ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

​                   Μ. Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.

​        ​            Εύη Χαταζήπαπα - Αβραάμ, Ε.Δ.

 

                        ​   ​ ​                                       Αρ. Υπόθεσης: 12515/22

 

Mεταξύ:

​​​​   ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

​​​​​

​​​​​   v.

​ 

    Λ.Χ

----------

 

Hμερ.: 31/05/2024.

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Π. Βαρνάβα.

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Σ. Αργυρού.

Κατηγορούμενος, παρών.

 

Π Ο Ι Ν Η 

 

Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, στις κατηγορίες της Κλοπής από διευθυντή, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 269 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία αρ. 1) και της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1)(α)(iii)(2), 5, 7 και 8 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 (κατηγορία αρ. 10).

 

Οι υπόλοιπες κατηγορίες που ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε και συγκεκριμένα οι κατηγορίες αρ. 2 – 9 συμπεριλαμβανομένων, οι οποίες αφορούσαν τα αδικήματα της Πλαστογραφίας και Κυκλοφορίας Πλαστού Εγγράφου διακόπηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και αυτός απαλλάχθηκε από αυτές.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών αρ. 1 και 10, αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι μεταξύ της 7ης Δεκεμβρίου 2021 και 6ης Ιουνίου 2022 συμπεριλαμβανομένων, ενώ ήταν διευθυντής της εταιρείας «CPO TRADING LTD», έκλεψε το συνολικό χρηματικό ποσό των €211,200 περιουσία της προαναφερθείσας εταιρείας και το απέκτησε ενώ γνώριζε ότι τούτο αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη του πιο πάνω γενεσιουργού αδικήματος.

 

Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων, έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την υπεράσπιση. Περιλαμβάνονται δε σε σχετικό έγγραφο το οποίο κατατέθηκε ενώπιον μας. Έχουν μελετηθεί από το Δικαστήριο και λαμβάνονται υπόψη στην ολότητα τους, χωρίς να χρειάζεται η λεπτομερής αναπαραγωγή τους. Αναφερόμαστε στα ουσιώδη μέρη τους, ως κατωτέρω:

 

Στις 04/07/2022, ο Μαρίνος Πασιουρτής, Μ.Κ.1, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης της Κυπριακής εταιρείας «CPO Trading Ltd», η οποία ασχολείται με το εμπόριο ηλεκτρονικών ειδών, μετέβηκε στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού και προέβηκε σε καταγγελία. Ως ανάφερε σε γραπτή του κατάθεση της ίδιας ημερομηνίας, σύμφωνα με επικοινωνία που είχε με προμηθευτές της εταιρείας του το τελευταίο διάστημα, αυτός ανακάλυψε ότι σε 3 διαφορετικές περιπτώσεις δεν λάμβαναν τα εμβάσματα που έστελνε ο κατηγορούμενος για λογαριασμό της εταιρείας του. Όταν ο Μ.Κ.1 ζήτησε εξηγήσεις από τον κατηγορούμενο, αυτός ισχυρίστηκε ότι ήταν λάθος της τράπεζας στην οποία τηρούσε τον λογαριασμό της η εταιρεία.

 

Ακολούθως, ο Μ.Κ.1 μετέβη στην τράπεζα όπου διατηρεί τον λογαριασμό της εταιρείας του και από έλεγχο που διενήργησε η τράπεζα σε τρία διαφορετικά εμβάσματα τα οποία είχε παρουσιάσει ο κατηγορούμενος στον Μ.Κ.1 και αφορούσαν πληρωμές προμηθευτών της εταιρείας CPO Trading Ltd, διαπιστώθηκε ότι υπήρξε παραποίηση σε έντυπα που αφορούσαν οι διεθνείς πληρωμές (SWIFT) με αποτέλεσμα οι προμηθευτές της εταιρείας του Μ.Κ.1 να μην λαμβάνουν τα εμβάσματα.

 

Ο Μ.Κ.1 αφού έλαβε και έλεγξε την κατάσταση του τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας του, διαπίστωσε ότι μεταξύ των ημερομηνιών 07/12/2021 – 06/06/2022 έγιναν 18 ηλεκτρονικές μεταφορές, συνολικού ύψους €211,200 αδικαιολόγητα, χωρίς την εξουσιοδότηση του, από το λογαριασμό της εταιρείας, σε προσωπικό λογαριασμό του κατηγορούμενου. Όταν ο Μ.Κ.1 ζήτησε εξηγήσεις από τον κατηγορούμενο, αυτός ενώ αρχικά του έδιδε διάφορες δικαιολογίες, στο τέλος παραδέχθηκε ότι οικειοποιήθηκε το πιο πάνω ποσό, υπογράφοντας και μια χειρόγραφη δήλωση προς τούτο.

 

Ο κατηγορούμενος κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα ήταν διευθυντής της εταιρείας του Μ.Κ.1 και είχε ηλεκτρονική πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας και στο μοναδικό αριθμό επιβεβαίωσης μεταφοράς χρημάτων.

 

Εν όψει των πιο πάνω, ο Μ.Κ.1 ζήτησε από τους λογιστές της εταιρείας του να προβούν σε έλεγχο του τραπεζικού της λογαριασμού. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος έδιδε στο λογιστικό γραφείο παραποιημένες καταστάσεις του τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας για σκοπούς ελέγχου. Απουσίαζαν δηλαδή από τον τραπεζικό λογαριασμό, οι μεταφορές που γίνονταν από τον λογαριασμό της εταιρείας του Μ.Κ.1 στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορούμενου. Από τον λογιστικό έλεγχο στα βιβλία της εταιρείας για την περίοδο μεταξύ του μήνα Δεκεμβρίου του 2021 μέχρι τις 24/06/2022 διαπιστώθηκε ότι:

 

Έγιναν 18 συνολικά ηλεκτρονικές μεταφορές χρημάτων από τον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό που ανήκει στον κατηγορούμενο.

 

Μεταξύ των ημερομηνιών 1/12/2021 – 30/04/2022 ο κατηγορούμενος παρουσίασε στο λογιστικό γραφείο, παραποιημένες καταστάσεις λογαριασμού της εταιρείας, στις οποίες αποκρύβονταν οι μεταφορές χρημάτων που έκανε από τον τραπεζικό της λογαριασμό στον προσωπικό του λογαριασμό.

 

Σε μια περίπτωση στις 07/12/2021 διαπιστώθηκε ότι μεταφέρθηκε από τον λογαριασμό της εταιρείας στον προσωπικό λογαριασμό του κατηγορούμενου το ποσό των €11,000 και στην τραπεζική κατάσταση του λογαριασμού της εταιρείας που παρουσίασε στο λογιστικό γραφείο, ο κατηγορούμενος έδειξε ότι μετέφερε το ποσό των €1,100 στον προσωπικό του λογαριασμό.

 

Σε μια άλλη περίπτωση, στις 19/05/2022, στα πλαίσια μεταφοράς από τον πιο πάνω λογαριασμό της εταιρείας στον λογαριασμό του κατηγορουμένου, σημειώθηκε η δικαιολογία μεταβίβασης FOR FIXED DEPOSIT, χωρίς καμία εξουσιοδότηση και χωρίς να εξυπηρετεί τις ανάγκες της εταιρείας.

 

Περαιτέρω, σε 3 διαφορετικές περιπτώσεις στις 24/05/2022, στις 07/06/2022 και στις 21/06/2022, ο κατηγορούμενος σκοπίμως απέστειλε σε προμηθευτές της εταιρείας 3 έντυπα διεθνούς πληρωμής (SWIFT) παρουσιάζοντας ότι έγιναν πληρωμές σε αυτούς από τον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας ενώ κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες αποστολής τους δεν υπήρχε διαθέσιμο ποσό στον λογαριασμό της εταιρείας για διεκπεραίωση της πληρωμής.

 

Στις 09/07/2022 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου, αναζητήθηκε χωρίς να εντοπιστεί και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στο stop list. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος συνελήφθηκε στις 11/07/2022 στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού, όπου μετέβηκε ο ίδιος οικειοθελώς και κατά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο, αυτός απάντησε: «Είμαι έτοιμος να με ρωτήσεις ότι θέλεις».

 

Σε ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο την ίδια ημέρα, αυτός ανάφερε ότι είχε ηλεκτρονική πρόσβαση στους λογαριασμούς της εταιρείας και στον αριθμό επιβεβαίωσης μεταφοράς χρημάτων (ΟΤP). Ισχυρίστηκε πως κατόπιν οδηγιών του Μ.Κ.1, προέβαινε σε εμβάσματα από τον λογαριασμό της εταιρείας CPO Trading Ltd στον προσωπικό του λογαριασμό ή σε λογαριασμό της εταιρείας του LKA IFUTURE και ακολούθως παράδιδε χρήματα σε μετρητά στον Μ.Κ.1. Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, πως όλα τα ποσά που εμβάστηκαν από τον λογαριασμό της εταιρείας του Μ.Κ.1, δόθηκαν σε μετρητά στον Μ.Κ.1 και αρνήθηκε πως οικειοποιήθηκε το ποσό των €211,200 αλλά και ότι υπέγραψε δήλωση στην οποία παραδέχεται την οικειοποίηση. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι παραποίησε τις τραπεζικές καταστάσεις κίνησης του λογαριασμού της εταιρείας και τα 3 έντυπα διεθνών πληρωμών προς τους προμηθευτές της παραπονούμενης εταιρείας ενώ ισχυρίστηκε πως ότι έκανε ήταν κατόπιν οδηγιών του Μ.Κ.1 και ήταν σε γνώση του λογιστή της εταιρείας.

 

Σε δεύτερη ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο στις 14/07/2022 επανέλαβε τους πιο πάνω ισχυρισμούς του και αρνήθηκε ότι οικειοποιήθηκε το ποσό των €211,200.

 

Κατόπιν γραφολογικών εξετάσεων διαπιστώθηκε ότι τα δείγματα γραφής του κατηγορούμενου ταυτίζονταν με την γραπτή του δήλωση, στην οποία παραδέχτηκε την κλοπή του ποσού των €211,200. Σε συμπληρωματική κατάθεση του λογιστή της εταιρείας, ο τελευταίος ανάφερε ότι ουδέποτε συμβούλεψε τον κατηγορούμενο να μεταφέρει χρήματα στον λογαριασμό του και ότι δεν θα υπήρχε κανένα όφελος προς τον Μ.Κ.1 από τέτοια μεταφορά.  

 

Πέραν των πιο πάνω, αναφέρθηκε από την κατηγορούσα αρχή ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου για σκοπούς μετριασμού της ποινής κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη του την παραδοχή του κατηγορούμενου στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, η οποία έλαβε χώρα σε σύντομο χρόνο μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, το λευκό του ποινικό μητρώο και την απολογία και μεταμέλεια του.

 

Ζήτησε, περαιτέρω, όπως ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι εκδόθηκε διάταγμα δήμευσης για περιουσία η οποία ανευρέθηκε και συμποσούται στο ποσό των €80,000 περίπου καθώς και διάταγμα το ποσό αυτό να δοθεί στον Μ.Κ.1 και στην εταιρεία του. Περαιτέρω, ο συνήγορος ανάφερε ότι ο κατηγορούμενος είναι έτοιμος να δεχθεί απόφαση στην πολιτική αγωγή που εκκρεμεί εναντίον του από τους παραπονούμενους (Αγ. Αρ. 1470/22) με αναστολή εκτέλεσης εφόσον καταβάλλεται το ποσό των €1000 μηνιαίως. Είναι σε επικοινωνία με το δικηγόρο των παραπονουμένων, είπε, και αναμένει την απάντηση τους. Κατά συνέπεια, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την επιθυμία και προσπάθεια του κατηγορούμενου να επιστρέψει το ποσό που οικειοποιήθηκε.

 

Όσον αφορά του λόγους της διάπραξης των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, ο συνήγορος ανάφερε ότι τα χρήματα μεταφέρονταν προς την νεοσύστατη εταιρεία του κατηγορούμενου με σκοπό ο ίδιος να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση. Δεν κατέστη, όμως, εφικτό διότι τον είχε αντιληφθεί ο παραπονούμενος. Συμφώνησε, επίσης, ότι μέρος αυτών (ως αναφερόταν και στην Αίτηση Δήμευσης, η οποία προηγήθηκε και στην οποία αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος την Έκθεση Ισχυρισμών και την έκδοση των σχετικών διαταγμάτων) μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό της μητέρας του (€9,900), δόθηκαν ως προκαταβολή για αγορά διαμερίσματος από τον ίδιο (€30,000) και αγοράστηκε ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW (€40,000).

 

Συνεχίζοντας, ο συνήγορος ανάφερε, ότι η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου έλαβε χώρα σε μια περίοδο 7 μηνών και όχι «μονομιάς», όπως είπε και δεν είχε αντιληφθεί το ύψος του ποσού το οποίο είχε μεταφέρει. Ανάφερε, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος εργαζόταν με τον παραπονούμενο Μ.Κ.1 από το έτος 2014, αρχικά σε άλλη εταιρεία του στην οποία είχε συνέταιρο και στη συνέχεια στην παραπονούμενη εταιρεία, την οποία δημιούργησε και ήταν ο μόνος μέτοχος της.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο συνήγορος του κατηγορουμένου αναφέρθηκε στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, υιοθετώντας την έκθεση του γραφείου ευημερίας, η οποία ετοιμάστηκε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου. Ο συνήγορος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο πατέρας του κατηγορούμενου αλλά και η μητέρα του και ότι ο κατηγορούμενος είναι ο μόνος ο οποίος τους βοηθά, τόσο ψυχολογικά όσο και οικονομικά στο βαθμό που μπορεί και ότι και ο ίδιος διαμένει με τη σύζυγο του μαζί τους προς το σκοπό τούτο.

 

Επιπρόσθετα, ο συνήγορος του κατηγορουμένου κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορουμένου το χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα που καλείται να επιβάλει ποινή και ο οποίος ανέρχεται στα δύο χρόνια περίπου.

 

Τέλος, ο συνήγορος του κατηγορουμένου εισηγήθηκε ότι σε περίπτωση που επιβληθεί ποινή φυλάκισης, τότε να εξεταστεί και το ενδεχόμενο αναστολής εκτέλεσης της λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων όσο και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου και τις προσωπικές του συνθήκες.

 

Αναμφίβολα τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει είναι ιδιαίτερα σοβαρά και αυτό αντικατοπτρίζεται από τις προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές. Σε σχέση με το αδίκημα της κλοπής από διευθυντή, η προβλεπόμενη στο άρθρο 269 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ποινή, είναι αυτή της φυλάκισης των 14 χρόνων. Σε σχέση δε με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,  στην περίπτωση που πρόσωπο γνώριζε ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες που περιγράφονται στο άρθρο 4(1) του Νόμου, ο νομοθέτης προβλέπει ποινή φυλάκισης 14 ετών ή χρηματική ποινή μέχρι €500.000 ή και τις δύο αυτές ποινές και, επιπρόσθετα, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης, αφού ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο Νόμο, κάτι το οποίο έχει γίνει στην παρούσα περίπτωση, ως θα αναφερθεί κατωτέρω.

 

Η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή είναι ένα στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9). Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632: «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Ως γενική αρχή, επίσης, τα γεγονότα της υπόθεσης μπορούν να επηρεάσουν τη σοβαρότητα ενός αδικήματος (βλ.  Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391.

 

Η ιδιαίτερη σοβαρότητα του αδικήματος της κλοπής από διευθυντή, όπως και κατ’ αναλογία άλλων συναφών ιδιοτήτων (υπάλληλος ή αντιπρόσωπος) έγκειται στο γεγονός ότι ο παραβάτης εκμεταλλεύεται τη σχέση εμπιστοσύνης, η οποία υπάρχει μεταξύ του και του εργοδότη του και είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα εκεί όπου ο εργοδότης βασίζεται στην αφοσίωση και ειλικρίνεια του εργοδοτουμένου του (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd Edition, p. 141 – 142).

 

Στην Τhe Attorney General v. Neophytos Nicola Vassiliotis alias Kaizer a.o (1967) 2 C.L.R. 20 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

“Stealing by servant tends to undermine the basis, upon which hundreds of people carry on their business as employers, or earn their living as employees. The relationship of trust and confidence which must always exist between them, is of great importance; and is entitled to adequate protection from the law.”

 

Στο σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική Sentencing in Cyprus, 2η Έκδοση (Sentencing Revisited) (2007), τονίζεται  η σοβαρότητα αυτής της φύσεως αδικημάτων και οι επιπτώσεις που προκαλούνται στην οικονομική ζωή του τόπου από τη διάπραξη τους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«High standards of fidelity are expected of employees in the public and private sectors of society in the discharge of their duties and of persons acting in a fiduciary capacity, such as agents or trustees. Stealing by clerks, servants, company directors, agents and trustees is punishable with 7 years imprisonment. The decisions of the Supreme Court in this area indicate that a serious view is invariably taken of offences belonging to this category, owing to their repercussions on the standards of public administration on the one hand and the economy on the other.»

 

Σημειώνεται ότι στο Άρθρο 269 του Ποινικού Κώδικα, αρχικά προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια, η οποία, στις 7.4.2000 (βλ. Ν.43(1)/2000) αυξήθηκε σε 10 χρόνια και στην συνέχεια, στις 29.6.2012 σε 14 χρόνια (βλ. Ν.84(1)/2012).

 

Όπως έχει νομολογηθεί, τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να προσφέρουν κατάλληλη προστασία, τιμωρώντας τα πρόσωπα που παραβιάζουν την εμπιστευτική αυτή σχέση και μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η κατάλληλη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης (βλ. Χρυσοδόντας v. Αστυνομίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 1085, Χρυσάνθου v. Αστυνομίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 1293 και Κουμπαρή v. Δημοκρατίας, Ποιν.  Έφ. 215/2018, ημερ. 11.5.2020).

 

Στην Πέτρος Πέτρου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 219 αφού έγινε αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές και παρατηρήσεις στις οποίες το Αγγλικό Εφετείο προέβη στην Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S) 142 και τις οποίες αναθεώρησε στην Clark [1998] 2 Cr. App. R. (S) 95, προς καθοδήγηση σε τέτοιου είδους υποθέσεις, λέχθηκε ότι δεν θα ήταν ορθό να παραγνωρίζονται τα σωρευτικά αποτελέσματα του συνόλου της εγκληματικής δραστηριότητας για την οποία ο κατηγορούμενος βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Η σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος δεν αντικατοπτρίζεται μόνο από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή. Δυστυχώς, αποτελεί θλιβερή διαπίστωση, ότι τα τελευταία χρόνια, το οικονομικό έγκλημα βρίσκεται σε έξαρση και θα ήταν αδιανόητο να μην υπάρχει η ενεργός συμμετοχή της δικαιοσύνης στη πάταξη αυτή της φύσης των αδικημάτων, με την επιβολή αυστηρών ποινών (βλ. Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210 και Αστυνομία ν. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/2020, ημερ. 20.5.2021). Η συχνότητα διάπραξής τους, καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο, στην επιλογή της ποινής. Όπως έχει νομολογηθεί, η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου δικαιολογείται όλως ιδιαιτέρως, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις (βλ. Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240). Αποτελεί, επίσης, πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 854, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551).

 

Πέραν των πιο πάνω, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και αδίκημα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, το οποίο είναι, επίσης, ιδιαίτερα σοβαρό. Στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 298/2018, ημερ. 27.6.2019, επισημάνθηκε ότι το συγκεκριμένο αδίκημα: «….., όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγούντα των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητας του. Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρο του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα (………), και αυτό για πρόληψη ή πάταξη της παρανομίας με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών αναφορικά με την απόλαυση των καρπών της.» (βλ. επίσης Ευτύχιος Μαληκκίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 40/2015, Ημερ. 25/11/2016).

 

Η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών. Η αποτροπή, ως παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους.  Η μία, έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον.  Η άλλη, αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Η δεύτερη αυτή περίπτωση έχει δύο συνισταμένες.  Πρώτον, την αποτροπή, η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και δεύτερον, την αποτροπή, ως μέσο για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση. Οι συνέπειες του εγκλήματος προσμετρούν στον καθορισμό της σοβαρότητάς του (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603).

 

Στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, το πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, στόχος που επιτυγχάνεται μόνο με την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, του Γ.Μ. Πική, σελ. 3 και Republic ν. Georghiou, 22 C.L.R., 147). Τα Δικαστήρια, ως φρουροί της νομιμότητας και της ευταξίας, οφείλουν να διαφυλάξουν και να διασφαλίσουν την πιστή εφαρμογή του Νόμου με την επιβολή ανάλογων, σε κάθε περίπτωση, ποινών, ικανών να τιθασεύσουν συμπεριφορές που κινούνται εκτός του πλαισίου του Νόμου, προς όφελος κάθε πολίτη ξεχωριστά, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα  (βλ.  Χρυσάνθου v. Αστυνομίας, ανωτέρω). Η δέουσα εφαρμογή του Νόμου για το συμφέρον της κοινωνίας αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα, τον οποίο θα πρέπει να έχει υπόψη το Δικαστήριο στην επιλογή του είδους της ποινής και στην επιμέτρηση της έκτασής της. Από την άλλη, οι προσωπικές συνθήκες, η προσωπικότητα και η λειτουργία του παραβάτη στον ιδιαίτερο κοινωνικό χώρο, είναι επίσης σχετικοί παράγοντες. Τα Δικαστήρια, κατά την επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνουν υπόψη ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους. Πρόκειται για διεργασία στην οποία τα Δικαστήρια διατηρούν κατ' εξοχή διακριτική ευχέρεια, έχοντας ταυτόχρονα υποχρέωση να επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Η εξισορρόπηση είναι έργο λεπτό και δύσκολο (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, ανωτέρω, σελ. 2, 5‑8).

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση, προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα. Το στοιχείο της αποτροπής είναι έντονο και, προκειμένου τα Δικαστήρια να επιτελέσουν το σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνία, αλλά και να στείλουν τα σωστά μηνύματα, οφείλουν να επιβάλλουν, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν.  Έφ. 74/2020, ημερ. 31.7.2020). Η επικρατούσα κατάσταση επηρεάζει τόσο την επιλογή του είδους της ποινής όσο και το ύψος της.

 

Στρεφόμενοι στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και για σκοπούς καθορισμού της σοβαρότητας τους, λαμβάνουμε υπόψη μας το σύνολο των ενεργειών του κατηγορούμενου και οι οποίες ουσιαστικά είχαν ως σκοπό την κλοπή από την εταιρεία στην οποία ήταν διευθυντής, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο. Ο κατηγορούμενος ενώ κατείχε την πιο πάνω θέση και ιδιότητα στην εταιρεία και προφανώς ήταν το πρόσωπο το οποίο όφειλε να διευθύνει τις εργασίες της εταιρείας κατά τρόπο ορθό, έντιμο και να διασφαλίζει τη χρηστή λειτουργία της, αυτός καταχράστηκε τη θέση του αυτή. Η εταιρεία και ο ιδιοκτήτης αυτής εμπιστεύθηκαν στον κατηγορούμενο την πιο πάνω ιδιότητα και ήταν το πρόσωπο το οποίο διαχειριζόταν και τα οικονομικά της εταιρείας αφού είχε πρόσβαση στο λογαριασμό της εταιρείας. Ο κατηγορούμενος αντί να τιμήσει τη θέση και ιδιότητα του αυτή αλλά και την εμπιστοσύνη που του επιδείχθηκε, σε ένα χρονικό διάστημα 7 περίπου μηνών και κατ’ επανάληψη έκλεψε από την εταιρεία ένα σημαντικό και σοβαρό ποσό, αυτό των €211,200, στοιχεία τα οποία είναι επιβαρυντικά και θα τα λάβουμε υπόψη μας.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, επίσης, που αφορούν τον τρόπο δράσης του κατηγορούμενου επιβαρύνουν περαιτέρω τη θέση του, αφού, η κλοπή διενεργείτο με απευθείας μεταφορές προς το προσωπικό λογαριασμό του ή της εταιρείας του, με σχέδιο συγκάλυψης του γεγονότος αυτού και με σκοπό να μην γίνει αντιληπτός. Παρουσίαζε παραποιημένους λογαριασμούς στους ελεγκτές της εταιρείας αποκρύβοντας τις επίδικες μεταφορές και εξέδιδε διεθνείς μεταφορές, χωρίς οι τελευταίες να μπορούν να υλοποιηθούν αλλά απλώς και μόνο για να συγκαλύψουν την εγκληματική του δράση.  

 

Οι πιο πάνω ενέργειες και συμπεριφορά του συνεχίστηκε μέχρι και την αποκάλυψη της από τον ιδιοκτήτη της εταιρείας με τον τρόπο που αναφέρθηκε ανωτέρω στα γεγονότα.

 

Η δε δικαιολογία που παρατέθηκε ενώπιον μας για την όλη εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, όχι μόνο δεν μετριάζει τη σοβαρότητα των περιστατικών και της επιδεικνυόμενης συμπεριφοράς του, αλλά την επιβαρύνει περισσότερο. Δεν νοείται ο κατηγορούμενος να δρούσε με το πιο πάνω τρόπο με μοναδικό σκοπό να επωφεληθεί ο ίδιος τα χρήματα της εταιρείας για να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση. Δεν νοείται, περαιτέρω, να κλέβει τα χρήματα της εταιρείας και να τα χρησιμοποιεί, ως έχει προκύψει, προς αγορά αυτοκινήτου, σημαντικής αξίας, να δίνονται ως προκαταβολή για αγορά διαμερίσματος ή να μεταφέρονται σε λογαριασμό συγγενικού του προσώπου. Δεν παραγνωρίζουμε την οικονομική του κατάσταση και τις λοιπές προσωπικές του συνθήκες, ως θα εξηγηθούν κατωτέρω, αλλά ούτε και αυτό μπορεί να αποτελεί δικαιολογία. Ουδείς έχει δικαίωμα να οικειοποιείται περιουσία η οποία δεν του ανήκει για οποιονδήποτε υποκειμενικό λόγο και αν γίνεται αυτό, πόσο μάλλον όταν η περιουσία αυτή ανήκει στην ιδιωτική εταιρεία, η οποία για την άσκηση της επιχείρησης της επέδειξε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του.

 

Η πιο πάνω συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος επέδειξε είναι άκρως απαράδεκτη, καταρρίπτει την βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η σχέση διευθυντή – εταιρείας και την εμπιστοσύνη και εντιμότητα που πρέπει να διακατέχει μια τέτοια σχέση. Ο κατηγορούμενος καταχράστηκε την εμπιστοσύνη αυτή και οικειοποιείτο χρήματα, με τον πλέον προκλητικό και απαράδεκτο τρόπο, θα λέγαμε, για ένα διάστημα 7 περίπου μηνών, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι είχε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας αυτής από το 2014. Μάλιστα στην προσπάθεια του να μην γίνει αντιληπτός και να συγκαλύψει την εγκληματική του δραστηριότητα προέβαινε και στις ανωτέρω αναφερόμενες ενέργειες.

 

Μια τέτοια συμπεριφορά είναι άκρως σοβαρή και καταδικαστέα και το Δικαστήριο έχει καθήκον σε τέτοιες περιπτώσεις να επιβάλλει αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί (βλ. Κόκκινος v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135). Η εξατομίκευση της ποινής, όμως, δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει ούτε τη σοβαρότητα του εγκλήματος, ούτε το στοιχείο της αποτροπής και να καθιστά αναποτελεσματική την εφαρμογή του Νόμου (βλ. Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224). Όμως, όσο και αν η ανάγκη για αποτροπή μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης, δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14).

 

Προς όφελος του κατηγορούμενου και για σκοπούς μετριασμού της ποινής, λαμβάνουμε υπόψη μας την παραδοχή του στο Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι η παραδοχή αυτή του κατηγορούμενου, δεν ήταν άμεση και αυτή έλαβε χώρα μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας σε σχετικά σύντομο χρόνο, όμως, από αυτήν, αφού ακούστηκε μόνο ένα μάρτυρας και η κυρίως εξέταση του δεύτερου. Ουσιαστικά μετά την πρώτη δικάσιμο, ο κατηγορούμενος προέβηκε σε αλλαγή της απάντησης του. Θα λάβουμε υπόψη μας την εν λόγω παραδοχή του κατηγορούμενου, στο στάδιο που αυτή έλαβε χώρα και θα της δώσουμε τη δέουσα βαρύτητα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Χριστάκη Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ.125). Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ανδρέου ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 163/2015, 11/07/2016, «… η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να “μεταφερθεί” στο Δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και γι’ αυτό το λόγο έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής.» (βλ. επίσης, M. C. T. ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, 14/10/2022).  Η παραδοχή, επίσης, έχει περισώσει πολύτιμο χρόνο του Δικαστηρίου και έχει συμβάλει στην καταδίκη του κατηγορουμένου (βλ. Χαρτούμπαλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και Γενικός Εισαγγελέας ν Πέτρου, Ποινική Έφεση Αρ. 71/2022, 01/12/2022), αν και η μαρτυρία που κατείχε η κατηγορούσα αρχή ήταν ικανοποιητική στο να οδηγήσει στην καταδίκη του.

 

Λαμβάνουμε υπόψη μας την απολογία και μεταμέλεια του κατηγορούμενου, όπως αυτή εκφράστηκε από το συνήγορο του ενώπιον μας καθώς επίσης το λευκό του ποινικό μητρώο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1).

 

Η αποδοχή από το κατηγορούμενο, διατάγματος δήμευσης της περιουσίας που ανευρέθηκε καθώς και διατάγματος, η περιουσία αυτή να αποδοθεί στους παραπονούμενους, λαμβάνεται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας. Συγκεκριμένα, εκδόθηκε διάταγμα δήμευσης (χωρίς ένσταση) για την είσπραξη ολόκληρου του ποσού, το οποίο ο κατηγορούμενος απέκτησε από την εγκληματική του συμπεριφορά, με το ποσό των €131,300 να αναστέλλεται αφού δεν έχει ανευρεθεί για το ποσό αυτό ρευστοποιήσιμη περιουσία (βλ. Ορέστη Βασιλείου κ.α v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 12/2015, 13/2015, 14/2015, 15/2015, 16/2015, 17/2015, Ημερ. 04/07/2017 και Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).

Η πρόθεση, περαιτέρω, του κατηγορούμενου να αποζημιώσει τους παραπονούμενους, με την αποδοχή έκδοσης απόφασης εναντίον του στην σχετική αγωγή και με την καταβολή μηνιαίων δόσεων, συνυπολογίζεται και της αποδίδεται η δέουσα βαρύτητα, υπό τις περιστάσεις (βλ. Αστυνομία v. ΧΧΧ Βακανά (ανωτέρω)).  Σημειώνεται, όμως, ότι ακόμη και η πλήρης και άμεση αποζημίωση σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι βαρυσήμαντο στοιχείο (βλ. Καραμανλής v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 248). Το στοιχείο αυτό προσμετρά για να καταδείξει την μεταμέλεια του κατηγορουμένου και μόνο και δεν μπορεί η καταβολή αποζημίωσης από το δράστη στο θύμα να χρησιμοποιείται ώστε να εξαγοράζει την τιμωρία του (π.χ. φυλάκιση) ο δράστης (βλ. Αστυνομία v. ΧΧΧ Βακανά (ανωτέρω) στην οποία έγινε παραπομπή στο σύγγραμμα Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα, Α. Καπαρδής και Ηλ. Α. Στεφάνου, σελ. 274, όπου γίνεται παραπομπή σε Αγγλική νομολογία).

 

Προς περαιτέρω εξατομίκευση και μετριασμό της ποινής, υπόψη μας λαμβάνουμε τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες του κατηγορούμενου, όπως αυτές φαίνονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και τα όσα τέθηκαν και ενώπιον μας από το συνήγορο του.

 

Ειδικότερα λαμβάνουμε υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 35 χρόνων, έγγαμος και διαμένει με την Ρωσικής καταγωγής σύζυγο του και τους γονείς του στην πατρική του κατοικία. Προέρχεται από τετραμελή οικογένεια και οι σχέσεις του με τη σύζυγο και τους γονείς του είναι αρμονικές. Ολοκλήρωσε το Λύκειο και ακολούθως υπηρέτησε τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά. Στην συνέχεια φοίτησε στο Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης ΔΕΛΤΑ στην Αθήνα όπου εξασφάλισε δίπλωμα Τεχνικού Υπολογιστών. Έχει ένα μεγαλύτερο αδελφό ο οποίος είναι έγγαμος και διαμένει σε άλλη διεύθυνση μαζί με την οικογένεια του.

Ο πατέρας του, ηλικίας 67 χρόνων αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας (καρκινοπαθής, νεφρική ανεπάρκεια και καρδιολογικά προβλήματα) με αποτέλεσμα να υποβάλλεται σε διαδικασία αιμοκάθαρσης και σε χημιοθεραπεία. Η μητέρα του, ηλικίας επίσης 67 χρόνων, συνταξιούχα, παρουσιάζει απώλεια όρασης (βλ. επίσης τεκμήριο Α, το οποίο περιέχει δέσμη ιατρικών πιστοποιητικών).

 

Ο κατηγορούμενος, περαιτέρω, τη δεδομένη χρονική στιγμή αφιερώνει αρκετό από το χρόνο του στην μεταφορά των γονιών του και κυρίως του πατέρα του σε θεραπείες.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη μας τη δύσκολη οικονομική κατάσταση του κατηγορούμενου, αφού δεν έχει οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία, η σύζυγος του στο παρόν στάδιο δεν εργάζεται και έχει χρέος ύψους €2,300 προς την Epic για το οποίο καταβάλλεται μηνιαία δόση ύψους €100. Τα μοναδικά εισοδήματα τους προέρχονται από την εργασία του κατηγορούμενου, τα οποία ανέρχονται στα €1000 μηνιαίως.  

 

Λαμβάνουμε υπόψη μας όλα τα πιο πάνω, θα πρέπει να αναφερθεί όμως, ότι σε σοβαρά αδικήματα τα οποία μάλιστα βρίσκονται σε έξαρση και επιβάλλεται η ανάγκη για αυστηρή και αποτρεπτική ποινή, οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων είναι ήσσονος σημασίας (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540, Κλεοβούλου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Αlarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11 και Ψύλλος v. Aστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430). Περαιτέρω, στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331  έχουν λεχθεί τα ακόλουθα: «Έχει αποφασιστεί ότι σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, ανκαι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται, είναι ήσσονος σημασίας αφού προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας».

 

Έχουμε στρέψει την προσοχή μας και προς τις επιπτώσεις που ενδεχόμενη φυλάκιση θα έχει στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του κατηγορούμενου και ειδικότερα στους γονείς του οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, ειδικότερα ο πατέρας του. Τα εν λόγω προβλήματα υγείας του πατέρα και μητέρας του κατηγορούμενου επιβεβαιώνονται από τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον μας (βλ. τεκμήριο Α). Όντως, προκύπτει τα προβλήματα υγείας του πατέρα του κατηγορούμενου να είναι ιδιαίτερα σοβαρά και στη βάση των όσων μας έχουν αναφερθεί και από το συνήγορο του. Το Δικαστήριο δεν μένει αδιάφορο προς όλα τα πιο πάνω και επιδεικνύουμε κάθε συμπάθεια προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου.  Συνυπολογίζουμε, επίσης, και τα όσα αναφέρθηκαν περί της φροντίδας που παρέχει ο κατηγορούμενος στους γονείς του και την αναγκαιότητα να βρίσκεται δίπλα τους. Δεν αγνοούμε όλα τα πιο πάνω και ενδεχόμενες συνέπειες που τυχόν φυλάκιση του κατηγορούμενου θα έχει προς τα πιο πάνω πρόσωπα και τις λαμβάνουμε ως μετριαστικό παράγοντα. Εντούτοις, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι επιπτώσεις φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορουμένου συγκαταλέγονται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων, πλην όμως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής (βλ. Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328).

 

Ο συνήγορος του κατηγορούμενου, ζήτησε, επίσης, όπως ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή. Είναι γνωστή η αρχή ότι ο χρόνος είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής και μάλιστα έχει νομολογηθεί, ότι εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απολύτως αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Πεγειώτη κ.α. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ 355 υποδείχθηκε, ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος.

 

Περαιτέρω, ο βασικός λόγος για τον οποίο η καθυστέρηση προσμετρά ως ελαφρυντικός παράγοντας είναι διότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου μπορεί να έχουν αλλάξει. Επιπρόσθετα, η αποτίμηση της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται ως προ το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Σωτήρης Αβραάμ v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 365).

Στην παρούσα υπόθεση, δεν παρατηρείται οποιαδήποτε καθυστέρηση στην διερεύνηση και προώθηση της παρούσας υπόθεσης στο Δικαστήριο από την κατηγορούσα αρχή (βλ. Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330). Η καταγγελία έγινε στις 04/07/2022, η Αστυνομία προχώρησε στην έκδοση εντάλματος σύλληψης και αναζήτησης του κατηγορουμένου στις 09/07/2022 και εν τέλει συνελήφθηκε στις 11/07/2022, ως ανωτέρω αναφέρθηκε. Η τελευταία ανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου λήφθηκε στις 14/07/2022 και η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 19/07/2022, οπόταν παραπέφθηκε στο Κακουργιοδικείο για τις 19/09/2022.

Πέραν των πιο πάνω, για την μετέπειτα καθυστέρηση, προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος φέρει σημαντική αν όχι αποκλειστική ευθύνη. Εκτός του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος απάντησε μη παραδοχή στις κατηγορίες, κάτι το οποίο ήταν δικαίωμα του, στη συνέχεια η υπόθεση αναβαλλόταν κατόπιν αιτημάτων δικών του, διότι όπως αναφέρθηκε από τον τότε δικηγόρο του γίνονταν προσπάθειες για κάποιου είδους διευθέτηση. Εν τέλει στις 08/05/2023 ο τότε δικηγόρος του κατηγορούμενου αποσύρθηκε και η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση στις 05/10/2023, χωρίς όμως μέχρι τότε ο κατηγορούμενος να είχε διορίσει νέο δικηγόρο. Δόθηκε στον κατηγορούμενο ολιγοήμερη αναβολή για διορισμό δικηγόρου κάτι το οποίο έγινε και στις 11/10/2023 που ήταν ορισμένη η υπόθεση ζητήθηκε χρόνος για να μελετηθεί ο φάκελος και η υπόθεση ορίστηκε στις 11/10/2023. Εκείνη την ημέρα η συνήγορος του κατηγορούμενου δεν εμφανίστηκε καθότι ήταν κλινήρης και εν τω μεταξύ ο κατηγορούμενος είχε καταχωρήσει και αίτηση για νομική αρωγή. Η υπόθεση επαναορίστηκε στις 15/11/2023, ημερομηνία κατά την οποία απουσίαζε ο κατηγορούμενος και εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Ορίστηκε εκ νέου στις 08/12/2023, οπόταν εμφανίστηκε ο κατηγορούμενος, εγκρίθηκε το αίτημα του για νομική αρωγή και ζητήθηκε χρόνος καθότι είχε αναφερθεί ότι είχε επέλθει διευθέτηση και παρέμενε η υλοποίηση της. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 22/01/2024, οπόταν τελικά άρχισε η ακροαματική διαδικασία. Στις 22/02/2024 έγινε αλλαγή απάντησης και η υπόθεση ορίστηκε για γεγονότα και ποινή σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Στο μεσοδιάστημα καταχωρήθηκε Αίτηση Δήμευσης, για την οποία ο κατηγορούμενος είχε ενδοιασμούς και ήθελε χρόνο για να την δει, μέσω της δικηγόρου του. Ακολούθως, έγινε νέα αλλαγή δικηγόρου εκ μέρους του, δημιουργήθηκε νέα καθυστέρηση με αποτέλεσμα η υπόθεση να ολοκληρωθεί στις 21/05/2024.

Είναι λοιπόν προφανές ότι για την προκληθείσα καθυστέρηση ο κατηγορούμενος φέρει, αν όχι αποκλειστική ευθύνη, τουλάχιστον σημαντικό μερίδιο. Περαιτέρω, στο μεσοδιάστημα δεν έχει προκύψει να υπήρξε οποιαδήποτε δραματική αλλαγή στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου και δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε θέση περί τούτου.

Στην βάση των πιο πάνω, θα λάβουμε υπόψη μας το αντικειμενικό γεγονός το οποίο παραμένει και αυτό είναι ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή μετά από πάροδο σχεδόν δύο χρόνων από την διερεύνηση και καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης και θα του δώσουμε τη δέουσα βαρύτητα, υπό τις περιστάσεις. Η καθυστέρηση αυτή, όμως, δεν είναι ικανή να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής που θα πρέπει να επιβληθεί, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή φυλάκισης (βλ. Νικολάου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 45/2019, Ημερ. 03/07/20200). Η φύση των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει απαιτεί την αυστηρή αντιμετώπιση τους. Οι περιστάσεις διάπραξης τους, επίσης, είναι σοβαρές (βλ. Αστυνομία v ΧΧΧ Βακανά (ανωτέρω)). Η καθυστέρηση αυτή θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής και θα παίξει ρόλο στον καθορισμό του ύψους της ποινής και όχι του είδους της.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη μας τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και τη σοβαρότητα τους από την μια και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου από την άλλη, κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί. Οποιαδήποτε άλλη ποινή θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους παραβάτες και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου. Όλα τα πιο πάνω ελαφρυντικά του κατηγορουμένου και ειδικότερα οι προσωπικές του συνθήκες και οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στην οικογένεια του, δεν είναι ικανά να διαφοροποιήσουν το είδος της ποινής, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή στερητική της ελευθερίας του κατηγορουμένου. Παρά ταύτα θα ληφθούν σοβαρά υπόψη και θα παίξουν ρόλο στο ύψος της ποινής που θα επιβληθεί.

 

Η νομολογία είναι καθοδηγητική για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιου είδους αδικημάτων και για το ύψος της ποινής που θα πρέπει να επιβάλλεται, αλλά όχι δεσμευτική καθότι κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσεις του για το ζήτημα της ποινής σχετικά με συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, είναι μόνο ενδεικτικές της ποινικής μεταχείρισης που ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει από το Δικαστήριο, καθότι: «Ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων.». Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ελ Χαπιρ Ναζίπ ν Αστυνομίας (ανωτέρω): «Εκείνο στο οποίο βοηθά η προηγούμενη νομολογία, είναι στο πλαίσιο ανάδειξης εκείνου του μέτρου που ακολουθείται σε διάφορες υποθέσεις, ώστε να εξετάζεται σφαιρικά και η ποινή που θα επιβληθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.».

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστόδουλος Μαυρουδής v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2021, Ημερ. 19/12/2022, αναφέρθηκε ότι η αναφορά σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων δεν συνιστά ουσιαστική καθοδήγηση και ενίοτε αποπροσανατολίζει. Θα πρέπει να επιλέγονται οι υποθέσεις εκείνες όπου τα γεγονότα, στο βαθμό που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος προσομοιάζουν. Και εξυπηρετεί να καταγράφονται οι ουσιαστικές παράμετροι που συνέδραμαν στην ποινή που μνημονεύεται, ώστε να καθίσταται ευχερής η όποια σύγκριση. 

 

Οι κάτωθι υποθέσεις είναι σχετικές, έχοντας και κατά νου ότι στο Άρθρο 269 του Ποινικού Κώδικα, αρχικά προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια, η οποία, στις 7.4.2000 (βλ. Ν.43(1)/2000) αυξήθηκε σε 10 χρόνια και στην συνέχεια, στις 29.6.2012 σε 14 χρόνια (βλ. Ν.84(1)/2012) και ότι κάποιες εκ των αναφερόμενων αποφάσεων είχαν ως βάση χαμηλότερη προβλεπόμενη ποινή.

 

Στην Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 201/2019, Ημερ. 07/10/2021, ποινές φυλάκισης ύψους 6 ½ ετών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στα αδικήματα της Κλοπής από γραμματέα και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, επικυρώθηκαν κατ’ έφεση. Ο εφεσειών εργαζόταν ως διευθυντής τυπογραφείου σε μια εταιρεία. Υπ’ αυτή του την ιδιότητα για μια μακρά περίοδο από τον Ιανουάριο 2012 μέχρι Απρίλιο 2017 είχε επιδοθεί σε μια περίτεχνη εγκληματική δραστηριότητα, με την χρήση πλαστών τιμολογίων και την παρουσίαση εικονικών αγορών, ώστε να εξασφαλίσει με ψευδείς παραστάσεις εις βάρος των εργοδοτών του το σοβαρό συνολικό ποσό των €434.886,51. Υπήρχε παραδοχή εκ μέρους του, ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ηλικίας 52 ετών και το παιδί του, ηλικίας 22 ετών παρουσίαζε σοβαρή αυτιστική διαταραχή και νοητική στέρηση. Το παιδί αυτό ήταν πλήρως εξαρτημένο από τον εφεσειών.

 

Στην Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19, ποινή φυλάκισης 4 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, για το αδίκημα της Κλοπής υπό υπαλλήλου, κρίθηκε κατ’ έφεση ότι ήταν η ενδεδειγμένη. Ο εφεσειών, ηλικίας 36 ετών, ήταν λογιστής σε εταιρεία και είχε υπεξαιρέσει, χωρίς να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, €604.572. Λήφθηκαν υπόψη η δεινή οικονομική του κατάσταση η οποία τον είχε αναγκάσει να προσφύγει στις πράξεις με τις οποίες καταχράστηκε το πιο πάνω ποσό ένεκα του ότι είχε συνάψει πολλά χρέη από δάνεια που εξασφάλισε για την ανέγερση της οικίας του και την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του παιδιού του, το οποίο τα αντιμετώπιζε εκ γενετής. Λόγω αδυναμίας του εφεσείοντα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, η σύζυγος του, εν αγνοία του, είχε καταφύγει σε δανεισμό από τοκογλύφο, ενέργεια η οποία επέφερε αλυσιδωτές αυξήσεις των χρεών καθώς και αφόρητες πιέσεις για εξόφληση.

 

Στην Sydenham ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω), επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία ποινή φυλάκισης επτά ετών σε κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε ο εφεσείοντας ήταν μεγαλύτερο, αλλά αυτό το οποίο τελικά δεν επέστρεψε, ανέρχεται σε 945.605 στερλίνες, $376.171 και €31.483, ενώ η ποινή είχε επιβληθεί μετά από παραδοχή. Στην υπόθεση αυτή επισημάνθηκε η έξαρση του οικονομικού εγκλήματος και «η αποφασιστικότητα των Δικαστηρίων να συμβάλουν με αυστηρές ποινές στην πάταξη του».

 

Στην Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 A.A.Δ. 212,  απορρίφθηκε η έφεση για την καταδίκη και την ποινή  φυλάκισης 7 ετών που επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο,  για την εγκληματική ενέργεια του εφεσείοντα να αποσπάσει, στα πλαίσια δημοσιοποίησης της εταιρείας του, συνολικό ποσό £920.000. Ο εφεσείοντας είχε λευκό ποινικό μητρώο, ήταν 56 ετών και είχε διάφορα προβλήματα υγείας.

 

Στην Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά ετών στον εφεσείοντα, λευκού ποινικού μητρώου, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε αδικήματα κλοπής υπό αντιπροσώπου και συγκάλυψης. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν από αντιπρόσωπο εταιρείας, ο οποίος διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο μετοχών του ταμείου συντάξεων και χορηγημάτων ημικρατικού οργανισμού. Ως αναφέρθηκε, υπήρχε δυνατότητα ανάκτησης σταδιακά έστω ορισμένων ποσών, στα πλαίσια του διατάγματος δήμευσης, που εκδόθηκε μετά την καταδίκη και πριν την επιβολή της ποινής.

 

Στην Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 113, γραμματέας συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος έκλεψε από αυτό, μεγάλο χρηματικό ποσό, με τη βοήθεια του εφεσείοντα, ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάπραξη της κλοπής και καρπώθηκε ποσό, ύψους Λ.Κ.402.150. Μετά από ακροαματική διαδικασία, επιβλήθηκαν σ' αυτόν ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 6 ετών στην κατηγορία για παροχή βοήθειας προς τον γραμματέα της ΣΠΕ προς διάπραξη του αδικήματος της κλοπής από γραμματείς και υπηρέτες και στην κατηγορία της συγκάλυψης. Η έφεση κατά της ποινής απορρίφθηκε.

 

Στην Κουμπαρή v. Δημοκρατίας,  Ποιν. Έφ. 215/2018, ημερ. 11.5.2020, η εφεσείουσα καταδικάστηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε εννέα  κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου και σε μία κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η ανώτατη συντρέχουσα ποινή των οκτώ ετών  που της επιβλήθηκε δεν θεωρήθηκε ως έκδηλα υπερβολική παρά τις προσωπικές της περιστάσεις, δεδομένου του μεγάλου ποσού που αυτή αποκόμισε (€1.975.000) και των συνθηκών παράβασης εμπιστοσύνης που κάλυπταν την έκνομη συμπεριφορά της.

 

Στην Πέτρου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών που επιβλήθηκε, μετά από παραδοχή, στον κατηγορούμενο, ηλικίας 31 ετών, οικογενειάρχη με τρία μικρά παιδιά ο οποίος έκλεψε συνολικά το ποσό των £36,000 ενώ ήταν υπάλληλος της ΣΠΕ Πολεμιδιών, μειώθηκε σε 18 μήνες κατ’ έφεση αφού λήφθηκε υπόψη και το καταστροφικό πλήγμα που υπέστη από την απόλυση από την εργασία του καθώς και η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος που η υπόθεση βρισκόταν σε εκκρεμότητα.

 

Περαιτέρω, σε σχέση με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σχετικές είναι, μεταξύ άλλων, και οι αποφάσεις που ακολουθούν.

 

Στην Ευτύχιος Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), μετά από παραδοχή, επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων, ποινή φυλάκισης 6 ετών. Οι επιλήψιμες πράξεις του, είχαν σχέση με οικονομικές ατασθαλίες σε έργα του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Πάφου, του οποίου ήταν γενικός διευθυντής. Αποκόμισε ίδιον προσωπικό όφελος και νομιμοποίησε παράνομα το συνολικό ποσό των €498.000.  Η νομιμοποίηση των πιο πάνω εσόδων ήταν εκτεταμένης μορφής, κάλυπτε μία περίοδο δέκα ετών και αφορούσε σε οχτώ διαφορετικές περιπτώσεις. Το εφετείο επικύρωσε την πιο πάνω ποινή.

 

 

Στην Ορέστης Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), μετά από ακροαματική διαδικασία, επιβλήθηκε στον Βασιλείου ποινή φυλάκισης 9 ετών, για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων, η οποία μειώθηκε, κατ' έφεση, σε 7 χρόνια. Ο υπό αναφορά, οικειοποιήθηκε ποσό, ύψους €450.000. Στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης, στον εφεσείοντα Κιττή, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.ΤΗ.Κ. και, εκ της θέσεώς του, πρόεδρος του ταμείου συντάξεων. Εκμεταλλευόμενος τα αξιώματά του και την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλλε η πολιτεία, σε τρεις περιπτώσεις, απαίτησε και έλαβε το ποσό των €300.000. Λειτούργησε, τοιουτοτρόπως, ζημιώνοντας το ταμείο συντάξεων και, κατά συνέπεια, την ίδια την Α.ΤΗ.Κ. Η έφεση, κατά της ποινής, απορρίφθηκε.

 

Στην Davidescu κ.ά. ν. Δημοκρατίας,  Ποιν. Εφ. 197/2018 και 198/2018, ημερ. 8.7.2019, μετά από παραδοχή, ποινή φυλάκισης 6 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα στους εφεσείοντες, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για ένα ποσό της τάξης περίπου των €310.000, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Πρόκειτο για μέλη διεθνούς κυκλώματος, οι εφεσείοντες, οι οποίοι δημοσίευαν στο διαδίκτυο υπηρεσίες πώλησης αγαθών ή ενοικιάσεις ακινήτων και ζητούσαν από τα υποψήφια θύματά τους, να τους εμβάσουν χρήματα για τις συναλλαγές σε τραπεζικούς λογαριασμούς που άνοιξαν σε διάφορες τράπεζες της Κύπρου, τα οποία και κατακρατούσαν, χωρίς να υλοποιείται η συναλλαγή.

 

Στην Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή φυλάκισης 5 ετών, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, μετά από παραδοχή, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ύψους €571.145.  Η παραπονούμενη υπέστη ζημιά, ίση με το πιο πάνω ποσό και δεν αποζημιώθηκε.

 

Στην Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 125/2017, 127/2017, 129/2017, 130/2017 και 131/2017, ημερ. 26.4.2018, στον εφεσείοντα Μιχαηλίδη, ποινή φυλάκισης 5½ ετών που του είχε επιβληθεί σε 3 κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων (ποσό €134.000), μειώθηκε σε 4½ χρόνια. Στον Ευσταθίου, σε 2 κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων (€110.000), η ποινή φυλάκισης των 5½ ετών που του είχε επιβληθεί μειώθηκε σε 4½. Στον Βασιλείου, σε 1 κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων (€60.000), του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών, η οποία μειώθηκε σε 3 χρόνια.  Όλοι οι πιο πάνω εφεσείοντες αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας.  Στον Σιαηλή, σε 1 κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων (€27.500), του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών και διαδοχική ποινή 6 μηνών, για το αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία. Η ποινή, στο αδίκημα της νομιμοποίησης, μειώθηκε σε 3 έτη.  Δεν διέλαθε της προσοχής μας, ότι οι πιο πάνω εφεσείοντες, κρίθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία.

 

Στην Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω), ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε συνολικά 14 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αναφορικά με το συνολικό ποσό των €383.304,49 που είχε αποσπάσει. Οι ποινές φυλάκισης 2 ετών με τριετή αναστολή, που του επιβλήθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κρίθηκαν ως έκδηλα ανεπαρκείς και αντικαταστάθηκαν με ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 4 ετών. Το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι, ενόψει της καθυστέρησης, θα επέβαλλε ποινές μειωμένες απ' ό,τι κανονικά θα άρμοζε, που θα μπορούσε να είναι, υπό τις περιστάσεις, ακόμη και το όριο της ποινικής δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.

 

Στην Δαυϊδ Νικολάου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 220/2014, Ημερ. 26/07/2016, επιβλήθηκε κατ’ έφεση ανώτατη ποινή φυλάκισης 5 χρόνων στο αδίκημα της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στον εφεσείοντα ο οποίος κατά το έτος 2009, μεταξύ των μηνών Απριλίου και Ιουνίου, διέπραξε μεγάλο αριθμό ποινικών αδικημάτων, αποσπώντας, έτσι, μεγάλα χρηματικά ποσά από λογαριασμούς, αλλοδαπού, πελάτη του τραπεζικού ιδρύματος, στο οποίο ο ίδιος εργαζόταν, ως προϊστάμενος καταστήματος. Ξόδεψε δε όλα τα ποσά που απέσπασε, συμποσούμενα σε €274.920,00, Η.Π.Α. $93.550,00 και St £11.700,00 για την πληρωμή χρεών, τα οποία είχε δημιουργήσει κατά την ενασχόληση του με τον τζόγο. Η πράξη αποπληρωμής χρεών από τον εφεσείοντα, με την προαναφερθείσα δραστηριότητα, επαναλήφθηκε δεκαέξι, συνολικά, φορές. Λήφθηκε υπόψη η παραδοχή και το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, η κακή ψυχική κατάσταση του η οποία συνέβαλε στη διάπραξη των αδικημάτων και οι διευθετήσεις που έγιναν για εξασφάλιση του συνόλου του υπεξαιρεθέντος ποσού καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής.

Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω, επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:

 

1)      Στην κατηγορία αρ. 1, ποινή φυλάκισης 4 χρόνων.

2)      Στην κατηγορία αρ. 10, ποινή φυλάκισης 4 χρόνων.

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες αρ. 1 και 10 να συντρέχουν.

 

€40 έξοδα να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Τα δείγματα ανύποπτου χρόνου που λήφθηκαν από την οικία του κατηγορούμενου, να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους τους και τα υπόλοιπα τεκμήρια, να καταστραφούν.

 

                       (Υπ.) ………………………………………………….

                         Χριστόδουλος Ι. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

  

                       (Υπ.) …………………………………………………

    Μιχάλης Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.

 

                       (Υπ.) ………………………………………………….

                                         Εύη Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο