ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 21183/18

 

Μεταξύ:

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

Μ.Κ.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 19 Ιουλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου

Για Κατηγορούμένο: κ. Λ. Νεοφύτου μαζί με κα. Τ. Τελιανίδου

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι απείλησε και άσκησε βία στην συμβία του με την οποία της προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη.

 

Για να αποδείξει την υπόθεσή της, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε συνολικά 8 μάρτυρες ενώ από την πλευρά της Υπεράσπισης κλήθηκαν και κατέθεσαν 4 μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του κατηγορούμενου. Σειρά από γεγονότα και έγγραφα κατατέθηκαν ή δηλώθηκαν και από τις δύο πλευρές ως παραδεκτά γεγονότα και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο ως τέτοια.

 

Παραθέτω τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, εστιάζοντας στα σημεία που κρίνω ουσιώδη και άμεσα σχετικά με τα επίδικα γεγονότα, ως αυτή μπορεί να συνοψιστεί από το Δικαστήριο:

 

Μ.Κ.1 – Αναπλ. Λοχίας 494 Μάριος Φιλίππου

 

Ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενος κατάθεσής του ημερομηνίας 01.12.22 (Τεκμήριο 1). Ανέφερε ότι παρέλαβε από την Αντιγόνη Χούρη, του Ακτινολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού ένα ψηφιακό δίσκο που περιέχει ακτινογραφίες της παραπονούμενης ημερομηνίας 06.05.2018. Ο ψηφιακός δίσκος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 και το περιεχόμενο του δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, δηλώθηκαν από κοινού ως παραδεκτά γεγονότα για την αλήθεια του περιεχομένου τους: η κατάθεση της κας. Αντιγόνης Χούρη ημερομηνίας 01.12.2022 (Τεκμήριο 3), η κατάθεση του Αστ. 1810 (Τεκμήριο 4) και  η γραπτή κατηγορία του κατηγορούμενου ημερομηνίας 08.05.2018 (Τεκμήριο 5).

 

Μ.Κ.2 – Υπαστυνόμος Μάριος Χαραλάμπους 

 

Ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 07.05.2018 (Τεκμήριο 6). Ο μάρτυρας έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο στις 07.05.2018. Επισήμανε ο μάρτυρας ότι ο κατηγορούμενος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι είχε κτυπηθεί από την παραπονούμενη αλλά δεν επιθυμούσε να υποβάλει οποιοδήποτε παράπονο εναντίον της. Έφερε εμφανείς κακώσεις στο λαιμό, στο στήθος κοντά στο λαιμό και στο σβέρκο. Η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 7.

 

Μ.Κ.3 – Αστ. 1521 Στέλιος Ιωάννου

 

Υιοθέτησε το περιεχόμενο κατάθεσής του (Τεκμήριο 8) στην οποία ανέφερε ότι συνέλαβε τον κατηγορούμενο, κατόπιν δικαστικού εντάλματος, στις 07.05.2018. Το Ε/Σ που εκδόθηκε εναντίον του κατηγορούμενου με σχετική οπισθογράφηση κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9.

 

Μ.Κ.4 – Χ. Σ.

 

Η παραπονούμενη υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής της την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 07.05.2018 (Τεκμήριο 10). Ανέφερε ότι κατά τον επίδικο χρόνο διέμενε στην οικεία της μαζί με τον κατηγορούμενο και το παιδί τους, κοριτσάκι ηλικίας τότε 7 μηνών. Στο ισόγειο της κατοικίας διέμεναν οι γονείς της. Από τότε που έμεινε έγκυος άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα στη σχέση της με τον κατηγορούμενο. Στις 06.05.2018, περί η ώρα 18:00, ενώ βρίσκονταν στο σπίτι και η ίδια ετοίμαζε το μωρό για μπάνιο, ζήτησε από τον κατηγορούμενο να βάλει την κουβέρτα των σκύλων στο σπιτάκι τους. Τότε ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να φωνάζει και να τη βρίζει και αμέσως μετά ξεκίνησε να την κτυπά. Την έπιασε από το λαιμό και την κτύπησε πάνω στον παραστατό της πόρτας. Την έριξε στο κρεβάτι και συνέχισε να την κτυπά με τα χέρια του. Η παραπονούμενη φώναζε και τις φωνές της άκουσε η μητέρα της (Μ.Κ5), η οποία εισήλθε στην οικεία και έπιασε το μωρό, το οποίο βρισκόταν στο σαλόνι. Κάποια στιγμή, πήρε το μωρό η ίδια και ο κατηγορούμενος συνέχισε να την κτυπά και τότε η μητέρα της πήρε το μωρό. Στο σημείο έφθασε και ο πατέρας της παραπονούμενης, ο οποίος προσπάθησε να την γλιτώσει από τον κατηγορούμενο αλλά ο κατηγορούμενος τον κτύπησε και εκείνον. Έπειτα, η παραπονούμενη κατάφερε να ειδοποιήσει την αστυνομία, μέλη της οποίας κατέφθασαν στο σημείο λίγο αργότερα. Κατά το χρόνο που ανέμεναν το περιπολικό, ο κατηγορούμενος τους απείλησε ότι θα έβαζε βόμβα και ότι ξέρει ανθρώπους της νύχτας και ότι θα τους «έπαιρναν τέσσερις». Τα μέλη της αστυνομίας έπεισαν τον κατηγορούμενο να φύγει από το σπίτι και παρέπεμψαν την παραπονούμενη και τον πατέρα της σε ιατρική εξέταση. Η ίδια μετέβη στο Νοσοκομείο Λεμεσού. Ο ιατρός που την εξέτασε της είπε ότι φέρει κάταγμα στο δεξί της χέρι και μώλωπες και εκδορές στα πλευρά, στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Ο πατέρας της δεν επιθυμούσε να εξεταστεί από ιατρό. Η παραπονούμενη δεν είδε εάν ο κατηγορούμενος είχε υποστεί οποιαδήποτε βλάβη αλλά θεωρεί ότι πρέπει να είχε κάποιες εκδορές που του προκάλεσε η ίδια στην προσπάθειά της να γλυτώσει.

 

Ερωτηθείσα σχετικά, ανέφερε ότι χρειάστηκε να τοποθετήσει το χέρι της στο γύψο και το έπραξε για δύο μήνες αλλά έπειτα ζήτησε να τον αφαιρέσει για να μπορεί να φροντίζει την κόρη της. Επίσης, χρειάστηκε να λάβει φυσιοθεραπεία για την αποκατάσταση του χεριού της αλλά λόγω των υποχρεώσεών της με το μωρό δεν το έπραξε με αποτέλεσμα να της μείνουν κατάλοιπα. Έπειτα από κάποια χρόνια υποβλήθηκε σε εγχείρηση στο σημείο του δεξιού της ώμου. Της ζητήθηκε από το συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής να προσκομίσει στο Δικαστήριο σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά και παρά το ότι ανέφερε ότι θα τα παρουσίαζε σε επόμενη δικάσιμο, εντούτοις δεν το έπραξε.

 

Ερωτηθείσα για το πώς ένιωσε όταν άκουσε την απειλή του κατηγορούμενου, απάντησε ότι τρομοκρατήθηκε γιατί ήξερε ότι θα μπορούσε να υλοποιήσει τις απειλές του.

 

Η αντεξέταση της παραπονούμενης ήταν μακρά και επεκτάθηκε σε διάφορα γεγονότα τα οποία ξεφεύγουν των επίδικων, δηλαδή αυτών που έλαβαν χώρα περί τις 06.05.2018. Προς αποφυγή αχρείαστης επιβάρυνσης της παρούσας απόφασης, δεν θα αναφερθώ σε λεπτομέρεια στα σημεία αυτά. Συνοπτικά αναφέρω ότι αφορούσαν, μεταξύ άλλων, ένα περιστατικό που κατ’ ισχυρισμό έλαβε χώρα κατά το 2017 (Καθαρά Δευτέρα) όπου η παραπονούμενη άσκησε βία εναντίον του κατηγορούμενου σε σπίτι φιλικού προσώπου του ζεύγους, το κατά πόσο η παραπονούμενη είχε πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορούμενου και προέβαινε σε αναλήψεις χρημάτων από αυτόν, κάποιο περιστατικό που κατ’ ισχυρισμό έλαβε χώρα περί τον Ιούνιο του 2019 και στο οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, ο κατηγορούμενος απείλησε την παραπονούμενη με αποτέλεσμα η ίδια να ενημερώσει την αστυνομία σχετικώς και για αυτό το λόγο να παραβεί τις πρόνοιες διατάγματος επικοινωνίας σε σχέση με το παιδί, καταγγελία που υπέβαλε η παραπονούμενη τον Ιούνιο του 2021 σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος είχε σεξουαλικές σχέσεις μαζί της, χωρίς τη θέλησή της, επανειλημμένα κατά την περίοδο από το 2016 μέχρι το 2018, ηλεκτρονική αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ της παραπονούμενης και του κατηγορούμενου περί το Μάιο του 2019 όπου η παραπονούμενη φαίνεται να απευθύνεται στον κατηγορούμενο με υποτιμητικό τρόπο και να υπονοεί ότι το παιδί τους μπορεί να μην είναι δικό του, διάφορες καταγγελίες που υπέβαλε η παραπονούμενη στην αστυνομία εναντίον του πατέρα της, της μητέρας της, του αδελφού της και τρίτων προσώπων σε ξεχωριστές ημερομηνίες ασύνδετες με το επίδικο περιστατικό, ένα περιστατικό πλαστογράφησης από μέρους της παραπονούμενης ενός εγγράφου το οποίο φαίνεται να καταρτίστηκε από το Υπουργείο Παιδείας και σκοπό είχε να πιστοποιήσει ότι το παιδί τους έχριζε κάποιας θεραπείας καθώς και παραβιάσεις από μέρους της παραπονούμενης των προνοιών δικαστικών διαταγμάτων ως προς το δικαίωμα επικοινωνίας του κατηγορούμενου με το παιδί του. Εφόσον τα πιο πάνω περιστατικά φαίνεται να έλαβαν χώρα σε άλλες χρονικές περιόδους, ασύνδετες με το επίδικο περιστατικό, κρίνονται ως μη σχετικά με τα επίδικα γεγονότα, τα οποία είναι συγκεκριμένα και έλαβαν χώρα στις 06.05.2018. Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος να απασχολήσουν το Δικαστήριο περαιτέρω. Αυτό γιατί ακόμη και εάν το Δικαστήριο προτίθετο να προβεί σε ευρήματα σε σχέση με τα γεγονότα αυτά, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς αυτά θα επηρέαζαν την κρίση του σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, αφού, εκ της φύσεως του και του χρόνου που κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα, δεν καθιστούν την ισχυριζόμενη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων περισσότερο ή λιγότερο πιθανή. Πρόκειται για στοιχεία που εκτείνονται σε διάφορες χρονικές περιόδους, τόσο πριν όσο και μετά την ισχυριζόμενη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων και, εάν ισχύουν, σκιαγραφούν πτυχές της γενικότερης προσωπικότητας της παραπονούμενης, την οποία, όμως, δεν καλείται να αξιολογήσει ή να κρίνει το Δικαστήριο εν προκειμένω· έργο του είναι να επικεντρωθεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης, αξιολογώντας προς τούτο τον τρόπο που αυτή κατέθεσε στο Δικαστήριο αλλά, βεβαίως, και  το περιεχόμενο της μαρτυρίας της, η οποία σχετίζεται με το επίδικο περιστατικό. Εξάλλου, κάποια από τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν, ως φαίνεται, αντικείμενο άλλων δικαστικών διαδικασιών ή τουλάχιστον έτυχαν διερεύνησης από την αστυνομία και δεν συμπεριλήφθηκαν στο κατηγορητήριο της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, αντεξεταζόμενη η παραπονούμενη κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος την κτυπούσε παντού στο σώμα της και δεν θυμάται ακριβώς τις ενέργειές του, κατά το επίδικο περιστατικό, ώστε να τις παραθέσει στο Δικαστήριο. Έπειτα από επίμονες ερωτήσεις από το συνήγορο Υπεράσπισης, η μάρτυρας απάντησε ότι δεν θυμόταν ακριβώς με ποιο τρόπο προκλήθηκε το κάταγμα στο χέρι της, εάν ήταν δηλαδή αποτέλεσμα κάποιου από τα κτυπήματα του κατηγορούμενου ή εάν προκλήθηκε από πτώση λόγω σπρωξίματος από τον κατηγορούμενο. «Ίσως», «ενδεχομένως» να προκλήθηκε από σπρώξιμο είπε.

 

Υποβλήθηκε στην παραπονούμενη η θέση ότι η ίδια είχε επιτεθεί στον κατηγορούμενο, τον κτυπούσε, έδεσε μία ζώνη στο λαιμό του και προσπαθούσε να τον πνίξει και τότε ο κατηγορούμενος την έσπρωξε για να φύγει από πάνω του. Η παραπονούμενη απάντησε: «Έχω να πω εγώ ότι είχα τους μώλωπες, τις εκδορές τζαι σπασμένα οστά ότι και εάν έκανα, το έκανα από αυτοάμυνα, δεν θα καθίσω εδώ να έρθετε εσείς να με κτυπάτε». Έπειτα αρνούμενη ότι είχε προσπαθήσει να πνίξει τον κατηγορούμενο περνώντας μια ζώνη στο λαιμό του διερωτήθηκε πώς βρήκε η ίδια μια ζώνη, εφόσον, ως είπε, δεν της άρεσαν οι ζώνες και δεν είχε κάποια ζώνη στο δωμάτιο που έλαβε χώρα το συμβάν. Έπειτα (και πάλι) από επίμονες ερωτήσεις, δέχθηκε ότι στο δωμάτιο υπήρχαν οι ζώνες που ανήκαν στον κατηγορούμενο.

 

Υποδείχθηκαν στην παραπονούμενη διάφορα δικόγραφα τα οποία κατατέθηκαν εκ μέρους της στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που εκκρεμούσαν ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου και στα οποία γίνεται περιγραφή του επίδικου συμβάντος, με λίγο διαφορετικό τρόπο από αυτόν που παρατέθηκε στο Δικαστήριο από την παραπονούμενη. Η παραπονούμενη δεν αναγνώρισε τα έγγραφα αυτά με αποτέλεσμα να κατατεθούν ως «τεκμήρια προς αναγνώριση» και να αναγνωριστούν μετέπειτα από άλλο μάρτυρα, ο οποίος κλήθηκε από την Υπεράσπιση. Πρόκειται για τα Τεκμήρια 29 – 34. Στα περισσότερα από αυτά τα έγγραφα, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος κτυπούσε και σκουντούσε την παραπονούμενη σε διάφορα έπιπλα του σπιτιού με αποτέλεσμα να υποστεί κάταγμα στο χέρι. Σημειώνεται ότι κατά την κυρίως εξέτασή της (βλ. Τεκμήριο 10), η παραπονούμενη είχε πει ότι ο κατηγορούμενος την άρπαξε από το λαιμό και την έριξε πάνω στον παραστατό της πόρτας και πάνω στο κρεβάτι. Παρά το ότι δεν ήταν σε θέση να τα αναγνωρίσει, η παραπονούμενη ανέφερε ότι τα όσα αναφέρονται στα δικόγραφα αυτά, έχουν καταγραφεί από τους εκάστοτε δικηγόρους της, οι οποίοι άκουσαν την εκδοχή της και κατέγραψαν συνοπτικά αυτά που θεωρούσαν σημαντικά για σκοπούς προώθησης των αιτημάτων της ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε Αίτηση με αρ. 125/2022 για τροποποίηση διατάγματος επικοινωνίας, η οποία καταχωρήθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας (Τεκμήριο 34), αναφέρεται ότι κατά το Μάιο του 2018, ενώ η παραπονούμενη θήλαζε το μωρό της, ο κατηγορούμενος άρχισε να την κτυπά, χωρίς λόγο ή αιτία, με αποτέλεσμα να κτυπήσει και το παιδί. Η παραπονούμενη, αποφασισμένη πλέον ότι δεν θα άλλαζε η συμπεριφορά του κατηγορούμενου χρειάστηκε να μεταβεί σε καταφύγιο υπό την προστασία της ΣΠΑΒΟ για 5 μήνες. Ερωτηθείσα σχετικά με αυτή την περιγραφή, η παραπονούμενη επανέλαβε ότι διηγήθηκε κάποια πράγματα στη δικηγόρο της και η ίδια τα κατέγραψε με το δικό της τρόπο στο δικόγραφο. Αυτό, ως είπε, δεν σημαίνει ότι η ίδια είπε ψέματα ή ότι η δικηγόρος της έκανε λάθος. Διευκρίνισε ότι το περιστατικό κατά το οποίο ο κατηγορούμενος την κτύπησε μαζί με το παιδί, ενώ η ίδια θήλαζε ήταν άλλο, το οποίο έλαβε και πάλι χώρα περί το Μάιο του 2018 και για το οποίο δεν είχε προβεί σε καταγγελία. Όσον αφορά τη μετάβασή της σε καταφύγιο υπό την προστασία της ΣΠΑΒΟ, αποδέχθηκε ότι αυτό έγινε κάποια χρόνια αργότερα και όχι λόγω του επίδικου περιστατικού, αλλά επισήμανε ότι με τον τρόπο που έχει διατυπωθεί η συγκεκριμένη αναφορά στην Αίτηση, κατά τη γνώμη της, δεν προσδιορίζεται ότι η ίδια μετέβη στο καταφύγιο αμέσως έπειτα από το επίδικο συμβάν.

 

Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης, της υποδείχθηκε κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 10.06.2019 (Τεκμήριο 14). Εκεί η παραπονούμενη κατέθεσε ότι στις 06.05.2018 ο κατηγορούμενος άσκησε βία εναντίον της ίδιας και του μωρού με αποτέλεσμα να προβεί σε καταγγελία εναντίον του. Αναγνώρισε ότι πρόκειται για την κατάθεσή της αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί εάν είχε πει ακριβώς αυτά τα λόγια στον αστυφύλακα εκείνη την ημέρα. Συμφωνεί, όμως, με το περιεχόμενο της κατάθεσής της. Ερωτηθείσα γιατί δεν ανέφερε στην αστυνομία ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε και το μωρό όταν έδινε κατάθεση έπειτα από το επίδικο συμβάν στις 07.05.2018, η παραπονούμενη απάντησε: «όπως σας έχω πει με ρώτησε ο αστυνομικός και εγώ απαντούσα και έλεγα κάποια πράγματα. Ο αστυνομικός επικεντρώθηκε ακριβώς στο τι έγινε το συμβάν, δεν θυμάμαι εάν είπα του αστυνομικού οτιδήποτε άλλο, αν κτύπησε το μωρό, δεν θυμούμαι εάν το είπα ή όι». Της υποβλήθηκε η θέση ότι ο αστυνομικός κατέγραψε ακριβώς αυτά που του είχε πει και η παραπονούμενη είπε ότι δεν μπορεί να είναι βέβαιη για αυτό το ζήτημα. Επίσης, υποβλήθηκε ότι ο ισχυρισμός της ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε το παιδί κατά το επίδικο περιστατικό είναι ψευδής και η παραπονούμενη απάντησε «Η γνώμη σας. Το τί έγινε στην πραγματικότητα είναι άλλο θέμα».

 

Το ζήτημα του κατά πόσο ο κατηγορούμενος κτύπησε και το μωρό κατά το επίδικο συμβάν επανήλθε και σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της παραπονούμενης. Σε ένορκη της δήλωσης ημερομηνίας 26.05.2022, η οποία κατατέθηκε το πλαίσιο διαδικασίας γονικής μέριμνας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου (Τεκμήριο 15), η παραπονούμενη κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος «ασκούσε βία ακόμη και μπροστά από το ανήλικο τέκνο» τους. Ερωτηθείσα γιατί δεν ανέφερε τότε ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε το μωρό, ως κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο προηγουμένως, η παραπονούμενη αρχικά απάντησε ότι το αυτό αναγράφεται στην ένορκη της δήλωση. Μετέπειτα, όταν πλέον της υποδείχθηκε ότι η διατύπωση της φράσης δεν δίδει αυτή την εντύπωση («ακόμη και μπροστά»), δήλωσε ότι δεν προτίθεται να παραθέσει περαιτέρω πληροφορίες σε σχέση με το εάν ο κατηγορούμενος κτύπησε το μωρό ή όχι, ώστε να μην ριψοκινδυνεύσει τις θέσεις που προβάλλει σε άλλες εκκρεμούσες υποθέσεις και ότι αρκείται, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, στο να καταθέσει ότι ο κατηγορούμενος ασκούσε βία «μπροστά στο μωρό» και όχι ότι το κτύπησε.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε και τον πατέρα της, όταν ο ίδιος προσπαθούσε να τους χωρίσει, αλλά ότι ο πατέρας της δεν επιθυμούσε να εξεταστεί, κατά την αντεξέτασή της είπε ότι δεν θυμάται (και εν τέλει δεν είχε δει) εάν ο κατηγορούμενος κτύπησε τον πατέρα της. Το υπέθεσε γιατί άκουσε τον πατέρα της, κατά το χρόνο που βρίσκονταν στο Νοσοκομείο, να αναφέρει ότι πονούσε το χέρι του και δεν γνωρίζει εάν ο πατέρας της ζήτησε να εξεταστεί από ιατρό ή όχι. Επίσης, σε σχέση με τον ισχυρισμό της ότι λόγω του κατάγματος που υπέστη στο χέρι χρειάστηκε μετέπειτα να υποβληθεί σε εγχείρηση στον ώμο της, ανέφερε ότι δεν είχε οποιοδήποτε πιστοποιητικό στην κατοχή της σε σχέση με την εν λόγω εγχείρηση. Αυτό παρά το ότι της δόθηκε χρόνος να ψάξει και να προσκομίσει στο Δικαστήριο σχετικό πιστοποιητικό εάν το επιθυμούσε.

 

Περαιτέρω, ρωτήθηκε γιατί, εφόσον ο κατηγορούμενος την άρπαξε με βία από το λαιμό και την έσπρωξε στον παραστατό της πόρτας με αποτέλεσμα να κτυπήσει στην πλάτη της, δεν εντοπίστηκαν σημάδια στο λαιμό και στην πλάτη της κατά την ιατρική εξέταση που έλαβε χώρα στο Τμήμα των Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού έπειτα από το επίδικο περιστατικό. Η παραπονούμενη απάντησε ότι δεν είχε γδυθεί ώστε ο γιατρός να δει τον κάθε μώλωπα ή την κάθε εκδορά που της προκάλεσε ο κατηγορούμενος. Όσον αφορά το λαιμό της, είπε ότι δεν θυμόταν τί φορούσε εκείνη την ημέρα και εάν τα ρούχα της κάλυπταν το σημείο του λαιμού ή όχι. Εν πάση περιπτώσει, βιαζόταν να φύγει από το Νοσοκομείο για να επιστρέψει στο σπίτι της.

 

Μ.Κ.5 – κα. Σ.Σ.

 

Πρόκειται για τη μητέρα της παραπονούμενης, η οποία υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής της την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία ημερομηνίας 07.05.2018 (Τεκμήριο 16). Ανέφερε ότι στις 06.05.2018 περί η ώρα 18:00 άκουσε φασαρία και φωνές από το σπίτι της κόρης της που βρίσκεται πάνω από το δικό της. Όταν μετέβηκε στο σημείο, είδε τον κατηγορούμενο να κρατά την παραπονούμενη από το λαιμό και να την κτυπά ενώ το μωρό βρισκόταν στο δωμάτιό του. Πήρε το μωρό και το μετέφερε σε άλλο δωμάτιο και κατέβηκε στη δική της οικεία για να φωνάξει του συζύγου της. Επέστρεψαν και οι δύο στην οικεία της παραπονούμενης και η μάρτυρας κατευθύνθηκε προς το μωρό ενώ ο σύζυγός της προσπάθησε να τους χωρίσει. Η ίδια παρέμεινε στο σημείο μέχρι να έρθει η αστυνομία. Μέχρι να φθάσει η αστυνομία, ο κατηγορούμενος άρχισε να τους φωνάζει και να τους απειλεί ότι θα τους σκοτώσει και θα τους βάλει βόμβα. Κατά την κυρίως εξέτασή της διευκρίνισε ότι στην πραγματικότητα δεν είδε μόνο τον κατηγορούμενο να κτυπά την κόρη της αλλά και οι δυο τους φώναζαν και κτυπούσαν ο ένας τον άλλο. Ως χαρακτηριστικά ανέφερε, «εν ήταν παλαβή να μείνει, όταν την χτυπήσει ο άλλος να μείνει που κάτω η κόρη μου». Ερωτηθείσα πως ένιωσε όταν άκουσε τις απειλές του κατηγορούμενου, η μάρτυρας απάντησε ότι δεν τις έλαβε υπόψη επειδή ήξερε ότι «ήταν της ώρας.. ήταν της στιγμής, πας τα νεύρα του που το είπε».

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν θυμάται εάν ο ένας κτυπούσε τον άλλο και με ποιο τρόπο λόγω των χρόνων που έχουν περάσει. Είπε «τζαι εσπρώχναν, τζιαι εφωνάζαν, αυτό θυμούμαι το».

 

Μ.Κ.6 – κ. Α.Σ.

 

Πρόκειται για τον πατέρα της παραπονούμενης, ο οποίος υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής του την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 07.05.2018 (Τεκμήριο 18). Ανέφερε ότι στις 06.05.2018 περί η ώρα 18:00 βρισκόταν στο σπίτι του και κοιμόταν. Κάποια στιγμή ήρθε η Μ.Κ.5 και τον ξύπνησε επειδή η κόρη του τσακωνόταν με τον κατηγορούμενο. Αμέσως έτρεξε πάνω στην οικεία της κόρης του, είδε την κόρη του και τον κατηγορούμενο να αλληλο-σπρώχνονται στο μπάνιο και έσπευσε να τους χωρίσει. Στην προσπάθεια του να του χωρίσει, κτύπησε στο αριστερό του χέρι. Κατάφερε να τους χωρίσει αλλά μέχρι να καταφθάσει η αστυνομία στη σκηνή, ο κατηγορούμενος άρχισε να τους απειλεί ότι θα τους σκοτώσει και θα τους έβαζε βόμβα. Ο μάρτυρας αντιδρώντας του είπε ότι εάν τολμούσε να ξανακτυπήσει την κόρη του θα το μετάνιωνε. Σε διευκρινιστική ερώτηση που του υποβλήθηκε από το συνήγορο Υπεράσπισης, ως προς το τί ακριβώς είδε ο μάρτυρας ανέφερε τα εξής: «Ο [κατηγορούμενος] ενευρίασε, εμάσιετουν τζαι ο ένας τζαι ο άλλος, τζαι οι θκυό τους λογομαχούσαν δυνατά, μάλωναν, έσπρωχναν ο ένας τον άλλο. Αναγκάστηκα εγώ να μπω στη μέση να τους χωρίσω

 

Αντεξεταζόμενος ως προς την απειλή που ξεστόμισε ο κατηγορούμενος, ο μάρτυρας ανέφερε ότι «ε, εντάξει, ήταν εκτός εαυτού, φώναζε. Εντάξει, εμπόρε να πεί τζαι πολλά παραπάνω, αλλά αυτά είπε […] ήταν πάνω στην κουβέντα του καφκά που μάλωναν.». Ρωτηθείς εάν ανησύχησε από την απειλή, ο μάρτυρας ανέφερε: «όι καλέ. Εντάξει ο άνθρωπος εφώναζε, εμαλώναν τζαι οι θκυό τους, εντάξει».

 

Σε σχετική ερώτηση, ο μάρτυρας ανέφερε ότι η παραπονούμενη τον είχε καταγγείλει στο παρελθόν στην αστυνομία ενώ υπήρξε και ένα περιστατικό που τον κτύπησε με το αυτοκίνητό της και την κατήγγειλε και ο ίδιος. Αν και ανέφερε ότι κάποιες φορές η κόρη του μπορεί να ισχυρίζεται «τα δικά της» εννοώντας ότι μπορεί αυτά που λέει να μην ανταποκρίνονται στην αλήθεια, όταν ρωτήθηκε περαιτέρω επί τούτου, απέφυγε να απαντήσει λέγοντας «εν ηξέρω» και «εν είμαι στο μυαλό της να ξέρω νάμπου να πει».

 

Κατά την αντεξέταση υποδείχθηκε στο μάρτυρα και μια κατάθεση που είχε δώσει στην αστυνομία στις 26.10.21 (Τεκμήριο 19). Εκεί, αναφερόμενος στο επίδικο περιστατικό, ανέφερε ότι είδε τον κατηγορούμενο να σπρώχνει την παραπονούμενη και αυτή να πέφτει κάτω με αποτέλεσμα να «στραμπουλίξει» το χέρι της. Ο μάρτυρας αναγνώρισε την κατάθεση του και σχολίασε τον ισχυρισμό του ως εξής: «Εντάξει, τούτο ναι, είχε κάποιο πρόβλημα με το χέρι της τζιαι επήε στο γιατρό», χωρίς να επεκταθεί.

 

Επίσης, ο μάρτυρας ανέφερε ότι επιθυμία του, για το καλό του παιδιού τους, είναι να τα ξαναβρούν η παραπονούμενη με τον κατηγορούμενο και να κλείσει η παρούσα υπόθεση. Χαρακτηριστικά είπε: «Τζιαι ο ένας φταίει τζιαι ο άλλος φταίει, να μερώσουν να τα έβρουν για το μωρό τζιαι που τζιαμέ τζιαι τζιεί ο Θεός βοηθός».

 

Μ.Κ.7 – Δρ. Χρήστος Πηλάσας

 

Ο Μ.Κ.7 κατέθεσε ότι ήταν ο γιατρός, ο οποίος εξέτασε την παραπονούμενη όταν αυτή προσήλθε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Αν και λόγω της πληθώρας των περιστατικών που εξετάζει καθημερινά, δεν θυμόταν τη συγκεκριμένη περίπτωση, εντούτοις προσκόμισε στο Δικαστήριο της Ιατρική Έκθεση που είχε ετοιμάσει στις 09.05.2018 (Τεκμήριο 20) και στην οποία κατέγραψε τις σωματικές βλάβες που εντόπισε κατά την εξέταση της παραπονούμενης. Διευκρίνισε ότι η εξέταση έλαβε χώρα είτε στις 06.05.2018, είτε στις 07.05.2018. Στο Τεκμήριο 20 καταγράφονται χειρόγραφα οι εξής σωματικές βλάβες/παρατηρήσεις:

 

-       Μώλωπας άλγος δεξιάς πηχεοκαρπικής άρθρωσης, ραχιαίας επιφάνειας

-       Οίδημα ραχιαίας δεξιάς άκρας χείρας

-       Δύο εκδορές αριστερού βραχίονα

-       Μώλωπας οίδημα κάτω χείλους έσω επιφάνειας

-       Άλγος τριχωτού ινιακής χώρας

-       Έγιναν ακτινογραφίες και διαπιστώθηκε κάταγμα 5ου μετακαρπίου δεξιά. Τοποθετήθηκε νάρθηκας και δόθηκαν οδηγίες για επανεξέταση στην κλινική καταγμάτων.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο μάρτυρας ρωτήθηκε εάν, βάσει πρωτοκόλλου, η παραπονούμενη θα έπρεπε να εξεταστεί από ειδικό ορθοπεδικό για να επιβεβαιώσει τη διάγνωση του γιατρού των Πρώτων Βοηθειών περί κατάγματος. Ο μάρτυρας απάντησε ότι σε δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να κληθεί ορθοπεδικός για τη διάγνωση κατάγματος αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό δεν κλήθηκε αναγκαίο. Έδωσε, όμως, οδηγίες για δεύτερη επανεξέταση και θεωρεί ότι η παραπονούμενη επισκέφθηκε ορθοπεδικό μετέπειτα, χωρίς όμως να γνωρίζει την πορεία του περιστατικού.

 

Μ.Κ.8 – Δρ. Χρίστος Νικολάου

 

Ο Μ.Κ.8 είναι υπεύθυνος του ακτινολογικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Ο μάρτυρας προσήλθε για να παραθέσει τις διαπιστώσεις του, βάσει της εμπειρογνωμοσύνης του, ως προς το τί προκύπτει από τις ακτινογραφίες που είχαν ληφθεί από τη δεξιά άκρα χείρα της παραπονούμενη κατά τον επίδικο χρόνο (Τεκμήριο 3). Ο μάρτυρας δεν είχε καμία προσωπική εμπλοκή στη συγκεκριμένη υπόθεση. Προβλήθηκαν στο Δικαστήριο οι συγκεκριμένες ακτινογραφίες και ο μάρτυρας ανέφερε ότι όλες παρουσιάζουν, από διαφορετικές λήψεις, εικόνα ρωγμώδους κατάγματος στο 5ο μετακάρπιο οστό. 

 

Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας εξήγησε ότι ο κλινικός γιατρός αρχικά σχηματίζει μία εντύπωση περί κατάγματος και παραπέμπει τον ασθενή για τη λήψη ακτινογραφιών. Αυτές οι ακτινογραφίες αναρτώνται σε ηλεκτρονικό σύστημα, στο οποίο έχει πρόσβαση ο κλινικός γιατρός. Ο κλινικός γιατρός την αξιολογεί και εάν εγείρεται κάποια αμφιβολία, τότε ζητείται η γνωμάτευση από γιατρό ακτινολόγο και αυτή δίδεται στο βαθμό που υπάρχει τέτοια διαθεσιμότητα. Στην πράξη, λόγω έλλειψης ακτινολόγων σε συνάρτηση με τον αριθμό των περιστατικών που αντιμετωπίζει το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, τέτοιες ακτινογραφίες δεν «γνωματεύονται» από ειδικό ακτινολόγο. Εμπειρία να αξιολογήσουν ακτινογραφίες έχουν και οι γιατροί που εργάζονται στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών. Εφόσον υπάρχει εύρημα κατάγματος από τον κλινικό γιατρό (και εάν δεν εγείρεται λόγω της ιδιαιτερότητας του κατάγματος ανάγκη γνωμάτευσης της ακτινογραφίας από ειδικό ακτινολόγο), ο ασθενής παραπέμπεται σε ειδικό ορθοπεδικό για να θέσει θεραπεία.

 

Ερωτηθείς σχετικά, ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι στην παρούσα περίπτωση ως παρουσιάζεται στις ακτινογραφίες, το κάταγμα είναι «ρωγμώδες», δηλαδή υπάρχει «ράγισμα». Εμπίπτει στην κατηγορία καταγμάτων αλλά το συγκεκριμένο είναι «ελαφράς» σοβαρότητας.

 

Κατηγορούμενος

 

Ο κατηγορούμενος υιοθέτησε στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής του γραπτή δήλωση που ετοιμάστηκε (από τους δικηγόρους του) σύμφωνα με τις οδηγίες του (Τεκμήριο 21) και περαιτέρω παρέθεσε τα γεγονότα προφορικά στο Δικαστήριο. Μέσω της γραπτής του δήλωσης, ο κατηγορούμενος υιοθέτησε και το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία στις 07.05.2018 (Τεκμήριο 7).

 

Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι πριν από το επίδικο συμβάν, η παραπονούμενη ήταν «χειριστική» μαζί του, τον κτυπούσε και τον ανάγκαζε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Όταν δυσανασχετούσε, του ζητούσε να βγει έξω από το σπίτι, το οποίο της άνηκε και ο ίδιος αναγκαζόταν πολλές φορές να διανυκτερεύει στο αυτοκίνητό του. Επίσης, η παραπονούμενη είχε πρόσβαση στον τραπεζικό του λογαριασμό και έκανε αναλήψεις από εκεί, αφήνοντας στον ίδιο μόνο ένα μικρό χρηματικό ποσό, το οποίο η ίδια όριζε ως αρκετό για να καλύπτει τα μηνιαία έξοδα διαβίωσής του. Αυτά λάμβαναν χώρα ακόμη και πριν η παραπονούμενη μείνει έγκυος με το παιδί τους αλλά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Κάποια στιγμή, περί τα μέσα του 2018, όταν ο κατηγορούμενος χρειάστηκε πλέον να ζητήσει δανεικά από συναδέλφους λόγω του ότι η παραπονούμενη είχε κάνει αναλήψεις από τον τραπεζικό του λογαριασμό, και αφού μεσολάβησε ένα επεισόδιο όπου ο πατέρας της του επιτέθηκε και τον έσπρωχνε όταν ο ίδιος (μαζί με ένα συνάδελφό του) πήγε να της ζητήσει το λόγο για τις αναλήψεις που έκανε, ο κατηγορούμενος μετέβηκε στην τράπεζα και της απαγόρευσε την πρόσβαση στον λογαριασμό του. Κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού του κατηγορούμενου όπου φαίνονται οι αναλήψεις στις οποίες προέβαινε η παραπονούμενη κατατέθηκε ως Τεκμήριο 22.

 

Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος περιέγραψε ένα περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα κατά την Καθαρά Δευτέρα του 2017, δηλαδή πριν από το επίδικο περιστατικό. Λόγω κάποιας ασήμαντης διαφωνίας που είχαν μεταξύ τους και καθώς βρίσκονταν σε φιλικό σπίτι, η παραπονούμενη τον ακολούθησε στην τουαλέτα και άρχισε να τον κτυπά μπροστά στα μάτια του φίλου τους. Ο φίλος τους κάλεσε την αστυνομία και της ζήτησε να αποχωρήσει από την οικεία του αλλά ο κατηγορούμενος απέσυρε το παράπονό του και η παραπονούμενη δεν διώχθηκε ποινικά.

 

Ο κατηγορούμενος με παράπονο ανέφερε και αρκετά περιστατικά που συνέβησαν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, στα χρόνια που ακολούθησαν του επίδικου περιστατικού. Σύμφωνα με τον ίδιο, η παραπονούμενη δεν του επιτρέπει να βλέπει το παιδί του, τον παρουσιάζει σε αυτό ως ένα «τέρας» και παράλληλα προχώρησε κατά καιρούς σε διάφορες ψευδείς καταγγελίες εναντίον του στην αστυνομία, συμπεριλαμβανομένης και κατηγορίας για βιασμό, με αποτέλεσμα σήμερα να ταλαιπωρείται με διάφορες δικαστικές διαδικασίες στα Δικαστήρια λόγω των καταγγελιών αυτών. Πριν την γνωρίσει, δεν είχε καμία εμπλοκή με τις αστυνομικές αρχές. Παρά τα διατάγματα που εκδίδονται από το Οικογενειακό Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος δεν είδε το παιδί του τα τελευταία 7 χρόνια. Περαιτέρω, έκανε αναφορά σε ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους περί το Μάιο του 2019 και στα οποία η παραπονούμενη του μιλά με ειρωνικό και προσβλητικό τρόπο αφήνοντας, μεταξύ άλλων, αιχμές για το «σπέρμα» του και για το κατά πόσο αυτός είναι όντως ο πατέρας του παιδιού τους (Τεκμήριο 24).

 

Στρεφόμενος στο επίδικο περιστατικό, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι στις 06.05.2018, η παραπονούμενη του ζήτησε να φτιάξει τις κουβέρτες του σκύλου. Ο κατηγορούμενος τις έφτιαξε αλλά όταν τις είδε η παραπονούμενη του ζήτησε να τις τοποθετήσει με διαφορετικό τρόπο. Υπάκουσε στις οδηγίες της αλλά και πάλι η παραπονούμενη του είπε ότι δεν τις τοποθέτησε ορθά. Τότε ο κατηγορούμενος βγήκε στη βεράντα κρατώντας τις κουβέρτες των σκύλων και αυτή τον ακολούθησε και τον κτύπησε στο κεφάλι με το χέρι της. Ο κατηγορούμενος έριξε τις κουβέρτες σε ένα καλάθι και της είπε ότι είναι δικοί της οι σκύλοι και εάν του θέλει, τότε να τους φροντίζει η ίδια. Έπειτα έκατσε στον καναπέ του σαλονιού. Η παραπονούμενη μπήκε στο σπίτι από τη βεράντα, έπιασε το τσαντάκι του και το έβαλε στο χερούλι της πόρτας, ζητώντας του να αποχωρήσει από το σπίτι. Ο κατηγορούμενος της είπε ότι θα έφευγε αλλά πρώτα ήθελε να πιάσει τα ρούχα και τα ρολόγια του. Τότε, καθώς στεκόταν στην πόρτα, η παραπονούμενη τον πλησίασε και άρχισε να τον κτυπά χωρίς να σταματά. Συγκεκριμένα, τον κτύπησε τρεις συνεχόμενες φορές στο κεφάλι «με πάτσους». Ο κατηγορούμενος αντέδρασε και την χαστούκισε μία φορά στην αριστερή πλευρά του προσώπου της, στο μάγουλο, με το δεξί του χέρι. Από το χαστούκι, έπεσαν τα γυαλιά της και όταν έσκυψε να τα πιάσει, ο κατηγορούμενος πήγε στο δωμάτιο για να πιάσει τα ρούχα του. Ξεκίνησε να μαζεύει τα ρούχα του, παίρνοντας τα ρούχα με το δεξί του χέρι και τοποθετώντας τα στο αριστερό του χέρι. Τότε η παραπονούμενη πήρε μια ζώνη που είχε πάνω στο αριστερό του χέρι και την τύλιξε στο λαιμό του σφιχτά και άρχισε να τον πνίγει. Στην αρχή ο κατηγορούμενος της είπε: «Σφίξε όσο θέλεις, εν θα σου κάμω τίποτε» και έπειτα όταν δεν άντεχε πλέον, ο κατηγορούμενος αφήνοντας τα ρούχα που κρατούσε, άνοιξε με τα δυο του χέρια τη ζώνη με την οποία τον έπνιγε η παραπονούμενη. Τότε έσπευσε να πάρει τα πράγματά του για να φύγει αλλά η παραπονούμενη άρχισε να τον κτυπά και να τον σπρώχνει βίαια ώστε να τον αποτρέψει από το να πάρει τα πράγματά του. Ο ίδιος αντιδρώντας την έσπρωχνε πίσω. Όπως είπε «εκούνταν με, εκούντουν την» ώσπου κάποια στιγμή από το σπρώξιμο η ίδια έπεσε πάνω στο κρεβάτι. Δεν παραπονέθηκε ότι πόνεσε ή ότι κτύπησε από το πέσιμο και ο ίδιος δεν γνωρίζει εάν είναι σε αυτό το σημείο που κτύπησε το χέρι της. Αφού έπεσε η παραπονούμενη, ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να πιάσει αντικείμενα που του ανήκαν και βρίσκονταν εκεί. Η παραπονούμενη σηκώθηκε και συνέχισε να τον τραβά για να μην πιάσει οτιδήποτε και να τον κτυπά. Ο ίδιος δεν την κτύπησε αλλά την έσπρωχνε για να την απωθήσει. Την ώρα που γίνονταν τα πιο πάνω, κατέφθασε η μητέρα της στη σκηνή και μετά από λίγο ήρθε και ο πατέρας της. Αφού ήταν πλέον όλοι στο σπίτι, ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και τους είπε ότι ο ίδιος «θέλει τα ρούχα του και τα ρολόγια του». Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και κατέφθασε στο σημείο. Ο κατηγορούμενος τους είπε ότι δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι χωρίς να πιάσει πρώτα τα πράγματά του. Εν τέλει, με την παρότρυνση των αστυνομικών που του είπαν ότι θα διευθετούσαν εκείνοι τη συλλογή των αντικειμένων του και θα τον καλούσαν να τα παραλάβει την επόμενη μέρα, ο κατηγορούμενος έφυγε από το σπίτι. Όταν ο ίδιος τηλεφώνησε την επόμενη μέρα στην αστυνομία για να παραλάβει τα πράγματά του, τον συνέλαβαν κατόπιν δικαστικού εντάλματος που είχε εκδοθεί στο ενδιάμεσο.

 

Απόρροια του συμβάντος, ο κατηγορούμενος υπέστη σωματικές βλάβες και χρειάστηκε να παραπεμφθεί για ιατρική εξέταση. Προσκόμισε στο Δικαστήριο σχετική ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 08.05.2018 (Τεκμήριο 28) στην οποία αναφέρεται ότι διαπιστώθηκαν «πολλαπλές εκδορές τραχηλικής χώρας (πρόσθια και πλάγια δεξιά και αριστερά), εκδορά άνω χείλους και εκδορές περιοχής αριστερά κάτω γνάθου».

 

Ο κατηγορούμενος δεν επιθυμούσε να υποβάλει καταγγελία εναντίον της παραπονούμενης, ούτε ζήτησε την ποινική της δίωξη. Ανέφερε, επίσης, ότι ποτέ δεν την απείλησε.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι τα προβλήματα στη σχέση τους άρχισαν πριν η παραπονούμενη μείνει έγκυος με το παιδί τους, αλλά αφότου έμεινε έγκυος και έπειτα ο κατηγορούμενος παρέμεινε στη σχέση λόγω του παιδιού. Κατά την αρχή του καβγά μεταξύ τους, ισχυρίστηκε ότι χαστούκισε την παραπονούμενη γιατί η ίδια τον είχε χαστουκίσει προηγουμένως 3 φορές. «Πόσους να φάω, πόσα να αντέξω, εδία συνέχεια» είπε.  Όταν του υποβλήθηκε η θέση ότι ο λόγος που κτύπησε την παραπονούμενη ήταν επειδή ήθελε να πιάσει τα πράγματά του και όχι για να αμυνθεί, ο κατηγορούμενος απάντησε: «Να την αφήκω να με πνίξει και ότι αυτοκτόνησα μόνος μου; Δεν πείραξα πλάσμα στη ζωή μου τζαι έρκεται να πεί ότι ήταν να τη δέρω για τα πράματά μου;». Ερωτηθείς σχετικά απάντησε ότι ποτέ δεν απείλησε την παραπονούμενη ότι θα της βάλει βόμβα και ότι θα τη σκοτώσει. Επίσης ρωτήθηκε γιατί ο ίδιος δεν προώθησε καταγγελία εναντίον της παραπονούμενης εφόσον είναι εκείνη που τον κτυπούσε και απάντησε ότι τότε ήταν 34 ετών, δεν γνώριζε τον Νόμο και δεν είχε καμία εμπλοκή είτε με την αστυνομία είτε με τα Δικαστήρια. Δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στο θέμα και δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έφτανε ποτέ σε αυτό το «κατάντιμα». Ισχυρίστηκε ότι η παραπονούμενη ήταν πολύ πιο «μελετημένη» από τον ίδιο σε τέτοια θέματα. Ο ίδιος εργάζεται από νωρίς το πρωί μέχρι το βράδυ ενώ η παραπονούμενη, η οποία δεν εργάζεται έχει το χρόνο να επινοήσει  περιστατικά και να προβαίνει σε καταγγελίες στην αστυνομία ψευδώς. «Ένα άτομο που είναι αθκιασσερό δημιουργεί προβλήματα» είπε.  

 

Μ.Υ.1 – κ. Χ.Τ.

 

Ο μάρτυρας, υπό την ιδιότητα του δικηγόρου, εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο σε δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Κλήθηκε ουσιαστικά για να αναγνωρίσει αριθμό δικογράφων και άλλων δικαστικών εγγράφων τα οποία είχαν κατατεθεί στο πλαίσιο των εν λόγω δικαστικών διαδικασιών και τα οποία αρνήθηκε να αναγνωρίσει η παραπονούμενη όταν αυτά της υποδείχθηκαν κατά την αντεξέτασή της.

 

Επεκτάθηκε η μαρτυρία του και σε ένα περιστατικό ισχυριζόμενης πλαστογράφησης εγγράφου από την παραπονούμενη (Τεκμήριο 11) αλλά αυτό το ζήτημα δεν σχετίζεται με τα επίδικα γεγονότα και δεν θα απασχολήσει περαιτέρω το Δικαστήριο.

 

Μ.Υ.2 – κ. Α.Θ.

 

Πρόκειται για φίλο του ζεύγους, ο οποίος κλήθηκε να καταθέσει για ένα περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα προγενέστερα του επίδικου. Συνοπτικά, ο μάρτυρας κάλεσε το ζεύγος στο σπίτι της γυναίκας του στο Πελένδρι για να ψήσουν φαγητό και να φάνε. Πρώτη κατέφθασε η παραπονούμενη και έπειτα, αφού ο μάρτυρας τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο, κατέφθασε και ο κατηγορούμενος. Ο μάρτυρας ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του φτιάξει την τουαλέτα, η οποία είχε κάποιο πρόβλημα. Όταν ο κατηγορούμενος μπήκε στο αποχωρητήριο, τον ακολούθησε η παραπονούμενη και άρχισε να τον κτυπά. Στην αρχή ήταν ανοικτή η πόρτα του αποχωρητηρίου και ο μάρτυρας είδε την παραπονούμενη να τον κτυπά και έπειτα η παραπονούμενη την έκλεισε. Ο μάρτυρας άκουσε τις φωνές του κατηγορούμενου που έλεγε ότι πονούσε το πόδι του. Ο μάρτυρας κάλεσε την αστυνομία και η παραπονούμενη οδηγήθηκε στον αστυνομικό σταθμό για να δώσει κατάθεση. Ο κατηγορούμενος, όμως, δεν επιθυμούσε να προώθησει οποιοδήποτε παράπονο εναντίον της. Από εκείνη την ημέρα και έπειτα, επήλθε ρήξη στη σχέση του μάρτυρας και της παραπονούμενης.

 

Η μαρτυρία του Μ.Υ.2 δεν σχετίζεται άμεσα με τα επίδικα γεγονότα. Αν και σκιαγραφεί σε κάποιο βαθμό τη φύση της σχέσης του κατηγορούμενου και της παραπονούμενης πριν από το επίδικο συμβάν, η οποία αποτελεί κοινό έδαφος ότι υπήρξε δυσλειτουργική, στην πραγματικότητα η μαρτυρία του αφορά γεγονότα ασύνδετα με τα επίδικα. Περαιτέρω, εφόσον δεν έχει προωθηθεί ποινική δίωξη εναντίον της παραπονούμενης για το περιστατικό που περιέγραψε ο μάρτυρας και άρα δεν έχει διαγνωσθεί τυχόν ποινική της ευθύνη ως προς αυτό το ζήτημα, θα ήταν επισφαλές να στηριχτεί το Δικαστήριο στα λεγόμενά του για να εξάγει συνειρμικά συμπεράσματα ως προς τι μπορεί να έλαβε χώρα κατά το επίδικο περιστατικό. Ενόψει τούτων, η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα, όπως και άλλες πτυχές της προσκομισθείσα μαρτυρίας που έχουν ήδη σχολιαστεί ως μη σχετικές με τα επίδικα γεγονότα, δεν θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Μ.Υ.3 – Λοχίας 1237 Ρ. Αγαθοκλέους

 

Η μάρτυρας υπηρετεί στη Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και μεταξύ των καθηκόντων της έχει πρόσβαση στο αρχείο καταγγελιών που γίνονται στην αστυνομία. Ρωτήθηκε για καταγγελία που έγινε από την παραπονούμενη εναντίον του κατηγορούμενου στις 07.04.2020 και ανέγνωσε στο Δικαστήριο την αντίστοιχη καταγραφή που περιλαμβάνεται στο αρχείο της αστυνομίας.

 

Η μαρτυρία της δεν είναι σχετική με τα επίδικα γεγονότα, ούτε προσδίδει οτιδήποτε στην παρούσα υπόθεση ή στην υπεράσπιση του κατηγορούμενου. Συνεπώς, δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο περαιτέρω.

 

Μ.Υ.4 – Αστ. 3270 Θ. Κωνσταντίνου

 

Πρόκειται για ένα από τους αστυφύλακες ο οποίος έφθασε στο σημείο της σκηνής όταν κλήθηκε η αστυνομία. Εισήλθε εντός της οικείας και εντόπισε εκεί τον κατηγορούμενο και την παραπονούμενη καθώς και τον πατέρα της και ζήτησε από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει από τη σκηνή ώστε να μην αυξηθεί η ένταση που υπήρχε. Ο κατηγορούμενος ήταν συνεργάσιμος και αποχώρησε. Ζήτησε να λάβει τα προσωπικά του αντικείμενα, αλλά του αναφέρθηκε ότι θα μεσολαβούσε η αστυνομία ώστε να τα παραλάβει κάποια άλλη στιγμή. Εν τέλει του επιστράφηκαν κάποια από τα αντικείμενά του, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί φάκελος εναντίον της παραπονούμενης για κλοπή των υπόλοιπων αντικειμένων.

 

Ανέφερε, επίσης, ο μάρτυρας ότι κάποια χρόνια προηγουμένως είχε χειριστεί άλλη υπόθεση στην οποία και πάλι η παραπονούμενη κατήγγειλε περιστατικό ξυλοδαρμού από τον τότε συμβίο της (όχι την κατηγορούμενο) και κλήθηκαν να τον συνοδεύσουν έξω από την οικεία. Περαιτέρω, ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε κάποια άλλη καταγγελία που έγινε μεταγενέστερα των επίδικων γεγονότων από την παραπονούμενη εναντίον του κατηγορούμενου για απειλή, κατόπιν λογομαχίας. Ανέφερε ο μάρτυρας ότι κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, εξετάστηκαν ΚΚΠ που υπήρχαν στο μέρος και δεν διαπιστώθηκε κάτι μεμπτό στη συμπεριφορά του κατηγορύμενου, δίδοντας έτσι την εντύπωση στο μάρτυρα ότι η καταγγελία ήταν πιθανότατα αναληθής· χωρίς να είναι βέβαιος, όμως, εάν ήταν ψευδής ή όχι.

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρηματολογώντας και προβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Έχω εξετάσει τα όσα έχουν αναφέρει και τα έχω αποτιμήσει. Προς αποφυγή αχρείαστης επιβάρυνσης της παρούσας απόφασης, δεν προτίθεμαι να αναπαράγω το περιεχόμενο των αγορεύσεών τους.

 

Αξιολόγηση

 

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη (Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563), με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε (Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614). Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του.  Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία (Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016). Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο (Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266). Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422).

 

Η μαρτυρία των Μ.Κ.1-3 ήταν τυπικής φύσεως και περιορίζεται στις ενέργειες που έλαβαν οι μάρτυρες κατά τη διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης. Η μαρτυρία τους δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης. Πρόκειται για πρόσωπα τα οποία δεν έχουν κανένα προσωπικό όφελος από την έκβαση της υπόθεσης ή κίνητρο να παραθέσουν ψεύδη στο Δικαστήριο. Αποδέχομαι τη μαρτυρία τους ως αξιόπιστη.

 

Βασικός πυλώνας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής εναντίον του κατηγορούμενου είναι, σαφώς, η μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης. Πρόκειται για το μόνο πρόσωπο, το οποίο ήταν παρών κατά το χρόνο που εκτυλισσόταν το επίδικο συμβάν, πέραν από τον κατηγορούμενο. Η παραπονούμενη, όμως, δεν άφησε θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας:

 

Κατά τη διάρκεια της εκτεταμένης της αντεξέτασης, η παραπονούμενη κατέθετε με ερειστικό ύφος, ήταν εμφανής η επιλεκτικότητά της στα όσα θυμόταν για να παραθέσει στο Δικαστήριο και η προσπάθειά της να αποφύγει να απαντήσει ευθέως σε ερωτήσεις που ενδεχομένως να αποδυνάμωναν την εκδοχή της. Για αυτό το λόγο, ως προκύπτει και από τα πρακτικά της διαδικασίας, χρειάστηκε επιμονή από την πλευρά του συνηγόρου Υπεράσπισης και σε μεγάλο βαθμό επανάληψη των ερωτήσεων που επιθυμούσε να της υποβάλλει ώστε να εξαχθεί κάποια ουσιαστική απάντηση σε αυτές. Περαιτέρω μου δόθηκε η εντύπωση ότι κύριο μέλημα της παραπονούμενης ήταν να μην αναφέρει ενόρκως οτιδήποτε θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς θέσεις της, οι οποίες ως διαφάνηκε προβάλλονται και σε διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου μεταξύ της ίδιας και του κατηγορούμενου ενώ παράλληλα, προκειμένου να διασφαλίσει την καταδίκη του κατηγορούμενου, μου δόθηκε η εντύπωση ότι επιτηδευμένα παρέθεσε μια θολή ή  ελλιπή εικόνα των γεγονότων που περιβάλλουν το επίδικο περιστατικό. Για να το πετύχει αυτό, στις πλείστες των περιπτώσεων, απαντούσε ότι λόγω του χρόνου που έχει διαρρεύσει ή λόγω της αναστάτωσης που την διακατείχε, δεν ήταν σε θέση να θυμάται λεπτομέρειες ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, ιδίως, όταν αυτά θα μπορούσαν να αλλοιώσουν την εικόνα του θύματος που η ίδια προσπάθησε να κτίσει για τον εαυτό της. Ενδεικτικό είναι το ότι απέφυγε να παραθέσει τις δικές τις ενέργειες, οι οποίες ως ισχυρίστηκε, έγιναν όταν η ίδια βρισκόταν σε αυτοάμυνα, και είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικών βλαβών στον κατηγορούμενο. Η ίδια ασάφεια ως προς τις δικές της ενέργειες που ενδεχομένως προκάλεσαν σωματικές βλάβες στον κατηγορούμενο παρατηρείται και στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία μία μέρα έπειτα από το επίδικο περιστατικό.

 

Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε κατάφερε να αναδείξει τις αδυναμίες στη μαρτυρία της και να κλονίσει την αξιοπιστία της. Επισημαίνω τα εξής στοιχεία:

 

-       Προφανώς, διαισθανόμενη ότι τα όσα καταγράφονται για το επίδικο περιστατικό στα δικόγραφα που κατατέθηκαν εκ μέρους της στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών που εκκρεμούσαν ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου  θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τη μαρτυρία της, η παραπονούμενη επέλεξε να μην αναγνωρίσει οποιοδήποτε από αυτά, όταν της υποδείχθηκαν από το συνήγορο Υπεράσπισης. Παραδόξως, όμως, άδραξε την ευκαιρία να εξηγήσει ότι τα όσα  αναγράφονται εκεί αποτελούν σύνοψη των όσων η ίδια εξιστόρησε στους εκάστοτε δικηγόρους της και ότι οι ίδιοι ίσως να μην αναπαρήγαγαν των περιεχόμενο των όσων τους είπε, επακριβώς. Από τη μία, δηλαδή, δεν αναγνώριζε τα συγκεκριμένα έγγραφα και από την άλλη ήταν σε θέση να δώσει εξηγήσεις ως προς το περιεχόμενό τους ώστε να δικαιολογήσει τυχόν αντιφάσεις μεταξύ των όσων καταγράφονται εκεί και των όσων η ίδια ανέφερε στο Δικαστήριο.

 

-       Κατά την κυρίως εξέτασή της, δεν ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε το παιδί στις 06.05.2018. Όταν της υποδείχθηκε ότι στο Τεκμήριο 34 αναγράφεται ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε την ίδια και το παιδί της κατά το Μάιο του 2018, η ίδια απάντησε ότι επρόκειτο για άλλο περιστατικό και όχι για το επίδικο. Όταν, όμως, της υποδείχθηκε ότι στο Τεκμήριο 14, σε κατάθεσή της στην αστυνομία στο πλαίσιο άλλης καταγγελίας, είχε αναφέρει ότι στις 06.05.2018 ο κατηγορούμενος κτύπησε την ίδια και το παιδί, η παραπονούμενη απάντησε, με κάπως μπερδεμένο τρόπο, ότι ο κατηγορούμενος είχε κτυπήσει το παιδί εκείνη την ημέρα αλλά δεν θυμόταν εάν το ανέφερε στον αστυνομικό ή εάν το ανέφερε και ο αστυνομικός επέλεξε να μην το καταγράψει στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 07.05.2018 (Τεκμήριο 10).  Στη συνέχεια, όταν της υποδείχθηκε ότι σε ένορκή της δήλωση ημερομηνίας 26.05.22 (Τεκμήριο 15) ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ασκούσε βία, «ακόμη και μπροστά» στο παιδί, αρχικά υποστήριξε ότι η εν λόγω διατύπωση δεν αποκλείει τον ισχυρισμό της ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε το παιδί εκείνη την ημέρα και έπειτα ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε να επεκταθεί επί τούτου του ζητήματος για να μην «ριψοκινδυνεύσει» την πορεία των δικαστικών διαδικασιών που εκκρεμούν ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η συνεχής εναλλαγή των θέσεων της ώστε αυτές να εναρμονιστούν με τα όσα καταγράφονταν στα διάφορα έγγραφα που της υποδεικνύονταν σταδιακά, υποδηλώνουν ότι η παραπονούμενη είναι διατεθειμένη να παραθέσει μια χαλκευμένη εκδοχή των γεγονότων στο Δικαστήριο προκειμένου να επιτύχει την καταδίκη του κατηγορούμενου και αναπόφευκτα αποτελεί στοιχείο που κλονίζει την αξιοπιστία της.

 

-       Ομοίως, όταν της υποβλήθηκε η θέση ότι η ίδια έδεσε μια ζώνη γύρω από το λαιμό του κατηγορούμενου και προσπάθησε να τον πνίξει, η παραπονούμενη απάντησε αρχικά πως ότι έκανε το έκανε από αυτοάμυνα, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί συγκεκριμένα επί αυτής της θέσης. Όταν ξαναρωτήθηκε, απάντησε ότι δεν έκανε κάτι τέτοιο και μάλιστα για να υποστηρίξει τη θέση της ισχυρίστηκε ότι η ίδια δεν φορεί ζώνες και διερωτήθηκε πώς μπορεί να βρέθηκε κάποια ζώνη στο δωμάτιο. Όταν πλέον, ο συνήγορος Υπεράσπισης επιμένοντας τη ρώτησε κατά πόσο ο κατηγορούμενος φορούσε ζώνες και άρα ότι υπήρχαν ζώνες στο δωμάτιο, αναγκάστηκε να αποδεχθεί, με αμηχανία, ότι όντως υπήρχαν ζώνες στο δωμάτιο οι οποίες ανήκαν στον κατηγορούμενο. Δεν ήταν πειστικός ο τρόπος που απάντησε η παραπονούμενη σε αυτή τη γραμμή των ερωτήσεων κατά την αντεξέτασή της. Η άρνησή της ότι επιχείρησε να σφίξει τον κατηγορούμενο γύρω από το λαιμό (χρησιμοποιώντας ζώνη ή άλλως πως) προσκρούει και στο γεγονός ότι έπειτα από το επίδικο συμβάν ο κατηγορούμενος έφερε εκδορές στο μέρος γύρω από το λαιμό του, για τις οποίες η παραπονούμενη δεν έδωσε καμία εξήγηση (Τεκμήριο 28).

 

-       Κατά την ατεξέτασή της, ρωτήθηκε εάν, πέραν από τον κατηγορούμενο, είχε καταγγείλει στο παρελθόν στην αστυνομία για άσκηση βίας εναντίον της και αρκετά άλλα πρόσωπα του στενού της περιβάλλοντος, όπως τον προηγούμενο σύντροφό της, τη μητέρας της, τον αδελφό της και τον πατέρα της. Η παραπονούμενη απάντησε ότι δεν θυμόταν εάν προέβη στις εν λόγω καταγγελίες αλλά ότι εάν τα πρόσωπα αυτά είχαν βιαιοπραγήσει εις βάρος της, διερωτήθηκε γιατί να μην δικαιούται να τους καταγγείλει. Η πιο πάνω απάντηση είναι ενδεικτική της όλης στάσης της παραπονούμενης κατά τη διάρκεια της παράθεσης της μαρτυρίας της. Προφανώς και κάποιο πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε καταγγελία στην αστυνομία εναντίον των γονέων του, του αδελφού του ή κάποιου συντρόφου του είναι σε θέση να θυμάται ότι το έχει πράξει, ανεξαρτήτως των χρόνων που ενδεχομένως να έχουν περάσει. Διαισθανόμενη ότι η αποκάλυψη της σωρείας καταγγελιών που προέβη εναντίον διάφορων προσώπων στο παρελθόν θα αποδυνάμωνε την πειστικότητα της μαρτυρίας της στην προκειμένη περίπτωση, επέλεξε να αποφύγει να απαντήσει ευθέως και σε αυτή την ερώτηση, προσποιούμενη ότι δεν θυμόταν και άρα δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει, αλλά ούτε και να αρνηθεί ότι προέβη στις καταγγελίες αυτές.

 

-       Ενώ στην κυρίως εξέτασή της ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε τον πατέρα της όταν αυτός προσπάθησε να μεσολαβήσει για να τους χωρίσει, κατά την αντεξέτασή, υπαναχώρησε από αυτή τη θέση λέγοντας ότι δεν είδε και δεν γνωρίζει εάν έγινε κάτι τέτοιο. Αυτό ήταν δική της υπόθεση επειδή άκουσε τον πατέρα της να παραπονιέται ότι πονούσε το χέρι του έπειτα από το περιστατικό. Δεν γνώριζε, όμως, περισσότερες λεπτομέρειες όπως εάν ο κατηγορούμενος τον είχε όντως κτυπήσει ή εάν ο πατέρας της εξετάστηκε ή όχι από γιατρούς κατά την παρουσία του στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών. Η δήλωσή της, συνεπώς, ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε τον πατέρα της, προβλήθηκε στο Δικαστήριο χωρίς η ίδια να γνωρίζει εάν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ενόψει των απαντήσεών της κατά την αντεξέτασή της, προβάλλει ως παραπλανητική.

 

-       Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι συνεπεία του κατάγματος που υπέστη στο χέρι της, χρειάστηκε μετέπεισα να υποβληθεί σε εγχείρηση στον ώμο της, δεν υποστηρίχθηκε από οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία και δεν φαίνεται να συνάδει ούτε με την πολύ χαμηλή σοβαρότητα του κατάγματος ως την περιέγραψε στο Δικαστήριο, ο Μ.Κ.8 εξετάζοντας την ακτινογραφία που λήφθηκε από την παραπονούμενη.

 

-       Μη πειστικός κρίνεται και ο ισχυρισμός της παραπονούμενης ότι υπέστη σωματικές βλάβες σε όλο της το σώμα. Παρά το ότι επανέλαβε τον εν λόγω ισχυρισμό κατά την παράθεση της μαρτυρίας της αναφέροντας ότι αυτό επιμαρτυρείται και από τη διάγνωση του γιατρού που την εξέτασε κατά την παρουσία της στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, στο Τεκμήριο 20 δεν καταγράφονται τέτοιες εκτεταμένες σωματικές βλάβες. Ερωτηθείσα σχετικά, η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που δεν διαπιστώθηκαν τέτοια τραύματα από το γιατρό που την εξέτασε ήταν επειδή, κατά το χρόνο της ιατρικής της εξέτασής, η ίδια βιαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι και έτσι δεν αφαίρεσε τα ρούχα της ώστε να εντοπίσει τυχόν εκδορές ή μώλωπες ο γιατρός. Ακόμη και για το σημείο στο λαιμό της (από τον οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της την έπιασε σφιχτά ο κατηγορούμενος) ανέφερε ότι δεν θυμόταν τί φορούσε και ότι ενδεχομένως η ενδυμασία της να κάλυπτε το λαιμό της με αποτέλεσμα να μην είδε ο γιατρός τυχόν μώλωπες ή εκδορές που υπήρχαν εκεί. Παράλληλα, παρατηρώ ότι δεν κατέθεσε με σαφήνεια και θετικό τρόπο ότι υπέστη σωματική βλάβη στο σημείο του λαιμού ή στην πλάτη της, σημεία που, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, κτυπήθηκε από τον κατηγορούμενο. Κατά την κρίση μου, εάν η παραπονούμενη είχε όντως υποστεί περαιτέρω σωματικές βλάβες, πέραν από αυτές που αναγράφονται στο Τεκμήριο 20, θα τις είχε η ίδια υποδείξει στον γιατρό ώστε να καταγραφούν και να προσμετρήσουν εναντίον του κατηγορούμενου. Η εισήγηση ότι δεν το έπραξε επειδή δεν είχε χρόνο να αφαιρέσει τα ρούχα της στερείται πειστικότητας και προβάλλει ως εκ των υστέρων σκέψη της παραπονούμενης σε μια προσπάθεια να αφήσει την εντύπωση ότι οι σωματικές βλάβες που υπέστη εκτείνονται πέραν αυτών που διέγνωσε ο γιατρός και οι οποίες καταγράφονται στο Τεκμήριο 20.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν έχω πεισθεί για την αλήθεια των όσων κατέθεσε η παραπονούμενη στο Δικαστήριο και διατηρώ έντονες επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο θα μπορούσα να στηριχτώ στα λεγόμενά της για να εξάγω ασφαλή συμπεράσματα τα οποία θα οδηγούσαν στην καταδίκη του κατηγορούμενου. Θεωρώ ότι παρέθεσε μια αλλοιωμένη και παραπλανητική εκδοχή των γεγονότων με σκοπό να παρουσιάσει τον κατηγορούμενο ως ένα βίαιο και οξύθυμο άνθρωπο, ο οποίος άσκησε βία εναντίον της χωρίς λόγο και χωρίς κανένα δισταγμό, ενώ παράλληλα επιχείρησε να αποκρύψει από το Δικαστήριο τυχόν δικές τις αξιόμεμπτες ενέργειες οι οποίες συνέβαλαν στην πρόκληση των τραυμάτων που διαπιστώθηκαν και στους δυο τους κατά την ιατρική τους εξέταση έπειτα από το επίδικο συμβάν.

 

Συνεπώς, από τη μαρτυρία της αποδέχομαι μόνο ότι έλαβε χώρα διαπληκτισμός μεταξύ της ίδιας και του κατηγορούμενου με αποτέλεσμα να προκληθούν εκατέρωθεν σωματικές βλάβες (ως επιμαρτυρείται από τα Τεκμήρια 20 και 28 και δεν αμφισβητείται ούτε από τον κατηγορούμενο). Για να συμβεί αυτό, προφανώς υπήρξε κάποια βίαιη σωματική διάδραση μεταξύ τους, χωρίς να αποδέχομαι τον ισχυρισμό της ότι η ίδια ενεργούσε υπό καθεστώς αυτοάμυνας.

 

Αποδέχομαι, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος είπε στην παρουσία της ίδιας και των γονέων της, κατά το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι την άφιξη της αστυνομίας στο σημείο, ότι θα τους έβαζε βόμβα και τους θα τους σκότωνε. Αυτό, άλλωστε, υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία των Μ.Κ.5 και 6. Δεν αποδέχομαι, όμως, τον ισχυρισμό της ότι στο άκουσμα της φράσης αυτής, η ίδια τρομοκρατήθηκε. Κάτι τέτοιο δεν αναφέρθηκε κατά την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία και αναφέρθηκε για πρώτη φορά κατά την κατάθεσή της στο Δικαστήριο, σε σχετική ερώτηση από την πλευρά του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής. Η απάντησή της μου φάνηκε επιτηδευμένη, ότι δηλαδή δόθηκε για σκοπούς τυπικής στοιχειοθέτησης του αδικήματος, και δεν θεωρώ ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η μετέπειτα στάση της και ειδικότερα το γεγονός ότι η παραπονούμενη αρνείτο πεισματικά να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα, ακόμη και με την παρουσία της αστυνομίας, πριν φύγει από το σπίτι υποστηρίζει, περαιτέρω, αυτή την κατάληξη.    Αποδυναμώνεται περαιτέρω, από τη μαρτυρία των γονέων της, οι οποίοι ήταν επίσης παρόντες και δεν έδωσαν οποιαδήποτε σημασία στην απειλή αυτή, αντιλαμβανόμενοι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι ο κατηγορούμενος ξεστόμισε τη φράση πάνω στον εκνευρισμό του χωρίς να την εννοεί. Δεν έχω πεισθεί ότι η παραπονούμενη έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στην εν λόγω φράση ή ότι η φράση αυτή της προκάλεσε ανησυχία, πολλώ δε μάλλον ότι τρομοκρατήθηκε από αυτή.

 

Η Μ.Κ.5 άφησε μέτρια εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Παρά το ότι η μαρτυρία της ήταν σύντομη, η αστάθεια στις θέσεις της ήταν εμφανής. Κατέθεσε αρχικά ότι είδε τον κατηγορούμενο να κρατά την παραπονούμενη από το λαιμό και να την χτυπά, έπειτα ανέφερε ότι στην πραγματικότητα κτυπούσε τον κατηγορούμενο και η κόρη της, σε άλλο σημείο απάντησε ότι δεν θυμόταν ακριβώς εάν κτυπιόντουσαν και με ποιο τρόπο, για να καταλήξει ότι εκείνο που σίγουρα θυμάται ήταν ότι ο ένας έσπρωχνε τον άλλο. Δεν μου διαφεύγει ότι αφενός, η μάρτυρας είναι η μητέρα της παραπονούμενης και άρα, κατά το χρόνο που έδινε κατάθεση στην αστυνομία, είχε κίνητρο να υποστηρίξει τη θέση της κόρης της και να αποκρύψει τυχόν δικές της ενέργειες που ενδεχομένως να χρησιμοποιούνταν ως μαρτυρία εναντίον της. Αφετέρου, με το πέρας των χρόνων, αν και η ίδια ανέφερε ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα στη σχέση της με την κόρη της, διαφάνηκε ότι μεσολάβησαν κάποιες καταγγελίες στην αστυνομία μεταξύ της παραπονούμενης και της μητέρας της αλλά και του πατέρα της. Τα γεγονότα αυτά ενδεχομένως να προκάλεσαν κάποια ρήξη στις σχέσεις τους και να την οδήγησαν να υπαναχωρήσει από την αρχική της θέση. 

 

Λόγω της παλινδρόμησής που παρατηρείται στους ισχυρισμούς της, έχω προβληματιστεί ως προς το κατά πόσο αυτή η πτυχή της μαρτυρία της μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ως αξιόπιστη. Σε συνάρτηση με τα όσα κατέθεσε και ο Μ.Κ.6 και με δεδομένο ότι αυτό που αντίκρυσε η μάρτυρας όταν εισήλθε στην οικεία της κόρης της, την ανησύχησε σε βαθμό που χρειάστηκε να ξυπνήσει το σύζυγό της για να έρθει να χωρίσει το ζεύγος που τσακωνόταν, το μόνο που μπορώ να αποδεχτώ με ασφάλεια είναι τον ισχυρισμό της ότι όταν εισήλθε στην οικεία η μάρτυρας άκουσε τον κατηγορούμενο και την παραπονούμενη να φωνάζουν έντονα και ότι αλληλο-σπρώχνονταν βίαια μεταξύ τους. Δεν αποδέχομαι τον αρχικό της ισχυρισμός ότι είδε τον κατηγορούμενο να κρατάει την παραπονούμενη από το λαιμό και την κτυπά, εφόσον η ίδια τον ανέτρεψε κατά την κατάθεση της μαρτυρίας της στο Δικαστήριο. 

 

Περαιτέρω, παρέμεινε σταθερή στη θέση της, την οποία αποδέχομαι, ότι ο κατηγορούμενος τους απείλησε ότι θα τους έβαζε βόμβα και θα τους σκότωνε. Εξήγησε, όμως, ότι δεν έδωσε οποιαδήποτε σημασία στα λόγια του, ούτε της προκάλεσαν κάποια ανησυχία ή φόβο, επειδή ήταν πρόδηλο ότι τα ξεστόμισε πάνω στο θυμό του  και ότι δεν τα εννοούσε.

 

Ο Μ.Κ.6 άφησε, επίσης, μέτρια εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Όπως και η Μ.Κ.5, μου δόθηκε η εντύπωση ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε, μέσω της μαρτυρίας του, να συμβάλει στην καταδίκη του κατηγορούμενου αλλά επιθυμία του ήταν να «κλείσει» η υπόθεση το συντομότερο και οι δυο τους να ξανασμίξουν για το καλό του παιδιού τους, ως το αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Παράλληλα, αντιλήφθηκα ότι ένιωθε την υποχρέωση τόσο προς τη θυγατέρα του όσο και προς το Δικαστήριο να παραθέσει την αλήθεια. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να περιγράφει τα γεγονότα με τρόπο μειωτικό της σοβαρότητας που ενδεχομένως αυτά είχαν.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του που περιέχεται στο Τεκμήριο 19, ότι δηλαδή είδε τον κατηγορούμενο να σπρώχνει την παραπονούμενη και αυτή να πέφτει στο έδαφος με αποτέλεσμα να σπάσει το χέρι της, αυτός δεν προβλήθηκε ούτε κατά την κατάθεση του στην αστυνομία, ούτε κατά την κυρίως εξέτασή του, ούτε αυτοβούλως κατά την αντεξέτασή του. Ο ισχυρισμός αυτός προέκυψε επειδή του υποδείχθηκε, προς το τέλος της αντεξέτασής του από το συνήγορο Υπεράσπισης, κάποια άλλη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία το 2021 ενδεχομένως στο πλαίσιο διερεύνησης μιας άλλης καταγγελίας. Ο μάρτυρας αναγνώρισε την κατάθεσή του αλλά δεν επεκτάθηκε επί αυτού του του ισχυρισμού. Με δεδομένο το γεγονός ότι η ίδια η παραπονούμενη δεν ήταν σε θέση να ισχυριστεί ότι ο κατηγορούμενος την έσπρωξε στο μπάνιο και ότι από το πέσιμο στραμπούλιξε το χέρι της (εφόσον ούτε η ίδια γνώριζε πώς κτύπησε το χέρι της), διερωτάται κανείς πώς ο πατέρας της είναι σε θέση να γνωρίζει ότι ο τραυματισμός στο χέρι της παραπονούμενης προκλήθηκε από το πέσιμο στο μπάνιο λίγο πριν το τέλος του καβγά. Ακόμη, δημιουργούνται ερωτηματικά ως προς το λόγο που ο μάρτυρας δεν κατέθεσε ότι είδε τον κατηγορούμενο να σπρώχνει την παραπονούμενη με αποτέλεσμα η ίδια να πέσει στο έδαφος κατά την κατάθεσή του στην αστυνομία την επόμενη μέρα του συμβάντος, παρά μόνο επέλεξε να το αναφέρει 3 περίπου χρόνια αργότερα στην αστυνομία, στο πλαίσιο κάποιας άλλης διαδικασίας και πάλι να μην το αναφέρει στο Δικαστήριο κατά την κυρίως εξέτασή του. Κατά συνέπεια, δεν προτίθεμαι να προσδώσω κάποια αποδεικτική βαρύτητα στον ισχυρισμό αυτό.

 

Από τη μαρτυρία του αποδέχομαι μόνο ότι όταν ο ίδιος εισήλθε στην οικεία της παραπονούμενης, αφού τον ξύπνησε η Μ.Κ.5 και είδε τον κατηγορούμενο και την παραπονούμενη να αλληλο-σπρώχνονται. Ακολούθως, μπήκε στη μέση για να τους χωρίσει. Πρόκειται για ισχυρισμό που πρόβαλε τόσο στην αστυνομία κατά το στάδιο διερεύνησης του αδικήματος και επανέλαβε, χωρίς οποιαδήποτε αστάθεια, και στο Δικαστήριο.  Επίσης, αποδέχομαι τον ισχυρισμό του (ο οποίος υποστηρίζεται και από τη Μ.Κ.5) ότι, εν αναμονή της αστυνομίας, ο κατηγορούμενος τους απείλησε ότι θα τους σκότωνε και θα τους έβαζε βόμβα, διευκρινίζοντας όμως ότι δεν έδωσε σημασία στην εν λόγω απειλή, αφού ήταν εμφανές στον ίδιο, όπως και στη Μ.Κ.5, ότι ξεστόμισε τα λόγια αυτά πάνω στο θυμό του.

 

Σημειώνω, επίσης, ότι τόσο η Μ.Κ.5 όσο και ο Μ.Κ.6 κατέθεσαν ότι γενικά η σχέση του κατηγορούμενου με την παραπονούμενη ήταν δυσλειτουργική και ότι υπήρχαν στο παρελθόν διάφορα περιστατικά τσακωμών μεταξύ τους. Όπως έχω ήδη σημειώσει ανωτέρω, δεν χρειάζεται να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες των περιστατικών που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν του επίδικου, εφόσον δεν βοηθούν το Δικαστήριο στην διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου σε σχέση με το υπό κρίση αδίκημα. Δημιουργούν, απλώς, ένα ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και το επίδικο περιστατικό και συνάδουν με τη μαρτυρία τόσο της παραπονούμενης, όσο και του κατηγορούμενου, με τον καθένα από αυτούς, βεβαίως, να προσάπτει το φταίξιμο στο άλλο μέλος της προβληματικής αυτής σχέσης.

 

Οι Μ.Κ.7 και 8 άφησαν πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Πρόκειται για ανεξάρτητους μάρτυρες, οι οποίοι δεν έχουν κανένα προσωπικό όφελος ή κίνητρο να καταθέσουν ψευδώς στο Δικαστήριο. Κατέθεσαν με αμεσότητα και εμπεριστατωμένο τρόπο και δεν εντοπίζω κανένα λόγο γιατί να μην αποδεχτώ τη μαρτυρία τους ως αξιόπιστη. Η εμπειρογνωμοσύνη τους δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης, με εξαίρεση τη δυνατότητα του Μ.Κ.7 να «διαγνώσει» το κάταγμα που παρουσιάζεται στις ακτινογραφίες που λήφθηκαν από την παραπονούμενη κατά την παρουσία της στο Τμήμα των Πρώτων Βοηθειών· όχι, όμως, να το «αξιολογήσει». Ο Μ.Κ.7 εξήγησε ότι, λόγω της εμπειρίας του αλλά και της απλότητας του περιστατικού, είναι σε θέση να αξιολογήσει (αλλά όχι να διαγνώσει) τις ακτινογραφίες που λήφθηκαν από την παραπονούμενη και στην προκειμένη περίπτωση έδωσε οδηγίες όπως τοποθετηθεί νάρθηκας στο σημείο και παρέπεμψε την ασθενή για περαιτέρω θεραπεία σε ειδικό ορθοπεδικό. Την κλινική αξιολόγηση του Μ.Κ.7 ως προς το κάταγμα που υπέστη η ασθενής στο 5ο μετακάρπιο του δεξιού χεριού επιβεβαίωσε στο Δικαστήριο και ο Μ.Κ.8, ο οποίος έχει την εμπειρογνωμοσύνη να προβεί σε τέτοια διάγνωση, στηριζόμενος στα όσα παρουσιάζουν οι ακτινογραφίες που περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 3. Διευκρίνισε, μάλιστα, χωρίς επιφυλάξεις, ότι πρόκειται για «ρωγμώδες κάταγμα» (δηλαδή «ράγισμα»), το οποίο εμπίπτει στις λιγότερο σοβαρές μορφές καταγμάτων. Αποδέχομαι, λοιπόν, τα όσα αναφέρονται στο Τεκμήριο 20, ως προς τις σωματικές βλάβες που διαπιστώθηκε ότι υπέστη η παραπονούμενη έπειτα από το επίδικο συμβάν καθώς και τις διευκρινιστικές τοποθετήσεις του Μ.Κ.8 για σκοπούς διαβάθμισης της σοβαρότητας του κατάγματος.

 

Ο κατηγορούμενος μου άφησε πολύ θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με ιδιαίτερη απλότητα και αμεσότητα στο Δικαστήριο. Παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, από το χρόνο κατάθεσής του στην αστυνομία, μέχρι την παράθεση της μαρτυρίας του στο Δικαστήριο ενώ η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν κατάφερε να πλήξει την αξιοπιστία του. Ο πηγαίος τρόπος με τον οποίο κατέθετε, απαντώντας ευθέως στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν σε σχέση με το τί έλαβε χώρα κατά το επίδικο συμβάν με έχει πείσει για την αλήθεια των όσων έλεγε.

 

Η μόνη αντίφαση που εντόπισα στη μαρτυρία του είναι ότι στην κατάθεσή του στην αστυνομία, την οποία υιοθέτησε και για σκοπούς της κυρίως εξέτασής του, είπε ότι αφού έσπρωξε την παραπονούμενη και η ίδια έπεσε πάνω στο κρεβάτι, ο ίδιος κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να πιάσει τα πράγματά του, ενώ εξιστορώντας τα γεγονότα προφορικά στο Δικαστήριο ανέφερε ότι είχε κατευθυνθεί προς την κουζίνα (και όχι στο μπάνιο). Σαφώς και δεν πρόκειται για ουσιώδη αντίφαση η οποία να δύναται να κλονίσει την αξιοπιστία του. Αποδέχομαι την εκδοχή που παρέθεσε στην αστυνομία κατά το χρόνο που εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα και ήταν ακόμη φρέσκα στη μνήμη του, αφού αυτή συνάδει και με τη μαρτυρία του πατέρα της παραπονούμενης ο οποίος κατέθεσε ότι όταν έφθασε στο σημείο, τους είδε να αλληλο-σπρώχνονται στο μπάνιο.

 

Επίσης, ο ισχυρισμός του ότι ο ίδιος δεν κτύπησε την παραπονούμενη, παρά μόνο τη έσπρωχνε και την απωθούσε από τον να τον κτυπά η ίδια, συνάδει και με τις σωματικές βλάβες που υπέστη η παραπονούμενη, οι οποίες περιορίζονται ουσιαστικά στο σημείο των χεριών της (ειδικότερα του δεξιού χεριού τους στο σημείο του καρπού). Δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε άλλα σημάδια στο σώμα ή την πλάτη της που να υποδηλώνουν ότι ο κατηγορούμενος την κτύπησε παντού στο σώμα της, ως ήταν ο δικός της ισχυρισμός.

 

Όσον αφορά το κάταγμα στον καρπό του δεξιού χεριού της παραπονούμενης, αν και ο κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα πώς ακριβώς προκλήθηκε αυτή η σωματική βλάβη (όπως ούτε και η παραπονούμενη), ανέφερε ότι ενδεχομένως να συνέβη όταν την έσπρωξε, προφανώς με δύναμη, και αυτή έπεσε στο κρεβάτι. Αυτός ο ισχυρισμός του συνάδει με τη θέση της παραπονούμενης, η οποία αν και δεν ήταν καθόλου σαφής όταν κατέθετε στο Δικαστήριο, δεν αρνήθηκε ότι ενδεχομένως το κάταγμα να προκλήθηκε από πέσιμό της στο έδαφος λόγω σπρωξίματος από τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να αναλογιστεί πώς αλλιώς μπορεί να προκλήθηκε το κάταγμα στο χέρι της παραπονούμενης, ακόμη και εάν μετά το πέσιμο, η παραπονούμενη σηκώθηκε χωρίς να παραπονεθεί για πόνο στο χέρι και συνέχιζε να τον κτυπά. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του ότι η παραπονούμενη προσπάθησε να τον πνίξει τυλίγοντάς του μια ζώνη στο λαιμό, συνάδει και με τα τραύματα που υπέστη ο κατηγορούμενος, αφού παρουσιάστηκαν αρκετές εκδορές στο σημείο γύρω από το λαιμό του. Η παραπονούμενη δεν πρόβαλε οποιουσδήποτε ισχυρισμούς για να εξηγήσει τις σωματικές βλάβες που υπέστη ο κατηγορούμενος, παρά μόνο αρκέστηκε να αναφέρει γενικά πως ότι έκανε το έκανε ούσα σε αυτοάμυνα. Εξάλλου ήταν εμφανής η αμηχανία της παραπονούμενης όταν ρωτήθηκε, κατά την αντεξέτασή της, για αυτό το ζήτημα, και ο μη πειστικός τρόπος με τον οποίο προσπάθησε να αποφύγει να απαντήσει ευθέως την ερώτηση αυτή.

 

Η μόνη πτυχή της μαρτυρίας του κατηγορούμενου την οποία δεν αποδέχομαι είναι ο ισχυρισμός του ότι ουδέποτε απείλησε την παραπονούμενη και τους γονείς της. Παρατήρησα ότι ο κατηγορούμενος αρκέστηκε σε μια απλή άρνηση ότι ξεστόμισε τη φράση που αναγράφεται στο κατηγορητήριο λέγοντας, μάλιστα ότι δεν γνωρίζει ανθρώπους της νύχτας ώστε να πράξει κάτι τέτοιο. Βεβαίως, το ερώτημα που καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο ξεστόμισε την επίδικη φράση και όχι εάν είχε τα μέσα για να υλοποιήσει τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Αντιπαραβάλλοντας την άρνησή του κατηγορούμενου ως προς αυτό το θέμα με την υπόλοιπη προσκομισθείσα μαρτυρία, ειδικότερα αυτή των γονέων της παραπονούμενης (Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6), αποδέχομαι ότι ο κατηγορούμενος είχε ξεστομίσει τη φράση αυτή πάνω στο θυμό του και εν αναμονή της προσέλευσης της αστυνομίας η οποία κλήθηκε στη σκηνή.

 

Ο Μ.Υ.1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Η μαρτυρία του ήταν τυπικής φύσεως. Απαντούσε με ευθύτητα και χωρίς υπερβολές στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και δεν εντόπισα οποιαδήποτε αντίφαση ή προσπάθεια αλλοίωσης των γεγονότων για τα οποία προσήλθε να καταθέσει. Περιέγραψε με σαφήνεια και με εμπεριστατωμένο τρόπο τη φύση των διαφόρων δικαστικών εγγράφων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δύο πλευρών στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών που εκκρεμούν ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες ο ίδιος έλαβε κατοχή των εγγράφων αυτών. Ουσιαστικά, η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής και, συνεπώς, την αποδέχομαι ως αξιόπιστη.

 

Παρεμβάλλεται ότι, ως έχω εξηγήσει πιο πάνω, η μαρτυρία των Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3 δεν κρίθηκε σχετική με τα επίδικα γεγονότα και άρα δεν χρήζει αξιολόγησης.

 

Ο Μ.Υ.4 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Πρόκειται για τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο το οποίο δεν έχει οποιοδήποτε κίνητρο ή προσωπικό όφελος από την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Κατέθεσε με απλότητα και αμεσότητα στο Δικαστήριο τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του ιδίου και του κατηγορούμενου όταν κατέφθασε στην οικεία της παραπονούμενης κατά τον επίδικο χρόνο (αλλά και τις μέρες που ακολούθησαν) και δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο για να μην αποδεχτώ τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

 

Επαναλαμβάνω ότι η αναφορά του μάρτυρα σε άλλες καταγγελίες, μη συνδεόμενες με το επίδικο περιστατικό, οι οποίες, μάλιστα, δεν οδηγήθηκαν ως φαίνεται στο Δικαστήριο ώστε να διαγνωσθεί τυχόν ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων, δεν δύνανται, εν προκειμένω, να αποτελέσουν ασφαλή βάση για αξιολόγηση και εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα επίδικα γεγονότα.

 

Ευρήματα

 

Έχοντας αξιολογήσει και μελετήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου και έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο των τεκμηρίων, των παραδεκτών, αλλά και των μη αμφισβητούμενων γεγονότων καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος γνωρίστηκαν περί το Μάιο του 2016 και από τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου συγκατοικούσαν μαζί στην οικεία της παραπονούμενης. Κατά τον επίδικο χρόνο είχαν αποκτήσει και ένα παιδί μαζί το οποίο ήταν τότε 7 μηνών περίπου. Από την αρχή της συμβίωσής του αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα, η σχέση τους ήταν δυσλειτουργική και έλαβαν χώρα διάφοροι διαπληκτισμοί μεταξύ τους.

 

Στις 06.05.2018, η παραπονούμενη ζήτησε από τον κατηγορούμενο να φτιάξει τις κουβέρτες του σκύλου. Ο κατηγορούμενος τις έφτιαξε αλλά όταν τις είδε η παραπονούμενη του ζήτησε να τις τοποθετήσει με διαφορετικό τρόπο. Ο κατηγορούμενος υπάκουσε στις οδηγίες της αλλά και πάλι η παραπονούμενη του είπε ότι δεν τις τοποθέτησε ορθά. Τότε ο κατηγορούμενος βγήκε στη βεράντα κρατώντας τις κουβέρτες των σκύλων και αυτή τον ακολούθησε και τον κτύπησε στο κεφάλι με το χέρι της. Ο κατηγορούμενος έριξε τις κουβέρτες σε ένα καλάθι και της είπε ότι είναι δικοί της οι σκύλοι και εάν του θέλει, τότε να τους φροντίζει η ίδια. Έπειτα έκατσε στον καναπέ του σαλονιού.

 

Η παραπονούμενη μπήκε στο σπίτι από τη βεράντα, έπιασε το τσαντάκι του κατηγορούμενου και το έβαλε στο χερούλι της πόρτας, ζητώντας του να αποχωρήσει από το σπίτι. Ο κατηγορούμενος της είπε ότι θα έφευγε από το σπίτι αλλά πρώτα ήθελε να πιάσει τα ρούχα και τα ρολόγια του. Τότε, καθώς στεκόταν στην πόρτα, η παραπονούμενη τον πλησίασε και άρχισε να τον κτυπά. Συγκεκριμένα, τον χαστούκισε τρεις συνεχόμενες φορές στο κεφάλι. Ο κατηγορούμενος αντέδρασε και την χαστούκισε στην αριστερή πλευρά του προσώπου της με το δεξί του χέρι. Από το χαστούκι, έπεσαν τα γυαλιά της και όταν έσκυψε να τα πιάσει, ο κατηγορούμενος πήγε στο δωμάτιο για να πιάσει τα ρούχα του.

 

Ξεκίνησε να μαζεύει τα ρούχα του, παίρνοντας τα ρούχα με το δεξί του χέρι και τοποθετώντας τα στο αριστερό του χέρι. Τότε η παραπονούμενη πήρε μια ζώνη που ο κατηγορούμενος είχε τοποθετήσει στο αριστερό του χέρι και την τύλιξε στο λαιμό του σφιχτά και άρχισε να τον πνίγει. Στην αρχή ο κατηγορούμενος της είπε «Σφίξε όσο θέλεις, εν θα σου κάμω τίποτε» και έπειτα όταν δεν άντεχε πλέον, ο κατηγορούμενος αφήνοντας τα ρούχα που κρατούσε, άνοιξε με τα δυο του χέρια τη ζώνη με την οποία τον έπνιγε η παραπονούμενη για να την σταματήσει.

 

Τότε έσπευσε να πάρει τα πράγματά του για να φύγει αλλά η παραπονούμενη άρχισε να τον κτυπά και να τον σπρώχνει βίαια ώστε να τον αποτρέψει από το να τα πάρει. Ο ίδιος αντιδρώντας την έσπρωχνε πίσω. Αλληλο-σπρώχνονταν ώσπου κάποια στιγμή, όταν ο κατηγορούμενος την έσπρωξε, η ίδια έπεσε με βία πάνω στο κρεβάτι.

 

Αφού έπεσε η παραπονούμενη, ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να πιάσει αντικείμενα που του ανήκαν και βρίσκονταν εκεί. Η παραπονούμενη σηκώθηκε και συνέχισε να τον τραβά και να τον κτυπά. Ο ίδιος δεν την κτύπησε αλλά την έσπρωχνε για να την απωθήσει.

 

Κάποια στιγμή εισήλθε στην οικεία η μητέρα της, η οποία διέμενε στο ισόγειο της καοτικίας και άκουσε τις φωνές τους. Όταν είδε ότι οι δυο τους τσακώνονταν, έτρεξε να ειδοποιήσει τον πατέρα της παραπονούμενης, ο οποίος εκείνη την ώρα βρισκόταν στην οικεία του και κοιμόταν. Όταν κατέφθασε ο πατέρας της, είδε τον κατηγορούμενο και την παραπονούμενη να σπρώχνει ο ένας τον άλλο στο μπάνιο.

 

Προσπάθησε να τους χωρίσει και ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να ηρεμήσει. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και ύστερα από λίγο κατέφθασε στο σημείο. Κατά το χρονικό διάστημα μέχρι να φθάσει η αστυνομία, επικρατούσε ένταση και φωνές και ο κατηγορούμενος κάποια στιγμή είπε στην παραπονούμενη και στους γονείς της ότι θα τους έβαζε βόμβα και θα τους σκότωνε.

 

Όταν κατέφθασε η αστυνομία, ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει και ο κατηγορούμενος ήταν συνεργάσιμος. Ζήτησε, όμως, προτού φύγει να του επιτρέψουν να πάρει τα πράγματά του.  Εν τέλει, με την παρότρυνση των αστυνομικών που του είπαν ότι θα διευθετούσαν εκείνοι τη συλλογή των αντικειμένων και θα τον καλούσαν να τα παραλάβει την επόμενη μέρα, ο κατηγορούμενος έφυγε από το σπίτι.

 

Η παραπονούμενη παραπέμφθηκε για ιατρική εξέταση στο Τμήμα των Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Η ιατρική εξέταση έλαβε χώρα την ίδια ή την επόμενη μέρα του συμβάντος. Διαπιστώθηκε ότι υπέστη τις εξής σωματικές βλάβες:

 

-       Μώλωπας/άλγος δεξιάς πηχεοκαρπικής άρθρωσης, ραχιαίας επιφάνειας

-       Οίδημα ραχιαίας δεξιάς άκρας χείρας

-       Δύο εκδορές αριστερού βραχίονα

-       Μώλωπας οίδημα κάτω χείλους έσω επιφάνειας

-       Άλγος τριχωτού ινιακής χώρας

-       Έγιναν ακτινογραφίες και διαπιστώθηκε κάταγμα 5ου μετακαρπίου δεξιά. Τοποθετήθηκε νάρθηκας και δόθηκαν οδηγίες για επανεξέταση στην κλινική καταγμάτων.

 

Την επόμενη μέρα του συμβάντος, ήτοι στις 07.05.2018, ο κατηγορούμενος έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία, μετέβη στο αστυνομικό τμήμα για να παραλάβει τα πράγματά του.  Συνελήφθη κατόπιν δικαστικού εντάλματος που είχε εκδοθεί εναντίον του στο ενδιάμεσο. Σε ανακριτική κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, ο ίδιος ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε την ποινική δίωξη της παραπονούμενης.

 

Έπειτα από συμβουλή του δικηγόρου, μετέβη και ο ίδιος για ιατρική εξέταση και διαπιστώθηκε ότι έφερε πολλαπλές εκδορές τραχηλικής χώρας (πρόσθια και πλάγια δεξιά και αριστερά), εκδορά άνω χείλους και εκδορές περιοχής αριστερά κάτω γνάθου.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου (αρκεί αυτή να είναι εύλογη), τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται (βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι άσκησε βία στη συμβία του προκαλώντας της βαριά σωματική βλάβη, κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(4) και 4(1)(2) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 (ο «Νόμος»). Βία για τους σκοπούς του νόμου σημαίνει οποιαδήποτε παράνομη πράξη με την οποία προκαλείται σωματική βλάβη.

 

Στην ερμηνεία του όρου βία εμπίπτουν και τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4(2) του ίδιου Νόμου. Εντός του άρθρου 4(2) μορφή βίας αποτελεί και η άσκηση βίας με την οποία προκαλείται βαριά σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα.

 

Με άλλα λόγια, η άσκηση βίας κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου ενσωματώνει και το αδίκημα που προβλέπεται στη βάση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, νοουμένου ότι η εν λόγω πράξη, κατά τα λοιπά, εμπίπτει στο εύρος του Νόμου, δηλαδή ασκείται από ένα «μέλος της οικογένειας» προς το άλλο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, «μέλος της οικογένειας» περιλαμβάνει και πρόσωπα που «συζούν ή συζούσαν ως αντρόγυνο». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος μαζί με το νεογέννητο τότε παιδί τους συζούσαν, κατά τον επίδικο χρόνο, ως αντρόγυνο στην οικεία της παραπονούμενης.

 

Κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα «όποιος προκαλεί παράνομα βαριά σωματική βλάβη σε άλλο είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές». Στη βάση του άρθρου 4(2) του Νόμου, η προβλεπόμενη ποινή αυξάνεται από επτά σε δέκα χρόνια ποινής φυλάκισης, εφόσον στο αδίκημα προσδίδεται αυξημένη σοβαρότητα λόγω του ότι διαπράττεται κατά «μέλους της οικογένειας». 

 

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ως προκύπτουν από το λεκτικό του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, είναι:

1.         Η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης σε άλλον.

2.         Το πιο πάνω να γίνεται παράνομα. 

 

Η λέξη «παράνομα» αποδίδει πράξη η οποία γίνεται χωρίς έρεισμα στο Νόμο.  Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία για την τέλεση της όπως π.χ. αυτοάμυνα ή προστασία τρίτων προσώπων και περιουσίας (Βλ. Archbold Criminal Evidence & Practice, 2001, παρ. 19 – 210).

 

Το συγκεκριμένο αδίκημα δεν έχει ως συστατικό στοιχείο την ειδική πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Ότι χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος παράνομα και θεληματικά με κάποιας μορφής επίθεση προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη, έστω και αν δεν είχε ειδική πρόθεση να προκαλέσει τέτοια βλάβη.  Αρκεί ακόμα και η αδιαφορία για τις συνέπειες της πράξης του που έχουν ως αποτέλεσμα να προκληθεί βαριά σωματική βλάβη (βλ. Αχτάρ κ.α. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397).

 

Ο όρος «βαριά σωματική βλάβη» ερμηνεύεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.  Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο: 

 

«βαριά σωματική βλάβη» σημαίνει σωματική βλάβη που ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό ή επικίνδυνη σωματική βλάβη ή που επιφέρει ή που πρόκειται να επιφέρει σοβαρή ή μόνιμη βλάβη στην υγεία ή την άνεση ή που εκτείνεται μέχρι τη μόνιμη παραμόρφωση ή τη νόμιμη ή σοβαρή βλάβη εξωτερικού ή εσωτερικού σωματικού οργάνου, μεμβράνης ή αίσθησης»

 

Στην Αχτάρ (ανωτέρω) λέχθηκε ότι στην έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης αποδίδεται η συνήθης γραμματική έννοια. Αναφέρθηκε με παραπομπή στην D.P.P. v. Smith [1960] 44 Cr.App.R. 261 και στο σύγγραμμα Archbold:Criminal Pleading, Evidence and Practice, έκδοση 2007 σελ. 1858, παρ. 19-206, ότι δεν είναι αναγκαίο η βαριά σωματική βλάβη να είναι είτε μόνιμη, είτε επικίνδυνη. Στο ίδιο δε σύγγραμμα αναφέρεται επίσης ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για να θεωρηθεί μια βλάβη ως «βαριά», το θύμα να χρειάζεται θεραπεία ή η βλάβη να έχει συνέπειες, οι οποίες να έχουν διάρκεια. Στο σύγγραμμα Blackstones, Criminal Practice, έκδοση 2018 σελ. 269 αναφέρεται περαιτέρω ότι ένας αριθμός τραυμάτων που το καθένα τους είναι ελαφρύ («minor») μπορεί να θεωρηθεί ως βαριά σωματική βλάβη (βλ. επίσης Birmingham [2002] EWCA Crim 2608).

 

Στην Evripides Christou ν. The Police (1972) 2 CLR 38 αποφασίστηκε πως το κάταγμα παγίδας το οποίο ήταν επώδυνο και ανάγκασε το θύμα να παραμείνει στο Νοσοκομείο για δύο ημέρες ήταν σοβαρός τραυματισμός της άνεσης του θύματος και, συνεπώς, βαριά σωματική βλάβη εν τη εννοία του άρθρου 4.  Στην υπόθεση Patatinis v. Police (1985) 2 CLR 110 ο κατηγορούμενος όρμισε προς το θύμα και το γρονθοκόπησε στο μέτωπο με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να σπάσει κόκαλο του αριστερού χεριού το οποίο έπρεπε να τοποθετηθεί σε γύψο.  Κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ορθά ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για το αδίκημα του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα παρά το γεγονός ως και το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το σπάσιμο δεν προκλήθηκε από κτύπημα προορισμένο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της πτώσης του θύματος μετά την γροθιά.  Υπό το φως των δοσμένων περιστάσεων κρίθηκε ότι ο δράστης ήθελε την απλή σωματική βλάβη, πλην όμως, αδιαφόρησε για τα παραπέρα αποτελέσματα της πράξης του.  Στην υπόθεση Γεώργιος Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 463 το κάταγμα ρινικών οστών, μεταξύ άλλων κακώσεων, κρίθηκε ότι συνιστά βαριά σωματική βλάβη (Βλ., επίσης, Αεροπόρος ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 275).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ευρήματα του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στις 06.05.2018 έλαβε χώρα έντονος διαπληκτισμός μεταξύ του κατηγορούμενου και της παραπονούμενης. Ο κατηγορούμενος κτύπησε μια φορά την παραπονούμενη στο κεφάλι («πάνω στη βούκκα») και στην προσπάθειά του να την απωθήσει από το να τον σπρώχνει και να τον κτυπά, την έσπρωχνε και εκείνος επανειλημμένα. Κάποια στιγμή,  την έσπρωξε βίαια με αποτέλεσμα εκείνη να χάσει την ισορροπία της και να πέσει πάνω σε ένα έπιπλο. Αν και δεν κατέστη εφικτό να διαφανεί με ξεκάθαρο τρόπο ποια ακριβώς εκ των ενεργειών του κατηγορούμενου προκάλεσε τις αντίστοιχές σωματικές βλάβες που υπέστη η παραπονούμενη, είναι βέβαιο ότι απόρροια του διαπληκτισμού τούτου, η παραπονούμενη υπέστη τις εξής σωματικές βλάβες:

 

-       Μώλωπας/άλγος δεξιάς πηχεοκαρπικής άρθρωσης, ραχιαίας επιφάνειας

-       Οίδημα ραχιαίας δεξιάς άκρας χείρας

-       Δύο εκδορές αριστερού βραχίονα

-       Μώλωπας οίδημα κάτω χείλους έσω επιφάνειας

-       Άλγος τριχωτού ινιακής χώρας, και

-       Κάταγμα 5ου μετακαρπίου δεξιά.

 

Σημειώνω ότι δεν έχει υποβληθεί η θέση στην παραπονούμενη ότι προκάλεσε η ίδια τις πιο πάνω βλάβες στον εαυτό της ή ότι τις προκάλεσε κάποιο τρίτο πρόσωπο σε άλλο χρόνο και όχι ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια του επίδικου καβγά. 

 

Κρίνω ότι το κάταγμα του 5ου μετακαρπίου οστού συνεπεία του οποίου η παραπονούμενη έτυχε περίθαλψης στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού με αποτέλεσμα το χέρι της να τεθεί σε γύψο, συναρτώμενο και με τις υπόλοιπες σωματικές βλάβες που αναφέρονται πιο πάνω, εμπίπτει στην έννοια του όρου «βαριά σωματική βλάβη» ως ερμηνεύεται από την σχετική επί του θέματος νομολογία. 

 

Ο κατηγορούμενος, όμως, πρόβαλε την υπεράσπιση της «αυτοάμυνας» (βλ. Άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα). Η υπεράσπιση αυτή εμπίπτει στο ευρύτερο «doctrine of justification» και στην ουσία εξουδετερώνει τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας με την έννοια ότι η επιτυχής προβολή της, σημαίνει ταυτόχρονα και την αποτυχία της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου δεν ήταν είτε δικαιολογημένη, είτε νόμιμη (βλ. σύγγραμμα Andrew Ashworth: Principles of Criminal Law, 3η έκδ., σελ. 137-138, Αχτάρ, ανωτέρω). Η υπεράσπιση της άμυνας είτε επιτυγχάνει ώστε να επέρχεται αθώωση, είτε δεν αποδεικνύεται, οπότε η υπεράσπιση αποτυγχάνει.

 

Ως προς τη φύση της υπεράσπισης αυτής, έχει νομολογηθεί στην υπόθεση Kallishis v. The Republic (1981) 2 CLR 143 ότι η αυτοάμυνα δεν αποτελεί υπεράσπιση με την έννοια ότι το βάρος απόδειξης εναποτίθεται στον κατηγορούμενο. Από τη στιγμή που εγείρεται ζήτημα αυτοάμυνας, εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να αντικρούσει ή να αποκλείσει πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, την πιθανότητα ο κατηγορούμενος να ενεργούσε σε αυτοάμυνα.

 

Ως ζήτημα δικαίου και ταυτόχρονα κοινής λογικής, άτομο το οποίο υφίσταται επίθεση δύναται να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πράττοντας οτιδήποτε είναι λογικώς αναγκαίο. Αναγνωρίζεται ότι το πρόσωπο που υπερασπίζεται εαυτόν για σκοπούς αναχαίτησης επίθεσης, δεν θα μετρήσει με ακρίβεια τις πράξεις υπεράσπισης του και η υπεράσπιση θα επιτύχει εάν διαφανεί ότι το πρόσωπο, σε μια στιγμή απρόσμενους άγχους λόγω της επίθεσης, ενήργησε μόνο όπως θεωρούσε έντιμα και ενστικτωδώς πρέπον (βλ. Palmer v. R. [1971] AC 814, Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, έκδ. 2007, σελ. 1812-1814, παρ. 19-41 έως 19-45).

 

Γνώμονας για το τι είναι λογικό και τι αναγκαίο, είναι τα περιστατικά και οι ιδιάζουσες συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης. Όπως έχει επεξηγηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Νικολάου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 482, η έννοια της «εύλογα» αναγκαίας βίας μόνο αντικειμενική μπορεί να είναι, αφού ο ίδιος ο όρος «εύλογα», υποδηλώνει διαμόρφωση αντικειμενικής κρίσης εκ μέρους του Δικαστηρίου ως κριτή των γεγονότων. Στην ίδια υπόθεση επεξηγείται ότι επειδή το θέμα αυτό αφορά κρίση επί των γεγονότων και μάλιστα σε συνάρτηση προς το λογικό της αντίδρασης προσώπου ισχυριζόμενου ότι βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπίσει τον εαυτό του, το υποκειμενικό στοιχείο της δικής του τοποθέτησης στην εξεταζόμενη κατάσταση πραγμάτων, οπωσδήποτε υπεισέρχεται στο θέμα μαζί με όλα τα άλλα δεδομένα. 

 

Η άμυνα όμως θα πρέπει να έχει ένα και μόνο αντικειμενικό σκοπό: την απόκρουση της επιθετικής ενέργειας εναντίον του αμυνομένου. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται και ο τρόπος χρησιμοποίησης τους θα πρέπει να είναι ανάλογα του κινδύνου που αντιμετωπίζεται. Λαμβάνεται υπόψη αν η αρχική επίθεση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και αν ο κίνδυνος από την επίθεση εξακολουθεί να υφίσταται. Σχετικοί παράγοντες είναι ακόμα ο βαθμός βίας που χρησιμοποιήθηκε από τον αμυνόμενο σε σχέση με τον κίνδυνο που προσπάθησε να αποφύγει. Σύμφωνα με τη νομολογία, το πρόσωπο που δέχεται επίθεση δεν αποστερεί από τον εαυτό του τη δυνατότητα να επικαλεσθεί ότι ενεργούσε σε αυτοάμυνα επειδή δεν περιορίστηκε στο να αποκρούσει το κτύπημα αλλά κτύπησε και ο ίδιος τον επιτιθέμενο (Maifoshis v. The Police (1978) 2 C.L.R. 9 όπου ακολουθήθηκε το σκεπτικό της απόφασης Deans 2 Cr. App. R. 75). Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά. Η δε αναγκαία άμυνα, καθορίζεται πάντοτε από τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

 

Κατά την κρίση μου, η εφαρμογή των πιο πάνω νομολογιακών αρχών στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία: Η μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους της παραπονούμενης ως προς τις ενέργειες στις οποίες προέβη η ίδια κατά τη διάρκεια του διαπληκτισμού της με τον κατηγορούμενο ήταν επιτηδευμένα ελλιπής και ασαφής. Το Δικαστήριο αξιολογώντας το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας, έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη την εκδοχή που πρόβαλε ο κατηγορούμενος ως προς αυτό το ζήτημα. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε αυτό το σημείο εφόσον αυτά καταγράφονται πιο πάνω.

 

Στην βάση των ευρημάτων αυτών, φρονώ ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο κατηγορούμενος και ο βαθμός βίας που χρησιμοποίησε ήταν ανάλογος των ενεργειών της παραπονούμενης και του κινδύνου που προσπάθησε να αποφύγει. Σκοπός του κατηγορούμενου ήταν να απωθήσει την παραπονούμενη, η οποία δεν του επέτρεπε να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα πριν ο ίδιος αποχωρήσει από την οικεία (χωρίς να εντοπίζεται οτιδήποτε μεμπτό ή παράλογο στην επιθυμία του αυτή) καθώς και να αναχαιτίσει την επίθεση που η ίδια ξεκίνησε εναντίον του· όχι να την εκδικηθεί, να την τραυματίσει, να ξεσπάσει το θυμό του πάνω της ή να επιδείξει στο πρόσωπό της οποιαδήποτε σωματική ισχύ ή υπεροχή. Η ενστικτώδης αντίδραση του κατηγορούμενου στα όσα έλαβαν χώρα ήταν λογική και αναγκαία, υπό τις περιστάσεις, και δεν ξεφεύγει του εύρους των ενεργειών στις οποίες θα μπορούσε εύλογα να προβεί ένα έντιμο πρόσωπο, υπό συνθήκη άγχους λόγω των όσων λάμβαναν χώρα (και ειδικότερα την προσπάθειά της παραπονούμενης να τον πνίξει με τη ζώνη), με πρωταρχικό σκοπό την αναχαίτηση της επίθεσης την οποία δεχόταν. Καμία από τις ενέργειές του, είτε σε συνάρτηση με το βαθμό βίας που χρησιμοποιήθηκε, είτε σε συνάρτηση με το σκοπό της, δεν φαίνεται να ξεφεύγει των ορίων που θέτει η νομολογία ως προς την εφαρμογή της υπεράσπισης της «αυτοάμυνας».  

 

Αποδέχομαι, λοιπόν, την εισήγηση που προβλήθηκε εκ μέρους της Υπεράσπισης, ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια του επίδικου διαπληκτισμού, ενεργούσε υπό καθεστώς αυτοάμυνας και άρα ότι οι υπό κρίση ενέργειές του δεν ήταν «παράνομες».

 

Συνακόλουθα, η υπεράσπιση της αυτοάμυνας επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετούνται σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του υπό κρίση αδικήματος. 

 

Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, επίσης, την κατηγορία της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με το άρθρο 91Α:

 

Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.”

 

Προκύπτει ότι συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι α) η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης παράνομης πράξης, και β) η πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στο πρόσωπο που απειλείται.

 

Ως έχει αναφερθεί στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 41/2021, 28/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B369, «το τι συνιστά απειλή, είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.  Ειδικότερα, κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενο των όσων εκστομίζονται, ως και το αποτέλεσμα που αυτά προκαλούν στο πρόσωπο που απευθύνονται». 

 

Διαφωτιστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κούσουλος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 119/2021, ημερομηνίας 20.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13:

 

Το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Στη Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154, αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Τα αποφασισθέντα σ΄ εκείνη την υπόθεση εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στην παρούσα.

 

Ως προς την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον απειλούμενο αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Σχετική είναι η αγγλική υπόθεση DPP v. Ramos [2000] All E.R. (D) 544, όπου εξετάστηκε το Άρθρο 4 του αγγλικού Public Order Act 1986, που αφορά το αδίκημα «fear or provocation of violence», όπου τονίστηκε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου, παρά τη στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας σε σύντομο χρόνο.

 

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος.”

 

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι την άφιξη της αστυνομίας και καθώς ακόμη επικρατούσε ένταση λόγω του διαπληκτισμού που προηγήθηκε, ο κατηγορούμενος απευθυνόμενος προς την παραπονούμενη και τους γονείς της, είπε ότι θα τους έβαζε βόμβα και θα τους σκότωνε. Αντικειμενικά ιδωμένη και αποσυναρτώμενη από τις συνθήκες υπό τις οποίες λέχθηκε, η φράση που ξεστόμισε ο κατηγορούμενος είναι, σαφώς, ικανή να προκαλέσει φόβο ή ανησυχία στα πρόσωπα στα οποία απευθυνόταν. Όμως, οι γονείς της παραπονούμενης καταθέτοντας στο Δικαστήριο, χωρίς κανένα δισταγμό ή αναστολή, απέρριψαν τη θέση ότι οι ίδιοι έδωσαν οποιαδήποτε σημασία στη φράση αυτή ή ότι τους προκάλεσε οποιαδήποτε ανησυχία. Ήταν εμφανές και στους δυο τους ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε υπό καθεστώς θυμού και έντασης, λόγω των όσων προηγήθηκαν και δεν εννοούσε τα όσα είπε, με αποτέλεσμα να μην ανησυχήσουν ή να φοβηθούν ότι υπήρχε οποιαδήποτε περίπτωση να υλοποιήσει την «απειλή» του. Κατέθεσαν και οι δύο ότι υπό τις περιστάσεις δεν είχαν κανένα λόγο να δώσουν στη φράση αυτή κάποια σημασία. Όσον αφορά την παραπονούμενη, αξιολογώντας τη μαρτυρία της και τοποθετώντας την στο γενικότερο πλαίσιο των γεγονότων ως αυτά εκτυλίχθηκαν (ήτοι ότι κτύπησε επανειλημμένα τον κατηγορούμενο προηγουμένως και ότι, έπειτα, πεισματικά δεν του επέτρεπε να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα ακόμη και στην παρουσία της αστυνομίας πριν φύγει από το σπίτι), δεν έχω πεισθεί, στο βαθμό που απαιτείται, ότι η ίδια ένιωσε όντως οποιαδήποτε ανησυχία ή φόβο στο άκουσμα της συγκεκριμένης φράσης· πολλώ δεν μάλλον ότι «τρομοκρατήθηκε», ως η ίδια ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο. Αντιθέτως, όπως και σε άλλες της δηλώσεις, μου δόθηκε η εντύπωση ότι η συγκεκριμένη απάντησή της δεν ήταν ειλικρινής αλλά δόθηκε επιτηδευμένα και με κάποια υπερβολή, με σκοπό την στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος ώστε να επιτευχθεί η καταδίκη του κατηγορούμενου, χωρίς απαραίτητα να ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

 

Συνεπώς, δεν στοιχειοθετούνται, στον απαιτούμενο βαθμό, τα συστατικά στοιχεία ούτε αυτού του αδικήματος.

 

Κατάληξη

 

Συνακόλουθα και για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες αρ. 1 και 2 που αντιμετωπίζει.

 

 

 

[Υπ.]…………………….

Θ. Συμεωνίδης, προσ. Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο