ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 3013/22

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

A.N.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 16 Μαΐου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Αναστασίου

Για Κατηγορούμενο: κα. Α. Ιωάννου 

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής από κατοικία, κατά παράβαση των άρθρων 266(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο δύο μάρτυρες, την κα. X.M.παραπονούμενη» - Μ.Κ.1) και τον Αστυφύλακα αρ. 2180, κ. Θεοδόση Θεοδοσίου (Μ.Κ.2), ενώ από την πλευρά της Υπεράσπισης, κατέθεσε ενόρκως ο κατηγορούμενος.

 

Μ.Κ.1

 

Η παραπονούμενη υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής της το περιεχόμενο κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία στις 02/02/22 (Τεκμήριο 1). Ανέφερε ότι από το Δεκέμβριο του 2020 μέχρι τον Ιανουάριο του 2021, ο κατηγορούμενος διέμενε σε ένα χώρο πίσω από την οικεία της, στα «βοηθητικά» δωμάτια του σπιτιού. Από τότε που έφυγε, ο κατηγορούμενος επισκεπτόταν κατά καιρούς την παραπονούμενη και έπιναν καφέ, του έδινε λίγα χρήματα όταν χρειαζόταν και κάποιες φορές τη βοηθούσε με τα ψώνια της από το μπακάλικο. Στις 17/01/22, το πρωί, ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε την παραπονούμενη και η ίδια του ζήτησε να της φέρει ένα γκάζι από το γειτονικό μπακάλικο. Η παραπονούμενη πήγε στο υπνοδωμάτιο της για να πάρει χρήματα για να του δώσει και όταν επέστρεψε, είδε τον κατηγορούμενο να στέκεται στο δωμάτιο που βρίσκεται δίπλα από το σαλόνι, το οποίο χρησιμοποιείται ως αποθήκη, να ανακατεύει με τα χέρια του το πρώτο συρτάρι της συρταριέρας και να τοποθετεί κάτι στην τσέπη του. Όταν τον ρώτησε τι έκανε, ο ίδιος δεν της απάντησε. Έπειτα ο κατηγορούμενος πήγε για να αγοράσει το γκάζι με τα χρήματα που του έδωσε η παραπονούμενη και της το έφερε στο σπίτι.  Ακολούθως, η παραπονούμενη κοίταξε στο συρτάρι και διαπίστωσε ότι έλειπαν διάφορα κοσμήματα, το οποία ήταν τοποθετημένα σε ένα άσπρο σκούφο εντός του συρταριού. Συγκεκριμένα, έλειπαν δυο χρυσές βέρες αξίας Ευρώ 150, μια χρυσή λίρα Αγγλίας άγνωστης αξίας, μια χρυσή δαντελωτή Παναγία του λαιμού αξίας Ευρώ 100, μια χρυσή καδένα με σταυρό αξίας Ευρώ 200 και ένα χρυσό δακτυλίδι με στρογγυλή πέτρα αξίας Ευρώ 150. Η παραπονούμενη έβλεπε καθημερινά τα εν λόγω κοσμήματα αφού στο ίδιο συρτάρι τοποθετεί και χρήματα για τις καθημερινές της ανάγκες και γνώριζε ότι προηγουμένως τα κοσμήματα βρίσκονταν εκεί. Η παραπονούμενη δεν κατήγγειλε τον κατηγορούμενο στην αστυνομία γιατί τον λυπήθηκε αλλά τον έπαιρνε τηλέφωνο για του ζητήσει να τις επιστρέψει τα χρυσαφικά. Ο ίδιος την ρωτούσε πόσα αξίζουν τα χρυσαφικά και τί λείεπε από το συρτάρι. Στις 02/02/2022 την επισκέφθηκε και πάλι ο κατηγορούμενος και όταν κάθισαν έξω, η παραπονούμενη τον ρώτησε που είναι τα κοσμήματα της. Ο κατηγορούμενος γέλασε και της είπε ότι τα πήρε στο «χρυσοχόο για να τα γυαλίσει». Έπειτα της είπε ότι τα είχε στο καπό του αυτοκινήτου του και ότι θα της τα έδινε αλλά ο κατηγορούμενος μπήκε τελικά στο αυτοκίνητό του και έφυγε.

 

Κατά την αντεξέτασή της, η παραπονούμενη ανέφερε ότι γνώριζε την αξία των κοσμημάτων αφού είχε ζητήσει από χρυσοχόο να τις τα εκτιμήσει στο παρελθόν.

 

Επίσης, κατέθεσε ότι μόλις είδε τον κατηγορούμενο να βάζει κάτι στην τσέπη του, ο ίδιος έτρεμε. Τον ρώτησε «Τι κάνεις; Εν θα κάτσεις να πιούμε καφέ;», ως της είχε ζητήσει προηγουμένως, και ο κατηγορούμενος απάντησε «Εν να φύω και ερίασα». Δεν του ζήτησε εκείνη τη στιγμή να της δείξει τί έβαλε στην τσέπη του γιατί φοβήθηκε την αντίδρασή του λόγω του ότι εκείνος είναι 52 ετών ενώ εκείνη 92 και θα μπορούσε να την κτυπήσει εάν το ήθελε.

 

Όταν επισκέφθηκε το σπίτι της στις 02/02/22, η παραπονούμενη του είπε «δώσ’ μου τα, αφού σε είδα ότι τα έπιασες και εσκόρπισες τα ρούχα μου» και της απάντησε ότι «τώρα και έχω τα μέσα στο αυτοκίνητο να σου τα φέρω». Όταν τον ακολούθησε στο αυτοκίνητο, ο κατηγορούμενος γελούσε και ξεκίνησε το αυτοκίνητο για να φύγει. Η παραπονούμενη προσπάθησε να ανοίξει το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου για να δει εάν τα κοσμήματα ήταν εκεί αλλά ο κατηγορούμενος την κτύπησε πάνω στο χέρι με μια μπουκάλα. Καθώς εκκίνησε το όχημα, η παραπονούμενη κτύπησε το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου δύο φορές με τη σκούπα που κρατούσε.

 

Ερωτηθείσα σχετικά, απάντησε ότι την επισκέπτονται και κάποια άλλα άτομα στο σπίτι και πίνουν καφέ μαζί. Ανέφερε, αρχικά, ότι ανεξαρτήτως εποχής, τα πρόσωπα αυτά δεν εισέρχονταν μέσα στο σπίτι και πίνουν καφέ «στην αυλή» ή τη «βεράντα» αλλά σε άλλο σημείο ανέφερε ότι κάποιες φορές κάθονταν στο σαλόνι, αλλά δεν εισέρχονταν στην αποθήκη, στην οποία υπάρχουν διάφορα έπιπλα.

 

Μ.Κ.2

 

Ο Μ.Κ.2 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του κατάθεσή ημερομηνίας 04/03/22 (Τεκμήριο 2), στην οποία επαναλαμβάνει ουσιαστικά τα όσα του ανέφερε η Μ.Κ.1. Επίσης, κατέθεσε στο Δικαστήριο την ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο στις 02/03/22 (Τεκμήριο 3).

 

Κατηγορούμενος

 

Ο κατηγορούμενος υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3. Εκεί περιγράφει ότι χώρισε πριν από αρκετά χρόνια με τη σύζυγό του και έχει τρία παιδιά. Ήταν και παραμένει άστεγος για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και κοιμάται στο αυτοκίνητό του. Κατά καιρούς διέμενε στα «βοηθητικά» δωμάτια της οικείας της παραπονούμενης αλλά λόγω κάποιων προβλημάτων που προέκυψαν μεταξύ τους, η παραπονούμενη του ζήτησε να φύγει. Κατά τον Νοέμβριο του 2021, η παραπονούμενη τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο, του είπε ότι ο ίδιος χάθηκε και του ζήτησε να την επισκέπτεται στην οικεία της για να την βοηθά με κάποιες δουλειές. Έτσι, την επισκέφθηκε 4-5 φορές εκείνη την περίοδο, έτυχε να της πάρει γκάζια στο παρελθόν, της πρόσφερε οποιαδήποτε βοήθεια χρειαζόταν και γενικά έκαναν λίγη παρέα και έφευγε. Κατά τον Γενάρη του 2022, επισκέφθηκε την παραπονούμενη και του έδωσε Ευρώ 50 για να της αγοράσει γκάζι. Πήγε στο μπακάλικο, αγόρασε το γκάζι και της το επέστρεψε. Εκείνη την ημέρα, ουδέποτε μπήκε στο δωμάτιο που βρίσκεται δίπλα από το σαλόνι, παρά μόνο μπήκε στο σαλόνι και μπορεί να μπήκε και λίγο στην κουζίνα. Μετά από αυτό, η παραπονούμενη του τηλεφώνησε και του είπε να της επιστρέψει τα χρυσαφικά της και ο ίδιος της είπε εάν νομίζει ότι τα έκλεψε ο ίδιος τότε να ειδοποιήσει την αστυνομία. Αναφέρει ότι σε καμία περίπτωση δεν έκλεψε οτιδήποτε από το σπίτι της παραπονούμενης. Γνώριζε ότι η παραπονούμενη φύλαγε διάφορα κοσμήματα στο σπίτι της αφού η ίδια του τα έδειξε δύο χρόνια προηγουμένως αλλά δεν γνώριζε σε ποιο σημείο του σπιτιού τα είχε φυλαγμένα. Κατά τις αρχές του Φλεβάρη του 2022, ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε και πάλι την παραπονούμενη και η ίδια άρχισε να τον ρωτά που είναι τα χρυσαφικά της. Ο ίδιος, επειδή νόμιζε ότι η παραπονούμενη αστειευόταν, της είπε ότι τα πήρε στο χρυσοχόο για να τα γυαλίσει και σηκώθηκε για να φύγει. Η παραπονούμενη τον ακολούθησε στο αυτοκίνητό του επειδή νόμιζε ότι τα χρυσαφικά βρίσκονταν εκεί. Όμως, ο κατηγορούμενος έφυγε με το αυτοκίνητο και έκτοτε δεν είχε καμία επαφή με την παραπονούμενη.

 

Αντεξεταζόμενος ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι γνώριζε ότι η παραπονούμενη είχε χρυσαφικά στο σπίτι της. Μάλιστα ανέφερε ότι στο παρελθόν όταν η παραπονούμενη είχε κτυπήσει το πόδι της και αναγκάστηκε να διαμένει κάπου αλλού, του είχε δώσει το κλειδί του σπιτιού ώστε ο κατηγορούμενος να φροντίζει το σπίτι. Τότε της είχε πει να πάρει τα χρυσαφικά της στον αδελφότεκνό της ώστε να μην έχει ο ίδιος την έννοια. Δεν ήταν σίγουρος ο κατηγορούμενος εάν στις 17.01.22 του ζητήθηκε να πάρει στην κατηγορούμενη ένα ή δύο γκάζια. Πάντως θυμόταν ότι όταν επέστρεψε από τον μπακάλικο, η παραπονούμενη του ζήτησε να τα τοποθετήσει στο δωμάτιο εκείνο που κατ’ ισχυρισμό βρίσκονταν τα χρυσαφικά. Η παραπονούμενη άνοιξε την πόρτα, ο κατηγορούμενος έβαλε τα γκάζια εκεί και έφυγαν. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι αργότερα η παραπονούμενη τον έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο για να του ζητήσει να της επιστρέψει τα χρυσαφικά. Στο πρώτο τηλεφώνημα της είπε εάν νομίζει ότι της έκλεψε τα χρυσαφικά της τότε να πάρει αστυνομία. Όταν όμως συνέχιζε να του τηλεφωνά, σε κάποια στιγμή της είπε ότι πήρε τα χρυσαφικά σε χρυσοχόο για να τα γυαλίσει. Την περίπαιξε όπως τον περίπαιζε και εκείνη, είπε. Στις 02/02/22 επισκέφθηκε ξανά την παραπονούμενη, η οποία του ζητούσε να της επιστρέψει τα χρυσαφικά. Σκοπός του ήταν να τη βοηθήσει αλλά η παραπονούμενη τον ρωτούσε εάν τα πήρε στον χρυσοχόο για να τα λιώσει και εκείνος κάποια στιγμή της είπε ότι όντως τα πήρε στον χρυσοχόο «για να πάει με το μέρος της και να κάμει χάζι». Λόγω της επιμονής της παραπονούμενης και επειδή ο κατηγορούμενος «δεν έβρισκε άκρη» της είπε ότι τα είχε στο αυτοκίνητό του, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να φύγει. Η παραπονούμενη τον ακολούθησε στο αυτοκίνητό του, κρατώντας μια σκούπα και δεν τον άφηνε να φύγει μέχρι να της επιστρέψει τα χρυσαφικά. Κάποια στιγμή, κατάφερε με κάποιο τρόπο να διαφύγει, εκκινώντας το αυτοκίνητό του και καθώς έφευγε η παραπονούμενη κτύπησε στο αυτοκίνητο με τη σκούπα. Επέμεινε ο κατηγορούμενος ότι κατηγορείται ψευδώς και ότι ουδέποτε έκλεψε τα χρυσαφικά από το συρτάρι. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι επισκέπτονταν την παραπονούμενη στην οικεία της και άλλα πρόσωπα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μπορεί να τα έχει κλέψει κάποιος άλλος: η φίλη της η Νίκη, η κουμέρα και ο κουμπάρος της και τα δύο αδέλφια της ενώ δεν γνωρίζει εάν η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και μπήκε και κανένας άλλος επισκέπτης μέσα στην οικεία της.

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρηματολογώντας και προβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Έχω ακούσει με προσοχή τα όσα έχουν αναφέρει και τα έχω λάβει υπόψη μου. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη (Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563), με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε (Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614). Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του.  Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία (Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016). Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο (Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266). Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422).

 

Η μαρτυρία του Μ.Κ.2 ήταν τυπικής φύσεως. Ο αστυφύλακας περιέγραψε τις ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε και γίνεται αποδεκτή. 

 

Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίζεται ουσιαστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης (Μ.Κ.1). Λόγω του ότι αυτή αποτελεί την μόνη ενοχοποιητική μαρτυρία που παρουσιάστηκε εναντίον του κατηγορούμενου, το Δικαστήριο την προσεγγίζει με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά όχι προκατάληψη, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου βασιζόμενο στη μαρτυρία ενός μόνο προσώπου. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, παρατήρησα τον τρόπο που η παραπονούμενη κατέθεσε στο Δικαστήριο, εξέτασα το περιεχόμενο της μαρτυρίας της και την αντιπαρέβαλα με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου.

 

Η παραπονούμενη έκανε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Παρά το ότι πρόκειται για άτομο πολύ μεγάλης ηλικίας (92 ετών), το οποίο αντιμετώπιζε και προβλήματα ακοής, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται πάντοτε τις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν (και να χρειάζεται να της επαναληφθούν), εντούτοις κατέθεσε με την απαραίτητη διαύγεια στο Δικαστήριο ενώ ο τρόπος που απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν ήταν, αναμφίβολα, άμεσος και αυθόρμητος. Κατάφερε να είναι συνεπής στις ουσιώδεις θέσεις της και δεν έχω διακρίνει καμία προσπάθεια υπεκφυγής, υπερβολής ή ουσιώδη αντίφαση στα όσα ανέφερε× αντιθέτως η παραπονούμενη ήταν καθόλα πειστική  κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της, σε βαθμό που ο πηγαίος τρόπος που κατέθεσε δύσκολα μπορεί να αποτυπωθεί στα πρακτικά της ακρόασης που τηρεί το Δικαστήριο. Ως είναι αναμενόμενο, τόσο λόγω του χρόνου που έχει διαρρεύσει από το επίδικο συμβάν, όσο και λόγω της μεγάλης ηλικίας της παραπονούμενης, έχω εντοπίσει κάποιες μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία της, οι οποίες όμως δεν ήταν ουσιώδεις και ούτε αλλοιώνουν ή αποδυναμώνουν τους βασικούς της ισχυρισμούς ή την πειστικότητα στη μαρτυρία της.  Ήταν, επίσης, εμφανές ότι η παραπονούμενη δεν είχε κανένα αλλότριο κίνητρο ή προσωπικό συμφέρον να καταθέσει στο Δικαστήριο ψευδώς εναντίον του κατηγορούμενου (ούτε έχει προβληθεί κάτι τέτοιο από μέρους της Υπεράσπισης). Αντιθέτως, ο κατηγορούμενος ήταν πρόσωπο που έκανε παρέα στην παραπονούμενη και ενίοτε τη βοηθούσε με διάφορες εργασίες του σπιτιού. Έχω πεισθεί ότι πρόκειται για μάρτυρα, η οποία ήρθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια.

 

Αποδέχομαι, λοιπόν, τον ισχυρισμό της παραπονούμενης ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, φύλαγε στην οικεία της, και συγκεκριμένα σε συρτάρι που βρισκόταν στο δωμάτιο δίπλα από το σαλόνι της οικείας της, τα διάφορα κοσμήματα, η περιγραφή και η αξία των οποίων αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Επίσης, αποδέχομαι ότι είχε καθημερινά πρόσβαση στο συγκεκριμένο συρτάρι αφού εκεί φύλαγε και χρήματα τα οποία χρησιμοποιούσε για τις καθημερινές της ανάγκες. Πρόκειται για ισχυρισμούς οι οποίοι δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της Υπεράσπισης.

 

Αποδέχομαι, επίσης, ότι στις 17.01.22, η παραπονούμενη είδε τον κατηγορούμενο να ψαχουλεύει με τα χέρια του στο συρτάρι και έπειτα να βάζει κάτι στην τσέπη του, χωρίς, όμως να δει τί ήταν αυτό. Τον ρώτησε τι έκανε αλλά ο ίδιος δεν απάντησε και εκείνη τη στιγμή η παραπονούμενη, λόγω της σωματικής υπεροχής του κατηγορούμενου, φοβήθηκε να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις ή να ψάξει στη τσέπη του. Η παραπονούμενη παρέμεινε σταθερή και απόλυτα πειστική στον ισχυρισμό της ότι είδε τον κατηγορούμενο να ψάχνει εντός του συρταριού και να βάζει κάτι στην τσέπη του. Επανέλαβε αρκετές φορές αυτή τη θέση και μάλιστα, κάποια στιγμή απευθύνθηκε προς τον κατηγορούμενο ρωτώντας τον ευθέως γιατί δεν το παραδέχεται αφού το ξέρει ότι είναι αλήθεια, ώστε να μην ταλαιπωρούνται άλλο στο Δικαστήριο. Ανέφερε, επίσης, ότι όταν τον ρώτησε τι έκανε εκεί, ο κατηγορούμενος δεν απάντησε στη συγκεκριμένη ερώτηση ενώ, προφασιζόμενος ότι κρύωσε, απέφυγε να καθίσει μαζί της για να πιούν καφέ εκείνη τη μέρα, παρά το ότι της είχε ζητήσει προηγουμένως να του ετοιμάσει καφέ.

 

Αποδέχομαι, επίσης, τον ισχυρισμό της παραπονούμενης ότι όταν πλέον έφυγε ο κατηγορούμενος από την οικεία της, έλεγξε τη συρταριέρα και διαπίστωσε ότι έλειπαν τα κοσμήματά που ήταν φυλαγμένα εκεί. Τότε άρχισε να τον παίρνει τηλέφωνο για να του ζητήσει να της τα επιστρέψει.  Αρχικά ο κατηγορούμενος την ρωτούσε για την αξία των κοσμημάτων που έλειπαν και κάποια στιγμή της είπε ότι τα πήρε στον χρυσοχόο για να τα γυαλίσει και ότι θα της τα επέστρεφε. Δε μου διαφεύγει ότι αρχικά η παραπονούμενη κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος της είπε ότι πήρε τα κοσμήματα στον χρυσοχόο όταν την επισκέφθηκε για δεύτερη φορά, στις 02.02.22, ενώ κατά την αντεξέτασή της, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος της το είπε αυτό σε ένα από τα τηλεφωνήματα που του έκανε για να του ζητήσει να της επιστρέψει τα κοσμήματα. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη μαρτυρία του αποδέχθηκε ότι της το είπε σε ένα από τα τηλεφωνήματα για να σταματήσει να τον ενοχλεί. Δεν θεωρώ ότι πρόκειται για ουσιώδη αντίφαση στη μαρτυρία της παραπονούμενης και, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τον κατηγορούμενο, αποδέχομαι ότι ο κατηγορούμενος της το είπε κατά την τηλεφωνική τους συνομιλία.

 

Περαιτέρω, η παραπονούμενη ανέφερε αρχικά ότι την επισκέπτονται και άλλα άτομα στην οικεία της και πίνουν καφέ στη βεράντα και έπειτα είπε ότι κάποιες φορές κάθονται και στο σαλόνι, χωρίς όμως να μπαίνουν στη συγκεκριμένη αποθήκη όπου είχε τα κοσμήματα. Ούτε αυτή η ασυνέπεια στη μαρτυρία της κρίνω ότι αποδυναμώνει τη μαρτυρία της. Το γεγονός αυτό θα είχε κάποια σημασία εάν από τη μαρτυρία προέκυπτε ότι την επισκέφθηκαν και άλλα άτομα, στις 17.01.22 ή ίσως την προηγούμενη μέρα, ώστε να δύναται να εγερθούν υποψίες εναντίον των ατόμων εκείνων κατά το χρόνο που κλάπηκαν τα κοσμήματα.  Με τη γενικότητα, όμως, που τέθηκε το ερώτημα, αποσυναρτημένο από τη χρονική περίοδο που έλαβε χώρα το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα και το γεγονός ότι η παραπονούμενη είδε τον κατηγορούμενο να ανακατεύσει στο εν λόγω συρτάρι εκείνη τη μέρα, δεν θεωρώ ότι μπορεί να δοθεί στο ζήτημα αυτό οποιαδήποτε ουσιαστική βαρύτητα. 

 

Αληθοφανής, υπό τις περιστάσεις, διαφαίνεται και η εξήγηση που έδωσε η παραπονούμενη ως προς το λόγο που δεν ζήτησε να ελέγξει αμέσως τις τσέπες του κατηγορούμενου και που δεν τον κατήγγειλε στην αστυνομία την ίδια μέρα. Ανέμενε η παραπονούμενη ότι ο κατηγορούμενος θα επέστρεφε τα κοσμήματα και, λόγω της σχέσης του, τον λυπήθηκε και δεν ήθελε να τον καταγγείλει στην αστυνομία.

 

Κατά την κρίση μου, η ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ιδωμένη στο σύνολό της και όχι μικροσκοπικά, η όλη συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα, η απουσία οποιουδήποτε κίνητρου ή προσωπικού οφέλους στο να καταγγείλει τον κατηγορούμενο ψευδώς στην αστυνομία και η λογική συνοχή των όσων κατέθεσε, αποτελούν στοιχεία που συνηγορούν στην αποδοχή της μαρτυρίας της ως αξιόπιστης. Την αποδέχομαι, λοιπόν, ως τέτοια.

 

Ο κατηγορούμενος με τη σειρά του δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Κατά τη μαρτυρία του επαναλάμβανε συνεχώς την άρνησή του ότι διέπραξε το υπό κρίση αδίκημα και, μάλιστα, όταν πιέστηκε από την αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε, παρατήρησα ότι κατέφευγε σε εντάσεις και θυμό, ύψωνε αδικαιολόγητα τον τόνο της φωνής του και ανέφερε, μάλιστα, ότι δεν επιθυμούσε να πει κάτι άλλο, καλώντας το Δικαστήριο να τον «κατηγορήσει» για να τελειώσει το όλο ζήτημα.

 

Παρά το ότι, κατά την κατάθεσή του στην αστυνομία ανέφερε ότι ουδέποτε εισήρθε στο συγκεκριμένο δωμάτιο, κατά την αντεξέτασή του παραδέχθηκε ότι εισήρθε στο δωμάτιο εκείνη τη μέρα με σκοπό να αφήσει το γκάζι εκεί. Πρόκειται για, υπό τις περιστάσεις, ουσιώδη αντίφαση εφόσον ουσιαστικά ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι εισήλθε στο συγκεκριμένο δωμάτιο εκείνη τη μέρα, στοιχείο το οποίο, όχι μόνο δεν αποκάλυψε στην αστυνομία κατά το χρόνο που έδιδε κατάθεση, αλλά διαβεβαίωσε τότε ( και κατά την κυρίως εξέτασή του) ότι ουδέποτε εισήλθε στο συγκεκριμένο δωμάτιο. Παράλληλα, διαισθανόμενος ότι ενδεχομένως να έχουν εντοπιστεί τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο εσωτερικό του συγκεκριμένου συρταριού, και παρά το ότι δεν ρωτήθηκε κάτι τέτοιο, ανέφερε ότι σε περίπτωση που υπάρχουν τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο συρτάρι είναι λόγω των διάφορων εργασιών που έκανε στην οικεία της παραπονούμενης στο παρελθόν.

 

Επίσης, παραδέχτηκε ο κατηγορούμενος ότι όταν η παραπονούμενη αντιλήφθηκε την απουσία των κοσμημάτων και τον έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο για να του ζητήσει να της τα επιστρέψει, εκείνος της είπε ότι είχε πάρει τα κοσμήματα στον χρυσοχόο για να τα γυαλίσει και ότι στις 02.02.22 όταν επισκέφθηκε την οικεία της ξανά, ότι της είπε ότι είχε τα κοσμήματα φυλαγμένα στο καπό του αυτοκινήτου του. Ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος ότι είπε στην παραπονούμενη ότι είχε πάρει τα κοσμήματα στον χρυσοχόο και ότι θα της τα επέστρεφε επειδή νόμιζε ότι η παραπονούμενη «αστειευόταν» και «για να κάμει χάζι». Δεν προβάλλει πειστικός ο εν λόγω ισχυρισμός, ούτε διαφαίνεται υπό τις περιστάσεις να υπήρχε κάποια διάθεση αστείου ή ελαφρότητα στον τρόπο που η παραπονούμενη του ζητούσε να της επιστρέψει τα κοσμήματα ή στον ισχυρισμό της ότι εκείνος τα έκλεψε. Αντιθέτως, φαίνεται ότι με αυτό τον τρόπο ο κατηγορούμενος έδωσε στην παραπονούμενη την εντύπωση ότι τα κοσμήματα θα της επιστρέφονταν, με αποτέλεσμα η παραπονούμενη να μην καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία για αρκετές μέρες έπειτα από το επίδικο συμβάν.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι επισκέπτονται την παραπονούμενη και άλλα πρόσωπα στην οικεία της και άρα ότι τα κοσμήματα μπορεί να κλάπηκαν από κάποιο άλλο πρόσωπο, δεν έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι κάποιο άλλο πρόσωπο όντως επισκέφθηκε την οικεία της παραπονούμενης τη συγκεκριμένη μέρα, πολλώ δεν μάλλον, ότι γνώριζε για την ύπαρξη των κοσμημάτων αυτών και ότι εισήλθε στο δωμάτιο όπου φυλάγονταν τα κοσμήματα ψαχουλεύοντας εντός της συγκεκριμένης συρταριέρας.

 

Υπό το φως της προσκομισθείσας μαρτυρίας, η συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο εδώλιο του μάρτυρα, η αντίφαση που εντοπίζεται στη μαρτυρία του ως προς το κατά πόσο εισήλθε στο συγκεκριμένο δωμάτιο εκείνη τη μέρα ή όχι, καθώς και οι δικαιολογίες που πρόβαλε αναφορικά με τις διαβεβαιώσεις που έδωσε στην παραπονούμενη ότι θα επέστρεφε τα κοσμήματα, δεν προσδίδουν πειστικότητα στη μαρτυρία του. Συνεπώς, η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο και απορρίπτεται.

 

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατά το 2022 ήταν άστεγος, διατηρούσαν μια φιλική σχέση όπου ο κατηγορούμενος επισκεπτόταν, κατά καιρούς, την παραπονούμενη και έκαναν παρέα, έπιναν καφέ μαζί και την βοηθούσε σε διάφορες εργασίες του σπιτιού ενώ η τελευταία του έδινε ή του δάνειζε χρήματα. Στις 17.01.22 ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε την παραπονούμενη και η τελευταία του ζήτησε να της αγοράσει ένα γκάζι από το γειτονικό μπακάλικο. Η παραπονούμενη πήγε σε κάποιο δωμάτιο της οικείας της για να φέρει χρήματα με σκοπό να τα δώσει στον κατηγορούμενο για την αγορά του γκαζιού, και όταν επέστρεψε αντίκρισε τον κατηγορούμενο να βρίσκεται εντός του δωματίου δίπλα από το σαλόνι, να ανακατεύει με τα χέρια του σε ένα συρτάρι και να βάζει κάτι στη τσέπη του. Σε εκείνο το συρτάρι, στο οποίο υπήρχαν ρούχα, η παραπονούμενη φύλαγε σε ένα σκούφο διάφορα χρυσαφικά. Η παραπονούμενη χρησιμοποιούσε καθημερινά εκείνο το συρτάρι γιατί εκεί φύλαγε και κάποια χρήματα για τις καθημερινές της ανάγκες. Ρώτησε αμέσως τον κατηγορούμενο τί έκανε εκεί αλλά ο ίδιος δεν απάντησε. Η παρασπονούμενη δεν επέμεινε, ούτε επιχείρησε να ψάξει στις τσέπες του κατηγορούμενου γιατί φοβόταν ότι ο κατηγορούμενος θα αντιδρούσε με βίαιο τρόπο ενόψει της σωματικής του υπεροχής αλλά και της μεγάλης διαφοράς στην ηλικία τους. Όταν ο κατηγορούμενος έφυγε από την οικεία της παραπονούμενης, η παραπονούμενη άνοιξε το συρτάρι και διαπίστωσε ότι έλειπαν τα χρυσαφικά της. Επρόκειτο για δυο χρυσές βέρες εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 150, μια χρυσή λίρα Αγγλίας άγνωστης αξίας, μια χρυσή δαντελωτή Παναγία του λαιμού εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 100, μια χρυσή καδένα με σταυρό εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 200 και ένα χρυσό δακτυλίδι με στρογγυλή πέτρα εκτιμώμενης αξίας Ευρώ 150. Η παραπονούμενη άρχισε να παίρνει τηλέφωνο τον κατηγορούμενο για να του ζητήσει να της επιστρέψει τα χρυσαφικά. Ο ίδιος την ρωτούσε πόσα αξίζουν τα χρυσαφικά, τί λείπει από την οικεία της και κάποια στιγμή της ανέφερε ότι τα πήγε στον χρυσοχόο να τα γυαλίσει και ότι θα της τα επέστρεφε. Η παραπονούμενη δεν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία γιατί λυπόταν τον κατηγορούμενο και επειδή ανέμενε ότι θα της επέστρεφε τα κοσμήματα. Στις 02.02.22 ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε και πάλι την παραπονούμενη και η παραπονούμενη άρχισε να του ζητά επίμονα να της δώσει τα χρυσαφικά που είχε πάρει από το συρτάρι. Λόγω της επιμονής της παραπονούμενης, ο κατηγορούμενος της είπε ότι τα είχε φυλαγμένα στο αυτοκίνητό του και ότι θα της τα επέστρεφε. Κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του με σκοπό να διαφύγει αλλά η παραπονούμενη τον ακολούθησε και επιχείρησε να ανοίξει το ντουλάπι του αυτοκινήτου για να δει εάν τα χρυσαφικά βρίσκονταν εκεί. Ο κατηγορούμενος δεν της το επέτρεψε και εκκίνησε το αυτοκίνητο του για να φύγει. Καθώς έφευγε, η παραπονούμενη κτύπησε το αυτοκίνητο του δύο φορές με τη σκούπα που κρατούσε και κατήγγειλε, την ίδια μέρα, το περιστατικό στην αστυνομία.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται (βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής από κατοικία κατά παράβαση του άρθρου 266(β) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Το άρθρο 266(β) του Κεφ. 154 διαλαμβάνει ότι εάν διαπραχθεί κλοπή σε κατοικία αντικειμένου αξίας πέραν των 5 Λιρών Κύπρου (= Ευρώ 8.54) τότε ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι και 5 χρόνων.

 

Ως προς το αδίκημα της κλοπής, το οποίο εμπεριέχεται στο αδίκημα της κλοπής από κατοικία, σχετικό είναι το άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό.»

 

Στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 486 προσδιορίστηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής. Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής θα πρέπει (1) ο κατηγορούμενος να έλαβε περιουσία, η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, (2) αυτό να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης από μέρους του κατηγορούμενου, (3) ο κατηγορούμενος να ενήργησε με δόλιο τρόπο και με πρόθεση μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας αυτής. 

 

Αναφορικά με την έννοια της φράσης «με δόλιο τρόπο», αυτό που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε σκόπιμα και με πρόθεση (Azinas and another v. Police (1981) 2 C.L.R. 9). Ως προς το συστατικό στοιχείο της «πρόθεσης» μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας από τον ιδιοκτήτη της, τούτο αποτελεί στοιχείο που ανάγεται στην πνευματική λειτουργία του κατηγορούμενου και ως τέτοιο δεν είναι πάντοτε δεκτικό άμεσης ή θετικής μαρτυρίας. Μπορεί να εξαχθεί, όμως, από το σύνολο της μαρτυρίας, καθώς επίσης και από τη συμπεριφορά ενός κατηγορουμένου στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, που συνήθως έχουν το χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14). Τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει.

 

Η εξακρίβωση της αξίας της κλοπιμαίας περιουσίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλοπής (βλ. Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 458). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, εφόσον το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος εδράζεται στις πρόνοιες του άρθρου 266(β) του Κεφ. 154, χρειάζεται να αποδειχθεί περαιτέρω ότι η αξία της κλοπιμαίας περιουσίας υπερβαίνει τις 5 Λ.Κ.× συστατικό στοιχείο το οποίο πληρείται, εν προκειμένω, εφόσον η αξία της κλοπιμαίας περιουσίας, βάσει της προσκομισθείσας μαρτυρίας, ανέρχεται στα Ευρώ 600 περίπου. Περαιτέρω, χρειάζεται να αποδειχθεί ότι το αδίκημα της κλοπής διαπράχθηκε σε κατοικία.

 

Η μαρτυρία που έχει προσκομισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της διάπραξης του αδικήματος της κλοπής είναι περιστατικής φύσεως. Νοείται ότι η περιστατική μαρτυρία δεν υπολείπεται, ούτε είναι υποδεέστερης αξίας από την άμεση μαρτυρία. Η σημασία της έγκειται στα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν από το περιεχόμενό της. Αν και ένα-ένα τα κομμάτια της περιστατικής μαρτυρίας δεν συνιστούν από μόνα τους απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορούμενου, το συλλογικό τους αποτέλεσμα, όταν ιδωθούν μαζί, μπορεί να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, νοουμένου πάντοτε ότι το αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας δεν θα είναι συμβατό με οποιαδήποτε άλλη βάση πλην της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. Ενδεικτικά Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ.102, Χριστάκης Χαραλάμπους Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ.331).

 

Σε συνάρτηση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η παραπονούμενη, η οποία καθημερινά χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο συρτάρι όπου ήταν τοποθετημένα τα επίδικα χρυσαφικά, γνώριζε ότι πριν από την επίσκεψη του κατηγορούμενου στην οικεία της, η οποία έλαβε χώρα στις 17.01.22, τα χρυσαφικά βρίσκονταν φυλαγμένα εκεί. Στις 17.01.22 βρήκε τον κατηγορούμενο να βρίσκεται στο συγκεκριμένο δωμάτιο, χωρίς την άδειά της και να ψαχουλεύει με τα χέρια του στο συγκεκριμένο συρτάρι βάζοντας κάτι στην τσέπη του παντελονιού του. Μόλις ο κατηγορούμενος αποχώρησε από την οικεία της, η παραπονούμενη έλεγξε το συγκεκριμένο συρτάρι και είδε ότι απουσίαζαν τα συγκεκριμένα χρυσαφικά. Το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα πιο πάνω είναι ότι ο κατηγορούμενος έλαβε κατοχή των επίδικων χρυσαφικών από την οικεία της παραπονούμενης, σκόπιμα, χωρίς τη συγκατάθεση της παραπονούμενης. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος πήρε τα κοσμήματα κρυφά από την παραπονούμενη, η μετέπειτα συμπεριφορά του ως αυτή περιγράφεται πιο πάνω (τόσο σε σχέση με τη δήλωσή του ότι τα πήρε στο χρυσοχόο για να τα γυαλίσει όσο και με τον τρόπο που προσπάθησε να φύγει από την οικεία της παραπονούμενης στις 02.02.24), καθώς και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα χρυσαφικά δεν επιστράφηκαν μέχρι σήμερα στην κατηγορούμενη, καταδεικνύουν ότι σκοπός του κατηγορούμενου ήταν να αποστερήσει την κλοπιμαία περιουσία μόνιμα από την παραπονούμενη.

 

Κατάληξη

 

Συνακόλουθα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στοιχειοθετούνται σωρευτικά όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής από κατοικία, στη βάση του 266(β) του Κεφ. 154. Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

[Υπ] ………………

Θ. Συμεωνίδης, προσ. Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο