ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

                   Μ. Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.

                   Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

                            ​                                Αρ. Υπόθεσης: 4595/23

 

 Mεταξύ:

​​​​    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

​​​​​

​​​​​    v.

 

           Ν.N

-----------------------------------------------------------------------------------------

 

Hμερ.: 29/05/2024.

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Θ. Παπακυριακού.

Για τον Κατηγορούμενο : κα. Κ. Πιερούδη.

Κατηγορούμενος:  παρών

 

H διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο κατηγορούμενος, με βάση το κατηγορητήριο, αντιμετωπίζει 42 συνολικά κατηγορίες. Όπως προκύπτει από αυτό, η ισχυριζόμενη έκνομη συμπεριφορά του, η οποία αφορά σεξουαλικής φύσεως αδικήματα, στρεφόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εναντίον δύο ανήλικων κοριτσιών, δηλαδή της Π.Κ και Ν.Κ, ημερομηνίας γέννησης 16/12/2003 και 29/10/2007, αντίστοιχα. Ειδικότερα:

 

-      Οι κατηγορίες αρ. 1 – 10, αφορούν 10 περιπτώσεις Σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και συγκεκριμένα της Π.Κ., κατά παράβαση των Άρθρων 6(4)(α), 14(1)(γ)(στ)(η) και 19(γ) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014, Ν. 91(1)/2014. Οι κατηγορίες αρ. 1 – 4, περιλαμβάνουν στην νομική τους βάση και την παράγραφο (7) του Άρθρου 6 του εν λόγω Νόμου. Αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι σε άγνωστη ημερομηνία κατά τo έτoς 2016, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με παιδί κάτω των 13 ετών ενώ κατά τα έτη 2017 και 2018 συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με παιδί, δηλαδή την Π.Κ. καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής που είχε πάνω σε αυτήν και συγκεκριμένα ότι: α) σε μια περίπτωση και σε άγνωστη ημερομηνία κατά το έτος 2016, της ζήτησε να δει το στήθος της, της έπιασε τη φανέλα της, κατέβασε το σουτιέν της και είδε το στήθος και β) σε εννέα περιπτώσεις – 3 σε άγνωστη ημερομηνία κατά το έτος 2016, 3 σε άγνωστη ημερομηνία κατά το έτος 2017 και 3 σε άγνωστη ημερομηνία κατά το έτος 2018, την έγλυψε στο στήθος και σε όλο το σώμα και έτριψε το γεννητικό της όργανο με τα χέρια του.   

-      Οι κατηγορίες αρ. 11 και 12 αφορούν το αδίκημα της Κατοχής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 8(1),14 και 34 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014, Ν. 91(1)/2014. Συγκεκριμένα, αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι στις 24/03/2023 κατείχε στο κινητό του τηλέφωνο μάρκας Samsung, 7 αρχεία εικόνας παιδικού πορνογραφικού υλικού, στα οποία απεικονίζονται η Π.Κ. και Ν.Κ. σε ερωτικές πόζες που φαίνονται τα γεννητικά τους όργανα, χωρίς σεξουαλική δραστηριότητα και 12 αρχεία βίντεο παιδικού πορνογραφικού υλικού στα οποία απεικονίζονται οι πιο πάνω, τα οποία παρουσιάζουν αυνανισμό σόλο από παιδί.

-      Οι κατηγορίες αρ. 13 – 15, αφορούν το αδίκημα της Σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και συγκεκριμένα της Π.Κ., κατά παράβαση των Άρθρων 7(1)(4), 14(1)(γ)(στ)(η) και 19(γ) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014, Ν. 91(1)/2014. Η κατηγορία αρ. 13, περιλαμβάνει στην νομική της βάση και την παράγραφο (8) του Άρθρου 7 του εν λόγω Νόμου. Αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι σε άγνωστη ημερομηνία κατά τα έτη 2016 προκάλεσε τη συμμετοχή παιδιού κάτω των 13 ετών ενώ κατά τα έτη 2017 και 2018 προκάλεσε τη συμμετοχή παιδιού, σε πορνογραφικές παραστάσεις, δηλαδή την Π.Κ., σε μια περίπτωση για κάθε μια από τις πιο πάνω ημερομηνίες, να βγάλει βίντεο και φωτογραφίες γυμνή και να του τα στείλει, με σκοπό να παρακολουθήσει τις πορνογραφικές παραστάσεις.

-      Η κατηγορία αρ. 16 αφορά το αδίκημα της Απειλής, κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συγκεκριμένα αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι σε άγνωστη ημερομηνία κατά το έτος 2018 απείλησε την Π.Κ. να μην πει τίποτα γιατί θα δημοσιεύσει χωρίς της συγκατάθεση της, παιδικό πορνογραφικό υλικό που απεικονίζει την ίδια.

-      Οι κατηγορίες αρ. 17 – 34, αφορούν 18 περιπτώσεις Σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και συγκεκριμένα της Ν.Κ., κατά παράβαση των Άρθρων 6(4)(α), 14(1)(γ)(στ)(η) και 19(γ) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014, Ν. 91(1)/2014. Αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι σε άγνωστη ημερομηνία κατά τα έτη 2020, 2021 και 2022 συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με παιδί, δηλαδή την Ν.Κ. καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής που είχε πάνω σε αυτήν και συγκεκριμένα ότι: α) σε οκτώ περιπτώσεις την άγγιξε και την έγλυψε στο γεννητικό της όργανο,  β) σε τέσσερις περιπτώσεις την άγγιξε και την έγλυψε στο γεννητικό της όργανο και στο στήθος και γ) σε έξι περιπτώσεις την ανάγκασε να πιάσει το γεννητικό του όργανο με τα χέρια της και να τον αυνανίσει.

-      Οι κατηγορίες αρ. 35 – 40, αφορούν το αδίκημα της Σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και συγκεκριμένα της Ν.Κ., κατά παράβαση των Άρθρων 7(1)(4), 14(1)(γ)(στ)(η) και 19(γ) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014, Ν. 91(1)/2014. Αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι σε άγνωστη ημερομηνία κατά το έτος 2021 προκάλεσε τη συμμετοχή παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις, δηλαδή την Ν.Κ., α) σε τρεις περιπτώσεις να βγάλει βίντεο και φωτογραφίες γυμνή και να του τα στείλει, με σκοπό να παρακολουθήσει τις πορνογραφικές παραστάσεις και β) σε τρεις περιπτώσεις να βγάλει βίντεο και φωτογραφίες γυμνή, βάζοντας το δάκτυλο της στον πρωκτό της και να του τα στείλει, με σκοπό να παρακολουθήσει τις πορνογραφικές παραστάσεις.  

-      Οι κατηγορίες αρ. 41 και 42, αφορούν το αδίκημα της Διάδοσης υλικού πορνογραφικού ή σεξουαλικού περιεχομένου, κατά παράβαση του Άρθρου 9(2) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2021 (115(Ι)/2021). Αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι μεταξύ 14/05/2021 και 2022 απείλησε την ανήλικη Ν.Κ. ότι σε περίπτωση που αναφέρει οτιδήποτε στους γονείς της, θα δημοσιεύσει με οποιαδήποτε ηλεκτρονικά και/ή ψηφιακά μέσα υλικό με πορνογραφικό ή σεξουαλικό περιεχόμενο που απεικονίζει την ίδια, χωρίς την συγκατάθεση της.

 

Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε όλες τις πιο πάνω κατηγορίες που αντιμετωπίζει και η υπόθεση προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία.

 

Η κατηγορούσα αρχή για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της κάλεσε δεκατέσσερις (14) συνολικά μάρτυρες κατηγορίας (δύο εκ των οποίων προσήλθαν για σκοπούς αντεξέτασης από την υπεράσπιση).

Ο κατηγορούμενος, μετά που κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχος με σχετική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως. Κάλεσε, επίσης, δύο (2) μάρτυρες υπεράσπισης.

 

Ολόκληρη η μαρτυρία η οποία έχει παρατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είναι καταγραμμένη στα πρακτικά, έχουμε διεξέλθει αυτής και δεν χρειάζεται για σκοπούς της παρούσας απόφασης η λεπτομερής αναπαραγωγή της. Θα αναφερθούμε κατωτέρω συνοπτικά στην μαρτυρία που προσφέρθηκε για να διαφανούν και οι θέσεις των μερών.

 

Μαρτυρία:

 

Ο Μ.Κ.1, Λοχ. 1798 Δημήτρης Χρίστου, ο οποίος υπηρετεί στο Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας και είναι τοποθετημένος στην Υποδιεύθυνση Διαχείρισης Υποθέσεων Ευάλωτων Προσώπων και συγκεκριμένα στον Κλάδο Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων, αναφέρθηκε στην εμπλοκή του και στις ενέργειες τις οποίες προέβηκε στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης. Ουσιαστικά ο μάρτυρας αυτός αναφέρθηκε στη διαδικασία λήψης δύο οπτικογραφημένων καταθέσεων από την ανήλικη Ν.Κ. στις 23/03/3022 και 27/03/2022 και ως ο χειριστής της συσκευής οπτικογράφησης κατάθεσε στο Δικαστήριο τους ψηφιακούς δίσκους αυτών και την απομαγνητοφώνηση τους (βλ. τεκμήρια 5 και 6, και 9 και 10 αντίστοιχα). Ανάφερε, επίσης, ότι έλαβε οπτικογραφημένη κατάθεση από τον ανήλικο και αδελφό των παραπονουμένων Χ.Κ. και κατάθεσε στο Δικαστήριο τους ψηφιακούς δίσκους αυτής και την απομαγνητοφώνηση τους (βλ. τεκμήρια 13 και 14). Επίσης, ο Μ.Κ.1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο στις 29/03/2023 και την κατάθεσε ως τεκμήριο 15. Έλαβε, περαιτέρω, θεληματική κατάθεση από την Μ.Ν., μητέρα των παραπονουμένων στις 29/03/2023, σχετικά με το αδίκημα της παρέμβασης σε Αστυνομική έρευνα, την οποία κατάθεσε ως τεκμήριο 17. Τούτο προέκυψε μετά από πληροφορία και μαρτυρία ότι στις 25/03/2023 η μητέρα της ανήλικης Ν.Κ. της είπε να αποσύρει την υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και να της δώσουν χρήματα.

 

Ο Μ.Κ.2, Α/Αστ. 2630 Μιχάλης Νεοφύτου κατάθεσε ως Δικανικός Αναλυτής στην επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων και διαδίκτυο και ο οποίος από το 2013 μέχρι σήμερα εργάζεται στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων (Δ.Ε.Η.Δ.) της Υποδιεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος - Αρχηγείου Αστυνομίας. Εξέτασε, είπε, διάφορα ηλεκτρονικά τεκμήρια που του παραδόθηκαν με σκοπό να γίνει εξαγωγή των συνομιλιών που είχαν ο κατηγορούμενος με τις ανήλικες Π.Κ. και Ν.Κ. στην εφαρμογή Viber καθώς επίσης να γίνει εξαγωγή όλων των φωτογραφιών και βίντεο που βρίσκονται σε αυτά. Ετοίμασε σχετική Έκθεση για τα ευρήματα του, την οποία κατάθεσε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 20. Αφού εξήγησε τη διαδικασία που ακολούθησε προέβηκε σε σχετικά ευρήματα τα οποία καταγράφονται στην Έκθεση του.

 

Ειδικότερα, ανάφερε ότι στο κινητό τηλέφωνο «Samsung Galaxy A9 (2018) (SM- XXX0F) με διακριτικό ΜN 8_phone, στο οποίο στην εφαρμογή Viber υπήρχε καταχωρημένος ο τηλεφωνικός αριθμός +χχχχχχχχ886 (όνομα: Ν. n.) εντοπίστηκαν 7 μοναδικά αρχεία εικόνας και 12 μοναδικά αρχεία βίντεο τα οποία αφορούν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Συγκεκριμένα, στα πιο πάνω αρχεία παρουσιάζονται γυμνές οι ανήλικες Ν.Κ. και Π.Κ.  Τα 7 αρχεία εικόνας αφορούν ερωτικές πόζες (Κατηγορία 1) των δύο πιο πάνω προσώπων ενώ στα 12 αρχεία βίντεο, οι ανήλικες κατά την διάρκεια των βίντεο παρουσιάζονται γυμνές να επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις (Κατηγορία 2 – αυνανισμός σόλο από παιδί). Τα 6 από τα 7 αρχεία εικόνας δεν είναι προσβάσιμα χωρίς τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων, έχουν ως ημερομηνία δημιουργίας / αποθήκευσης μεταξύ των ημερομηνιών 12/10/2022 – 14/02/2023 και πρόκειται για μικρογραφίες (thumbnails), oι οποίες εντοπίστηκαν σε συγκεκριμένες διαδρομές που αναφέρει. Το ένα αρχείο εικόνας το οποίο είναι προσβάσιμο χωρίς τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων έχει ως ημερομηνία δημιουργίας / αποθήκευσης την 31/05/2022 και εντοπίστηκε σε συγκεκριμένη διαδρομή.

 

Όσον αφορά τα 12 αρχεία βίντεο, αυτά είναι όλα προσβάσιμα χωρίς τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων, έχουν ως ημερομηνία δημιουργίας / αποθήκευσης μεταξύ των ημερομηνιών 12/10/2022 – 14/02/2023 και εντοπίστηκαν σε συγκεκριμένες διαδρομές που αναφέρει. Τα εν λόγω αρχεία αντιγράφηκαν σε ψηφιακό δίσκο, ο οποίος μαζί με το κινητό τηλέφωνο κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως τεκμήρια 22 και 21 αντίστοιχα.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο Μ.Κ.2 ανάφερε ότι επέλεξαν 28 αρχεία εικόνας και 27 αρχεία βίντεο τα οποία αφορούν την μητέρα των ανήλικων κοριτσιών. Τα εν λόγω αρχεία αντιγράφηκαν σε ψηφιακό δίσκο, τον οποίο κατάθεσε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 23.

 

Ο Μ.Κ.2, επιπρόσθετα, είπε ότι δεν μπορεί να αναφέρει πότε έγιναν όλα τα πιο πάνω αρχεία που εντόπισε και οι ημερομηνίες που ανάφερε είναι αυτές που αποθηκεύτηκαν / δημιουργήθηκαν στο συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο.

 

Η Μ.Κ.3, Χ.Ν. είναι θεία των ανήλικων, δηλαδή αδελφή του πατέρα τους. Ανάφερε στο Δικαστήριο ότι ο αδελφός της είναι σε διάσταση με τη σύζυγο του και ότι πριν από αυτό επισκεπτόταν την οικία τους τακτικά. Πρόσεξε ότι ο γείτονας τους, Ν. Ν., επισκεπτόταν συχνά το σπίτι τους, γιατί ήταν οικογενειακός τους φίλος και διάβαζε στα μωρά. Αναφέρθηκε στο τι αντιλήφθηκε τις φορές που τύχαινε και πήγαινε στο σπίτι τους και ήταν εκεί ο Ν. Συνήθως, είπε, αυτός ήταν στο δωμάτιο της Ν.Κ. και διάβαζαν. Μια φορά πριν 3 χρόνια έτυχε και βρήκε την πόρτα του δωματίου κλειδωμένη και όταν κτύπησε για να του ανοίξουν, ο Ν. της είπε να περιμένει 5 λεπτά για να τελειώσουν την άσκηση και όταν άνοιξαν συμπεριφέρονταν φυσιολογικά.

 

Μια άλλη φορά που πήγε στο σπίτι τους και ήταν εκεί ο Νίκος, πέρασε από δίπλα του η Ν.Κ. και αστειευόμενος την χτύπησε στο πισινό λέγοντας “για σου ρε Ν.Κ μου”. Μετά από αυτό, έτυχε και πήγε ξανά στο σπίτι τους χωρίς να το γνωρίζουν και όταν μπήκε μέσα στο σπίτι ο Ν. ήταν στην κουζίνα και η Ν.Κ. καθόταν στα πόδια του χωρίς να κάνουν οτιδήποτε. Ζήτησε από την Ν.Κ. να σηκωθεί και έκανε παρατήρηση του Ν. ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό.

 

Πέραν των πιο πάνω, αναφέρθηκε στο τι οι ανήλικες της είπαν, μετά που είχαν μιλήσει για τα επίδικα περιστατικά με τον ξάδελφο της, τον Ω.Ν.

 

Η Μ.Κ.4, Δρ. Μάρθα Μαυρομμάτη, κατάθεσε ως Ειδική Κλινική Ψυχολόγος της Διεύθυνσης Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, Ο.Κ.Υπ.Υ. και η οποία προέβηκε σε αξιολόγηση της Π.Κ. . Προς τούτο ετοίμασε σχετική Έκθεση Ψυχολογικής Αξιολόγησης, την οποία κατάθεσε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 25 και την επεξήγησε. Το συμπέρασμα της από τη συνολική αξιολόγηση, είναι ότι η Π.Κ. πληρούσε τα διαγνωστικά κριτήρια της κατηγορίας Ήπια Νοητική Αδυναμία. Επίσης, διαφάνηκε αγχώδης συμπτωματολογία με έναρξη τη φοίτηση της στην Τεχνική Σχολή που παρέπεμπε σε προσβολές πανικού, της οποίας η έκταση και η συχνότητα στο παρόν στάδιο δεν μαρτυρούσε αγχώδη διαταραχή (διαταραχή πανικού).

 

Ο Μ.Κ.5, Ω.Ν. είναι συμπέθερος με την οικογένεια του πατέρα των ανήλικων και οικογενειακοί φίλοι εδώ και χρόνια. Αναφέρθηκε στο Δικαστήριο το τί ο ίδιος διαπίστωσε κατά τις επισκέψεις του στην οικία των ανηλίκων σε σχέση με τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου καθώς επίσης, στην συνέχεια, την εμπλοκή του με την παρούσα υπόθεση και στο τί οι ανήλικες εν τέλει του ανάφεραν για τον κατηγορούμενο.

 

Συνοπτικά, ο Ω.Ν. είπε ότι πριν από τρία χρόνια, ημέρα Τσικονοπέμπτη, πήγε στο σπίτι των ανηλίκων και στην παρέα τους ήταν και ο κατηγορούμενος, ο οποίος του φάνηκε περίεργος γιατί άγγιζε και πείραζε τις ανήλικες με περίεργο τρόπο. Σε μια άλλη περίπτωση που πήγε στο σπίτι των ανηλίκων και όταν ο ίδιος ήταν έξω στη βεράντα και κάπνιζε, ήρθε και ο κατηγορούμενος χωρίς ο τελευταίος να αντιληφθεί την παρουσία του εκεί. Τότε ο Ω.Ν. είδε τον κατηγορούμενο να κάμνει μια χειρονομία στη Ν.Κ. που δεν ήταν φυσιολογική. Τον είδε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να συνεχίζει στην πλάτη της χαϊδεύοντας την και να κατεβαίνει το χέρι του στο κώλο του μωρού. Το άγγιγμα δεν φαινόταν αθώο. Όπως την χαϊδευε άκουσε που έλεγε της Ν.Κ. «πάμε αγάπη μου στο δωμάτιο, είναι η ώρα που διαβάζουμε». Του φάνηκε ξεκάθαρα ερωτικό.

 

Η Ν.Κ. και ο κατηγορούμενος βγήκαν από το δωμάτιο μετά από καμιά με ανάμιση ώρα. Τότε ο κατηγορούμενος άγγιζε το κεφάλι της κόρης του Ω.Ν. και την ρωτούσε αν είναι καλά και τότε του έκανε λεκτική επίθεση και του είπε να σταματήσει και να μην αγγίζει την κόρη του.

 

Ο Ω.Ν. είχε αναφέρει το πιο πάνω περιστατικό στον πατέρα των ανηλίκων, ο οποίος του είπε ότι ο κατηγορούμενος διαβάζει των ανηλίκων καθότι, τόσο αυτός όσο και η γυναίκα του, είναι αγράμματοι και ότι όλα είναι υπό έλεγχο.

 

Μετά από τα πιο πάνω, η μητέρα των ανηλίκων σταμάτησε να έχει επικοινωνία με τη γυναίκα του μάρτυρα ενώ ο ίδιος συνέχιζε να μιλά με τον πατέρα των ανηλίκων χωρίς να του αναφέρει ο,τιδήποτε σε σχέση με το πιο πάνω γεγονός. Ενημέρωσε, όμως, τη γιαγιά των μωρών για το ότι δεν του άρεσε η συμπεριφορά του κατηγορούμενου και τα αγγίγματα που τον είδε να κάνει στην Ν.Κ.

 

Όταν ο πατέρας των ανηλίκων, το έτος 2023, ημέρα των Φώτων ήταν σε ένα οικογενειακό τραπέζι μαζί με τον Ω.Ν., είπε ότι η γυναίκα του τα «έμπλεξε» με τον κατηγορούμενο και του ανάφερε ότι ίσως να ήταν αυτός ο λόγος που χώρισαν. Ο πατέρας των ανηλίκων είπε στο μάρτυρα να μιλήσει με τα ανήλικα και να μάθει κατά πόσο ο κατηγορούμενος τις παρενοχλούσε σεξουαλικά, διότι ο ίδιος δεν μπορούσε να το κάνει αφού είχε καταγγελθεί για βία στην οικογένεια και είχαν εκδοθεί εναντίον του περιοριστικά μέτρα. Ο μάρτυρας δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο, παρά μόνο είπε στα ανήλικα ότι αν χρειαστούν οτιδήποτε να τον πάρουν τηλέφωνο για να τους βοηθήσει.

 

Μετά από μια εβδομάδα τον πήρε τηλέφωνο η Π.Κ. αναφέροντας του ότι η μάμα τους έβγαλε έξω από το σπίτι και ότι η Ν.Κ. πήρε τους δρόμους και χάθηκε. Εν τέλει την εντόπισαν σε ένα πάρκο να κάθεται και να κλαίει και όταν την ρώτησε κατά πόσο στο παρελθόν την πείραξε ο κατηγορούμενος του έγνεψε καταφατικά. Του είπε ότι την γύμνωνε, περιεργαζόταν το κορμί της και της φιλούσε το στόμα. Του είπε επίσης ότι τα ξέρει και η αδελφή της, η Π.Κ. η οποία εκείνη την ώρα πήγε προς το μέρος τους. Η Π.Κ. είπε στο μάρτυρα ότι ο κατηγορούμενος άρχισε να την παρενοχλά σεξουαλικά όταν ήταν στην ηλικία των 12 ½ χρόνων την ώρα που της διάβαζε. Της είπε ότι τώρα που είδες περίοδο έγινες γυναίκα και θα έχεις σχέση με αγόρια και αν θέλεις να σου δείξω τι πρέπει να κάμνεις. Ακολούθως, του εξιστόρησε το τί ο κατηγορούμενος της έκανε, κάτι το οποίο γινόταν μια με δύο φορές το μήνα και ότι την εκφόβιζε να μην πει τίποτε σε κανένα γιατί θα κάνει κακό στον πατέρα και τη θεία της, την Χ.Ν.

 

Περαιτέρω, ο Ω.Ν. είπε ότι η ανήλικη Π.Κ. του είπε ότι ο κατηγορούμενος την ανάγκαζε να του στέλνει γυμνές φωτογραφίες δικές της και της έλεγε ότι θα τις φυλάει με ασφάλεια και να την βλέπει όταν θα την πεθυμά.

 

Στη συνέχεια ο Ω.Ν. είπε ότι και η ανήλικη Ν.Κ. του εξιστόρησε πώς ο κατηγορούμενος την παρενοχλούσε σεξουαλικά καθώς επίσης και ότι η μητέρα της, της οποία το είχε αναφέρει στο παρελθόν δεν την πίστευε.

 

Όσον αφορά τον Χ.Π. (Μ.Κ.8) ο μάρτυρας είπε ότι ήταν γείτονας των ανήλικων, στις οποίες έδινε φαγητό μετά το χωρισμό του πατέρα τους. Ο ίδιος δεν συνδεόταν με το πρόσωπο αυτό και η καταγγελία δεν είναι μεθοδευμένη μετά που χώρισε ο πατέρας των ανηλίκων, όπως του υποβλήθηκε από την υπεράσπιση.

 

Η Μ.Κ.6, Ν.Κ. είναι μια εκ των παραπονουμένων και εκ των βασικών μαρτύρων για την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Η μάρτυρας αυτή στην οπτικογραφημένη κατάθεση της περιγράφει τη συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος επιδείκνυε προς αυτήν. Συνοπτικά, η μάρτυρας είπε ότι ο κατηγορούμενος είναι γείτονας τους, δηλαδή μένει στην κίτρινη πολυκατοικία ενώ αυτοί στην πράσινη και από τον καιρό που μετακόμισαν εκεί (το έτος 2014) ερχόταν σπίτι τους και είχε γίνει φίλος με τον πατέρα της. Ξεκίνησε με την αδελφή της πρώτα, είπε, και μετά με την ίδια όταν ήταν σε ηλικία 13 χρόνων. Πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι τους, της αγόραζε πράγματα για να τον συμπαθήσει και να του αποκτήσει εμπιστοσύνη και της διάβαζε στο δωμάτιο της.

 

Η μάρτυρας είπε ότι ο κατηγορούμενος την έβαζε και κατέβαζε το παντελόνι και εσώρουχο της και της έγλυφε το γεννητικό της όργανο. Την άγγιζε και την έγλυφε στο στήθος και την χούφτωνε τα οπίσθια, όταν ερχόταν στο σπίτι τους και την έβαζε να κάθεται πάνω του. Ξεκίνησε όταν ήταν 13 ετών και σταμάτησε λίγο πριν να κλείσει τα 15 έτη της, καθότι του το ξέκοψε η ίδια. Αυτό γινόταν 2 – 3 φορές την εβδομάδα. Είχε, επίσης, φορές που ο κατηγορούμενος άνοιγε το παντελόνι του και την έβαζε να του παίζει το γεννητικό του όργανο. Τούτο, όμως, έλαβε χώρα λίγες φορές, έξι φορές.

 

Ο κατηγορούμενος της έλεγε ότι «εν καλό πράμα να το κάμνεις που ε να μεγαλώσεις με τα αγόρια ή εν σου αρέσει.»

 

Πέραν των πιο πάνω, η μάρτυρας είπε ότι ο κατηγορούμενος την έβαλε να του στέλνει γυμνές φωτογραφίες και βίντεο στο Viber, κάτι το οποίο η ίδια έκανε. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο που του έστελνε έδειχναν το σώμα της και το γεννητικό της όργανο. Επιπρόσθετα, η μάρτυρας είπε ότι ο κατηγορούμενος την έβαλε να βάζει και το δάχτυλο της στα οπίσθια της και να του στέλνει βίντεο.  Η τελευταία φορά που του έστειλε ήταν πέρσι το καλοκαίρι, δηλαδή του 2022.

 

Όταν γίνονταν τα πιο πάνω, ήταν πάντοτε στο δωμάτιο της, ο πατέρας της δεν ήταν στο σπίτι, παρά μόνο η μητέρα της η οποία βρισκόταν στην κουζίνα, αλλά ποτέ της δεν την πίστευε. Προσπάθησε να της μιλήσει γι’ αυτό το θέμα και υπερασπιζόταν τον κατηγορούμενο λέγοντας της ότι είναι η ίδια που τον τραβούσε στο δωμάτιο και ότι είναι εκείνη που τον φιλούσε.

 

Επίσης, η μάρτυρας είπε ότι ο κατηγορούμενος την απειλούσε ότι αν τα πει στη μάμα ή τον παπά της θα ανεβάσει τις γυμνές της φωτογραφίες στο διαδίκτυο.

Η μάρτυρας είπε ότι, εν τέλει, το ανάφερε στο θείο της τον Ω.Ν, ο οποίος το είπε στον πατέρα της και προχώρησαν με την καταγγελία της υπόθεσης. Μίλησε, επίσης, με την αδελφή της και διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος έκανε και αυτής τα ίδια.

 

Η μητέρα της χώρισε με τον πατέρα της διότι έχει σχέση ερωτική με τον κατηγορούμενο.

 

Όσον αφορά τον Χ.Π. (Μ.Κ.8), η μάρτυρας είπε ότι ήταν γείτονας τους για 10 χρόνια και ότι τους βοηθά σε ό,τι πρόβλημα έχουν. Όταν έφυγε ο πατέρας της από το σπίτι, η μητέρα τους δεν τους συμπεριφερόταν καλά, δεν τους έκανε φαγητό και τους έδιωχνε από το σπίτι και τότε ο Χ.Π. τους έφερνε φαγητό και τους έπαιρνε στο σπίτι του και τους πρόσεχε. Aρνήθηκε ότι όλα όσα ανάφερε είναι ψέματα και ότι τους έβαλε ο Χ.Π. να τα πουν διότι τσακώθηκε με τον κατηγορούμενο επειδή δεν του άρεσε που πήγαιναν κάθε μέρα στο σπίτι του. Αρνήθηκε, επίσης, τη θέση της υπεράσπισης ότι όλα που είπε ότι της έκανε ο κατηγορούμενος είναι ψέματα και ότι θέλουν να τον εκδικηθούν γιατί χώρισε η μητέρα με το πατέρα της, επιμένοντας ότι είναι η αλήθεια και ότι ο κατηγορούμενος πράγματι της έκανε αυτά που είπε. Περαιτέρω, επέμενε ότι είναι ο κατηγορούμενος που την έβαλλε να του στέλνει γυμνές φωτογραφίες και βίντεο και αρνήθηκε τη θέση ότι οι φωτογραφίες και τα βίντεο που βρέθηκαν στο κινητό του κατηγορούμενου δεν του τα έστειλαν αλλά τα μετέφερε ο ίδιος όταν έφτιαχνε τα τηλέφωνα τους.

 

Η Μ.Κ.7, Π.Κ., επίσης παραπονούμενη, υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως της εξέτασης τις δύο καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία (Έγγραφα Δ και Δ.1). Συνοπτικά, σε αυτές αναφέρει ότι μετά την γνωριμία του κατηγορούμενου με τον πατέρα της, γνώρισε και τις ίδιες. Τούτο έγινε μετά το 2014, όταν μετακόμισαν στον Άγιο Αθανάσιο. Έκτοτε ο κατηγορούμενος πήγαινε συνέχεια στο σπίτι τους, με την προϋπόθεση ότι θα τους βοηθούσε στο διάβασμα. Στην αρχή διάβαζαν στην κουζίνα αλλά στην συνέχεια είπε ότι δεν γίνεται να διαβάζουν όλοι μαζί και πως πρέπει να διαβάζει ο καθένας μόνος του.  Όταν ήταν 12 ½ χρονών και είδε περίοδο, άρχιζε το στήθος να μεγαλώνει και ο κατηγορούμενος άλλαξε συμπεριφορά απέναντι της. Συγκεκριμένα ήταν πιο καλός, πιο γλυκός μαζί της.

 

Μια μέρα της είπε να πάνε στο δωμάτιο για να διαβάσουν. Στην αρχή διάβαζαν και μετά της είπε, επειδή είδε περίοδο ότι πλέον είναι μεγάλη γυναίκα και να της μάθει κάποια πράγματα που να κάμνει με τα αγόρια όταν μεγαλώσει. Επειδή δεν ήξερε τί εννοούσε, ήταν μικρή και δεν καταλάβαινε, του είπε εντάξει. Εκείνη την στιγμή της είπε απλά τούτο το πράγμα. Μετά από ένα μήνα όταν πήγαν για να διαβάσουν, κλείδωσε την πόρτα του δωματίου και την ρώτησε αν θυμόταν αυτό που της είχε αναφέρει, δηλαδή τα πιο πάνω. Αμέσως μετά της ζήτησε να δει το στήθος της. Του είπε εντάξει πάνω στην αθωότητα της και της πήρε την φανέλα, κατέβασε το σουτιέν της και είδε το στήθος της. Μετά από λίγες ημέρες άρχισε να κάνει άλλα πράγματα.

 

Υπήρχε περίπτωση, είπε η μάρτυρας, που ο κατηγορούμενος ξεκούμπωσε το παντελόνι του, μετά της ανέβασε πάνω τη φανέλα της, της κατέβασε το εσώρουχο και της έγλυφε το στήθος της, «έτριφκε της το πουτί της» με τα χέρια του και μετά την φιλούσε παντού στο σώμα της. Τούτο, είπε περαιτέρω, γινόταν μια φορά τον μήνα.

Όταν της έκανε τα πιο πάνω, της έλεγε ότι έχουν κρυφή σχέση και δεν θα έπρεπε να το πει σε κανέναν. Η ίδια σταμάτησε όλο αυτό που γινόταν, είπε, στην ηλικία των δεκαπέντε, επειδή κατάλαβε ότι εκείνο το οποίο γινόταν δεν ήταν σωστό και ανάφερε στον κατηγορούμενο ότι δεν ήθελε να ξανά κάνουν τίποτε.

 

Πέραν των πιο πάνω, η μάρτυρας αυτή είπε ότι όσον καιρό γινόταν αυτό, την έβαζε όταν ήταν μόνη της στο δωμάτιο ή στο μπάνιο να του στέλνει φωτογραφίες και βίντεο, γυμνές, δικές της. Αυτά τα έστελνε μέσω του viber.

 

Όταν τελικά μίλησε με το θείο της, τον Ω.Ν. και τον πατέρα της, μίλησε και με την αδελφή της Ν.Κ. και κατάλαβαν ότι, ό,τι ο κατηγορούμενος έκανε σε εκείνη, κάτι παρόμοιο έκανε και στην αδελφή της. Επίσης, η ίδια είπε ότι κάτι είχε υποψιαστεί από πριν, όταν εντόπισε στο κινητό της αδελφής της μια φωτογραφία με το «πουτί» της και όταν την ρώτησε τί ήταν, αυτή, δεν της έδωσε απάντηση. Είπε του κατηγορούμενου, όμως, να σταματήσει να της κάνει ο,τιδήποτε και της απάντησε ότι δεν θα σταματήσει, γιατί έπρεπε να μάθει και της Ν.Κ. τί να κάμνει όταν μεγαλώσει με τα αγόρια. Τότε φοβήθηκε να πει οτιδήποτε, είτε για το θέμα το δικό της είτε της Ν.Κ. γιατί ο κατηγορούμενος την απειλούσε ότι ήταν να δείξει τα βίντεο και τις φωτογραφίες της που είχε στην κατοχή του. Μια ημέρα, επίσης, όταν ο κατηγορούμενος μπήκε στο δωμάτιο τους και επειδή τα κρεββάτια τους είναι πάνω – κάτω και αυτή ήταν στο πάνω, άκουσε τον κατηγορούμενο που χάιδευε την αδελφή της και την ρωτούσε ψιθυριστά αν της άρεσε που την αγγίζει και την φιλά το αγόρι της και έχουν κρυφή σχέση.

 

Η μάρτυρας είπε ότι γνωρίζει ότι η μητέρα της έχει σχέση με τον κατηγορούμενο και πάει κρυφά και τον βλέπει. Η αδελφή της, Ν.Κ., της ανάφερε ότι η μητέρα τους της είπε να αποσύρει την καταγγελία της για τον κατηγορούμενο και να της δώσει λεφτά. Επίσης, η μάρτυρας είπε ότι είπε και της ίδιας να αποσύρει την καταγγελία της διότι θα γίνουν ρεζίλι. 

 

Σε περαιτέρω εξέταση της ανάφερε ότι ο Χ.Π. είναι γείτονας τους και φίλος του πατέρα της. Αυτή και τα αδέλφια της πήγαιναν στο σπίτι του και η ίδια ήταν φίλη με την κόρη του. Ανάφερε, επίσης, ότι η μητέρα τους δεν τους φρόντιζε, δεν τους μαγείρευε , έφευγε από το σπίτι και εκείνοι πήγαιναν δίπλα στο σπίτι του Χ.Π. και τους έδινε φαγητό. Γενικά ο Χ.Π., είπε, τους φρόντιζε και ήταν πάντα δίπλα τους.      

 

Αντεξεταζόμενη είπε ότι δεν ανάφερε αυτά που είπε στην μαρτυρία της ότι της έκανε ο κατηγορούμενος ενωρίτερα σε κανένα, διότι την απειλούσε ο κατηγορούμενος ότι θα ανεβάσει τις φωτογραφίες και τα βίντεο που είχε στο διαδίκτυο. Δεν γνώριζε να πει κατά πόσο η μητέρα της έκανε καταγγελία εναντίον του Χ.Π. περί τον Ιανουάριο του 2023 ότι, ο τελευταίος, πιθανόν να τους κακοποιούσε σεξουαλικά και να ασχολείτο μπροστά τους με ναρκωτικά. Είπε, όμως, ότι η μητέρα της δεν ήθελε να πηγαίνουν στο σπίτι του Χ.Π. και φώναζε στα αδέλφια της αλλά όχι στην ίδια. Ο λόγος είναι διότι νόμιζε ότι έκανε ναρκωτικά και ότι τους έβαζε και έπιναν αλκοόλ, αλλά, κατά τη θέση της, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

 

Όταν απέκτησε τηλέφωνο, τους λογαριασμούς του viber, e-mail, facebook, WhatsApp και όλους τους κωδικούς, της τους έκανε ο κατηγορούμενος και η ίδια παλιά του είχε δώσει για να της επιδιορθώσει την οθόνη ενός κινητού τηλεφώνου Samsung αλλά ποτέ δεν της το επέστρεψε.

 

Η Π.Κ. είπε, περαιτέρω, ότι η παρούσα υπόθεση και καταγγελία δεν έχει καμία σχέση με το χωρισμό του πατέρα της με την μητέρα της ένεκα του ότι η τελευταία είχε κάνει σχέση με τον κατηγορούμενο. Είχαν και άλλα προβλήματα είπε οι γονείς της. Αρνήθηκε ότι όλοι οικογενειακώς θεωρούσαν υπεύθυνο τον κατηγορούμενο για τον χωρισμό των γονιών της. Αρνήθηκε, περαιτέρω, ότι ο Χ.Π., ο οποίος καταγγέλθηκε από την μητέρα τους σε συνεννόηση με τον πατέρα της, τους έβαλαν να καταγγείλουν ψευδώς τον κατηγορούμενο.

 

Όσον αφορά τα βίντεο και τις φωτογραφίες επέμενε ότι είναι ο κατηγορούμενος που την έβαλε να τα κάνει, της έστελνε μηνύματα και της έλεγε να τα κάνει και δεν τα έκανε από μόνη της. Τις έβαζε είπε να του τα στέλνουν και τους έλεγε ότι θα τα φυλάξει σε ειδικό φάκελο και μόνο εκείνος θα τα έχει. Συναφώς, διαφώνησε ότι τα βίντεο και οι φωτογραφίες που βρέθηκαν στην κατοχή του κατηγορούμενου, μεταφέρθηκαν από τα δικά τους τηλέφωνα τα οποία του έδωσαν για επιδιόρθωση.

 

Τέλος, η παραπονούμενη διαφώνησε με τη θέση ότι η καταγγελία τους εναντίον του κατηγορούμενου είναι ψευδής και ότι θέλουν να τον βάλουν φυλακή διότι χώρισε την μητέρα τους από τον πατέρα τους, λέγοντας ότι δεν θα ερχόταν να καταγγείλει κάτι τόσο σοβαρό επειδή χώρισαν οι «δικοί» της.  

 

Ο Μ.Κ.8, Χ.Π., υιοθετώντας την κατάθεση του ημερομηνίας 25/03/2023 (Έγγραφο Ε), ανάφερε στο Δικαστήριο ότι διαμένει στο απέναντι διαμέρισμα με αυτό των παραπονουμένων από το 2014 όταν μετακόμισαν και οι τελευταίοι εκεί. Έγινε φίλος με τον πατέρα των παραπονούμενων, τον οποίο γνώριζε από προηγουμένως και πήγαινε στο σπίτι τους και έπιναν καφέ. Κάποτε έπαιρνε και φαγητό και έτρωγαν καθώς επίσης ρούχα των μωρών διότι ήταν φτωχή οικογένεια. Στη συνέχεια, γνώρισε και τον κατηγορούμενο, ο οποίος έμενε στην απέναντι πολυκατοικία. Ο κατηγορούμενος γνώρισε και την οικογένεια των παραπονουμένων και σιγά σιγά μπήκε στην ζωή της οικογένειας αυτής.

 

Σε κάποιο στάδιο, ο μάρτυρας υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μεταξύ του κατηγορούμενου και της μητέρας των παραπονουμένων, δηλαδή όταν πήγαινε στο σπίτι της εκείνη ντυνόταν καλύτερα και χτενιζόταν. Πριν από 2 – 3 χρόνια ο πατέρας των παραπονούμενων είπε στον κατηγορούμενο να διαβάζει στην Ν.Κ. διότι είχε πρόβλημα στο σχολείο και ο κατηγορούμενος άρχισε να το πράττει. Στην αρχή της διάβαζε στο τραπέζι της κουζίνας στην παρουσία του, στην παρουσία των γονιών της και του Άγγελου του γείτονα τους. Όταν της διάβαζε η Ν.Κ. καθόταν πάνω στα πόδια του, τον αγκάλιαζε και ο κατηγορούμενος την κτυπούσε φιλικά στα οπίσθια μπροστά τους.

 

Ο μάρτυρας ανάφερε ότι έλεγε του πατέρα των παραπονούμενων ότι αυτό που γίνεται δεν είναι σωστό και ο τελευταίος του έλεγε ότι τα ελέγχει. Η μητέρα των παραπονούμενων, από ένα σημείο και μετά, έλεγε στην Ν.Κ., όταν πήγαινε ο κατηγορούμενος στο σπίτι τους, για να της διαβάσει και να πιεί καφέ, ότι ήρθε ο χαρτωμένος της.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο μάρτυρας ανάφερε ότι από ένα σημείο και μετά,  ο κατηγορούμενος έλεγε ότι ήθελε ησυχία για να διαβάσει της Ν.Κ. και πήγαιναν στο υπνοδωμάτιο της και κλείδωναν την πόρτα δήθεν για να μην τους ενοχλούν. Ο κατηγορούμενος κάποιες φορές έπιανε το τηλέφωνο της Ν.Κ. ή έκλεινε το internet για τιμωρία ότι δεν διαβάζει και η Ν.Κ. έλεγε στον μάρτυρα ότι ο κατηγορούμενος ήθελε να ξέρει πού πηγαίνει (η Ν.Κ.) για να την ελέγχει.

 

Πριν από 5 – 6 μήνες η Ν.Κ. του είπε ότι ο κατηγορούμενος επιχείρησε να την πειράξει χωρίς να του πει συγκεκριμένες λεπτομέρειες  και τί ακριβώς εννοούσε και το ανάφερε στον πατέρα της ο οποίος του είπε ότι η υπόθεση είναι στα γραφεία της Βιας στην Αστυνομία γιατί έγινε καταγγελία εναντίον του.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο μάρτυρας είπε ότι γενικά η μητέρα των παραπονουμένων δεν τους φρόντιζε όπως έπρεπε και την οικογένεια παρακολουθεί το Γραφείο Ευημερίας. Τον περασμένο Ιανουάριο πήρε την Ν.Κ. και τον αδελφό της στην Αστυνομία για να καταγγείλουν την μητέρα τους ότι τους έδιωχνε από το σπίτι, δεν τους ταϊζε, δεν τους έπλενε τα ρούχα τους και ανάφερε το περιστατικό που ο κατηγορούμενος έβαζε την Ν.Κ. να κάθεται στο πόδια του.

 

Στην δεύτερη του κατάθεση, ημερομηνίας 27/03/2023, ο μάρτυρας αναφέρει ότι προχθές, το απόγευμα τον επισκέφθηκε η Ν.Κ. στο σπίτι του και είπε ότι η μητέρα της, της είπε να αποσύρει την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία και να την πληρώσει.

 

Σε περαιτέρω εξέταση του έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες και διευκρινήσεις των όσων αναφέρει στην κατάθεση του. Είπε επίσης ότι η μητέρα των παραπονούμενων τον κατάγγειλε στην Αστυνομία γιατί είχε κάμερα έξω από το διαμέρισμα του και ο κατηγορούμενος της έλεγε ότι έπρεπε να φύγει. Ο κατηγορούμενος, επίσης, έλεγε της μητέρας να τους διώξει από το σπίτι, όταν ήταν εκεί ο ίδιος και ο Άγγελος και γενικά είπε ότι ο κατηγορούμενος μπήκε μέσα στη ζωή της οικογένειας και τους έλεγχε.

 

Αντεξεταζόμενος είπε ότι κατά το έτος 2014 καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση για υπόθεση παράνομης κατοχής ναρκωτικών, ποτέ όμως κάπνισε ναρκωτικά ή έδινε αλκοόλ στις παραπονούμενες. Το μόνο που έκανε ήταν να ταϊζει και να φροντίζει τις παραπονούμενες αφού η μητέρα τους δεν ενδιαφερόταν. Με τον κατηγορούμενο είχαν τσακωθεί μια με δύο φορές και η καταγγελία της μητέρας στην Αστυνομία εναντίον του ήταν για τις κάμερες και καθ’ υπόδειξη του κατηγορούμενου.  

 

Τα όσα κατάγγειλαν οι παραπονούμενες, αυτός τα έμαθε για πρώτη φορά όταν πήγαν στην Αστυνομία. Δηλαδή, μετά την καταγγελία τους. Οι παραπονούμενες, επίσης, μετά την καταγγελία τους, του το είχαν αναφέρει. Η Ν.Κ. τον ενημέρωσε και μετά από 5 – 6 μέρες του τα είπε και η Π.Κ. Τούτα έλαβαν χώρα περί τον Νοέμβριο του 2023. Ο ίδιος δεν συνόδεψε τις παραπονούμενες στην Αστυνομία για να καταγγείλουν τα επίδικα συμβάντα.

 

Διαφώνησε με τη θέση ότι είναι ο ίδιος που οργάνωσε την όλη καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου μαζί με τον πατέρα, θείο και θεία των παραπονούμενων και ότι είναι ο ίδιος που έβαλε τις παραπονούμενες να τον καταγγείλουν ψευδώς διότι ήταν τσακωμένος με τον κατηγορούμενο και είχαν σοβαρές αντιπαραθέσεις και διότι ο κατηγορούμενος έβαζε την μητέρα τους να τον καταγγείλει αφού τα παιδιά της κινδυνεύουν στο σπίτι του από τα ναρκωτικά και άλλα πράματα που ήθελε να κάνει μαζί τους.

 

Η Μ.Κ.9, Α/στ. 4875 Χρυστάλλα Ιωάννου, η οποία υπηρετεί στην Υποδιεύθυνση Διαχείρισης Υποθέσεων Ευάλωτων Προσώπων του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, αναφέρθηκε στη δική της εμπλοκή με την παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα, ανάφερε ότι στις 23/03/2023 έλαβε οπτικογραφημένη κατάθεση από την Ν.Κ. και στη συνέχεια την ίδια ημέρα έλαβε γραπτό παράπονο από την Π.Κ. για σεξουαλική κακοποίηση όταν αυτή ήταν ανήλικη. Η μάρτυρας, επίσης, είπε ότι χειρίστηκε τη συσκευή οπτικογράφησης της κατάθεσης του αδελφού των παραπονουμένων, η οποία λήφθηκε από Λοχ. 1798 Δ. Χρίστου στις 27/03/2023. Την ίδια ημέρα, η ίδια έλαβε δεύτερη οπτικογραφημένη κατάθεση από την Ν.Κ.

 

Αναφέρθηκε, επίσης, στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και στις συγκαταθέσεις που έλαβε. Σε σχέση με τον οπτικογραφημένη κατάθεση του αδελφού των παραπονουμένων, αναγνώρισε στο Δικαστήριο το τεκμήριο 14, το οποίο είναι η απομαγνητοφώνηση της, τη γραπτή συγκατάθεση του πατέρα (τεκμήριο 12) και αποτέλεσε την κυρίως εξέταση του.

 

Πέραν των πιο πάνω, αναφέρθηκε σε διάφορα τεκμήρια και συγκεκριμένα ηλεκτρονικές συσκευές τις οποίες παρέλαβε από τον Α/Αστ. 1260.

 

Αντεξεταζόμενη, είπε ότι δεν γνωρίζει ποιος πήρε τις παραπονούμενες και τον αδελφό τους για τους λάβουν καταθέσεις στην Αστυνομία.   

 

Ο Μ.Κ. 10, Α/Αστ. 1260 Μ. Μιχαήλ, αναφέρθηκε στη δική του εμπλοκή στην παρούσα υπόθεση, η οποία προκύπτει από την κατάθεση του, «Έγγραφο Ζ», η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως του εξέταση. Ουσιαστικά ο μάρτυρας αυτός στις 24/03/2023 συνέλαβε τον κατηγορούμενο δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης (βλ. τεκμήριο 28). Επίσης, δυνάμει εντάλματος έρευνας (βλ. τεκμήριο 30), ερεύνησε το διαμέρισμα του κατηγορούμενου και αναφέρθηκε στα τεκμήρια τα οποία εντόπισε και παρέλαβε καθώς και στις απαντήσεις που ο κατηγορούμενος του έδινε για κάθε ένα από αυτά.

 

Κατά την αντεξέταση του, ο μάρτυρας είπε ότι όλα τα τεκμήρια τα οποία παρέλαβε τα παράδωσε σε άλλους συναδέλφους του για περαιτέρω έρευνα και ο ίδιος δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε ενέργεια, επίσης, για επιστροφή οποιουδήποτε τεκμηρίου στον κατηγορούμενο.

 

Ο Μ.Κ.11, Κ.Θ. ήταν ο πατέρας των παραπονουμένων, ο οποίος υιοθέτησε το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων που έδωσε στην Αστυνομία (βλ. «Έγγραφα Η και Η1), ως μέρος της κυρίως του εξέτασης.  Συνοπτικά, ο μάρτυρας αυτός είπε ότι οι σχέσεις του με τα παιδιά του είναι πολύ καλές ενώ από το Σεπτέμβριο του 2022 και μετά δεν έχει καλές σχέσεις με τη γυναίκα του. Ενημερώθηκε από τις κόρες του ότι ο κατηγορούμενος τις παρενοχλούσε σεξουαλικά και ότι αυτές τον κατάγγειλαν στην Αστυνομία.

 

Τον κατηγορούμενο ο ίδιος τον γνώρισε το 2015, μετά που είχαν μετακομίσει στην πολυκατοικία που διαμένουν σήμερα τα παιδιά και η γυναίκα του, δηλαδή το 2014. Έκαναν παρέα και ερχόταν συχνά στο σπίτι τους ο κατηγορούμενος και τον βοηθούσε αν ήθελε να φτιάξει κάτι. Τα απογεύματα ο κατηγορούμενος πήγαινε στο σπίτι τους για καφέ και συνήθως διάβαζε των κορών του. Αυτό γινόταν συνήθως στην κουζίνα όταν ο ίδιος ήταν σπίτι και τους έβλεπε. Μια φορά έτυχε και είδε τον κατηγορούμενο που ήταν στο δωμάτιο της Ν.Κ. και της διάβαζε και του έκανε παρατήρηση να μην πηγαίνουν στο δωμάτιο και να διαβάζουν στην κουζίνα γιατί υποψιάστηκε ότι η γυναίκα του μπορεί να είχε δεσμό με τον κατηγορούμενο. Δεν υποψιάστηκε οτιδήποτε για τις κόρες του γιατί συνήθως όταν ερχόταν για να τους διαβάσει ο ίδιος έφευγε από το σπίτι.

 

Τον περασμένο Αύγουστο του 2022 είπε του κατηγορούμενου να μην ξανά έρθει στο σπίτι του και ότι οι σχέσεις τους τελείωσαν και μετά από ένα μήνα, η γυναίκα του τον έδιωξε από το σπίτι και του έκανε καταγγελία για άσκηση βίας.

 

Έτυχε 2 -3 φορές ο ίδιος να δει την Ν.Κ. να κάθεται πλάγια στα πόδια του κατηγορούμενου, στην κουζίνα του σπιτιού τους. Πρόσεξε να την αγγίζει στην πλάτη, κάτι σαν χαϊδεμα και όποτε τους έβλεπε, έκανε παρατήρηση στη Ν.Κ. και του κατηγορούμενου ότι δεν είναι σωστό τούτο που γίνεται και ο κατηγορούμενος του έλεγε εντάξει. Η γυναίκα του, η οποία ήταν παρούσα, του έλεγε να την αφήσει και πάνω στο αστείο του έλεγε να τους αφήσει αφού εν χαρτωμένη του. Ο ίδιος διαφωνούσε με αυτό που γινόταν αλλά δεν τον άκουγαν.

 

Πέραν των πιο πάνω, είπε ότι πληροφορήθηκε από την κόρη του Ν.Κ. ότι την πήρε τηλέφωνο η μητέρα της για να της δώσει χρήματα για να αποσύρει την καταγγελία στην Αστυνομία εναντίον του κατηγορούμενου και της είπε να μην το κάνει.  

 

Αντεξεταζόμενος είπε ότι από το έτος 2016 περίπου άρχισε να διαβάζει των κορών του ο κατηγορούμενος και ήταν και ο ίδιος παρών αλλά δεν γνωρίζει αν μετά που έφευγε από το σπίτι ο κατηγορούμενος επέστρεφε πίσω. Άρχισε είπε να διαβάζει της Ν.Κ. το 2016, τον Σεπτέμβριο όταν άνοιξαν τα σχολεία και αυτό γινόταν τα απογεύματα. Την ίδια περίοδο άρχισε να διαβάζει και της Π.Κ. για κανένα μήνα, μόνο, όμως,  γιατί δεν μπορούσε να την βοηθήσει, ήταν δύσκολα τα μαθήματα και σταμάτησε.

 

Ο μάρτυρας είπε ότι της Ν.Κ. συνέχιζε να της διαβάζει στην κουζίνα και τις πλείστες φορές ήταν ο ίδιος παρών. Τις άλλες φορές που έλειπε υποθέτει ότι της διάβαζε στην κουζίνα και ήταν παρούσα η μητέρα της.

 

Όσον αφορά την σχέση του κατηγορούμενου με τη γυναίκα του, είπε ότι την υποψιάστηκε κατά το έτος 2019. Θεωρεί ότι η σχέση αυτή κατάστρεψε τη σχέση του με τη γυναίκα του ενώ είπε ότι προηγουμένως από αυτό, η σχέση του με τη γυναίκα του ήταν μέτρια. Τον θεωρεί υπεύθυνο, όμως, για το χωρισμό του.

 

Πέραν των πιο πάνω, είπε ότι ούτε ο ίδιος πήγαινε στο σπίτι του Χ.Π. ούτε οι κόρες του μετά που αυτός έφυγε από το σπίτι. Ο Χ.Π. όμως, είπε τον ενημέρωνε για τις κινήσεις του κατηγορούμενου και όταν ο τελευταίος πήγαινε στο σπίτι του.

 

Αρνήθηκε ότι όλες τις κατηγορίες εναντίον του κατηγορούμενου τις επινόησε ο ίδιος μαζί με τις κόρες του και σε συνεργασία με τον Χ.Π.

 

O M.K.12, Χ.Κ., αδελφός των παραπονουμένων, ηλικίας σήμερα 18,5 χρόνων, στην οπτικογραφημένη κατάθεση που του λήφθηκε, τεκμήριο 14, ανάφερε ότι για την παρούσα υπόθεση γνωρίζει ό,τι έβλεπε στο σπίτι του. Δηλαδή, είπε ότι ο κατηγορούμενος άγγιζε την αδελφή του την μικρή, την Ν.Κ., την έβαλε πάνω του, την χτυπούσε στον ποπό και στη ζάμπα και την χαϊδευε εκεί πέρα. Μπορούσε, είπε, να βάλει και το χέρι του πίσω απ’ τη πλάτη. Αυτά γίνονταν στο σαλόνι, στην κουζίνα και στο δωμάτιο. Την έπαιρνε, επίσης, στο δωμάτιο, κλείδωνε την πόρτα και διάβαζαν. Δεν γνώριζαν όμως αν την «επείραζε». Δεν ήταν σίγουροι. Και την φιλούσε στο μάγουλο και στο στόμα και «Καμιά φορά και αγκαλιές».

 

Ο κατηγορούμενος, είπε, τους έκαμνε κουμάντο και τους έπαιρνε περίπατο αλλά τις περισσότερες φορές έπαιρνε περίπατο μόνο την Ν.Κ. . Ο κατηγορούμενος πήγαινε στο σπίτι τους και αποκαλούσε την αδελφή του, την Ν.Κ. ότι είναι η χαρτωμένη του. Της απαγόρευε να μπει στο Instagram, να πάει περίπατο, της τα απαγόρευε όλα. Τον ίδιο, είπε ότι τον κτύπησε ο κατηγορούμενος διότι έκλεψε δύο ευρώ από την Ν.Κ.

 

Γενικά, είπε ότι ο κατηγορούμενος τους έλεγχε τί έκαναν καθώς και τα τηλέφωνα τους, το Facebook και το Instagram.

 

Οι Μ.Κ.13 και 14 κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή για σκοπούς αντεξέτασης.

 

Ο Μ.Κ.13, Α/Αστ. 2298 Σάββας Αδάμου, ο οποίος υπηρετεί στον Κλάδο Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων του Αρχηγείου, υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης (Έγγραφο Θ), στην οποία αναφέρεται στις ενέργειες και εμπλοκή του με την παρούσα υπόθεση. Ουσιαστικά ο μάρτυρας αυτός επιθεώρησε, σε συνεργασία με τον Μ.Κ.2 Α/Αστ. 2630 Μ. Νεοφύτου, όλα τα αρχεία εικόνας και βίντεο που έγιναν εξαγωγή από τα τεκμήρια τα οποία παραλήφθηκαν από την οικία του κατηγορούμενου και κάνει αναφορά στα 7 μοναδικά αρχεία εικόνας και τα 12 μοναδικά αρχεία βίντεο που εντοπίστηκαν στο τηλέφωνο μάρκας Samsung Galaxy.

 

O μάρτυρας αυτός ρωτήθηκε πώς είναι σίγουρος ότι στα πιο πάνω αρχεία απεικονίζεται η Ν.Κ. και κατά πόσο γνωρίζει ποια από τα κινητά τηλέφωνα που κατασχέθηκαν επιστράφηκαν στον κατηγορούμενο.  

 

Ο Μ.Κ.14, Μ.Α., παρόλο που και αυτός κλήθηκε για σκοπούς αντεξέτασης, η πλευρά της υπεράσπισης του ζήτησε και κατάθεσε την κατάθεση του στην Αστυνομία, η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως του εξέτασης (Έγγραφο Ι) και στην πορεία προέβηκε σε αμφισβήτηση της εκδοχής του.

 

Ο μάρτυρας αυτός ήταν γείτονας των παραπονουμένων, ο οποίος ζούσε στο διπλανό διαμέρισμα. Είπε ότι πήγαινε στο διαμέρισμα τους και έπινε καφέ και αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα περιστατικά κατά τα οποία έβλεπε την Ν.Κ. να κάθεται στα πόδια του κατηγορούμενου, ο οποίος την αγκάλιαζε και την άγγιζε στα πόδια και στα οπίσθια. Μια ημέρα όταν πήγε για καφέ ενωρίτερα από ότι συνήθιζε, είδε τον κατηγορούμενο να έρχεται από τα δωμάτια, χωρίς να γνωρίζει, όμως, τί έκανε. Κάποιες φορές, επίσης, όταν πήγαινε για καφέ τα πρωινά Σαββάτου και ήταν ο κατηγορούμενος εκεί, ο τελευταίος πήγαινε να ξυπνήσει την Ν.Κ.. Ο μάρτυρας υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μεταξύ του κατηγορούμενου και της Ν.Κ., όμως δεν ήταν σίγουρος.

 

Ρωτήθηκε για την σχέση του Χ.Π. με τον ίδιο και την μητέρα των παραπονούμενων, με το μάρτυρα να απαντά ότι δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους, ενώ ο Χ.Π. τσακωνόταν με την μητέρα λόγω των καμερών που είχε στην οικία του. Γνωρίζει, επίσης, ότι η μητέρα των ανήλικων κατάγγειλε τον Χ.Π. στην Αστυνομία για το ότι τα παιδιά της πάνε στο σπίτι του και πίνουν αλκοόλ. Αναφέρθηκε, περαιτέρω, στο περιστατικό κατά το οποίο η Ν.Κ. έκανε τα γενέθλια στο σπίτι του.

 

Aπό την αντίπερα όχθη, ο κατηγορούμενος στην ένορκη μαρτυρία του στο Δικαστήριο παράθεσε την εκδοχή του για την παρούσα υπόθεση. Συνοπτικά, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στην γνωριμία του με την οικογένεια των παραπονουμένων, η οποία, όπως είπε, άρχισε το 2015 καθώς και στις σχέσεις του με την εν λόγω οικογένεια. Συγκεκριμένα, είπε ότι πήγαινε καθημερινά στο σπίτι τους και έπιναν καφέ και σε κάποιο στάδιο διαπίστωσε ότι, τόσο οι παραπονούμενες όσο και ο αδελφός τους δεν γνώριζαν γράμματα, δηλαδή δεν ήξεραν αυτά που έπρεπε να γνωρίζουν για την ηλικία τους. Κατόπιν άδειας του πατέρα τους και με σκοπό να τους βοηθήσει άρχισε να τους διαβάζει. Στην πορεία διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει την Π.Κ. διότι ήταν γυμνάσιο και δεν γνώριζε τα μαθήματα που έκαναν ενώ για τον αδελφό τους, είπε ότι δεν έδειχνε ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον για να μάθει επέδειξε η Ν.Κ. και της διάβαζε καθημερινά, το απόγευμα για μια ώρα περίπου.

 

Πάντοτε όταν της διάβαζε ήταν παρόντες ο πατέρας και μητέρα της, ο αδελφός και αδελφή της και αυτό γινόταν στην κουζίνα ή δίπλα που είναι το σαλόνι. Ουδέποτε διάβασε σε κανένα παιδί στο υπνοδωμάτιο.

 

Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε, επίσης, στην βοήθεια που έδινε στην οικογένεια των παραπονουμένων λέγοντας ότι ο πατέρας και η μητέρα τους τσακώνονταν συνέχεια και ο ίδιος προσπαθούσε να τους συμβουλεύσει. Ο ίδιος σταμάτησε να πηγαίνει στο σπίτι τους τον Ιούλιο του 2022, όταν τον έδιωξε ο πατέρας των παραπονούμενων ενώ σχέση με τη μητέρα τους δημιούργησε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2022. Για την σχέση του αυτή δεν γνώριζε κανένας αλλά πρέπει να υποψιάζονταν.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στην αλλαγή της στάσης της Ν.Κ. προς το πρόσωπο του, λέγοντας ότι αυτό προέκυψε μετά από πλύση εγκεφάλου που της έκαναν οι συγγενείς του πατέρα της. Αυτό έλαβε χώρα μετά την καταγγελία που η Ν.Κ. και η μητέρα της έκαναν εναντίον του πατέρα για βία στην οικογένεια και ο τελευταίος απομακρύνθηκε από την οικία. Επίσης, είπε ότι οι ανήλικες τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τον χωρισμό των γονιών τους. Αυτό του το είπε η μητέρα τους μαζί με το γεγονός ότι κάτι του ετοιμάζουν.

 

Σε σχέση με τον Χ.Π. είπε ότι κάπνιζε ναρκωτικά στην οικία των παραπονουμένων και τσακωνόταν με την μητέρα τους, η οποία θύμωνε. Μετά την απομάκρυνση του πατέρα από την οικία, η Ν.Κ. και ο αδελφός της πήγαιναν συνέχεια στην οικία του Χ.Π. και έμεναν μέχρι αργά το βράδυ. Έπιναν ποτά, είπε, και ανέβαζαν Tik Tok. Έγινε καταγγελία στην Αστυνομία, η οποία όμως δεν πίστεψε την μητέρα αλλά τον Χ.Π. και δεν προχώρησαν την υπόθεση.

 

Όσον αφορά τα κινητά τηλέφωνα των παραπονουμένων, ο κατηγορούμενος είπε ότι ήταν αυτός που έβαλε τους κωδικούς του gmail και Facebook σε αυτά και είχε εύκολη πρόσβαση στους λογαριασμούς τους. Ο ίδιος έμπαινε στους λογαριασμούς της Ν.Κ. και τους έλεγχε για να μην μπλέξει πουθενά και τούτο με την άδεια των γονιών της. Επίσης, οι ανήλικοι αλλά και η μητέρα τους, του έδιναν τα τηλέφωνα τους για να τα επιδιορθώνει διότι είχε εμπειρία σε αυτό.

 

Τα αρχεία των γυμνών φωτογραφιών της Ν.Κ. τα οποία βρέθηκαν στο κινητό του τηλέφωνο, τα μετέφερε ο ίδιος από το κινητό της Ν.Κ. στις 16/10/2022. Κάποιος είχε πειράξει το Instagram της και του ζήτησε βοήθεια για να της το επιδιορθώσει, δίνοντας του τους κωδικούς της για να έχει πρόσβαση. Εντόπισε τα εν λόγω αρχεία και τα μετέφερε στο τηλέφωνο του για να της τα δείξει και να την επιπλήξει. Για δε τα αρχεία που αφορούν την Π.Κ., είπε ότι τα βρήκε στο τηλέφωνο της όταν του το πήρε η μητέρα της για να το επιδιορθώσει και τα μετέφερε στο δικό του, πάλι για τον ίδιο σκοπό. Τελικά, επίπληξε μόνο την Ν.Κ. και όχι την Π.Κ. και ουδέποτε ανάφερε ή έδειξε τα αρχεία αυτά στην μητέρα τους.

 

Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε όλα όσα του καταλογίζονται με το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεση και επιχείρησε να εξηγήσει τους λόγους που οι παραπονούμενες τον κατάγγειλαν. Ανάφερε ότι η Ν.Κ., μετά που την επίπληξε για τα αρχεία φωτογραφιών και βίντεο, τον μίσησε περισσότερο και μαθαίνοντας ότι είχε σχέση με την μητέρα της, τον κατάγγειλε. Όσον αφορά την καταγγελία της Π.Κ. δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει γιατί το έκανε αυτό. Στη συνέχεια, ανάφερε ότι οι παραπονούμενες επηρεάστηκαν από τον Χ.Π., τη θεία και γιαγιά τους και τον Ω.Ν., τον υποτιθέμενο θείο τους. Τα πιο πάνω πρόσωπα ο κατηγορούμενος τα χαρακτήρισε ως εχθρούς του και ότι του απέδωσαν τον χωρισμό των γονιών των παραπονούμενων. Ειδικότερα, ο Χ.Π., είπε, ήταν ο πρώτος που τις έβαλε πάνω για να κάνουν τις καταγγελίες.

 

Αντεξεταζόμενος, υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία για την παρούσα υπόθεση, τεκμήριο 15 και είπε ότι ο πατέρας δεν έδινε σημασία σε κανένα από τα μέλη της οικογένειας του. Η οικογένεια, είπε, είχε οικονομικά προβλήματα διότι έκαναν λάθος διαχείριση των χρημάτων τους αποδίδοντας την ευθύνη στον πατέρα ο οποίος χρησιμοποιούσε τα χρήματα του για την μητέρα και αδελφή του. Συμφώνησε ότι τα παιδιά στερούνταν πολλών πραγμάτων αλλά διαφώνησε με τη θέση ότι ο ίδιος τους έκανε δώρα και κατάφερε να εισχωρήσει στην οικογένεια. Απέδωσε τα όσα ανάφερε στο Δικαστήριο και δεν τα είπε στην κατάθεση του, στο γεγονός ότι δεν τον άφησαν στην Αστυνομία να τα πει όλα και ότι ήταν ζαλισμένος και συγχυσμένος.

 

Όσον αφορά τη θεία των παραπονουμένων και τον Ω.Ν, ανάφερε ότι είπαν ψέματα στο Δικαστήριο χωρίς να γνωρίζει το λόγο αλλά υποψιάζεται ότι είναι επειδή χώρισε ο πατέρας των παραπονούμενων και ότι όλο αυτό το σχέδιο, δηλαδή την καταγγελία την ξεκίνησε ο Χ.Π..

 

Είπε, περαιτέρω, ότι ο λόγος της καταγγελίας από την Ν.Κ. είναι διότι της θύμωσε και την επίπληξε και επειδή είναι εκδικητικός τύπος.

 

H M.Y.1, A.K., γειτόνισσα με τον κατηγορούμενο, ανάφερε ότι ο κατηγορούμενος είναι καλός άνθρωπος και ότι την βοηθούσε με κάποιες εργασίες στο σπίτι της και του έκανε καφέ. Τον κατηγορούμενο τον έβλεπε και στο σπίτι της μητέρας των παραπονούμενων, όταν η ίδια πήγαινε για καφέ. Εκεί, έπινε και ο κατηγορούμενος καφέ και βοηθούσε την Ν.Κ. με τα μαθήματα της. Της διάβαζε στο τραπέζι της κουζίνας και ήταν παρόντες η μητέρα και ο πατέρας της καθώς και τα αδέλφια της. Δεν τους είδε ποτέ να διαβάζουν σε άλλο χώρο ή στο δωμάτιο. Επίσης, δεν είδε τον κατηγορούμενο να βοηθά την Π.Κ. με τα μαθήματα της ή να της διαβάζει.

 

Πέραν των πιο πάνω, είπε ότι ο κατηγορούμενος βοηθούσε την οικογένεια των παραπονούμενων ενώ για τον Χ.Π. είπε ότι είναι «ξακουστός», δηλαδή, είπε, είναι ένας «χασισιάρης» και ότι τον άκουσε που είπε του πατέρα των παραπονούμενων ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι καλός και να μην τον «βάλλει» στο σπίτι του. Τελευταίως οι παραπονούμενες είναι συνέχεια στο σπίτι του Χ.Π.. Η μητέρα των παραπονούμενων φοβάται τον Χ.Π. και γενικότερα φοβάται και δεν μπορεί να μιλήσει. Της είπε, όμως, ότι όλα αυτά που λένε για τον κατηγορούμενο οι παραπονούμενες είναι ψέματα. Η σχέση, επίσης, της μητέρας με τις κόρες της δεν είναι καλή.

 

Ο Μ.Υ.2, Χ.Σ. , επίσης γείτονας του κατηγορούμενου από το 2014 -  μένουν στην ίδια πολυκατοικία - , είναι κυβερνητικός υπάλληλος και εργάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Συνοπτικά, αναφέρθηκε στον τρόπο γνωριμίας του με τον κατηγορούμενο και στην φιλική σχέση που ανάπτυξαν. Ο ίδιος δεν είχε ή έχει ιδιαίτερες σχέσεις με την οικογένεια των παραπονουμένων αλλά γνωρίζει τη σχέση που είχε ο κατηγορούμενος με αυτή, στη βάση, όπως προκύπτει των λεγομένων του κατηγορούμενου. Ο μάρτυρας είπε ότι ο κατηγορούμενος εισχώρησε στην οικογένεια αυτή με σκοπό να την βοηθήσει λόγω και του χαρακτήρα του. Δηλαδή, ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε πρόθεση και διάθεση να βοηθήσει οποιονδήποτε του ζητούσε βοήθεια δίνοντας παραδείγματα του καλού του, γι αυτόν, χαρακτήρα του κατηγορούμενου.

 

Διαφωνούσε είπε με τη στάση που τηρούσε ο κατηγορούμενους έναντι των παιδιών και του είχε αναφέρει ότι σε κάποια φάση θα τον κατηγορήσουν για κάτι, όπως και έγινε. Και τούτο, το απέδωσε στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος άρχισε να γίνεται πιο αυστηρός με την Ν.Κ. Aναφέρθηκε σε διάφορα ζητήματα και γεγονότα, ως αυτά που και ο ίδιος ο κατηγορούμενος παράθεσε κατά την εκδοχή του, εκφράζοντας τις απόψεις, πεποιθήσεις και γνώμες του επικαλούμενος και την πείρα του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

 

Αναφορικά με τον λόγο που ο κατηγορούμενος βρίσκεται στο Δικαστήριο, ο μάρτυρας το απέδωσε σε εμπλοκή του Χ.Π. σε συνομωσία με την οικογένεια και στο γεγονός ότι ήταν εύκολο να πείσεις τις παραπονούμενες να προβούν σε καταγγελία. Το συμπέρασμα του είναι ότι σε καμία περίπτωση συνέβησαν αυτά που κατηγορούν τον κατηγορούμενο.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας:

 

Έχουμε παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την μαρτυρία τους λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ. Πελεκάνου v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ., Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002), 1A A.A.Δ. 454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 173). Επίσης, διατηρούμε κατά νου την πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει, αφού προηγουμένως αιτιολογήσει την προσέγγιση του αυτή (βλ. Παντελής Λαζάρου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, Κώστας Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, (2013) 2 Α.Α.Δ 754, Ιωσηφίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 243/2012, Ημερ. 02/05/2014 και Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.α v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 125/2017, 127/2017, 129/2017, 130/2017, 131/2017, Ημερ. 26/04/2018).

 

Είναι, επίσης, γνωστό ότι μικροαντιφάσεις ή μικρές ανακρίβειες, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά πολλές φορές, την ενδυναμώνουν γιατί ακριβώς δεικνύουν έλλειψη                    προσχεδιασμού (βλ. Άριστος Μαρκίτσης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 23/2015, Ημερ. 21/04/2016, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2011)2 Α.Α.Δ. 345, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391). Στη Σιβιτανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166 επαναλήφθηκε η αρχή ότι «Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (βλ. Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056 και Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220).».

 

Για σκοπούς καλύτερης δομής, θα προχωρήσουμε κατωτέρω να αξιολογήσουμε τη μαρτυρία πρώτα όλων των υπόλοιπων μαρτύρων για την Κατηγορούσα αρχή και θα αφήσουμε τελευταία την αξιολόγηση της μαρτυρίας των βασικών μαρτύρων της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή των παραπονουμένων Π.Κ. και Ν.Κ.

 

Οι Μ.Κ.1, 9 και 10 μας έκαναν καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και κρίνουμε ότι προσήλθαν στο Δικαστήριο για να πουν την αλήθεια και να αναφέρουν την δική τους εμπλοκή στην υπόθεση λόγω της ιδιότητας τους. Υπενθυμίζεται ότι οι εν λόγω μάρτυρες είναι Αστυνομικοί και ενέργησαν στα πλαίσια των καθηκόντων τους αναφέροντας τις ενέργειες που προέβηκαν στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης. Σε κανένα σημείο κατά την αντεξέταση τους έχει κλονιστεί η αξιοπιστία τους και κρίνουμε ότι ενέργησαν αμερόληπτα και αντικειμενικά.

 

Οι Μ.Κ.1 και 9 είναι οι Αστυνομικοί οι οποίοι ενεπλάκηκαν στη λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων από την ανήλικη Ν.Κ. και τον αδελφό της. Οι μάρτυρες αυτοί, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία τους και η οποία δεν έτυχε αμφισβήτησης έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση για τη λήψη τέτοιων καταθέσεων. Προκύπτει, επίσης, ότι ακολούθησαν την ορθή και την ενδεδειγμένη διαδικασία βάσει του Νόμου κατά τη λήψη των εν λόγω οπτικογραφημένων καταθέσεων.

 

Πέραν των πιο πάνω, η αντεξέταση του Μ.Κ.1 επικεντρώθηκε στην αναφορά της μητέρας των παραπονούμενων και του αδελφού τους, που έφθασε στα γραφεία τους στις 13/01/2023 περί του ότι η ανήλικοι Ν.Κ. και ο αδελφός της είναι καθημερινά στο σπίτι του Χ.Π. και ότι πιθανόν να κακοποιούνται σεξουαλικά ή να τους δίνει ναρκωτικά. Ο Μ.Κ.1. εξήγησε στο Δικαστήριο όλες τις ενέργειες στις οποίες προέβηκαν για σκοπούς διερεύνησης της εν λόγω αναφοράς, καταθέτοντας στο Δικαστήριο και σχετικό ημερολόγιο ενεργείας (βλ. τεκμήριο 18). Δεν διαπιστώνεται ότι η Αστυνομία ολιγώρησε ή δεν εξέτασε αυτήν την αναφορά, όπως ήταν η θέση της υπεράσπισης. Ο Μ.Κ.1 εξήγησε ότι προσεγγίστηκαν τα εν λόγω ανήλικα πρόσωπα, τα οποία στην ουσία διέψευσαν τα όσα αναφέρθηκαν από την μητέρα και δεν ήταν διατεθειμένα να δώσουν κατάθεση. Όταν τελικά οι παραπονούμενες προσήλθαν στις 14/03/2023 και κατάγγειλαν τον κατηγορούμενο, φαίνεται και προκύπτει ότι ούτε και τότε ανάφεραν ο,τιδήποτε για τον Χ.Π. . Αντιθέτως, διέψευσαν τα όσα αναφέρθηκαν από την μητέρα. Εν όψει λοιπόν των πιο πάνω και των όσων ο Μ.Κ.1 ανάφερε δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε ολιγωρία από την Αστυνομία για διερεύνηση της εν λόγω αναφοράς, αφού δεν προέκυψε το ο,τιδήποτε, δεν υπήρχε καταγγελία από τα ανήλικα και αυτά διέψευσαν την εν λόγω αναφορά.

 

H αναφορά του πιο πάνω μάρτυρα στο ότι η καταγγελία της μητέρας έλαβε χώρα μια εβδομάδα ή 10 μέρες μετά την καταγγελία της ανήλικης Ν.Κ., δεν έχουμε διακρίνει να έγινε με οποιοδήποτε αλλότριο σκοπό, όπως η συνήγορος του κατηγορούμενου αναφέρει στην αγόρευση της, αλλά για να παρουσιάσει την ορθή εικόνα και αλληλουχία των γεγονότων. Περαιτέρω, από τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού αλλά και από όλη την υπόλοιπη μαρτυρία δεν προκύπτει ότι οι παραπονούμενες προχώρησαν σε καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου στις 06/01/2023 για τα επίδικα συμβάντα και μετά την απέσυραν, όπως, επίσης, η συνήγορος αναφέρει. Ο Μ.Κ.1 είπε ότι είχε γίνει καταγγελία το πιο πάνω χρονικό διάστημα από την ανήλικη Ν.Κ. και είχαν κάποιες αναφορές της, χωρίς όμως να προωθηθεί. Δεν διευκρινήστικε τί είδους καταγγελία έγινε και ιδιαιτέρως, δεν προκύπτει η καταγγελία αυτή να αφορούσε τα επίδικα περισταστικά. Η θέση του Μ.Κ.1 περί της καταγγελίας αυτής, φαίνεται να συνάδει με τα όσα ο Μ.Κ.8, ανάφερε περί τούτου. Ότι δηλαδή μετέφερε την ανήλικη Ν.Κ. στην Αστυνομία και προέβηκε σε καταγγελία εναντίον της μητέρας της ότι δεν τους φρόντιζε, ταϊζε και ότι ο κατηγορούμενος την έβαζε να κάθεται στα πόδια του.    

 

Ο Μ.Κ.10, πέραν από τη σύλληψη του κατηγορούμενου, προχώρησε και στην εκτέλεση εντάλματος έρευνας στην οικία του από την οποία παρέλαβε αριθμό ηλεκτρονικών συσκευών, όπως καταγράφονται στην γραπτή του κατάθεση, Έγγραφο Ζ. Δεν έτυχαν αμφισβήτησης οι ενέργειες του Μ.Κ.10 και η αντεξέταση του επικεντρώθηκε στο κινητό τηλέφωνο μάρκας Samsung που αναφέρεται στην 10η γραμμή της δεύτερης σελίδας της κατάθεσης του και στην αναφορά του κατηγορούμενου κατά τη λήψη του, όπως τη σημείωσε ο μάρτυρας. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας κατέγραψε ότι ο κατηγορούμενος του ανάφερε «Είναι μιας γειτόνισσας της Έ. Ζ. για να το κάμω reset». Δεν έχει προκύψει ή καταδειχθεί κατά την αντεξέταση του μάρτυρα ότι ο κατηγορούμενος του ανάφερε ή ενδεχομένως να του ανάφερε ότι το εν λόγω κινητό άνηκε στην κόρη της Έ. Ζ. και ότι το πήρε για να το επιδιορθώσει ή να το κάνει reset. Ο μάρτυρας επέμενε ότι, το ό,τι έγραψε είναι αυτό που του ανάφερε ο κατηγορούμενος, θέση την οποία αποδεχόμαστε.

 

Δεν διαπιστώνουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στη μαρτυρία των Μ.Κ.1, 9 και 10 και αυτή γίνεται αποδεκτή.   

 

Ο Μ.Κ.2 κατάθεσε ως εμπειρογνώμονας, ο οποίος υπηρετεί στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων (Δ.Ε.Η.Δ.) του Αρχηγείου της Αστυνομίας. Μεταξύ των καθηκόντων του, όπως ανάφερε, είναι η συλλογή, ο χειρισμός και η εξέταση ηλεκτρονικών τεκμηρίων όπου και όταν χρειάζεται σε σκηνές έρευνας που αφορούν οποιοδήποτε αδίκημα και η δικανική εξέταση ηλεκτρονικών τεκμηρίων στο εργαστήριο με σκοπό τον εντοπισμό οποιασδήποτε μαρτυρίας, η οποία δυνατό να σχετίζεται με το υπό διερεύνηση αδίκημα.

 

Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες εξετάζεται και αξιολογείται η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Κατ΄ αρχάς το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο ο μάρτυρας που καταθέτει ως εμπειρογνώμονας έχει τα απαραίτητα και αναγκαία προσόντα για να θεωρηθεί ως τέτοιος για το θέμα στο οποίο αναφέρεται. Στην Κωνσταντίνα Σιακόλα v. Aστυνομίας Ποιν. Εφεση Αρ. 53/11, Ημερομηνίας 24/01/2013 αναφέρθηκε ότι για την εξακρίβωση κατά πόσο ένας μάρτυρας είναι ικανός να δώσει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας θα πρέπει να απαντηθούν δύο ερωτήματα. Πρώτο, κατά πόσο το αντικείμενο της εμπειρογνωμοσύνης του εμπίπτει στην κατηγορία των θεμάτων εκείνων για τα οποία επιτρέπεται να δοθεί μαρτυρία πραγματογνώμονα και δεύτερο, κατά πόσο ο μάρτυρας έχει αποκτήσει είτε κατόπιν σπουδών είτε λόγω εμπειρίας επαρκή γνώση του αντικειμένου ώστε η γνώμη του να καθίσταται πολύτιμη (of value) στην επίλυση των επίδικων θεμάτων. Πέραν τούτου, έχει νομολογηθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (βλ. Θεοσκέπαστη Φαρμ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 534, Evagelou & Another v. Ambizas & Another (1982) 1 C.L.R. 41, Φιλίππου v. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 και Μάριος Νικολάου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 841).

 

Πέραν των πιο πάνω, η αξιολόγηση τέτοιων μαρτύρων δεν διαφέρει από την αξιολόγηση των υπόλοιπων μαρτύρων. Πρέπει όμως, οι μάρτυρες αυτοί να δώσουν όλα τα εχέγγυα και απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια για να μπορεί να ελεχθεί η ακρίβεια των συμπερασμάτων τους και το ίδιο το Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει στα δικά του ευρήματα γεγονότων (Vassiliko Cement Works Ltd v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389 και Νεάρχου v. Στεφανίδης κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351, Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1 και Andreas Anastasiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97).

 

Ο μάρτυρας αυτός αναφέρθηκε στο Δικαστήριο στη διαδικασία την οποία ακολούθησε για τον έλεγχο και την εξαγωγή των δεδομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών και τηλεφώνων τα οποία του παραδόθηκαν για εξέταση. Επίσης, ο μάρτυρας αυτός κατάθεσε στο Δικαστήριο σχετικό βιογραφικό σε σχέση με τα προσόντα του, τους τίτλους που απέκτησε και τις εκπαιδεύσεις που έτυχε (βλ. τεκμήριο 19). Έχοντας υπόψη μας τα προσόντα του μάρτυρα, τα οποία δεν έτυχαν και αμφισβήτησης, κρίνουμε ότι μπορούμε να τον αποδεχθούμε ως ειδικό στα ζητήματα που αναφέρθηκε στο Δικαστήριο και ότι τα όσα είπε εμπίπτουν στην σφαίρα των θεμάτων που επιτρέπεται να δοθεί μια τέτοια μαρτυρία. Άλλωστε και η πλευρά της υπεράσπισης δεν αμφισβήτησε την εμπειρογνωμοσύνη του μάρτυρα αυτού.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο μάρτυρας αυτός, κρίνουμε ότι ήταν αντικειμενικός και ότι προσήλθε στο Δικαστήριο περιοριζόμενος να αναφερθεί στα αποτελέσματα των εξετάσεων που διενέργησε στις συγκεκριμένες ηλεκτρονικές συσκευές που του παραδόθηκαν για εξέταση. Η αντεξέταση του ήταν διερευνητικής και διευκρινιστικής φύσεως και σε κανένα στάδιο η μαρτυρία του και συγκεκριμένα η διαδικασία που ακολούθησε αλλά και τα ευρήματα του, έτυχαν αμφισβήτησης.

 

Ο μάρτυρας εξήγησε, μέσω της Έκθεσης που ετοίμασε αλλά και προφορικά στο Δικαστήριο τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε και τα αποτελέσματα του και κρίνουμε ότι μπορούμε να αποδεχθούμε τη μαρτυρία του στην ολότητα της.

 

Σημειώνουμε ότι τα τεκμήρια τα οποία εξέτασε (τρείς πύργους Η/Υ, ένα φορητό υπολογιστή, ένα Tamplet και πέντε κινητά τηλέφωνα), είναι αυτά τα οποία του παραδόθηκαν, όπως ανάφερε, από την Α/Αστ. 4875 Χ. Ιωάννου (Μ.Κ.9), θέση που δεν έτυχε αμφισβήτησης. Όπως, επίσης, προκύπτει, από τη μαρτυρία των Μ.Κ.9 και 10, τα τεκμήρια αυτά παραδόθηκαν στην πιο πάνω             Α/Αστυφύλακα (Μ.Κ.9) από τον Μ.Κ.10, τα οποία παρέλαβε από την οικία του κατηγορούμενου κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας.

 

Ο μάρτυρας ανάφερε και εξήγησε στο Δικαστήριο ότι οι 6 από τις 7 φωτογραφίες που εντόπισε σε συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο ήταν μικρογραφίες (thumbnails). Δηλαδή, τα αρχικά αρχεία των εν λόγω φωτογραφιών είχαν διαγραφεί για να μην εντοπιστούν και δημιουργήθηκαν τα πιο πάνω αρχεία που εντόπισε. Αυτά τα αρχεία δεν ήταν προσβάσιμα από τον χρήστη του τηλεφώνου και μόνο με εξειδικευμένα εργαλεία ήταν προσβάσιμα. Η άλλη φωτογραφία ήταν στον κάδο (trash) που σημαίνει ότι διαγράφηκε από τον χρήστη αλλά εντοπίζεται στον εν λόγω κάδο και ήταν προσβάσιμο. Τα αρχεία γενικά που είναι στο κάδο, μπορούν να επανέλθουν από τον χρήστη χωρίς τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων. Τα 12 βίντεο, επίσης, εντοπίστηκαν στον κάδο. Ο μάρτυρας αναφέρει στην Έκθεση του, περαιτέρω, ότι στον κάδο αποθηκεύονται προσωρινά όλα τα αρχεία τα οποία διαγράφονται από τον χρήστη και το λειτουργικό σύστημα του τηλεφώνου μετά από πάροδο 30 ημερών (από την ημερομηνία διαγραφής) προβαίνει στην αυτόματη διαγραφή των αρχείων που βρίσκονται στην συγκεκριμένη διαδρομή (κάδο).

 

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός εκ μέρους του κατηγορούμενου και το οποίο εγκρίθηκε από το Δικαστήριο ότι τα 7 αρχεία εικόνας παρουσιάζουν τις ανήλικες Π.Κ. και Ν.Κ. και αφορούν ερωτικές πόζες (Κατηγορία 1) με βάση τη νομολογία ενώ τα 12 βίντεο παρουσιάζουν, επίσης, τις πιο πάνω ανήλικες γυμνές να επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις (Κατηγορία 2 – αυνανισμός σόλο από παιδί).

 

Όσον αφορά την ημερομηνία δημιουργίας των εν λόγω αρχείων, ο μάρτυρας εξήγησε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει πότε αυτά έγιναν διότι για να έχει τέτοια πληροφορία θα πρέπει να έχει το συγκεκριμένο τεκμήριο που τραβήχτηκαν. Εκείνο το οποίο είπε, όμως, είναι ότι αυτά αποθηκεύτηκαν ή δημιουργήθηκαν στο συγκεκριμένο κινητό που τα εντόπισε μεταξύ των ημερομηνιών 12/10/2022 – 14/02/2023, εξηγώντας τη θέση του αυτή. Δηλαδή, είναι η ημερομηνία που καταλήγουν στο συγκεκριμένο κινητό και ο χρήστης τα είδε. Ανάφερε, περαιτέρω, ότι δεν εντόπισε οποιαδήποτε συνομιλία στο συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο κατά την οποία να αποστέλλει κάποιος άλλος χρήστης στον χρήστη του κινητού αυτού τα εν λόγω αρχεία. Είπε, όμως, ότι μπορεί να μεταφέρθηκαν από άλλο ηλεκτρονικό υπολογιστή, για παράδειγμα, στο κινητό.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο μάρτυρας είπε ότι για να έχει κάποιος πρόσβαση σε όλα τα αρχεία και φωτογραφίες ενός κινητού τηλεφώνου θα πρέπει να έχει φυσική πρόσβαση ή απομακρυσμένη και με αυτό τον τρόπο μπορεί να μεταφέρει αρχεία σε άλλο τηλέφωνο ή στον υπολογιστή.

 

Λαμβάνουμε υπόψη όλα τα πιο πάνω και για σκοπούς αξιολόγησης κατωτέρω της υπόλοιπης μαρτυρίας καθώς επίσης και οτιδήποτε άλλο σχετικό προκύπτει από τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού.

 

Η Μ.Κ.3 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και κρίνουμε ότι προσήλθε για να αναφέρει τα γεγονότα όπως η ίδια τα γνώριζε και τα αντιλήφθηκε να συμβαίνουν στο σπίτι του αδελφού της, κατά τις επισκέψεις της εκεί. Σε κάποια σημεία κατά τη μαρτυρία της ήταν συναισθηματικά φορτισμένη ένεκα της φύσης της παρούσας υπόθεσης και της πεποίθησης της ότι ο κατηγορούμενος είχε «πειράξει» τις αδελφότεκνες της. Παρόλα αυτά, η μάρτυρας απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν αυθόρμητα και με αμεσότητα και σε κανένα σημείο της μαρτυρίας της έχουμε διαπιστώσει οποιεσδήποτε αντιφάσεις, οι οποίες να δημιουργούν ρήγματα στα όσα ανάφερε.

 

Η μάρτυρας κατά τη μαρτυρία της έδωσε λεπτομέρειες των συγκεκριμένων περιστατικών που ανάφερε στην κατάθεση της και το τί είδε να συμβαίνει στην οικία του αδελφού της κατά την παρουσία του κατηγορούμενου, σε σχέση με τη Ν.Κ. Απέρριψε τη θέση ότι όλα αυτά που είπε είναι ψέματα με σκοπό να ενοχοποιήσουν τον κατηγορούμενο, διότι ήταν η αιτία που χώρισε ο αδελφός της. Ομοίως απέρριψε τη θέση ότι η όλη καταγγελία ήταν μια συμπαιγνία της ίδιας, του Χ.Π. και του ξάδελφου της, του Ω.Ν.

 

Αναφέρθηκε στη σχέση της με το Χ.Π. για να πει ότι δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις μαζί του και ότι τον γνώρισε στην οικία του αδελφού της, αφού ήταν γείτονας τους. Τούτο προκύπτει να συνάδει και με τα όσα ο ίδιος ο Χ.Π. ανάφερε στη μαρτυρία του, η αξιολόγηση της οποίας ακολουθεί. Το γεγονός ότι σε ανύποπτο χρόνο ο Χ.Π. της είπε να προσέχει τις αδελφότεκνες της από τον κατηγορούμενο και ότι από τον καιρό που ο αδελφός της μετακόμισε στην συγκεκριμένη πολυκατοικία η συμπεριφορά της νύφη της άλλαξε, ένεκα, όπως αποδείχθηκε της σχέσης της με τον κατηγορούμενο, δεν συνηγορούν χωρίς άλλο ότι η ίδια μαζί με τα πιο πάνω αναφερόμενα πρόσωπα μεθόδευσαν την καταγγελία. Η ίδια η μάρτυρας, μετά τα πιο πάνω που της μεταφέρθηκαν, προχώρησε σε ενέργειες για να διαπιστώσει το τί συνέβαινε και τα όσα ανάφερε περί τούτου, με κανένα τρόπο έχουν κλονιστεί.

 

Η μάρτυρας είπε ότι ανάφερε στον αδελφό της αυτά που είδε και δεν της αρέσαν και εκείνος την καθησύχαζε. Επίσης, είπε ότι προειδοποίησε και τον κατηγορούμενο σε σχέση με τη συμπεριφορά του απέναντι στην Ν.Κ., θέση που δεν έτυχε αμφισβήτησης. Άλλωστε και ο κατηγορούμενος κατά τη μαρτυρία του, σε κάποιο στάδιο αναφέρθηκε στη συνομιλία αυτή με τη μάρτυρα. Ανάφερε τις υποψίες της και στον ξάδελφο της. Ήταν λογικό, εν όψει και της σχέσης της με τις ανήλικες, η μάρτυρας να είχε προβεί στα πιο πάνω διαβήματα. Τα όσα αντιλήφθηκε να συμβαίνουν, όμως, ήταν σε χρόνο ανύποπτο και πριν από τον χωρισμό του αδελφού της. Σημαντικό, επίσης, ήταν ότι δεν προκύπτει η ίδια να προσέγγισε τις ανήλικες και να τις παρότρυνε να προχωρήσουν με οποιαδήποτε καταγγελία ή να προσπάθησε να μεθοδεύσει τα γεγονότα. Αντιθέτως, η ίδια έλαβε γνώση των όσων συνέβαιναν μετά που οι ανήλικες μίλησαν στον ξάδελφο της τον Ω.Ν., κάτω από τις περιστάσεις που θα διαφανεί κατωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Μάλιστα, ήταν η πρώτη φορά που η ίδια ενημερωνόταν ότι ο κατηγορούμενος «πείραζε» και την Π.Κ. εκτός από την Ν.Κ. για την οποία είχε υποψίες.

 

Κατά συνέπεια, η θέση περί συμπαιγνίας και εκδικητικής καταγγελίας με την εμπλοκή της ίδιας, δεν προκύπτει από τη μαρτυρία της αλλά και από την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μας.

 

Αποδεκτά γίνονται και τα όσα ανάφερε ότι της είπαν οι ανήλικες μετά την αποκάλυψη τους για το τι συνέβαινε στον ξάδελφο της, Ω.Ν. Σε κάποιες αναφορές της, οι οποίες προκύπτει να αποτελούν δικά της συμπεράσματα και ειδικότερα ότι ο κατηγορούμενος ασελγούσε στις αδελφότεκνες της, δεν θα δοθεί βαρύτητα. Τούτο θα προκύψει από όλα τα ευρήματα του Δικαστηρίου και ειδικότερα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας των παραπονούμενων.

 

Η Μ.Κ.4 κατάθεσε ως Κλινική Ψυχολόγος η οποία από τον 9ον/2017 εργάζεται στη Διεύθυνση Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και η οποία προχώρησε σε αξιολόγηση της Π.Κ. Αποδεχόμαστε τη μάρτυρα αυτή ως κλινικό ψυχολόγο, έχοντας υπόψη μας τόσο τα ακαδημαϊκά της προσόντα και εκπαίδευση και πείρα της, ως αποκαλύπτονται στο τεκμήριο 26, το οποίο κατάθεσε στο Δικαστήριο. Αντεξεταζόμενη, επίσης, κατάθεσε δέσμη εγγράφων και πιστοποιητικών που έλαβε (βλ. τεκμήριο 27) και αναφέρονται στο τεκμήριο 26. Ανάφερε, περαιτέρω, ότι πέραν του πτυχίου της ψυχολογίας, παρακολούθησε μεταπτυχιακή μετεκπαίδευση 2 ετών, μέσα στο οποίο υπήρχαν 1000 ώρες πρακτικής εξάσκησης και παράλληλα πιστοποιήθηκε με διάφορα ψυχομετρικά εργαλεία κατόπιν διαφόρων εκπαιδεύσεων που είχε λάβει, καθώς και άλλα σεμινάρια. Το γεγονός ότι η μάρτυρας ήταν η πρώτη φορά που εξέτασε ανήλικη η οποία καταγγέλλει σεξουαλική κακοποίηση, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αναφερθεί στην ψυχολογική κατάσταση του προσώπου που εξέτασε. Η ίδια διευκρίνισε ότι δεν είναι δικανικός ψυχολόγος και η δουλειά της είναι να εξετάσει κατά πόσο η τρέχουσα εικόνα του ατόμου και η ψυχική του κατάσταση συνδέεται με την καταγγελία.   

 

Πέραν των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η μάρτυρας αυτή τόσο στην Έκθεση που ετοίμασε για την Π.Κ. (βλ. τεκμήριο 25) όσο και κατά την μαρτυρία της στο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς και τεκμηριωμένες εξηγήσεις, τόσο για τον τρόπο που εφάρμοσε κατά την αξιολόγηση της ανήλικης όσο και για τα συμπεράσματα τα οποία κατέληξε. Σε κανένα σημείο έχει κλονιστεί η αξιοπιστία της και αποκομίσαμε θετική εντύπωση από αυτήν κατά την ώρα που κατάθετε από το εδώλιο του μάρτυρα. Σημειώνεται ότι πέραν από την κλινική εξέταση, η μάρτυρας χρησιμοποίησε και τα διάφορα ψυχομετρικά εργαλεία για να καταλήξει στα συμπεράσματα της.

 

Η μάρτυρας, πέραν από την διαπίστωση ότι η Π.Κ. πληρούσε τα διαγνωστικά κριτήρια της κατηγορίας Ήπιας Νοητικής Αδυναμίας, διαφάνηκε αγχώδης συμπτωματολογία με έναρξη της φοίτησης της στην Τεχνική Σχολή που παράπεμπε σε προσβολές πανικού, της οποίας η έκταση και η συχνότητα στο παρόν στάδιο δεν μαρτυρούσε αγχώδη διαταραχή (διαταραχή πανικού). Εξηγώντας την κατάληξη της αυτή σε συσχετισμό με την καταγγελία που αφορά η παρούσα υπόθεση, η μάρτυρας είπε ότι η απουσία ευρήματος για μετατραυματικό στρες, που συνήθως παρατηρείται σε παρόμοιες περιπτώσεις, ουσιαστικά δεν αναιρεί τα καταγγελλόμενα γεγονότα να έλαβαν χώρα. Είπε ότι για να βιώσει κάποιος τραύμα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ψυχοκοινωνικούς, όπως την ηλικία, την ψυχική ανθεκτικότητα, προηγούμενες εμπειρίες, γι αυτό βλέπουμε ότι σε κάποια άτομα αναπτύσσεται μετατραυματική διαταραχή του στρες ενώ σε κάποια άλλα όχι. Ωστόσο, σημείωσε, στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε ακόμη ένα παράγοντα που συνδέεται με το γεγονός ότι η Π.Κ. δυσκολευόταν να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης πράξης. Η εξεταζόμενη δεν μπορούσε να συνδέσει τα ψυχικά ενοχλήματα που παρουσίαζε σε σχέση με τη μειωμένη της αυτοεικόνα. Δηλαδή, τα συνέδεσε μόνο με τον σχολικό εκφοβισμό και με τον θάνατο του παππού της, που ενδεχομένως να ήταν και μια ερμηνεία της ψυχολόγου από την οποία έλαβε βραχυπρόθεσμη ψυχολογική στήριξη σε σχέση με τις κρίσεις πανικού, αλλά δεν κατάφερνε να συνδέσει τη μειωμένη αξία αυτού με την καταγγελία κακοποίησης.   

 

Πέραν των πιο πάνω, η μάρτυρας είπε ότι, με βάση τις περιγραφές της εξεταζόμενης, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε γίνει φίλος με την οικογένεια, παρείχε στην ίδια και στα αδέλφια της εκπαιδευτική στήριξη και γενικά ότι ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης, αποτέλεσαν παράγοντα που σίγουρα δεν βοηθά στην αποκάλυψη των όσων συνέβαιναν. Η ίδια, μάλιστα, η εξεταζόμενη ανάφερε ότι φοβόταν τις αντιδράσεις των γονιών της και ιδιαίτερα της μητέρας της, αφού αμφισβητούσε αν θα γίνει πιστευτή.

 

Η μάρτυρας, επίσης, τόνισε την ευαλωτότητα και το χαμηλό δείκτη νοημοσύνης που ενδεχομένως να σχετίζεται και άρρηκτα με την εν λόγω κακοποίηση και τη μεθοδικότητα που υπήρχε, κατά την περιγραφή της. Αν και πολλοί παράγοντες, όπως το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να συμβάλουν στο να παρουσιάζει αυτή την εικόνα η εξεταζόμενη, η μάρτυρας είπε ότι το συναίσθημα της σύναδε με την αφήγηση της και δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε θυμό έναντι του κατηγορούμενου, ούτε και άλλα συναισθήματα που ενδεχομένως να δούμε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η εξεταζόμενη δεν είχε κρίση να διαχωρίσει το φυσιολογικό από το μη φυσιολογικό, να αναλογιστεί τυχόν αρνητικές συνέπειες και επιπτώσεις, να αναλογιστεί άλλα αξιακά ζητήματα και θα μπορούσε να χειραγωγηθεί.

 

Στην ουσία η μάρτυρας αυτή είπε ότι η ψυχική κατάσταση της εξεταζόμενης και η νοητική αδυναμία ενδεχομένως να ήταν ένας παράγοντας που να σχετιζόταν με την κακοποίηση, καθότι άτομα με τέτοιο νοητικό προφίλ είναι εύκολα χειραγωγήσιμα.

 

Έχοντας υπόψη μας τη μαρτυρία της μάρτυρος αυτής στην ολότητα της, κρίνουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε σε αυτή και να εξάξουμε τα δικά μας ασφαλή ευρήματα. Αποδεχόμαστε λοιπόν τη μαρτυρία της μάρτυρος αυτής στην ολότητα της και θα ληφθεί υπόψη κατωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Π.Κ.. Σημειώνεται ότι η μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρος, δεν δύναται να αντικαταστήσει την κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας της Π.Κ., που είναι και μια από τις βασικές μάρτυρες γεγονότων της παρούσας υπόθεσης. Όπως έχει αναφερθεί στην Νικολάου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390 «η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου ανήκει στο δικαστήριο και δεν γίνεται ανεκτή καμία εξωγενής παρέμβαση σε αυτό το έργο.»

Ο Μ.Κ.5, Ω.Ν. μας έκανε εξαιρετική εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα. Παρά την φόρτιση που διαφάνηκε ότι είχε για την υπόθεση αυτή και τον θυμό που είχε για τον κατηγορούμενο, η μαρτυρία του ήταν λεπτομερέστατη σε κάθε σημείο της και απαντούσε τις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν με αυθορμητισμό. Σε κανένα σημείο κατά την αντεξετάση του έχει κλονιστεί η αξιοπιστία του και παρέμεινε σταθερός στις θέσεις που ανάφερε στο Δικαστήριο.

Ο μάρτυρας εξήγησε τη σχέση που είχε με την οικογένεια των παραπονουμένων και με τον πατέρα τους και αναφέρθηκε στις επισκέψεις που τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του έκαναν στην οικία των πιο πάνω πάνω. Δεν έχει προκύψει από την αντεξέταση του μάρτυρα ότι αυτός δεν επισκεπτόταν την οικία των παραπονούμενων ή δεν είχε σχέσεις με αυτούς. Τυχόν ανακρίβειες σε σχέση με τις ημερομηνίες ή πότε επισκεπτόταν την οικία των παραπονουμένων δεν είναι ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία του. Ειδικότερα δεν έχει κλονιστεί η θέση του ότι είδε τα συγκεκριμένα περιστατικά που ανάφερε στην κατάθεση του ότι είδε, σε σχέση με τις πράξεις του κατηγορούμενου έναντι της Ν.Κ. ή έναντι της κόρης του στην οικία των παραπονούμενων. Ο μάρτυρας δίδει πλήρεις λεπτομέρειες για αυτά.

Απέρριψε κατηγορηματικά τη θέση ότι είναι ψέματα που λέει και ότι η καταγγελία αυτή έγινε σε συνεννόηση με την αδελφή του πατέρα, την Χ.Ν., την μητέρα του πατέρα των παραπονούμενων και τον Χ.Π. Εξήγησε ότι δεν είχε οποιεσδήποτε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Χ.Π., θέση που δεν συγκρούεται από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Απέρριψε, επίσης, κατηγορηματικά τη θέση ότι προέβηκαν όλοι μαζί σε αυτή την καταγγελία λόγω του ότι ο κατηγορούμενος ήταν η αιτία που χώρισε ο πατέρας των παραπονουμένων με την μητέρα τους.

Πέραν τούτου, ο μάρτυρας εξήγησε πώς προέκυψε και οι παραπονούμενες του εκμυστηρεύτηκαν τα επίδικα γεγονότα. Φάνηκε, επίσης, κατά τη μαρτυρία του ότι παρά το ότι του είχαν εγερθεί υποψίες, ένεκα των όσων ο ίδιος είδε και της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, ο ίδιος δεν ήθελε να αναμειχθεί σε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα. Παρόλα αυτά και μετά που είχε μιλήσει με τον πατέρα των παραπονούμενων και του το ζήτησε, με την πρώτη ευκαιρία ρώτησε τις παραπονούμενες οπότε και του το εκμυστηρεύτηκαν, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφει στην κατάθεση του. Δηλαδή, μετά που η Π.Κ. ζήτησε τη βοήθεια του διότι η αδελφή της Ν.Κ. είχε εγκαταλείψει το σπίτι και εν τέλει την βρήκαν σε ένα πάρκο.

Κρίνουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε στην μαρτυρία του μάρτυρα αυτού και να εξάξουμε ασφαλή γεγονότα, γι αυτό την αποδεχόμαστε στην ολότητα της.

Ο Μ.Κ.8, Χ.Π. μας έκανε, γενικά, καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα. Δεν παραγνωρίζουμε ότι στην προσπάθεια του να δώσει την όλη εικόνα και τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο ίδιος προέβαινε σε συμπεράσματα και υπάρχουν ανακρίβειες σε κάποιες των αναφορών του. Παρόλα αυτά η όλη εικόνα που αποκομίσαμε επί των βασικών ζητημάτων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και το δικό του ρόλο, ήταν ότι ήταν ειλικρινής και ήθελε να διαφωτίσει το Δικαστήριο για το τί γινόταν στην οικία των παραπονουμένων και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε μπει στη συγκεκριμένη οικογένεια και τους έλεγχε.

Το γεγονός ότι ο μάρτυρας αυτός είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για υπόθεση κατοχής ναρκωτικών – κάτι το οποίο λαμβάνουμε υπόψη – δεν τον καθιστά εκ προοϊμίου αναξιόπιστο και ιδιαίτερα δεν μπορεί να συνηγορεί χωρίς άλλο ότι κάπνιζε μπροστά στις παραπονούμενες ή τους έδινε ναρκωτικά. Πέραν από την απόρριψη της θέσης αυτής από το μάρτυρα, δεν έχει προκύψει και από οποιαδήποτε άλλη αξιόπιστη μαρτυρία ότι συνέβαινε αυτό. Η δε αναφορά της μητέρας των παραπονουμένων, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, αξιολογήθηκε και ερευνήθηκε από την Αστυνομία, χωρίς να έχει τεκμηριωθεί.

Η δε παρουσία των παραπονούμενων στην οικία του, είχε να κάνει, πέραν από τη γειτονία τους και με το γεγονός της παραμέλησης τους από την μητέρα τους και ο μάρτυρας αυτός τους βοηθούσε και τους έδινε φαγητό.

Το ζήτημα της δικής του εμπλοκή στη υπόθεση και ότι αυτός οργάνωσε την όλη καταγγελία σε συνεννόηση με την αδελφή του πατέρα των παραπονούμενων και τους λοιπούς συγγενείς αλλά και λόγω του ότι είχαν διαφορές με τον κατηγορούμενο, δεν μπορεί να προκύψει. Ο μάρτυρας ανάφερε τη διαφωνία που είχε με τον κατηγορούμενο στο παρελθόν σε μια συνεργασία που είχαν, αλλά τούτο το γεγονός δεν μπορεί να υποστηρίζει τη θέση της υπεράσπισης. Άλλωστε ο ίδιος απέρριψε κατηγορηματικά μια τέτοια θέση. Προκύπτει, επίσης, από τη μαρτυρία του ότι πέραν των υποψιών που ο μάρτυρας είχε, λόγω του τί έβλεπε, ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στην αποκάλυψη από τις παραπονούμενες των καταγγελλόμενων περιστατικών. Τούτο έγινε στον Μ.Κ.5 και κάτω από τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω ενώ ο μάρτυρας αυτός έτυχε ενημέρωσης από τις παραπονούμενες μετά τις καταγγελίες τους στην Αστυνομία.

Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο ίδιος, όταν αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον κατηγορούμενο και την μητέρα των παραπονούμενων, το ότι ανάφερε το γεγονός αυτό στον πατέρα των παραπονούμενων και ότι εν τέλει ο μάρτυρας θεωρεί υπεύθυνο τον κατηγορούμενο που χώρισε το ζευγάρι, δεν προκύπτει να συνδέεται με την παρούσα καταγγελία. Άλλωστε η αξιοπιστία της θα κριθεί από την αξιολόγηση των βασικών μαρτύρων της παρούσας υπόθεσης που είναι οι ίδιες οι παραπονούμενες.

Δεν προκύπτει, περαιτέρω, ούτε από τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού ότι υπήρχαν ιδιαίτερες σχέσεις του ιδίου με τη θεία των ανηλίκων Χ.Ν. και τον Ω.Ν. ή ότι πριν την αποκάλυψη των γεγονότων από τις παραπονούμενες υπήρξε οποιαδήποτε συνεννόηση.

Ο Μ.Κ.11, πατέρας των παραπονούμενων, προσπάθησε κατά τη μαρτυρία του να αναφέρει τα γεγονότα τα οποία γνώριζε και αντιλήφθηκε να συμβαίνουν στην οικία του. Αν και κρίνουμε ότι ήρθε στο Δικαστήριο με αγνές προθέσεις και με σκοπό να πει την αλήθεια, εντούτοις η μαρτυρία του, δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ως θα εξηγηθεί κατωτέρω. Η όλη εικόνα που ο μάρτυρας αυτός άφησε στο Δικαστήριο, είναι αυτή ενός πράου ανθρώπου και αδύναμου χαρακτήρα χωρίς ιδιαίτερη αντίληψη των όσων συνέβαιναν γύρω του, κάτι το οποίο, ενδεχομένως, να συνηγορεί και στα όσα καταλογίζονται στον κατηγορούμενο. Δηλαδή, στο ότι εισήλθε και απέκτησε έλεγχο της όλης οικογένειας και ενδεχομένως να κακοποιούσε και σεξουαλικά τις παραπονούμενες.

Φάνηκε, κατά τη παρουσία του μάρτυρα αυτού στο Δικαστήριο, ότι πολλές φορές δεν αντιλαμβανόταν πλήρως τις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και οι αναφορές του δεν είχαν συνοχή και σταθερότητα.

Ο ίδιος προκύπτει να μην γνώριζε και να αντιλαμβανόταν τί ακριβώς γινόταν στην οικία του με τον κατηγορούμενο. Δεν ήταν σε θέση να πει πότε ο κατηγορούμενος άρχισε να διαβάζει την κορών του. Σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του είπε ότι άρχισε να διαβάζει και των δύο παραπονούμενων την ίδια περίοδο, δηλαδή το 2016 ενώ στη συνέχεια είπε ότι της Π.Κ. για ένα περίπου μήνα μόνο της διάβαζε διότι δεν μπορούσε να την βοηθήσει, αφού ήταν δύσκολα τα μαθήματα. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, διαφάνηκε ότι ίσως να αντιλαμβανόταν τις δικές του ευθύνες και να ήθελε κατά κάποιο τρόπο να δικαιολογήσει τις ενέργειες του. Δηλαδή, ενώ αναφέρει στην κατάθεση του ότι όταν ο κατηγορούμενος πήγαινε στο σπίτι τους για να διαβάσει των παραπονουμένων, ο ίδιος έφευγε από το σπίτι, κατά την αντεξέταση του είπε ότι όταν ο κατηγορούμενος πήγαινε στο σπίτι του, τις πλείστες φορές ήταν στο σπίτι και ο ίδιος και στη συνέχεια, ότι ο κατηγορούμενος έφευγε και μετά έφευγε ο ίδιος, συμπληρώνοντας ότι δεν γνωρίζει αν ο κατηγορούμενος επέστρεφε.

Στην κατάθεση του είπε ότι μια φορά έτυχε και είδε τον κατηγορούμενο στο δωμάτιο της Ν.Κ. και της διάβαζε και του έκανε παρατήρηση να μην πηγαίνουν στο δωμάτιο και να διαβάζουν γιατί υποψιάστηκε ότι η γυναίκα του μπορεί να είχε δεσμό με τον κατηγορούμενο. Τούτη η θέση καταδεικνύει τη σύγχυση του μάρτυρα και τη μη συνοχή στα όσα ανάφερε. Συνεχίζοντας, είπε ότι δεν υποψιάστηκε οτιδήποτε για τις κόρες του διότι όταν ερχόταν ο κατηγορούμενος ο ίδιος έφευγε από το σπίτι.

Αναφέρθηκε, περαιτέρω, κατά την αντεξέταση του, σε συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δεν είχε αναφέρει στην κατάθεση του, χωρίς πάλι να μπορεί με επάρκεια και σαφήνεια να περιγράψει και να εξηγήσει στο Δικαστήριο, όπως το περιστατικό όταν η Π.Κ. ρώτησε πώς είναι μια σχέση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας και προσφέρθηκε ο κατηγορούμενος να της εξηγήσει, αποκλείοντας τον ίδιο και χωρίς εν τέλει να γνωρίζει τί ο κατηγορούμενος της είπε.

Πέραν των πιο πάνω, ο μάρτυρας δεν μπορούσε να προσδιορίσει πότε υποψιάστηκε η γυναίκα του να είχε σχέση με τον κατηγορούμενο και δεν μπορούσε να αναφέρει τις δικές του ενέργειες.

Δεν μπορούσε, περαιτέρω, να δώσει μια σαφή εικόνα για το κατά πόσο οι κόρες του πήγαιναν στο σπίτι του γείτονα τους, του Χ.Π. και αν γνώριζε τί έκαναν.

Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού περαιτέρω. Αρκεί να αναφερθεί ότι, πέραν του ότι η μαρτυρία του δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο εξαγωγής γεγονότων για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω και προκύπτει από όλη τη μαρτυρία του, δεν μπορεί να εξαχθεί ή συναχθεί και οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα από αυτήν, ότι δηλαδή η παρούσα καταγγελία, με συμμετοχή του ιδίου του μάρτυρα, να έγινε εκδικητικά, όπως ήταν η θέση της υπεράσπισης.

Ο Μ.Κ.12, Χ.Κ., αδελφός των παραπονουμένων, φάνηκε κατά την μαρτυρία του στο στάδιο της αντεξέτασης ότι είχε δυσκολία στο να εκφραστεί και να επεξηγήσει με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι είδε να συμβαίνουν στο σπίτι του. Παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία του σε κάποια σημεία συνάδει με άλλη αποδεκτή μαρτυρία και ειδικότερα το μέρος που αφορά τις ισχυριζόμενες χειρονομίες του κατηγορούμενου προς την αδελφή του, την Ν.Κ., εντούτοις η όλη εικόνα που αποκομίσαμε κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο αλλά και από το περιεχόμενο και τρόπο που απαντούσε τις ερωτήσεις, καθιστά επικίνδυνο και ακροσφαλές να βασιστούμε στη μαρτυρία του και να εξάξουμε ασφαλή ευρήματα γεγονότων.

Η μαρτυρία του προκύπτει να μην είχε συνοχή και αναφερόταν αποσπασματικά σε συγκεκριμένα γεγονότα, κάποια εκ των οποίων δεν μπορούσε να δικαιολογήσει και εν τέλει τα αναιρούσε. Δημιουργείται, επίσης, σοβαρή αμφιβολία, κατά πόσο η μαρτυρία του στην ολότητα της είναι προϊόν δικής του γνώσης ή εκ των υστέρων γεγονότα που άκουσε.

Συγκεκριμένα, αντεξεταζόμενος και ερωτούμενος κατά πόσο είδε ή άκουσε τον κατηγορούμενο να ζητά από τις αδελφές του να του στέλνουν γυμνές φωτογραφίες, είπε ότι είναι εκείνος που τους είπε να το κάνουν, δηλαδή ο κατηγορούμενος και ότι το άκουσε με τα αυτιά του και το είδε με τα μάτια του. Ύστερα είπε ότι γι αυτό το ζήτημα το άκουσε γενικώς μέσα στο σπίτι χωρίς να μπορεί να πει από ποιον για να καταλήξει εν τέλει να πει ότι «Βασικά αυτό, εν το γνωρίζω αυτό».

Αναφορικά με την παρουσία του κατηγορούμενου στο σπίτι τους, είπε ότι εκείνος ερχόταν καθημερινά. Και συγκεκριμένα το πρωί πήγαινε μέχρι τις 09:00, μετά το μεσημέρι κατά τις 02:00 – 03:00 και το απόγευμα η ώρα 05:00 μέχρι τις 07:00 χωρίς όμως να μπορεί να δικαιολογήσει την τοποθέτηση του αυτή αλλά και πώς το έβλεπε, όπως είπε, ειδικά τις πρωινές ώρες που παραδέχθηκε ότι ήταν στο σχολείο ο ίδιος. Ύστερα είπε ότι οι ώρες που είπε ότι ερχόταν ο κατηγορούμενος στο σπίτι τους κάθε μέρα, δεν ήταν τελικά κάθε μέρα και είπε ότι «ας πούμε μερικές μέρες» της εβδομάδας.

Περαιτέρω, είπε, κατά την αντεξέταση του, ότι ο κατηγορούμενος πρόσεχε την αδελφή του την Ν.Κ. και ότι τον άκουσε να λέει ότι όταν η αδελφή του θα κλείσει 18 χρόνων θα την πάρει και να φύγουν. Ερωτούμενος να πει πώς το γνωρίζει αυτό, είπε ότι τον άκουσε να το λέει στο σπίτι χωρίς να μπορεί να καθορίσει σε ποιόν, λέγοντας, αρχικά ότι το έλεγε γενικώς ενώ ύστερα ότι το είπε στον ίδιο και στους γονιούς του. Επίσης, τέτοια θέση δεν αναφέρθηκε κατά την κυρίως του εξέταση και στην οπτικογραφημένη κατάθεση του.

Σε σχέση με τον Χ.Π. είπε ότι τους φρόντιζε και τους αγόραζε πράγματα και φαγητό. Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσο κάπνιζε ναρκωτικά μπροστά τους το αρνήθηκε λέγοντας όμως ότι το κάνει όταν θα είναι μόνος του, χωρίς να μπορεί πάλι να δικαιολογήσει τη θέση του αυτή.   

Κρίνουμε ότι είναι επικίνδυνο να βασιστούμε στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού και να εξάξουμε ασφαλή ευρήματα γεγονότων. Υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού και εγείρονται αμφιβολίες στο κατά πόσο όλα ή μέρος αυτών που ανάφερε ο ίδιος όντως είχε προσωπική γνώση ή τα άκουσε μετά και ποια είναι αυτά. 

Ο Μ.Κ.13 παρόλο που ζητήθηκε να κλητευθεί από την υπεράσπιση, η μαρτυρία του δεν φάνηκε να είχε να προσθέσει ο,τιδήποτε. Αντιθέτως, επιχειρήθηκε να αμφισβητηθεί η μαρτυρία του. Σε σχέση με το κατά πόσο αναγνώρισε την Ν.Κ. να απεικονίζεται στα αρχεία που εντοπίστηκαν στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενου και τον τρόπο που το έκανε, θέμα για το οποίο έτυχε αμφισβήτησης, δεν παρατηρούμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στη μαρτυρία του. Πέραν του ότι ο μάρτυρας εξήγησε τη θέση του αυτή, το γεγονός αυτό αποτελεί και παραδεχτό γεγονός. Δεν γνώριζε, επίσης, ο μάρτυρας αυτός κατά πόσο επιστράφηκαν οποιαδήποτε τηλέφωνα στον κατηγορούμενο και είναι ξεκάθαρο ότι η κύρια μαρτυρία επί των ζητημάτων επιθεώρησης των συσκευών που παραλήφθηκαν από τον κατηγορούμενο, είναι αυτή του Μ.Κ.2.

Ο Μ.Κ.14, επίσης, κατάθεσε τα όσα γνώριζε να συμβαίνουν και τη δική του σχέση με την οικογένεια των παραπονουμένων. Δεν έχει φανεί από τη μαρτυρία του μάρτυρα ότι έλεγε ψέματα ή ήθελε να αποκρύψει κάτι. Παρόλα αυτά, δεν είχε η μαρτυρία του κάτι να προσθέσει στα ουσιώδη επίδικα ζητήματα. Επιβεβαιώνει, όμως, την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει προσκομιστεί, όπως τη μαρτυρία του Χ.Π. σε σχέση με τις καταγγελίες της μητέρας των παραπονουμένων για τις κάμερες και ότι θεωρούσε ότι την παρακολουθούσε καθώς και το συμβάν με τα γενέθλια της Ν.Κ. που έγιναν στο σπίτι του. Περαιτέρω, συνάδει με άλλη μαρτυρία αναφορικά με τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στην Ν.Κ., όταν επισκεπτόταν την οικία της, δηλαδή ότι καθόταν στα πόδια του και την χαϊδευε καθώς και ότι μια φορά είδε τον κατηγορούμενο να έρχεται από τα δωμάτια.   

Θα προχωρήσουμε να αξιολογήσουμε τη μαρτυρία των βασικών μαρτύρων κατηγορίας για την παρούσα υπόθεση, η οποία είναι αυτή των παραπονουμένων Ν.Κ. (Μ.Κ.6) και Π.Κ. (Μ.Κ.7). Η Ν.Κ., τόσο κατά το χρόνο της καταγγελίας όσο και κατά όλους τους επίδικους χρόνους ήταν ανήλικη ενώ η Π.Κ. κατά το χρόνο της καταγγελίας είχε ενηλικιωθεί.

Όλες οι κατηγορίες που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει εδράζονται επί του Νόμου 91(1)/2014, εκτός των κατηγοριών της Απειλής, που στηρίζεται στον Ποινικό Κώδικα και των κατηγοριών της Διάδοσης υλικού πορνογραφικού ή σεξουαλικού περιεχομένου, που στηρίζεται στο Νόμο 115(Ι)/2021. Το Άρθρο 21(1) του Νόμου 91(1)/2014 ορίζει ρητά ότι για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται από το συγκεκριμένο Νόμο, δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία. Το εν λόγω Άρθρο έχει ως ακολούθως:

«21.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόµου, για σκοπούς απόδειξης των αδικηµάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόµο δεν απαιτείται ενισχυτική µαρτυρία.»

 

Παρόμοιες πρόνοιες υπάρχουν και στο Άρθρο 29 του Νόμου 115(Ι/2021 , το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«29. Για την απόδειξη αδικήµατος βίας κατά γυναίκας δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής µαρτυρίας της ένορκης ή ανώµοτης µαρτυρίας παιδιού ή της ένορκης µαρτυρίας γυναίκας, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του ∆ικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης µε µόνη την ένορκη ή ανώµοτη µαρτυρία παιδιού ή την ένορκη µαρτυρία γυναίκας».

 

Το δε Άρθρο 9 του Περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 14(1)/2009 αναφέρει ότι «Για την απόδειξη οποιουδήποτε αδικήµατος δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής µαρτυρίας της ένορκης ή ανώµοτης µαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης µε µόνη την ένορκη ή ανώµοτη µαρτυρία παιδιού.»    

 

Στην Ν.Σ. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 99/2021, Ημερ. 11/05/2022, ECLI:CY:AD:2022:B183 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το ζητούμενο, σε όλες τις περιπτώσεις, είναι κατά πόσο από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, είτε αυτό συνίσταται σε ένορκη μαρτυρία, είτε ανώμοτη κατάθεση, με ή χωρίς ενίσχυση, το εκδικάζον δικαστήριο αισθάνεται τη βεβαιότητα ότι είναι ασφαλές να καταδικάσει. Κρίνει δηλαδή κατά πόσο αξιόπιστη μαρτυρία είναι της ποιότητας εκείνης που του επιτρέπει να προχωρήσει σε ευρήματα γεγονότων στη βάση της, χωρίς ενίσχυση ή ότι, παρά το αξιόπιστο της, εγγενή χαρακτηριστικά της δεν του επιτρέπουν να αισθάνεται την αναγκαία προς τούτο ασφάλεια. Απόφαση καθοριστική για την έκβαση κάθε τέτοιας υπόθεσης, που πρέπει να αιτιολογείται δεόντως. Όπως αναφέρεται στη Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.147-148/2016, ημερ.20.11.2019, «Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου».

Στην Γ.Χ. ν. Δηµοκρατίας, Ποινική Έφεση 148/19 ηµεροµηνίας 25.2.2021, αναφέρθηκε ότι «…όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Κ.Χ. ν. Δηµοκρατίας, Ποινική Έφεση 272/2017, ηµεροµηνίας 26.9.2019, «…το Δικαστήριο δεν εµποδίζεται σε κατάλληλες περιπτώσεις ως το ίδιο κρίνει ορθό να προβεί σε τέτοια αυτοπροειδοποίηση ή να αναζητήσει ενίσχυση, ακριβώς λόγω του ελλοχεύοντος κινδύνου που περικλείει η µαρτυρία ανήλικου παιδιού, ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικής φύσεως» ».

Εκείνο το οποίο προκύπτει από τα πιο πάνω και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 21(1) του Νόμου 91(1)/2014, του Άρθρου 29 του Νόμου 115(Ι)/2021 και του Άρθρου 9 του Κεφ. 9 είναι ότι δεν απαιτείται η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ή αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για την αποδοχή της μαρτυρίας ανήλικου όταν αισθάνεται τη βεβαιότητα να καταδικάσει, λαμβάνοντας υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας του ανήλικου. Διατηρεί, όμως, διακριτική ευχέρεια να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία ή να αυτοπροειδοποιηθεί σε κατάλληλες περιπτώσεις και όταν το κρίνει ορθό. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Σ.Σ. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 97/2022 (Σχ. με 98/2022, 114/2022, 115/2022), Ημερομηνίας 16/11/2022 λέχθηκε ότι «Η υποχρέωση πλέον για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν δημιουργείται, όπως συνέβαινε με βάση τον καταργηθέντα κανόνα πρακτικής, από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας είναι παραπονούμενος σε σεξουαλικό αδίκημα. Η ανάγκη για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας προκύπτει από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα και όχι από τη φύση του αδικήματος.»

Στην Ε. Α. ν. Δηµοκρατίας, Ποινική Έφεση 231/2018, ηµεροµηνίας 19.11.2019, δίδεται καθοδήγηση και παραδείγματα για το πότε προκύπτει η ανάγκη για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ή απαιτείται η αυτοπροειδοποίηση. Λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Στην Makanjuola (ανωτέρω) η ανάγκη έχει συγκεκριµενοποιηθεί. Προκειµένου να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο για αναζήτηση ενισχυτικής µαρτυρίας θα πρέπει να υπάρχει έρεισµα στη συγκεκριµένη µαρτυρία που να υποδηλώνει ότι η µαρτυρία του συγκεκριµένου µάρτυρα δυνατόν να µην είναι αξιόπιστη. Έχουµε ήδη αναφερθεί στο παράδειγµα του καθυστερηµένου παραπόνου. Μια άλλη περίπτωση θα µπορούσε να είναι η ύπαρξη προηγούµενης αντιφατικής δήλωσης του µάρτυρα. Ο Lord TaylorCJ στην Makanjuolaανέφερε σχετικά τα ακόλουθα κατά τρόπο ενδεικτικό: «The judge will often consider that no special warning is required at all. Where, however, the witness has been shown to be unreliable, he or she may consider it necessary to urge caution. In a more extreme case if the witness is shown to have lied, to have made previous false complaints or to bear the defendant some grudge, a stronger warning may be thought appropriate and the judge may suggest it would be wise to look for some supporting material before acting on the impugned witness’s evidence. We stress that these observations are merely illustrative of some, not all of the factors, which judges may take into account in measuring where a witness stands in the scale of reliability and what response they should make at that level in their directions to the jury. »

Αφ’ ης στιγµής το Δικαστήριο αποφασίσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να αναζητήσει ενισχυτική µαρτυρία και τέτοια µαρτυρία δεν εντοπιστεί, εναπόκειται και πάλι στη διακριτική του ευχέρεια ο τρόπος διατύπωσης και η ένταση της αυτοπροειδοποίησης, ανάλογα µε τις περιστάσεις της υπόθεσης, τα εγειρόµενα θέµατα, το περιεχόµενο και την ποιότητα της µαρτυρίας του συγκεκριµένου µάρτυρα. ∆εν απαιτείται προδιαγεγραµµένος τύπος.»

Παραπέμπουμε, επίσης, στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Δ.Β.Γ.Κ. v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 3/2022, Ημερ. 29/02/2024 όπου επαναλήφθηκαν οι πιο πάνω αρχές.

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, θα προχωρήσουμε να αξιολογήσουμε τη μαρτυρία των παραπονουμένων. Έχουμε με πολλή προσοχή διεξέλθει της μαρτυρίας τους και λάβαμε υπόψη την εντύπωση που αποκομίσαμε κατά την ώρα που αμφότερες οι παραπονούμενες κατάθεταν από το εδώλιο του μάρτυρα. Έχουμε, επίσης, αντιπαραβάλει τη μαρτυρία τους με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει προσκομιστεί από την κατηγορούσα αρχή αλλά και, ιδιαιτέρως, με τις θέσεις, εκδοχή και μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς κατηγορουμένου.

Αμφότερες οι παραπονούμενες μας έκαναν πολύ καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και η μαρτυρία τους χαρακτηρίζεται από μια συνοχή και σταθερότητα. Πρόκειται, κρίνουμε, για άτομα τα οποία εξιστόρησαν στο Δικαστήριο τα γεγονότα που κατά τη θέση τους λάμβαναν χώρα στην οικία και στο δωμάτιο τους με τον κατηγορούμενο με τρόπο σαφή και ξεκάθαρο. Η μαρτυρία τους για τα επίδικα γεγονότα και περιστατικά περιέχει πλήρεις λεπτομέρειες αυτών και αναφέρθηκαν στους διαφορετικούς τρόπους που κάθε φορά ο κατηγορούμενος, κατά τη θέση τους, τους παρενοχλούσε σεξουαλικά. Η μαρτυρία τους, επίσης, παρουσιάζει μια σταθερότητα και δεν έχουμε διαπιστώσει καθοιονδήποτε στάδιο της μαρτυρίας τους να διαφοροποιούσαν την εκδοχή τους ή να μην είναι σε θέση να δώσουν περιγραφή των όλων περιστατικών.

Σε σχέση με την Ν.Κ. (Μ.Κ.6) αλλά και την Π.Κ. (Μ.Κ.7) και επί των θέσεων τους για τον τρόπο που λάμβαναν χώρα τα επίδικα περιστατικά, πέραν από τις γενικές υποβολές ότι τα όσα ανάφεραν είναι ψέματα, δεν έτυχαν αντεξέτασης επί των λεπτομερειών αυτών και δεν έχει κλονιστεί η θέση τους για τον τρόπο και χώρο που λάμβαναν χώρα τα επίδικα περιστατικά (βλ. Λ.Κ. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547 και Σ.Α.Χ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 71/2020, Ημερ. 28/01/2021), ECLI:CY:AD:2021:B23.

Τα όσα οι παραπονούμενες περιέγραψαν στις καταθέσεις τους και στο Δικαστήριο ότι τους έκανε ο κατηγορούμενος, προκύπτει να συνάδουν και με τα όσα, σε πρώτο στάδιο, αποκάλυψαν στον Μ.Κ.5, σύμφωνα με τη μαρτυρία του.

Αμφότερες οι παραπονούμενες, τοποθέτησαν χρονικά τα επίδικα περιστατικά. Είναι κοινό έδαφος ότι στο διαμέρισμα όπου διέμεναν όταν λάμβαναν χώρα τα επίδικα περιστατικά με τον κατηγορούμενο μετακόμισαν το 2014. Η Ν.Κ. ήταν τότε ηλικίας επτά περίπου χρόνων (γεννήθηκε στις 29/10/2007) ενώ η Π.Κ. ηλικίας περίπου 10 χρόνων (γεννήθηκε στις 16/12/2003). Η ισχυριζόμενη έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, σύμφωνα με τις παραπονούμενες, ξεκίνησε πρώτα εναντίον της Π.Κ. όταν αυτή έγινε 12,5 χρόνων και σταμάτησε όταν έγινε σχεδόν 15 χρόνων. Η δε έκνομη συμπεριφορά εναντίον της Ν.Κ. ξεκίνησε όταν αυτή έγινε 13 χρόνων και σταμάτησε, επίσης, λίγο πριν κλείσει 15 χρόνων. Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι τα όσα ανάφερε η Π.Κ. λάμβαναν χώρα κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 ενώ τα όσα ανάφερε η Ν.Κ. κατά τα έτη 2020, 2021 και 2022.

Η Ν.Κ. κατά τη μαρτυρία της καθόρισε κάθε πόσο γινόταν, για τα πιο πάνω έτη, έκαστη πράξη που ισχυρίστηκε. Συγκεκριμένα, είπε ότι ο κατηγορούμενος την έγλυφε στο γεννητικό όργανο και αυτό έλαβε χώρα πολλές φορές αναφέροντας ότι γινόταν 2 – 3 φορές την εβδομάδα στο δωμάτιο της όταν της έλεγε να πάνε να διαβάσουν και ο κατηγορούμενος κλείδωνε την πόρτα. Την έβαζε, επίσης, να «τζίζει» και να του «παίζει» το γεννητικό του όργανο και τούτο είπε έλαβε χώρα έξι φορές, εξηγώντας όμως ότι τούτο έγινε λίγες φορές σε σχέση με τα άλλα που της έκανε. Επίσης, καθόρισε ότι ένα μηνά μετά που άρχισε να της κάνει αυτά που είπε, της είπε να του στέλνει φωτογραφίες στο Viber και πολλά βίντεο αναφέροντας ότι η τελευταία φορά ήταν πέρσι το καλοκαίρι, δηλαδή το 2022 εξηγώντας τί την έβαζε να κάνει στις φωτογραφίες και στα βίντεο. Για όλα αυτά και τα υπόλοιπα που ανάφερε η Ν.Κ. καθόρισε τόσο τη χρονική περίοδο που λάμβαναν χώρα, τον τόπο όσο και τη συχνότητα τους.

Το ίδιο ισχύει και για την Π.Κ. η οποία, παρά τις αναφορές της κατά την αντεξέταση ότι ξεκίνησαν το 2014 και τέλειωσαν το 2016, εντούτοις προκύπτει ξεκάθαρα από τη μαρτυρία της και αυτή ήταν η θέση που πρόβαλε, ότι ξεκίνησαν όταν ήταν 12,5 χρόνων και σταμάτησαν ότι έγινε 15 χρόνων, κάτι που παραπέμπει στα έτη 2016, 2017 και 2018.

Η θέση της υπεράσπισης ότι τίθεται ζήτημα αναξιοπιστίας των παραπονούμενων διότι δεν ήταν σε θέση να καθορίσουν συγκεκριμένες ημερομηνίες κατά έτος που λάμβαναν χώρα τα ισχυριζόμενα περιστατικά και ότι οι λεπτομέρειες του κατηγοριών είναι οι ίδιες για κάθε έτος, δεν ευσταθεί. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι κατά τους ουσιώδους χρόνους που λάμβαναν χώρα τα εν λόγω περιστατικά οι παραπονούμενες ήταν μεταξύ 12,5 και 13 χρόνων με σχεδόν 15 χρόνων, δεν ήταν σε θέση καλά καλά να αντιληφθούν το μεμπτό του όλου πράγματος, ζήτημα για το οποίο θα αναφερθούμε κατωτέρω, και είναι λογικό να μην μπορούσαν να καθορίσουν συγκεκριμένες ημερομηνίες ή μήνες ανά έτος. Πόσο μάλιστα όταν, όλα όσα ανάφεραν, λάμβαναν χώρα πολύ συχνά και κατ’ επανάληψη, όπως ανάφεραν στο Δικαστήριο. Στην Γ.Ι. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 44/19, Ημερ. 18/09/2020 και σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα, αναφέρθηκαν τα εξής:

«Στις περιπτώσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων, που λαμβάνουν χώρα κατ’ επανάληψη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, παρουσιάζεται συνήθως δυσκολία στη διάκριση επιμέρους περιστατικών …..Το θύμα δεν μπορεί να θυμάται και να περιγράψει όλα τα περιστατικά, ιδίως όταν είναι πολλά, όμοια και επαναλαμβανόμενα και ακόμα περισσότερο όταν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξης τους. Το πρόβλημα επετείνεται όταν το θύμα είναι παιδί. Σημασία έχει σε τέτοιες υποθέσεις ότι το θύμα έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά σε μια χρονική περίοδο, κατ’ επανάληψη, με κάποια συχνότητα και με τους τρόπους που μαρτυρούνται».(η υπογράμμιση δική μας).

Πέραν των πιο πάνω, προκύπτει από την υπόλοιπη μαρτυρία αλλά δεν έτυχε και αμφισβήτησης ότι ο κατηγορούμενος είχε γίνει στενός φίλος με την οικογένεια των παραπονούμενων και καθημερινώς τους επισκεπτόταν όπου έπινε καφέ με τον πατέρα και μητέρα τους, θέση άλλωστε την οποία υποστηρίζει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Επίσης, προκύπτει ότι ανέλαβε να διαβάζει των ανήλικων. Στην αρχή, με βάση τη μαρτυρία της Π.Κ. και των παραπονούμενων στην κουζίνα ενώ στη συνέχεια με την πρόφαση ότι είχε φασαρία, ζήτησε να διαβάζουν στο δωμάτιο τους. Η θέση αυτή των παραπονούμενων, ότι τους «διάβαζε» στο δωμάτιο τους προκύπτει να συνάδει και να υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 και του Μ.Κ.5 όπου σε ανύποπτους χρόνους διαπίστωσαν το γεγονός αυτό με τα ίδια τα μάτια τους, ως αναφέρθηκε ανωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους. Η θέση, επίσης, της Ν.Κ. ότι όταν ο κατηγορούμενος ερχόταν στην οικία τους την έβαζε και καθόταν πάνω του και την χούφτωνε, συνάδει και υποστηρίζεται από τα όσα ανάφεραν ότι είδαν κατά τις επισκέψεις τους η Μ.Κ.3, ο Μ.Κ.5 αλλά και τα όσα ανάφερε ο Μ.Κ.8 και ο Μ.Κ. 14.

Οι παραπονούμενες αναφέρθηκαν, περαιτέρω, στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος τους έλεγχε και ήταν αυτός που έφτιαξε τους κωδικούς όλων των εφαρμογών των τηλεφώνων τους, θέση άλλωστε που υποστηρίχθηκε από την υπεράσπιση, τουλάχιστον σε σχέση με το τελευταίο πιο πάνω αναφερόμενο ζήτημα. Είναι γεγονός, επίσης, ότι σε κάποιο χρονικό διάστημα η μητέρα των παραπονούμενων σύναψε σχέση με τον κατηγορούμενο ενώ και ο ίδιος ο πατέρας τους σε αναφορές προς τον Μ.Κ.5 ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος «διάβαζε» των παραπονούμενων. Η παρουσία της μητέρας στο σπίτι, κατά την ώρα που ο κατηγορούμενος μεταφερόταν στο δωμάτιο για να τους «διαβάσει» με κανένα τρόπο αναιρεί τα όσα οι παραπονούμενες ανάφεραν ότι ο κατηγορούμενος τους έκανε στο δωμάτιο. Άλλωστε αυτή βρισκόταν στην κουζίνα και δεν έχει προκύψει να είχε οποιαδήποτε έγνοια για το τί μπορούσε να γινόταν στο δωμάτιο, πέραν από το ότι καμιά φορά τους φώναζε κατά πόσο είχαν τελειώσει. Πέραν τούτου, η ίδια φαίνεται ότι ό,τι και να της έλεγαν οι ανήλικες, έπαιρνε το μέρος του κατηγορούμενου και όταν η Ν.Κ. επιχείρησε να της πει, έστω κατά γενικό τρόπο, το τί γινόταν της έβρισκε φταίξιμο. Επιβεβαιωτικό του πιο πάνω είναι και το γεγονός, το οποίο παρέμεινε αναντίλεκτο, ότι μετά την καταγγελία η ίδια επιχείρησε να χρηματίσει την Ν.Κ. ή και να επηρεάσει την Π.Κ. για να αποσύρουν την καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου.

Κατά συνέπεια, η παρουσία της και μόνο στο σπίτι και μάλιστα στην κουζίνα, δεν αναιρεί με κανένα τρόπο τα όσα κατ’ ισχυρισμό διαδραματίζονταν στο δωμάτιο των παραπονούμενων.

Επιπρόσθετα, σε κανένα σημείο κατά τη μαρτυρία των παραπονουμένων, έχει κλονιστεί η θέση τους ότι ο κατηγορούμενος τους έβαλε να βγάζουν και να του στέλνουν γυμνές φωτογραφίες και βίντεο. Η θέση τους περί της ύπαρξης τέτοιων φωτογραφιών και βίντεο, προκύπτει να επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα στο τηλέφωνο του κατηγορούμενου, ως ο Μ.Κ.2 ανάφερε στο Δικαστήριο και αναφέρθηκαν ανωτέρω. Η θέση του για το χρόνο δημιουργίας και/ή αποθήκευσης των δεδομένων αυτών, δεν αναιρεί τη θέση των παραπονουμένων αφού ο Μ.Κ.2 διευκρίνισε ότι τα αρχεία αυτά μπορεί να βρίσκονταν σε άλλο τηλέφωνο ή υπολογιστή και να μεταφέρθηκαν στο τηλέφωνο που τελικά ανευρέθηκαν.

Έχουμε λάβει υπόψη μας τη θέση του κατηγορούμενου περί της μη αποστολής αυτών των φωτογραφιών και βίντεο και ότι τα βρήκε από τα τηλέφωνα που οι παραπονούμενες του έδιναν για επιδιόρθωση, αλλά όπως θα διαφανεί κατωτέρω κατά την αξιολόγηση της εκδοχής του, τούτο δεν μπορεί να γίνει αποδεχτό. Άλλωστε δεν υπήρχε κανένας βάσιμος λόγος να πάρει τέτοια αρχεία και να τα αποθηκεύσει στο τηλέφωνο του και μάλιστα να τα διαγράψει, αφού όπως ανάφερε ήθελε για να τα δείξει στην μητέρα τους και να τους θυμώσει, κάτι το οποίο εν τέλει δεν έπραξε.

Έχουμε στρέψει την προσοχή μας στη θέση της υπεράσπισης περί αναξιοπιστίας της εκδοχής των παραπονουμένων λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας καθώς επίσης και τη θέση περί ύπαρξης αλλότριων κινήτρων στην καταγγελία και γενικά περί κατασκευασμένου και ψευδούς παραπόνου.

Είναι γεγονός και προκύπτει ότι σε σχέση με τα ισχυριζόμενα επίδικα συμβάντα εναντίον της Π.Κ. αυτά σταμάτησαν όταν έγινε σχεδόν 15 χρόνων, δηλαδή το έτος 2018 ενώ η καταγγελία της έλαβε χώρα περί τον Μάρτιο του 2023 και κατά συνέπεια μετά από πάροδο 5 σχεδόν χρόνων. Για δε την Ν.Κ. προκύπτει η ισχυριζόμενη έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου να σταμάτησε το καλοκαίρι του 2022 ενώ η καταγγελία έλαβε, επίσης, χώρα τον Μάρτιο του 2023, δηλαδή σχεδόν εννέα μήνες μετά.

Η πιο πάνω καθυστέρηση που παρατηρείται και ιδιαίτερα αυτή που αφορά την Π.Κ. καθώς επίσης η προβολή της υπεράσπισης της ύπαρξης αλλότριων κινήτρων στην καταγγελία, μας έχει θέσει σε εγρήγορση και σε κατάσταση εξονυχιστικής μελέτης της μαρτυρίας συναισθανόμενοι τον κίνδυνο να πρόκειται για κατασκευασμένη καταγγελία (βλ. Ν.Σ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 99/2021, Ημερ. 11/05/2022), ECLI:CY:AD:2022:B183.  

Το ερώτημα σε τέτοιες περιπτώσεις – υποβολής καθυστερημένου παραπόνου – αφορά τη σημασία που τούτο μπορεί να έχει. Η παραδοσιακή αντίληψη του κοινού δικαίου ότι το θύμα σεξουαλικής επίθεσης ή εκμετάλλευσης αναμένεται να προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία θεωρείται πλέον απηρχαιωμένη. Όπως έχει αναφερθεί στην Ε.Α. v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) «Έχει προ πολλού αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανήλικα πρόσωπα, δεν αναμένεται, ως εκ της τραυματικής τους εμπειρίας, να ενεργήσουν κατά τον «αναμενόμενο» τρόπο ώστε να υποβάλουν άμεσο παράπονο (βλ. Aντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, Σιακαλλής v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146, Κλείτου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, Λ.Κ. v Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547 και Σ.Π. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 207/13, 25.6.2014)

 

Μάλιστα θεωρείται πλέον ότι πρόκειται για ένα ζήτημα για το οποίο μπορεί το ίδιο το δικαστήριο, όταν εγείρεται από την υπεράσπιση θέμα κατασκευασμένου παραπόνου, μέσα από τη δική του δικαστική εμπειρία και ως ζήτημα κοινής λογικής, να προβεί σε σχετικό σχόλιο για τους ενδεχόμενους λόγους ενός καθυστερημένου παραπόνου από νεαρά πρόσωπα, χωρίς την ανάγκη μαρτυρίας ειδικών, νοουμένου ότι το σχόλιο είναι εξισορροπημένο και δίκαιο (R. v. MM [2007] EWCA Crim.1558, Doody [2008] EWCA Crim.2557, Miller [2010] EWCA Crim. 1578). Θα πρέπει να λαμβάνονται, παράλληλα, υπόψιν τα επιχειρήματα της υπεράσπισης ότι η καθυστέρηση στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλεται σε κατασκευασμένο παράπονο (R. v. GJB [2011] EWCA Crim 867). Είναι σημαντικό η καθοδήγηση να είναι προσαρμοσμένη στα γεγονότα της υπόθεσης και να περιορίζεται σε αδιαμφισβήτητες διαπιστώσεις της κοινής πείρας (ΜΜ v. R. [2011] EWCA Crim 1291).

 

Στα πλαίσια αυτά, στην υπόθεση Doody (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι κατά τρόπο θεμιτό εξηγήθηκε από το δικαστή στους ενόρκους ότι η εμπειρία καταδεικνύει πως οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά στο τραυματικό βίωμα σοβαρών σεξουαλικών επιθέσεων, ότι δεν υπάρχει στερεότυπη αντίδραση και ότι εναπόκειται στους ενόρκους να αξιολογήσουν τη θέση της υπεράσπισης ότι η καθυστέρηση  καταδεικνύει ψευδές παράπονο και να λάβουν υπόψιν ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να υποβάλουν παράπονο αμέσως στο πρώτο πρόσωπο που θα δουν, ενώ άλλοι μπορεί να αισθάνονται ντροπή και σοκ με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν παράπονο για κάποιο χρόνο και ότι ένα καθυστερημένο παράπονο δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ψευδές παράπονο. Αποφασίστηκε επίσης ότι δικαιολογημένα υποδείχθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή ότι είναι καλά γνωστό ότι το τραυματικό βίωμα ενός βιασμού μπορεί να προκαλέσει αισθήματα ντροπής και ενοχής, τα οποία εμποδίζουν το θύμα από του να υποβάλει παράπονο.»

 

(βλ. επίσης Γ.Π.Β. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 5/2020, Ημερ. 30/07/2021 και Δ.Β.Γ.Κ. v Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

Έχουμε αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία αλλά είναι προφανές ότι δεν υπάρχει τέτοιου είδους μαρτυρία, δηλαδή μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι, όχι μόνο διαπράχθηκαν τα αδικήματα αλλά αυτά διαπράχθηκαν από τον κατηγορούμενο (βλ. Meitanis v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 31).

Έχουμε, αυτοπροειδοποιήσει καταλλήλως τους εαυτούς μας για το ενδεχόμενο η καταγγελία των παραπονούμενων να μην ανταποκρίνεται στην αλήθεια πλην όμως δεν έχουμε διαπιστώσει σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας των παραπονουμένων ότι αυτές είχαν διάθεση να πουν ψέματα ή να προχώρησαν στην καταγγελία παρακινούμενες από τρίτα πρόσωπα ή από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν η αιτία που χώρισε η μητέρα τους.

Οι παραπονούμενες στη μαρτυρία τους παράθεσαν με σταθερότητα και ευκρίνεια πειστικούς λόγους για την καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας τους στην Αστυνομία. H N.K. ανάφερε ότι στην αρχή εμπιστευόταν τον κατηγορούμενο και την έκανε να νιώθει άνετα μαζί του, ότι είναι το αγόρι της, χωρίς να αντιλαμβανόταν την σοβαρότητα του ζητήματος. Εξήγησε ότι ο κατηγορούμενος της αγόραζε διάφορα ρούχα και παιχνίδια, θέση που δεν έχει κλονιστεί και μπορεί να γίνει αποδεκτή, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προκύπτει επρόκειτο για μια φτωχή οικογένεια στην οποία ο κατηγορούμενος είχε εισχωρήσει και καθημερινά την επισκεπτόταν. Μετέπειτα, είπε η Ν.Κ., όταν μεγάλωσε και αντιλήφθηκε ότι αυτό που γινόταν δεν ήταν σωστό και του ανάφερε ότι θα το έλεγε στη μάμα και στον παπά της, τότε άρχισε να την απειλεί ότι αν το πει θα ανεβάσει φωτογραφίες και βίντεο της στο διαδίκτυο. Η μάρτυρας επέμενε για την αλήθεια των ισχυρισμών της και η πιο πάνω τελευταία θέση της φαίνεται να υποστηρίζεται και από το ευρήματα της Αστυνομίας στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορουμένου, η οποία όντως εντόπισε φωτογραφίες και βίντεο της Ν.Κ., με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε ανωτέρω.

Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η μαρτυρία της Π.Κ. η οποία και αυτή πρόβαλε ως δικαιολογία τις απειλές που ο κατηγορούμενος της εκτόξευε περί δημοσίευσης των φωτογραφιών και βίντεο της, τα οποία, επίσης, ανευρέθηκαν στην κατοχή του και στο κινητό του τηλέφωνο. Εξήγησε, επίσης, τους λόγους που του είπε να σταματήσει όταν έγινε 15 χρόνων. Είπε, περαιτέρω, ότι ο κατηγορούμενος της έλεγε διάφορα και την έκανε να τον εμπιστευτεί. Η μαρτυρία της ψυχολόγου Μ.Κ.4 όχι μόνο δεν αναιρεί την εκδοχή της Π.Κ., τόσο σε σχέση με τους λόγους της μη αντίδρασης της για τα όσα ο κατηγορούμενος προέβαινε σε βάρος της αλλά κατά κάποιο τρόπο, την υποστηρίζει. Αναφέρθηκε στην ευαλωτότητα της και στο γεγονός ότι εύκολα μπορούσε να παρασυρθεί. Επίσης, προκύπτει να μην είχε και πλήρη αντίληψη της σοβαρότητας των όσων της συνέβαιναν ή της συνέβηκαν εξ’ ου και δεν παρατηρήθηκε οποιοδήποτε μετατραυματικό στρες. Παρόλα αυτά υποστηρίζει την εκδοχή της περί μη έγκαιρης αποκάλυψης των συμβάντων.

Το συμβάν που έλαβε χώρα με τον αδελφό τους, δηλαδή το ότι επιχείρησε με το δάκτυλο του να παρενοχλήσει την Ν.Κ. και το γεγονός ότι αυτό καταγγέλθηκε, κρίνουμε ότι δεν είναι καταλυτικό ή ουσιώδες για τον τρόπο που έδρασαν στα υπό κρίση περιστατικά, τα οποία δεν κατάγγειλαν αμέσως. Επρόκειτο για τον αδελφό τους χωρίς να τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα φόβου και πέραν τούτου, η Π.Κ. στη μαρτυρία της είπε ότι αν δεν κάνει λάθος ήταν μπροστά και η μητέρα της στο όλο συμβάν. Τα ίδια ισχύουν και για το περιστατικό με τον αδελφό της, ο οποίος επιχείρησε να την βγάλει φωτογραφία γυμνή. Η Π.Κ. στην ουσία εξήγησε την διαφορά προβάλλοντας τη θέση ότι για τον κατηγορούμενο υπήρχε φόβος στο να αποκαλύψουν τα επίδικα περιστατικά. Το γεγονός ότι ο Μ.Κ.5 ανάφερε ότι οι παραπονούμενες του είπαν ότι φοβόνταν ότι αν αποκάλυπταν ενωρίτερα τα γεγονότα ο κατηγορούμενος τους είπε ότι θα κάνει κακό στο πατέρα και στη θεία τους, κάτι το οποίο δεν ανάφεραν ως λόγο οι παραπονούμενες στη μαρτυρία τους για την μη έγκαιρη αποκάλυψη των συμβάντων, δεν είναι ικανό να κλονίσει την αξιοπιστία τους. Είχαν ευθύς εξ΄ αρχής προβάλει και στον Μ.Κ.5 το λόγο της μη έγκαιρης αποκάλυψης των συμβάντων το φόβο για τη δημοσίευση των φωτογραφιών και των βίντεο και γενικά αναφέρθηκαν στο φόβο τους.

Έχουμε ενδιατρίψει και στις θέσεις της υπεράσπισης περί αλλότριων κινήτρων και παρακίνησης των παραπονουμένων, να προβούν στις καταγγελίες τους εναντίον του κατηγορούμενου και δεν έχουμε διαπιστώσει, ότι πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση. Αμφότερες οι παραπονούμενες απέρριψαν κατηγορηματικά τη θέση ότι κατάγγειλαν τον κατηγορούμενο με σκοπό να τον εκδικηθούν διότι σύναψε σχέση με την μητέρα τους και ήταν η αιτία που χώρισε με τον πατέρα τους. Ανάφεραν και οι δύο ότι όντως το γεγονός αυτό συνέβαλε στο χωρισμό τους αλλά οι γονείς τους είχαν και άλλα προβλήματα και ότι η καταγγελία τους δεν έχει καμία σχέση με τον χωρισμό της μητέρας τους. Αμφότερες απέρριψαν κατηγορηματικά τη θέση αυτή με την Π.Κ. να αναφέρει χαρακτηριστικά «Οί, εν θα έρκουμουν να καταγγείλω κάτι τόσο σοβαρό επειδή χώρισαν οι δικοί μου. Χώρισαν χώρισαν, εντάξει», θέση η οποία γίνεται αποδεχτή. Και τούτο, διότι η όλη ροή των γεγονότων που οδήγησαν στην αποκάλυψη των συμβάντων από τις παραπονούμενες σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή δεν αφήνουν αμφιβολία ότι πρόκειται για ασύνδετα γεγονότα.

Η αποκάλυψη των συμβάντων έγινε προς τον Ω.Ν. και κάτω από τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Δηλαδή, σε μια ανύποπτη στιγμή όταν η Ν.Κ. είχε εγκαταλείψει την οικία και εν τέλει εντοπίστηκε να κάθεται σε ένα πάρκο. Η ερώτηση του Ω.Ν. προς την Ν.Κ. κατά πόσο την παρενόχλησε ο κατηγορούμενος ήταν απόρροια των υποψιών περί τούτου, οι οποίες προηγήθηκαν στη βάση των όσων ο ίδιος ο Ω.Ν. είχε αντιληφθεί από τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου έναντι της Ν.Κ. και με κανένα τρόπο μπορεί να εκληφθούν ως καθοδήγηση στο να καταγγελθεί ο κατηγορούμενος. Στην πορεία και το ίδιο βράδυ και η Π.Κ. ανάφερε ότι έτυχε της ίδιας μεταχείρισης από τον κατηγορούμενο.

Ήταν, επίσης, λογικό οι παραπονούμενες εν τέλει να αποκαλύψουν όλα όσα τους συνέβηκαν στον Ω.Ν., δεδομένης της σχέσης που είχε με την οικογένεια και με τις ίδιες και δεδομένου ότι, όπως προκύπτει, οι παραπονούμενες δεν είχαν οποιοδήποτε πρόσωπο δίπλα τους μετά τον χωρισμό των γονιών τους (βλ.  ΑFK v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 44/2018, Ημερ. 06/12/2019), ECLI:CY:AD:2019:B515. Όπως χαρακτηριστικά ανάφερε η Π.Κ. κατά την αντεξέταση της για τους λόγους που δεν τα είχαν αναφέρει ενωρίτερα «Δεν είχαμε κάποιον να μας μιλήσει, να μας προσεγγίσει τζιαι εφοούμασταν να πούμε οτιδήποτε». Το τί ακολούθησε μετέπειτα της αποκάλυψης, όπως η Ν.Κ. ανάφερε αλλά και η Π.Κ., δηλαδή να ενημερωθεί ο πατέρας τους και μετέπειτα να το πουν και στο Χ.Π., δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία έγινε εκδικητικά διότι ο κατηγορούμενος ήταν η αιτία που χώρισαν οι γονιοί τους. Άλλωστε το γεγονός αυτό, δηλαδή ο χωρισμός των γονιών τους προκύπτει να είχε λάβει χώρα, περί τον Σεπτέμβριο του 2022, δηλαδή έξι και πλέον μήνες προηγουμένως. Περαιτέρω, δεν έχει προκύψει ο γάμος των γονιών τους να ήταν ένας υγιής γάμος και δεν έχει διαφανεί ότι οι παραπονούμενες περνούσαν καλά και να είχαν ενοχληθεί για τη διάλυση του γάμου αυτού. Είναι το αντίθετο το οποίο συνέβαινε στην παρούσα. Επρόκειτο για μια προβληματική σχέση με φωνές και τσακωμούς και δύσκολες οικονομικές συνθήκες.

Σε κάθε περίπτωση, αμφότερες οι παραπονούμενες επέμεναν ότι δεν έχει καμία σχέση η καταγγελία τους με το εν λόγω συμβάν και επέμεναν στη θέση τους περί της γνησιότητας της καταγγελίας τους.

Ο κατηγορούμενος επιχείρησε να παρουσιάσει μια κατάσταση συνομωσίας των πάντων και όσων παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο για να αναφέρουν το τί περιήλθε στην αντίληψη τους, συγγενών και μη, αποδίδοντας στον καθένα και διαφορετικό κίνητρο, κάτι το οποίο εξετάστηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου εξ’ αυτών. Η όλη δε εκδοχή του, όπως θα διαφανεί κατωτέρω κατά την αξιολόγηση της, δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή και σε κάθε περίπτωση είναι και αλληλοσυγκρουόμενη και αστήριχτη.      

Έχουμε συνεκτιμήσει το κάθε τι που περιβάλλει την παρούσα υπόθεση και λάβαμε υπόψη όλα τα ανωτέρω που λεπτομερώς αναφέραμε. Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό ότι πρόκειται για μια γνήσια και αληθή καταγγελία και ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα όπως οι παραπονούμενες ανάφεραν στο Δικαστήριο. Η λεπτομερής περιγραφή των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν κατά τους ουσιώδους χρόνους και γενικά η ποιότητα της μαρτυρίας των παραπονουμένων, αφού συνυπολογίσαμε και όλη την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει δοθεί, περιλαμβανομένης και των θέσεων του κατηγορούμενου, δεν αφήνουν οποιαδήποτε αμφιβολία ότι πρόκειται για αξιόπιστη μαρτυρία στην οποία μπορούμε να βασιστούμε και να εξάξουμε ασφαλή ευρήματα ακόμη και χωρίς ύπαρξη ενίσχυσης.

Από την αντίπερα όχθη, ο κατηγορούμενος δεν μας έκανε καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και εξετάζοντας εξονυχιστικά την μαρτυρία του, κρίνουμε ότι απώτερος σκοπός του δεν ήταν να πει στο Δικαστήριο την αλήθεια και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα. Και τούτο, όπως προκύπτει και θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένα μέρη της μαρτυρίας του κατωτέρω, σε μια προσπάθεια του να αποφύγει τυχόν εμπλοκή του και ενδεχόμενη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετωπίζει. Η μαρτυρία του έχει διαφανεί να προσαρμόστηκε στην όλη υπόλοιπη μαρτυρία που προσκομίστηκε και αυτή να αποτελεί εκ των υστέρων σκέψεις του στην προσπάθεια του να παρουσιάσει μια εικόνα που να τον απαλλάσσει από τις κατηγορίες. Περαιτέρω, η μαρτυρία του παρουσιάζει αντιφάσεις και διάφορα κρίσιμα γεγονότα δεν τα είχε αναφέρει στην κατάθεση του στην Αστυνομία, παρά μόνο για πρώτη φορά στο Δικαστήριο, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει πειστικές απαντήσεις.

Η κύρια γραμμή υπεράσπισης του κατηγορουμένου στην παρούσα υπόθεση είναι ότι ουδέποτε διέπραξε τα αδικήματα που τον κατηγορούν και ότι η καταγγελία είναι κατασκευασμένη και εκδικητική. Υποβλήθηκαν σε πλείστους από τους μάρτυρες κατηγορίας ότι ο λόγος της καταγγελίας ήταν διότι ο κατηγορούμενος ήταν η αιτία που χώρισε η μητέρα των παραπονουμένων με τον πατέρα τους, αφού δημιούργησε σχέση μαζί του και ότι με παρότρυνση και σε συμπαιγνία με τους συγγενείς του πατέρα και του Χ.Π., προέκυψε η εν λόγω καταγγελία.

Στην προσπάθεια του να εξηγήσει τους λόγους της καταγγελίας εναντίον του, κατά το στάδιο της μαρτυρίας του, εκείνο το οποίο παρατηρείται είναι ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να τεκμηριώσει τη θέση του αυτή. Επίσης, παρατηρείται και μια παλινωδία στους ισχυρισμούς του για το θέμα αυτό.

Κατ΄ αρχάς στην ανακριτική του κατάθεση, τεκμήριο 15, την οποία κατά το στάδιο της αντεξέτασης του υιοθέτησε, ουδέποτε πρόβαλε τη θέση, την οποία προώθησε καθόλη τη διάρκεια της δίκης. Στο τέλος της ερώτησης αρ. 47, εκείνο το οποίο είπε είναι ότι παραξενεύεται που οι παραπονούμενες, μετά από τόσες βοήθειες ήρθαν το 2023 να πουν τούντα πράγματα για τον ίδιο. Συνεχίζοντας, είπε ότι «Μάλλον εν για εκδίκηση που το κάμνουν» χωρίς να δώσει οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες. Και το σημαντικό, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αναφορά στα άλλα πρόσωπα που ισχυρίστηκε ότι τις παρότρυναν να το πράξουν. Κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, σε κάποιο στάδιο, στις διάφορες εκδοχές και εξηγήσεις που επιχείρησε να δώσει για το λόγο της καταγγελίας, είπε ότι οι παραπονούμενες τον κατάγγειλαν διότι τον θεωρούσαν υπεύθυνο που χώρισε η μητέρα τους ένεκα του ότι έκανε σχέση μαζί του. Ερωτούμενος να πει πως το γνωρίζει αυτό, είπε ότι του το είπε η μητέρα των παραπονούμενων 3 – 4 μέρες πριν να τον συλλάβουν. Συνεχίζοντας μάλιστα και στην προσπάθεια του να γίνει πειστικός για τούτο, είπε ότι του είπε κιόλας ότι κάτι του ετοιμάζουν. Παραθέτουμε αυτούσιες τις αναφορές του κατηγορούμενου:

Ε: Και τί σου είπε δηλαδή;

Α: Ότι οι μικρές, τα παιδιά της με θεωρούν αίτιο ότι εγώ φταίω που χώρισε η Έ. μαζί με τον Γ. και ότι κάτι μου ετοιμάζουν.»

Αν λοιπόν ο κατηγορούμενος είχε αυτή την ενημέρωση από την μητέρα 3 – 4 μέρες πριν από την καταγγελία, θα αναμένετο στην κατάθεση του να αναφέρει ότι η καταγγελία είναι εκδικητική και να αναφέρει το λόγο αυτής.

Προηγουμένως, όμως, στη μαρτυρία του, είπε ότι ο ίδιος δεν γνώριζε κατά πόσο οι παραπονούμενες, ο πατέρας και οι συγγενείς γνώριζαν για την σχέση του με την μητέρα τους και ότι πρώτη φορά το έμαθε – ότι γνώριζαν όλοι – εδώ στο Δικαστήριο.

Πιο κάτω είπε ότι δεν γνωρίζει, μέχρι και σήμερα, γιατί η Ν.Κ. τον κατηγορεί για «τούντο» πράγμα. Ύστερα είπε ότι της έκαναν πλύση εγκεφάλου οι συγγενείς του πατέρα της, μετά που έγινε η καταγγελία για βία στην οικογένεια εναντίον του, χωρίς πάλι να μπορεί να τεκμηριώσει ένα τέτοιο ισχυρισμό. Σε άλλο σημείο, είπε ότι η Ν.Κ. είναι εκδικητική και επειδή τον Οκτώβριο του 2022 την επίπληξε διότι βρήκε ένα βίντεο στο κινητό της που την δείχνει να κάνει σεξ με ένα στρατιώτη, τον κατάγγειλε.

Αναφορικά με την Π.Κ. είπε ότι δεν γνωρίζει το λόγο που του έκανε την καταγγελία. Όπως χαρακτηριστικά είπε στη συνέχεια «Θα είναι για τη σχέση που είχα με τη μητέρα της, αλλά απ’ ότι την άκουσα τζιαι εγώ εν την κόφτει που χώρισε η μητέρα της με τον πατέρα της. Δεν γνωρίζω καν.»

Ακολούθως, προκύπτει να υποθέτει ότι όλα αυτά έγιναν, δηλαδή αμφότερες οι καταγγελίες όταν πήγε και επίπληξε την Ν.Κ. και μετά την Π.Κ. για τις φωτογραφίες και βίντεο που εντόπισε στα τηλέφωνα της. Παρόλα αυτά όμως, ο ίδιος είπε ότι εν τέλει δεν επίπληξε την Π.Κ. διότι στην ουσία δεν θα είχε νόημα και ήταν ενήλικη πλέον.

Επιχείρησε να αποδώσει την καταγγελία και στα άλλα μέλη της οικογένειας του πατέρα των παραπονουμένων και στον Χ.Π. και ότι είναι αυτοί που έβαλαν τις ανήλικες να τον καταγγείλουν, χωρίς όμως επιτυχία, στοιχεία και πειστικότητα. Εκείνο το οποίο διαφάνηκε είναι ότι όλα τα πιο πάνω πρόσωπα, τα οποία μαρτύρησαν στο Δικαστήριο για να πουν το τί γνώριζαν για την παρούσα υπόθεση, ο κατηγορούμενος επιχείρησε να τους εμπλέξει σε ένα σχέδιο συνομωσίας με σκοπό οι ανήλικες να τον καταγγείλουν. Μάλιστα τους χαρακτήρισε και ως εχθρούς του, χωρίς όμως τεκμηρίωση αλλά και οποιαδήποτε λογική η θέση του αυτή. 

Είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να καταδείξει αλλότρια κίνητρα στην καταγγελία χωρίς καν ο ίδιος να μπορούσε να εστιάσει σε συγκεκριμένη εκδοχή και όλα όσα ανάφερε ήταν δικές του εικασίες και ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί. Πιστεύει, λέει, ότι επηρεάστηκαν οι παραπονούμενες από άλλα άτομα. Οι θέσεις του και γι αυτό το ζήτημα είναι αντιφατικές αλλά και αστήριχτες.

Ειδικότερα για τον λεγόμενο θείο των παραπονουμένων, στον οποίο για πρώτη φορά οι παραπονούμενες εκμηστηρεύτηκαν τα επίδικα γεγονότα, είπε ότι στα 7 χρόνια ήταν πολύ λίγες οι φορές που τον είδε στην οικία των παραπονουμένων και στη μαρτυρία εκείνου αμφισβητήθηκαν τα όσα ανάφερε και ισχυρίστηκε ότι είδε σε σχέση με τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου έναντι της Ν.Κ. Στη μαρτυρία του, όμως, ο κατηγορούμενος προσαρμόζοντας τη θέση του στα όσα ο πιο πάνω αναφερόμενος μάρτυρας είπε, ανάφερε ότι έγινε εχθρός του διότι μια ημέρα που ήταν έξω στη βεράντα της οικίας των παραπονούμενων ο λεγόμενος θείος, είδε που καθόταν η Ν.Κ. στα πόδια του και είπε ψέματα της μητέρας ότι την φιλούσε και όταν η τελευταία το έμαθε, ότι δηλαδή είναι ψέματα, τον έδιωξε από το σπίτι και από τότε έγινε εχθρός του. Κατ’ αρχάς αμφισβητήθηκε η θέση του θείου ότι ήταν στην βεράντα και είδε αυτά που είδε κατά τη μαρτυρία του. Κατά δεύτερο, τούτο δεν δικαιολογεί τη θέση του και αντίκειται στη λογική.

Όσον αφορά τον Χ.Π. αναφέρθηκε σε μικροδιαφορές που είχε στο παρελθόν, χωρίς όμως τούτες να μπορούν να δικαιολογούν χωρίς άλλο την εμπλοκή του στην παρούσα καταγγελία ή καλύτερα την παρότρυνση των παραπονούμενων και ότι, όπως το είπε, ήταν ο πρωτεργάτης αυτής της υπόθεσης. Χωρίς, όμως, πάλι ο ίδιος να μπορεί να δικαιολογήσει τη θέση αυτή και προβαίνοντας σε εικασίες και διάφορες εκδοχές. Ερωτούμενος να πει γιατί δεν το είπε αυτό στην κατάθεση του, απάντησε ότι η Αστυνομία δεν του έδωσε την ευκαιρία, θέση που δεν ενέχει πειστικότητα και δεν προκύπτει από άλλη μαρτυρία.

Σε σχέση με την θεία των παραπονούμενων, πάλι οι θέσεις του δεν συνάδουν με τα όσα της υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση της. Συγκεκριμένα, αμφισβητήθηκε από τη μαρτυρία της ότι μίλησε στον κατηγορούμενο σε ανύποπτο χρόνο και του εξέφρασε την ανησυχία του για τα παιδιά. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη μαρτυρία του, προσαρμόζοντας τη μαρτυρία του, σε κάποιο σημείο είπε στην ουσία ότι η εν λόγω μάρτυρας του είπε ότι δεν την νοιάζει αν έχει σχέση με τη μητέρα των παιδιών αλλά να προσέχει μόνο με τα παιδία.

Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του είπε ότι μετά την καταγγελία για βία του πατέρα, υπήρξε συνάντηση στο σπίτι της γιαγιάς και ότι έκαναν πλύση εγκεφάλου της Ν.Κ. και τον θεωρούσαν υπεύθυνο ότι θα πάει ο πατέρας της φυλακή και έκτοτε άλλαξε η συμπεριφορά της έναντι του, θέση πάλι εντελώς ατεκμηρίωτη, γενική και αόριστη και η οποία κατά κάποιον τρόπο πρώτη φορά τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Πέραν των πιο πάνω, ο κατηγορούμενος προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από την Π.Κ. λέγοντας ότι σε εκείνη μια με δύο φορές της διάβασε χωρίς τούτο να το είχε αναφέρει στην κατάθεση του. Αντιθέτως είπε ότι από το 2015 άρχισε να διαβάζει και των τριών παιδιών. Ερωτούμενος για τούτο είπε ότι δεν τον άφησαν οι Αστυνομικοί και ότι του απαγόρευσαν, θέση που δεν προκύπτει τόσο από την ίδια την κατάθεση του όσο και από την υπόλοιπη μαρτυρία. Ούτε καν τέτοια θέση υποβλήθηκε στο μάρτυρα που του έλαβε την κατάθεση. 

Επιπρόσθετα, ο κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να δώσει πειστικές και σταθερές εξηγήσεις για το πώς βρέθηκαν στο κινητό του τα συγκεκριμένα αρχεία.          

Αναφορικά με τα αρχεία φωτογραφιών και βίντεο που ανευρέθηκαν στο κινητό του τηλέφωνο, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε σε μια εκδοχή, την οποία πρώτη φορά πρόβαλε στο Δικαστήριο και η οποία αποτελεί, κατά την κρίση μας, εκ των υστέρων σκέψη του στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει την ανεύρεση των εν λόγω αρχείων στο τηλέφωνο του από την Αστυνομία, τα οποία να σημειωθεί, παραδέχεται ότι ανευρέθηκαν στο κινητό του τηλέφωνο και ότι απεικονίζουν τις παραπονούμενες. Στην ανακριτική του κατάθεση τεκμήριο 15 πουθενά δεν ανάφερε την εκδοχή που επιχείρησε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο δίνοντας δικαιολογίες οι οποίες δεν πείθουν και ούτε συνάδουν με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Ερωτούμενος γι αυτό το ζήτημα κατά την κυρίως του εξέταση, είπε ότι δεν τα είπε στην κατάθεση του διότι δεν τον άφησε η Αστυνομία να τα πει. Ύστερα είπε ότι ό,τι τον ρωτούσαν απαντούσε και ότι δεν τον ρώτησαν γι’ αυτό. Ανατρέχοντας, όμως, στην ανακριτική του κατάθεση, παρατηρείται ότι στην ερώτηση 47 ο κατηγορούμενος ερωτάται κατά πόσο επιθυμεί να αναφέρει οτιδήποτε άλλο για το οποίο δεν ερωτήθηκε και ανάφερε εκείνα που ήθελε να πει καταλαμβάνοντας σχεδόν μια σελίδα. Σε αυτές τις αναφορές του, μάλιστα, αναφέρεται σε ένα βίντεο που βρήκε στο τηλέφωνο της Ν.Κ. κατά τις 15/10/2022 που την έδειχνε να κάνει σεξ με ένα στρατιώτη, χωρίς να αναφερθεί σε οποιοδήποτε άλλο υλικό εντόπισε στο κινητό της, όπως προσπάθησε να πει στο Δικαστήριο. Δεν έχει, επίσης, προκύψει και δεν έχει υποβληθεί η θέση στους Αστυνομικούς ότι εμπόδισαν τον κατηγορούμενο να αναφέρει αυτά που ήθελε στην κατάθεση του.

Πέραν των πιο πάνω, η εκδοχή η ίδια που παρουσίασε στο Δικαστήριο για το πιο πάνω ζήτημα δεν ενέχει πειστικότητα και παρουσιάζει αντιφάσεις. Ο κατηγορούμενος είπε ότι τα αρχεία που αφορούν την Ν.Κ. τα βρήκε στο κινητό της τηλέφωνο στις 16/10/2022 όταν του ζήτησε η μητέρα της να το ελέγξει για να δει που βρισκόταν το προηγούμενο βράδυ, το οποίο είχε φύγει και άργησε να επιστρέψει στο σπίτι. Θυμήθηκε, λέει, ότι είχε τους κωδικούς από την 01ην/10/2022 όταν του τους είχε δώσει για να της επαναφέρει το Instagram το οποίο της είχαν κλέψει και από τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή από το σπίτι του, μπήκε μέσα στο τηλέφωνο της και εντόπισε στο Google Cloud τα εν λόγω αρχεία, έπαθε σοκ και τα αντίγραψε στο τηλέφωνο του για να πάει να την επιπλήξει. Την ημέρα εκείνη βρήκε και το βίντεο με τον στρατιώτη.  Κατ’ αρχάς η δυνατότητα να μπορούσε αυτό που περιέγραψε στο Δικαστήριο ο κατηγορούμενος να γίνει, τίθεται εν αμφιβόλω. Ο Μ.Κ.2, τεχνικός επί του ζητήματος, είπε στο Δικαστήριο ότι για να έχει κάποιος πλήρη πρόσβαση στα αρχεία του τηλεφώνου ή ενός υπολογιστή πρέπει να έχει φυσική κατοχή αυτού ή να του επιτρέψει ο κάτοχος του αποστέλλοντας του συγκεκριμένο κωδικό πρόσβασης. Κατά δεύτερο, η θέση του αυτή συγκρούεται με τα όσα είπε στην κατάθεση του, στην απάντηση του στην ερώτηση 47, στην οποία αναφέρθηκε στο βίντεο που εντόπισε με τον στρατιώτη. Εκεί είχε πει ότι ήταν στις 15/10/2022 που πήγε στο σπίτι της παραπονούμενης για να ελέγξει πού ήταν και έλειπε από το σπίτι και της είπε να του δώσει το τηλέφωνο της. Εκεί ανακάλυψε το βίντεο με το στρατιώτη που έκανε σεξ και μάλιστα της είπε να του το αποστείλει. Στην αντεξέταση του επέμεινε ότι ήταν με τον πιο πάνω τρόπο που μπήκε στο κινητό τηλέφωνο της Ν.Κ. διότι αν της ζητούσε το τηλέφωνο δεν θα του το έδινε. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι η θέση που υποβλήθηκε στην Ν.Κ. κατά την αντεξέταση της ήταν ότι τα αρχεία αυτά βρέθηκαν από τον κατηγορούμενο στο κινητό της, όταν του το έδωσε για επιδιόρθωση. Επίσης, ουδέποτε της τέθηκε η εκδοχή ότι είχε κλαπεί το Instagram της την 01ην/10/2022 και του έδωσε τους κωδικούς που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος.

Αναφορικά με την Π.Κ. είπε στην ουσία ότι τα βρήκε στο τηλέφωνο της, όταν του το έδωσε η μητέρα της. Δηλαδή, είπε ότι η μητέρα του έδωσε δύο τηλέφωνα, ένα μαύρο δικό της και ένα άσπρο που άνηκε στην Π.Κ. και της το δώρισε για να το ξεκλειδώσει και να της μεταφέρει από το παλιό της όλα τα αρχεία της εκεί. Κατάφερε και το ξεκλείδωσε και διαπίστωσε ότι τα αρχεία της Π.Κ. δεν ήταν διαγραμμένα και εντόπισε και τα αρχεία που τον κατηγορούν, τα οποία επίσης αντίγραψε για να της τα δείξει και να την επιπλήξει. Τα αρχεία αυτά τα βρήκε χρονικά, πάλι τον Οκτώβριο του 2022. Το εν λόγω άσπρο τηλέφωνο, είπε, ήταν αυτό που επιχείρησε να παρουσιάσει κατά τον αντεξέταση της Π.Κ. και δεν του επιτράπηκε. Είπε, επίσης, ότι και αυτό είχε κατασχεθεί από την Αστυνομία αλλά του επιστράφηκε και συγκεκριμένα στη γυναίκα του, θέση η οποία άρχισε να παρουσιάζεται στο Δικαστήριο, μετά που διαπιστώθηκε ότι το τηλέφωνο αυτό άνηκε στην Π.Κ. και το είχε στην κατοχή του ο κατηγορούμενος, διότι, όπως μέχρι εκείνη τη στιγμή διαφάνηκε του το είχε δώσει η ίδια για να της το επιδιορθώσει αλλά ουδέποτε της το επέστρεψε. Περαιτέρω, όταν επιχειρήθηκε να κατατεθεί είχε αναφερθεί το περιεχόμενο το οποίο υπήρχε σε εκείνο το τηλέφωνο και ουδέποτε τέθηκε η θέση ότι υπήρχαν και τα αρχεία αυτά που λέει στη μαρτυρία του ο κατηγορούμενος. Μάλιστα ήταν ρητή η θέση της συνηγόρου του ότι δεν περιέχονται τα επίδικα αρχεία.

Επιπρόσθετα, η θέση που υποβλήθηκε στην Π.Κ. ήταν ότι του το έδωσε για επιδιόρθωση και ουδέποτε της τέθηκε ότι το έκανε δώρο στην μητέρα της ή ότι αυτό ήταν κλειδωμένο. Η θέση ήταν ότι το έδωσε στον κατηγορούμενο η ίδια διότι είχε σπάσει η οθόνη του.

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι ο κατηγορούμενος τοποθέτησε χρονολογικά την ανεύρεση των αρχείων αυτών περί τον Οκτώβριο του 2022 χωρίς να εξηγεί πώς το θυμάται και μάλιστα συγκεκριμένες ημερομηνίες. Τούτο, όπως προκύπτει, σχετιζόταν με την προσπάθεια του να συνάδει με τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 αναφορικά με το χρόνο δημιουργίας / αποθήκευσης των αρχείων αυτών στο κινητό του τηλέφωνο, χωρίς πάλι επιτυχία, αφού διαπιστώθηκαν διαφορετικές ημερομηνίας δημιουργίας / αποθήκευσης κάποιου αρχείου στο κινητό του και μάλιστα και προγενέστερα του Οκτωβρίου του 2022. Το ότι η θέση αυτή προβλήθηκε για τον πιο πάνω σκοπό, προκύπτει από την απάντηση του κατά την αντεξέταση του, στην οποία αναφέρει ο κατηγορούμενος ότι οι ημερομηνίες που λέει ότι «πέρασε» τα αρχεία στο κινητό του συνάδουν με αυτές που ανάφερε «ο τεχνικός ο μάρτυρας σας της Κυβέρνησης».

Η θέση του κατηγορούμενου, περαιτέρω, για το λόγο αντιγραφής των εν λόγω αρχείων στο κινητό του, δεν πείθει και δεν συνάδει με τη λογική. Ήταν, είπε, για να δείξει τα αρχεία αυτά στις παραπονούμενες και στην μητέρα τους και να τις επιπλήξει με σκοπό να τις προστατεύσει. Παρόλα αυτά, δεν τα δείχνει και δεν αναφέρει οτιδήποτε γι αυτά τα αρχεία στην μητέρα και στην Π.Κ. . Δεν μπορούσε να τα δείξει στην μητέρα διότι και ο ίδιος είχε πάθει σοκ από το περιεχόμενο τους. Δεν τον ενδιέφερε να τα δείξει, είπε, στην Π.Κ. διότι ήταν ενήλικη. Τότε γιατί τα αντίγραψε διερωτόμαστε. Κατά την αντεξέταση του, είπε, ότι δεν επίπληξε την Π.Κ. παρά μόνο την Ν.Κ. διότι εκείνο το οποίο έκανε η τελευταία ήταν σοβαρότερο. Τον ενδιέφερε μόνο η Ν.Κ. που ήταν ανήλικη. Όλα τα πιο πάνω, δεν μπορεί να γίνουν αποδεχτά από το Δικαστήριο καθότι, πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, στερούνται και λογικής και συνοχής.

Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι στο κινητό του κατηγορούμενου ανευρέθηκαν γυμνές φωτογραφίας και της μητέρας, τις οποίες όμως παραδέχθηκε ότι του της απέστελλε, προσπαθώντας να εξηγήσει το λόγο, ο οποίος δεν φαίνεται να πείθει.  

Στη βάση των όσων έχουμε προσπαθήσει να εξηγήσει ανωτέρω και στη βάση ολόκληρου του περιεχομένου της μαρτυρίας του κατηγορούμενου, η μαρτυρία του κρίνεται ως αναξιόπιστη και απορρίπτεται στην ολότητα της.

Η Μ.Υ.1 δεν μας έκανε καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και κρίνουμε ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια αλλά μοναδικός σκοπός της ήταν να βοηθήσει την πλευρά του κατηγορούμενου. Η μαρτυρία της παρουσιάζει αντιφάσεις και ανακρίβειες καθώς επίσης περιλαμβάνει εξ’ ακοής μαρτυρία, η οποία δεν προκύπτει να συνάδει με άλλη αποδεκτή μαρτυρία αλλά ούτε και να τεκμηριώνεται. Είναι φανερό από τη μαρτυρία της ότι η μάρτυρας αυτή επιστρατεύθηκε από τον κατηγορούμενο για να βοηθήσει την εκδοχή του.

Η μάρτυρας επιχείρησε να καταδείξει ότι πήγαινε τακτικά στο σπίτι των παραπονούμενων και έπινε καφέ με την μητέρα τους. Αρχικά είπε ότι πήγαινε 2 – 3 φορές ενώ σε άλλο σημείο είπε ότι πήγαινε 1 – 2 φορές το πολύ και τούτο γινόταν όταν την καλούσε η μητέρα των παραπονούμενων. Δεν μπορούσε να πει εδώ και πόσα χρόνια πήγαινε και έπινε καφέ, λέγοντας ότι δεν θυμάται και στη συνέχεια είπε ότι συνήθως πήγαινε τα πρωινά ή το μεσημέρι αλλά και απόγευμα για καφέ. Συμφώνησε όμως, ότι τις ημέρες που δεν ήταν εκεί δεν γνωρίζει τί γινόταν. Όταν της υποβλήθηκε η θέση ότι αφού δεν μπορούσε να γνωρίζει τί γινόταν πίσω από κλειστές πόρτες, δεν μπορεί να πει κατά πόσο ο κατηγορούμενος κακοποίησε σεξουαλικά τις παραπονούμενες, η απάντηση της ήταν απόλυτη. Ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος αποκλείεται να έκανε έτσι πράγμα, κάτι το οποίο καταδεικνύει και την προσπάθεια της να βοηθήσει την θέση του κατηγορούμενου, χωρίς όμως η θέση της αυτή να συνάδει με τη λογική ή με οποιαδήποτε άλλα στοιχεία. Ακόμη και να θεωρηθεί ότι απάντησε κατά αυτό τρόπο διότι, κατ’ εκείνη ο κατηγορούμενος είναι καλός άνθρωπος, τούτο πάλι δεν θα ήταν αρκετό για να δώσει αυτή την απάντηση.

Σε κάποιο στάδιο είπε ότι δεν ήταν φίλες με την μητέρα των παραπονούμενων ενώ σε άλλο στάδιο επιχείρησε να καταδείξει ότι ήταν γνώστης των προβλημάτων της οικογένειας και ότι όλα αυτά της τα έλεγε η μητέρα των παραπονουμένων. Στην προσπάθεια της αυτή, μάλιστα, είπε ότι η μητέρα των παραπονουμένων της είπε ότι οι παραπονούμενες λένε ψέματα χωρίς, όμως, να μπορεί να δώσει λεπτομέρειες για το τί ακριβώς της είπε και πώς, λέγοντας ότι φοβάται να μιλήσει. Από ποιόν φοβάται όμως και γιατί, η μάρτυρας δεν μπορούσε να συγκεκριμενοποιήσει. Περαιτέρω, εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι ενώ παρουσιάζεται να έχει γνώση των προβλημάτων της οικογένειας και κατά κάποιο τρόπο να της μιλά η μητέρα των παραπονούμενων γι αυτά και ότι την προηγούμενη της κατάθεσης της στο Δικαστήριο έπινα καφέ μαζί, είπε ότι δεν της ανάφερε ότι θα πάει στο Δικαστήριο για να μαρτυρήσει.

Αναφέρθηκε στο κακό χαρακτήρα του Χ.Π. στην κυρίως της εξέτασης λέγοντας ότι ήταν «χασισιάρης». Στην αντεξέταση της στην προσπάθεια της να πείσει περαιτέρω για τον κακό χαρακτήρα του προσώπου αυτού προσπάθησε κατά κάποιο τρόπο να πει ότι επιχείρησε να την παρενοχλήσει λέγοντας ότι γύρισε το χέρι του να την αγγίξει και όταν γύρισε και τον είδε έφυγε και δεν ξαναμίλησε. Από την άλλη, όμως, αναφέρει ότι τον φοβούνται όλοι στην γειτονιά και δεν μπορούν να πουν τίποτα. Συνεχίζοντας, για πρώτη φορά στην αντεξέταση της είπε ότι ο Χ.Π. βάζει τις παραπονούμενες στο αυτοκίνητο για να τις παραπλανά, χωρίς πάλι να έχει οποιαδήποτε στοιχεία γι αυτό, παρά μόνο, όπως προκύπτει, στην προσπάθεια της να καταδείξει τον κακό χαρακτήρα του Χ.Π..

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ολόκληρη της μαρτυρία της, κρίνουμε ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή για να εξάξουμε ασφαλή ευρήματα, γι αυτό απορρίπτεται στην ολότητα της.

Ο Μ.Υ.2 μας έχει κάνει την χείριστη εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα λαμβάνοντας υπόψη και το περιεχόμενο της μαρτυρίας του. Παρά την ευφράδεια λόγου που το διέκρινε κατά την μαρτυρία του, εντούτοις δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια αλλά για να βοηθήσει την εκδοχή του κατηγορούμενου. Παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με σκοπό να αναπαράγει κατά κάποιον τρόπο αυτά που ο κατηγορούμενος προσπάθησε να αναφέρει στην εκδοχή του, χωρίς ο ίδιος να είναι γνώστης των πλείστων γεγονότων στα οποία αναφέρθηκε. Κατά την αντεξέταση του ο ίδιος παραδέχθηκε ότι δεν είναι γνώστης των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης. Η μαρτυρία του ήταν επιτηδευμένη και κατασκευασμένη και επί της ουσίας, ήρθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει ο ίδιος τα δικά του συμπεράσματα και να παρουσιάσει ένα αφήγημα το οποίο κατά την άποψη του βοηθά την υπόθεση του κατηγορούμενου.

Είναι αξιοσημείωτο από τη μαρτυρία του, η θέση του ότι δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε σεξουαλική κακοποίηση ο κατηγορούμενος της Ν.Κ. διότι την έβλεπε που κατέβαινε κάτω από την πολυκατοικία και αγκάλιαζε και φιλούσε τον κατηγορούμενο. Ο ίδιος δεν έχει οποιεσδήποτε εξειδικευμένες γνώσεις περί τούτο και ούτε τέθηκε οποιοδήποτε υπόβαθρο κατά την κυρίως του εξέταση. Σε σχετική ερώτηση της συνηγόρου υπεράσπισης κατά το στάδιο της κυρίως του εξέταση, είπε ότι δεν έχει ακαδημαϊκές γνώσεις αλλά εκφράζει τη γνώμη του λόγω της πείρας του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης χωρίς να επεξηγήσει περαιτέρω. Αντεξεταζόμενος, είπε ότι δεν χρειάζεται, εν όψει της πιο πάνω συμπεριφοράς της ανήλικης, κάποια ειδικότητα για να συμπεράνεις ότι δεν μπορεί να της έκανε σεξουαλική κακοποίηση ο κατηγορούμενος.

Προσπάθησε να περιγράψει την κατάσταση της οικογένειας και το τί συνέβαινε στο σπίτι τους, χωρίς ο ίδιος να είχε ιδιαίτερες σχέσεις μαζί τους. Στην κυρίως εξέταση του είπε ότι αυτά τα γνωρίζει μέσω του κατηγορούμενου με τον οποίον μιλούσε και του τα έλεγε. Κατά την αντεξέταση του, απέδωσε τη γνώση του αυτή σε περιγραφές των μελών της εν λόγω οικογένειας (εκτός από τον πατέρα) στον ίδιο.

Προσπάθησε να εξηγήσει την καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου, αποδίδοντας την στο γεγονός ότι ο τελευταίος έγινε πιο αυστηρός προς την Ν.Κ. και ότι γνωρίζει από την πείρα του πως αντιδρούν τα παιδιά όταν δεν τους κάνεις, στην ουσία τα «θελήματα» τους και τους επιπλήττεις. Ένα συμπέρασμα εντελώς αυθαίρετο και με μοναδικό σκοπό να υποστηρίξει τα όσα ο κατηγορούμενος επιχείρησε να αναφέρει στο Δικαστήριο.

Ο μάρτυρας, επίσης, επιχείρησε να αναφερθεί και σε βίντεο που του έδειξε ο κατηγορούμενος. Αρχικά αναφέρθηκε σε δύο βίντεο τα οποία ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος του έδειξε από το τηλέφωνο του ενώ στη συνέχεια είπε ότι τα βίντεο που είδε δεν ξεπερνούν τα πέντε. Στην προσπάθεια της πλευράς της υπεράσπισης ο μάρτυρας να εξηγήσει και να προσπαθήσει να θυμηθεί και τα άλλα, φάνηκε να δυσκολευόταν. Και όλα αυτά, σε μια προσπάθεια να υποστηρίξει αυτά που ο κατηγορούμενος είπε σε προγενέστερο στάδιο στο Δικαστήριο.

Αναφορά, περαιτέρω, έκανε και στους κωδικούς που γνώριζε ο κατηγορούμενος των εφαρμογών των τηλεφώνων των παραπονούμενων και μάλιστα, στο σημείο αυτό εξέφρασε και τεχνική άποψη, ότι ο κατηγορούμενος μπορούσε ένεκα τούτου, να έχει πρόσβαση στα δεδομένα τους. Αυθαίρετη άποψη και χωρίς το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων για να εξηγήσει τον τρόπο που κατέληγαν τα βίντεο στο κινητό του κατηγορούμενου.

Πέραν των πιο πάνω, απέδωσε την καταγγελία στον Χ.Π. και ότι είναι βέβαιος ότι αυτός κρύβεται πίσω από αυτό. Αναφέρθηκε σε αναφορές τρίτων ατόμων προς τον ίδιο που ήθελαν τον Χ.Π. να ετοιμάζει κάτι αλλά είπε ότι δεν μπορεί να αποκαλύψει τα ονόματα τους και ούτε του δόθηκαν άλλες λεπτομέρειες. Κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε σε ένα τρίτο άτομο, έμπιστο του όπως είπε. Η  θέση του αυτή, σε κάθε περίπτωση, είναι εντελώς αστήριχτη αλλά και θέση που ουδέποτε υποβλήθηκε στο Χ.Π., με τον πιο πάνω συγκεκριμένο τρόπο για να δώσει τη θέση του. Περαιτέρω, ενέπλεξε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, σε αυτά που αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος, χωρίς πάλι ο ίδιος να έχει ιδία γνώση. Σε κάποιο, όμως, στάδιο της μαρτυρίας του και στην προσπάθεια του να είναι πειστικός για την συνομωσία που επικαλείτουν ότι έγινε εναντίον του κατηγορούμενου, αναφέρθηκε σε συνάντηση που είχε με την αδελφή του πατέρα και στο τί του ανάφερε. Συγκεκριμένα, είπε ότι μετά που είχε ξεκινήσει η υπόθεση διαζυγίου πήγε και τον βρήκε η ίδια, χωρίς όμως να γνωρίζει από πού και ως πού συνάντησε τον ίδιο. Η ίδια απορία αφήνεται και προς το Δικαστήριο. Εδώ ο μάρτυρας δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την οικογένεια που ήταν στην γειτονία, τί σχέσεις και πώς γνώριζε την αδελφή του πατέρα, δεν εξήγησε. Ανάφερε, μάλιστα, με παραστατικότητα, να πει ότι του μιλούσε με ένα απαιτητικό τρόπο και ο ίδιος κατάλαβε ότι είτε μεθυσμένη ήταν είτε υπό την επήρεια ναρκωτικών είτε είχε ψυχολογικά. Ακολούθως, είπε ότι του ανάφερε η συγκεκριμένη θεία «Εν τζιαι εν τούτος που τα έκαμε, να φύουσιν;» «Ξέρεις αν εν τούτος που εν ενακατωμένος πίσω που τούτη την ιστορία;». Πέραν των πιο πάνω, η πιο πάνω εκδοχή και θέση ουδέποτε τέθηκε στην θεία και Μ.Κ.2 κατά τη μαρτυρία της για να δώσει την δική της θέση, κάτι το οποίο έπρεπε να είχε γίνει δεδομένης της προωθούμενης υπεράσπισης περί σκευωρίας και συνομωσίας για να γίνει η καταγγελία της παρούσας υπόθεσης (βλ. Τekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ 551).   

Αξιοσημείωτο από όλη τη μαρτυρία του ήταν η προσπάθεια του να πείσει το Δικαστήριο με αυθαίρετα συμπεράσματα και απόψεις ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε τα αδικήματα. Μάλιστα σε σχετική ερώτηση κατά το στάδιο της αντεξέτασης του, ήταν απόλυτος στη θέση αυτή χωρίς όμως ο ίδιος να ήταν παρών και να γνώριζε και ποτέ του ο ίδιος να είχε πάει στο σπίτι των παραπονουμένων. Χαρακτηριστικά είναι τα εξής, από την αντεξέταση του:

Ε: Και συμφωνώ επίσης μαζί σου με αυτό που είπες πριν, ότι εισχώρησε στην οικογένεια σιγά – σιγά και μεθοδευμένα και έκαμε αυτά τα οποία κατηγορείται σήμερα.

Α: Εισχώρησε, αλλά εν έκαμε τζιείνα που κατηγορείται σήμερα.

Ε: Αλλά παρόλα αυτά δεν ήσουν ποτέ παρών σπίτι της Έλενας. Σωστά;

Α: Σωστά.»

Έχοντας υπόψη μας τα πιο πάνω και την υπόλοιπη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού, δεν έχουμε ενδοιασμό να την απορρίψουμε και απορρίπτεται στην ολότητα της.

 

Ευρήματα πραγματικών γεγονότων:

Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας, τη μαρτυρία η οποία αποτέλεσε κοινό έδαφος των διαδίκων και/ή δεν έτυχε αμφισβήτησης και το Δικαστήριο κρίνει ασφαλές να βασιστεί σε αυτή, τα κάτωθι αποτελούν τα ευρήματα πραγματικών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης:

-       Η οικογένεια των παραπονουμένων διέμενε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σε διαμέρισμα σε μια πράσινη πολυκατοικία στον χχχχ, στην Λεμεσό, στο οποίο μετακόμισαν το 2014. Ο κατηγορούμενος ήταν γείτονας τους και διέμενε στην κίτρινη πολυκατοικία.

-       Μετά την μετακόμιση τους στο πιο πάνω διαμέρισμα, ο κατηγορούμενος γνωρίστηκε με τον πατέρα των παραπονουμένων και με όλη την οικογένεια και ανέπτυξαν πολύ στενές φιλικές σχέσεις.

-       Ο κατηγορούμενος πήγαινε τακτικά και επί καθημερινής βάσης στην οικία των παραπονούμενων και έπινε καφέ με τον πατέρα και μητέρα και τους βοηθούσε με μικρό επιδιορθώσεις που χρειάζονταν. Για κάποιο χρονικό διάστημα μπορούσε να πάρει και τον πατέρα μαζί του στην εργασία του.

-       Η οικογένεια αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και ο πατέρας δεν εργαζόταν. Η σχέση, επίσης, του πατέρα και της μητέρας δεν ήταν καλή και υπήρχαν τσακωμοί στο σπίτι.

-       Ο κατηγορούμενος κατά τις επισκέψεις του αγόραζε και έπαιρνε διάφορα πράγματα στις παραπονούμενες και απέκτησε την εμπιστοσύνη τους.

-       Ο κατηγορούμενος προθυμοποιήθηκε και με την έγκριση του πατέρα και μητέρα των παραπονουμένων, οι οποίοι δεν είχαν μόρφωση, άρχισε να διαβάζει των παιδιών τους.

-       Ο κατηγορούμενος σιγά – σιγά εισχώρησε στην οικογένεια, τους έφτιαχνε τα τηλέφωνα τους και τους κωδικούς των εφαρμογών τους σε αυτά και τους ασκούσε έλεγχο. Επίσης, σε κάποιο στάδιο δημιούργησε ερωτική σχέση με την μητέρα των παραπονούμενων η οποία του απέστελλε γυμνές της φωτογραφίες. Προκύπτει, επίσης, να μην ήθελε επισκέψεις των άλλων γειτόνων στην οικία των παραπονούμενων.

-       Στην αρχή ο κατηγορούμενος διάβαζε των παιδιών στην κουζίνα ενώ στη συνέχεια είπε ότι δεν γίνεται να διαβάζουν όλοι μαζί και με την πρόφαση ότι είχε φασαρία είπε πώς πρέπει να διαβάζει ο καθένας στο δωμάτιο του.

-       Όταν η Π.Κ. έγινε 12,5 χρόνων και είδε περίοδο, άρχισε το στήθος της να μεγαλώνει και ο κατηγορούμενος έγινε πιο καλός και γλυκός μαζί της. Μια μέρα που διάβαζαν στο δωμάτιο, της είπε ότι είναι μεγάλη γυναίκα πλέον και να της μάθει κάποια πράγματα που θα κάνει με τα αγόρια όταν μεγαλώσει.

-       Μετά από ένα μήνα, όταν διάβαζαν πάλι στο δωμάτιο, κλείδωσε την πόρτα και της ζήτησε να δει το στήθος της, κάτι στο οποίο η Π.Κ. συγκατάνευσε λόγω της αθωότητας της αλλά και του νοητικού της επιπέδου, όπως αναφύεται. Της πήρε τη φανέλα, κατέβασε το σουτιέν της και είδε το στήθος της.

-       Μετά από λίγες μέρες ο κατηγορούμενος άρχισε να κάνει άλλα πράγματα. Δηλαδή, ξεκούμπωνε το παντελόνι του, μετά της ανέβαζε τη φανέλα, κατέβαζε το εσώρουχο της, την έγλυφε στο στήθος, «έτριφκε το πουτί της» με τα χέρια του και μετά τη φιλούσε παντού στο σώμα της.

-       Όλα τα πιο πάνω, γίνονταν μια φορά το μήνα και όταν της τα έκανε της έλεγε ότι έχουν κρυφή σχέση και ότι δεν θα έπρεπε να το πει σε κανένα. Σταμάτησαν όταν η Π.Κ. έγινε 15 χρονών, διότι του ανάφερε ότι δεν ήθελε να ξανακάνουν τίποτε για τους λόγους που εξήγησε στη μαρτυρία της.

-       Μετά την Π.Κ., ο κατηγορούμενος άρχισε παρόμοια συμπεριφορά έναντι της Ν.Κ., όταν η τελευταία έγινε 13 χρονών και της διάβαζε στο δωμάτιο της.

-       Ο κατηγορούμενος έβαζε την Ν.Κ. και κατέβαζε το παντελόνι και εσώρουχο της και της έγλυφε το γεννητικό της όργανο. Την άγγιζε και την έγλυφε στο στήθος και την χούφτωνε τα οπίσθια. Επίσης, όταν ο κατηγορούμενος πήγαινε στο σπίτι τους, έβαζε την Ν.Κ. και καθόταν στα πόδια του και την χαϊδευε ερωτικά, κάτι το οποίο περιήλθε στην αντίληψη και άλλων προσώπων οι οποίοι κάποιες φορές έτυχε να ήταν εκεί και παρατήρησαν τον κατηγορούμενο.

-       Όλα τα πιο πάνω, λάμβαναν χώρα 2 – 3 φορές την εβδομάδα και σταμάτησαν λίγο προτού η Ν.Κ. γίνει 15 χρόνων και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 2022, όταν η ίδια του είπε δεν ήθελε να συνεχιστεί αυτό.

-       Καθόλη την πιο πάνω περίοδο, υπήρχαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος άνοιγε το παντελόνι του και έβαζε την Ν.Κ. να του παίζει το γεννητικό του όργανο. Τούτο το γεγονός έλαβε χώρα λιγότερες φορές από τα άλλα, έξι φορές. Ο κατηγορούμενος έλεγε της Ν.Κ. ότι «εν καλό πράμα να το κάμνεις που ε να μεγαλώσεις με το αγόρι σου ή εν σου αρέσει».

-       Ο κατηγορούμενος έλεγε σε αμφότερες τις παραπονούμενες, καθόλο το χρόνο που διήρκεσε η συμπεριφορά του έναντι τους ότι είναι το αγόρι τους για να φαίνεται φυσιολογικό. Σε σχέση με την Ν.Κ. όταν ο κατηγορούμενος πήγαινε στο σπίτι τους, η μητέρα της έλεγε ότι ήρθε ο χαρτωμένος της.

-       Πέραν των πιο πάνω, ο κατηγορούμενος έβαζε τις παραπονούμενες να του στέλνουν γυμνές φωτογραφίες και βίντεο στο viber, λέγοντας τους ότι θα τις έχει μόνο αυτός και θα τις φυλάει σε ένα αρχείο. Αυτά απεικόνιζαν το σώμα και τα γεννητικά τους όργανα. Επιπρόσθετα, ο κατηγορούμενος έβαζε την Ν.Κ. να βάζει και το δάχτυλο της στα οπίσθια σε αυτά. Η τελευταία φορά που η Ν.Κ του έστειλε φωτογραφίες και βίντεο ήταν το καλοκαίρι του 2022.

-       Ο κατηγορούμενος απειλούσε τις παραπονούμενες ότι αν πουν ο,τιδήποτε στον παπά ή την μάμα τους ή σε οποιονδήποτε θα ανέβαζε τις γυμνές φωτογραφίες και τα βίντεο τους στο διαδίκτυο γι αυτό φοβούνταν να πουν οτιδήποτε.

-       Μετά την καταγγελία και μετά από τις εξετάσεις της Αστυνομίας στα διάφορα τεκμήρια που παραλήφθηκαν από την οικία του κατηγορούμενου, εντοπίστηκαν στο κινητό του τηλέφωνο 7 μοναδικά αρχεία φωτογραφίας που απεικόνιζαν τις παραπονούμενες γυμνές και αφορούν ερωτικές πόζες των δύο πιο πάνω προσώπων (κατηγορία 1) και 12 μοναδικά αρχεία βίντεο με τις παραπονούμενες να παρουσιάζονται γυμνές και να επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις (κατηγορία 2 - αυνανισμός σόλο από παιδί). Τα 6 από τα 7 αρχεία φωτογραφιών δεν είναι προσβάσιμα χωρίς την χρήση εξειδικευμένων εργαλείων και έχουν ως ημερομηνία δημιουργίας/αποθήκευσης μεταξύ των ημερομηνιών 12/10/2022 - 14/02/2023 και πρόκειται για μικρογραφίες (thumbnails), δηλαδή όταν επιθεωρήσει κάποιος τα αρχεία το λειτουργικό του τηλεφώνου από μόνο του δημιουργεί μικρογραφία. Τα αρχικά αρχεία διαγράφηκαν. Το ένα αρχείο είναι προσβάσιμο χωρίς τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων και έχει ως ημερομηνία δημιουργίας/αποθήκευσης την 31/05/2022. Τα 12 αρχεία βίντεο είναι προσβάσιμα χωρίς τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων και έχουν ως ημερομηνία δημιουργίας/αποθήκευσης μεταξύ των ημερομηνιών 12/10/2022 – 14/02/2023. Όλα τα βίντεο και το ένα πιο πάνω αναφερόμενο αρχείο φωτογραφίας εντοπίστηκαν στο κάδο (trash), στον οποίο αποθηκεύονται προσωρινά όλα τα αρχεία τα οποία διαγράφονται από τον χρήστη και μετά την πάροδο 30 ημερών από την ημερομηνία διαγραφής των αρχείων το λειτουργικό σύστημα του κινητού προβαίνει στην αυτόματη διαγραφή τους.

-       Μετά από ψυχολογική αξιολόγηση της Π.Κ., προέκυψε ότι αυτή παρουσιάζει Ήπια Νοητική Αδυναμία και ότι επρόκειτο για ευάλωτο άτομο και εύκολα μπορούσε να παρασυρθεί.

-       Οι γονείς των παραπονουμένων χώρισαν περί τον Σεπτέμβριο του 2022 ενώ προηγουμένως είχε γίνει καταγγελία από την μητέρα και την Ν.Κ. εναντίον του πατέρα για βία στην οικογένεια και εκδόθηκε διάταγμα απομάκρυνσης του από την οικία.

-       Η μητέρα μετά τον χωρισμό της με το πατέρα δεν είχε καλή σχέση με τις παραπονούμενες και δεν τις φρόντιζε. Οι παραπονούμενες καταφεύγαν στην οικία του Χ.Π., ο οποίος διαμένει ακριβώς απέναντι από το διαμέρισμα τους και ο οποίος τις βοηθούσε και τους έδινε φαγητό.

-       Η θεία των παραπονουμένων, τρία χρόνια πριν από την καταγγελία, είχε υποψιαστεί ότι ο κατηγορούμενος ενδεχομένως να παρενοχλεί ή κακοποιεί σεξουαλικά την Ν.Κ., λόγω κάποιων ύποπτων κινήσεων του που αντιλήφθηκε κατά τις επισκέψεις του στην οικία τους και του έκανε συστάσεις.

-       Ο Ω.Ν., συγγενικό και στενά φιλικό πρόσωπο με την οικογένεια είχε αντιληφθεί κάποιες ύποπτες κινήσεις και περίεργη συμπεριφορά του κατηγορούμενου έναντι της Ν.Κ. κάτι το οποίο είχε αναφέρει στο πατέρα, ο οποίος τον καθησύχαζε.

-       Περί τον Μάρτιο του 2023, η Ν.Κ. είχε εξαφανιστεί από το σπίτι και την έψαχναν. Τότε η Π.Κ. ζήτησε βοήθεια από τον Ω.Ν., ο οποίος εν τω μεταξύ τους είχε πει προηγουμένως ότι αν χρειαστούν κάτι να τον πάρουν τηλέφωνο, και εν τέλει την εντόπισαν σε ένα πάρκο να κάθεται και να κλαίει. Λόγω των υποψιών του αλλά και διότι τον είχε εξουσιοδοτήσει ο πατέρας να διερευνήσει τις υποψίες του πλέον μετά και τον χωρισμό του με τη μητέρα, ρώτησε την Ν.Κ. κατά πόσο την πείραξε ο κατηγορούμενος και του απάντησε καταφατικά και άρχισε να του τα εξιστορεί. Την διέκοψε και φώναξε της Π.Κ., η οποία ήταν πιο κάτω και η οποία ήταν μεγαλύτερη και του είπε και αυτή τα ίδια. Ενημερώθηκε ο πατέρας των ανηλίκων και έγινε η καταγγελία στην Αστυνομία.

   

Κατάληξη – Νομική Πτυχή:

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ευρήματα πραγματικών γεγονότων θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και τις κατηγορίες που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, στον αναγκαίο βαθμό, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Οι κατηγορίες αρ. 1 - 10 και 17 - 34, τις οποίες ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, εδράζονται επί των Άρθρων 6(4)(α), 14(1)(γ)(στ)(η) και 19(γ) (οι κατηγορίες αρ. 1 - 4 εδράζονται και επί της παραγράφου (7) του Άρθρου 6 και οι κατηγορίες αρ. 24 – 26 και 32 – 34 και επί του εδαφίου (γ) του Άρθρου 6(4) ) του Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(1)/2014.

Σύμφωνα με το άρθρο 6(4)(α)(γ) και (7) του εν λόγω Νόμου:

 

«6.(4) Όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί όταν –

 

(α) γίνεται κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,

 ... ... ... … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … …

(γ) γίνεται χρήση εξαναγκασµού, βίας ή απειλής, είναι ένοχος κακουργήµατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση όπου το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήµατος, η ποινή φυλάκισης που προνοείται στις παραγράφους (α) και (γ) δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

 ………………………………………………………………………………………………………..

(7) Όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου και το θύμα είναι παιδί το οποίο, κατά την διάπραξη του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου 91(Ι)/2014:

 

«ηλικία συναίνεσης» σημαίνει την ηλικία κάτω της οποίας, απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών·

 

«θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» περιλαμβάνει –

 

(α) σχέση συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού μεταξύ του θύματος και του προσώπου που διαπράττει ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ή

 

(β) οποιαδήποτε άλλη σχέση μεταξύ του θύματος και του προσώπου αυτού, λόγω της θέσης του ή της ιδιότητάς του περιλαμβανομένης της σχέσης του με τον κηδεμόνα του παιδιού, εκπαιδευτικό, εργοδότη, υπεύθυνο οποιουδήποτε δημόσιου ή ιδιωτικού ιδρύματος το οποίο φιλοξενεί παιδιά ή στο οποίο περιορίζονται ή κρατούνται πρόσωπα δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης διοικητικών ή δικαστικών αρχών, καθώς και με άλλα πρόσωπα με ανάλογη θέση ή ιδιότητα∙

 

«κατάχρηση θέσης εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής ή ευάλωτης θέσης» περιλαμβάνει την περίπτωση όπου το θύμα δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί ή να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση∙

 

«παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών∙

 

«σεξουαλική εκμετάλλευση και σεξουαλική κακοποίηση παιδιού» περιλαμβάνει τη συμπεριφορά όπως αυτή αναφέρεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 του παρόντος Νόμου∙

 

«σεξουαλική πράξη» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται-

 

(α) ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική, ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που προβαίνει σε αυτή, ή

 

(β) δυνατό να είναι ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται την καθιστούν σεξουαλική∙

 

Στην Γ.Α. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2017, Ημερ. 24/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B457, το Ανώτατο Δικαστήριο ερμηνεύοντας τους όρους «θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» όπως ορίζονται στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου, κατέληξε στο ότι η επιλογή του Νομοθέτη ήταν να μην περιορίσει τα πράγματα σε «αναγνωρισμένες θέσεις», αλλά να αποδώσει στον πιο πάνω όρο ευρύτερη, πραγματιστική, έννοια.

 

Στην παρούσα περίπτωση, αναμφίβολα, προκύπτει ότι οι παραπονούμενες Π.Κ. και Ν.Κ. κατά τους ουσιώδεις χρόνους ήταν παιδιά και δεν είχαν συμπληρώσει την ηλικία συναίνεσης.

 Οι πράξεις, επίσης, του κατηγορούμενου έναντι, τόσο της Π.Κ. όσο και της Ν.Κ., ως αυτές έχουν αποδειχθεί και καταγράφονται στα ευρήματα του Δικαστηρίου, αναμφίβολα συνιστούν σεξουαλικές πράξεις συμφώνως της ερμηνείας της σεξουαλικής πράξης που τίθεται στο στοιχείο α) του ερμηνευτικού Άρθρου 2 του Νόμου (βλ. Α.R.R. v Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 20/2022, Ημερ. 30/04/2024). Πιο συγκεκριμένα και σε σχέση με την Π.Κ. η ενέργεια του κατηγορούμενου να ζητήσει από την Π.Κ. να δει το στήθος της ενώ είχαν προηγηθεί οι αναφορές του προς αυτήν ότι έγινε μεγάλη γυναίκα και θα της μάθει να κάνει κάποια πράγματα με τα αγόρια της και εν τέλει να της πάρει τη φανέλα, να της κατεβάσει το σουτιέν της και να δει το στήθος της καθώς και να την γλύψει  στο στήθος της και σε όλο της σώμα και να τρίψει το γεννητικό της όργανο με τα χέρια του, αποτελούν σεξουαλικές πράξεις εν τη έννοια του Νόμου.

Τα ίδια ισχύουν σε σχέση με τις πράξεις εναντίον της Ν.Κ., δηλαδή ότι την έβαζε και κατέβαζε το παντελόνι και εσώρουχο της και της έγλυφε το γεννητικό της όργανο. Την άγγιζε και την έγλυφε στο στήθος και την χούφτωνε τα οπίσθια καθώς επίσης άνοιγε το παντελόνι του και έβαζε την Ν.Κ. να του παίζει το γεννητικό του όργανο.

Όλες οι πιο πάνω πράξεις του κατηγορούμενου εναντίον των παραπονουμένων γίνονταν στο δωμάτιο τους. Ο κατηγορούμενος, όπως έχει προκύψει, πέραν από γείτονας των παραπονουμένων, απέκτησε μια πολύ στενή σχέση με την οικογένεια τους αλλά και με τις ίδιες. Ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, εισχώρησε στην εν λόγω οικογένεια και ασκούσε έλεγχο, τόσο των παραπονουμένων όσο και της μητέρας τους, με την οποία σε κάποιο χρονικό διάστημα κατά τους ουσιώδεις χρόνους δημιούργησε και ερωτική σχέση μαζί της. Αγόραζε πράγματα των παραπονουμένων και απέκτησε την εμπιστοσύνη τους. Προθυμοποιήθηκε να τους διαβάζει, τους έφτιαχνε τα κινητά τους τηλέφωνα και ως αναφύεται από τα γεγονότα απέκτησε ρόλο κηδεμόνα.

Κατά συνέπεια, ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής έναντι των παραπονουμένων, την οποία εκ των πραγμάτων καταχράστηκε, εν τη έννοια του Νόμου και της νομολογίας. Σημειώνεται, επίσης, ότι η Π.Κ. είναι άτομο με ήπιας μορφής νοητικής αδυναμίας και ευάλωτο.

Η έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ξεκίνησε αρχικά εναντίον της Π.Κ.. Όπως έχει προκύψει, αυτή ήταν ηλικίας 12,5 χρόνων τότε, δηλαδή ξεκίνησε το έτος 2016 και αφού αυτή γεννήθηκε στις 16/12/2003. Κατά συνέπεια και έχοντας υπόψη τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας και τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, η κατηγορία αυτή έχει στοιχειοθετηθεί στον αναγκαίο βαθμό. Στοιχειοθετείται, επίσης, η 2η κατηγορία αφού έχει προκύψει ότι μετά το πρώτο συμβάν που περιέγραψε η Π.Κ., μετά από λίγες μέρες έλαβε χώρα η σεξουαλική κακοποίηση που περιγράφεται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας αυτής και όταν, όπως ξεκάθαρα προκύπτει, η Π.Κ. ήταν ηλικίας κάτω των 13 ετών.

Όσον αφορά τις κατηγορίες 3 και 4, αυτές αφορούν την ίδια συμπεριφορά που περιγράφεται στην 2ην κατηγορία και όταν ακόμα η Π.Κ. ήταν κάτω των 13 ετών. Η Π.Κ. ανάφερε και έχει προκύψει ότι η εν λόγω συμπεριφορά ήταν επαναλαμβανόμενη και γινόταν μια φορά το μήνα. Εφόσον, λοιπόν, η σεξουαλική κακοποίηση άρχισε ένα μήνα μετά που η Π.Κ. είχε γίνει 12,5 ετών και μετά από λίγες μέρες και κατ’ επανάληψη και μια φορά το μήνα ο κατηγορούμενος προέβαινε στη σεξουαλική κακοποίηση που περιγράφεται στις ανωτέρω κατηγορίες, σαφέστατα προκύπτει ότι αυτές έλαβαν χώρα όταν ακόμη η Π.Κ. ήταν κάτω των 13 ετών και καλύπτονται στη βάση της συχνότητας που ο κατηγορούμενος προέβαινε στις πράξεις αυτές.

Οι υπόλοιπες κατηγορίες με αρ. 5 - 10 που αφορούν την Π.Κ. αφορούν επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, η οποία γινόταν μια φορά το μήνα και διήρκεσε μέχρι που η Π.Κ. έγινε 15 ετών. Δηλαδή, συνεχιζόταν το 2017 και το 2018 και αφορούν τρία περιστατικά για έκαστο έτος, τα οποία καλύπτονται στη βάση της συχνότητας που διαπράττονταν (βλ. Γ.Ι. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 44/2019, Ημερ. 18/09/2020).

Επομένως, οι κατηγορίες αρ. 1 – 10 έχουν αποδειχθεί στον απαραίτητο βαθμό.

Τα ίδια ισχύουν και για τις κατηγορίες αρ. 17 – 34. Η έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου έναντι της Ν.Κ. ξεκίνησε όταν αυτή ήταν ηλικίας 13 ετών, δηλαδή το έτος 2020 αφού γεννήθηκε στις 29/10/2007 και γινόταν κατ’ επανάληψη 2 – 3 φορές την εβδομάδα. Όσον αφορά τις περιπτώσεις που την ανάγκαζε να τον αυνανίσει, αυτές ήταν λιγότερες τις οποίες Ν.Κ. καθόρισε στις έξι και κατ’ επέκταση τα επεισόδια αυτά ως περιγράφονται στις κατηγορίες αρ. 24, 25, 26, 32, 33 και 34 καλύπτονται από τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

Επομένως, έχουν αποδειχθεί στον απαραίτητο βαθμό και οι κατηγορίες αρ. 17 – 34. 

Οι κατηγορίες αρ. 11 και 12 εδράζονται στα Άρθρα 2 και 8(1) και 14 και 34 του Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(1)/2014.

Το Άρθρο 8(1) του πιο πάνω Νόμου έχει ως εξής:

«8.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος αποκτά ή έχει στην κατοχή του υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ένοχος κακουργήµατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη».

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου, «παιδική πορνογραφία» περιλαµβάνει –

(α) κάθε υλικό στο οποίο απεικονίζεται παιδί να επιδίδεται σε πραγµατική ή προσοµοιωµένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα,

(β) κάθε απεικόνιση σεξουαλικού χαρακτήρα των γεννητικών οργάνων παιδιού·

(γ) κάθε υλικό στο οποίο απεικονίζεται πρόσωπο που εµφανίζεται ως παιδί να επιδίδεται σε πραγµατική ή προσοµοιωµένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα ή κάθε απεικόνιση των γεννητικών οργάνων οποιουδήποτε προσώπου εµφανίζεται ως παιδί, ή

(δ) ρεαλιστικές εικόνες παιδιού στις οποίες απεικονίζεται να επιδίδεται σε πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα ή ρεαλιστικές εικόνες των γεννητικών οργάνων παιδιού·

«πορνογραφικές παραστάσεις» περιλαµβάνει την απευθείας έκθεση, που προορίζεται για ακροατήριο το οποίο αποτελείται από ένα ή περισσότερα άτοµα, µεταξύ άλλων και µε τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών παιδιού που επιδίδεται σε πραγµατική ή προσοµοιωµένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα, ή

(β) των γεννητικών οργάνων παιδιού µε σεξουαλικό χαρακτήρα·»

Όσον αφορά το όρο «κατοχή» στην Yixian Liu v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 109/22, Ημερ. 04/04/2023, ECLI:CY:AD:2023:B170 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Καταρχάς, το έγκλημα συντελείται εάν ο κατηγορούμενος κατέχει εν γνώσει του το συγκεκριμένο ψηφιακό αρχείο στο οποίο έχει δυνατότητα πρόσβασης, έστω και αν δεν μπορεί να καταδειχθεί ότι το άνοιξε ή το διεξήλθε εις βάθος (Possession is established if the defendant can be shown to have knowledge of a relevant digital file or package of file which he has the capacity to accesseven it cannot be shown to have opened or scrutinised the material; Archbold 2021, 31-118). Στην υπόθεση Porter [2006] EWCA Crim. 560 αποφασίστηκε ότι:

 

«Possession is deceptively simple concept. It denotes a physical control of custody of a thing plus knowledge that you have it in your custody or control.

[…]

If, however, at that time the image is within his control, for example, because he has the ability to produce it on his screen, to make a hard copy of it, or to send it to someone else, then he will possess it.»

 

Το περιεχόμενο των φωτογραφιών και των βίντεο, ως αναφέρθηκε στα ευρήματα του Δικαστηρίου, αποτελεί παιδικό πορνογραφικό υλικό εν τη έννοια του Νόμου. Αυτό ανευρέθηκε στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορουμένου στις 24/03/2023, όταν κατασχέθηκε από την Αστυνομία. Το ένα αρχείο φωτογραφίας και τα δώδεκα αρχεία βίντεο ήταν όλα προσβάσιμα από το χρήστη του συγκεκριμένου κινητού τηλεφώνου χωρίς τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων. Δηλαδή, έχει προκύψει ότι αυτά βρίσκονταν στον κάδο και δεν είχαν διαγραφεί από τη συγκεκριμένη διαδρομή. Κατά συνέπεια, κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος κατά τις 24/03/2023 είχε την κατοχή των εν λόγω αρχείων εν τη έννοια του Νόμου και της νομολογίας.

Εκείνο το οποίο παραμένει προς εξέταση είναι τα 6 αρχεία, τα οποία δεν ήταν προσβάσιμα χωρίς τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων. Δηλαδή, ως ο Μ.Κ.2 εξήγησε κατά τη μαρτυρία του, δεν θα μπορούσε ο χρήστης να πάρει το κινητό και να τα δει μέσα στο gallery του. Δεν ήταν προσβάσιμα στον απλό χρήστη. Στην βάση των πιο πάνω και χωρίς την ύπαρξη άλλης μαρτυρίας κατά πόσο ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να είχε πρόσβαση στα εν λόγω αρχεία, δεν αποδεικνύεται στον απαραίτητο βαθμό η κατοχή των εν λόγω 6 αρχείων φωτογραφίας κατά τις 24/03/2023, ως αναφέρεται στην κατηγορία αρ. 11. Στην βάση των πιο πάνω, προκύπτει ότι έχει αποδειχθεί μέρος των λεπτομερειών της κατηγορίας αρ. 11 και συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος κατείχε ένα αρχείο φωτογραφίας το οποίο είχε ως ημερομηνία δημιουργίας / αποθήκευσης τις 31/05/2022 και ο κατηγορούμενος μπορεί να καταδικαστεί για το μέρος αυτό των λεπτομερειών χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 85(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 154. Κατείχε, επίσης, κατά το πιο πάνω αναφερόμενο χρόνο και δώδεκα αρχεία βίντεο, ως αναφέρεται στην κατηγορία αρ. 12.

Παρά την μη απόδειξη της κατοχής των πιο πάνω 6 αρχείων κατά τις 24/03/2023, έχει αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος κατείχε και αυτά τα αρχεία σε προγενέστερο χρόνο και ή περίοδο και συγκεκριμένα μεταξύ των ημερομηνιών 12/10/2022 - 14/02/2023, αφού είναι οι ημερομηνίες δημιουργίας / αποθήκευσης τους στο κινητό του τηλέφωνο. Το ερώτημα το οποίο εγείρεται είναι κατά πόσο είναι δυνατό, ο κατηγορούμενος να καταδικαστεί και γι αυτά τα 6 αρχεία, με την προσθήκη νέας κατηγορίας δυνάμει του Άρθρου 85(4) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Τέτοια εξουσία παρέχεται στο Δικαστήριο προς το σκοπό ορθής απονομής της δικαιοσύνης, διαφορετικά θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη αθώωση του κατηγορούμενου (βλ. Κυριάκου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458). Βασική προϋπόθεση είναι ο κατηγορούμενος να μην επηρεάζεται δυσμενώς από την μεταβολή αυτή (βλ. Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96, Kυπριανού v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458 και Issa and Another v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 39).  

Στην παρούσα περίπτωση, η προσθήκη νέας κατηγορίας θα είναι πανομοιότυπη με αυτή της κατηγορίας αρ. 11, στην οποία περιλαμβάνονται και αυτά τα 6 αρχεία και εκείνο το οποίο θα διαφέρει είναι ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος, ο οποίος θα διαφέρει κατά κάποιους μήνες. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ημερομηνία και/ή χρόνος διάπραξης του αδικήματος της Κατοχής Παιδικής Πορνογραφίας, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Πρόσθετα, ο κατηγορούμενος είχε την ευκαιρία να αντεξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας για όλα αυτά τα αρχεία. Ο ίδιος, επίσης, παραδέχεται ότι κατείχε τα εν λόγω αρχεία και είχε δει το περιεχόμενο τους. Η θέση του στην γραπτή του κατάθεση ήταν ότι δεν έχει στην κατοχή του τέτοια αρχεία ενώ κατά τη δίκη παραδέχτηκε ότι τα αντίγραψε στο κινητό του με σκοπό να τα δείξει στις παραπονούμενες και στη μητέρα τους και να τους επιπλήξει. Η ημερομηνία διάπραξης των εν λόγω αδικημάτων, δεν αποτέλεσε επίδικο ζήτημα και κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις, δεν τίθεται ζήτημα δυσμενούς επηρεασμού του στην περίπτωση που κριθεί ένοχος και για αυτά τα αρχεία σε μια προγενέστερη ημερομηνία ή περίοδο, με την ανάλογη τροποποίηση (βλ. ΧΧΧ Αθηνάκη v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 218/2017 (σχ. Με 219/2017), Ημερ. 28/07/2020).

Κατά συνέπεια και ασκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια, προστίθεται η κάτωθι κατηγορία με αρ. 43, στην οποία ο κατηγορούμενος θα κριθεί ένοχος:

ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

43η Κατηγορία

Κατοχή παιδική πορνογραφίας κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8(1), 14 και 34 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(1)/2014.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 12/10/2022 – 14/02/2023 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, κατείχε στο κινητό του τηλέφωνο μάρκας Samsung, 6 αρχεία εικόνας παιδικού πορνογραφικού υλικού, στα οποία απεικονίζονται η Π.Κ. με ημερ. γενν.16/12/2003 και Ν.Κ. με ημερ. γενν. 29/10/2007, σε ερωτικές πόζες που φαίνονται τα γεννητικά τους όργανα, χωρίς σεξουαλική δραστηριότητα.

Στην βάση των πιο πάνω, κρίνουμε ότι έχουν αποδειχθεί στον απαραίτητο βαθμό και οι κατηγορίες αρ. 11 (με την πιο πάνω διευκρίνηση – μέρος της κατηγορίας) και 12, καθώς επίσης η κατηγορία αρ. 43, η οποία προστέθηκε.  

Οι κατηγορίες αρ. 13 – 15 και 35 – 40, εδράζονται στα Άρθρα 7(1)(4), 14(1)(γ)(στ)(η) και 19(γ) του Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(1)/2014.

Το Άρθρο 7(1)(4) έχει ως ακολούθως:

«7.-(1) Όποιος προκαλεί τη συµµετοχή παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις ή στρατολογεί παιδί προκειµένου αυτό να συµµετάσχει σε αυτές ή αποκοµίζει κέρδη από τη συµµετοχή παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις ή εκµεταλλεύεται παιδί µε άλλους τρόπους προς τον σκοπό αυτό είναι ένοχος κακουργήµατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήµατος, η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

………………………………………………………………………………………………………………………………

(4) Όποιος διά ζώσης ή µέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών, προκαλεί ή προτείνει σε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, όπως το παιδί αυτό συµµετέχει σε πορνογραφική παράσταση, µε σκοπό ο προκαλών ή ο προτείνων ή το τρίτο πρόσωπο να παρακολουθήσει την παράσταση αυτή, είναι ένοχος κακουργήµατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

Έχει προκύψει ότι ο κατηγορούμενος έβαζε τις παραπονούμενες, να του αποστέλλουν γυμνές φωτογραφίες και βίντεο με το περιεχόμενο το οποίο αναφέρεται στα ευρήματα του Δικαστηρίου στο Viber του κινητού του τηλεφώνου για να τις παρακολουθήσει ο κατηγορούμενος, ευρήματα τα οποία στοιχειοθετούν τις κατηγορίες αυτές. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν μια για κάθε χρονιά κατά τις οποίες ο κατηγορούμενους κακοποιούσε σεξουαλικά τις παραπονούμενες και καλύπτονται από τα ευρήματα και μαρτυρία. Κατά συνέπεια, έχουν στοιχειοθετηθεί και οι κατηγορίες αρ. 13 – 15 και 35 – 40.

Η κατηγορία αρ. 16 βασίζεται στο Άρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, το οποίο έχει ως ακολούθως:

«91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.»

Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου, για να αποδειχθεί το εν λόγω αδίκημα θα πρέπει πρόσωπο και συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος να προκαλεί στον άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας για βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη.

Στην Ντζιαν Νετζιήπ v. Της Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1 η οποία αφορούσε συναφές αδίκημα, αυτό της απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, λέχθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ’ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού προς τον σκοπό αποφυγής εκτέλεσης καθήκοντος. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού. Στην εν λόγω απόφαση επίσης, αναφέρθηκε ότι το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό. Δεν απαιτείται δηλαδή να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ’ αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. (βλ. επίσης Χρίστου Βοσκού v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 510 και Kallenos v. Police (1969) 2 C.L.R. 210).

Η ενέργεια του κατηγορούμενου, όταν η Π.Κ. του είπε να σταματήσει την έκνομη συμπεριφορά του και αυτή έλαβε χώρα όταν έγινε 15 χρόνων, δηλαδή το 2018 διότι θα το πει στην μάμα και παπά της, ότι αν το κάνει θα ανεβάσει στο διαδίκτυο τις γυμνές φωτογραφίες και βίντεο της, αναμφίβολα είναι απειλή για τέλεση παράνομης πράξης. Απειλή η οποία προκύπτει να μην ήταν κενή περιεχομένου καθότι η Π.Κ. του απέστελλε τέτοιου είδους φωτογραφίες και βίντεο και ο κατηγορούμενος τα είχε στην κατοχή του. Περαιτέρω, αντικειμενικά μια τέτοια πράξη δημιουργεί φόβο και ανησυχία στο θύμα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της. Πόσο μάλλον στην παρούσα όταν η Π.Κ. ήταν στην ηλικία των 15 χρόνων και η ίδια ανάφερε ότι φοβήθηκε για το ζήτημα αυτό. Κατά συνέπεια στοιχειοθετούνται όλα τα συστατικά στοιχεία και αυτής της κατηγορίας.

Οι κατηγορίες αρ. 41 και 42 εδράζονται επί του Άρθρου 9(2) του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2021 (115(Ι)/2021), το οποίο έχει ως εξής:

«(2) Πρόσωπο, το οποίο εκβιάζει ή απειλεί γυναίκα ότι χωρίς τη συγκατάθεσή της θα αποστείλει, διανείµει, δηµοσιεύσει, διαδώσει, κυκλοφορήσει, αναπαράγει ή µεταδώσει µε οποιαδήποτε ηλεκτρονικά, ψηφιακά έντυπα ή άλλα µέσα οποιασδήποτε φύσεως, υλικό µε πορνογραφικό ή σεξουαλικό περιεχόµενο που απεικονίζει την ίδια, είναι ένοχο κακουργήµατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) έτη.»

Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου, «γυναίκα» σηµαίνει πρόσωπο θηλυκού βιολογικού φύλου ή θηλυκής ταυτότητας φύλου και περιλαµβάνει τέτοιο πρόσωπο που δεν έχει συµπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του·

«υλικό πορνογραφικού ή σεξουαλικού περιεχοµένου» σηµαίνει-

(α) υλικό στο οποίο απεικονίζεται πρόσωπο να επιδίδεται σε πραγµατική ή προσοµοιωµένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα, ή

(β) απεικόνιση σεξουαλικού χαρακτήρα του στήθους γυναίκας ή των γεννητικών οργάνων ή του πρωκτού οποιουδήποτε προσώπου, ή

(γ) υλικό, στο οποίο απεικονίζεται ή/και ηχογραφείται πρόσωπο να επιδίδεται σε πραγµατική ή προσοµοιωµένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα ή κάθε γυµνή απεικόνιση του στήθους γυναίκας ή των γεννητικών οργάνων ή του πρωκτού οποιουδήποτε προσώπου, ή

(δ) ρεαλιστικές εικόνες προσώπου, στις οποίες αυτό απεικονίζεται να επιδίδεται σε πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα ή ρεαλιστικές εικόνες του στήθους γυναίκας ή του πρωκτού ή των γεννητικών οργάνων οποιουδήποτε προσώπου, ή

(ε) γραπτός ή έντυπος λόγος πορνογραφικού ή/και σεξουαλικού περιεχοµένου·»

Στην βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, κρίνουμε ότι στοιχειοθετούνται όλα τα συστατικά στοιχεία και αυτών των κατηγοριών, ως αποκαλύπτονται από τις ανωτέρω νομοθετικές πρόνοιες.

Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω και για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε η κατάληξη είναι ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της εναντίον του κατηγορουμένου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και αυτός κρίνεται ένοχος σε όλες τις κατηγορίες με αρ. 1 – 42 (με τη διευκρίνηση στη κατηγορία          αρ. 11 που αναφέρθηκε ανωτέρω) που αντιμετωπίζει καθώς και στην κατηγορία αρ. 43, η οποία προστέθηκε από το Δικαστήριο.

                       (Υπ.) …………………………………………………

                               Χριστόδουλος Ι. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

                        (Υπ.) ………………………………………………….

                                       Μιχάλης Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.

                             (Υπ.) …………………………………………………

                                      Εύη Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

  

  

 

   

 

     

  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο