ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 18852/19

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

Π.Ι.

 

Ημερομηνία: 19 Ιουνίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου

Κατηγορούμενος: αυτοπροσώπως

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 25.02.2019 και στις 26.02.2019 απέστειλε μηνύματα από το κινητό του τηλέφωνο προς την παραπονούμενη τα οποία ήταν απειλητικού χαρακτήρα, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 149(6)(α) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου, Ν. 112(Ι)/04, ως ίσχυε τότε.

 

Πρόκειται για τα εξής ηλεκτρονικά μηνύματα, τα οποία στάλθηκαν στην παραπονούμενη και κατ’ ισχυρισμό, ήταν απειλητικού χαρακτήρα:

 

“25.02.2018: Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΟΡΙΑ. ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΠΑΡΕ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟΛΙΕΣ (sic).

 

26.02.2018: ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΡΑ ΤΑ ΕΚΑΝΑ ΠΑΝΟ ΜΟΥ. ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΟΥ ΔΗΚΤΩ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΕΣΥ ΠΑΝΟ ΣΟΥ (sic).”

 

Για να αποδείξει την υπόθεσή της, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε δύο μάρτυρες ενώ ο κατηγορούμενος, ο οποίος επέλεξε να μην εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο.

 

Μ.Κ.1 – Αστ. 3868 Ζωή Χαραλάμπους

 

Η Μ.Κ.1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο στις 10.03.2019 και έπειτα τον κατηγόρησε γραπτώς (Τεκμήριο 1 και 3). Η ανακριτική του κατάθεση κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2. Ανέφερε ότι έλαβε τα στοιχεία του κατηγορούμενου από τον ίδιο, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού τηλεφώνου του, καταθέτοντας σχετικό έντυπο στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 4). Κατέθεσε, επίσης, εκτύπωση της οθόνης του κινητού τηλεφώνου της παραπονούμενης, την οποία παρέλαβε από την παραπονούμενη και στην οποία φαίνονται τα μηνύματα που της απέστειλε ο κατηγορούμενος από το κινητό του τηλέφωνο (Τεκμήριο 5).

 

Προκύπτει από το Τεκμήριο 5 ότι πριν από τα επίδικα μηνύματα ημερομηνίας 25.02.2018 και 26.02.2018, ο κατηγορούμενος απέστειλε προς την παραπονούμενη τα εξής μηνύματα (καταγράφονται στην απόφαση με ελληνικούς χαρακτήρες):

 

«23.05.2017: Σου έφερε μια δήλωση από το κτηματολόγιο αν ενδιαφέρεσαι για το χαλίτικο δυστυχώς ούτε και σε αυτό ανταποκρίνεσαι. Η ώρα 2 είναι η τελευταία ώρα για να τα καταθέσω. Τα κάνω υπεύθυνη δήλωση ότι δεν ενδιαφέρεσαι και θα προχωρήσει ο Κυριάκος με το μερίδιο που του αναλογεί.

 

26.09.2017: Την τύχη του Ορφανίδη θα έχει σύντομα.

 

01.12.2017: Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά μετά τις 29.01.2018 να περνάς υπέροχα. Σου το υπόσχομαι.

 

10.01.2018: Φαντάζομαι άκουσε τα καινούργια νέα του Ορφανίδη για ακάλυπτες επιταγές. Παρεμπιπτόντως επειδή στην στενή κουμάντο κάνει και η κ. [·] αν χρειαστείς κάτι, κάτι θα κάνουμε. Καλή διαμονή!!!»

 

Η Μ.Κ.1 κατέθεσε ότι αναφορικά με τα πιο πάνω μηνύματα, υπήρξε καταγγελία από την παραπονούμενη στην αστυνομία και εξ όσων θυμάται έγιναν κάποιες παρατηρήσεις στον κατηγορούμενο αλλά δεν προωθήθηκε ποινική διαδικασία. Έπειτα ακολούθησαν τα επίδικα μηνύματα.

 

Μ.Κ.2 – Μαρία Η.

 

Η παραπονούμενη, υιοθετώντας το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία στις 26.02.2018 και έπειτα στις 27.02.2018 (Τεκμήρια  6  και 7), ανέφερε ότι το 2015 αγόρασε ένα υπό ανέγερση σπίτι από τον κατηγορούμενο. Το σπίτι βρίσκεται το ίδιο τεμάχιο με το σπίτι του γιου του κατηγορούμενου. Προέκυψαν διαφορές μεταξύ τους λόγω καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση του έργου και κάποιων κακοτεχνιών που εντοπίστηκαν στην οικεία. Βάσει συμφωνίας μεταξύ τους, η παραπονούμενη είχε εκδώσει προς όφελος του κατηγορούμενου μια επιταγή, για την οποία μετέπειτα έδωσε εντολή να μην πληρωθεί από την τράπεζα, ενόψει των κακοτεχνιών που προέκυψαν. Για αυτό το ζήτημα, κινήθηκε από τον εδώ κατηγορούμενο ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον της, στο πλαίσιο της οποίας καταδικάστηκε. Εκκρεμεί και δικαστική διαδικασία αστικής φύσεως μεταξύ τους.

 

Περαιτέρω, περί το Μάιο του 2017, ο κατηγορούμενος της ζήτησε όπως μεταβεί στο Κτηματολόγιο για να δώσει τη συγκατάθεσή της όπως παραχωρηθεί μέρος δημόσιου δρόμου (χαλίτικης γης) στο κοινό τους τεμάχιο. Λόγω του ότι η παραπονούμενη δεν επιθυμούσε να προβεί στο εν λόγω διάβημα, ο κατηγορούμενος (και ο γιος του) την έπαιρναν συχνά τηλέφωνο και ο κατηγορούμενος της απέστελλε τα μηνύματα που παρατίθενται πιο πάνω, για  να  την πιέσουν  να  το  πράξει. Τα μηνύματα με ημερομηνίες 26.09.2017 μέχρι 10.01.2018 στάλθηκαν κατά την περίοδο που εκκρεμούσε η ποινική υπόθεση εναντίον της. Η παραπονούμενη κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία και του έγινε κάποια παρατήρηση αλλά ο ίδιος δεν έπαυσε να την ενοχλεί, αποστέλλοντάς της περαιτέρω μηνύματα.

 

Με το επίδικο μήνυμά ημερομηνίας 25.02.2018, ο κατηγορούμενος της ζητά να μεταβεί στο κτηματολόγιο για να υπογράψει την αποδοχή της όπως το τεμάχιο χαλίτικης γης, που βρίσκεται μπροστά από το τεμάχιο γης που κατέχει από κοινού με το γιο του κατηγορούμενου, παραχωρηθεί στο κοινό τους τεμάχιο. Της είπε να πάρει το χαρτί στο Κτηματολόγιο διαφορετικά θα υπήρχαν «απώλειες».

 

Αφού έλαβε το εν λόγω μήνυμα, η παραπονούμενη προχώρησε εκ νέου σε καταγγελία στην αστυνομία στις 26.02.2018. Την ίδια μέρα και εφόσον η αστυνομία επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο αναφορικά με την καταγγελία που είχε γίνει, ο κατηγορούμενος της απέστειλε το μήνυμα ημερομηνίας 26.02.2018, με αποτέλεσμα η παραπονούμενη να μεταβεί εκ νέου στην αστυνομία στις 27.02.2018 και να δώσει συμπληρωματική κατάθεση.

 

Η παραπονούμενη ανέφερε ότι κάθε φορά που λάμβανε αυτά τα μηνύματα, φοβόταν και ανησυχούσε ότι ο κατηγορούμενος θα έκανε κακό είτε στην ίδια, είτε στην οικογένειά της είτε στην περιουσία της, εφόσον ο ίδιος γνωρίζει και τον τόπο διαμονής της. Μάλιστα, αφού έλαβε και το μήνυμα ημερομηνίας 26.02.2018 φοβήθηκε ακόμη περισσότερο, αντιλαμβανόμενη ότι η καταγγελία της στην αστυνομία δεν μπορούσε να τον σταματήσει.

 

Η αντεξέταση επικεντρώθηκε στις διαφορές που προέκυψαν μεταξύ τους κατά την ανέγερση της οικοδομής, στο κατά πόσο όφειλε να καταβάλει χρηματικά ποσά προς τον κατηγορούμενου βάσει του συμβολαίου που είχαν συνάψει τότε και στο κατά πόσο η παραπονούμενη όφειλε να συγκατατεθεί στην παραχώρηση του τεμαχίου της χαλίτικης γης στο κοινό τεμάχιο ενώπιον του Κτηματολογίου.

 

Πέραν των πιο πάνω, ρωτήθηκε η παραπονούμενη εάν πριν την αποστολή του πρώτου επίδικου μηνύματος, είχε δεχθεί τηλεφώνημα «από κάποιον Ιορδανό ονόματι Πασάμ», ο οποίος την παρακάλεσε να υπογράψει το σχετικό έντυπο στο Κτηματολόγιο επειδή ενδιαφερόταν να αγοράσει το σπίτι του γιού του κατηγορούμενου. Η παραπονούμενη απάντησε ότι δεν είχε λάβει κάποιο τηλεφώνημα, αλλά ήρθε κάποιο πρόσωπο μπροστά από το σπίτι της και της είπε ότι ενδιαφερόταν να αγοράσει το διπλανό σπίτι. Την ρώτησε κατά πόσο υπήρχαν δικαστικές διαφορές μεταξύ της ίδιας και του κατηγορούμενου και του απάντησε πώς υπήρχαν. Δεν την ζήτησε, όμως, να υπογράψει οποιοδήποτε έντυπο σε σχέση με τη χαλίτικη γη.

 

Αντεξετάστηκε, επίσης, για τη σχέση τους πριν από τον τερματισμό της πληρωμής της επιταγής που είχε εκδοθεί προς όφελός του. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι στην αρχή της γνωριμίας τους και κατά το χρόνο υπογραφής του συμβολαίου για την αγορά του σπιτιού (περί το 2015), διατηρούσαν καλές σχέσεις και μάλιστα, τον επισκέφθηκε και δυο φορές στο σπίτι του ενώ είχαν βγει και σε μια ταβέρνα για φαγητό. Αργότερα, κατά το χρόνο ανέγερσης της κατοικίας άρχισαν τα προβλήματα μεταξύ τους, ο κατηγορούμενος της ζητούσε περισσότερα χρήματα για να διεκπεραιώσει συγκεκριμένες εργασίες και την απειλούσε ότι θα σταματήσει τις εργασίες οικοδομής, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεχόταν πιέσεις να φύγει από το διαμέρισμα που ενοικίαζε ενώ, έπειτα, κλιμακώθηκαν οι εντάσεις στη σχέση τους ενόψει της απόφασης της παραπονούμενης να μην καταβάλει περαιτέρω χρήματα στον κατηγορούμενο, δίδοντας σχετικές οδηγίες για τη μη πληρωμή της επιταγής που είχε εκδώσει στο όνομά του, της προώθησης δικαστικών διαδικασιών εναντίον της από τον κατηγορούμενο και του ζητήματος που αφορά την υπογραφή του εγγράφου για την παραχώρηση της χαλίτικης γης στο τεμάχιο.

 

Κατηγορούμενος

 

Ο κατηγορούμενος, με τη σειρά του, περιέγραψε το ιστορικό της γνωριμίας του με την παραπονούμενη, τη σύναψη του συμβολαίου για την πώληση του σπιτιού και τη δική του εκδοχή ως προς τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν σταδιακά στη συνεργασίας τους και τα οποία οδήγησαν στην προώθηση δικαστικών διαδικασιών, τόσο ποινικής όσο και αστικής φύσεως. Εξήγησε τη σημασία που θα είχε η υπογραφή από την παραπονούμενη του σχετικού εντύπου στο Κτηματολόγιο για την αποδοχή της παραχώρησης της χαλίτικης γης στο τεμάχιο που κατέχεται από κοινού στην ίδια και το γιο του κατηγορούμενου.

 

Τα ζητήματα αυτά τον ώθησαν να υψώσει κάποιες φορές τον τόνο της φωνής του προς την παραπονούμενη και να της μιλήσει έντονα, αλλά σε «κόσμια επίπεδα» ως ανέφερε καθώς, επίσης, και να της αποστείλει κάποια ηλεκτρονικά μηνύματα. Αναγνώρισε ότι με τα λόγια του κάποιες φορές «ξέφευγε» από τα όρια αλλά τόνισε ότι δεν σκόπευε να κάνει κακό σε κανένα.  Αυτό, υποστήριξε, επιμαρτυρεί και ο πρότερος βίος του αλλά και το λευκό του ποινικό μητρώο. Ανέφερε, περαιτέρω, ότι η παραπονούμενη είχε καταγγείλει τον κατηγορούμενο αρκετές φορές στην αστυνομία αλλά ότι ποτέ δεν κατηγορήθηκε ο κατηγορούμενος για οτιδήποτε.

 

Αντεξεταζόμενος ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι απέστειλε στην παραπονούμενη το μήνυμα ημερομηνίας 10.01.2018, με το οποίο της ανέφερε ότι «κουμάντο» «στη στενή» κάνει η «[·]» και ότι εάν χρειαζόταν κάτι θα το διευθετούσε ο ίδιος, κατά το χρόνο που εκκρεμούσε ακόμη η ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον της για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Ερωτώμενος σχετικά, ανέφερε στο Δικαστήριο ότι επειδή γνωρίζει στην πραγματικότητα την κα. [·], η οποία είναι σήμερα κατάδικος στις φυλακές, με το συγκεκριμένο μήνυμα δεν απειλούσε την παραπονούμενη αλλά ήθελε ειλικρινά να εκφράσει στην παραπονούμενη την πρόθεσή του να τη βοηθήσει εάν καταδικαζόταν σε φυλάκιση, επικοινωνώντας με την κα. [·] ώστε να μεσολαβήσει και να τη βοηθήσει σε περίπτωση που χρειαζόταν κάτι.

 

Αναφορικά με το πρώτο επίδικο μήνυμα ημερομηνίας 25.02.2018, παραδέκτηκε ότι το απέστειλε και εξήγησε ότι αυτό στάλθηκε την ίδια ημέρα που επισκέφθηκε την παραπονούμενη κάποιο πρόσωπο το οποίο ενδιαφερόταν να αγοράσει το σπίτι του γιου του. Το πρόσωπο αυτό, ο «κ. Πασάμ», επιθυμούσε να αγοράσει το σπίτι με την προϋπόθεση ότι θα διευθετούνταν όλες οι εκκρεμότητες που σχετίζονται με τον τίτλο ιδιοκτησίας του σπιτιού. Όταν επισκέφθηκε την παραπονούμενη, η ίδια δεν του έδωσε σημασία και του ανέφερε ότι δεν επρόκειτο να υπογράψει οτιδήποτε. Έτσι ο κ. Πασάμ ενημέρωσε τον κατηγορούμενο ότι δεν ενδιαφερόταν να αγοράσει το σπίτι. Ο κατηγορούμενος απέστειλε το επίδικο μήνυμα για να πιέσει την παραπονούμενη να συγκατατεθεί στην αποδοχή της παραχώρησης του τεμαχίου και όχι για να την απειλήσει, ως ισχυρίστηκε. Εξήγησε ότι όταν αναφέρθηκε σε «απώλειες» στο επίδικο μήνυμα, εννοούσε στην απώλεια του κ. Πασάμ ως ενδεχόμενου αγοραστή του σπιτιού του γιου του. Αντεξεταζόμενος διευκρίνισε ότι εάν το πήρε στραβά η παραπονούμενη και θεώρησε λανθασμένα ότι επρόκειτο να τη βλάψει με οποιοδήποτε τρόπο, τότε απολογείται.

 

Αναφορικά με το δεύτερο επίδικο μήνυμα ημερομηνίας 26.02.2018, ο κατηγορούμενος αποδέχτηκε ότι το απέστειλε μόλις επικοινώνησε μαζί του η αστυνομία σε σχέση με την καταγγελία που έκανε η παραπονούμενη εναντίον του. Ο ίδιος είχε πάθει πλέον «ανοσία με τις καταγγελίες», ως χαρακτηριστικά είπε, αλλά, κατά την αντεξέτασή του επέμεινε ότι «την αστυνομία τη φοβάται και τη σέβεται». Διευκρίνισε ότι η φράση που χρησιμοποίησε, ήτοι «τα έκανα πάνω μου … μην σου δειχτώ και τότε θα τα κάνεις εσύ πάνω σου», αμέσως μόλις ενημερώθηκε για την επίδικη καταγγελία εναντίον του, δεν αποσκοπούσε στον εκφοβισμό της παραπονούμενης. Εξήγησε ότι πρόκειται για φράση που χρησιμοποιείται καθημερινά από πολύ κόσμο, μεταξύ φίλων και δεν είναι αρνητικά φορτισμένη. Κατά την αντεξέτασή του, διερωτήθηκε, μάλιστα, πώς μπορεί αυτή η έκφραση να αποτελεί ποινικό αδίκημα εφόσον αναφέρεται καθημερινά και με ελαφρότητα σε καθημερινές συζητήσεις μεταξύ φίλων και γνωστών. Εάν λάμβανε ο ίδιος τέτοιο μήνυμα, θα το έβρισκε αστείο και θα έπαιρνε το πρόσωπο που του το απέστειλε τηλέφωνο να γελάσουν μαζί, ως είπε.

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρηματολογώντας και προβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Έχω ακούσει με προσοχή τα όσα έχουν αναφέρει και τα έχω λάβει υπόψη μου. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.

 

Αξιολόγηση

 

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη (Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563), με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε (Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614). Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του.  Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία (Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016). Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας.

 

Η Μ.Κ.1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Η μαρτυρίας της ήταν τυπικής φύσεως και περιορίστηκε στο να περιγράψει τις ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και να καταθέσει διάφορα έγγραφα που είχε στην κατοχή της και τα οποία σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση. Η αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε από τη σύντομη αντεξέταση που έλαβε χώρα και δεν εντοπίζω κανένα λόγο για να μην αποδεχτώ τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη. Ότι ενδιαφέρει, εν προκειμένω, είναι ότι η μάρτυρας κατέθεσε εκτύπωση από την οθόνη του κινητού της παραπονούμενης όπου παρουσιάζονται τα επίδικα μηνύματα που στάλθηκαν από τον αριθμό τηλεφώνου του κατηγορούμενου καθώς και έντυπο που συμπληρώθηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και περιλαμβάνει τον αριθμό τηλεφώνου του. Ο κατηγορούμενος δεν αμφισβήτησε την αυθεντικότητα των πιο πάνω εγγράφων και παραδέχτηκε ότι όντως έστειλε τα επίδικα μηνύματα από το κινητό του τηλέφωνο στο κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης.  

 

Αποκόμισα πολύ θετική εντύπωση από τη Μ.Κ.2. Κατέθεσε με απλότητα, αμεσότητα και πειστικό τρόπο στο Δικαστήριο ενώ τα όσα ανέφερε είχαν λογική συνοχή. Δεν εντοπίζονται οποιεσδήποτε αντιφάσεις, υπεκφυγές ή υπερβολές στη μαρτυρία της.

 

Δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης η θέση της ότι, από κάποιο σημείο και έπειτα, προέκυψαν διαφορές μεταξύ του κατηγορούμενου και της παραπονούμενης που σχετίζονται με τη μη καταβολή από μέρους της χρηματικών ποσών βάσει του συμβολαίου για την αγορά της οικείας ενόψει ισχυριζόμενων καθυστερήσεων και κακοτεχνιών που εντοπίστηκαν στην ανέγερση της κατοικίας. Περαιτέρω, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κίνησε δικαστικές διαδικασίες για τη ποινική δίωξη της κατηγορούμενης για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής καθώς και ότι ο κατηγορούμενος πίεζε την κατηγούμενη να δώσει τη συγκατάθεσή της προς το Κτηματολόγιο ώστε να παραχωρηθεί στο κοινό τεμάχιο γης χαλίτικη γη που βρίσκεται μπροστά από τις οικείες της ίδιας και του γιου του. Με τη μαρτυρία του ο κατηγορούμενος υποστηρίζει τα πιο πάνω, πλην όμως παραθέτει την δική του εκδοχή ως προς τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ τους.  

 

Νοείται ότι στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο δεν καλείται, ούτε έχει δικαιοδοσία, να επιλύσει τις όποιες αστικές διαφορές εκκρεμούν μεταξύ της παραπονούμενης και του κατηγορούμενου. Δεν θα αποφανθεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης εάν η παραπονούμενη οφείλει να καταβάλει κάποιο χρηματικό ποσό προς τον κατηγορούμενο ή να μεταβεί στο Κτηματολόγιο για να υπογράψει το σχετικό έντυπο αποδοχής της παραχώρησης της χαλίτικης γης στο τεμάχιο που κατέχουν.

 

Ότι ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ο κατηγορούμενος απέστειλε τα ηλεκτρονικά μηνύματα που περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 5 προς την κατηγορούμενη με σκοπό να της ασκήσει πίεση για να προβεί στην υπογραφή του συγκεκριμένου εντύπου στο Κτηματολόγιο καθώς και ότι οι σχέσεις μεταξύ τους εκείνη την περίοδο ήταν τεταμένες.  

 

Περαιτέρω, έχω πεισθεί από τη θέση της παραπονούμενης ότι όταν λάμβανε τα συγκεκριμένα μηνύματα ένιωθε φόβο και ανησυχία για την ασφάλεια της ίδιας, της οικογένειάς της καθώς και για την περιουσία της. Είναι για αυτό το λόγο που αποτάθηκε στην αστυνομία κατ’ επανάληψη. Μετά την καταγγελία που έκανε στην αστυνομία στις 26.02.2018, την ίδια μέρα, η παραπονούμενη έλαβε νέο ηλεκτρονικό μήνυμα από τον κατηγορούμενο με το περιεχόμενο που αναφέρεται πιο πάνω. Φοβήθηκε ακόμη περισσότερο αφού διαφάνηκε ότι η καταγγελία στην αστυνομία δεν θα εμπόδιζε τον κατηγορούμενο να αποστείλει νέα μηνύματα ή ενδεχομένως να προβεί και σε άλλες ενέργειες εναντίον της. Τα όσα προηγήθηκαν της αποστολής των επίδικων μηνυμάτων καθώς και η διατύπωση των ίδιων των μηνυμάτων συνηγορούν προς την αποδοχή της θέσης της παραπονούμενης, ότι σκοπός τους ήταν ο εκφοβισμός της. 

 

Αποδέχομαι και τη θέση της παραπονούμενης ότι, σε απροσδιόριστο χρόνο, λίγο πριν την αποστολή των επίδικων μηνυμάτων την προσέγγισε κάποιο άτομο έξω από το σπίτι της και της ανέφερε ότι ενδιαφερόταν να αγοράσει το διπλανό σπίτι που ανήκει στο γιο του κατηγορούμενου, ρωτώντας την εάν εκκρεμούσαν δικαστικές διαδικασίες μεταξύ τους. Η παραπονούμενη δεν συζήτησε, ούτε ρωτήθηκε, για το ζήτημα της συγκατάθεσής της για την παραχώρηση της χαλίτικης γης στο κοινό τεμάχιο από το πρόσωπο αυτό. 

 

Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν κατάφερε να κλονίσει την αξιοπιστία της παραπονούμενης. Έχω πεισθεί για την αλήθεια των όσων κατέθεσε και αποδέχομαι τη μαρτυρία της στο σύνολό της.

 

Ο κατηγορούμενος δεν άφησε θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Ήταν εμφανές ότι, σε μια προσπάθειά να αποφύγει την ποινική του ευθύνη, επιχείρησε να προσδώσει στα μηνύματα που απέστειλε στην παραπονούμενη ένα ανάλαφρο χαρακτήρα και ύφος, ωσάν να επρόκειτο για ένα αστείο ή μια συνηθισμένη συζήτησε μεταξύ φίλων, η οποία παρεξηγήθηκε. Το ίδιο το περιεχόμενο των επίδικων μηνυμάτων, η όξυνση της σχέσης του κατηγορούμενου με την παραπονούμενη κατά το χρόνο αποστολής τους, το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν απαντούσε στα εν λόγω μηνύματα και προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία σε σχέση με τα προηγούμενα μηνύματα που είχαν σταλεί (τα οποία ήταν, μάλιστα, αισχρού χαρακτήρα) και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε κίνητρο να εκφοβίσει την παραπονούμενη ώστε να συγκατατεθεί στην παραχώρησης της χαλίτικης γης ενώπιον του Κτηματολογίου, δεν επιτρέπουν τέτοια ευφάνταστη ερμηνεία των επίδικων μηνυμάτων. Πρόκειται για μια εκδοχή εντελώς αποσυναρτημένη τόσο από το υπόβαθρο των γεγονότων που οδήγησαν στην αποστολή των μηνυμάτων αυτών όσο και από την ίδια τη διατύπωσή τους.

 

Παρεμβάλλεται ότι ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η παραπονούμενη κατήγγειλε το περιστατικό τον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού όπου εργάζεται, ως αξιωματικός, κάποιο συγγενής της και ότι είναι εκείνος που προώθησε την καταγγελία εναντίον του. Εφόσον, δεν επιθυμούσε να παραθέσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχεία, ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε παντελώς ατεκμηρίωτος και δεν μπορεί να δοθεί σε αυτόν οποιαδήποτε βαρύτητα. Το ίσιο ισχύει και σε σχέση με τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι η παραπονούμενη του έστειλε και εκείνη μηνύματα απειλητικού περιεχομένου στο παρελθόν. Όταν του ζητήθηκε να παραθέσει περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς το περιεχόμενο των εν λόγω μηνυμάτων, ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε να το πράξει. 

 

Ο κατηγορούμενος, μέσω της μαρτυρίας του, επιχείρησε να παραπλανήσει το Δικαστήριο με μοναδικό σκοπό να αποφύγει την ποινική του ευθύνη. Δεν υπήρξε καθόλου πειστικός στις εξηγήσεις που έδωσε ως προς το περιεχόμενο των επίδικων μηνυμάτων. Συνακόλουθα, η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται ως αναξιόπιστη. 

 

Ευρήματα

 

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Περί το 2015, η παραπονούμενη συμφώνησε όπως αγοράσει από τον κατηγορούμενο ένα υπό ανέγερση σπίτι, το οποίο βρίσκεται το ίδιο τεμάχιο με το σπίτι του γιου του κατηγορούμενου. Στην αρχή, ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Προέκυψαν, όμως, διαφορές μεταξύ τους λόγω καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση του έργου και κάποιων κακοτεχνιών που εντοπίστηκαν στην οικεία. Στο πλαίσιο της συμφωνίας τους, η παραπονούμενη είχε καταβάλει αρκετά χρήματα στον κατηγορούμενο και είχε μεταξύ άλλων εκδώσει και επιταγή προς όφελός του. Όταν ο κατηγορούμενος παρουσίασε την επιταγή στην τράπεζα προς πληρωμή, αυτή δεν πληρώθηκε. Ο κατηγορούμενος κίνησε ιδιωτική ποινική διαδικασία εναντίον της σε σχέση με την ακάλυπτη επιταγή, στην οποία καταδικάστηκε, ενώ εκκρεμεί και αστική δικαστική διαδικασία μεταξύ των δύο προς εκδίκαση. Περαιτέρω, περί το Μάιο του 2017, ο κατηγορούμενος της ζήτησε όπως μεταβεί στο Κτηματολόγιο για να δώσει τη συγκατάθεσή της όπως παραχωρηθεί μέρος δημόσιου δρόμου (χαλίτικης γης) στο κοινό τους τεμάχιο. Λόγω του ότι η παραπονούμενη δεν επιθυμούσε να προβεί στο εν λόγω διάβημα, ο κατηγορούμενος (και ο γιος του) την έπαιρναν συχνά τηλέφωνο και ο κατηγορούμενος της απέστειλε και κάποια μηνύματα, τα οποία παρατίθενται πιο πάνω, για  να  την πιέσει  να  το  πράξει. Τα μηνύματα με ημερομηνίες 26.09.2017 μέχρι 10.01.2018 στάλθηκαν κατά την περίοδο που εκκρεμούσε η ποινική υπόθεση εναντίον της παραπονούμενης. Η παραπονούμενη κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία και έγινε επίπληξη στον κατηγορούμενο αλλά ο ίδιος δεν έπαυσε να την ενοχλεί, αποστέλλοντάς της περαιτέρω μηνύματα.

 

Στις 25.02.2018, ο κατηγορούμενος απέστειλε μέσω του κινητού του τηλεφώνου στην παραπονούμενη το εξής μήνυμα:

 

«Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΟΡΙΑ. ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΠΑΡΕ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟΛΙΕΣ (sic)».

 

Την επόμενη μέρα, η παραπονούμενη προχώρησε σε νέα καταγγελία στην αστυνομία εναντίον του κατηγορούμενου. Αργότερα την ίδια μέρα, ενημερώθηκε τηλεφωνικώς ο κατηγορούμενος από την αστυνομία για την ύπαρξη της καταγγελίας εναντίον του και κλήθηκε να μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό για να δώσει κατάθεση. Λόγω του ότι βρισκόταν σε άλλη πόλη δεν μετέβη στο σταθμό εκείνη τη μέρα. Απέστειλε, όμως, στην παραπονούμενη το εξής μήνυμα ημερομηνίας 26.02.2018: 

 

«ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΡΑ ΤΑ ΕΚΑΝΑ ΠΑΝΟ ΜΟΥ. ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΟΥ ΔΗΚΤΩ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΕΣΥ ΠΑΝΟ ΣΟΥ (sic).»

 

Όταν έλαβε το μήνυμα ημερομηνίας 25.02.2018, η παραπονούμενη φοβήθηκε και ανησύχησε  ότι ο κατηγορούμενος θα έκανε κακό είτε στην ίδια, είτε στην οικογένειά της είτε στην περιουσία της. Αφού έλαβε και το μήνυμα ημερομηνίας 26.02.2018 φοβήθηκε ακόμη περισσότερο, αντιλαμβανόμενη ότι η καταγγελία της στην αστυνομία δεν μπορούσε να τον σταματήσει.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται (βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).

 

Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος εδράζονται στο άρθρο 149(6)(α) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004 (112(I)/2004), το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«Πρόσωπο το οποίο αποστέλλει δια δημόσιου δικτύου επικοινωνιών, μήνυμα ή οτιδήποτε άλλο, το οποίο είναι κατάφωρα προσβλητικό ή/και άσεμνου ή αισχρού ή απειλητικού χαρακτήρα […] είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700).»

 

Ιδιαίτερα διαφωτιστική ως προς τα συστατικά στοιχεία του συγκεκριμένου αδικήματος είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Παναγιώτου Νικόλας ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 396. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρθηκε ότι η δημιουργία του συγκεκριμένου αδικήματος αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της κατάχρησης του δημόσιου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών με αποστολή  ηλεκτρονικών μηνυμάτων τα οποία συναρτώνται προς βασικά κοινωνικά αποδεκτά επίπεδα.

 

Η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του αδικήματος αποδεικνύεται με την αποστολή και μόνο ενός μηνύματος και είναι αδιάφορο αν το μήνυμα ουδέποτε παραλήφθηκε π.χ. επειδή διαγράφηκε προτού ο παραλήπτης το διαβάσει ή το ακούσει. Ούτε η αντικειμενική υπόσταση σχετίζεται με το κατά πόσο ο παραλήπτης εξέλαβε ή όχι το μήνυμα ως απειλητικού χαρακτήρα. Το κατά πόσον το περιεχόμενο ενός μηνύματος είναι «απειλητικού χαρακτήρα» αποφασίζεται από το Δικαστήριο με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Ως προς την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος (mens rea) θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο αποστολέας είχε πρόθεση όπως το μήνυμα του εκληφθεί ως «κατάφωρα προσβλητικό ή/και άσεμνου ή αισχρού ή απειλητικού χαρακτήρα» από τον παραλήπτη ή τουλάχιστον ότι ήταν εις γνώση του ότι θα εκλαμβάνετο ως τέτοιο. Δεν έχει σημασία εάν ο κατηγορούμενο δεν είχε, στην πραγματικότητα, σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή άλλη παράνομη πράξη που περιέχεται στο μήνυμα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, έχω ικανοποιηθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι πληρούνται τα συστατικά στοιχεία του υπό κρίση αδικήματος:

 

Τα επίδικα μηνύματα έχουν αποσταλεί από τον κατηγορούμενο, μέσω του κινητού του τηλεφώνου, προς την παραπονούμενη. Πρόκειται, επίσης, για μηνύματα που σαφώς έχουν χαρακτήρα απειλητικό. Το ίδιο το περιεχόμενο των μηνυμάτων, ήτοι η αναφορά ότι εάν η παραπονούμενη δεν ικανοποιήσει του αίτημά του, τότε θα «έχουμε απώλειες» και ότι εάν της «δειχτεί» τότε θα τα κάνει εκείνη πάνω της, δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού του παραλήπτη.

 

Περαιτέρω, οι περιστάσεις υπό τις οποίες στάλθηκαν τα επίδικα μηνύματα οδηγούν στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση όπως αυτά εκληφθούν ως απειλητικά και γνώριζε ότι θα εκλαμβάνονταν ως τέτοια από την παραπονούμενη. Η εχθρική σχέση του κατηγορούμενου και της παραπονούμενης κατά το χρόνο αποστολής των μηνυμάτων (ως επιμαρτυρείται, μεταξύ άλλων, και από την προώθηση ποινικών και αστικών δικαστικών διαδικασιών μεταξύ τους αλλά ειδικότερα και από τα προηγούμενα μηνύματα που απέστειλε σε εκείνη ο κατηγορούμενος), το ύφος των επίδικων μηνυμάτων, τα συμφραζόμενα από το περιεχόμενό τους, το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν απαντούσε σε αυτά, το ότι προχώρησε στο παρελθόν σε καταγγελίες στην αστυνομία για προηγούμενα μηνύματα παρόμοιας φύσεως που απέστειλε ο κατηγορούμενος στην ίδια και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε κίνητρο να εκφοβίσει την παραπονούμενη ώστε να προβεί σε συγκεκριμένο διάβημα στο Κτηματολόγιο, δεν επιτρέπουν άλλη κατάληξη του Δικαστηρίου.

 

Ως ήταν αναμενόμενο, όταν έλαβε τα επίδικα μηνύματα η παραπονούμενη φοβήθηκε και ανησύχησε  ότι ο κατηγορούμενος θα έκανε κακό είτε στην ίδια, είτε στην οικογένειά της, είτε στην περιουσία της.

 

Συνακόλουθα, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. 

 

[Υπ.] …………………………

Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο