ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝΦ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                    Α. Φυλακτού, Α.E.Δ.

                    Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

 

                                        

                                          Αρ. Υπόθεσης: 5237/24

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

A.   S. A.

                                                                                                       

 

                                                     Κατηγορουμένου

Ημερομηνία: 07/06/2024

Για τη Δημοκρατία: κα Λ. Σίγαρ (για να ακούσει την απόφαση η κα Α. Τιμοθέου).

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Αναστασίου.

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών – Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό)

 

Στην παρούσα υπόθεση, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει συνολικά 5 κατηγορίες. Πρόκειται για κατηγορίες βιασμού (κατηγορία 1), άσκησης ψυχολογικής βίας (κατηγορία 2), απειλής (κατηγορία 3), άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας (κατηγορία 4) και παρενοχλητικής παρακολούθησης (κατηγορία 5). Παραπονούμενη στις κατηγορίες είναι η Μ.1 επί του κατηγορητηρίου.

 

Στις 04/06/2024, κατά την πρώτη του εμφάνιση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος απάντησε στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, δηλώνοντας μη παραδοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 13/09/2024.

Με τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα όπως ο κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του, επικαλούμενη κίνδυνο φυγοδικίας του καθώς και κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων. Ως ανέφερε η κα Σίγαρ, η κράτηση του κατηγορουμένου έχει ήδη αποφασισθεί από το παραπέμπον Δικαστήριο, στις 19/04/2024, στη βάση των δύο ως άνω λόγων. Ακολούθως, αφού η κα Σίγαρ υιοθέτησε το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης, αναφέρθηκε συνοπτικά στα στοιχεία που έλαβε υπόψη το παραπέμπον Δικαστήριο για να καταλήξει σε αυτή. Τέλος, αφού η κα Σίγαρ ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι η ως άνω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε, με αποτέλεσμα να καταστεί τελεσίδικη, παρέπεμψε στη νομολογία σύμφωνα με την οποία, μετά την πρώτη διαταγή για κράτηση το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης, όχι εξ υπαρχής, αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει, κάτι που, ως βασικά είπε, δεν ισχύει στην προκειμένη. Στη βάση των πιο πάνω ζήτησε όπως ο κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση.

 

Στον αντίποδα, ο κ. Αναστασίου κατ’ αρχάς υποστήριξε βασικά ότι, παρά τα πιο πάνω, με δεδομένο ότι πλέον ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται από δικηγόρο - κάτι που δεν ίσχυε κατά τον χρόνο της παραπομπής - έχει δικαίωμα να ζητήσει εξέταση του θέματος της κράτησης του, στη βάση των ίδιων δεδομένων που υπήρχαν και ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου. Στήριξε δε τη θέση του αυτή στην υπόθεση Ivanov v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 85/24, ημερ. 30/04/2024.

 

Αγορεύοντας ακολούθως επί της ουσίας του αιτήματος, υποστήριξε ότι με βάση το μαρτυρικό υλικό, υπάρχει μεν πιθανότητα καταδίκης, δεν είναι όμως μόνο αυτό που μετρά αλλά και η υπαρκτή, εύλογη προσδοκία αθώωσης του κατηγορουμένου. Υπέδειξε δε ότι το θέμα που εγείρεται τελικά είναι κατά πόσο μπορεί να διασφαλισθεί η παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη του. Αναφορικά με τη θέση του για εύλογη προσδοκία αθώωσης, ο κ. Αναστασίου παρέπεμψε στην τελευταία κατάθεση της παραπονουμένης ημερ. 16/04/2024, όπου στο τέλος αυτής η παραπονούμενη ανέφερε «Τελικά όμως αφού το ξανασκέφτηκα δεν επιθυμώ να συνεχίσω την καταγγελία αυτή» και εξήγησε τους λόγους. Ως προς τούτο ο συνήγορος υποστήριξε ότι έπρεπε να ερωτηθεί η παραπονούμενη από την Κατηγορούσα Αρχή εάν θα προωθήσει την υπόθεση και εάν θα έλθει να καταθέσει ως μάρτυρας. Περαιτέρω, ως προς τη εύλογη προσδοκία αθώωσης παρέπεμψε στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων Α – Ε (που ο ίδιος κατέθεσε), τα οποία, ως είπε, του δόθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και περιέχουν νέα στοιχεία. Ακολούθως ο κ. Αναστασίου αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, ως υποκειμενικά στοιχεία που συνυπολογίζονται στην εκτίμηση του κινδύνου μη εμφάνισης του στη δίκη. Ως προς τούτα, ο συνήγορος ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος κατά την παραπομπή δεν ανέφερε ότι η σύζυγος του είναι Ευρωπαία υπήκοος και ότι είναι παντρεμένοι από το 2011‑2012. Εργοδοτείται δε από τον ίδιο εργοδότη εδώ και περίπου 20 χρόνια ενώ έχει και δεσμούς με άλλη χώρα ήτοι την Αίγυπτο, όπου έχει παιδιά από προηγούμενο γάμο του, έχει τη γονική μέριμνα αυτών και τα «ανατρέφει» με την εργοδότηση του. Ακολούθως, ο κ. Αναστασίου εισηγήθηκε συγκεκριμένους όρους προς εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου, μεταξύ των οποίων, η κατάθεση ποσού €10.000 ως εγγύηση αλλά και η έκδοση διατάγματος που να απαγορεύει στον κατηγορούμενο να προσεγγίζει την παραπονούμενη σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων και να επικοινωνεί με οποιονδήποτε τρόπο μαζί της.

 

Στο σημείο αυτό δέον όπως λεχθεί ότι απαντώντας ως προς το περιεχόμενο των Τεκμηρίων Α – Ε, η κα Σίγαρ είπε βασικά ότι, ακόμη και σε περίπτωση που αυτά δεν ήταν ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου, δεν διαφοροποιούν τα δεδομένα.

 

Ως προς το θέμα της πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων, ο κ. Αναστασίου υποστήριξε βασικά, στο πλαίσιο της θέσης του ότι το θέμα μπορεί να εγερθεί και να αποφασισθεί και από το παρόν Δικαστήριο στη βάση των δεδομένων που υπήρχαν και ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου, ότι «δεν υπάρχει μαρτυρία ίχνος δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού οποιουδήποτε μάρτυρα». Με αναφορά δε σε δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής «το Ε.Δ.Α.Δ.»), υποστήριξε δε ότι ακόμη και να υπήρχε τέτοιος κίνδυνος κατά τον χρόνο της παραπομπής αυτός εξασθενίζει με την πάροδο του χρόνου και εξαφανίζεται και το Δικαστήριο μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει οιοσδήποτε επηρεασμός με την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος εναντίον του κατηγορουμένου.

 

Ως έχει νομολογηθεί, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης όχι εξ υπαρχής αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούν την κρίση επί του θέματος της κρατήσεως, και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξ αρχής. Στο σημείο αυτό κρίνουμε χρήσιμο όπως παραθέσουμε ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα από την πολύ πρόσφατη απόφαση του νέου Εφετείου στην υπόθεση Ζορπάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις Αρ. 103/24 και 108/24, ημερ. 03/06/2024, όπου επαναλαμβάνονται οι σχετικές με το θέμα αρχές και διευκρινίζεται η χρήση του όρου «δεδικασμένο» όσο αφορά αποφάσεις που αφορούν την κράτηση κατηγορουμένων:

 

«Είναι σε σχέση με τα πιο πάνω ενδεικτικό πως από πολύ παλιά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αναφερόταν σε δεδικασμένο στις περιπτώσεις στις οποίες είχαν προηγηθεί διαταγές κράτησης στην ίδια υπόθεση. Γινόταν όμως δεκτό πάντα ότι οι διαπιστώσεις ενός Δικαστηρίου για γεγονότα που άπτονται της κράτησης και δεν είναι μεταβλητά δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388). Έτσι, για παράδειγμα, στην περίπτωση που η κατηγορουμένη δεν είχε ασκήσει έφεση κατά της αρχικής διαταγής κράτησης (ημερ. 11.12.03) αλλά μόνον για κάποια μεταγενέστερη διαταγή (ημερ. 30.12.03) το Ανώτατο Δικαστήριο την εξέτασε μεν αλλά με αναφορά στην πιο πάνω αρχή και λόγω της μη ύπαρξης διαφοροποιητικών στοιχείων, την απέρριψε διότι όλα όσα είχαν προβληθεί μεταγενέστερα ήταν ήδη δεδομένα και κατά την αρχική διαταγή κράτησης στις 11.12.03 (Ντούμα ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 1).

 

Παρομοίως και σε υπόθεση όπου οι ισχυρισμοί σχετικά με τον κίνδυνο διαφυγής και τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων είχαν εξεταστεί κατ΄ επανάληψη, οπότε το Ανώτατο Δικαστήριο διατύπωσε ξανά την αρχή ότι διαταγή για κράτηση η οποία δεν εφεσιβάλλεται, δεν αναθεωρείται εκ των υστέρων στο πλαίσιο έφεσης αφορώσας περαιτέρω διαταγή, σε σχέση με στοιχεία τα οποία δεν είναι μεταβλητά, ήτοι τα οποία ήταν δεδομένα και για τα οποία δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλοίωση (Μιχαηλίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 306). Η ως άνω αρχή τέθηκε σαφέστερα, με αναφορά και στα πρωτόδικα Δικαστήρια, στην υπόθεση Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 416 ως εξής:

 

«Υποδείξαμε κατά τη διάρκεια της ακρόασης των εφέσεων ότι κακώς το Κακουργιοδικείο ουσιαστικά ασχολήθηκε εξ υπαρχής με τα γεγονότα τα οποία διέπουν την κρίση επί της κρατήσεως σε συνάρτηση με τον κίνδυνο μη προσέλευσης στη δίκη και με ευρύτερες αναφορές στην πιθανότητα καταδίκης και την ενδεχόμενη ποινή. Και τούτο διότι η νομολογία καθορίζει ότι, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης όχι εξ υπαρχής αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούσαν την κρίση του επί του θέματος της κρατήσεως, και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξ αρχής». (έμφαση προστεθείσα)

 

Η μεταγενέστερη υπόθεση Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/20 κ.ά., ημερ. 3.9.20, ήταν ακριβώς υπόθεση στην οποίαν η προαναφερθείσα «πρώτη απόφαση» του Κακουργοδικείου είχε επικυρωθεί και κατ΄ έφεσιν. Παρά ταύτα δεν υπήρξε αναφορά σε δεδικασμένο αλλά και πάλι τονίστηκε πως τα μόνα ερωτήματα που είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει ήταν το νέο στοιχείο της απόσυρσης μιας κατάθεσης μάρτυρος και του μεσολαβούντος χρόνου μέχρι την επόμενη δικάσιμο, εφόσον όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είχαν καλυφθεί στην προηγούμενη απόφαση και δεν ήταν λογικό να επαναξιολογηθούν, δεδομένου ότι επ΄ αυτής της πτυχής δεν είχε τεθεί οτιδήποτε το διαφορετικό.

Είναι ακόμα πιο ενδεικτικό ότι στην Alnaser, Kalfat ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/2020 κ.ά., ημερ. 21.7.20, κρίθηκε πως έστω και αν η πρώτη απόφαση του Κακουργοδικείου για κράτηση είχε επικυρωθεί κατ΄ έφεση εντούτοις δεν μπορούσε να αποτελέσει, άνευ ετέρου, χωρίς άλλη εξέταση και αιτιολόγηση τη βάση για κράτηση, οπότε διετάχθη το Κακουργοδικείο να επανεξετάσει το αίτημα κράτησης. Κατά την ακολουθήσασα επανεξέταση δεν τέθηκε οποιοδήποτε νέο στοιχείο ενώπιον του Κακουργοδικείου (εκτός της επιμήκυνσης του χρόνου) και στη νέα έφεση κατά της κράτησης, ήτοι στην υπόθεση Kalfat, Alnaser ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 125/2020 κ.ά., ημερ. 8.10.20, αφού λέχθηκε πως δεν ήταν ορθή πορεία η εκ νέου εξέταση του μαρτυρικού τονίστηκαν τα εξής:

 

«Όλα τα άλλα θέματα, τα οποία εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της απόφασης του ημερομηνίας 19.12.2019, εφόσον τα δεδομένα παρέμειναν αναλλοίωτα, καλύπτονταν από το δεδικασμένο της πρώτης εφετειακής απόφασης η οποία επικύρωσε την εν λόγω απόφαση του Κακουργιοδικείου. Συνεπώς, δεν ήταν έργο του Κακουργιοδικείου να τα επανεξετάσει ως προς τη στοιχειοθέτηση του λόγου για τον οποίο ζητήθηκε η κράτηση των εφεσειόντων από την Κατηγορούσα Αρχή, με βάση το μαρτυρικό υλικό και τη δύναμή του, ούτε βέβαια είναι δικό μας».

 

Ήταν βέβαια η πρώτη φορά που υπήρξε αναφορά στον όρο «δεδικασμένο» σε υποθέσεις κράτησης αλλά και πάλι τα λεχθέντα δεν αφίσταντο ποσώς από την προϋπάρχουσα νομολογία. Το αντίθετο μάλιστα, αφού σε επόμενη παράγραφο στην ίδια υπόθεση Alnaser, Kalfat (ανωτέρω) τονίστηκε πως:

 

«Προκύπτει, ωστόσο, από τη νομολογία ως πάγια αρχή ότι διαταγή για κράτηση που δεν εφεσιβάλλεται δεν αναθεωρείται εκ των υστέρων στο πλαίσιο άλλης έφεσης αφορώσας περαιτέρω διαταγή, σε σχέση με στοιχεία που δεν έχουν, στο μεταξύ, μεταβληθεί (βλ. Μιχαηλίδης ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 306, Ψύλλας ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 388 και Ντούμα ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 1). Η ίδια αρχή ισχύει όταν διαταγή για κράτηση εφεσιβάλλεται και επικυρώνεται κατ΄ έφεση, όπως στην προκειμένη περίπτωση».

 

Παρατηρούμε λοιπόν πως όταν υπάρχει τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή είτε στις περιπτώσεις στις οποίες δεν ασκείται έφεση είτε στις περιπτώσεις στις οποίες ασκείται έφεση και επικυρώνεται η πρωτόδικη κρίση, εκείνο που έχει σημασία και εξετάζεται σε επόμενο αίτημα είναι η τυχόν ύπαρξη μεταβληθέντων ή νέων ή διαφοροποιητικών στοιχείων. Για σκοπούς δε αυτού του ελέγχου σε τέτοιες περιπτώσεις διενεργείται εξέταση, χωρίς δηλαδή να είναι άνευ ετέρου αρκετό το ότι έχει προηγηθεί τελεσίδικη απόφαση. Μάλιστα θεωρούμε πως αυτό ακριβώς ήταν και το νόημα της αμέσως επόμενης υπόθεσης Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/20 κ.ά., ημερ. 22.10.20, στην οποία λέχθηκε ότι:

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταδείξει, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, ότι, εκκρεμούσης της δίκης, η εξέταση ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης κατηγορουμένου προσώπου διενεργείται με αφετηρία το τελευταίο διαφοροποιητικό γεγονός, εάν υπάρχει τέτοιο. Διαπιστώνεται, έτσι, εφόσον περί τούτου πρόκειται, το περιεχόμενο της νέας μαρτυρίας που έχει, στο μεταξύ, προκύψει και η τυχόν επίδρασή της στην ήδη υπάρχουσα μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, ως προς την πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου. Άλλως πως, δε δικαιολογείται η εξέταση, εκ νέου, του πλαισίου, νομικού ή και πραγματικού, εντός του οποίου έχει εκδοθεί προηγούμενο διάταγμα κράτησης, της θέσης αυτής οριζομένης από το δόγμα του δεδικασμένου. Η σχετική νομολογία επιβεβαιώθηκε, πολύ πρόσφατα, στην J. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 125/2020 και 126/2020, 8.10.2020. Στην προκειμένη περίπτωση, αναμφίβολα, η απόφαση της πλειοψηφίας στις υποθέσεις Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, καθιέρωσε τέτοιο δεδικασμένο, ήτοι αναφορικά με την ένδειξη της πιθανότητας καταδίκης, στη βάση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής που υπήρχε στις 30.6.2020».

 

Ήταν ακριβώς με αναφορά στην ύπαρξη νέων διαφοροποιητικών γεγονότων ή στοιχείων που τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν όπως στις υποθέσεις V.B. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 113/22, ημερ. 21.6.22, Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 274/22, ημερ. 23.1.23, Μ.Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 10/2023, ημερ. 23.2.23, Buesaquillo ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 56/2023, ημερ. 8.5.23, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 110/23, ημερ. 29.6.23, D.R.M. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/23, ημερ. 30.6.23 και Khasawneh ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 220/23, ημερ. 4.12.23.»

 

Στην επίσης πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ivanov v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 85/24, ημερ. 30/04/2024, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Αναστασίου, τα γεγονότα είχαν ως ακολούθως:

 

Κατά την πρώτη εμφάνιση του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στις 26/01/2024, ο εφεσείων εξέφρασε την επιθυμία να υποβάλει αίτηση για νομική αρωγή, οπόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 07/02/2024. Ακολούθως η εκπρόσωπος της εφεσίβλητης ζήτησε την κράτηση του εφεσείοντος στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας και του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Κληθείς ο εφεσείων να τοποθετηθεί σε σχέση με το αίτημα για κράτηση του, απάντησε ότι επειδή δεν ήταν παρών συγκεκριμένος δικηγόρος «μέχρι 7.2 συμφωνώ, συναινώ να είμαι υπό κράτηση» ενώ όταν ξαναρωτήθηκε να διευκρινίσει κατά πόσο έχει ή δεν έχει ένσταση απάντησε «θα παραμείνω μέχρι 7 του μηνός». Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του αιτήματος και κατέληξε ότι το αίτημα της εφεσίβλητης ήταν βάσιμο και για τους δύο λόγους. Στις 07/02/2024, μετά την έγκριση νομικής αρωγής, διορίσθηκε δικηγόρος για τον εφεσείοντα αυτός στον οποίο αναφέρθηκε στις 26/01/2024. Ο εν λόγω δικηγόρος δήλωσε ότι δεν θα είχε ένσταση «στη συνέχιση της κράτησης στο παρόν στάδιο». Ούτε και στην επόμενη δικάσιμο προέβαλε κάποια ένσταση στο να παραμείνει ο εφεσείων υπό κράτηση. Το ζήτημα εγέρθηκε από τον δικηγόρο για πρώτη φορά στις 27/03/2024. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το θέμα έπρεπε να εξεταστεί ως επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης και πως δεν δικαιολογείτο η εξέταση εκ νέου του νομικού ή πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου είχε εκδοθεί προηγούμενο διάταγμα κράτησης. Κατέληξε ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε νέα μαρτυρία που να επιδρά σε ήδη υπάρχουσα μαρτυρία ως προς την πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντος με συνέπεια να μην δικαιολογείτο η εξέταση εκ νέου του πλαισίου εντός του οποίου είχε εκδοθεί το προηγούμενο διάταγμα κράτησης.

 

Κατ’ έφεση, ο δικηγόρος του εφεσείοντα προώθησε τη θέση ότι ο πιο πάνω χειρισμός ήταν εσφαλμένος, αφού αρχικά το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξετάσει το ζήτημα κράτησης αυτεπάγγελτα, αξιολογώντας μόνο αυτά που είχαν τεθεί από την εφεσίβλητη. Εισηγήθηκε ότι η υποβολή ένστασης από μέρους του εφεσείοντος στις 27/03/2024 θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ότι αποτελεί ακριβώς ένα τέτοιο διαφοροποιητικό στοιχείο που επέβαλλε την εξέταση του αιτήματος κράτησης διεξοδικά και όχι να εξεταστεί μόνο το κατά πόσο είχε προκύψει κάποιος νέος παράγοντας από την έκδοση του αρχικού διατάγματος. Το Εφετείο, διαφωνώντας με τη θέση αυτή, απέρριψε την Έφεση. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Εν πρώτοις θωρούμε ότι βοηθητική καθοδήγηση δύναται να ληφθεί από την υπόθεση S.M. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/21, ημερ. 6.7.21, η οποία αφορούσε έφεση εναντίον απόφασης Κακουργοδικείου για την κράτηση του εκεί εφεσείοντος, ο οποίος παλαιότερα είχε αποσύρει άνευ βλάβης δικαιωμάτων άλλη δική του έφεση εναντίον της απόφασης του παραπέμψαντος Δικαστηρίου για την κράτηση του. Το Εφετείο (κατά πλειοψηφίαν) έκρινε πως με δεδομένο ότι ο εφεσείων είχε αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης του παραπέμψαντος Δικαστηρίου (με έφεση την οποία όμως απέσυρε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του) ενομιμοποιείτο να εγείρει εκ νέου το θέμα ενώπιον του Κακουργοδικείου, πράγμα που όντως έπραξε κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του.

 

Κατ΄ αναλογίαν προς τα πιο πάνω κρίνουμε πως ασφαλώς, κατά την πρώτη δικάσιμο, στην οποία ο Εφεσείων δεν εκπροσωπείτο ακόμη από δικηγόρο, αυτός εδύνατο να επιφυλάξει το δικαίωμα του να προβάλει ένσταση ως προς την κράτηση αφού εμφανιστεί με τον συνήγορο του. Πράγμα το οποίο βασικά έπραξε ο Εφεσείων, λέγοντας ότι συμφωνούσε να παραμείνει υπό κράτηση ένεκα του ότι δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο κατά τις 26.1.2024 ο κ. Αναστασίου και επιφυλασσόμενος να εγείρει την ένσταση του όταν ο συνήγορος του θα εμφανιζόταν. Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι το νέο στοιχείο που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ήταν η εκπροσώπηση του Εφεσείοντος από δικηγόρο και η υποβολή ένστασης μέσω του, θα ήταν ορθή νοουμένου όμως ότι τέτοια ένσταση υποβάλλετο κατά την πρώτη δικάσιμο που ο συνήγορος εμφανίστηκε εκ μέρους του Εφεσείοντος, ήτοι στις 7.2.2024. Αντί τούτου, κατά την εν λόγω ημερομηνία ο συνήγορος δήλωσε ότι δεν έχει ένσταση στη συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντος σε εκείνο το στάδιο, ενώ στις 27.2.2024 σε καμία τοποθέτηση προέβη επί του θέματος. Στη βάση των όσων είχαν παλαιότερα δηλωθεί, καθώς και στη βάση της λογικής των πραγμάτων, θα ανέμενε κάποιος εάν υπήρχε ένσταση να τεθεί σε αυτή την πρώτη εμφάνιση με δικηγόρο.

 

Υπό τις περιστάσεις αυτές, στις οποίες υπήρξε επιφύλαξη μέχρι εμφάνισης συνηγόρου δεν μας φαίνεται πειστικό το επιχείρημα ότι η δυνατότητα σε συνήγορο να υποβάλει ένσταση στην κράτηση παραμένει χωρίς όρια ως προς το χρονικό στάδιο κατά το οποίο τέτοια μπορεί να προβληθεί. Η επιφύλαξη του δικαιώματος του Εφεσείοντος να ενστεί στην κράτηση του εν’ όψει του ότι δεν εκπροσωπείτο από συνήγορο, μπορούσε να θεωρηθεί ότι υφίστατο ακριβώς για όσο χρόνο υφίστατο και η μη εκπροσώπηση του αυτή. Με την διαφοροποίηση στο καθεστώς εκπροσώπησης του, η όποια ένσταση θα έπρεπε να είχε προωθηθεί κατά την πρώτη εμφάνιση συνηγόρου. Αφού αυτό δεν έγινε για τις επόμενες δύο δικασίμους, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε το αίτημα κράτησης ως επαναλαμβανόμενο στο πλαίσιο εξέτασης του οποίου θα εξέταζε μόνο την ύπαρξη κάποιου διαφοροποιητικού στοιχείου και την επιμήκυνση του χρόνου κράτησης».

 

Στη βάση της πιο πάνω απόφασης, ο κ. Αναστασίου υποστήριξε βασικά ότι στην προκειμένη, αποτελεί διαφοροποιητικό στοιχείο, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται πλέον από δικηγόρο και εγείρει ένσταση κατά την πρώτη εμφάνιση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η θέση αυτή, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε κατωτέρω, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Στην υπόθεση Ivanov (ανωτέρω), ο εφεσείων κατά την πρώτη εμφάνιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν υποβλήθηκε αίτημα κράτησης του, δήλωσε ότι, επειδή δεν ήταν παρών συγκεκριμένος δικηγόρος, συναινεί στην κράτηση του και όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει κατά πόσο έχει ένσταση απάντησε «θα παραμείνω μέχρι 7 του μηνός». Μετά από αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του αιτήματος και κατέληξε ότι αυτό ήταν βάσιμο. Ήταν στη βάση των πιο πάνω πολύ συγκεκριμένων περιστάσεων που το Εφετείο έκρινε ότι η «επιφύλαξη του δικαιώματος του Εφεσείοντος να ενστεί στην κράτηση του εν’ όψει του ότι δεν εκπροσωπείτο από συνήγορο, μπορούσε να θεωρηθεί ότι υφίστατο ακριβώς για όσο χρόνο υφίστατο και η μη εκπροσώπηση του αυτή» και ότι «Με την διαφοροποίηση στο καθεστώς εκπροσώπησης του, η όποια ένσταση θα έπρεπε να είχε προωθηθεί κατά την πρώτη εμφάνιση συνηγόρου». Είναι δε προφανές ότι στην ως άνω περίπτωση ο εφεσείων, επέλεξε να μην φέρει ένσταση, επιφυλάσσοντας όμως το δικαίωμα του να ενστεί όταν θα παρουσιαζόταν ο δικηγόρος του, σε άλλη ημερομηνία. Ήταν με αυτό το δεδομένο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τότε την κράτηση του. Χωρίς δηλαδή να τεθούν ενώπιον του οποιαδήποτε δεδομένα από την πλευρά του εφεσείοντα και να ακούσει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία στο πλαίσιο ένστασης. Εξ ου και τα όσα ανέφερε το Εφετείο περί μεταγενέστερης διαφοροποίησης του καθεστώτος εκπροσώπησης του. Στην παρούσα όμως τα γεγονότα διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Ο κατηγορούμενος, όταν τέθηκε για πρώτη φορά αίτημα κράτησης του, ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου (ως προκύπτει από τα πρακτικά ημερομηνίας 19/04/2024, που βρίσκονται στον φάκελο της υπόθεσης), επέλεξε να εμφανισθεί και να εκπροσωπήσει τον εαυτό του, χωρίς να ζητήσει δικηγόρο ή έστω να επιφυλάξει λόγω τούτου το δικαίωμα του να ενστεί. Όταν ρωτήθηκε από το παραπέμπον Δικαστήριο, πριν ακόμη υποβληθεί το αίτημα κράτησης, κατά πόσο θα υπάρξει ένσταση στην κράτηση του, απάντησε αμέσως καταφατικά. Η ένσταση του δεν ήταν τυπική και κενή περιεχομένου. Αντίθετα, μετά την παράθεση των λόγων και των δεδομένων επί των οποίων η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής στήριξε το αίτημα της, ο κατηγορούμενος, υποστηρίζοντας την ένσταση του, αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης και στη σχέση του με την παραπονούμενη. Φαίνεται δε ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση των όσων αυτή είπε, εφόσον ως ανέφερε στο Δικαστήριο «… ποτέ μου δεν την ανάγκασα να κάνει κάτι που δεν ήθελε, όπως λέει στην κατάθεση της». Ακολούθως αναφέρθηκε στις προσωπικές του περιστάσεις και δη ότι είναι παντρεμένος και ζει στην Κύπρο καθώς και ότι εργάζεται. Ανέφερε επίσης ότι δεν θα επηρεάσει μάρτυρες. Είπε δε ότι πρώτη φορά εμφανίζεται ενώπιον Δικαστηρίου και ζητώντας να παραμείνει ελεύθερος, εισηγήθηκε συγκεκριμένους όρους, όπως να παραμένει στην οικία του, να μην έχει κινητό, να εμφανίζεται 3 φορές την ημέρα για να υπογράφει αλλά και να δει με τον εργοδότη του, εφόσον ο ίδιος δεν είχε χρήματα, κατά πόσο μπορεί να καταθέσει κάποιο ποσό ως εγγύηση. Το παραπέμπον Δικαστήριο εξέτασε όλα τα θέματα που εγέρθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, περιλαμβανομένων των όσων υποστήριξε ο κατηγορούμενος στην ένσταση του, για να καταλήξει στη δωδεκασέλιδη απόφαση του. Εδώ να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο αυτό το παραπέμπον Δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, στο μέτρο που αυτό αφορούσε και τρίτο λόγο και δη τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

Υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις της παρούσας, κρίνουμε λοιπόν ότι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται πλέον ενώπιον μας από δικηγόρο, δεν συνιστά νέο στοιχείο που επιτρέπει την εκ νέου εξέταση του θέματος κράτησης του, στη βάση βέβαια των ίδιων δεδομένων που υπήρχαν κατά τον χρόνο που αποφάσισε το ίδιο θέμα το παραπέμπον Δικαστήριο.

 

Παρόμοια θέματα είχαν εξετασθεί και στην Μ.Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 10/23, ημερ. 23/02/2023, στην οποία παραπέμπει, μεταξύ άλλων, η Ζορπάς (ανωτέρω) και αφορούσε, όπως και η παρούσα, αίτημα κράτησης ενώπιον Κακουργιοδικείου κατά την πρώτη εμφάνιση και αφού προηγουμένως το θέμα είχε αποφασισθεί από το παραπέμπον Δικαστήριο, κατόπιν ενστάσεως από πλευράς εφεσείοντα. Εκεί είχε ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης του παραπέμποντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε, διότι ο εφεσείοντας αρνήθηκε να εισέλθει στο όχημα μεταφοράς κρατουμένων για να παρουσιαστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην παρούσα δεν ασκήθηκε έφεση από τον κατηγορούμενο κατά της απόφασης του παραπέμποντος Δικαστηρίου. Ως δε εξηγήθηκε στην Ζορπάς (ανωτέρω), όταν υπάρχει τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή είτε στις περιπτώσεις στις οποίες δεν ασκείται έφεση είτε στις περιπτώσεις στις οποίες ασκείται έφεση και επικυρώνεται η πρωτόδικη κρίση, εκείνο που έχει σημασία και εξετάζεται σε επόμενο αίτημα είναι η τυχόν ύπαρξη μεταβληθέντων ή νέων ή διαφοροποιητικών στοιχείων. Συνάγεται δε από την ίδια απόφαση ότι είναι για σκοπούς αυτού του ελέγχου, δηλαδή ως προς τη διαπίστωση ύπαρξης μεταβληθέντων ή νέων στοιχείων, που σε τέτοιες περιπτώσεις διενεργείται εξέταση, «χωρίς δηλαδή να είναι άνευ ετέρου αρκετό το ότι έχει προηγηθεί τελεσίδικη απόφαση».

 

Στην προκειμένη, με δεδομένο ότι η απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου, τελεσιδίκησε, αφού δεν ασκήθηκε έφεση, απομένει προς εξέταση από το παρόν Δικαστήριο, το κατά πόσο υπάρχουν μεταβληθέντα ή νέα στοιχεία και σε περίπτωση που υπάρχουν τέτοια, κατά πόσο αυτά διαφοροποιούν την κρίση επί του θέματος της κράτησης. Για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω, το θέμα δεν μπορεί να εξετασθεί με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο κατά τον χρόνο της παραπομπής.

 

Ο κ. Αναστασίου υποστήριξε βασικά ότι νέα στοιχεία περιέχονται στα Τεκμήρια Α - Ε που κατέθεσε. Ως προς τα εν λόγω Τεκμήρια πρέπει κατ’ αρχάς να λεχθεί ότι πρόκειται για έγγραφα τα οποία δεν υπήρχαν στον φάκελο με το μαρτυρικό υλικό που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, κατά τη διαδικασία της παραπομπής και δεν περιλαμβάνουν την κατάθεση που κατατέθηκε τότε ως Τεκμήριο 2. Αυτό όμως δεν τα καθιστά αυτόματα νέα ή μεταβληθέντα και εν πάση περιπτώσει διαφοροποιητικά στοιχεία. Προς κρίση επί τούτου, εξετάσαμε με προσοχή τα Τεκμήρια Α - Ε, σε συνδυασμό πάντα με τα στοιχεία και τη μαρτυρία που περιέχεται στα Τεκμήρια 1 και 2.

 

Το Τεκμήριο Α, αποτελείται από δύο αποδείξεις πληρωμής της ίδιας εταιρείας σε σχέση με τη διαμονή σε δωμάτια του ίδιου ξενοδοχείου (Flamingo Beach Hotel) στη Λάρνακα, για τις ημερομηνίες 24/02/2024 και 16/03/2024. Η πρώτη απόδειξη συνοδεύεται από αντίγραφο της ταυτότητας της παραπονουμένης ενώ η δεύτερη από αντίγραφο του διαβατηρίου του κατηγορουμένου. Η παραπονούμενη, στην κατάθεση της ημερομηνίας 16/04/2024, αναφέρει ότι μετέβηκαν στο εν λόγω ξενοδοχείο δύο φορές, όπου και συνευρέθηκαν ερωτικά και ότι τη μια φορά έδωσε τα στοιχεία της αυτή και την άλλη ο κατηγορούμενος. Τα ίδια αναφέρει και ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του ημερομηνίας 14/04/2024. Ως εκ των άνω προκύπτει ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνει το Τεκμήριο Α δεν αποτελούν νέα δεδομένα, αφού τα συγκεκριμένα γεγονότα και δη η μετάβαση της παραπονουμένης και του κατηγορουμένου, δύο φορές, σε ξενοδοχείο στη Λάρνακα, με σκοπό να συνευρεθούν ερωτικά, αναφερόταν και στις προαναφερόμενες καταθέσεις αυτών, που περιλαμβάνονταν στο Τεκμήριο 1, στη βάση του οποίου αποφάσισε το παραπέμπον Δικαστήριο.

 

Το Τεκμήριο Β είναι έγγραφο αποτελούμενο από 35 σελίδες, στις οποίες καταγράφονται συνομιλίες (γραπτά μηνύματα) μεταξύ του κατηγορουμένου και της παραπονουμένης, οι οποίες εξήχθησαν από το κινητό τηλέφωνο της τελευταίας και καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το «Σάββατο - 9 Μαρτίου» μέχρι και τη «Δευτέρα - 8 Απριλίου». Από προσεκτική μελέτη του περιεχομένου του Τεκμηρίου Β προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη αντάλλαζαν, μέσω τηλεφώνου, μηνύματα ερωτικού περιεχομένου, εκφράζοντας, μεταξύ άλλων, την αγάπη του ο ένας για τον άλλο. Προκύπτει επίσης ότι, από τις 4 Απριλίου, η παραπονούμενη ανέφερε στον κατηγορούμενο ότι δεν θέλει να ξαναβρεθούν, ότι δεν τον αγαπά, ότι θέλει να μείνει μόνη της, ότι δεν επιθυμεί ο κατηγορούμενος να της τηλεφωνεί και να της στέλνει μηνύματα, τον προτρέπει να πάει στη σύζυγο του και του λέει ότι σε περίπτωση που συνεχίσει να την ενοχλεί τότε η ίδια θα μιλήσει στη σύζυγο του. Ενώ δε από τις 7 Απριλίου η ώρα 15:10, η παραπονούμενη σταμάτησε να απαντά στα μηνύματα του κατηγορουμένου, αυτός στις 8 Απριλίου η ώρα 08:51 ζήτησε από την παραπονούμενη να του στείλει τον τραπεζικό της λογαριασμό και της είπε ότι δεν θέλει να την ξαναδεί στη ζωή του. Ως προς το κατά πόσο τα πιο πάνω αποτελούν νέα στοιχεία ή δεδομένα, πρέπει να λεχθεί ότι η παραπονούμενη και στις τρεις καταθέσεις της, αναφέρει ότι αντάλλαζε μηνύματα με τον κατηγορούμενο και ότι στο πλαίσιο αυτό ο ένας εξέφραζε την αγάπη του για τον άλλον. Στην τρίτη της κατάθεση, ημερομηνίας 16/04/2024, η παραπονούμενη ξεκαθάρισε ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω στην ίδια κατάθεση αναφέρει ότι σε κάποιο στάδιο ζήτησε από τον κατηγορούμενο να διακόψουν τη σχέση τους και να την ξεχάσει και ότι εκείνος της είπε ότι για να την ξεπεράσει θα πρέπει να φύγει από τη δουλειά και όταν του είπε ότι δεν μπορεί να σταματήσει από τη δουλειά για λόγους οικονομικούς, της ζήτησε τον τραπεζικό της λογαριασμό με σκοπό να της βάζει χρήματα για να μην τη βλέπει. Είπε μάλιστα ότι αυτό με το λογαριασμό φαίνεται και στα μηνύματα που έδωσε στην Αστυνομία. Ο δε κατηγορούμενος στην κατάθεση του αναφέρει ότι συνομιλούσε με την παραπονούμενη μέσω μηνυμάτων. Ως εκ των άνω προκύπτει ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου Β δεν συνιστά νέο δεδομένο, αφού το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη αντάλλαζαν μηνύματα ερωτικού περιεχομένου αλλά και η εξέλιξη της σχέσης τους, αναφέρεται και στην τρίτη κατάθεση της παραπονουμένης, η οποία επίσης περιλαμβανόταν στο Τεκμήριο 1.

 

Το Τεκμήριο Γ, αποτελεί κατάθεση ημερομηνίας 17/04/2024 από συνάδελφο του κατηγορουμένου και της παραπονουμένης, στην οποία το εν λόγω πρόσωπο αναφέρει ότι, από τη συμπεριφορά αυτών όταν τους έβλεπε μαζί, ο ίδιος αποκόμισε την εντύπωση ότι οι σχέσεις τους δεν ήταν μόνο φιλικές αλλά υπήρχε σχέση αγάπης, δηλαδή ήταν ζευγάρι. Περαιτέρω, στην ίδια κατάθεση το εν λόγω πρόσωπο αναφέρεται σε ένα περιστατικό, κατά το οποίο ο ίδιος, ένας συνάδελφος του (αυτός που έδωσε την κατάθεση Τεκμήριο Δ, για την οποία θα γίνει αναφορά κατωτέρω), ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη συναντήθηκαν και έφαγαν μαζί σε εξωτερικό χώρο, αφού προηγουμένως αγόρασαν φαγητό από συγκεκριμένο μαγαζί. Τα πιο πάνω όμως επίσης δεν συνιστούν νέα δεδομένα εφόσον, ως προαναφέρθηκε, η ίδια η παραπονούμενη στην τρίτη της κατάθεση ανέφερε ότι διατηρούσε δεσμό με τον κατηγορούμενο και περαιτέρω ανέφερε ότι συναντήθηκαν τα πιο πάνω αναφερόμενα τέσσερα άτομα και έφαγαν μαζί, κάτι που ανέφερε και ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του.

 

Το Τεκμήριο Δ, αποτελεί κατάθεση ημερομηνίας 14/04/2024, από άλλο συνάδελφο του κατηγορουμένου και της παραπονουμένης. Σε αυτήν, το εν λόγω πρόσωπο αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη είναι ζευγάρι και ότι, ως του ανέφερε ο κατηγορούμενος, δύο φορές μετέβηκαν σε ξενοδοχείο στη Λάρνακα. Αναφέρει επίσης ότι ο ίδιος, ο συνάδελφος του (βλ. Τεκμήριο Γ), ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη συναντήθηκαν και έφαγαν σε εξωτερικό χώρο, αφού προηγουμένως αγόρασαν φαγητό από συγκεκριμένο μαγαζί. Είναι δε εμφανές ότι και για το Τεκμήριο Δ ισχύουν, για τους ίδιους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω, τα ίδια με το Τεκμήριο Γ, δηλαδή δεν περιέχει νέα δεδομένα, που δεν υπήρχαν στον φάκελο κατά τον χρόνο της έκδοσης της απόφασης κράτησης από το παραπέμπον Δικαστήριο. 

 

Το Τεκμήριο Ε, αποτελεί βεβαίωση ημερομηνίας 03/06/2024, με την οποία πιστοποιείται ότι ο κατηγορούμενος εργοδοτείται από τις 26/10/2006 σε συγκεκριμένη εταιρεία. Ως προς τούτο δέον όπως λεχθεί ότι ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του αναφέρει ότι εργαζόταν στην Κύπρο από το 2006. Περαιτέρω, στο Τεκμήριο 2 που τέθηκε ενώπιον το παραπέμποντος Δικαστηρίου, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης όπου εργοδοτείται ο κατηγορούμενος, αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος εργαζόταν στην επιχείρηση του για 19 – 20 χρόνια. Ούτε το Τεκμήριο Ε περιέχει λοιπόν νέα δεδομένα, που δεν είχαν τεθεί ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου. Εδώ να σημειωθεί περαιτέρω, ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, ότι το παραπέμπον Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και δεδομένα που δεν ανέφερε ο κατηγορούμενος κατά την ένσταση του αλλά ανέφερε στην κατάθεση του και δη ότι κατάγεται από την Αίγυπτο, βρίσκεται στην Κύπρο από το 2006 και το 2011 τέλεσε γάμο με γυναίκα Βουλγάρικης υπηκοότητας, με την οποία δεν έχουν αποκτήσει παιδιά.

 

Ως εκ των άνω καταλήγουμε ότι, ενώπιον μας, δεν έχει τεθεί οποιοδήποτε νέο στοιχείο ή δεδομένο που να διαφοροποιεί ή να μεταβάλλει τα όσα τέθηκαν ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου, ώστε να διαφοροποιείται η κρίση επί του θέματος της κράτησης.

 

Αναφορικά με τη θέση του κ. Αναστασίου για τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, να πούμε κατ’ αρχάς ότι το θέμα εξετάσθηκε και κρίθηκε από το παραπέμπον Δικαστήριο, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του. Κρίθηκε δε ότι οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό και ειδικότερα εκφοβισμό της παραπονουμένης είναι εύλογα δικαιολογημένοι, λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις αυτής ημερ. 13/04/2024 και 16/04/2024 και ότι αυτή είναι ουσιώδης μάρτυρας στην υπόθεση. Ως προαναφέρθηκε, η απόφαση αυτή δεν έχει εφεσιβληθεί και έχει τελεσιδικήσει.

 

Ως προς το θέμα αυτό ο κ. Αναστασίου υποστήριξε περαιτέρω ότι, ακόμη και να υπήρχε τέτοιος κίνδυνος κατά τον χρόνο της παραπομπής, αυτός εξασθενίζει με την πάροδο του χρόνου και εξαφανίζεται και ότι το Δικαστήριο μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει οποιοσδήποτε επηρεασμός με την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος εναντίον του  κατηγορουμένου. Παρέπεμψε δε προς υποστήριξη της θέσης του στις αποφάσεις του Ε.Δ.Α.Δ., Letellier vFrance 14 EHRR 83 και Clooth vBelgium 14 ECHR 717.

 

Κατ’ αρχάς να αναφερθεί ότι όπως έχει λεχθεί στην Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 302/18, ημερ. 04/02/2019, υπάρχει δικαστική γνώση ότι ο επηρεασμός μαρτύρων μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και μετά τη συμπλήρωση των ανακρίσεων, ακόμη και στο στάδιο της ακρόασης. Οι αποφάσεις δε του Ε.Δ.Α.Δ. στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Αναστασίου, πράγματι αναφέρουν ότι στην κανονική πορεία των πραγμάτων, το ρίσκο για επηρεασμό μαρτυρίας, με την πάροδο του χρόνου, εξασθενίζει. Παρά ταύτα τα σχετικά δεδομένα στις εν λόγω υποθέσεις ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά της παρούσας. Αυτό καθότι εκεί η πάροδος του χρόνου ήταν πολύ μεγαλύτερη με διαδοχικές αναβολές τόσο κατά τη διάρκεια του ανακριτικού έργου, όσο και των δικασίμων μέχρι τη δίκη. Συγκεκριμένα στην Letellier (ανωτέρω) η Αιτήτρια τέθηκε αρχικά υπό κράτηση. Σε μεταγενέστερο στάδιο αφέθηκε ελεύθερη υπό την επίβλεψη του Δικαστηρίου και κατά την περίοδο που ήταν ελεύθερη και πριν ξανατεθεί υπό κράτηση, δεν επέδειξε οποιαδήποτε προβληματική συμπεριφορά. Συνολικά δε η Αιτήτρια, μέχρι το τέλος της δίκης της, παρέμεινε υπό κράτηση για 2 χρόνια και 9 μήνες. Στην Clooth (ανωτέρω) ο Αιτητής παρέμεινε υπό κράτηση συνολικά για 3 χρόνια και 2 μήνες. Με δεδομένο ότι μετά την πάροδο 15 μηνών είχαν ληφθεί αρκετές καταθέσεις και ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν οδηγηθεί σε διάφορα συμπεράσματα, θεωρήθηκε ότι το γεγονός ότι ο Αιτητής παρουσίαζε διαφορετικές εκδοχές, δεν συναρτάτο τόσο με το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτυρίας αλλά με την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση και ως εκ τούτου κρίθηκε ότι ήταν συζητήσιμη πλέον η αναγκαιότητα της κράτησης του. Στην προκειμένη έχει περάσει χρόνος μικρότερος των δύο μηνών από την ημερομηνία που έδωσε η παραπονούμενη την κατάθεση (ημερ. 16/04/2024), στην οποία αναφέρει ότι δεν επιθυμεί να συνεχίσει την καταγγελία της. Να επαναλάβουμε ότι το παραπέμπον Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 19/04/2024 έκρινε ότι υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και ειδικότερα εκφοβισμού της παραπονουμένης, αφού έλαβε υπόψη και την κατάθεση της αυτή. Κανένα δε άλλο στοιχείο δεν έχει τεθεί ενώπιον μας που να καταδεικνύει ότι ο κίνδυνος για επηρεασμό της παραπονουμένης έχει εκλείψει.

 

Τέλος, αναφορικά με τον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την ημερομηνία ακρόασης, που είναι βασικά το μόνο νέο στοιχείο, πρέπει να λεχθούν τα εξής:

 

Ο χρόνος για τον οποίο διατάσσεται η κράτηση υποδίκου αναμφίβολα αποτελεί παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη εφόσον η κράτηση προσώπου χωρίς καταδίκη από αρμόδιο Δικαστήριο είναι ένα μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εξαίρεση και εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οι προεκτάσεις της χρονικής διάρκειας της κράτησης αποτελούν θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε περίπτωσης (βλ. Κρασοπούλης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450 και Χαμπή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 231/23, ημερ. 13/12/2023).

 

Έχοντας υπόψη το πιο πάνω νομολογιακό πλαίσιο, δέον όπως λεχθεί ότι στην προκειμένη, ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι την ημερομηνία ακρόασης (3 μήνες και 7 μέρες) συνυπολογιζομένου του χρόνου που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση μέχρι σήμερα (1 μήνας και 18 ημέρες) δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικός (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Μανουσαρίδη (2001) 2 Α.Α.Δ. 639 και Salib v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 49) και δεν μεταβάλλει τα δεδομένα με τρόπο ώστε να επιδρά επί της κρίσης για την κράτηση του κατηγορουμένου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω, διατάσσουμε όπως ο κατηγορούμενος συνεχίσει να τελεί υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του, ήτοι μέχρι τις 13/09/2024.

 

 

 

(Υπ.) ……….……………………………

                                                                                                      Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

                                                                  (Υπ.) …….……….……………………...

                                                                                                     Α. Φυλακτού, Α.E.Δ.

 

 

                                                                                  (Υπ.) ………….….……………….……..

                                                                                                  Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο