ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝΦ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                    Α. Φυλακτού, Α.E.Δ.

                    Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

                                                              

                                          Αρ. Υπόθεσης: 14444/23

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

1. ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

         2. ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

                                             

                                                     Κατηγορουμένων

 

 

Ημερομηνία: 09/05/2024

Για τη Δημοκρατία: κ. Α. Αριστείδης.

Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Α. Κληρίδης.

Για τον Κατηγορούμενο 2: κ. Ε. Ευσταθίου.

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες.

                                             

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δίκη εντός δίκης Αρ. 1)

 

Στην παρούσα υπόθεση, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης (κατηγορίες 1 και 2) και μια κατηγορία τραυματισμού (κατηγορία 3).

 

Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 26/02/2024. Την ίδια ημέρα, κατά την κυρίως εξέταση του Μ.Κ.1, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αιτήθηκε όπως κατατεθούν ως τεκμήρια δύο δειγματοληψίες που λήφθηκαν από το πρόσωπο του κατηγορουμένου 2, στις 29/06/2023, από τον ιατροδικαστή Νικόλα Χαραλάμπους (Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β στην κυρίως δίκη). Ο συνήγορος Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 1 δεν έφερε ένσταση στο αίτημα. Αντίθετα, ο συνήγορος Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 2, ζήτησε όπως η ως άνω μαρτυρία αποκλεισθεί, εγείροντας ουσιαστικά την ακόλουθη ένσταση:

 

Η λήψη των ως άνω τεκμηρίων ήταν αποτέλεσμα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου 2 και συγκεκριμένα του δικαιώματος της προσωπικής του ελευθερίας (άρθρο 11 του Συντάγματος) και του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη (άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος) καθώς και παραβίασης του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (άρθρα 7, 13 και 17), του περί των Δικαιωµάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαµβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμου 163(Ι)/2005 (άρθρα 7, 8, 31 και 32) και του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 (άρθρο 25).

 

Ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τις συνθήκες λήψης των εν λόγω τεκμηρίων, ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε τα ακόλουθα:

 

Ο κατηγορούμενος 2 εντοπίστηκε από την Αστυνομία, περί ώρα 03:00 στις 29/06/2023, στο σπίτι του κατηγορούμενου 1. Δεν συνελήφθη τότε. Αντί αυτού η Αστυνομία επέλεξε να παραβιάσει το δικαίωμα της προσωπικής του ελευθερίας και τον μετέφεραν παράνομα στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού υπό περιορισμό. Ακολούθως, η ώρα 04:45 ανακρίθηκε προφορικά. Εν συνεχεία μεταξύ των ωρών 06:08 - 06:30 και ενώ εξακολουθούσε να τελεί υπό παράνομη κράτηση, έτυχε ιατροδικαστικής εξέτασης, κατά την οποία λήφθηκαν, μεταξύ των ωρών 06:10 και 06:12, τα εν λόγω τεκμήρια και στις 06:40 συνελήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης.

 

Το Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, με ενδιάμεση απόφαση του, διέταξε όπως διεξαχθεί δίκης εντός δίκης με σκοπό να διευκρινιστούν οι συνθήκες λήψης των εν λόγω τεκμηρίων και να κριθεί το θέμα στο πλαίσιο που εγείρεται με την ως άνω ένσταση.

 

 

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε πέντε μάρτυρες, ήτοι τους Αστ.374 Εύη Προκοπίου (Μ.Κ.1), Νικόλα Χαραλάμπους (Μ.Κ.2), Αρχιλοχία 3990 Ζωνάκη Γεωργίου (Μ.Κ.3), Αστ.1991 Χαράλαμπο Αυγουστή (Μ.Κ.4) και Λοχ.70 Γιώργο Γρηγόρη Γεωργίου (Μ.Κ.5). Από πλευράς κατηγορουμένου 2 δεν κλήθηκαν μάρτυρες. Κατατέθηκε δε εκ συμφώνου, για την αλήθεια του περιεχομένου της, η κατάθεση του Μ.Κ.4 (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.11). Συνοψίζουμε τη δοθείσα μαρτυρία:

 

Σύμφωνα με τη Μ.Κ.1 του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, στις 29/06/2023, μετά από λήψη πληροφορίας από το Κ.Ε.Μ. Λεμεσού, ότι στον Ύψωνα, έξω από τη μπυραρία «BLUE», υπάρχουν τραυματισμένα δύο πρόσωπα, αυτή κατέφθασε με συναδέλφους της στη σκηνή, περί ώρα 02:05. Εκεί βρίσκονταν ήδη άλλα μέλη της Α.Δ.Ε. Λεμεσού και η σκηνή ήταν αποκλεισμένη. Η Μ.Κ.1 παρέμεινε εκεί μέχρι τις 04:00 και κατά την παραμονή της έλαβε καταθέσεις από διάφορα πρόσωπα. Ακολούθως μετέβηκε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού και εκεί συνάντησε τον κατηγορούμενο 2. Μετά από οδηγίες που έλαβε από τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, να ανακρίνει προφορικά τον κατηγορούμενο 2, η Μ.Κ.1 πληροφόρησε σχετικά τον τελευταίο και του παρέδωσε έγγραφο δικαιωμάτων υπόπτου (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.2). 

 

Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος 2 ζήτησε να εξετασθεί από ιατρό και η ώρα 04:30 υπέγραψε γραπτή συγκατάθεση για να τύχει ιατροδικαστικής εξέτασης (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.3). Περί ώρα 04:45, η Μ.Κ.1 άρχισε να ανακρίνει προφορικά τον κατηγορούμενο 2. Τα όσα της ανέφερε κατά την εν λόγω ανάκριση, η Μ.Κ.1 τα κατέγραψε η ώρα 06:05, σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.4). Κατά τη διάρκεια της προφορικής ανάκρισης του κατηγορουμένου 2, η Μ.Κ.1 του ανέφερε επανειλημμένα την πρόθεση της να τον ανακρίνει γραπτώς αλλά εκείνος αρνήθηκε αναφέροντας ότι επιθυμεί πρώτα να συμβουλευθεί τον δικηγόρο του. Τόσο κατά τον χρόνο που η Μ.Κ.1 συνάντησε τον κατηγορούμενο 2 όσο και κατά τον χρόνο που τον ανέκρινε προφορικά, αυτός δεν τελούσε υπό σύλληψη.

 

Ο ιατροδικαστής Μ.Κ.2, κλήθηκε, στις 29/06/2023, από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού για την υπόθεση φόνου σε μπυραρία και του αναφέρθηκε ότι υπήρχε άτομο το οποίο εμπλεκόταν στο περιστατικό και ανέφερε ότι δέχθηκε κτυπήματα. Ο Μ.Κ.2 μετέβηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Εκεί είδε τον κατηγορούμενο 2 να βρίσκεται στο μπαλκόνι με κάποιο άλλο άτομο. Ο Μ.Κ.2 μετέβηκε στο γραφείο όπου θα γινόταν η ιατροδικαστική εξέταση και εκεί πήγε, συνοδεία αστυνομικού, ο κατηγορούμενος 2. Ο τελευταίος ανέφερε στον Μ.Κ.2 ότι του έριξαν σπρέι στο πρόσωπο, στα μάτια, ότι κτυπήθηκε και ότι ήθελε να εξεταστεί.

 

Ακολούθως, μεταξύ των ωρών 06:08-06:30, ο Μ.Κ.2 προέβη σε ιατροδικαστική εξέταση του κατηγορουμένου 2 (αντίγραφο της σχετικής έκθεσης του κατατέθηκε ως Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.5). Κατά τη διάρκεια της εν λόγω εξέτασης, λήφθηκαν φωτογραφίες του κατηγορουμένου 2 και, μεταξύ άλλων, ενόψει του ότι ο κατηγορούμενος 2 ανέφερε ότι του έριξαν σπρέι στα μάτια - για να διαπιστωθεί εάν πράγματι ευσταθεί ο ισχυρισμός του - λήφθηκαν από αυτόν δύο δείγματα με βαμβάκι, το ένα με νερό και το άλλο χωρίς νερό από την περιοχή του προσώπου (πρόκειται για τα Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β στην κυρίως δίκη).

 

Ο Μ.Κ.3, στις 29/06/2023, υπηρετούσε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Εκείνη την ημέρα ανέλαβε καθήκον νωρίτερα και συγκεκριμένα η ώρα 04:30 καθότι κλήθηκε από το Τμήμα του να μεταβεί εκεί εκτάκτως λόγω υπόθεσης φόνου που διαπράχθηκε την ίδια μέρα στον Ύψωνα. Αφού έλαβε οδηγίες από τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε., να μεριμνήσει όπως ο κατηγορούμενος 2 μεταβεί στο εργαστήριο φωτογραφιών για να τύχει ιατροδικαστικής εξέτασης, ο Μ.Κ.3 μετέβηκε και συνάντησε τον κατηγορούμενο 2 στα γραφεία  Διαρρήξεων του Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Η ώρα 05:45, ο Μ.Κ.3 συνόδευσε τον κατηγορούμενο 2 στα γραφεία του Κλάδου Δακτυλοσκοπίας και Φωτογραφιών του Τ.Α.Ε. Λεμεσού για σκοπούς ιατροδικαστικής εξέτασης του. Η ώρα 05:59 ο κατηγορούμενος 2 συγκατατέθηκε γραπτώς όπως του ληφθούν βιολογικά δείγματα (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.7).

 

Ακολούθως, στον ίδιο χώρο, μεταξύ των ωρών 06:08-06:30, ο Μ.Κ.2 διενήργησε ιατροδικαστική εξέταση στον κατηγορούμενο 2, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης αυτού, στην παρουσία του Μ.Κ.3. Η διαδικασία  φωτογραφήθηκε από τον Μ.Κ.4 ενώ ο Μ.Κ.3 τηρούσε σχετικό Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.8). Κατά την εξέταση, ο Μ.Κ.2 παρέλαβε διάφορα τεκμήρια για επιστημονικές εξετάσεις, τα οποία παρέδωσε με το πέρας της εξέτασης στον Μ.Κ.4. Ακολούθως, η ώρα 06:40, στο γραφείο Λοχίων του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο Μ.Κ.3 συνέλαβε τον κατηγορούμενο 2, δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης. Αφού του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης και του επίστησε την προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος 2 απάντησε «Δεν έχω να πω τίποτε».

 

Ο Μ.Κ.4, ο οποίος υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λεμεσού και είναι τοποθετημένος στον Κλάδο Φωτογραφιών και Αποτυπωμάτων του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, στις 29/06/2023 και μεταξύ των ωρών 06:21-06:30, έλαβε φωτογραφίες του κατηγορουμένου 2 κατά την ιατροδικαστή εξέταση του από τον Μ.Κ.2, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού (φωτογραφίες 1-34 στο Τεκμήριο Δ.Δ.9). Ακολούθως, η ώρα 06:50 ο Μ.Κ.4 παρέλαβε από τον Μ.Κ.2 τις δειγματοληψίες που ο τελευταίος έλαβε από τον κατηγορούμενο 2 κατά την ως άνω εξέταση.

 

Σύμφωνα με τον Μ.Κ.5, του Ο.Π.Ε. Λεμεσού, ενώ αυτός βρισκόταν σε υπηρεσία στις 29/06/2023, περί ώρα 01:50 έλαβαν μήνυμα από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας όπως μεταβούν άμεσα στην οδό Αγίου Γεωργίου στον Ύψωνα, κοντά στη συμβολή των φώτων με τη Γρίβα Διγενή, διότι εκεί υπήρχαν δυο πρόσωπα τραυματισμένα από μαχαίρι. Ο Μ.Κ.5, μαζί με τέσσερεις συναδέλφους του, μετέβηκαν άμεσα στο μέρος όπου μπροστά από τη μπυραρία «BLUE» υπήρχαν δυο άντρες σοβαρά τραυματίες. Στο μέρος κατέφθασαν ασθενοφόρα, τα οποία και παρέλαβαν τους τραυματίες. Από μαρτυρία που δόθηκε από ατομα που ήταν παρόντα κατονομάστηκε ως δράστης ο κατηγορούμενος 1, ο οποίος εγκατέλειψε το μέρος με το όχημα με αρ. εγγραφής [ ]. Έτσι, μετά από οδηγίες, ο Μ.Κ.5 και οι συνάδελφοι του αναχώρησαν από το μέρος προς εντοπισμό του κατηγορουμένου 1, σε διάφορες διευθύνσεις. Η ώρα 03:15 κατέστη δυνατός ο εντοπισμός αυτού έξω από την οικία του, όπου ήταν σταθμευμένο και το πιο πάνω όχημα. Μαζί του βρίσκονταν ο κατηγορούμενος 2 και άλλα δύο πρόσωπα. Μαζί με τον Μ.Κ.5, στο σημείο μετέβηκαν με δύο οχήματα (όλοι δηλαδή περιλαμβανομένου του Μ.Κ.5) οι Αστ.746, Α/αστ.1570, Αστ.687 και Αστ.722.

 

Εκεί, η ώρα 03:18, ο Μ.Κ.5 επίστησε την προσοχή του κατηγορουμένου 1 στο Νόμο, του ανάφερε το επεισόδιο που προηγήθηκε, τις πληροφορίες που είχε και εκείνος του απάντησε «Ναι ήμουν μαζί με τον Αντρέα τζιαμέ (δείχνοντας τον κατηγορούμενο 2) επιτεθήκαν μας, μας επυτήσαν σπρέι, μας εκτύπησαν, μου έσπασαν το αυτοκίνητο μου τζιαι για να γλυτώσουμε εφύαμεν». Το όχημα του κατηγορουμένου 1 είχε θρυμματισμένο το πίσω γυαλί ενώ στη δεξιά πλευρά υπήρχαν διάσπαρτες μικρές κηλίδες αίματος. Ο κατηγορούμενος 2, έφερε εμφανή τραύματα στο κεφάλι και επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του κατηγορουμένου 1.

 

Ακολούθως, ο Μ.Κ.5 ενημέρωσε σχετικά τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού και εκείνος του είπε όπως ζητήσει από τους κατηγορούμενους να μεταβούν στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λόγω του ότι ο κατηγορούμενος 1 ανάφερε ότι, ενόψει των ζημιών που είχε υποστεί το όχημα του, δεν ήθελε να το μετακινήσει, ο Μ.Κ.5 πρότεινε στους κατηγορούμενους εάν ήθελαν να τους μεταφέρουν με τα οχήματά τους στο Τ.Α.Ε., πράγμα το οποίο οι κατηγορούμενοι δέχθηκαν. Έτσι οι κατηγορούμενοι κάθισαν μαζί στα πίσω καθίσματα (μόνο οι  δύο τους) ενός αστυνομικού οχήματος – περιπολικού (όχι σε αυτό που επέβαινε ο Μ.Κ.5) και μεταφέρθηκαν στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας δέον όπως λεχθεί  ότι έχουμε πάντα κατά νου ότι η μαρτυρία της δίκης εντός δίκης προσεγγίζεται ώστε να αποφασισθεί το συγκεκριμένο επίδικο θέμα και ότι κατά την αξιολόγηση πρέπει να διατηρείται ανοικτό το γενικότερο θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων, κάτι που επιβάλλει περιορισμούς στον σχολιασμό της μαρτυρίας και στη διατύπωση ευρημάτων.  Συναφώς πρέπει να αποφεύγεται η εξαγωγή ευρημάτων ως προς τη γενικότερη αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα και ιδιαίτερα την αξιοπιστία του κατηγορουμένου (βλ. Petri v. The Republic (1968) 2 C.L.R. 40, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 370 και F. L. H. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 4/2020, ημερ. 31/01/2022). Έχουμε επίσης κατά νου ότι η μαρτυρία που δίδεται από αστυνομικά όργανα σε υποθέσεις όπως η παρούσα, που αφορά αποδεκτότητα τεκμηρίου που παραλήφθηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, θα πρέπει να εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή (βλ. Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169).

 

Στην προκειμένη, για σκοπούς αξιολόγησης, εντός του ως άνω πλαισίου, εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τόσο τη μαρτυρία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον μας όσο και αυτή που περιέχεται στα τεκμήρια που κατατέθηκαν.

 

Πρέπει να λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι η μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας ήταν σταθερή, συνεπής, είχε συνοχή, δεν παρουσίασε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις και δεν κλονίσθηκε κατά την αντεξέταση τους.

 

Κρίνουμε δε όπως αρχίσουμε την αξιολόγηση μας από τον Μ.Κ.5, εφόσον τα γεγονότα που ανέφερε προηγούνται χρονολογικά αυτών που παρέθεσαν οι λοιποί μάρτυρες.

 

Όταν ο Μ.Κ.5 ρωτήθηκε εάν, κατά τον χρόνο που επίστησε την προσοχή του κατηγορουμένου 1 στο Νόμο, είχε ο ίδιος εύλογη υποψία εναντίον αυτού, εξήγησε ότι υπήρχαν πληροφορίες από άτομα που ήταν στο μέρος ότι ήταν ο δράστης, υπήρχε υποψία ότι πιθανόν να εμπλέκετο και για αυτό του έγινε η επίστηση στο Νόμο πριν απαντήσει για να προστατευτεί και να γνωρίζει τα δικαιώματά του. Δεν κρίνεται δε ως ουσιώδης αντίφαση το ότι στην κατάθεση του (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ. 10), ο Μ.Κ.5 είπε ότι από μαρτυρία που δόθηκε από άτομα που ήταν παρόντα κατονομάστηκε ως δράστης ο κατηγορούμενος 1 και ότι ως εκ τούτου αναχώρησαν από το μέρος προς εντοπισμό αυτού ενώ κατά την αντεξέταση του είπε ότι ήταν μετά από οδηγίες που τον αναζήτησαν. Σύμφωνα με τον Μ.Κ.5, ακολούθως, ο κατηγορούμενος 1, μετά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο και αφού ο Μ.Κ.5 του ανέφερε το επεισόδιο που είχε προηγηθεί και τις πληροφορίες που είχε, είπε ότι βρισκόταν στο μέρος του συμβάντος με τον κατηγορούμενο 2 και ότι τους επιτέθηκαν, τους έριξαν σπρέι, τους κτύπησαν και έσπασαν το αυτοκίνητο του. Ως προς την εμπλοκή του κατηγορουμένου 2, ο Μ.Κ.5 ανέφερε ότι τα όσα του είπε ο κατηγορούμενος 1, στη συνέχεια τα επιβεβαίωσε ο κατηγορούμενος 2 και τοποθέτησε τον εαυτό του στο μέρος. Ακολούθως ο Μ.Κ.5 ενημέρωσε σχετικά τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού και εκείνος του είπε όπως ζητήσει από τους κατηγορούμενους να μεταβούν στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Εδώ να λεχθεί ότι παρά το ότι ο Μ.Κ.5 ανέφερε σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του ότι ο Υπεύθυνος του Τ.Α.Ε. του είπε όπως ζητήσει από τους κατηγορούμενους να μεταβούν στο Τ.Α.Ε., από το σύνολο των όσων ο Μ.Κ.5 είπε σχετικά προκύπτει ότι δεν επρόκειτο για οδηγίες όπως απαιτήσει από τους κατηγορούμενους να μεταβούν εκεί. Αυτό προκύπτει από το ότι, ως διευκρίνισε ο Μ.Κ.5, ο Υπεύθυνος του Τ.Α.Ε. του είπε να πει στους κατηγορούμενους ότι καλό θα ήταν να μεταβούν εκεί για να ξεκαθαρίσουν, να πουν τη δική τους άποψη. Υπήρχε μια διερεύνηση του όλου θέματος και καλό θα ήταν να μεταβούν στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Με άλλα λόγια επρόκειτο για παράκληση και όχι για απαίτηση. Στη βάση λοιπόν των ως άνω δεδομένων, ο Υπεύθυνος του Τ.Α.Ε., έδωσε τις εν λόγω οδηγίες στον Μ.Κ.5.

 

Παρέμεινε δε σταθερός στη θέση του ο Μ.Κ.5, ότι πρότεινε στους κατηγορούμενους και ότι αυτοί οικειοθελώς εισήλθαν στο περιπολικό και μεταφέρθηκαν στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Ως εξήγησε, πρότεινε στους κατηγορούμενους να τους μεταφέρουν εκεί λόγω του ότι ο κατηγορούμενος 1 ανάφερε ότι ενόψει των ζημιών που είχε υποστεί, δεν ήθελε να μετακινήσει το όχημα του. Είπε δε ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν του ανέφερε ότι είχε το αυτοκίνητο του στο μέρος ούτε ότι επιθυμούσε να μεταβεί με το δικό του αυτοκίνητο στην Αστυνομία. Με ειλικρίνεια δεν απέκλεισε να είχε ο κατηγορούμενος 2 το αυτοκίνητο του εκεί αλλά συμπλήρωσε ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν του ανέφερε οτιδήποτε. Περαιτέρω, με ειλικρίνεια απάντησε ότι δεν γνωρίζει και δεν απέκλεισε ο κατηγορούμενος 1 να έχει δύο αυτοκίνητα. Του τέθηκε δε η εξής υποβολή «ο Υπεύθυνος του Τ.Α.Ε. Λεμεσού σας έδωσε οδηγίες όπως μεταφέρετε και τους δύο στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού και τους συνοδεύσετε, μεταφέρθηκαν από Αστυνομική φύλαξη και κράτηση. Μάλλον μεταφέρθηκαν υπό Αστυνομική φύλαξη στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού». Ο Μ.Κ.5 απάντησε ότι ήταν επιθυμία του Υπεύθυνου του Τ.Α.Ε. όπως μεταβούν στο Τ.Α.Ε. για να συνεχιστεί η διερεύνηση της υπόθεσης και να ξεκαθαρίσουν και οι ίδιοι τη θέση τους και λόγω του ότι ο κατηγορούμενος 1 ανέφερε ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητό του, προσφέρθηκαν να τους μεταφέρουν στον Αστυνομικό Σταθμό, όπως και έγινε. Ως δε λογικά είπε, βάσει της σοβαρότητας της υπόθεσης θα ήταν «αντιεπαγγελματικό» να ζητήσει από κάποιον να βρει τρόπο η ώρα 03:15‑03:20 το πρωί για να μεταβεί στην Αστυνομία, από τη στιγμή που υπήρχε η δυνατότητα να βοηθήσουν και ότι βοήθησαν στο να τους μεταφέρουν.

 

Ξεκαθάρισε δε ότι αυτός δεν επέβαινε στο περιπολικό που μετέφερε τους κατηγορούμενους στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Ως είπε, έδωσε οδηγίες στον Αστ.722 να μπει ως συνοδηγός στο περιπολικό που οδηγούσε ο Αστ.746, οι κατηγορούμενοι κάθισαν στα πίσω καθίσματα και ξεκίνησαν για την Α.Δ.Ε., ενώ ο ίδιος μπήκε στο άλλο όχημα.

 

Τέλος με ειλικρίνεια είπε ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς τον χρόνο που οι κατηγορούμενοι μπήκαν στο περιπολικό. Ήταν όμως, ως είπε, μερικά λεπτά μετά τον εντοπισμό τους.

Η Μ.Κ.1 αναφέρθηκε στις ενέργειες που η ίδια έκανε κατά τον κρίσιμο χρόνο και τα δεδομένα που γνώριζε. Ανέφερε ότι ανέκρινε προφορικά τον κατηγορούμενο 2 καθότι θεωρείτο ύποπτος για την υπόθεση. Προκύπτει δε από τα όσα είπε ότι η ίδια δεν είχε προσωπική γνώση των περιστάσεων ή της μαρτυρίας βάσει της οποίας υπήρχε εύλογη υποψία εναντίον του κατηγορουμένου 2 ώστε να θεωρηθεί ύποπτος και ότι προέβη στην ανάκριση του μετά από οδηγίες του υπευθύνου του Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Το ότι όμως η Μ.Κ.1 δεν γνώριζε αυτό δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η Αστυνομία και δη ο Υπεύθυνος του Τ.Α.Ε. Λεμεσού είχε τέτοιες πληροφορίες και στοιχεία, βάση των οποίων ο κατηγορούμενος 2 θεωρήθηκε ύποπτος για την υπόθεση. Αυτό προκύπτει και από τη μαρτυρία του Μ.Κ.5.

 

Δεν αμφισβητήθηκε δε ότι η ώρα 04:20 η Μ.Κ.1 έδωσε στον κατηγορούμενο 2 τα δικαιώματα του καθότι ήταν ύποπτος για την υπόθεση (βλ. Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.2). Περαιτέρω δεν αμφισβητήθηκε ότι στη συνέχεια, ήταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος 2 που ζήτησε να εξετασθεί από ιατρό και ότι η ώρα 04:30 υπέγραψε γραπτή συγκατάθεση για να τύχει ιατροδικαστικής εξέτασης (βλ. Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.3). Καμία δε μαρτυρία δεν τέθηκε αλλά ούτε καν υποβλήθηκε στη Μ.Κ.1 ότι ο κατηγορούμενος 2 «ζήτησε να φύγει για να επισκεφθεί ιατρό όπως ο ίδιος δήλωσε ότι ήταν η επιθυμία του», ούτε ότι «του υπεβλήθη να υπογράψει» τη συγκατάθεση, ως υποστηρίζει ο κ. Ευσταθίου στην αγόρευση του.

 

Παρέμεινε δε σταθερή στη θέση της η Μ.Κ.1, ότι ο κατηγορούμενος 2, όταν τον συνάντησε, καθόταν σε καρέκλα που βρισκόταν εντός γραφείου του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ότι οι αστυνομικοί, οι οποίοι βρίσκονταν στο μέρος δεν βρίσκονταν γύρω από αυτόν αλλά πηγαινοέρχονταν, χωρίς να τον περιορίζουν και ότι αυτός μπορούσε να ανοίξει την πόρτα και να φύγει. Σε ερώτηση κατά πόσο ο κατηγορούμενος 2, παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια μέχρι να τον ανακρίνει ή μέχρι και την ιατροδικαστική εξέταση στο συγκεκριμένο δωμάτιο η Μ.Κ.1 είπε ότι βρισκόταν εντός αλλά και πηγαινοερχόταν, δηλαδή έβγαινε εκτός των γραφείων. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι σε κανένα σημείο δεν της ανέφερε ο κατηγορούμενος 2 ότι θέλει να φύγει και ότι δεν έφερε χειροπέδες.

 

Περαιτέρω να λεχθεί ότι δεν προκύπτει οποιαδήποτε αντίφαση κατά τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 σε σχέση με την τήρηση Ημερολογίου Ενεργείας. Από τα όσα αυτή ανέφερε σχετικά προκύπτει ότι τήρησε τέτοιο μόνο κατά την προφορική ανάκριση του κατηγορουμένου 2 (το Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.4). Η απάντηση της, κατά την αντεξέταση, ότι δεν τηρούσε Ημερολόγιο Ενεργείας αφορούσε προγενέστερο χρόνο και δη τις ενέργειες που η ίδια έκανε προηγουμένως την ίδια ημέρα και συγκεκριμένα τις καταθέσεις που έλαβε στη σκηνή της υπό διερεύνηση υπόθεσης. Το ότι δεν τήρησε τότε τέτοιο Ημερολόγιο δεν καθιστά τη μαρτυρία της αντιφατική, ως ουσιαστικά εισηγείται ο συνήγορος του κατηγορουμένου 2.

 

Ο Μ.Κ.2 αναφέρθηκε στα όσα σχετικά ο ίδιος ενημερώθηκε και έπραξε κατά τον ουσιώδη χρόνο, μετά που κλήθηκε από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Σε σχέση με την αναφορά του στην κυρίως εξέταση ότι του είπαν ότι υπήρχε άτομο, το οποίο εμπλεκόταν στο περιστατικό και ανέφερε ότι δέχθηκε κτυπήματα, εξήγησε ότι ειδοποιήθηκε από την Αστυνομία τηλεφωνικώς ότι υπάρχει άτομο το οποίο βρισκόταν στη σκηνή, γι’ αυτό είπε «εμπλεκόμενος», ότι χτυπήθηκε, είχε παράπονο και ήθελε να εξεταστεί.

 

Δεν αμφισβητήθηκε ότι όταν ο Μ.Κ.2 πήγε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, κινήθηκε πάνω στο μπαλκόνι όπου είδε και τον κατηγορούμενο 2 μαζί με κάποιο άλλο άτομο, το οποίο από ότι θυμάται είχε κοτσίδα. Στην επανεξέταση ερωτώμενος εάν το εν λόγω πρόσωπο ήταν αστυνομικός ή πολίτης απάντησε ότι ήταν πολίτης. Εδώ να λεχθεί ότι το γεγονός ότι ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι στον χώρο εκείνο βρίσκονταν και αστυνομικοί του Ο.Π.Ε. με πολιτικά ρούχα, δεν διαψεύδει τη θέση του Μ.Κ.2 ότι το πρόσωπο που είδε με τον κατηγορούμενο 2 ήταν πολίτης, ο οποίος είχε κοτσίδα. Άλλωστε ο Μ.Κ.3 δεν ρωτήθηκε αλλά ούτε και είπε ότι κάποιος ή κάποιοι εκ των αστυνομικών, που ήταν εκεί χωρίς στολή, είχαν κοτσίδα ενώ τέτοια ερώτηση δεν έγινε ούτε στον Μ.Κ.5 που υπηρετεί στον Ο.Π.Ε., μέλη του οποίου μετέφεραν τους κατηγορούμενους εκείνο το βράδυ και δεν ήταν ένστολοι. Περαιτέρω, ο Μ.Κ.2 είπε ότι υπήρχαν κάποιοι αστυνομικοί και στα γραφεία και έξω που ήταν το μπαλκόνι. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσοι αστυνομικοί «ήταν, έμπαιναν, έφκαιναν», όταν είδε τον κατηγορούμενο 2. Σε επόμενη δε ερώτηση διευκρίνισε ότι οι αστυνομικοί που είδε δεν ήταν μαζί με τον κατηγορούμενο 2, αλλά ότι ήταν μέσα στα γραφεία «τζιαί έμπαιναν τζιαί έφκαιναν» και σε επόμενη ερώτηση είπε «Κοιτάξετε, εάν σας πω ότι στο σημείο δεν είσιεν Αστυνομικούς θα είμαι ψεύτης. Δεν είπα ότι τον κρατούσαν Αστυνομικοί ή ήταν δίπλα του οι Αστυνομικοί».

 

Δεν αμφισβητήθηκε δε ότι όταν ο κατηγορούμενος 2 μετέβη, συνοδεία αστυνομικού, σε γραφείο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, όπου θα εξεταζόταν από τον Μ.Κ.2, ανέφερε στον τελευταίο ότι του έριξαν σπρέι στο πρόσωπο, στα μάτια, ότι κτυπήθηκε και ότι ήθελε να εξεταστεί. Σε σχέση με την αναφορά του στην κυρίως εξέταση ότι στο δωμάτιο που θα γινόταν η εξέταση, ο κατηγορούμενος 2 πήγε συνοδεία αστυνομικού, ο Μ.Κ.2 διευκρίνισε ότι το «συνοδεία Αστυνομικού» είναι καθημερινό φαινόμενο για τον λόγο ότι είτε παραπονούμενος είναι είτε κατηγορούμενος είναι, είναι πάντοτε με συνοδεία Αστυνομίας που πάει διότι στη διαδικασία πάντοτε υπάρχει παρών αστυνομικός. Έτσι διευκρίνισε ότι ο κατηγορούμενος 2 συνοδευόταν από τον αστυνομικό που ήταν παρών κατά την εξέταση, δηλαδή τον Μ.Κ.3. Ήταν λοιπόν με αυτή την έννοια που είπε ότι ο κατηγορούμενος 2 πήγε «συνοδεία αστυνομικού».

 

Ουδέποτε ρωτήθηκε ο Μ.Κ.2 για την περαιτέρω εξέταση των επίδικων δειγματοληψιών ώστε να απαντήσει κατά πόσο ήταν κάτι που ενέπιπτε στη δική του εργασία. Ως εκ τούτου στερείται πραγματικού υποβάθρου η θέση του κ. Ευσταθίου (η οποία τέθηκε στην αγόρευση του), ότι δεν έγινε τέτοια εξέταση κάτι που, σύμφωνα με την ίδια θέση, δείχνει ότι ο σκοπός της κλήσης του Μ.Κ.2 ήταν άλλος και δη για να ληφθεί από τον κατηγορούμενο 2 γενετικό υλικό «ώστε αυτό να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο εναντίον του στην παρούσα διαδικασία». Καμία δε σχετική με το θέμα αυτό ερώτηση ή υποβολή δεν έγινε ούτε στους υπόλοιπους μάρτυρες.

 

Αναφορικά δε με το πόσοι αστυνομικοί ήταν παρόντες κατά την ιατροδικαστική εξέταση του κατηγορουμένου 2, ο Μ.Κ.2 κατά τη μαρτυρία το ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της εξέτασης λήφθηκαν φωτογραφίες του κατηγορουμένου 2 και περαιτέρω, στην αρχή της ιατροδικαστικής του έκθεσης (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.5) αναφέρει, πέραν του Μ.Κ.3, τον Μ.Κ.4 ως «ΦΩΤ.». Συνεπώς δε ευσταθεί η θέση του κ. Ευσταθίου, κατά την αγόρευση του, ότι υπάρχει σχετική αντίφαση στη μαρτυρία του Μ.Κ.2.

 

Ο Μ.Κ.3 με ειλικρίνεια ανέφερε ότι από η ώρα 04:30 μέχρι 05:45 υπήρχαν αρκετοί συνάδελφοι του (δεν μπορούσε να πει πόσοι) στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, τόσο του Τ.Α.Ε. όσο και του Ο.Π.Ε., που οι τελευταίοι δεν ήταν ένστολοι ενώ υπήρχαν και ένστολοι αστυνομικοί. Δεν γνώριζε όμως εάν όλοι αυτοί ασχολούνταν με την ίδια υπόθεση και δεν θυμόταν κατά πόσο υπήρχαν και πηγαινοέρχονταν πολίτες.

 

Δεν αμφισβητήθηκε δε ότι ο Μ.Κ.3 έλαβε οδηγίες από τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, να μεριμνήσει όπως ο κατηγορούμενος 2 μεταβεί στο εργαστήριο φωτογραφιών για να τύχει ιατροδικαστικής εξέτασης καθώς και ότι όπως πληροφορήθηκε αυτό ήταν επιθυμία του κατηγορουμένου 2, καθ’ ότι ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε επίθεση το βράδυ εκείνο. Ως προς την αναφορά του ότι η ώρα 05:45, παρέλαβε τον κατηγορούμενο 2 από το σημείο όπου βρισκόταν και τον μετέφερε στα γραφεία του Κλάδου Δακτυλοσκοπίας και Φωτογραφιών του Τ.Α.Ε. Λεμεσού για σκοπούς ιατροδικαστικής εξέτασης, διευκρίνισε στην αντεξέταση του ότι συνόδευσε τον κατηγορούμενο 2 εκεί, αφού ήταν και ο αστυνομικός στην παρουσία του οποίου θα γινόταν η εξέταση, όπως βασικά ανέφερε και ο Μ.Κ.2.

 

Περαιτέρω, δεν αμφισβητήθηκε ότι η ώρα 05:59 ο κατηγορούμενος 2 συγκατατέθηκε γραπτώς να του ληφθούν βιολογικά δείγματα και ως εξήγησε ο Μ.Κ.3, για τον σκοπό αυτό ο κατηγορούμενος 2 ανέγραψε στο Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.7, το όνομα, το επίθετο του και την ημερομηνία και ώρα, το ανέγνωσε και το υπέγραψε.

 

Ο Μ.Κ.3 ανέφερε επίσης ότι μόλις τελείωσε η ιατροδικαστική εξέταση, πληροφορήθηκε ότι είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορουμένου 2 και ότι πήγαν μαζί στο γραφείο των Λοχίων του Τ.Α.Ε. Λεμεσού όπου τον συνέλαβε και μετά τον παρέδωσε και ανέλαβε ο Λοχίας Κοκκινόφτας, ο οποίος ήταν μέλος της ανακριτικής ομάδας. Ως εξήγησε το γραφείο των Λοχίων, σε σχέση με το γραφείο που έγινε η ιατροδικαστική εξέταση, είναι δύο γραφεία βόρεια και χρειάζεται κάποιος μισό λεπτό για να πάει από το ένα στο άλλο. Εδώ να λεχθεί ότι ο Μ.Κ.3 δεν ρωτήθηκε τι έλαβε χώραν από την ώρα που τελείωσε η ιατροδικαστική εξέταση του κατηγορουμένου 2, μέχρι τη σύλληψη του η ώρα 06:40 και δεν του τέθηκε ούτε έστω σαν υποβολή η θέση ότι κατά το διάστημα αυτό ο κατηγορούμενος 2 βρισκόταν υπό περιορισμό και δεν μπορούσε να φύγει εάν επιθυμούσε.

 

Με ειλικρίνεια δε ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει από πού προέκυπταν οι εύλογες υποψίες, εξηγώντας ότι για τις υποψίες αυτές τον ενημέρωσε ο Υπεύθυνος του Τ.Α.Ε, χωρίς να του πει πως προέκυψαν. Περαιτέρω, ανέφερε ότι δεν γνώριζε τι άλλαξε από την ώρα που παρέλαβε τον κατηγορούμενο 2 μέχρι να αιτηθεί αστυνομικός την έκδοση εντάλματος σύλληψης. Καμία δε ερώτηση δεν έγινε στον Μ.Κ.3 κατά την αντεξέταση του αναφορικά με την ώρα έκδοσης του εντάλματος.

Αναφορικά δε με το γραφείο στο οποίο ο Μ.Κ.3 είδε τον κατηγορούμενο 2, πρέπει να λεχθεί ότι από τα όσα έχουν τεθεί δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 και του Μ.Κ.3, ούτε ότι επρόκειτο για διαφορετικό χώρο. Ο Μ.Κ.3 είπε ότι ήταν σε γραφείο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού και δη στο γραφείο Κλιμακίου Διαρρήξεων. Είπε ότι πρώτα είναι τα γραφεία «της βάρδιας, μετά των Υπεύθυνων και μετά οι διαρρήξεις». Εξήγησε ως προς το τελευταίο ότι είναι τρία γραφεία στη σειρά, στο πρώτο υπάρχουν 2 γραφεία, στο δεύτερο και στο τρίτο νομίζει τοποθετούνται τεκμήρια, είναι τα προσωπικά locker των αστυνομικών και στο τρίτο νομίζει ότι υπάρχει κουζίνα. Ο κατηγορούμενος 2 βρισκόταν στο πρώτο εξ αυτών. Η Μ.Κ.1 είπε δε ότι τα γραφεία είναι ενωμένα και χωρίζονται σε τρία δωμάτια. Είπε επίσης ότι, ως εισέρχεσαι από το ένα γραφείο, υπάρχουν ενδιάμεσες πόρτες που συνδέουν το πρώτο δωμάτιο με το δεύτερο και το δεύτερο με το τρίτο με μια κουζίνα. Συνάντησε δε τον κατηγορούμενο 2 στο δεύτερο γραφείο. Δεν προκύπτει λοιπόν ότι μιλούσαν για διαφορετικά γραφεία αλλά η όποια διαφορά (ασάφεια, ως τη χαρακτήρισε ο κ. Ευσταθίου στην αγόρευση του), προκύπτει από τον προαναφερόμενο τρόπο περιγραφής που έκανε έκαστος των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.3.

 

Τέλος, ο Μ.Κ.4 ανέφερε όλα όσα γνώριζε και τις δικές του ενέργειες κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ως προς την ώρα που ο ίδιος κατέφθασε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, δεν ήταν σίγουρος. Πιθανολόγησε ότι ήταν περί τις 05:30. Είπε δε ότι είδε τον κατηγορούμενο 2 να κάθεται σε ένα παγκάκι στον διάδρομο των γραφείων του Τ.Α.Ε. αλλά δεν μπορούσε να πει κατά πόσο η ώρα ήταν 05:30 ή 05:50. Σίγουρα όμως, ως είπε, τον είδε πριν την ιατροδικαστική εξέταση. Δεν θυμόταν δε εάν εκείνη την ώρα υπήρχαν άλλοι πολίτες στον συγκεκριμένο διάδρομο ή εκτός του διαδρόμου, ούτε εάν ο κατηγορούμενος 1 ήταν στον χώρο. Είπε επίσης ότι στον εν λόγω διάδρομο υπήρχαν και αστυνομικοί αλλά δεν θυμάται πόσοι. Ως είπε, υπήρχε κινητικότητα, εφόσον υπήρχε υπόθεση που ήταν υπό διερεύνηση.

 

Ερωτώμενος τι έκανε μέχρι να βγάλει τις φωτογραφίες δηλαδή από την ώρα που μετέβηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού μέχρι τις 06:21, ο Μ.Κ.4 είπε ότι ήταν παρών στη διαδικασία της ιατροδικαστικής εξέτασης, η οποία, ως εξήγησε, δεν αφορά μόνο φωτογράφηση αλλά προηγείται λήψη στοιχείων, περιγραφή και συνομιλία με το άτομο που θα εξεταστεί. Με το πέρας δε της εξέτασης και της λήψης των φωτογραφιών ο Μ.Κ.2 προέβη σε δειγματοληψίες από τον κατηγορούμενο 2, τις οποίες παρέδωσε στον Μ.Κ.4 την ίδια μέρα. Εδώ να λεχθεί ότι ο Μ.Κ.4 είπε ότι αυτό έγινε η ώρα 06:50 ενώ σε άλλο σημείο συμφώνησε ότι από τις 06:30 μέχρι και τις 06:50 βρισκόταν με τον Μ.Κ.2 και τον κατηγορούμενο 2. Με δεδομένο όμως ότι δεν θυμόταν εάν ο κατηγορούμενος 2 έφυγε από το δωμάτιο, ούτε εάν όταν του παρέδωσε τις δειγματοληψίες ο Μ.Κ.2, ήταν μπροστά ο κατηγορούμενος 2 και το ότι η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης του κατηγορουμένου 2 έγινε από τον Μ.Κ.3 η ώρα 06:40 σε άλλο γραφείο, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε, φαίνεται ότι δεν ήταν ορθή ως προς τον χρόνο η θέση του Μ.Κ.4 ότι ήταν με τον κατηγορούμενο 2 μέχρι τις 06:50.

 

Τέλος να λεχθεί ότι σε κανένα μάρτυρα κατηγορίας δεν τέθηκε έστω σαν υποβολή η θέση ότι από την ώρα που ο κατηγορούμενος 2 έφθασε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού μέχρι την ώρα που η Μ.Κ.1 έλαβε οδηγίες να τον ανακρίνει, αυτός ήταν υπό επίβλεψη ή υπό οποιοδήποτε περιορισμό.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας γίνεται δεκτή.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με τη Νομολογία μας, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34 και 35 του Συντάγματος, δεν υπάρχει στην Κύπρο δυνατότητα έγκρισης της προσαγωγής ως αποδεικτικού μέσου, μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Έτσι μαρτυρία, η οποία λαμβάνεται ή προκύπτει ως αποτέλεσμα της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, τα οποία κατοχυρώνονται στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος, αποκλείεται αυτόματα ως μαρτυρία, άσχετα με την αποδεικτική της αξία και τον σκοπό για τον οποίο λήφθηκε (βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227, Enotiades ν. Police (1986) 2 C.L.R. 64, Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Al-Hamad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117 και Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37).

 

Σε περίπτωση όμως που η μαρτυρία εξασφαλίζεται όχι κατά παράβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, αλλά κατά παράβαση Νόμου, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια αποδοχής της, υπό κάποιες προϋποθέσεις (βλ. Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186).

 

Το δικαίωμα της ελευθερίας του προσώπου προστατεύεται από το άρθρο 11(1) του Συντάγματος και από το άρθρο 5 της Ευρωπαικής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το εδάφιο (2) του άρθρου 11 του Συντάγματος προνοεί ότι ουδείς στερείται της ελευθερίας του παρά μόνο όταν και όπως ο νόµος ορίζει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, τις οποίες αναφέρει ρητά. Το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου απαγορεύει τη σύλληψη ατόμου εκτός στις περιπτώσεις του διά φυλακίσεως τιµωρουµένου αυτοφώρου αδικήµατος και της ύπαρξης αιτιολογηµένου δικαστικού εντάλµατος.

 

Το κατά πόσο ένας κατηγορούμενος ή ύποπτος βρίσκεται υπό παράνομη κράτηση, κατά παράβαση του άρθρου 11(1) του Συντάγματος και του άρθρου 5 της Ε.Σ.Δ.Α. είναι θέμα πραγματικό, το οποίο πρέπει να κρίνεται αντικειμενικά. Στην Κυπριανίδη κ.ά. (ανωτέρω) λέχθηκε ότι υπό την αίρεση της ορθότητας της καθοδήγησης ως προς το πότε η κράτηση είναι αντισυνταγματική, είναι πραγματικό το ζήτημα της συνύπαρξης των στοιχείων που τη συνθέτουν στην ορισμένη περίπτωση. Το κατά πόσο οι κατηγορούμενοι ενήργησαν με την ελεύθερη θέλησή τους είναι ζήτημα πραγματικό. Μαρτυρία που εξασφαλίζεται ως εκ της αντισυνταγματικής κράτησης (στέρησης της προσωπικής ελευθερίας) δεν είναι αποδεκτή ως μαρτυρία.

 

Δεκτή δεν γίνεται ούτε η μαρτυρία που λαμβάνεται στη συνέχεια, ακόμη και εάν ακολούθησε νόμιμη σύλληψη π.χ. κατόπιν σχετικού εντάλματος, μόνο όμως σε περίπτωση που το προηγούμενο καθεστώς στέρησης της προσωπικής ελευθερίας επιδρά έτσι ώστε να μολύνει όσα επακολούθησαν, ως αιτιωδώς συναφή προς την παραβίαση. Πρόκειται για κανόνα που είναι γνωστός στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ως ο κανόνας του αποκλεισμού μαρτυρίας (the exclusionary rule) λόγω παράβασης βασικών συνταγματικών κατοχυρώσεων του πολίτη, ή η γνωστή αρχή «των φρούτων του δηλητηριασμένου δένδρου» (the fruits of the poisonous tree), όπως χαρακτηρίσθηκε και στη δική μας νομολογία (βλ. Queiss v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 49, Κυπριανίδη κ.ά. (ανωτέρω) και το σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη & Ν.Γ. Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, (Β΄ έκδοση), σελ. 808-809 όπου γίνεται αναφορά σε νομολογία των Δικαστηρίων των Η.Π.Α.).

 

Στο σύγγραμμα του Α.Ν. Λοΐζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, τίθενται κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος που εγείρεται. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα (από τη σελ. 62):

 

«Σχετική είναι η αρχή ότι η συμπεριφορά της Αστυνομίας κατά τη διεξαγωγή ανάκρισης για ένα αδίκημα πρέπει να κρίνεται αντικειμενικά. Αυτό συνάδει με την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και την προστασία από κατάχρηση εξουσίας από την Αστυνομία. Επομένως, η πρόθεση της Αστυνομίας, όπως εμφανίζεται, να μη συλλάβει ένα άτομο και η υποκειμενική τους εκτίμηση του στόχου που επιδίωκαν δεν είναι αδιαμφισβήτητη. Το γεγονός ότι η Αστυνομία δε ζήτησε να συλλάβει το άτομο εκείνο ή ο ισχυρισμός τους ότι δεν είχαν, στο στάδιο εκείνο, πρόθεση να το συλλάβουν δεν είναι αποφασιστικό. Αν, παρά το γεγονός ότι σε ένα άτομο δεν τέθηκε κανονικός περιορισμός στην ελευθερία της διακίνησής του, φανεί ότι η Αστυνομία είχε σκοπό να το κρατήσει κάτω από τον έλεγχο της αν αποπειράτο, ασκώντας το δικαίωμα του εκείνο, να αρνηθεί συνεργασία ή να φύγει, η αστυνομική ενέργεια συνιστά σύλληψη που προστατεύεται από την υποπαράγραφο γ».

 

Στην Κάπελλος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 241, εξετάσθηκε από το Εφετείο και η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου (μετά από δίκη εντός δίκης) να απορρίψει την ένσταση του εφεσείοντα να αποκλεισθούν από μαρτυρία τα επίδικα ναρκωτικά, στη βάση του ότι, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, υπέδειξε μεν αυτά προτού ξεκινήσει η εκτέλεση του εντάλματος έρευνας της οικίας του αλλά ενώ κατά τον χρόνο εκείνο τελούσε υπό παράνομη σύλληψη και κράτηση. Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων μεταφέρθηκε από τον Αστυνομικό Σταθμό, με αστυνομικό όχημα, μέχρι την οικία του, όπου θα διεξαγόταν η έρευνα, δεν ισοδυναμούσε με παράνομη σύλληψη. Ως λέχθηκε, σε κανένα στάδιο ο εφεσείων δεν αρνήθηκε να συνοδέψει τους αστυνομικούς στην οικία του ή ζήτησε να πάει μόνος του και εμποδίστηκε να το πράξει. Επομένως, ανεξάρτητα από το πώς ο ίδιος υποκειμενικά ένοιωθε (ως προς τούτο έδωσε μαρτυρία στη δίκη εντός δίκης ο ίδιος ο εφεσείων) όταν συμφώνησε να πάει στην οικία του για σκοπούς έρευνας με τους αστυνομικούς, οι συνθήκες μεταφοράς του στην οικία του δεν συνιστούσαν παράνομη σύλληψη και κράτηση. Έτσι, κατά τον χρόνο ανεύρεσης των ναρκωτικών δεν είχε παραβιαστεί οποιοδήποτε συνταγματικό του δικαίωμα ώστε να καθίστανται τα ναρκωτικά μη αποδεκτά τεκμήρια στην υπόθεση.

 

Ως δε αναφέρεται στο σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, (Αναθεωρημένη έκδοση), σελ. 46, πρόσωπο το οποίο ανταποκρίνεται σε παράκληση να επισκεφθεί Αστυνομικό Σταθμό σε σχέση με θέμα που τον αφορά, χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό, δεν θεωρείται ότι τελεί υπό σύλληψη.

Τέλος δεν μας διαφεύγει ότι το βάρος απόδειξης του εκάστοτε επίδικου θέματος σε μια δίκη εντός δίκης, παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία έχει την υποχρέωση να αποδείξει θετικά και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι η μαρτυρία που επιχειρεί να καταθέσει στο Δικαστήριο δεν είναι αποτέλεσμα αντισυνταγματικής, παράνομης ή άλλως πως επιλήψιμης ενέργειας ή παράλειψης των ανακριτικών αρχών. Ως δε έχει προαναφερθεί, η μαρτυρία της δίκης εντός δίκης προσεγγίζεται ώστε να αποφασισθεί το συγκεκριμένο επίδικο θέμα με τα ευρήματα να περιορίζονται στα όρια του απολύτως αναγκαίου (βλ. Petri και F. L. H. ανωτέρω καθώς και την απόφαση του νέου Εφετείου στην Μαυρόλουκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 74/2021 (Σχετ. Ποιν. Έφεση Αρ. 95/2021), ημερ. 31/10/2023). 

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Για σκοπούς πάντα της διεξαχθείσας δίκης εντός δίκης και μόνο, καταλήγουμε ότι με βάση τη μαρτυρία που έγινε δεκτή προκύπτουν τα πιο κάτω γεγονότα:

 

Στις 29/06/2023 και περί ώρα 01:50, ενώ ο Μ.Κ.5 του Ο.Π.Ε. Λεμεσού, βρισκόταν σε υπηρεσία με συναδέλφους του, έλαβαν μήνυμα από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας όπως μεταβούν άμεσα στην οδό Αγίου Γεωργίου στον Ύψωνα, κοντά στη συμβολή των φώτων με τη Γρίβα Διγενή, διότι εκεί υπήρχαν δυο πρόσωπα τραυματισμένα από μαχαίρι. Ο Μ.Κ.5, μαζί με τους συναδέλφους του, μετέβηκαν άμεσα στο μέρος, όπου μπροστά από τη μπυραρία «BLUE» υπήρχαν δυο άντρες σοβαρά τραυματίες. Στο μέρος κατέφθασαν ασθενοφόρα, τα οποία και παρέλαβαν τους τραυματίες. Από μαρτυρία που δόθηκε από άτομα που ήταν παρόντα κατονομάστηκε ως δράστης ο κατηγορούμενος 1, ο οποίος εγκατέλειψε το μέρος με το όχημα με αρ. εγγραφής [ ]. Στη βάση αυτή και μετά από οδηγίες, ο Μ.Κ.5 και οι συνάδελφοι του αναχώρησαν από το μέρος προς εντοπισμό του κατηγορουμένου 1, σε διάφορες διευθύνσεις.

 

Η ώρα 03:15 κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του κατηγορουμένου 1 έξω από την οικία του, όπου ήταν σταθμευμένο και το πιο πάνω όχημα. Μαζί του βρίσκονταν ο κατηγορούμενος 2 και άλλα δύο πρόσωπα. Μαζί με τον Μ.Κ.5, στο σημείο μετέβηκαν με δύο οχήματα (όλοι δηλαδή περιλαμβανομένου του Μ.Κ.5) οι Αστ.746, Α/Αστ.1570, Αστ.687 και Αστ.722. Κατά τον χρόνο εκείνο, όσον αφορά τον κατηγορούμενο 1, υπήρχε εύλογη υποψία για την εμπλοκή του στην υπόθεση, εφόσον υπήρχαν πληροφορίες από άτομα που βρίσκονταν στη σκηνή, τα οποία τον κατονόμαζαν ως τον δράστη του επεισοδίου. Ως εκ τούτου, η ώρα 03:18, ο Μ.Κ.5 επίστησε την προσοχή του κατηγορουμένου 1 στο Νόμο, του ανάφερε το επεισόδιο που είχε προηγηθεί, τις πληροφορίες που είχε και εκείνος του απάντησε «Ναι ήμουν μαζί με τον Αντρέα τζιαμέ (δείχνοντας τον κατηγορούμενο 2) επιτεθήκαν μας, μας επύτησαν σπρέι, μας εκτύπησαν, μου έσπασαν το αυτοκίνητο μου τζιαι για να γλυτώσουμε εφύαμεν». Το όχημα του κατηγορουμένου 1 είχε θρυμματισμένο το πίσω γυαλί ενώ στη δεξιά του πλευρά υπήρχαν διάσπαρτες μικρές κηλίδες αίματος.

 

Ο κατηγορούμενος 2, ο οποίος έφερε εμφανή τραύματα στο κεφάλι, επιβεβαίωσε στον Μ.Κ.5, τα λεγόμενα του κατηγορουμένου 1 και τοποθέτησε τον εαυτό του στη σκηνή. Ακολούθως, ο Μ.Κ.5 επικοινώνησε με τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, Ανώτερο Υπαστυνόμο Λευτέρη Κυριάκου, ο οποίος βρισκόταν στη σκηνή και του ανέφερε ότι είχε εντοπίσει τους κατηγορούμενους 1 και 2 και του είπε επ’ ακριβώς τι του είπαν οι κατηγορούμενοι. Τότε ο Κυριάκου έδωσε στον Μ.Κ.5 οδηγίες όπως πει στους κατηγορούμενους ότι καλό θα ήταν να μεταβούν στα γραφεία του Τ.Α.Ε., για να ξεκαθαρίσουν, να πουν τη δική τους άποψη στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης. Λόγω του ότι ο κατηγορούμενος 1 ανάφερε ότι ενόψει των ζημιών που είχε υποστεί το όχημα του δεν ήθελε να το μετακινήσει, ο Μ.Κ.5 πρότεινε στους κατηγορούμενους εάν ήθελαν να τους μεταφέρουν οι αστυνομικοί με τα οχήματά τους στα γραφεία του Τ.Α.Ε., πράγμα το οποίο οι κατηγορούμενοι δέχθηκαν. Ο κατηγορούμενος 2 δεν ανέφερε στον Μ.Κ.5 ότι είχε το αυτοκίνητο του στο μέρος ούτε ότι επιθυμούσε να μεταβεί στην Αστυνομία με το δικό του αυτοκίνητο. Έτσι, μερικά λεπτά μετά τον εντοπισμό τους, οι κατηγορούμενοι εισήλθαν αυτόβουλα και κάθισαν μαζί στα πίσω καθίσματα (μόνο οι  δύο τους) ενός αστυνομικού οχήματος - περιπολικού. Στη συνέχεια με το εν λόγω όχημα (με οδηγό τον Αστ.746 και συνοδηγό τον Αστ.722), οι κατηγορούμενοι μεταφέρθηκαν στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού.

 

Την ίδια ημέρα και κοντά στις 04:00, η Μ.Κ.1, συνάντησε τον κατηγορούμενο 2, σε ένα από τα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Ο κατηγορούμενος 2 καθόταν σε καρέκλα που βρισκόταν εντός του γραφείου και δεν φορούσε χειροπέδες. Στο μέρος βρίσκονταν αστυνομικοί, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν αλλά κανείς τους δεν βρισκόταν γύρω από τον κατηγορούμενο 2. Μετά η Μ.Κ.1 έλαβε οδηγίες από τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, να ανακρίνει προφορικά τον κατηγορούμενο 2 καθότι αυτός θεωρείτο ύποπτος στην υπόθεση. Ως εκ τούτου, η Μ.Κ.1 πληροφόρησε σχετικά τον κατηγορούμενο 2 και του παρέδωσε, περί ώρα 04:20, έγγραφο (το Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.2) στο οποίο, αμέσως μετά τον τίτλο «ΕΓΓΡΑΦΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΥΠΟΠΤΩΝ / ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ» αναφέρει «Σύμφωνα με τον περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμο (Ν.163(Ι)/2005) έχετε τα ακόλουθα δικαιώματα σε περίπτωση που είστε ύποπτος ή κατηγορούμενος για την τέλεση αξιόποινης πράξης:». Στο εν λόγω έγγραφο (στη σελίδα 6), ο κατηγορούμενος 2 βεβαίωσε, υπογράφοντας, ότι έχει πληροφορηθεί για τα δικαιώματα του και έχει παραλάβει το ως άνω «Έγγραφο» καθώς και τον κατάλογο με τα ονόματα και τους αριθμούς τηλεφώνων των δικηγόρων που ενδιαφέρονται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

 

Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος 2 ζήτησε να εξετασθεί από ιατρό και η ώρα 04:30 υπέγραψε γραπτή συγκατάθεση για να τύχει ιατροδικαστικής εξέτασης (το Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.3, όπου πλην της υπογραφής του, ο κατηγορούμενος 2 συμπλήρωσε και την ημερομηνία και ώρα). Περί ώρα 04:45, η Μ.Κ.1 άρχισε να ανακρίνει προφορικά τον κατηγορούμενο 2. Τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος 2 κατά την εν λόγω ανάκριση του, η Μ.Κ.1 τα κατέγραψε η ώρα 06:05, σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.4). Κατά τη διάρκεια της προφορικής ανάκρισης, παρόντες στον χώρο ήταν μόνο ο κατηγορούμενος 2 και η Μ.Κ.1 και η τελευταία του ανέφερε επανειλημμένα την πρόθεση της να τον ανακρίνει γραπτώς αλλά ο κατηγορούμενος 2 αρνήθηκε, αναφέροντας ότι επιθυμεί πρώτα να συμβουλευθεί τον δικηγόρο του. Τόσο κατά τον χρόνο που η Μ.Κ.1 συνάντησε τον κατηγορούμενο 2 στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού όσο και κατά τον χρόνο που τον ανέκρινε προφορικά, αυτός δεν της ανέφερε ότι ήθελε να φύγει.

 

Την ίδια ημέρα προηγουμένως, ο ιατροδικαστής Μ.Κ.2, κλήθηκε από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού, για την ίδια υπόθεση. Του αναφέρθηκε ότι υπήρχε άτομο το οποίο εμπλεκόταν στο περιστατικό, ήτοι βρισκόταν στη σκηνή του συμβάντος και το οποίο ανέφερε ότι δέχθηκε κτυπήματα, είχε παράπονο και ήθελε να εξεταστεί. Όταν ο Μ.Κ.2 έφθασε στο Τ.Α.Ε Λεμεσού είδε τον κατηγορούμενο 2 να βρίσκεται στο μπαλκόνι με κάποιο άλλο άτομο, που ήταν πολίτης και είχε κοτσίδα. Ο Μ.Κ.2 είδε ότι στα γραφεία και έξω που ήταν το μπαλκόνι υπήρχαν κάποιοι αστυνομικοί, οι οποίοι δεν ήταν μαζί με τον κατηγορούμενο 2, αλλά μπαινόβγαιναν στα γραφεία. Ακολούθως ο Μ.Κ.2 μετέβηκε στον χώρο όπου θα έκανε την εξέταση.

 

Ο Μ.Κ.3, την ίδια ημέρα ανέλαβε καθήκον νωρίτερα και συγκεκριμένα η ώρα 04:30 καθότι κλήθηκε από το Τμήμα του (Τ.Α.Ε. Λεμεσού) να μεταβεί εκεί εκτάκτως λόγω της ίδιας υπόθεσης. Αφού έλαβε οδηγίες από τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, να μεριμνήσει όπως ο κατηγορούμενος 2 μεταβεί στο εργαστήριο φωτογραφιών για να τύχει ιατροδικαστικής εξέτασης, ο Μ.Κ.3 μετέβηκε και συνάντησε τον κατηγορούμενο 2 στα Γραφεία Διαρρήξεων του Τ.Α.Ε. Λεμεσού όπου βρισκόταν με τη Μ.Κ.1. Όπως πληροφορήθηκε ο Μ.Κ.3, ήταν επιθυμία του κατηγορουμένου 2 να εξετασθεί καθ’ ότι ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε επίθεση το συγκεκριμένο βράδυ. Όντας ο αστυνομικός που θα ήταν παρών κατά την εν λόγω εξέταση, ο Μ.Κ.3, η ώρα 05:45, συνόδευσε τον κατηγορούμενο 2 στα γραφεία του Κλάδου Δακτυλοσκοπίας και Φωτογραφιών του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, όπου θα γινόταν η ιατροδικαστική εξέταση.

 

Ακολούθως, η ώρα 05:58 ο κατηγορούμενος 2, στην παρουσία του Μ.Κ.3 συγκατατέθηκε γραπτώς όπως του ληφθούν βιολογικά δείγματα. Προς τον σκοπό αυτό ο κατηγορούμενος 2 έγραψε το όνομα, το επίθετο του και την ημερομηνία και ώρα στο έγγραφο «ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ ΛΗΨΗΣ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ, ΚΛΠ ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ» (το Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.7), το ανέγνωσε και το υπέγραψε. Στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος 2 δίδει ελεύθερα την συγκατάθεση του στην Αστυνομία να λάβει από αυτόν για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης σχετικά με διερευνώμενη υπόθεση που αφορά στα αδικήματα: συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, φόνου εκ προμελέτης και απόπειρας φόνου που διαπράχθηκαν στις 29/06/2023 στη Λεμεσό, τις μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα, αποτυπώματα παλάμης και πέλματος, δείγματα γραφικού χαρακτήρα, αποκόμματα ονύχων, δείγματα τριχών, σάλιου, παρειακών επιχρισμάτων και κατάλοιπα ξένης ουσίας στο σώμα. Επίσης στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι έχει πληροφορηθεί ότι δεν είναι υπόχρεος να δώσει τέτοια συγκατάθεση εκτός εάν θέλει και πως σε περίπτωση που τα πιο πάνω, τα οποία ληφθούν από αυτόν, συνδεθούν με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, που διερευνάται, δυνατό να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία.

 

Ο κατηγορούμενος 2 ανέφερε στον Μ.Κ.2 ότι του έριξαν σπρέι στο πρόσωπο, στα μάτια, ότι κτυπήθηκε και ότι ήθελε να εξεταστεί. Ακολούθως, στον ίδιο χώρο, μεταξύ των ωρών 06:08 - 06:30, ο Μ.Κ.2 διενήργησε ιατροδικαστική εξέταση στον κατηγορούμενο 2. Κατά την εξέταση, ο Μ.Κ.3 τηρούσε σχετικό Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.8) και μεταξύ των ωρών 06:21 με 06:30, ο Μ.Κ.4 έλαβε φωτογραφίες του κατηγορουμένου 2 (βλ. φωτογραφίες 1-34 στο Τεκμήριο Δ.Δ.9). Περαιτέρω, ο Μ.Κ.2 παρέλαβε διάφορα τεκμήρια για επιστημονικές εξετάσεις, τα οποία παρέδωσε η ώρα 06:50 στον Μ.Κ.4. Μεταξύ αυτών, ενόψει του ότι ο κατηγορούμενος 2 ανέφερε ότι του έριξαν σπρέι στα μάτια - για να διαπιστωθεί εάν ευσταθεί ο ισχυρισμός του - ο Μ.Κ.2 έλαβε από αυτόν δύο δείγματα με βαμβάκι από την περιοχή του προσώπου του (πρόκειται για τα Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β στην κυρίως δίκη).

 

Μετά το πέρας της ιατροδικαστικής εξέτασης, ο Μ.Κ.3 πληροφορήθηκε ότι είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορουμένου 2. Έτσι πήγε με τον κατηγορούμενο 2 στο γραφείο των Λοχίων του Τ.Α.Ε. Λεμεσού (που βρίσκονται σε απόσταση μισού λεπτού από τον χώρο όπου έγινε η εξέταση) όπου η ώρα 06:40, ο Μ.Κ.3 συνέλαβε τον κατηγορούμενο 2 δυνάμει του εν λόγω εντάλματος. Αφού του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του και του επίστησε την προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος 2 απάντησε «Δεν έχω να πω τίποτε». Ακολούθως ο Μ.Κ.3 τον ενημέρωσε για τα δικαιώματα του και τον παρέδωσε στον Λοχία Κοκκινόφτα, ο οποίος ήταν μέλος της ανακριτικής ομάδας.

 

Εδώ να λεχθεί ότι στην τελική του αγόρευση, ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε ουσιαστικά ότι από τα γεγονότα, ως εξάγονται από τη δοθείσα μαρτυρία, προκύπτει ότι από τη στιγμή του εντοπισμού του στην οικία του κατηγορουμένου 1 μέχρι και τη σύλληψη του η ώρα 06:40, ο κατηγορούμενος 2 αποστερήθηκε την ελευθερία του αφού, ήταν με συνοδεία αστυνομικών, υπό την επίβλεψη και υπό τον έλεγχο των τελευταίων, υπό συνθήκες ισοδυναμούσες με παράνομη κράτηση.

 

Το ερώτημα λοιπόν που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει είναι κατά πόσο στη βάση των γεγονότων στα οποία έχει καταλήξει, έχει αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή ότι, από τον εντοπισμό του κατηγορουμένου 2, η ώρα 03:15 στις 29/06/2023 έξω από την οικία του κατηγορούμενου 1, μέχρι και η ώρα 06:40 που εκτελέσθηκε το ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του την ίδια ημέρα, αυτός δεν τελούσε υπό παράνομη σύλληψη και παράνομη κράτηση.

 

Από τα πιο πάνω ευρήματα μας προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Μετά που τον ενημέρωσε σχετικά ο Μ.Κ.5 (για αυτά δηλαδή που αυτόβουλα του είπαν οι κατηγορούμενοι 1 και 2), ο Υπεύθυνος του Τ.Α.Ε. Λεμεσού έδωσε οδηγίες στον Μ.Κ.5 όπως πει στους κατηγορούμενους ότι καλό θα ήταν να μεταβούν στα γραφεία του Τ.Α.Ε., για να ξεκαθαρίσουν, να πουν τη δική τους άποψη στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης. Μετά δε που έφτασε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο κατηγορούμενος 2 πληροφορήθηκε για την πρόθεση της Αστυνομίας να τον ανακρίνει προφορικά ως ύποπτο και ενημερώθηκε για τα δικαιώματα του.

 

Εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν μας διαφεύγει ότι παρά το ότι ο κατηγορούμενος 2 θεωρήθηκε ύποπτος για την υπόθεση, δεν συνελήφθη αμέσως. Ως προς τούτο δέον όμως όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Κατ’ αρχάς δεν πρόκειται για περίπτωση αυτόφωρου αδικήματος. Συνεπώς η Αστυνομία δεν μπορούσε και δεν όφειλε να συλλάβει τον κατηγορούμενο 2 αμέσως. Πέραν τούτου, δεν απαγορεύεται η ανάκριση υπόπτου προσώπου από την Αστυνομία, χωρίς αυτό να έχει συλληφθεί προηγουμένως, κάτι που άλλωστε, σε περίπτωση μη αυτόφωρου αδικήματος, προϋποθέτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου προς έκδοση αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος σύλληψης. Φτάνει αυτό να μην γίνεται σκόπιμα για αλλότριους σκοπούς και κατά παράβαση των δικαιωμάτων του υπόπτου. Σε τέτοια δε περίπτωση οφείλει η Αστυνομία να ενημερώσει το πρόσωπο ότι είναι ύποπτο και για τα νόμιμα δικαιώματα του. Αυτό προκύπτει από την F. L. H. ανωτέρω, όπου κρίθηκε, ότι η Οδηγία 2013/48/ΕΕ, έχει μεταφερθεί με εσφαλμένο τρόπο στον περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμο 163(Ι)/2005, εφόσον παρά το ότι η Οδηγία ρητώς καλύπτει και πρόσωπα τα οποία ανακρίνονται από την Αστυνομία χωρίς να έχουν ακόμα συλληφθεί, ο εν λόγω Νόμος περιορίζει τα σχετικά δικαιώματα σε πρόσωπα τα οποία συλλαμβάνονται. Ως όμως περαιτέρω επισημάνθηκε, οι διατάξεις της Οδηγίας, που αναγνωρίζουν δικαιώματα σε μεμονωμένα άτομα, είναι άνευ όρων και επαρκώς σαφείς και ακριβείς, ώστε η Οδηγία να έχει άμεση εφαρμογή.

Στην προκειμένη ο Μ.Κ.5, έλαβε οδηγίες από τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, όπως πει στους κατηγορούμενους ότι καλό θα ήταν να μεταβούν στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού για να ξεκαθαρίσουν, να πουν τη δική τους άποψη στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης. Εδώ να σημειωθεί ότι δεν επρόκειτο για απαίτηση της Αστυνομίας προς τους κατηγορούμενους αλλά για παράκληση. Μετά δε τα όσα είπε στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 1 για το αυτοκίνητο του, όταν ο Μ.Κ.5 τους πρότεινε να τους μεταφέρουν οι αστυνομικοί στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο κατηγορούμενος 2 αποδέχθηκε, χωρίς να αναφέρει ότι είχε το αυτοκίνητο του εκεί, ούτε ότι επιθυμούσε να μεταβεί στην Αστυνομία με αυτό. Έτσι, έχοντας υπόψη ότι ο σκοπός της μετάβασης του στο Τ.Α.Ε. ήταν να πει την άποψη του στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης και παρά το ότι αυτό συνιστούσε παράκληση και όχι απαίτηση από πλευράς Αστυνομίας, ο κατηγορούμενος 2, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε άρνηση, οικειοθελώς και αυτόβουλα μπήκε στο περιπολικό και μεταφέρθηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Καμία δε μαρτυρία δεν τέθηκε που να καταδεικνύει ότι εάν κατά τον χρόνο εκείνο, ο Μ.Κ.5 έλεγε στον κατηγορούμενο 2 ότι ήταν ύποπτος για την υπόθεση, ο τελευταίος θα αρνείτο να μεταβεί στο Τ.Α.Ε. ή ότι θα δρούσε διαφορετικά.

 

Περαιτέρω, δέον όπως λεχθεί και τούτο, το οποίο συνηγορεί στο ότι ήταν οικειοθελώς που ο κατηγορούμενος 2 μετέβηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Συγκεκριμένα, στην προφορική του ανάκριση (βλ. Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.4), μεταξύ άλλων ανέφερε ότι μετά το επίδικο περιστατικό, επιθυμία του με τον κατηγορούμενο 1 ήταν να μεταβούν στον Αστυνομικό Σταθμό Πολεμιδιών για να υποβάλουν καταγγελία για το σπρέι και τη ζημιά στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου 1 αλλά εντοπίστηκαν από την Αστυνομία. Προκύπτει λοιπόν ότι ήταν πρόθεση και του ιδίου να μεταβεί στην Αστυνομία.

 

Ακολούθως, στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, πριν από οποιαδήποτε ανακριτική ενέργεια, ο κατηγορούμενος 2 ενημερώθηκε από τη Μ.Κ.1 ότι ήταν ύποπτος για την υπόθεση και του δόθηκαν γραπτώς, η ώρα 04:20, τα δικαιώματα του με βάση το Νόμο 163(Ι)/2005 (το Τεκμήριο Δ.Ε.Δ.2), τα οποία και μπορούσε να ασκήσει. Μάλιστα όταν κατά την προφορική του ανάκριση που ακολούθησε, η Μ.Κ.1 του ανέφερε επανειλημμένα την πρόθεση της να τον ανακρίνει γραπτώς, προφανώς ασκώντας τα εν λόγω δικαιώματα του, ο κατηγορούμενος 2 αρνήθηκε, αναφέροντας ότι επιθυμεί πρώτα να συμβουλευθεί τον δικηγόρο του.

 

Και όλα όσα ακολούθησαν έγιναν εν γνώσει του κατηγορουμένου 2 ότι ήταν ύποπτος για την υπόθεση και των σχετικών δικαιωμάτων του. Ήταν δε ο ίδιος που στη συνέχεια ζήτησε να εξετασθεί από ιατρό και προς τούτο υπέγραψε σχετική συγκατάθεση (η ώρα 04:30). Μετά την προφορική ανάκριση του συνοδεύθηκε από τον Μ.Κ.3 σε άλλο γραφείο του Τ.Α.Ε. Λεμεσού για να εξετασθεί, όπως ζήτησε (η ώρα 05:45). Ακολούθησε η ιατροδικαστική του εξέταση από τον Μ.Κ.2 (μεταξύ των ωρών 06:08 - 06:30). Πριν την εξέταση του, συγκατατέθηκε γραπτώς όπως του ληφθούν βιολογικά δείγματα (η ώρα 05:58). Εδώ να λεχθεί ότι το άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ληφθούν τέτοια δείγματα, από πρόσωπο που δεν τελεί υπό κράτηση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δίδει οικειοθελώς τη συγκατάθεση του, όπως έκανε στην παρούσα ο κατηγορούμενος 2 (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 547). Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος 2 ανέφερε στον Μ.Κ.2 ότι του έριξαν σπρέι στο πρόσωπο, στα μάτια, ότι κτυπήθηκε και ότι ήθελε να εξεταστεί. Ήταν εντός του πλαισίου αυτού και προς διαπίστωση του ισχυρισμού του που λήφθηκαν τα Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β στην κυρίως δίκη. Μετά δε το πέρας της εξέτασης, ο  κατηγορούμενος 2 μετέβηκε με τον Μ.Κ.3 στο γραφείο των Λοχίων του Τ.Α.Ε., όπου, η ώρα 06:40, ο Μ.Κ.3 τον συνέλαβε δυνάμει δικαστικού εντάλματος.

 

Σε κανένα δε σημείο, από τον χρόνο του εντοπισμού του, έξω από την οικία του κατηγορουμένου 1, μέχρι και τη σύλληψη του, ο κατηγορούμενος 2 δεν βρισκόταν υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο της Αστυνομίας, ούτε και περιορίσθηκε με οιονδήποτε τρόπο η ελευθερία κινήσεων του. Δεν ήταν υπό σύλληψη και μπορούσε σε οποιοδήποτε στάδιο, εάν επιθυμούσε να φύγει από την Α.Δ.Ε. Λεμεσού (όπου βρίσκονται τα γραφεία του Τ.Α.Ε.). Ποτέ δεν ζήτησε όμως κάτι τέτοιο, ούτε και διαφάνηκε από τη μαρτυρία ότι εάν το ζητούσε, η Αστυνομία είχε πρόθεση να μην του το επιτρέψει, ώστε να έχει βάση η θέση της Υπεράσπισης του για παράνομη κράτηση και κατ’ επέκταση για στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας. Του είχαν δε δοθεί και συνεπώς ήταν εις γνώση του τα δικαιώματα του ως υπόπτου και όλες οι συγκαταθέσεις του δόθηκαν οικειοθελώς, με την ελεύθερη βούληση του και εν γνώσει του ότι εθεωρείτο ύποπτος για την υπόθεση, των συνεπειών αυτών και των σχετικών δικαιωμάτων του.

 

Πουθενά δε από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν προκύπτει ότι η Αστυνομία έδρασε με σκοπό να συλλέξει παράνομα μαρτυρία από τον κατηγορούμενο 2, πριν τον συλλάβει. Η θέση του κ. Ευσταθίου στην αγόρευση του ότι η Αστυνομία όφειλε εξ αρχής να συλλάβει τον κατηγορούμενο 2 ή αν υπήρχαν όντως λόγοι να μην το κάνει, όφειλε να το κάνει ευθύς ως αυτά προέκυψαν και ότι δεν το έπραξε «προφανώς ώστε ο κατηγορούμενος να είναι υπό κράτηση χωρίς να δικαιούται να ασκήσει τα δικαιώματα του σαν πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση», δεν ευσταθεί εφόσον, ως προαναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος 2 ενημερώθηκε ότι ήταν ύποπτος και για τα νόμιμα δικαιώματα του και άρα γνώριζε ότι μπορούσε να τα ασκήσει. Πέραν δε και ανεξάρτητα τούτου, ήταν γενική και αόριστη η ως άνω θέση του κ. Ευσταθίου, ως προς το κίνητρο που αποδίδει στην Αστυνομία και δη ότι έδρασε έτσι ώστε να μην μπορεί ο κατηγορούμενος 2 να ασκήσει τα δικαιώματα του «σαν πρόσωπο που θα τελούσε υπό κράτηση».

 

Εδώ να αναφερθεί και τούτο. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η νομολογία μας αποδοκιμάζει μηχανιστικές προσεγγίσεις που θα απομάκρυναν από την ουσία και θα μετέτρεπαν τα κεφαλαιώδη ζητήματα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και της εξιχνίασης των εγκλημάτων σε ζητήματα τύπου (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411).

 

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε, για σκοπούς και μόνο της παρούσας δίκης εντός δίκης, ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει πετύχει να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι από τον εντοπισμό του κατηγορουμένου 2, η ώρα 03:15 στις 29/06/2023 έξω από την οικία του κατηγορουμένου 1, μέχρι και τη σύλληψη του δυνάμει δικαστικού εντάλματος η ώρα 06:40 στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, αυτός δεν τελούσε υπό παράνομη σύλληψη και κράτηση. Δεν υπήρξε λοιπόν παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθερίας του ή οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος του ή παραβίαση Νόμου και συναφώς η λήψη των Τεκμηρίων προς Αναγνώριση Α και Β της κυρίως δίκης δεν ήταν αποτέλεσμα τέτοιας παραβίασης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω κρίνουμε ότι οι λόγοι ένστασης της Υπεράσπισης δεν ευσταθούν και κατ’ επέκταση η ένσταση απορρίπτεται.

 

Ως εκ τούτου γίνεται δεκτή η κατάθεση ως τεκμηρίων, των Τεκμηρίων προς Αναγνώριση Α και Β της κυρίως δίκης. 

 

 

 

 

(Υπ.) ….…………………………………

                                                                                                      Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

 

                                                                    (Υπ.) ……….……………………….…...

                                                                                                     Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.

 

 

 

 

                                                                                   (Υπ.) …….……………………………...

                                                                                                   Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

 

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο