ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝΦ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                    Α. Φυλακτού, Α.E.Δ.

                    Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

                                                              

                                          Αρ. Υπόθεσης: 14444/23

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

1. ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

         2. ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

                                             

                                                     Κατηγορουμένων

 

 

Ημερομηνία: 10/06/2024

Για τη Δημοκρατία: κ. Α. Αριστείδης.

Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Α. Κληρίδης.

Για τον Κατηγορούμενο 2: κ. Ε. Ευσταθίου.

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες.

                                             

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δίκη εντός δίκης Αρ. 2)

 

Στην παρούσα υπόθεση, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης (κατηγορίες 1 και 2) και μια κατηγορία τραυματισμού (κατηγορία 3).

 

Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 26/02/2024. Στις 10/05/2024, κατά την κυρίως εξέταση του Μ.Κ.1, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αιτήθηκε όπως κατατεθεί ως τεκμήριο, ένας σκληρός δίσκος μάρκας Verbatim, ο οποίος εξάχθηκε από ένα DVR, το οποίο παραλήφθηκε από την Αστυνομία, μετά από έρευνα δυνάμει δικαστικού εντάλματος, από το καφενείο στην οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου 4 στον Ύψωνα. Ο συνήγορος Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 2 δεν έφερε ένσταση στο αίτημα. Αντίθετα, ο συνήγορος Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 1, ζήτησε όπως η ως άνω μαρτυρία αποκλεισθεί, εγείροντας ουσιαστικά την ακόλουθη ένσταση:

 

Το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου αποτελεί καταγεγραμμένο περιεχόμενο συστήματος κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, το οποίο είναι εγκατεστημένο σε καφενείο και το οποίο καταγράφει (λόγω του ότι «το πλάνο είναι ευρύ») και αποθηκεύει αρχεία μορφής βίντεο από δημόσιο χώρο απέναντι από το καφενείο. Έτσι καταγράφεται η τοποθεσία «όπου διαπράχθηκε το εν λόγω αδίκημα», «όλα όσα έγιναν κατά τη δεδομένη στιγμή», καθώς και αυτοκίνητα και άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο ίδιος ο κατηγορούμενος 1 και το αυτοκίνητο αυτού (στοιχεία που αποτελούν προσωπικά του δεδομένα). Αποτέλεσμα αυτής της καταγραφής είναι η παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου 1 (άρθρο 15 του Συντάγματος, άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) καθότι η επέμβαση στο δικαίωμα αυτό δεν ήταν επιτρεπτή εφόσον δεν έγινε σύμφωνα με το νόμο, ούτε είχε νόμιμο σκοπό, αναγκαίο προς το συμφέρον της δημοσίας ασφάλειας, ως προβλέπει το άρθρο 15 του Συντάγματος.

 

Αυτό καθότι, σύμφωνα πάντα με την ένσταση, η εν λόγω μαρτυρία παραβιάζει τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρµόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικηµάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδοµένων αυτών Νόµο 44(Ι)/2019, με τον οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία υιοθέτησε τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και της Οδηγίας (EE) 2016/680. Ειδικότερα, η μαρτυρία που επιχειρείται να παρουσιαστεί:

 

§    Παραβιάζει το άρθρο 5 του Κανονισμού και το άρθρο 4 της Οδηγίας (και τα άρθρα 2, 3, 5 και 10 του Νόμου 44(Ι)/2019) καθώς η συλλογή και αποθήκευση του υλικού αυτού, προέκυψε από μη σύννομη και θεμιτή επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, τα οποία δεν συλλέγηκαν για καθορισμένους ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβλήθηκαν σε επεξεργασία και αποθήκευση κατά τρόπο συμβατό με τους νόμιμους σκοπούς. Περαιτέρω, δεν τηρήθηκε η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων (αρχή της αναλογικότητας) σε ό,τι αφορά τη λήψη, αποθήκευση και επεξεργασία τους.

§    Παραβιάζει το άρθρο 6 του Κανονισμού και το άρθρο 8 της Οδηγίας (και το άρθρο 10 του Νόμου 44(Ι)/2019), που καθορίζουν πότε η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων είναι σύννομη.

§    Παραβιάζει το άρθρο 14 του Κανονισμού και το άρθρο 13 της Οδηγίας (και το άρθρο 15 του Νόμου 44(Ι)/2019), που αφορά στις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στο υποκείμενο των δεδομένων.

§    Παραβιάζει το άρθρο 30 του Κανονισμού και το άρθρο 24 της Οδηγίας (και το άρθρο 26 του Νόμου 44(Ι)/2019) αφού δεν υπάρχει αρχείο δραστηριοτήτων επεξεργασίας.

§    Λήφθηκε από κάμερες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν και λειτουργούσαν χωρίς έγκριση από την αρμόδια εποπτική αρχή.

 

Στη βάση των πιο πάνω, ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε όπως διαταχθεί η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης «με σκοπό να εξακριβωθεί μέσα από μαρτυρία / γεγονότα ο τρόπος που περισυλλέχθηκε η εν λόγω μαρτυρία και πως αυτή παραβιάζει το εν λόγω συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου».

 

Το Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, με ενδιάμεση απόφαση του, διέταξε όπως διεξαχθεί δίκης εντός δίκης με σκοπό να διευκρινιστούν και να κριθούν τα θέματα που εγείρονται με την ως άνω ένσταση. Ο εν λόγω σκληρός δίσκος κατατέθηκε δε για τον σκοπό αυτό ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Γ στην κυρίως δίκη.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ -  ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 

Στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τέσσερεις μάρτυρες, ήτοι τους Αστ. 2744 Αδάμο Αδάμου (Μ.Κ.1), Αστ. 1828 Γιώργο Ευριπίδου (Μ.Κ.2), Υπαστυνόμο Κυριάκο Κυριάκου (Μ.Κ.3) και Αστ. 2463 Γιάννη Οικονομίδη (Μ.Κ.4). Από πλευράς κατηγορουμένου 1 δεν κλήθηκαν μάρτυρες.

 

Εδώ να λεχθεί ότι ως προς την αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας δέον όπως λεχθεί  ότι έχουμε πάντα κατά νου ότι η μαρτυρία της δίκης εντός δίκης προσεγγίζεται ώστε να αποφασισθεί το συγκεκριμένο επίδικο θέμα και ότι κατά την αξιολόγηση πρέπει να διατηρείται ανοικτό το γενικότερο θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων, κάτι που επιβάλλει περιορισμούς στον σχολιασμό της μαρτυρίας και στη διατύπωση ευρημάτων. Συναφώς πρέπει να αποφεύγεται η εξαγωγή ευρημάτων ως προς τη γενικότερη αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα και ιδιαίτερα, όταν καταθέτει ο κατηγορούμενος, την αξιοπιστία αυτού (βλ. Petri v. The Republic (1968) 2 C.L.R. 40, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 370 και F. L. H. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 4/2020, ημερ. 31/01/2022).

 

Στην προκειμένη, για σκοπούς αξιολόγησης, εντός του ως άνω αναφερόμενου πλαισίου της ένστασης, εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τόσο τη μαρτυρία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον μας όσο και αυτή που περιέχεται στα τεκμήρια που κατατέθηκαν.

 

Πρέπει να λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι η μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας δεν αμφισβητήθηκε και συναφώς γίνεται δεκτή.

 

Ο Μ.Κ.1 υπηρετεί στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών στο Εργαστήριο Φωτογραφίας, Εικόνας και Γραφικών της ΥΠ.ΕΓ.Ε., με καθήκοντα, μεταξύ άλλων, την εξέταση τεκμηρίων που έρχονται από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, από διάφορες βιντεοκάμερες και φωτογραφικές μηχανές και την εξέταση αρχείων βίντεο και εικόνας (κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 Δ.Ε.Δ. αρ. 2 σχετικό «Βιογραφικό Σημείωμα»). Εξήγησε ότι ένα κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης ή βιντεοπαρακολούθησης (ως είπε στα αγγλικά αναφέρεται ως «CCTV») αποτελείται από έναν αριθμό καμερών, οι οποίες λαμβάνουν εικόνα ή και βίντεο, τα οποία ακολούθως καταγράφονται μέσω μιας συσκευής (πρόκειται για το καταγραφικό που στα αγγλικά αναφέρεται ως «DVR») σε κάποιο αποθηκευτικό χώρο όπως ένας σκληρός δίσκος. Η συνδεσιμότητα δε των καμερών με το καταγραφικό γίνεται είτε ενσύρματα είτε ασύρματα.

 

Εξήγησε ότι στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, παρέλαβε από τον Μ.Κ.2, στις 06/07/2023, μια συσκευή DVR (στο εξής «το DVR» - το περιγράφει και έθεσε φωτογραφία του στην έκθεση του). Αφού άνοιξε το DVR εντόπισε εντός αυτού ένα σκληρό δίσκο, χωρητικότητας 1 Τerabyte. Ακολούθως δημιούργησε κλώνο αυτού του σκληρού δίσκου (εξήγησε ότι «κλώνος» είναι ένας άλλος σκληρός δίσκος, ο οποίος πλέον περιέχει ακριβές και πιστό αντίγραφο του περιεχομένου που είχε ο αρχικός σκληρός δίσκος του καταγραφικού) για να τον διασφαλίσει. Ακολούθως συνέδεσε τον κλώνο αυτό με υπολογιστή στον οποίο υπάρχει εγκατεστημένο το δικανικό λογισμικό «DVR Examiner» και προέβη σε εξαγωγές των αρχείων βίντεο που εντοπίστηκαν με το εν λόγω λογισμικό, τις οποίες αποθήκευσε. Στη συνέχεια αφού ενεργοποίησε τη συσκευή για να την ελέγξει, διενήργησε κάποιες εξετάσεις για να δει τον κωδικό πρόσβασης εάν ήταν αυτός που του έδωσαν, για να δει εάν μπορούσε να κάνει εξαγωγές αρχείων βίντεο και από τη συσκευή, ότι δηλαδή λειτουργούσε ορθά, να δει τη διαφορά της ώρας και να εξετάσει για ποιες ημερομηνίες υπήρχαν καταγραφές στη συσκευή. Ακολούθως, παρέδωσε στους ανακριτές της υπόθεσης, βίντεο το οποίο έκανε εξαγωγή από το εν λόγω τεκμήριο. Μετά δε από υποδείξεις που του έκαναν οι ανακριτές της υπόθεσης, εξήγαγε κάποιες εικόνες και κάποια αρχεία βίντεο με το δικανικό λογισμικό «Amped Five», τα οποία επίσης παρέδωσε στους ανακριτές. Για την εργασία που έκανε συνέταξε έκθεση (αντίγραφο αυτής κατέθεσε ως Τεκμήριο 2 Δ.Ε.Δ. αρ. 2). Εξήγησε δε κατά τη μαρτυρία του, με περισσότερες λεπτομέρειες τη διαδικασία που ακολούθησε, από την παραλαβή του DVR μέχρι και την παράδοση του καθώς και τους πίνακες και τις φωτογραφίες που υπάρχουν στην εν λόγω έκθεση και τα όσα αναφέρονται σε αυτή.

 

Αναγνώρισε το Τεκμήριο για Αναγνώριση Γ, ως τον εξωτερικό σκληρό δίσκο, τον οποίο ετοίμασε και παρέδωσε στον ανακριτή και ο οποίος περιέχει τις εξαγωγές βίντεο που ανέφερε στην έκθεση του ότι έκανε (κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3 Δ.Ε.Δ. αρ. 2). Εξήγησε δε ότι τα οπτικά πλάνα - αρχεία βίντεο που υπήρχαν αποθηκευμένα στο DVR, εξήχθηκαν σε ένα κλώνο και ακολούθως από τον κλώνο μεταφέρθηκαν στο Τεκμήριο 3 Δ.Ε.Δ. αρ. 2. Μετά τη δημιουργία του εν λόγω τεκμηρίου, τοποθέτησε αυτό στο αρχείο του εργαστηρίου και ακολούθως παραλήφθηκε από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Σε ένα USB (πρόκειται για αποθηκευτικό μέσο όπως ο σκληρός δίσκος) αποθήκευσε τα αρχεία βίντεο και εικόνας που φαίνονται στους Πίνακες 4 και 5 της έκθεσης του, δηλαδή αρχεία που εξήγαγε με τη χρήση του δικανικού λογισμικού «Amped Five».

 

Το προαναφερόμενο DVR είχε 6 ενεργές κάμερες. Ως προς τον χρόνο που μπορούσε να καταγράφει αυτό, ανέφερε ότι εντόπισε καταγραφές βίντεο από τις 08/06/2023 μέχρι και τις 05/07/2023 αλλά ως εξήγησε, ο τελικός χρήστης μπορεί να δει ολοκληρωμένα αρχεία βίντεο από τη συσκευή, από τις 26/06/2023 μέχρι και τις 05/07/2023 δηλαδή για 10 μέρες ενώ για τις 4 προηγούμενες ημερομηνίες δηλαδή 08/06, 11/06, 14/06 και 25/06 υπάρχουν βίντεο τα οποία έχουν προβλήματα αναπαραγωγής και δεν είναι ολοκληρωμένα αρχεία. Με άλλα λόγια το DVR διατηρεί ολοκληρωμένα αρχεία βίντεο για 10 μέρες. Μετά την πάροδο των 10 ημερών, σε όλα τα καταγραφικά, όταν γεμίσει ο σκληρός δίσκος με δεδομένα, αυτό που γίνεται είναι ότι σβήνονται τα πιο παλιά δεδομένα - αρχεία για να καταγράφουν νέα στη θέση τους (γίνεται «overwrite»).

 

Στις 29/06/2023 καταγράφηκαν πλάνα στο συγκεκριμένο καταγραφικό και από τις 6 κάμερες που ήταν συνδεδεμένες μαζί του. Ο Μ.Κ.1 τοποθέτησε σε δικό του προσωπικό υπολογιστή το Τεκμήριο 3 Δ.Ε.Δ. αρ. 2 και προέβαλε στην τηλεόραση του Δικαστηρίου, ό,τι έδειχνε στην οθόνη του υπολογιστή του. Με τον τρόπο αυτό έδειξε και εξήγησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3 Δ.Ε.Δ. αρ. 2. Ακολούθως επέλεξε τον φάκελο που αντιστοιχεί στην ημερομηνία 29/06/2023 και υπέδειξε ότι εντός αυτού υπάρχουν 8 «folders» με την ονομασία «CH1» - «CH8» (πρόκειται για κανάλια που το καθένα αντιστοιχεί σε μια κάμερα). Να σημειωθεί ότι ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε ότι θα αξιοποιήσει πλάνα μόνο από τις κάμερες 2, 4 και 5. Έτσι ζητήθηκε από το Μ.Κ.1 και άνοιξε το «folder» που αφορά την κάμερα 2 και στη συνέχεια το πρώτο αρχείο που περιέχεται σε αυτό (από η ώρα 00:06:56 μέχρι και 02:40:04). Εξήγησε δε ότι εκτύπωσε το οπτικό πλάνο-πεδίο που καταγράφει η εν λόγω κάμερα, ως φαινόταν στην οθόνη (κατατέθηκε η σχετική φωτογραφία ως Τεκμήριο 4 Δ.Ε.Δ. αρ. 2). Είπε δε ως προς το συγκεκριμένο πλάνο ότι, εάν κάποιος άνθρωπος στέκεται στο πεζοδρόμιο που φαίνεται στη μέση της φωτογραφίας σε δύο σημεία (που του ζητήθηκε και έθεσε ως Χ και Ψ στο Τεκμήριο 4 – πρόκειται για σημεία επί του πεζοδρομίου που βρίσκεται έξω από το υποστατικό όπου ήταν εγκατεστημένο το κύκλωμα παρακολούθησης, μέρος του οποίου ήταν το προαναφερόμενο DVR) αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του ίδιου πεζοδρομίου, για να φαίνεται το πρόσωπο του, λόγω του βάθους πεδίου, η κάμερα αναγκαστικά θα λάβει υλικό και από πιο πίσω, από το βάθος του πλάνου (όπου φαίνεται δρόμος και πέραν του εν λόγω δρόμου). Περαιτέρω, είπε ότι εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει μια νοητή γραμμή που συνδέει τα σημεία Α, Β και Γ (που του ζητήθηκε και έθεσε στο Τεκμήριο 4 Δ.Ε.Δ. αρ. 2 - πρόκειται για σημεία πέραν του ως άνω δρόμου, όπου υπάρχουν σταθμευμένα διάφορα οχήματα), ως προς ανθρώπους που στέκονται ή κινούνται σε αυτόν τον χώρο και καταγράφονται, πέραν του σωματότυπου τους, δεν μπορούν να είναι ευδιάκριτα άλλα χαρακτηριστικά τους και δη χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Σε ερώτηση εάν θα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν άνθρωποι που στέκονται στον συγκεκριμένο χώρο, εξήγησε ότι μια εικόνα αποτελείται από «pixels» που είναι μικρές τελείες, οι οποίες έχουν πληροφορία χρώματος η καθεμία. Σε αυτό το σημείο ένα κεφάλι ενός προσώπου σίγουρα ακόμα και ολόκληρο το άτομο, θα αποτελείται από πάρα πολύ λίγα «pixels» για να υπάρχει λεπτομέρεια ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί. Υπέδειξε δε σε ένα σημείο του βίντεο, μπροστά από το σημείο Α, ότι διακρίνεται μια φιγούρα και ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξαχθούν μόνο από το βίντεο οποιαδήποτε συμπεράσματα σε σχέση με την ταυτότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου και οποιουδήποτε ανθρώπου κινείται στο ίδιο πεζοδρόμιο. Ούτε οι αριθμοί εγγραφής οχημάτων που καταγράφονται να διέρχονται στον δρόμο μπροστά από το πεζοδρόμιο (στα σημεία Χ και Ψ) είναι ευδιάκριτοι. Αυτό καθότι, ως εξήγησε, το σημείο αυτό είναι μακρινό και οι πινακίδες εγγραφής σίγουρα δεν θα αποτελούνται από πολλά «pixels» ώστε να μπορεί να εμφανιστεί πινακίδα εγγραφής.

 

Ακολούθως ο Μ.Κ.1, με την ίδια διαδικασία άνοιξε αρχείο από την κάμερα 4 (που δείχνει τις ώρες 01:13:40 μέχρι 07:01:06). Εξήγησε δε ότι εκτύπωσε το οπτικό πλάνο -πεδίο που καταγράφει η εν λόγω κάμερα ως φαινόταν στην οθόνη (κατατέθηκε η σχετική φωτογραφία ως Τεκμήριο 5 Δ.Ε.Δ. αρ. 2). Εξήγησε ότι για να καταγράφεται όλο το ύψος και να γίνει αναγνώριση του προσώπου ενός ανθρώπου που στέκεται σε οποιοδήποτε από τα σημεία Α μέχρι Ε (που του ζητήθηκε και έθεσε στο Τεκμήριο 5 Δ.Ε.Δ. αρ. 2 - πρόκειται για άλλα σημεία του προαναφερόμενου πεζοδρομίου) είναι αναγκαία, λόγω του βάθος πεδίου, η καταγραφή και του χώρου πίσω και δη του δρόμου πίσω.

 

Ακολούθως ο Μ.Κ.1, άνοιξε αρχείο από την κάμερα 5 (που δείχνει τις ώρες 01:46:08 μέχρι 04:04:29). Ως προς το οπτικό πλάνο - πεδίο που καταγράφει η εν λόγω κάμερα, ο Μ.Κ.1 παρέπεμψε στις φωτογραφίες που βρίσκονται στο Παράρτημα Α της έκθεσης του, οι οποίες, ως είπε, εξήχθηκαν από την εν λόγω κάμερα. Εξήγησε ότι για να καταγραφεί το πρόσωπο ενός ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται στα σημεία Α, Β και Γ (που του ζητήθηκε και έθεσε στην πάνω φωτογραφία της σελίδας 20 του Τεκμηρίου 2 Δ.Ε.Δ. αρ. 2) που είναι επί πεζοδρομίου ή οπουδήποτε στο εν λόγω πεζοδρόμιο, πρέπει αναγκαστικά, λόγω του ύψους του, να γίνει καταγραφή και στο βάθος πιο μακριά, δηλαδή του δρόμου πίσω από το εν λόγω πεζοδρόμιο. Είπε επίσης ότι καταγράφονται και διερχόμενα αυτοκίνητα, που φαίνονται στις φωτογραφίες στις σελίδες 20-22 του Τεκμηρίου 2 Δ.Ε.Δ. αρ. 2. Εξήγησε δε ότι στις εν λόγω φωτογραφίες υπάρχουν μεγεθύνσεις μοτοσικλέτας, αυτοκινήτων και ενός ανθρώπου που περπατά, στις οποίες προέβη ο ίδιος, με τη χρήση του δικανικού λογισμικού «Amped Five», μετά από υποδείξεις του ανακριτή της υπόθεσης. Ως δε είπε ακόμη και με την εργασία αυτή δεν είναι ευδιάκριτα οποιαδήποτε χαρακτηριστικά προσώπου, είτε πεζού, είτε εντός οχήματος, είτε επί της μοτοσυκλέτας. Από τη χρήση δε των βίντεο εικόνων, ο χρήστης του CCTV δεν μπορεί να διακρίνει χαρακτηριστικά προσώπων που βρίσκονται σε διερχόμενα οχήματα.

 

Ως προς την ποιότητα των οπτικών πλάνων των συγκεκριμένων καμερών, ο Μ.Κ.1 είπε ότι όλες οι καταγραφές των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης έχουν κάποιας μορφής συμπίεσης, δεν είναι δηλαδή όπως η καταγραφή μιας επαγγελματικής κάμερας ή όπως η κάμερα ενός κινητού τηλεφώνου ή οποιαδήποτε άλλη κάμερα. Είναι συμπιεσμένα τα αρχεία ώστε να κρατούν πιο μικρό χώρο κάτι που ίσχυε και στην προκειμένη όπου υπήρχε ψηλή συμπίεση με αποτέλεσμα η ποιότητα της εικόνας να χαμηλώνει.

 

Κατά την αντεξέταση του δεν αμφισβητήθηκε η μαρτυρία του αλλά απάντησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Συγκεκριμένα:

 

Εξήγησε ότι τα δεδομένα βίντεο τα οποία έκανε εξαγωγή, τα ανέγραψε αρχικά σε δύο εξωτερικούς σκληρούς δίσκους. Στον ένα έδωσε διακριτικά «ΑΑ3» και στον άλλο «ΑΑ4». Στη συνέχεια, μετά από επιστολή, δημιούργησε άλλα τρία αντίγραφα (δηλαδή έκανε αντιγραφή των δεδομένων που υπήρχαν από τις εξαγωγές του βίντεο που έκανε) τα οποία παραδόθηκαν στη Νομική Υπηρεσία. Σε σχέση με το ότι στην Υπεράσπιση των κατηγορουμένων δόθηκε ένας σκληρός δίσκος και ένα USB, εξήγησε ότι το USB είναι αντίγραφο των εξαγωγών βίντεο και εικόνων που αναφέρονται στους Πίνακες 4 και 5 της έκθεσης του και ότι ο σκληρός δίσκος περιέχει τις εξαγωγές που έγιναν από το DVR.

 

Δεν γνωρίζει τον σκοπό για τον οποίο ήταν τοποθετημένο το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης από το οποίο παραλήφθηκε το DVR. Δεν γνωρίζει ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του DVR, ούτε κατά πόσο πήγε τεχνικός στο συγκεκριμένο υποστατικό για να γίνει η αφαίρεση του. Ο ίδιος δεν πήγε εκεί και δεν είδε τις κάμερες πώς ήταν τοποθετημένες και πού έδειχναν. Έκανε την εργασία του στα γραφεία της ΥΠ.ΕΓ.Ε. Ως προς τούτο είχε δεχθεί υποδείξεις από τον Αρχιαστυφύλακα 2180. Την εξέταση την έκανε ο ίδιος. Ο ιδιοκτήτης του DVR δεν ήταν παρών. Δεν γνωρίζει κατά πόσο ο ιδιοκτήτης του DVR έδωσε συγκατάθεση για να γίνει αυτή η επεξεργασία, ούτε εάν έδωσε συγκατάθεση σε κάποιον τεχνικό να τοποθετήσει το DVR.

 

Σε σχέση με το ότι το DVR επιστράφηκε στον ιδιοκτήτη του, είπε ότι με το πέρας της εξέτασης του τεκμηρίου, όταν ο ίδιος δεν έχει άλλη ενέργεια πέραν των ζητούμενων, παραδίδει το τεκμήριο στους ανακριτές, οι οποίοι και κρίνουν τι θα γίνει στη συνέχεια. Το DVR παραδόθηκε στον Μ.Κ.2 στις 10/07 και ώρα 15:45 από τον συνάδελφο του Μ.Κ.1, Αστ.4411 Μιχάλη Γεωργίου. Είπε επίσης ότι τον αυθεντικό σκληρό δίσκο που υπήρχε εντός του DVR τον έχει στην κατοχή του. Το DVR παραδόθηκε με τον κλώνο «AA1Β». Εξήγησε επίσης ότι όταν παραδώσει το DVR, επειδή είναι ο κλώνος εντός αυτού, είτε σβηστούν τα δεδομένα είτε όχι, δεν είναι κάτι το οποίο θα επηρεάσει τον αρχικό δίσκο, ο οποίος ήταν μέσα στο DVR. Δεν γνωρίζει τη χρήση του DVR μετά από την παράδοση του στους ανακριτές.

 

Εξήγησε δε ότι οι εργασίες που έκανε ο ίδιος ήταν, με τη χρήση δικανικών λογισμικών και δικανικής συσκευής, να δημιουργήσει κλώνο για να αντιγράψει σε πρώτο στάδιο κάποια δεδομένα. Στη συνέχεια με τη χρήση του δικανικού λογισμικού «Amped Five» έκανε αναπαραγωγή και επιθεώρηση των βίντεο και στη συνέχεια με το ίδιο λογισμικό εφάρμοσε φίλτρα βελτίωσης και εικόνας στα βίντεο. Με τις ενέργειες του αυτές δεν άλλαξε κάτι το οποίο υπήρχε ήδη στο τεκμήριο. Τα δεδομένα ήταν στην αρχική τους μορφή, χωρίς να προσθέσει κάτι σε αυτά ή να τα αλλοιώσει.

 

Ο Μ.Κ.2 υπηρετεί στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε ως Τεκμήριο 6 Δ.Ε.Δ αρ. 2, αντίγραφο του εντάλματος έρευνας, ημερομηνίας 05/07/2023, το οποίο εκτέλεσε ο ίδιος. Η έρευνα, δυνάμει του εν λόγω εντάλματος, έγινε στο καφενείο που βρίσκεται στην οδό Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου του Γ΄, αριθμός 4, στον Ύψωνα, στη Λεμεσό. Κατά την έρευνα, ο Μ.Κ.2 παρέλαβε από το καφενείο ένα DVR μάρκας Hikvision (το αναγνώρισε από τις φωτογραφίες 1 μέχρι και 9, στις σελίδες 2 μέχρι 5 του Τεκμηρίου 2 Δ.Ε.Δ αρ. 2). Ακολούθως, στις 06/07/2023, ο Μ.Κ.2 παρέδωσε το εν λόγω DVR, στον Αστ. 2744, στο Εργαστήριο Γραφικών Φωτογραφίας και Εικόνων της ΥΠ.ΕΓ.Ε. Αναγνώρισε δε το Τεκμήριο 3 Δ.Ε.Δ αρ. 2 (δηλαδή το επίδικο στην παρούσα), αναφέροντας ότι πρόκειται για σκληρό δίσκο, ο οποίος έγινε κλώνος από το DVR και του παραδόθηκε, μαζί με το DVR, στις 10/07/2023, από τον Αστ.3922 Α. Ευριπίδου, στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Έκτοτε ο Μ.Κ.2 είχε στην κατοχή του τον σκληρό δίσκο ενώ το DVR, στις 11/07/2023, επιστράφηκε στον ιδιοκτήτη του και τοποθετήθηκε ξανά στο καφενείο από όπου παραλήφθηκε, στη βάση των οδηγιών που έδωσε ο Δικαστής στο προαναφερόμενο ένταλμα. Αναγνώρισε τον χώρο που φαίνεται στο Τεκμήριο 4 Δ.Ε.Δ αρ. 2, ως το μπροστινό μέρος του προαναφερόμενου καφενείου και περιέγραψε και σημείωσε με στυλό επί του Τεκμηρίου 4 Δ.Ε.Δ αρ. 2, πλαίσιο και κάθετες γραμμές, ώστε να δείξει τον χώρο που ανήκει στο εν λόγω καφενείο. Περαιτέρω, αναγνώρισε τον χώρο που φαίνεται στο Τεκμήριο 5 Δ.Ε.Δ αρ. 2, και περιέγραψε τον χώρο που χρησιμοποιείται από το εν λόγω καφενείο, συσχετίζοντας τη φωτογραφία αυτή με τη φωτογραφία του Τεκμηρίου 4 Δ.Ε.Δ. αρ. 2 (είπε ότι η φωτογραφία του Τεκμηρίου 5 Δ.Ε.Δ αρ. 2 είναι το κομμάτι που φαίνεται στο Τεκμήριο 4 Δ.Ε.Δ αρ. 2, στη δεξιά πάνω σχεδόν γωνία της φωτογραφίας). Αναγνώρισε επίσης τον χώρο που απεικονίζεται στις φωτογραφίες, στις σελίδες 20 μέχρι και 23 του Τεκμηρίου 2 Δ.Ε.Δ αρ. 2 (τον χώρο που φαίνεται με σκούρα άσφαλτο στο μπροστινό μέρος της φωτογραφίας, στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, στο κέντρο), ως χώρο που βρίσκεται δεξιά του προαναφερόμενου καφενείου, όπως το βλέπουμε. Είπε δε ότι μπορεί να πρόκειται για χώρο στάθμευσης αλλά δεν γνωρίζει.

 

Ούτε ο Μ.Κ.2 αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του όπου του τέθηκαν και απάντησε κυρίως σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Συγκεκριμένα:

 

Αντεξεταζόμενος, συμφώνησε, σε σχέση με την περιγραφή που έδωσε στην κυρίως εξέταση όσον αφορά τις φωτογραφίες των Τεκμηρίων 4 και 5 Δ.Ε.Δ αρ. 2, ότι πρόκειται για περιγραφή με βάση το τι ήλθε την αντίληψη του ότι είναι χώρος που χρησιμοποιείται από το καφενείο. Επίσης συμφώνησε ότι δεν πήγε στο Κτηματολόγιο για να διαπιστώσει ποια περιουσία και μέχρι ποιο σημείο αποτελεί ιδιοκτησία του εν λόγω υποστατικού. Δεν έλαβε δε κατάθεση από την Ε.Α., που φαίνεται και στην οπισθογράφηση του εντάλματος, ούτε από τον ιδιοκτήτη του υποστατικού. Η Ε.Α. βρισκόταν στον χώρο και παρουσιάστηκε ως υπεύθυνη αυτού τη δεδομένη στιγμή. Την ενημέρωσαν ότι είχαν ένταλμα έρευνας για το καφενείο και ότι έψαχναν το κλειστό κύκλωμα, το καταγραφικό, για να το παραλάβουν. Εκείνη τους υπέδειξε που βρισκόταν και το παρέλαβαν. Αφού την ενημέρωσαν ότι θα παραληφθεί ως τεκμήριο, αποχώρησαν από το καφενείο. Ο Μ.Κ.2 γνώριζε τον ιδιοκτήτη του υποστατικού και για αυτό δεν χρειάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν. Δεν επικοινώνησε μαζί του εκείνη την ημέρα και δεν κάλεσε αυτόν για την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας καθότι, υπήρχε υπεύθυνο πρόσωπο στο μέρος. Έτσι δεν χρειάστηκε να καλέσουν τον ιδιοκτήτη διότι γνωρίζουν ότι αυτός κινείται με αναπηρικό καρότσι. Περαιτέρω, ο Μ.Κ.2 δεν επιχείρησε να εντοπίσει το πρόσωπο που εγκατέστησε το εν λόγω κύκλωμα παρακολούθησης. Μετά από αίτημα του κ. Κληρίδη, ώστε να δει κατά πόσο έγινε επίκληση των περί προσωπικών δεδομένων Νόμων, ο Μ.Κ.2 κατέθεσε ως Τεκμήριο 7 Δ.Ε.Δ αρ. 2, τον όρκο που έκανε προς υποστήριξη της αίτησης έκδοσης του εντάλματος έρευνας.

 

O Μ.Κ.3 υπηρετεί στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού και ήταν ο επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας για τη διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης. Ως εκ τούτου γνωρίζει ότι στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης λήφθηκαν, από την Αστυνομία, αρκετά κλειστά κυκλώματα βιντεοπαρακολούθησης, μεταξύ άλλων και από το καφενείο του Π.Π., το οποίο βρίσκεται σχεδόν απέναντι από τη μπυραρία Blue, όπου έλαβαν χώραν τα επίδικα αδικήματα. Αναγνώρισε στη φωτογραφία του Τεκμηρίου 4 Δ.Δ.Ε. αρ. 2 (που δείχνει πλάνο από την κάμερα 2), την αυλή - χώρο όπου στήνονται τα τραπεζάκια όπου κάθονται οι πελάτες - του εν λόγω καφενείου και απέναντι τον χώρο στάθμευσης δίπλα από την εν λόγω μπυραρία. Ανέφερε δε ότι από την κάμερα 2 του συγκεκριμένου καταγραφικού, καταγράφηκαν κινήσεις προσώπων και οχημάτων που αφορούν τα επίδικα αδικήματα και υπέδειξε (σημειώνοντας με στυλό ένα βέλος και τα αρχικά «ΚΚ») στη φωτογραφία του Τεκμηρίου 4 Δ.Ε.Δ. αρ. 2 το σημείο που καταγράφηκαν οι κινήσεις των προσώπων, αναφέροντας ότι είναι ο χώρος στάθμευσης της μπυραρίας. Είπε επίσης ότι επιθεώρησε τα οπτικά πλάνα που καταγράφηκαν από τη συγκεκριμένη κάμερα και αφορούσαν κινήσεις προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση. Περαιτέρω, είπε ότι από την καταγραφή του οπτικού πλάνου δεν κατέληξε στην ταυτοποίηση προσώπων αφού δεν μπορούν να διακριθούν χαρακτηριστικά αλλά κινήσεις. Είπε δε ότι το καφενείο είναι στη βόρεια πλευρά και η μπυραρία στη νότια πλευρά και ότι στο Τεκμήριο 5 Δ.Ε.Δ αρ. 2 διακρίνεται το διαχωριστικό μεταξύ χώρου στάθμευσης και της μπυραρίας (υπέδειξε και τοποθέτησε ένα βέλος και τα αρχικά «ΚΚ2»). Αναγνώρισε στη φωτογραφία του Τεκμηρίου 5 Δ.Δ.Ε. αρ. 2 και πάλι τον εξωτερικό χώρο που κάθονται οι πελάτες του προαναφερόμενου καφενείου, λέγοντας ότι πρόκειται για πιο κοντινό πλάνο. Στο ίδιο πλάνο φαίνεται ο χώρος όπου βρίσκεται η μπυραρία Blue και συγκεκριμένα διακρίνονται και τα 10 πόδια της μπυραρίας (υπέδειξε και τοποθέτησε ένα βέλος και τα αρχικά «ΚΚ»). Είπε δε ότι ούτε από αυτή την κάμερα μπορούν να ξεχωρίσουν χαρακτηριστικά προσώπων που εισέρχονται ή εξέρχονται ή βρίσκονται μπροστά από τη μπυραρία αλλά μόνο κινήσεις. Αναγνώρισε ως προς τη πρώτη φωτογραφία της σελίδας 20 του Τεκμηρίου 2  Δ.Ε.Ε. αρ. 2, ότι απεικονίζεται ανοικτός χώρος στάθμευσης του καταστήματος που βρίσκεται δίπλα από το καφενείο. Γνωρίζει τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης που λειτουργεί το εν λόγω καφενείο, στο πλαίσιο των καθηκόντων του στην Αστυνομία. Ο Μ.Κ.3 έδωσε οδηγίες να ληφθεί από αυτόν κατάθεση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέστησε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης στο συγκεκριμένο καφενείο. Αυτό εγκαταστάθηκε για ασφάλεια της επιχείρησής του Π.Π. αλλά και του ιδίου λόγω του ότι υπήρξε θύμα απόπειρας φόνου και συγκεκριμένα τον πυροβόλησαν και έκτοτε βρίσκεται καθηλωμένος σε τροχοκάθισμα.

 

Ούτε του Μ.Κ.3 αμφισβητήθηκε η μαρτυρία αλλά κατά την αντεξέταση απάντησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Συγκεκριμένα:

 

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι δεν ζήτησε συγκατάθεση από τον Π.Π. για να πάρει η Αστυνομία το DVR αλλά μόλις πληροφορήθηκε για κλειστό κύκλωμα έδωσε οδηγίες να εκδοθεί ένταλμα έρευνας, όπως και έγινε. Όταν του τέθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από τον όρκο στη βάση του οποίου εκδόθηκε το εν λόγω ένταλμα έρευνας (Τεκμήριο 7 Δ.Δ.Ε. αρ.2) «Τα μέλη του Τ.Α.Ε. Λεμεσού ζήτησαν από τον ιδιοκτήτη του καφενείου [ ], όπως τους επιτρέψει να επιθεωρήσουν το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που υπάρχει εγκατεστημένο στο καφενείο του αλλά αυτός αρνήθηκε και δεν επέτρεψε στα μέλη του Τ.Α.Ε. Λεμεσού να προβούν σε οποιεσδήποτε εξετάσεις» και ρωτήθηκε εάν τελικά ρωτήθηκε ή όχι ο ιδιοκτήτης, είπε ότι για αυτό πρέπει να απαντήσει το πρόσωπο στο οποίο ο Μ.Κ.3 έδωσε οδηγίες, καθώς οι οδηγίες του ιδίου ήταν να εκδοθεί ένταλμα έρευνας. Ως προς την κατάθεση που λήφθηκε με οδηγίες του, από τον Π.Π. είπε ότι αυτή λήφθηκε από τον Μ.Κ.4 και ότι ο ίδιος έδωσε καθοδήγηση στον Μ.Κ.4 τι ερωτήματα να θέσει, δηλαδή να διευκρινίσει ο ιδιοκτήτης τον σκοπό που εγκατέστησε το κλειστό κύκλωμα.

 

 

Ο Μ.Κ.4 υπηρετεί στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Σύμφωνα με αυτόν, κατόπιν οδηγιών που έλαβε από τον Μ.Κ.3, συναντήθηκε στις 20/05/2024, με τον Π.Π., ιδιοκτήτη της επιχείρησης καφενείου, το οποίο βρίσκεται απέναντι από τη μπυραρία Blue, ώστε ο Π.Π. να του διευκρινίσει τους λόγους που είχε τοποθετηθεί στο καφενείο το συγκεκριμένο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Ο Π.Π. ανέφερε στον Μ.Κ.4 ότι ο λόγος ήταν η προστασία του υποστατικού του καθώς και του ιδίου, καθ’ ότι το 2019 ο Π.Π. υπήρξε θύμα απόπειρας δολοφονίας και έκτοτε παρέμεινε καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Αυτά ο Μ.Κ.4 τα έλαβε και γραπτώς, δηλαδή με κατάθεση από τον Π.Π. (κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8 Δ.Ε.Δ. αρ.2).

 

Τα πιο πάνω δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.4, κατά την οποία του τέθηκαν κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις, μεταξύ των οποίων, κατά πόσο λήφθηκε από τον Π.Π. κατάθεση σε προηγούμενο στάδιο (δηλώθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι δεν λήφθηκε τέτοια προηγουμένως) και εάν συνομίλησε άλλος αστυνομικός προηγουμένως με το εν λόγω πρόσωπο.

 

Εδώ να λεχθεί ότι σύμφωνα με το Τεκμήριο 8 Δ.Ε.Δ. αρ.2, ο Π.Π. είναι ο ιδιοκτήτης του καφενείου «Το Κυπαρίσσι» που βρίσκεται στην οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, στον Ύψωνα απέναντι από τη μπυραρία «Blue». Όταν άνοιξε το καφενείο, στις αρχές του 2023 τοποθέτησε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης για προστασία της επιχείρησης του αλλά και ως απαραίτητο για τη δική του ασφάλεια, αφού το 2019 έγινε εναντίον του απόπειρα δολοφονίας, κατά την οποία χτυπήθηκε από σφαίρα και έκτοτε του προκλήθηκε μόνιμη αναπηρία. Το εν λόγω κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης το τοποθέτησε η εταιρεία SBS.

 

Εδώ να λεχθεί ότι δεν μας διαφεύγει ότι ο Π.Π. δεν προσήλθε στο Δικαστήριο και ότι η σχετική μαρτυρία που προσκομίσθηκε (η κατάθεση του Π.Π. Τεκμήριο 8 Δ.Ε.Δ. αρ.2) αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία. Ως προς τη μη κλήση του στο Δικαστήριο, λαμβάνουμε υπόψη ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας προκύπτει ότι το εν λόγω πρόσωπο αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα εφόσον είναι καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι. Σε κάθε περίπτωση δέον όπως λεχθεί ότι, η Υπεράσπιση του κατηγορουμένου 1 είχε δικαίωμα να ζητήσει την κλήτευση του Π.Π., για να τον αντεξετάσει (με βάση το άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου). Όμως όχι μόνο δεν έπραξε τούτο αλλά δεν αμφισβήτησε καθόλου την αλήθεια του περιεχομένου της προαναφερόμενης μαρτυρίας. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα πιο πάνω, το ότι πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία πρώτου βαθμού, ότι η αρχική δήλωση έγινε πριν μερικές μέρες, ήτοι στις 20/5/2024 αλλά και το σύνολο των περιστάσεων του θέματος που εξετάζουμε στην παρούσα διαδικασία, κρίνουμε με βάση το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, ότι η εν λόγω μαρτυρία θα πρέπει να γίνει δεκτή ως προς την αλήθεια που περιεχομένου της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217 και Κολάνη ν. Ταμπούρα (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1108 και Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χριστοδούλου (2016) 1Β Α.Α.Δ. 1779).

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με τη Νομολογία μας, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34 και 35 του Συντάγματος, δεν υπάρχει στην Κύπρο δυνατότητα έγκρισης της προσαγωγής ως αποδεικτικού μέσου, μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Έτσι, μαρτυρία η οποία λαμβάνεται ή προκύπτει ως αποτέλεσμα της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, τα οποία κατοχυρώνονται στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος, αποκλείεται αυτόματα ως μαρτυρία, άσχετα με την αποδεικτική της αξία και τον σκοπό για τον οποίο λήφθηκε (βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227, Enotiades ν. Police (1986) 2 C.L.R. 64, Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Al Hamad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117 και Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37).

 

Σε περίπτωση όμως που η μαρτυρία εξασφαλίζεται όχι κατά παράβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, αλλά κατά παράβαση Νόμου, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια αποδοχής της, υπό κάποιες προϋποθέσεις (βλ. Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186).

 

Το βάρος απόδειξης του εκάστοτε επίδικου θέματος σε μια δίκη εντός δίκης, παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία έχει την υποχρέωση να αποδείξει θετικά και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι η μαρτυρία που επιχειρεί να καταθέσει στο Δικαστήριο δεν είναι αποτέλεσμα αντισυνταγματικής, παράνομης ή άλλως πως επιλήψιμης ενέργειας ή παράλειψης των ανακριτικών αρχών. Ως δε έχει προαναφερθεί, η μαρτυρία της δίκης εντός δίκης προσεγγίζεται ώστε να αποφασισθεί το συγκεκριμένο επίδικο θέμα με τα ευρήματα να περιορίζονται στα όρια του απολύτως αναγκαίου (βλ. Petri και F. L. H. ανωτέρω καθώς και την απόφαση του νέου Εφετείου στην Μαυρόλουκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 74/2021 (Σχετ. Ποιν. Έφεση Αρ. 95/2021), ημερ. 31/10/2023). 

 

Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής διασφαλίζεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:

 

«1.     Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνει  σεβασμού.

 2.      Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμο και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον».

 

Ως προκύπτει από την παράγραφο 2 του άρθρου 15, το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο αλλά η άσκηση του υπόκειται σε συγκεκριμένους και ρητά καθορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι μπορούν να τεθούν βάσει νόμου.

 

Στο σημείο αυτό δέον όπως λεχθεί ότι το άρθρο 15 του Συντάγματος αντιστοιχεί, εν μέρει στη διάταξη του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο αναφέρεται σε δυο πρόσθετους λόγους περιορισμούς του δικαιώματος, ήτοι την πρόληψη ποινικών παραβάσεων και την οικονομική ευημερία της χώρας.

 

Η έννοια της ιδιωτικής ζωής είναι ευρεία και δεν επιδέχεται εξαντλητικού ορισμού. Εξ ου και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής «το Ε.Δ.Α.Δ.»), αποφεύγοντας ένα περιοριστικό ορισμό, προβαίνει, στο πλαίσιο του άρθρου 8, σε εξέταση και κρίση κατά περίπτωση. Έτσι στην Niemietz v. Germany, 16 EHRR 97, κρίθηκε ότι «θα ήταν πολύ περιοριστικό να περιοριστεί η έννοια [της ιδιωτικής ζωής] σε ένα «εσωτερικό κύκλο» μέσα στον οποίο το άτομο να μπορεί να ζει την προσωπική του ζωή όπως αυτό επιλέγει και να αποκλείει από αυτόν απόλυτα τον έξω κόσμο που δεν περιέχεται μέσα σε εκείνον τον κύκλο. Σεβασμός της ιδιωτικής ζωής πρέπει να περιέχει σε κάποιο βαθμό το δικαίωμα να δημιουργεί και να αναπτύσσει σχέσεις με άλλους ανθρώπους (βλ. επίσης το σύγγραμμα του Α. Ν. Λοΐζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 104). Το εν λόγω δικαίωμα καλύπτει ολόκληρο τον χώρο που εξ αντικειμένου εμπίπτει στην ιδιωτική λειτουργία του ατόμου, το σύνολο της δραστηριότητας του στον χώρο που τον περιβάλλει και δεν εξισώνεται αλλά ούτε και περιορίζεται στον ιδιωτικό και ή προσωπικό του χώρο. O όρος δεν έχει τη σημασία της απομονωμένης ζωής αλλά αντιδιαστέλλεται με τον όρο δημόσια ζωή. Στην έννοια αυτού περικλείονται όλα τα στοιχεία που συναποτελούν τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητας και λειτουργίας κάθε ανθρώπου, περιλαμβανομένης ασφαλώς της σωματικής και ψυχοπνευματικής κατάστασης του (βλ. Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1100). Η διαφύλαξη δε αυτού του δικαιώματος σκοπεί στη θεμελίωση της αυτονομίας του ατόμου σε τομείς όπου η ανθρώπινη υπόσταση επιτάσσει την αυτοτελή λειτουργία του (βλ. Georghiades ανωτέρω και Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).   

 

Τα προσωπικά δεδομένα, ανάμεσα στα οποία και η εικόνα ενός προσώπου, ως κύριο χαρακτηριστικό που το διακρίνει από άλλα πρόσωπα (βλ.  Sciacca v. Italy, Appl. no. 50774/99, 11/01/2005), αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής (βλ. και S and Marper v. U.K., 48 EHRR 1169). Ως εκ τούτου τελούν υπό την προστασία του άρθρου 15 του Συντάγματος. Η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων, στο μέτρο που είναι επιτρεπτή από το Νόμο - κύριος σκοπός του οποίου είναι η προστασία των δεδομένων αυτών (πρόκειται για τη νομοθεσία στην οποία θα αναφερθούμε ακολούθως) - αποτελεί περιορισμό του προαναφερθέντος ατομικού δικαιώματος, περιορισμό για τον οποίο, στην προκειμένη δεν τέθηκε θέμα ότι δεν είναι σύμφωνος και εκτός του πλαισίου που καθορίζει η παράγραφος 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος. Ακολουθεί παράθεση του ιστορικού της σχετικής νομοθεσίας.

 

Για σκοπούς ρύθμισης της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, στο πλαίσιο εναρμόνισης της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Κοινοτικό Κεκτημένο και συγκεκριμένα με την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (στο εξής «η Οδηγία 95/46/ΕΚ»), τέθηκε σε ισχύ, πριν την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις 23/11/2001, ο περί Επεξεργασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόµου) Νόµος 138(Ι)/2001. Η Οδηγία 95/46/ΕΚ καταργήθηκε, από τις 25/05/2018, από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (στο εξής «ο Κανονισμός). Κατόπιν τούτου και για σκοπούς αποτελεσµατικής εφαρµογής ορισµένων διατάξεων του Κανονισμού, ο Κύπριος Νομοθέτης, θέσπισε τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδοµένων αυτών Νόμο 125(Ι)/2018 (τέθηκε σε ισχύ στις 31/07/2018), με τον οποίο κατήργησε το Νόμο 138(Ι)/2001. Ο Κανονισμός, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού (αλλά και ο Νόμος 125(Ι)/2018, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) αυτού), εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης. Σύμφωνα δε με το ίδιο άρθρο του, ο Κανονισμός (και κατ’ επέκταση και ο Νόμος 125(Ι)/2018) δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων, από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια.

 

Η εν λόγω επεξεργασία τυγχάνει ξεχωριστής ρύθμισης από την Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (στο εξής «η Οδηγία»), με την οποία καταργήθηκε, από τις 06/05/2018, η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

 

 

Ο Κανονισμός προστατεύει λοιπόν τα φυσικά πρόσωπα όταν τα δεδομένα τους υπόκεινται σε επεξεργασία από τον ιδιωτικό τομέα και από το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου τομέα. Αντίθετα, η επεξεργασία δεδομένων από αρχές αρμόδιες για την επιβολή του νόμου, όπως η Αστυνομία, υπόκειται στις διατάξεις της Οδηγίας για την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου. Η Οδηγία διασφαλίζει έτσι την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ατόμων που εμπλέκονται σε ποινικές διαδικασίες είτε πρόκειται για μάρτυρες, θύματα ή ύποπτους.

 

Για σκοπούς εναρµόνισης με την Οδηγία, ο Κύπριος Νομοθέτης θέσπισε τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρµόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικηµάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδοµένων αυτών, Νόμο 44(Ι)/2019 (τέθηκε σε ισχύ στις 27/03/2019). Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου 44(Ι)/2019, οι διάταξεις αυτού εφαρµόζονται στην επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρµόδιες αρχές για τους σκοπούς που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του άρθρου 3, δηλαδή για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα από αρµόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικηµάτων, στο πλαίσιο δραστηριοτήτων για την προστασία της δηµόσιας τάξης και ασφάλειας, για τους σκοπούς της δέσµευσης ή δήµευσης παράνοµων εσόδων ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων και για τους σκοπούς εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΕΝΣΤΑΣΗΣ

 

Στην προκειμένη, είναι κατ’ αρχάς η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι, με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί στη δίκη εντός δίκης, με τα οπτικά πλάνα που καταγράφηκαν, από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του συγκεκριμένου καφενείου (στο εξής «το κύκλωμα παρακολούθησης»), σε σημεία πέραν του εν λόγω υποστατικού, δεν έτυχε επεξεργασίας οποιοδήποτε προσωπικό δεδομένο και έτσι δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός. Κατ’ επέκταση, σύμφωνα πάντα με την ίδια θέση, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου 1 ή οποιουδήποτε προσώπου βρισκόταν στα συγκεκριμένα σημεία.

Προς εξέταση της πιο πάνω θέσης και ενόψει του ότι το αντικείμενο τόσο του Κανονισμού και της Οδηγίας αλλά και των Νόμων 125(Ι)/2018 και 44(Ι)/2019 είναι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κρίνουμε σημαντικό όπως για σκοπούς της παρούσας καθορισθεί ποια δεδομένα συνιστούν τέτοια και κατ’ επέκταση εμπίπτουν στο πεδίο της συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης. Ως προς την έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δέον όπως λεχθεί ότι οι προαναφερόμενες νομοθετικές πράξεις δίδουν ακριβώς τον ίδιο ορισμό. Τον παραθέτουμε:

 

«δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα» σηµαίνει κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιηµένο ή ταυτοποιήσιµο φυσικό πρόσωπο («υποκείµενο των δεδοµένων»). Το ταυτοποιήσιµο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα µπορεί να εξακριβωθεί, άµεσα ή έµµεσα, ιδίως µέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνοµα, σε αριθµό ταυτότητας, σε δεδοµένα θέσης, σε επιγραµµικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωµατική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονοµική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου·

 

Ο ως άνω ορισμός αναλύεται και επεξηγείται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «το Δ.Ε.Ε»), που είναι το μόνο αρμόδιο, με βάση τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αποφαίνεται αυθεντικά επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του δικαίου της Ένωσης και του οποίου η νομολογία είναι ως εκ τούτου δεσμευτική για τα εθνικά Δικαστήρια (βλ. Αναφορικά με τον Ghebali, Πολ. Έφεση Αρ. 50/2020, ημερ. 20/05/2020).

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση C-604/22, IAB Europe ν. Gegevensbeschermingsautoriteit, ημερ. 07/03/2024:

 

«35.  Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 4, σημείο 1, του ΓΚΠΔ ορίζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ως «κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο» και διευκρινίζει ότι «το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου».

 

 

 

 

 

36.    Η χρήση της φράσης «κάθε πληροφορία» στο πλαίσιο του ορισμού της έννοιας των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», που περιλαμβάνεται στην ανωτέρω διάταξη, αντικατοπτρίζει τον σκοπό του νομοθέτη της Ένωσης να ορίσει ευρέως την έννοια αυτή, η οποία δυνητικά καλύπτει κάθε είδος πληροφοριών, τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών, με τη μορφή γνώμης ή εκτίμησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές «αφορούν» το συγκεκριμένο πρόσωπο (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, ?sterreichische Datenschutzbeh?rde και CRIF, C‑487/21, EU:C:2023:369, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37.    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η πληροφορία αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο όταν, λόγω του περιεχομένου της, του σκοπού της ή του αποτελέσματός της, συνδέεται με ταυτοποιήσιμο πρόσωπο (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, ?sterreichische Datenschutzbeh?rde και CRIF, C‑487/21, EU:C:2023:369, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38.    Όσον αφορά τον «ταυτοποιήσιμο» χαρακτήρα ενός προσώπου, από το γράμμα του άρθρου 4, σημείο 1, του ΓΚΠΔ προκύπτει ότι ως ταυτοποιήσιμο πρόσωπο λογίζεται εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί όχι μόνον άμεσα, αλλά και έμμεσα.

39.    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης χρήση του όρου «έμμεσα» υποδηλώνει ότι, για τον χαρακτηρισμό πληροφορίας ως δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, δεν απαιτείται αυτή και μόνον η πληροφορία να καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2016, Breyer, C‑582/14, EU:C:2016:779, σκέψη 41). Αντιθέτως, από το άρθρο 4, σημείο 5, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν σε φυσικό πρόσωπο με τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών πρέπει να θεωρούνται πληροφορίες που αφορούν ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2023, Nacionalinis visuomenės sveikatos centras, C‑683/21, EU:C:2023:949, σκέψη 58).

40.    Επιπλέον, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη 26 διευκρινίζει ότι, για να κριθεί κατά πόσον ένα πρόσωπο είναι «ταυτοποιήσιμο», θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη «όλα τα μέσα τα οποία είναι ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν, όπως για παράδειγμα ο διαχωρισμός του, είτε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε από τρίτο για την άμεση ή έμμεση εξακρίβωση της ταυτότητας του φυσικού προσώπου». Από τη διατύπωση αυτή συνάγεται ότι, για να χαρακτηριστεί ένα στοιχείο ως «δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 1, του ανωτέρω κανονισμού, δεν απαιτείται όλες οι πληροφορίες που καθιστούν δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων να βρίσκονται στη διάθεση ενός μόνον προσώπου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2016, Breyer, C‑582/14, EU:C:2016:779, σκέψη 43).

41.    Επομένως, η έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» δεν καλύπτει μόνον τα δεδομένα που συλλέγονται και διατηρούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, αλλά περιλαμβάνει επίσης όλες τις πληροφορίες που προκύπτουν από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο πρόσωπο (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Pankki S, C‑579/21, EU:C:2023:501, σκέψη 45).»

 

Σχετικό με το θέμα, όσον αφορά δεδομένα που λαμβάνονται από οπτικοακουστικές συσκευές, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελ. 7 των Guidelines 3/2019 on processing of personal data through video devices (Version 2.0 - Adopted on 29 January 2020), τα οποία εκδόθηκαν, δυνάμει του άρθρου 70 του Κανονισμού, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (European Data Protection Board - πρόκειται για το Συμβούλιο που συστάθηκε με βάση τον Κανονισμό, ως ανεξάρτητο όργανο της Ένωσης, στα καθήκοντα του οποίου είναι η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και βέλτιστων πρακτικών με σκοπό την προαγωγή της συνεκτικής εφαρμογής του Κανονισμού - βλ. παράγραφο 139 του Προοιμίου και τα άρθρα 68-76):

 

 

«2.  SCOPE OF APPLICATION2

 2.1 Personal Data

 

7. Systematic automated monitoring of a specific space by optical or audio-visual means, mostly for property protection purposes, or to protect individual?s life and health, has become a significant phenomenon of our days. This activity brings about collection and retention of pictorial or audio-visual information on all persons entering the monitored space that are identifiable on basis of their looks or other specific elements. Identity of these persons may be established on grounds of these details. It also enables further processing of personal data as to the persons? presence and behaviour in the given space. The potential risk of misuse of these data grows in relation to the dimension of the monitored space as well as to the number of persons frequenting the space.

8. However, the Regulation does not apply to processing of data that has no reference to a person, e.g. if an individual cannot be identified, directly or indirectly.

 ..…………………………………………………………………………………….………………

Example: Recordings from a high altitude only fall under the scope of the GDPR if under the circumstances the data processed can be related to a specific person.

Example: A video camera is integrated in a car for providing parking assistance. If the camera is constructed or adjusted in such a way that it does not collect any information relating to a natural person (such as licence plates or information which could identify passers-by) the GDPR does not apply». (η υπογράμμιση δική μας)

 

Εδώ να σημειωθεί ότι ως λέχθηκε στην υπόθεση C-604/22 (ανωτέρω - βλ. παράγραφο 33), δεδομένου ότι ο Κανονισμός κατάργησε και αντικατέστησε την Οδηγία 95/46/ΕΚ και ότι οι κρίσιμες διατάξεις του Κανονισμού έχουν περιεχόμενο κατ’ ουσίαν ταυτόσημο προς εκείνο των κρίσιμων διατάξεων της εν λόγω Οδηγίας, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την Οδηγία αυτή έχει επίσης εφαρμογή, κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον Κανονισμό.

 

Αναφορικά λοιπόν με το τι συνιστά προσωπικό δεδομένο σε περίπτωση καταγραφής από κάμερες, στην υπόθεση C‑212/13, Franti?ek Ryne? ν. ?řad pro ochranu osobn?ch ?dajů, ημερ. 11/12/2014, η οποία αφορούσε ερμηνεία της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (στην οποία ο ορισμός των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τον ορισμό του Κανονισμού) λέχθηκαν τα εξής:

 

«21.   Η έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» της διατάξεως αυτής περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46, «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί». Ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται «το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει […] ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική […] άποψη».

 22.   Συνεπώς, η εικόνα ενός προσώπου την οποία καταγράφει μία κάμερα συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως στον βαθμό που παρέχει τη δυνατότητα ταυτοποιήσεως του συγκεκριμένου προσώπου». (η υπογράμμιση δική μας)

 

Σχετική αναφορά γίνεται και στην Οδηγία για «ΒΙΝΤΕΟ–ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ», η οποία εκδόθηκε από την Επίτροπο Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 23(1) του προγενέστερου Νόµου 138(Ι)/2001 (προς ενιαία εφαρµογή των ρυθµίσεων που αφορούν την προστασία του ατόµου από την επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα). Εδώ να λεχθεί ότι η εν λόγω Οδηγία της Επιτρόπου εξακολουθεί να ισχύει εφόσον, σύμφωνα με το Νόμο 125(Ι)/2018, ο οποίος κατήργησε το Νόμο 138(Ι)/2001 (άρθρο 37(2)), πράξεις που εκδόθηκαν από τον Επίτροπο δυνάµει του τελευταίου Νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν µέχρι τη λήξη ή την αντικατάστασή τους. Σύμφωνα λοιπόν με την ως άνω Οδηγία της Επιτρόπου:

 

§    Εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου, η «χρήση κλειστών κυκλωµάτων βίντεο-παρακολούθησης (ΚΚΒΠ) και άλλων συσκευών καταγραφής ήχου και εικόνας ατόµων των οποίων η ταυτότητα µπορεί να αναγνωριστεί γιατί η ενέργεια αυτή αποτελεί αυτοµατοποιηµένη επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων».

§    «Ο Νόµος ορίζει το "υποκείµενο των δεδοµένων" ως "το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδοµένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή µπορεί να εξακριβωθεί, αµέσως ή εµµέσως". Αυτό σηµαίνει ότι, όταν σε ένα φιλµ ή µια ταινία ή ένα σκληρό δίσκο καταγράφεται το πρόσωπο ή η φωνή ενός αναγνωρίσιµου ατόµου που βρίσκεται εν ζωή, αυτή η εικόνα αποτελεί δεδοµένο προσωπικού χαρακτήρα και η επεξεργασία του εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής του Νόµου». (η υπογράμμιση δική μας)

Εξετάζοντας το θέμα στην προκειμένη, πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι ως δήλωσε ο κ. Αριστείδης, η Κατηγορούσα Αρχή, θα αξιοποιήσει πλάνα μόνο από τις κάμερες 2, 4 και 5 του κυκλώματος παρακολούθησης. Συνεπώς το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τα πλάνα που καταγράφηκαν από τις εν λόγω κάμερες αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και μάλιστα δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο 1.

 

Ως προς τούτο, από τη μαρτυρία που τέθηκε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης εντός δίκης και έχει γίνει δεκτή προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με τον Μ.Κ.3, το κύκλωμα παρακολούθησης ήταν εγκατεστημένο στο συγκεκριμένο καφενείο, το οποίο βρίσκεται σχεδόν απέναντι από τη μπυραρία Blue, όπου έλαβαν χώραν τα επίδικα περιστατικά. Από την κάμερα 2 του κυκλώματος, καταγράφηκαν κινήσεις προσώπων και οχημάτων που αφορούν τα επίδικα περιστατικά. Υπέδειξε δε ο Μ.Κ.3 (επί της φωτογραφίας του Τεκμηρίου 4 Δ.Ε.Δ. αρ.2) το σημείο που καταγράφηκαν οι κινήσεις των εν λόγω προσώπων, αναφέροντας ότι είναι ο χώρος στάθμευσης της μπυραρίας. Ως δε είπε, επιθεώρησε τα οπτικά πλάνα που καταγράφηκαν από τη συγκεκριμένη κάμερα και αφορούσαν κινήσεις προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση και από αυτά δεν κατέληξε στην ταυτοποίηση προσώπων αφού δεν μπορούν να διακριθούν χαρακτηριστικά αλλά κινήσεις. Είπε δε ότι το καφενείο είναι στη βόρεια πλευρά και η μπυραρία στη νότια πλευρά και ότι στο Τεκμήριο 5 Δ.Ε.Δ. αρ.2 (που είναι φωτογραφία πλάνου από την κάμερα 4 του κυκλώματος) διακρίνεται το διαχωριστικό μεταξύ χώρου στάθμευσης και της μπυραρίας Blue. Στο ίδιο πλάνο φαίνεται ο χώρος όπου βρίσκεται η μπυραρία Blue και συγκεκριμένα διακρίνονται τα 10 πόδια της μπυραρίας. Είπε δε ότι ούτε από αυτή την κάμερα μπορούν να ξεχωρίσουν χαρακτηριστικά προσώπων που εισέρχονται ή εξέρχονται ή βρίσκονται μπροστά από τη μπυραρία αλλά μόνο κινήσεις.

 

Σύμφωνα δε με τον Μ.Κ.1, από την κάμερα 2 στα σημεία Α, Β και Γ (που του ζητήθηκε και έθεσε στο Τεκμήριο 4 Δ.Ε.Δ. αρ.2 - πρόκειται για σημεία πέραν του δρόμου που φαίνεται έξω από το καφενείο, όπου υπάρχουν σταθμευμένα διάφορα οχήματα), ως προς ανθρώπους που στέκονται ή κινούνται σε αυτόν τον χώρο και καταγράφονται, πέραν του σωματότυπου τους δεν μπορούν να είναι ευδιάκριτα άλλα χαρακτηριστικά τους και δη χαρακτηριστικά προσώπου. Σε ερώτηση εάν θα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν άνθρωποι που στέκονται στον συγκεκριμένο χώρο, εξήγησε ότι μια εικόνα αποτελείται από «pixels» που είναι μικρές τελείες, οι οποίες έχουν πληροφορία χρώματος η καθεμία. Σε αυτό το σημείο ένα κεφάλι ενός προσώπου, ακόμα και ολόκληρο το άτομο, θα αποτελείται από πάρα πολύ λίγα «pixels» για να υπάρχει λεπτομέρεια ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί. Υπέδειξε δε σε ένα σημείο του πλάνου του βίντεο, μπροστά από το σημείο Α, ότι διακρίνεται μια φιγούρα και ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξαχθούν μόνο από το βίντεο οποιαδήποτε συμπεράσματα σε σχέση με την ταυτότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου και οποιουδήποτε ανθρώπου κινείται στο ίδιο πεζοδρόμιο. Ούτε οι αριθμοί εγγραφής οχημάτων που καταγράφονται να διέρχονται στον δρόμο μπροστά από το πεζοδρόμιο (στα σημεία Χ και Ψ) είναι ευδιάκριτοι. Αυτό καθότι, ως εξήγησε, το σημείο αυτό είναι μακρινό και οι πινακίδες εγγραφής σίγουρα δεν θα αποτελούνται από πολλά «pixels», ώστε να μπορούν να είναι διακριτές.

 

Ως δε επίσης εξήγησε ο Μ.Κ.1, σε σχέση με πλάνα από την κάμερα 5 του κυκλώματος παρακολούθησης, ακόμη και με την εργασία μεγέθυνσης που έκανε, δεν είναι ευδιάκριτα οποιαδήποτε χαρακτηριστικά προσώπου, είτε πεζού, είτε εντός οχήματος, είτε επί της μοτοσυκλέτας. Από τη χρήση δε των βίντεο - εικόνων, ο χρήστης του κυκλώματος παρακολούθησης δεν μπορεί να διακρίνει χαρακτηριστικά προσώπων που βρίσκονται σε διερχόμενα οχήματα.

 

Η Υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1 δεν αμφισβήτησε τίποτε από τα πιο πάνω και δεν υπέβαλε καν τη θέση ότι υπάρχει κάποιος τρόπος έστω έμμεσης ταυτοποίησης των ανθρώπων ή των οχημάτων που καταγράφονται στα πλάνα. Ως λοιπόν προκύπτει από τα πιο πάνω, από τις καταγραφές των πλάνων από τις κάμερες 2, 4 και 5 του κυκλώματος παρακολούθησης, δεν παρέχεται η δυνατότητα ταυτοποίησης, δηλαδή δεν μπορεί να εξακριβωθεί άμεσα ή έμμεσα η ταυτότητα οποιουδήποτε προσώπου καταγράφεται να κινείται σε σημεία πέραν του υποστατικού - καφενείου, είτε επιβαίνουν σε οχήματα που διέρχονται στον δρόμο μπροστά από το πεζοδρόμιο που βρίσκεται έξω από το υποστατικό. Περαιτέρω, ούτε οι αριθμοί εγγραφής των εν λόγω οχημάτων μπορούν να ταυτοποιηθούν.

 

Ως εκ των άνω καταλήγουμε ότι οι προαναφερόμενες καταγραφές πλάνων από το κύκλωμα παρακολούθησης του υπό αναφορά καφενείου δεν συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Συνεπώς δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις ούτε του Κανονισμού, ούτε της Οδηγίας αλλά ούτε και των Νόμων 125(Ι)/2018 και 44(Ι)/2019 που αφορούν την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων. Κατ’ επέκταση δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου 1.

 

Παρά το ότι η πιο πάνω κατάληξη μας είναι μοιραία ως προς την ένσταση της Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 1, θα εξετάσουμε το θέμα, για σκοπούς πληρότητας, ωσάν τα προαναφερθέντα πλάνα να περιείχαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Ως προς τούτου δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Στην ένσταση γίνεται, με αφορμή κάθε θέμα που εγείρεται, ταυτόχρονη αναφορά στα σχετικά άρθρα του Κανονισμού και της Οδηγίας, που σύμφωνα πάντα με την Υπεράσπιση παραβιάζονται. Ως όμως έχει προαναφερθεί ο Κανονισμός αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον ιδιωτικό τομέα και από το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου τομέα ενώ η Οδηγία αφορά την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων από αρχές αρμόδιες για την επιβολή του νόμου. Ως εκ τούτου είναι διαφορετικά τα πρόσωπα που θεωρούνται ως υπεύθυνοι επεξεργασίας των δεδομένων σε κάθε περίπτωση και εξηγούμε. Με βάση τη μαρτυρία που έγινε δεκτή και λαμβάνοντας υπόψη τον σχετικό ορισμό που δίδει ο Κανονισμός στο άρθρο 4,  προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του Κανονισμού, υπεύθυνος επεξεργασίας για το εν λόγω κύκλωμα παρακολούθησης, ήταν ο Π.Π., εφόσον είναι το φυσικό πρόσωπο που όντας ιδιοκτήτης της επιχείρησης του καφενείου, καθόρισε τόσο για σκοπούς ασφάλειας της επιχείρησης αλλά και του ιδίου προσωπικά, τον σκοπό και τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων (βλ. και παράγραφο 20 της Απόφασης της Επίτροπου, με Αρ. Φακ. 11.17.001.010.090, ημερ. 02/09/2022, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Κληρίδης). Στο πλαίσιο όμως της Οδηγίας (και του Νόμου 44(Ι)/2019) υπεύθυνος επεξεργασίας είναι η Αστυνομία, η οποία ήταν η αρμόδια αρχή που παρέλαβε, στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, το σχετικό καταγραφικό (DVR) και αυτή που καθόρισε τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων που περιέχονταν σε αυτό. Ως εκ των άνω δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μη συμμόρφωση της Αστυνομίας με τον Κανονισμό εφόσον στο πλαίσιο αυτού, η Αστυνομία δεν είχε στην προκειμένη οποιεσδήποτε από τις υποχρεώσεις που της αποδίδει ο κ. Κληρίδης. 

 

Τούτων λεχθέντων, η εξέταση που θα ακολουθήσει, θα γίνει με ξεχωριστή αναφορά στις διατάξεις του Κανονισμού και της Οδηγίας (και του Νόμου 44(Ι)/2019).

 

Λόγοι ένστασης για παραβίαση του Κανονισμού

 

Ως προς το μέρος της ένστασης που αφορά την παραβίαση των άρθρων 5 και 6 του Κανονισμού και δη ότι η συλλογή και αποθήκευση του υλικού, προέκυψε από μη σύννομη και θεμιτή επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, τα οποία δεν συλλέγηκαν για καθορισμένους ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβλήθηκαν σε επεξεργασία και αποθήκευση κατά τρόπο συμβατό με τους νόμιμους σκοπούς ενώ περαιτέρω, δεν τηρήθηκε η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων (αρχή της αναλογικότητας) σε ό,τι αφορά τη λήψη, αποθήκευση και επεξεργασία τους, δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Στο άρθρο 5(1) του Κανονισμού καθορίζονται οι αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 6(1) του Κανονισμού, η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που τίθεναι εκεί. Μεταξύ αυτών είναι η επεξεργασία να είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος.

 

Ως δε αναφέρεται στο Opinion 4/2004 on the Processing of Personal Data by means of Video Surveillance (Adopted on 11th February 2004) (σελ. 3) (πρόκειται για γνωμοδότηση της ανεξάρτητης Ομάδας προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 29 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 30 της ίδιας Οδηγίας, να εκδίδει συστάσεις και γνώμες στο πλαίσιο της προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα):

 

 

 

 

 

«A non-exhaustive analysis of the main applications shows that video surveillance can serve quite different purposes, which can be grouped, however, into a few main areas: 1) protection of individuals, 2) protection of property, 3) public interest, 4) detection, prevention and control of offences, 5) making available of evidence, 6) other legitimate interests. Different prerequisites also apply to the installation of video cameras and similar devices».

 

Στην προκειμένη από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Η εγκατάσταση του κυκλώματος παρακολούθησης του καφενείου, από όπου παραλήφθηκε το DVR, έγινε από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, Π.Π., για σκοπούς προστασίας της επιχείρησης αλλά και ως απαραίτητη για τη δική του ασφάλεια, ενόψει του ότι το 2019 υπήρξε θύμα απόπειρας δολοφονίας, κατά την οποία χτυπήθηκε από σφαίρα και έκτοτε του προκλήθηκε μόνιμη αναπηρία, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε τροχοκάθισμα. Το εν λόγω κύκλωμα παρακολούθησης το τοποθέτησε η εταιρεία SBS.

 

Ως δε έχουμε προαναφέρει, υπεύθυνος επεξεργασίας όσον αφορά το εν λόγω κύκλωμα παρακολούθησης ήταν ο Π.Π. Η μη παρουσίαση μαρτυρίας από την εταιρεία που, σύμφωνα με τον Π.Π., εγκατέστησε το σύστημα δεν μεταβάλει τα πιο πάνω. Να σημειωθεί δε ότι πέραν της απλής αναφοράς του κ. Κληρίδη περί της απουσίας τέτοιας μαρτυρίας δεν εξηγήθηκε πως αυτό επηρεάζει τα επίδικα στην παρούσα θέματα.

 

Ως προς την καταγραφή των πλάνων από τις κάμερες 2, 4 και 5 του κυκλώματος παρακολούθησης, από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

·                Όσον αφορά τα πλάνα της κάμερας 2, για να φαίνεται ένα πρόσωπο που βρίσκεται στο πεζοδρόμιο που είναι έξω από το καφενείο, λόγω του βάθους πεδίου, η κάμερα αναγκαστικά λαμβάνει υλικό και από τον πίσω χώρο, από το βάθος του πλάνου.

·        Όσον αφορά τα πλάνα της κάμερας 4, για να καταγράφεται όλο το ύψος και να γίνει αναγνώριση του προσώπου ενός ανθρώπου που στέκεται σε οποιοδήποτε από τα σημεία Α μέχρι Ε (πρόκειται για άλλα σημεία του προαναφερόμενου πεζοδρομίου) είναι αναγκαία, λόγω του βάθος πεδίου, η καταγραφή και του πίσω χώρου και δη του δρόμου που βρίσκεται πίσω.

 

·         Όσον αφορά τα πλάνα της κάμερας 5, για να καταγραφεί το πρόσωπο ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται στα σημεία Α, Β και Γ που είναι επί πεζοδρομίου, το οποίο βρίσκεται μετά από ανοικτό χώρο στάθμευσης του καταστήματος που βρίσκεται δίπλα από το εν λόγω καφενείο, ή οπουδήποτε στο εν λόγω πεζοδρόμιο, πρέπει αναγκαστικά, λόγω του ύψους του, να γίνει καταγραφή και στο βάθος πιο μακριά, δηλαδή του δρόμου πίσω από το εν λόγω πεζοδρόμιο. Έτσι καταγράφονται και οχήματα που κινούνται στον εν λόγω δρόμο.

·        Ως προς την ποιότητα των οπτικών πλάνων των συγκεκριμένων καμερών, ενόψει του ότι υπήρχε ψηλή συμπίεση των αρχείων, το αποτέλεσμα ήταν η ποιότητα της εικόνας να χαμηλώνει.

·        Από τα πλάνα από την κάμερα 2 που καταγράφουν κινήσεις προσώπων και οχημάτων, στον χώρο στάθμευσης της μπυραρίας, δεν μπορούν να διακριθούν τα χαρακτηριστικά προσώπων αλλά μόνο φιγούρες και κινήσεις.

·        Από τα πλάνα από την κάμερα 4, όπου διακρίνεται το διαχωριστικό μεταξύ χώρου στάθμευσης και της μπυραρίας Blue και τα 10 πόδια της μπυραρίας, δεν μπορούν να διακριθούν χαρακτηριστικά προσώπων που εισέρχονται ή εξέρχονται ή βρίσκονται μπροστά από τη μπυραρία αλλά μόνο φιγούρες και κινήσεις. Ούτε οι αριθμοί εγγραφής οχημάτων που καταγράφονται να διέρχονται στον δρόμο μπροστά από το πεζοδρόμιο είναι ευδιάκριτοι.

·        Από τα πλάνα της κάμερας 5 δεν είναι ευδιάκριτα οποιαδήποτε χαρακτηριστικά προσώπου, είτε πεζού, είτε εντός οχήματος, είτε επί μοτοσυκλέτας. Ούτε μπορούν να διακριθούν χαρακτηριστικά προσώπων που βρίσκονται σε διερχόμενα οχήματα, ούτε οι αριθμοί εγγραφής των οχημάτων. Αυτό δεν κατέστη δυνατό ούτε και με την εργασία μεγέθυνσης της εικόνας που έκανε ο Μ.Κ.1.

·                Το καταγραφικό του κυκλώματος παρακολούθησης (DVR) διατηρεί ολοκληρωμένα αρχεία βίντεο για 10 μέρες.

 

Ως εκ των άνω προκύπτει εν πρώτοις ότι ήταν αναγκαίο και αναπόφευκτο, προς εξυπηρέτηση του ως άνω αναφερθέντος σκοπού για τον οποίο εγκαταστάθηκε το κύκλωμα παρακολούθησης, να γίνεται καταγραφή κινήσεων ανθρώπων και οχημάτων, στον χώρο πέραν του καφενείου, δηλαδή στο δημόσιο δρόμο αλλά και πέραν αυτού σε εξωτερικούς χώρους που σχετίζονται με την προαναφερόμενη μπυραρία. Ως εκ τούτου κρίνεται ότι υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκετο και της επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων. Ο χρόνος δε που διατηρούνταν τα εν λόγω δεδομένα, πριν διαγραφούν, δεν ήταν μεγάλος. Σε κάθε δε περίπτωση η καταγραφή των δεδομένων στους εν λόγω χώρους γινόταν κατά τρόπο που δεν ήταν δυνατό να ταυτοποιηθούν τα πρόσωπα και οι αριθμοί εγγραφής των οχημάτων που κινούνταν εκεί.

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι τα δεδομένα συλλέγονταν και αποθηκεύονταν για ρητά καθορισμένο και νόμιμο σκοπό, ήταν κατάλληλα, πρόσφορα και συναφή και περιορίζονταν στο αναγκαίο-ελάχιστο που χρειαζόταν για τον εν λόγω σκοπό, δεν υποβάλλονταν σε περαιτέρω επεξεργασία και διατηρούνταν μόνο για ένα απαραίτητο για τον σκοπό αυτό μικρό χρονικό διάστημα. Συνεπώς καταλήγουμε ότι η επεξεργασία τους δεν παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και ήταν σύννομη και θεμιτή, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 5(1) και 6(1) του Κανονισμού.

 

Ως προς το μέρος της ένστασης που αφορά την παραβίαση του άρθρου 14 του Κανονισμού, όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στο υποκείμενο των δεδομένων πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Το άρθρο 14 του Κανονισμού προβλέπει για την παροχή πληροφοριών, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας προς το υποκείμενο των δεδομένων, όταν τα δεδομένα δεν έχουν συλλεγεί από το τελευταίο. Η παράγραφος 1 προβλέπει τις πληροφορίες που παρέχονται στο υποκείμενο των δεδομένων. Η παράγραφος 2 προβλέπει τις πληροφορίες εκείνες που παρέχονται, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση θεμιτής και διαφανούς επεξεργασίας όσον αφορά το υποκείμενο των δεδομένων. Η παράγραφος 3 προβλέπει τους χρόνους εντός των οποίων παρέχονται οι ως άνω πληροφορίες. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 5, οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εφαρμόζονται σε καθορισμένες περιπτώσεις μεταξύ των οποίων όταν η παροχή τέτοιων πληροφοριών αποδεικνύεται αδύνατη ή θα συνεπαγόταν δυσανάλογη προσπάθεια.

 

Στην προκειμένη, ούτε στην ένσταση αλλά ούτε και στην αγόρευση του κ. Κληρίδη συγκεκριμενοποιείται το είδος ή ο τρόπος της ενημέρωση που έπρεπε να γίνει στον κατηγορούμενο 1 από τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Ως δε τίθεται το θέμα από τον κ. Κληρίδη αφήνεται να νοηθεί ότι πρόκειται για ενημέρωση που θα έπρεπε να κοινοποιηθεί προσωπικά στον κατηγορούμενο 1. Ως έχει προαναφερθεί, δεν ήταν δυνατή η ταυτοποίηση προσώπων που καταγράφονται από το εν λόγω κύκλωμα παρακολούθησης στο δημόσιο δρόμο έξω από το καφενείο και στους χώρους πέραν αυτού. Ούτε και οι αριθμοί εγγραφής των οχημάτων που κινούνταν στον εν λόγω δρόμο μπορούσαν να διακριθούν αλλά ούτε και τα πρόσωπα των ανθρώπων που επέβαιναν στα εν λόγω οχήματα. Είναι λοιπόν προφανές από τα πιο πάνω ότι ακόμη και να υπήρχε υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει προσωπικά τα υποκείμενα τέτοιων δεδομένων, αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει εφόσον ούτε αυτά αλλά ούτε και τα οχήματα τους ή στα οποία επέβαιναν, μπορούσαν να ταυτοποιηθούν.

 

Ως προς το μέρος της ένστασης που αφορά την παραβίαση του άρθρου 30 του Κανονισμού, όσον αφορά τη μη ύπαρξη αρχείου δραστηριοτήτων επεξεργασίας, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Κανονισμού, κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας τηρεί αρχείο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας για τις οποίες είναι υπεύθυνος. Στην παράγραφο 1 καθορίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνει το εν λόγω αρχείο. Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι κάθε εκτελών την επεξεργασία τηρεί αρχείο όλων των κατηγοριών δραστηριοτήτων επεξεργασίας που διεξάγονται εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας και τι πρέπει να περιλαμβάνει αυτό. Ως δε αναφέρεται στην παράγραφο 3, τα ως άνω αρχεία υφίστανται γραπτώς, μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή ενώ η παράγραφος 4 προβλέπει ότι τα εν λόγω αρχεία τίθενται στη διάθεση της εποπτικής αρχής (στην Κύπρο, με βάση το Νόμο 125(I)/2018, είναι η Επίτροπος Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα) κατόπιν αιτήματος. Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 5, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν ισχύουν για επιχείρηση ή οργανισμό που απασχολεί λιγότερα από 250 άτομα, εκτός εάν η διενεργούμενη επεξεργασία ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, η επεξεργασία δεν είναι περιστασιακή ή η επεξεργασία περιλαμβάνει ειδικές κατηγορίες δεδομένων κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1 ή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10.

 

Στην προκειμένη, δεν υπάρχει μαρτυρία που να δείχνει ότι όσον αφορά το εν λόγω κύκλωμα παρακολούθησης υπήρχε αρχείο δραστηριοτήτων επεξεργασίας. Από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας προκύπτει ότι το κύκλωμα παρακολούθησης ήταν εγκατεστημένο σε υποστατικό όπου διεξαγόταν επιχείρηση καφενείου. Κατά την ώρα της εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, κατά την οποία παραλήφθηκε το DVR του κυκλώματος, βρισκόταν εκεί ως υπεύθυνη του χώρου μια γυναίκα. Ενόψει δε των πιο πάνω αλλά και ελλείψει άλλων στοιχείων που να καταδεικνύουν στο πλαίσιο και της λογικής ότι επρόκειτο για επιχείρηση που απασχολούσε πέραν των 250 ατόμων αλλά και του ότι η διενεργούμενη επεξεργασία δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπει - η παράγραφος 5 του άρθρου 30 του Κανονισμού - ότι ισχύει η εν λόγω υποχρέωση, ακόμη και όταν οι απασχολούμενοι στην επιχείρηση είναι κάτω από 250 άτομα, καταλήγουμε ότι δεν υπήρχε υποχρέωση τήρησης τέτοιου αρχείου.

 

Ως προς τον λόγο ένστασης ότι οι κάμερες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στο ως άνω αναφερόμενο υποστατικό λειτουργούσαν χωρίς έγκριση από την αρμόδια εποπτική αρχή (για αυτό στην ένσταση δεν αναφέρεται οποιαδήποτε νομική βάση), θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του προισχύοντος Νόμου 138(I)/2001, ο υπεύθυνος επεξεργασίας είχε υποχρέωση να γνωστοποιήσει εγγράφως στον Επίτροπο, τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή την έναρξη επεξεργασίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν προβλέπεται πλέον από τον Κανονισμό, ούτε από το Νόμο 125(Ι)/2018. Προς τούτο γίνεται μάλιστα αναφορά στην παράγραφο 89 του προοιμίου του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία η γενική υποχρέωση γνωστοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εποπτικές αρχές, δεν συνέβαλε σε όλες τις περιπτώσεις στη βελτίωση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ως εκ τούτου τέτοιου είδους γενικές υποχρεώσεις «θα πρέπει να καταργηθούν» και να αντικατασταθούν με αποτελεσματικές διαδικασίες και μηχανισμούς που επικεντρώνονται σε εκείνους τους τύπους πράξεων επεξεργασίας που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων λόγω της φύσης, του πεδίου εφαρμογής, του πλαισίου και των σκοπών τους. Τόσο ο Κανονισμός όσο και ο Νόμος 125(Ι)/2018 τέθηκαν σε ισχύ πριν την εγκατάσταση του επίδικου κυκλώματος παρακολούθησης, που έγινε το 2023. Ως εκ των άνω δεν τίθεται θέμα προσκόμισης μαρτυρίας από την Επίτροπο αναφορικά με την εξασφάλιση οποιασδήποτε «άδειας», ως προβάλλει ο συνήγορος Υπεράσπισης.

 

Ως προς τη θέση του για εξασφάλιση, από την Αστυνομία, συγκατάθεσης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο κ. Κληρίδης διευκρίνισε, κατά την αγόρευση του, ότι αυτή δεν αφορούσε τη λήψη του συγκεκριμένου DVR, η οποία να υπομνησθεί ότι έγινε κατόπιν εξουσιοδότησης που παρεχόταν από δικαστικό ένταλμα έρευνας, αλλά τη μετέπειτα «επεξεργασία» που έγινε από την Αστυνομία.  

 

Ως εκ των άνω καταλήγουμε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση του Κανονισμού.

 

Λόγοι ένστασης για παραβίαση της Οδηγίας καθώς και του Νόμου 44(Ι)/2019

 

Αποτελεί μέρος της ένστασης ότι:

 

§    Υπήρξε παραβίαση των άρθρων 4 και 8 της Οδηγίας (και των άρθρων 2, 3, 5 και 10 Νόμου 44(Ι)/2019) και δη ως προς το σύννομο της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων.

§    Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Οδηγίας (και του άρθρου 15 του Νόμου 44(Ι)/2019), που αφορά στις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στο υποκείμενο των δεδομένων.

§    Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 24 της Οδηγίας (και του άρθρου 26 του Νόμου 44(Ι)/2019) αφού δεν υπάρχει αρχείο δραστηριοτήτων επεξεργασίας.

§    Οι κάμερες εγκαταστάθηκαν και λειτουργούσαν χωρίς έγκριση από την αρμόδια εποπτική αρχή. Ως προς τούτο στην ένσταση δεν αναφέρεται οποιαδήποτε νομική βάση.

 

Εδώ να σημειωθεί ότι, ως τουλάχιστον γίνεται αντιληπτό, φαίνεται στην αγόρευση του κ. Κληρίδη να υπάρχει κάποια σύγχυση για το θέμα αυτό. Αυτό καθότι αρχικά αναφέρει ότι και «οι ιδίες οι ενέργειες της Αστυνομίας από την παραλαβή, κράτηση και επέμβαση σε αυτά τα δεδομένα παραβιάζουν την «Οδηγία, Κανονισμό και Νομοθεσία και συνεπώς δεν είναι σύμφωνες με τον νόμο και αποτελούν μαρτυρία, η οποία έχει μολυνθεί από την εν λόγω παρανομία». Παρά ταύτα στη συνέχεια της αγόρευσης του, ο κ. Κληρίδης συνδέει τις σχετικές θέσεις του περί μη σύννομης επεξεργασίας των δεδομένων, με τη καταγραφή - συλλογή και αποθήκευση τους, περί μη ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων ότι έγινε τέτοια επεξεργασία αλλά και περί μη τήρηση αρχείου δραστηριοτήτων επεξεργασίας, με πράξεις ή παραλείψεις του ιδιοκτήτη του καφενείου. Ακόμη και για τη θέση του περί μη ύπαρξης άδειας αναφέρεται στον ιδιοκτήτη του καφενείου. Εξ ου και στη γραπτή του αγόρευση αναφέρθηκε σε παραλείψεις παρουσίασης μαρτυρίας ώστε το Δικαστήριο «να καταλήξει με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η καταγραφή αυτών των δεδομένων ήταν σύμφωνη με τον νόμο και αρά μπορεί να γίνει αποδεκτή». Ο κ. Κληρίδης, στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε κυρίως σε παράλειψη παρουσίασης μαρτυρίας προερχόμενης από τον ιδιοκτήτη για διάφορα σχετικά θέματα και στα όσα προφορικά είπε (συμπληρωματικά της γραπτής του αγόρευσης) αναφέρθηκε σε παράλειψη της Αστυνομίας να εξετάσει και να εξακριβώσει κατά πόσο τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτουν οι σχετικές νομοθεσίες όπως για παράδειγμα ποιος ήταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας για το καφενείο και ποιος εγκατέστησε το σύστημα. Για πρώτη φορά δε στην αγόρευση του παραπέμπει, ως προς το τελευταίο στα άρθρα 29 και 30 του Νόμου 44(Ι)/2019.

 

Ως όμως έχει προαναφερθεί τα ως άνω θέματα που αφορούν την επεξεργασία των δεδομένων από τον ιδιοκτήτη του καφενείου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και του Νόμου 44(Ι)/2019, αλλά του Κανονισμού και τα έχουμε εξετάσει στο πλαίσιο αυτό, ανωτέρω.

 

Εδώ πρέπει να λεχθεί ότι και στους λόγους ένστασης της Υπεράσπισης, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται ξεκάθαρα οποιοδήποτε θέμα αφορά τα όσα ακολούθησαν, από πλευράς Αστυνομίας, μετά την παραλαβή του DVR. Για σκοπούς πληρότητας κρίνουμε όμως ότι πρέπει να εξετάσουμε τα όσα σχετικά έχουν τεθεί.

 

Αποτελεί θέση του κ. Κληρίδη, στην αγόρευση του, ότι η Αστυνομία όφειλε να λάβει τη συγκατάθεση ή να ενημερώσει τον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων (αναφερόταν στον υπεύθυνο του κυκλώματος παρακολούθησης του καφενείου) για την περαιτέρω επεξεργασία τους από την Αστυνομία ακόμη και για αντιγραφή του περιεχομένου του Τεκμηρίου 3 Δ.Ε.Δ. αρ.2. Η θέση όμως αυτή δεν ευσταθεί εφόσον δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην Οδηγία, ούτε στο Νόμο 44(Ι)/2019. Στο πλαίσιο της Οδηγίας και του Νόμου 44(Ι)/2019, ως έχουμε προαναφέρει, υπεύθυνος επεξεργασίας θεωρείται η Αστυνομία. Στην προκειμένη, η Αστυνομία παρέλαβε το εν λόγω τεκμήριο νόμιμα, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας, για σκοπούς διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης. Ακολούθως, στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης αλλά και με σκοπό να παρουσιάσει στη συνέχεια, σχετική μαρτυρία στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο ποινικής δίωξης, δηλαδή στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, η Αστυνομία προέβη στις ενέργειες που ανέφερε ο Μ.Κ.1.

 

Ως εκ των άνω προκύπτει ότι τα περί ου ο λόγος δεδομένα έτυχαν της προαναφερόμενης επεξεργασίας από την Αστυνομία για σκοπούς που καθορίζει το άρθρο 3(α) του Νόμου 44(Ι)/2019 (άρθρο 1(1) της Οδηγίας) ήτοι προς διερεύνηση και δίωξη ποινικών αδικηµάτων, στο πλαίσιο δραστηριοτήτων για την προστασία της δηµόσιας τάξης και ασφάλειας (βλ. άρθρο 4(1) του Νόμου 44(Ι)/2019). Η επεξεργασία (που συνίστατο βασικά στην αντιγραφή αυτών) ήταν δε στο πλαίσιο αυτό νόµιµη, εφόσον ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος από την αρµόδια αρχή, δηλαδή από την Αστυνομία, για σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 3(α) (βλ. άρθρο 10 του Νόμου 44(Ι)/2019). Τα δεδομένα συλλέχθηκαν (παραλήφθηκαν από την Αστυνομία κατόπιν εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας), για τους προαναφερόμενους καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς, η επεξεργασία τους ήταν κατάλληλη και συναφής με αυτούς τους σκοπούς, ήταν η ελάχιστη αναγκαία, δεν παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας, ήταν σύννομη, θεμιτή και σύμφωνη με την Οδηγία και το Νόμο 44(Ι)/2019.

 

Αναφορικά με το δικαίωμα ενημέρωσης που προβλέπει το άρθρο 15 του Νόμου 44(Ι)/2019 (με πλαγιότιτλο «Ενημέρωση που διατίθεται ή δίδεται στο υποκείμενο των δεδομένων»), σχετικό είναι το άρθρο 20 του ίδιου Νόμου, σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιέχονται σε αρχείο ή φάκελο υπόθεσης που υποβάλλεται σε επεξεργασία στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας, η άσκηση του δικαιώματος αυτού πραγματοποιείται τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Σχετικό είναι το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, το οποίο προβλέπει για το δικαίωμα υπόπτου και κατηγορουμένου σε πρόσβαση στα έγγραφα της υπόθεσής του. Στην προκειμένη, με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας προκύπτει ότι τα εν λόγω δεδομένα δόθηκαν αυτούσια (σε ένα σκληρό δίσκο και ένα USB) στην Υπεράσπιση και συνεπώς ο κατηγορούμενος 1 έλαβε πλήρη γνώση τόσο της ύπαρξης τους, του περιεχομένου τους και του χώρου από τον οποίο λήφθηκαν.

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε, για σκοπούς και μόνο της παρούσας δίκης εντός δίκης, ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει πετύχει να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι η μαρτυρία που επιχειρείται να κατατεθεί δεν παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου 1, ούτε τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, ούτε την Οδηγία (EE) 2016/680, ούτε και το Νόμο 44(Ι)/2019.

 

Στο σημείο αυτό δέον όπως αναφέρουμε ότι ακόμη και εάν κρινόταν ότι υπήρχε παραβίαση του Κανονισμού, της Οδηγίας και του Νόμου 44(Ι)/2019 (στο μέτρο που δεν αφορά το σύννομο και το θεμιτό της επεξεργασίας των δεδομένων), η εν λόγω μαρτυρία δεν θα αποκλειόταν. Εξηγούμε.

 

Ως έχει προαναφερθεί στην παράθεση της νομικής πτυχής, εφόσον δεν τίθεται θέμα παραβίασης συνταγματικού δικαιώματος του κατηγορουμένου η μαρτυρία που λαμβάνεται παράνομα δεν αποκλείεται αυτόματα. Το θέμα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται στη βάση συγκεκριμένων αρχών (βλ. Parris ανωτέρω όπου υιοθετήθηκαν οι αρχές της R v. Sang [1979] 2 All E.R. 1222). Το Δικαστήριο έχει πάντα διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να δεχθεί μαρτυρία αν κατά την γνώμη του ο δυσμενής επηρεασμός της υπερισχύει της αποδεικτικής της αξίας. Το γεγονός ότι η μαρτυρία έχει μεγάλη αποδεικτική αξία δεν την καθιστά απαράδεκτη αλλά αντίθετα όσο πιο μεγάλη είναι η αποδεικτική της αξία τόσο πιο δύσκολος καθίσταται ο αποκλεισμός της. Μια μαρτυρία δεν επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο, επειδή είναι ενοχοποιητική. Δυσμενής επηρεασμός υπάρχει αν η αποδοχή της δημιουργεί συνθήκες μη δίκαιης δίκης (βλ. Μακρίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 181/2019, ημερ. 07/09/2020). Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο υπάρχει οτιδήποτε είτε στο περιεχόμενο της μαρτυρίας είτε στον τρόπο εξασφάλισης ή χρησιμοποίησης της από την κατηγορούσα αρχή, το οποίο οδηγεί σε δυσμενή συμπεράσματα ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, δυσανάλογα με την αποδεικτική αξία που θα είχε η μαρτυρία αν δεν συνέτρεχαν οι εν λόγω προϋποθέσεις (βλ. και ΧΧΧ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 253/2017, ημερ. 28/2/2019).

 

Στην προκειμένη, από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας και έγιναν δεκτά, προκύπτει ότι η εν λόγω μαρτυρία αφορά την οπτική καταγραφή κινήσεων προσώπων και οχημάτων που έλαβαν χώραν κατά τον επίδικο χρόνο και αφορούν τα επίδικα περιστατικά. Το γεγονός ότι από τη μαρτυρία αυτή δεν προκύπτει ταυτοποίηση των εν λόγω προσώπων ή οχημάτων από μόνο του δεν εξανεμίζει την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας. Δεν έχει δε καταδειχθεί ότι υπάρχει οτιδήποτε είτε στο περιεχόμενο της εν λόγω μαρτυρίας είτε στον τρόπο εξασφάλισης ή χρησιμοποίησης της από την Κατηγορούσα Αρχή, το οποίο να επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο - που να υπερισχύει της αποδεικτικής αξίας της εν λόγω μαρτυρίας - πόσο μάλλον δυσμενώς, τον κατηγορούμενο 1 είτε στην υπεράσπιση του είτε άλλως πως.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω κρίνουμε ότι οι λόγοι ένστασης της Υπεράσπισης του κατηγορουμένου  1 δεν ευσταθούν και κατ’ επέκταση η ένσταση απορρίπτεται.

 

Ως εκ τούτου γίνεται δεκτή η κατάθεση ως τεκμηρίου, του Τεκμηρίου προς Αναγνώριση Γ της κυρίως δίκης. 

 

 

(Υπ.) ….…………………………………

                                                                                                      Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                    (Υπ.) ……….……………………….…...

                                                                                                     Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                                   (Υπ.) …….……………………………...

                                                                                                   Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο