ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 22163/22

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

N.M.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 4 Ιουλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Αναστασίου

Για κατηγορούμενο: κ. Σ. Αλβάνης

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συγκεκριμένα ότι μεταξύ την 01.03.2022 και τις 16.03.2022 έκλεψε διάφορα έπιπλα, περιουσίας της Μ.Σ.Δ. από τη Λεμεσό.

 

Σύμφωνα με τον Πίνακα «Α» που επισυνάπτεται στο κατηγορητήριο πρόκειται για τα εξής έπιπλα:

 

1.    Τρία ξύλινα κρεβάτια αξίας Ευρώ 300

2.    Μία ντουλάπα αξίας Ευρώ 100

3.    Ένα γραφείο αξίας Ευρώ 50

4.    Δύο ερμάρια αξίας Ευρώ 300

5.    Τέσσερις πολυθρόνες αξίας Ευρώ 200

6.    Μια βιβλιοθήκη αξίας Ευρώ 50

7.    Δύο τραπεζάκια αξίας Ευρώ 80

8.    Ένας καναπές- κρεβάτι αξίας Ευρώ 150

9.    Ένα έπιπλο τηλεόρασης αξίας Ευρώ 30

10. Σετ τραπεζαρία με 6 καρέκλες αξίας Ευρώ 400

11. Ένα τραπέζι αξίας Ευρώ 40

12. Ένας μικρός καταψύκτης αξίας Ευρώ 200.

 

Για να αποδείξει την υπόθεσή της, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο 3 μάρτυρες. Εκ μέρους της Υπεράσπισης κατέθεσε ενόρκως ο κατηγορούμενος και η συμβία του.

 

Παραθέτω τη μαρτυρίας καθενός από αυτούς, ως αυτή μπορεί να συνοψιστεί από το Δικαστήριο:

 

Μ.Κ.1. – Π. Σ.

 

Υιοθετώντας την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία (Τεκμήριο 1), ο μάρτυρας κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος διέμενε, βάσει συμφωνίας ενοικίασης, από τις αρχές του 2019 μαζί με τη συμβία του σε οικεία, η οποία ανήκε προηγουμένως στον παππού και τη γιαγιά του και έπειτα κληρονόμησε η θεία του (αδελφή του πατέρα του). Λόγω του ότι διαμένει στο εξωτερικό, η θεία του εξουσιοδότησε τον πατέρα του να χειρίζεται τα ζητήματα που αφορούσαν την ενοικίαση της εν λόγω κατοικίας, όπως να εισπράττει το ενοίκιο και να αποστέλλει τα χρήματα στην ίδια. Εντός της οικείας, κατά το χρόνο της ενοικίασης, υπήρχαν διάφορα παλιά έπιπλα και συσκευές που ανήκαν προηγουμένως στον παππού και τη γιαγιά του μάρτυρα. Πρόκειται για τα έπιπλα που αναγράφονται στον Πίνακα “Α” που επισυνάπτεται στον κατηγορητήριο. Αφού έληξε το συμβόλαιο ενοικίασης, ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει από την οικεία διότι επρόκειτο να πωληθεί σε τρίτο πρόσωπο, όπως και έγινε περί το Μάρτιο 2022. Στις αρχές Μαρτίου του 2022, ο νέος ιδιοκτήτης τηλεφωνούσε συνεχώς στο μάρτυρα λέγοντάς του ότι ο κατηγορούμενος και η γυναίκα του δεν είχαν φύγει ακόμη από την οικεία και του ζητούσε όπως διευθετήσει το ζήτημα. Εκείνος με τη σειρά του επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο και του ζήτησε να αποχωρήσει από την οικεία εντός των επόμενων ημερών. Στις 16.03.2022 ο μάρτυρας μετέβηκε στην οικεία μαζί με τον νέο ιδιοκτήτη. Μπήκαν στην οικεία και διαπίστωσαν ότι ο κατηγορούμενος είχε αποχωρήσει και ότι από την οικεία έλειπαν τα πιο πάνω έπιπλα, ενώ υπήρχαν και διάφορα άλλα έπιπλα, τα οποία δεν ανήκαν στην οικογένεια του μάρτυρα και πιθανότατα ανήκαν στον κατηγορούμενο. Λόγω του ότι το τελευταίο διάστημα πριν αποχωρήσει ο κατηγορούμενος από την οικεία, ο μάρτυρας επισκεπτόταν συχνά την οικεία στην προσπάθειά του να διευθετήσει όπως ο τελευταίος αποχωρήσει, κατέθεσε ότι την βδομάδα πριν αποχωρήσει ο κατηγορούμενος από την οικεία είχε δει ότι τα έπιπλα ήταν εκεί. Διευκρίνισε ότι βρισκόταν στην οικεία 2 με 3 ημέρες πριν φύγει ο κατηγορούμενος και έπειτα ότι ο κατηγορούμενος έφυγε νύχτα από την οικεία. Αφού διαπίστωσε ότι τα έπιπλα απουσίαζαν, τηλεφώνησε αμέσως στον κατηγορούμενο και τον ρώτησε γιατί κατά την μετακόμιση του από το σπίτι πήρε και τα δικά τους αντικείμενα και ο κατηγορούμενος του απάντησε ότι όσα πράγματα πήρε από το σπίτι ήταν δικά του. Ακολούθως, ο μάρτυρας κατήγγειλε το γεγονός στην αστυνομία. Μετά από αυτό, ο κατηγορούμενος επικοινώνησε με το μάρτυρα και του ζήτησε να μεταβεί στη νέα του κατοικία για να παραλάβει τα έπιπλα. Στις 30.03.22, ο μάρτυρας μετέβη στην κατοικία του κατηγορούμενου με διπλοκάμπινο αυτοκίνητο αλλά εκεί αντίκρισε τη συμβία του κατηγορούμενου, η οποία τον ενημέρωσε ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο νοσοκομείο. Ο μάρτυρας της ζήτησε να τον αφήσει να μπει στο σπίτι για να δει ποια έπιπλα του ανήκαν αλλά εκείνη δεν του το επέτρεψε. Ο μάρτυρας πήρε μόνο μια τουαλέτα με καθρέφτη που αναγνώρισε ότι ανήκε στην οικογένειά του και αποχώρησε από το μέρος. Κατά την παρουσία του εκεί, ο μάρτυρας είδε στην αυλή και στη βεράντα του σπιτιού μέρος των αντικειμένων που βρίσκονταν προηγουμένως στην οικεία της θείας του και τα οποία αναγνώρισε ότι ανήκαν στην οικογένειά του. Πρόκειται για δύο ερμάρια, ένα καναπέ και δύο πολυθρόνες (από σετ τεσσάρων πολυθρονών).   

 

Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν γνώριζε κατά πόσο στο συμβόλαιο ενοικίασης συμπεριλήφθηκε όρος στον οποίο να καταγράφονται τα έπιπλα που βρίσκονταν μέσα στην οικεία κατά το χρόνο της ενοικίασης. Είπε ότι κατά το χρόνο που εισήλθε στην οικεία, ήτοι στις 16.03.22 ο κατηγορούμενος είχε ήδη αποχωρήσει από το σπίτι, εγκαταλείποντάς το ξεκλείδωτο, με ανοιχτές τις πόρτες. Από όσα τον έχουν ενημερώσει οι γείτονες, ο κατηγορούμενος είχε μετακομίσει από την οικεία την προηγούμενη νύχτα, φορτώνοντας τα πράγματα σε φορτηγό. Όσον αφορά την αξία των κλοπιμαίων επίπλων, ο μάρτυρας ανέφερε ότι τα έπιπλα ήταν παλαιά, ανήκαν προηγουμένως στον παππού και τη γιαγιά του και άρα δεν είχε αποδείξεις για την αγορά τους. Υπολόγισε, όμως, την τιμή τους με βάση τη φθηνότερη τιμή που μπορεί να έχουν τα εν λόγω έπιπλα στην αγορά. Βάσει των υπολογισμών του για το κάθε ένα από τα έπιπλα, η συνολικής του αξίας ανέρχεται στα Ευρώ 1900 περίπου. Περαιτέρω, ανέφερε ότι επειδή μεγάλωσε με αυτά τα έπιπλα στο σπίτι και μάλιστα, επειδή έχει, ακόμη και σήμερα, τα ίδια ήδη επίπλων στην οικεία του, ήταν σε θέση να τα αναγνωρίζει όταν επισκέφθηκε την οικεία του κατηγορούμενου στις 30.03.22. Του υποβλήθηκε η θέση ότι τα εν λόγω έπιπλα αποτελούσαν περιουσία του κατηγορούμενου και ο μάρτυρας αρνήθηκε κάτι τέτοιο.

 

Μ.Κ.2 - Σ.Σ.

 

Ο Μ.Κ.2, πατέρας του Μ.Κ.1, υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία (Τεκμήριο 2). Ο μάρτυρας επανέλαβε ουσιαστικά τα όσα είχε αναφέρει και ο γιος του στο Δικαστήριο. Ανέφερε ότι όταν πωλήθηκε το σπίτι σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, τηλεφωνούσε και ο ίδιος στον κατηγορούμενο για να του ζητήσει να αποχωρήσει αλλά αυτός καθυστερούσε να το πράξει. Προσκόμισε στο Δικαστήριο τρεις επιστολές με τις οποίες ζητούσε από τον κατηγορούμενο να καταβάλει τα καθυστερημένα ενοίκια και να παραδώσει ελεύθερη κατοχή του ακινήτου (Τεκμήριο 3). Περί το Μάρτιο 2022, ο Μ.Κ.2 ήταν άρρωστος και παρέμεινε αρκετές μέρες στο σπίτι, έτσι ζήτησε από το γιο του να χειριστεί κάποια διαδικαστικά ζητήματα και να ελέγξει κατά πόσο οι ενοικιαστές έφυγαν από την οικεία ώστε να την παραλάβει ο νέος ιδιοκτήτης. Στις 16.03.2022, του τηλεφώνησε ο Μ.Κ.1 και τον ενημέρωσε ότι ο κατηγορούμενος έφυγε από την οικεία αλλά ότι έλειπαν από την οικεία τα επίδικα έπιπλα. Τον ενημέρωσε ο Μ.Κ.1 ότι αφού τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο για να του ζητήσει εξηγήσεις, ο κατηγορούμενος του απάντησε ότι αυτά που πήρε ήταν δικά του αντικείμενα. Ο Μ.Κ.2 κατέγραψε στην κατάθεσή του τα έπιπλα τα οποία απουσίαζαν από την οικεία (ως ο Πίνακας «Α» στο κατηγορητήριο). Επίσης, ανέφερε ο μάρτυρας ότι λίγες μέρες αργότερα, τον ενημέρωσε ο Μ.Κ.1 ότι επισκέφθηκε τη νέα κατοικία του κατηγορούμενου και ότι είδε κάποια από τα έπιπλά τους στην αυλή του σπιτιού του.

 

Κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, του υποδείχθηκε αντίγραφο του συμβολαίου ενοικίασης ημερομηνίας 12.12.2018 μεταξύ της Μαρίας Δαμουλιάνου και του κατηγορούμενου. Ερωτηθείς σχετικά, διευκρίνισε ο μάρτυρας ότι υπέγραψε ο ίδιος το συμβόλαιο εκ μέρους του ιδιοκτήτη, αντί της αδελφής του, κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης από την αδελφή του, εφόσον αυτή διαμένει στο εξωτερικό. Κατέθεσε ότι πρόκειται για μία “συνηθισμένη” συμφωνία ενοικίασης την οποία συμπλήρωσαν τα μέρη τότε. Δεν συμπεριέλαβαν στη συμφωνία κάποιον όρο σε σχέση με τα έπιπλα γιατί δεν το θεώρησαν αναγκαίο τότε. Όπως είπε, η σχέση του με τον κατηγορούμενο ήταν πολύ καλές. Όταν θα ενοικίαζε την οικεία, ο Μ.Κ.2 του πρότεινε να αφήσουν τα έπιπλα που ανήκαν στους γονείς του στο σπίτι, επειδή η αδελφή του διέμενε στο εξωτερικό και ο ίδιος δεν είχε κάποιο χώρο για να τα αποθηκεύσει. Ο κατηγορούμενος συμφώνησε και μάλιστα τους ευχαρίστησε πολλές φορές για αυτό το πράγμα. Ρωτηθείς για την αξία των επίπλων, ο Μ.Κ.2 είπε ότι είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί η αξία αυτή καθότι πρόκειται για πολύ παλαιά έπιπλα τα οποία κληρονόμησε από τους γονείς του. Έγινε κάποια εκτίμησε με βάση τις τιμές του “παζαριού” αλλά ως τόνισε, εκείνο που έχει περισσότερη σημασία για τον ίδιο είναι η συναισθηματική και όχι η αγοραστική αξία των επίπλων. Υποβλήθηκε στο μάρτυρα ότι θα έπρεπε να είχε προβεί σε άλλες ενέργειες και όχι να υποβάλει  καταγγελία στην αστυνομία και ο μάρτυρας διερωτήθηκε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει στην προκειμένη περίπτωση.

 

Μ.Κ.3 - Αρχιαστυφύλακας 1831, Χ.Π.

 

Ο Μ.Κ.3 υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 10.07.2022 (Τεκμήριο 5). Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι στις 16.03.22 προσήλθε στον αστυνομικό σταθμό ο Μ.Κ.1 ο οποίος κατήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος είχε κλέψει έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές συνολικής αξίας Ευρώ 1900. Την ίδια μέρα κάλεσε στον αστυνομικό σταθμό τον κατηγορούμενο, ο οποίος του ανέφερε στις αρχές Μαρτίου είχε μετακομίσει από την συγκεκριμένη κατοικία και ότι κατά τη μετακόμιση πήρε μόνο τα δικά του αντικείμενα.

 

Κατέθεσε, επίσης, ο μάρτυρας ότι στις 16.03.22, αφού ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι έκλεψε τα συγκεκριμένα έπιπλα, μετέβηκαν μαζί με το Μ.Κ.1 αλλά και τον κατηγορούμενο, στην οικεία όπου έμενε αρχικά ο κατηγορούμενος για να γίνει καταγραφή και λίστα με τα έπιπλα που κλάπηκαν. Εκεί, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι κατά την μετακόμιση μετέφερε εκτός από τα δικά του πράγματα και άλλα έπιπλα, τα οποία ήταν μέσα στην κατοικία και δεν του ανήκαν αλλά ανήκαν στον Μ.Κ.1. Είπε ότι θα τα επέστρεφε με την πρώτη ευκαιρία μόλις βρει διαθέσιμο όχημα. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι είχε καταγράψει στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο του αστυνομικού σταθμού τη δήλωση του κατηγορούμενου ότι θα επέστρεφε τα έπιπλα στην οικεία από την οποία είχε μετακομίσει. Εκτύπωση της σχετικής καταγραφής στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο της αστυνομίας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8. Η καταχώρηση στο ημερολόγιο έγινε στις 17.03.22 και όντως εκεί αναφέρεται ότι κατά την επίσκεψη του κατηγορούμενου και του Μ.Κ.1 στην οικεία, παρουσίας της αστυνομίας, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι, κατά τη μετακόμιση “κατά λάθος” μετέφερε και έπιπλα που ανήκαν στην οικογένεια του Μ.Κ.1 και ότι συμφώνησε να τα επιστρέψει “με την πρώτη ευκαιρία που θα βρει διαθέσιμο όχημα”.

 

Στις 18.03.22, έπειτα από συγκατάθεση του κατηγορούμενου και εφόσον δεν είχε επιστρέψει τα έπιπλα ως υποσχέθηκε, διεξήχθη έρευνα στη νέα οικεία του κατηγορούμενου. Κατά την έρευνα δεν εντοπίστηκε η κλοπιμαία περιουσία. Στις 30.03.22 επικοινώνησε μαζί του ο Μ.Κ.1, ο οποίος του ανέφερε ότι επισκέφθηκε την οικεία του κατηγορούμενου, ότι ο ίδιος απουσίαζε αλλά ότι είδε μέρος της κλοπιμαίας περιουσίας στην αυλή της συγκριμένης κατοικίας. Αργότερα την ίδια μέρα ("πέραν της μίας ώρας”), ο μάρτυρας έθεσε υπό διακριτική παρακολούθηση την οικεία του κατηγορούμενου για να δει κατά πόσο υπήρχαν τέτοια έπιπλα στην αυλή του κατηγορούμενου. Παρέμεινε εκεί για περίπου 10-15 λεπτά και δεν εντόπισε τα εν λόγω έπιπλα στην αυλή της οικείας του κατηγορούμενου. Στις 09.06.22 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, με τη βοήθεια διερμηνέα, και ακολούθως τον κατηγόρησε γραπτώς. Η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6Α και ενώ η γραπτή κατηγορία ως Τεκμήριο 7Α και.

 

Αντεξετάστηκε ο μάρτυρας σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας του, χωρίς να προκύψει οτιδήποτε αξιοσημείωτο. Του υποβλήθηκε επανειλημμένα ότι αυτή η υπόθεση δεν θα έπρεπε να προωθηθεί ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου αλλά ότι είναι αστικής φύσεως και ότι οι παραπονούμενοι θα μπορούσαν να κινήσουν αγωγή για να επιδιώξουν να λάβουν οποιαδήποτε περιουσία θεωρούν ότι τους ανήκει. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι ως εξεταστής της υπόθεσης, διερεύνησε καταγγελία για κλοπή, απέστειλε τη μαρτυρία που συγκέντρωσε στη Νομική Υπηρεσία και κατόπιν σχετικής εισήγησης, η υπόθεση προωθήθηκε ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου.

 

Κατηγορούμενος

 

Ο κατηγορούμενος, υιοθετώντας το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 09.06.22 (Τεκμήριο 6Α και), κατέθεσε ότι όταν μετακόμισε από την οικεία που ανήκει στην αδελφή του Μ.Κ.2 στο νέο του σπίτι, μετέφερε με φορτηγό μόνο τα δικά του έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές, ενώ εκείνα που υπήρχαν στο σπίτι πριν το ενοικιάσει ο ίδιος, τα άφησε εκεί. Επρόκειτο για παλαιά έπιπλα, κάποια από τα οποία ήταν εντελώς άχρηστα.

 

Αντεξεταζόμενος ο κατηγορούμενος συμφώνησε με τη θέση ότι όταν ενοικίασε το σπίτι, υπήρχαν ήδη κάποια έπιπλα μέσα. Επρόκειτο, για ένα ερμάρι και ένα κομοδίνο. Το κομοδίνο το πήρε μαζί του κατά λάθος, κατά την μετακόμιση, και έπειτα το επέστρεψε. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι υπήρχαν δύο κομοδίνα, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Ερωτηθείς εκ νέου, ανέφερε ότι στην οικεία υπήρχαν τελικά δύο ερμάρια (ένα μεγάλο και ένα μικρό), ένα κομοδίνο και ένας καταψύκτης.

 

Ισχυρίστηκε, επίσης, κατά την περίοδο που μετακόμιζε, πριν πάρει τα πράγματά του, ο Μ.Κ.1 είχε μεταφέρει στην οικεία ένα μεγάλο κάδο (skipper) και πέταξε διάφορα έπιπλα εκεί, επειδή ο νέος ιδιοκτήτης δεν επιθυμούσε να παραμείνουν μέσα έπιπλα. Μάλιστα, ανέφερε ότι όταν έγινε καταγγελία, ο κατηγορούμενος έδειξε στον αστυνομικό τον κάδο όπου ήταν πεταγμένα διάφορα έπιπλα και αντικείμενα. Όταν μετακόμιζε, μετέφερε λίγα- λίγα έπιπλα με το αυτοκίνητό του στο νέο του σπίτι. Είχε αφήσει διάφορα έπιπλα στο σπίτι και όταν ξαναπήγε τα βρήκε σε αυτό τον κάδο. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασής του, ανέφερε ότι επειδή ο ίδιος βρισκόταν στο νοσοκομείο κατά το χρόνο της μετακόμισης, τον βοηθούσαν και δύο φίλοι του, οι οποίοι φαίνεται ότι μετέφεραν στη νέα του οικεία το κομοδίνο που άνηκε στην οικογένεια των παραπονούμενων.

 

Παραδέχτηκε ότι είχε πει στην αστυνομία στις 16.03.22 ότι είχε πάρει κάποια έπιπλα που δεν ήταν δικά του και ότι θα τα επέστρεφε με την πρώτη ευκαιρία. Τελικά, επρόκειτο μόνο για ένα κομοδίνο το οποίο επιστράφηκε στο Μ.Κ.1 όταν πέρασε από το νέο του σπίτι λίγες μέρες αργότερα.

 

Αρνήθηκε ότι υπήρχαν και άλλα έπιπλα στην αυλή του, τα οποία είδε ο Μ.Κ.1 όταν επισκέφθηκε τη νέα του οικεία στις 30.03.22.

 

Εξέφρασε τη θέση ότι οι παραπονούμενοι, και ειδικότερα ο Μ.Κ.1, προέβησαν σε ψευδή καταγγελία εναντίον του. Ερωτηθείς γιατί ο Μ.Κ.1 να ήθελε να τον καταγγείλει ψευδώς στην αστυνομία εφόσον ο κατηγορούμενος είχε ήδη αποχωρήσει από το σπίτι, ο κατηγορούμενος ανέφερε «μπορεί, επειδή ήθελε να πουλήσει τα έπιπλα αυτός».

 

Μ.Υ.1 – Pruna Mihaela Iuliana

 

Κατά την κυρίως εξέτασή της, η Μ.Υ.1 ανέφερε ότι είναι η συμβία του κατηγορούμενου και ότι διαμένουν μαζί εδώ και 4 χρόνια. Ανέφερε μόνο ότι όταν μετακόμισαν από την οικεία της αδελφής του Μ.Κ.2, δεν πήραν ποτέ τα έπιπλα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

Αντεξεταζόμενη η μάρτυρας αρνήθηκε ότι τα έπιπλα που περιγράφονται στον Πίνακα «Α» βρίσκονταν στο σπίτι όταν ενοικιάστηκε από τον κατηγορούμενο. Διευκρίνισε, όμως, ότι το σπίτι ενοικιάστηκε το 2019 και η ίδια εισήλθε σε αυτό ένα χρόνο αργότερα. Το μόνο έπιπλο που υπήρχε στο σπίτι και δεν τους άνηκε ήταν το κομοδίνο που παρέλαβε στις 30.03.22 ο Μ.Κ.1. Στο «χάος» της μετακόμισης, πήραν κατά λάθος και αυτό το κομοδίνο. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασής της ανέφερε ότι όταν μετακόμισαν στο νέο σπίτι δεν είχαν έπιπλα, αλλά παρόλα αυτά δεν πήραν οτιδήποτε που δεν τους άνηκε από το προηγούμενο σπίτι. Ανέφερε, επίσης, ότι όταν τους πήρε τηλέφωνο ο Μ.Κ.1 στις 16.03.22 τους ρώτησε μόνο που βρισκόταν αυτό το κομοδίνο και όχι για τα υπόλοιπα έπιπλα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

Της ζητήθηκε να περιγράψει το «κομοδίνο» και εξήγησε ότι επρόκειτο για ένα έπιπλο μήκους περίπου δύο μέτρων το οποίο είχε ένα μεγάλο καθρέφτη στο πάνω μέρος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τουαλέτα με καθρέφτη.

 

Ισχυρίστηκε ότι το κομοδίνο βρισκόταν στην αυλή του νέου τους σπιτιού όταν διεξήχθη έρευνα από την αστυνομία στις 18.06.22. Ερωτηθείσα σχετικά, απάντησε ότι δεν γνώριζε γιατί δεν υποδείχθηκε το συγκεκριμένο έπιπλο στην αστυνομία κατά την έρευνα. Η ίδια δεν βρισκόταν στο σπίτι εκείνη τη χρονική στιγμή.

 

Στις 30.03.22, όταν επισκέφθηκε το σπίτι ο Μ.Κ.1, δεν της ζήτησε να εισέλθει στην οικεία για να δει κατά πόσο βρίσκονταν τα έπιπλα εκεί. Φόρτωσε το «κομοδίνο» στο διπλοκάμπινο όχημα του και έφυγε εκνευρισμένος και απειλώντας την. Εκτός από το εν λόγω έπιπλο, στην αυλή υπήρχε και ένα ερμάρι με δύο πόρτες το οποίο, όμως, δεν άνηκε στην οικογένεια του Μ.Κ.1. Δεν υπήρχαν άλλα έπιπλα.

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρηματολογώντας και προβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα έχουν αναφέρει και τα έχω λάβει υπόψη μου.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη (Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563), με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε (Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614). Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του.  Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία (Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016). Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο (Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266). Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422).

 

Ο Μ.Κ.1 μου άφησε θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με άμεσο και πηγαίο τρόπο στο Δικαστήριο, απαντούσε ευθέως και χωρίς υπεκφυγές στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και δεν εντόπισα οποιαδήποτε αντίφαση στα όσα είπε. Περαιτέρω, εφόσον ο κατηγορούμενος είχε ήδη αποχωρήσει από την οικεία της θείας του στις 16.03.2022, ο Μ.Κ.1 δεν είχε οποιοδήποτε κίνητρο ή προσωπικό όφελος από την προώθηση της υπό κρίση καταγγελίας ψευδώς στην αστυνομία ή στο Δικαστήριο. Αντιθέτως, διαφάνηκε ότι εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να επιστραφεί η κλοπιμαία περιουσία στην οικογένειά του και όχι η προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον του κατηγορούμενου. Μέρος της αντεξέτασης αναλώθηκε στο κατά πόσον ο Μ.Κ.1 είχε νόμιμο δικαίωμα να εισέλθει στην οικεία στις 16.03.2018, η οποία είχε εγκαταλειφθεί από τον κατηγορούμενο κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα ή εάν θα έπρεπε προηγουμένως να εκδοθεί διάταγμα Δικαστηρίου ή έγκριση από την αστυνομία. Το ζήτημα δεν εγέρθηκε στο πλαίσιο έντασης σε κατάθεση συγκεκριμένης μαρτυρίας ως παρανόμως ληφθείσας, ούτε κλήθηκε το Δικαστήριο να εξετάσει κάτι τέτοιο. Τούτου δοθέντος, οι απαντήσεις που δόθηκαν από τον Μ.Κ.1 ήταν λογικές και δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία του σε οποιοδήποτε σημείο της αντεξέτασης. Η πλευρά της Υπεράσπισης δεν αντεξέτασε τον Μ.Κ.1 ως προς τον ισχυρισμό του ότι τα αντικείμενα που καταγράφονται στον Πίνακα «Α» του κατηγορητηρίου βρίσκονταν εντός της οικείας κατά το χρόνο που ο κατηγορούμενος ενοικίασε το σπίτι. Η θέση αυτή εξάλλου υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία του Μ.Κ.2. Ομοίως, δεν αντεξετάστηκε ως προς τον ισχυρισμό του ότι όταν επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο για να του ζητήσει να αποχωρήσει από την οικεία 2-3 μέρες πριν από τις 16.03.2018, ο ίδιος είδε ότι τα εν λόγω έπιπλα βρίσκονταν ακόμη στο σπίτι. Ούτε αντεξετάστηκε ο Μ.Κ.1 ως προς τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος εισήλθε στις 16.03.2018 και βρήκε το σπίτι εγκαταλειμμένο με τις πόρτες ορθάνοιχτες και με τα έπιπλα να απουσιάζουν. Περαιτέρω, δεν αμφισβητήθηκε ο ισχυρισμός του ότι στις 30.03.2018, ο Μ.Κ.1 είδε κάποια από τα έπιπλα στην αυλή της νέας οικείας του κατηγορούμενου. Σημειώνω ότι, κατά πάγια αρχή, από την οποία δεν βρίσκω στην προκείμενη περίπτωση οποιοδήποτε λόγο να αποκλίνω, η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας (Frederickou Schools Co Ltd κ.α. ν. Acuac Inc (2002) 1 ΑΑΔ 1527, Πιριλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποιν. Έφ. Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454). Του υποβλήθηκε μόνο η θέση ότι τα συγκεκριμένα έπιπλα που βρίσκονταν έξω στην αυλή ανήκαν στον κατηγορούμενο και όχι στην οικογένειά του και ο μάρτυρας απάντησε με ευθύ και πειστικό τρόπο, εξηγώντας τους λόγους που ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τα συγκεκριμένα έπιπλα. Αποδέχομαι τη θέση του μάρτυρα, ο οποίος με ειλικρίνεια ανέφερε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει την ακριβή αξία των επίπλων καθότι αυτά είναι παλαιά και αγοράστηκαν πριν από πολλά χρόνια. Επιχείρησε, όμως, να εκτιμήσει την αξία τους, στη βάση των τιμών που κυμαίνονται στην αγορά για παρόμοια έπιπλα, επιλέγοντας μάλιστα να δηλώσει σε αυτά χαμηλότερη αξία από άλλα συγκρίσιμα έπιπλα. Αυτά υποστήριξε και ο Μ.Κ.2. Δεν μου δόθηκε η εντύπωση ότι, είτε ο Μ.Κ.1, είτε ο Μ.Κ.2, είχαν οποιοδήποτε λόγο να παραπλανήσουν την αστυνομία ή το Δικαστήριο, ως προς την εκτίμηση της αξίας των συγκεκριμένων επίπλων. Μάλιστα, ως αναφέρθηκε, δεν τους αφορούσε τόσο η χρηματική αξία των επίπλων αλλά πολύ περισσότερο η συναισθηματική τους αξία, εφόσον πρόκειται για έπιπλα που κληρονόμησαν από τους γονείς του Μ.Κ.2, οι οποίοι έχουν αποβιώσει. Εν κατακλείδι, ήταν πειστικός ο Μ.Κ.1 κατά την παράθεση της μαρτυρίας του και την αποδέχομαι στο σύνολό της ως αξιόπιστη.

 

Πολύ θετική εντύπωση άφησε στο Δικαστήριο και ο Μ.Κ.2. Όπως και ο Μ.Κ.1, έτσι και ο Μ.Κ.2 κατέθεσε με αμεσότητα και με πηγαίο τρόπο στο Δικαστήριο, χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις ή υπερβολές. Δεν πρόκειται για πρόσωπο το οποίο είχε οποιοδήποτε κίνητρο ή προσωπικό όφελος από την προώθηση μιας ψευδούς καταγγελίας εναντίον του κατηγορούμενου. Αντιθέτως, διαφάνηκε ότι στο παρελθόν είχε πολύ καλές σχέσεις με τον κατηγορούμενο – κάτι το οποίο, επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Δεν μου διαφεύγει ότι ένα μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία των όσων του διηγήθηκε ο Μ.Κ.1. Εφόσον κατέθεσε απευθείας στο Δικαστήριο ο Μ.Κ.1, η συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του δεν έχει οποιαδήποτε αποδεικτική βαρύτητα και δεν λαμβάνεται υπόψη ως ενισχυτική ή υποστηρικτική της μαρτυρίας του Μ.Κ.1. Ο Μ.Κ.2, όμως, κατέθεσε, επίσης, ότι κατά το χρόνο που ενοικίασε το σπίτι ο κατηγορούμενος τον είχε ρωτήσει εάν θα μπορούσε να αφήσει εντός του σπιτιού τα συγκεκριμένα έπιπλα που αναφέρονται στο Παράτημα Α επειδή ο ίδιος δεν είχε κάποιο άλλο χώρο να τα αποθηκεύσει και ότι ο κατηγορούμενος αποδέχτηκε και τον ευχαρίστησε, μάλιστα, πολλές φορές αφού δεν είχε δικά του έπιπλα. Δεν αντεξετάστηκε επί αυτής του της θέσης ο Μ.Κ.2 από την πλευρά της Υπεράσπισης. Αντιθέτως, η αντεξεταστική γραμμή εστίασε σε άλλα ζητήματα όπως το εάν ο Μ.Κ.2 είχε εξουσιοδότηση από την αδελφή του για να διαχειρίζεται ζητήματα ενοικίασης του συγκεκριμένου ακινήτου, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής του συμβολαίου ενοικίασης, εάν ορθά ζήτησε τον τερματισμό της ενοικίασης έπειτα από τη λήξη της περιόδου ενοικίασης και εάν η πώληση του ακινήτου επηρεάζει τα νόμιμα δικαιώματα ενός ενοικιαστή. Με κάθε σεβασμό προς την πλευρά της Υπεράσπισης, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς τέτοια ζητήματα, τα οποία άπτονται της εγκυρότητας της συμφωνίας ενοικίασης και του τερματισμού αυτής σχετίζονται ή επηρεάζουν τα επίδικα ζητήματα που εγείρονται στην υπό κρίση υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, σίγουρα δεν επηρεάζουν την αξιοπιστία του μάρτυρα, η οποία παρέμεινε ακλόνητη. Χωρίς ενδοιασμούς, αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 στο σύνολό της ως αξιόπιστη.    

 

Θετική ήταν η εντύπωση που αποκόμισα και από τον Μ.Κ.3. Πρόκειται για τρίτο, ανεξάρτητο πρόσωπο, το οποίο, επίσης, δεν είχε οποιοδήποτε κίνητρο να καταθέσει ψευδώς στο Δικαστήριο εναντίον του κατηγορούμενου. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν κατάφερε να αναδείξει οποιεσδήποτε αντιφάσεις στη μαρτυρία του ή να κλονίσει την αξιοπιστία του. Δεν αντεξετάστηκε ο Μ.Κ.3 επί του ουσιώδη ισχυρισμού του ότι κατά την παρουσία του στην επίδικη οικεία, στις 16.03.2022, ο κατηγορούμενος του ανέφερε ότι εκ παραδρομής μετέφερε κατά την μετακόμιση κάποια παλαιά έπιπλα στην νέα του οικεία και ότι με την πρώτη ευκαιρία θα τα επέστρεφε. Η θέση αυτή δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τον κατηγορούμενο κατά την παράθεση της μαρτυρίας του ενώ υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8. Δεν εντοπίζω κανένα λόγο γιατί να μην αποδεχτώ την μαρτυρία του Μ.Κ.3 ως αξιόπιστη και συνεπώς δεν αποδέχομαι ως τέτοια.

 

Ο κατηγορούμενος δεν άφησε στο Δικαστήριο θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Παρατήρησα ότι σε πολλά σημεία, κατά το στάδιο της αντεξέτασής του, απέφευγε να απαντήσει ευθέως στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, εντοπίζονται αντιφάσεις στη μαρτυρία του ενώ η εκδοχή που παρέθεσε ήταν ασαφής και συγκεχυμένη.

 

Παρά το ότι στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία (και υιοθέτησε κατά την κυρίως εξέτασή του – Τεκμήριο 6Α και) δεν είχε αρνηθεί ότι υπήρχαν παλαιά έπιπλα στην οικεία που ενοικίασε από τον Μ.Κ.2 («κάποια» από τα οποία ήταν, μάλιστα, άχρηστα – δίδοντας έτσι την εντύπωση ότι υπήρχαν αρκετά παλαιά έπιπλα), κατά την αντεξέτασή του φαίνεται να αλλοιώνει την αρχική του θέση, ισχυριζόμενος ότι τελικά υπήρχαν μόνο δύο ερμάρια (ένα μεγάλο και ένα μικρό), ένα κομοδίνο και ένας καταψύκτης. Σημειώνω ότι αρχικά ανέφερε ότι δεν υπήρχαν καθόλου έπιπλα, έπειτα ότι υπήρχα δύο κομοδίνα και ένα ερμάρι, έπειτα ότι υπήρχαν δύο ερμάρια και ένα κομοδίνο και σε άλλο σημείο πρόσθεσε ότι υπήρχε και ένας καταψύκτης. Δεν εξηγήθηκε γιατί, στην κυρίως εξέτασή του (ή στην κατάθεσή του στην αστυνομία) δεν ανέφερε τέτοιο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι ουδέποτε υπήρχαν στην οικεία τα συγκεκριμένα έπιπλα τα οποία κατηγορείτο ότι έκλεψε, και αντί αυτού περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι δεν μετέφερε οτιδήποτε στην οικεία του που δεν του άνηκε. Παρεμβάλλεται, ότι η θέση του κατηγορούμενου αναφορικά με τα έπιπλα που, κατά τον ισχυρισμό του, υπήρχαν στην οικεία δεν υποβλήθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας όταν αυτοί κατέθεταν στο Δικαστήριο. 

 

Ενώ κατά την κυρίως εξέτασή του ανέφερε ότι, κατά την μετακόμιση δεν μετέφερε οποιοδήποτε αντικείμενο που δεν του άνηκε, αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι μετέφερε μόνο ένα κομοδίνο. Περαιτέρω, δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του Μ.Κ.3 ότι του είχε αναφέρει στις 16.03.22 ότι είχε πάρει κάποια παλαιά έπιπλα και ότι θα τα επέστρεφε με την πρώτη ευκαιρία, όταν θα έβρισκε διαθέσιμο κάποιο φορτηγό για να μπορεί να τα μεταφέρει. Ερωτηθείς σχετικά, είπε ότι τότε εννοούσε ότι είχε πάρει μόνο ένα κομοδίνο, αλλά δεν κατάφερε να εξηγήσει γιατί, αναφερόμενος στα έπιπλα, χρησιμοποίησε πληθυντικό (χωρίς να διευκρινίσει στον Μ.Κ.3 ότι αναφερόταν σε ένα κομοδίνο μόνο) ή γιατί χρειαζόταν φορτηγό για να μεταφέρει μόνο ένα έπιπλο. Ούτε, βεβαίως, ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με το κομοδίνο κατά την κυρίως εξέτασή του ή κατά την κατάθεσή του στην αστυνομία.

 

Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε λογική εξήγηση γιατί όταν η αστυνομία επισκέφθηκε την νέα του οικεία για να διεξάγει έρευνα, στις 18.06.2022, ο ίδιος δεν υπέδειξε το συγκεκριμένο «κομοδίνο», εφόσον κατά τον ισχυρισμό του βρισκόταν στην αυλή της οικείας του και ήταν το μόνο έπιπλο που πήρε κατά λάθος και επιθυμούσε να επιστρέψει, αλλά τους άφησε να θεωρήσουν ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε άλλα έπιπλα στην οικεία του. Σε αυτό το σημείο της αντεξέτασής, παρατήρησα αμηχανία από μέρους του κατηγορούμενου σε μια προσπάθεια να αποφύγει να απαντήσει ευθέως στο συγκεκριμένο ερώτημα× το οποίο, βρίσκω, καθόλα εύλογο.

 

Ο ισχυρισμός του ότι, κατά την περίοδο της μετακόμισης (ήτοι λίγο πριν τις 16.03.2018), ο Μ.Κ.1 είχε μεταφέρει κάδο (skipper) στον οποίο πέταξε διάφορα έπιπλα και ότι ο κατηγορούμενος τα υπέδειξε και στην αστυνομία στις 16.03.2022, προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της αντεξέτασης του κατηγορούμενου και δεν υποβλήθηκε οτιδήποτε σχετικό στο Μ.Κ.1 ή το Μ.Κ.3 κατά την παράθεση της μαρτυρίας τους – ούτε αναφέρθηκε οτιδήποτε σχετικό κατά την κυρίως εξέτασή του κατηγορούμενου ή κατά την κατάθεσή του στην αστυνομία. Πρόκειται, εμφανώς, για προϊόν εκ των υστέρων σκέψεων του κατηγορούμενου, ο οποίος έχοντας ακούσει την μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, προσπάθησε να κατασκευάσει, κατά το στάδιο της αντεξέτασής του, μια νέα εκδοχή γεγονότων προς υποστήριξη της υπεράσπισής του.

 

Επίσης, η αναφορά του κατηγορούμενου ότι ο Μ.Κ.1 τον κατάγγειλε ψευδώς στην αστυνομία ενδεχομένως γιατί «ήθελε να πωλήσει τα έπιπλα αυτός», όχι μόνο δεν κρίνεται πειστικός αλλά εγείρει περαιτέρω ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του κατηγορούμενου. Αυτό γιατί, εάν όντως ουδέποτε υπήρξαν στην οικεία, κατά την περίοδο ενοικίασης, τα έπιπλα που αναφέρονται στον Πίνακα «Α» και άρα αποτελούσαν απαύγασμα της φαντασίας των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, τότε ο Μ.Κ.1 δεν θα μπορούσε να τα «πωλήσει» και άρα δεν θα είχε οτιδήποτε να κερδίσει από το να καταγγείλει τον κατηγορούμενο ψευδώς στην αστυνομία. Η εισήγηση του κατηγορούμενου ότι ο Μ.Κ.1 επιθυμούσε να πωλήσει ο ίδιος τα επίδικα έπιπλα, ως ζήτημα ορθολογιστικής προσέγγισης, προϋποθέτει την ύπαρξη των επίδικων επίπλων ενώ παράλληλα, υποδηλώνει ότι αυτά είχαν κάποια αξία και θα μπορούσαν να πωληθούν σε τρίτα πρόσωπα.

 

Δεν έχω πεισθεί για την αλήθεια των όσων κατέθεσε ο κατηγορούμενος ενώ ο τρόπος που παλινδρομούσε ως προς τις θέσεις του και απέφευγε να απαντήσει ευθέως και με ουσιαστικό τρόπο στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, έδιδε την εντύπωση ενός προσώπου που προσπαθούσε να αποκρύψει την αλήθεια με σκοπό να αποφύγει την ποινική του ευθύνη. Η εκδοχή των γεγονότων που παρέθεσε για πρώτη φορά κατά  την αντεξέτασή του, ήταν συγκεχυμένη, σε κάποια σημεία παρουσιάζει κενά και, συνεπώς, στερείται πειστικότητας. Παράλληλα, ουσιώδεις θέσεις του κατηγορούμενου (όπως το ότι στην οικεία υπήρχαν μόνο δύο ερμάρια, ένα κομοδίνο και ένας παλιός καταψύκτης ή ότι ο Μ.Κ.1 είχε πετάξει διάφορα έπιπλα στον κάδο κατά την μετακόμιση) δεν υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας όταν κατέθεταν στο Δικαστήριο, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθούν επί των ισχυρισμών του. Συνακόλουθα, η μαρτυρία του κατηγορούμενου απορρίπτεται ως αναξιόπιστη.

 

Αρνητική εντύπωση αποκόμισα και από την Μ.Υ.1. Παρατήρησα ότι απέφευγε να απαντήσει ευθέως τις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν, εντόπισα κάποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία της ενώ τα όσα κατέθεσε δεν ήταν αληθοφανή και στερούνται πειστικότητας. Μου δόθηκε η εντύπωση ότι προσήλθε απλώς για να υποστηρίξει την εκδοχή του συμβίου της, ως είχε και κίνητρο να πράξει λόγω της σχέσης της με αυτόν, και όχι για να παραθέσει την αλήθεια στο Δικαστήριο. Ισχυρίστηκε η Μ.Υ.1 ότι όταν η ίδια διέμενε στο σπίτι που ενοικίαζε ο κατηγορούμενος, δεν υπήρχαν τα έπιπλα που αναγράφονται στον Πίνακα «Α» του κατηγορητηρίου. Υπήρχε μόνο το «κομοδίνο» το οποίο βρήκε ο Μ.Κ.1 στην αυλή του νέου τους σπιτιού και φόρτωσε στο διπλοκάμπινο όχημά του στις 30.03.2022. Σημειώνω ότι διευκρίνισε ότι με τον όρο «κομοδίνο» εννοούσε την τουαλέτα με καθρέφτη, η οποία βρέθηκε στην αυλή του κατηγορούμενου στις 30.03.2022. Αυτό έρχεται σε αντίθεση ακόμη και με τη μαρτυρία του κατηγορούμενου, ο οποίος παραδέχθηκε ότι στο σπίτι βρίσκονταν και κάποια άλλα έπιπλα, πέραν από το «κομοδίνο», ενώ έρχεται σε αντίθεση και με τον ισχυρισμό του Μ.Κ.1 ότι λίγες μέρες πριν την μετακόμιση, είδε ο ίδιος ότι τα έπιπλα που καταγράφονται στον Πίνακα «Α» βρίσκονταν ακόμη στο σπίτι× ισχυρισμός ο οποίος δεν αντικρούστηκε, ούτε αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.1.

 

Επίσης, ανέφερε η Μ.Υ.1 ότι στις 16.03.2022, ο Μ.Κ.1 τους τηλεφώνησε ρωτώντας τους που βρίσκεται το συγκεκριμένο «κομοδίνο» και δεν τους ανέφερε οτιδήποτε για τα υπόλοιπα έπιπλα. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν παρουσιάζεται ως αληθοφανής αφού, έπειτα από το τηλεφώνημα, ο Μ.Κ.1 ενημέρωσε τον τοπικό αστυνομικό σταθμό για το τί είχε συμβεί και ως επιβεβαίωσε και ο Μ.Κ.3, η καταγγελία του αφορούσε αρκετά έπιπλα και όχι μόνο ένα «κομοδίνο». Εξάλλου, εάν το παράπονο του Μ.Κ.1 αφορούσε αρχικά μόνο ένα «κομοδίνο», δεν θα χρειαζόταν να μεταβούν όλοι στην οικεία για να γίνει καταγραφή των επίπλων που έλειπαν. Περαιτέρω, ο ίδιος ο κατηγορούμενος στις 16.03.22 παραδέχθηκε ότι υπήρχαν διάφορα παλαιά έπιπλα στο σπίτι, κάποια από τα οποία ήταν άχρηστα, και τα οποία προτίθετο να επιστρέψει στους παραπονούμενους× ισχυρισμός που και πάλι δεν αμφισβητήθηκε κατά το στάδιο της αντεξέτασής του Μ.Κ.3 και δεν αρνήθηκε ούτε ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Συνεπώς, η θέση ότι το παράπονο του Μ.Κ.1 στις 16.03.2022 αφορούσε μόνο ένα «κομοδίνο», δεν συνάδει με την υπόλοιπη προσκομισθείσα μαρτυρία και προβάλλει ως μια χαλκευμένη εκδοχή που κατασκευάστηκε εκ των υστέρων από τη Μ.Υ.1.

 

Περαιτέρω σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας της ανέφερε ότι το συγκεκριμένο «κομοδίνο» μεταφέρθηκε, κατά λάθος, στο «χάος» που επικρατούσε κατά την μετακόμιση ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε ότι όταν μετακόμισαν στο νέο σπίτι δεν είχαν «πράγματα». Αυτό, παρά το ότι ως ισχυρίστηκε, κατά την μετακόμιση τους βοηθούσαν και δύο φίλοι τους. Εφόσον δεν είχαν δικά τους «πράγματα» και άρα ούτε έπιπλα για να μεταφέρουν στο νέο σπίτι, διερωτάται κανείς πώς διέλαθε της προσοχής τους και μετέφεραν το συγκεκριμένο έπιπλο το οποίο, ως διευκρινίστηκε είχε μεγάλες διαστάσεις (σαν το εδώλιο του μάρτυρα).

 

Δεν έχω πεισθεί για την αλήθεια των όσων ανέφερε η Μ.Υ.1 στο Δικαστήριο και συνεπώς δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της.

 

Ευρήματα

 

 Ενόψει των πιο πάνω, προβαίνω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Βάσει συμφωνίας ενοικίασης που υπογράφηκε από τον κατηγορούμενο και τον Μ.Κ.2, ως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της αδελφής του, ο κατηγορούμενος διέμενε στην οικία της αδελφής του Μ.Κ.2 από τις αρχές του 2019. Η συγκεκριμένη οικεία άνηκε στους γονείς του Μ.Κ.2 και όταν απεβίωσαν, μεταβιβάστηκε στην αδελφή του η οποία διαμένει στο εξωτερικό. Ο Μ.Κ.2, κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης από την αδελφή του, ανέλαβε να διαχειρίζεται ζητήματα που αφορούσαν την ενοικίαση της οικείας καθώς και να μεταφέρει τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στο ενοίκιο στην ίδια.

 

Όταν επρόκειτο να ενοικιάσει την οικεία στον κατηγορούμενο, ο Μ.Κ.2 του πρότεινε να αφήσουν εντός της οικείας τα έπιπλα που βρίσκονταν ήδη μέσα στο σπίτι και τα οποία ανήκαν προηγουμένως στους γονείς του και, όταν πλέον αυτοί απεβίωσαν, ανήκαν στο Μ.Κ.2 και την αδελφή του. Αυτό γιατί η αδελφή του Μ.Κ.2 διέμενε στο εξωτερικό και ο ίδιος δεν είχε κάποιο άλλο χώρο για να τα αποθηκεύσει. Ο κατηγορούμενος συμφώνησε και μάλιστα ευχαρίστησε τον Μ.Κ.2 πολλές φορές για αυτό το πράγμα. Πρόκειται για τα έπιπλα που αναγράφονται στον Πίνακα “Α” που επισυνάπτεται στον κατηγορητήριο (και καταγράφονται πιο πάνω).

 

Αφού έληξε το συμβόλαιο ενοικίασης, ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει από την οικεία διότι επρόκειτο να πωληθεί σε τρίτο πρόσωπο, όπως και έγινε περί το Μάρτιο 2022. Στις αρχές Μαρτίου του 2022, ο νέος ιδιοκτήτης τηλεφωνούσε συνεχώς στο Μ.Κ.1 λέγοντάς του ότι ο κατηγορούμενος και η γυναίκα του δεν είχαν φύγει ακόμη από την οικεία και του ζητούσε όπως διευθετήσει το ζήτημα. Ο Μ.Κ.1 με τη σειρά του επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο και του ζήτησε να αποχωρήσει από την οικεία εντός των επόμενων ημερών.

 

Στις 16.03.2022 ο Μ.Κ.1 μετέβηκε στην οικεία μαζί με τον νέο ιδιοκτήτη. Βρήκαν την οικεία εγκαταλειμμένη, με τις πόρτες ορθάνοιχτες και με τις κλειδαριές να μην λειτουργούν. Μπήκαν στην οικεία και διαπίστωσαν ότι ο κατηγορούμενος είχε αποχωρήσει και ότι από την οικεία έλειπαν τα πιο πάνω έπιπλα, παρά το ότι τα έπιπλα βρίσκονταν εντός της οικείας 2-3 μέρες προηγουμένως. Τα είχε δει ο Μ.Κ.1 όταν επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο για να του ζητήσει να αποχωρήσει από την οικεία.

 

Αφού διαπίστωσε ότι τα έπιπλα απουσίαζαν, ο Μ.Κ.1 τηλεφώνησε αμέσως στον κατηγορούμενο και τον ρώτησε γιατί κατά την μετακόμιση του από το σπίτι πήρε και τα δικά τους αντικείμενα και ο κατηγορούμενος του απάντησε ότι όσα πράγματα πήρε από το σπίτι ήταν δικά του. Ακολούθως, ο μάρτυρας κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία. Την ίδια μέρα, η αστυνομία επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο και ο ίδιος αρνήθηκε ότι έκλεψε τα συγκεκριμένα έπιπλα. Έτσι, ο αστυφύλακας που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης (Μ.Κ.3) μετέβηκε μαζί με δύο άλλα μέλη της αστυνομίας, το Μ.Κ.1 αλλά και τον κατηγορούμενο και τη συμβία του, στην οικεία όπου έμενε αρχικά ο κατηγορούμενος για να γίνει καταγραφή και λίστα με τα έπιπλα που κλάπηκαν. Τότε, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι κατά την μετακόμιση, μετέφερε, κατά λάθος, εκτός από τα δικά του πράγματα και άλλα έπιπλα, τα οποία ήταν μέσα στην κατοικία και δεν του ανήκαν. Είπε ότι θα τα επέστρεφε με την πρώτη ευκαιρία μόλις θα έβρισκε διαθέσιμο όχημα.

 

Εφόσον ο κατηγορούμενος δεν επέστρεψε κανένα από τα έπιπλα, στις 18.03.2022 διενεργήθηκε έρευνα στο νέο του σπίτι από την αστυνομία, κατά την οποία δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε από τα επίδικα έπιπλα.

 

Στις 30.03.22, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ του Μ.Κ.1 και του κατηγορούμενου, ο Μ.Κ.1 μετέβη στην κατοικία του κατηγορούμενου με διπλοκάμπινο αυτοκίνητο με σκοπό να παραλάβει τα επίδικα έπιπλα. Εκεί συνάντησε τη συμβία του κατηγορούμενου, η οποία τον ενημέρωσε ότι ο κατηγορούμενος απουσίαζε. Ο Μ.Κ.1 της ζήτησε να τον αφήσει να μπει στο σπίτι για να δει ποια έπιπλα του ανήκαν αλλά εκείνη δεν του το επέτρεψε. Ο Μ.Κ.1 εντόπισε στην αυλή της νέας οικείας του κατηγορούμενου μια τουαλέτα με καθρέφτη, έπιπλο το οποίο ανήκε στην οικογένειά του, το φόρτωσε στο διπλοκάμπινο όχημά του και αποχώρησε από το μέρος. Κατά την παρουσία του εκεί, ο μάρτυρας είδε στην αυλή και στη βεράντα του σπιτιού μέρος των επίδικων επίπλων. Πρόκειται για δύο ερμάρια, ένα καναπέ και δύο πολυθρόνες (από σετ τεσσάρων πολυθρόνων).   

 

Την ίδια μέρα, ο Μ.Κ.1 ενημέρωσε τον Μ.Κ.3 για το τί είχε δει στην αυλή του κατηγορούμενου. Τουλάχιστον μία ώρα αργότερα, ο Μ.Κ.3 μετέβηκε διακριτικά έξω από την οικεία του κατηγορούμενου αλλά δεν εντόπισε τα εν λόγω έπιπλα εκεί.

 

Η συνολική αξία των επίδικων επίπλων ανέρχεται, βάσει εκτίμησης των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 (η οποία γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο) στα Ευρώ 1900 περίπου.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται (βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής από κατοικία κατά παράβαση του άρθρου 262 σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Το άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό

 

Στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 486 προσδιορίστηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής. Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής θα πρέπει (1) ο κατηγορούμενος να έλαβε περιουσία, η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, (2) αυτό να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης από μέρους του κατηγορούμενου, (3) ο κατηγορούμενος να ενήργησε με δόλιο τρόπο και με πρόθεση μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας αυτής.

 

Κατ’ αρχάς, τα έπιπλα που αναγράφονται στον Πίνακα «Α» αποτελούν περιουσία η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής. Η εξακρίβωση της αξίας της κλοπιμαίας περιουσίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλοπής (βλ. Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 458). Εν πάση περιπτώσει, στη προκειμένη περίπτωση, έχει γίνει αποδεκτή η εκτίμηση της αξίας της κλοπιμαίας περιουσίας σύμφωνα με την μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2.

 

Η μαρτυρία που έχει προσκομισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της διάπραξης του αδικήματος της κλοπής είναι περιστατικής φύσεως. Νοείται ότι η περιστατική μαρτυρία δεν υπολείπεται, ούτε είναι υποδεέστερης αξίας από την άμεση μαρτυρία. Η σημασία της έγκειται στα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν από το περιεχόμενό της. Αν και ένα-ένα τα κομμάτια της περιστατικής μαρτυρίας δεν συνιστούν από μόνα τους απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορούμενου, το συλλογικό τους αποτέλεσμα, όταν ιδωθούν μαζί, μπορεί να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, νοουμένου πάντοτε ότι το αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας δεν θα είναι συμβατό με οποιαδήποτε άλλη βάση πλην της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. ενδεικτικά Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ.102, Χριστάκης Χαραλάμπους Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ.331).

 

Σε συνάρτηση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, υφίστανται εν προκειμένω τα ακόλουθα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας:

 

(α) Τα έπιπλα που αναγράφονται στον Πίνακα «Α» βρίσκονταν εντός της οικείας που ενοικίαζε ο κατηγορούμενος 2-3 μέρες πριν από τις 16.03.2022, όταν και πλέον είχε μετακομίσει σε άλλο σπίτι. Του είχαν παραχωρηθεί από τον Μ.Κ.2 κατά την αρχή της περιόδου ενοικίασης (αρχές του 2019) επειδή ο ίδιος δεν είχε άλλο χώρο να τα αποθηκεύσει και ο κατηγορούμενος τον ευχαρίστησε για αυτή του την ενέργεια εφόσον ο ίδιος δεν είχε δικά του έπιπλα.

(β) Στις 16.03.22, όταν πλέον εγκατέλειψε την οικεία ο κατηγορούμενος, τα επίδικα έπιπλα απουσίαζαν από την οικεία. Αποχωρώντας από την οικεία, ο κατηγορούμενος άφησε τις πόρτες ανοικτές με τις κλειδωνιές να μην λειτουργούν.

(γ) Στις 16.03.22, έπειτα από καταγγελία που υπεβλήθη από το Μ.Κ.1 στην αστυνομία, ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε προφορικά στην αστυνομία ότι είχε μεταφέρει, κατά την μετακόμιση, κάποια παλαιά έπιπλα τα οποία δεν του ανήκαν και σκόπευε να τα επιστρέψει με την πρώτη ευκαιρία, χωρίς να διευκρινίσει σε ποια έπιπλα αναφερόταν.

(δ) Στις 30.03.22 βρίσκονταν στην αυλή έξω από τη νέα οικεία του κατηγορούμενου δύο ερμάρια, ένας καναπές και δύο πολυθρόνες (από σετ τεσσάρων πολυθρόνων).

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει αβίαστα ότι, κατά το χρόνο της μετακόμισης, ο κατηγορούμενος είχε μεταφέρει στη νέα του οικεία, τουλάχιστον κάποια από τα έπιπλα που καταγράφονται στο Πίνακα «Α» που επισυνάπτεται στο κατηγορητήριο. Συγκεκριμένα, πρόκειται για δύο ερμάρια εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 300, ένα καναπέ εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 150 και δύο πολυθρόνες (από σετ τεσσάρων πολυθρόνων εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 200). Τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας που έχουν τεθούν ενώπιον μου, δεν επιτρέπουν άλλη λογική εξήγηση και οδηγούν, αναπόδραστα, σε συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου για την κλοπή των συγκεκριμένων επίπλων.

 

Παρεμβάλλεται ότι το γεγονός ότι διενεργήθηκε έρευνα από την αστυνομία στην οικεία του κατηγορούμενου και τα έπιπλα δεν ανευρέθηκαν εκεί, δεν αρκεί για να διαρρήξει τη συνοχή της περιστατικής μαρτυρίας, εφόσον (α) ο ίδιος ενημερώθηκε για την καταγγελία εναντίον του στις 16.03.2022 και η έρευνα στην οικεία του διεξήχθη στις 18.3.2022, δηλαδή 2 μέρες αργότερα, δίδοντας του αρκετό χρόνο για να τα απομακρύνει από την οικεία του στο μεσοδιάστημα, και (β) , το «κομοδίνο» (δηλαδή η τουαλέτα με καθρέφτη, η οποία εν τέλει επιστράφηκε στο Μ.Κ.1), δύο ερμάρια, ένας καναπές και δύο πολυθρόνες βρέθηκαν στην αυλή της οικείας του στις 30.03.22, ημερομηνία μεταγενέστερη της έρευνας που διεξήχθη από την αστυνομία.  

 

Τα έπιπλα αυτά, τα οποία αποτελούν ιδιοκτησία του Μ.Κ.2 και της αδελφής του (ανήκαν προηγουμένως στους γονείς τους και τα κληρονόμησαν όταν αυτοί απεβίωσαν), τα έλαβε ο κατηγορούμενος χωρίς τη συγκατάθεση των προσώπων αυτών και χωρίς ο ίδιος να έχει δικαίωμα κατοχής ή απόκτησής τους. Η συγκατάθεση του Μ.Κ.2 ως προς την κατοχή και χρήση των εν λόγω επίπλων από τον κατηγορούμενο περιοριζόταν για το διάστημα κατά το οποίο ο κατηγορούμενος ενοικίαζε την οικεία και διέμενε εκεί.

 

Αναφορικά με την έννοια της φράσης «με δόλιο τρόπο» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα, αυτό που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε σκόπιμα και με πρόθεση (Azinas and another v. Police (1981) 2 C.L.R. 9). Ως προς το συστατικό στοιχείο της «πρόθεσης» μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας από τον ιδιοκτήτη της, τούτο αποτελεί στοιχείο που ανάγεται στην πνευματική λειτουργία του κατηγορούμενου και ως τέτοιο δεν είναι πάντοτε δεκτικό άμεσης ή θετικής μαρτυρίας. Μπορεί να εξαχθεί, όμως, από το σύνολο της μαρτυρίας, καθώς επίσης και από τη συμπεριφορά ενός κατηγορουμένου στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, που συνήθως έχουν το χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14). Τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει.

 

Είναι πρόδηλο ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με δόλιο τρόπο και με πρόθεση μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας από τους ιδιοκτήτες της, εφόσον ο ίδιος μετέφερε τα συγκεκριμένα έπιπλα εκτός της επίδικης οικείας γνωρίζοντας ότι αυτά δεν του ανήκουν και έπειτα, παρά την καταγγελία που έγινε από τους παραπονούμενους στην αστυνομία και την προφορική παραδοχή του ότι πήρε κάποια έπιπλα κατά λάθος και σκόπευε να τα επιστρέψει, εντούτοις ουδέποτε τα επέστρεψε. Έπειτα από την μετακόμιση του, τα έπιπλα αυτά δεν έχουν ανευρεθεί και μέχρι σήμερα δεν έχουν επιστραφεί στους νόμιμους δικαιούχους τους. Πρόθεσή του, λοιπόν, ήταν να αποστερήσει μόνιμα αυτά τα αντικείμενα από τους ιδιοκτήτες τους και όχι να τα επιστρέψει σε αυτούς.

 

Ενόψει των πιο πάνω, έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η διάπραξη του αδικήματος της κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, σε σχέση με δύο ερμάρια εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 300, ένα καναπέ εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 150 και δύο πολυθρόνες (από σετ τεσσάρων πολυθρόνων εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 200). Πρόκειται για τα αντικείμενα με αρ. 4, 5 και 8 που αναγράφονται στον Πίνακα «Α».

 

Διατηρώ, όμως, αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο ο κατηγορούμενος έκλεψε και τα υπόλοιπα έπιπλα που καταγράφονται στον Πίνακα «Α» που επισυνάπτεται στο κατηγορητήριο, εφόσον τα υπόλοιπα έπιπλα δεν εντοπίστηκαν στην κατοχή του ή στο νέο σπίτι στο οποίο μετακόμισε. Κατά την κρίση μου, η μαρτυρία περιστατικής φύσεως που έχει προσκομιστεί δεν είναι αρκετά συμπαγής ώστε να μην επιτρέπει άλλο λογικό συμπέρασμα ή εύλογη πιθανότητα για τους λόγους που απουσίαζαν τα υπόλοιπα έπιπλα από την οικεία στις 16.03.2022. Το γεγονός ότι για κάποιο (απροσδιόριστο) χρονικό διάστημα από την τελευταία επίσκεψη του Μ.Κ.1 στην οικεία του κατηγορούμενου με σκοπό να του ζητήσει να αποχωρήσει μέχρι τις 16.03.2022, η οικεία ήταν εγκαταλελειμμένη, με τις πόρτες ανοιχτές ή ξεκλείδωτες, αρκεί από μόνο του για να διαρρήξει τη συνοχή της περιστατικής μαρτυρίας που έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο, επιτρέποντας διαζευκτικά και άλλες λογικές εξηγήσεις ως προς το λόγο που ενδεχομένως απουσιάζουν τα εν λόγω έπιπλα.

 

Δεν μου διαφεύγει ότι ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ψευδώς ότι τα έπιπλα αυτά ουδέποτε του παραχωρήθηκαν από τον Μ.Κ.2 και ότι ουδέποτε βρίσκονταν στην αρχική του κατοικία. Δεν υποστήριξε, δηλαδή, ότι όταν μετακόμισε από την οικεία, τα άφησε εκεί με τις πόρτες ανοιχτές και ξεκλείδωτες, χωρίς να γνωρίζει εάν τα μετακίνησε κάποιος άλλος από εκεί, όταν αυτός είχε πλέον φύγει. Όμως, έχει προσκομιστεί από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής αξιόπιστη μαρτυρία, η οποία έχει γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο και, βάσει της οποίας, προκύπτει ότι τα επίδικα έπιπλα είχαν παραχωρηθεί από το Μ.Κ.2 προς τον κατηγορούμενο για να τα χρησιμοποιεί από την αρχή της περιόδου ενοικίασης της οικείας στις αρχές του 2019 και βρίσκονταν στο σπίτι μέχρι και τουλάχιστον 2-3 μέρες πριν τις 16.03.2022, όταν αυτός πλέον αποχώρησε από αυτήν. Ως έχω επισημάνει ήδη, η θέση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης κατά το στάδιο της αντεξέτασης των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2. Περαιτέρω, στις 16.03.22, ο ίδιος ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι εκ παραδρομής είχε μεταφέρει στην νέα του οικεία κάποια έπιπλα που δεν του ανήκαν και ότι σκόπευε να τα επιστρέψει όταν θα έβρισκε κατάλληλο όχημα (χωρίς να διευκρινίσει όμως σε ποια έπιπλα αναφέρεται). Επίσης, στην κατάθεσή που έδωσε στην αστυνομία (την οποία υιοθέτησε και στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής του) παραδέχεται ότι στο σπίτι υπήρχαν «παλαιά έπιπλα και κάποια από αυτά ήταν τελείως άχρηστα». Παρά το ότι είχε πληροφορηθεί ότι κατηγορείτο για την κλοπή των επίδικων επίπλων, στην κατάθεσή του (και μετέπειτα κατά την κυρίως εξέτασή του) δεν ισχυρίστηκε ότι αυτά ουδέποτε υπήρχαν εντός της οικείας που είχε ενοικιάσει. Για πρώτη φορά, όμως, κατά την αντεξέτασή του ισχυρίστηκε ότι ο Μ.Κ.2 ουδέποτε του είχε παραχωρήσει τα επίδικα έπιπλα και ότι στην οικεία υπήρχε μόνο ένα κομοδίνο, ένας παλιός καταψύκτης και δύο ερμάρια (ένα μικρό και ένα μεγάλο). Ακόμη και για αυτά τα έπιπλα, υπήρξε εναλλαγή θέσεων κατά την αντεξέτασή του: αρχικά ανέφερε ότι υπήρχε μόνο ένα κομοδίνο (το οποίο επιστράφηκε και δεν συμπεριλαμβάνεται στο κατηγορητήριο), έπειτα ένα ερμάρι και δύο κομοδίνα και, εν τέλει, κατέληξε ότι υπήρχε ένα κομοδίνο και δύο ερμάρια. Έπειτα, πρόσθεσε ότι υπήρχε και ένας καταψύκτης. Προκύπτει, από τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 αλλά και από την παλινδρόμηση του κατηγορούμενου κατά την παράθεση της μαρτυρίας του, ότι ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι ουδέποτε του παραχωρήθηκαν τα έπιπλα που καταγράφονται στον Πίνακα «Α» και ότι αυτά δεν βρίσκονταν στην οικεία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Τα πιο πάνω οδήγησαν, βεβαίως, στην απόρριψη της εκδοχής του. Το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν ο ισχυρισμός του αυτός συνεπάγεται και «ψεύδος του κατηγορούμενου», ως ερμηνεύεται από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, ώστε να αποτελεί και περεταίρω περιστατική μαρτυρία που να τεκμηριώνει συμπερασματικά την ενοχή του ως προς την κλοπή και των υπόλοιπων επίπλων.  Αυτό γιατί, εάν ο κατηγορούμενος είχε εγκαταλείψει τα επίδικα έπιπλα στην οικεία και δεν τα έκλεψε ο ίδιος (αλλά αυτά κλάπηκαν από κάποιο τρίτο πρόσωπο ή εξαφανίστηκαν για κάποιον άλλο λόγο εν αγνοία του κατηγορούμενου), τότε προφανώς δεν θα είχε κανένα λόγο να ισχυριστεί ψευδώς στο Δικαστήριο ότι τα έπιπλα ουδέποτε του παραχωρήθηκαν από το Μ.Κ.2 και ουδέποτε βρίσκονταν στην οικεία του.

 

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, 268-269, συνοψίζει τις κατευθυντήριες γραμμές ως προς το ζήτημα του τι συνιστά «ψεύδος κατηγορουμένου»:

 

«(3)  Ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:-

(α)   Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο.

(β)   Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.

(γ)   Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας.  Το δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθεια του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό.

(δ)  Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι ουδέποτε του δόθηκαν τα επίδικα έπιπλα προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ηθελημένα και αναφέρεται σαφώς σε ουσιώδες για την παρούσα υπόθεση ζήτημα. Δεν μου δόθηκε η εντύπωση ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε από ντροπή ή από πανικό που διακατείχε τον κατηγορούμενο, ούτε στην προσπάθειά του να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση. Κίνητρό του ήταν ο φόβος αποκάλυψης της αλήθειας ως προς την ενοχή του. Πληρούνται, συνεπώς, οι πρώτες τρεις προϋποθέσεις που αναφέρονται πιο πάνω.

 

Έχω προβληματιστεί, όμως, ως προς το κατά πόσο πληρείται εν προκειμένω η τέταρτη προϋπόθεση, δηλαδή κατά πόσο το ψεύδος αυτό αποδείχθηκε με «ανεξάρτητη μαρτυρία». Η απόρριψη της εκδοχής που παρέθεσε ο κατηγορούμενος στο Δικαστήριο και η υιοθέτηση της θέσης των παραπονούμενων δεν μπορεί να αποτελέσει, δίχως άλλο, και απόδειξη ότι ο κατηγορούμενος είπε ψέματα στο Δικαστήριο έτσι που το ψεύδος στο οποίο κατέφυγε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αφ’ εαυτού ως περαιτέρω μαρτυρία που να οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής του (βλ. σχετικά και την υπόθεση Barber , The Times, 29/7/1988, όπου το αγγλικό Εφετείο ακύρωσε την καταδίκη του πατέρα για αιμομιξία με την κόρη του όταν η μόνη μαρτυρία που έτεινε να αποδείξει ότι ο πατέρας, αρνούμενος την αιμομιξία, είπε ψέματα στο δικαστήριο ήταν εκείνη της κόρης του). Αν και παρατηρείται παλινδρόμηση στις θέσεις του, η παρούσα δεν είναι περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση ότι είπε ψέματα στην κύρια εξέταση (ή στην κατάθεσή του στην αστυνομία) ή ότι είπε ψέματα απαντώντας προηγούμενη ερώτηση στην αντεξέταση. Περαιτέρω, δεν έχει προσκομισθεί άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία, πέραν αυτής των παραπονούμενων, που να αποδεικνύει το ψέμα του κατηγορούμενου ως προς αυτό το ζήτημα. Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι θα ήταν επισφαλές να στηριχθώ στην απόρριψη της μαρτυρίας του κατηγορούμενου (και στην αντίστοιχη αποδοχή της μαρτυρίας των παραπονούμενων), εξισώνοντάς την με «ψεύδος του κατηγορούμενου» και καθιστώντας την ως ένα περαιτέρω στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας, το οποίο να ενισχύει την ενοχή του κατηγορούμενου για την κλοπή των υπόλοιπων επίπλων (βλ. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΧΡΙΣΤΟΥ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/2015, 28/9/2017). Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι δεν πληρείται η τέταρτη προϋπόθεση που αναφέρεται πιο πάνω. 

 

Συνάγεται, ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου ικανοποιητική μαρτυρία που να αποδεικνύει, στο βαθμό που απαιτείται, την ενοχή του κατηγορούμενου για το αδίκημα της κλοπής και των υπόλοιπων επίπλων που αναγράφονται στον Πίνακα «Α», πέραν αυτών που θεάθηκαν στην αυλή του κατηγορούμενου στις 30.03.2022.

 

Εφόσον έχει αποδειχθεί μόνο μέρος του κατηγορητηρίου και το μέρος που αποδείχθηκε συνιστά ποινικό αδίκημα, δεν χρειάζεται, κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 85(1) του Κεφ. 155, τροποποίηση ή μεταβολή του κατηγορητηρίου.

 

Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει μόνο σε σχέση με την κλοπή δύο ερμαριών εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 300, ενός καναπέ εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 150 και δύο πολυθρόνων (από σετ τεσσάρων πολυθρόνων εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 200). Αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία της κλοπής σε σχέση με τα υπόλοιπα αντικείμενα που αναγράφονται στον Πίνακα «Α» του κατηγορητηρίου.

 

 

[Υπ.] ………………………..

Θ. Συμεωνίδης, προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο