ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:   Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                     Α. Φυλακτού, A.Ε.Δ.

                     Α. Τζ. Σολομωνίδου, E.Δ.

                                          

                                           Αρ. Υπόθεσης: 18104/22

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

1. A.A.

            2. A.A.

         3. A.A.

                                                   

 Κατηγορούμενοι

 

Ημερομηνία: 27/5/2024

Για τη Δημοκρατία: κα Λ. Σίγαρ με κα Μ. Μασούρα (για να ακούσει την απόφαση η κα Α. Τιμοθέου).

Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Η. Στεφάνου με κ. Ε. Ζαχαράκη (για να ακούσει την απόφαση ο κ. Κ. Καπαρδής).

Για τον Κατηγορούμενο 2: κ. Γ. Πολυχρόνης με κα Ε. Κωνσταντίνου.

Για τον Κατηγορούμενο 3: κ. Χ. Σιαηλής.

Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 παρόντες.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών – Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό)

 

Οι κατηγορούμενοι στην παρούσα αντιμετωπίζουν, ξεχωριστά ο καθένας, κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση διατάξεων του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014.

 

Αυτό που τους αποδίδεται, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, είναι ότι, στη Λεμεσό, σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Νοεμβρίου του έτους 2019 και Φεβρουαρίου του έτους 2020:

 

§    Ο κατηγορούμενος 1, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με παιδί, το οποίο δεν είχε φτάσει στην ηλικία της συναίνεσης, ήτοι την Α.Α., γεννηθείσα στις 05/10/2005 και συγκεκριμένα, με τη χρήση βίας και εξαναγκασμού: (α) ήλθε σε παράνομη συνουσία με την Α.Α., δια κολπικής διείσδυσης (κατηγορία 1) και (β) έβαλε τα δάκτυλα του στο γεννητικό όργανο της Α.Α. (κατηγορία 2).

§    Ο κατηγορούμενος 2, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με παιδί, το οποίο δεν είχε φτάσει στην ηλικία της συναίνεσης, ήτοι την Α.Α., γεννηθείσα στις 05/10/2005 και συγκεκριμένα, με τη χρήση βίας και εξαναγκασμού ήλθε σε παράνομη συνουσία με την Α.Α., δια κολπικής διείσδυσης (κατηγορία 5).

§    Ο κατηγορούμενος 3, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με παιδί, το οποίο δεν είχε φτάσει στην ηλικία της συναίνεσης, ήτοι την Α.Α., γεννηθείσα στις 05/10/2005 και συγκεκριμένα, με τη χρήση βίας, περιόρισε την Α.Α., ώστε ο  κατηγορούμενος 1 να εισχωρήσει τα δάκτυλα του στον κόλπο της (κατηγορία 8).

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε 11 μάρτυρες ενώ δηλώθηκαν και κάποια παραδεκτά γεγονότα.  

 

Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 28/02/2024, έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων στις κατηγορίες που έκαστος αντιμετωπίζει και αφού τους επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα τους, όλοι τους επέλεξαν να τηρήσουν το δικαίωμα της σιωπής. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος 2 κάλεσε 2 μάρτυρες ενώ οι κατηγορούμενοι 1 και 3 δεν κάλεσαν μάρτυρες.

 

Συνοψίζουμε τη δοθείσα μαρτυρία.

 

Ως Μ.Κ.1 κατέθεσε ο εξεταστής της υπόθεσης, Αρχιαστυφύλακας 2298 Σάββας Αδάμου, του Κλάδου Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων του Αρχηγείου Αστυνομίας. Κατά τη μαρτυρία του αναφέρθηκε στις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες προέβη στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης και αντεξεταζόμενος απάντησε σε σχετικές ερωτήσεις.

 

Ως Μ.Κ.2 κατέθεσε η παραπονούμενη (Α.Α.), η οποία αναφέρθηκε στο χρονικό της υπόθεσης, από τη γνωριμία της με τους κατηγορουμένους μέχρι το επίδικο περιστατικό, κατά το οποίο, σύμφωνα με αυτήν, υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τους κατηγορούμενους αλλά και μεταγενέστερα μέχρι την καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία.

 

Ως Μ.Κ.3 κατέθεσε η μητέρα της παραπονουμένης, η οποία αναφέρθηκε στις σχέσεις που είχε με την κόρη της, στο ιστορικό της τελευταίας και στα όσα γνώριζε σχετικά με την παρούσα υπόθεση.

 

Ως Μ.Κ.4 κατέθεσε ο Αρχιαστυφύλακας 4096 Παναγιώτης Παναγιώτου, του Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Η μαρτυρία αυτού αφορούσε ανακριτικές ενέργειες στις οποίες έλαβε μέρος στις 17/02/2021 και είχαν να κάνουν με τη σύλληψη του κατηγορουμένου 1, την έρευνα της οικίας και του αυτοκινήτου αυτού, την παραλαβή του κινητού του τηλεφώνου και μιας κάρτας sim και τη μεταφορά του εν λόγω αυτοκινήτου και του κατηγορουμένου 1 στην Α.Δ.Ε. Λεμεσού.

 

Ως Μ.Κ.5 κατέθεσε η Δρ. Κατερίνα Παυλά, Παιδοψυχίατρος στο Τμήμα Ενδονοσοκομειακής Νοσηλείας Εφήβων (Τ.Ε.Ν.Ε.) του Μακάρειου Νοσοκομείου. Κατά τη μαρτυρία της αναφέρθηκε στο ιστορικό της εισαγωγής και νοσηλείας της παραπονουμένης στο Τ.Ε.Ν.Ε. καθώς και στα όσα της ανέφερε η παραπονούμενη για τη σεξουαλική κακοποίηση της από τον πατέρα της αλλά και για το επίδικο περιστατικό και την επιστολή που η Μ.Κ.5 έκανε σε σχέση με αυτά την 01/12/2020, βάση της οποίας άρχισε η διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία.

 

Ως Μ.Κ.6 κατέθεσε η Μαρία Χατζηχαρή, Λειτουργός των Κοινωνικών Υπηρεσιών στη Μονάδα για την Οικογένεια και το Παιδί, η οποία εργάζεται ως υπεύθυνη για τα παιδιά υπό φροντίδα της Διευθύντριας, τα οποία διαμένουν σε Κρατικές Στέγες. Η Μ.Κ.6 αναφέρθηκε στο ιστορικό της παραπονουμένης με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας καθώς και στις αναφορές που έγιναν για αυτήν στο Σπίτι του Παιδιού.

 

Ως Μ.Κ.7 κατέθεσε η Αρχιαστυφύλακας 4484 Μαρία Κουντούρη, η οποία υπηρετεί στον Κλάδο Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων, του Αρχηγείου Αστυνομίας. Κατά τη μαρτυρία της αναφέρθηκε στην οπτικογραφημένη κατάθεση που έλαβε από την παραπονούμενη στις 09/02/2021 και στις ενέργειες που έκανε στη συνέχεια, οι οποίες οδήγησαν στον εντοπισμό του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 1 κατά το επίδικο περιστατικό και κατ’ επέκταση στον εντοπισμό του κατηγορουμένου 1.

 

Ως Μ.Κ.8 κατέθεσε η Ηλιάνα Νικολάου, Κοινωνική Λειτουργός, η οποία εργάζεται στον Οργανισμό Hope for Children και συγκεκριμένα στο πρόγραμμα του Οργανισμού Σπίτι του Παιδιού, στη Λεμεσό. Η Μ.Κ.8 αναφέρθηκε στο πως γνώρισε την παραπονούμενη, στα όσα έπραξε στο πλαίσιο των καθηκόντων της και στα όσα περιήλθαν στην αντίληψη της σε σχέση με αυτήν και την παρούσα υπόθεση.

 

Ως Μ.Κ.9 κατάθεσε η Αρχιαστυφύλακας 4875 Χρυστάλλα Ιωάννου, του Κλάδου Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων του Αρχηγείου Αστυνομίας. Κατά τη μαρτυρία της αναφέρθηκε στις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες προέβη στο πλαίσιο διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης, οι οποίες αφορούσαν τη φωτογράφηση του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 1 κατά το επίδικο περιστατικό, τη σύλληψη και την προφορική ανάκριση του κατηγορουμένου 3 καθώς και την ιατροδικαστική εξέταση της παραπονουμένης.

 

Ως Μ.Κ.10 κατάθεσε ο Λοχ. 1798 Δημήτρης Χρίστου, του Κλάδου Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων του Αρχηγείου Αστυνομίας. Κατά τη μαρτυρία του αναφέρθηκε στις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες έλαβε μέρος στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, που αφορούσαν τις προφορικές ανακρίσεις των κατηγορουμένων 1 και 2, την ανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου 3 και τη λήψη συγκατάθεσης από τον τελευταίο για αναγνώριση.

Ως Μ.Κ.11, κατέθεσε η Νατάσα Παπαμάρκου, Κλινική Ψυχολόγος στον Οργανισμό Hope for Children και συγκεκριμένα στο Σπίτι του Παιδιού. Η Μ.Κ.11 αναφέρθηκε στην ψυχολογική αξιολόγηση που έκανε στην παραπονούμενη, μετά από ψυχοδιαγνωστικές συναντήσεις που είχε μαζί της (στις 17/03/2021, 24/03/2021, 31/03/2021 και 14/04/2021), κατέθεσε και επεξήγησε την έκθεση που ετοίμασε και απάντησε σε διάφορες ερωτήσεις στο πλαίσιο της ειδικότητας της.

 

Ως M.Y.1 κατέθεσε ο Αντώνης Γερολέμου, ο οποίος αναφέρθηκε στη γνωριμία και στις επικοινωνίες που είχε με την παραπονούμενη μέσω Instagram.

 

Ως Μ.Υ.2 κατέθεσε ο Παναγιώτης Ανδρέου, ο οποίος αναφέρθηκε στη συνάντηση που είχε, όντας με τον κατηγορούμενο 2, με την παραπονούμενη και μια φίλη αυτής και στο τι έγινε τότε.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Παρακολουθήσαμε με προσοχή όλους τους μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μας και είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την όλη παρουσία και τις αντιδράσεις τους.  Σημαντικό στοιχείο για την κρίση της αξιοπιστίας είναι η εντύπωση που αφήνει ο μάρτυρας στο Δικαστήριο (βλ. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273), όμως δεν είναι το μόνο κριτήριο (βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056). Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 371, η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα δεν βασίζεται μόνο στην πειστικότητα που μεταδίδει το ύφος και ο τρόπος που αρθρώνει τη μαρτυρία του αλλά και το περιεχόμενο της, συγκρινόμενο με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην υπόθεση.

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα χωριστά αλλά την αντιπαραβάλαμε και την εξετάσαμε σε σχέση με το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας και με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων. Αφού εξετάσαμε τη μαρτυρία στο σύνολό της και διαβουλευθήκαμε, καταλήξαμε σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία, τα οποία θα παραθέσουμε πιο κάτω, όχι με βάση την αλληλουχία των σκέψεων μας αλλά με βάση τη σειρά η οποία, κατά την κρίση μας, αποτελεί την καλύτερη δομή της απόφασής μας (βλ. Charitonos a.o. ν. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40).

 

Αρχίζοντας από τον Μ.Κ.1 κρίνουμε ορθό όπως, ενόψει της σημασίας της μαρτυρίας του ως εξεταστή της υπόθεσης, αναφερθούμε αρχικά στις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες προέβη στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης. Συγκεκριμένα:

 

§    Στις 17/02/2021 στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, μετά τη σύλληψη του (κατά την οποία ο Μ.Κ.1 δεν ήταν παρών) ανέκρινε προφορικά τον κατηγορούμενο 1 και για το περιεχόμενο της εν λόγω ανάκρισης, ο Μ.Κ.1 έκανε καταχώρηση σε Ημερολόγιο Ενεργείας. Πρόκειται για το Τεκμήριο 6, το οποίο να λεχθεί ότι κατατέθηκε με την επιφύλαξη από όλους τους συνηγόρους Υπεράσπισης ότι θα τεθεί στο πλαίσιο της αντεξέτασης του Μ.Κ.1 θέμα ως προς τη νομιμότητα της προφορικής ανάκρισης. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 1, η ώρα 08:45, αφού ενεργοποίησε το κινητό του τηλέφωνο, ανέφερε στον Μ.Κ.1 τους αριθμούς κλήσης των τηλεφώνων των άλλων δύο ατόμων που ήταν μαζί του κατά το επίδικο περιστατικό και αφού απενεργοποίησε το κινητό, το παρέδωσε στον Μ.Κ.1.

§    Ακολούθως την ίδια μέρα, η ώρα 15:52, ο Μ.Κ.1 συνέλαβε τον κατηγορούμενο 2, στην οικία όπου διέμενε, δυνάμει εντάλματος και στην παρουσία του πατέρα του,. Αφού του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του και του επίστησε την προσοχή στο Νόμο, εκείνος απάντησε «Εν ψέματα, έθελε τζαι η ίδια». Κατά τη διάρκεια σωματικής έρευνας του, ο κατηγορούμενος 2 παρέδωσε στον Μ.Κ.1 ένα κινητό τηλέφωνο. Στη συνέχεια, μετά από την έρευνα που διεξήχθη στην εν λόγω οικία, ο Μ.Κ.1 ανέκρινε εκεί προφορικά τον κατηγορούμενο 2, στην παρουσία του πατέρα αυτού και του Μ.Κ.10. Κατέθεσε δε ως Τεκμήριο 10 «Βεβαίωση Πληροφόρησης και Παραλαβής Έγγραφων Δικαιωμάτων» που αφορά τον κατηγορούμενο 2. Σε σχέση με το περιεχόμενο της εν λόγω προφορικής ανάκρισης, ο Μ.Κ.1 έκανε καταχώρηση σε Ημερολόγιο Ενεργείας, το οποίο και μονόγραψε (Τεκμήριο 11 – κατατέθηκε με την ίδια πιο πάνω επιφύλαξη από πλευράς Υπεράσπισης).

§    Ακολούθως ο Μ.Κ.1 παρέλαβε από τη Μ.Κ.9, ένα σφραγισμένο φάκελο που περιείχε το κινητό τηλέφωνο του κατηγορουμένου 3.

§    Την επόμενη μέρα, 18/02/2021, ο Μ.Κ.1 παρέδωσε τα κινητά που παραλήφθηκαν από τους κατηγορουμένους 1, 2 και 3, στον Αστ.3200 Σ. Φωκά, του Δ.Ε.Η.Δ, για να τύχουν περαιτέρω εξετάσεων.

§    Στη συνέχεια και μεταξύ των ωρών 14:40-17:00, στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο Μ.Κ.1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο 2, στην παρουσία του πατέρα αυτού (Τεκμήριο 12). Ακολούθως, ο Μ.Κ.1 έλαβε γραπτή συγκατάθεση από τον κατηγορούμενο 2, για μη διεξαγωγή αναγνωριστικής παράταξης, στην παρουσία του πατέρα του.

§    Στις 19/02/2021 και μεταξύ των ωρών 11:34-13:00, στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο Μ.Κ.1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο 1 (Τεκμήριο 7), στην παρουσία του δικηγόρου του. Ακολούθως έλαβε γραπτή συγκατάθεση από τον κατηγορούμενο 1, για μη διεξαγωγή αναγνωριστικής παράταξης, στην παρουσία του δικηγόρου του.

 

Στην κυρίως εξέταση του ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι δεν έγινε διαδικασία αναγνώρισης των κατηγορουμένων από την παραπονούμενη, παρόλο που οι κατηγορούμενοι έδωσαν συγκατάθεση να μην γίνει αναγνωριστική παράταξη και ότι εάν ήθελε η παραπονούμενη μπορούσε να τους δει από ειδικό δωμάτιο όπου υπήρχε μονοδρομικός υαλοπίνακας. Ωστόσο όταν ρωτήθηκε η παραπονούμενη εάν επιθυμεί να προβεί σε αυτή τη διαδικασία, αρνήθηκε να το πράξει. Όπως τους ανέφερε η λειτουργός από το Σπίτι του Παιδιού, όταν τη ρώτησε για τη διαδικασία αυτή η παραπονούμενη πανικοβλήθηκε και αρνήθηκε να το πράξει. Ως προς τούτο κατέθεσε ως Τεκμήριο 15 σχετικό Ημερολόγιο Ενεργείας.

 

Δηλώθηκε δε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι ο Μ.Κ.1 έτυχε ειδικής εκπαίδευσης στη λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων και θεωρείται ως προς τούτο ειδικός στο θέμα λήψης οπτικογραφημένων καταθέσεων και οτιδήποτε προτίθεται να καταθέσει είναι στα πλαίσια της ειδίκευσης του αυτής καθώς και ότι έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 10 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου 95(Ι)/2001 σε σχέση με τη λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης από την παραπονούμενη, η οποία λήφθηκε στις 09/02/2021 μεταξύ των ωρών 18:14 με 19:14 στο Αρχηγείο Αστυνομίας. Δύο ψηφιακοί δίσκοι στους οποίους περιέχεται η εν λόγω κατάθεση κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 5Α-Β και το απομαγνητοφωνημένο κείμενο αυτής ως Τεκμήριο 4. Η οπτικογραφημένη δε κατάθεση προβλήθηκε στο Δικαστήριο.

 

Εδώ να λεχθεί ότι οι ως άνω ενέργειες του Μ.Κ.1 δεν αμφισβητήθηκε ότι έλαβαν χώραν. Αμφισβητήθηκε όμως, ως προς την προφορική ανάκριση του κατηγορουμένου 1 (περιέχεται στο Τεκμήριο 6), το κατά πόσο αυτός ζήτησε δικηγόρο πριν του ληφθεί και ο Μ.Κ.1 αντεξετάσθηκε σχετικά τόσο από τον συνήγορο του κατηγορουμένου 1 όσο και από τον συνήγορο του κατηγορουμένου 3. Ως προς τούτο, ήταν η θέση του συνηγόρου του κατηγορουμένου 1, στις τελικές του αγορεύσεις, ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα του πελάτη του να έχει δικηγόρο κατά την εν λόγω ανάκριση του. Ως όμως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, ο κ. Στεφάνου δεν εγείρει οποιοδήποτε θέμα επηρεασμού του ίδιου του πελάτη του (αποδέχεται τα όσα είπε στην προφορική του ανάκριση πλην αυτά που είπε για τον κατηγορούμενο 3 και δη ότι είχε και αυτός σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη) αλλά, ως ρητά διευκρίνισε, είναι για «σκοπούς δικαιότητας της διαδικασίας αλλά και της αλήθειας σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο 3». Ενόψει τούτου και των όσων σχετικών θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, που αφορούν άλλο νομικό λόγο αποκλεισμού του συγκεκριμένου μέρους της προφορικής ανάκρισης του κατηγορούμενου 1, κρίνουμε ότι δεν είναι αναγκαίο και έτσι δεν θα εξετάσουμε την προαναφερόμενη θέση του κ. Στεφάνου και κατ’ επέκταση δεν κρίνεται αναγκαία ούτε η αξιολόγηση αυτού του μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ.1.

 

Περαιτέρω, τέθηκε κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.1 το θέμα της άρνησης του κατηγορουμένου 2, κατά τη γραπτή ανακριτική του κατάθεση, να συγκατατεθεί στο να ληφθούν οι επικοινωνίες που είχε με την παραπονούμενη, σε συνδυασμό με το ότι αυτή η κατάθεση λήφθηκε στην απουσία του δικηγόρου του κατηγορουμένου 2 και την απουσία, σύμφωνα με την Υπεράσπιση του κατηγορουμένου 2, ρητής καταγραφής της παραίτησης του τελευταίου από το δικαίωμα του αυτό. Εξέταση του θέματος αυτού αλλά και του θέματος που αφορούσε τη μη λήψη μαρτυρίας σχετικής με μηνύματα που αντάλλαξαν οι κατηγορούμενοι 1 και 2 με την παραπονούμενη μετά το επίδικο περιστατικό, για το οποίο ο Μ.Κ.1 επίσης αντεξετάσθηκε, θα γίνει ειδικά κατωτέρω, κατά τη συνολική εξέταση του θέματος.

 

Περαιτέρω, ο Μ.Κ.1 αντεξετάσθηκε επί του κατά πόσο έγιναν κάποιες ενέργειες στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης όπως κατά πόσο λήφθηκε κατάθεση από τη Μ.Γ. και από τη φίλη της παραπονουμένης Ντιάνα, κατά πόσο διερευνήθηκε αν όντως υπήρχε σεξουαλική κακοποίηση της παραπονουμένης από άτομο Ιρανικής καταγωγής και κατά πόσο εφαρμόσθηκαν, όσον αφορά τον κατηγορούμενο 2, οι πρόνοιες του περί Παιδιών σε Σύγκρουση με το Νόμο Νόμου 55(Ι)/2021. Αναφορά σε σχέση με τα όσα είπε για τα θέματα αυτά ο Μ.Κ.1 θα γίνει κατωτέρω, όταν θα εξετάσουμε τη σχετική θέση της Υπεράσπισης περί παραλείψεων της Αστυνομίας κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Το μέρος λοιπόν της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 που σχολιάσθηκε πιο πάνω γίνεται δεκτό. Για τα άλλα μέρη της μαρτυρίας του, ως προαναφέρθηκε, θα γίνει αξιολόγηση κατωτέρω.

 

Ο Μ.Κ.4 μας άφησε θετική εντύπωση. Κατά τη μαρτυρία του αναφέρθηκε στις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες έλαβε μέρος σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1. Απαντούσε με ευθύτητα και σταθερότητα στις ερωτήσεις και πάντα σύμφωνα με τη μνήμη του και γενικά μας άφησε την εντύπωση ενός ειλικρινούς μάρτυρα.

 

Σε σχέση με τη σύλληψη, ανέφερε ότι αφού εξήγησε τους λόγους αυτής και του επίστησε την προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «Εν ήταν βιασμός, τσιέ ούτε τη τραβήσαμε βίντεο». Μετά τη σύλληψη ο Μ.Κ.4 έδωσε στον κατηγορούμενο 1 το έντυπο Δικαιωμάτων Συλληφθέντων (Τεκμήριο 16), σύμφωνα με το οποίο του παραδόθηκε ένα έγγραφο αποτελούμενο από 19 σελίδες. Ο κατηγορούμενος 1 ήταν δε συνέχεια συνεργάσιμος και κατά την έρευνα, μετά που του ζητήθηκε παρέδωσε το κινητό του τηλέφωνο, την κάρτα sim και τον κωδικό αυτής. Δεν θυμόταν δε ο Μ.Κ.4 αλλά δεν απέκλεισε εφόσον συνήθως το ζητούν, να ζήτησε από τον κατηγορούμενο 1 και τον κωδικό εισόδου στο κινητό τηλέφωνο.

 

Εδώ να λεχθεί ότι στο πλαίσιο αντεξέτασης και του Μ.Κ.4, τέθηκαν ερωτήσεις αναφορικά με το κατά πόσο ο κατηγορούμενος 1, πριν την προφορική του ανάκριση, ζήτησε δικηγόρο. Για τους ίδιους λόγους που εξηγήσαμε για τον Μ.Κ.1 κρίνουμε ότι δεν είναι αναγκαία η αξιολόγηση αυτού του μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ.4.

Συνεπώς το ως άνω μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.4 γίνεται δεκτό.

 

Ο Μ.Κ.10 επίσης μας άφησε θετική εντύπωση. Απάντησε με αμεσότητα και ειλικρίνεια στις ερωτήσεις που του έγιναν σε σχέση με τις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες συμμετείχε, δεν προέκυψε δε να έδρασε με οποιαδήποτε προκατάληψη ή αλλότρια κίνητρα και οι θέσεις του ήταν σταθερές, λογικές και πειστικές και δεν κλονίσθηκαν κατά την αντεξέταση του.

 

Οι ανακριτικές ενέργειες στις οποίες έλαβε μέρος ο Μ.Κ.10, στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης ήταν οι ακόλουθες:

 

1.         Η προφορική ανάκριση του κατηγορουμένου 1, η οποία έγινε από τον Μ.Κ.1 μαζί με τον Μ.Κ.10, στις 17/02/2021 και μεταξύ των ωρών 08:35-08:55, στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Έγινε σχετική καταχώρηση σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 6) από τον Μ.Κ.1 στην παρουσία του Μ.Κ.10.

2.         Η προφορική ανάκριση του κατηγορουμένου 2, η οποία έγινε στην παρουσία του πατέρα αυτού, από τον Μ.Κ.1 μαζί με τον Μ.Κ.10, στις 17/02/2021 και μεταξύ των ωρών 16:20-16:40, στην οικία όπου διέμενε ο κατηγορούμενος 2. Έγινε σχετική καταχώρηση σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 11) από Μ.Κ.1 στην παρουσία Μ.Κ.10.

3.         Η ανακριτική κατάθεση που έλαβε, στις 18/02/2021, από τον κατηγορούμενο 3, στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, στην παρουσία του πατέρα και του δικηγόρου του κατηγορουμένου 3 (Τεκμήριο 38).

4.         Η συγκατάθεση που έλαβε από τον κατηγορούμενο 3 για αναγνώριση.

 

Αντεξεταζόμενος δέχθηκε ότι, όταν πήγαινε να συλλάβει και να ανακρίνει προφορικά τους ύποπτους είχε υπόψη του την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονουμένης. Σε σχέση με τα όσα ανέφερε η παραπονούμενη στην εν λόγω κατάθεση αναφορικά με το πως έλαβε χώραν ο κατ’ ισχυρισμόν βιασμός της, ο Μ.Κ.10 δέχθηκε ότι δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο βρίσκονταν ταυτόχρονα όλοι οι κατηγορούμενοι και η παραπονούμενη στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου. Σε ακόλουθη ερώτηση κατά πόσο υπήρχε για το θέμα αυτό αμφιβολία μετά και τη λήψη των θέσεων των κατηγορουμένων, την οποία έπρεπε να διευκρινίσουν με λήψη δεύτερης κατάθεσης από την παραπονούμενη, απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι οι κατηγορούμενοι ανακρίθηκαν, ανέφεραν τους δικούς τους ισχυρισμούς και δεν κρίθηκε αναγκαίο να ληφθεί άλλη κατάθεση από την παραπονούμενη.

 

Όσον αφορά την προφορική ανάκριση του κατηγορουμένου 1 είπε ότι ο ίδιος είδε αυτόν εκείνη την ημέρα στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού και όχι προηγουμένως. Ο κατηγορούμενος 1 ήταν συνεργάσιμος τόσο πριν αλλά και κατά την ανάκριση και προθυμοποιήθηκε να δώσει το «PIN» του για να ανοίξουν το κινητό του ώστε να εντοπιστούν τα τηλέφωνα των άλλων προσώπων. Αντεξετάσθηκε και ο Μ.Κ.10 αναφορικά με το κατά πόσο ο κατηγορούμενος 1, κατά την προφορική του ανάκριση, ζήτησε δικηγόρο. Για τους ίδιους όμως λόγους που εξηγήσαμε για τον Μ.Κ.1 κρίνουμε ότι δεν είναι αναγκαία η αξιολόγηση αυτού του μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ.10.

 

Η μαρτυρία λοιπόν του Μ.Κ.10, γίνεται δεκτή  με την ως άνω διευκρίνιση.

 

Η Μ.Κ.9 μας άφησε θετική εντύπωση. Κατά τη μαρτυρία της αναφέρθηκε και απάντησε σε ερωτήσεις αναφορικά με τις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες προέβη στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης. Ήταν σταθερή στις θέσεις της, οι οποίες ήταν και λογικές και παρέμειναν ακλόνητες κατά την αντεξέταση της.

 

Η Μ.Κ.9 προέβη στις 17/02/2021, κατόπιν συγκατάθεσης του πατέρα του κατηγορουμένου 1 και εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη, σε λήψη φωτογραφιών του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 1 κατά το επίδικο περιστατικό (Τεκμήριο 31). Περαιτέρω, αργότερα την ίδια ημέρα και ώρα 16:25 συνέλαβε στην οικία του, δυνάμει εντάλματος, τον κατηγορούμενο 3, στην παρουσία της μητέρας του. Αφού η Μ.Κ.9 του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης και του επίστησε την προσοχή στο Νόμο ο κατηγορούμενος 3 απάντησε «Εν ψέματα ούλλα». Κατά τη σύλληψη του η Μ.Κ.9 παρέδωσε στον κατηγορούμενο 3 γραπτώς τα δικαιώματα του και ο τελευταίος υπέγραψε τη σχετική «Βεβαίωση Πληροφόρησης και Παραλαβής Έγγραφων Δικαιωμάτων» (Τεκμήριο 34). Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 3 παρέδωσε στη Μ.Κ.9 το κινητό του τηλέφωνο. Ακολούθως μετέβηκαν στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού όπου μεταξύ των ωρών 16:45-17:05 η Μ.Κ.9 ανέκρινε προφορικά τον κατηγορούμενο 3, στην παρουσία της μητέρας του. Κατέγραψε δε το περιεχόμενο της ανάκρισης σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 35).

 

Στις 19/02/2021, η Μ.Κ.9 ήταν παρούσα κατά την ιατροδικαστική εξέταση που έγινε στην παραπονούμενη στο Σπίτι του Παιδιού. Κατά την εν λόγω εξέταση διαπιστώθηκε παλαιά ρήξη παρθενικού υμένα. Ακολούθως, η Μ.Κ.9 στην παρουσία της λειτουργού του Σπιτιού του Παιδιού και της μητέρας της παραπονουμένης, εξήγησε στην τελευταία ότι για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης θα έπρεπε να γίνει αναγνώριση των δραστών από την ίδια. Της εξηγήθηκε ότι θα έβλεπε κάποια άτομα, τα οποία μπορεί να ήταν ή να μην ήταν αυτά που διέπραξαν τα αδικήματα και πως η όλη διαδικασία θα γινόταν σε ειδικό δωμάτιο με μονοδρομικό υαλοπίνακα. Της εξηγήθηκε ότι αυτή θα μπορούσε να δει τα άτομα αυτά, όμως εκείνοι δεν θα μπορούσαν να την δουν. Η παραπονούμενη ανάφερε πως δεν επιθυμεί να κάνει κάτι τέτοιο και απλά αγνοώντας τη Μ.Κ.9 που της μιλούσε, έβαλε τα ακουστικά του κινητού της τηλεφώνου στα αυτιά της και ξεκίνησε πεζή να φύγει από το Σπίτι του Παιδιού γιατί όπως ανάφερε ήθελε περίπτερο. Η Μ.Κ.9 την ακολούθησε και της εξήγησε πως αν δεν θέλει να προβεί σε αναγνώριση δεν υπήρχε πρόβλημα και πως θα ήταν καλύτερο να μπει στο αυτοκίνητο με τη μητέρα της και τη λειτουργό για να την πάρουν αυτές στο περίπτερο. Προς τούτο η Μ.Κ.9 έκανε καταχώρηση σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 36).

 

Η Μ.Κ.9 αντεξετάσθηκε ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η σύλληψη του κατηγορουμένου 3 αλλά και η προφορική του ανάκριση που ακολούθησε. Ήταν δε και ως προς τούτο σταθερή στις θέσεις της, οι οποίες δεν κλονίσθηκαν. Εδώ να λεχθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, κανένα θέμα δεν εγέρθηκε στις τελικές αγορεύσεις της Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 3 αναφορικά με οποιαδήποτε αντικανονικότητα ή παράβαση κατά τη σύλληψη του ή κατά την προφορική του ανάκριση, ώστε η μαρτυρία της Μ.Κ.9 να χρήζει περαιτέρω σχολιασμού.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.9 γίνεται δεκτή.

 

Η Μ.Κ.7 κατά τη μαρτυρία της αναφέρθηκε στην εκπαίδευση και στα καθήκοντα της και τη διαδικασία και τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε την οπτικογραφημένη κατάθεση από την παραπονούμενη, στην οποία, πέραν από το επίδικο περιστατικό, η τελευταία αναφέρθηκε και σε κακοποίηση της από τον πατέρα της.  Εδώ να λεχθεί ότι δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι η Μ.Κ.7 είναι ειδικά εκπαιδευμένη στην τεχνική συνέντευξη και στη λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων από ανήλικα πρόσωπα ή παραπονουμένων στο πλαίσιο διερεύνησης υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης.

 

Ως δε ανέφερε περαιτέρω η Μ.Κ.7, μετά το πέρας της λήψης της κατάθεσης από την παραπονούμενη, η τελευταία της υπέδειξε τα προφίλ δύο λογαριασμών στο Instagram (ο ένας με στοιχεία [ ] και ο άλλος με στοιχεία [ ]), οι οποίοι ανήκουν στα δύο από τα τρία άτομα, τα οποία κατονόμασε στην κατάθεση της. Στις φωτογραφίες του λογαριασμού με στοιχεία [ ], η παραπονούμενη εντόπισε ένα αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [ ], το οποίο αναγνώρισε ως το αυτοκίνητο που επισυνέβη το περιστατικό που ανέφερε στην κατάθεση της. Η Μ.Κ.7 κατέγραψε τα πιο πάνω σε ημερολόγιο ενεργείας (Τεκμήριο 14). Από εξετάσεις που έγιναν στο μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο όχημα είναι εγγεγραμμένο στον [ ] και από περαιτέρω εξετάσεις, διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει τρία παιδιά ένας εκ των οποίων είναι ο κατηγορούμενος 1. Στη συνέχεια η Μ.Κ.7 διαβίβασε τα εν λόγω στοιχεία στον ανακριτή της υπόθεσης.

 

Να σημειωθεί ότι το μόνο θέμα που αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.7 αφορούσε επικοινωνίες στο Instagram, που η παραπονούμενη ισχυρίσθηκε στην κατάθεση της ότι είχε με τους κατηγορούμενους 1 και 2, μετά το επίδικο περιστατικό. Ως λέχθηκε και για τη σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.1, εξέταση του θέματος που αφορούσε τη μη λήψη μαρτυρίας σχετικής με τα εν λόγω μηνύματα, θα γίνει ειδικά κατωτέρω.

 

Το μέρος λοιπόν της μαρτυρίας της Μ.Κ.7 που σχολιάσθηκε πιο πάνω γίνεται δεκτό. Για το άλλο μέρος που αμφισβητήθηκε, ως προαναφέρθηκε, θα γίνει αξιολόγηση κατωτέρω.

 

Η Μ.Κ.6 μας άφησε θετική εντύπωση. Αναφέρθηκε στο ιστορικό της παραπονουμένης με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας καθώς και στα όσα η ίδια γνώριζε και η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε.

 

Αναφορικά με το ιστορικό της, η Μ.Κ.6 είπε ότι η παραπονούμενη είχε μια συγκρουσιακή σχέση με τη μητέρα της και υπήρξαν περιστατικά βίας στο παρελθόν. Συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2019 είχε ένα περιστατικό βίας για το οποίο έγινε καταγγελία στην Αστυνομία και έγινε ιατροδικαστική εξέταση με ευρήματα και παλαιές εκχυμώσεις. Η παραπονούμενη μετακινήθηκε στον πατέρα της τότε και τον Φεβρουάριο του 2020 ο πατέρας ζήτησε από τις Υπηρεσίες να τη μετακινήσουν σε άλλο πλαίσιο γιατί δεν μπορούσε να τη φροντίσει. Του ζητήσαν λίγο χρόνο για να δουν, να προετοιμαστεί το παιδί και πού θα τη μετακινούσαν αλλά ο πατέρας της την ίδια ημέρα την πήρε πίσω στη μητέρα της. Μετά από ένα περιστατικό βίας που υπήρξε, μια σύγκρουση με τη μητέρα της, η παραπονούμενη μετακινήθηκε από αυτήν την 01/06/2020 και αρχικά φιλοξενήθηκε σε χώρο φιλοξενίας ασυνόδευτων ανήλικων κοριτσιών στη Λεμεσό. Εκεί άρχισε να φεύγει με άλλα κορίτσια και έτσι στις 17/07/2020 εισήχθη εκτάκτως σε Στέγη στη Λευκωσία. Εκεί παρέμεινε μέχρι τις 17/12/2020, όταν επέστρεψε στη μητέρα της, με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Κατά την περίοδο που η παραπονούμενη έμενε στη Στέγη στη Λευκωσία, παρουσίασε παραβατική συμπεριφορά (δεν ακολουθούσε όρια στη Στέγη και στο σχολείο, έφευγε χωρίς ενημέρωση και άδεια και βρέθηκε θετική σε χρήση «χόρτου» ενώ βρήκαν και σπαστήρα και μικρή ποσότητα «χόρτου», οπότε άρχισαν συνεργασία με την Υ.ΚΑ.Ν.). Όταν έφευγε η παραπονούμενη από τη Στέγη (αυτά έλαβαν χώραν από τον Ιούλιο του 2020 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2020) κάποιες φορές την ανέφεραν ως ελλείπον πρόσωπο στην Αστυνομία και την εντόπισαν (όπως τους ενημέρωσε η Αστυνομία) κάποιες φορές στη Λάρνακα και άλλες στη Λεμεσό.

 

Περαιτέρω, στις 20/08/2020, η Μ.Κ.6 έκανε αναφορά στο Σπίτι του Παιδιού για να διερευνηθεί το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης της παραπονουμένης εφόσον την πήρε κοντά από τη Στέγη κάποιο αυτοκίνητο. Ακολούθως, έγινε αναφορά στο Σπίτι του Παιδιού σχετικά με αποκαλύψεις που έκανε η παραπονούμενη στη γιατρό του Τ.Ε.Ν.Ε. Δρ. Παυλά, τον Δεκέμβριο του 2020. Σε σχέση με το τελευταίο που αφορούσε την παρούσα υπόθεση, η παραπονούμενη δεν ανέφερε οτιδήποτε στη Μ.Κ.6. Η παραπονούμενη έκανε αναφορά για αυτό, όταν νοσηλευόταν στο Τ.Ε.Ν.Ε. και η Μ.Κ.6 ενημερώθηκε σχετικά από τη γιατρό. Η σχετική αναφορά έγινε με επιστολή της εν λόγω γιατρού.

 

Αντεξεταζόμενη η Μ.Κ.6, είπε ότι δεν θυμόταν να περιήλθε στη γνώση της, περί τον Νοέμβρη του 2020, καταγγελία της παραπονουμένης ότι η τελευταία κακοποιείτο σεξουαλικά από άτομο Ιρανικής καταγωγής.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.6 γίνεται δεκτή.

 

Η Μ.Κ.8 επίσης μας άφησε θετική εντύπωση. Κατά τη μαρτυρία της απάντησε με ευθύτητα και λεπτομέρεια σε όλες τις ερωτήσεις που της έγιναν αναφορικά με τα όσα γνώριζε και περιήλθαν στην αντίληψη της για την παραπονούμενη και τις διαδικασίες που έλαβαν χώραν για την παρούσα υπόθεση και η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε.

 

Σε σχέση με τη γνωριμία της με την παραπονούμενη, η Μ.Κ.8 ανέφερε ότι μετά τη λήψη της σχετικής αναφοράς στο Σπίτι του Παιδιού, η ίδια επικοινώνησε με την οικογένεια και την παραπονούμενη ώστε να ενημερωθεί από την τελευταία κατά πόσο ισχύει η αναφορά που λήφθηκε και ακολούθως να ενημερώσει τις Υπηρεσίες και να ενημερωθεί από την παραπονούμενη εάν θέλει να προχωρήσει σε συνεργασία. Διευκρίνισε δε ότι εκείνο που κάνει ως προς την επιβεβαίωση της αναφοράς είναι απλά να ρωτήσει το παιδί εάν είναι αληθές αυτό που λέει στην αναφορά και αν το παιδί λέει ότι είναι αληθές τότε προχωρούν με τις διαδικασίες, εάν το παιδί είναι έτοιμο να συνεχίσει. Δηλαδή, ακούει τι λέει το παιδί και το δέχεται και είναι η Αστυνομία που θα προχωρήσει στην ποινική διαδικασία, θα συλλέξει τα στοιχεία και θα καταλήξει αν και εφόσον υπάρχει υπόθεση ή όχι.

 

Σε σχέση με το τι παρατήρησε για την παραπονούμενη, από τη γνωριμία τους, η Μ.Κ.8 είπε ότι από τα αρχικά στάδια συνεργασίας με την οικογένεια υπήρξε αρκετή δυσκολία από την παραπονούμενη ώστε να συνεργαστεί τόσο με την ίδια όσο και με κάποιο ψυχολόγο στο Σπίτι του Παιδιού. Υπήρχε αρκετή δυσκολία να εμπιστευτεί τις Αρχές όσον αφορά την ασφάλειά της, κάτι το οποίο είχε πει στη Μ.Κ.8. Ανέφερε στη Μ.Κ.8 ότι το περιστατικό που υπήρχε στην αναφορά είχε γίνει πραγματικά, όμως φοβόταν να προχωρήσει σε οποιαδήποτε καταγγελία γιατί φοβόταν για την ασφάλειά της. Φαινόταν υπερευαίσθητη και ήταν αντιδραστική, όσον αφορά την οποιαδήποτε συζήτηση για το γεγονός.

 

Είπε δε ότι η παραπονούμενη ήταν πολύ διστακτική στο να προχωρήσει στην οπτικογραφημένη κατάθεση και ήταν κάτι για το οποίο είχαν συμφωνήσει ότι δεν θα συζητηθεί περαιτέρω και όταν και εφόσον η ίδια νιώσει έτοιμη και θέλει να προχωρήσει να προγραμματίσουν τη συνάντηση για την οπτικογραφημένη κατάθεση.

 

Ανέφερε δε ότι για σκοπούς λήψης της οπτικογραφημένης κατάθεσης από την παραπονούμενη, η Μ.Κ.8 είχε κλείσει ραντεβού να πάρει την παραπονούμενη και τη μητέρα της από το σπίτι της τελευταίας, για να τις μεταφέρει στο Αρχηγείο της Αστυνομίας. Ενημερώθηκε όμως το πρωί εκείνης της ημέρας ότι η παραπονούμενη προτίμησε να μεταβεί στο Αρχηγείο Αστυνομίας με τη Μ., οικογενειακή φίλη της μητέρας της, ούτως ώστε να αποφύγει οποιαδήποτε συζήτηση και σύγκρουση με τη μητέρα της, που θα την ταράξει και δεν θα την κρατήσει ήρεμη. Η Μ.Κ.8 μετέφερε τελικά τη μητέρα της παραπονουμένης. Η παραπονούμενη ήταν ήδη εκεί. Αρχικά ήταν σε καλή κατάσταση, ήταν όμως αρκετά αγχωμένη. Η Μ.Κ.8 παρακολούθησε τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονουμένης, από διπλανό δωμάτιο.

 

Αντεξεταζόμενη, ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, κατά τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης, δεν θυμάται να είδε το Instagram της παραπονουμένης και ότι εκείνο που θυμάται είναι ότι ήταν με την παραπονούμενη και ότι η τελευταία ήταν ταραγμένη, αλλά δεν θυμάται οτιδήποτε άλλο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος. Δεν θυμόταν εάν κατά το διάλειμμα η παραπονούμενη συναντήθηκε με κάποιον αστυνομικό. Όταν ολοκληρώθηκε η οπτικογραφημένη κατάθεση, η παραπονούμενη βγήκε «σχεδόν δια μαγείας εξαφανισμένη, δηλαδή η έγνοια της ήταν απλά να φύει που τον χώρο και έφυγε απευθείας».

 

Περαιτέρω, η Μ.Κ.8 αναφέρθηκε και στη διαδικασία αναγνώρισης των κατηγορούμενων που είχε διευθετηθεί. Συγκεκριμένα είπε ότι είχε προγραμματιστεί διαδικασία και ημερομηνία, είχε συναντηθεί με την παραπονούμενη έξω από τον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, ώστε να προχωρήσει σε αναγνώριση των υπόπτων, αλλά η παραπονούμενη ξεκίνησε να έχει τρέμουλο, να έχει ταραχή, μόνο και μόνο στη σκέψη ότι οι ύποπτοι είναι στο συγκεκριμένο κτήριο. Είχε ξεκινήσει κρίση πανικού και η Μ.Κ.8 ανέφερε στους αστυνομικούς ότι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει η διαδικασία και ίσως να το προγραμμάτιζαν για άλλη φορά.

Εξήγησε δε ότι στο Σπίτι που Παιδιού λήφθηκαν τρεις αναφορές όσον αφορά την παραπονούμενη. Η πρώτη ήταν κατά τη διάρκεια του 2020, ίσως τον Απρίλιο και έγινε από τη μητέρα της παραπονουμένης. Αναφέρθηκε σε υποψίες που είχε ότι η παραπονούμενη πιθανόν να κακοποιείτο και να έκανε χρήση ουσιών από άτομα τα οποία συναντούσε ενώ διέμενε στο πλαίσιο ασυνόδευτων στη Λεμεσό. Δεν θυμόταν τη δεύτερη αναφορά ενώ η τρίτη αφορούσε το επίδικο περιστατικό. Σε σχέση με τη μητέρα της παραπονουμένης, η Μ.Κ.8 είπε ότι κατά τη συνεργασία της με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και τις συζητήσεις της μαζί τους έλαβε πληροφορίες ότι η παραπονούμενη είχε προβεί στο παρελθόν σε καταγγελία εναντίον της μητέρας της.

 

Αναφορικά με την ένταξη της παραπονουμένης στο Τ.Ε.Ν.Ε., η Μ.Κ.8 είπε ότι γνωρίζει ότι μετά από ένα διάστημα στο οποίο ήταν ελλείπουσα και ακολούθως είχε εντοπιστεί, είχαν βρεθεί ουσίες στην κατοχή της και ακολούθως εντάχθηκε στο Τ.Ε.Ν.Ε. Γνωρίζει επίσης ότι η παραπονούμενη είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα απεξάρτησης «Προμηθέας». Κατά τη συνεργασία της με την παραπονούμενη δεν ήρθε στην αντίληψη της περίοδος που η παραπονούμενη έκανε χρήση ουσιών. Επίσης γνωρίζει ότι η παραπονούμενη κατά τη διάρκεια της ψυχολογικής αξιολόγησης στο Σπίτι του Παιδιού, τον Μάρτιο του 2021, είχε προβεί σε απόπειρα αυτοκτονίας, λαμβάνοντας αρκετή ποσότητα χαπιών. Επίσης ενημερώθηκε από τη μητέρα της, κατά τη διάρκεια λήψης του ιστορικού, ότι παλαιότερα είχε προβεί ξανά σε τέτοια προσπάθεια.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.8 γίνεται δεκτή.

 

Αναφορικά με τη Μ.Κ.5, δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι είναι παιδοψυχίατρος και ότι έχει τα προσόντα τα οποία αναφέρονται και περιλαμβάνονται στο βιογραφικό της σημείωμα Τεκμήριο 23. Η μαρτυρία της θα προσεγγισθεί και θα αξιολογηθεί λοιπόν με βάση τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων (βλ. ενδεικτικά Philippou ν. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1 και Χ’Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104).

 

Δεν μας διαφεύγει ότι, ως έχει νομολογηθεί, το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη, εφαρμόζοντας τα κριτήρια αυτά στα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Philippou ανωτέρω και Πιττάλη κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814). Περαιτέρω έχουμε κατά νου την αρχή ότι δεν είναι αποδεκτή η μαρτυρία εμπειρογνώμονα που συνίσταται σε σχολιασμό επί των γεγονότων με βάση την κοινή λογική, ως επίσης που έχει σκοπό να υποστηρίξει την αξιοπιστία «per se» μάρτυρα της ίδιας πλευράς («oath helping evidence»). Σχετικές είναι οι R. v. H [2014] EWCA Crim 1555, R. v. Turner (1975) Q.B. 834 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 91/2017, ημερ. 02/05/2018

 

Έχουμε επίσης υπόψη ότι, ένας εμπειρογνώμονας μπορεί να δώσει μαρτυρία για την προσωπικότητα και την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση ενός προσώπου εφόσον ενδέχεται να καταδείξει τον αναμενόμενο τρόπο αντίδρασης ή συμπεριφοράς του, παρέχοντας εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και πληροφορίες που βρίσκονται έξω από το πεδίο κοινής γνώσης και εμπειρίας του Δικαστή (βλ. Turner ανωτέρω). Περαιτέρω μπορεί να δώσει μαρτυρία για να εξηγηθούν επιστημονικά, πέραν της κοινής γνώσης και εμπειρίας, τα χαρακτηριστικά και ο τρόπος αντίδρασης και συμπεριφοράς μιας κατηγορίας ανθρώπων και ειδικότερα παιδιών (βλ. R. v. S (VJ) (2006) EWCA Crim 2389, R. ν. Marquard [1993] 4 SCR 223 του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά, Ομήρου ανωτέρω και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390).

 

Κατά τη μαρτυρία της, η Μ.Κ.5 ανέφερε όσα ήλθαν στην αντίληψη της κατά τις συναντήσεις που είχε με την παραπονούμενη στο Τ.Ε.Ν.Ε. καθώς και για τη σχετική διάγνωση που έκανε εκεί και τη βάση στην οποία στηρίχθηκε για να καταλήξει σε αυτή. Κατά την αντεξέταση της απάντησε με ειλικρίνεια, επάρκεια αλλά και απλότητα στις ερωτήσεις που της τέθηκαν, επεξηγώντας τις θέσεις της για το καθετί και γενικά η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε. 

 

Η Μ.Κ.5 ανέφερε ότι η παραπονούμενη εισήχθη στο Τ.Ε.Ν.Ε. στις 21/11/2020, μετά από συγκατάθεση του Κηδεμόνα της, δηλαδή της Διευθύντριας των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, για προαιρετική νοσηλεία, καθότι έφευγε συνέχεια από τη Στέγη όπου διέμενε στη Λευκωσία. Η παραπονούμενη παρέμεινε εκεί για περίπου δύο εβδομάδες, μέχρι τις αρχές του Δεκέμβρη του 2020. Σε δύο ξεχωριστές συναντήσεις που είχε η Μ.Κ.5 με την παραπονούμενη, η τελευταία της ανέφερε δύο περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης της. Συγκεκριμένα σε μια συνάντηση, της ανέφερε ότι κατά το διάστημα που διέμενε με τον βιολογικό της πατέρα, εκείνος προσπάθησε να την αγγίξει στα γεννητικά της όργανα (νομίζει ότι αυτό της ανέφερε ότι έγινε χρονικά πρώτο) ενώ σε άλλη συνάντηση της ανέφερε ότι μια μέρα πήγε βόλτα με ένα φίλο της και ακόμα δύο νεαρούς, όπου ένας εξ αυτών τη βίασε και οι άλλοι δύο την «τραβούσαν» βίντεο και ότι όταν τελείωσαν ένοιωθε πολύ άσχημα και όταν επέστρεψε στο σπίτι της, η μητέρα της τη χτύπησε γιατί είχε αργήσει να επιστρέψει. Η παραπονούμενη ήταν αρκετά αποκρυπτική σε αυτή τη συνάντηση και δεν ήθελε να μοιραστεί περισσότερα πράγματα. Σε αμφότερες τις συναντήσεις, η Μ.Κ.5 ζήτησε από την παραπονούμενη να της αναφέρει λεπτομέρειες αλλά εκείνη δεν ήθελε ενώ ούτε στις άλλες συναντήσεις που ακολούθησαν ανέφερε οτιδήποτε άλλο σχετικό στη Μ.Κ.5. Είπε δε ότι σε περιπτώσεις που κάποιο παιδί της αναφέρει περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης χωρίς να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες, δεν ρωτά περισσότερα πράγματα, αφού θα ακολουθήσει η αξιολόγηση του παιδιού από Λειτουργό από το Σπίτι του Παιδιού και η διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία. Σε σχέση με αμφότερα τα περιστατικά η Μ.Κ.5 ετοίμασε και απέστειλε επιστολή, με θέμα «Αναφορά για πιθανή σεξουαλική κακοποίηση με θύμα την [ ]», ημερομηνίας 01/12/2020, με την οποία ενημέρωσε τον Αρχηγό Αστυνομίας, τη Νομική Υπηρεσία και τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για τα όσα επακριβώς της είπε η παραπονούμενη (Τεκμήριο 25). Η παραπονούμενη πήρε εξιτήριο από το Τ.Ε.Ν.Ε. μετά από μια εβδομάδα με 10 μέρες.

 

Ως επίσης ανέφερε η Μ.Κ.5, τις πρώτες 2-3 μέρες μετά την εισαγωγή της στο Τ.Ε.Ν.Ε., η παραπονούμενη ήταν αρκετά αναστατωμένη, ερειστική, αντιδραστική, δεν μπορούσε να συμμορφωθεί στο πρόγραμμα και χρειάστηκε να γίνουν ενέσιμα και αρκετές φορές χρήση του «ήσυχου δωματίου», δηλαδή ενός ασφαλούς δωματίου με μαλακούς τοίχους, όπου βάζουν ένα παιδί που είναι διεγερτικό, επιθετικό και επικίνδυνο προς τον εαυτό του. Τις επόμενες μέρες προσαρμόστηκε στο πρόγραμμα και ήταν πιο ήρεμη και συνεργάσιμη. Κατά τη διάρκεια που νοσηλευόταν βγήκε θετική στο δεκαπλό τεστ ουσιών για κάνναβη. Περαιτέρω, βρέθηκε κάνναβη στα προσωπικά της αντικείμενα και συγκεκριμένα βρέθηκε ένας σπαστήρας που είχε μέσα ίχνη κάνναβης, γι’ αυτό θεώρησαν σωστό να καλέσουν την Υ.ΚΑ.Ν.

 

Η Μ.Κ.5 είχε συνολικά περί τις 7 με 8 συναντήσεις με την παραπονούμενη. Κατά τις συναντήσεις αυτές διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη δυσκολεύτηκε να κάνει σχέση, απαιτούσε εξιτήριο και ότι δεν ήταν παιδί που μιλούσε με ευκολία. Στο τέλος της νοσηλείας της στο Τ.Ε.Ν.Ε. η παραπονούμενη διαγνώστηκε, μετά από κλινική αξιολόγηση, με κύρια διάγνωση την Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή («ODD») (με βάση το ότι ήταν πολύ ανήσυχη, εριστική, θυμωμένη, προκαλούσε, δυσκολευόταν να ακολουθήσει τα όρια, δηλαδή πληρούσε τα σχετικά κριτήρια στο 100%) και με δευτερεύουσα διάγνωση το Μετατραυματικό Στρες (στη βάση του ότι πληρούσε τα κριτήρια του τραυματικού γεγονότος που ανέφερε, της μεγάλης έκπτωσης στη λειτουργικότητα της, ήταν παιδί που σχεδόν δεν φοιτούσε στο σχολείο, είχε πολλές αρνητικές σκέψεις, αισθήματα ντροπής και θυμού και δυσκολία στην ανάκληση των γεγονότων).

 

Στη κυρίως εξέταση, ζητήθηκε από τη Μ.Κ.5 να εκφέρει τη γνώμη της αναφορικά με το κατά πόσο είναι φυσιολογικό, για ένα ανήλικο πρόσωπο όταν μπαίνει στη διαδικασία να περιγράψει τέτοιου είδους κακοποιητικά περιστατικά, να μην μπαίνει σε πολλές λεπτομέρειες ή ακόμα και να αποκρύπτει ορισμένες λεπτομέρειες που έγιναν. Απάντησε ότι ειδικά στο πλαίσιο του Τ.Ε.Ν.Ε., που είναι ένα κλειστό Τμήμα, πολλές φορές τα παιδιά στις συναντήσεις μαζί της είναι αποκρυπτικά και ο λόγος είναι γιατί από τον γιατρό εξαρτάται η άδεια, το εξιτήριο και η φαρμακευτική αγωγή. Όσον δε αφορά την παραπονούμενη και παιδιά που αναφέρουν ένα τραυματικό γεγονός, τις πρώτες φορές που θα το μοιραστούν, θα το μοιραστούν δειλά, αποκρυπτικά, σιγά‑σιγά.

 

 Δεν είναι παράξενο ένα παιδί που θα εμπιστευτεί για πρώτη φορά να αναφέρει λίγες πληροφορίες, θέλοντας να δει και πώς θα αντιδράσει το σύστημα. Αποκάλυψε δε ότι η παραπονούμενη μίλησε πρώτα στην προσωπική της νοσηλεύτρια, στην οποία έκανε την αναφορά και ήταν η νοσηλεύτρια που είπε στη Μ.Κ.5 «Έτσι και έτσι, τούτο το παιδί ανέφερε ένα τραύμα». Είπε δε ότι όταν η παραπονούμενη μίλησε με τη νοσηλεύτρια ήταν πιο χαλαρή, μίλησε περισσότερο ενώ αργότερα με τη Μ.Κ.5 ήταν αποκρυπτική και είπε πιο λίγα καθότι από τον γιατρό του Τμήματος εξαρτάται το εξιτήριο, οι άδειες, η φαρμακευτική αγωγή και επειδή η παραπονούμενη από την πρώτη μέρα απαιτούσε εξιτήριο επηρεάστηκε όσο‑όσο επειδή υποχρεώθηκε να μιλήσει καθώς η Μ.Κ.5 της είπε ότι χρειάζεται να κάνουν αυτή την αναφορά. Στην αντεξέταση της, είπε ότι η παραπονούμενη «αναγκάστηκε να της μιλήσει» υπό την έννοια ότι από την πρώτη μέρα εκείνο που ήθελε ήταν να φύγει. Όταν ρωτήθηκε εάν η παραπονούμενη εξαναγκάστηκε να μιλήσει και μίλησε με σκοπό να καταφέρει αυτό το οποίο ήθελε, δηλαδή να φύγει, απάντησε αρνητικά και εξήγησε ότι η παραπονούμενη μίλησε πρώτα για το συμβάν στην προσωπική της νοσηλεύτρια, με την οποία περνούσε περισσότερο χρόνο και έτσι είχε μια διαφορετική σχέση και κάποια στιγμή στο πλαίσιο της συμβουλευτικής, όταν η νοσηλεύτρια προσπάθησε να βάλει κάτω το θέμα της επικινδυνότητας με αγνώστους, εξηγώντας της ότι μπορεί να της συμβεί κάτι, η παραπονούμενη ανοίχθηκε και είπε για το συμβάν. Μετά η νοσηλεύτρια το ανέφερε στη Μ.Κ.5, επειδή όταν τίθεται «νομικό ζήτημα» είναι η γιατρός που κάνει τις αναφορές, και η Μ.Κ.5 την επόμενη μέρα είχε συνάντηση με την παραπονούμενη και της είπε «πρέπει να κάνουμε αναφορά στην Αστυνομία και πρέπει κάποια πράγματα να τα γράψουμε να τα πούμε». Η παραπονούμενη ήταν αρκετά φοβισμένη και δεν ήθελε να κάνουν καταγγελία. Όσα δε είπε στη Μ.Κ.5 η παραπονούμενη, η πρώτη τα κατέγραψε.

 

Κατά την αντεξέταση, σε σχέση με την Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή, δέχθηκε ότι αυτή παρουσιάζει τα ακόλουθα συμπτώματα: ξεσπάσματα οργής, συχνές συγκρούσεις με ενήλικες, περιφρόνηση και άρνηση συμμόρφωσης με αιτήματα και κανόνες που θέτουν οι ενήλικες, σκόπιμες προσπάθειες να ενοχλήσουν ή να αναστατώσουν τους ανθρώπους, κατηγορούν τους άλλους για τα λάθη ή την κακή συμπεριφορά τους, συχνά είναι ευερέθιστοι και ενοχλούνται από τους άλλους, συχνά χάνουν τη ψυχραιμία τους ή έχουν εκρήξεις θυμού, όταν είναι αναστατωμένοι πληγώνουν, παίρνουν ευχαρίστηση από μεγάλες συγκρούσεις που κυριαρχεί το συναίσθημα θυμού και αρνητικότητας από τους άλλους και είναι συχνά οι νικητές στις κλιμακούμενες συγκρούσεις, έχουν αρνητική διάθεση, εχθρική και εκδικητική στάση. Αναφορικά δε με το κατά πόσο χρησιμοποιούν ψέματα για να γίνουν πιστευτοί, η Μ.Κ.5 είπε ότι αυτό δεν αναφέρεται στο «DSM», δηλαδή στο σχετικό διαγνωστικό εγχειρίδιο, και ότι ένα παιδί μπορεί να λέει ψέματα στο πλαίσιο της εν λόγω διαταραχής αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο. Εξήγησε όμως ότι δεν μπορούμε να πούμε ότι επειδή ένα παιδί πάσχει από τέτοια διαταραχή λέει ψέματα. Πιθανά αιτία πρόκλησης της εν λόγω διαταραχής, είναι, σύμφωνα με τη Μ.Κ.5, βιολογικοί παράγοντες, η ιδιοσυγκρασία του παιδιού και το οικογενειακό ιστορικό, όταν υπάρχουν στενά μέλη της οικογένειας με ψυχικές ασθένειες ή διαταραχές και όταν υπάρχουν οικογενειακά ζητήματα όπως δυσλειτουργική οικογενειακή ζωή, κατάχρηση ουσιών, ασυνεπής γονική πειθαρχεία.

 

Αναφορικά με το ιστορικό της παραπονουμένης στη βάση του οποίου - πέραν δηλαδή των όσων παρατήρησε η ίδια η Μ.Κ.5 σε σχέση με τη συμπεριφορά της παραπονουμένης κατά την παραμονή της στο Τ.Ε.Ν.Ε. - δόθηκε η ως άνω διάγνωση, η Μ.Κ.5 είπε ότι πήρε αυτό από την ίδια την παραπονούμενη αλλά και από την Κοινωνική Λειτουργό της. Ήταν σε γνώση της Μ.Κ.5 ότι η παραπονούμενη έκανε κατάχρηση κάνναβης, έκανε παρέα με άτομα ηλικιακά μεγαλύτερα της, έμπαινε σε αυτοκίνητα με αγνώστους και κυκλοφορούσε, είχε ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, εξαφανιζόταν για μέρες, δεν πήγαινε σχολείο το τελευταίο διάστημα και τσακωνόταν με τη μητέρα της. Ενόψει αυτών, συμφώνησε ότι η παραπονούμενη είχε τουλάχιστον 4 από τα συμπτώματα που προαναφέρθηκαν. Υπήρχαν όμως και κριτήρια που δεν πληρούσε, όπως το να είναι εκδικητική ή να κατηγορεί άλλους για τα δικά της λάθη.

 

Όταν της τέθηκε βασικά ότι η συγκεκριμένη διαταραχή δεν προκαλείται μέσω ενός μεμονωμένου περιστατικού αλλά τα βιώματα πρέπει να είναι συστηματικά και καθημερινά, η Μ.Κ.5 απάντησε ότι συμφωνεί «εν μέρει» και ότι αυτό δεν ισχύει για όλα τα παιδιά που έχουν αυτή τη διάγνωση και δεν ισχύει πάντα. Ως είπε, δεν είναι θέμα αντίθετης άποψης με αυτό που της τέθηκε αλλά «συμπληρωμένης» και εξήγησε ότι για να καταλήξει σε τέτοια διάγνωση μπορεί πράγματι να επηρεάζει η σχέση μητέρας‑παιδιού, μπορεί να υπάρχει ένα τραύμα, μπορεί να υπήρχε «bullying» στο σχολείο ή αθεράπευτο τραύμα και να καταλήξουν στη διαταραχή. Επισήμανε δε ότι το να επικεντρωθούμε μόνο στην οικογένεια ή μόνο σε κάποια «σημεία του DSM» δεν είναι ωφέλιμο. Δέχθηκε δε ότι με βάση το «DSM» και την επιστημονική κοινότητα, προκειμένου να διαγνωστεί ένα παιδί από 13 χρονών και άνω με «ODD» θα πρέπει η συγκεκριμένη συμπεριφορά να εμφανίζεται τους τελευταίους 6 μήνες τουλάχιστον. Η διάγνωση αυτής της διαταραχής μπορεί να γίνει από την ηλικία των 6 έως 8 χρονών, μπορεί δε να γίνει και στην εφηβεία και διαρκεί μέχρι την ενηλικίωση.

 

Ως προς τη δευτερεύουσα διάγνωση της παραπονουμένης, δηλαδή το Μετατραυματικό Στρες, η Μ.Κ.5 είπε ότι μπορεί να υπάρχει συννοσηρότητα αυτού με την Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή. Η δευτερεύουσα δε αυτή διάγνωση έγινε με βάση τα όσα τους είπε η παραπονούμενη και το ιστορικό της. Είπε δε ότι ενεργούσε ως θεραπευτής και συμφώνησε ότι είναι ασυμβίβαστη η ιδιότητα του θεραπευτή και του πραγματογνώμονα με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, υπό την έννοια του ότι ο θεραπευτής προσλαμβάνεται από τον ασθενή προκειμένου να τον βοηθήσει να γίνει καλύτερα και η προτεραιότητα του δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας αλλά η συναισθηματική κατανόηση και υποστήριξη του ασθενούς. Ως προς τούτο, η Μ.Κ.5 διευκρίνισε ότι τις δύο εβδομάδες που νοσηλεύτηκε η παραπονούμενη στο Τ.Ε.Ν.Ε., η ίδια ήταν η κλινικός γιατρός και όχι δικανική παιδοψυχίατρος, ούτε έγινε αξιολόγηση για τα όσα ανέφερε η παραπονούμενη, κάτι που αναλαμβάνουν στη συνέχεια άλλοι ειδικοί. Είπε δε ότι η ίδια ως κλινική γιατρός είδε ότι η παραπονούμενη πληρούσε τα σχετικά με τη εν λόγω διάγνωση κριτήρια και ότι ο σκοπός της διάγνωσης για το Τ.Ε.Ν.Ε. είναι να διασφαλίσουν ότι ο επόμενος συνάδελφος που θα αναλάβει το παιδί θα δει τη διάγνωση και θα ξέρει κάπως πάνω‑κάτω την εικόνα, δηλαδή για σκοπούς επικοινωνίας μεταξύ των ειδικών. Σε ερώτηση κατά πόσο συμφωνεί ότι, εφόσον η διάγνωση αυτή στηρίχθηκε στα όσα είπε η παραπονούμενη, εάν αυτή δεν τους είπε την αλήθεια τότε η διάγνωση στηρίχθηκε σε ανύπαρκτο υπόβαθρο, απάντησε ότι ο κλινικός γιατρός δεν μπαίνει σε τούτη τη διαδικασία, να δει εάν είναι αλήθεια ή ψέματα, «δηλαδή ό,τι πει το παιδί για τον κλινικό γιατρό ισχύει και προχωρούμε».

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία της Μ.Κ.5 γίνεται δεκτή.

 

Η Μ.Κ.11 επίσης κλήθηκε για να δώσει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας σε θέματα που άπτονται της ειδικότητας της. Η εκπαίδευση και τα ακαδημαϊκά της προσόντα και συγκεκριμένα το ότι είναι κλινική ψυχολόγος, δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση. Αυτό που η Υπεράσπιση αμφισβητεί είναι ότι η Μ.Κ.11 έχει τύχει ειδικής και συγκεκριμένης εκπαίδευσης σε θέματα αξιολόγησης σεξουαλικώς κακοποιημένων παιδιών και κατ’ επέκταση ότι είναι ειδική σε τέτοιες αξιολογήσεις. Σε σχέση με αυτό σημειώνουμε τα ακόλουθα:

 

Η Μ.Κ.11 αναφέρθηκε στην επαγγελματική πείρα που κατείχε σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, ότι είναι κλινική ψυχολόγος στο Σπίτι του Παιδιού από το 2019 και έχει αναλάβει συνολικά περίπου 120 υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ως εξήγησε, η εμπλοκή της στις 50 υποθέσεις αφορούσε την ψυχολογική υποστήριξη και θεραπεία παιδιών, ως επίσης την υποστήριξη των οικογενειών τους, ενώ στις υπόλοιπες 70 αφορούσε την ψυχολογική αξιολόγηση των παιδιών. Ως προς τις ψυχολογικές αξιολογήσεις που έκανε, ανέφερε ότι η πείρα της περιλάμβανε τη συγγραφή εκθέσεων σε σχέση με τα πορίσματα της αξιολόγησης, τη συμμετοχή σε διυπηρεσιακές πολυθεματικές συναντήσεις και τη συγγραφή και αποστολή εκθέσεων. Περαιτέρω, έδωσε λεπτομερή περιγραφή  ως προς τη συνεχιζόμενη επαγγελματική της κατάρτιση σε σχέση με περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, με αναφορά στο βιογραφικό της (Τεκμήριο 41).

 

Κατά την αντεξέταση, ανέφερε ότι η ψυχολογική αξιολόγηση είναι βασική εκπαίδευση στην κλινική ψυχολογία. Ως προς τις εκπαιδεύσεις της, ως αυτές αναφέρονται στο Τεκμήριο 41, τις οποίες η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε, ανέφερε ότι είναι σχετικές με το αντικείμενο της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, χωρίς όμως να υπάρχει συγκεκριμένη εκπαίδευση που να αναφέρεται στην ψυχολογική αξιολόγηση τους. Εξήγησε ότι οι εν λόγω εκπαιδεύσεις αφορούν την κλινική εικόνα παιδιών που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά, για παράδειγμα τη στάση τους, τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουν, τις επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης σε αυτά και τις κατάλληλες θεραπευτικές παρεμβάσεις, αλλά όχι πώς να διεκπεραιώνεται μια ψυχολογική αξιολόγηση. Ως προς την κλινική αξιολόγηση, διευκρίνισε ότι αποτελεί μέρος της δουλείας ενός κλινικού ψυχολόγου και με διάφορες εκπαιδεύσεις ενισχύεται περισσότερο η γνώση γύρω από το αντικείμενο της σεξουαλικής κακοποίησης.

 

Από τα πιο πάνω, ικανοποιούμαστε ότι τόσο με βάση την εμπειρία της από την εμπλοκή της σε υποθέσεις σεξουαλικώς κακοποιημένων παιδιών που χειρίστηκε στο Σπίτι του Παιδιού, όσο και από τα ακαδημαϊκά της προσόντα και τις εκπαιδεύσεις της, η Μ.Κ.11 κατέχει τα απαραίτητα προσόντα για να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας και ως εκ τούτου αποδεχόμαστε ότι είναι ειδική και στην ψυχολογική αξιολόγηση σεξουαλικώς κακοποιημένων παιδιών και συνεπώς η μαρτυρία της θα προσεγγισθεί και θα αξιολογηθεί με βάση τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων (βλ. ανωτέρω).

 

Η Μ.Κ.11 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν με βάση τις γνώσεις και την πείρα της και με την απαιτούμενη επιστημονική επάρκεια και αντικειμενικότητα. Διαφώτισε το Δικαστήριο σε σχέση με την κλινική αξιολόγηση που διενήργησε αναφορικά με την παραπονούμενη και την εικόνα που αυτή παρουσίαζε κατά τον χρόνο της αξιολόγησης. Εξήγησε με λεπτομέρεια και κατά τρόπο κατανοητό, τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για να προβεί στην κλινική αξιολόγηση και το ιστορικό που έλαβε υπόψη της και παρέθεσε με σαφήνεια και αντικειμενικότητα τις διαπιστώσεις και τα ευρήματα της, ως τα κατέγραψε στην έκθεση που ετοίμασε (Τεκμήριο 45), στηρίζοντας τις θέσεις της σε σχετική βιβλιογραφία (βλ. Τεκμήρια 43, 44, 46 και 48). Για τους λόγους όμως που θα εξηγήσουμε κατωτέρω, το συμπέρασμα στην έκθεση της δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Αυτό δε, ως θα διαφανεί, ανεξαρτήτως των όσων έχουμε πει για την αντικειμενικότητα και την επάρκεια της.

 

Κατά την αντεξέταση, η Μ.Κ.11 ρωτήθηκε και εξήγησε επιστημονικά και με επάρκεια γιατί ουσιαστικά θεώρησε, για σκοπούς ψυχολογικής αξιολόγησης, ως καταλληλότερη για την παραπονούμενη τη μέθοδο της ημιδομημένης κλινικής συνέντευξης αντί τη χρήση ειδικών μεθοδολογικών οργάνων.

 

Ερωτώμενη δε κατά πόσο είχε διερευνήσει τους ισχυρισμούς της παραπονουμένης για να διαπιστώσει αν αυτοί είναι αληθείς, με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα απάντησε αρνητικά καθότι, ως εξήγησε, δεν αποτελεί έργο του κλινικού ψυχολόγου να διερευνήσει κατά πόσο ένα παιδί λέει αλήθεια ή ψέματα. Ως ανέφερε, σκοπός της ψυχολογικής αξιολόγησης είναι να εξεταστεί η τρέχουσα ψυχική κατάσταση του παιδιού και όχι η εκτίμηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ή να ληφθούν λεπτομέρειες επί του καταγγελλόμενου περιστατικού. Στο ίδιο πλαίσιο αποδέχθηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιδιά προβαίνουν σε ψευδείς αναφορές ως προς τη σεξουαλική κακοποίηση τους. Παρόλα αυτά, επισήμαινε, δεν έχει εκπαιδευτεί και δεν είναι ικανή να διακρίνει την αλήθεια από το ψεύδος και ότι η δικανική συνέντευξη είναι εκτός του πεδίου γνώσης της. Διευκρίνισε δε ότι οι όποιες συζητήσεις είχε με την παραπονούμενη ως προς το επίδικο περιστατικό, αφορούσαν την ψυχολογική κατάσταση της και πως η ίδια η παραπονούμενη συνέδεε τα καταγγελλόμενα περιστατικά με τις ψυχοσυναισθηματικές της δυσκολίες. Εδώ να λεχθεί ότι πράγματι αποτελεί αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας, να αποφασίσει κατά πόσο η παραπονούμενη λέει αλήθεια ή όχι. 

 

Στην έκθεση της (Τεκμήριο 45), η Μ.Κ.11 καταλήγει «Συμπερασματικά, η παρούσα ψυχική κατάσταση της ανήλικης παρουσιάστηκε με ενεργή συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες, σχετιζόμενη με τα καταγγελθέντα περιστατικά και μερική συμπτωματολογία κατάθλιψης, φάνηκε ότι τα περιστατικά, λειτούργησαν επιβαρυντικά στην ήδη επιβαρυμένη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση της ανήλικης». Ως εξήγησε η Μ.Κ.11, η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες είναι η διάγνωση που τίθεται για να εξηγήσει μια ομάδα συμπτωμάτων, τα οποία προκύπτουν μετά από έκθεση σε γεγονός το οποίο ορίζεται ως τραυματικό, δηλαδή έκθεση σε θάνατο ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας και έχει ορισμένα συμπτώματα τα οποία εκδηλώνονται μετά την έκθεση του ατόμου στο τραυματικό γεγονός. Ένα γεγονός καθορίζεται ως τραυματικό όταν το ίδιο το άτομο που το βίωσε το αντιλαμβάνεται ως απειλητικό για τη σωματική του ακεραιότητα και στη συνέχεια εμφανίζει συμπτωματολογία, την οποία συνδέει με το εν λόγω γεγονός.

 

Κατά την αντεξέταση, με αναφορά στο «Ιστορικό» της έκθεσης ψυχολογικής αξιολόγησης (Τεκμήριο 45), τέθηκαν στη Μ.Κ.11 αρκετές ερωτήσεις ως προς πιθανές αιτίες που μπορεί να προκάλεσαν Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες («PTSD») στην παραπονούμενη.

 

Συγκεκριμένα, η Μ.Κ.11 ρωτήθηκε κατά πόσο η παρενόχληση και ο εκφοβισμός που βίωσε η παραπονούμενη από την πρώην γυναίκα του πατέρα της μπορούσε να αποτελέσει αιτία για Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες. Η Μ.Κ.11 εξήγησε ότι ένα τραυματικό γεγονός κρίνεται ως τέτοιο εάν το ίδιο το άτομο εκλαμβάνει το γεγονός αυτό ως απειλητικό για τη σωματική του ακεραιότητα και εάν εμφανίζει συμπτωματολογία που συνδέει το ίδιο με αυτό που είχε βιώσει και ότι δεν είναι το τί κρίνει η Μ.Κ.11 ως ένα τραυματικό γεγονός που καθορίζει εάν ένα γεγονός είναι τέτοιο. Περαιτέρω διευκρίνισε ότι η «ενόχληση» διαφέρει από τον «τραυματισμό» και ότι για να έχουν συγκεκριμένα γεγονότα τραυματίσει ένα παιδί θα πρέπει το παιδί να έχει συμπτωματολογία που το ίδιο το παιδί συνδέει με το εν λόγω γεγονός. Σε σχέση με την παρενόχληση και τον εκφοβισμό που η παραπονούμενη είχε βιώσει από την πρώην σύζυγο του πατέρα της, η Μ.Κ.11 ανέφερε ότι, παρόλο που μπορεί αυτά να λειτούργησαν στην παραπονούμενη ως επιβαρυντικά, εντούτοις η παραπονούμενη δεν τα είχε συνδέσει με συμπτωματολογία που να πληρείται και να συναντάται στη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες.

 

Περαιτέρω ερωτήθηκε κατά πόσο η εγκατάλειψη που βίωσε η παραπονούμενη από τον πατέρα και τη μητέρα της, με τον τρόπο που περιγράφεται στην έκθεση της, στο μέρος «Δ. Ιστορικό Παιδιού» και ο εγκλεισμός της «σε ψυχιατρικές πτέρυγες και Στέγες», μπορούσε να συνιστά αιτία Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες. Η Μ.Κ.11 ανέφερε ότι η παραπονούμενη απλά περιέγραψε τις εν λόγω εμπειρίες της ως ψυχοπιεστικές και ότι της προκάλεσαν δυσφορία.

 

Όταν η Μ.Κ.11 ρωτήθηκε κατά πόσο το καταγγελλόμενο περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα της παραπονουμένης, μπορούσε να είναι αιτία Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες, απάντησε καταφατικά και σε επόμενη ερώτηση είπε ότι το εν λόγω γεγονός λειτούργησε επιβαρυντικά και ότι η παραπονούμενη πληρούσε κριτήρια Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες συνεπεία και των δύο καταγγελλόμενων περιστατικών, ήτοι του επίδικου περιστατικού και αυτού με τον πατέρα της.

 

Σε σχέση με την κακοποιητική συμπεριφορά και βία που ασκούσε στην παραπονούμενη η μητέρα της, η Μ.Κ.11 ανέφερε ότι αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν αιτία μετατραυματικού στρες, αφού η σωματική βία είναι στα αίτια αυτού. Επανέλαβε όμως ότι δεν είναι το τι θεωρεί η Μ.Κ.11 ως αιτία για μετατραυματικό στρες, αλλά πώς το ίδιο το παιδί συνδέει τις δυσκολίες που είχε με αυτά που πέρασε.

 

Όταν της υποβλήθηκε ότι η παραπονούμενη είπε ψέματα για την κακοποίηση της ως προς το επίδικο περιστατικό προκειμένου να βρει διέξοδο και σημασία μέσα από τη θυματοποίηση της από όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, η Μ.Κ.11, επανέλαβε με ειλικρίνεια ότι δεν μπορεί και δεν είναι δική της δουλεία να αναφέρει κατά πόσο η παραπονούμενη είπε ψέματα ή όχι. Παρόλα αυτά, ανέφερε ότι γενικότερα η συμπεριφορά ενός παιδιού μπορεί να αλλάζει γιατί με αυτό τον τρόπο μπορεί να αποζητά βοήθεια και όταν δεν τη λαμβάνει και υπάρχουν δυσκολίες τις οποίες το παιδί δεν μπορεί να διαχειριστεί, να προβαίνει σε συμπεριφορές, οι οποίες δείχνουν ότι χρειάζεται στήριξη. Ως προς την παραπονούμενη, ανέφερε ότι κατά την αξιολόγηση δεν παρατήρησε ότι αυτή ήθελε σημασία. Αντιθέτως ήταν ένα παιδί που φαινόταν αμυντικό και δεν επιθυμούσε να συμμετέχει στην εν λόγω διαδικασία. Εξήγησε ότι η παραπονούμενη ήταν «δυσκολεμένο» παιδί, είχε αμυντική στάση και παρουσίαζε δυσκολία να εμπιστευτεί και να εκφραστεί συναισθηματικά. Κατά την τελευταία συνάντηση, η παραπονούμενη ανέφερε στη Μ.Κ.11 ότι αισθάνεται μια απέχθεια για όλους τους ανθρώπους, αίσθημα που είχε και για την Μ.Κ.11 αρχικά. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Μ.Κ.11 ανέφερε ότι η παραπονούμενη δεν της έδωσε την εντύπωση ότι ήταν προετοιμασμένη να αναφέρει κάποια πράγματα με σκοπό να λάβει σημασία. Στην συνέχεια η Υπεράσπιση υπέβαλε στη Μ.Κ.11 ότι ο λόγος για τον οποίο η παραπονούμενη δεν της έδωσε την εντύπωση ότι επιζητούσε σημασία ήταν επειδή η Μ.Κ.11 ήταν προκατειλημμένη υπέρ της, με προδιάθεση να δεχθεί την αλήθεια των ισχυρισμών της, θέση με την οποία η Μ.Κ.11 διαφώνησε, αναφέροντας ότι ως επαγγελματίας δεν έχει τέτοια προκατάληψη.

 

Ακολούθως, η Υπεράσπιση υπέβαλε τη θέση ότι η αμυντική στάση της παραπονουμένης και τα όσα περιέγραψε η Μ.Κ.11 για αυτήν αποτελούν την εικόνα ενός προσώπου που λέει ψέματα, ο οποίος φοβάται γιατί θα αποκαλυφθεί ότι λέει ψέματα, δεν νιώθει άνετα που λέει ψέματα και για αυτό έχει αμυντική στάση. Η Μ.Κ.11 ανέφερε ότι ένα παιδί μπορεί να μην νιώθει άνετα όταν λέει ψέματα αλλά μπορεί να μην νιώθει άνετα και όταν λέει την αλήθεια. Στη συνέχεια υποβλήθηκε στη Μ.Κ.11 ότι η αμυντική στάση μπορεί να παρατηρείται και από ένα παιδί επειδή είναι χρόνιος χρήστης ναρκωτικών και αλκοόλης, με τη Μ.Κ.11 να απαντά ότι η αμυντική στάση ενός παιδιού μπορεί να συνδέεται με πάρα πολλά πράγματα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τοποθετηθεί. Επιπρόσθετα, της υποβλήθηκε ότι η αμυντική στάση που είχε η παραπονούμενη μπορεί να οφείλετο και στο γεγονός ότι κατάγγειλε τη μητέρα της για σωματική κακοποίηση και στις προηγούμενες της εμπειρίες όπου είχε καταλήξει σε Παιδικές Στέγες. Η Μ.Κ.11 επανέλαβε ότι η αμυντική στάση της παραπονουμένης μπορεί να οφείλεται σε πάρα πολλούς λόγους και ότι αυτή είχε δει ένα παιδί το οποίο δυσκολευόταν να εκφραστεί συναισθηματικά, δυσκολευόταν να εμπιστευτεί και ότι της είχε αναφέρει ότι δεν ήθελε να δείχνει αδύναμη μπροστά σε άλλους.

 

Ως προς την αναφορά της Μ.Κ.11 ότι η έκφραση των συναισθημάτων της παραπονουμένης δεν ήταν σύντονη με τα λεγόμενα της, η Υπεράσπιση της υπέβαλε ότι αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις που κάποιος λέει ψέματα. Η Μ.Κ.11 απάντησε ότι είναι πολύ συχνό φαινόμενο, στις περιπτώσεις όπου ένα παιδί έχει υποστεί ψυχικό τραυματισμό, να χρησιμοποιεί τον μηχανισμό άμυνας της απώθησης ή της άρνησης, ούτως ώστε να μπορεί να επιβιώσει ψυχικά και να κρατήσει μια ισορροπία. Συνεπώς, το γεγονός ότι η έκφραση των συναισθημάτων της παραπονουμένης δεν ήταν σύντονη με τα λεγόμενα της, μπορεί να οφείλεται σε αυτό τον μηχανισμό ή και σε πάρα πολλούς άλλους παράγοντες όπως το ότι είχε περάσει ένα χρονικό διάστημα από το επίδικο περιστατικό ή ότι είχε επαναλάβει την ιστορία της.

 

Με ειλικρίνεια δε η Μ.Κ.11 είπε ότι δεν έλαβε ενημέρωση αναφορικά με το ότι η παραπονούμενη είχε διαγνωστεί με Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή. Ως προς τούτο πρέπει να λεχθεί ότι δεν μας διαφεύγει ότι η Μ.Κ.11 είπε ότι δεν γνωρίζει πότε τέθηκε η εν λόγω διάγνωση και υπό ποιες περιστάσεις, καθώς και ότι η εν λόγω διαταραχή περιγράφει μια συμπεριφορά και όχι τι την έχει προκαλέσει. Παρά ταύτα δεν εξήγησε κατά πόσο η ύπαρξη της εν λόγω διάγνωσης σχετιζόταν ή επηρέαζε το συμπέρασμα στο οποίο η ίδια κατέληξε, ότι δηλαδή η παραπονούμενη παρουσίαζε «ενεργή συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες, σχετιζόμενη με τα καταγγελθέντα περιστατικά». Αυτό καθίσταται σημαντικό με δεδομένο ότι η Μ.Κ.5, ως προαναφέρθηκε, είπε ότι η κύρια διάγνωση της όσον αφορά την παραπονούμενη ήταν η Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή και δευτερεύουσα το Μετατραυματικό Στρες. Ως εκ των άνω κρίνεται ότι δεν μπορούμε να καταλήξουμε με ασφάλεια στο ότι το συμπέρασμα της Μ.Κ.11 στην έκθεση της είναι ορθό.

 

Εδώ να λεχθεί ότι ακόμη και εάν το εν λόγω συμπέρασμα της Μ.Κ.11 ήταν ορθό, από τα όσα αυτή ανέφερε, προκύπτει με σαφήνεια ότι κατέληξε σε αυτό στη βάση του ότι η παραπονούμενη εμφάνιζε την εν λόγω συμπτωματολογία, σε συνδυασμό όμως με το ότι η ίδια (και όχι η Μ.Κ.11) συνέδεε αυτή τη συμπτωματολογία, τόσο με το επίδικο περιστατικό όσο και με αυτό της ισχυριζόμενης σεξουαλικής κακοποίησης της από τον πατέρα της. Ως έχει προαναφερθεί, δεν αποτελεί έργο της Μ.Κ.11 να διαγνώσει κατά πόσο η παραπονούμενη λέει αλήθεια ή ψέματα. Ο δικός της ρόλος ήταν να προβεί σε ψυχολογική αξιολόγηση της παραπονούμενης και δη στο να εξετάσει την τρέχουσα τότε ψυχική της κατάσταση και όχι να κρίνει κατά πόσο λέει αλήθεια ως προς το επίδικο περιστατικό. Με δεδομένο λοιπόν το ότι, για να καταλήξει η Μ.Κ.11 στο εν λόγω συμπέρασμα της, έλαβε υπόψη το ότι η παραπονούμενη συνδέει τη σχετική συμπτωματολογία της και με το επίδικο περιστατικό, το κατά πόσο, η ως άνω διαταραχή (που εμφάνιζε η παραπονούμενη και διέγνωσε η Μ.Κ.11) και οι συνέπειες αυτής στην ψυχική της κατάσταση, ήταν αποτέλεσμα και του επίδικου περιστατικού, εξαρτάται από το κατά πόσο αυτό πράγματι έλαβε χώραν. Κατ’ επέκταση εξαρτάται από το κατά πόσο το Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας, θα κρίνει ότι η παραπονούμενη λέει την αλήθεια ότι το επίδικο περιστατικό συνέβη με τον τρόπο που υποστήριξε ότι συνέβη, δηλαδή χωρίς τη θέληση της και με τη χρήση βίας.

 

Τέλος, δέον όπως λεχθεί ότι όσον αφορά τις απόπειρες αυτοκτονίας που έκανε η παραπονούμενη μετά το επίδικο περιστατικό και τον «επανερχόμενο αυτοκτονικό ιδεασμό», η Μ.Κ.11 ανέφερε ότι μόνο τη μια εξ αυτών των απόπειρων η παραπονούμενη απέδωσε αποκλειστικά στο εν λόγω περιστατικό. Συγκεκριμένα, η Μ.Κ.11 είπε ότι η παραπονούμενη της είπε ότι την επομένη του επίδικου περιστατικού, όταν συνειδητοποίησε τι συνέβη, έκλαιγε και αποπειράθηκε να θέσει τέρμα στη ζωή της, λαμβάνοντας ποσότητα χαπιών. Ούτε όμως η παραπονούμενη, ούτε η μητέρα της ανέφεραν κάτι τέτοιο κατά τη μαρτυρία τους. Όσον δε αφορά την άλλη απόπειρα που η Μ.Κ.11 είχε υπόψη της ότι έγινε μετά το επίδικο περιστατικό, από τα όσα η Μ.Κ.11 ανέφερε, προκύπτει ότι η παραπονούμενη απέδωσε αυτή όχι μόνο στο επίδικο περιστατικό αλλά και στο περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης της από τον πατέρα της. Περαιτέρω, η Μ.Κ.11 στα συμπεράσματα της έκθεσης της, πέραν των όσων έχουν προαναφερθεί για το επίδικο περιστατικό καθώς και για αυτό που αφορούσε τον πατέρα της παραπονουμένης, αναφέρεται στην «ήδη επιβαρυμένη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση» της παραπονούμενης και προσθέτει ότι «η συγκρουσιακή σχέση με τη μητέρα, η απουσία του πατέρα (συναισθηματική και φυσική) και τα χρόνια συναισθήματα απόρριψης και ανεπαρκούς γονεϊκής οριοθέτησης είχαν ως αποτέλεσμα την "κραυγή" της ανήλικης για συναισθηματική ανταπόκριση, η οποία εκφραζόταν μέσα από παρορμητικές συμπεριφορές που συχνά την έθεταν σε κίνδυνο (απόπειρες αυτοκτονίας, χρήση ουσιών, φυγές)». Ως εκ των άνω, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, η προαναφερόμενη συμπεριφορά της παραπονουμένης να είχε αίτια άλλα και όχι το επίδικο περιστατικό.

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η μαρτυρία της Μ.Κ.11 γίνεται δεκτή, με τις ως άνω διευκρινίσεις.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 θα πρέπει κατ’ αρχάς να λεχθεί ότι εξετάσαμε αυτή με ιδιαίτερη προσοχή, έχοντας υπόψη τη φιλική σχέση του με τους κατηγορουμένους και ιδιαίτερα με τον κατηγορούμενο 2. Στο πλαίσιο αυτό λάβαμε υπόψη ότι ο Μ.Υ.1, κατά τον χρόνο που έδιδε την κατάθεση του (Τεκμήριο 49), την οποία υιοθέτησε στην κυρίως εξέταση του, ήταν πολύ καλός φίλος με τον κατηγορούμενο 2, τον οποίο έβλεπε κάθε μέρα στο σχολείο ενώ μερικές φορές βρίσκονταν και εκτός σχολείου. Ως δε ανέφερε, τον κατηγορούμενο 1 τον έβλεπε όποτε έβγαινε με τον κατηγορούμενο 2 και ήταν στο πλαίσιο της φιλίας του με αυτόν που έκανε παρέα με τους κατηγορουμένους 1 και 3. Ήταν δε ειλικρινής ότι οι σχέσεις του, ιδιαίτερα με τον κατηγορούμενο 2 ήταν στενές, αλλά, ως είπε, τα τελευταία 2-3 χρόνια που έγινε πατέρας αποκόπηκε σχεδόν από όλους τους κατηγορούμενους και σταμάτησε να μιλά και με τον κατηγορούμενο 2.

 

Εξετάζοντας τη μαρτυρία του, έχοντας υπόψη και τα πιο πάνω, πρέπει να λεχθεί ότι ο Μ.Υ.1 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Ανέφερε όσα γνώριζε για την υπόθεση, με παραπομπή στις πηγές της γνώσης του και ήταν σταθερός και συνεπής στις θέσεις του, οι οποίες δεν κλονίσθηκαν κατά την αντεξέταση. Μας άφησε την εντύπωση ενός ειλικρινούς μάρτυρα και δεν διαφάνηκε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει τους κατηγορούμενους λέγοντας ψέματα, ως του υποβλήθηκε.

 

Ως ανέφερε ο Μ.Υ.1, ήταν συμμαθητής με τον κατηγορούμενο 2 (στις 19/02/2021 που λήφθηκε η κατάθεση του), τον οποίο γνώριζε τα προηγούμενα 3-4 χρόνια. Επίσης γνωρίζει τον κατηγορούμενο 1 γιατί πήγαιναν στο ίδιο δημοτικό και μέσω εκείνου και του κατηγορουμένου 2, γνώρισε και τον κατηγορούμενο 3. Την παραπονούμενη την γνώρισε μέσω του Instagram αλλά δεν έτυχε ποτέ να τη δει από κοντά. Πριν τη γνωρίσει, μια ημέρα τον προηγούμενο χρόνο, ήταν με τον κατηγορούμενο 2 και εκείνος του είπε ότι μιλούσε στο Instagram με μια [το όνομα της παραπονουμένης] και κανόνιζαν για να βρεθούν. Μεταγενέστερα ο κατηγορούμενος 2 του είπε ότι βρέθηκε με την [ ] και «γλείφτηκαν».

 

Ένα χρόνο περίπου πριν την κατάθεση του, ο Μ.Υ.1 ήταν σε μια ομάδα στο Instagram και στην ομάδα αυτή ήταν και μια [το όνομα της παραπονουμένης]. Με την  [ ] μιλούσαν φιλικά στο Instagram και μια ημέρα ο Μ.Υ.1 έλαβε στο Instagram δυο με τρεις φωτογραφίες γυμνές μιας κοπέλας που είχε το πρόσωπο καλυμμένο με ζωγραφιά με γραμμές από μια εφαρμογή που έχει το Instagram. Από τις φωτογραφίες που είδε, υπολόγισε ότι η κοπέλα αυτή ήταν 18 με 19 χρόνων. Της έστειλε μήνυμα και τη ρώτησε τί είναι αυτές οι φωτογραφίες και του είπε ότι πάτησε κατά λάθος ο γάτος στο τηλέφωνο της και σταλθήκαν οι φωτογραφίες σε αυτόν. Δεν του είπε αν ήταν δικές της οι φωτογραφίες ούτε έδωσε πολλή σημασία. Συνέχισαν να μιλούν στο Instagram και η [ ] ήθελε να συναντηθούν από κοντά αλλά ο Μ.Υ.1 έβρισκε διάφορες δικαιολογίες και την απόφευγε. Μια ημέρα που μιλούσαν στο Instagram, ήταν δίπλα του ο κατηγορούμενος 2 και είδε ότι ο Μ.Υ.1 μιλούσε με την [ ] και του είπε ότι αυτή ήταν η παραπονούμενη. Το καλοκαίρι του 2020 ο Μ.Υ.1 βγήκε από την προαναφερόμενη ομάδα στο Instagram και έσβησε όλες τις συνομιλίες που είχε με την [ ] και τις φωτογραφίες που του έστειλε γιατί δεν ήθελε να έχει επαφή μαζί της καθότι είχε δεσμό με άλλη κοπέλα. Θυμάται δε ότι τον καιρό που μιλούσε με την [ ] στο Instagram, εκείνη του ανάφερε ότι τη βίασαν 3 άτομα και ότι την «έβγαλαν» βίντεο. Του είπε ότι αυτό έγινε σε σπίτι και την απειλούσαν ότι αν πάει στην Αστυνομία το βίντεο θα βγει στη «φόρα».

 

Ως ανέφερε, αντεξεταζόμενος ο Μ.Υ.1, γνώρισε την παραπονούμενη από ένα «group-ομάδα» στο Instagram, στην οποία συμμετείχε μια κοινή τους φίλη και άλλοι δύο νεαροί. Ήταν αυτή η φίλη τους που τον έβαλε στο «group». Μετά τη γνωριμία αυτή, η παραπονούμενη του έστειλε προσωπικό μήνυμα και άρχισαν να μιλούν. Η παραπονούμενη δεν γνώριζε ότι ο Μ.Υ.1 ήταν φίλος με τους κατηγορούμενους. Ούτε ο Μ.Υ.1 γνώριζε ότι η παραπονούμενη γνώριζε τους κατηγορούμενους. Το έμαθε μετά που τους συνέλαβαν, όταν ο κατηγορούμενος 2 του είπε ότι «βρεθήκασιν». Ήταν δε προφανές από τα όσα είπε στην κατάθεση του ο Μ.Υ.1, ότι ο κατηγορούμενος 2, όταν του είπε ότι συναντήθηκαν με μια [το όνομα της παραπονουμένης ] και «γλείφτηκαν» - αντάλλαξαν φιλιά μεταξύ τους, δεν του είχε πει τότε, πέραν του ονόματος, ότι ήταν η παραπονούμενη αλλά ήταν αργότερα, μια μέρα που είδε τον Μ.Υ.1 να μιλά με την παραπονούμενη στο Instagram, που του είπε ποια ήταν. Εξήγησε ο Μ.Υ.1 ότι ήταν μετά τη σύλληψη των κατηγορουμένων που ο κατηγορούμενος 2 του είπε ότι συναντήθηκαν οι κατηγορούμενοι με την παραπονούμενη και έγινε ό,τι έγινε. Ήταν δε πειστικός ο Μ.Υ.1, ότι ενώ μιλούσε φιλικά με την παραπονούμενη στο Instagram, όταν εκείνη του ζητούσε να συναντηθούν από κοντά, έβρισκε διάφορες δικαιολογίες και την απόφευγε, καθότι ως εξήγησε, τότε αυτός είχε άλλη κοπέλα και δεν θεωρούσε σωστό να συναντήσει την παραπονούμενη ούτε σε φιλικό επίπεδο. Είπε επίσης ότι μιλούσε με την παραπονούμενη για ένα με δύο μήνες, πριν 4 περίπου χρόνια, το 2019 με 2020.

 

Αναφορικά με το ότι η παραπονούμενη του είπε, όταν μιλούσαν στο Instagram, ότι τη βίασαν 3 άτομα σε ένα πάρτι, σε ένα σπίτι και ότι την «έβγαλαν» βίντεο, ο Μ.Υ.1 με ειλικρίνεια δέχθηκε ότι με την παραπονούμενη μιλούσαν φιλικά και δεν μιλούσαν για τα προσωπικά τους. Με ειλικρίνεια, ανέφερε ότι δεν θυμόταν πως έγινε αυτή η συζήτηση αλλά ήταν σταθερός ως προς το ότι έγινε, ότι η παραπονούμενη του είπε τα πιο πάνω και μάλιστα είπε ότι η παραπονούμενη ανέφερε αυτό και σε άλλο «group» με άλλα άτομα. Εκείνο δε που θυμόταν ο Μ.Υ.1, ήταν ότι η παραπονούμενη του ανέφερε ότι βγήκαν έξω σε ένα πάρτι, σε ένα σπίτι, έπιναν ποτά, ήταν μεθυσμένη, τη βίασαν 3 άτομα, «έβγαλαν» βίντεο και της είπαν ότι εάν πάει Αστυνομία θα βγάλουν «έξω» τούτο το βίντεο. Δεν του ανέφερε όμως ποια ήταν αυτά τα 3 άτομα. Μάλιστα ο Μ.Υ.1 ανέφερε, κάτι που δείχνει και τη γνησιότητα της θέσης του, ότι είπε τότε στην παραπονούμενη ότι το ίδιο έτυχε σε συγγενικό του πρόσωπο και ότι πήγε με αυτό στην Αστυνομία. Είπε επίσης ότι η παραπονούμενη δεν ανέφερε πότε έγινε αυτό. Ήταν δε σταθερός ως προς το τι του είπε η παραπονούμενη για το βίντεο και δεν δέχθηκε ότι μπορεί να μην την απειλούσαν για κάποιο βίντεο και απλά του εξέφραζε φόβο να πάει να καταγγείλει το συμβάν μήπως υπάρχει βίντεο και βγει στη φόρα, ως του υποβλήθηκε. Δέχθηκε δε με ειλικρίνεια ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει ούτε είδε ποτέ του αυτό το βίντεο.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία του Μ.Υ.1 γίνεται δεκτή.

 

Όπως και για τον Μ.Υ.1, αξιολογήσαμε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 με ιδιαίτερη προσοχή, έχοντας υπόψη τη σχέση του με τους κατηγορούμενους. Στο πλαίσιο αυτό λάβαμε υπόψη ότι, ως είπε, γνωρίζει τους κατηγορούμενους 1 και 2 από το δημοτικό και τον κατηγορούμενο 3 από την Τεχνική. Αντεξεταζόμενος, δεν συμφώνησε ότι εξακολουθούν να είναι καλοί φίλοι με τους κατηγορούμενους, λέγοντας ότι τα τελευταία 1-2 χρόνια απομακρύνθηκαν γιατί άλλαξαν οι παρέες τους και δεν συναντιόνται καθόλου πλέον και διερωτήθηκε τι όφελος θα είχε να έλθει στο Δικαστήριο για να βοηθήσει τους κατηγορούμενους και ιδιαίτερα τον κατηγορούμενο 2, ως του υποβλήθηκε, με δεδομένο ότι εδώ και 2 χρόνια δεν μιλούν.

 

Εξετάζοντας λοιπόν τη μαρτυρία του έχοντας υπόψη και τα πιο πάνω, πρέπει να πούμε ότι και ο Μ.Υ.2 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Και αυτός ανέφερε όσα γνώριζε για την υπόθεση, αποκαλύπτοντας τις πηγές της γνώσης του, ήταν σταθερός στις θέσεις του και άφησε την εικόνα ενός ειλικρινούς μάρτυρα. Ούτε ως προς αυτό διαφάνηκε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει τους κατηγορούμενους λέγοντας ψέματα, ως του υποβλήθηκε.

 

Ως ανέφερε, γνωρίζει τον κατηγορούμενο 2 από το δημοτικό. Γνώριζε δε ότι η παραπονούμενη μιλούσε με τον κατηγορούμενο 2. Μια μέρα, ενώ ο τελευταίος βρισκόταν στο αυτοκίνητο μαζί του, ο Μ.Υ.2 είδε έξω από το Γ.Σ.Ο. την παραπονούμενη και τη φίλη της την Ντιάνα και ρώτησε τον κατηγορούμενο 2 εάν ήταν η κοπέλα με την οποία μιλούσε. Εκείνος του απάντησε καταφατικά. Στάθμευσαν στον χώρο στάθμευσης του Γ.Σ.Ο. και έκατσαν και μιλούσαν με τις δύο κοπέλες. Μετά από 5-10 λεπτά ο κατηγορούμενος 2 και η παραπονούμενη έφυγαν από εκεί και πήγαν λίγο πιο μακριά από τον Μ.Υ.2 και την άλλη κοπέλα, σε σημείο όπου δεν τους έβλεπαν. Επέστρεψαν μετά από περίπου μισή ώρα και ο Μ.Υ.2 με τον κατηγορούμενο 2 έφυγαν. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, ο Μ.Υ.2 ρώτησε τον κατηγορούμενο 2 τι έκαναν με την παραπονούμενη και εκείνος του είπε ότι η παραπονούμενη «έκαμεν του πίπα τζιαί ότι ήταν πολλά ωραία». Μετά μετέφερε τον κατηγορούμενο 2 στο σπίτι του.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Υ.2, ανέφερε ότι η προαναφερόμενη συνάντηση με την παραπονούμενη στο Γ.Σ.Ο. ήταν τυχαία, ήταν η μοναδική και έμειναν στον χώρο για 30 με 40 λεπτά. Ήταν δε κατηγορηματικός ότι δεν ήταν παρών τότε ο κατηγορούμενος 1 αλλά μόνο ο κατηγορούμενος 2. Με ειλικρίνεια ανέφερε δε ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο βρέθηκαν στο Γ.Σ.Ο. η παραπονούμενη με τη φίλη της την Ντιάνα και τους κατηγορουμένους 1 και 2. Δεν δέχθηκε όμως υποβολή ότι δεν έγινε τίποτα από όσα είπε. Αναφορικά με το ότι σε υποβολή ότι ουδέποτε η παραπονούμενη έκανε στοματικό έρωτα στον κατηγορούμενο 2, απάντησε «Εγώ πιστέφκω τον Νικόλα, ό,τι μου είπε ο Νικόλας» θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτό δεν δείχνει ότι είπε ψέματα για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο 2. Αυτό καθότι, σε προηγούμενη ερώτηση, είπε με ειλικρίνεια ότι δεν είδε και δεν μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς έγινε μεταξύ του κατηγορουμένου 2 και της παραπονουμένης και ότι αυτά που ανέφερε είναι όσα του είπε ο κατηγορούμενος 2.

 

Ως εκ των άνω η μαρτυρία του Μ.Υ.2 γίνεται δεκτή με μόνη εξαίρεση αυτή που αφορά το ότι κατά την προαναφερόμενη συνάντηση, η παραπονούμενη έκανε στοματικό έρωτα στον κατηγορούμενο 2. Αυτό καθότι είναι προφανές ότι η μαρτυρία αυτή αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία εφόσον ο Μ.Υ.2 δεν είδε ο ίδιος να γίνεται κάτι τέτοιο αλλά ανέφερε στο Δικαστήριο τι του είπε ο κατηγορούμενος 2. Ήταν δε αναφαίρετο δικαίωμα του κατηγορουμένου 2 να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής κατά την ακροαματική διαδικασία. Από την άλλη όμως ενόψει του ότι ήταν το πρόσωπο στο οποίο ο Μ.Υ.2 απέδωσε την πιο πάνω αρχική δήλωση, η μη κατάθεση του στέρησε από το Δικαστήριο την ευχέρεια να αξιολογήσει και να κρίνει το αξιόπιστο αυτής. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα πιο πάνω, το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και ότι η εξ ακοής αυτή μαρτυρία ήταν σημαντική για την υπόθεση, κρίνουμε με βάση το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, ότι δεν μπορεί να της δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217 και Κολάνη ν. Ταμπούρα (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1108 και Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χριστοδούλου (2016) 1Β Α.Α.Δ. 1779).

 

Αναφορικά με τη Μ.Κ.3, εξετάσαμε τη μαρτυρία αυτής με ιδιαίτερη προσοχή, έχοντας κατά νου ότι είναι η μητέρα της παραπονουμένης. Πρέπει ευθύς εξ αρχής να πούμε ότι η Μ.Κ.3 δεν άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Ήταν έκδηλη η προσπάθεια της να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για τους κατηγορούμενους και να υποστηρίξει την εκδοχή της κόρης της ενώ δεν είχε καμία προσωπική γνώση ως προς τα γεγονότα.

 

Στην κατάθεση της (ημερ. 13/02/2021 - Τεκμήριο  20Α-Β), την οποία υιοθέτησε κατά την κυρίως εξέταση της, ανέφερε ότι όταν η παραπονούμενη επέστρεψε στο σπίτι της Μ.Κ.3 από το σπίτι του πατέρα της, δεν της είπε οτιδήποτε για τον πατέρα της, αλλά έκλαιγε συνέχεια. Στην κυρίως εξέταση, όταν της ζητήθηκε να αναφερθεί στη συμπεριφορά και στην ψυχολογική κατάσταση της παραπονουμένης για την περίοδο μετά που επέστρεψε από τον πατέρα της, η Μ.Κ.3 ανέφερε ότι η ψυχολογική της κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή. Χωρίς να έχει προσωπική γνώση αλλά και χωρίς να πει πως το γνώριζε (να σημειωθεί ότι ούτε η παραπονούμενη ήταν σε θέση να πει ακριβώς τον χρόνο) είπε ότι το επίδικο συμβάν έγινε δύο με τρεις μέρες μετά που επέστρεψε η παραπονούμενη στο σπίτι της και πρόσθεσε ότι μετά ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση και όταν τη ρωτούσε συνεχώς «Τι έχεις;», η παραπονούμενη δεν της έλεγε. Παρά ταύτα η Μ.Κ.3 δήλωσε ότι ήταν σίγουρη ότι δεν της το έλεγε γιατί ήξερε ότι «αυτοί μπορεί να μου κάνουν κακό και γι’ αυτό δεν μου το είπε εμένα και πήγε και το είπε στη φίλη μου». Με άλλα λόγια, χωρίς να γνωρίζει κατά τον χρόνο εκείνο ότι επισυνέβη το επίδικο περιστατικό, εκ των υστέρων και για να υποστηρίξει την εκδοχή της κόρης της, πιθανολογεί ότι η κατάσταση της τελευταίας τότε οφειλόταν σε αυτό. Στην αντεξέταση όταν της τέθηκε η θέση ότι, το ότι η παραπονούμενη έκλαιγε κατά τη διάρκεια που διέμενε μαζί της δεν σημαίνει ότι συνδέεται με το επίδικο περιστατικό, επέμενε ότι είχε σχέση με αυτό. Εδώ να υπομνήσουμε ότι ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι η κατάσταση και η συμπεριφορά της παραπονουμένης τότε ήταν αυτή που περιέγραψε η Μ.Κ.3, δεν μπορεί να αποκλεισθεί αυτή να οφείλεται στο ότι, ως η ίδια η παραπονούμενη ισχυρίσθηκε, κατά την παραμονή της στον πατέρα της, υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από αυτόν, κάτι που η Μ.Κ.3 επίσης έμαθε εκ των υστέρων, όπως έμαθε και για το επίδικο περιστατικό.  

 

Το ότι προσπάθησε να υποστηρίξει την εκδοχή της κόρης της και να δημιουργήσει αρνητική εικόνα για τους κατηγορούμενους, προκύπτει και από το ότι κατά την κυρίως εξέταση της, η Μ.Κ.3 είπε, αναφερόμενη στους κατηγορούμενους, «Δεν ξέρω, αυτοί δέχονται να κάνουν έτσι στες κόρες τους; Με βλέπουνε σαν να θέλουν να με σφάξουν. Άσε να σκεφτούν ότι συνέβηκε στην αδελφή τους. Εγώ δεν μπορώ να μιλώ, αφήνω το δίκαιο μου στο Θεό και σε αυτούς εάν είναι δίκαιοι για να πάρουν το δίκαιο του παιδιού μου από αυτούς». Ως προς τούτο να λεχθεί ότι δεν παρατηρήσαμε οι κατηγορούμενοι να είχαν τέτοια έκφραση ή να έκαναν οποιοδήποτε μορφασμό που να δώσει τέτοια εντύπωση. Όταν στην αντεξέταση της ρωτήθηκε σχετικά, η Μ.Κ.3 μετέβαλε τη θέση της αναφέροντας πλέον ότι σίγουρα τη βλέπουν με ειρωνεία, κάτι που επίσης δεν παρατηρήσαμε.

 

Ως προς τη σχέση της με την παραπονούμενη, στην κατάθεση της ανέφερε ότι κατά τον Οκτώβριο του 2019, η παραπονούμενη έκανε καταγγελία εναντίον της στην Αστυνομία ότι τη χτυπούσε και σε άλλο σημείο είπε ότι η εν λόγω καταγγελία είναι ψέματα και πιστεύει ότι η κόρη της την έκανε επειδή εκείνο τον καιρό είχε κακές παρέες. Όταν όμως στην αντεξέταση της εύλογα, ενόψει του πιο πάνω, ρωτήθηκε κατά πόσο η κόρη της λέει ψέματα, υπεκφεύγοντας ώστε να μην εκθέσει με οποιονδήποτε τρόπο την παραπονούμενη και για να στηρίξει την εκδοχή της τελευταίας, απάντησε «Δεν έχει κανένα μες το συμβάν αυτό που είναι άγγελος. Δεύτερο, όσον αφορά το περιστατικό για τον βιασμό της κόρης μου δεν υπάρχουν ψέματα και ορκίστηκα στο Ευαγγέλιο. Τα είπα όπως μου τα είπε η κόρη μου, έτσι έγινε ακριβώς γιατί έχω δει με τα μάτια μου την κατάστασή της». Δέχθηκε δε ότι ορκίστηκε στο Ευαγγέλιο και ό,τι είπε μέχρι τότε στο Δικαστήριο είναι αλήθεια. Όταν της τέθηκε ότι άρα είναι η θέση της ότι η καταγγελία που έκανε στην Αστυνομία το 2019 η κόρη της εναντίον της ότι τη χτυπούσε είναι ψέματα, αφού της επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο ώστε να μην αυτοενοχοποιηθεί από οποιαδήποτε απάντηση της είπε «Δεν υπάρχει απάντηση. Εγώ είμαι εδώ για την κόρη μου, όχι για οτιδήποτε άλλο».

 

Στην κυρίως εξέταση της, είπε ότι όταν η παραπονούμενη ήταν 13 ετών και μέχρι περίπου τα 15 της, η σχέση τους ήταν πάρα πολύ δύσκολη, δηλαδή δεν την άκουγε, δεν διάβαζε και όταν είχε την ανάμειξη με το «Γραφείο» άλλαξε εντελώς, δηλαδή όταν έβγαινε επέστρεφε αργά, στο σχολείο μια μέρα πήγαινε, την άλλη μέρα δεν πήγαινε, δεν διάβαζε καθόλου και συνέχιζε να έχει τις κακές παρέες. Σήμερα οι σχέσεις τους είναι πολύ καλές, όπως παλιά που δεν μπορούσε να πάει σε κάποιο μέρος χωρίς την κόρη της και δεν έχει αυτές τις κακές παρέες που έκανε. Στην κατάθεση της είπε ότι όταν το Γραφείο Ευημερίας πήρε την κόρη της στις Στέγες, η ίδια έβλεπε ότι η κόρη της συνέχιζε να κάνει κακές παρέες με άτομα που έπιναν αλκοόλ και ναρκωτικά. Όταν στην αντεξέταση της ρωτήθηκε τι γνωρίζει και τι εννοεί με αυτό, είπε ότι όταν η κόρη της ήταν 13 χρονών αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι και ότι η ίδια έβλεπε «άλλα κοριτσάκια που έμπαιναν σε αυτοκίνητο με μεγάλα αγόρια» όχι την κόρη της, τις άλλες κοπέλες. Γνωρίζει τα άτομα που ανέφερε γιατί τους έβλεπε κοντά από το σπίτι της και σε άλλους τόπους. Με άλλα λόγια πιθανολογούσε. Σε άλλο δε σημείο όταν ρωτήθηκε κατά πόσο υπάρχουν πολλά πράγματα για τη ζωή της κόρης της που δεν γνωρίζει διότι έκανε τέτοια ζωή που δεν μπορούσε να την ελέγξει, απάντησε ότι ό,τι έκανε η κόρη της το γνώριζε. Από την άλλη όμως είπε ότι δεν γνώριζε αλλά υποψιαζόταν ότι η κόρη της από 13 χρονών έκανε ναρκωτικά. Δεν δέχθηκε δε ότι η κόρη της έκανε σεξ με αγόρια από την ηλικία των 13 ετών, κάτι που όμως ευσταθεί ως η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε και δείχνει ότι η Μ.Κ.3 είτε δεν γνώριζε τόσο καλά την κόρη της είτε ότι προσπάθησε να μη δημιουργήσει οποιανδήποτε εικόνα για αυτήν, που θεωρούσε ότι δεν θα ήταν θετική.  

 

Ως προς τα όσα της ανέφερε η Μ., μετά που η Μ.Κ.3 πήρε ξανά κοντά της την παραπονούμενη (μετά που εξασφάλισε δηλαδή διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου) και δη αυτά που σύμφωνα με τη Μ. της είπε η παραπονούμενη για το περιστατικό με τον πατέρα της και το επίδικο περιστατικό, σημειώνουμε ότι αυτά συνιστούν εξ ακοής μαρτυρία δευτέρου βαθμού, με τις αρχικές δηλώσεις να προέρχονται από την παραπονούμενη. Η Μ. δεν κλήθηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει αλλά κατέθεσε η παραπονούμενη, η οποία έκανε τις αρχικές δηλώσεις και η μαρτυρία της θα αξιολογηθεί. Συνεπώς κρίνουμε ότι τα όσα ανέφερε η Μ. στη Μ.Κ.3 δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ως προς τα όσα δε είπε η Μ.Κ.3 και δη ότι η παραπονούμενη της επιβεβαίωσε τα όσα της είπε η Μ., με δεδομένο ότι η εν λόγω μαρτυρία δεν τέθηκε ως πρώτο παράπονο εν την εννοία του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, πρόκειται για αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις, η οποία με βάση τον σχετικό κανόνα απόδειξης που αποκλείει τέτοια μαρτυρία, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές (βλ. Τρύφωνος v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 49/19, ημερ. 08/04/2020 και Ε.Σ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 231/18 ημερ. 19/11/2019).

 

Ως εκ των άνω, η μαρτυρία της Μ.Κ.3, δεν γίνεται δεκτή.

 

Όσον αφορά την παραπονούμενη πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αυτή ανέφερε στην οπτικογραφημένη κατάθεση της (Τεκμήριο 5Α-Β – Τεκμήριο 4 η απομαγνητοφώνηση της), η οποία κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της καθώς και τα όσα ανέφερε κατά την ένορκη μαρτυρία της αλλά και τις θέσεις που της υπέβαλαν οι συνήγοροι Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση της, προκύπτει ως κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι κατά τον επίδικο χρόνο οι κατηγορούμενοι 1 και 2 ήρθαν σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη. Αμφισβητήθηκε όμως από πλευράς των κατηγορουμένων, η θέση της παραπονουμένης ότι η εν λόγω επαφή έγινε με τη χρήση βίας και χωρίς τη θέληση της καθώς και ότι ο κατηγορούμενος 1, με τη συνδρομή των κατηγορουμένων 2 και 3, με τη χρήση βίας, έβαλε τα δάκτυλα του στο γεννητικό της όργανο. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης θα γίνει λοιπόν έχοντας υπόψη τα πιο πάνω αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Στο πλαίσιο της αξιολόγησης, παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη και επαυξημένη προσοχή και παρατηρητικότητα την παραπονούμενη κατά την ένορκη μαρτυρία της. Με την ίδια προσοχή εξετάσαμε εξονυχιστικά της μαρτυρία της στο σύνολο της, όχι αποσπασματικά και αντιπαραβάλλοντας τη βέβαια με την υπόλοιπη μαρτυρία. Περαιτέρω, λάβαμε υπόψη τόσο την ηλικία της κατά τον επίδικο χρόνο (είχε συμπληρώσει τα 14 έτη) και όταν αυτή έδινε την οπτικογραφημένη της κατάθεση (ήταν 15 ετών και 4 μηνών) όσο και κατά τον χρόνο που κατέθεσε στο Δικαστήριο (ήταν 18 ετών και 3 μηνών), τις ιδιαιτερότητες και την προσωπικότητα της, το οικογενειακό της υπόβαθρο, τα βιώματα της καθώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, ως τέθηκαν από τη λοιπή μαρτυρία.

 

Σε αυτό το σημείο δέον όπως υπομνήσουμε ότι η παραπονούμενη έδωσε τη δια ζώσης μαρτυρία της από το Σπίτι του Παιδιού, μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας, μετά από σχετική διαταγή του Δικαστηρίου. Ως προς τούτο πρέπει να τονίσουμε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν υπολειπόταν σε τίποτα από τις διαδικασίες κατά τις οποίες ο μάρτυρας καταθέτει με φυσική παρουσία στο Δικαστήριο. Είχαμε έτσι την ίδια ευχέρεια να παρακολουθήσουμε και παρακολουθήσαμε, με ιδιαίτερη προσοχή, τη μαρτυρία της παραπονουμένης, τον τρόπο που κατέθεσε και τις αντιδράσεις της.

 

Εξετάζοντας λοιπόν τη μαρτυρία της παραπονουμένης, στη βάση όλων των πιο πάνω παραμέτρων αλλά και της σχετικής νομολογίας, πρέπει να πούμε εξ αρχής - θα εξηγήσουμε τους λόγους εν συνεχεία - ότι η παραπονούμενη δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της δεν ήταν καλή. Στην προσπάθεια της να πείσει για την αλήθεια της εκδοχής της, παρουσίασε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο σωρεία λεπτομερειών ως προς ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, τα οποία δεν ανέφερε στην οπτικογραφημένη κατάθεσή της, ως θα αναμενόταν. Περαιτέρω, αρκετές ήταν οι φορές που ανέφερε ότι δεν θυμόταν ουσιώδη γεγονότα και λεπτομέρειες από το επίδικο συμβάν. Έχοντας δε επίγνωση τούτου, προσπάθησε κατά την ένορκη μαρτυρία της να δικαιολογήσει το γεγονός αυτό με τον ισχυρισμό ότι η υπερευαισθησία που ένιωθε δεν της επέτρεπε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες τόσο στην Αστυνομία όσο και στο Δικαστήριο. Εξέταση δε της μαρτυρίας της καταδεικνύει έλλειψη συνοχής και ουσιώδεις αντιφάσεις. Πλείστες δε εκ των ουσιωδών θέσεων της δεν είναι πειστικές, είτε στερούνται λογικής ενώ άλλες διαψεύδονται από άλλη μαρτυρία που έγινε δεκτή. Συγκεκριμένα:

 

Η παραπονούμενη ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση της ότι για κάποιες μέρες πριν το επίδικο περιστατικό συνομιλούσε με τον κατηγορούμενο 1 με σκοπό να διευθετήσουν συνάντηση για να καπνίσουν «χόρτο» και να χαλαρώσουν. Σε άλλο σημείο της κυρίως εξέτασης της, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 1 τελικά δεν κάπνισε «χόρτο» με τη δικαιολογία ότι θα οδηγούσε. Κατά την αντεξέταση της ερωτώμενη αν ο σκοπός της συνάντησης ήταν να κάνει χρήση κάνναβης με τον κατηγορούμενο 1, αρχικά συμφώνησε αναφέροντας ότι «θα βγαίναμε έξω, θα κάναμε παρέα, θα καπνίζαμε, θα χαλαρώναμε». Στη συνέχεια όμως, αναιρώντας τα πιο πάνω, ανέφερε «Είπα ότι εγώ θα κάπνιζα, δεν ξέρω εάν θα κάπνιζε μαζί μου αλλά θεώρησα ότι θα κάπνιζε και αυτός μαζί μου διότι γιατί αλλιώς να βρισκόμασταν; Για να καπνίσω εγώ;». Όταν δε ο συνήγορος του κατηγορουμένου 1 της έθεσε ότι η εν λόγω αναφορά της είναι αντίθετη με την πρώτη εκδοχή που έδωσε ως προς τον σκοπό της συνάντησης της με τον κατηγορούμενο 1, στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει την εν λόγω ανακολουθία ανέφερε ότι ήθελε απλά να ξεκαθαρίσει ότι δεν είπε ότι θα κάπνιζε μαζί της και ότι απλά έτσι θεώρησε η ίδια. Ακολούθως όταν της τέθηκε η θέση ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν κάπνιζε και δεν καπνίζει ούτε κάνναβη ούτε τσιγάρα, μη πειστικά απάντησε «Δεν ξέρω εάν καπνίζει ή δεν καπνίζει».

 

Περαιτέρω, τόσο στην κυρίως εξέταση όσο και στην αντεξέταση, η παραπονούμενη ανέφερε ότι μαζί της «χόρτο» κάπνισε ο κατηγορούμενος 2. Στην αντεξέταση όταν της υποβλήθηκε ότι δεν είναι ο κατηγορούμενος 1 που συμφώνησε μαζί της να αγοράσουν χόρτο αλλά ο κατηγορούμενος 2, ο οποίος πράγματι το αγόρασε, η παραπονούμενη επέμενε ότι είναι με τον κατηγορούμενο 1 που αντάλλαζε μηνύματα και που συμφώνησε. Όταν στη συνέχεια της υποβλήθηκε ότι μάλλον τα έχει συγχύσει ή ότι λέει ψέματα απάντησε με εκνευρισμό «Όπως είπα δεν συγχύζομαι, δεν μπερδεύομαι για το τί έγινε. Είστε ανόητος;». Εδώ να λεχθεί ότι, από τα όσα η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε σε σχέση με τα ναρκωτικά κατά το επίδικο βράδυ, προκύπτει ότι αυτή έκανε χρήση τέτοιων με τον κατηγορούμενο 2 αφού η ίδια προηγουμένως έδωσε σε αυτόν χρήματα για τον σκοπό αυτό και αφού ο κατηγορούμενος 2 πήγε σε συγκεκριμένο χώρο όπου συνάντησε πρόσωπα που γνώριζε, τα οποία και τον προμήθευσαν. Σε μεταγενέστερο στάδιο της αντεξέτασης της, όταν η παραπονούμενη ρωτήθηκε γιατί έδωσε χρήματα στον κατηγορούμενο 2 για να αγοράσει «χόρτο» αφού σκόπευε να συναντηθεί με τον κατηγορούμενο 1 για να καπνίσουν, μη πειστικά απάντησε ότι επειδή ο κατηγορούμενος 2 ήρθε, μετά από αυτό, αποφάσισαν ότι ο τελευταίος θα αγόραζε το «χόρτο».

 

Η όλη θέση της παραπονουμένης λοιπόν σε σχέση με το με ποιον και για ποιο λόγο διευθέτησαν να συναντηθούν κατά την επίδικη μέρα δεν είναι πειστική.

 

Σε σχέση δε με τη μαρτυρία της παραπονουμένης που αφορά αυτό καθ’ αυτό το επίδικο περιστατικό πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Κατ’ αρχάς να λεχθεί ότι κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της η παραπονούμενη παρέθεσε σωρεία λεπτομερειών τις οποίες παρέλειψε να αναφέρει στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, αποδίδοντας την εν λόγω παράλειψη στο γεγονός ότι ήταν «υπερευαίσθητη» και «κατακλυσμένη από διάφορα συναισθήματα» που δεν της επέτρεπαν να θυμηθεί και να αναφέρει λεπτομέρειες για το επίδικο περιστατικό. Αρκετές ήταν οι φορές που απαντούσε «Δεν θυμάμαι», «Δεν ξέρω» και «Δεν γνωρίζω». Πέραν τούτου να λεχθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις ενώ αρχικά έδιδε σχετική απάντηση ως προς συγκεκριμένο γεγονός, στη συνέχεια όταν ερωτάτο ξανά επί του θέματος απαντούσε ότι δεν θυμόταν.

 

Κατά την κυρίως εξέταση της, ανέφερε ότι μετά την αγορά της κάνναβης, ο κατηγορούμενος 2 επέστρεψε, μπήκε στο αυτοκίνητο και μετέβηκαν σε άλλο μέρος. Στη συνέχεια όταν μετέβηκαν σε άλλη περιοχή, αυτή και ο κατηγορούμενος 2 κάπνισαν «χόρτο». Δεν θυμάται αν κάπνισε το τρίτο άτομο, αλλά θυμάται ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν κάπνισε γιατί θα οδηγούσε. Αφού κάπνισαν «χόρτο», της ζήτησαν να καθίσει στο μπροστινό κάθισμα γιατί το πίσω κάθισμα ήταν μικρό για τέσσερα άτομα. Ενώ οι κατηγορούμενοι 1 και 2 και το τρίτο πρόσωπο μιλούσαν, άρχισε να νιώθει αδύναμη και όλα ήταν θολά. Τότε ήταν που άκουσε τον κατηγορούμενο 2 να λέει «Να τη βιάσουμε τζιαί κάνει». Η παραπονούμενη δεν μπορούσε να κινηθεί. Δεν ήξερε τι να κάνει αφού ως ανέφερε «δεν ήξερα πού ήμασταν, δεν μπορούσα να περπατήσω κανονικά επειδή ένιωθα ζαλισμένη και δεν ήξερα ποιου να τηλεφωνήσω. Οι φίλοι μου ήταν της ηλικίας μου, οπότε δεν είχαν αυτοκίνητο κατά την περίοδο εκείνη και η μητέρα μου είχε την εντύπωση ότι θα πήγαινα σε party και όχι να πάω να καπνίσω χόρτο με τρεις άντρες και βασικά ήμουν σοκαρισμένη». Στη συνέχεια της ζήτησαν να πάει να καθίσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, όπως και έγινε. Μετά από λίγα λεπτά, ο κατηγορούμενος 2 και το τρίτο πρόσωπο άρχισαν να την κρατούν από τα χέρια και η παραπονούμενη προσπαθούσε να μετακινήσει τα χέρια και τα πόδια της λέγοντας τους «όχι, αφήστε με ήσυχη». Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 1, ο οποίος είχε πριν πάει και κάτσει στο μπροστινό κάθισμα, γύρισε προς τα πίσω και αφού της κατέβασε το παντελόνι, εισχώρησε το χέρι του στο αιδοίο της, κινώντας αυτό μέσα έξω και μπρος πίσω. Εδώ να λεχθεί ότι σε άλλο σημείο της κυρίως εξέτασης της πρόσθεσε ότι ο κατηγορούμενος 2 και το τρίτο πρόσωπο κάθονταν δίπλα και της κρατούσαν και τα πόδια της ανοιχτά.

 

Στην οπτικογραφημένη κατάθεση της όμως παρέθεσε ουσιωδώς διαφορετικά τα γεγονότα που αφορούν το πιο πάνω μέρος του επίδικου περιστατικού. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «ήπιαμε ψηλή αλλά τζίν τη μέρα εν ένιωθα ας πούμε εν ήμουν... ένιωσα πολλά έτσι χαλαρά, εν ήταν, εν εξανάνιωσα έτσι and ο ένας εβάστα μου τα σιέρκα μου ο άλλος εκατέβασε, μου τα παντελόνια μου». Δηλαδή, υποστήριξε ότι ένας ήταν αυτός που της κρατούσε τα χέρια και όχι δύο. Όταν δε της ζητήθηκε να αναφέρει ποιος την κρατούσε από τα χέρια, ανέφερε «Εν είδα. Εν είδα. Έν εμπορούσα να δω». Περαιτέρω, ως προς τις δικές της αντιδράσεις ανέφερε ότι «Εν εμπορούσα να μιλήσω τζίντη μέρα, το στόμα μου ήταν κάπως, εν είχα δύναμη. And πριν που τούτο, που εκαθούμασταν, άκουσα τον ένα που είπε στους άλλους κάπως πρώην μου, είπε στους άλλους «να την βιάσουμε τζαι κανεί» αλλά εν... ενόμιζα εν ήταν να κάμουν κάτι cause, γιατί να κάμουν έτσι πράμα, ήξερα τους πολλή τζαιρό, εν τους είχα για έτσι άτομα», κάτι που δείχνει ότι δεν αντέδρασε με οποιοδήποτε τρόπο καθότι δεν πίστευε ότι θα της έκαναν κάτι.

 

Κατά την αντεξέταση της αρνήθηκε τη θέση ότι η εκδοχή που έδωσε στο Δικαστήριο αναφορικά με την ως άνω αναφερόμενη σεξουαλική επίθεση εναντίον της, είναι διαφορετική από αυτά που ανέφερε στην οπτικογραφημένη της κατάθεση. Στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει την ανακολουθία στην εκδοχή της, ανέφερε, σε σχέση με το αν είδε ποιος της κρατούσε τα χέρια, ότι αν και δεν μπορούσε να δει ποιος ήταν, ήξερε ότι ήταν αυτοί επειδή την κρατούσαν από το πλευρό. Δικαιολόγησε το γεγονός ότι δεν έκανε τέτοια αναφορά στην Αστυνομία επειδή ήταν φορτισμένη και δεν ήξερε τι να πει, δικαιολογία που πρέπει να λεχθεί ότι έδωσε και σε άλλες περιπτώσεις που της τέθηκαν ασυνέπειες ή αντιφάσεις στη μαρτυρία της. Όταν της υποδείχθηκε και η αντίφαση ως προς τον αριθμό των ατόμων που κρατούσαν τα χέρια της, ανέφερε και πάλι ότι ήταν πάρα πολύ φορτισμένη για να μπορεί να τους δώσει την κάθε λεπτομέρεια. Στη συνέχεια όταν ρωτήθηκε γιατί δεν ανέφερε στην Αστυνομία ότι εκτός από τα χέρια την κρατούσαν και από τα πόδια, απέδωσε την εν λόγω ανακολουθία σε κάτι άλλο και δη στο ότι ήταν πολύ φοβισμένη και δεν μπορούσε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις λεπτομερώς. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν της υποβλήθηκε ότι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει τέτοια σύγχυση στην εκδοχή της είναι επειδή ουδέποτε της περιόρισαν τα χέρια και τα πόδια, ζήτησε διάλειμμα και μετά το διάλειμμα απάντησε στην ερώτηση «Αυτό είναι ψέμα και συνέβηκε». Σε άλλο μέρος της αντεξέτασης της, όταν της υποβλήθηκε η θέση ότι το τρίτο άτομο ουδέποτε την άγγιξε, αναφέρθηκε μόνο σε περιορισμό των χεριών της από αυτόν, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε περιορισμό των ποδιών της («περιόρισε τα χέρια μου και έτσι, ναι, με άγγιζε»).

 

Εδώ να λεχθεί ότι, αντίθετα με την οπτικογραφημένη κατάθεση της, στην κυρίως εξέταση της, μεταβάλλοντας τη θέση της, υποστήριξε βασικά ότι αντέδρασε λέγοντας τους «Όχι. Αφήστε με  ήσυχη» και ότι προσπαθούσε να μετακινήσει τα χέρια της και τα πόδια της. Στην αντεξέταση της ισχυρίστηκε ότι η αντίσταση της ξεκίνησε μόλις άρχισαν να την κρατούν από τα χέρια και τα πόδια. Ως ανέφερε, στην αρχή προσπάθησε να κινήσει τα χέρια της και τα πόδια της και τους είπε «όχι» αλλά αυτοί δεν σταμάτησαν. Όταν της υποβλήθηκε ότι στην οπτικογραφημένη κατάθεση δεν ανέφερε αυτό, η παραπονούμενη απέδωσε και πάλι αυτό το γεγονός στο ότι ήταν φορτισμένη και για αυτό υπήρξαν κάποιες λεπτομέρειες τις οποίες δεν τους είπε. Όταν της τέθηκε ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε είτε λεκτική ή με οποιοδήποτε τρόπο σωματική αντίδραση εκ μέρους της και ότι αν πράγματι είχε αρνηθεί θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έλεγε στους Αστυνομικούς, το απέδωσε και πάλι στο ότι δεν μπορούσε να τους δώσει πολλές λεπτομέρειες επειδή ήταν φορτισμένη, επιμένοντας ότι η «άρνηση της» αποτελεί λεπτομέρεια και όποιες λεπτομέρειες δεν είχε δώσει στην Αστυνομία ήταν εξαιτίας της φόρτισης που ένιωθε. Εδώ να λεχθεί ότι δεν αποτελεί απλά λεπτομέρεια αλλά ουσιώδες γεγονός, το οποίο λογικά αναμένεται να αναφέρει ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, ότι δηλαδή προέβαλε αντίσταση.

 

Να συμπληρώσουμε δε ότι σε ερώτηση στην αντεξέταση της κατά πόσο είπε στους ψυχολόγους ότι ένιωθε ενοχές επειδή δεν αντέδρασε, απάντησε καταφατικά, κάτι που δείχνει ότι η θέση της και τότε ήταν ότι δεν αντέδρασε. Αυτό προκύπτει και από την έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης της (Τεκμήριο 45), όπου αναφέρεται (από τη Μ.Κ.11) ότι η παραπονούμενη εξέφρασε ενοχικά συναισθήματα για τη στάση που διατήρησε κατά τη διάρκεια των περιστατικών, ήτοι ότι δεν αντέδρασε και που εξέθεσε τον εαυτό της σε κίνδυνο.

 

Ως εκ των άνω η θέση της ότι προέβαλε αντίσταση αποτελεί εκ των υστέρων σκέψη της που έγινε προφανώς για να πείσει ότι δεν συναίνεσε σε οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη.

 

Περαιτέρω, ως προς τις αντιδράσεις της, κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι ο λόγος που είπε στο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να κινηθεί, ότι ήταν ζαλισμένη, δεν ήξερε ποιου να τηλεφωνήσει και ήταν σοκαρισμένη, ήταν για να εξηγήσει γιατί δεν έκανε κάτι τη στιγμή που άκουσε την αναφορά «Να την βιάσουμε τζαι κανεί» παρόλο που, από τα όσα απάντησε φαίνεται ότι την πίστεψε, κάτι το οποίο βέβαια έρχεται σε αντίθεση με το ότι, ως πιο πάνω αναφέρθηκε, υποστήριξε ότι αντέδρασε στο κατ’ ισχυρισμό πρώτο περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης της. Ως δε ανέφερε, δεν έκανε τίποτα γιατί δεν ήξερε τι να κάνει και ήταν σοκαρισμένη. Αυτή της η θέση όμως είναι αντίθετη με αυτά που ανέφερε στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, ήτοι ότι δεν αντέδρασε επειδή δεν πίστευε ότι θα έκαναν κάτι σε αυτήν αφού τους γνώριζε «πολλή καιρό» και δεν τους είχε για τέτοια άτομα. Όταν η εν λόγω αντίφαση της υποδείχθηκε από τον συνήγορο του κατηγορουμένου 1, απάντησε «Αυτό είναι βασικά του τι σημαίνει να είσαι σε κατάσταση σοκ», απάντηση η οποία δεν κρίνεται ως πειστική. Περαιτέρω, δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική η θέση της ότι, παρά το ότι άκουσε την πρόταση «Να τη βιάσουμε τζαι κανεί» και την πίστεψε, εντούτοις όταν της ζήτησαν να καθίσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου αυτή το έκανε.

 

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λεχθεί ότι ούτε η θέση της στην οπτικογραφημένη κατάθεση της ότι δεν αντέδρασε επειδή δεν πίστευε ότι θα έκαναν κάτι σε αυτήν αφού τους γνώριζε «πολλή καιρό» και δεν τους είχε για τέτοια άτομα, είναι πειστική καθότι ως προκύπτει από τα όσα η ίδια ανέφερε δεν τους γνώριζε στον βαθμό που υποστήριξε. Συγκεκριμένα:

 

Στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, ανέφερε ότι γνώρισε τον κατηγορούμενο 2 περίπου ένα χρόνο πριν το επίδικο περιστατικό. Ως προς τον κατηγορούμενο 1 ανέφερε ότι τον γνώρισε μέσω του κατηγορούμενου 2 και ότι επικοινωνούσε με αυτούς μέσω Instagram και τηλεφωνικώς. Περαιτέρω, σε σχέση με τους κατηγορούμενους 1 και 2, ανέφερε ότι πριν το περιστατικό «ξαναβγήκαμε πολλές φορές» και ότι «ήξερα τους πολλή τζαιρό». Αντεξεταζόμενη αρχικά ανέφερε ότι δεν θυμάται πότε ήταν που γνώρισε τον κατηγορούμενο 2 ενώ αργότερα ανέφερε ότι τον γνώρισε μερικούς μήνες πριν το επίδικο περιστατικό.           

 

Αναφορικά δε με τις συναντήσεις που είχε με τους κατηγορούμενους 1 και 2, στην κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι αυτό έγινε τρεις φορές και ότι κάθε φορά ήταν μαζί και οι δύο. Ως δήλωσε, σε αυτές τις συναντήσεις ερχόταν και η φίλη της η Ντιάνα, έκαναν βόλτες με το αυτοκίνητο ή κάθονταν κοντά στο σπίτι της, το οποίο τότε ήταν κοντά στο Γ.Σ.Ο. Η ίδια και ο κατηγορούμενος 2 είτε φιλιούνταν, είτε μιλούσαν αλλά δεν είχαν οτιδήποτε πιο σεξουαλικό. Όταν δε στην αντεξέταση, της τέθηκε ότι οι τρεις φορές που συναντήθηκαν δεν θα χαρακτηρίζονταν ως «πολλές», μη πειστικά ανέφερε «Δεν γνωρίζω, εξαρτάται όμως πως βγαίνουμε έξω, πόσες ώρες βγαίνουμε έξω». Εδώ θα πρέπει να λεχθεί περαιτέρω, ότι η θέση της ότι συναντήθηκε με τους κατηγορούμενους 1 και 2 τρεις φορές και ότι κάθε φορά ήταν μαζί και οι δύο, διαψεύδεται από τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, η οποία έχει γίνει δεκτή και από την οποία προκύπτει ότι όταν αυτός και ο κατηγορούμενος 2 συναντήθηκαν με την παραπονούμενη και τη φίλη της κοντά στο Γ.Σ.Ο., ο κατηγορούμενος 1 δεν ήταν παρών.

 

Για την επακόλουθη σεξουαλική επαφή, στην κυρίως εξέταση της αρχικά είπε ότι, μετά που ο κατηγορούμενος 1 εισχώρησε τα χέρια του στο αιδοίο της, αυτός βγήκε έξω από το αυτοκίνητο και κάθισε στο πίσω μέρος, όπου βρισκόταν η παραπονούμενη και την ανάγκασε να κάτσει πάνω του. Αυτή κοίταζε ευθεία προς τα καθίσματα και το κεφάλι της ήταν γερμένο πάνω στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου. Σε άλλο όμως σημείο της κυρίως εξέτασης, είπε ότι όταν ο κατηγορούμενος 1 βγήκε από το αυτοκίνητο «αυτοί με σήκωσαν πάνω έτσι ώστε ο Κυριάκος να μπορεί να κάτσει πίσω και να μπορούν να με βάλουν πάνω του, ενώ το πέος του μπήκε μέσα μου», υποστηρίζοντας δηλαδή ότι ήταν τα άλλα δύο πρόσωπα που την έβαλαν να κάτσει πάνω στον κατηγορούμενο 1. Μετά που έβαλε ο κατηγορούμενος 1 το πέος του στον κόλπο της ξεκίνησε να τη μετακινεί πάνω‑κάτω επειδή αυτή δεν μπορούσε να κινηθεί, δεν μπορούσε να μιλήσει. Εδώ να λεχθεί ότι η εν λόγω θέση της δεν κρίνεται λογική ενόψει των όσων είπε ότι προηγήθηκαν αλλά και του μεγέθους του πίσω μέρους του αυτοκινήτου. Συγκεκριμένα, προβάλλοντας την εκδοχή της για το περιστατικό που προηγήθηκε υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος 2 και το άλλο πρόσωπο, βρίσκονταν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μαζί της και ενώ αυτή, ως προκύπτει από την αντεξέταση της, ήταν στη μέση, της κρατούσαν τα χέρια και τα πόδια. Ως προς το μέγεθος του αυτοκινήτου, προκύπτει από τα όσα η παραπονούμενη είπε στην κυρίως εξέταση (ότι της είπαν να κάτσει στο μπροστινό κάθισμα επειδή το πίσω κάθισμα ήταν μικρό για 4 άτομα) αλλά και στην αντεξέταση (ότι της είπαν να κάτσει μπροστά, ήθελαν να μιλήσουν και ένας από τα παιδιά ήταν χοντρός και έτσι δεν υπήρχε αρκετός χώρος για όλους τους στο πίσω μέρος), ότι δεν χωρούσαν να κάτσουν και οι τέσσερεις στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ως εκ των άνω δεν είναι λογική η θέση της ότι βασικά ενώ αυτή βρισκόταν στο πίσω μέρος με τα άλλα δύο πρόσωπα, οι τελευταίοι τη σήκωσαν για να μπορέσει να κάτσει πίσω και ο κατηγορούμενος 1 και ότι μετά την έβαλαν να κάτσει πάνω στον κατηγορούμενο 1.

 

Στην αντεξέταση της, αρχικά ανέφερε ότι όταν ο κατηγορούμενος 1 ήρθε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και ενώ αυτή βρισκόταν στη μέση, την έβαλε να καθίσει πάνω του «που το πλευρό, στη μια πλευρά» αλλά σε άλλο σημείο επανήλθε στην εκδοχή που έδωσε στην κυρίως εξέταση της, δηλαδή ότι πάνω στον κατηγορούμενο 1 κάθισε αφού την έβαλαν ο κατηγορούμενος 2 και το τρίτο πρόσωπο. Προφανώς, αντιλαμβανόμενη στην αντεξέταση την ασυνέπεια στην εκδοχή της, ανέφερε ότι όταν ο κατηγορούμενος 1 ήρθε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, ο ένας από αυτούς που ήταν στο πίσω μέρος βγήκε έξω ώστε να μπορεί να μπει μέσα ο κατηγορούμενος 1. Υποστήριξε όμως και πάλι, μη λογικά, ότι μετά το εν λόγω πρόσωπο ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο για να μπορούν να τη σηκώσουν και να τη βάλουν να καθίσει πάνω στον κατηγορούμενο 1.

Περαιτέρω, η ασυνέπεια στην όλη εκδοχή της προκύπτει και από τα όσα σχετικά ανέφερε σε άλλο σημείο της αντεξέτασης, όπου τοποθετούσε τον ένα εκ των δύο που τη «σήκωσαν», έξω από το αυτοκίνητο την ώρα που τη σήκωναν για να καθίσει πάνω στον κατηγορούμενο 1, ενώ αυτός ήταν μέσα στο αυτοκίνητο και η ίδια βρισκόταν μεταξύ αυτού και του άλλου που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο. Μάλιστα ανέφερε ότι αρχικά προσπάθησε να τη σηκώσει πάνω ο ένας εκ των δύο που τη σήκωσαν εν τέλει, αλλά επειδή ήταν βαριά δεν κατάφερε να τη σηκώσει. Για αυτό και τη σήκωσαν οι δύο με τον πιο πάνω τρόπο για να καθίσει πάνω στον κατηγορούμενο 1. Όταν δε της ζητήθηκε να αναφέρει ποιος ήταν αυτός που βρισκόταν έξω από το αυτοκίνητο, υπεκφεύγοντας απάντησε «Δεν ξέρω, το μυαλό μου είναι θολό τώρα». Όταν της υποβλήθηκε ότι η περιγραφή ότι τη σήκωσαν ο κατηγορούμενος 2 και το τρίτο πρόσωπο είναι παράλογη αφού θα μπορούσε μόνος του ο κατηγορούμενος 1 να την τοποθετήσει πάνω του, κάτι που είναι λογικό με βάση αυτά που η ίδια περίγραψε, επέμενε ότι δεν είναι αυτός που την έβαλε να κάτσει πάνω του αλλά οι άλλοι δύο.

 

Συνεχίζοντας την εκδοχή της, στην κυρίως εξέταση, είπε ότι ο κατηγορούμενος 1 βγήκε από το αυτοκίνητο και τότε την έβαλαν να ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα. Όλοι τους στάθηκαν μπροστά της εκεί που ήταν τα πόδια της. Ο κατηγορούμενος 1 ήρθε από πάνω της και έβαλε το πέος του στο αιδοίο της και κουνιόταν μπρος πίσω ενώ οι άλλοι δύο είχαν ανοικτούς τους φακούς των κινητών τους. Αυτή ξάπλωνε και δεν μπορούσε να κινηθεί. Όταν σταμάτησε ο κατηγορούμενος 1, ήρθε ο κατηγορούμενος 2 και έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή έβαλε το πέος του στο αιδοίο της, κουνιόταν μπρος πίσω και όταν αυτός τελείωσε, το τρίτο άτομο ήταν γυμνός από κάτω και έτσι θεώρησε ότι το έκανε και αυτός. Εδώ να σημειωθεί ότι κατά την κυρίως εξέταση της, όταν της υποδείχθηκαν οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 μέσω βιντεοκάμερας, η παραπονούμενη αναγνώρισε τους κατηγορούμενους 1 και 2 αλλά δεν αναγνώρισε τον κατηγορούμενο 3 ως το τρίτο πρόσωπο του επίδικου συμβάντος.

 

Επισημαίνουμε δε ότι η εν λόγω εκδοχή, σε ότι αφορά το τρίτο πρόσωπο διαφέρει από τα όσα αρχικά ανέφερε η παραπονούμενη στην οπτικογραφημένη της κατάθεση. Συγκεκριμένα εκεί ανέφερε ότι «εκάμαν τζίνο που είπα … τζαι οι τρεις τους» και «εβάλαν με να ξαπλώσω τζαι τζίνοι εφκήκαν έξω που το αυτοκίνητο, άνοιξαν τα φλας τους τζαι ύστερα σειρά σειρά they were doing it». Κατά την κυρίως εξέταση της είπε όμως ότι το μόνο που θυμάται σε σχέση με το τρίτο πρόσωπο ήταν να την περιορίζει και να την κρατά την ώρα που ο κατηγορούμενος 1 της κατέβαζε το παντελόνι και εισχωρούσε τα χέρια του στο αιδοίο της και ότι βοήθησε τον κατηγορούμενο 2 να τη σηκώσουν και να την τοποθετήσουν πάνω στον κατηγορούμενο 1. Ως ανέφερε, υπέθεσε ότι το τρίτο πρόσωπο ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της επειδή ήταν γυμνός από κάτω. Αντιθέτως, σε σχέση με τους κατηγορούμενους 1 και 2, ανέφερε ότι είδε τη δομή του προσώπου τους. Εδώ να λεχθεί ότι, όταν κατά την αντεξέταση της υποδείχθηκαν οι σχετικές αντιφάσεις μεταξύ της οπτικογραφημένης κατάθεσης και της κυρίως εξέτασης της, σε σχέση με το τρίτο πρόσωπο, αυτή θύμωσε και απαντούσε με έντονο ύφος. Προσπάθησε δε να δικαιολογήσει την εν λόγω αντίφαση αναφέροντας ότι έχει μεγάλη δυσκολία στο να δίνει εξηγήσεις και ότι υπέθεσε ότι το έκανε αυτός επειδή ήταν γυμνός. Στη συνέχεια ανέφερε ότι ποτέ δεν είπε ότι ήταν σίγουρη ότι το τρίτο πρόσωπο έκανε κάτι και ότι υπάρχει πιθανότητα αυτός να έκανε κάτι μαζί της, κάτι που προφανώς δεν ευσταθεί εφόσον τα όσα, ως άνω έχουν εκτεθεί, είπε στην οπτικογραφημένη της κατάθεση καταδεικνύουν βεβαιότητα και όχι πιθανότητα. Όταν όμως ρωτήθηκε αν θυμάται το τρίτο πρόσωπο να είναι από πάνω της μέσα στο αυτοκίνητο, απάντησε ότι δεν θυμάται πολλά πράγματα επειδή έχει περάσει καιρός. Μη πειστική ήταν και η απάντηση της όταν ρωτήθηκε πως είναι δυνατό να θυμάται από τη μία ότι είδε τα πρόσωπα των κατηγορουμένων 1 και 2 ενώ από την άλλη να επιμένει ότι υπάρχει πιθανότητα να έκανε κάτι και με το τρίτο πρόσωπο αλλά να μην το θυμάται. Συγκεκριμένα ανέφερε «Επειδή όπως είπα δεν ξέρω στα αλήθεια ποιος είναι ο τρίτος αλλά ήξερα τους άλλους δύο. Άρα αυτό ήταν βαθύτερο. Οι άλλοι δύο, τους οποίους ήξερα, δεν το περίμενα από αυτούς να κάνουν κάτι τέτοιο. Άρα γι’ αυτό τους θυμάμαι περισσότερο».

 

Εδώ να λεχθεί ότι, ως προκύπτει από την μαρτυρία του Μ.Υ.1, η οποία έχει γίνει δεκτή, σε ανύποπτο χρόνο πριν την καταγγελία στην Αστυνομία, η παραπονούμενη του ανέφερε μέσω Instagram, ότι βγήκαν έξω σε ένα πάρτι, σε ένα σπίτι, έπιναν ποτά, ήταν μεθυσμένη, τη βίασαν 3 άτομα, «έβγαλαν» βίντεο και της είπαν ότι εάν πάει Αστυνομία θα «βγάλουν έξω» τούτο το βίντεο. Η αναφορά δε στον αριθμό των ατόμων και στο βίντεο παραπέμπει λογικά στο επίδικο περιστατικό. Συνεπώς, η εν λόγω δήλωση της παραπονουμένης έρχεται σε αντίθεση τόσο με τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο ως προς τον αριθμό των ατόμων που τη βίασαν αλλά και για τον τόπο που αυτό έγινε. Όταν στην αντεξέταση της ρωτήθηκε κατά πόσο θυμάται να είχε αναφέρει αυτό στον Μ.Υ.1, δεν το διέψευσε αλλά αρκέστηκε να πει «… όπως είπα δεν γνωρίζω να ξέρω αυτό το άτομο, δεν θυμάμαι να μιλώ με αυτό το άτομο».

 

Επιπρόσθετα, δέον όπως λεχθεί ότι όταν η παραπονούμενη ανέφερε το συμβάν στη Μ.Κ.5, της είπε ότι υπέστη βιασμό από ένα άτομο και ότι τα άλλα δύο άτομα που ήταν μαζί τους βιντεογραφούσαν (βλ. Τεκμήρια 24 και 25). Ως προς τούτο δεν μας διαφεύγουν τα όσα είπε σχετικά η Μ.Κ.5 αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες της ανέφερε το περιστατικό η παραπονούμενη. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ένα ανήλικο πρόσωπο, όταν μπαίνει στη διαδικασία να περιγράψει τέτοιου είδους κακοποιητικά περιστατικά μπορεί να μην μπαίνει σε πολλές λεπτομέρειες ή ακόμα και να αποκρύπτει ορισμένες λεπτομέρειες και ότι στο Τ.Ε.Ν.Ε., που είναι ένα κλειστό Τμήμα, πολλές φορές τα παιδιά στις συναντήσεις μαζί της είναι αποκρυπτικά καθότι από τον γιατρό εξαρτάται η άδεια, το εξιτήριο και η φαρμακευτική αγωγή. Ανέφερε επίσης ότι η παραπονούμενη μίλησε πρώτα στην προσωπική της νοσηλεύτρια, στην οποία έκανε την αναφορά και ήταν η νοσηλεύτρια που είπε στη Μ.Κ.5 «Έτσι και έτσι, τούτο το παιδί ανέφερε ένα τραύμα». Είπε δε ότι όταν η παραπονούμενη μίλησε με τη νοσηλεύτρια ήταν πιο χαλαρή, μίλησε περισσότερο ενώ αργότερα με τη Μ.Κ.5 ήταν αποκρυπτική και είπε πιο λίγα καθότι από τον γιατρό του Τμήματος εξαρτάται το εξιτήριο, οι άδειες, η φαρμακευτική αγωγή και επειδή η παραπονούμενη από την πρώτη μέρα απαιτούσε εξιτήριο, ήταν φοβισμένη, δεν ήθελε να κάνει καταγγελία, επηρεάστηκε όσο‑όσο επειδή υποχρεώθηκε να μιλήσει καθώς η Μ.Κ.5 της είπε ότι χρειάζεται να κάνουν αυτή την αναφορά. Η αναφορά όμως σε βιασμό από ένα άτομο στην παρουσία άλλων δύο και όχι και από τους τρεις ή από τους δύο εξ αυτών, δεν συνιστά μια απλή λεπτομέρεια, ως ανέφερε μη πειστικά η παραπονούμενη, στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει την εν λόγω αναφορά της. Εδώ πρέπει να σημειωθεί και ότι παρά το ότι δεν αναφέρθηκε τι ακριβώς είπε η παραπονούμενη στη νοσηλεύτρια, από τα όσα είπε η Μ.Κ.5 (είπε ότι η αναφορά που της έκανε η νοσηλεύτρια υπάρχει και στην επιστολή Τεκμήριο 25 όπου αναφέρεται σε βιασμό από ένα πρόσωπο) προκύπτει ότι και στη νοσηλεύτρια, που σύμφωνα με τη Μ.Κ.5 ήταν πιο χαλαρή και μίλησε περισσότερο η παραπονούμενη, ανέφερε ότι ήταν ένα το άτομο που τη βίασε.

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται λοιπόν ότι η παραπονούμενη, πριν την οπτικογραφημένη κατάθεση, δήλωσε σε διαφορετικά πρόσωπα, αρχικά ότι βιάσθηκε από 3 πρόσωπα και στη συνέχεια ότι βιάσθηκε από ένα. Στην οπτικογραφημένη δε κατάθεση της ανέφερε ότι βιάσθηκε από 3 πρόσωπα ενώ κατά την ένορκη μαρτυρία της υποστήριξε ότι βιάσθηκε από 2 πρόσωπα και πιθανόν και από το τρίτο. Όλα τα πιο πάνω είναι τέτοια που δείχνουν όμως ασυνέπεια στην όλη εκδοχή της, ως προς ουσιώδες θέμα, η οποία επίσης λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στο πλαίσιο αξιολόγησης της αξιοπιστίας της.

 

Ως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, αρκετές ήταν οι φορές που η παραπονούμενη ανέφερε ότι δεν θυμόταν ουσιώδη γεγονότα και λεπτομέρειες από το επίδικο συμβάν. Προσπάθησε να δικαιολογήσει το γεγονός αυτό, υποστηρίζοντας ότι η υπερβολική ευαισθησία που ένιωθε δεν της επέτρεπε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες τόσο στην Αστυνομία όσο και στο Δικαστήριο. Ως προς τούτο, πρέπει να λεχθούν τα εξής:

 

Κατά την αντεξέταση της, η παραπονούμενη ρωτήθηκε κατά πόσο πριν καταθέσει στο Δικαστήριο διάβασε το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της οπτικογραφημένης κατάθεσης της. Εξήγησε ότι δεν διάβασε οποιοδήποτε κείμενο, αλλά ότι τα όσα αναγράφονται στο απομαγνητοφωνημένο κείμενο, της είχαν αναγνωστεί από τους εκπροσώπους της Κατηγορούσας Αρχής, με σκοπό να πιστοποιήσει αν είναι αληθή. Στη συνέχεια ανέφερε ότι το μόνο γεγονός για το οποίο είχε ψευστεί ήταν ότι δεν είχε σεξουαλικές επαφές πριν το επίδικο γεγονός. Ακολούθως, ερωτηθείσα αν, βάση των ερωτήσεων της Αστυνομίας, ανέφερε εκείνα που ήθελε να αναφέρει, είπε ότι τους ανέφερε όσα θυμότανε και αυτά που «μπορούσε» και «ένιωθε άνετα» να τους αναφέρει. Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει τι εννοούσε με την έκφραση «ένιωθα άνετα να τους πω» και αν στην οπτικογραφημένη της κατάθεση παραλείπονται γεγονότα, η παραπονούμενη ανέφερε ότι για παράδειγμα δεν τους είπε για τις προηγούμενες της σεξουαλικές επαφές με αγόρια αφού δεν ένιωθε άνετα να τους πει για αυτό και πιθανόν να μην ανέφερε και κάποιες λεπτομέρειες. Εξήγησε δε ότι αυτό ίσως να έγινε επειδή ένιωθε «υπερβολική ευαισθησία». Στη συνέχεια ανέφερε ότι σε σχέση με τα καταγγελλόμενα περιστατικά μπορεί να μην έχει δώσει «βαθιές λεπτομέρειες» ως προς το τι συνέβη ακριβώς λόγω της υπερευαισθησίας που ένιωθε και ότι πιθανόν να μην έχει αναφέρει «για το πώς έπαιρναν σειρά ο ένας με τον άλλο, ή το πώς βγήκανε από το αυτοκίνητο». Επίσης ανέφερε ότι κατ’ ακρίβεια δεν θυμάται ποια πράγματα δεν έχει αναφέρει αλλά εάν δεν είπε κάποια πράγματα είναι πιθανόν λόγω της υπερευαισθησίας της. Στη συνέχεια όταν της τέθηκε ότι η οπτικογραφημένη κατάθεση, της είχε προηγουμένως διαβαστεί και συνεπώς γνωρίζει τι είπε ή δεν είπε σε αυτή και της ζητήθηκε να καθορίσει τι παρέλειψε να αναφέρει λόγω του ότι ήταν υπερευαίσθητη, απάντησε και πάλι ότι δεν μπορεί να θυμηθεί γιατί είναι υπερευαίσθητη και κατακλυσμένη από διάφορα συναισθήματα. Ακολούθως ρωτήθηκε κατά πόσο η οπτικογραφημένη κατάθεση της περιέχει, πέραν από τη δήλωση ότι δεν είχε προηγουμένως σεξουαλικές επαφές, οποιαδήποτε άλλη αναφορά που να μην ήταν αληθής. Η παραπονούμενη απάντησε «Δεν νομίζω να έχω πει ψέματα για οτιδήποτε άλλο». Στη συνέχεια, όταν της τέθηκε η θέση ότι πριν πάει στην Αστυνομία είχε πολύ ξεκάθαρα στο μυαλό της τα γεγονότα που ήθελε να αναφέρει, απάντησε «Δεν είμαι σίγουρη αλλά όπως είπα όταν υπερφορτιστώ με συναισθήματα ξεχάνω κάποια πράγματα και δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά και έτσι δεν μπορούσα να έχω εικόνα του τι ήθελα να πω, νομίζω». Διευκρίνισε όμως πως αν ξεχάσει κάτι θα αναφέρει «δεν ξέρω» ή «δεν θυμάμαι» και ότι όταν είπε ότι δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά, εννοούσε ότι «μπορεί να ξεχάσω πράγματα και δεν ξέρω πώς να τα εκφράσω με λόγια, δυσκολεύομαι να τα εκφράσω σε λόγια. Θέλω χρόνο να τα εκφράσω σε λόγια».

 

Σε σχέση με τη δυσκολία της να ανακαλέσει λεπτομέρειες ως προς το επίδικο περιστατικό, η Μ.Κ.11 ανέφερε ότι η ίδια η παραπονούμενη συνέδεε αυτήν με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Περαιτέρω εξήγησε ότι πολλές φορές τα παιδιά μπορούν να αναφερθούν στα κύρια γεγονότα ενός περιστατικού και όχι στις περιφερειακές λεπτομέρειες, δηλαδή λεπτομέρειες, οι οποίες δεν αφορούν τα κύρια γεγονότα και τις οποίες μπορεί να μην παρατήρησαν λόγω του στρες ή του σοκ που υπέστηκαν. Ως προς τούτα όμως πρέπει να λεχθεί ότι κατά τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο, η παραπονούμενη δεν υποστήριξε ότι, το γεγονός ότι δεν ανέφερε ή δεν θυμόταν προηγουμένως κάποιες λεπτομέρειες, οφειλόταν στη χρήση ναρκωτικών κατά τον επίδικο χρόνο. Ως δε προκύπτει από τα όσα είπε σχετικά η παραπονούμενη, απέδιδε το ότι δεν θυμόταν ή παρέλειψε να πει κάποια γεγονότα στην Αστυνομία είτε για το ότι δεν θυμόταν να απαντήσει κατά τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο, στην υπερευαισθησία που ένιωθε και δη στο ότι κατακλυζόταν από διάφορα συναισθήματα. Η δικαιολογία της όμως αυτή δεν κρίνεται πειστική εφόσον οι λεπτομέρειες τις οποίες είπε ότι δεν θυμόταν ή παρέλειψε να πει δεν ήταν περιφερειακές αλλά λεπτομέρειες που αφορούσαν τα κύρια γεγονότα (όπως για παράδειγμα ο αριθμός των ατόμων που τη βίασαν, ποιος ήταν αυτός που της περιόρισε τα χέρια, πόσα άτομα ήταν που την περιόρισαν, ότι αντιστάθηκε στη σεξουαλική κακοποίηση της τόσο σωματικά όσο και λεκτικά) και συνεπώς αναμενόταν να τις θυμάται και να τις αναφέρει. Η προσφυγή της στη δικαιολογία της υπερευαισθησίας κρίνεται λοιπόν όχι ως γνήσια αλλά ως προσπάθεια να δικαιολογήσει τις ασυνέπειες και τις αδυναμίες της όλης εκδοχής της.

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία της παραπονουμένης για τα όσα έλαβαν χώραν μετά το επίδικο περιστατικό πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Η παραπονούμενη ισχυρίστηκε, στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, ότι μετά το επίδικο συμβάν φλέρταρε με τους κατηγορούμενους 1 και 2 με σκοπό να συναντηθεί μαζί τους, ώστε να ελέγξει τα τηλέφωνα τους για να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε οποιοδήποτε βίντεο που λήφθηκε κατά το επίδικο συμβάν και να το διαγράψει. Είπε δε ότι λογικά υπήρχε τέτοιο βίντεο επειδή οι κατηγορούμενοι είχαν ανοικτά τα φλας των τηλεφώνων τους παρά το ότι μπορούσαν να δουν. Ήταν δε κατηγορηματική ότι δεν άκουσε κάτι από κάποιον άλλο, ότι συνέβη αυτό. Στην κυρίως εξέταση της όμως για πρώτη φορά ανέφερε ότι πέραν του ότι είδε το φως της κάμερας του τηλεφώνου αναμμένο, κάποιος της είπε ότι είχε δει βίντεο εκείνης τη περιόδου. Στην αντεξέταση της είπε ότι έλαβε ενημέρωση για την ύπαρξη σχετικού βίντεο από μια φίλη της και ότι την εν λόγω ενημέρωση την έλαβε τόσο πριν επισκεφτεί την Αστυνομία όσο και μετά. Εάν όμως αυτό ίσχυε, λογικά θα το είχε αναφέρει στην οπτικογραφημένη κατάθεση της, όπου απέκλεισε να της ανέφερε κάτι σχετικό κάποιος άλλος. Όταν δε ρωτήθηκε γιατί αφού γνώριζε ότι υπήρχε τέτοιο βίντεο ως επίσης και το άτομο που το είχε δει, δεν ενημέρωσε την Αστυνομία, είπε ότι το εν λόγω άτομο ήταν φίλη της και δεν επιθυμούσε να την «ανακατέψει». Στη συνέχεια όταν ρωτήθηκε γιατί δεν της απέστειλε η φίλη της το επίμαχο βίντεο για να το δώσει αυτή στην Αστυνομία, ανέφερε «Επειδή αυτή είπε ότι κάποιος άλλος το είχε και όχι η ίδια και αυτή απλά το είχε δει». Όταν όμως ακολούθως εύλογα ρωτήθηκε γιατί δεν μπορούσε να πει η φίλη της ποιο είναι αυτό το άλλο πρόσωπο για να πάει η Αστυνομία να το εντοπίσει, απάντησε «Δεν ξέρω». Όταν της τέθηκε ότι ο ισχυρισμός της περί φλερτ είναι δικαιολογία που χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει τα μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου που απέστελλε στους κατηγορούμενους 1 και 2 μετά το επίδικο συμβάν, υπεκφεύγοντας απάντησε «Δεν ήμουν η μόνη που έστελνα πράγματα, δηλαδή μηνύματα και αυτοί μου έστελναν μηνύματα».

 

Εδώ να σημειώσουμε ότι τα μηνύματα που αντάλλαζε η παραπονούμενη με τους κατηγορούμενους μετά το επίδικο περιστατικό δεν τέθηκαν ενώπιον μας. Σχετική αναφορά ως προς τη σημασία των εν λόγω μηνυμάτων και τις συνέπειες από τη μη παρουσίαση τους στο Δικαστήριο, θα γίνει κατωτέρω. Ως προς τα εν λόγω μηνύματα να αναφέρουμε στο σημείο αυτό τα ακόλουθα:

 

Κατά την αντεξέταση της, η παραπονούμενη παραδέχτηκε ότι μετά το επίδικο συμβάν κορόιδεψε, μέσω μηνυμάτων, τον κατηγορούμενο 2 για το μέγεθος του πέους του, αναφέροντας ότι αυτό είναι μικρό. Δεν παραδέχθηκε όμως ότι τον κορόιδεψε για αυτό και το επίδικο βράδυ. Εδώ να λεχθεί ότι κατά την μαρτυρία της επί του θέματος, η παραπονούμενη σε κάποιο σημείο γελούσε ενώ σε άλλο απαντούσε ειρωνικά. Προσπάθησε δε μη πειστικά να δικαιολογήσει την ενέργεια της να κοροϊδέψει τον κατηγορούμενο 2 για το μέγεθος του πέους του, λέγοντας ότι το έκανε για να «πνίξει τα αισθήματα» της και ότι δεν κορόιδευε τον τρόπο που τη βίαζε. Δεν συνάδει όμως με τη λογική ένα θύμα βιασμού να είναι σε θέση να χλευάζει τον βιαστή της για το μέγεθος του πέους του, τον οποίο βιαστή, ως μάλιστα ισχυρίσθηκε σε άλλο σημείο, φοβόταν και στη συνέχεια όταν αναφέρεται σε αυτό στη μαρτυρία της να γελά και να ειρωνεύεται. Η όλη συμπεριφορά της και ειδικότερα να φλερτάρει με τους κατηγορούμενους και να κοροϊδεύει τον κατηγορούμενο 2 για το μέγεθος του πέους του μετά το επίδικο συμβάν, θεωρούμε πως, ως ζήτημα λογικής, δεν συνάδει με όσα περιέγραψε ότι υπέστη από τους κατηγορούμενους 1 και 2 και το τρίτο πρόσωπο προηγουμένως.

 

Ως προς το γιατί καθυστέρησε να καταγγείλει το επίδικο περιστατικό, στην αντεξέταση της είπε ότι αρχικά δεν ήθελε να το καταγγείλει επειδή ένιωθε ότι ήταν δικό της το φταίξιμο για αυτό που συνέβη και ότι περαιτέρω φοβόταν και δεν θεωρούσε ότι θα τη λάμβαναν σοβαρά υπόψη. Τελικά προέβη στην καταγγελία αφού είχε μιλήσει σε άτομα που την βοήθησαν να αντιληφθεί ότι δεν ήταν υπαίτια για αυτό που συνέβη και ότι θα τη προστάτευαν.   

 

Ως προς τον φόβο που ένιωθε, στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, η παραπονούμενη ανέφερε ότι φοβόταν να προβεί σε κατάθεση επειδή τόσο ο πατέρας της όσο και οι κατηγορούμενοι «μπορούν να βάλουν άτομα πάνω» της. Ως προς τον πατέρα της ανέφερε ότι αυτόν τον φοβόταν επειδή όταν ήταν μικρή, η πρώην γυναίκα του την παρενοχλούσε και ότι φοβόταν πως αν προέβαινε σε κατάθεση εναντίον του θα ξαναέβαζε άτομα «πάνω» της. Ως είπε, ενημερώθηκε από τη Μ. ότι ο πατέρας της είχε φάκελο στην Αστυνομία και ότι ήταν μπλεγμένος με τη μαφία και με ναρκωτικά. Σε σχέση με τα τρία άτομα εναντίον των οποίων προέβηκε σε καταγγελία για το επίδικο περιστατικό, στην ερώτηση κατά πόσο αυτοί είναι μπλεγμένοι με άλλα πράγματα εκτός από ναρκωτικά, απάντησε «Εν ηξέρω αλλά, λογικά ναι». Στην αντεξέταση έκανε πιο λεπτομερή αναφορά στους λόγους που φοβόταν τον πατέρα της με ειδικότερη αναφορά στο περιστατικό με την πρώην σύζυγο του. Δεν αποδέχτηκε όμως ότι, περισσότερο φοβόταν να καταγγείλει τον πατέρα της και επέμενε ότι φοβόταν «και τα τρία παιδιά».

 

Όταν της ζητήθηκε στην αντεξέταση να αναφέρει κατά πόσο έχει κάτι να καταλογίσει στα τρία πρόσωπα του επίδικου περιστατικού, πέραν από τον ισχυρισμό της στην οπτικογραφημένη κατάθεση, ότι αυτοί «είναι μπλεγμένοι με άλλα πράγματα», η παραπονούμενη ανέφερε, προβαίνοντας σε αυθαίρετη εικασία, ότι τα εν λόγω πρόσωπα προφανώς είναι μπλεγμένοι με κάτι αφού πάνε στο «ΣΥ.Φ.ΑΕΛ». Περαιτέρω σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 είπε ότι την επίδικη ημέρα αυτός της είπε ότι είχε ένα μαχαίρι για την προστασία του και ως εκ τούτου υπέθεσε ότι ήταν μπλεγμένος με κάτι. Ακολούθως της υποβλήθηκε ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν πήγαινε στο «ΣΥ.Φ.ΑΕΛ» και απάντησε «Ναι, αλλά οι άλλοι πήγαιναν, ο Νικόλας πήγαινε». Στη συνέχεια όταν της ζητήθηκε να διευκρινίσει κατά πόσο μιλούσε πλέον μόνο για τον κατηγορούμενο 2, απάντησε «Όχι, μιλώ και για τον Κυριάκο γιατί είχε μαχαίρι μέσα στο αυτοκίνητό του». Αρνήθηκε δε υποβολή ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν έχει μαχαίρι στο αυτοκίνητο του και είπε ότι γνωρίζει ότι αυτός έχει μαχαίρι στο αυτοκίνητο του επειδή της είπε, την επίδικη μέρα όταν πήγαν να αγοράσουν την κάνναβη, να μπει στο αυτοκίνητο «γιατί εδώ είναι επικίνδυνα και δεν ήθελε να τραβήξει μαχαίρι εναντίον κανενός». Σε επόμενη όμως ερώτηση αν αυτό που της είπε την έκανε να φοβάται και τον κατηγορούμενο 1, μεταβάλλοντας τη θέση της είπε ότι δεν είναι αυτό που την έκανε να τον φοβάται αλλά το ότι και οι τρεις τους ήξεραν πολύ κόσμο και φοβόταν ότι «θα έστελναν κάποιον εναντίον» της. Σε σχέση με το τρίτο πρόσωπο, της τέθηκε ότι δεν τον γνωρίζει για να μπορεί να τον φοβάται και μη πειστικά απάντησε ότι «Ναι, αλλά ήταν φίλος τους, άρα προφανώς είναι σαν αυτούς». Δεν μας διαφεύγει δε ούτε ότι η παραπονούμενη ανέφερε στη Μ.Κ.11, κατά την ψυχολογική αξιολόγηση, ότι το καταγγελλόμενο με τον πατέρα της περιστατικό την έκανε να βιώνει και αισθήματα φόβου και ότι η αποκάλυψη του της δημιούργησε φόβο ότι ο πατέρας της θα βάλει κάποιον να της κάνει κακό. Ως περαιτέρω είπε μάλιστα στη Μ.Κ.11, όταν έτυχε να δει τον πατέρα της στον δρόμο αισθάνθηκε μεγάλη ταραχή και άγχος, που της προκάλεσε τρέμουλο και τη σκέψη ότι κάτι κακό θα της συμβεί, καθώς και την αίσθηση ότι είναι αδύναμη μπροστά του.

 

Εδώ να επαναλάβουμε ότι σύμφωνα με την ίδια την παραπονούμενη, αυτή μετά το επίδικο συμβάν φλέρταρε, μέσω μηνυμάτων, με τους κατηγορούμενους 1 και 2, ώστε να συναντηθεί μαζί τους, για να διαπιστώσει εάν υπήρχε, στα κινητά τους τηλέφωνα και να το διαγράψει, βίντεο από το επίδικο περιστατικό. Περαιτέρω, η παραπονούμενη δέχθηκε ότι μετά το συμβάν, μέσω μηνυμάτων, κορόιδευε τον κατηγορούμενο 2 για το μέγεθος του πέους του. Η συμπεριφορά της όμως αυτή κάθε άλλο παρά φόβο δείχνει για τους κατηγορούμενους.

 

Σημειώνουμε περαιτέρω ότι ο Μ.Υ.1 ανέφερε ότι η παραπονούμενη του είχε πει ότι τα τρία άτομα της είπαν ότι βιντεογράφησαν το περιστατικό και ότι την απειλούσαν ότι αν πήγαινε στην Αστυνομία να καταγγείλει το περιστατικό, τότε θα κυκλοφορούσαν το εν λόγω βίντεο. Δηλαδή, ο κατ’ ισχυρισμόν φόβος που η παραπονούμενη ένιωθε σε σχέση με τα τρία πρόσωπα στηριζόταν σε διαφορετικό λόγο από αυτόν που ανέφερε στην οπτικογραφημένη κατάθεση και στη μαρτυρία της στο Δικαστήριο. Να λεχθεί δε ότι όταν η παραπονούμενη ρωτήθηκε κατά πόσο θυμόταν να είχε αναφέρει στον Μ.Υ.1. κάτι τέτοιο, απάντησε αρνητικά.

 

Στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, η παραπονούμενη αρνήθηκε ρητά οποιαδήποτε προγενέστερη, του επίδικου περιστατικού, σεξουαλική επαφή. Κατά την κυρίως εξέταση της όμως αποκάλυψε ότι ως προς τούτο είπε ψέματα στην οπτικογραφημένη της κατάθεση. Εξήγησε δε ότι ο λόγος για τον οποίο είπε ψέματα ήταν επειδή ήθελε η Αστυνομία να την πάρει σοβαρά και ότι δεν ήθελε η Αστυνομία να το γνωρίζει για να μην νομίσουν ότι το ζητούσε αυτό που συνέβη. Περαιτέρω ανέφερε ότι δεν ήθελε να το μάθουν οι γονείς της και ότι γενικά ένιωθε ντροπή. Κατά την αντεξέταση της διευκρίνισε δε ότι είχε σεξουαλική επαφή με τρία διαφορετικά πρόσωπα στην ηλικία των δεκατριών ετών, δηλαδή σε προγενέστερο του επίδικου περιστατικού χρόνο. Η δικαιολογία που έδωσε για το εν λόγω ψέμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογη. Παρά ταύτα το εν λόγω ψέμα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τα όσα προσπάθησε να παρουσιάσει αναφορικά με την ισχυριζόμενη κακοποίηση από τον πατέρα της, η οποία σύμφωνα με την ίδια έλαβε χώραν σε κοντινό χρόνο πριν το επίδικο περιστατικό. Συγκεκριμένα στην οπτικογραφημένη της κατάθεση ανέφερε ότι όταν έγινε το εν λόγω συμβάν με τον πατέρα της δεν γνώριζε ότι αυτό ήταν κάτι κακό και ότι αντιλήφθηκε ότι αυτό δεν έπρεπε να είχε γίνει στο πλαίσιο συνομιλίας της με φίλους όταν έμενε στη Στέγη. Στην αντεξέταση της, όταν ρωτήθηκε κατά πόσο θεωρούσε φυσιολογικό το να αγγίξει κάποιος τα γεννητικά της όργανα, είπε ότι αν βρισκόταν σε σχέση και ήταν με τη συγκατάθεση της θα το θεωρούσε φυσιολογικό και ότι αν το έκανε αυτό ο πατέρας της δεν θα ήταν σωστό. Με άλλο λόγια γνώριζε κατά τον χρόνο που έλαβε χώραν το γεγονός αυτό ότι ήταν κακό. Όταν όμως ρωτήθηκε στη συνέχεια κατά πόσο κατά την περίοδο που έμενε με τον πατέρα της, έχοντας ήδη σεξουαλικές σχέσεις με κάποια άτομα, γνώριζε αν ήταν σωστό να την αγγίζει ο πατέρας στο γεννητικό της όργανο, αντιλαμβανόμενη την ασυνέπεια στη θέση της, απάντησε μη πειστικά ότι δεν ήταν σίγουρη, ένιωθε ότι μπορεί να είναι κάτι κακό αλλά η ίδια δεν ήξερε και ότι ο τρόπος που το έκανε ο πατέρας της την έκανε να πιστεύει ότι το παρεξηγεί. Το ερώτημα που τίθεται όμως εύλογα είναι γιατί ενώ παραδέχθηκε ότι είπε ψέματα στην Αστυνομία για το ότι δεν είχε σεξουαλικές επαφές στο παρελθόν δεν ανέφερε ότι ψέμα είπε και ως προς την αντίληψη της για την ισχυριζόμενη κακοποίηση από τον πατέρα της; Εκείνο που προκύπτει από αυτό είναι ότι προσπάθησε, λέγοντας βασικά ψέματα στην Αστυνομία, να δείξει ότι επρόκειτο για ένα νεαρό πρόσωπο που δεν είχε στο παρελθόν οποιεσδήποτε σεξουαλικές εμπειρίες.

 

Ψέματα όμως ανέφερε η παραπονούμενη και για τη σεξουαλική της δραστηριότητα μετά το επίδικο περιστατικό. Συγκεκριμένα στην οπτικογραφημένη της κατάθεση ανέφερε ότι μετά το επίδικο συμβάν είχε σεξουαλική επαφή μόνο μια φορά, η οποία μάλιστα λόγω του άγχους της και του ότι δεν ένιωθε καλά, δεν ολοκληρώθηκε. Στην κυρίως εξέταση της όμως ανέφερε ότι μετά το επίδικο περιστατικό έγινε σεξουαλικά πιο δραστήρια. Περαιτέρω είπε ότι άρχισε να αλλάζει την εμφάνιση της (έβαφε τα μαλλιά της, έκανε τατουάζ, φορούσε πιο προκλητικά ρούχα, έβγαζε τρύπες για σκουλαρίκια στο σώμα της) και έκανε περισσότερη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ. Απέδωσε δε τη συμπεριφορά της αυτή στο επίδικο περιστατικό με τους κατηγορούμενους λέγοντας ότι έκανε όλα αυτά γιατί όταν έβλεπε τον εαυτό της τους ένιωθε έντονα πάνω της και μέσα της και έγινε σεξουαλικά πιο δραστήρια έτσι ώστε «να νιώσει κάτι άλλο από αυτούς». Στην αντεξέταση της όμως όταν της τέθηκε η αντίφαση μεταξύ οπτικογραφημένης κατάθεσης και κυρίως εξέτασης της, για να πείσει για την ασυνέπεια στην εκδοχή της, είπε ότι η σεξουαλική επαφή στην οποία αναφερόταν στην οπτικογραφημένη της κατάθεση «δεν έγινε μια φορά, έγινε πολλές φορές αλλά με το ίδιο πρόσωπο» και ότι δήθεν με τον όρο «σεξουαλικά δραστήρια» εννοούσε τον τρόπο που ντυνόταν επειδή φορούσε πιο αποκαλυπτικά ρούχα. Όταν της τέθηκε ότι από την οπτικογραφημένη της κατάθεση προκύπτει ότι δεν ήρθε σε σεξουαλική επαφή ούτε καν μια φορά με το πρόσωπο που ισχυρίζεται, ανέφερε και πάλι, μη πειστικά, ότι «Δεν ολοκληρώνονταν όλες οι φορές γιατί ένιωθα άγχος, είτε πονούσα. Πάντα πονούσα αλλά κάποιες φορές ήμουν σφιγμένη».

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν την ευκολία με την οποία η παραπονούμενη άλλαζε τις θέσεις της από τη μια στιγμή στην άλλη, προσαρμόζοντας τες ώστε να συνάδουν μεταξύ τους, με σκοπό να πείσει για την εκδοχή της.

 

Εδώ να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στο Νόμο αυτό, όπως τα επίδικα, δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία. 

 

Δεν μας διαφεύγει όμως ότι, ως έχει νομολογηθεί (βλ. Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 231/18, ημερ. 19/11/2019, Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 97/22 (Σχ. με 98/22, 114/22, 115/22), ημερ. 16/11/2022 και Δ.Β.Γ.Κ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 3/22, ημερ. 29/02/2024), τέτοια ρητή νομοθετική πρόνοια, ότι δηλαδή δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία και κατ’ επέκταση δεν απαιτείται ούτε αυτοπροειδοποίηση για τους κινδύνους καταδίκης χωρίς τέτοια, παρά το ότι  υπερισχύει του σχετικού κανόνα πρακτικής του κοινοδικαίου, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και ανάλογα να προβεί στη σχετική αυτοπροειδοποίηση. Ως επεξηγείται στην Ε.Α. ανωτέρω, με δεδομένη την ύπαρξη τέτοιας πρόνοιας, το ζήτημα που τίθεται αφορά στην ερμηνεία αυτής και τις συνέπειες της και αντλώντας καθοδήγηση από άλλες χώρες του κοινοδικαίου όπου επίσης καταργήθηκε δια νόμου ο κανόνας πρακτικής, το Ανώτατο Δικαστήριο μας αναφέρει ότι τα Δικαστήρια έχουν αποσυνδέσει τους, εν δυνάμει, κινδύνους μιας μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση από την έννοια μιας ολόκληρης κατηγορίας μαρτύρων συλλήβδην, όπως είναι οι παραπονούμενοι για σεξουαλικά αδικήματα, θέτοντας πλέον ως κριτήριο τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, το συγκεκριμένο μάρτυρα και τα προβλήματα της συγκεκριμένης μαρτυρίας (βλ. R. ν. Makanjuola (1995) 2 Cr.App.R. 469). Επισημαίνεται, εν συνεχεία ότι ως εκ τούτου η υποχρέωση για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν δημιουργείται, όπως συνέβαινε με βάση τον καταργηθέντα κανόνα πρακτικής, από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας είναι παραπονούμενος σε σεξουαλικό αδίκημα. Η ανάγκη αναζήτησης τέτοιας μαρτυρίας έχει δε συγκεκριμενοποιηθεί. Προκειμένου να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας θα πρέπει να υπάρχει έρεισμα στη συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποδηλώνει ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα δυνατόν να μην είναι αξιόπιστη. Δίδονται δε ως τέτοια παραδείγματα, όχι βέβαια εξαντλητικά, οι περιπτώσεις του καθυστερημένου παραπόνου και της ύπαρξης προηγούμενης αντιφατικής δήλωσης του μάρτυρα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Makanjuola ανωτέρω:

 

«The judge will often consider that no special warning is required at all. Where, however, the witness has been shown to be unreliable, he or she may consider it necessary to urge caution. In a more extreme case if the witness is shown to have lied, to have made previous false complaints or to bear the defendant some grudge, a stronger warning may be thought appropriate and the judge may suggest it would be wise to look for some supporting material before acting on the impugned witness’s evidence. We stress that these observations are merely illustrative of some, not all of the factors, which judges may take into account in measuring where a witness stands in the scale of reliability and what response they should make at that level in their directions to the jury.» 

 

Προστίθεται δε στην ίδια απόφαση (την Ε.Α. ανωτέρω), ότι αφ’ ης στιγμής το Δικαστήριο αποφασίσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και τέτοια μαρτυρία δεν εντοπιστεί, εναπόκειται και πάλι στη διακριτική του ευχέρεια ο τρόπος διατύπωσης και η ένταση της αυτοπροειδοποίησης, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, τα εγειρόμενα θέματα, το περιεχόμενο και την ποιότητα της μαρτυρίας του μάρτυρα. Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένος τύπος. Εκείνο που έχει σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι η καταγραφή ή η διατύπωση αυτοπροειδοποίησης, η οποία να παραμένει κατά τα άλλα κενό γράμμα, χωρίς ουσία, αλλά σημασία έχει ο ουσιαστικός δικανικός συλλογισμός ο οποίος ελέγχεται επί τη βάσει της ποιότητας της μαρτυρίας που προσκομίστηκε και του συνόλου της απόφασης. Τέλος, στην ίδια απόφαση, τονίζεται ότι τέτοιες «νομοθετικές πρόνοιες, δεν μπορούν να αποστερήσουν τη σύμφυτη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, όταν αισθάνεται την ανάγκη, να αναζητεί ενισχυτική μαρτυρία, στην κατάλληλη περίπτωση και αν δεν υπάρχει, κατά την κρίση του, να αυτοπροειδοποιείται για τον κίνδυνο. Τούτο απορρέει από τη θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν είναι το αποτέλεσμα ασφαλούς, χωρίς λογική αμφιβολία, δικανικής πεποίθησης. Είναι ακριβώς η πεμπτουσία αυτή της ποινικής δίκης που πρέπει να αναδυθεί ως κυρίαρχη μέσα από την απεμπλοκή από τεχνικούς κανόνες οι οποίοι οδηγούν συχνά σε σφάλματα ή σε φραστικές απλώς διατυπώσεις, αντί να υπηρετούν την ουσία». Ο σκοπός του νόμου δεν είναι λοιπόν να μην λαμβάνεται υπόψη, ούτε να μην αναζητείται ποτέ ενισχυτική μαρτυρία, αλλά να αναζητείται «όταν ο δικαστής το κρίνει αναγκαίο, για συγκεκριμένους λόγους, και όχι στα πλαίσια μιας γενικότητας που καταλήγει τυπολατρική. Σ΄ αυτό το ουσιαστικό πλαίσιο ο δικαστής προσδιορίζει συγκεκριμένα τους λόγους που τον προβληματίζουν και τους εξετάζει, ως μέρος της νοητικής του διεργασίας, με σαφή αντίληψη ότι το πράττει για να καταλήξει σε αταλάντευτη δικαστική κρίση».

 

Όπως διευκρινίστηκε στην Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 147/16, ημερ. 20/11/2019, το ζητούμενο είναι το Δικαστήριο να αισθάνεται βέβαιο, επειδή έχει εντοπίσει και ενισχυτική μαρτυρία, ή να αισθάνεται εξίσου ασφαλές να καταδικάσει, έστω και χωρίς τέτοια μαρτυρία. Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως το αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Έτσι στην Ε.Α. ανωτέρω επικυρώθηκε η απόφαση του Κακουργιοδικείου να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και το ότι όταν δεν εντόπισε τέτοια προχώρησε με την απαιτούμενη προσοχή, προσπαθώντας εύλογα να βρει εξήγηση για την καθυστέρηση υποβολής του παραπόνου σε συνδυασμό με τις ευκαιρίες που υπήρχαν προηγουμένως για την παραπονούμενη να μιλήσει. Αντίθετα στην Σ.Σ. ανωτέρω, ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση καθότι κρίθηκε ότι τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης και η ποιοτικά αδύνατη μαρτυρία της ανήλικης παραπονούμενης, η οποία χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο ως «μη συγκεκριμένη και ασαφής», καθιστούσαν την περίπτωση κατάλληλη για να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία και σε περίπτωση απουσίας τέτοιας, το Κακουργιοδικείο να προειδοποιούσε τον εαυτό του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την καταδίκη των εφεσειόντων, κάτι που δεν έπραξε.

 

Στην προκειμένη, για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω, είναι προφανές ότι υπάρχουν αρκετά ερείσματα στη μαρτυρία της παραπονουμένης που καταδεικνύουν ότι αυτή δεν είναι αξιόπιστη. Ενόψει τούτου και έχοντας υπόψη τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο στη βάση των ως άνω νομολογιακών αρχών, πριν οδηγηθούμε στην κατάληξη μας, εξετάσαμε κατά πόσο υπάρχει μαρτυρία ενισχυτική αυτής της παραπονουμένης. Δεν έχουμε όμως εντοπίσει τέτοια και συναφώς ως εκ των άνω κρίνουμε ότι η μαρτυρία της παραπονουμένης, στο μέτρο που ως αναφέρθηκε στην αρχή, δεν συνάδει με τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 

Τέλος, οι κατηγορούμενοι άσκησαν κατά την ακροαματική διαδικασία το δικαίωμα της σιωπής. Ως προς τούτο δέον όπως λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι πρόκειται για αναφαίρετο δικαίωμα τους και δεν είναι επιτρεπτό εκ της άσκησης του να εξαχθούν οποιαδήποτε ενοχοποιητικά συμπεράσματα (βλ. Charalambous a.ο. ν. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97, Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51 και Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250).

 

Σε σχέση δε με τις γραπτές ανακριτικές καταθέσεις αλλά και τις προφορικές ανακρίσεις όλων των κατηγορουμένων δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Ως έχει νομολογηθεί, κάθε μέρος της κατάθεσης ενός κατηγορουμένου λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται και το όλο θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορουμένου και μικρότερη σημασία ή ακόμη και απόρριψη άλλων μερών της κατάθεσης που συνιστούν αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις ή με τις οποίες παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190 και Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693). Υπάρχουν δε περιπτώσεις που η μαρτυρία αυτή είναι μικτή (mixed statement) δηλαδή σε ένα μέρος περιέχει ομολογία και σε άλλο δικαιολογίες. Ως προς τη βαρύτητα που δίδεται σε τέτοιες δηλώσεις όταν ο κατηγορούμενος δεν καταθέσει στο Δικαστήριο έχουμε υπόψη τις αρχές που θέτει η σχετική νομολογία (βλ. Duncan (1981) 73 Cr. App. R. 359 και Donaldson (1976) 64 Cr. App. R. 59). 

 

Ξεκινώντας από τον κατηγορούμενο 1, πρέπει να λεχθεί ότι αυτός έκανε κάποιες δηλώσεις όταν ανακρίθηκε προφορικά στις 17/02/2021, οι οποίες καταγράφηκαν σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 6). Αργότερα, στις 19/02/2021 του λήφθηκε γραπτή ανακριτική κατάθεση, στην παρουσία του δικηγόρου του (Τεκμήριο 7).

 

Στην προφορική του ανάκριση, ο κατηγορούμενος 1 αναφέρθηκε στο επίδικο περιστατικό λέγοντας ότι κατά τον Ιούνιο του 2019 ο ίδιος με ακόμα δύο πρόσωπα συναντήθηκαν με την παραπονούμενη και είχαν σεξουαλική επαφή με τη θέληση της.  Δεν θυμόταν από που παρέλαβαν την παραπονούμενη, ούτε που έγινε το περιστατικό, αλλά και οι τρεις είχαν σεξουαλική επαφή μαζί της, με τη θέληση της. Ακολούθως έδωσε τα στοιχεία και τους αριθμούς τηλεφώνων των άλλων δύο προσώπων και συγκεκριμένα των κατηγορουμένων 2 και 3. Ως προς τα πιο πάνω θα πρέπει να λεχθεί ότι το γεγονός της συνάντησης του με την παραπονούμενη και το ότι ήλθαν σε σεξουαλική επαφή οι δύο τους, γίνονται δεκτά εφόσον πρόκειται για δήλωση ενάντια στα συμφέροντα του και άλλωστε αυτό αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών. Δεν γίνεται δεκτό όμως ότι η σεξουαλική αυτή επαφή ήταν με τη θέληση της παραπονουμένης καθότι αυτό αποτελεί προφανώς αυτοεξυπηρετική δήλωση και εξήγηση για αυτή του την ενέργεια που ενδεχομένως να συνιστά ποινικό αδίκημα.

 

Ως προς τα όσα ανέφερε για τους συγκατηγορουμένους του, έχουμε υπόψη μας ότι αποτελεί βασικό κανόνα απόδειξης ότι γραπτές καταθέσεις και προφορικές δηλώσεις ενός κατηγορουμένου αποτελούν μεν μαρτυρία εναντίον αυτού, όταν όμως με αυτές εμπλέκει ένα συγκατηγορούμενο του στη διάπραξη ενός αδικήματος δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία ενάντια στον συγκατηγορούμενο του εκτός αν ο τελευταίος ρητά ή εξυπακουόμενα υιοθετεί τις δηλώσεις του άλλου κατηγορουμένου και τις κάνει δικές του. Μόνο μια τέτοια μαρτυρία που γίνεται ενόρκως είναι αποδεκτή και μπορεί να έχει αποδεικτική αξία, αφού αξιολογηθεί, εναντίον και του συγκατηγορουμένου (βλ. R. ν. Rudd (1948) Cr. Αρρ. R. 138, R. ν. Gunewardene (1951) 35 Cr. Αρρ. R. 80, Miliotis v. The Police (1971) 2 C.L.R 292, Vrakas a.ο. ν. The Republic (1973) 2 C.L.R 139, Κίτα ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 209, Malik κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ 36, Ευριπίδου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337).

 

Έχοντας δε υπόψη, ως θα εκτεθεί κατωτέρω, ότι ο κατηγορούμενος 2, τόσο στην προφορική του ανάκριση όσο και στη γραπτή ανακριτική του κατάθεση παραδέχεται ότι ήταν παρών κατά το επίδικο περιστατικό και ότι είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη (τέθηκε και στο πλαίσιο της Υπεράσπισης του), γίνεται δεκτή η σχετική αναφορά του κατηγορουμένου 1 στην προφορική του δήλωση για αυτό, χωρίς φυσικά να γίνεται δεκτό ότι αυτό έγινε με τη θέληση της παραπονουμένης εφόσον αυτό αποτελεί δήλωση που εξυπηρετεί τον συγκατηγορούμενο του δηλαδή τον κατηγορούμενο 2, με τον οποίο είχαν φιλικές σχέσεις και βρίσκονταν μαζί κατά το επίδικο περιστατικό. Η αναφορά δε του κατηγορουμένου 1 στην προφορική του ανάκριση ότι και ο κατηγορούμενος 3 είχε σεξουαλική  επαφή με την παραπονούμενη, δεν αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία εφόσον εμπλέκει τον τελευταίο στη διάπραξη αδικήματος ενώ ο κατηγορούμενος 3 ουδέποτε αποδέχθηκε τέτοια επαφή με την παραπονούμενη. Γίνεται όμως δεκτό, εφόσον το παραδέχεται ο κατηγορούμενος 3, τόσο στην προφορική του ανάκριση όσο και στη γραπτή του ανακριτική κατάθεση, ότι ήταν και αυτός παρών κατά το επίδικο περιστατικό. Εδώ πρέπει να λεχθεί ότι ενόψει του ότι, για τον λόγο που εξηγήσαμε ανωτέρω, δεν γίνεται δεκτή η δήλωση του κατηγορουμένου 1 ότι είχε και ο κατηγορούμενος 3 σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, κρίνουμε ότι δεν χρήζει εξέτασης η θέση του κ. Στεφάνου για αποκλεισμό της εν λόγω μαρτυρίας, στη βάση του ότι λήφθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου 1 να έχει δικηγόρο κατά την προφορική του ανάκριση. Αυτό καθότι, ως έχει προαναφερθεί, με την εν λόγω θέση του ο κ. Στεφάνου δεν εγείρει οποιοδήποτε θέμα επηρεασμού του ίδιου του πελάτη του (αποδέχεται τα όσα είπε στην προφορική του ανάκριση πλην αυτά που είπε για τον κατηγορούμενο 3) αλλά, ως ρητά διευκρίνισε στη γραπτή του αγόρευση, είναι για «σκοπούς δικαιότητας της διαδικασίας αλλά και της αλήθειας σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο 3».

 

Στη γραπτή ανακριτική του κατάθεση, ο κατηγορούμενος 1, πέραν από  τις απαντήσεις του σε θέματα που αφορούν τη γνωριμία και τη σχέση του με τους κατηγορουμένους 2 και 3 και κάποια άλλα θέματα, στις ερωτήσεις που αφορούσαν την παραπονούμενη και το επίδικο περιστατικό, επέλεξε όπως ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής, λέγοντας ότι, ό,τι έχει να πει θα το πει στο Δικαστήριο. Ως προς το τελευταίο προφανώς και δεν τίθεται θέμα αξιολόγησης, ούτε και είναι επιτρεπτό να εξαχθούν εκ της σιωπής του κατηγορουμένου 2 οποιαδήποτε ενοχοποιητικά συμπεράσματα. Ως προς το μέρος που απάντησε, πρέπει όμως να λεχθεί ότι αυτό γίνεται δεκτό εφόσον αφορά δηλώσεις που συνάδουν με τη μαρτυρία που τέθηκε και έγινε δεκτή (όπως οι σχέσεις του με τους συγκατηγορουμένους του, το τηλέφωνο που χρησιμοποιεί, οι λογαριασμοί του σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το όχημα που χρησιμοποιεί).

 

Ο κατηγορούμενος 2 επίσης έκανε κάποιες δηλώσεις, όταν ανακρίθηκε προφορικά, στην παρουσία του πατέρα του, στις 17/02/2021, οι οποίες καταγράφηκαν σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 11). Αργότερα, στις 18/02/2021 του λήφθηκε γραπτή ανακριτική κατάθεση και πάλι στην παρουσία του πατέρα του (Τεκμήριο 12).

 

Στην προφορική του ανάκριση αναφέρθηκε στο πως γνώρισε την παραπονούμενη καθώς και στα όσα έγιναν κατά το επίδικο περιστατικό, ως είπε, λίγες μέρες πριν τα καρναβάλια του 2020. Αναφορικά με τον τρόπο που γνώρισε την παραπονούμενη τα όσα είπε γίνονται δεκτά εφόσον συνάδουν με τα όσα σχετικά είπε η παραπονούμενη και δεν έχουν αμφισβητηθεί, πλην του ότι η παραπονούμενη του ανέφερε ότι κάνει «πίπες», κάτι που αυτή δεν δέχθηκε, όταν της υποβλήθηκε, στην αντεξέταση. Ως προς τα όσα είπε για το επίδικο περιστατικό, δεκτά γίνονται μόνο το ότι κατά τον χρόνο εκείνο συναντήθηκε με την παραπονούμενη, ότι μαζί «ήπιαν» «ψηλή» και ότι σε κάποια στιγμή ήλθαν οι δύο τους σε σεξουαλική επαφή, εφόσον αυτά συνάδουν με τα όσα είπε η παραπονούμενη και δεν αμφισβητήθηκαν και αποτελούν ουσιαστικά κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών. Τα υπόλοιπα γεγονότα που περιέγραψε σε σχέση με άλλες σεξουαλικές πράξεις που τέλεσε η παραπονούμενη όπως το ότι σε κάποια στιγμή η παραπονούμενη έβγαλε το γεννητικό του όργανο και του έκανε στοματικό για λίγα δευτερόλεπτα και ότι αργότερα και πάλι του έβγαλε έξω το γεννητικό όργανο και άρχισε να το παίζει αλλά και ότι η σεξουαλική επαφή μεταξύ τους έγινε με τη θέληση της παραπονουμένης, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά καθότι αποτελούν αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις του. Αναφορικά με το ότι η παραπονούμενη του έλεγε ότι το γεννητικό όργανο του κατηγορουμένου 1 ήταν καλύτερο από το δικό του και την επόμενη μέρα του έστειλε μήνυμα στο Instagram και ότι πεθύμησε το γεννητικό του όργανο και ακολούθως τον κορόιδευε για την διάρκεια που έγινε η σεξουαλική επαφή που είχαν την προηγούμενη ημέρα ή για το μέγεθος, δεχόμαστε, εφόσον το παραδέχθηκε η παραπονούμενη κατά τη μαρτυρία της, μόνο ότι μετά το επίδικο περιστατικό (δεν προσδιόρισε όμως ακριβώς πότε), έστειλε στον κατηγορούμενο μηνύματα μέσω Instagram και ότι τον κορόιδεψε ότι το πέος του ήταν μικρό. 

 

Αναφορικά με τα όσα είπε για τις ενέργειες του κατηγορουμένου 1, ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί ανωτέρω για την αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας και με δεδομένο ότι αυτό το παραδέχθηκε στην προφορική του ανάκριση ο κατηγορούμενος 1 (τέθηκε και στο πλαίσιο της Υπεράσπισης του), γίνεται δεκτή η δήλωση του κατηγορουμένου 2, ότι και ο κατηγορούμενος 1 ήταν παρών κατά το επίδικο περιστατικό και ότι ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη εκείνη την ημέρα, χωρίς φυσικά να γίνεται δεκτό ότι αυτό έγινε με τη θέληση της παραπονουμένης εφόσον αυτό αποτελεί δήλωση που εξυπηρετεί τον εν λόγω συγκατηγορούμενο του, με τον οποίο είχαν φιλικές σχέσεις και βρίσκονταν μαζί κατά το επίδικο περιστατικό. Τα όσα λοιπά ανέφερε στην προφορική του ανάκριση για τις ενέργειες του κατηγορουμένου 1 που φαίνεται να τον εμπλέκουν στη διάπραξη αδικήματος δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία εναντίον του τελευταίου. Αποδεκτά δεν είναι ούτε τα όσα είπε για τις ενέργειες του κατηγορουμένου 3, εφόσον αυτά αποτελούν δηλώσεις που εξυπηρετούν τον τελευταίο, με τον οποίο επίσης είχαν φιλικές σχέσεις και βρίσκονταν μαζί κατά το επίδικο περιστατικό. Είναι όμως αποδεκτό, εφόσον το αποδέχεται και ο ίδιος ο κατηγορούμενος 3 στις ανακρίσεις του, ότι ήταν και αυτός παρών κατά το επίδικο περιστατικό.

 

Στη γραπτή ανακριτική του κατάθεση, ο κατηγορούμενος 2, σε σχέση με το επίδικο περιστατικό είπε ότι ισχύουν τα όσα ανέφερε κατά την προφορική του  κατάθεση. Μάλιστα ζήτησε να του τα ξαναδιαβάσουν και όταν έγινε αυτό, συμφώνησε. Συνεπώς ως προς τις δηλώσεις του αυτές ισχύουν τα όσα λέχθηκαν ανωτέρω. Τα λοιπά που είπε σχετικά με το περιστατικό, μετά από ερωτήσεις που του έγιναν δεν γίνονται δεκτά καθότι είτε αποτελούν αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις του ιδίου ή που αφορούν τον κατηγορούμενο 1, είτε εμπλέκουν τον τελευταίο στη διάπραξη αδικήματος και αυτός δεν τις έχει υιοθετήσει. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στις δηλώσεις του κατηγορουμένου 2 στην εν λόγω κατάθεση του ότι είναι ψέματα ότι την ημέρα που έγινε το συμβάν είτε αυτός είτε οι συγκατηγορούμενοι του κρατούσαν την παραπονούμενη από τα χέρια και ο κατηγορούμενος 1 της κατέβασε το παντελόνι, ότι είναι ψέματα ότι ενώ βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου 1, ο κατηγορούμενος 2 ανέφερε στους συγκατηγορουμένους του να βιάσουν την παραπονούμενη, ότι όταν η παραπονούμενη έβγαλε τα ρούχα της ο ίδιος ήταν στη θέση του συνοδηγού και στα πίσω καθίσματα ήταν ο κατηγορούμενος 1 και η παραπονούμενη μόνο, ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν έβαλε την παραπονούμενη να κάτσει πάνω του αλλά μόνη της το έκανε αφού το ήθελε και το ότι δεν απέκλεισε αφού τελείωσε το συμβάν αυτό και ενώ έπαιρναν την παραπονούμενη στο σπίτι της, ένας από αυτούς να της είπε «Sorry». Το υπόλοιπο δε μέρος της γραπτής κατάθεσης του κατηγορουμένου 2 που αφορά τη γνωριμία και τη σχέση του με τους συγκατηγορουμένους του γίνεται δεκτό εφόσον ουσιαστικά επιβεβαιώνεται και δεν έχει αμφισβητηθεί κατά τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας. Το ίδιο ισχύει και ως προς το πως γνώρισε ο κατηγορούμενος 2 την παραπονούμενη και ότι επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Όσον αφορά το ότι, ως αναφέρει στην κατάθεση του, ο κατηγορούμενος 2, με την παραπονούμενη ήταν «φίλοι με πλεονεκτήματα και όχι απλοί φίλοι» δηλαδή η παραπονούμενη του έκανε δύο φορές συνολικά στοματικό έρωτα και αντάλλασσαν και γλωσσόφιλα, ότι με την παραπονούμενη συναντήθηκαν πέντε φορές περίπου, ότι η παραπονούμενη του έστειλε φωτογραφίες της στο Instagram σε κάποιες εκ των οποίων φαινόταν ολόκληρη γυμνή, σε κάποιες άλλες μέρη του σώματος της που ήταν πάλι γυμνή και σε κάποιες από αυτές η παραπονούμενη είχε προκλητικές στάσεις, ενόψει του ότι πρόκειται για αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις του που δεν επιβεβαιώνονται από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας, δεν γίνονται δεκτές.

 

Όπως και οι άλλοι κατηγορούμενοι, έτσι και ο κατηγορούμενος 3 έκανε κάποιες δηλώσεις όταν ανακρίθηκε προφορικά, στην παρουσία της μητέρας του, στις 17/02/2021, οι οποίες καταγράφηκαν σε Ημερολόγιο Ενεργείας (Τεκμήριο 35). Αργότερα, στις 18/02/2021 του λήφθηκε γραπτή ανακριτική κατάθεση, στην παρουσία του πατέρα του και του δικηγόρου του (Τεκμήριο 38).

Στην προφορική του ανάκριση ο κατηγορούμενος 3 αναφέρθηκε στο επίδικο περιστατικό που, ως είπε, έγινε τον Φεβρουάριο του 2020, πριν τα καρναβάλια. Γίνεται δε δεκτό εφόσον αποτελεί δήλωση ενάντια στα συμφέροντα του, ότι ο κατηγορούμενος 3 ήταν παρών κατά το επίδικο περιστατικό, από την παραλαβή της παραπονουμένης, με το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου 3 μέχρι και την επιστροφή της αργότερα στο ίδιο σημείο. Δεκτό γίνεται, εφόσον το αποδέχονται και οι κατηγορούμενοι 2 και 3, ότι ήταν και αυτοί παρόντες κατά το επίδικο περιστατικό. Τα υπόλοιπα δε που ανέφερε ο κατηγορούμενος 3 δεν γίνονται δεκτά καθότι είτε αποτελούν αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις του ιδίου ή που αφορούν τους συγκατηγορουμένους του, είτε εμπλέκουν τους τελευταίους στη διάπραξη αδικήματος και αυτοί δεν τις έχουν υιοθετήσει. Συγκεκριμένα δεν γίνονται δεκτά ότι κατά τη διαδρομή αντιλήφθηκε πως η παραπονούμενη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου έκανε «πίπα» στον κατηγορούμενο 2 και παράλληλα πείραζε τον κατηγορούμενο 1 γαργαλώντας τον και αγγίζοντας τον στα χέρια, ότι όταν στάθμευσαν η παραπονούμενη ζήτησε να μείνει μόνη της με τον κατηγορούμενο 1 και ότι οι κατηγορούμενοι 2 και 3 βγήκαν έξω από το αυτοκίνητο, ότι ενώ η παραπονούμενη με τον κατηγορούμενο 2 έκαναν σεξ, κάποιος εξ αυτών φώναξε στον κατηγορούμενο 1 να μπει στο αυτοκίνητο και να συμμετάσχει και αυτός και ότι μπήκε και αυτός και ο κατηγορούμενος 3 είδε και τους τρεις να κάνουν σεξ μαζί, ότι μετά η παραπονούμενη βγήκε έξω από το αυτοκίνητο και συνέχισε να κάνει σεξ με τον κατηγορούμενο 2 και ότι την άκουγε που έλεγε στον κατηγορούμενο 2 «Εν έτσι που με γαμάς; Δεν νιώθω τίποτε». Ούτε ότι ο κατηγορούμενος 3 βρισκόταν καθ’ όλη τη διάρκεια έξω από το αυτοκίνητο γίνεται δεκτό. Εδώ να σημειωθεί ότι γίνεται δεκτό, εφόσον το έχουν παραδεχθεί και οι κατηγορούμενοι 1 και 2, στις δικές τους ανακρίσεις, ότι κατά το επίδικο περιστατικό έκαναν αμφότεροι σεξ με την παραπονούμενη. 

 

Στη γραπτή ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου 3, τα όσα είπε για τη σχέση του με τους συγκατηγορουμένους του γίνονται δεκτά, εφόσον η σχετική μαρτυρία που παρουσιάσθηκε δεν αμφισβητήθηκε. Όταν δε ρωτήθηκε να πει τι γνωρίζει για την υπόθεση που συνελήφθηκε, πριν του υποβληθούν ερωτήσεις, ουσιαστικά επανέλαβε τα όσα είπε στην προαναφερόμενη προφορική του ανάκριση. Ως προς τη δεκτότητα λοιπόν αυτού του μέρους της κατάθεσης του ισχύουν τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω. Στη συνέχεια του τέθηκαν ερωτήσεις στις οποίες απάντησε. Οι απαντήσεις που έδωσε δεν γίνονται δεκτές εφόσον είτε αποτελούν αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις του ιδίου ή που αφορούν τους συγκατηγορουμένους του είτε εμπλέκουν τους τελευταίους στη διάπραξη αδικημάτων τις οποίες δεν έχουν υιοθετήσει. Έτσι δεν γίνονται δεκτά ότι κατά τη σεξουαλική επαφή που είχαν οι κατηγορούμενοι 1 και 2 με την παραπονούμενη δεν ασκήθηκε βία στην τελευταία και ότι δεν ήλθε κανένας σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη χωρίς τη θέληση της, ότι κανένας τους τότε δεν έκανε χρήση ναρκωτικών αλλά δεν ξέρει εάν έκανε τέτοια η παραπονούμενη, ότι εντός του αυτοκινήτου κανένας δεν κρατούσε τα χέρια της παραπονουμένης και ο κατηγορούμενος 1 δεν της κατέβασε το παντελόνι και δεν αρχίσαν να την αγγίζουν στο γενετικό της όργανο και στη συνέχεια δεν την έβαλαν να κάτσει πάνω στον κατηγορούμενο 1, ο οποίος ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της, ότι στη συνέχεια δεν έβαλαν την παραπονούμενη να ξαπλώσει στα πίσω καθίσματα του οχήματος και οι κατηγορούμενοι βγήκαν έξω από το αυτοκίνητο, άνοιξαν τα φλας των τηλεφώνων τους και ένας ένας ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της.

 

Στο σημείο αυτό θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τις θέσεις του κατηγορουμένου 2 περί πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης και παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη. Συγκεκριμένα, αποτελεί  θέση της Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 2, ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα αυτού για δίκαιη δίκη καθότι λόγω της πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης και της παραβίασης του δικαιώματος του, ως ανήλικου υπόπτου, να είναι παρών ο δικηγόρος του κατά τη γραπτή ανάκριση του, δεν λήφθηκε και/ή δεν παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο, αθωωτική για αυτόν μαρτυρία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω θέση:

 

1.         Ο κατηγορούμενος 2, στη γραπτή ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 12) ανέφερε ότι την επομένη του επίδικου περιστατικού, αντάλλαξε με την παραπονούμενη επικοινωνία - μηνύματα, τα οποία αποδείκνυαν ότι η σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ τους ήταν συναινετική - κάτι που αποτελεί και την υπεράσπιση του - και αυτό ήταν το μόνο όπλο που είχε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Παρά το ότι η παραπονούμενη, κατά την οπτικογραφημένη της κατάθεση, συγκατατέθηκε στο να δείξει στη Μ.Κ.7 τα μηνύματα αυτά, η Μ.Κ.7 δεν συνέλεξε και/ή δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο τη μαρτυρία αυτή, με αποτέλεσμα να μη διερευνηθούν οι ως άνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου 2 και το Δικαστήριο να μην έχει την ευχέρεια να προβεί σε αξιολόγηση της εν λόγω μαρτυρίας, η οποία θα έριχνε φως στην αξιοπιστία της παραπονουμένης.

2.         Περαιτέρω, κατά τη λήψη της γραπτής ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου 2, παραβιάσθηκε το δικαίωμα αυτού, ως ανήλικου υπόπτου, να είναι παρών ο δικηγόρος του, με αποτέλεσμα να μην λάβει νομική συμβουλή να συγκατατεθεί στο να ελέγξει, να λάβει και να παρουσιάσει η Αστυνομία την προαναφερόμενη επικοινωνία – μηνύματα που είχε με την παραπονούμενη. Η Αστυνομία όφειλε να απαιτήσει την παρουσία δικηγόρου κατά τη λήψη της κατάθεσης και δεν στοιχειοθετήθηκε η νομίμως προβλεπόμενη παραίτηση του κατηγορουμένου 2 από το εν λόγω δικαίωμα, εφόσον πουθενά στον ανακριτικό φάκελο δεν κατέγραψε ο Μ.Κ.1, ότι ενημερώθηκε ο κατηγορούμενος 2 για αυτό, ότι αρνήθηκε να το ασκήσει και ότι υπέγραψε σχετική ειδοποίηση.

 

Εδώ να σημειωθεί ότι η Υπεράσπιση του κατηγορουμένου 1, προβάλλει σχετικά ότι η Αστυνομία και δη η Μ.Κ.7 κατά τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονουμένης «προφανώς και είδαν τα μηνύματα, αλλά επέλεξαν να μην τα καταθέσουν και έτσι η Υπεράσπιση και το Δικαστήριο τελεί σε άγνοια, για ένα γεγονός που θα έριχνε φως και στην αξιοπιστία της παραπονούμενης».

 

Εξετάζοντας το θέμα, δέον όπως εισαγωγικά αναφερθεί ότι το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν υπήρξε δίκαιη. Δεν μπορεί να εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτε κατ’ αφηρημένο τρόπο αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως των ειδικών περιστάσεων κάθε υπόθεσης. Προς στοιχειοθέτηση ισχυρισμού μη δίκαιης δίκης πρέπει να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος πράγματι επηρεάστηκε δυσμενώς (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104 και Yaacoub ν. Δημοκρατίας (2014) 2Α Α.Α.Δ. 165). Δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το δίκαιο της δίκης και υφίσταται όταν δημιουργούνται συνθήκες μη δίκαιης δίκης (βλ. Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143).

 

Ως λέχθηκε στην Νικολάου v. Δημοκρατίας (2014) 2Α Α.Α.Δ. 376, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων (βλ. Panovits v. Cyprus, App. No. 4268/04, ημερ. 11/13/2008). Στην κατάλληλη περίπτωση σοβαρές παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου (βλ. Κάππελος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 241). Όμως, για να οδηγηθούν τα πράγματα σε τέτοια εξέλιξη, οι παραλείψεις πρέπει να θέτουν τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Sofri a.ο. vItaly [2004] Crim. L.R. 846). Το βάρος απόδειξης, ότι όντως ο κατηγορούμενος έχει τεθεί σε μειονεκτική θέση, το φέρει η Υπεράσπιση και αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Monat vDPP [2001] 2 CrApp.R.23). Η τελική αξιολόγηση των όποιων παραλείψεων των Ανακριτικών Αρχών επαφίεται στο Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων (βλ. Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 327/18, ημερ. 29/09/2020).

 

Στην προκειμένη, από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας προκύπτουν τα εξής:

 

Η παραπονούμενη, στην οπτικογραφημένη κατάθεση της, ημερ. 09/02/2021, ανέφερε ότι μετά το επίδικο περιστατικό αντάλλαξε μηνύματα με τους κατηγορούμενους 1 και 2, μέσω Instagram και ότι είχε στο κινητό της αυτά τα μηνύματα.

 

Ο κατηγορούμενος 2, στις 17/02/2021, αμέσως μετά τη σύλληψη του για την παρούσα (όταν δήλωσε «Εν ψέματα, έθελε τζαι η ίδια»), παρέδωσε στον Μ.Κ.1 το τηλέφωνο που χρησιμοποιούσε. Στη συνέχεια, την ίδια ημέρα, ανακρινόμενος προφορικά (βλ. Τεκμήριο 11) ανέφερε ότι η σεξουαλική επαφή που είχε με την παραπονούμενη κατά το επίδικο περιστατικό ήταν με τη συγκατάθεση αυτής και ότι την επομένη αυτή του έστειλε μήνυμα στο Instagram και του έλεγε ότι πεθύμησε το γεννητικό του όργανο και ακολούθως τον κορόιδευε για το μέγεθος αυτού ή για τη διάρκεια που έγινε η σεξουαλική επαφή. Την επόμενη ημέρα, 18/02/2021, στη γραπτή ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 12) ο κατηγορούμενος 2 ανέφερε ότι, με την παραπονούμενη, επικοινωνούσε μέσω Instagram (ανέφερε και τον λογαριασμό του) και τηλεφώνου και ότι είχε συνομιλίες με αυτήν στο Instagram. Όταν στη συνέχεια της κατάθεσης, του ζητήθηκε η συγκατάθεση να φωτογραφηθούν συνομιλίες του με την παραπονούμενη, τόσο σε μορφή sms, όσο και στο Instagram, που δυνατό να εντοπιστούν στο κινητό του τηλέφωνο και πληροφορήθηκε ότι δεν είναι υπόχρεος να δώσει τέτοια συγκατάθεση, εκτός εάν θέλει, αλλά αν δώσει τέτοια συγκατάθεση οτιδήποτε εντοπιστεί δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία, απάντησε «Δεν θέλω να σου δώσω τέτοια συγκατάθεση».

 

Η Μ.Κ.7 ανέφερε, κατά τη μαρτυρία της ότι, μετά το πέρας της οπτικογραφημένης κατάθεσης της, η παραπονούμενη της υπέδειξε τα προφίλ των λογαριασμών των κατηγορουμένων 1 και 2 στο Instagram. Κατά την αντεξέταση της, αφού της υποδείχθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την απομαγνητοφώνηση (Τεκμήριο 4 σελ. 9) της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονουμένης:

 

 

Μ:    Μετά που τούτο εν εβρέθηκα με κανένα τους.

Α:    ΟΚ, όμως είσιες μια συνομιλία μαζί τους μέσω Instagram.

Μ:   ??? Βρεθώ μαζί τους αλλά εν εμπορούσα.

Μ:   Ναι. ΟΚ.

Α:   Μπορούμε να κάμουμε διάλειμμα;

Μ:   Ναι, βεβαίως. Ένα λεπτάκι περίμενε να πω την ώρα τζαι μετά να κάμουμε ένα διάλειμμα.

       Θα κάμουμε ένα διάλειμμα. Η οπτικογραφημένη κατάθεση διακόπτεται, η ώρα είναι 18 και 39  λεπτά. Η οπτικογραφημένη κατάθεση ξεκινά και πάλι μετά από ένα διάλειμμα που είχαμε, η ώρα είναι 18 και 50. Έντζελ μου, λοιπόν, μου περίγραψες ένα περιστατικό που έγινε τέλος του 2019 μαζί με τρία άτομα, τα δύο άτομα τα γνωρίζεις, το τρίτο όχι. Τζαι μου είπες ότι τούντο περιστατικό έγινε βράδυ, ήρθαν επήραν σε από το σπίτι σου, το σπίτι σου που ήταν τότε;

Α:   Ήταν κοντά στο Sun Fresh, απλώς ήταν θκυο δρόμους πίσω.

Μ:  ΟΚ, ήταν στη Λεμεσό δηλαδή;

Α:   Ναι.

Μ:  ΟΚ. Τζαι με το αυτοκίνητο, πού σε πήραν, σε ποια περιοχή;

Α:   Εν ηξέρω. Οδηγήσαν μακριά;

 

 

ρωτήθηκε βασικά γιατί ενώ πριν το διάλειμμα η παραπονούμενη της έλεγε για συνομιλία που είχε στο Instagram με τους κατηγορούμενους μετά το επίδικο περιστατικό, μετά το διάλειμμα δεν ρώτησε την παραπονούμενη οτιδήποτε για αυτό. Η Μ.Κ.7 δέχθηκε ότι δεν έκανε στην παραπονούμενη σχετική ερώτηση μετά το διάλειμμα, λέγοντας ότι δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος «απλά έκανα κάποια επαναφορά λέγοντας κάποια πράγματα γενικά όταν αρχίσαμε την κουβέντα μας για να συνεχίσει να μου λέει αυτά που είχε να μου πει».  Δέχθηκε δε αμέσως μετά  ότι εάν είχε συνομιλία το θύμα ενός κατ’ ισχυρισμού βιασμού με κάποιον εκ των βιαστών του μέσω Instagram μετά, είναι σημαντικό για σκοπούς ανάκρισης. Στη συνέχεια αφού της υποδείχθηκε ότι προηγουμένως, στη σελίδα 8 του Τεκμηρίου 4 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

Α: ΟΚ, εσύ μετά δηλαδή που τούντο πράμα έσιεις συνομιλίες που είσιεις τζαι με τον Κυριάκο και με τον Νικόλα, που έχουν τζαι σχέση με το συμβάν δηλαδή ή όι; Εν αναφερθήκατε στο συμβάν; Το τι έγινε τζίντη νύχτα.

Μ: Όι, ανάφερε το ο Κυριάκος.

Α: ΟΚ. Έσιεις τες στο κινητό σου τούντες τις συνομιλίες; Με ποιόν τρόπο εμιλούσετε με ποιο μέσω;

Μ: Instagram.

Α: Instagram. ΟΚ. Εν να μας τα δείξεις μετά τζαι αν είναι να τα... Λοιπόν, εσύ το ανάφερες στην Ντιάνα είπες μου πρώτη φορά τούτο, κάποιες μέρες μετά. Σε κάποια άλλη φάση που τότε ανάφερες το σε κάποιο άλλο άτομο;

 

ρωτήθηκε και πάλι γιατί μετά το διάλειμμα έκανε εισαγωγική ερώτηση και έφυγε από το θέμα του Instagram. Απάντησε και πάλι ότι δεν «υπάρχει κάποιος λόγος, εγώ απλά εμπήκα ξανά για να μου πει, να συνεχίσει την ιστορία από εκεί που την αφήσαμε, να μου πει τα γεγονότα και το θέμα του Instagram, το κινητό της εννοείται ότι ήταν κλειστό την ώρα της συνέντευξης και το κινητό ήταν κάτι το οποίο θα έβλεπε μετά ο ανακριτής αφού έπαιρνε και έκανε τις ανάλογες ενέργειες που έπρεπε να κάνει να δει τις συνομιλίες, δεν ήταν κάτι που θα έβλεπα εγώ εκείνη τη στιγμή τις συνομιλίες. Δεν μπορούσα καν να το δω εκείνην τη στιγμή». Όταν όμως σε σχέση με την αναφορά της ότι το κινητό ήταν κλειστό, της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 14 (Ημερολόγιο Ενεργείας που έγινε την ημέρα λήψης της κατάθεσης της παραπονουμένης), είπε αρχικά ότι αυτό ήταν μετά την κατάθεση αλλά στη συνέχεια όταν της υποδείχθηκε ότι αυτό αναγράφει ως ώρα «18:40» (η κατάθεση λήφθηκε μεταξύ των ωρών 18:13-19:14 και το διάλειμμα έγινε μεταξύ των ωρών 18:39 με 18:50) δέχθηκε ότι πράγματι αυτό ισχύει. Με άλλα λόγια φαίνεται ότι ήταν κατά το ως άνω διάλειμμα που η παραπονούμενη της έδειξε τα προφίλ των λογαριασμών δύο εκ των κατηγορουμένων στο Instagram και παρά την προηγούμενη αναφορά σε συνομιλίες που είχε η παραπονούμενη με αυτούς μετά το περιστατικό, η Μ.Κ.7 δεν ζήτησε να δει αυτές ενώ είχε τη δυνατότητα, κάτι που ουσιαστικά δέχθηκε λέγοντας ότι είδε μόνο τα δύο προφίλ και όχι τις επικοινωνίες. Όταν της υποβλήθηκε ότι είδε τις εν λόγω επικοινωνίες και δεν τις κατέγραψε ή τις ανέφερε και αντί αυτού άλλαξε θέμα, απάντησε «Δεν είδα καμία επικοινωνία. Είδα μόνο τα προφίλ των δύο, δεν θυμάμαι να δω καμία συζήτηση».

 

Εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι, κατά τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο, αντεξεταζόμενη η παραπονούμενη, δέχθηκε ότι μετά το επίδικο περιστατικό, δεν θυμάται όμως πότε, κορόιδευε τον κατηγορούμενο 2 λέγοντας του ότι είναι μικρό το πέος του, δίδοντας ως δικαιολογία ότι το έκανε για να «πνίξει» τα αισθήματά της αλλά δεν τον κορόιδευε για τον τρόπο που τη βίαζε. Δεν ήξερε όμως εάν έδειξε αυτά τα μηνύματα στη Μ.Κ.7. Σε ερώτηση εάν έδειξε όσα μηνύματα διάλεξε αυτή ή έδωσε πλήρη πρόσβαση στις συνομιλίες στη Μ.Κ.7, απάντησε «Νομίζω τους έδωσα το τηλέφωνό μου για να δουν αλλά μετά μου το έδωσαν πίσω, νομίζω» αλλά δεν θυμόταν εάν η Μ.Κ.7 της ανέφερε τι είδε. Όταν ρωτήθηκε εάν τα μηνύματα στο Instagram που είπε ότι αντάλλαξε με τους κατηγορούμενους 1 και 2 μετά το επίδικο περιστατικό, τα έδειξε στη Μ.Κ.7, απάντησε ότι σίγουρα έδειξε τα μηνύματα με τον κατηγορούμενο 2 που αυτός της έστελνε λίγες μέρες ή εβδομάδες πριν τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της αλλά δεν ήταν σίγουρη ότι η Μ.Κ.7 τα είδε, τα φωτογράφησε ή κράτησε σημειώσεις. Είναι δε εμφανές από τα πιο πάνω ότι η παραπονούμενη δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο η Μ.Κ.7 είδε τέτοιες επικοινωνίες στο κινητό της παραπονουμένης και συναφώς δεν διαψεύδεται η Μ.Κ.7 ότι δεν είδε καμία επικοινωνία αλλά μόνο τους λογαριασμούς των κατηγορουμένων 1 και 2 στο Instagram.

 

Εκείνο όμως που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι ενώ υπήρχαν τέτοιες επικοινωνίες – μηνύματα μεταξύ της παραπονουμένης και των κατηγορουμένων 1 και 2, οι οποίες έγιναν μετά το επίδικο περιστατικό και ενώ η παραπονούμενη το είχε αναφέρει και είχε δώσει το κινητό της στη Μ.Κ.7, η τελευταία, η οποία μάλιστα δέχθηκε ότι αυτές ήταν σημαντικές για σκοπούς ανάκρισης, όχι μόνο δεν τις έλαβε αλλά δεν ζήτησε καν να τις δει. Έδωσε δε ως δικαιολογία βασικά ότι η ίδια έκανε τις ενέργειες της για σκοπούς λήψης της κατάθεσης και ότι το κινητό της τελευταίας θα ήταν κάτι το οποίο θα έβλεπε μετά ο ανακριτής (δηλαδή ο Μ.Κ.1) αφού έπαιρνε και έκανε τις ανάλογες ενέργειες.

 

Ως προκύπτει όμως από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, ούτε αυτός έκανε οποιεσδήποτε σχετικές ενέργειες, παρά το ότι είχε υπόψη του τα όσα ανέφερε σχετικά η παραπονούμενη αλλά και αργότερα ο κατηγορούμενος 2. Δέχθηκε ότι ήταν μέρος της εκδοχής του κατηγορουμένου 2 ότι υπήρχαν συνομιλίες μεταξύ αυτού και της παραπονουμένης στο Instagram, με τις οποίες εκείνη τον κορόιδευε. Συμφώνησε ότι είχαν μαρτυρία, από τον πατέρα του κατηγορουμένου 1, ότι ως του ανέφερε ο γιός του, η παραπονούμενη έστελνε γυμνές φωτογραφίες μέσω του Instagram στον κατηγορούμενο 1 και στον κατηγορούμενο 2 και προκλητικά μηνύματα που έγραφαν «πεθύμησα τον πούτσο σου». Δέχθηκε επίσης ότι η ως άνω μαρτυρία ήταν σημαντική. Απάντησε καταφατικά σε ερώτηση, κατά πόσο, ως ανακριτής, θεωρούσε σημαντικά, για να εξεταστεί η αξιοπιστία των εκατέρωθεν θέσεων, τα όποια μηνύματα στο Instagram μεταξύ κατηγορουμένων και παραπονουμένης και ότι θα έπρεπε να είναι μέρος της διερεύνησης. Μάλιστα ανέφερε ότι δεν ξέρει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της υπόθεσης εάν αυτά τα στοιχεία έρχονταν στην κατοχή του αλλά επανέλαβε ότι ήταν σημαντική η εν λόγω μαρτυρία. Παρά ταύτα, έδωσε ως δικαιολογία για το ότι δεν λήφθηκε η εν λόγω επικοινωνία, το ότι ζητήθηκε από τους κατηγορούμενους να δώσουν σχετική συγκατάθεση – καθότι, ως είπε, δεν υπήρχε η δυνατότητα, λόγω των αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικου που διερευνούσε, να εκδοθεί διάταγμα πρόσβασης στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας από τα κινητά τα οποία είχε στην κατοχή του – αλλά εκείνοι αρνήθηκαν. Εδώ να λεχθεί βέβαια ότι η θέση του Μ.Κ.1 περί του ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα ευσταθεί. Πράγματι ο περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραµµένο Περιεχόµενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόµος 92(Ι)/1996, παραπέμπει, ως προς τα αδικήματα για τα οποία μπορεί να εκδοθεί δικαστικό ένταλμα πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας (βλ. άρθρα 21-23), στην πρόνοια του άρθρου 17(2)(Β) του Συντάγματος, όπου δεν περιλαμβάνονται τα επίδικα αδικήματα. Σε σχέση με το ότι στα αδικήματα του άρθρου 17(2)(Β) του Συντάγματος περιλαμβάνεται η παιδική πορνογραφία και τη θέση της παραπονούμενης ότι κατά το επίδικο περιστατικό λήφθηκε βίντεο, ο Μ.Κ.1 πολύ λογικά ανέφερε ότι οι συνομιλίες στις οποίες αναφέρθηκε η παραπονούμενη δεν αφορούσαν το εν λόγω βίντεο. Η αντίθετη δε θέση του κ. Πολυχρόνη ότι υπήρχε νομικά η δυνατότητα για πρόσβαση στο εν λόγω περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας παρέμεινε αστήρικτη.

 

Παρά όμως τα πιο πάνω, η δικαιολογία που έδωσε ο Μ.Κ.1 για το γεγονός ότι δεν εξέτασαν ούτε καν το κινητό της παραπονουμένης έστω για σκοπούς διερεύνησης - εδώ να υπομνησθεί ότι όταν η παραπονούμενη έδωσε την κατάθεση της, η διερεύνηση βρισκόταν μόλις στην αρχή της -  και συγκεκριμένα ότι δεν παραλήφθηκε από αυτήν το κινητό της για να εξεταστεί, αφού δεν τους δόθηκε συγκατάθεση από τους κατηγορούμενους, δεν είναι πειστική και εξηγούμε. Η παραπονούμενη αποκάλυψε, κατά τη λήψη της κατάθεσης της, δηλαδή στις 09/02/2021 την ύπαρξη των συγκεκριμένων επικοινωνιών – μηνυμάτων, είχε μαζί της τότε το κινητό της και συγκατατέθηκε στο να το δει η Μ.Κ.7. Τόσο η τελευταία όσο και ο Μ.Κ.1 δέχθηκαν ότι τέτοια μαρτυρία ήταν σημαντική για την υπόθεση που διερευνούσαν και συναφώς ήταν αναμενόμενο από την αρχή να λάβουν έστω γνώση του περιεχομένου αυτής για σκοπούς ορθής και πλήρους διερεύνησης της υπόθεσης. Παρά ταύτα ουδέν έπραξαν τότε. Προφανώς και δεν γνώριζαν τα μέλη της ανακριτικής ομάδας τότε ότι αργότερα και δη στις 18 και 19/02/2021, μετά τη σύλληψη τους, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν θα συγκατίθεντο στη λήψη των εν λόγω επικοινωνιών. Συνεπώς δεν κρίνεται πειστικός ο λόγος που η Αστυνομία δεν έλαβε έστω γνώση αυτών στις 09/02/2021 μέσω του κινητού της παραπονουμένης.

 

Ως δε έχει προαναφερθεί, η παράλειψη εκ μέρους της Αστυνομίας να λάβει γνώση ή/και να λάβει ως μαρτυρία τις εν λόγω συνομιλίες, συνδυάζεται εκ μέρους της Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 2, με το ότι η συγκατάθεση αυτού για τη λήψη τους, δεν δόθηκε κατά τη λήψη της γραπτής του ανακριτικής κατάθεσης, καθότι δεν ήταν παρών, ως έπρεπε, ο δικηγόρος του (ως προβλέπει το άρθρο 10 Νόµου 163(Ι)/2005) - για να τον συμβουλεύσει ότι αυτό ήταν κάτι σημαντικό για την Υπεράσπιση του - και δεν στοιχειοθετήθηκε η νομίμως προβλεπόμενη παραίτηση του από το εν λόγω δικαίωμα του. Ως προς αυτό δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 11(4) του Συντάγματος «Πας συλλαµβανόµενος πληροφορείται κατά την στιγµήν της συλλήψεως αυτού εις καταληπτήν υπ' αυτού γλώσσαν τους λόγους της συλλήψεως αυτού και δικαιούται να τύχη των υπηρεσιών συνηγόρου της εκλογής αυτού». Το δικαίωμα δε ενός συλληφθέντος προσώπου να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο ρυθμίζεται νομοθετικά από τον περί των Δικαιωµάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαµβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόµο 163(Ι)/2005. Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου αυτού, πρόσωπο το οποίο συλλαµβάνεται από µέλος της Αστυνοµίας, πληροφορείται αµέσως µετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε γλώσσα που είναι κατανοητή σε αυτό, μεταξύ άλλων, για το δικαίωµα πρόσβασης σε δικηγόρο. Σύμφωνα με την παράγραφο 2Β του ίδιου άρθρου, το δικαίωµα υπόπτου ή κατηγορουµένου για πρόσβαση σε δικηγόρο περιλαµβάνει το δικαίωµά του να ζητήσει την παρουσία και τη συµµετοχή του δικηγόρου του κατά την ανάκρισή του. Ως διευκρινίζεται από την επακόλουθη επιφύλαξη, «συµµετοχή του δικηγόρου κατά την ανάκριση» σηµαίνει τη δυνατότητα δικηγόρου να παρέχει διευκρινίσεις στον πελάτη του σε σχέση µε την ακολουθητέα διαδικασία και να τον συµβουλεύει για τα δικονοµικά δικαιώµατά του που σχετίζονται µε την ανάκρισή του». Για πρόσωπα δε που είναι κάτω των 18 ετών, το άρθρο 10 του Νόμου προνοεί ότι η ανάκριση τους «διεξάγεται στην παρουσία του δικηγόρου» τους. Σύμφωνα με το άρθρο 11(1) του Νόμου, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία παρέχεται πληροφόρηση σε συλληφθέν πρόσωπο, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ίδιου Νόµου, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο µαζί µε την ηµεροµηνία και ώρα κατά την οποία η πληροφόρηση έλαβε χώραν. Σύμφωνα με την παράγραφο (2)(α) του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο ζητά να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωµα προβλέπεται από το Νόµο, το γεγονός αυτό καταγράφεται στον σχετικό ανακριτικό φάκελο µαζί µε την ηµεροµηνία και ώρα κατά την οποία ασκήθηκε το εν λόγω δικαίωµα. Ακολουθεί δε η επιφύλαξη, ότι καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο και κάθε περίπτωση, για την οποία δεν ασκήθηκε τέτοιο δικαίωµα αµέσως µετά το χρόνο της σύλληψης ή για την οποία δεν ασκήθηκε σε οποιοδήποτε άλλο χρόνο τέτοιο δικαίωµα, καθώς και οι λόγοι µη άσκησης των εν λόγω δικαιωµάτων.

 

Αναφορικά με την παραίτηση από τα προβλεπόμενα από τον ίδιο Νόμο δικαιώματα, η παράγραφος 2(β) του άρθρου 11 προβλέπει ότι σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο αποφασίζει να µην ασκήσει τα δικαιώµατα αυτά, το γεγονός αυτό καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση από το δικαίωµα πρόσβασης σε δικηγόρο καταγράφονται στον σχετικό ανακριτικό φάκελο από τον υπεύθυνο των ανακρίσεων και προσυπογράφεται από το συλληφθέν πρόσωπο. Η επόμενη παράγραφος 3(β) του ίδιου άρθρου προνοεί ότι σε περίπτωση τέτοιας παραίτησης, εξασφαλίζεται ότι: (α) ο ύποπτος ή ο κατηγορούµενος έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενηµέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά µε το περιεχόµενο του συγκεκριµένου δικαιώµατος και τις ενδεχόµενες συνέπειες της παραίτησής του από αυτό και (β) η παραίτησή του από το δικαίωµα αυτό είναι αναµφισβήτητη και οικειοθελής.

 

Ως λέχθηκε στην F. L. H. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 4/2020, ημερ. 31/01/2022, με αναφορά σε σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, αποτελώντας ουσιώδες στοιχείο της δίκαιης δίκης (βλ. Poitrimol v. France, Ap. No. 14032/88, ημερ. 23/11/1993) και έχει ιδιαίτερη σημασία η άσκηση του κατά το στάδιο της ανάκρισης, καθότι «ο κατηγορούμενος συχνά βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα ευάλωτη θέση, το επακόλουθο της οποίας ενισχύεται από το γεγονός ότι η νομοθεσία για την ποινική δικονομία τείνει να γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, ιδίως όσον αφορά τους κανονισμούς που διέπουν τη συλλογή και χρήση αποδεικτικών στοιχείων» (βλ. Salduz v. Turkey, Ap. Νο. 36391/02, ημερ. 27/11/2008). Στην ίδια υπόθεση προβλήθηκε από τους δικηγόρους της εφεσείουσας, ιδιαίτερα η θέση ότι η παραίτηση της από το δικαίωμα σε δικηγόρο δεν έγινε με την απαιτούμενη σαφήνεια και δεν στοιχειοθετήθηκε από πλευράς εφεσίβλητης. Ως επισήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο, ζητούμενο είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες η εφεσείουσα παραιτήθηκε από το δικαίωμα της για πρόσβαση σε δικηγόρο και ως προς το ζήτημα αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την παράλειψη του ανακριτή να καταγράψει, ως όφειλε, την παραίτηση της εφεσείουσας από το δικαίωμα της δυνάμει του άρθρου 11(2)(β) του Νόμου 163(Ι)/2005. Επεξηγήθηκε δε ότι η παραίτηση από το δικαίωμα σε δικηγόρο είναι ιδιαίτερα σημαντική πράξη εφόσον πρόκειται για απεμπόληση θεμελιώδους δικαιώματος και γι’ αυτό προβλέπονται σημαντικές διασφαλίσεις από τη σχετική Οδηγία (πρόκειται για την Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας) και το Νόμο. Αφού τόνισε ότι η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., ενέταξε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και τα περί παραίτησης από το δικαίωμα αυτό στα πλαίσια εξέτασης του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) (βλ. Beuze v. Belgium [2019] 69 E.H.R.R. 1), το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ουσιαστικά ότι ένας ύποπτος ή κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα αυτό, υπό τους όρους των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11 του Νόμου 163(Ι)/2005 (ως αυτό ενσωμάτωσε τις πρόνοιες του άρθρου 9 της ως άνω Οδηγίας, στο οποίο διατυπώνονται θεμελιώδεις διασφαλίσεις αναφορικά με το δικαίωμα αυτό). Συνεπώς, η απεμπόληση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο πρέπει να είναι εκούσια, να διατυπώνεται κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και να τελείται με πλήρη γνώση των συνεπειών της (βλ. Pishchalnikov v. Russia, Ap. Νο. 7025/04, ημερ. 24/09/2009). Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, σύμφωνα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., πρέπει να γίνονται εύλογες ενέργειες ώστε να διασφαλίζεται ότι το ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο έχει πλήρη επίγνωση των δικαιωμάτων του και είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες της παραίτησης του από αυτά (βλ. Panovits v. Cyprus, Ap. No. 4268/04, ημερ. 11/12/2018 και Akdağ v. Turkey, Ap. No. 74460/10, ημερ. 17/09/2019). Τονίσθηκε δε, ότι η απεμπόληση, κατά το άρθρο 9 της Οδηγίας, πρέπει να καταχωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 11(2)(β) του Νόμου 163(Ι)/2005.

 

Στην Panovits ανωτέρω, όπου ο Αιτητής ήταν 17 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανάκρισης, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«67. The Court notes that the applicant was 17years old at the material time. In its case-law on Article 6 the Court has held that when criminal charges are brought against a child, it is essential that he be dealt with in a manner which takes full account of his age, level of maturity and intellectual and emotional capacities, and that steps are taken to promote his ability to understand and participate in the proceedings (see T. v. the United Kingdom [GC], no. 24724/94,16 December 1999, § 84). The right of an accused minor to effective participation in his or her criminal trial requires that he be dealt with with due regard to his vulnerability and capacities from the first stages of his involvement in a criminal investigation and, in particular, during any questioning by the police. The authorities must take steps to reduce as far as possible his feelings of intimidation and inhibition (see, mutatis mutandis, T. v. the United Kingdom, cited above, § 85) and ensure that the accused minor has a broad understanding of the nature of the investigation, of what is at stake for him or her, including the significance of any penalty which may be imposed as well as of his rights of defence and, in particular, of his right to remain silent (mutatis mutandis, S.C. v. the United Kingdom, no. 60958/00, § 29, ECHR 2004-IV). It means that he or she, if necessary with the assistance of, for example, an interpreter, lawyer, social worker or friend, should be able to understand the general thrust of what is said by the arresting officer and during his questioning by the police (ibid).

 68.  The Court reiterates that a waiver of a right guaranteed by the Convention - in so far as it is permissible - must not run counter to any important public interest, must be established in an unequivocal manner and must be attended by minimum safeguards commensurate to the waiver's importance (Hakansson and Sturesson v. Sweden, 21 February 1990, Series A No. 171, § 66, and most recently Sejdovic v. Italy [GC], no. 56581/00. § 86, ECHR 2006-...). Moreover, before an accused can be said to have impliedly, through his conduct, waived an important right under Article 6, it must be shown that he could reasonably have foreseen what the consequences of his conduct would be (see Talat Tunq v. Turkey, no. 32432/96, 27March 2007, § 59, and Jones v. the United Kingdom (dec.), no. 30900/02, 9 September 2003). The Court considers that given the vulnerability of an accused minor and the imbalance of power to which he is subjected by the very nature of criminal proceedings, a waiver by him or on his behalf of an important right under Article 6 can only be accepted where it is expressed in an unequivocal manner after the authorities have taken all reasonable steps to ensure that he or she is fully aware of his rights of defence and can appreciate, as far as possible, the consequence of his conduct. (η υπογράμμιση δική μας)

 

Στην προκειμένη, η γραπτή ανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου 2, στο πλαίσιο της οποίας, ενώ του ζητήθηκε, δεν έδωσε συγκατάθεση για λήψη από το κινητό του των μηνυμάτων που αντάλλαξε με την παραπονούμενη, δόθηκε στην απουσία του δικηγόρου αυτού. Εδώ να λεχθεί ότι κατά την έναρξη της εν λόγω κατάθεσης του, ρωτήθηκε εάν κατάλαβε την υπόθεση για την οποία ανακρινόταν και τα δικαιώματα του, τα οποία του επιδόθηκαν προηγουμένως και απάντησε καταφατικά. Παραθέτουμε την αμέσως επόμενη ερώτηση και απάντηση:

 

«Ερώτηση 2:       Η κατάθεση σου θα ληφθεί στην παρουσία του πατέρα σου, [ ]. Σε πληροφορώ ότι μπορείς να συμβουλευθείς τον δικηγόρο σου προτού σου υποβάλω περαιτέρω ερωτήσεις. Σε πληροφορώ επίσης ότι μπορείς να τον συμβουλευθείς και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Επιθυμείς να το πράξεις πριν σου υποβληθούν περαιτέρω ερωτήσεις;

 

  Απάντηση:        Εμίλησα πριν με τον Δικηγόρο μου, όταν είμασταν στο Δικαστήριο. Δεν θέλω να μιλήσω τωρά μαζί του».

 

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσο μπορεί να υπάρξει παραίτηση από το δικαίωμα που δίδει, σε ένα ανήλικο συλληφθέντα, το άρθρο 10 του Νόμου 163(Ι)/2005. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδεται ξεκάθαρα, κατά την κρίση μας, μέσω του ίδιου του λεκτικού της εν λόγω διάταξης αλλά και σε αντιπαραβολή με άλλες σχετικές διατάξεις της ίδιας νομοθεσίας. Η χρήση, στο άρθρο 10, της φράσης «διεξάγεται στην παρουσία του δικηγόρου του» σε αντίθεση με το ότι σύμφωνα με την παράγραφο 2Β του άρθρου 3, το δικαίωµα υπόπτου ή κατηγορουµένου για πρόσβαση σε δικηγόρο περιλαµβάνει το δικαίωµά του «να ζητήσει την παρουσία και τη συµµετοχή του δικηγόρου του κατά την ανάκρισή του» (οι υπογραμμίσεις δικές μας) που προφανώς αναφέρεται σε κάθε άλλη περίπτωση συλληφθέντος, οδηγεί ερμηνευτικά, κατά την κρίση μας, στο συμπέρασμα ότι δεν απαιτείται, όταν ο συλληφθείς είναι ανήλικος, αυτός να ζητήσει την παρουσία του δικηγόρου του αλλά ότι αυτή είναι υποχρεωτική. Στην ερμηνεία αυτή συνηγορεί άλλωστε και το ότι το άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, όπου προβλέπονται οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε «Παραίτηση από δικαίωμα», αρχίζει με τη φράση «Με την επιφύλαξη διατάξεων εθνικού δικαίου που απαιτούν την υποχρεωτική παρουσία ή συνδρομή δικηγόρου». Εδώ να σημειωθεί ότι το άρθρο 10 προβλέφθηκε εξ αρχής στο Νόμο 163(Ι)/2005 (δηλαδή δεν ήταν αποτέλεσμα εναρμόνισης του με την Οδηγία 2013/48/ΕΕ) και αποτελεί διάταξη του εθνικού μας δικαίου, η οποία απαιτεί τέτοια υποχρεωτική παρουσία δικηγόρου. Στην προκειμένη δε ο κατηγορούμενος 2 δεν πληροφορήθηκε καν από τον Μ.Κ.1 για την ύπαρξη του δικαιώματος του αυτού ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί ότι η παρουσία του δικηγόρου του κατά την ανάκριση ήταν υποχρεωτική και ότι δεν μπορούσε να παραιτηθεί από το εν λόγω δικαίωμα του. Δεν μας διαφεύγει ότι τόσο πριν την προφορική ανάκριση όσο και πριν την ανακριτική γραπτή κατάθεση του ο κατηγορούμενος 2 υπέγραψε δύο βεβαιώσεις «ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ» (Τεκμήρια 10 και 13) ότι πληροφορήθηκε για τα δικαιώματα του και ότι παρέλαβε κάποια σχετικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων και «Κατάλογο με τα ονόματα και τους αριθμούς τηλεφώνων των δικηγόρων που ενδιαφέρονται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους». Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι κανένα από τα εν λόγω έγγραφα δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο έγραφε και τί σχετικά με το υπό εξέταση θέμα. Η παρουσία δε του πατέρα του κατηγορούμενου 2 κατά τη λήψη της γραπτής ανακριτικής του κατάθεσης, δεν μεταβάλλει κατά την κρίση μας τα πράγματα εφόσον ο Νόμος δεν θεραπεύει ούτε και υποκαθιστά την απουσία του δικηγόρου του ανηλίκου, με την παρουσία του κηδεμόνα του και αυτό είναι λογικό εφόσον είναι αυτονόητο το γιατί ένας συλληφθέντας για ποινικό αδίκημα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Με δεδομένη λοιπόν την εκ του Νόμου υποχρεωτική παρουσία του δικηγόρου του κατά τη λήψη της γραπτής ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου 2, η μη εξασφάλιση της παρουσίας αυτού, από την Αστυνομία, είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 10 του Νόμου 163(Ι)/2005 και τούτο - ενόψει του αναγκαστικού χαρακτήρα της εν λόγω διάταξης - παρά τη δήλωση του κατηγορουμένου 2 ότι μίλησε πριν με το δικηγόρο του και ότι δεν ήθελε να μιλήσει κατά τη λήψη της κατάθεσης του.

 

 Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας, για σκοπούς πληρότητας, ώστε να καλύπτει και την περίπτωση που η πιο πάνω ερμηνεία θεωρηθεί εσφαλμένη, θα εξετάσουμε κατά πόσο η μη παρουσία του δικηγόρου του κατηγορουμένου 2 κατά την εν λόγω κατάθεση, οφείλεται σε παραίτηση του τελευταίου από το εν λόγω δικαίωμα του και κατ’ επέκταση ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Νόμου.

 

Ως προς τούτο, είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η  νομίμως προβλεπόμενη παραίτηση του από το δικαίωμα του κατηγορουμένου 2 να είναι παρών δικηγόρος κατά τη γραπτή ανάκριση του. Κατ’ αρχάς, σύμφωνα πάντα με την ίδια θέση, πουθενά στον ανακριτικό φάκελο δεν κατέγραψε ο Μ.Κ.1, ο οποίος έλαβε την εν λόγω κατάθεση, ότι ενημερώθηκε ο κατηγορούμενος 2 για την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος του. Σύμφωνα πάντα με την ίδια θέση, εάν γινόταν τέτοια ενημέρωση ο κατηγορούμενος 2 θα είχε κατά την ανάκριση νομική συμβουλή και τότε σίγουρα θα έδιδε συγκατάθεση να ελέγξουν το περιεχόμενο της ιδιωτικής του επικοινωνίας με την παραπονούμενη, που είχε αθωωτικά στοιχεία για αυτόν. Πρόκειται για σοβαρή υπόθεση και η ανάκριση του κατηγορουμένου 2 και δη οι απαντήσεις του ήταν σημαντικές. Ενόψει δε του επιπέδου πνευματικής ωριμότητας του κατά τον ουσιώδη χρόνο που ήταν 17 χρονών και του ότι βρισκόταν υπό σύλληψη, ο κατηγορούμενος 2 δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει πόσο σημαντικό ήταν για να αποδείξει την αθωότητα του να δώσει τη συγκεκριμένη συγκατάθεση. Το γεγονός ότι δεν ήταν παρών ο δικηγόρος έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο. Αυτό γιατί εάν ήταν παρών ο δικηγόρος, θα του εξηγούσε τη σημασία αυτών των συνομιλιών και θα αντιλαμβανόταν με την κατάλληλη νομική συμβουλή ότι η συγκατάθεση του θα ήταν προς το συμφέρον του ώστε να αποδείξει την αθωότητα του. Ο κατηγορούμενος 2 όχι μόνο δεν πληροφορήθηκε από τον Μ.Κ.1, για το δικαίωμα του και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την παραίτηση του από αυτό, δηλαδή από το να μην είναι παρών δικηγόρος κατά την ανάκριση του αλλά ούτε και καταγράφηκε στον ανακριτικό φάκελο ότι αφού ενημερώθηκε ο κατηγορούμενος 2 για το εν λόγω δικαίωμα του, αρνήθηκε να το ασκήσει και ότι υπόγραψε σχετική ειδοποίηση, αντίθετα με τις πρόνοιες του άρθρου 11(2)(β) και 11(3) του Νόμου 163(Ι)/2005. Προς υποστήριξη της ως άνω θέσης του ο κ. Πολυχρόνης παρέπεμψε στην υπόθεση Panovits ανωτέρω, της οποίας τα γεγονότα, ως είπε, προσομοιάζουν με της παρούσας καθώς και στην υπόθεση F.L.H. ανωτέρω.

 

Ο Μ.Κ.1 αντεξεταζόμενος, παρέπεμψε στο προαναφερόμενο απόσπασμα από τη γραπτή ανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου 2 (Τεκμήριο 12 – ερώτηση 33 και απάντηση) για να υποστηρίξει ότι δόθηκε σε αυτόν η ευκαιρία να δώσει συγκατάθεση, γιατί η Αστυνομία ήθελε αυτές τις συνομιλίες αλλά λόγω του ότι δεν έδωσε τη συγκατάθεση του δεν τις είδαν. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν υπήρχε παρών δικηγόρος κατά την ανάκριση του κατηγορούμενου 2 απάντησε «Αφού δεν εξέφρασε αυτή την επιθυμία και για αυτό τον λόγο δεν υπήρχε». Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο συμφωνεί ότι πουθενά στον ανακριτικό φάκελο, είτε σε ημερολόγιο ενεργείας, είτε σε έγγραφο δικαιωμάτων, είτε στην κατάθεση του, δεν υπάρχει έγγραφη καταχώρηση με την οποία ο κατηγορούμενος 2 να κάνει απεμπόληση του δικαιώματος του για δικηγόρο, ο Μ.Κ.1 παρέπεμψε στην «Ερώτηση 2» και στην «Απάντηση» του κατηγορούμενου 2 στην ανακριτική του κατάθεση. Όταν του τέθηκε ότι ο συνήγορος αναφέρεται στο δικαίωμα του κατηγορουμένου 2 να είναι παρών ο δικηγόρος του γιατί σε ανήλικους προβλέπεται αυτό και σε διευκρινιστική ερώτηση του Μ.Κ.1, ότι αυτό προβλέπει το άρθρο 10 του Νόμου 163(Ι)/2005, απάντησε ότι αυτό δεν το γνωρίζει. Όταν του τέθηκε ότι εάν ήταν παρών δικηγόρος όλα αυτά θα μπορούσε να του τα εξηγήσει, ότι ήταν προς το συμφέρον του και η εν λόγω ενέργεια θα λάμβανε χώραν την ίδια ώρα (αναφερόμενος στη συγκατάθεση), παρέπεμψε και πάλι στο προαναφερόμενο μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου 2 και πρόσθεσε ότι «εάν επιθυμούσε να ήταν παρών ο δικηγόρος του πολύ ευχαρίστως, είναι δικαίωμά του να ληφθεί στην παρουσία του δικηγόρου του, όπως έγινε και με τον άλλο τον κατηγορούμενο». Σε υποβολή ότι υπό τις περιστάσεις ενόψει του επιπέδου πνευματικής ωριμότητας του κατηγορουμένου 2 κατά τον ουσιώδη χρόνο που ήταν 17 χρονών και του ότι βρισκόταν υπό σύλληψη, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει πόσο σημαντική ήταν, για να «αποδείξει» την αθωότητά του, η συγκεκριμένη συγκατάθεση, απάντησε ότι αυτή ήταν η θέση του και ότι ο ίδιος δεν μπορεί να γνωρίζει το επίπεδο του κατηγορουμένου 2. Παρά ταύτα παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την ανακριτική κατάθεση: «Ερώτηση 51: Έχεις κατανοήσει όλες τις ερωτήσεις που σου υποβλήθηκαν; Απάντηση: Ναι.». Όταν του τέθηκε ότι για αυτό τίθεται το παράπονό του κατηγορουμένου 2 ότι δεν ήταν παρών δικηγόρος, γιατί σε τέτοια περίπτωση όλα αυτά θα μπορούσε να του τα εξηγήσει ότι ήταν προς το συμφέρον του και η εν λόγω ενέργεια θα λάμβανε χώραν την ίδια ώρα, παρέπεμψε και πάλι στην «Ερώτηση 2» και στην «Απάντηση» σε αυτήν.

 

Από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας και από τις προαναφερόμενες απαντήσεις του Μ.Κ.1 προκύπτει ότι ο τελευταίος, πέραν των όσων κατέγραψε στην «Ερώτηση 2» και στην «Απάντηση» του κατηγορουμένου 2 στο Τεκμήριο 12, τίποτε άλλο σχετικό δεν κατέγραψε στον ανακριτικό φάκελο. Εδώ να λεχθεί ότι η «Ερώτηση 2» δεν περιλάμβανε ενημέρωση του κατηγορουμένου 2 ότι είχε δικαίωμα να είναι παρών ο δικηγόρος του αλλά ότι μπορούσε να τον συμβουλευθεί πριν του υποβληθούν περαιτέρω ερωτήσεις και γενικά «σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας». Είναι δε προφανές ότι ο Μ.Κ.1 δεν γνώριζε καν την ύπαρξη της πρόνοιας του άρθρου 10 του Νόμου 163(Ι)/2005, η οποία αφορούσε την περίπτωση ανηλίκων συλληφθέντων, όπως ο κατηγορούμενος 2. Παραδέχθηκε δε ότι δεν γνώριζε ούτε τη σχετική νομοθεσία περί παραίτησης δικαιωμάτων πρόσβασης σε δικηγόρο. Περαιτέρω, όχι μόνο δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη του το επίπεδο πνευματικής ωριμότητας του τότε 17 ετών και 2 μηνών κατηγορουμένου 2 που βρισκόταν υπό σύλληψη για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, ώστε να αντιληφθεί κατά πόσο ο ανήλικος ήταν σε θέση να αντιληφθεί και να εκτιμήσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν και τις ανακριτικές ενέργειες που γίνονταν, αλλά δεν τον ενημέρωσε καν, σε απλή και κατανοητή γλώσσα για το συγκεκριμένο δικαίωμα του και το περιεχόμενο αυτού αλλά και για τις ενδεχόμενες συνέπειες από τη μη άσκηση – παραίτηση του από αυτό, ώστε να τίθεται θέμα εκούσιας, αναμφισβήτητης και οικειοθελούς - με πλήρη γνώση των συνεπειών της - παραίτησης του κατηγορουμένου 2 από αυτό. Εδώ να επαναλάβουμε ότι η παρουσία του πατέρα του κατηγορουμένου 2 κατά τη λήψη της γραπτής ανακριτικής κατάθεσης του, δεν μεταβάλλει τα πράγματα, για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω. Ούτε το γεγονός ότι κατά την προσπάθεια κατάθεσης ως μαρτυρίας της εν λόγω κατάθεσης, δεν υπήρξε ένσταση και δεν τέθηκε οποιοδήποτε σχετικό θέμα, εμποδίζει την εξέταση του θέματος σε αυτό το στάδιο της υπόθεσης, όπου μάλιστα είναι ενώπιον του Δικαστηρίου όλη η σχετική μαρτυρία και τα στοιχεία και έτσι μπορούν να αξιολογηθούν στην πλήρη και ορθή διάσταση τους.

 

Ως εκ των άνω καταλήγουμε ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου 2 να είναι παρών ο δικηγόρος του κατά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του (Τεκμήριο 12). Εδώ να πούμε βέβαια ότι η παραβίαση αυτή έχει συνέπειες σε σχέση μόνο με το ότι δεν συγκατατέθηκε στο να φωτογραφηθούν συνομιλίες του με την παραπονούμενη στο Instagram που δυνατό να εντοπίζονταν στο κινητό του τηλέφωνο, εφόσον η θέση της Υπεράσπισης αφορούσε μόνο αυτό. Ως προς το θέμα της συγκατάθεσης δέον όπως λεχθεί ότι ναι μεν δεν υπάρχει σχετική μαρτυρία και δεν είναι έτσι γνωστό κατά πόσο εάν ήταν παρών ο δικηγόρος του, κατά την ανάκριση θα τον συμβούλευε ότι ήταν προς το συμφέρον του, στο πλαίσιο της υπεράσπισης του, να συγκατατεθεί. Παρά ταύτα, με δεδομένη την παραβίαση του δικαιώματος του να είναι παρών ο δικηγόρος του, δεν μπορεί κάτι τέτοιο να αποκλεισθεί, προβαίνοντας σε υποθέσεις και συναφώς το όλο θέμα δεν μπορεί παρά, στο πλαίσιο του τεκμηρίου της αθωότητας, να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορουμένου 2.

Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Απομένει να εξετασθεί κατά πόσο τα πιο πάνω επηρέασαν δυσμενώς τον κατηγορούμενο 2. Αποτελεί, μεταξύ άλλων, ουσιαστικά θέση της Κατηγορούσας Αρχής, στην αγόρευση της, ότι δεν υπήρξε τέτοιος επηρεασμός καθ’ ότι εν πάση περιπτώσει ο κατηγορούμενος 2 είχε τη δυνατότητα, κατά την ακροαματική διαδικασία, να εισαγάγει ο ίδιος οποιαδήποτε αθωωτική μαρτυρία, κάτι που δεν έπραξε. Ως προς τούτο δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Κατ’ αρχάς, από την τεθείσα μαρτυρία προκύπτει ότι η Αστυνομία, μετά τη σύλληψη των κατηγορούμενων 1, 2 και 3, στις 17/02/2021, παρέλαβε ως τεκμήρια τα κινητά τους τηλέφωνα. Αντεξεταζόμενος δε από τον κ. Στεφάνου, ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι τα εν λόγω κινητά επιστράφηκαν στους κατηγορούμενους όταν ολοκληρώθηκαν οι εξετάσεις. Δεν μας διαφεύγει δε ότι κατά την αντεξέταση της από τον κ. Πολυχρόνη, όταν η παραπονούμενη ρωτήθηκε σχετικά, είπε ότι όταν κάποιος γίνει «block» από το Instagram, δεν έχει πρόσβαση στο προφίλ του άλλου, ούτε μπορεί να στείλει ή να αποδέχεται μηνύματα. Εάν τον ξεμπλοκάρεις μπορεί τότε να εντοπίσει τα μηνύματα μέσω αναζήτησης του προφίλ του χρήστη αλλά αν δεν είχε σβήσει οποιεσδήποτε συνομιλίες «chat» μπορεί εύκολα να τις ξαναβρεί. Συμφώνησε δε, σε σχέση με το «delete του chat», ότι η διαγραφή μηνυμάτων που στέλνει ο κάθε αποστολέας μπορεί να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να διαγραφούν και από τους δύο με το «unsend και delete». Συμφώνησε επίσης ότι «σήμερα» (αφού η ερώτηση αφορούσε τον χρόνο που αυτή έδιδε τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο), είναι «blocked» ο κατηγορούμενος 2 από το Instagram της. Ερωτώμενη πότε τον έκανε «block» απάντησε ότι δεν είναι σίγουρη. Καμία άλλη ερώτηση ή υποβολή δεν της τέθηκε, ώστε να καταδειχθεί ότι τα πιο πάνω αφορούσαν τα μηνύματα που αντάλλαξε με τον κατηγορούμενο 2 μετά το επίδικο περιστατικό και τον χρόνο που έκανε αυτόν «block» από το Instagram της. Περαιτέρω, καμία άλλη μαρτυρία δεν τέθηκε για τον σκοπό αυτό. Εδώ να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος 2, στη γραπτή ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 12), ανέφερε ότι επειδή πανικοβλήθηκε, την ίδια ημέρα πριν τον συλλάβει η Αστυνομία, διέγραψε κάποιες φωτογραφίες που απεικόνιζαν την παραπονούμενη στο Instagram. Είπε δε ότι είχε και συνομιλίες με την παραπονούμενη στο Instagram. Δεν ανέφερε δηλαδή ότι διέγραψε τις εν λόγω συνομιλίες - μηνύματα. Εξ ου και ερωτώμενος κατά πόσο συγκατίθεται για να φωτογραφηθούν οι συνομιλίες αυτές, αρνήθηκε να συγκατατεθεί. Με δεδομένο λοιπόν ότι τα εν λόγω μηνύματα – συνομιλίες βρίσκονταν στο κινητό τηλέφωνο των κατηγορουμένων 1 και 2 και αυτά τους επιστράφηκαν από την Αστυνομία όταν ολοκληρώθηκαν οι εξετάσεις, καμία εξήγηση δεν δόθηκε από πλευράς αυτών, που να δικαιολογεί το γιατί, ενώ φαίνεται ότι είχαν τη δυνατότητα, δεν προσκόμισαν οι ίδιοι την εν λόγω μαρτυρία στο Δικαστήριο.

 

Ως εκ των άνω κρίνουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι, ο συνδυασμός της παράλειψης από πλευράς της Αστυνομίας να λάβει, κατά το στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης, δηλαδή κατά το ανακριτικό στάδιο, τις προαναφερόμενες επικοινωνίες που έλαβαν χώραν μετά το επίδικο περιστατικό και της παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορουμένου 2 να είναι παρών ο δικηγόρος του κατά τη γραπτή του ανάκριση και κατ’ επέκταση να τον συμβουλεύσει σχετικά με την παροχή συγκατάθεσης του για κάτι τέτοιο, επηρέασαν δυσμενώς τον κατηγορούμενο 2 στην υπεράσπιση του. Ως εκ τούτου κρίνουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου 2 για δίκαιη δίκη.

 

Τέλος θα εξετάσουμε τις λοιπές θέσεις της Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 2 περί περαιτέρω παραλείψεων των ανακριτών. Συγκεκριμένα, ο κ. Πολυχρόνης υπέβαλε τα ακόλουθα ερωτήματα:

 

1.         Γιατί, ενόψει των όσων αναφέρονται στο Τεκμήριο 17, δεν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία η Μ.Γ. και δεν διερευνήθηκε αν όντως υπήρχε σεξουαλική κακοποίηση της παραπονουμένης από άτομο Ιρακινής καταγωγής;

2.         Γιατί δεν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, η φίλη της παραπονουμένης, Ντιάνα;

 

Το Τεκμήριο 17 είναι έγγραφο, το οποίο στην πρώτη σελίδα φέρει ως τίτλο «Αίτηση για επιστημονική εξέταση τεκμηρίων, αριθμός αναφοράς ΥΠ.ΕΓ.Ε. 946/2021») και στη συνέχεια αναγράφει τα εξής:

 

«ΣΤΙΣ 17/11/2020 ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΩΡΑ 1730 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ Ο ΑΣΤ.530 Φ/ΔΙ ΓΚΕΠ ΚΑΙ ΑΝΕΦΕΡΕ ΟΤΙ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ΕΙΧΕ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΗΝ [Μ.Γ.] [ ] Η ΟΠΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΦΕΡΕ ΟΤΙ, ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ [παραπονούμενη], Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΜΕΝΕΙ ΣΕ ΣΤΕΓΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ. ΟΠΩΣ ΑΝΕΦΕΡΕ Η ΓΚΑΗΣΛΕΡ, ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΟΤΙ ΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΝΗΛΙΚΗ ΤΗΝ ΚΑΚΟΠΟΙΕΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΟ ΙΡΑΚΙΝΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ. ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΗΜΕΡΑ Ο ΛΟΧ.1798 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΕ ΜΕ ΤΗΝ [Μ.Γ.], Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΕΦΕΡΕ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΤΑΕ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ.»

Όταν ο Μ.Κ.1 ρωτήθηκε στην αντεξέταση του σε σχέση το πιο πάνω εάν γνωρίζει οτιδήποτε, είπε ότι δεν γνωρίζει. Είπε επίσης ότι φαίνεται ότι έγινε καταχώρηση από το Γραφείο του αλλά δεν γνωρίζει για την περαιτέρω διαδικασία που ακολουθήθηκε. Ανέφερε όμως ότι όσον αφορά τη Μ.Γ., αυτή δεν έδωσε κατάθεση για την υπόθεση καθότι ανέφερε γραπτώς ότι δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο γιατί δεν θέλει να πάει στο Δικαστήριο και να αντικρίσει «αυτούς τους ανθρώπους». Ως εκ τούτου δόθηκε επαρκής εξήγηση γιατί δεν λήφθηκε κατάθεση για το γεγονός αυτό από τη Μ.Γ.

 

Όσον δε αφορά το θέμα της ισχυριζόμενης κακοποίησης της παραπονουμένης από άτομο Ιρακινής καταγωγής, η μητέρα της παραπονουμένης, κατά τη μαρτυρία της ρωτήθηκε και αρνήθηκε ότι προέβη σε οποιαδήποτε σχετική καταγγελία. Σε κάθε όμως περίπτωση δέον όπως λεχθεί ότι δεν έχει καταδειχθεί, από πλευράς της Υπεράσπισης του κατηγορουμένου 2, που το εγείρει ως παράλειψη της Αστυνομίας, ποια είναι η σχετικότητα του με τα επίδικα γεγονότα αλλά και πως η μη διερεύνηση του επηρεάζει την υπόθεση και το δικαίωμα των κατηγορούμενων για δίκαιη δίκη.

 

Σε σχέση με τη Ντιάνα στην οποία, ως είπε η παραπονούμενη στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, ανέφερε το επίδικο συμβάν, ο Μ.Κ.1 ρωτήθηκε κατά πόσο έγινε οποιαδήποτε έρευνα για εντοπισμό έστω των στοιχείων ή για λήψη κατάθεσης από αυτήν και απάντησε ότι εξ όσων θυμάται δεν υπήρχαν περαιτέρω στοιχεία για τη συγκεκριμένη κοπέλα και ως εκ τούτου δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, κάτι που επίσης δικαιολογεί τη μη λήψη κατάθεσης από αυτήν.

 

Τέλος, ο κ. Πολυχρόνης υποστήριξε ότι κακώς δεν εφαρμόστηκε, κατά τη διαδικασία της διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης, ο περί Παιδιών σε Σύγκρουση με το Νόμο Νόμος 55(Ι)/2021, μετά τη θέσπιση του, στις 20/04/2021, εφόσον αυτός τέθηκε σε ισχύ πριν την ολοκλήρωση της διερεύνησης (που σύμφωνα με την ίδια θέση ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο 2021) και θεσμοθετούσε πληθώρα από δικονομικά δικαιωμάτων ανήλικων υπόπτων.

 

Ως προς τούτο ο Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση του (από τον κ. Πολυχρόνη) δέχθηκε ότι μετά που ξεκίνησε η διερεύνηση της υπόθεσης και πριν αυτή ολοκληρωθεί, στις 20/04/2021 δημοσιεύτηκε ο προαναφερόμενος Νόμος. Σε ερώτηση κατά πόσο κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης λήφθηκαν υπόψη και εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες αυτού σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2, απάντησε ότι εκείνος ανακρίθηκε πριν να τεθεί σε ισχύ ο Νόμος, κάτι που πράγματι ισχύει. Ο Μ.Κ.1 είπε επίσης ότι δεν έγινε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2 μετά τη δημοσίευση του Νόμου. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα μη τήρησης των προνοιών του εν λόγω Νόμου κατά τον χρόνο σύλληψης και ανάκρισης του κατηγορουμένου 2. Τα λοιπά δε που τέθηκαν σχετικά, ως ενέργειες που έπρεπε να γίνουν μετά την ανάκριση του κατηγορουμένου 2, και στα οποία απάντησε ο Μ.Κ.1 ήταν τα ακόλουθα:

 

1.         Δεν παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος 2 για ατομική αξιολόγηση, όπως προνοεί το άρθρο 10 του εν λόγω Νόμου.

2.         Δεν αποστάληκε στον Γενικό Εισαγγελέα, μετά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων, μαζί με τον ανακριτικό φάκελο, έκθεση οποιουδήποτε λειτουργού.

3.         Ο Μ.Κ.1 δεν εισηγήθηκε το ενδεχόμενο παραπομπής του κατηγορουμένου 2 σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Ως προς τα πιο πάνω αρκεί να λεχθεί ότι δεν έχει καταδειχθεί από πλευράς Υπεράσπισης, ποια ήταν η σημασία τους ή πως επηρέασαν τον κατηγορούμενο 2 και την υπεράσπιση αυτού και συναφώς το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, ούτε και έχουμε διαγνώσει, από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας, αυτά να είχαν τέτοιο αποτέλεσμα.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Οι κατηγορίες 1, 2, 5 και 8 εδράζονται ουσιαστικά στο εδάφιο (4)(γ) του άρθρου 6 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«6.(4)  Όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί όταν –

        …...…….....……………………………………………………………………………………….

 (γ) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου:

 

       Νοείται ότι σε περίπτωση όπου το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης που προνοείται στις παραγράφους (α) και (γ) δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη».

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου 91(Ι)/2014:

 

«βία» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία δύναται να προκληθεί βλάβη στο θύμα·

 

«εξαναγκασμός» περιλαμβάνει –

 

 (α) απειλές για βλάβη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας ή για φυσικό  περιορισμό οποιουδήποτε προσώπου·

(β) οποιαδήποτε συμπεριφορά ή σχέδιο που στοχεύει στο να δημιουργήσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο την εντύπωση ότι η παράλειψη εκτέλεσης μιας πράξης θα επιφέρει τη βλάβη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας ή το φυσικό  περιορισμό οποιουδήποτε προσώπου·

 (γ) κατάχρηση ή απειλούμενη κατάχρηση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών αναφορικά με το καθεστώς οποιουδήποτε προσώπου· και

 (δ) κατάχρηση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης·

 

«ηλικία συναίνεσης» σημαίνει την ηλικία κάτω της οποίας, απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών·

 

«παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών∙

 

«σεξουαλική πράξη» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται

 

(α)  ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική, ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που  προβαίνει σε αυτή, ή

(β)  δυνατό να είναι ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται την καθιστούν σεξουαλική∙

 

 

Σύμφωνα δε με το εδάφιο (1) του άρθρου 15 του ίδιου Νόμου, όποιος συνδράμει, υποκινεί ή συνεργάζεται με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στο Νόμο αυτό, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στην ίδια ποινή φυλάκισης που φέρουν τα εν λόγω αδικήματα για τον αυτουργό. Το εδάφιο (4) του ίδιου άρθρου προνοεί ότι, για την απόδειξη των αδικημάτων της συνδρομής, υποκίνησης, συνέργειας για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 20 μέχρι 23 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Με βάση τη μαρτυρία που έχουμε κάνει δεκτή στην παρούσα προκύπτει ότι τον Φεβρουάριο του 2020, οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3, αφού συναντήθηκαν με την παραπονούμενη, μετέβηκαν σε κάποια τοποθεσία στη Λεμεσό, με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 1. Εκεί οι κατηγορούμενοι 1 και 2 ήλθαν σε συνουσία, δια κολπικής διείσδυσης, με την παραπονούμενη.

 

Ενόψει δε του ότι η μαρτυρία της παραπονουμένης, δεν έγινε δεκτή, δεν έχει αποδειχθεί από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής ότι η προαναφερόμενη συνουσία έγινε με τη χρήση βίας και εξαναγκασμού (κατηγορίες 1 και 5) αλλά ούτε και ότι ο κατηγορούμενος 1 έβαλε τα δάκτυλα του στο γεννητικό όργανο της παραπονουμένης (κατηγορία 2). Για τον ίδιο λόγο και κατ’ επέκταση δεν έχει αποδειχθεί ούτε ότι ο κατηγορούμενος 3 περιόρισε την παραπονούμενη ώστε ο  κατηγορούμενος 1 να εισχωρήσει τα δάκτυλα του στον κόλπο της (κατηγορία 8).

 

Ως εκ των άνω κρίνεται ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία καμίας εκ των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3.

 

Όσον δε αφορά τον κατηγορούμενο 2 (ο οποίος κατά τον ως άνω χρόνο ήταν 16 ετών και 2 μηνών) και τον κατηγορούμενο 1 (ο οποίος κατά τον ίδιο χρόνο ήταν 18 ετών και 10 μηνών), με δεδομένο ότι αυτοί ήλθαν σε συνουσία με την παραπονούμενη, η οποία κατά τον ως άνω χρόνο ήταν 14 ετών και 4 μηνών και άρα ήταν παιδί που δεν είχε φτάσει την ηλικία της συναίνεσης, δέον όπως λεχθούν τα εξής:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 6(3) του Νόμου 91(Ι)/2014:

 

«6.(3)  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική     πράξη με παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη».

 

Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 12, συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες όπως καθορίζονται, μεταξύ άλλων, στο εδάφιο (3) του άρθρου 6, μεταξύ δύο παιδιών τα οποία δεν έχουν φτάσει στην ηλικία συναίνεσης και τα οποία έχουν παρόμοια ηλικία και παρόμοιο βαθμό ψυχολογικής και σωματικής ανάπτυξης ή ωριμότητας, και οι οποίες δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμό δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου. Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 12, συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες όπως καθορίζονται, μεταξύ άλλων, στο εδάφιο (3) του άρθρου 6, μεταξύ ενός ενήλικα και ενός παιδιού το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, όπου η διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια και οι οποίες δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμό, δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα.

 

Στην προκειμένη, ενόψει του ότι η σεξουαλική πράξη (συνουσία) μεταξύ παραπονούμενης και κατηγορουμένου 2 δεν αποδείχθηκε ότι περιλάμβανε οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμό αλλά ούτε και ότι δεν ήταν συναινετική, σε συνδυασμό με το ότι και ο κατηγορούμενος 2 ήταν κατά τον ίδιο χρόνο παιδί που δεν είχε φτάσει στην ηλικία της συναίνεσης ενώ δεν έχει αποδειχθεί ούτε ότι αυτός και η παραπονούμενη δεν είχαν παρόμοιο βαθμό ψυχολογικής και σωματικής ανάπτυξης ή ωριμότητας, ισχύει η διάταξη του άρθρου 12(1) του Νόμου, σύμφωνα με την οποία τέτοιες συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες μεταξύ τους δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του εν λόγω Νόμου. Ως εκ των άνω ο κατηγορούμενος 2 δεν θα μπορούσε, κατά την κρίση μας, να καταδικασθεί είτε με βάση την παράγραφο (1) του άρθρου 85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 (δηλαδή χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου λόγω απόδειξης μέρους αυτού και δη στη βάση του άρθρου 6(3) του Νόμου 91(Ι)/2014), είτε με βάση την παράγραφο (4) τού ίδιου άρθρου (δηλαδή δια της τροποποίησης του κατηγορητηρίου με την προσθήκη κατηγορίας βάση του άρθρου 6(3) του Νόμου 91(Ι)/2014).

 

Όσον αφορά τον κατηγορούμενο 1, ενόψει του ότι αυτός ήταν κατά τον ίδιο χρόνο ηλικίας 18 ετών και 10 μηνών, δεν θα ίσχυε το άρθρο 12(2) του Νόμου 91(Ι)/2014. Τούτου δεδομένου ζητήσαμε, κατά τις τελικές αγορεύσεις, τη θέση της Υπεράσπισης αυτού, σε σχέση με το ενδεχόμενο άσκησης της εξουσίας που παρέχεται στο Δικαστήριο από το άρθρο 85(4) του Κεφ.155, να προβεί σε τροποποίηση, δια προσθήκης κατηγορίας, εδραζόμενης στο άρθρο 6(3) του Νόμου 91(Ι)/2014 (προφανώς σε περίπτωση που κρινόταν ότι δεν αποδείχθηκε η διάπραξη του αδικήματος της κατηγορίας 1, που έχει ως νομική βάση το άρθρο 6(4)(γ) του ίδιου Νόμου, ως τελικά αποφασίσθηκε).

 

Αγορεύοντας επί τούτου (δια γραπτής αγόρευσης, την οποία συνόψισε αλλά και συμπλήρωσε προφορικά), ο κ. Στεφάνου, υποστήριξε βασικά ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ασκήσει τη σχετική διακριτική ευχέρεια που του παρέχει ο Νόμος. Στήριξε δε τη θέση του αυτή στους ακόλουθους δύο πυλώνες. Τους παραθέτουμε στη συνέχεια, συνοψίζοντας τα όσα, σύμφωνα πάντα με την ίδια θέση, τους στηρίζουν:

 

Α.  Η προσθήκη νέας κατηγορίας, σε αυτό το προχωρημένο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, προσβάλλει την αρχή της δίκαιης δίκης καθώς και τα δικαιώματα του κατηγορούμενου 1 να γνωρίζει εξ αρχής την υπόθεση που αντιμετωπίζει και αυτό για τους πιο κάτω λόγους:

 

§  Ο Κατηγορούμενος 1 ετοίμασε με βεβαιότητα την υπεράσπισή του βασιζόμενος στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται κατηγορία στη βάση του άρθρου 6(3) του Νόμου 91(Ι)/2014. Εξ αρχής, η Υπεράσπιση, όχι μόνο δήλωσε πως θα αντεξετάζει στη βάση του κατηγορητηρίου, αλλά και εμπράκτως δεν αντεξέτασε επί ζητήματος που θα μπορούσε να προβάλει σχετικά με την κατηγορία που εδράζεται στο άρθρο 6(3) του Νόμου. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος 1 αντιμετώπιζε εξ αρχής το αδίκημα του άρθρου 6(3) του Νόμου, η Υπεράσπιση θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε ζητήματα ηλικίας, γνώσης, αντισυνταγματικότητας άρθρων του νόμου, αλλά ακόμα και αυτής καθ’ αυτής της τέλεσης ή μη σεξουαλικής πράξης μεταξύ κατηγορουμένου 1 και παραπονουμένης, πράγμα που δεν έπραξε, γιατί στηρίχτηκε στο κατηγορητήριο και στο γεγονός ότι πράγματι δεν υπήρχε εξαναγκασμός της παραπονούμενης σε σεξουαλική πράξη. Η σεξουαλική πράξη, καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ήταν, από πλευράς Υπεράσπισης, αποδεκτή, έχοντας ακριβώς υπόψη της το κατηγορητήριο που είχε ο κατηγορούμενος 1 να αντιμετωπίσει και εάν υπήρχε η ως άνω κατηγορία μπορεί να αρνείτο και τη σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη.

§    Παρά το ότι η Κατηγορούσα Αρχή προέβη σε δύο τροποποιήσεις του κατηγορητηρίου, καμία εξ αυτών δεν αφορούσε κατηγορία, εναντίον του κατηγορουμένου 1, στη βάση του άρθρο 6(3) του Νόμου. Ακόμη και στην τελική της αγόρευση, η Κατηγορούσα Αρχή, δεν εισηγείται την καταδίκη του κατηγορουμένου 1 στη βάση της εν λόγω κατηγορίας.

§    Το Δικαστήριο, δεν έκρινε ότι όφειλε στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, να προσθέσει κατηγορία στη βάση του εν λόγω άρθρου, στερώντας έτσι από την Υπεράσπιση τη δυνατότητα να καταθέσει ο κατηγορούμενος 1 ενόρκως περί της δικής του αντίληψης και γνώσης ως προς την ηλικία της παραπονούμενης, εισηγούμενος και ζήτημα αντισυνταγματικότητας διατάξεων του Νόμου που φαίνεται να καθιστούν το αδίκημα του άρθρου 6(3) αυστηρής ποινικής ευθύνης.

§    Σε περίπτωση προσθήκης κατηγορίας, στη βάση του άρθρου 85(4) του Κεφ.155 θα επηρεαστεί δυσμενώς η υπεράσπιση του κατηγορουμένου 1 καθότι:

?  Ο κατηγορούμενος 1, δεν αντεξέτασε την παραπονούμενη για το θέμα της γνώσης από πλευράς του της πραγματικής της ηλικίας, αφού δεν αντιμετώπιζε την κατηγορία του άρθρου 6(3) του Νόμου. Αντεξέτασε μόνο ως προς το ζήτημα του εξαναγκασμού και του τρόπου που η ίδια η παραπονούμενη παρουσίαζε τον εαυτό της προς τους άλλους, δηλαδή ηλικίας πέραν του ορίου συναίνεσης.

?  Σε περίπτωση που υπήρχε εξ αρχής τέτοια κατηγορία θα μπορούσε ο κατηγορούμενος 1 να καταθέσει ενόρκως και να προωθήσει ζήτημα αντισυνταγματικότητας του νόμου, ως αναφέρεται κατωτέρω.

§    Η προσθήκη τέτοιας κατηγορίας δεν αποβλέπει σε περιγραφική διόρθωση ή διόρθωση θέματος τεχνικής φύσεως.

§    Το άρθρο 6(3) του Νόμου δεν αποτελεί μέρος του αδικήματος του άρθρου 6(4)(γ), ώστε να μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος 1 στη βάση του άρθρου 85(1) του Κεφ. 155, υπό την έννοια ότι η Υπεράσπιση καθ’ όλη τη διαδικασία είχε να αντιμετωπίσει μόνο κατηγορία εξαναγκασμού της παραπονούμενης, στη βάση του άρθρου 6(4)(γ), και ήταν αρκετό, για να αθωωθεί, να υποστηρίξει ότι υπήρξε συναίνεση ή να δημιουργήσει αμφιβολίες κατά πόσο υπήρξε εξαναγκασμός.

 

 Β. Σε περίπτωση τροποποίησης του κατηγορητηρίου, δια προσθήκης κατηγορίας βάσει του άρθρου 6(3) του Νόμου, προβάλλεται η θέση περί αντισυνταγματικότητας των άρθρων 6(3) και 18 του εν λόγω Νόμου

 

§    Συγκεκριμένα τα άρθρα 6(3) και 18 του Νόμου 91(Ι)/2014 αντίκεινται στα άρθρα 1Α και 179(2) του Συντάγματος, λόγω λανθασμένης ή/και ελλιπούς ενσωμάτωσης και συνεπώς αντισυμβατότητας με το άρθρο 3(1) της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ καθώς και λόγω αντίθεσης τους με το άρθρο 30(4) της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική Κακοποίηση (Σύμβασης Lanzarote) και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

§    Η ασυμβατότητα με την ως άνω Οδηγία θα ισχύει εάν κριθεί ότι το άρθρο 6(3) του Νόμου θεωρηθεί ότι δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ποινικής ευθύνης διότι δεν λαμβάνεται υπόψιν το στοιχείο της πρόθεσης του κατηγορούμενου, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 3(1) της Οδηγίας, αφού στην ουσία ο Κύπριος Νομοθέτης δημιούργησε αδικήματα τα οποία αγνοούν τη διανοητική κατάσταση του κατηγορουμένου. Τέτοια ασυμβατότητα προκύπτει και από την πρόνοια του άρθρου 18 του Νόμου, η οποία αποκλείει ρητά την υπεράσπιση σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ή δεν πίστευε ότι το θύμα του αδικήματος ήταν παιδί, το οποίο δεν έχει φτάσει την ηλικία συναίνεσης. Ως εκ των άνω αποκλείεται η επίκληση της υπεράσπισης της ειλικρινούς απουσίας γνώσης της πραγματικής ηλικίας της παραπονούμενης, καθώς και το ενδεχόμενος πλάνης εκ μέρους της παραπονούμενης προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου ως προς τη πραγματική ηλικία της. Στην παρούσα δε υπόθεση μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι ο κατηγορούμενος 1 γνώριζε ή είχε παραστάσεις ότι η παραπονούμενη ήταν ενήλικας και άρα δεν τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη.

§    Σε περίπτωση τέτοιας τροποποίησης, αποκλείεται λοιπόν η εξέταση της υποκειμενικής διάστασης του αδικήματος και απαγορεύεται η επίκληση της υπεράσπισης που αφορά τη γνώση της ηλικίας της παραπονούμενης, δηλαδή ότι αυτή είχε φθάσει την ηλικία συναίνεσης. Συνεπώς, η εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση του άρθρου 6(3) θα παραβίαζε τα δικαιώματα υπεράσπισης, καθώς και τις απαιτήσεις για δίκαιη δίκη.

 

Τοποθετούμενη επί τούτου, προς τιμή της, η κα Σίγαρ ανέφερε ότι η Κατηγορούσα Αρχή προώθησε το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και παρουσίασε συγκεκριμένη μαρτυρία ως προς τα γεγονότα και δεν υπάρχει εκ μέρους της οποιαδήποτε σχετική εισήγηση, αφήνοντας το θέμα να αποφασισθεί από το Δικαστήριο.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να προβεί στο τέλος της δίκης σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου, δια προσθήκης κατηγορίας, παρέχεται από το άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, προς το σκοπό ορθής απονομής της δικαιοσύνης που διαφορετικά, θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη αθώωση ενός κατηγορουμένου (βλ. Αθηνάκη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 218/2017 (Σχ. με 219/2017), ημερ. 28/07/2020). Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (βλ. Shail ν. Δημοκρατίας (2016) 2Α Α.Α.Δ. 657). Σύμφωνα με το λεκτικό αυτής (βλ. και Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458), για την εφαρμογή της πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

1.         Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

2.         Να είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα, χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

3.         Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα ο κατηγορούμενος να μην υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου, και

4.         Η μεταβολή του κατηγορητήριου δεν θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του.

 

Εκείνο που είναι το ουσιώδες και χρήζει εξέτασης στην προκειμένη, είναι το κατά πόσο τέτοια μεταβολή του κατηγορητηρίου θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο 1 στην υπεράσπιση του. Ως προς τούτου λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

 

§    Ότι η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να προσάψει στον κατηγορούμενο 1 κατηγορίες στη βάση του άρθρου 6(4)(γ) του Νόμου 91(Ι)/2014, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προώθησε την υπόθεση της παρουσιάζοντας συγκεκριμένη μαρτυρία που υποστήριζε ότι υπήρξε βία και εξαναγκασμός της παραπονουμένης από τον κατηγορούμενο 1 προς επίτευξη της συνουσίας και σε κανένα στάδιο δεν προέβη σε σχετική τροποποίηση των εν λόγω κατηγοριών,

§    Ότι ο κατηγορούμενος 1 ετοίμασε και προέβαλε, κατά την ακροαματική διαδικασία, την υπεράσπιση του, βασιζόμενος στα πιο πάνω και μόνο (έγινε προς τούτο και δήλωση του δικηγόρου του πριν αρχίσει η αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ότι δηλαδή θα αντεξετάσει με βάση το συγκεκριμένο κατηγορητήριο) και με αποδεκτή, ως εκ τούτου, εκ μέρους του τη σεξουαλική πράξη με την παραπονούμενη, αντεξέτασε αυτήν μόνο ως προς το ζήτημα του εξαναγκασμού και του τρόπου που η ίδια παρουσίαζε τον εαυτό της προς τους άλλους,

§     Ότι συναφώς ο κατηγορούμενος 1 δεν αντεξέτασε επί θεμάτων που αφορούσαν άλλες υπερασπίσεις που θα μπορούσε να προβάλει (όπως για το θέμα της γνώσης από πλευράς του για την πραγματική ηλικία της παραπονουμένης) εάν είχε υπόψη του ότι θα αντιμετώπιζε κατηγορία στη βάση του άρθρου 6(3) του Νόμου 91(Ι)/2014 και στο πλαίσιο αυτό επέλεξε και να μη δώσει ένορκη μαρτυρία μετά την κλήση του σε απολογία. Εδώ να λεχθεί ότι δεν τίθεται στο πλαίσιο αυτό θέμα εξέτασης του κατά πόσο, η υπεράσπιση που θα προέβαλε και δη «περί της δικής του αντίληψης και γνώσης ως προς την ηλικία της παραπονουμένης» σε συνδυασμό με την έγερση ζητήματος «αντισυνταγματικότητας» των άρθρων 6(3) και 18 του Νόμου 91(Ι)/2014, πράγματι θα ευσταθούσε. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ενόψει των ανωτέρω ο κατηγορούμενος 1 δεν προέβαλε την υπεράσπιση εκείνη που θα προέβαλλε εάν η κατηγορία που αντιμετώπιζε ήταν άλλη,

 

κρίνουμε ότι σε περίπτωση τροποποίησης του κατηγορητηρίου σε αυτό το στάδιο, δια προσθήκης κατηγορίας στη βάση του άρθρου 6(3) του Νόμου 91(Ι)/2014, θα επηρεαζόταν ο κατηγορούμενος 1 δυσμενώς στην υπεράσπιση του και συναφώς ότι δεν θα ήταν ορθό να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια να διατάξουμε τέτοια τροποποίηση και να αποφασίσουμε ωσάν η κατηγορία αυτή αποτελούσε µέρος του αρχικού κατηγορητηρίου.

 

Τέλος δέον όπως λεχθεί ότι, για τους ίδιους λόγους, δεν θα προχωρούσαμε σε καταδίκη του κατηγορουμένου 1, ούτε στη βάση του άρθρου 85(1) του Κεφ.155, σε περίπτωση που κρινόταν ότι θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής η εν λόγω πρόνοια.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταληκτικά, έκαστος των κατηγορουμένων 1, 2 και 3 αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. 

 

 

 

 

                                                                         (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                                   Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                         (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                                 Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                         (Υπ.) ………..……………………………

                                                                                                Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο