

 

Στις 14/03/2023 και μεταξύ των ωρών 11:10 - 11:25 στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, με τη βοήθεια της διερμηνέα Dessislava Zavrou, ο Μ.Κ.3 έλαβε γραπτή συγκατάθεση από τον κατηγορούμενο για μη διεξαγωγή αναγνωριστικής παράταξης (Τεκμήριο 18Α-Β). Ακολούθως, την ίδια ημέρα και ώρα 12:25 στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, σε ειδικό δωμάτιο όπου υπάρχει μονοδρομικός υαλοπίνακας, η παραπονούμενη είδε και αναγνώρισε τον κατηγορούμενο λέγοντας «Εν ο γείτονας μας που μου έκαμε τζίνα που σας είπα ότι με βίαζε». Ακολούθως, ο Μ.Κ.3 επίστησε στον κατηγορούμενο την προσοχή του στο Νόμο και ο κατηγορούμενος ανέφερε «Αυτή με ξέρει από μωρό. Τι να πω;». Ακολούθως, την ίδια ημέρα και μεταξύ των ωρών 13:11 - 13:14 η Μ.Κ.8, στο ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο λήψης οπτικογραφημένων καταθέσεων που βρίσκεται στην Κεντρική Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού, έλαβε σχετική με την αναγνώριση οπτικογραφημένη κατάθεση από την παραπονούμενη (Τεκμήριο 17Α-Β).

 

Ως προς τη Μ.Κ.8 επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

 Έχουμε παρακολουθήσει με προσοχή αυτή στη δια ζώσης μαρτυρία της και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε τη μαρτυρία της στο σύνολο της, όχι μόνο λόγω του ρόλου της ως ανακριτή της υπόθεσης αλλά ιδιαίτερα λόγω του ότι ήταν το πρόσωπο που έλαβε τις τρεις οπτικογραφημένες καταθέσεις από την Α.Α. (Τεκμήρια  7Α-Β, 8Α-Β και 17Α-Β), για τις δύο εκ των οποίων (για τα Τεκμήρια  7Α-Β και 8Α-Β στις οποίες η παραπονούμενη αναφέρθηκε στα επίδικα περιστατικά) η Υπεράσπιση αμφισβήτησε την ορθότητα του τρόπου λήψης τους. Συγκεκριμένα ήταν η θέση της Υπεράσπισης, ότι η Α.Α. δεν μπορούσε να κατανοήσει τις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν, ότι οι γνώσεις της στα ελληνικά ήταν «μόνο για την καθημερινότητα» και ότι οι καταθέσεις της θα έπρεπε να ληφθούν με τη βοήθεια διερμηνέα στη βουλγαρική και όχι στην ελληνική γλώσσα. Ήταν επίσης η θέση της Υπεράσπισης ότι ούτε η Μ.Κ.8 αντιλαμβανόταν τα λεγόμενα της Α.Α. και ότι η πρώτη ουσιαστικά βοήθησε την Α.Α. να προβεί σε συγκεκριμένες αναφορές.  

 

Φως στο θέμα ρίχνουν ασφαλώς οι ίδιες οι εν λόγω καταθέσεις, τις οποίες είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τόσο κατά την προβολή τους στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, όσο και κατά τη διαβούλευση μας για σκοπούς συγγραφής της παρούσας απόφασης. Έτσι, παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τόσο τον τρόπο που η Μ.Κ.8 υπέβαλλε ερωτήσεις στην Α.Α. και το περιεχόμενο αυτών όσο και τις απαντήσεις της Α.Α. και τον τρόπο που απαντούσε.

 

Στο πλαίσιο αυτό δέον όπως λεχθεί ότι δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι η Μ.Κ.8 δεν διασφάλισε τη διαδικασία έτσι ώστε η Α.Α. να αντιλαμβάνεται τις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν και να δώσει τις απαντήσεις της, όπως αυτή ένιωθε καλύτερα και σε κατανοητή προς αυτή γλώσσα. Ως ανέφερε η Μ.Κ.8, η Α.Α. ρωτήθηκε πολλές φορές από την ίδια εάν ήθελε διερμηνέα (στα βουλγάρικα) και η Α.Α. επέμενε να συνεχίσουν στα ελληνικά, κάτι που επιβεβαιώνεται βασικά από το περιεχόμενο τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης κατάθεσης (Τεκμήρια 7Α-Β και 8Α-Β). Δεν μας διαφεύγει δε αλλά παρατηρήσαμε ότι κατά τον χρόνο που η Α.Α. έδωσε τις εν λόγω καταθέσεις της, η λεκτική της ικανότητα και ο περιγραφικός της λόγος στα ελληνικά ήταν φτωχός, δεν γνώριζε κάποιες λέξεις και ήταν εμφανής η δυσκολία της να εκφραστεί σωστά και ολοκληρωμένα. Από το περιεχόμενο όμως των εν λόγω καταθέσεων προκύπτει ότι όπου φαινόταν στη Μ.Κ.8 ότι η Α.Α. δεν αντιλαμβανόταν κάποια ερώτηση ή η Μ.Κ.8 δεν αντιλαμβανόταν κάποια απάντηση της Α.Α., η Μ.Κ.8 προέβαινε σε διευκρινίσεις προς αποσαφήνιση τους.

 

Ήταν δε εμφανής, προφανώς ενόψει του προαναφερόμενου τρόπου έκφρασης της παραπονουμένης, η αγωνία της ίδιας της Μ.Κ.8 να διευκρινίσει και να αποσαφηνίσει τα όσα ανέφερε η παραπονούμενη και ιδίως τα ουσιώδη γεγονότα που περιέγραψε. Εξ ου και ρώτησε την παραπονούμενη εάν επιθυμούσε να κληθεί διερμηνέας. Ως δε χαρακτηριστικά ανέφερε η Μ.Κ.8, το καθήκον της κατά τη λήψη των καταθέσεων ήταν να καταλάβει «τι έγινε». Σε κανένα δε σημείο των εν λόγω καταθέσεων, δεν έχουμε εντοπίσει, πέραν της θεμιτής προσπάθειας της Μ.Κ.8 να προβεί σε διευκρινίσεις και αποσαφηνίσεις, να καθοδηγεί ή να πιέζει την παραπονούμενη ώστε η τελευταία να αναφέρει κάτι άλλο από αυτό που ήθελε, εις βάρος του κατηγορουμένου. Ήταν άλλωστε λογική η θέση της Μ.Κ.8 ότι δεν γνώριζε τι θα ανέφερε η παραπονούμενη, εφόσον το μόνο που είχε υπόψη της ήταν μια αναφορά για ύπαρξη υποψίας ότι το παιδί έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά. Οι απαντήσεις δε που έδωσε η μάρτυρας αντεξεταζόμενη σε σχέση με συγκεκριμένα σημεία των εν λόγω καταθέσεων ήταν λογικές και πειστικές και σε καμία περίπτωση δεν καταδεικνύουν κάτι διαφορετικό από τα προαναφερθέντα.

 

Στο πλαίσιο αυτό υποβλήθηκε στη Μ.Κ.8 ότι όταν έλεγε στην Α.Α. «θα σε βοηθήσουμε» εκείνη απαντούσε ό,τι ήθελε η Μ.Κ.8 γιατί θα τη βοηθούσε σχετικά με τη ζωή της και αυτό το αντιλήφθηκε η Μ.Κ.8, γι’ αυτό έλεγε στην Α.Α. συνέχεια «εν να σε βοηθήσω». Η μάρτυρας απέρριψε τη θέση αυτή και παραπέμποντας σε συγκεκριμένο απόσπασμα από την πρώτη κατάθεση της Α.Α., το οποίο είναι πειστικό της δικής της θέσης, είπε ότι αυτό που προσπαθούσε είναι ουσιαστικά να επεξηγήσει στην Α.Α. τη διαδικασία που ακολουθείτο και να τη ρωτήσει κατά πόσο συμφωνεί η Α.Α. να καταθέσει στο Δικαστήριο. Από κανένα δε σημείο των καταθέσεων της παραπονουμένης δεν προκύπτει ότι υπήρξε προς αυτήν οποιαδήποτε υπόσχεση ότι θα τη βοηθήσουν με τη ζωή της, ώστε να έχει έρεισμα η υπό αναφορά θέση της Υπεράσπισης. Να επισημάνουμε δε ότι κάτι τέτοιο δεν τέθηκε καν στην παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της. 

 

Ήταν επίσης η θέση της Υπεράσπισης, την οποία υπέβαλε στη Μ.Κ.8, ότι η Α.Α. ήταν ένα παιδί «χαζό» και ότι η ευφυία της ήταν κάτω του κανονικού και δεν ήταν τέτοια ώστε να μπορεί να δώσει κατάθεση. Ως προς τούτο να λεχθεί ότι η μάρτυρας αρνήθηκε κάτι τέτοιο και απάντησε, εκφραζόμενη όχι ως εμπειρογνώμονας, αλλά με βάση, ως ανέφερε, την ενημέρωση που είχε και συγκεκριμένα το ότι η παραπονούμενη δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει σχολείο για να έχει τις κοινωνικές δεξιότητες που έπρεπε να έχει.

 

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λεχθεί ότι η μαρτυρία της Α.Α. ασφαλώς και δεν θα αξιολογηθεί με κατ’ απομόνωση αναφορά στις οπτικογραφημένες καταθέσεις της αλλά στο σύνολο της, περιλαμβανομένων δηλαδή των όσων συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση και κατά την αντεξέταση της. Στο πλαίσιο αυτό θα εξετασθεί και το κατά πόσο η παραπονούμενη κατανοούσε τις ερωτήσεις που της τέθηκαν και οι απαντήσεις που έδωσε ήταν σαφείς και θα διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει οποιαδήποτε ανακρίβεια, ασάφεια ή κενό στην περιγραφή των ουσιωδών γεγονότων καθώς και το κατά πόσο αυτό επηρεάζει τη μαρτυρία της και την υπόθεση γενικά.

 

Ήταν επίσης θέσεις της Υπεράσπισης, οι οποίες υποβλήθηκαν στη Μ.Κ.8, ότι η Α.Α. ζήτησε όπως η πρώτη της κατάθεση σταματήσει επειδή έλεγε ψέματα, ότι δεν εξέφρασε επιθυμία να ξαναμπεί στη διαδικασία της δεύτερης κατάθεσης και ότι την έπεισαν να το κάνει ενώ αυτή δεν ήθελε. Ως προς τα πιο πάνω, κατ’ αρχάς η Μ.Κ.8 είπε ότι δεν είναι η ίδια που θα κρίνει εάν ένα παιδί λέει ψέματα και ότι αυτό είναι έργο του Δικαστηρίου. Ήταν δε σταθερή και πειστική στη θέση της, η οποία άλλωστε επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία της Μ.Κ.2 που έγινε δεκτή, ότι η παραπονούμενη βρέθηκε και παρέμεινε με τη θέληση της στον χώρο λήψης των καταθέσεων και ότι ήταν εκείνη που εξέφρασε την επιθυμία της όπως ξαναμπεί στο δωμάτιο και δώσει τη δεύτερη κατάθεση της. Τίποτε δε επιλήψιμο και καμία πίεση δεν διαπιστώσαμε να υπήρξε ως προς τούτο. Σε αυτό το σημείο δέον όπως επισημάνουμε ότι η Υπεράσπιση δεν υπέβαλε στην Α.Α. ότι η πρώτη της κατάθεση διακόπηκε επειδή αυτή έλεγε ψέματα. Σχετική με το θέμα αναφορά θα γίνει και κατά την αξιολόγηση της Α.Α. κατωτέρω.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.8 γίνεται δεκτή.

 

Η Μ.Κ.9 κλήθηκε και έδωσε μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας σε θέματα που άπτονταν της ειδικότητας της. Το ότι είναι εμπειρογνώμονας κλινική ψυχολόγος δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός και συνεπώς η μαρτυρία της θα προσεγγισθεί και θα αξιολογηθεί με βάση τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων (βλ. ενδεικτικά Philippou ν. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1 και Χ’Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104).

 

Δεν μας διαφεύγει ότι, ως έχει νομολογηθεί, το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη, εφαρμόζοντας τα κριτήρια αυτά στα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Philippou ανωτέρω και Πιττάλη κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814). Περαιτέρω έχουμε κατά νου την αρχή ότι δεν είναι αποδεκτή η μαρτυρία εμπειρογνώμονα που συνίσταται σε σχολιασμό επί των γεγονότων με βάση την κοινή λογική, ως επίσης που έχει σκοπό να υποστηρίξει την αξιοπιστία per se μάρτυρα της ίδιας πλευράς («oath helping evidence»). Σχετικές είναι οι R. v. H [2014] EWCA Crim 1555, R. v. Turner (1975) Q.B. 834 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 91/2017, ημερ. 02/05/2018

 

Έχουμε επίσης υπόψη ότι, ένας εμπειρογνώμονας μπορεί να δώσει μαρτυρία για την προσωπικότητα και την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση ενός προσώπου εφόσον ενδέχεται να καταδείξει τον αναμενόμενο τρόπο αντίδρασης ή συμπεριφοράς του, παρέχοντας εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και πληροφορίες που βρίσκονται έξω από το πεδίο κοινής γνώσης και εμπειρίας του Δικαστή (βλ. Turner ανωτέρω). Περαιτέρω μπορεί να δώσει μαρτυρία για να εξηγηθούν επιστημονικά, πέραν της κοινής γνώσης και εμπειρίας, τα χαρακτηριστικά και ο τρόπος αντίδρασης και συμπεριφοράς μιας κατηγορίας ανθρώπων και ειδικότερα μικρών παιδιών (βλ. R. v. S (VJ) (2006) EWCA Crim 2389, R. ν. Marquard [1993] 4 SCR 223 του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά, Ομήρου ανωτέρω και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390).

 

Η Μ.Κ.9 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν με βάση τις γνώσεις και την πείρα της και με την απαιτούμενη επιστημονική επάρκεια και αντικειμενικότητα. Διαφώτισε το Δικαστήριο σε σχέση με την κλινική αξιολόγηση που διενήργησε αναφορικά με την Α.Α. και την εικόνα που αυτή παρουσίαζε κατά τον χρόνο της αξιολόγησης. Εξήγησε με λεπτομέρεια και κατά τρόπο κατανοητό, τα εργαλεία που χρησιμοποίησε για να προβεί στην κλινική αξιολόγηση, το ιστορικό που έλαβε υπόψη της και παρέθεσε με σαφήνεια, πληρότητα και αντικειμενικότητα τις διαπιστώσεις και τα σχετικά ευρήματα της, σε σχέση με την έκθεση που ετοίμασε (Τεκμήριο 33), στηρίζοντας τις θέσεις της σε σχετική βιβλιογραφία (βλ. Τεκμήρια 32 και 34 έως 36). Επιπρόσθετα, μέσα από τη μαρτυρία της έδωσε κάποιες περαιτέρω λεπτομέρειες σε σχέση με το ιστορικό και τις ιδιαιτερότητες της Α.Α., τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση.

Η Υπεράσπιση, κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.9, αμφισβήτησε την πληρότητα της έκθεσης που ετοίμασε και γενικά την κλινική αξιολόγηση της Α.Α., ως επίσης την αμεροληψία της Μ.Κ.9. Συγκεκριμένα, υποβλήθηκε στη μάρτυρα ότι κατά την αξιολόγηση της Α.Α. δεν εξέτασε το ενδεχόμενο αυτή να είπε ψέματα (σε σχέση με τα όσα εξιστόρησε για τα επίδικα περιστατικά) κάτι που, σύμφωνα με την ίδια θέση, συνιστά μεροληπτική στάση υπέρ της Α.Α και ότι αυτό αποσκοπεί στην υποστήριξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Της υποβλήθηκε επίσης ότι υπάρχουν μελέτες που πραγματεύονται το ψέμα των ανθρώπων και ιδίως των παραμελημένων, των ευάλωτων και των «χαμηλά διανοητικά παιδιών». Περαιτέρω, ήταν βασική θέση της Υπεράσπισης, μέσω των ερωτήσεων και των υποβολών που έθεσε στη μάρτυρα, ότι η Α.Α. επειδή ήταν και ένιωθε παραμελημένη και ασήμαντη, για να νιώσει σημαντική και να «τραβήξει» την προσοχή των άλλων και να «ασχοληθούν οι άλλοι μαζί της», κατέφυγε στο ψέμα, ήτοι κατήγγειλε ψευδώς τον κατηγορούμενο σε σχέση με τα επίδικα περιστατικά.

 

Η Μ.Κ.9, με ειλικρίνεια, δέχθηκε ότι υπάρχουν μελέτες που πραγματεύονται το ψέμα των ανθρώπων και πρόσθεσε ότι δεν παρουσίασε τέτοιες στο Δικαστήριο καθότι δεν γνώριζε ότι θα της ζητείτο κάτι τέτοιο. Ανέφερε δε ότι η βιβλιογραφία που κατέθεσε στο Δικαστήριο αφορούν παιδιά τα οποία είτε έχουν κακοποιηθεί με κάποιο τρόπο, είτε έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά και δεν αφορούσαν το ζήτημα του κατά πόσο τα παιδιά αυτά θέλουν σημασία ή όχι. Επισήμανε δε ότι εάν ένα παιδί θέλει σημασία ή όχι είναι διαφορετικό από το εάν έχει κακοποιηθεί ή όχι και ότι βιβλιογραφικά, τα παιδιά που αναφέρουν ψευδώς σεξουαλική κακοποίηση είναι μειονότητα και ότι τις πλείστες φορές που θα καταφύγει ένα άτομο στο ψέμα για να το προσέξουν, χρησιμοποιεί επιτεύγματα θετικά, πράγματα ευχάριστα και όχι τέτοιου είδους περιστατικά. Είπε επίσης ότι η Α.Α. δεν της ανέφερε οτιδήποτε σχετικό που να καταδεικνύει ότι ένιωθε ασήμαντη και παραμελημένη.

 

 Τόνισε δε ορθά, κάτι που δείχνει και την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία της, ότι το καθήκον της, ως εμπειρογνώμονας, ήταν η εξέταση της κλινικής εικόνας της Α.Α. κατά τον χρόνο που έκανε τη σχετική αξιολόγηση και όχι να διαπιστώσει κατά πόσο η Α.Α. έλεγε ψέματα. Εξ ου και ανέφερε ότι δεν έγινε δικανική συνέντευξη στην Α.Α. Ως δε έχουμε προαναφέρει και οφείλουμε να επαναλάβουμε, το κατά πόσο η Α.Α. είπε ψέματα για τα επίδικα περιστατικά, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου και μόνο. Σχετική αναφορά για το θέμα θα γίνει κατωτέρω, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.9 γίνεται δεκτή και συναφώς αποδεχόμαστε τα ακόλουθα:

 

·                H M.K.9 πραγματοποίησε τέσσερις ψυχοδιαγνωστικές κλινικές συνεντεύξεις με την Α.Α. (στις 29/12/2022, 03/01/2023, 11/01/2023 και 18/01/2023).

·                Δεν υπάρχει συγκεκριμένο προφίλ παιδιού που θα κακοποιηθεί. Υπάρχουν παράγοντες ευαλωτότητας, οι οποίοι καλλιεργούν ένα έδαφος πρόσφορο για οποιουδήποτε είδους κακοποίηση και μπορεί να συνδράμουν σε κάτι τέτοιο, όπως π.χ. όταν ένα παιδί έχει δυσκολία στο νοητικό του κομμάτι ή έχει βιώσει στο παρελθόν τραυματικές ή δύσκολες εμπειρίες, όταν δεν έχει ασφαλή δεσμό με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ή ανήκει σε κάποιου είδους μειονότητα.

·                Στην πλειοψηφία τους τα ανήλικα θύματα κακοποιούνται από κάποιον που γνωρίζουν. Η σχέση του παιδιού με τον δράστη επηρεάζει σημαντικά την αποκάλυψη της κακοποίησης. Τα παιδιά στην πλειονότητά τους δεν αποκαλύπτουν τη βία που δέχονται όσο αυτή διαρκεί. Συναισθήματα μοναξιάς, σύγχυσης, αμηχανίας, ντροπής, θυμού και επιθετικότητας κατακλύζουν την πλειοψηφία των ανήλικων θυμάτων όταν αποφασίσουν να μοιραστούν τα «δεινά» της παραβίασης που υπέστησαν από τον οικείο δράστη. Τα παιδιά διστάζουν σημαντικά να μιλήσουν όταν οι δράστες είναι πρόσωπα της εμπιστοσύνης των γονέων, όπως ενήλικες που βρίσκονται σε ανώτερη θέση εξουσίας προς αυτά και από τα οποία ανέμεναν φροντίδα και προστασία όπως π.χ. οικογενειακοί φίλοι, δάσκαλοι και προπονητές. Σε περίπτωση που οι ύποπτοι είναι φίλοι των γονέων, αυτόματα τα παιδιά θεωρούν πως για να τους εμπιστεύονται οι γονείς «μπορώ να τα εμπιστευτώ και εγώ». Επίσης όταν (οι ύποπτοι) έχουν ένα φροντιστικό ρόλο προς το παιδί, τα παιδιά νιώθουν πως έχουν ακόμα ένα άτομο που μπορεί να βοηθήσει να λάβουν αγάπη, φροντίδα και να καλύψει κάποιες βασικές τους ανάγκες. Ιδιαίτερα, όταν αυτά τα στοιχεία λείπουν από τους κύριους φροντιστές των παιδιών, έχουν ως αποτέλεσμα ένα παιδί να έχει χαμηλότερες άμυνες και κατ’ επέκταση να κακοποιηθεί.

·                Η Α.Α. παρουσίαζε, με βάση το ιστορικό της, αρκετούς παράγοντες ευαλωτότητας. Συγκεκριμένα, οι γονείς της είναι βουλγαρικής υπηκοότητας. Οι γονείς περιεγράφηκαν ως άτομα χαμηλού νοητικού δυναμικού, με τον πατέρα να παρουσίαζε εξάρτηση στο αλκοόλ και τη μητέρα να αντιμετώπιζε ψυχιατρικές δυσκολίες και να λάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Η οικογένεια μετανάστευσε στην Κύπρο για βιοποριστικούς λόγους. Οι αρχικές συνθήκες διαβίωσης τους ήταν άθλιες. Διανυκτέρευαν σε εξωτερικούς χώρους και υπήρχε αντίσταση για αλλαγή των συνηθειών τους. Στη συνέχεια διέμεναν σε οικία και αναφέρθηκαν περιστατικά βίας από τον πατέρα προς τη μητέρα και τα παιδιά. Πριν τη μετακίνηση της από το οικογενειακό πλαίσιο, η Α.Α. για αρκετές ώρες της ημέρας έμενε μόνη της στο σπίτι επειδή τα υπόλοιπα μέλη εργάζονταν. Η Α.Α. περνούσε τον χρόνο της κάνοντας οικιακές δουλειές και βλέποντας τηλεόραση, χωρίς να πηγαίνει σχολείο. Μετά την επιδείνωση της ασθένειας της μητέρας της, η οικογένεια αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά κατοικία και υπήρχαν πολλές εντάσεις και σωματική βία μεταξύ των μελών της οικογένειας. Υπήρξε περίοδος που η οικογένεια δεν είχε μόνιμη κατοικία και έπρεπε να βρίσκονται σε επιφυλακή για να μην γίνουν αντιληπτοί από την Αστυνομία. Περιστασιακά, διέμεναν στο σπίτι του μητρικού παππού, ο οποίος βρισκόταν και αυτός στην Κύπρο, όμως δεν διατηρούσαν καλές σχέσεις. Η Α.Α. ανέφερε στη Μ.Κ.9 πως ευχόταν οι συνθήκες να ήταν διαφορετικές και πως ένιωθε στεναχώρια όταν θυμόταν περιστατικά από τη ζωή της. Παρόλα αυτά, η Α.Α. προσπαθούσε να μην τα θυμάται, εκλογίκευε και γενίκευε τις καταστάσεις που βίωσε ενώ διατηρούσε αισιόδοξη προοπτική για τη ζωή και το μέλλον.

·                Η Α.Α. είναι ένα παιδί συναισθηματικά λιγότερο ώριμο συγκριτικά με άλλα παιδιά της ηλικίας της. Κατά τις συναντήσεις που η Μ.Κ.9 είχε με την Α.Α., η Μ.Κ.9 επιβεβαίωσε ότι στην Α.Α. υπήρχαν κάποια γνωστικά ελλείμματα, τα οποία την έκαναν να έχει κάποιες δυσκολίες και να φαίνεται η διαφορά με άλλα παιδιά της ηλικίας της. Η Α.Α. δεν έχει διαγνωστεί με νοητική αδυναμία. Αδρά εκτιμώμενες οι νοητικές ικανότητες της Α.Α. φάνηκε να ενέπιπταν στο χαμηλότερο από το φυσιολογικό επίπεδο, κάτι το οποίο πιθανόν να ήταν επηρεασμένο από την έλλειψη ερεθισμάτων τα προηγούμενα χρόνια. Η συναισθηματική ανωριμότητα είναι ένα από τα παραδείγματα που παρατηρείται σε παιδιά τα οποία έχουν οριακή νοημοσύνη μαζί με διάφορα άλλα χαρακτηριστικά.

·                Ένα παιδί σχολικής ηλικίας που παρουσιάζει χαμηλότερη από το φυσιολογικό νοημοσύνη (όπως η Α.Α.) ή απλώς οριακή νοημοσύνη, αντιμετωπίζει διάφορες δυσκολίες, όπως στην εκμάθηση των ακαδημαϊκών δεξιοτήτων, στις οποίες περιλαμβάνεται η ανάγνωση, η γραφή, η αριθμητική, ο χρόνος ή το χρήμα. Στον κοινωνικό τομέα, σε σύγκριση με τους συνομήλικους του που αναπτύσσονται φυσιολογικά, τέτοιο άτομο είναι ανώριμο στις κοινωνικές του αλληλεπιδράσεις και μπορεί να δυσκολεύεται στην ακριβή αντίληψη των κοινωνικών συνθημάτων συνομήλικων. Η επικοινωνία, η συζήτηση και η γλώσσα είναι πιο απτές ή ανώριμες από αυτές που αναμένονται για την ηλικία του. Μπορεί να υπάρχουν δυσκολίες στη ρύθμιση συναισθημάτων και συμπεριφοράς με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία του. Υπάρχει περιορισμένη αντίληψη του κινδύνου στις κοινωνικές καταστάσεις, η κοινωνική κρίση είναι ανώριμη για τη συγκεκριμένη ηλικία και το άτομο κινδυνεύει να χειραγωγείται από άλλους, χαρακτηρίζεται από αφέλεια.

·                Η Α.Α. λόγω του ότι είναι παιδί συναισθηματικά λιγότερο ώριμο, συγκριτικά με άλλα παιδιά της ηλικίας της, παρουσίαζε δυσκολία στο να αντιληφθεί τον κίνδυνο, είναι πιο αφελής, εμπιστεύεται πιο εύκολα, με αποτέλεσμα να μπορεί πιο εύκολα να κακοποιηθεί.  

·                Η Α.Α. αντιμετώπιζε δυσκολίες σε βασικές δεξιότητες όπως ο χρονικός προσανατολισμός και σε μαθησιακό επίπεδο. Ως προς τον χρόνο, δυσκολευόταν να βρει τη σωστή σειρά των ημερών της εβδομάδας ή να πάει πίσω στον χρόνο και να αφαιρέσει κάποια χρόνια και να βρει την ακριβή χρονολογία σε κάτι. Για να αναφερθεί σε κάποιο γεγονός της ζωής της, ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσει ημερομηνίες, χρονολογίες. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει χρονικά ορόσημα όπως π.χ. μπορούσε να προσδιορίσει εάν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι, να προσδιορίσει τις μεγάλες γιορτές ή τις προσωπικές της γιορτές για να εντοπίσει στη ζωή της διάφορα γεγονότα. Μαθησιακά ήταν δε αρκετά πίσω από άλλα παιδιά της ηλικίας της.

·                Ο περιγραφικός λόγος της Α.Α. ήταν λιγότερο ανεπτυγμένος από τα φυσιολογικά αναμενόμενα πλαίσια και κατά διαστήματα παρουσίαζε δυσκολία στην κατανόηση. Ενώ μπορούσε να μιλήσει, να περιγράψει πράγματα που της είχαν συμβεί, παράλληλα δεν είχε πλούσιο λεξιλόγιο για να μπορεί να εμπλουτίσει τις αναφορές της. Αυτό πιθανόν να οφειλόταν στο ότι πολύ λίγο καιρό είχε παρακολουθήσει την τυπική εκπαίδευση που αναμένεται για την ηλικία της και έτσι δεν είχε αναπτύξει τα αναμενόμενα για την ηλικία της εφόδια για να έχει ένα καλό περιγραφικό λόγο. Επίσης παρουσίαζε δυσκολία στην κατανόηση, δηλαδή παρόλο που μπορούσε να έχει μια φυσιολογική συνομιλία με ένα άτομο, χρειάζονταν οι λέξεις που χρησιμοποιούνταν να ήταν απλές και η έκταση των προτάσεων να ήταν περιορισμένη. Για παράδειγμα, όσον αφορά το κομμάτι των ερωτήσεων, χρειαζόταν να ήταν ερωτήσεις με ένα μέρος, διότι διαφορετικά μπερδευόταν και αυτό φάνηκε να οφείλεται στα ελλείμματα της.

·                Η Α.Α. ήταν αρκετά φροντιστική ως προς τις ανάγκες των άλλων και η αισιόδοξη προοπτική που διατηρούσε για τη ζωή, φάνηκε να λειτούργησε ως παράγοντας ανθεκτικότητας. Είχε ανεπτυγμένο το κομμάτι της ενσυναίσθησης, ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε να έχει μια θετική προοπτική για τη ζωή. Μέσα στα χρόνια και παρά τις αντιξοότητες, η Α.Α. μπήκε σε μια διαδικασία να αναπτύξει ένα προστατευτικό μηχανισμό, με τον οποίο προσπαθούσε να δει «το καλύτερο που μπορούσε να φέρει μια κατάσταση», προσπαθούσε να λογικεύσει τις αντιξοότητες που της είχαν συμβεί και να τα θεωρήσει ως εμπειρίες για να τη βοηθήσουν μελλοντικά να προστατεύεται. Αυτοί δε οι μηχανισμοί την είχαν προστατεύσει ως προς το κομμάτι της ψυχικής της υγείας. 

·                Η Α.Α. παρουσίαζε, κατά τις συναντήσεις που είχε με τη Μ.Κ.9, φυσιολογική διακύμανση στο συναίσθημα, το οποίο ήταν σύντονο με το περιεχόμενο των συζητήσεων και υπήρχε συνοχή στον ειρμό και το περιεχόμενο της σκέψης, με καλή συγκέντρωση προσοχής.

·                Όσον αφορά τα καταγγελθέντα περιστατικά, η Α.Α. ανέφερε στη Μ.Κ.9 πως δεν γνώριζε, τον καιρό που συνέβαιναν, ακριβώς τι ήταν αυτό που γινόταν, λόγω έλλειψης σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Παρόλα αυτά ένιωθε φόβο, άβολα, ντροπή, δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν για αυτό, για να μην δημιουργηθούν προβλήματα και προσπαθούσε να τα ξεχάσει. Μεγαλώνοντας, κατάλαβε τη σοβαρότητα των συγκεκριμένων βιωμάτων και σποραδικά, μετά από εξωτερικές υπενθυμίσεις επανέρχονταν σχετικές σκέψεις στο μυαλό της. Σε αρκετά παιδιά, συνήθως μικρότερης ηλικίας, παρόλο που μπορεί να μην γνωρίζουν αν κάτι είναι καλό ή κακό, το ένστικτο και το σώμα τους αντιδρά με συγκεκριμένους τρόπους όταν υπάρχει παραβίαση των ορίων.

·                Αρκετές φορές, εάν όχι τις πλείστες, τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά δεν προχωρούν σε κάποιου είδους αποκάλυψη ή σπάνια αποκαλύπτουν. Παρ’ όλα αυτά, έχουν κάποιες φορές ψυχικά ενοχλήματα και στην προσπάθειά τους να τα διαχειριστούν μπαίνουν σε διαδικασία αποφυγής, προσπαθώντας να μην θυμούνται, να αποσπούν τον εαυτό τους όταν κάποια σκέψη έρχεται στο μυαλό τους και να ενεργούν λες και δεν υπέστησαν κάποια κακοποίηση. Η Α.Α. ανέφερε στη Μ.Κ.9 πως καθώς μεγάλωνε κατάλαβε τη σοβαρότητα των συγκεκριμένων βιωμάτων, πιθανόν επειδή είχε ξεκινήσει να μαθαίνει κάποια πράγματα και ως εκ τούτου ήταν σιγά‑σιγά πιο ξεκάθαρο στο μυαλό της τι είχε συμβεί.

·                Στην περίπτωση της Α.Α. υπήρχαν διάφοροι παράγοντες, οι οποίοι ενίσχυσαν τη διατήρηση μυστικότητας για το συγκεκριμένο θέμα, όπως για παράδειγμα το ότι η Α.Α. δεν είχε αντιληφθεί αρχικά τι ήταν αυτό που είχε συμβεί. Επιπρόσθετα, η Α.Α. δεν ήθελε να αναταράξει τις ισορροπίες που υπήρχαν στην οικογένεια και με το φιλικό άτομο της οικογένειας. Αρκετές φορές τα παιδιά έχουν συναίσθημα συνευθύνης για αυτό που τους έχει συμβεί δηλαδή νιώθουν πως θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο να το είχαν αποφύγει. Άλλες φορές νιώθουν πως με την αποκάλυψη θα τους γίνει κάποια επίπληξη ή δεν θα γίνουν πιστευτά και άλλες φορές, μη γνωρίζοντας τις διαδικασίες, υπάρχει φόβος για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί εάν αναφέρουν κάτι τέτοιο. Στην περίπτωση της Α.Α. συνέτρεχε και το ότι βρισκόταν σε μια ομάδα ατόμων που ήταν μειονότητα κάτι που αποτελεί επιπρόσθετο εμπόδιο στη δημοσιοποίηση των όσων υπέστη.

·                Η Α.Α. αρχικά δεν ήθελε να καταγγείλει τον κατηγορούμενο και απλά επιθυμούσε να βγάλει από μέσα της αυτό που της είχε συμβεί κατά την αποκάλυψη του περιστατικού για πρώτη φορά. Τα παιδιά συνήθως παρόλο που αποφεύγουν να αποκαλύψουν έχουν συναισθηματική φόρτιση όταν και αν τους έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Κάποιες φορές το να αναφέρουν σε κάποιο άλλο άτομο το βίωμα τους, τα αποφορτίζει και νιώθουν πως δεν είναι μόνα τους σε αυτό που συνέβη, ανάλογα και με το ποιο άτομο είναι ο θύτης.

·                Σε σχέση με τα καταγγελθέντα περιστατικά, η Α.Α. φάνηκε να ένιωσε παραβίαση των προσωπικών της ορίων που να προκάλεσαν ψυχικά ενοχλήματα, τα οποία διαχειρίστηκε σε βάθος χρόνου, αφήνοντας μειωμένες επιπτώσεις στην ψυχική της υγεία. Μιλούσε για αποφευκτικότητα ως προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου, τον χαρακτήριζε με συγκεκριμένα επίθετα («παλαβός» επειδή της «κολλούσε»), ένιωθε συναισθήματα μη ευχάριστα, φόβο, άβολα, ντροπή, είχε μπει στη διαδικασία να υιοθετήσει μυστικότητα και προσπαθούσε να ξεχάσει αυτά που έχουν συμβεί, δηλαδή είχε ξεκινήσει την αποφυγή. Παράλληλα ανησυχούσε για τις επιπτώσεις στη σχέση του κατηγορουμένου με την οικογένεια του όταν θα το μάθαιναν, ανησυχία η οποία λειτουργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας αποκάλυψης τα προηγούμενα χρόνια. Αυτά θεωρούνται ψυχικά ενοχλήματα τα οποία διαχειρίστηκε με τον δικό της τρόπο ούτως ώστε να μην επηρεάζουν σε κλινικό βαθμό την καθημερινότητά της. Δεν ανέπτυξε δε οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή.

·                Η Α.Α. μεταβόλισε τα βιώματα αυτά ως μαθήματα, από τα οποία αντιλήφθηκε τη σημαντικότητα του να ελέγχει τον παρορμητισμό της και να μην εμπιστεύεται εύκολα. Δημιούργησε δε ένα προστατευτικό μηχανισμό για να μπορεί να διαχειριστεί τις συναισθηματικές επιπτώσεις των διάφορων αντίξοων συνθηκών στις οποίες είχε βρεθεί, μπαίνοντας στη διαδικασία να προσπαθεί να καταλάβει τι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει από αυτό που συνέβηκε και να τη βοηθήσει μελλοντικά.

·                Είναι δυνατόν παιδιά να γελούν όταν αναφέρονται σε γεγονότα τα οποία τους προκαλούν συναισθηματική ένταση. Ένας παράγοντας είναι η συναισθηματική ανωριμότητα και άλλος παράγοντας έχει να κάνει με τη ρύθμιση του συναισθήματος. Το να γελά ένα παιδί με αμηχανία κάποιες φορές, συμβαίνει όταν υπάρχει έντονη συναισθηματική φόρτιση και με ένα μη λειτουργικό τρόπο το σώμα και ο εγκέφαλος προσπαθούν να το διαχειριστούν. Μη λειτουργικοί τρόποι ρύθμισης του συναισθήματος είναι π.χ. το να δαγκώνει κάποιος τα νύχια του. Λειτουργικοί τρόποι διαχείρισης των συναισθημάτων μπορεί να είναι οι αναπνοές ή το να χρησιμοποιήσει κάποιος ένα «stress ball», ένα αντικείμενο για να ρυθμίσει τα συναισθήματά του.

 

Στο σημείο αυτό θα προχωρήσουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ανήλικης παραπονουμένης Α.Α. Λαμβάνουμε πάντα υπόψη μας, για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας αυτής, μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για παιδί, την ηλικία της κατά τον επίδικο χρόνο, την ηλικία της όταν έδινε τις οπτικογραφημένες καταθέσεις της και κατά τον χρόνο που κατέθεσε στο Δικαστήριο, τις ιδιαιτερότητες και την προσωπικότητα της, το οικογενειακό της υπόβαθρο, τα βιώματα της καθώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, ως όλα αυτά έχουν προαναφερθεί. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε βέβαια υπόψη και τη σχετική μαρτυρία της Μ.Κ.9, εμπειρογνώμονα κλινικής ψυχολόγου, την οποία αποδεχθήκαμε.

 

Περαιτέρω, έχουμε υπόψη τις νομολογιακές αρχές ως προς την προσέγγιση της μαρτυρίας της Α.Α. ως παιδιού, η οποία πρέπει να εξετάζεται στο σύνολο της (όχι μικροσκοπικά ή αποσπασματικά) και με λογική προσέγγιση, χωρίς να δίδεται υπέρμετρη βαρύτητα σε επουσιώδεις λεπτομέρειες (βλ. A.F.K. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 44/18, ημερ. 06/12/2019 και Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2Α Α.Α.Δ. 468). Τέτοια μαρτυρία, όπως και κάθε μαρτυρία εξετάζεται όχι κατ’ απομόνωση αλλά κατ’ αντιπαραβολή με την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

Σύμφωνα πάντα με τη νομολογία κάποιο παιδί, όπως ένας ενήλικας, μπορεί να δώσει ακριβή μαρτυρία ενώ άλλο όχι και η μαρτυρία ενός παιδιού δεν πρέπει να προσεγγίζεται όπως ενός ενήλικα. Ένα παιδί το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι λογικό να διακατέχεται από φόβο, άγχος, αμηχανία και διστακτικότητα κατά τη μαρτυρία του, ειδικότερα όταν πρόκειται για μαρτυρία που αφορά σε γεγονότα σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία βίωσε (βλ. Κ. Χ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 272/17, ημερ. 26/09/2019 και R. v. B. (2010) EWCA Crim 4).

 

Δεν μας διαφεύγει ούτε ότι η νομολογία καταδεικνύει ότι είναι πλέον αποδεκτό το γεγονός της μη άμεσης αποκάλυψης, από ανήλικα θύματα, σεξουαλικής κακοποίησης τους (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 231/18, ημερ. 19/11/2019 και Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 5/20, ημερ. 30/07/2021). Ως προς τούτο σχετική ήταν και η μαρτυρία της Μ.Κ.9, στην οποία προαναφερθήκαμε.

 

Σημειώνουμε επίσης ότι η νομολογία αναγνωρίζει και τη δυσκολία ή αδυναμία χρονικού προσδιορισμού γεγονότων σε τέτοιες υποθέσεις (βλ. Γ. Ι. ν.  Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 44/19, ημερ. 18/09/2020 και Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 99/21, ημερ. 11/05/2022).

 

Σε αυτό το σημείο δέον όπως αναφέρουμε ότι η Α.Α. έδωσε τη δια ζώσης μαρτυρία της από το Σπίτι του Παιδιού, μέσω κλειστού κυκλώματος (με τη σύμφωνη γνώμη της Υπεράσπισης). Ως προς τούτο πρέπει να τονίσουμε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν υπολειπόταν σε τίποτα από τις διαδικασίες, κατά τις οποίες ο μάρτυρας καταθέτει με φυσική παρουσία στο Δικαστήριο. Προτού δε ξεκινήσει η μαρτυρία της Α.Α. από το Σπίτι του Παιδιού, διαπιστώσαμε ότι τηρήθηκαν όλα τα εχέγγυα για να διασφαλιστεί πως η μαρτυρία της θα δοθεί ανεπηρέαστα από οποιονδήποτε εξωγενή παράγοντα. Εδώ να λεχθεί ότι η παρουσία στο δωμάτιο, όπου έδωσε τη μαρτυρία της η Α.Α., ψυχολόγου από το Σπίτι του Παιδιού, ήταν κατόπιν σχετικής διαταγής του Δικαστηρίου, για σκοπούς στήριξης και μόνο της Α.Α. Καμία δε ανάμειξη δεν είχε η εν λόγω ψυχολόγος κατά τη μαρτυρία της Α.Α. Έγιναν επίσης οι δέουσες διευθετήσεις, ώστε στην αίθουσα του Δικαστηρίου, όλοι οι παράγοντες της δίκης να βλέπουν και να ακούν καθαρά την Α.Α. Είχαμε έτσι την ίδια ευχέρεια να παρακολουθήσουμε και παρακολουθήσαμε, με ιδιαίτερη προσοχή, τη μαρτυρία της Α.Α., τον τρόπο που κατέθεσε και τις αντιδράσεις της.

 

Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Α.Α., λάβαμε υπόψη και τη θέση της Υπεράσπισης, η οποία υποστήριξε ότι οι οπτικογραφημένες καταθέσεις της Α.Α. θα έπρεπε να γίνουν με τη βοήθεια διερμηνέα στη βουλγαρική γλώσσα (που είναι η μητρική της γλώσσα) και όχι στην ελληνική γλώσσα.

 

Η Α.Α. άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Κατά τη μαρτυρία της (η οποία δόθηκε με διαβεβαίωση) απαντούσε με απλότητα και με τον δικό της χαρακτηριστικό τρόπο. Ήταν δε ειλικρινής, σταθερή και συνεπής ως προς τις ουσιώδες θέσεις της αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα, δεν περιέπεσε σε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις και η εκδοχή της δεν συγκρούεται με ούτε και διαψεύδεται από άλλη μαρτυρία ενώ δεν αμφισβητήθηκε βασικά κατά την αντεξέταση της. 

 

Παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη και επαυξημένη προσοχή την Α.Α. όχι βέβαια απομονωμένα δηλαδή μόνο κατά τη λήψη των οπτικογραφημένων καταθέσεων της (ημερ. 01/02/2023 – Τεκμήρια 7Α-Β και 8Α-Β), οι οποίες κατατέθηκαν ως μέρος της κυρίως εξέτασης της), στις οποίες επικεντρώθηκε η Υπεράσπιση για να προβάλει τις σχετικές θέσεις της, αλλά και δια ζώσης, κατά τη μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο. Πράγματι, διαπιστώσαμε ότι στις οπτικογραφημένες καταθέσεις της και ιδιαίτερα στις πρώτες δύο που έδωσε την ίδια ημέρα, η λεκτική της ικανότητα και ο περιγραφικός της λόγος στα ελληνικά ήταν φτωχός, το λεξιλόγιο της δεν ήταν πλούσιο, δεν γνώριζε κάποιες λέξεις και ήταν εμφανής η δυσκολία της να εκφραστεί σωστά και ολοκληρωμένα. Λόγω αυτού ήταν εμφανής, ως προαναφέραμε, η αγωνία της Μ.Κ.8 να προβεί σε σχετικές διευκρινίσεις και αποσαφηνίσεις. Εδώ να λεχθεί ότι ως προς τούτο λαμβάνουμε υπόψη ότι, ως προκύπτει από τη λοιπή μαρτυρία που έγινε δεκτή (της Μ.Κ.9), ο περιγραφικός λόγος της Α.Α. παρουσίαζε τέτοιες ιδιαιτερότητες, λόγω και του οικογενειακού υποβάθρου της, του ιστορικού της αλλά και του ότι η Α.Α. δεν φοίτησε σχεδόν καθόλου σε δημοτικό σχολείο. Περαιτέρω, να επαναλάβουμε ότι η Μ.Κ.8 πρότεινε σε περισσότερες της μιας περιπτώσεις στην Α.Α. να παραστεί διερμηνέας της βουλγαρικής γλώσσας αλλά η Α.Α. είπε ότι είναι εντάξει και συνέχισε να καταθέτει στην ελληνική γλώσσα. Αυτό το επιβεβαίωσε η Α.Α. στην αντεξέταση της όταν ερωτώμενη σχετικά είπε ότι η Μ.Κ.8 της πρότεινε να καλέσει «κάποιον να κάνει τη δουλειά στα βουλγάρικα» αλλά η Α.Α. της είπε ότι δεν θέλει και θα προσπαθήσει στα ελληνικά. Επανεξεταζόμενη δε η Α.Α. ανέφερε ότι τόσο κατά τη λήψη των καταθέσεων της όσο και κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της ένιωθε καλύτερα να μιλά στα ελληνικά.

 

Κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της (στις 05/02/2024), την οποία έδωσε και πάλι στην ελληνική γλώσσα, διαπιστώσαμε δε ότι ο περιγραφικός της λόγος και το λεξιλόγιο της ήταν βελτιωμένα. Υπήρχαν βέβαια κάποια σημεία, στα οποία χρειάστηκε να της γίνουν διευκρινίσεις κυρίως για να αντιληφθεί την ερώτηση, αλλά μετά τις διευκρινίσεις διεφάνη, από τις απαντήσεις της, ότι αντιλαμβανόταν πλήρως την ερώτηση. Απαντούσε δε με τον δικό της χαρακτηριστικό, απλοϊκό μεν τρόπο αλλά ταυτόχρονα χωρίς να αφήνει ασάφειες ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Εδώ να σημειωθεί ότι η συνήγορος Υπεράσπισης κανένα θέμα σχετικό δεν ήγειρε σε σχέση με τη δια ζώσης μαρτυρία της παραπονουμένης και επαναλαμβάνουμε ότι ό,τι έθεσε αφορούσε τις οπτικογραφημένες καταθέσεις αυτής.

 

Σε κάθε περίπτωση δέον όπως λεχθεί ότι από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας και έχοντας εξετάσει εξονυχιστικά τη μαρτυρία της παραπονουμένης στο σύνολο της, κρίνουμε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε σκοπιμότητα, ούτε και ήταν μεμπτό το γεγονός ότι οι οπτικογραφημένες καταθέσεις της παραπονουμένης λήφθηκαν στην ελληνική γλώσσα αλλά ούτε και προέκυψε, στις περιπτώσεις που έδειχνε αρχικά να μην αντιλαμβάνεται κάποια ερώτηση, ότι στη συνέχεια απαντούσε χωρίς να αντιλαμβάνεται τι ερωτάτο και καμία ασάφεια ή απορία δεν παρέμεινε αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα που ανέφερε ως προς τα επίδικα περιστατικά. Κάποιες λέξεις τις οποίες ανέφερε κατά την αντεξέταση της ότι δεν γνώριζε, όπως «μέντορας» και «ισχύει», δεν κρίνονται ουσιώδεις καθότι δεν είναι σημαντικές για τα επίδικα περιστατικά.

 

Η Α.Α. κατά την αντεξέταση της ρωτήθηκε αναφορικά με τη χρήση των φράσεων «το πράμα σου» και «το πράμα του» στην πρώτη κατάθεση της. Ως προς τούτο πρέπει να λεχθεί ότι η Α.Α. στη δεύτερη κατάθεση της αναφέρθηκε σε αυτά ως «τον ποπό μου» και «τον βίλλο του» αντίστοιχα και κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της ανέφερε ότι τα γνώριζε αυτά αλλά δεν τα έλεγε τότε γιατί ντρεπόταν, κάτι που ενόψει της φύσης της υπόθεσης, της ηλικίας της αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, είναι λογικό. 

 

Ως εκ των άνω κρίνουμε ότι το γεγονός ότι οι οπτικογραφημένες καταθέσεις της παραπονούμενης λήφθηκαν στα ελληνικά δεν επηρέασαν με οποιοδήποτε τρόπο τη μαρτυρία αυτής και ιδιαίτερα τη σαφήνεια των ουσιωδών γεγονότων και την υπόθεση εν γένει.

 

Η καταφατική απάντηση της παραπονουμένης, κατά την αντεξέταση της, σε ερώτηση σε σχέση με διευκρίνιση που ζήτησε από τη Μ.Κ.8 κατά τη δεύτερη κατάθεση της, κατά την περιγραφή του σπιτιού του κατηγορουμένου, ως προς το πως ονομάζεται κάποιο δωμάτιο, «Δηλαδή επειδή δυσκολεύεσουν να μιλήσεις καλά στα ελληνικά ζήτησες τη βοήθεια της Αστυνομικού, δεν είναι κακό, έτσι είναι; Σωστά;», δεν καταδεικνύει οτιδήποτε μεμπτό εκ μέρους της Μ.Κ.8 ούτε και προσπάθεια της να «βάλει στο στόμα» της ανήλικης κάτι που εκείνη δεν ήθελε να πει, ως υπέβαλε η Υπεράσπιση. Άλλωστε αμέσως μετά την ερώτηση της Μ.Κ.8 εάν εννοούσε το σαλόνι, η παραπονούμενη απάντησε καταφατικά. Σε άλλο δε σημείο της αντεξέτασης της, αναφορικά με το εάν αυτή και ο κατηγορούμενος φορούσαν ρούχα κατά το ένα εκ των επίδικων περιστατικών, η παραπονούμενη δεν δέχθηκε ότι η Μ.Κ.8 προσπαθούσε να τη βοηθήσει «με το επεισόδιο». Ούτε και σε αυτό το σημείο διαπιστώσαμε οτιδήποτε επιλήψιμο ή μεμπτό εκ μέρους της Μ.Κ.8, η οποία είναι εμφανές ότι προσπαθούσε να αποσαφηνίσει τα γεγονότα που περιέγραφε η παραπονούμενη και όχι να της υποβάλει τι να πει.

 

Κατά την αντεξέταση της, διαβάστηκε στην παραπονούμενη η εισαγωγή της πρώτης οπτικογραφημένης της κατάθεσης και συμφώνησε ότι όταν η Μ.Κ.8 την ενημέρωσε ότι η κατάθεση της θα οπτικογραφηθεί και ότι μπορεί να παρουσιασθεί στο Δικαστήριο, ρώτησε τη Μ.Κ.8 εάν θα τη δουν μόνο οι Δικαστές και όταν εκείνη της είπε ότι θα τη δει και ο κατηγορούμενος και ο δικηγόρος, η παραπονούμενη είπε ότι δεν θέλει να τη δουν. Σε επόμενη ερώτηση «Και ύστερα ποιος σε έπεισεν και άλλαξες γνώμη;», η παραπονούμενη απάντησε «μόνη μου», θέση η οποία δεν αμφισβητήθηκε στη συνέχεια. Πέραν δε της μη αμφισβήτησης της θέσης αυτής καμία σχετική υποβολή δεν έγινε είτε στη Μ.Κ.8 είτε στη Μ.Κ.2 και καμία άλλη μαρτυρία δεν τέθηκε που να καταδεικνύει ότι η Α.Α. «πείστηκε και άλλαξε γνώμη» στο να δώσει τελικά την κατάθεση της. Υποβολή δεν έγινε στους εν λόγω μάρτυρες ούτε ότι έπεισαν την παραπονούμενη, εάν χρειαστεί, να καταθέσει στο Δικαστήριο, ως υποβλήθηκε στην τελευταία, η οποία και το απέρριψε.

 

Όταν δε ρωτήθηκε η παραπονούμενη σε σχέση με την απάντηση της στην πρώτη της κατάθεση «Εν τα θυμούμαι ούλλα. Εν τα θυμούμαι ούλλα, γιατί έχει πολύ τζιαιρό που έγινε αυτό το πράμα» στην ερώτηση «Θέλω να μου αναφέρεις από την αρχή μέχρι το τέλος το τι έγινε, εγώ εν...», μετά ποιος της τα θύμισε, απάντησε «Θυμήθηκα τα μόνη μου σιγά – σιγά». Πρόκειται για πειστική απάντηση με δεδομένο και ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι κάποιο άλλο πρόσωπο υπέβαλε στην παραπονούμενη τι ακριβώς να πει. Αυτό που προκύπτει είναι ότι Α.Α., σιγά – σιγά, από μόνη της, αυθόρμητα και χωρίς οποιανδήποτε πίεση ή υπόσχεση, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι των επίδικων βιωμάτων της κατά τη διάρκεια τόσο της πρώτης, όσο και της δεύτερης οπτικογραφημένης της κατάθεσης.

 

Σε σχέση με το ότι έδωσε δύο οπτικογραφημένες καταθέσεις την ίδια ημέρα, οι οποίες να σημειωθεί ότι δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους αλλά ουσιαστικά συμπληρώνει η μια την άλλη, δεν της τέθηκε κατά την αντεξέταση ότι ο λόγος της διακοπής της πρώτης κατάθεσης ήταν ότι έλεγε ψέματα, ως υποβλήθηκε στη Μ.Κ.8. Αντίθετα επιβεβαίωσε ότι ο λόγος που χρειάστηκε να διακόψει και να της ληφθεί δεύτερη κατάθεση είναι γιατί το ζήτησε η ίδια, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε. Εδώ να λεχθεί ότι προκύπτει με σαφήνεια από την ίδια την πρώτη κατάθεση της παραπονουμένης και συγκεκριμένα από το τέλος της ότι η διακοπή έγινε γιατί, ως η ίδια ανέφερε, δεν ένιωθε άνετα να συζητήσει τα γεγονότα που ανέφερε προηγουμένως και ήθελε να σταματήσει. Εξήγησε δε, όταν ρωτήθηκε στην κυρίως εξέταση της, ότι ήθελε να σταματήσει η κατάθεση γιατί της ήταν δύσκολο να μιλά και ντρεπόταν και φοβόταν, αλλά μετά σκέφθηκε ότι μπορεί να βοηθήσει και «άλλα μωρά» και έτσι ζήτησε να συνεχίσει. Έτσι και χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε πίεση από τη Μ.Κ.8 για να συνεχίσει, η πρώτη κατάθεση της διακόπηκε. Αναφορικά με το τι έγινε στο διάλειμμα δηλαδή μετά το τέλος της πρώτης της κατάθεσης και πριν αρχίσει η δεύτερη, η παραπονούμενη όταν ρωτήθηκε με ποιους μίλησε τότε, ουσιαστικά επιβεβαίωσε τόσο τη Μ.Κ.2, η οποία βρισκόταν εκείνη τη μέρα σε διπλανό δωμάτιο και ως είπε ήταν με την παραπονούμενη κατά το διάλειμμα, όσο και τη Μ.Κ.8, λέγοντας «Με μια κυρία που δαμέ, εν θυμούμαι το όνομά της, όμως εν τζιαί μιλήσαμε πολλά πράγματα, απλά είπε μου να μεν αγχώνουμε τζιαί απλά είσιεν μου δείξει τον χώρο που είχαμε πει, που επήαμεν τζιαμέ, Λευκωσίας, ναι, απλά εν ήξερα τον χώρο τζιαί αγκάλιασεν με τζιαί έδινε μου δύναμη».

 

Προτού προχωρήσουμε στην αξιολόγηση των όσων η Α.Α. ανέφερε σε σχέση με τα επίδικα περιστατικά, δέον να επισημάνουμε τα εξής:

 

Η Α.Α. αναφέρθηκε στις προσωπικές της περιστάσεις και γενικά στο υπόβαθρο και στο ιστορικό της, ως επίσης στις συνθήκες υπό τις οποίες γνώρισε και περνούσε χρόνο με τον κατηγορούμενο. Η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε οτιδήποτε από αυτά. Δεν έχει δε αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση ούτε ότι η παραπονούμενη στις 14/03/2023 αναγνώρισε τον κατηγορούμενο, λέγοντας «Εν ο γείτονας μας που μου έκαμε τζίνα που σας είπα ότι με βίασε» αλλά ούτε και ότι στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, αφού ενημερώθηκε ότι έχει αναγνωριστεί από την Α.Α. ως το πρόσωπο που την παρενόχλησε σεξουαλικά, απάντησε: «Αυτή με ξέρει από μωρό. Τι να πω;». Επιπρόσθετα η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε ούτε την υπόδειξη που έκανε η Α.Α. στις 15/02/2023, λέγοντας για συγκεκριμένο κτίριο «Στο σπίτι κάτω μένει η κυρία που μας έδινε το σπίτι και πάνω ο άνθρωπος που με βίαζε. Εμείς μέναμε στο υπόγειο» ούτε και το ότι ο κατηγορούμενος ήταν γείτονας με την Α.Α. και την οικογένεια της. Αμφισβήτηση δεν υπήρξε ούτε σε σχέση με την καθυστέρηση στην αποκάλυψη από την παραπονούμενη των επίδικων περιστατικών, καθυστέρηση που δέον όπως λεχθεί, ενόψει των όσων τέθηκαν ενώπιον μας, περιλαμβανομένης της σχετικής με το θέμα μαρτυρίας της Μ.Κ.9, κρίνουμε ότι δεν ήταν ούτε παράλογη ούτε  αφύσικη και κανένα θέμα δεν εγείρεται σχετικά ως προς την αξιοπιστία της παραπονουμένης.

 

Σε σχέση δε με τα επίδικα περιστατικά επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Ως έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω, η Α.Α. είχε κάποιου βαθμού δυσκολία στον περιγραφικό της λόγο, τόσο στις οπτικογραφημένες καταθέσεις της, όσο και στη δια ζώσης μαρτυρία της. Παρά ταύτα, εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας της, δεν συναντήσαμε οποιαδήποτε δυσκολία στο να αντιληφθούμε πλήρως και με σαφήνεια τα γεγονότα που περιβάλλουν τα επίδικα περιστατικά και τα όσα η παραπονούμενη περιέγραψε ότι βίωσε. Κατά τη δια ζώσης δε μαρτυρία της, η παραπονούμενη με πηγαίο και απλοϊκό τρόπο αποσαφήνισε πλήρως τα εν λόγω γεγονότα, καταδεικνύοντας τη φύση και την έκταση της σεξουαλικής κακοποίησης που βίωσε από τον κατηγορούμενο. Με σταθερότητα και συνέπεια αναφερόταν στον κατηγορούμενο ως το άτομο που την κακοποίησε σεξουαλικά και τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε αυτό. Οι αναφορές της ως προς τα επίδικα περιστατικά και οι διευκρινίσεις που έδινε σε σχέση με αυτά, τόσο στην κυρίως εξέταση της, όσο και κατά την αντεξέταση της, ήταν πειστικές, λογικές και χωρίς υπερβολές.

 

Παρά δε τη δυσκολία της Α.Α., κατά τις οπτικογραφημένες καταθέσεις της να προσδιορίσει χρονικά κάποια γεγονότα, εν τούτοις, στη δια ζώσης μαρτυρία της ξεκαθάρισε ότι τα γεγονότα που αφορούν την κατηγορία 1 έλαβαν χώρα το 2018, κοντά  στα γενέθλια της (γεννήθηκε στις 22/06/2007) και όταν η ίδια ήταν 10 χρονών. Ξεκαθάρισε επίσης ότι αυτό έγινε μόνο μια φορά. Όταν δε ρωτήθηκε σχετικά, κατά την κυρίως εξέταση της, για ποιο λόγο ανέφερε στη δεύτερη κατάθεση της ότι το εν λόγω συμβάν έγινε μια ή δύο φορές, εξήγησε πειστικά «Ήταν μια φορά, επειδή το συνδύασα με τις άλλες φορές που ήταν η βίλλα του στο μπαλκόνι και το συνδύασα», εννοώντας τα γεγονότα που σχετίζονται με το αδίκημα της κατηγορίας 4.

 

Ως προς τα γεγονότα που αφορούν την κατηγορία 1, ξεκαθάρισε στη δεύτερη της κατάθεση ότι ο κατηγορούμενος «προσπάθησε να βάλει τον βίλλο του στο ποπό μου, μα είδε το ποπό μου εν μικρό, τζαι εν εμπήκεν» και στη δια ζώσης μαρτυρία της είπε σε σχέση με την αναφορά της στην πρώτη κατάθεση στο «πίσω πράγμα», ότι εννοούσε «Τζιαμέ που σιέζουν, με στην τρύπα μας, στον κώλο μας, που είναι κοντά στον κώλο μας» και όταν είπε το «πράγμα του» εννοούσε «τον βίλλο του». Όταν δε κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της ρωτήθηκε να θυμηθεί και να πει τι έγινε εκείνη τη μέρα είπε «Που μόλις εμπήκα μέσα στην αρχή δεν θυμούμαι. Αμμά θυμούμαι ότι προσπάθησε να βάλει τη βίλλα του τζιαί η τρύπα μου ήταν μικρή τζιαί μετά εγώ φοήθηκα, σήκωσα τα παντελόνια μου με το βρατζί μου τζιαί μετά έφυα τζιαί εν είπα σε κανένα τι έγινε». Ως προς το πως άρχισε το όλο περιστατικό στη δεύτερη της κατάθεση είπε «(...) ότι εμπήκα, ??? εκτύπησα το κουδούνι άνοιξε μου τζιαι, (...) βασικά μόνο αυτό θυμάμαι, εν τζιαι θυμούμαι στην αρχή τι, τι έγινε, μόνο θυμούμαι ότι, τούτο που έγινε. Στην αρχή εν θυμούμαι πως εξεκίνησε. Γιατί ήταν πολλά παλιά». Λαμβάνοντας δε υπόψη το σύνολο των όσων είπε η παραπονούμενη αλλά και τα όσα έχουν προαναφερθεί σε σχέση με την ηλικία της κατά τον επίδικο χρόνο και τις ιδιαιτερότητες της αλλά και το ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση επί τούτου, κρίνουμε ότι, το γεγονός ότι δεν θυμόταν τι ακριβώς προηγήθηκε, δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της παραπονουμένης.

 

Σε σχέση δε με τη διάρκεια του περιστατικού, δεν μας διαφεύγει ότι η παραπονούμενη στην πρώτη της κατάθεση ανέφερε βασικά ότι αυτό διήρκησε μια ώρα. Στη δια ζώσης μαρτυρία της όμως διευκρίνισε ότι ανέφερε αυτό καθότι ένιωθε ότι περνούσε γρήγορα η ώρα. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ήτοι τη μη δυνατότητα της Α.Α. να προσδιορίσει τη χρονική διάρκεια του συμβάντος, κρίνουμε ότι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, ιδίως για ένα παιδί όπως η Α.Α. με τις δικές της ιδιαιτερότητες και λόγω και του ιστορικού της υποβάθρου και των βιωμάτων της. Δεν θα πρέπει άλλωστε, η μαρτυρία ενός παιδιού να εξετάζεται μικροσκοπικά. Η Α.Α. με την πιο πάνω αναφορά της, στην έκταση που η ίδια μπορούσε να αντιληφθεί, βασικά απέδωσε την αίσθηση που η ίδια είχε, ως προς τον χρόνο που περνούσε, όταν ο κατηγορούμενος την κακοποιούσε σεξουαλικά. Δεν αναμένεται δε, ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και δη ένα παιδί όπως η Α.Α. να μπορεί να καθορίζει με ακρίβεια τη χρονική διάρκεια της σεξουαλικής κακοποίησης του.

 

Δεν μας διαφεύγει ούτε ότι στην πρώτη της κατάθεση, στην προσπάθεια της να προσδιορίσει και να περιγράψει τη σεξουαλική κακοποίηση που βίωσε από τον κατηγορούμενο, η παραπονούμενη είπε «βιασμός; Πως το λαλούμε;». Όταν  ρωτήθηκε στην κυρίως εξέταση της τι καταλαβαίνει με τη λέξη βιασμός, απάντησε «Εγώ έτσι το παίρνω» ενώ στη αντεξέταση διευκρίνισε ότι ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποίησε βία και ότι για την ίδια η λέξη βιασμός σημαίνει «έκανεν το χωρίς τη θέλησή μου», αποσαφηνίζοντας δηλαδή τι εννοούσε.

 

Ως προς τον τρόπο που η Α.Α. αντέδρασε όσον αφορά το αδίκημα της κατηγορίας 1, στην αντεξέταση της ερωτώμενη κατά πόσο την ώρα που της κατέβασε το παντελόνι και κατέβασε και αυτός το δικό του αυτή του είπε «σταμάτα, σταμάτα» ή έτρεξε να φύγει, με ειλικρίνεια απάντησε «Εν τζιαί ήξερα τι κάμνει, κυρία, ήμουν μικρή, λογικό να μην πω κάτι, ήμουν μικρή, εν και ξέρω». Ως προς το τι ένιωθε η Α.Α. όταν συνέβησαν τα πιο πάνω,  η  Α.Α. έκανε ρητή αναφορά και στη δεύτερη κατάθεση της, λέγοντας: «Άσσιημα, άβολα εν ήξερα τι γινίσκεται τζαι ναι». Όταν δε ρωτήθηκε στην αντεξέταση της «Πότε κατάλαβες ότι αυτό ήταν κακό;» απάντησε «Εν ήξερα ότι ήταν κακό, απλά εν το ήθελα να το μοιραστώ με κανένα, αφού αγχώνουμαι, εν ήξερα τι γινεισκόταν επειδή ήμουν μικρή. Βασικά, εντάξει, ήμουν μικρή, εν εκαταλάβαινα τζιαί τόσο πολλά αλλά, εντάξει, τώρα σιγά‑σιγά που μεγαλώνω ξέρω πιο καλά». Η αντίδραση δε της παραπονουμένης με τον πιο πάνω τρόπο κρίνεται λογική, ενόψει των όσων ανέφερε και της ηλικίας της αλλά και του γεγονότος της απουσίας σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης της. 

 

Αναφορικά με τον λόγο που παρά το πιο πάνω περιστατικό, η παραπονούμενη συνέχισε να πηγαίνει στο σπίτι του κατηγορουμένου, στην αντεξέταση της εξήγησε πειστικά ότι δεν πήγαινε εκεί μόνη της αλλά με τους γονείς της και ότι όπου πήγαινε ο πατέρας της τον ακολουθούσε. Εξήγησε δε ότι ο πατέρας της δεν γνώριζε ότι έγινε το εν λόγω περιστατικό εφόσον δεν του το είπε, καθότι, ως πειστικά είπε, φοβόταν να του το πει. Η συμπεριφορά αυτή της παραπονουμένης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αφύσικη αλλά αντίθετα ως λογική και αναμενόμενη, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας της αλλά και των όσων η Μ.Κ.9 ανέφερε σε σχέση με την αποκάλυψη της σεξουαλικής κακοποίησης του, από ένα παιδί.

 

Σε σχέση δε με τα όσα η Α.Α. ανέφερε σχετικά με το αδίκημα της κατηγορίας 4, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τα γεγονότα που σχετίζονται με το εν λόγω αδίκημα, προσδιόρισε χρονικά ότι έλαβαν χώρα κοντά στα γεγονότα της κατηγορίας 1.

 

Ως προς αυτά η Α.Α., στη δεύτερη κατάθεση της είπε τα ακόλουθα «.. Βασικά μετά που λίο τζιαιρό που εφύαμεν τζιαι άκουσα ότι τζίνος έκλεψε το βρακάκι της γειτόνισσα τζιαι μετά που όποτε ας πούμε επίεννα γυρώ ή με τους γονείς μου τζίνος... όι όποτε επίεννα περπατώ μόνη μου γιατί έπαιζα πάντα μόνη μου, πάντα έβλεπε με ή έδειχνε τον βίλλο του πάνω που το βεράντα τζιαι τζίνη που έκλεψε της το βρακί είδε το, τζιαι που τότε νομίζω ο αρφός μου, η μάμα μου κάτι εκαταλάβαν τζιαι απλά εν με ρωτήσαν». Κατά την κυρίως εξέταση της έδωσε δε περισσότερες λεπτομέρειες. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«E.    [ ] μου, στην πρώτη σου κατάθεση λέεις ότι ο κατηγορούμενος, ο γείτονας σου, άμα έπινε ποτό έκαμνε πελλάρες, μπορείς να μας εξηγήσεις τι πελλάρες έκαμνε δηλαδή;

  A.    Όταν έπαιζα στην αυλή μόνη μου έδειχνε τον βίλλο του που τη βεράντα.

 E.     Τούτο που μου λέεις ότι έδειχνε τον βίλλο του που τη βεράντα όταν έπαιζες μόνη σου εν για σένα;

 A.     Εγώ ήμουν τη βεράντα τζιαί τζιείνος ήταν στο μπαλκόνι.

 E.     Τζιαί είδες τον να κάμνει τούτες τις πελλάρες εσύ;

 A.     Ναι.

 E.     Πόσες φορές περίπου; Θυμάσαι;

 A.     Ήταν πάρα πολλές φορές, όταν ήταν μόνος του.

 E.     OK. Ήξερε ότι τον έβλεπες;

 A.     Ναι.»

 

Σε αυτό το σημείο δέον όπως κάνουμε ειδική αναφορά στις θέσεις που η Υπεράσπιση υπέβαλε σε μάρτυρες κατηγορίας σε σχέση με την εκδοχή της παραπονουμένης. Ως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, η Υπεράσπιση υπέβαλε σε μάρτυρες κατηγορίας τις θέσεις ότι η Α.Α. λόγω του ότι ήταν «παραμελημένη» και για να «τραβήξει την προσοχή» είπε ψέματα στην Αστυνομία και ότι η εκδοχή της σε σχέση με τα διαδραματισθέντα είναι ψευδής και ότι η Α.Α. διέκοψε την πρώτη της οπτικογραφημένη κατάθεση επειδή έλεγε ψέματα.

Αναμφίβολα οι πιο πάνω θέσεις είναι ουσιώδεις για την Υπεράσπιση. Παρά ταύτα δεν τέθηκαν στην Α.Α. για να τις σχολιάσει και οι απαντήσεις της να αξιολογηθούν. Απεναντίας κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της παραπονουμένης, η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε την εκδοχή της ως προς τα επίδικα περιστατικά, ούτε καν μέσω υποβολών. Το μόνο δε που έπραξε η Υπεράσπιση αλλά δεν μεταβάλλει τα πιο πάνω είναι ότι κατά την αντεξέταση της, ρώτησε την παραπονούμενη εάν συμφωνεί ότι πριν να μιλήσει «για τούτο το επεισόδιο» κανένας δεν της έδωσε ποτέ σημασία και κατά πόσο ένιωθε ότι ήταν ένα μωρό, του οποίου οι γονείς έλειπαν στη δουλειά και τα αδέλφια της «γύριζαν», δηλαδή ήταν ένα μοναχικό παιδί, με την παραπονούμενη να δέχεται ότι ήταν μόνη αλλά, ως ρητά επισήμανε, όχι και ότι ήθελε σημασία. Δεν υποβλήθηκε δε στην παραπονούμενη ότι επειδή δεν είχε και αποζητούσε σημασία είπε ψέματα για τα επίδικα περιστατικά για να της δοθεί τέτοια σημασία ή για να τραβήξει την προσοχή. Εδώ να υπομνήσουμε ότι η παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων σε ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας τους ισοδυναμεί με αποδοχή της αφού αποτελεί ένδειξη μη αμφισβήτησης της (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 12, Sokolowski κ.ά. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις Αρ. 52/2019 και 53/2019 ημερ. 23/06/2022).

 

Τέλος δέον όπως αναφερθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στο Νόμο αυτό, όπως τα επίδικα, δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.  Επιπρόσθετα με βάση το άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, ως έχει τροποποιηθεί, δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού (βλ. Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/09/2020 και Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις Αρ. 61/20 και 64/20, ημερ. 14/07/2022). Δέον δε όπως λεχθεί στην προκειμένη ότι, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Α.Α. είναι μάρτυρας της αλήθειας και την ποιότητα της μαρτυρίας της, κρίνουμε ότι μπορούμε χωρίς δισταγμό, με ασφάλεια να στηριχτούμε σε αυτήν χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, η οποία σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρία της Α.Α. γίνεται δεκτή.

 

Τέλος, ο κατηγορούμενος άσκησε κατά την ακροαματική διαδικασία το δικαίωμα της σιωπής, κάτι που έπραξε και κατά την ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 29Α-Β). Ως προς τούτο δέον όπως λεχθεί ότι ποσώς μας διαφεύγει ότι πρόκειται για αναφαίρετο δικαίωμα του και δεν είναι επιτρεπτό εκ της άσκησης του να εξαχθούν οποιαδήποτε ενοχοποιητικά συμπεράσματα (βλ. Charalambous a.ο. ν. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97, Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51 και Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250).

 

 ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Η κατηγορία 1 εδράζεται στo εδάφιo (4)(α) του άρθρου 6 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014, ενώ η κατηγορία 4 στο εδάφιο (1) του ίδιου άρθρου. Επιπρόσθετα, αμφότερες οι κατηγορίες, εδράζονται στο εδάφιο (7) του ίδιου άρθρου, λόγω της ηλικίας που η Α.Α. είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι ότι κάτω των 13 ετών. Οι προαναφερόμενες διατάξεις έχουν ως ακολούθως:

 

«6.(1)  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος προκαλεί ώστε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων ή απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, ακόμα και αν το εν λόγω παιδί δεν συμμετέχει σε αυτές, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

     (4)  Όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί όταν -

           (α) γίνεται κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,

     (7)  Όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου και το θύμα είναι παιδί το οποίο, κατά την διάπραξη του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου».     

     

 Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου 91(Ι)/2014:

 

 

 

«ηλικία συναίνεσης» σημαίνει την ηλικία κάτω της οποίας, απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών·

 

«θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» περιλαμβάνει –

 

(α) σχέση συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού μεταξύ του θύματος και του προσώπου που διαπράττει ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ή

(β) οποιαδήποτε άλλη σχέση μεταξύ του θύματος και του προσώπου αυτού, λόγω της θέσης του ή της ιδιότητάς του περιλαμβανομένης της σχέσης του με τον κηδεμόνα του παιδιού, εκπαιδευτικό, εργοδότη, υπεύθυνο οποιουδήποτε δημόσιου ή ιδιωτικού ιδρύματος το οποίο φιλοξενεί παιδιά ή στο οποίο περιορίζονται ή κρατούνται πρόσωπα δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης διοικητικών ή δικαστικών αρχών, καθώς και με άλλα πρόσωπα με ανάλογη θέση ή ιδιότητα∙

 

«κατάχρηση θέσης εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής ή ευάλωτης θέσης» περιλαμβάνει την περίπτωση όπου το θύμα δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί ή να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση∙

 

«παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών∙

«σεξουαλική πράξη» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται - (α) ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική, ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που προβαίνει σε αυτή, ή (β) δυνατό να είναι ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται την καθιστούν σεξουαλική∙

 

Όσον αφορά το άρθρο 12 του Νόμου, για το οποίο γίνεται επιφύλαξη στο εδάφιο (1) του άρθρου 6, αυτό προνοεί για συναινετικές σεξουαλικές πράξεις µεταξύ ανηλίκων ή µεταξύ παιδιού και ενήλικα, όπου η διαφορά ηλικίας µεταξύ τους δεν υπερβαίνει τα 3 χρόνια ή στο πλαίσιο γάµου, δηλαδή για συνθήκες που δεν συντρέχουν στην προκειμένη.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, οι όροι «θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» και «κατάχρηση θέσης εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής ή ευάλωτης θέσης» πρέπει να αντικρίζονται υπό ευρύτερη, πραγματιστική έννοια και σχέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής μπορεί να αποτελεί μια στενή σχέση που δημιουργείται με τρόπο ώστε ουσιαστικά να είναι ανάλογη της θέσης του κηδεμόνα του παιδιού. Στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 178/2017, ημερ. 24/10/2018 λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

 

 

«Κατ' αρχάς θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο κύπριος νομοθέτης εισάγοντας εν πολλοίς τις πρόνοιες της Οδηγίας, παρά ταύτα δεν μετέφερε στο εθνικό δίκαιο την έννοια της «αναγνωρισμένης σχέσης εμπιστοσύνης», εφόσον το άρθρο 6(4)(α) αναφέρεται σε κατάχρηση «θέσης εμπιστοσύνης». Αυτό δεν μπορεί να έγινε στο κενό.  Είναι ενδεικτικό ότι ο νομοθέτης δεν περιόρισε την εμβέλεια του νόμου σε εκείνες τις περιπτώσεις που αφορούν σε πρόσωπα που βρίσκονται σε «συγκεκριμένες θέσεις εξουσίας», όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα. Δεν τίθεται από το δικό μας Νόμο περιορισμός μόνο σε αναγνωρισμένες από το Νόμο θέσεις ή ιδιότητες, όπως είναι η περιοριστική ταξινόμηση της αγγλικής νομοθεσίας (βλ., επίσης, Sexual Offences (Scotland) Act 2009, άρθρα 42 και 43).  Στο δικό μας Νόμο οι κατά συγκεκριμένο τρόπο αναφερόμενες θέσεις ή ιδιότητες δεν αποτελούν «κλειστό αριθμό» (numerus clausus), η δε γενική φράση που ακολουθεί δεν αναφέρεται σε πρόσωπα που βρίσκονται σε θέσεις ή ιδιότητες της ίδιας τάξης ή κατηγορίας, αλλά, διευρυντικά, σε πρόσωπα ευρισκόμενα σε ανάλογες θέσεις ή ιδιότητες. Οι διαφορές αυτές στο γράμμα του άρθρου 6(4)(α) και εδαφίου (β) του ορισμού υποδηλώνουν ήδη φανερά την πρόθεση του νομοθέτη να μην περιοριστεί στην πιο στενή έννοια όπως ήταν η εισήγηση της Υπεράσπισης.

 

Αλλά και από το γράμμα του εδαφίου (α) του ορισμού προκύπτει η ευρύτητα που απέδωσε ο νομοθέτης στην υπό εξέταση έννοια.  Καθορίζοντας την άλλη κατηγορία προσώπων που τελούν σε «θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής», ήτοι με βάση τη συγγένεια μέχρι του τρίτου βαθμού, έθεσε ως μόνη προϋπόθεση τη συγγένεια μέχρι τρίτου βαθμού. Συνεπώς από το βαθμό συγγένειας και μόνο, ακόμα και εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού, ο νομοθέτης τεκμαίρει θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής.  Η ευρεία προσέγγιση είναι φανερή προς ευόδωση των σκοπών του Νόμου (βλ. άρθρο 3 του Νόμου) η οποία και δεν συνάδει με την εισήγηση της υπεράσπισης εν προκειμένω. Διαφορετική ερμηνεία, μάλιστα, θα κατέληγε στο παράλογο αποτέλεσμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θεωρείται σχέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής η θέση λ.χ. του συζύγου με την ανιψιά της συζύγου του (εξ αγχιστείας, εκ πλαγίου, γ' βαθμός), χωρίς να απαιτείται οποιοδήποτε άλλο γεγονός, παρά μόνο η συγγένεια αυτή και να μη θεωρείται σχέση εμπιστοσύνης εξουσίας και επιρροής μια στενή σχέση που δημιουργείται με τέτοιο τρόπο ώστε εν τοις πράγμασι να είναι ανάλογη της θέσης του κηδεμόνα του παιδιού.

 

Προκύπτει με σαφήνεια η επιλογή του νομοθέτη να μην περιορίσει τα πράγματα σε «αναγνωρισμένες θέσεις», αλλά να αποδώσει στον όρο «θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» ευρύτερη, πραγματιστική, έννοια. Είναι υπ΄ αυτή την έννοια του νόμου που κατηγορήθηκε και βρέθηκε ένοχος ο εφεσείοντας.

 

Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου αφορούσε την εν τοις πράγμασι διαμορφωθείσα θέση εμπιστοσύνης και επιρροής προς το παιδί, η οποία κατέστη ανάλογη θέση ή ιδιότητα με εκείνη του κηδεμόνα του παιδιού.  Ως προς το ζήτημα της δυνατότητας του κατά πόσο υπήρχε πραγματική ή παραδεκτή επιλογή αποφυγής, ζήτημα που ως άνω ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα συνέδεσε με την έννοια της «θέσης εμπιστοσύνης» το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε πως ο εφεσείοντας επιβάλλοντας μεθοδικά τον εαυτό του ως «άτομο της οικογένειας», καθήλωσε το παιδί στις ορέξεις του χωρίς να του αφήσει δυνατότητα διαφυγής.»

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Με βάση τη μαρτυρία που έχουμε κάνει δεκτή στην παρούσα καταλήγουμε στα ακόλουθα:

Η Α.Α. γεννήθηκε στις 22/06/2007. Οι γονείς της είναι βουλγαρικής υπηκοότητας, είναι πρόσωπα χαμηλού νοητικού δυναμικού, με τον πατέρα της να παρουσιάζει εξάρτηση στο αλκοόλ και τη μητέρα της να αντιμετωπίζει ψυχιατρικές δυσκολίες, να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και να νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική. Στην οικογένεια της Α.Α. υπήρξαν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας από τον πατέρα. Η οικογένεια της Α.Α. ήλθε στην Κύπρο για βιοποριστικούς λόγους, όταν η Α.Α. ήταν μικρή και άλλαζαν συχνά χώρους διαμονής. Η Α.Α. έμενε για αρκετές ώρες της ημέρας μόνη της επειδή τα υπόλοιπα μέλη εργάζονταν και δεν φοίτησε σχεδόν καθόλου σε δημοτικό σχολείο. Είναι δε παιδί που παρουσιάζει χαμηλότερη από το φυσιολογικό νοημοσύνη, συναισθηματικά λιγότερο ώριμο, συγκριτικά με άλλα παιδιά της ηλικίας της, παρουσιάζει δυσκολία στο να αντιληφθεί τον κίνδυνο, είναι πιο αφελής και εμπιστεύεται πιο εύκολα.

 

Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η Α.Α. είναι παιδί ιδιαίτερα ευάλωτο προς σεξουαλική κακοποίηση.

 

Κατά το έτος 2018, η Α.Α. διέμενε με τους γονείς και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια της σε μια μικρή υπόγεια κατοικία στη Λεμεσό. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο κατηγορούμενος που κατάγεται από τη Βουλγαρία, ήταν γείτονας της Α.Α. αφού διέμενε, με τη σύζυγο και τον γιο του, στο ίδιο κτίριο, άνωθεν της κατοικίας όπου διέμενε η Α.Α. με τους γονείς και τα αδέλφια της. Ο κατηγορούμενος ήταν φίλος του πατέρα της Α.Α. Κάποιες φορές, όταν ο πατέρας της Α.Α. πήγαινε στην εργασία του και δεν υπήρχε κάποιος άλλος να την προσέχει, η Α.Α. πήγαινε στην κατοικία όπου διέμενε ο κατηγορούμενος και ο τελευταίος την πρόσεχε και τη φρόντιζε, ενώ ήταν και αυτός μόνος του αφού η σύζυγος και ο γιος του βρίσκονταν στην εργασία τους. Ως εκ των άνω η Α.Α. ένιωθε ότι ο κατηγορούμενος ήταν καλός.

 

Προκύπτει εκ των πιο πάνω ότι οι σχέσεις του κατηγορουμένου με τον πατέρα της ανήλικης (10 ετών τότε) Α.Α. και κατ’ επέκταση με την οικογένεια της, πέραν του ότι προέρχονταν από την ίδια χώρα, δεν ήταν απλά σχέσεις γειτονίας αλλά και φιλικές και ότι στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, ο πατέρας της Α.Α. εμπιστευόταν τη φύλαξη και τη φροντίδα της Α.Α. στον κατηγορούμενο, για τα χρονικά διαστήματα που δεν υπήρχε κάποιος άλλος να την προσέχει. Λόγω του ότι ο κατηγορούμενος πρόσεχε και φρόντιζε την Α.Α. αυτή τον θεωρούσε καλό. Ενόψει τούτων κρίνουμε ότι εν τοις πράγμασι δημιουργήθηκε θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής του κατηγορουμένου επί της Α.Α.

 

Καταχρώμενος δε την εν λόγω θέση του, ο κατηγορούμενος, μια μέρα κατά το έτος 2018, όταν ήταν καλοκαίρι και όταν η Α.Α. ήταν 10 χρονών (κοντά στη μέρα των γενεθλίων της δηλαδή στις 22 Ιουνίου), η Α.Α. μετέβηκε στην κατοικία του κατηγορουμένου επειδή δεν υπήρχε άλλο άτομο να την προσέχει. Εκεί, στον χώρο του σαλονιού, ο κατηγορούμενος, κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο της Α.Α. και προσπάθησε να διεισδύσει το πέος του στον πρωκτό αυτής αλλά δεν τα κατάφερε καθότι ο πρωκτός της ήταν μικρός. Η Α.Α. λόγω αυτού του συμβάντος φοβήθηκε επειδή δεν ήξερε πως θα αντιδρούσαν οι γονείς της, δεν είπε κάτι στον κατηγορούμενο επειδή δεν γνώριζε τι ήταν αυτό που της συνέβαινε, σήκωσε το εσώρουχο και το παντελόνι της και έφυγε από την κατοικία του κατηγορουμένου τρέχοντας και πήγε πίσω στην κατοικία όπου διέμενε, όπου εκείνη τη στιγμή βρισκόταν η μητέρα της, στην οποία όμως δεν ανέφερε οτιδήποτε.

 

Στην βάση των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι ο κατηγορούμενος, καταχρώμενος τη σχέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε επί της Α.Α. συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με αυτήν, η οποία δεν είχε φτάσει την ηλικία συναίνεσης και ήταν τότε κάτω των 13 ετών.

 

Ως εκ των άνω κρίνουμε ότι έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κατηγορίας 1.

 

Περαιτέρω, σε χρόνους πλησίον του προαναφερθέντος περιστατικού, πολλές φορές, όταν η Α.Α. έπαιζε μόνη της στην βεράντα της κατοικίας όπου διέμενε, και ο κατηγορούμενος βρισκόταν μόνος του στο μπαλκόνι της κατοικίας όπου αυτός διέμενε, έδειχνε στην Α.Α. το πέος του, γνωρίζοντας ότι η ανήλικη τον έβλεπε.

 

Η επίδειξη του πέους του κατηγορουμένου στην Α.Α. κρίνουμε ότι συνιστά απεικόνιση σεξουαλικής πράξης. Κατά τους χρόνους δε που το έπραττε αυτό ο κατηγορούμενος, γνώριζε ότι η Α.Α., η οποία ήταν παιδί κάτω των 13 ετών, τον έβλεπε. Συνεπώς καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι με αυτό τον τρόπο ο κατηγορούμενος προκάλεσε ώστε η Α.Α. να γίνει μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικής πράξης.

 

Δεν μας διαφεύγει ότι παρά το ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία που κάναμε δεκτή ο κατηγορούμενος έδρασε με αυτόν τον τρόπο πολλές φορές, η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να του προσάψει μια μόνο κατηγορία (την κατηγορία 4), τα συστατικά στοιχεία της οποίας κρίνουμε ότι έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταληκτικά ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 1 και 4.

 

 

 

                                                                        (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                                  Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

 

                                                                       (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                               Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.

 

 

 

 

                                                                       (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                              Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο