ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:    Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                      Α. Φυλακτού, A.Ε.Δ.

                      Α. Τζ. Σολομωνίδου, E.Δ.

                                          

                                               Αρ. Υπόθεσης: 19608/2023

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

Σ. Ι.

                                                    

Κατηγορουμένης

 

Ημερομηνία: 17/06/2024

Για τη Δημοκρατία: κα Λ. Σίγαρ (για να ακούσει την απόφαση η κα Α. Τιμοθέου).

Για τον Κατηγορούμενο: κα Δ. Χριστοδούλου.

Κατηγορούμενη παρούσα.

 

ΠΟΙΝΗ

(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών – Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό)

 

Η κατηγορούμενη έχει κριθεί ένοχη, κατόπιν δικής της παραδοχής, σε μία κατηγορία αρπαγής από πρόσωπο που ασκεί την κοινή κηδεμονία, κατά παράβαση των άρθρων 245Α και 248 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορία 2) και σε 18 κατηγορίες ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές, κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 4 έως 21).

 

Εδώ να λεχθεί ότι αρχικά η κατηγορούμενη αντιμετώπιζε και άλλες κατηγορίες (κατηγορίες 1 και 3), στις οποίες απαλλάχθηκε μετά από καταχώρηση αναστολής ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Περαιτέρω, να λεχθεί ότι μετά από αίτημα από πλευράς της κατηγορουμένης και με τη συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής, για σκοπούς επιβολής ποινής στην παρούσα, λαμβάνεται υπόψη η ποινική υπόθεση υπ’ αριθμό 23313/2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας 2 της παρούσας υπόθεσης, η κατηγορούμενη, στις 22/10/2021, ενώ ασκούσε κοινή κηδεμονία του ανήλικου Σ.Π., με τον πρώην συμβίο της Κ.Π., μετέφερε τον εν λόγω ανήλικο εκτός των ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς την συναίνεση του Κ.Π., μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών της Δημοκρατίας.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων των κατηγοριών 4 έως 21, η κατηγορουμένη, στην περίοδο από τις 24/08/2021 μέχρι και τις 02/10/2021, σε 18 διαφορετικές ημερομηνίες, αρνήθηκε να υπακούσει σε διάταγμα που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, στις 11/10/2018, στην Αίτηση υπ’ αριθμό 331/2017, με το οποίο διατασσόταν να παραδώσει το ανήλικο τέκνο της (Σ.Π.), στον πατέρα του (Κ.Π.) για να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτό.     

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί, έχουν ως ακολούθως:

 

Ο παραπονούμενος (Κ.Π.), διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την κατηγορούμενη, για περίπου 2 χρόνια και συζούσαν μαζί, ήτοι από το καλοκαίρι του 2015 μέχρι και τον Αύγουστο του 2017, όταν χώρισαν. Σε αυτό το χρονικό διάστημα απόκτησαν ένα γιό, τον Σ.Π. με ημερομηνία γέννησης την 31/01/2017.

 

Μετά τον χωρισμό τους, ο ανήλικος γιος τους, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ τους, διέμενε κάποιες ημέρες με τον παραπονούμενο και κάποιες ημέρες με την κατηγορούμενη, χωρίς δικαστική ρύθμιση. Η κατηγορούμενη, στις 06/09/2017 αποτάθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού και εξασφάλισε, στις 08/09/2017, προσωρινό διάταγμα με το οποίο της ανατέθηκε η φύλαξη και η φροντίδα του Σ.Π. και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής αυτού ο εκάστοτε τόπος διαμονής της κατηγορουμένης, στα πλαίσιο της Αίτησης Γονικής Μέριμνας υπ’ αριθμό 331/2017.

 

Ο παραπονούμενος, στις 11/10/2018 αποτάθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού και εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας με τον ανήλικο γιο του στο πλαίσιο της προαναφερόμενης Αίτησης Γονικής Μέριμνας.

 

Στη συνέχεια, κατά την ακροαματική διαδικασία της εν λόγω Αίτησης, κατατέθηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας, Έκθεση ημερ. 13/05/2020, σύμφωνα με την οποία ο παραπονούμενος, σε σχέση με την κατηγορούμενη, διέθετε επάρκεια και δυνατότητες για θετική άσκηση του γονικού του ρόλου και ήταν προς συμφέρον του ανηλίκου όπως ανατεθεί η φύλαξη και η φροντίδα αυτού καθώς και ο τόπος διαμονής του στον παραπονούμενο και η κατηγορούμενη να έχει σταθερή και προγραμματισμένη επικοινωνία με τον ανήλικο.

 

Κατά τις 29/09/2021, όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, η κατηγορούμενη δεν εμφανίστηκε, με αποτέλεσμα να εκδοθεί εναντίον της δικαστικό ένταλμα σύλληψης και να καταζητείται. Ο παραπονούμενος είχε να δει τον ανήλικο γιο του από την 01/06/2021 και είχε προβεί σε σχετικές καταγγελίες στην Αστυνομία για παρακοή του πιο πάνω προσωρινού διατάγματος, ενώ στην πορεία ενημερώθηκε ότι ο ανήλικος γιος του, από τις 27/09/2021, δεν πήγαινε στο σχολείο στο οποίο φοιτούσε.

 

Με βάση το πιο πάνω προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας, ο παραπονούμενος έπρεπε να παραλάβει τον ανήλικο γιο του από την οικία της κατηγορουμένης στις 24, 26, 28 και 31/8/2021, στις 2, 4, 7, 9, 11, 14, 16, 18, 21, 23, 25, 28, 30/9/2021 και 02/10/2021, αλλά η κατηγορούμενη δεν ανταποκρινόταν. Συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη αρνήθηκε να υπακούσει στο εν λόγω διάταγμα, με το οποίο διατασσόταν να παραδώσει το ανήλικο τέκνο της στον παραπονούμενο πατέρα του, ώστε ο τελευταίος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτό, σε όλες τις πιο πάνω αναφερόμενες ημερομηνίες (κατηγορίες 4-21).

 

Μετά από εξετάσεις που έγιναν μέσω της Δικοινοτικής Ομάδας Επαφής και της Μονάδας Στοιχείων Επιβατών, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η κατηγορούμενη και ο ανήλικος μετέβηκαν στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές ή κατά πόσο ταξίδεψαν εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας, λήφθηκε ενημέρωση ότι η κατηγορούμενη όντως αναχώρησε από την Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών, στις 22/10/2021 μαζί με τον ανήλικο Σ.Π., τη μητέρα της και την αδελφή της. Συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη, στις 22/10/2021, ενώ ασκούσε κοινή κηδεμονία του ανήλικου γιου της με τον παραπονούμενο, μετέφερε τον ανήλικο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας, χωρίς τη συναίνεση του παραπονουμένου, μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών (κατηγορία 2).

 

Στο πλαίσιο δε της Αίτησης Γονικής Μέριμνας υπ’ αριθμό 331/2017, ο παραπονούμενος, λόγω της μη εμφάνισης της κατηγορουμένης, εξασφάλισε απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 12/11/2021, με την οποία του ανατέθηκε η γονική μέριμνα του ανήλικου γιου του.

 

Στις 12/11/2021 εξασφαλίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης σε βάρος της κατηγορουμένης, αφού πρώτα εκδόθηκε σχετικό εθνικό ένταλμα σύλληψης της. Ακολούθως, στις 15/11/2021 λήφθηκε ενημέρωση από την Interpol ότι η κατηγορούμενη συνελήφθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ταξιδέψει με πλαστά Κυπριακά διαβατήρια. Ωστόσο, μετά από ενέργειες των Ελληνικών Αρχών, λήφθηκε ενημέρωση ότι αφέθηκε ελεύθερη από τις Τουρκικές Αρχές, χωρίς να υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία για το που βρίσκονται.

 

Στις 23/03/2022 εκδόθηκε νέο ένταλμα σύλληψης εναντίον της κατηγορουμένης και στη συνέχεια νέο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, σε σχέση με τα πιο πάνω αδικήματα και μετά από νέα καταγγελία του παραπονουμένου. Στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, το γραφείο της Interpol ενημέρωσε ότι χορηγήθηκε έκτακτο ταξιδιωτικό έγγραφο στην κατηγορούμενη από το προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να εκδοθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ωστόσο, η κατηγορούμενη μετάνιωσε και παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη με τον ανήλικο γιο της.

 

Εν τέλει, στις 27/09/2023, η κατηγορούμενη συνελήφθηκε κατά την άφιξη της στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών και συγκατατέθηκε όπως εκδοθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία με βάση το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον της. Στις 10/10/2023, η κατηγορούμενη συνελήφθηκε στη Λάρνακα βάση των δικαστικών ενταλμάτων σύλληψης που εκκρεμούσαν εναντίον της. Ο ανήλικος Σ.Π. κατέφθασε στη Κύπρο στις 29/09/2023, μαζί με τον παραπονούμενο πατέρα του.

Στην ανακριτική κατάθεση της, ημερ. 10/10/2023, η κατηγορούμενη παραδέχθηκε τα αδικήματα που διέπραξε.

 

Στις 05/02/2023 και στις 13/02/2023 έγιναν δύο κλινικές συναντήσεις του ανήλικου Σ.Π. με κλινικό ψυχολόγο, με σκοπό να αξιολογηθεί η τότε ψυχική του κατάσταση καθώς και λήψη αναπτυξιακού ιστορικού του στις 30/01/2024. Ετοιμάστηκε σημείωμα ψυχολογικής αξιολόγησης ημερ. 22/03/2024, σύμφωνα με το οποίο δεν εντοπίστηκε συμπτωματολογία που να ικανοποιεί σε έκταση και βαθμό τα κριτήρια οποιοσδήποτε ψυχικής διαταραχής, ωστόσο η ψυχική κατάσταση του ανηλίκου εκτιμάτο ότι ικανοποιεί καταστάσεις που εντάσσονται στις κατηγορίες «Πρόβλημα Σχέσης Γονέα Παιδιού» και Παραμέληση Παιδιού, οι οποίες φαίνεται να αποτελούσαν εστία κλινικής προσοχής. Περαιτέρω, διαπιστώθηκαν ήπιες συναισθηματικές δυσκολίες στον ανήλικο, ήτοι συναισθήματα λύπης, φόβου και άγχος αποχωρισμού, οι οποίες από τις αναφορές του ίδιου εκτιμάται ότι στρέφονται σε προβλήματα στην ποιότητα της σχέσης του με τη μητέρα του και φαίνεται να σχετίζονται με διαταραγμένη λειτουργικότητα σε συμπεριφορικό, γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο.

 

Η ποινική υπόθεση υπ’ αριθμό 23313/2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο επιβολής της ποινής στην παρούσα, αφορά αδικήματα απείθειας σε νόμιμες διαταγές, κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Πρόκειται για 110 περιπτώσεις απείθειας στο προαναφερόμενο διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 11/10/2018, οι οποίες έλαβαν χώραν στην περίοδο από την 01/10/2019 μέχρι και τις 21/08/2021 (κατηγορίες 1 έως 110).

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της εν λόγω ποινικής υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί:

 

Η κατηγορούμενη απείθησε στο ως άνω αναφερόμενο διάταγμα, με το οποίο διατασσόταν να παραδίδει το ανήλικο τέκνο της Σ.Π., στον παραπονούμενο πατέρα του για να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας με αυτό, κατά τις εξής ημερομηνίες: στις 3, 5, 8, 10, 12, 15, 17, 19, 22, 24, 26 και 29 Ιουνίου του 2021, στις 1, 3, 6, 8, 10, 13, 15, 17, 20, 22, 24, 27, 29 και 31 Ιουλίου του 2021, στις 3, 5, 7, 10, 12, 14, 17, 19 και 21 Αυγούστου του 2021, στις 30 Ιανουάριου του 2021, στις 2, 4, 6, 9, 11, 13, 16, 18, 20, 23, 25 και 27 Φεβρουάριου του 2021, στις 2 και 4 Μαρτίου του 2021, στις 1, 3, 5, 10, 12, 15, 17 και 19 Οκτωβρίου του 2019, στις 9 Νοεμβρίου του 2019, στις 7 Μαρτίου του 2020, στις 7, 9, 12, 14, 16 και 19 Μαΐου του 2020, στις 24, 26, 28 και 31 Μαρτίου του 2020,στις 2, 5, 7, 9, 11, 14, 16, 18, 21,23, 25, 28 και 30 Απριλίου του 2020, στις 2 και 5 Μαΐου του 2020, στις 19 Σεπτεμβρίου του 2020, στις 16, 19, 21,23, 26 και 28 Ιανουάριου του 2021, στις 30 Μαρτίου του 2021, στις 1, 3, 6, 8, 10, 13, 15 και 17 Απριλίου του 2021, στις 9, 11, 13, 16, 18, 20, 23, 25 και 27 Μαρτίου του 2021 (κατηγορίες 1 - 110).

 

Στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής, ζητήθηκε όπως ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:

 

§    Η άμεση παραδοχή της κατηγορουμένης τόσο ενώπιον του  Δικαστηρίου όσο και στις ανακριτικές αρχές και η εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου.

§    Το ότι η κατηγορούμενη αντιλαμβάνεται πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που έχει διαπράξει και η μεταμέλεια και η απολογία της στο Δικαστήριο.

§    Το λευκό ποινικό μητρώο της κατηγορουμένης και το έντιμο παρελθόν της.

§    Η συνεργασία της κατηγορουμένης με τις αρμόδιες αρχές, τόσο ως προς την παράδοση της όσο και μετά τη σύλληψη της.

§    Οι συνθήκες υπό τις οποίες η κατηγορούμενη διέπραξε τα επίδικα αδικήματα.

§    Οι ποινές που επιβλήθηκαν στη μητέρα της και αδελφή της για παροχή συνδρομής στην κατηγορούμενη, στη διάπραξη του αδικήματος της κατηγορίας 2.

§    Οι προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές περιστάσεις της κατηγορουμένης. Ως προς τούτο να λεχθεί ότι δεν υιοθετήθηκε η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.

§    Η καλή διαγωγή που επιδεικνύει η κατηγορούμενη στις Κεντρικές Φυλακές.

§    Το ότι όσον αφορά την εργασία της κατηγορουμένης, με την ολοκλήρωση της παρούσας υπόθεσης, θα εγερθεί πειθαρχική διαδικασία εναντίον της ενώ περαιτέρω, λόγω της καταδίκης της στην παρούσα υπόθεση, η κατηγορούμενη θα απωλέσει την άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος της.

Τέλος, με την αγόρευση για μετριασμό της ποινής, ζητήθηκε όπως, σε περίπτωση που το Δικαστήριο επιβάλει στην κατηγορούμενη ποινές φυλάκισης, εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής εκτέλεσης τους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα, τα οποία παραδέχθηκε η κατηγορούμενη, είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται κατ’ αρχάς από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο, που είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264 και Souilmi ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248). Συγκεκριμένα για το αδίκημα της αρπαγής από πρόσωπο που ασκεί κοινή κηδεμονία, προβλέπεται ποινή φυλάκισης 7 χρόνων και χρηματική ποινή ενώ για το αδίκημα της ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές, ποινή φυλάκισης 2 χρόνων.

 

Για το αδίκημα της αρπαγής από πρόσωπο που ασκεί κοινή κηδεμονία, στην Khudaykulova ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 676, αναφέρθηκε ότι η σοβαρότητα του έγκειται στο γεγονός ότι «ενυπάρχει σ’ αυτό η εκ μέρους του δράστη απαξίωση και περιφρόνηση των δικαιωμάτων άλλων προσώπων, τόσο του πατέρα, όσο και του ιδίου του ανήλικου, το οποίο έχει δικαίωμα να διατηρεί προσωπική σχέση με τον φυσικό του πατέρα».

 

Σοβαρό είναι και το αδίκημα της ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές. Η εκ προθέσεως καταστρατήγηση δικαστικών διαταγμάτων, συνιστά συμπεριφορά, η οποία ενέχει το στοιχείο της καταφρόνησης του Δικαστηρίου, κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να γίνεται ανεκτή (βλ. Γ.Κ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 13/2023, ημερ. 30/05/2023 και Νεοκλή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 174/2022, ημερ. 31/10/2023). Η συμμόρφωση με διάταγμα του Δικαστηρίου αποτελεί ένα από τα θεμέλια της σύγχρονης πολιτισμένης κοινωνίας και η ανυπακοή προς αυτό δυναμιτίζει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες. Πρόκειται για σοβαρό αδίκημα, η τέλεση του οποίου πλήττει ευθέως την απονομή της δικαιοσύνης και το θεμέλιο της έννομης τάξης, κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αξιοπιστία του συστήματος για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και την εμπέδωση του νόμου και της τάξης (βλ.CCC Laundries (Paphos) Limited v. Θεοφάνους (2010) 2 Α.Α.Δ. 288 και Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227).  Η φύση του διατάγματος, οι πιθανές συνέπειες ανυπακοής σε αυτό και οι λόγοι της ανυπακοής, αποτελούν παράγοντες σχετικούς με το είδος της ποινής που επιβάλλεται σε τέτοια αδικήματα (βλ. σύγγραμμα G.Pikis, Sentencing in Cyprus, (2η έκδοση) σελ. 196).

 

Εδώ να λεχθεί ότι το αδίκημα της ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές βρίσκεται σε έξαρση, κάτι για το οποίο λαμβάνουμε γνώση από τη σχετική νομολογία αλλά και από τον αριθμό υποθέσεων τέτοιας φύσεως που καταχωρούνται ενώπιον των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Αντιθέτως το αδίκημα της αρπαγής από πρόσωπο που ασκεί κοινή κηδεμονία δεν φαίνεται να βρίσκεται σε έξαρση, χωρίς φυσικά αυτό να μειώνει τη σοβαρότητα του, η οποία είναι ανάλογη πάντα των περιστάσεων διάπραξης του.

 

Σε σχέση δε με το ύψος των ποινών έχουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως προηγούμενων αποφάσεων. Η αναφορά σε προηγούμενη νομολογία ενδεικτική μόνο σημασία μπορεί να έχει διότι ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων. Οι προηγούμενες σχετικές αποφάσεις, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για συγκεκριμένα αδικήματα και δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, αφού η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε κατηγορούμενο είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του κάθε παραβάτη. Εκείνο στο οποίο οι προηγούμενες αποφάσεις βοηθούν είναι η παροχή κατευθυντήριων γραμμών ως προς τα όσα ένα Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη υπέρ ή εναντίον ενός κατηγορουμένου, ενώ τα Δικαστήρια έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να κρίνουν, χωρίς προδεσμεύσεις, τη συγκεκριμένη υπόθεση που τίθεται ενώπιον τους, επιβάλλοντας εκείνη την ποινή που θεωρούν εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις (βλ. Σαμπή ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100). Να πούμε βέβαια ότι, προς διαπίστωση του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής σε σχέση με αδικήματα όπως τα επίδικα, έχουμε μελετήσει και έχουμε υπόψη μας τη σχετική νομολογία.

 

Ο χαρακτηρισμός δε κάποιου αδικήματος ως σοβαρού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο ποινής που ο νόμος προνοεί. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391). Κάθε υπόθεση κρίνεται λοιπόν με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της και ανάλογα με αυτά διαβαθμίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων, η οποία θα πρέπει να αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή.

 

Στην προκειμένη, η σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε η κατηγορούμενη, προκύπτει τόσο από τη φύση τους όσο και από τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη τους. Συγκεκριμένα, από τα εν λόγω γεγονότα προκύπτει ότι ενώ η κατηγορούμενη ασκούσε την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, από κοινού με τον πατέρα του, υπέρ του οποίου είχε εξασφαλιστεί διάταγμα επικοινωνίας με τον ανήλικο και ενώ εκκρεμούσε ακόμη δικαστική διαδικασία ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου αναφορικά με θέματα που άπτονταν της γονικής μέριμνας του ανηλίκου, επέλεξε να μεταφέρει τον ανήλικο εκτός των ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να ενημερώσει και να λάβει τη συναίνεση του πατέρα του, με σκοπό να αποφύγει το ενδεχόμενο ο ανήλικος να τεθεί υπό τη φροντίδα και φύλαξη αυτού. Μάλιστα χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό, ως οδό διαφυγής, τις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία, λόγω της τουρκικής κατοχής, περιοχές. Δεν έμεινε όμως εκεί. Προφανώς με σκοπό να αποκλείσει την πιθανότητα εντοπισμού τους και την οποιαδήποτε επακόλουθη νομική διαδικασία για επιστροφή του ανηλίκου στη Δημοκρατία, με τη χρήση μάλιστα πλαστών διαβατηρίων, στη συνέχεια κατέφυγε στην Τουρκία, η οποία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχει έναντι αυτής από διεθνείς ή περιφερειακούς κανόνες δικαίου που προβλέπουν τέτοιες νομικές διαδικασίες. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν και το στοιχείο του προσχεδιασμού στη διάπραξη του αδικήματος της κατηγορίας 2, το οποίο ήταν έντονο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304).

 

Οι ως άνω πράξεις δε της κατηγορουμένης συνιστούν αδιαφορία και ευθεία προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων τόσο του πατέρα του παιδιού της αλλά και του ίδιου του παιδιού της. Αυτό καθότι στέρησε τόσο από το ανήλικο παιδί της όσο και από τον πατέρα αυτού το δικαίωμα να διατηρούν μεταξύ τους επικοινωνία και προσωπικές σχέσεις και υπέβαλε τον τελευταίο σε αγωνία και ανησυχία ως προς την τύχη του παιδιού του. Τόσο δε πριν τη μεταφορά του ανηλίκου στο εξωτερικό αλλά και στη συνέχεια, η κατηγορούμενη έδρασε επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία για την τήρηση του σχετικού διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 11/10/2018. Περαιτέρω δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι κράτησε τον ανήλικο στο εξωτερικό για μεγάλο χρονικό διάστημα και δη για σχεδόν δύο χρόνια, από τις 22/10/2021 μέχρι τις 29/09/2023 που αυτός επέστρεψε με τον πατέρα του από την Ελλάδα. Να σημειωθεί δε ότι το διάστημα που είχε ο πατέρας του παιδιού να δει αυτό ήταν μεγαλύτερο και δη από την 01/06/2021.

 

Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο όπως αναφερθούμε και αξιολογήσουμε, στο πλαίσιο πάντα επιμέτρησης της ποινής, τα όσα εκτίθενται στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής, αναφορικά με το ιστορικό της υπόθεσης και συναφώς τις συνθήκες υπό τις οποίες η κατηγορούμενη διέπραξε τα επίδικα αδικήματα. Σύμφωνα λοιπόν με την εν λόγω αγόρευση:

 

Περί το 2015 η κατηγορούμενη σύνηψε ερωτική σχέση με τον παραπονούμενο (Κ.Π.) και στις 31/01/2017 απέκτησαν το ανήλικο τέκνο τους. Η συμβίωση τους δεν ήταν καλή και συχνά υπήρχαν προστριβές και καβγάδες, με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 2017 να τερματίσουν τη σχέση τους και να διακόψουν τη συμβίωση τους. Τον Σεπτέμβριο του 2017 η κατηγορούμενη αποτάθηκε μονομερώς στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού (Αίτηση Γονικής Μέριμνας υπ’ αριθμό 331/2017) και εξασφάλισε το προσωρινό διάταγμα, με το οποίο της ανατέθηκε η φύλαξη του ανηλίκου και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής αυτού ο εκάστοτε τόπος διαμονής της κατηγορουμένης. Στη συνέχεια υπήρξαν συχνοί καβγάδες μεταξύ της κατηγορουμένης και του Κ.Π., οι οποίοι αφορούσαν ως επί το πλείστο, θέματα που άπτονταν της γονικής μέριμνας του ανηλίκου. Οι συγκρουσιακές σχέσεις της με τον Κ.Π., εκτροχίαζαν και επηρέαζαν τη σκέψη και τις πράξεις της κατηγορουμένης καθότι ένιωθε αδύναμη να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις και να λάβει ώριμες αποφάσεις. Μοναδικό στήριγμα της ήταν η μητρική της γιαγιά, με την οποία είχε πολύ δυνατή σχέση, την εμπιστευόταν και αποτελούσε για αυτήν πρότυπο. Η γιαγιά της απεβίωσε εν μέσω των δικαστικών διαμαχών, γεγονός το οποίο επηρέασε πολύ την ψυχολογία της και την κατέστησε ευάλωτη. Περαιτέρω, η κατηγορούμενη επηρεάστηκε αρνητικά από τη δικαστική διαδικασία της Αίτησης Γονικής Μέριμνας που βρισκόταν σε εξέλιξη ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία συνεχώς είχε ανατροπές. Σημαντικό ρόλο στη συναισθηματική της φόρτιση διαδραμάτισε η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο και ειδικότερα η εισήγηση όπως ο ανήλικος τεθεί υπό τη φροντίδα και φύλαξη του Κ.Π., με δικαίωμα επικοινωνίας της κατηγορουμένης. Τόσο το φιλικό όσο και το οικογενειακό περιβάλλον της κατηγορουμένης την παρότρυναν να συγκατατεθεί με την εν λόγω εισήγηση αφού σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε να χάσει για πάντα το παιδί της. Η κατηγορούμενη επηρεάστηκε από τα λόγια που άκουγε. Οι προσπάθειες δε που κατέβαλλε επί 4 ολόκληρα χρόνια για να βρει μια λύση στο ζήτημα, την είχαν κουράσει και είχε απωλέσει όλες τις δυνάμεις της. Ζητούσε βοήθεια από διάφορους φορείς, όπως το Γραφείο Ευημερίας, αλλά πίστευε ότι δεν έβρισκε την ανταπόκριση που αποζητούσε και ένιωθε ότι όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Είχε χάσει κάθε ίχνος ελπίδας και εμπιστοσύνης προς τις αρμόδιες Αρχές του Κράτους, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά και δεν είχε ορθή νομική καθοδήγηση. Βλέποντας την κατάσταση στην οποία ήταν η κατηγορούμενη, η μητέρα της την παρότρυνε και τη συμβούλευε συνεχώς ότι ο μόνος τρόπος να τελειώσουν όλα ήταν να φύγει από τη Δημοκρατία για λίγο καιρό. Εν όψει του ότι η κατηγορούμενη ήταν ευάλωτη κατά την επίδικη περίοδο με όσα της συνέβαιναν, ενέδωσε στα «σχέδια» και στις «συμβουλές» της μητέρας της, η οποία ήταν και το πρόσωπο που διευθέτησε όλα τα διαδικαστικά προκειμένου να αποχωρήσουν από τη Δημοκρατία.

 

Έτσι, η κατηγορούμενη μαζί με το ανήλικο παιδί της, τη μητέρα και την αδελφή της εγκατέλειψαν την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών, από όπου μετέβηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Από την ημέρα που έφτασε στην Τουρκία, η κατηγορούμενη κοινοποίησε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης που βρισκόταν. Η κατηγορούμενη ουδέποτε θέλησε να διαμείνει μόνιμα στην Τουρκία ή αλλού στο εξωτερικό και αρκετές φορές έκανε εκκλήσεις στους αρμόδιους φορείς, περιλαμβανομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, να της παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια προκειμένου να επιστρέψει στην Κύπρο με τον ανήλικο. Αφότου η κατηγορούμενη έφθασε στην Τουρκία και ηρέμησε μοναδική της σκέψη ήταν η επιστροφή στην Κύπρο.

 

Ως προς τα πιο πάνω δέον όπως λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Δεν μας διαφεύγει η συναισθηματική φόρτιση στην οποία βρέθηκε η κατηγορούμενη, υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις (βλ.  Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603, Kyprianou v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 158, Katsiaris v. Republic (1975) 2 C.L.R. 17, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 A.A.Δ. 231 και Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200) καθώς και η υποκίνηση που της έγινε από τη μητέρα της. Αυτά όμως δεν καθιστούν δικαιολογημένη την επακόλουθη διάπραξη των σοβαρών επίδικων αδικημάτων και ιδιαίτερα αυτού της κατηγορίας 2. Αυτό καθότι, ήταν εν τέλει απόφαση της ίδιας της κατηγορουμένης, ούσα η μητέρα του ανηλίκου, να δράσει όπως έδρασε, δηλαδή να απομακρύνει αυτόν από την Κυπριακή Δημοκρατία και να τον στερήσει από τον πατέρα του. Η κατηγορούμενη ήταν που έκανε την επιλογή αυτή και έδρασε με τον συγκεκριμένο τρόπο ενώ εκκρεμούσε η σχετική δικαστική διαδικασία, χωρίς να αναμένει και να εμπιστευτεί την τελική κρίση του Δικαστηρίου, με προφανή σκοπό να αποφύγει τη συμμόρφωση σε περίπτωση που το αποτέλεσμα δεν ήταν θετικό για την ίδια, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα όχι μόνο του πατέρα του παιδιού της αλλά και του ίδιου του ανηλίκου.

 

Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια τον ρόλο που διαδραμάτισε η μητέρα της κατηγορουμένης και δη ότι ήταν αυτή που την υποκίνησε και προέβη στις σχετικές πρακτικές διευθετήσεις για μεταφορά του ανηλίκου εκτός των ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό όμως δεν μειώνει ούτε και καθιστά μικρότερης βαρύτητας τον ρόλο της ίδιας της κατηγορουμένης στη διάπραξη του αδικήματος της κατηγορίας 2. Αντίθετα, ως έχουμε προαναφέρει, η κατηγορούμενη δεν ήταν οποιοδήποτε πρόσωπο αλλά η ίδια η μητέρα του ανηλίκου, η οποία όφειλε όχι μόνο να τον φροντίζει και να τον προστατεύει αλλά και να διασφαλίζει όλες του τις ανάγκες, περιλαμβανομένης της επικοινωνίας του και της ανάπτυξης των φυσιολογικών σχέσεων που πρέπει να έχει κάθε παιδί με τον πατέρα του. Στο ίδιο πλαίσιο, όφειλε να αντισταθεί στην όποια υποκίνηση της από άλλα πρόσωπα, περιλαμβανομένης ασφαλώς της μητέρα της, η οποία να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση προς μετριασμό της ποινής, αντιμετωπίζει ψυχικά προβλήματα και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, κάτι που θα έπρεπε να απασχολήσει την κατηγορούμενη, η οποία είναι νοσηλεύτρια με ειδικότητα μάλιστα στην ψυχική υγεία. Η τελική δε απόφαση να πάρει το παιδί της και να το μεταφέρει στο εξωτερικό ήταν αποκλειστικά της κατηγορουμένης, έστω και εάν η υποκίνηση αλλά και οι πρακτικές για αυτό διευθετήσεις έγιναν από τη μητέρα της. Είναι δε προφανές από τα γεγονότα που έχουν τεθεί ότι οι εν λόγω διευθετήσεις και εν γένει ο προσχεδιασμός προς διάπραξη του αδικήματος της κατηγορίας 2, ήταν εν γνώσει της κατηγορουμένης, η οποία και προχώρησε στην εκτέλεση του όλου σχεδίου, με τη μητέρα της και την αδελφή της.

  Εδώ να λεχθεί ότι η θέση ότι από την ημέρα που η κατηγορούμενη έφθασε στην Τουρκία κοινοποίησε μέσω των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης που βρισκόταν και ότι ουδέποτε θέλησε να αποκρύψει τον τόπο διαμονής της, δεν βρίσκει έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης. Αυτό καθότι, από τα γεγονότα αυτά, προκύπτει ότι είναι κατόπιν εξετάσεων που έγιναν μέσω της Δικοινοτικής Ομάδας Επαφής και της Μονάδας Στοιχείων Επιβατών που λήφθηκε η ενημέρωση ότι η κατηγορούμενη με τον ανήλικο όντως αναχώρησαν από την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Περαιτέρω, ήταν κατόπιν ενημέρωσης από την Interpol που λήφθηκαν πληροφορίες ότι η κατηγορούμενη συνελήφθη στην Κωνσταντινούπολη αφού είχε ταξιδέψει εκεί με πλαστά διαβατήρια και κατόπιν ενημέρωσης από τις Ελληνικές Αρχές ότι στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερη από τις Τουρκικές Αρχές, χωρίς μάλιστα να υπάρχουν οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχεία ως προς το πού βρισκόταν.

 

Στα γεγονότα δεν βρίσκει έρεισμα ούτε η θέση ότι ο παραπονούμενος είχε τη δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί της και δεν το έπραξε, κάτι που σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα. Αυτό καθότι ήταν υποχρέωση της ίδιας της κατηγορουμένης, προς συμμόρφωση μάλιστα με το σχετικό δικαστικό διάταγμα επικοινωνίας του ανηλίκου με τον πατέρα του, να φροντίζει όπως ο ανήλικος για τον σκοπό αυτό βρίσκεται όχι οπουδήποτε, αλλά εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.  

 

Περαιτέρω, παρέμεινε γενική και αόριστη η αναφορά ότι η κατηγορούμενη έκανε εκκλήσεις σε διάφορους φορείς, περιλαμβανομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας να της παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια προκειμένου να επιστρέψει. Πέραν δε του ότι δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με τον χρόνο και τις περιστάσεις υπό τις οποίες έγιναν οι εν λόγω εκκλήσεις και τους λόγους που αυτές δεν τελεσφόρησαν, δεν έχει εξηγηθεί γιατί η ίδια η κατηγορούμενη δεν προέβη σε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες για να επιστρέψει τον ανήλικο στη Δημοκρατία και παρέμεινε στην Τουρκία για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, με δεδομένο πάντα ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι εμποδιζόταν να πράξει αυτό για λόγους ανεξάρτητους της βούλησης της.

  

Ούτε η θέση περί μεμονωμένης εγκληματικής συμπεριφοράς, μας βρίσκει σύμφωνους. Κατ’ αρχάς οι περιπτώσεις ανυπακοής στο δικαστικό διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου ανέρχονται στις 128 και αφορούν τόσο την περίοδο πριν την απομάκρυνση του ανηλίκου από τη Δημοκρατία όσο και μετά.  Περαιτέρω, το αδίκημα της κατηγορίας 2 μπορεί μεν να διαπράχθηκε μόνο μια φορά αλλά είχε ως αποτέλεσμα την παραμονή του ανηλίκου εκτός Κυπριακής Δημοκρατίας και μακριά από τον πατέρα του για περίοδο σχεδόν 2 χρόνων.

 

Η φύση λοιπόν των αδικημάτων που η κατηγορούμενη διέπραξε, ο σκοπός της και ο τρόπος που έδρασε, η αδιαφορία που επέδειξε με κατ’ επανάληψη μάλιστα ανυπακοή σε δικαστικό διάταγμα, η ταλαιπωρία και η αγωνία που προξένησε στον παραπονούμενο και η αδιαφορία της για τα δικαιώματα όχι μόνο αυτού αλλά και του ανήλικου τέκνου της καθώς και οι ενέργειες που χρειάστηκε να γίνουν από τις Αρχές της Δημοκρατίας για εντοπισμό και επιστροφή του ανηλίκου στη Δημοκρατία και ο χρόνος που πέρασε μέχρι αυτό να επιτευχθεί, αποτελούν επιβαρυντικά στοιχεία. Πρόκειται, κατά την κρίση μας, για μια σοβαρής μορφής εγκληματική συμπεριφορά, η οποία δέον όπως, στο πλαίσιο του αποτρεπτικού χαρακτήρα που επιβάλλεται να έχει υπό τις περιστάσεις η ποινή στην παρούσα, τύχει της ανάλογης ποινικής μεταχείρισης.

 

Όσον δε αφορά την υπόθεση που λαμβάνεται υπόψη στην παρούσα, ως λέχθηκε στην Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 Α.Α.Δ. 598, όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αδικήματα άλλων υποθέσεων μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του μόνο αυτές τις κατηγορίες (βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Cham & άλλων (1993) 2 Α.Α.Δ 129, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 382 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ 194).

 

Παρά τα πιο πάνω, η σοβαρότητα των αδικημάτων και η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους δεν μειώνει σε καμία περίπτωση την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Τονίζεται όμως ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής, που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά των αδικημάτων τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.α ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 245 και Γενικού Εισαγγελέα ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55).

 

Προς όφελος της κατηγορουμένης λαμβάνουμε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας.

 

Κατ’ αρχάς δίδουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο λευκό ποινικό μητρώο της κατηγορουμένης, το οποίο σε συνάρτηση με την ηλικία της, δείχνει τον πρότερο έντιμο βίο της, στοιχεία που της δίδουν το δικαίωμα να αιτείται την επιείκεια του Δικαστηρίου (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και  Αριστοδήμου ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/17 ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311).

 

Λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψη τη συνεργασία της κατηγορουμένης με τις διωκτικές αρχές και την οικειοθελή παράδοση της σε αυτές. Συγκεκριμένα, λαμβάνουμε υπόψη ότι η κατηγορούμενη, γνωρίζοντας ότι με την άφιξη της στην Ελλάδα θα εκτελούνταν τα εντάλματα σύλληψης που εκκρεμούσαν εναντίον της, αποτάθηκε στην Πρεσβεία της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη και αιτήθηκε έκτακτο ταξιδιωτικό έγγραφο προκειμένου να παραδοθεί. Περαιτέρω, κατά την άφιξη της στην Αθήνα και την επακόλουθη σύλληψη της, συγκατατέθηκε όπως παραδοθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία στη βάση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον της και ακολούθως στην ανακριτική της κατάθεση, παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων (βλ. Mbakoub v. Δημοκρατίας (2015) 2Α Α.Α.Δ 119).

 

Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η κατηγορούμενη δεν έκανε οποιεσδήποτε προσπάθειες για να επιστρέψει το παιδί της στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν παραδόθηκε στις αρχές της Δημοκρατίας παρά μόνο μετά από περίπου 2 χρόνια, δηλαδή περί τον Σεπτέμβριο του 2023 και ενώ η μητέρα της και η αδελφή της, οι οποίες μετέβηκαν μαζί της στην Τουρκία, είχαν αναχωρήσει από εκεί τον Φεβρουάριο του 2022.

 

Επίσης μεγάλη βαρύτητα αποδίδουμε στην παραδοχή και απολογία της κατηγορουμένης στο Δικαστήριο. Ως έχει νομολογηθεί, η παραδοχή ενός κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη σαν μετριαστικός παράγοντας (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Η βαρύτητα που μπορεί να της αποδοθεί ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση. Δεν υπάρχει δε αμφιβολία, στην προκειμένη, ότι ενόψει της άμεσης παραδοχής της κατηγορουμένης, εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος και έξοδα (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442). Έχουμε δε πάντα κατά νου ότι η παραδοχή ενοχής θα πρέπει να ανταμοίβεται με έκπτωση στην ποινή καθότι πέραν του ότι αποτελεί ένδειξη της ειλικρινούς μεταμέλειας του κατηγορουμένου, προάγει και τους σκοπούς της Δικαιοσύνης και ωφελεί την κοινωνία γενικότερα (βλ. σύγγραμμα Sentencing in Cyprus (ανωτέρω) σελ. 65-66 και Τράντας v. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1116).

 

Η συνεργασία της με τις διωκτικές αρχές και η παραδοχή της τόσο στην Αστυνομία όσο και στο Δικαστήριο καταδεικνύουν τη μεταμέλεια της κατηγορουμένης για τα αδικήματα που διέπραξε. Το ίδιο δείχνει και η απολογία της, η οποία εκφράστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής υποστηρίζεται ότι με την επιβολή ποινής στην παρούσα υπόθεση η κατηγορούμενη δεν θα είναι πλέον λευκού ποινικού μητρώου και ότι έτσι δεν θα μπορεί να εξασκεί το επάγγελμα της νοσηλεύτριας αφού αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για ανανέωση της άδειας εξασκήσεως του επαγγέλματος της. Επισημαίνεται δε, ότι της έχει ήδη επιδοθεί σχετική επιστολή με την οποία ενημερώνεται ότι με την ολοκλήρωση της παρούσας υπόθεσης θα εγερθεί πειθαρχική διαδικασία εναντίον της. Ως περαιτέρω υποστηρίζεται, το πιο πάνω αποτελεί μορφή εξωδικαστηριακής τιμωρίας για την κατηγορούμενη, η οποία θα πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη. Αναφέρεται δε ότι η κατηγορούμενη είναι κοντά στην ολοκληρωτική επαγγελματική καταστροφή, το επάγγελμα της είναι η μόνη πηγή εισοδήματος της και ότι θα υποστεί επιπτώσεις στην εργασία και σταδιοδρομία της.

 

Ως προς τούτο δέον όπως λεχθεί ότι έχουμε υπόψη μας τη σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία το στοιχείο της εξωδικαστηριακής τιμωρίας, ως παράγοντας μετριασμού της ποινής, εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ’ εαυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει, άνευ ετέρου, στον δράστη άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, Polycarpou v. The Police (1970) 2 C.L.R. 111 και Πετρίδη ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 447).

 

Στην προκειμένη, τα όσα αναφέρθηκαν στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής δεν έχουν αμφισβητηθεί και ειδικότερα ότι θα εγερθεί πειθαρχική διαδικασία εναντίον της κατηγορουμένης μετά την περάτωση της παρούσας υπόθεσης και ότι σε κάθε περίπτωση, λόγω της καταδίκης της δεν θα έχει πλέον καθαρό ποινικό μητρώο και συναφώς δεν  θα μπορεί να εξασκήσει το επάγγελμα της. Το πιο πάνω αποτελεί κατά την κρίση μας εξωδικαστηριακή τιμωρία, την οποία λαμβάνουμε δεόντως υπόψη. Εδώ πρέπει φυσικά να πούμε ότι ήταν επιλογή της ίδιας της κατηγορουμένης να εγκαταλείψει την εργασία της, με σκοπό να μεταφέρει το ανήλικο τέκνο της στο εξωτερικό, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση στον εργοδότη της και ότι έλειψε από την εργασία της για περίοδο σχεδόν 2 χρόνων, μέχρι τη σύλληψη της. Είναι δε ενόψει των πράξεων της αυτών που θα υποστεί τις προαναφερόμενες συνέπειες στην εργασία και στη σταδιοδρομία της.

 

Στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής, ζητείται επίσης όπως ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής, η αρχή της ισότητας. Ειδικότερα, γίνεται εισήγηση όπως υπάρξει ομοιογένεια στην αντιμετώπιση της κατηγορουμένης, με αυτή που έτυχαν η μητέρα της και η αδελφή της, στο πλαίσιο της υπόθεσης που εγέρθηκε εναντίον των τελευταίων.

 

H αρχή της ισότητας ενώπιον της Δικαιοσύνης καθιερώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου από το άρθρο 28(1) του Συντάγματος και ασφαλώς εφαρμόζεται και στο πλαίσιο της τιμωρίας σε ποινικές υποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό αποτελεί υποχρέωση των Δικαστηρίων να μεταχειρίζονται με ομοιόμορφο τρόπο όλους που βρίσκονται στην ίδια ουσιαστικά θέση. Το Δικαστήριο οφείλει να εξισορροπήσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις του κάθε κατηγορουμένου, τον ρόλο που ο κάθε ένας εξ αυτών διαδραμάτισε, την όποια ουσιαστική ανομοιογένεια στην εγκληματική τους ευθύνη και το ποινικό τους μητρώο και να επιβάλει την ποινή που αρμόζει στον κάθε κατηγορούμενο χωριστά, εφόσον οι περιστάσεις δικαιολογούν διάκριση μεταξύ τους (βλ. Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67, Ιωάννου ν. Αστυνομία (1989) 2 Α.Α.Δ. 251 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 79/2019, ημερ. 27/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:B173). Επιβάλλεται λοιπόν η ίση μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται στην ίδια ουσιαστικά θέση και απαγορεύεται η εξομοίωση ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Για να δικαιολογείται η όμοια μεταχείριση ή η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου, η ομοιογένεια ή ανομοιογένεια πρέπει να είναι ουσιαστική (βλ. Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3Β Α.Α.Δ. 127, Νικολαϊδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7 και Gagloshvili ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 33/2021, ημερ. 21/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:D575).

 

Στην προκειμένη, σύμφωνα με τα όσα σχετικά έχουν τεθεί ενώπιον μας, η μητέρα και η αδελφή της κατηγορουμένης, αντιμετώπισαν, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης υπ’ αριθμό 3012/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, μια κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και μια κατηγορία για παροχή συνδρομής προς την κατηγορούμενη για διάπραξη του ποινικού αδικήματος της αρπαγής από πρόσωπο που ασκεί κοινή κηδεμονία. Μετά δε από ακροαματική διαδικασία κρίθηκαν ένοχες και τους επιβλήθηκαν, στις 08/09/2022, συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 18 μηνών. Αμφότερες ήταν λευκού ποινικού μητρώου.

 

Στην παρούσα υπόθεση δεν μας διαφεύγει ότι η κατηγορούμενη είναι επίσης λευκού ποινικού μητρώου αλλά και ότι παραδέχθηκε στο Δικαστήριο τα αδικήματα που διέπραξε, σε αντίθεση με τη μητέρα και την αδελφή της. Από την άλλη ο ρόλος της κατηγορουμένης στη διάπραξη του αδικήματος της κατηγορίας 2, ως εξηγήθηκε ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι του ιδίου βαθμού με αυτόν της μητέρας της και της αδελφής της αλλά σοβαρότερος, με δεδομένο ότι αυτή έδρασε ούσα η μητέρα του ανηλίκου και ότι ήταν τελικά δική της η απόφαση να προχωρήσει στη διάπραξη του αδικήματος. Περαιτέρω, μεγαλύτερη είναι και η συνολική εγκληματική συμπεριφορά της κατηγορουμένης, εφόσον αυτή κρίθηκε ένοχη και για ανυπακοή - σε 128 περιπτώσεις - σε διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ως εκ των άνω, κρίνουμε ότι δεν προκύπτει ουσιαστική ομοιογένεια ούτως ώστε να δικαιολογείται όμοια μεταχείριση της κατηγορουμένης, με τη μητέρα και την αδελφή της.

 

Προς όφελος της κατηγορουμένης, λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές της περιστάσεις, ως έχουν εκτεθεί στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής και ιδιαίτερα ότι:

 

·                Η κατηγορούμενη είναι ηλικίας 37 ετών.

·                Είναι μητέρα ενός ανήλικου παιδιού, το οποίο σήμερα είναι 7 ετών και το οποίο δεν έχει δει για περίοδο πέραν των 6 μηνών.

·                Ο πατέρας της κατηγορουμένης, εγκατέλειψε αυτή και τη μητέρα της όταν η τελευταία κυοφορούσε την αδελφή της κατηγορουμένης και έκτοτε δεν τον έχει ξαναδεί. Ως εκ τούτου, η κατηγορούμενη δεν έζησε τον πατρικό δεσμό ή έστω την πατρική θαλπωρή και οι μοναδικές αναμνήσεις της από τον πατέρα της είναι η άσκηση βίας τόσο στην ίδια όσο και στη μητέρα της και τα τραύματα που τους προξένησε.

·                Η μητέρα της έπασχε από ψυχικές διαταραχές. Λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων και των ψυχικών διαταραχών που αντιμετωπίζει μέχρι και σήμερα λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.

·                Η κατηγορούμενη δεν έχει καλές σχέσεις με την αδελφή της, με την οποία δεν διατηρεί οποιαδήποτε επαφή.

·                Το μοναδικό στήριγμα της κατηγορουμένης ήταν η μητρική της γιαγιά, με την οποία είχε πολύ δυνατή σχέση και η οποία έχει αποβιώσει.

·                Κατά τα μαθητικά της χρόνια η κατηγορούμενη ήταν άριστη μαθήτρια. Αποφοίτησε από τη Νοσηλευτική Σχολή του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου με ειδίκευση στη Ψυχιατρική / Ψυχική Υγεία. Εξασκούσε το επάγγελμα της νοσηλεύτριας αρχικά στον ιδιωτικό τομέα. Στη συνέχεια διορίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και μετέπειτα μετατέθηκε στη Λεμεσό όπου μέχρι τον Μάιο 2016 εργαζόταν στην Ψυχιατρική Πτέρυγα του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Έπειτα από τον Ιούνιο 2016 μέχρι και την ημέρα που εγκατέλειψε την Κυπριακή Δημοκρατία εργαζόταν στο Πρόγραμμα Υποκατάστασης «ΣΩΣΙΒΙΟ».

·                Η  κατηγορούμενη αντιμετωπίζει σπονδυλοπάθεια, για την οποία υποβλήθηκε σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις (μια το έτος 2008 και άλλη το έτος 2017). Πάσχει από βρογχικό άσθμα και από παθήσεις του θυροειδή. Τα προβλήματα υγείας της είναι σοβαρά και χρήζουν παρακολούθησης και φαρμακευτικής αγωγής. Τον τελευταίο καιρό λόγω του άγχους, της αγωνίας, των σκέψεων, της αποξένωσης από το παιδί της παρουσιάζει συμπτώματα κατάθλιψης, γενική κόπωση, ζάλη, αναγούλες, οπισθοστερνικό άλγος που αποδίδονται κυρίως σε ψυχοσωματικούς λόγους. Τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίζονται δεόντως από το Τμήμα Κεντρικών Φυλακών.

 

 

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι, σε κάθε περίπτωση οι προσωπικές και λοιπές περιστάσεις της κατηγορουμένης, περιλαμβανομένων φυσικά των προβλημάτων υγείας της, αποτελούν παράγοντες που πρέπει και συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής. Από την άλλη όμως δεν μας διαφεύγει ότι σε σοβαρά αδικήματα όπου υπάρχει ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, όπως τα επίδικα, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας αφού προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ 382 και Αργυρού ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 670).

 

Τέλος, λαμβάνουμε υπόψη ότι η κατηγορούμενη, καθ’ ον χρόνο τελεί υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, επιδεικνύει καλή διαγωγή (βλ. Κιλινκαρίδης v. Δημοκρατίας (2015) 2Α Α.Α.Δ 277).

 

Αφού εξετάσαμε και λάβαμε λοιπόν υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, περιλαμβανομένων των μετριαστικών παραγόντων που εκθέσαμε ανωτέρω αλλά και την ανάγκη για αποτροπή, που επιβάλλουν η φύση, η σοβαρότητα και οι συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων και κατόπιν συνυπολογισμού αυτών και στάθμισης όλων των σχετικών παραγόντων, κρίνουμε ότι οι μόνες αρμόζουσες ποινές στην παρούσα είναι αναπόφευκτα αυτές της φυλάκισης.

 

Ως εκ των άνω, επιβάλλονται στην κατηγορούμενη οι ακόλουθες ποινές:

 

Στην κατηγορία 2: ποινή φυλάκισης 2 ετών.

Στην κατηγορία 4: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 5: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 6: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 7: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 8: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 9: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 10: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 11: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 12: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 13: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 14: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 15: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 16: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 17: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 18: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 19: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 20: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην κατηγορία 21: ποινή φυλάκισης 1 έτους.

 

Οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Με δεδομένο ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στην κατηγορούμενη δεν υπερβαίνουν τα 3 έτη, θα εξετάσουμε στη συνέχεια, ενόψει της εισήγησης της συνηγόρου της, κατά πόσο αυτές θα πρέπει να οδηγήσουν στην άμεση φυλάκιση της κατηγορουμένης ή δύνανται να ανασταλούν, δυνάμει των διατάξεων του περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972. Με το Νόμο 186(Ι)/2003, ο οποίος τροποποίησε τον πιο πάνω Νόμο, η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς, όπως προνοείται «Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου».

 

Τα κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας τέθηκαν σε σωρεία νομολογίας, από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω άσκηση δεν περιορίζεται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη σε αυτούς που έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής αλλά επεκτείνεται σε κάθε παράγοντα, ο οποίος μπορεί να έχει σημασία και να επηρεάσει την απόφαση για αναστολή. Ως τέτοιοι παράγοντες αναφέρονται ενδεικτικά, η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του, το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει ανάγκη αποτροπής, η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος περιλαμβανομένης της μεταμέλειας του, τα ειδικότερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, οι προσωπικές και σε ορισμένες περιπτώσεις οικογενειακές περιστάσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο καθώς και το κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

Ως έχει νομολογηθεί η εξέταση του θέματος συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση τόσο του αδικήματος όσο και των περιστάσεων του δράστη και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» στους παράγοντες – επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς. Για τα πιο πάνω βλ. Γενικός Εισαγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22, Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 449 και Δημοκρατία ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφεση Αρ. 197/2016, ημερ. 16/01/2018, ECLI:CY:AD:2018:B24.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, εξετάσαμε με προσοχή τις περιστάσεις της υπόθεσης και λάβαμε υπόψη τις προσωπικές και λοιπές περιστάσεις της κατηγορουμένης καθώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα που έχει τεθεί ενώπιον μας.

 

Ως έχει προαναφερθεί, η κατηγορούμενη επέδειξε μια σοβαρής μορφής εγκληματική συμπεριφορά. Μετέφερε, μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Κυπριακή Δημοκρατία περιοχών και χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα αυτού, το ανήλικο παιδί της στην Τουρκία, όπου διέμεινε για σχεδόν δύο χρόνια. Με τις πράξεις της στέρησε τόσο από τον ανήλικο γιο της όσο και από τον πατέρα αυτού, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το δικαίωμα να διατηρούν μεταξύ τους προσωπικές σχέσεις και δεν σεβάστηκε τα δικαιώματα τους. Υπέβαλε δε τον πατέρα του ανήλικου τέκνου της σε αγωνία και ανησυχία ως προς την τύχη του παιδιού του. Επιπρόσθετα, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία για την τήρηση του, παρέβηκε κατ’ επανάληψη διάταγμα  Οικογενειακού Δικαστηρίου. Συναφώς κρίνουμε ότι η συμπεριφορά αυτή θα πρέπει να τύχει της ανάλογης μεταχείρισης για σκοπούς όχι μόνο γενικής αποτροπής, αλλά και για αποτροπή της ίδιας της κατηγορουμένης.

 

Όλοι δε οι παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον μας, περιλαμβανομένων της άμεσης παραδοχής και μεταμέλειας που επέδειξε η κατηγορούμενη, του λευκού της ποινικού μητρώου και του πρότερου έντιμου βίου της, της συνεργασίας της με τις Αρχές, τις συνθήκες υπό τις οποίες διέπραξε τα αδικήματα, της εξωδικαστηριακής τιμωρίας που θα υποστεί, τις προσωπικές της περιστάσεις περιλαμβανομένων των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, προσμέτρησαν δεόντως στην απόφαση για το ύψος των ποινών και δεν μεταβάλλουν τα δεδομένα της υπόθεσης στα πλαίσια εξέτασης θέματος αναστολής. Ενόψει δε των όσων έχουν προαναφερθεί σε σχέση με τη σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς της κατηγορουμένης, η έκδοση διαταγής για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που της επιβλήθηκαν, κατά την κρίση μας, δεν θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και δεν θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.  

 

Δεν δικαιολογείται λοιπόν η έκδοση διαταγής αναστολής εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην κατηγορούμενη και συναφώς κρίνουμε ότι η διακριτική μας ευχέρεια δεν πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έκδοσης τέτοιας διαταγής.

 

Ο χρόνος έκτισης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην κατηγορούμενη, μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα που αυτή τελεί σε προφυλάκιση, δηλαδή από τις 27/09/2023.

 

 

 

 

                                                                          (Υπ.) ….…………………………………

                                                                                                     Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                                (Υπ.) …………………………………...

                                                                                                    Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.

 

 

 

                                                                                (Υπ.) …………………………………...

                                                                                                 Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο