ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: K.Γεωργίου, Προσ.Ε.Δ.

                                                                       Αρ. Υπόθεσης: 15858/20

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

Β.Α.

 

 

--------------------------

Ημερομηνία: 20 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για κατηγορούσα αρχή: κα.Ντ.Χατζηκωνσταντίνου

Για κατηγορούμενο: κ.Α.Αντωνίου με κ.Α.Κορομία

Κατηγορούμενος παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του άρθρου 210 του Κεφ.154 και των άρθρων 19 και 20Α του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 ως τροποποιήθηκε.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του εν λόγω αδικήματος ο κατηγορούμενος την 01/10/2019 στην οδό Αγίας Φυλάξεως στη Λεμεσό, ενώ οδηγούσε το όχημα Α, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επέφερε το θάνατο τρίτου προσώπου τα στοιχεία του οποίου αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

Η κατηγορούσα αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε έξι μάρτυρες κατηγορίας. Τον Αναπληρωτή Υπ/μο Τ.Θ. (MK1), τον Αστ.Α.Γ. (ΜΚ2), τον Αστ.Μ.Μ. (ΜΚ3), τον Λοχ.Σ.Κ. (ΜΚ4), την Σ.Τ. (ΜΚ5) και τον Μ.Μ. (ΜΚ6).

 

Μετά που ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία με βάση τις διατάξεις του άρθρου 74(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 και του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, αυτός επέλεξε να προβεί σε ένορκο κατάθεση, ενώ κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης τον Δρ.Α.Λ. (ΜΥ2).

 

ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας κατατέθηκαν ως παραδεκτά έγγραφα για την αλήθεια του περιεχομένου τους τα ακόλουθα:

-       με την ένδειξη Π1 η βεβαίωση θανάτου ημερ.01/10/19,

-       με την ένδειξη Π2 η κατάθεση του Αστ.Χ.Χ.,

-       με την ένδειξη Π3 η κατάθεση του Μ.Κ. ημερ.02/10/19,

-       με την ένδειξη Π4Α η κατάθεση του Π.Π. ημερ.02/10/19 και ώρας 12:50,

-       με την ένδειξη Π4Β η κατάθεση του Π.Π. ημερ.02/10/19 και ώρας 14:55,

-       με την ένδειξη Π5 η κατάθεση του ΜΚ6 ημερ.02/10/19,

-       με την ένδειξη Π6Α η κατάθεση της ΜΚ5 ημερ.02/10/19,

-       με την ένδειξη Π6Β η κατάθεση της ΜΚ5 ημερ.10/10/19,

-       με την ένδειξη Π7 η κατάθεση του Π.Π. ημερ.02/10/19,

-       με την ένδειξη Π8 η κατάθεση του Αστ.Α.Ν.,

-       με την ένδειξη Π9 η κατάθεση του Β.Μ. ημερ.14/10/19,

-       με την ένδειξη Π10 η κατάθεση του Π.Π. ημερ.14/10/19,

-       με την ένδειξη Π11 η κατάθεση της Δ.Π. ημερ.18/10/19,

-       με την ένδειξη Π12 η κατάθεση του Π.Ι. ημερ.18/10/19,

-       με την ένδειξη Π13 η κατάθεση του Π.Π. ημερ.30/10/19,

-       με την ένδειξη Π14 η έκθεση εξέτασης του Γενικού Κρατικού Χημείου ημερ.22/11/19,

-       με την ένδειξη Π15 η έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ινστιτούτου Νευρολογίας & Γενετικής ημερ.10/12/19,

-       με την ένδειξη Π16 η έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Εργαστηρίου Φωτογραφίας, Εικόνας και Γραφικών ημερ.04/10/19,

-       με την ένδειξη Π17 η ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής ημερ.02/10/19,

-       με την ένδειξη Π18 η έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Δικανικού Εργαστηρίου ημερ.16/12/20,

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Η προσαχθείσα μαρτυρία στα κύρια σημεία της μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως.

 

ΜΚ1

Στην κυρίως εξέταση του αναφέρθηκε στα προσόντα του και στην εκπαίδευση που έχει τύχει και πρόσθεσε ότι κατά τη εν λόγω χρονική περίοδο ήταν υπεύθυνος της πρώτης αλλαγής του κλάδου τροχαίων δυστυχημάτων. Ανέφερε ότι έχει εμπειρία στη διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων πέραν των 30 ετών, αναγνώρισε την κατάθεση του, υιοθέτησε το περιεχόμενο της, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 και διαβάστηκε στο Δικαστήριο. Σε αυτήν αναφέρει τα καθήκοντα και τα προσόντα του και ότι την 01/10/2019 και περί ώρα 21:35, ενώ βρισκόταν εκτός υπηρεσίας ενημερώθηκε τηλεφωνικώς ότι υπήρξε τροχαίο δυστύχημα στην οδό Αγ.Φυλάξεως στη Λεμεσό, όπου παρά το υποκατάστημα της Ελληνικής τράπεζας το όχημα Α κτύπησε και παρέσυρε πεζό τραυματίζοντας τον θανάσιμα. Μετέβη στο χώρο όπου ενημερώθηκε για το δυστύχημα, τα στοιχεία του οδηγού και του πεζού. Μετά από επιτόπιες εξετάσεις το όχημα Α είχε ζημιές στο μπροστινό δεξιό του μέρος και στο μπροστινό ανεμοθώρακα, ενώ στην άσφαλτο εντοπίστηκε μεγάλη κηλίδα και διασπορά αίματος του πεζού, θραύσματα από γυαλί από τον μπροστινό ανεμοθώρακα και το μπροστινό δεξιό φανάρι του οχήματος Α , κομματάκια μπογιάς από το όχημα Α και προσωπικά αντικείμενα του πεζού. Επιπλέον διαπίστωσε ότι η ορατότητα που είχε ο οδηγός στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου βλέποντας βόρεια ήταν περιορισμένη, δεν υπήρχε διάβαση πεζών στο σημείο και ο λαμπτήρας οδικού φωτισμού της ΑΗΚ λίγα μέτρα βορειότερα του σημείου του δυστυχήματος δεν ήταν αναμμένος, ήταν όμως αναμμένες οι πινακίδες επί της πρόσοψης της Ελληνικής τράπεζας, καθώς και ο λαμπτήρας που βρίσκεται μπροστά από την τράπεζα. Προχώρησε σε λήψη φωτογραφιών, συλλογή τεκμηρίων και πλάνων από ΚΚΒΠ παρακείμενου καταστήματος. Περαιτέρω αναφέρθηκε στη λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τον κατηγορούμενο στις 02/10/19, τη λήψη τεκμηρίων από τη νενομισμένη νεκροτομή του πεζού, φωτογραφιών από τη σκηνή, καθώς και στο μηχανικό έλεγχο του οχήματος Α το οποίο δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε μηχανικό πρόβλημα. Ακολούθως αναφέρθηκε στον τρόπο αναπαράστασης του δυστυχήματος, όπου μετά από τρεις διαδοχικούς ελέγχους διαπίστωσε ότι ο πεζός σε απόσταση 77μ. δεν ήταν καθόλου ορατός, σε απόσταση 57μ. άρχιζε να ξεχωρίζει η ανθρώπινη σιλουέτα του και σε απόσταση 32μ. ήταν ξεκάθαρα ορατός.

 

Προχώρησε στην κατάθεση της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου ημερ.02/10/19 ως Τεκμήριο 2Α και της ανακριτικής  κατάθεσης του ημερ.05/11/19 ως Τεκμήριο 2Β. Κατέθεσε επιπλέον το πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος ως Τεκμήριο 3, το συμμετρικό σχέδιο ως Τεκμήριο 4, το cd με τα πλάνα από το ΚΚΒΠ του παρακείμενου καταστήματος ως Τεκμήριο 5, το cd με τα πλάνα από το υποκατάστημα της Ελληνικής τράπεζας ως Τεκμήριο 6, δέσμη 90 φωτογραφιών της σκηνής του δυστυχήματος ως Τεκμήριο 7Α και δέσμη 21 συμπληρωματικών φωτογραφιών της σκηνής ως Τεκμήριο 7Β, δέσμη φωτογραφιών της νεκροτομής ως Τεκμήριο 8,  το έντυπο καταγραφής των ζημιών του οχήματος Α ως Τεκμήριο 9. Ανέφερε ότι η ορατότητα του κατηγορουμένου δεν φρασσόταν από φυσικό αντικείμενο ή οποιοδήποτε άλλο όχημα και υπήρχε ένας καμένος λαμπτήρας που επηρέασε την ορατότητα του κατηγορουμένου κατά το δυστύχημα. Με βάση το Τεκμήριο 9 οι ζημιές του οχήματος Α ήταν στη δεξιά μπροστινή γωνιά, στο καπό και στον μπροστινό ανεμοθώρακα, όλες στη δεξιά πλευρά του οχήματος. Οι ζημιές αυτές σύμφωνα με τον ΜΚ1 υποδηλώνουν ότι η πορεία του πεζού ήταν από αριστερά προς τα δεξιά, ενώ ανέφερε ότι αν γινόταν αντιληπτός ο πεζός και αντιδρούσε ο κατηγορούμενος με μία ενέργεια ή έστω πατώντας τα φρένα του, ο πεζός επειδή εκινείτο, θα προλάβαινε να περάσει.

 

Στη συνέχεια έγινε προβολή των Τεκμηρίων 5 και 6 εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου. Επί του Τεκμηρίου 5 φαίνεται η κίνηση του οχήματος του πεζού καθώς και η στιγμή που αυτός διασταυρώνει και το κτύπημα, ενώ το Τεκμήριο 6 δείχνει που στάθμευσε ο πεζός.

 

Ακολούθως προχώρησε και επεξήγησε τα φώτα δεξιά και αριστερά του αυτοκινήτου αναφορικά με δεξιοτίμονα αυτοκίνητα και τόνισε ότι στην αριστερή πλευρά η εμβέλεια  είναι μεγαλύτερη για να βλέπουν τους πεζούς, ενώ κατέθεσε ως Τεκμήριο 10 σχέδιο με ενδεικτική εμβέλεια φώτων. Προχώρησε σε επεξήγηση φωτογραφιών από το Τεκμήριο 7Α και κατέθεσε περαιτέρω ως Τεκμήριο 11 δέσμη τεσσάρων φωτογραφιών εκτυπωμένων από το google maps όπου φαίνεται ο δρόμος που επεσυνέβη το δυστύχημα. Επιπλέον κατέθεσε τα ημερολόγια ενεργείας σε σχέση με τα όσα ανέφερε στην κατάθεση του ως Τεκμήρια 12Α, 12Β, 12Γ, 12Δ, 12Ε, 12Στ και 12Ζ, ενώ κατέθεσε ως Τεκμήριο 13 έντυπο με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του σε σχέση με την παρακολούθηση του βίντεο του ΚΚΒΠ -Τεκμήριο 5. 

 

Ο ΜΚ1 πρόσθεσε ότι σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος στις ανακριτικές του καταθέσεις και με βάση τα ευρήματα του ως εξεταστής, ο κατηγορούμενος υπονοεί ότι δεν είδε καθόλου τον πεζό πριν τον κτυπήσει και με αυτή τη δήλωση του κατηγορουμένου συμφωνεί, διότι αν τον αντιλαμβανόταν στο σημείο που κτύπησε τον πεζό και με τον τρόπο που τον κτύπησε δηλαδή με τη μπροστινή δεξιά γωνία του οχήματος του, θα μπορούσε με την ελάχιστη αντίδραση ή αποτρεπτική κίνηση, ο πεζός να προλάβαινε να διασταυρώσει το δρόμο και δεν θα γινόταν το δυστύχημα. Ο ΜΚ1 πρόσθεσε ότι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από το Τεκμήριο 5 όπου ο κατηγορούμενος δεν αντιδρά καθόλου και επαληθεύεται ο ισχυρισμός του στην κατάθεση του.

 

Αντεξεταζόμενος συμφώνησε ότι ο δρόμος παρουσιάζει πολλαπλότητα και δεν είναι ένας απλός δρόμος διπλής κατεύθυνσης, λέγοντας ότι έχει προσωπική αντίληψη του δρόμου επειδή βρίσκεται στην περιοχή που διαμένει, ο δρόμος καταλήγει και σε χωριά και χρησιμοποιείται ευρέως, ενώ σοβαρό πρόβλημα τροχαίας κίνησης παρουσιάζει κυρίως το πρωί και τα απογεύματα. Ανέφερε ότι την ώρα που έγινε το δυστύχημα δεν υπάρχει τόση κίνηση όσο τις πρωινές και απογευματινές ώρες. Σε σχέση με την αναπαράσταση ανέφερε ότι η διαδικασία επαναλήφθηκε τρεις φορές για να είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα, ενώ πρόσθεσε ότι δεν μέτρησαν για να θέσουν τα ορόσημα, αλλά τα έθεσαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου και μέτρησαν μετά που τελείωσαν. Σε ερώτηση πόσα μέτρα διανύει το δευτερόλεπτο ένα όχημα που κινείται με 30χαω απάντησε 8,33μ. και με 50χαω, 13,88μ., ενώ σε σχέση με την ταχύτητα του κατηγορουμένου ανέφερε ότι η μέγιστη ήταν 50χαω και η ελάχιστη 40χαω. Σε υποβολή ότι οι αποστάσεις που έλαβαν δεν είναι ορθές, επειδή δεν μπορείς ενώ κινείσαι να μετρήσεις κάτι με ακρίβεια διαφώνησε. Σε σχέση με τον ρυθμό με τον οποίο διασταύρωνε το θύμα, η μέτρηση έγινε από το ΜΚ2 και ο χρόνος που έκανε ο πεζός ήταν 4,42 δευτερόλεπτα για να διανύσει 7,2μ. και για τους υπολογισμούς βασίστηκαν στο βίντεο και δεν έγιναν εξειδικευμένες μετρήσεις, ενώ συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι με τα δεδομένα θα μπορούσε να υπολογιστεί η ταχύτητα του πεζού.

 

Σε υποβολή ότι παρόλο που αναπαραστάθηκαν οι συνθήκες, εντούτοις με δύο άτομα που έψαχναν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, ένα συγκεκριμένο άτομο, που το έβαλαν οι ίδιοι στο συγκεκριμένο σημείο, δεν είναι αντικειμενικός τρόπος αναπαράστασης, διότι ο μέσος όδηγος που οδηγεί στο συγκεκριμένο σημείο δεν θα μπορούσε να το δει, διαφώνησε, αναφέροντας ότι ο μέσος οδηγος οφείλει να οδηγά την νύκτα με τόση ταχύτητα όση του επιτρέπουν τα φώτα του για να αποφύγει τον κίνδυνο. Πρόσθεσε ότι στο συγκεκριμένο σημείο πλέον έχει μπει νησίδα, άλλαξαν οι φωτισμοί, αντικαταστάθηκαν οι λαμπτήρες και λόγω του τύπου των λαμπτήρων βελτιώθηκε η ορατότητα. Σημείωσε ότι δεν μέτρησαν το ύψος βλέμματος του κατηγορουμένου καθήμενου στο αυτοκίνητο, ενώ σε σχέση με τα φώτα ανέφερε ότι επηρεάζουν την ορατότητα αν είναι ακίνητο το αντικείμενο, όμως επειδή ο πεζός δεν ήταν ακίνητος και κινείτο από τα αριστερά προς τα δεξιά του οχήματος του κατηγορουμένου δεν μπορούσε να επηρεαστεί η ορατότητα του. Ανέφερε περαιτέρω ότι τα φώτα ενός οχήματος μπορούν να τυφλώσουν ένα οδηγό που κινείται από την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ σε υποβολή ότι η δέσμη φωτός από το όχημα στην οδό Κλειούς σε συνδυασμό με τα οχήματα, στιγμιαία εξαφάνισαν τον πεζό από τον κατηγορούμενο, ο ΜΚ1 διαφώνησε αναφέροντας ότι τα φώτα του οχήματος στην οδό Κλειούς δεν επηρέαζαν ή μπορεί και να βοηθούσαν στη θέαση του πεζού.

 

 

ΜΚ2

Ο ΜΚ2 ανέφερε την εκπαίδευση του, την ειδικότητα του στη δικανική διερεύνηση οδικών συγκρούσεων, αναγνώρισε την κατάθεση του υιοθέτησε το περιεχόμενο της και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 18. Σε αυτήν αναφέρει αρχικά τα πιστοποιητικά που κατέχει σε σχέση με τα προσόντα του στη διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων και επισύναψε αυτά στο τέλος της κατάθεσης του. Ακολούθως αναφέρει ότι ενώ ήταν καθήκον, την 01/10/19 μετέβη στην οδό Αγ.Φυλάξεως για τη διερεύνηση του δυστυχήματος. Αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο επεσυνέβη το δυστύχημα και προσθέτει ότι ήταν αναμμένες οι διαφημιστικές πινακίδες και ταμπέλες στην πρόσοψη και στην αυλή της Ελληνικής τράπεζας, ήταν αναμμένος ο λαμπτήρας οδικού φωτισμού της ΑΗΚ που βρισκόταν έξω από το κτίριο, ενώ ένας άλλος λαμπτήρας οδικού φωτισμού που βρισκόταν βορειότερα της σκηνής ήταν εκτός λειτουργίας. Αναφέρθηκε στις ενέργειες του σχετικά με τη σχεδιαγράφηση του σχεδίου της σκηνής, καθώς και τα διάφορα τεκμήρια που υπήρχαν στη σκηνή. Στη συνέχεια ανέφερε ότι στις 10/10/19 και μεταξύ των ωρών 20:30-22:30 μετέβη με τον ΜΚ1 και τον ΜΚ3 στη σκηνή και προέβησαν σε αναπαράσταση, επεξήγησε με ποιο τρόπο έπραξαν τούτο και κατέληξε ότι μετά από τρεις διαδοχικούς ελέγχους διαπίστωσαν ότι ο πεζός σε απόσταση 77μ. δεν ήταν καθόλου ορατός, σε απόσταση 57μ. άρχιζε να ξεχωρίζει η ανθρώπινη σιλουέτα του και σε απόσταση 32μ. ήταν ξεκάθαρα ορατός.

 

Ακολούθως επεξήγησε το Τεκμήριο 4 και υιοθέτησε το περιεχόμενο του και στη συνέχεια κατέθεσε το Τεκμήριο 19 και επεξήγησε ότι ο υπολογισμός αυτός αφορά το που ήταν το αυτοκίνητο όταν ο πεζός έμπαινε στο δρόμο και πρόσθεσε πως προχώρησε στον υπολογισμό καταλήγωντας ότι όταν ο πεζός έμπαινε στο δρόμο το όχημα ήταν σε απόσταση 61,35μ. από το σημείο Χ1.

 

Στη συνέχεια επεξήγησε πως έγιναν οι τρεις διαδοχικοί ελέγχοι, επαναλαμβάνοντας ότι στον 1ο έλεγχο από τα 77μ. απόσταση ο συνάδελφος του δεν ήταν ορατός καθόλου, από την απόσταση των 57μ. άρχισε να ξεχωρίζει η σιλουέττα του και από απόσταση 32μ. ήταν ορατός και ευδιάκριτος και διευκρίνισε ότι τα φώτα ήταν σε κανονική στάση, υπήρχαν αυτοκίνητα που οδηγούνταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και ο έλεγχος έγινε βράδυ. Για να εντοπιστούν οι αποστάσεις που ανέφερε έβαλαν κάποια σταθερά σημεία στα αριστερά τους και συγκεκριμένα στα 77μ. την ταμπέλα στάσης λεωφορείου, στα 57μ. το ξύλινο πάσσαλο μεταξύ δύο οικιών και στα 32μ. το γραμματοκιβώτιο παρακείμενης οικίας.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι επισκέφθηκε το χώρο του δυστυχήματος λίγο μετά την τέλεση του την 01/10/19. Σε σχέση με το φωτισμό ανέφερε ότι μπορούσε αυτός να είναι περισσότερος αλλά δεν εννοούσε ότι δεν ήταν επαρκής, τόνισε ότι δεν ήταν ελλειπής, είχε φώτα από παρακείμενο κατάστημα, ήταν κρουσμένη η λάμπα παρακάτω, δεν υπήρχε πάσσαλος φωτισμού πλησίον του δρόμου, στη λωρίδα προς βορρά που ακολουθούσε ο κατηγορούμενος δεν υπήρχαν στα αριστερά φώτα, ενώ στον τόπο του δυστυχήματος δεν υπάρχει φως του δρόμου από λάμπες, υπάρχει ο φωτισμός του καταστήματος της Ελληνικής τράπεζας και ο πασσαλος που βρίσκεται έξω από το κατάστημα και διευκρίνησε ότι ο οδικός φωτισμός είναι μόνο ο λαμπτήρας έξω από την Ελληνική. Επανέλαβε τη θέση του ότι ο φωτισμός ήταν ελλειπής και τόνισε ότι με τη φρασεολογία ότι ήταν σκοτάδι διαφωνεί, διότι όπως το αντιλαμβάνεται όταν λέμε σκοτάδι σημαίνει ότι ήταν όλος ο τόπος σκοτεινός.

 

Στη συνέχεια σε σχέση με το Τεκμήριο 11 στη σελίδα 1 ανέφερε ότι ξεκινά ελαφριά δεξιά στροφή μετά και ότι για τα οχήματα της αντίθετης κατεύθυνσης στο συγκεκριμένο σημείο εξέρχονται από αριστερή στροφή. Ανέφερε ότι για την αναπαράσταση οδηγός για το όχημα ήταν ο ΜΚ1 και ο ίδιος ήταν συνοδηγός, ο ίδιος έχει 10 χρόνια στη διερεύνηση δυστυχημάτων και ο ΜΚ1 πέραν τα 30. Τόνισε ότι έγιναν τρεις ελέγχοι εν κινήσει και επεξήγησε με ποιο τρόπο. Περαιτέρω συμφώνησε με τη θέση της υπεράσπισης ότι θέλει χρόνο να κοιτάξει και δεξιά και αριστερά, 0,7’’ για να γυρίσει το κεφάλι του από την μια πλευρά και 1’’ για να το γυρίσει από την άλλη, συνολικά 1,7’’ για να γυρίσει δεξιά και αριστερά το κεφάλι του.

 

Ακολούθως του ζητήθηκε από την υπεράσπιση να υπολογίσει με βάση την ορατότητα, που θα σταματούσε το όχημα Α με χρόνο αντίληψης 1,5’’ και 2’’ και συντελεστές τριβής 0,7, 0,8 και 0,9 και ανέφερε τα ακόλουθα.

-       Με χρόνο αντίληψης το 1,5’’ και με συντελεστή 0,7 με απότομο φρενάρισμα το όχημα Α θα ακινητοποιήτο σε απόσταση 30,97μ., δηλαδή 87 εκατοστά μετά το σημείο σύγκρουσης.

-       Με χρόνο αντίληψης το 1,5’’ και με συντελεστή τριβής 0,8 η συνολική απόσταση κινητοποίησης του οχήματος Α θα ήταν 29,49μ., δηλαδή 61 εκατοστά πριν το σημείο σύγκρουσης.

-       Με χρόνο αντίληψης το 1,5’’ και με συντελεστή τριβής 0,9, η απόσταση ακινητοποίησης θα ήταν 28,33μ., δηλαδή 1,77μ. πριν από το σημείο σύγκρουσης.

Επιπλέον ανέφερε ότι πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι οι συντελεστές τριβής 0,8 και 0,9 διότι το όχημα Α είχε ABS φρένα, ενώ το 0,7 είναι για συμβατικά φρένα που κλειδώνουν οι τροχοί.

-       Με χρόνο αντίληψης τα 2’’ και με συντελεστή 0,7, απότομο φρενάρισμα, το όχημα Α θα ακινητοποιήτο σε απόσταση 37,34μ., δηλαδή 7,24μ. μετά το σημείο σύγκρουσης.

-       Με χρόνο αντίληψης τα 2’’ και με συντελεστή τριβής 0,8 η συνολική απόσταση κινητοποίησης του οχήματος Α θα ήταν 35,86μ., δηλαδή 5,76μ. μετά το σημείο σύγκρουσης.

-       Με χρόνο αντίληψης τα 2’’ και με συντελεστή τριβής 0,9, η απόσταση ακινητοποίησης θα ήταν 34,7μ., δηλαδή 4,6μ. μετά από το σημείο σύγκρουσης.

 

Πρόσθεσε ότι αυτές οι αποστάσεις αντιπαραβάλλονται με το σχέδιο της σκηνής, όπου το όχημα Α είχε σταματήσει 27,5μ. μετά το σημείο σύγκρουσης και οι υπολογισμοί αυτοί είναι με την προϋπόθεση ότι αντιδρά ο οδηγός και πατά φρένο απότομα. Σημείωσε ότι στη σκηνή δεν εντόπισε ίχνη τροχοπέδησης ούτε φαίνεται στο βίντεο να πάτησε φρένα ο οδηγός διότι θα φαινόταν στο βίντεο το «προυμούτισμα» του οχήματος Α εάν πατούσε τα φρένα.

 

ΜΚ3

Ο ΜΚ3 ανέφερε ότι από το 2002 υπηρετεί στον κλάδο διερεύνησης τροχαίων δυστυχημάτων, αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 23. Σε αυτήν αναφέρει ότι ήταν παρών στη νεκροτομή του θύματος και έλαβε αριθμό φωτογραφιών. Ακολούθως αναφέρει ότι την 10/10/19 μετέβη με τους ΜΚ1 και ΜΚ2 στη σκηνή για την αναπαράσταση όπου αντικαθιστούσε τον πεζό λόγω παρόμοιου σωματότυπου. Ανέφερε ότι τον καθοδήγησαν οι ΜΚ1 και ΜΚ2 μέσω τηλεφώνου , όπου διασταύρωνε διαδοχικά το δρόμο από συγκεκριμένα σημεία, με τον ίδιο ρυθμό βηματισμού που είχε ο πεζός.

 

Ακολούθως αναγνώρισε τις φωτογραφίες της νεκροτομής - Τεκμήριο 8. Ανέφερε περαιτέρω ότι κατά την αναπαράσταση η ΑΗΚ απενεργοποίησε τον φωτισμό από τον πάσσαλο, όπως ήταν κατά το χρόνο του δυστυχήματος και επεξήγησε το πως έγινε η αναπράσταση του δυστυχήματος. Στάθηκε πρώτα στο 1ο σημείο και κύκλωσε το σημείο που στεκόταν με κιμωλία, εκεί ήταν το σημείο όπου στάθηκε ο πεζός πριν να ξεκινήσει να μπει στο δρόμο, το ίδιο έκανε και με το 2ο σημείο, όπου εκεί ήταν όπου έγινε η σύγκρουση του αυτοκινήτου και του πεζού. Σε σχέση με τον φωτισμό, ανέφερε ότι ο πάσσαλος ήταν εκτός λειτουργίας, αλλά υπήρχε ικανοποιητικός φωτισμός από τα καταστήματα που ήταν ανοικτά το βράδυ. Τον έβαλε ο ΜΚ1 να βαδίζει από το 1ο σημείο μέχρι το 2ο σημείο, έκανε την ίδια πορεία με το θύμα με τον ίδιο βηματισμό και ο ΜΚ1 οδηγούσε το αυτοκίνητο για να δει πότε ήταν ορατός.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι από το 2005 είναι φωτογράφος της Αστυνομίας και επεξήγησε πως βγαίνουν οι φωτογραφίες και εφόσον δεν έβγαλε αυτός τη φωτογραφία αρ.4 του Τεκμηρίου 7Α, δεν μπορεί να πει αν ήταν ικανοποιητικός ο φωτισμός, εφόσον ο φωτογράφος μπορεί να κάνει πιο φωτεινό ή πιο σκοτεινό το πίσω φόντο μιας φωτογραφίας. Ανέφερε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μπει κάποιος στο δρόμο και να μην τον προσέξεις, σε εκείνο το δρόμο οδηγεί κάθε μέρα όταν πηγαίνει σπίτι του και επέμεινε ότι όπως στάθηκε στη σκήνη δεν επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι και όπως ήταν ο δρόμος μπορούσες να δεις κάποιον να στέκεται εντός αυτού.

 

Σε σχέση με τις αποστάσεις στην αναπαράσταση ανέφερε ότι τις μέτρησε ο ανακριτής, δεν θυμόταν πως τις μέτρησε και τόνισε ότι δεν συμμετείχε στη μέτρηση των αποστάσεων. Ανέφερε ότι ακολουθούσε οδηγίες του ΜΚ1 πότε να ξεκινήσει να μπει στο δρόμο, δεν γνωρίζει την απόσταση την οποία είχε το αυτοκίνητο όταν του είπε να μπει στο δρόμο, ενώ είχε κατά τη διάρκεια και των τριών ελέγχων τηλεφωνική επικοινωνία με τον ΜΚ1.

 

Ακολούθως του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 4 όπου ανέφερε ότι από το Β1 μέχρι το Χ1 βάδιζε μετά από οδηγίες του ΜΚ1 και όταν έφτανε στο σημείο Χ1 σταματούσε. Βάδιζε με τον ίδιο ρυθμό που βάδιζε το θύμα, προσπάθησε κατά προσέγγιση να βαδίσει με βάση αυτό που είδε και δεν τον χρονομέτρησε κάποιος για να το κάνει. Ακολούθως ανέφερε ότι στο Τεκμήριο 7Β στη φωτογραφία 12 στέκεται στο σημείο Β1, και στη φωτογραφία 13 είναι πριν να εισέλθει, ενώ στη φωτογραφία 14 είναι το σημείο σύγκρουσης.

 

ΜΚ4

Ο ΜΚ4 ανέφερε ότι είναι ο υπεύθυνος της 1ης αλλαγής δυστυχημάτων. Τα καθήκοντα του είναι η διερεύνηση, η επίσκεψη σε σκηνές δυστυχημάτων και επίβλεψη υφισταμένων. Σε σχέση με την παρούσα υπόθεση ανέφερε ότι ετοίμασε έκθεση την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 24. Σε αυτήν αναφέρει αρχικά τα προσόντα του και τα πιστοποιητικά που κατέχει, τα οποία επισυνάφθηκαν επί της εκθέσεως. Ακολούθως αναφέρει ότι την 01/10/19 ενημερώθηκε για το τροχαίο δυστύχημα και μετέβη στη σκηνή όπου του ζητήθηκε να υπολογίσει την ταχύτητα με την οποία οδηγείτο το όχημα Α, πόσο χρόνο χρειάστηκε το όχημα Α να καλύψει τα 32μ. που προέκυψαν μετά το τεστ ορατότητας και με βάση τον ίδιο χρόνο που βρισκόταν ο πεζός. Με βάση τους υπολογισμούς του οι οποίοι καταγράφονται επί της έκθεσης- Τεκμήριο 24 κατέληξε ότι:

-       η ταχύτητα εκτόξευσης του πεζού ήταν μεταξύ 41χαω έως 50χαω

-       το αυτοκίνητο διάνυσε την απόσταση των 32μ. σε χρόνο μεταξύ 2,28’’ και 2,78’’ και

-       ο πεζός βρισκόταν 3,19μ. ή 3,89μ. πριν το σημείο συγκρούσεως όταν το αυτοκίνητο βρισκόταν 32μ. πριν από αυτό.

 

Πρόσθεσε ότι είναι μέλος της ομάδας αναπαράστασης του τμήματος τροχαίας και επεξήγησε στο Δικαστήριο τα προσόντα του και τα διπλώματα που κατέχει. Στη συνέχεια προχώρησε σε επεξήγηση της έκθεσης του – Τεκμήριο 24 στο Δικαστήριο. Επανέλαβε ότι η minimum ταχύτητα εκτόξευσης του πεζού ήταν 11,48 μ/δευτ. και maximum 14,02μ/δευτ., ενώ ο χρόνος που χρειάστηκε να καλυφθούν τα 32μ. ήταν 2,78’’- 2,28’’.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι επισκέφθηκε ως εμπειρογνώμονας τη σκηνή εκείνη τη νύκτα. Τόνισε ότι σημαντικότεροι παράγοντες που πρέπει να εξεταστούν σε ένα δυστύχημα με πεζούς, είναι μεταξύ άλλων η ορατότητα, ο φωτισμός και η τροχαία κίνηση, ενώ συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι είναι σημαντική η ορατότητα και ο φωτισμός. Διευκρίνισε ότι τις συνθήκες φωτισμού τις έλεγξε ο ανακριτής της υπόθεσης- ΜΚ1 μαζί με τον σχεδιαστή της υπόθεσης – ΜΚ2, οι οποίοι προέβηκαν σε τεστ ορατότητας και ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή με την ορατότητα ή τον φωτισμό του δρόμου. Πρόσθεσε ότι πήγε στη σκηνή του δυστυχήματος, αλλά δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή με τον φωτισμό, κάποια σημεία ήταν φωτεινά και κάποια σκοτεινά αλλά δεν θυμόταν με ακρίβεια να πει.

 

Σε σχέση με το χρόνο αντίδρασης ανέφερε ότι αυτός του 1,5’’ υπό κάποιες περιστάσεις μπορεί να αυξηθεί, όπως όταν κάποιος τελεί υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών, σε ομίχλη, κακές καιρικές συνθήκες, εντελώς σκοτάδι και τόνισε ότι είναι μεγάλο το φάσμα για τον χρόνο αντίδρασης, αλλά για ένα μέσο συνετό οδηγό με τις βιβλιογραφίες που υπάρχουν και εφόσον δεν κρίνει ότι υπάρχει λόγος να επαυξήσει την αντίδραση τον θέτει στο 1,5’’.

 

ΜΚ5

Η ΜΚ5 αναγνώρισε τις καταθέσεις της Π6Α και Π6Β και ερωτήθηκε να διευκρινήσει επί αυτών τι εννοεί ότι ήταν σκοτάδι. Διευκρίνησε ότι δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός, το μόνο που έφεγγε ήταν λίγος φωτισμός απο την ταμπέλα της Ελληνικής τράπεζας.

 

Αντεξεταζόμενη είπε ότι δεν το ανέφερε για την ταμπέλα του φωτισμού, διότι δεν ρωτήθηκε, ενώ είχε αναφερθεί από τους κατοίκους της περιοχής ότι η περιοχή νοσεί σε σχέση με τον φωτισμό.

 

ΜΚ6

Ο ΜΚ6 αναγνώρισε την κατάθεση του -Π5 και του ζητήθηκε να διευκρινίσει τι εννοεί ότι δεν υπάρχει επαρκής φωτισμός και ανέφερε ότι υπήρχε φωτισμός, έβλεπες κάπως.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι βρισκόταν στο αλτ και δεν είδε το θύμα διότι η προσοχή του εστιαζόταν στα αυτοκίνητα και ο φωτισμός της περιοχής δεν ήταν καλός όταν έγινε το δυστύχημα.

 

 

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

Ο κατηγορούμενος αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του ημερ.02/10/19 -Τεκμήριο 2Α και ημερ.05/11/19- Τεκμήριο 2Β. Στο Τεκμήριο 2Α αναφέρει ότι την 01/10/19 οδηγούσε το όχημα Α επί της οδού Αγ.Φυλάξεως με βόρεια κατεύθυνση, είχε αναμμένα τα φώτα του και η τροχαία κίνηση ήταν αραιή. Μόλις πέρασε μπροστά από το κατάστημα της Ελληνικής τράπεζας, το οποίο βρισκόταν δεξιά του, άκουσε ένα κτύπημα στο μπροστινό μέρος του οχήματος Α και ακολούθως ένα ανθρώπινο σώμα έπεσε στο μπροστινό ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου. Σταμάτησε αμέσως στην αριστερή πλευρά του δρόμου, κατέβηκε και αντιλήφθηκε ένα άνδρα πεσμένο στη διαχωριστική νησίδα του δρόμου να αιμορραγεί. Έτρεξε προς το μέρος του όπως και κάποιοι άλλοι και ειδοποίησε αμέσως ασθενοφόρο και την Αστυνομία. Ανέφερε ότι πριν κτυπήσει τον άνδρα δεν τον είδε καθόλου μέσα στο δρόμο, ούτε από που ήλθε ούτε τι έκανε. Ανέφερε περαιτέρω ότι του έγιναν έλεγχοι άλκοολτεστ και νάρκοτεστ με αρνητική ένδειξη. Πρόσθεσε ότι στο σημείο του δυστυχήματος επικρατούσε σκοτάδι καθότι δεν υπήρχε στο μέρος οδικός φωτισμός, ενώ ένας λαμπτήρας που υπήρχε σε παρακείμενο πάσσαλο δεν λειτουργούσε. Στο Τεκμήριο 2Β αναφέρει ότι δεν ήταν λερωμένος ο ανεμοθώρακας του, υπήρχε σκόνη αλλά δεν επηρέαζε την ορατότητα του και εάν του δημιουργούσε πρόβλημα στην ορατότητα του θα τον καθάριζε με τους υαλοκαθαριστήρες του. Πέραν από τις καταθέσεις του διευκρίνισε ότι όταν είπε ότι δεν είδε τον πεζό καθόλου, εννοούσε ότι δεν τον είδε από που ήλθε.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι οδηγεί από τα 18 του και είναι επαγγελματίας οδηγός από το 2008. Το θύμα το είδε πρώτη φορά την ώρα που έγινε το δυστύχημα. Διευκρίνισε ότι δεν είδε από που εισήλθε το θύμα στο δρόμο, τελευταία στιγμή είδε ένα ανθρώπινο σώμα και δεν πρόλαβε να σταματήσει. Ανέφερε ότι η ορατότητα του δεν περιοριζόταν από οτιδήποτε και δεν υπήρχε οτιδήποτε μπροστά του, η ταχύτητα του ήταν εντός του ορίου και τόνισε ότι εάν είχε τη συγκεκριμένη απόσταση να τον αποφύγει θα τον απέφευγε, αλλά την τελευταία στιγμή ήταν μπροστά του και δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε. Επέμενε στη θέση του ότι αν είχε την ευχέρεια να σταματήσει θα σταματούσε αλλά δεν είχε το χρόνο. Διευκρίνισε ότι όταν λέει ότι ήταν σκοτεινά εννοεί ότι ήταν θεοσκότεινα, δεν υπήρχε φωτισμός και τα ρούχα του θύματος ήταν σκούρα.

 

ΜΥ2

Ο ΜΥ2 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας τροχαίων ατυχημάτων. Αναφέρθηκε στα προσόντα του και κατέθεσε την έκθεση που ετοίμασε ως Τεκμήριο 25Α και ένα USB ως Τεκμήριο 25Β. Στην έκθεση του Τεκμήριο 25Α αναλύει τον τρόπο με τον οποίο προχώρησε σε αναπαράσταση του δυστυχήματος, τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη και στα συμπεράσματα του. Στο τέλος της έκθεσης του καταλήγει στα συμπεράσματα ότι η ταχύτητα του οχήματος Α ήταν 51-53χαω, η ορατότητα ήταν 9,8μ. και σε καμία περίπτωση 32μ. και το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο εφόσον δεν υπήρχε ικανοποιητική απόσταση και χρόνος αντίδρασης για την αποφυγή του.

 

Ακολούθως του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 14, αναγνώρισε τη φωτογραφία και ανέφερε ότι βρίσκεται ως εικόνα 53 στη σελίδα 39 της έκθεσης του- Τεκμήριο 25Α. Ανέφερε ότι έκανε επίσκεψη στη σκηνή του δυστυχήματος στις 26/09/2022 ως αναφέρει στην έκθεση του και εν σχέσει με την ημέρα του δυστυχήματος υπήρχε διαφορά, διότι υπήρχε λαμπτήρας εκτός φωτισμού και οι λαμπτήρες αντικαταστάθηκαν με λαμπτήρες τύπου LED που προσφέρουν μεγαλύτερη ορατότητα. Υπήρχε επίσης διαφορά στο δρόμο διότι ότι μπήκε νησίδα στο μέσο του δρόμου και υπήρχε και κύρτωμα. Πρόσθεσε ότι προέβη σε μετρήσεις αναφορικά με τον φωτισμό, αλλά τον φωτισμό της 01/10/19 τον πήρε από το λογισμικό, δεν θα μπορούσε να τον μετρήσει. Στη συνέχεια επεξήγησε πως έγινε η αναπαράσταση και έγινε προβολή του βίντεο από το Τεκμήριο 25Β. Ανέφερε ότι λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, την ταχύτητα του οχήματος, τη διαθέσιμη ορατότητα σε συνδυασμό με τα σκουρόχρωμα ρούχα του πεζού, δεν υπήρχε χρόνος να αντιδράσει ο κατηγορούμενος, άρα το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο. Διευκρίνισε ότι οι διαφοροποιήσεις που έγιναν στο δρόμο εν σχέση με το 2019 αποτελούν βελτίωση σε σχέση με την ορατότητα στον χώρο και τα δεδομένα που χρησιμοποίησε ήταν στη χείριστη υπό τις περιστάσεις περίπτωση.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι η φωτεινότητα της μέρας που πήγαν ήταν παρόμοια με τη μέρα του δυστυχήματος, ενώ σε υποβολή ότι δεν έγινε ορθός έλεγχος ορατότητας διαφώνησε, αναφέροντας ότι έγινε με τον πιο επιστημονικό τρόπο και σε σχέση με τον πεζό ανέφερε ότι αν αυτός μπει απρόοπτα στο δρόμο δεν φαίνεται. Είπε ότι κατά την ετοιμασία της έκθεσης αυτός διασταύρωνε το δρόμο και κάποιος συνάδελφος του οδηγούσε το αυτοκίνητο, διασταύρωσε το δρόμο με κανονικό βηματισμό και όπως φαίνεται στο βίντεο διασταύρωσε σχεδόν κάθετα (ενώ το θύμα διασταύρωνε διαγώνια) αλλά σε θέμα ορατότητας δεν παίζει κάποιο ρόλο. Διευκρίνισε ότι η κλίση του πεζού ήταν σχεδόν κάθετη, διότι διασταύρωνε το δρόμο, δεν κατευθυνόταν προς το αυτοκίνητο. Επεξήγησε πως έγιναν οι μετρήσεις της δέσμης φωτός του οχήματος αναφέροντας τη μέθοδο της φωτογραμμετρίας.

 

Στη συνέχεια προχώρησε σε επεξήγηση του τρόπου που έκανε τον έλεγχο ορατότητας. Αρχικά τοποθέτησαν κάμερα εντός του οχήματος και ταυτόχρονα το drone από ψηλά και ο ίδιος ήταν ο πεζός στο δρόμο. Η κάμερα εντός του οχήματος έγραφε συνεχώς, ήταν στο σημείο όπου είναι τα μάτια του οδηγού και το σημείο ορατότητας φάνηκε κατά την καταγραφή. Διευκρίνισε ότι ένας συνεργάτης του οδηγούσε και αυτός περπατούσε. Ήταν η θέση του ότι δεν υπήρχε ορατότητα του πεζού ως η έκθεση του.

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

Αμφότερες οι πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις. Τα όσα τέθηκαν, βρίσκονται καταγεγραμμένα στα πρακτικά και στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης και θα αναφερθώ σε αυτά κατωτέρω στον βαθμό και την έκταση που χρειάζεται.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τους μάρτυρες μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της Δίκης, παρακολούθησα να δίνουν δια ζώσης τη μαρτυρία τους από το εδώλιο του μάρτυρα και άκουσα με προσοχή και υπομονή τα όσα κατέθεσαν ενόρκως, παρακολούθησα τις αντιδράσεις των μαρτύρων, τον τρόπο που απαντούσαν, την επιφυλακτικότητα ή την νευρικότητα τους (βλ.C&A Pelecanos Associates LTD v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1ΑΑΔ1273). Έλαβα υπόψιν μου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας έκαστου εξ’ αυτών, τη συνολική εμφάνιση και συμπεριφορά τους, με δείκτη μεταξύ άλλων την πηγή της γνώσης τους, τη μνήμη τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή τυχόν προκατάληψης, την ανιδιοτέλεια, την ακεραιότητα και την αληθοφάνεια (βλ.Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1ΑΑΔ614). Περαιτέρω, το περιεχόμενο της μαρτυρίας έκαστου μάρτυρα συσχετίστηκε και συγκρίθηκε με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό για να αξιολογηθεί η αξιοπιστία (βλ.Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 371). Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα έλαβα επίσης υπόψη μου ότι με βάση τη Νομολογία είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας (βλ.Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1ΑΑΔ339). Επιπροσθέτως, αξιολογώντας τη μαρτυρία υπενθύμισα στον εαυτό μου, ότι ακόμη και απόρριψη κάποιων εκδοχών της μαρτυρίας δεν σημαίνει αναγκαστικά και την μη αποδοχή της μαρτυρίας έκαστου μάρτυρα, εφόσον το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να βασιστεί σε μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, η οποία συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας, στην απουσία ισχυρών λόγων περί του αντιθέτου (βλ.Σάββα Γεώργιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 391, Evpalia Trading Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 162). Περαιτέρω είχα υπόψιν μου κατά την αξιολόγηση, ότι επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία, δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρα (βλ.Κυπριανού Κύπρος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816, Muskita Aluminium Industries Ltd και Άλλοι ν. Alsako Aluminium Ltd και Άλλων (Aρ. 2), (2009) 1ΑΑΔ1481) και αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες, όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν μια μαρτυρία που γενικά έχει κριθεί ως αξιόπιστη, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν (βλ.Akil Mohammed Jaber ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 148).

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση των μαρτύρων θεωρώ ότι θα πρέπει να αναφερθώ στα Παραδεκτά Έγγραφα Π3, Π5 και Π6Α. Είναι Νομολογιακά καθιερωμένο ότι τα παραδεκτά αποτελούν αδιαμφισβήτητα γεγονότα, αναγόμενα ουσιαστικά σε δεδομένα (βλ.Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2ΑΑΔ143 και ΜΑΡΙΟΣ ΑΣΠΡΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποιν.Εφ.39/2022, 04/04/2023, ECLI:CY:AD:2023:B129). Στην ΜΑΡΙΟΣ ΑΣΠΡΗΣ ανωτέρω, το ΑΔ επανέλαβε την Νομική αρχή ότι σε περίπτωση σύγκρουσης μαρτυρίας και παραδεκτών γεγονότων υπερισχύουν τα παραδεκτά γεγονότα, ενώ δεν μπορεί να προσαχθεί μαρτυρία που να αντιστρατεύεται γεγονός που έγινε παραδεκτό, εκτός εάν αποσυρθεί η παραδοχή με άδεια του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 19(4) του Κεφ.9. Επιπλέον ανάκληση παραδοχών μπορεί να επιτραπεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας αν με την ανάκληση δεν προκύπτει αδικία στην άλλη πλευρά (βλ. Τ.Ηλιάδη & Ν.Σάντη, «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2014, σελ.282). Στην παρούσα υπόθεση οι ΜΚ5 και ΜΚ6, των οποίων είχαν γίνει παραδεκτές οι καταθέσεις τους, κλητεύθηκαν για να τοποθετηθούν σε συγκεκριμένο θέμα επί των καταθέσεων τους και να διευκρινίσουν τι εννοούσαν στις καταθέσεις τους όταν ανέφεραν ότι επικρατούσε σκοτάδι στη σκηνή. Τονίστηκε από την κατηγορούσα αρχή ότι δεν ζητείται η ανάκληση των παραδεκτών γεγονότων, άρα τα όσα έχουν πει οι ΜΚ5 και ΜΚ6 στις καταθέσεις τους παραμένουν ως παραδεκτά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ η μαρτυρία τους δεν αντιστρατεύτηκε οποιοδήποτε παραδεκτό γεγονός, ούτε υπήρξε σύγκρουση μαρτυρίας και παραδεκτών γεγονότων. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η θέση ότι επικρατούσε σκοτάδι αναφέρεται και στην κατάθεση του Μ.Κ. ημερ.02/10/19, η οποία κατατέθηκε ως Παραδεκτό Έγγραφο και έλαβε την ένδειξη Π3, ο οποίος δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία.

 

Τούτων λεχθέντων αναφέρω τα ακόλουθα.

 

Οι δύο καταθέσεις της ΜΚ5 ημερ.02/10/19 και 10/10/19 κατατέθηκαν ως Παραδεκτά Έγγραφα και έλαβαν τις ενδείξεις Π6Α και Π6Β. Στην κατάθεση της Π6Α αναφέρει ότι είναι η ιδιοκτήτρια του καταστήματος που βρίσκεται έναντι της Ελληνικής τράπεζας επί της οδού Αγ.Φυλάξεως και το κατάστημα της διαθέτει ΚΚΒΠ. Ανέφερε ότι διαμένει πάνω από το κατάστημα της και το βράδυ που έγινε το δυστύχημα άκουσε το κτύπημα του πεζού και έτρεξε αμέσως έξω όπου εντόπισε τον πεζό αιμόφυρτο στη μέση του δρόμου. Περαιτέρω αναφέρει επί λέξει ότι «Στο σημείο που έγινε το δυστύχημα δεν υπάρχει επαρκής φωτισμός επικρατεί σκοτάδι και ένας λαμπτήρας οδικού φωτισμού που ευρίσκεται κοντά ήταν καμένος εδώ και πολύ καιρό.» 

 

Η ΜΚ5 κλήθηκε να διευκρινίσει τι εννοούσε στην κατάθεση της -Π6Α όταν ανέφερε ότι ήταν σκοτάδι. Διευκρίνισε ότι δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός, το μόνο που έφεγγε ήταν λίγος φωτισμός από την ταμπέλα της Ελληνικής τράπεζας, ενώ αντεξεταζόμενη είπε ότι είχε αναφερθεί από τους κατοίκους της περιοχής ότι η περιοχή νοσεί σε σχέση με τον φωτισμό. Η διευκρίνιση της ήταν επαρκής για να γίνει αντιληπτό τι εννοούσε όταν ανέφερε στην κατάθεση της ότι ήταν σκοτάδι και υποβοήθησε το Δικαστήριο σε σχέση με την εξαγωγή συμπερασματων. Η μαρτυρία της γίνεται δεκτή.

 

Η κατάθεση του ΜΚ6 είχε κατατεθεί ως Παραδεκτό Έγγραφο και έλαβε την ένδειξη Π5. Σε αυτήν αναφέρει ότι βρισκόταν στη συμβολή των οδών Κλειούς και Αγ.Φυλάξεως με δυτική κατεύθυνση και σταμάτησε στο αλτ με πρόθεση να εισέλθει στην Αγ.Φυλάξεως και να στρίψει δεξιά κινούμενος βόρεια επί αυτής. Ενώ περίμενε στο αλτ, μόλις πέρασε από μπροστά του το όχημα Α άκουσε ένα κτύπημα και είδε μία φιγούρα να κείται στην άσφαλτο στη μέση του δρόμου. Στάθμευσε απέναντι το αυτοκίνητο του, κατέβηκε από αυτό και είδε στην άσφαλτο ένα άντρα αιμόφυρτο και αναίσθητο. Περαιτέρω αναφέρει επί λέξει ότι «Όσον αφορά τον τραυματία πεζό πριν ακούσω όπως προανέφερα το χτύπημα δεν τον είδα καθόλου που ήταν και τι έκαμνε πριν χτυπηθεί από το αυτοκίνητο» και συνεχίζει αναφέροντας ότι «Στο συγκεκριμένο σημείο που έγινε το δυστύχημα δεν υπάρχει επαρκής οδικός φωτισμός και επικρατεί σκοτάδι.»

 

Ο ΜΚ6 κλήθηκε να διευκρινίσει το ζήτημα του φωτισμού που ανέφερε στην κατάθεση του και του ζητήθηκε να διευκρινίσει τι εννοεί ότι δεν υπάρχει επαρκής φωτισμός και ανέφερε ότι υπήρχε φωτισμός, έβλεπες κάπως, ενώ αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο φωτισμός της περιοχής δεν ήταν καλός όταν έγινε το δυστύχημα, λέγοντας επί λέξει ότι «το συγκεκριμένο βράδυ που έγινε το ατύχημα δεν ήταν full σκοτάδι, υπήρχε κάποιος φωτισμός, αλλά δεν ήταν ο επαρκής.»  Και οι διευκρινίσεις του ΜΚ6 κρίνονται επαρκείς σε σχέση με το φωτισμό και υποβοήθησαν το Δικαστήριο στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Η μαρτυρία του γίνεται δεκτή.

 

Σε σχέση με την κατάθεση του Μ.Κ. ημερ.02/10/19 η οποία κατατέθηκε ως Παραδεκτό Έγγραφο και έλαβε την ένδειξη Π3, αυτός αναφέρει ότι οδηγούσε το όχημα του στην οδό Αγ.Φυλάξεως με βόρεια κατεύθυνση και βρισκόταν σε απόσταση 15-20μ. πίσω από το όχημα Α το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος. Η ταχύτητα του ήταν 50χαω περίπου. Σε κάποια στιγμή στο ύψος της Ελληνικής τράπεζας, μόλις το όχημα Α πέρασε μπροστά από την Ελληνική τράπεζα την οποία είχαν στα δεξιά τους με βάση την πορεία τους, επειδή είχε το παράθυρο του ανοικτό, άκουσε ένα δυνατό κτύπημα που ερχόταν από το όχημα Α, του οποίου είδε ταυτόχρονα τα stop lights να ανάβουν και πρόσεξε μία σκιά να αιωρείται στον αέρα και να πέφτει στην άσφαλτο στα δεξιά τους. Μόλις αντιλήφθηκε το θύμα πεσμένο, στάθμευσε και έτρεξε να βοηθήσει. Στην κατάθεση του σε σχέση με το θύμα αναφέρει επί λέξει ότι «Πριν κτυπηθεί ο πεζός αυτός που από ότι πληροφορήθηκα από τη  Αστυνομία ονομαζόταν Π.Π. από το προπορευόμενο μου αυτοκίνητο εγώ δεν τον είδα καθόλου ούτε από που ερχόταν ούτε τι έκαμνε», ενώ ανέφερε ότι αρχικά είχε την εντύπωση ότι το όχημα Α κτύπησε κάποιο αντικείμενο. Επιπλέον αναφέρει ότι «στο σημείο που έγινε το δυστύχημα επικρατούσε σκοτάδι αφού δεν υπήρχε οδικός φωτισμός» και συνέχισε λέγοντας ότι «Ένας λαμπτήρας οδικού φωτισμού που ήταν κοντά ήταν καμένος και δεν άναβε.»

 

Ως διαφαίνεται από τα ανωτέρω Παραδεκτά Έγγραφα και τα όσα διευκρίνισαν επί των καταθέσεων τους οι ΜΚ5 και ΜΚ6, το ότι στο σημείο όπου έγινε το δυστύχημα επικρατούσε σκοτάδι και ο φωτισμός δεν ήταν επαρκής, αποτελούν αδιαμφισβήτητα γεγονότα, αναγόμενα ουσιαστικά σε δεδομένα.

 

Προχωρώ στην αξιολόγηση της τεθείσας μαρτυρίας.

 

Η εντύπωση που αποκόμισα από τον ΜΚ1 ήταν θετική. Από την όλη παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, σχημάτισα την εντύπωση ότι προσήλθε στο Δικαστήριο, για να καταθέσει την αλήθεια, παραθέτοντας τα γεγονότα που περιήλθαν στην γνώση του μέσα από την εκτέλεση των καθηκόντων του.  Απάντησε με ευθύτητα όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση και δεν διέκρινα ότι είχε οποιοδήποτε λόγο να πει ψέματα. Δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε, είτε στον τρόπο που κατέθετε, είτε σε αυτά που είπε, από το οποίο να προκύπτει ότι αυτός ήταν διατεθειμένος να παραποιήσει ή να αλλοιώσει τα γεγονότα, ούτε και ανίχνευσα στη μαρτυρία του οποιοδήποτε ψήγμα ψέματος ή πρόθεσης επηρεασμού και παραπλάνησης του Δικαστηρίου. Δεν διαπίστωσα κατά την αντεξέταση του να έχει περιπέσει σε οποιαδήποτε αντίφαση. Ουσιαστικά στην όλη του μαρτυρία ανέφερε τις ενέργειες στις οποίες προέβη αναφορικά με το δυστύχημα και κατέθεσε τα σχετικά Τεκμήρια. Σύμφωνα με τον ΜΚ1 αν γινόταν αντιληπτός ο πεζός και αντιδρούσε ο κατηγορούμενος με μία ενέργεια ή έστω πατώντας τα φρένα του, θα αποφεύγετο το δυστύχημα. Αυτή του η θέση με βάση τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη η Αστυνομία υποστηρίζεται εάν ο χρόνος αντίδρασης του κατηγορουμένου ήταν στο 1,5’’  όμως με βάση και τη θέση των ΜΚ2 και ΜΚ4 υπό κάποιες περιστάσεις όπως το σκοτάδι, μπορεί να αυξηθεί ο χρόνος αντίδρασης. Η θέση του αυτή δεν θεωρώ ότι επηρεάζει την αξιοπιστία του ως μάρτυρα εφόσον με βάση τα όσα διερεύνησε αποτελεί δικό του συμπέρασμα, το οποίο όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο, εφόσον με βαση τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων κατωτέρω ο χρόνος αντίδρασης του κατηγορουμένου ήταν μεγαλύτερος από 1,5’’. Επιπλέον ο ΜΚ1 ήταν ειλικρινής στο ότι στο συγκεκριμένο σημείο πλέον έχει μπει νησίδα, άλλαξαν οι φωτισμοί, αντικαταστάθηκαν οι λαμπτήρες και λόγω του τύπου των λαμπτήρων βελτιώθηκε η ορατότητα, ενώ συμφώνησε με την κατηγορούσα αρχή και στο ότι ο δρόμος παρουσιάζει πολλαπλότητα.

Με βάση τα ανωτέρω η μαρτυρία του ΜΚ1 γίνεται δεκτή πλην του σημείου που προανέφερα.

 

Ο ΜΚ3 μου έκανε καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα. Η όλη μαρτυρία του επικεντρώθηκε στις ενέργειες που έκανε στα πλαίσια των καθηκόντων του και από τον τρόπο που κατέθετε δεν διέκρινα οποιαδήποτε προσπάθεια να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Απάντησε με ευθύτητα στις ερωτήσεις που του τέθηκαν τόσο στην κυρίως εξέταση του όσο και στην αντεξέταση και ήταν συγκεκριμένος στην κατάθεση του μόνο σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβη. Η θέση του όμως ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μπει κάποιος στο δρόμο και να μην τον προσέξεις, ότι όπως στάθηκε στη σκήνη δεν επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι και όπως ήταν ο δρόμος μπορούσες να δεις κάποιον να στέκεται εντός του δρόμου, δεν μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην εξαγωγή ευρημάτων, εφόσον η όλη συμμετοχή του στην αναπράσταση ήταν από τη θέση του πεζού και όχι του οδηγού, εφόσον όπως και ο ίδιος με ειλικρίνεια ανέφερε ακολουθούσε τις οδηγίες του ΜΚ1.

Ως εκ των ανωτέρω η μαρτυρία του ΜΚ3 γίνεται δεκτή πλην του σημείου της αναφοράς του σε σχέση με την ορατότητα του πεζού.

 

Η όλη παρουσία του κατηγορουμένου στο εδώλιο του μάρτυρα, μου άφησε την εντύπωση ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια, παραθέτοντας τα γεγονότα που έγιναν όπως τα έζησε.  Απάντησε με ευθύτητα όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιώδη αντίφαση και δεν διέκρινα ότι είχε οποιοδήποτε λόγο να πει ψέματα. Παραδέχθηκε τόσο στις καταθέσεις του όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν είδε καθόλου τον πεζό και δεν περιοριζόταν με οποιοδήποτε τρόπο η ορατότητα του. Περαιτέρω το ότι ήταν σκοτεινός ο δρόμος επιβεβαιώνεται και από τους ΜΚ5 και ΜΚ6 και τα Παραδεκτά Έγγραφα και αδιαμφισβήτητα γεγονότα ως ανωτέρω αναφέρθηκαν. Δεν θεωρώ ότι από τα όσα είπε ανέφερε οτιδήποτε το οποίο να είναι ψέματα ή να προσπάθησε να παραπλανήσει το Δικαστήριο.

Συνακόλουθα κρίνω ως αξιόπιστη την μαρτυρία του κατηγορούμενου, την οποία αποδέχομαι.

 

Οι ΜΚ2, ΜΚ4 και ΜΥ2 κλητεύθηκαν ως εμπειρογνώμονες σε σχέση με το ατύχημα. Τα προσόντα τους δεν αμφισβητήθηκαν ούτε από την υπεράσπιση ούτε από την κατηγορούσα αρχή. Με βάση την εικόνα των μαρτύρων στο εδώλιο, το σύνολο όσων τέθηκαν ενώπιον μου, με βάση τις σπουδές, τα προσόντα τους, το επίπεδο των γνώσεων τους και της εμπειρίας τους, κρίνω πως αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ως εμπειρογνώμονας και συνεπώς η μαρτυρία τους θα εξετασθεί με βάση τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων μαρτύρων. Το καθήκον των εμπειρογνωμόνων είναι να προμηθεύουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων τους, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία (βλ. Anastasiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Α.Π. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποιν.Έφ.192/2016, ημερ.26/09/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395), ενώ έχει Νομολογηθεί ότι η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, απλώς το βοηθά (βλ.Muskita Aluminium Industries Ltd και Άλλοι ν. Alsako Aluminium Ltd και Άλλων (Aρ. 2) (2009) 1ΑΑΔ1481).

 

Από την όλη παρουσία του ΜΚ2 στο εδώλιο του μάρτυρα, μου άφησε την εντύπωση ενός εμπειρογνώμονα που κατέθεσε τα όσα έπραξε κατά τη διερεύνηση του δυστυχήματος και στις ενέργειες στις οποίες προέβη, χωρίς να έχει οποιαδήποτε πρόθεση να παραπαλανήσει το Δικαστήριο.  Απάντησε τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση και δεν διέκρινα ότι είχε οποιοδήποτε λόγο να πει ψέματα στο Δικαστήριο. Σε σχέση με το φωτισμό ανέφερε ότι μπορούσε αυτός να είναι περισσότερος αλλά δεν εννοούσε ότι δεν ήταν επαρκής, διευκρίνισε ότι δεν ήταν ελλειπής, είχε φώτα από παρακείμενο καταστημα, όμως ανέφερε ότι ήταν κρουσμένη η λάμπα παρακάτω, δεν υπήρχε πάσσαλος φωτισμού πλησίον του δρόμου, στη λωρίδα προς βορρά που ακολουθούσε ο κατηγορούμενος δεν υπήρχαν στα αριστερά φώτα, ενώ στον τόπο του δυστυχήματος δεν υπάρχει φως του δρόμου από λάμπες, υπάρχει ο φωτισμός του καταστήματος της Ελληνικής τράπεζας και ο πάσσαλος που βρίσκεται έξω από το κατάστημα και διευκρίνησε ότι ο οδικός φωτισμός είναι μόνο ο λαμπτήρας έξω από την Ελληνική. Από τα όσα ανωτέρω ανέφερε αλλά και σε συνάρτηση με την μαρτυρία των ΜΚ5 και ΜΚ6, τα Παραδεκτά Έγγραφα αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο φωτισμός δεν ήταν επαρκής. Ούτως ή άλλως με βάση την περιγραφή που ο ίδιος έδωσε σε σχέση με τον φωτισμό του χώρου, δεν παρουσιάζεται εικόνα ικανοποιητικού φωτισμού στη σκηνή, ενώ και ο ίδιος ανέφερε ότι θα μπορούσε να ήταν περισσότερος ο φωτισμός. Η όλη εικόνα του και η αξιολόγηση του όμως ως εμπειρογνώμονα δεν επηρεάζεται από τη θέση του αυτή.  Στη μαρτυρία του ο ΜΚ2 προχώρησε σε κάποιους υπολογισμούς σε σχέση με την αντίδραση του κατηγορουμένου, όταν του ζητήθηκε από την υπεράσπιση να υπολογίσει με βάση την ορατότητα, που θα σταματούσε το όχημα Α με χρόνο αντίληψης 1,5’’ και 2’’ και συντελεστές τριβής 0,7, 0,8 και 0,9 και ανέφερε τις έξι πιθανές περιπτώσεις που θα σταματούσε το όχημα Α εάν ο κατηγορούμενος αντιδρούσε και πατούσε απότομα τα φρένα του, κάτι το οποίο δεν έπραξε εν προκειμένω. Σε ότι αφορά το χρόνο αντίληψης του 1,5’’ στην μία περίπτωση το όχημα Α θα σταματούσε μετά το σημείο σύγκρουσης, ενώ στις άλλες δύο (με συντελεστές τριβής 0,8 και 0,9) θα σταματούσε πριν. Τόνισε δε ο ΜΚ2 ότι οι συντελεστές 0,8 και 0,9 λόγω των ABS είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Άρα με βάση το 1,5’’ και τα φρένα του οχήματος Α, εάν ο κατηγορούμενος πατούσε τα φρένα του απότομα τότε δεν θα κτυπούσε τον πεζό. Ακολούθως ανέφερε ότι και στις τρεις περιπτώσεις που υπολόγισε με χρόνο αντίληψης τα 2’’ το όχημα Α θα σταματούσε μετά το σημείο σύγκρουσης. Από αυτό εξάγεται το συμπέρασμα ότι με 2’’ ακόμη και αν ο κατηγορούμενος φρέναρε απότομα δεν θα απέφευγε το κτύπημα του πεζού. Περαιτέρω ο μάρτυρας ήταν ειλικρινής και συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι ο χρόνος αντίδρασης του 1,5’’ αφορά οδήγηση υπο αρμονικές συνθήκες και κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Ως εκ των ανωτέρω, καταλήγω ότι η μαρτυρία του ΜΚ2 ήταν αρκούντως τεκμηριωμένη και αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή. Κατ’ επέκταση μπορώ να στηριχθώ σε αυτήν προκειμένου να σχηματίσω τη δική μου ανεξάρτητη κρίση, στη βάση των Παραδεκτών γεγονότων και των γεγονότων που θα κριθεί ότι έχουν αποδειχθεί με βάση την αποδεκτή μαρτυρία.

 

Ο ΜΚ4 ανέφερε ότι επισκέφθηκε ως εμπειρογνώμονας τη σκηνή εκείνη τη νύκτα και επεξήγησε ποιοι είναι οι παράγοντες εξετάζονται σε ένα δυστύχημα με πεζούς όπως η ορατότητα, ο φωτισμός και η τροχαία κίνηση. Σε σχέση με τις συνθήκες φωτισμού ανέφερε με ειλικρίνεια ότι ελέγχθηκαν από τους ΜΚ1 και ΜΚ2 οι οποίοι προέβηκαν σε τεστ ορατότητας και ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή με την ορατότητα ή τον φωτισμό του δρόμου και πρόσθεσε ότι κάποια σημεία ήταν φωτεινά και κάποια σκοτεινά αλλά δεν θυμόταν με ακρίβεια, θέση που δεικνύει και το ειλικρινές της μαρτυρίας του. Σε σχέση με το χρόνο αντίδρασης ανέφερε ότι αυτός του 1,5’’ αφορά ένα μέσο συνετό οδηγό και υπό κάποιες περιστάσεις μπορεί να αυξηθεί και το σκοτάδι είναι μία απο αυτές τις περιπτώσεις. Ο τρόπος με τον οποίο κατέθεσε ο ΜΚ4, η όλη παρουσία του στο εδώλιο και η παράθεση των όσων συμπέρανε ως εμπειρογνώμονας και των όσων επεξήγησε, ιδιαίτερα όσον αφορά το χρόνο αντίδρασης με οδηγούν στο ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 ήταν αρκούντως τεκμηριωμένη και αξιόπιστη και γίνεται δεκτή και μπορώ να στηριχθώ σε αυτήν προκειμένου να σχηματίσω τη δική μου ανεξάρτητη κρίση.

 

Ο ΜΥ2 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας τροχαίων ατυχημάτων. Ανέφερε ότι έκανε επίσκεψη στη σκηνή του δυστυχήματος ως αναφέρει στην έκθεση του, στις 26/09/2022 και εν σχέσει με την ημέρα του δυστυχήματος υπήρχε διαφορά, διότι στις 26/09/22 υπήρχε σε λειτουργία λαμπτήρας ο οποίος δεν λειτουργούσε την ημέρα του δυστυχήματος και οι λαμπτήρες αντικαταστάθηκαν με λαμπτήρες τύπου LED που προσφέρουν μεγαλύτερη ορατότητα. Υπήρχε επίσης διαφορά στο δρόμο διότι ότι μπήκε νησίδα στο μέσο του δρόμου και υπήρχε και κύρτωμα. Η εντύπωση που μου έδωσε από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν αυτή εμπειρογνώμονα ο οποίος ναι μεν διαθέτει τα προσόντα και τις γνώσεις να προβεί σε διερεύνηση και να εξάγει συμπεράσματα σε σχέση με τροχαία ατυχήματα, όμως τα όσα κατέθεσε δεν μπορούν αν βοηθήσουν το Δικαστήριο σε σχέση με την παρούσα υπόθεση. Ο λόγος είναι διότι τα όσα ανέφερε και τα όσα διαφαίνονται στα Τεκμήρια 25Α και 25Β δεν είναι υποβηθητικά είναι διότι αυτά αποτελούν συμπεράσματα στα οποία προέβη σχεδόν τρία χρόνια μετά το δυστύχημα, κάτω απο διαφορετικές συνθήκες. Έχω διεξέλθει τα όσα ανέφερε σε σχέση με το όχημα που χρησιμοποιήθηκε, τα εξελιγμένα μέσα που χρησιμοποίησε, καθώς και την επιλογή της μέρας όπου υπήρχε αντίστοιχη φωτεινότητα, πλην όμως θεωρώ ότι αυτά δεν είναι επαρκή ούτως ώστε να αποδεχθώ τα συμπεράσματα και τη μαρτυρία του προς την εξαγωγή ευρημάτων.

Ως εκ των ανωτέρω, καταλήγω ότι δεν μπορώ να στηριχθώ στη μαρτυρία του ΜΥ2 προκειμένου να σχηματίσω τη δική μου ανεξάρτητη κρίση, στη βάση των γεγονότων που θα κριθεί ότι έχουν αποδειχθεί με βάση την αποδεκτή μαρτυρία.

Τέλος θα προχωρήσω στην εξέταση του Τεκμηρίου 5, το οποίο αποτελεί πραγματική μαρτυρία και περιλαμβάνει βίντεο που λήφθηκαν από ΚΚΒΠ. Από την προβολή φαίνεται ο πεζός να διασταυρώνει διαγώνια την Αγ.Φυλάξεως, το όχημα Α κινείται με σταθερή ταχύτητα και τον κτυπά χωρίς να διαφαίνεται να έχει πατήσει φρένα.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου και σε συνάρτηση με τα Παραδεκτά Έγγραφα και Γεγονότα καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα.

 

Την 01/10/19 και περί ώρα 21:05 ο κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα Α επί της οδού Αγ.Φυλάξεως με βόρεια κατεύθυνση. Η ταχύτητα του οχήματος Α ήταν περί τα 40χαω- 50χαω, είχε αναμμένα τα φώτα του και η τροχαία κίνηση ήταν αραιή. Την ίδια ώρα ο πεζός Π.Π, ο οποίος φορούσε σκούρα ρούχα και είχε σταθμεύσει το όχημα του δυτικά της οδού Αγ.Φυλάξεως διασταύρωνε τον εν λόγω δρόμο διαγώνια με ανατολική κατεύθυνση. Μόλις το όχημα Α πέρασε μπροστά από το κατάστημα της Ελληνικής τράπεζας το οποίο βρισκόταν στα δεξιά του, το όχημα Α κτύπησε με το μπροστινό δεξιό μέρος του τον πεζό εκσφεδονίζοντας το σώμα του το οποίο κατέληξε στην άσφαλτο, με τον πεζό να είναι αιμόφυρτος και αναίσθητος. Ο κατηγορούμενος και οι αυτόπτες μάρτυρες δεν είδαν καθόλου τον πεζό μέσα στο δρόμο, ούτε από που ήλθε ούτε τι έκανε. Στον κατηγορούμενο έγιναν έλεγχοι άλκοολτεστ και νάρκοτεστ με αρνητική ένδειξη. Στο σημείο του δυστυχήματος επικρατούσε σκοτάδι καθότι δεν υπήρχε στο μέρος επαρκής οδικός φωτισμός. Είχε αναφερθεί από τους κατοίκους της περιοχής ότι η περιοχή είχε ελλειπή φωτισμό και σήμερα πλέον έχει τοποθετηθεί νησίδα, άλλαξε ο οδικός φωτισμός και αντικαταστάθηκαν οι λαμπτήρες και λόγω του νέου τύπου των λαμπτήρων βελτιώθηκε η ορατότητα. Η ορατότητα του κατηγορουμένου προς τον πεζό όταν αυτός θα μπορούσε να γίνει ορατός ήταν στα 30,10μ. Ο κατηγορούμενος δεν είδε καθόλου τον πεζό και δεν πάτησε καθόλου τα φρένα του. Εξαιτίας του μη επαρκούς φωτισμού ο χρόνος αντίδρασης του κατηγορουμένου ήταν μεγαλύτερος του 1,5’’.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προβλέπει: 

«210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.»

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου στο οποίο βασίζεται η κατηγορία, η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος οδήγησε αλόγιστα, απερίσκεπτα ή επικίνδυνα με αποτέλεσμα να προκαλέσει το θάνατο του θύματος. Η αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά δεν πρέπει να ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια (culpable negligence). Αν ο τρόπος οδήγησης ήταν αλόγιστος, απερίσκεπτος ή επικίνδυνος ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κριθεί ένοχος ακόμη και αν η πράξη ή παράλειψη ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας αβλεψίας ή αν ενήργησε στο ανεπαρκές μέγιστο των δυνατοτήτων του (βλ. R. ν. Evans [1962] 3 All E.R. 1086, 1088).

 

Το τι συνιστά επικίνδυνη οδήγηση έχει αποτελέσει αντικείμενο της Νομολογίας και έχει Νομολογηθεί ότι η επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα (βλ.Σάββα Στέλιος ν. Αστυνομίας (2000) 2ΑΑΔ115), ενώ δεν αρκεί μόνο η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης. Χρειάζεται επιπρόσθετα απόδειξη ότι την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, στοιχείο το οποίο είναι το λιγότερο που θα πρέπει να αποδειχθεί και συνυπολογίζεται πάντα με τις υπόλοιπες συνθήκες και την οδική συμπεριφορά.

 

Για να αποδειχθεί η επικίνδυνη οδήγηση, πρέπει να αποδειχθεί η πρόκληση, αντικειμενικά ιδωμένης, επικίνδυνης κατάστασης από σφάλμα του οδηγού (βλ.Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2ΑΑΔ233, Σάββα Στέλιος ν. Αστυνομίας (2000) 2ΑΑΔ115 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2ΑΑΔ18). Η λέξη «επικίνδυνη» σημαίνει κίνδυνο, φόβο ή απειλή για τους άλλους (βλ. Σαζός ανωτέρω) και αφορά κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή σοβαρής ζημιάς σε περιουσία σε αντίθεση με την απλή αμέλεια, η οποία δυνατόν να προκαλέσει ενόχληση ή έλλειψη προσοχής με μικρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή  ζημιάς σε περιουσία (βλ.Wilkinsons Road Traffic Offences, 25th ed, 2011, παρ.5.44, σελ. 423). Η επικίνδυνη οδήγηση επομένως, δεν εξομοιώνεται προς την αμελή οδήγηση, όπου αναζητείται το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας του μέσου συνετού οδηγού. Στην επικίνδυνη οδήγηση, εξετάζεται κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη.

 

Περαιτέρω στην Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2ΑΑΔ233, ως προς τον ορισμό της επικίνδυνης οδήγησης αναφέρθηκαν τα κάτωθι:

«Σε σχέση με επικίνδυνη οδήγηση, σύμφωνα με τη νομολογία, απαιτείται τουλάχιστο απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) εκ μέρους του οδηγού.

Στην Αγγλική υπόθεση R. v. Gosney (1971) 55 Cr. App.R. 502 σε σχέση με κατηγορία επικίνδυνης οδήγησης αναφέρεται ότι: "fault certainly does not necessarily involve deliberate misconduct or recklessness or intention to drive in a manner inconsistent with proper standards or driving ... Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case."

 

Στην Απόφαση Σάββα Στέλιος ν. Αστυνομίας (2000) 2ΑΑΔ115, το ΑΔ ανέφερε ότι:

«…δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την αντίληψη πως στην R. v. Gosney, η επικίνδυνη οδήγηση εξομοιώθηκε προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα. Ούτε και νομίζουμε πως η διαφορά μεταξύ των δυο αφορά στο βαθμό του σφάλματος για την ορισμένη συμπεριφορά ή κατάσταση. Περαιτέρω δεν δικαιολογείται η κατάταξη μιας πράξης ή συμπεριφοράς ως εκ προοιμίου συνιστώσας το ένα κατ΄αποκλεισμό του άλλου.  Στη μια περίπτωση αναζητούμε αν το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε υπολείπεται εκείνου που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό. Στην άλλη, αν η ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη.» 

 

Στην ίδια Απόφαση μνημονεύοντας και πάλι την R. v. Gosney επεξηγείται και η έννοια του σφάλματος ως ακολούθως:

«Ως προς δε την έννοια του σφάλματος που αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 224.

"Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case.  A fault in that sense, even though it might be slight, even though it be a momentary lapse, even though normally no danger would have arisen from it, is sufficient. The fault need not be the sole cause of the dangerous situation. it is enough if it is, looked at sensibly, a cause.

Σε μετάφραση:

"Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία· πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επίκινδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία.".»

 

Στο σύγγραμμα «Blackstones Criminal Practice 2017», PART C ROAD TRAFFIC OFFENCES, C3.10, σελ.33, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι οδηγεί επικίνδυνα αν:

(α)       ο τρόπος που οδηγεί υπολείπεται κατά πολύ αυτού που αναμένεται από ένα ικανό και προσεκτικό οδηγό, και

(β)       θα ήταν προφανές σε ένα ικανό και προσεκτικό οδηγό ότι η οδήγηση με αυτόν τον τρόπο θα ήταν επικίνδυνη.

Άρα το επίπεδο οδήγησης του κατηγορούμενου πρέπει και να είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό που αναμένεται από έναν ικανό και προσεκτικό οδηγό και πρέπει να είναι προφανές σε έναν ικανό και προσεκτικό οδηγό ότι ο τρόπος οδήγησης του κατηγορούμενου είναι επικίνδυνος και η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει σωρευτικά και τα δύο αυτά στοιχεία για να αποδειχθεί η επικίνδυνη οδήγηση  (βλ.Blackstones ανωτέρω,C3.11,σελ.34).

 

Στο ανωτέρω σύγγραμμα (βλ.C3.12,σελ.34) παρατίθενται και τα ακόλουθα παραδείγματα που μπορεί να θεωρηθούν ως επικίνδυνη οδήγηση:

-       αγωνιστική ή ανταγωνιστική οδήγηση,

-       ταχύτητα που είναι πολύ ακατάλληλη για τις επικρατούσες οδικές ή κυκλοφοριακές συνθήκες,

-       επιθετική οδήγηση, όπως ξαφνικές αλλαγές λωρίδας, κόψιμο σε γραμμή οχημάτων ή οδήγηση πολύ κοντά στο προπορευόμενο όχημα,

-       αγνόηση των φωτεινών σηματοδοτών και άλλων οδικών πινακίδων, η οποία σε μια αντικειμενική ανάλυση φαίνεται να είναι σκόπιμη,

-       παράβλεψη προειδοποιήσεων από συνεπιβάτες,

-       προσπέραση που δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με ασφάλεια,

-       οδήγηση οχήματος με φορτίο που παρουσιάζει κίνδυνο για άλλους χρήστες του δρόμου,

-       όπου ο οδηγός έχει μειωμένες ικανότητες, όπως να έχει μέσα σε γύψο ένα χέρι ή πόδι ή να έχει μειωμένη όραση,

-       οδήγηση όταν είσαι πολύ κουρασμένος για να μείνεις ξύπνιος,

-       οδήγηση ενός οχήματος γνωρίζοντας ότι έχει ένα επικίνδυνο ελάττωμα,

-       χρησιμοποιώντας κινητό τηλέφωνο ή άλλο ηλεκτρονικό εξοπλισμό όταν αυτό αποσπά την προσοχή του οδηγού,

-       διαβάζοντας μια εφημερίδα/χάρτη,

-       μιλώντας και κοιτάζοντας έναν επιβάτη όπου ο οδηγός αποσπάστηκε με τρόπο αποτρεπτικό και επικίνδυνα από αυτό,

-       την επιλογή και το άναμμα ενός τσιγάρου.

 

 Στην Απόφαση Ζυπιτής Κώστας κ.α. ν. Αστυνομίας κ.α. (2003) 2ΑΑΔ220 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: 

«Είναι αυτή του η πράξη που στοιχειοθετεί το αλόγιστο της συμπεριφοράς του.  Δεν ήταν λελογισμένη ενέργεια, δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής, να χρησιμοποιήσει, κάτω από αυτές τις συνθήκες το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών. Ταυτόχρονα, η πράξη του ήταν απερίσκεπτη, υποδηλώνουσα αδιαφορία για την ασφάλεια των επιβατών και, παράλληλα, επικίνδυνη, διότι εγκυμονούσε ορατούς κινδύνους.»

 

Άρα «αλόγιστη» νοείται κάθε μη λελογισμένη ενέργεια η οποία δεν απορρέει από την κοινή λογική και «απερίσκεπτη» κάθε πράξη που υποδηλώνει αδιαφορία για την ασφάλεια τρίτων προσώπων.

 

Σύμφωνα με το «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» Γ.Μπαμπινιώτη, Β'έκδοση, σελ.127, η λέξη «αλόγιστος,-η,-ο» αναφέρεται «(για ενέργεια ή κατάσταση) που δεν στηρίζεται στη λογική, που ξεπερνά το μέτρο, που αγγίζει τα όρια της υπερβολής ή του παραλογισμού».

 

Στην Πέτρου ανωτέρω, η «απερίσκεπτη» οδήγηση ορίστηκε ως ακολούθως:

«Όσον αφορά την έννοια της απερίσκεπτης (reckless) οδήγησης σχετική είναι η απόφαση R. v. Lawrence [1981] 1 All E.R. 974, όπου αποφασίστηκε ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea) με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγά με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς παραλείπει να λάβει υπόψη μια τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει οδηγώντας με αυτό τον τρόπο. (Δέστε και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 961).»

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Αντώνη Χρυσοστόμου (Αρ.1) (2002) 2ΑΑΔ473, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Δεν στοιχειοθετείται απερίσκεπτη ενέργεια ή συμπεριφορά απλώς με την απόδειξη αμελούς οδήγησης, με την έννοια της οδήγησης που εξ αντικειμένου υπολείπεται της αναμενόμενης από το μέσο συνετό οδηγό. Υπεισέρχεται ως συστατικό του όρου, με τη συνήθη του έννοια, υποκειμενικό στοιχείο. Αυτό είναι συναρτημένο προς τη συγκεκριμένη ενέργεια, στην οδήγηση εφόσον συζητούμε για τέτοια περίπτωση

 

Στην Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2ΑΑΔ69, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τους βαθμούς της αμέλειας:

«Η ποινική αμέλεια που απαιτείται για την απόδειξη ευθύνης με βάση το Άρθρο 210 του Κεφ. 154, είναι μικρότερου βαθμού από την υπαίτιο αμέλεια (culpable negligence) που απαιτείται για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, αλλά μεγαλύτερου βαθμού από τον βαθμό που απαιτείται για το αδίκημα της οδήγησης χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, αμέλεια που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την αστική αμέλεια (civil negligence).

Η αμέλεια του Άρθρου 205, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 3/62 απαιτεί -ψηλότερο βαθμό αμέλειας. Η υπαίτιος αμέλεια του άρθρου αυτού, εισάγει το στοιχείο της αλόγιστης πράξης (recklessness).

Η έννοια της αλόγιστης πράξης εισήχθη και στο Άρθρο 210, με την τροποποίηση του από το Άρθρο 3 του περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικού) Νόμου του 1989, (Ν. 111/89).

Ο βαθμός αμέλειας που απαιτείται για τεκμηρίωση αδικήματος που προνοείται στο Άρθρο 236 του Κεφ. 154, αποκλείει την υπαίτιο αμέλεια. Η αμέλεια του άρθρου αυτού συνίσταται στη βεβιασμένη ή αμελή πράξη και είναι σοβαρότερου βαθμού από την αμέλεια που απαιτείται για την αστική ευθύνη (civil negligence) ή την ποινική ευθύνη του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, (Ν. 86/72). Ο βαθμός αμέλειας αποτελεί θέμα διακριτικής ευχέρειας και συναρτάται απόλυτα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και συναρτάται πάντοτε με τη συμπεριφορά του μέσου εύλογου ανθρώπου.»

Η Νομολογία μας έχει διαβαθμίσει τους βαθμούς αμέλειας ως ανωτέρω και ο βαθμός αμέλειας που απαιτείται για καταδίκη βάσει του άρθρου 210 του Κεφ. 154 είναι αυτός της ποινικής αμέλειας (criminal negligence). Η ποινική αμέλεια, που απαιτείται για την απόδειξη ευθύνης του άρθρου 210 είναι μικρότερου βαθμού από την υπαίτιο αμέλεια (culpable negligence) που απαιτείται για απόδειξη της ευθύνης για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας (άρθρο 205 Κεφ.154), αλλά μεγαλύτερου βαθμού από την αμέλεια που απαιτείται για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης (άρθρο 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 Ν.86/1972) αμέλεια που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την αστική αμέλεια (civil law negligence) (βλ.Rayas v. The Police 19CLR308, ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΙΖΙΔΗΣ κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποιν.Εφ.145/2013, 19/12/2014, ΜΑΡΙΝΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποιν.Εφ.140/2014, 08/04/2015).

Με βάση τα ανωτέρω και σύμφωνα με τα ευρήματα μου καταλήγω στα ακόλουθα.

 

Οι όροι «αλόγιστη», «απερίσκεπτη» και «επικίνδυνη» πράξη ή συμπεριφορά  αποτελούν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος του άρθρου 210 Κεφ.154 (βλ.Ζυπιτής ανωτέρω), ενώ οι έννοιες «αλόγιστη» και «απερίσκεπτη» έχουν ερμηνευτεί ότι έχουν ουσιαστικά το ίδιο νόημα (βλ.Μαυρομμάτης ανωτέρω).

 

Ως προανέφερα για να αποδειχθεί η επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά του κατηγορούμενου, εν προκειμένω η επικίνδυνη οδήγηση, θα πρέπει να αποδειχθεί η πρόκληση επικίνδυνης κατάστασης από σφάλμα του οδηγού ιδωμένης αντικειμενικά (βλ.Πέτρου, Σάββα και Σαζός ανωτέρω). Το επίπεδο της οδήγησης του κατηγορουμένου πρέπει να είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό που αναμένεται από έναν ικανό και προσεκτικό οδηγό και πρέπει να είναι προφανές σε έναν ικανό και προσεκτικό οδηγό ότι ο τρόπος οδήγησης είναι επικίνδυνος (βλ.Blackstones ανωτέρω). Ο κατηγορούμενος  εν προκειμένω οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας της περιοχής και βρισκόταν εντός της λωρίδας πορείας του. Τίποτα στην οδηγική του συμπεριφορά δεν καταδεικνύει ότι οδηγούσε επικίνδυνα.

 

Θα προχωρήσω να εξετάσω εάν η συμπεριφορά του κατηγορουμένου θα μπορούσε να κριθεί ως αλόγιστη ή απερίσκεπτη. Για να θεωρηθεί η οδήγηση του κατηγορουμένου ως τέτοια θα πρέπει να οδηγεί κατά τρόπο που να δημιουργεί εμφανή κίνδυνο για τρίτα πρόσωπα ή περιουσία, χωρίς να έχει στρέψει την προσοχή του προς την δυνατότητα τέτοιου κινδύνου ή εάν τον αναγνώρισε εντούτοις προχώρησε αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο (βλ.Αντώνη Χρυσοστόμου και ΜΑΡΙΝΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ανωτέρω). Επίσης για να στοιχειοθετηθεί η απερίσκεπτη ενέργεια ή συμπεριφορά χρειάζεται κάτι περισσότερο από την απόδειξη αμελούς οδήγησης, με την έννοια της οδήγησης από το μέσο συνετό και σώφρονα οδηγό και η στοιχειοθέτηση αυτή είναι άμεσα συναρτώμενη προς τη συγκεκριμένη ενέργεια που κρίνεται (βλ.Αντώνη Χρυσοστόμου ανωτέρω).

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας της περιοχής, βρισκόταν στη λωρίδα πορείας του, ο δρόμος δεν είχε επαρκή φωτισμό, κάτι που είχε αναφερθεί και από τους κατοίκους της περιοχής και σήμερα έχει αλλάξει ο οδικός φωτισμός του δρόμου με λαμπτήρες νέου τύπου, ενώ έχει τοποθετηθεί νησίδα. Ο πεζός διασταύρωσε το δρόμο διαγώνια, φορούσε σκούρα ρούχα, δεν τον είδε ο κατηγορούμενος και τον κτύπησε με το όχημα Α. Η οδήγηση του κατηγορουμένου δεν δημιουργούσε εμφανή κίνδυνο για τον πεζό, ούτε θα μπορούσε να είχε στρέψει την προσοχή του προς την δυνατότητα τέτοιου κινδύνου, ούτε και αναγνώρισε τον κίνδυνο ο κατηγορούμενος και αποφάσισε να τον αναλάβει. Δεν τέθηκε από την κατηγορούσα αρχή οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος είχε στραμμένη την προσοχή του εκτός του δρόμου ή ότι ήταν απασχολημένος με οτιδήποτε θα μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή του (π.χ. κινητό τηλέφωνο), ενώ οι έλεγχοι άλκοολτεστ και νάρκοτεστ ήταν αρνητικοί. Περαιτέρω και λόγω όλων των ανωτέρω παραγόντων (μη επαρκής φωτισμός, σκούρα ρούχα πεζού, ταχύτητα του οχήματος Α) ο χρόνος αντίδρασης του κατηγορουμένου ήταν μεγαλύτερος από το 1,5’’ το οποίο χρησιμοποιείται σε ομαλές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ημέρας για τον μέσο συνετό οδηγό. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων ανωτέρω και ειδικότερα τους υπολογισμούς του ΜΚ2 με χρόνο αντίδρασης τα 2’’, αν ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν τον πεζό και φρέναρε και πάλι θα τον κτυπούσε, εφόσον το όχημα Α θα ακινειτοποιείτο με βάση όλους τους υπολογισμούς μετά το σημείο σύγκρουσης. Ως εκ των ανωτέρω το δυστύχημα εμπίπτει στην κατηγορία του αναπόφευκτου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Με βάση τα όσα εχουν ανωτέρω εκτεθεί η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το αδίκημα της 1ης κατηγορίας και ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στην 1η κατηγορία.

 

 

                                                                                                    (Υπ.) ……............................

                                                                                              Κ. Γεωργίου, Προσ. Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο