ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον:   Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π. Ε. Δ.

                   Μ. Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.

                   Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε. Δ.

 

Υπόθεση Αρ.: 10002/2022.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Κατηγορούσα Αρχή

 

-εναντίον-

 

Θ. Σ.

Κατηγορούμενος

----------

Ημερομηνία: 28/06/2024.

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Π. Βαρνάβα

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Ρ. Ερωτοκρίτου

Κατηγορούμενος, Παρών.

----------

 

H δίκη διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι.

Η DLS, με καταγωγή από το Νεπάλ, ήρθε στην Κύπρο με άδεια απασχόλησης και εργοδοτήθηκε από τον κατηγορούμενο ως εργάτρια γεωργίας. Τρείς περίπου μήνες αργότερα, μετά από περιστατικό που έλαβε χώρα στις 03/06/2022 και είχε ως αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο    Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού με κολπική αιμορραγία, κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι, κατά την διάρκεια της εργοδότησης της, ο κατηγορούμενος διέπραξε σε βάρος της διάφορα σεξουαλικά ποινικά αδικήματα.

 

Ο κατηγορούμενος, με το κατηγορητήριο που τελικά του απαγγέλθηκε, διώκεται από την Κατηγορούσα Αρχή για τα ποινικά αδικήματα: της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενήλικου προσώπου, με βάση τα Άρθρα 2 και 9 [(β) και (ε)] του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014, Νόμος 60(I)/2014 (κατηγορία αρ. 1), της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, με βάση το Άρθρο 151 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154 (κατηγορίες αρ. 2 και 3) και του βιασμού, με βάση το Άρθρο 144 του Κεφ. 154 (κατηγορίες αρ. 4 και 5).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των πιο πάνω κατηγοριών, ο κατηγορούμενος φέρεται ότι, μεταξύ της 16ης/03/2022 και της 03ης/06/2022, στο χωριό Διερώνα της Επαρχίας Λεμεσού, εμπορεύθηκε την ενήλικη DLS από το Νεπάλ, με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση της, δια της χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού και κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης (κατηγορία αρ. 1) και ότι, στον ίδιο τόπο και κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο κατηγορούμενος, στο πλαίσιο δύο ξεχωριστών περιστατικών, παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον της. Δηλαδή, στην μία περίπτωση, την άγγιξε και την χάιδεψε στα πόδια και στην άλλη περίπτωση, έπιασε το στήθος της (κατηγορίες με αρ. 2 και 3, αντίστοιχα). Επί πλέον, στον ίδιο τόπο και κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο κατηγορούμενος, στο πλαίσιο δύο ξεχωριστών περιστατικών, ήρθε σε παράνομη συνουσία με την εν λόγω DLS, δηλαδή, χωρίς την συναίνεση της, στην μία περίπτωση, δια στοματικής διείσδυσης και στην άλλη περίπτωση, δια κολπικής διείσδυσης, του πέους του στο σώμα της (κατηγορίες αρ. 4 και 5, αντίστοιχα).

 

ΙΙ.

Η μαρτυρία

 

Η Κατηγορούσα Αρχή, κατά την ακρόαση, προς απόδειξη της υπόθεσης της, κάλεσε ως μάρτυρες τους: DLSΜ.Κ.1», ή «παραπονούμενη»), Δρ. Γρηγόρη Τρύφωνος («Μ.Κ.2»), Αστυφύλακα 4552, Ευρούλα Φράγγου («Μ.Κ.3»), Dhan Maya Basnet Bista («Μ.Κ.4»), Δρ. Ζωή Κινίκλη («Μ.Κ.5»), Μενέλαο Μενελάου («Μ.Κ.6»), Δρ. Άλκιστη Βίκτωρος («Μ.Κ.7»), Νεόφυτο Νεοφύτου («Μ.Κ.8»), Αρχιαστυφύλακα 1512, Φίλιππο Κόκκινο («Μ.Κ.9»), Αστυφύλακα 809, Όλγα Ησαΐα («Μ.Κ.10»), Αστυφύλακα 4738, Έλενα Χαριλάου («Μ.Κ.11»), Αστυφύλακα 3928, Ξένιο Κωνσταντίνου («Μ.Κ.12»), Λοχία 395, Αυγή Παπαχαραλάμπους («Μ.Κ.13»), Δόκιμο Αστυφύλακα 2666, Ανδρέα Παπαθεοδώρου («Μ.Κ.14»), Αρχιαστυφύλακα 2851, Ιωάννη Μαυρομούστακο Μ.Κ.15»), Μαρία Παναγιώτου Μ.Κ.16»), Υπαστυνόμο Ελένη Μιχαήλ («Μ.Κ.17»), Αναπληρωτή Λοχία 563, Θεόδωρο Πέτρου («Μ.Κ.18»), Kismat Poudel Μ.Κ.19»), Punam Rana («Μ.Κ.20») και Khum Prassad Shakma («Μ.Κ.21»). Σύνοψη της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής για τα επίδικα γεγονότα, βάσει της προαναφερόμενης μαρτυρίας, γίνεται κατωτέρω.

 

Σημειωτέον ότι, για σκοπούς της ακρόασης της υπόθεσης, κατά την εξέλιξη της, ενώπιον του Δικαστηρίου, εκ μέρους του κατηγορουμένου, ο συνήγορος υπεράσπισης του, αποδέχθηκε ως αποδεδειγμένα, γεγονότα που δηλώθηκαν από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο ως αποδεκτά γεγονότα, με βάση το Άρθρο 19 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Σχετικά, είναι τα έγγραφα, Τεκμήρια Α και Β και τα συναφή Τεκμήρια 1, 6 και 7, καθώς και η προφορική δήλωση κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στις 06/03/2024. Αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα και στον βαθμό που κρίνεται απαραίτητο, θα γίνει από το Δικαστήριο σε κατοπινό, κατάλληλο σημείο της απόφασης.

 

Ο κατηγορούμενος, στην βάση της προαναφερόμενης προσκομισθείσας από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής μαρτυρίας, αποφασίστηκε από το Δικαστήριο και σύμφωνα με το Άρθρο 74 (1) [(α) και (β)] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 κλήθηκε σε απολογία. Κατόπιν, και με βάση το Άρθρο 74 (1) [(γ) και (δ)] του Κεφ. 155, ο κατηγορούμενος για προβολή της υπεράσπισης του, έδωσε, ως επέλεξε, με βάση τα σχετικά δικαιώματα του, τα οποία του επεξηγήθηκαν από το Δικαστήριο, μαρτυρία από τη θέση εξεταζόμενου μάρτυρα, αφού ορκίστηκε ως μάρτυρας. Επιπρόσθετα, κάλεσε ως μάρτυρες τους: Ελένη Χριστοφή («Μ.Υ.1») και Άριστο Αριστοκλέους («Μ.Υ.2»). Αναφερόμαστε στην μαρτυρία αυτή, στην συνέχεια.

 

ΙΙΙ.

Η μαρτυρία: Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής

 

Βασική μάρτυρας κατά την ακρόαση, σε ότι αφορά την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής για τα επίδικα γεγονότα, ήταν η παραπονούμενη. Ως εκ τούτου, ακολούθως, προχωρούμε να παραθέτουμε τους κυριότερους ισχυρισμούς της και στην συνέχεια, με βάση την αφήγηση των γεγονότων κατά χρονολογική σειρά, αλλά και το χρονικό, ως προκύπτει, της διερεύνησης τους από την Αστυνομία, για καλύτερη κατανόηση, σκιαγραφούμε και την υπόλοιπη μαρτυρία, ανεξαρτήτως της σειράς παρουσίασης των μαρτύρων.

 

Κατά την κυρίως εξέταση της από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, η παραπονούμενη αναγνώρισε τις καταθέσεις που έδωσε, αναφορικά με αυτή την υπόθεση, στην Αστυνομία, στα Νεπαλικά μέσω διερμηνείας, στις 04/06/2022, 09/06/2022 και 17/06/2022, Έγγραφα Α1, Β1 και Γ1 αντίστοιχα, το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της μαρτυρίας της. Μεταφράσεις τους στα Αγγλικά και Ελληνικά, αποτελούν τα Έγγραφα Α2, Α3, Β2, Β3, Γ2 και Γ3, που επίσης κατατέθηκαν στο Δικαστήριο.

 

Ακολουθώντας βασικά τους ισχυρισμούς της κατάθεσης της στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/06/2022, Έγγραφο Γ1, ενώπιον του Δικαστηρίου, η παραπονούμενη αναφέρθηκε στις προσωπικές της περιστάσεις, στους λόγους για την απόφαση της να έρθει στην Κύπρο και στην συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι της, αποκορύφωμα της οποίας ήταν τα περιστατικά της 03ης/06/2022.    

 

Σχετικά με τις προσωπικές της περιστάσεις, η παραπονούμενη είπε ότι κατάγεται από πολύ φτωχή, ενδεκαμελή οικογένεια, που διέμενε, υπό πολύ δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, σε ένα χωριό της επαρχίας στο Νεπάλ και έβγαζε τα προς το ζην από την γεωργία. Λόγω των δυσκολιών της οικογένειας της, ολοκλήρωσε μόνο την δημοτική εκπαίδευση, καθότι, από την ηλικία των 12 ετών, αναγκάστηκε να διακόψει την φοίτηση της στο σχολείο για να βοηθάει τους γονείς της στις εργασίες τους. Ως εκ τούτου, εκτός από κάποια βασικά Αγγλικά, γνωρίζει να μιλάει μόνο την Νεπαλική γλώσσα, της οποίας όμως την ανάγνωση και γραφή δεν κατέχει πολύ καλά. Σε ηλικία 16 ετών, κανονίστηκε από τον πατέρα της και παντρεύτηκε. Έκανε δύο γάμους. Ο πρώτος της γάμος διαλύθηκε, μετά που ο σύζυγος της, λόγω της πολύ κακής τους οικονομικής κατάστασης, είχε μεταναστεύσει προσωρινά στο εξωτερικό για να εργαστεί, έλειπε για πολλά χρόνια και τελικά δεν επέστρεψε κοντά της. Κατά την περίοδο της απουσίας του, για να αντιμετώπιζε τα οικονομικά προβλήματα και χρέη τους, είχε και η ίδια μεταναστεύσει προσωρινά στο εξωτερικό για να εργαστεί. Κάτι το οποίο επανέλαβε, όταν, μετά τον επαναπατρισμό της και την επιστροφή στην οικία των γονέων της, η εξακολουθούμενη πολύ κακή οικονομική τους κατάσταση, το επέβαλλε. Όταν και πάλι επέστρεψε στο Νεπάλ από το εξωτερικό, τέλεσε τον δεύτερο της γάμο με τον νυν σύζυγο της, ο οποίος ήταν επίσης διαζευγμένος και πατέρας δύο παιδιών, ηλικίας τότε 16 και 14 ετών. Μαζί του, απέκτησε ένα παιδί τεσσάρων περίπου ετών σήμερα και, πριν την έλευση της στην Κύπρο, διαβίωναν, μαζί και με τα παιδιά του από τον προηγούμενο του γάμο, ως οικογένεια και εργάζονταν ως αγρότες.

 

Για τις περιστάσεις ερχομού και εγκατάστασης της στην Κύπρο, η παραπονούμενη είπε ότι, με τον σύζυγο της, λόγω της πολύ κακής οικονομικής τους κατάστασης, αποφάσισαν να μεταναστεύσει προσωρινά για να εργαστεί και, μέσω πράκτορα στο Νεπάλ, με χρήματα από δάνειο που έλαβαν, βρήκε εργασία στην Κύπρο στον τομέα της γεωργίας. Είχε συμφωνήσει, όταν ακόμη βρισκόταν στο Νεπάλ και υπέγραψε προς τούτο και σχετική σύμβαση, ότι θα εργαζόταν στον συγκεκριμένο τομέα, καθημερινές και Σαββατοκύριακο, με μισθό €500 κάθε μήνα. Μισθός, σχεδόν διπλάσιος από αυτόν που θα μπορούσε, λόγω και της μόρφωσης της, να έχει στο Νεπάλ. Ήταν μία αναγκαία αλλά πολύ δύσκολη απόφαση, καθότι, για να ερχόταν στην Κύπρο να εργαστεί, θα άφηνε πίσω το ανήλικο της παιδί. Για την Κύπρο, δεν γνώριζε τίποτα αναφορικά με την κουλτούρα ή τους Νόμους και την θεσμική λειτουργία της Αστυνομίας και των Δικαστηρίων.     

 

Στην Κύπρο ταξίδευσε στις 18/04/2022 και στο αεροδρόμιο όταν αφίχθηκε, την συνάντησε αντιπρόσωπος του πράκτορα στο Νεπάλ, ο οποίος, την ίδια ημέρα, την οδήγησε τελικά, στο τόπο όπου θα διέμενε και θα εργαζόταν, και την σύστησε στον εργοδότη της. Δηλαδή, στον κατηγορούμενο. Η τοποθεσία, ήταν μακριά από την πλησιέστερη πόλη, περί την μία ώρα διαδρομή με το αυτοκίνητο. Μετά την γνωριμία τους, ο κατηγορούμενος την οδήγησε σε ένα σπίτι το οποίο βρισκόταν εκεί, δηλαδή, στην αγροτική έκταση όπου και θα εργαζόταν και της έδειξε το υπνοδωμάτιο της που βρισκόταν στον πρώτο όροφο. Το υπνοδωμάτιο αυτό, μαζί με άλλα που προορίζονταν για το εργατικό προσωπικό, εξυπηρετείτο από μικρή κουζίνα και μπάνιο που βρίσκονταν στον ίδιο όροφο. Εκείνο τον καιρό, υπήρχε άλλος ένας εργάτης που διέμενε στην αγροικία, ένας άνδρας από το Μπαγκλαντές. Ο κατηγορούμενος δεν κατοικούσε εκεί, ωστόσο, στο ισόγειο διατηρούσε το δικό του δωμάτιο, το οποίο μέσα είχε την δική του κουζίνα και μπάνιο.

 

Για τον κατηγορούμενο, ανέφερε επίσης η παραπονούμενη, εργάστηκε περί τους δυόμιση μήνες. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, κατοικούσε στην αγροικία, δεν είχε κάπου αλλού για να διαμείνει και εργαζόταν για τον κατηγορούμενο χωρίς άλλη πηγή εισοδήματος. Τους μισθούς της, θα τους έστελνε στην οικογένεια της στο Νεπάλ. Παρ’ όλο που τον πρώτο της μισθό ο κατηγορούμενος της τον είχε πληρώσει καθυστερημένα, για την συνέχεια, επειδή την εξυπηρετούσε καλύτερα, του ζήτησε να πληρωνόταν για τα δεδουλευμένα της, μετά την συμπλήρωση δύο μηνών, ώστε να έστελνε τα χρήματα στην οικογένεια της στο Νεπάλ με μία μεταφορά. Για την διατροφή της, είπε επίσης, μεριμνούσε ο κατηγορούμενος, παρέχοντας της όλα τα αναγκαία. Η ίδια έπρεπε μόνο να μαγειρεύει. Για οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν, όπως για παράδειγμα κάποια φαρμακευτική αγωγή, εξαρτάτο και πάλι από τον κατηγορούμενο, ο οποίος, λόγω και της μεγάλης απόστασης της αγροικίας από την πλησιέστερη πόλη, φρόντιζε και για τις αναγκαίες μετακινήσεις της.      

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης, ένα περίπου μήνα αφότου ξεκίνησε να εργάζεται για τον κατηγορούμενο, εκείνος, όταν αυτή βρισκόταν πάνω σε σκάλα και μάζευε πορτοκάλια, για πρώτη φορά, την άγγιξε στα πόδια, πάνω από το μακρύ παντελόνι που φορούσε, κατά τρόπο ανάρμοστο, απαλά και αργά. Ένιωσε άσχημα. Αντέδρασε, δείχνοντας την εναντίωση της, λέγοντας του στην αγγλική γλώσσα, «Don’t touch me, I no like», «I no happy» και ο κατηγορούμενος, μόλις άκουσε τι του είχε πει, χαμογέλασε και έφυγε. Μετά από αυτό, ακολούθησαν και άλλα τέτοια περιστατικά. Κάποιες ημέρες αργότερα, ενώ βρισκόταν μόνη της στο ισόγειο της αγροικίας και εκτελούσε εργασία που της είχε αναθέσει ο κατηγορούμενος, αυτός την προσέγγισε από πίσω και την αγκάλιασε. Ήθελε να την αγγίξει «στα προσωπικά της μέρη». Εκείνη, είχε και πάλι αντιδράσει αρνητικά, σπρώχνοντας τον με το χέρι της στο σημείο του χεριού του, οπόταν ο κατηγορούμενος, όπως και την προηγούμενη φορά, χαμογέλασε και έφυγε. Το περιστατικό την έκανε να νιώσει πολύ άσχημα. Κάποια άλλη φορά, και ενώ βρισκόταν στον ίδιο τόπο και εργαζόταν καθ’ υπόδειξη του κατηγορουμένου, αυτός και πάλι την προσέγγισε από πίσω, αλλά αυτή την φορά, την άγγιξε με τα χέρια του στα στήθη. Είχε και πάλι αντιδράσει και έδειξε την αρνητικότητα της λέγοντας του, «Don’ t touch me», «I no happy», οπόταν ο κατηγορούμενος, όπως και τις άλλες φορές, χαμογέλασε και έφυγε. Και πάλι το περιστατικό την έκανε να νιώσει πολύ άσχημα. Υπήρξε επίσης περίπτωση όπου, κατά το βράδυ και ενώ βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο της, ο κατηγορούμενος την κάλεσε να κατέβει στο ισόγειο όπου βρισκόταν, λέγοντας της ότι την ήθελε κάτι σχετικά με την εργασία της. Όταν εκείνη τον προσέγγισε, εκείνος, αφού την τράβηξε κοντά του, την αγκάλιασε. Είχε και τότε αντιδράσει δείχνοντας την εναντίωση της, σπρώχνοντας τον μακριά της και κάνοντας ένα βήμα πολύ μακριά του για να απομακρυνθεί. Μετά από αυτό, ο κατηγορούμενος της είπε για τις εργασίες που έπρεπε να εκτελέσει την επόμενη ημέρα και έφυγε. Όπως και τις άλλες φορές, το περιστατικό την έκανε να νιώσει πολύ άσχημα.

 

Τέτοια περιστατικά εναντίον του προσώπου της, όπως τα προαναφερόμενα, ισχυρίστηκε η παραπονούμενη, με δράστη τον κατηγορούμενο, που αφορούσαν αγγίγματα στα πόδια, τα χέρια και τα στήθη της, καθώς και αγκαλιές, έγιναν περί τις 10 με 15 φορές, και πάντοτε όταν βρίσκονταν μόνοι τους. Αν και αυτά της είχαν προκαλέσει φόβο, ανασφάλεια, αλλά και αγωνία ότι ο κατηγορούμενος θα της έκανε μεγαλύτερο κακό, δεν τα ανέφερε σε οποιονδήποτε. Αφενός, επειδή δεν είχε κάποιο γνωστό της εκεί (αν και ένα ζευγάρι από το Νεπάλ είχε σε κάποια φάση εργοδοτηθεί από τον κατηγορούμενο και κατοικούσε μαζί της στην αγροικία) και αφετέρου, επειδή εκτός από φόβο για τις επιπτώσεις μιας τέτοιας αναφοράς, ένιωθε και ντροπή.

 

Στα περιστατικά αυτά, ισχυρίστηκε η παραπονούμενη, υπήρξε συνέχεια. Κάποια ημέρα, και πάλι ενώ βρισκόταν μόνη της στο ισόγειο της αγροικίας και εργαζόταν όπως της είχε πει, ο κατηγορούμενος πήγε εκεί, όπως εκείνη την στιγμή αντιλήφθηκε, για να έλεγχε την εργασία της. Την προσέγγισε και στην συνέχεια, αφού άνοιξε την πόρτα του δωματίου του στο ισόγειο που βρισκόταν παρακείμενα, της είπε, «Come Diki». Κατόπιν, ο κατηγορούμενος εισήλθε σε αυτό, από όπου και συνέχισε να την καλεί με τον ίδιο τρόπο. Εκείνη, επειδή υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις που χρειάστηκε για σκοπούς της δουλειάς που έκαναν να μπει στο δωμάτιο του κατηγορούμενου, επειδή σε αυτό υπήρχε ψυγείο που φυλάσσονταν πράγματα, νομίζοντας ότι ο κατηγορούμενος την ήθελε κάτι σχετικά με την εργασία της, μπήκε στο δωμάτιο και πήγε κοντά του. Τότε, ο κατηγορούμενος, αμέσως έκλεισε την πόρτα του δωματίου και την έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο του μπάνιου. Αφού γρήγορα ξεγυμνώθηκε, της έβγαλε την φανέλα, τον στηθόδεσμο και το παντελόνι και μετά πέταξε τα ρούχα τους έξω από αυτό. Ακολούθως, αφού της έλεγε, «Come, come», την έσπρωξε και μπήκαν μέσα στην ντουζιέρα. Εκείνη, ήταν αρνητική και του είπε, «Don’ t touch me», ενώ συνέχιζε να του φωνάζει, «Don’ t like», την στιγμή που ο κατηγορούμενος της έλεγε, κατά επανάληψη, «No problem, no problem». Στην συνέχεια, ο κατηγορούμενος, και ενώ εκείνη βρισκόταν στην γωνιά της ντουζιέρας, με νερό και σαμπουάν καθάρισε το πέος του. Συγχρόνως, αυτό ήρθε σε στύση. Ακολούθως, αφού ο κατηγορούμενος έκλεισε το νερό της ντουζιέρας, την έσπρωξε από τους ώμους προς τα κάτω λέγοντας της, «Down». Με τον τρόπο αυτό, εκείνη είχε γονατίσει μέσα στην ντουζιέρα μπροστά του και ο κατηγορούμενος, γρήγορα έσπρωξε το πέος του μέσα στο στόμα της. Με το ένα του χέρι την κρατούσε από το κεφάλι και με το άλλο του χέρι κρατούσε το πέος του. Κινήθηκε με αυτό μέσα στο στόμα της τρείς ή τέσσερεις φορές και μετά, και ενώ βρισκόταν μέσα της, εκσπερμάτωσε. Δεν είχε ποτέ στο παρελθόν κάνει κάτι τέτοιο, δεν το περίμενε, ένοιωσε πόνο στον λαιμό της, ήταν φοβισμένη και σοκαρισμένη από τα περιστατικά, δεν ήξερε τι να κάνει και τελικά, αφού έφτυσε το σπέρμα του κατηγορουμένου, καθάρισε το στόμα της με νερό. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατά την διάρκεια του όλου περιστατικού, που διήρκησε περί τα τρία λεπτά, δεν είχε πει οτιδήποτε άλλο εκτός από τα προαναφερόμενα, αφού άρχισε να ντύνεται, δείχνοντας της τα ρούχα της, της είπε, «Diki come, take» και μετά, «Diki go» και στην συνέχεια έφυγε. Εκείνη, της οποίας ο λαιμός πονούσε πάρα πολύ, έτρεμε και ήταν φοβισμένη και μη γνωρίζοντας τι να κάνει, αφού ντύθηκε, κλαίγοντας επέστρεψε στην εργασία που έκανε αμέσως πριν από το συμβάν. Αν και σκέφτηκε να έφευγε από την αγροικία, τον κατηγορούμενο και την εργοδότηση του, δεν είχε που να πάει και, αναλογιζόμενη ότι για να ερχόταν στην Κύπρο για να εργαστεί είχε υποστεί έξοδα τα οποία κάλυψε με δάνειο που έλαβε, αλλά και την ανάγκη της οικογένειας της του μισθού της από την εργασία που είχε, δεν το έπραξε και δεν ανέφερε για το συμβάν σε κανένα.

 

Μετά το προαναφερόμενο περιστατικό, ισχυρίστηκε επιπλέον η παραπονούμενη, ο κατηγορούμενος συμπεριφέρονταν ως αν αυτό να μην είχε συμβεί. Εκείνη ωστόσο αισθανόταν άσχημα, ειδικά όταν βρίσκονταν μόνοι τους και διαισθανόταν ότι θα της έκανε και άλλο κακό. Πράγματι, ισχυρίστηκε, το κακό αυτό συνέβη δύο ή τρείς ημέρες αργότερα. Ήταν ημέρα Παρασκευή, κατά το πρωινό, που, αφού σε όλους τους άλλους εργάτες είχαν ανατεθεί από τον κατηγορούμενο διάφορες εργασίες αλλού, έμεινε μόνη της στην αγροικία στον χώρο του ισογείου να καθαρίζει κρεμμύδια. Δεκαπέντε περίπου λεπτά αργότερα, ο κατηγορούμενος πήγε από πίσω της και γρήγορα την αγκάλιασε με δύναμη. Εναντιώθηκε στην πράξη του αυτή, λέγοντας του, «Don’ t touch me», όμως ο κατηγορούμενος, τραβώντας την από το δεξί της χέρι, την πήγε στο δωμάτιο του, η πόρτα του οποίου ήταν ήδη ανοικτή. Αφού εισήλθαν σε αυτό, ο κατηγορούμενος έκλεισε βιαστικά πίσω τους την πόρτα και λέγοντας της, «Come, come», με δύναμη την έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο του μπάνιου. Προσπάθησε με τα λίγα αγγλικά που γνωρίζει να του εκφράσει την αρνητικότητα της, λέγοντας του, «Don’ t touch me» και «I no like» και τον έσπρωξε με τα χέρια της για να έφευγε. Ο κατηγορούμενος όμως ήταν σαφώς πιο δυνατός και ακλόνητος. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος την έσπρωξε μέσα στην ντουζιέρα και αφού ξεγυμνώθηκε, της έβγαλε βιαστικά την φανέλα, τον στηθόδεσμο, το παντελόνι και το εσώρουχο που φορούσε. Το πέος του ήταν ήδη σε στύση όταν, μέσα στην ντουζιέρα, αφού την χαστούκισε στα οπίσθια, το καθάρισε, όπως έκανε μετά και στο δικό της γεννητικό όργανο, με νερό και σαμπουάν. Κατόπιν, ο κατηγορούμενος, ο οποίος την κρατούσε δυνατά από τους ώμους, πήγε πίσω της και, αφού της είπε, «Down», ασκώντας της δύναμη για να λυγίσει την πλάτη της, όπως και έγινε, παρά το ότι του έλεγε «No, no», με δύναμη διείσδυσε το πέος του στον κόλπο της. Ακολούθως, κινήθηκε μέσα της τρείς ή τέσσερεις φορές. Στο πέος του, ο κατηγορούμενος δεν φόρεσε προφυλακτικό. Το όλο περιστατικό, διήρκησε τρία ή τέσσερα περίπου λεπτά. Πονούσε πάρα πολύ, ήταν σοκαρισμένη και, αν και τα είχε χαμένα και δεν μπορούσε να σκεφτεί, συνέχισε να λέει στον κατηγορούμενο «No», ενώ, στα Νεπαλικά, του έλεγε επίσης ότι πονούσε πάρα πολύ. Όταν ο κατηγορούμενος αποτράβηξε το πέος του από μέσα της, άγνωστο αν προηγουμένως είχε εκσπερματώσει, διαπίστωσε, όπως και ο κατηγορούμενος, ότι αιμορραγούσε πολύ από τον κόλπο. Ο κατηγορούμενος, αφού προηγουμένως την ρώτησε τι συνέβη και εκείνη του αποκρίθηκε ότι δεν γνώριζε, αλλά πονούσε πολύ, της έδωσε μία μικρή πετσέτα για να σταματούσε την αιμορραγία και της είπε στα αγγλικά, «Go sleep for an hour».

 

Αιμορραγώντας και πονώντας πολύ, ισχυρίστηκε περαιτέρω η παραπονούμενη, πήγε στο υπνοδωμάτιο της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Δεν υπήρχε κανένας άλλος στην αγροικία εκείνη την ώρα. Όλοι οι άλλοι εργάτες δούλευαν στα χωράφια. Ο κατηγορούμενος, είχε επίσης φύγει. Επέστρεψε όμως μετά από πέντε περίπου ώρες και την ρώτησε αν ήταν καλά και εκείνη του είπε ότι δεν ήταν και ότι χρειαζόταν να πάει στο νοσοκομείο. Τότε ο κατηγορούμενος της είπε, «You go hospital, Ι crazy», την στιγμή που εκείνη προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Στο μεταξύ, η αιμορραγία είχε σταματήσει και επανέλθει δύο φορές. Κατόπιν, ο κατηγορούμενος της είπε να κοιμηθεί και της καταχώρησε στο κινητό της τηλέφωνο τον αριθμό κλήσης του δικού του, για να του τηλεφωνούσε αν δεν ένοιωθε καλά. Μετά από λίγα λεπτά και ενώ βρισκόταν σε κατάσταση εφίδρωσης και ζάλης, τον κάλεσε. Ο κατηγορούμενος, αν και δεν απάντησε στην κλήση της, πήγε αμέσως στο υπνοδωμάτιο της και αφού την ρώτησε αν ήθελε νερό, της έδωσε ένα μπουκάλι και της είπε, όπως και πιο πριν, να κοιμηθεί. Προσπάθησε, αλλά δεν μπορούσε και στην συνέχεια, έχασε τις αισθήσεις της. Επανήλθε σε αυτές, όταν ο κατηγορούμενος της έριξε νερό στο πρόσωπο. Μετά από αυτά, ο κατηγορούμενος φώναξε στους υπόλοιπους εργάτες να πάνε κοντά τους και στην συνέχεια, ίσως κάλεσε και ασθενοφόρο για να την μεταφέρει στο νοσοκομείο. Ακολούθως, την τοποθέτησε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του, όπου μαζί της επιβιβάστηκαν, η συνάδελφος της από το Νεπάλ και ο συνάδελφος της από το Μπαγκλαντές. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος έδειχνε ανήσυχος και κατά την διαδρομή της έλεγε «Wait wait Diki, 2 – 5 minutes», τους οδήγησε με το αυτοκίνητο του για να συναντήσουν κάπου στην διαδρομή για το νοσοκομείο, το ασθενοφόρο, το πλήρωμα του οποίου, δύο άντρες, την επιβίβασαν σε αυτό. Σε κάποια φάση, έχασε τις αισθήσεις της, όμως θυμάται ότι, πριν από αυτό, ο κατηγορούμενος της είχε πει ότι το ασθενοφόρο θα την πήγαινε στο νοσοκομείο για να γίνει καλά.

 

Το ασθενοφόρο, ανέφερε επίσης η παραπονούμενη, την μετέφερε στο       Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, όπου και, κατά την παραμονή της εκεί, γνώρισε κάποια ομοεθνή της με το όνομα Kopila, η οποία έτυχε να βρίσκεται εκεί μαζί με τον εργοδότη της, ο οποίος, λόγω ασθένειας, βρισκόταν στο νοσοκομείο. Η γυναίκα αυτή, την ρώτησε στα Νεπαλικά να της πει τι της είχε συμβεί και εκείνη αποκρίθηκε, επίσης στα Νεπαλικά, ότι την βίασε ο εργοδότης της. Σε επακόλουθη ερώτηση της Kopila αναφορικά με το πού αυτό της συνέβη, της απάντησε ότι ο βιασμός της έλαβε χώρα στο δωμάτιο του εργοδότη της, στο ισόγειο της αγροικίας που κατοικούσε. Κατόπιν, η Kopila απομακρύνθηκε από κοντά της και την είδε να συνομιλεί με τον γιατρό που βρισκόταν εκεί στο Τ.Α.Ε.Π. ο οποίος στην συνέχεια την περιέθαλψε. Την καθάρισε στην περιοχή του γεννητικού της οργάνου όπου είχε αιμορραγήσει και της δόθηκαν καθαρά ρούχα για να αλλάξει. Ακολούθως, μεταφέρθηκε σε άλλο δωμάτιο όπου συνεχίστηκε ο καθαρισμός της περιοχής του γεννητικού της οργάνου και η υποβολή της σε χειρουργική επέμβαση. Στην συνέχεια, μεταφέρθηκε σε άλλο δωμάτιο που βρισκόταν σε διαφορετικό όροφο του νοσοκομείου, όπου και νοσηλεύτηκε.

 

Οι Punam Rana, Μ.Κ.20 και Khum Prassad Shakma, Μ.Κ.21 οι οποίοι κατάγονται από το Νεπάλ, ήταν συνάδελφοι της παραπονούμενης στην εργοδότηση του κατηγορουμένου και συγκάτοικοι της στην αγροικία.

 

Σύμφωνα με τις καταθέσεις της Μ.Κ.20 στην Αστυνομία, ημερομηνίας 04/06/2022 και 19/06/2022, Έγγραφα Υ και Φ, αντίστοιχα, τις οποίες κατά την ακρόαση υιοθέτησε για να αποτελέσουν μέρος της μαρτυρίας της, στις 03/06/2022, περί τις 11:00 η ώρα, η παραπονούμενη έφυγε από το χωράφι με τις φυτείες ντομάτας και κρεμμυδιού όπου όλοι μαζί οι εργάτες βρίσκονταν για εργασία από νωρίτερα το πρωί και μεταφέρθηκε από τον κατηγορούμενο με το αυτοκίνητο του, μαζί με κάποιο άλλο συνάδελφο τους από το Βιετνάμ, στην αγροικία όπου θα αποθήκευαν την συγκομιδή τους. Όταν, μετά από μία περίπου ώρα, ο κατηγορούμενος επέστρεψε στο χωράφι όπου βρισκόταν και την μετέφερε στην αγροικία για άλλη εργασία, όταν είχε πάει στην τουαλέτα του πρώτου ορόφου πλησίον του υπνοδωματίου της, είδε την παραπονούμενη, στο δικό της υπνοδωμάτιο, να ξαπλώνει στο κρεβάτι. Στην ερώτηση της, κατά πόσο ήταν καλά, η παραπονούμενη της είπε ότι είχε έμμηνο ρύση και την παρακάλεσε, αν είχε, για κάποια επιθέματα περιόδου, με τα οποία και την προμήθευσε από το υπνοδωμάτιο της. Όπως υποστήριξε κατά την αντεξέταση της, όταν η παραπονούμενη της είπε ότι είχε έμμηνο ρύση, ήταν πειστική.  

 

Κατόπιν, ισχυρίστηκε επίσης, και αφού εργάστηκε στον ισόγειο χώρο της αγροικίας καθαρίζοντας κρεμμύδια για μία περίπου ώρα, όταν είχε επιστρέψει από το χωράφι και ο σύζυγος της, Μ.Κ.21, μπήκαν μαζί μέσα στην αγροικία για να γευματίσουν. Η παραπονούμενη, την οποία τότε είχαν ρωτήσει αν θα έτρωγε μαζί τους, τους είπε ότι δεν ήθελε να φάει και παρέμεινε στο υπνοδωμάτιο της. Εκείνοι, μετά το γεύμα τους, επέστρεψαν στην εργασία τους στον χώρο της αγροικίας, μέχρι που, κατά τις 14:00, είδαν τον κατηγορούμενο να μπαίνει στην αγροικία, να ανεβαίνει στον πρώτο όροφο και να πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης. Κατόπιν, και σε χρόνο μετά από κάποια λεπτά, είδαν τον κατηγορούμενο να επιστρέφει και να φωνάζει τον συνάδελφο τους από το Βιετνάμ να πάει κοντά του. Συνειδητοποίησαν ότι κάτι κακό πρέπει να είχε συμβεί και ανέβηκαν και εκείνοι στον πρώτο όροφο και πήγαν προς το υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης για να δουν τι ακριβώς συνέβαινε. Εκεί, είδαν τον κατηγορούμενο να ρίχνει νερό στο πρόσωπο της παραπονούμενης, η οποία φαινόταν να είναι αναίσθητη, ενώ τα ρούχα και το κρεβάτι της ήταν ματωμένα.

 

Επειδή η παραπονούμενη δεν ανταποκρινόταν, είπε επίσης, μαζί με τον κατηγορούμενο και τον σύζυγο της, την μετέφεραν στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, την επιβίβασαν στο πίσω του μέρος, όπου και κάθισε μαζί της και ξεκίνησαν για να την μετέφερναν στο νοσοκομείο. Καθ’ οδόν, ο κατηγορούμενος, με το κινητό του τηλέφωνο, κάλεσε για ασθενοφόρο και εκείνη μιλούσε στην παραπονούμενη για να την κρατούσε ξύπνια. Μετά πάροδο 10 ή 15 λεπτών, στην διαδρομή για το νοσοκομείο, συναντήθηκαν με το ασθενοφόρο, στο οποίο η παραπονούμενη μεταφέρθηκε για την διακομιδή της στο νοσοκομείο.

 

Κατά την αντεξέταση της, η Μ.Κ.20 ανέφερε επίσης ότι, με την παραπονούμενη, με την οποία ήταν ομοεθνής, περνούσαν καθημερινά πάρα πολλές ώρες μαζί. Εργάζονταν και έκαναν τα διαλείμματα τους μαζί (μαγείρευαν και έτρωγαν μαζί, κ. τ. λ.), «ήταν σαν αδελφές». Είπε επίσης ότι, αν και για θέματα που αφορούσαν την εργασία τους, συζητούσαν με την παραπονούμενη, η τελευταία δεν της είχε ποτέ εκφράσει οποιοδήποτε σχετικό παράπονο ή πει ότι ο κατηγορούμενος την παρενοχλούσε σεξουαλικά ή άλλως πως.  

 

Ο Μ.Κ.21, σύμφωνα και με την κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 04/06/2022, Έγγραφο Χ, κατέθεσε ότι, στις 03/06/2022, σε κάποια φάση της ημέρας, είδαν, μαζί με την σύζυγο του, Μ.Κ.20, ότι η παραπονούμενη αιμορραγούσε από τα γεννητικά της όργανα και η Μ.Κ.20 του ανέφερε ότι η παραπονούμενη είχε έμμηνο ρύση. Μετά, είπε επίσης, εξ όσων αντιλήφθηκε, λόγω τούτου, ο κατηγορούμενος μετέφερε την παραπονούμενη στο νοσοκομείο.  

 

Κατά την αντεξέταση του, ο Μ.Κ.21 ισχυρίστηκε ότι, με την παραπονούμενη, οι σχέσεις του ήταν καλές και ότι με την σύζυγο του, Μ.Κ.20, η παραπονούμενη «ήταν σαν αδελφές».  

 

Ο Μενέλαος Μενελάου, Μ.Κ.6, είναι νοσηλευτής και εργάζεται στην Υπηρεσία Ασθενοφόρων του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών («Ο.Κ.ΥΠ.Υ»). Με βάση την κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 03/06/2022, Έγγραφο Η, την οποία κατά την ακρόαση υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της κυρίως εξέτασης του, στις 14:48 της 03ης/06/2022 είχε κληθεί από το Κέντρο Κλήσεων Ασθενοφόρων για να ανταποκρινόταν σε επείγον περιστατικό που αφορούσε γυναίκα με κολπική αιμορραγία και απώλεια αισθήσεων. Όπως είχε ενημερωθεί, η εν λόγω γυναίκα μεταφερόταν ήδη με αυτοκίνητο από κάποιον άνδρα για να τους συναντούσε καθ’ οδόν για το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Επρόκειτο για τους παραπονούμενη και κατηγορούμενο.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, κατά την μετάβαση τους με τον οδηγό του ασθενοφόρου προς την τοποθεσία που τους είχε δοθεί, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο για να συνεννοούνταν για το ακριβές σημείο που θα συναντιόντουσαν για την παραλαβή της παραπονούμενης, αλλά και για να ενημερωνόταν σχετικά με την κατάσταση της. Ο κατηγορούμενος, είπε επίσης, του είχε πει πού βρίσκονταν, καθώς επίσης ότι η παραπονούμενη ήταν λιπόθυμη και εκείνος σε κατάσταση πανικού. Κατόπιν, συναντήθηκαν στον κυκλικό κόμβο Γερμασόγειας στις 15:00, όπου και ο κατηγορούμενος τους βοήθησε για να μεταφέρουν την παραπονούμενη από το αυτοκίνητο του στο ασθενοφόρο. Αντεξεταζόμενος, είπε περαιτέρω ότι, κατά την συνάντηση τους, ο κατηγορούμενος εξακολουθούσε να είναι σε κατάσταση πανικού και έδειχνε ότι ενδιαφερόταν για την παραπονούμενη.

 

Η παραπονούμενη, ισχυρίστηκε επίσης, ήταν ολοκληρωτικά βρεγμένη και το παντελόνι της, ανάμεσα στα σκέλια της, ματωμένο. Όπως επίσης ισχυρίστηκε, τόσο κατά την προαναφερόμενη τηλεφωνική τους επικοινωνία, όσο και όταν συναντήθηκαν για την παραλαβή της παραπονουμένης, είχε επανειλημμένως ρωτήσει τον κατηγορούμενο για το ενδεχόμενο το περιστατικό να αφορούσε εγκυμοσύνη ή αποβολή εμβρύου, χωρίς όμως να λάβει από εκείνον σαφή απάντηση.

Μετά την μεταφορά της παραπονούμενης μέσα στο ασθενοφόρο, ανέφερε περαιτέρω, είχαν αφαιρέσει τα ρούχα της και ελέγξει την περιοχή των γεννητικών της οργάνων από όπου φαινόταν ότι υπήρξε αιμορραγία, για να διαπίστωναν κατά πόσο εξακολουθούσε να υπάρχει ενεργός αιμορραγία. Και ακολούθως, αφού της έβαλαν ορό και της χορήγησαν ενδοφλέβια παυσίπονα, της φόρεσαν ρόμπα και την μετέφεραν στο             Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού όπου και στις 15:28 την παρέδωσαν στον Μ.Κ.2.

 

Προτού αναχωρήσουν για το νοσοκομείο, ισχυρίστηκε επιπρόσθετα, ενόσω ο ίδιος περιέθαλπε την παραπονούμενη εντός του ασθενοφόρου, ο οδηγός του είχε βγει έξω και, αφού τον άκουσε να καθησυχάζει τον κατηγορούμενο για την κατάσταση, τον άκουσε να τον ρωτά για το τί συνέβη στην παραπονούμενη και τον κατηγορούμενο να αποκρίνεται ότι η κατάσταση της οφειλόταν σε ερωτική επαφή που είχε («στο σεξ»). Αντεξεταζόμενος, ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε ερωτηθεί τρεις φορές από τον συνάδελφο του, προτού δώσει την προαναφερόμενη απάντηση του.  

 

Κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Μ.Κ.6 ανέφερε περαιτέρω ότι, όταν είχαν την προαναφερόμενη τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο, ο τελευταίος ήταν πανικοβλημένος και σε όλες τις ερωτήσεις που του υπέβαλλε για να αντιλαμβανόταν την κατάσταση της παραπονούμενης και να καθόριζε το πλάνο για την συνέχεια, αρχικά του απαντούσε συνεχώς: «Δεν ξέρω». Την ίδια απάντηση, ανέφερε επίσης, ο κατηγορούμενος του την είχε δώσει και όταν τον ρώτησε, πως είχε προκληθεί η κολπική αιμορραγία στην παραπονούμενη, ως ήταν η αναφορά της κλήσης που δέχθηκε από το Κέντρο Κλήσεων Ασθενοφόρων.    

Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι, όταν παρέλαβαν την παραπονούμενη, αυτή, εκτός από βρεγμένη και ματωμένη στο παντελόνι μεταξύ των ποδιών της, ήταν αναίσθητη, κρύα, το δέρμα της ήταν ωχρό και οι αναπνοές της δεν ξεχώριζαν. Για σκοπούς αξιολόγησης της κατάστασης της και περίθαλψης της, είπε επίσης, μετά την τοποθέτηση της μέσα στο ασθενοφόρο, είχε ελέγξει, εφαρμόζοντας τον κανόνα διάσωσης «ABCD», ότι ο αεραγωγός της ήταν καθαρός και περαιτέρω ότι είχε αναπνοή, κυκλοφορία και συνείδηση. Σταδιακά, η παραπονούμενη επανάφερε τις αισθήσεις της, ωστόσο δεν μιλούσε και δεν είχε καμία λεκτική επικοινωνία μαζί της.

 

Για να διαπίστωνε ότι ο αεραγωγός της παραπονούμενης ήταν καθαρός, ισχυρίστηκε περαιτέρω, επειδή η παραπονούμενη αν και αναίσθητη, κρατούσε το στόμα της σφιχτά κλειστό, εφάρμοσε σε αυτήν την τεχνική της ώθησης της γνάθουjaw-thrust maneuver»). Πρόκειται για τεχνική, εξήγησε, εφαρμογής πίεσης με τα δάκτυλα των δύο χεριών, στις δύο γωνίες της γνάθου, για να ανάγκαζε την παραπονούμενη να ανοίξει, όπως και έγινε, το στόμα της. Στο σημείο όπου εφαρμόζεται η πίεση με τα δάκτυλα, είπε επίσης, δηλαδή: «πίσω, κάτω από το αυτί πάνω που είναι η γωνιά της κάτω γνάθου», μπορεί να αποτυπωθούν τα δάκτυλα (και τα νύχια των δακτύλων) με κοκκινίλα ή μώλωπα, επειδή η πίεση που ασκείται, ασκείται στον υπερθετικό βαθμό, μέχρι να υπάρξει η επιδιωκόμενη αντίδραση από τον ασθενή.

 

Ο Δρ. Γρηγόρης Τρύφωνος, Μ.Κ.2, είναι ιατρικός λειτουργός και στις 03/06/2022, ήταν αυτός που, όπως ανέφερε, περίθαλψε την παραπονούμενη στο Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, όταν διακομίστηκε εκεί από ασθενοφόρο με κολπική αιμορραγία.

 

Με βάση την κατάθεση που έδωσε σχετικά με αυτή την υπόθεση στην Αστυνομία στις 21/06/2022, Έγγραφο Δ, την οποία κατά την ακρόαση υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της μαρτυρίας του, ισχυρίστηκε ότι, λόγω της διαπίστωσης του ότι η επικοινωνία με την παραπονούμενη δεν ήταν καλή, επειδή η τελευταία δεν μιλούσε ελληνικά και πολύ λίγο αγγλικά, είχε ζητήσει από κάποια ομοεθνή της η οποία έτυχε να βρίσκεται στο           Τ.Α.Ε.Π. και γνώριζε την αγγλική γλώσσα, να προβεί σε διερμηνεία, ρωτώντας την τί της είχε συμβεί.

 

Όπως ισχυρίστηκε, όταν αυτό έγινε, έλαβε από την παραπονούμενη την απάντηση ότι, ο εργοδότης της, αφού της έκανε ένεση πίσω από το δεξιό της αυτί, σημείο στο οποίο συγχρόνως του έδειχνε, την βίασε. Στο συγκεκριμένο σημείο, παρατήρησε, υπήρχε μια κυκλική ερυθρότητα και στο κέντρο της οπή. Σε ερώτηση του που σχετιζόταν με την παρατήρηση του ότι δεν είχε στο σώμα της εκδορές, μώλωπες ή κάτι άλλο που θα μπορούσε να καταδείξει πάλη ή βία από περιστατικό βιασμού, η παραπονούμενη, επαναλαμβάνοντας, του είπε ότι ο εργοδότης της, αφού της έκανε ένεση πίσω από το αυτί και την κοίμισε, την βίασε. Ότι, δηλαδή, ο τραυματισμός της, ήταν επακόλουθο του βιασμού της.

 

Κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Μ.Κ.2 διευκρίνισε ότι, όταν στην κατάθεση του στην Αστυνομία αναφερόταν ότι η παραπονούμενη μιλούσε πολύ λίγο αγγλικά, στην πραγματικότητα, ουσιαστικά, με την παραπονούμνενη δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν καθόλου. Όπως επεξήγησε, αφού εξέτασε την παραπονούμενη και διαπίστωσε ότι αιμορραγούσε κολπικά αθρόα, ως περιστατικό, έπρεπε να τύγχανε άμεσης και επείγουσας αντιμετώπισης. Ωστόσο, λόγω της αδυναμίας που είχε στην επικοινωνία τους, είχε διαγνωστικό πρόβλημα επειδή δεν γνώριζε τα αίτια της αιμορραγίας. Λόγω τούτου, συζητούσε το ζήτημα με το παραϊατρικό προσωπικό με το οποίο περιέθαλπαν μαζί την παραπονούμενη. Αυτή τους την συζήτηση, εικάζει, πρέπει να την είχε ακούσει η ομοεθνής της παραπονούμενης που βρισκόταν στον χώρο του εξεταστηρίου του Τ.Α.Ε.Π., η οποία και τους προσέγγισε και τους προσέφερε την βοήθεια της. Δηλαδή, να προέβαινε σε διερμηνεία ώστε να λυνόταν το πρόβλημα τους με την επικοινωνία. Είναι πιθανόν, ανέφερε επίσης ο Μ.Κ.2, η εν λόγω ομοεθνής της παραπονούμενης, αφής στιγμής κατάλαβε την συζήτηση που είχε με τις νοσοκόμες και προσφέρθηκε να βοηθήσει, να γνώριζε ελληνικά και η συζήτηση του μαζί της να είχε γίνει, αντί στην αγγλική, στην ελληνική γλώσσα.   

 

Η Dham Maya Basnet Bista, M.K.4, κατάγεται από το Νεπάλ και στην Κύπρο βρίσκεται για σκοπούς εργασίας. Συγκεκριμένα, εργάζεται ως οικιακή βοηθός για την εργοδότη της, σε οικία στην κοινότητα Ακρωτηρίου στην Επαρχία Λεμεσού. Κατά την κυρίως εξέταση της από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, η Μ.Κ.4 αναγνώρισε την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία αναφορικά με αυτή την υπόθεση, στα Νεπαλικά μέσω διερμηνείας, στις 09/06/2022, Έγγραφο ΣΤ1, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της μαρτυρίας της. Στο Δικαστήριο κατατέθηκαν και οι μεταφράσεις της στα Αγγλικά και Ελληνικά, Έγγραφα ΣΤ2 και ΣΤ3, αντίστοιχα.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Μ.Κ.4 στην εν λόγω κατάθεση της, στις 03/06/2022, ενώ βρισκόταν στο Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού μαζί με την εργοδότη της που ασθενούσε, είδε για πρώτη φορά την παραπονούμενη, η οποία βρισκόταν δίπλα τους και για την οποία κατάλαβε ότι ήταν ομοεθνής της, όταν ο γιατρός που βρισκόταν κοντά της την ρώτησε αν καταγόταν από το Νεπάλ και αυτή του έγνεψε καταφατικά. Η παραπονούμενη, φαινόταν ότι δεν μπορούσε να μιλήσει και όταν εκείνη την πλησίασε και την ρώτησε αν καταγόταν από το Νεπάλ, άρχισε να κλαίει. Δεν μίλησαν, αλλά είχε παρατηρήσει ότι η παραπονούμενη αιμορραγούσε στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.

 

Στην συνέχεια, ισχυρίστηκε επίσης, η παραπονούμενη μεταφέρθηκε σε άλλο χώρο και ακολούθως, όταν πλέον ξεκίνησε να μιλάει, ο γιατρός που την περιέθαλπε, την κάλεσε κοντά τους για να την ρωτούσε στα Νεπαλικά, τί την προβλημάτιζε. Όταν την ρώτησε, η παραπονούμενη της αποκρίθηκε: «Ο εργοδότης μου με βίασε. Νομίζω θα πεθάνω. Έχω μεγάλη αιμορραγία.». Σε επακόλουθη ερώτηση της, αναφορικά με το πού της συνέβη αυτό, η παραπονούμενη της είπε: «Ο εργοδότης μας έδωσε ένα σπίτι να μείνουμε, ήρθε εκεί και με βίασε.». Κατόπιν, η παραπονούμενη εισάχθηκε στον χειρουργικό θάλαμο.

 

Μετά την χειρουργική επέμβαση στην οποία η παραπονούμενη υποβλήθηκε, ισχυρίστηκε περαιτέρω, την επισκέφτηκε στο δωμάτιο όπου είχε μεταφερθεί για νοσηλεία και μίλησαν. Η παραπονούμενη, της επανέλαβε ότι ο εργοδότης της την βίασε, διεισδύοντας, όπως επιπρόσθετα της ανέφερε, την στιγμή που βρισκόταν από πίσω της, το πέος του στον κόλπο της και ότι, το εν λόγω περιστατικό, έλαβε χώρα στο σπίτι όπου εκείνη κατοικούσε, στο ισόγειο του. Ακολούθως, της είπε η παραπονούμενη επίσης, ο εργοδότης της, την έστειλε στο υπνοδωμάτιο της για να ξεκουραστεί.     

 

Κατά την εξέταση της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Μ.Κ.4 ανέφερε ότι, όταν είχε προσφέρει την βοήθεια της στον ιατρό στο Τ.Α.Ε.Π. (αν και στην παραπονούμενη ο ιατρός, στην προσπάθεια του να επικοινωνούσε μαζί της, άκουσε ότι μιλούσε στην αγγλική γλώσσα), μίλησε στα ελληνικά. Διευκρίνισε ότι, την ελληνική γλώσσα την έμαθε στην Κύπρο, στα πέντε περίπου χρόνια που βρίσκεται εδώ, από την εργοδότη της. Και ότι, την χρησιμοποιεί μόνο για να συνομιλεί με την εργοδότη της και την οικογένεια της.

 

Ισχυρίστηκε επίσης ότι, μετά που προσέγγισε την παραπονούμενη, είχε παρατηρήσει κόκκινα σημάδια πίσω από το αυτί της και ζήτησε από τον ιατρό να τα ελέγξει. Ο ιατρός, αφού εξέτασε την παραπονούμενη και είδε ότι πράγματι υπήρχαν, της είπε ότι κάτι μπορεί να της είχαν βάλει και της ζήτησε να ρωτούσε για αυτό την παραπονούμενη. Όταν το έκανε, η παραπονούμενη της απάντησε ότι ο εργοδότης της δεν της είχε βάλει οτιδήποτε. Αντεξεταζόμενη σχετικά με τον πιο πάνω ισχυρισμό της, ήταν ρητή στην τοποθέτηση της ότι, ήταν το πρώτο πρόσωπο που είχε δει τα κόκκινα σημάδια πίσω από το αυτί της παραπονούμενης και ότι, η παραπονούμενη, δεν της είχε ποτέ πει και εκείνη μεταφράσει στο ιατρό, ότι ο εργοδότης της, της είχε χορηγήσει κάτι με ένεση στο συγκεκριμένο σημείο, για να κοιμηθεί και να την βιάσει.

 

Κατά την αντεξέταση της, είπε επίσης ότι, ο ιατρός, δεν είχε ποτέ ερωτήσει την παραπονούμενη, αφού ήταν ο ισχυρισμός της ότι βιάστηκε από τον εργοδότη της, πως και δεν έφερε στο σώμα της οποιαδήποτε σημάδια από εκδορές ή μώλωπες και ότι, αντιθέτως, ο ιατρός της είχε πει ότι ίσως ο εργοδότης της παραπονούμενης, εκτός από το πέος του, στον κόλπο της είχε διεισδύσει και κάποιο αντικείμενο («μπουκάλι»). Είχε μάλιστα, κατά ακολουθία ρωτήσει για αυτό την παραπονούμενη, όπως ο ιατρός της είχε ζητήσει, και εκείνη απάντησε αρνητικά.  

 

Επιπρόσθετα, η Μ.Κ.4 ισχυρίστηκε ότι, εκείνη την ημέρα, δεν βοήθησε με διερμηνεία μόνο τον ιατρό στο Τ.Α.Ε.Π. στην επικοινωνία τους με την παραπονούμενη, αλλά και δύο αστυνομικούς. Αντεξεταζόμενη, ανέφερε ότι ήταν δύο γυναίκες αστυνομικοί, με πολιτική περιβολή. Τους είχε πει στα ελληνικά, όταν την ρώτησαν τί συνέβη στην παραπονούμενη, ότι η παραπονούμενη βιάστηκε και μετά, όταν της ζήτησαν να ρωτήσει την παραπονούμενη πόσες φορές, τους μετέφερε την απάντηση της, που ήταν ότι ήταν η πρώτη φορά. Αντεξεταζόμενη, ισχυρίστηκε ότι, όταν οι αστυνομικοί ρώτησαν την παραπονούμενη τί είχε γίνει, εκείνη, αν και δυσκολευόταν να μιλήσει, τους απάντησε αργά μεν, αλλά αμέσως, ότι ο εργοδότης της την βίασε.       

 

Ο Α./Αστ.2851 Ιωάννης Μαυρομούστακος, Μ.Κ.15, ασκεί τα καθήκοντα του στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Σύμφωνα με την κατάθεση του, Έγγραφο Π, το περιεχόμενο της οποίας, κατά την ακρόαση, το υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας του, στις 03/06/2022 και περί τις 15:00, ενώ βρισκόταν στο         Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού για λόγους υπηρεσιακούς άσχετους όμως με αυτή την υπόθεση, προσεγγίστηκε από τον Μ.Κ.2 ο οποίος τον πληροφόρησε για την εκεί μεταφορά της παραπονούμενης με ασθενοφόρο με κολπική αιμορραγία. Μαζί του, είπε επίσης, βρισκόταν και ο Αστ.3708, Π. Γεωργίου.

 

Επιπρόσθετα, ανέφερε, ο Μ.Κ.2 του υπέδειξε, σε σημείο πίσω από το δεξιό αυτί της παραπονούμενης, μίαν οπή η οποία πιστευόταν ότι είχε προέλθει από τρύπημα σύριγγας. Στην συνέχεια, αφού εξακρίβωσε τα στοιχεία της παραπονούμενης, ενημερώθηκε για την κατάσταση της υγείας της από τους Μ.Κ.2 και τον γυναικολόγο Δρ. Ευάγγελο Γένη, ότι δηλαδή έφερε ρήξη του οπίσθιου θόλου του κόλπου, και ποια θα ήταν η αντιμετώπιση της. Για όλα τα προαναφερόμενα, ενημέρωνε τον Υπεύθυνο Αλλαγής Βάρδιας του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, Αν. Υπαστυνόμο, Α. Παντελίδη.

 

Η Αστ. 4552, Εύρη Φράγγου, Μ.Κ.3, κατά τον επίδικο χρόνο, υπηρετούσε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού και ήταν από τους αστυνομικούς που, στις 03/06/2022, είχαν επισκεφθεί την παραπονούμενη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με την κατάθεση της αναφορικά με αυτή την υπόθεση, ημερομηνίας 23/06/2022, Έγγραφο Ε, το περιεχόμενο της οποίας, κατά την ακρόαση, το υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της μαρτυρίας της, κατόπιν οδηγιών που έλαβε από προϊστάμενο της, στις 20:00 εκείνης της ημέρας, κατέφθασε στο νοσοκομείο και αναζήτησε την παραπονούμενη. Πληροφορήθηκε από τον Δρ. Ευάγγελο Γένη ότι, λόγω χειρουργικής επέμβασης στην οποία, μεταξύ των ωρών 17:00 και 17:50, είχε υποβληθεί για συρραφή του οπίσθιου κόλπου της στον οποίο είχε διαπιστωθεί ρήξη, κοιμόταν. Όπως της είχε επίσης λεχθεί, η κατάσταση της παραπονούμενης ήταν καλή και σταθερή.

 

Κατόπιν, ισχυρίστηκε, περί τις 20:30, στο νοσοκομείο συνάντησε την M.K.4, η οποία βρισκόταν εκεί για να επισκεφθεί την παραπονούμενη. Όπως είχε πληροφορηθεί, ήταν ομοεθνής της παραπονούμενης και το πρόσωπο που, λόγω γνώσης της ελληνικής γλώσσας σε ικανοποιητικό επίπεδο, είχε βοηθήσει την επικοινωνία των ιατρικών λειτουργών του νοσοκομείου με την παραπονούμενη, όταν η τελευταία είχε μεταφερθεί στο Τ.Α.Ε.Π.

 

Με την βοήθεια της Μ.Κ.4, ισχυρίστηκε περαιτέρω, κατάφερε στην συνέχεια και είχε επικοινωνία με την παραπονούμενη, η οποία, αν και δεν είχε επανέλθει πλήρως από την κατάσταση νάρκωσης λόγω της χειρουργικής επέμβασης, μπόρεσε να της δώσει κάποιες πληροφορίες για το τί της συνέβη. Όπως είπε, η παραπονούμενη της πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, κατά το πρωινό εκείνης της ημέρας, μεταξύ των ωρών 08:30 και 09:00 και ενώ βρισκόταν στην οικία του εργοδότη της, ο τελευταίος, ασκώντας βία, παρά την θέληση της, κατάφερε και ήρθε μαζί της σε σεξουαλική επαφή. Ήταν η πρώτη φορά, κατά τα λεγόμενα της παραπονούμενης, είπε επίσης, που η παραπονούμενη είχε σεξουαλική επαφή με άντρα. Θυμόταν μόνο, της είχε επίσης ισχυριστεί η παραπονούμενη, ότι κατά το συμβάν φώναζε και προσπαθούσε να ξεφύγει, όμως ανεπιτυχώς, επειδή ο εργοδότης της δεν την άφησε.

 

Κατά την εξέταση της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Μ.Κ.3 διευκρίνισε ότι, η παραπονούμενη, αν και μπόρεσε, μέσω της Μ.Κ.4, να επικοινωνήσει μαζί της, ήταν σε μία μισοκοιμισμένη κατάσταση, ανοιγόκλεινε τα μάτια της αραιά και μιλούσε χαμηλόφωνα. Φαίνονταν, δηλαδή, ότι ήταν ναρκωμένη, ενώ φαινόταν και κουρασμένη. Σχετικά με τον τρόπο επικοινωνίας της με την παραπονούμενη και την ποιότητα της, ισχυρίστηκε ότι, αν και δεν ήταν καλή, και αυτό λόγω της μέτριας προς κακής γνώσης της ελληνικής γλώσσας από την Μ.Κ.4, ήταν ότι καλύτερο είχε στην διάθεση της υπό τις περιστάσεις. Μπορούσε, είπε επίσης, να βγάλει το νόημα των όσων η Μ.Κ.4 της μετέφερε στην ελληνική γλώσσα, ωστόσο, η Μ.Κ.4 δεν μιλούσε καλά την ελληνική γλώσσα. Η Μ.Κ.3, η οποία, όπως ανέφερε, πριν την ένταξη της στις τάξεις της Αστυνομίας, ήταν δασκάλα δημοτικής εκπαίδευσης, εξήγησε με όρους γραμματικής τις δυσκολίες που η Μ.Κ.4 είχε με την ελληνική γλώσσα και έδωσε σχετικά παραδείγματα από το περιστατικό.

 

Αντεξεταζόμενη, η Μ.Κ.3 ισχυρίστηκε ότι, όταν, παρουσία και της Μ.Κ.4, είχε επισκεφτεί την παραπονούμενη, δεν είχε άλλο συνάδελφο της μαζί και, αν και φορούσε πολιτική περιβολή, είχε μαζί της το σήμα της Αστυνομίας με τα διακριτικά της, το οποίο και τους υπέδειξε και αμφότερες, κατάλαβε, λόγω του ότι έγνεψαν καταφατικά το κεφάλι τους, ότι αντιλήφθηκαν την ιδιότητα της. Αυτής δηλαδή, της αστυνομικού.  

Ο Αστ.3928, Ξένιος Κωνσταντίνου, Μ.Κ.12, ασκεί τα καθήκοντα του στον Αστυνομικό Σταθμό Καλού Χωριού. Όπως ισχυρίστηκε, με βάση και την κατάθεση του ημερομηνίας 18/06/2022, Έγγραφο Ν, την οποία κατά την ακρόαση υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας του, στις 03/06/2022 και περί τις 16:20, πληροφορήθηκε από τον Μ.Κ.15 του Τ.Α.Ε. Λεμεσού ότι, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλο συνάδελφο του στο Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, ο Μ.Κ.2 τους προσέγγισε και τους ανέφερε για την περίπτωση της παραπονούμενης. Ειδικότερα, είπε, ο Μ.Κ.2 είχε αναφέρει στους συναδέλφους του, ότι η παραπονούμενη είχε μεταφερθεί στο            Τ.Α.Ε.Π. με κολπική αιμορραγία και τους υπέδειξε μία οπή πίσω από το δεξιό της αυτί, η οποία πιστεύετο ότι είχε προκληθεί από σύριγγα. Ακολούθως, ο Μ.Κ.15 του ανέφερε για τα όσα έτυχαν ενημέρωσης σχετικά με τα κλινικά ευρήματα των ιατρών και για την θεραπεία που έλαβε η παραπονούμενη.

 

Ο ίδιος, ισχυρίστηκε επίσης, αφού ενημέρωσε για τα προαναφερόμενα τον Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου του Αστυνομικού Σταθμού Καλού Χωριού, μετέβη στο νοσοκομείο και έκανε κάποιες ενέργειες σχετικά με την εξασφάλιση μαρτυρίας για την υπόθεση. Για τις εν λόγω ενέργειες του, καθώς και για κάποια γεγονότα που περιήλθαν στην αντίληψη του ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο, αλλά και σε σχέση με την επικοινωνία που είχε με την παραπονούμενη εκείνη την ημέρα, ο Μ.Κ.12 αναφέρθηκε κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με βάση τα όσα ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του, κατά την επικοινωνία του με τον Μ.Κ.15 από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού, είχε επίσης πληροφορηθεί ότι, η παραπονούμενη, πιθανόν να είχε βιαστεί από τον εργοδότη της. Όταν πλέον ήταν στο νοσοκομείο, σχετικά με τον τραυματισμό της παραπονούμενης, είχε ακούσει και την υπεύθυνη του Γυναικολογικού Τμήματος, Μ.Κ.16, να αναφέρει ότι, ο Μ.Κ.6, πλήρωμα του ασθενοφόρου που μετέφερε την παραπονούμενη στο Τ.Α.Ε.Π., της είχε αναφέρει ότι ο εργοδότης της παραπονούμενης είχε πει ότι αυτός οφείλετο στη συνουσία.

 

Στις 21:00 της ίδιας ημέρας, ισχυρίστηκε επιπρόσθετα, στα πλαίσια της προσπάθειας του να πληροφορείτο τί ακριβώς είχε συμβεί στην παραπονούμενη που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληξη της στο νοσοκομείο, αμέσως μετά την επάνοδο της από την αναισθησία στην οποία βρισκόταν εξαιτίας της χειρουργικής επέμβασης στην οποία είχε υποβληθεί, την επισκέφτηκε στον Γυναικολογικό Θάλαμο. Διαπίστωσε, όμως, ότι η επικοινωνία τους ήταν αδύνατη, επειδή η παραπονούμενη δεν γνώριζε, ούτε την ελληνική, αλλά ούτε και την αγγλική γλώσσα που ο ίδιος κατείχε ως μέσο επικοινωνίας. Ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε περαιτέρω, στην συνέχεια είχε καλέσει τηλεφωνικώς τον διερμηνέα Νεπαλικών, Mantun Sin Posual, μέσω του οποίου η παραπονούμενη, αν και με μεγάλη δυσκολία συνεννόησης, του ισχυρίστηκε, βασικά, ότι είχε βιαστεί από τον εργοδότη της στο σπίτι όπου κατοικεί με την οικογένεια του, που βρίσκεται 40 περίπου λεπτά οδική απόσταση από το αγρόκτημα στο οποίο εργαζόταν, όπου την είχε πάρει εκείνο το πρωινό για να καθαρίσει.

 

Ο Αναπληρωτής Λοχίας 563, Θεόδωρος Πέτρου, Μ.Κ.18, είναι τοποθετημένος στον Αστυνομικό Σταθμό Καλού Χωριού όπου εκτελεί χρέη Βοηθού Σταθμάρχη. Σχετικά με αυτή την υπόθεση, ήταν, σύμφωνα με την μαρτυρία του, μέλος της ανακριτικής ομάδας. Αναφορικά με τις ενέργειες του, κατέθεσε στο Δικαστήριο και υιοθέτησε το περιεχόμενο των καταθέσεων του ημερομηνίας 22/06/2022 και 13/09/2022, Έγγραφα Τ και Τ1 αντίστοιχα.

 

Με βάση αυτές, κατά το απόγευμα της 03ης/06/2022, ενημερώθηκε από τον Μ.Κ.12, ότι στον Αστυνομικό Σταθμό Καλού Χωριού, είχαν λάβει πληροφορία από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ότι μέλη του που βρίσκονταν στο        Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, προσεγγίστηκαν από τον Μ.Κ.2 ο οποίος τους ενημέρωσε για την μεταφορά της παραπονούμενης με ασθενοφόρο στο Τ.Α.Ε.Π. και για την κατάσταση της υγείας της. Σύμφωνα με την πληροφορία, η παραπονούμενη αιμορραγούσε από τον κόλπο και το περιστατικό αντιμετωπιζόταν ως σοβαρό και επείγον. Βάσει πάντοτε της πληροφορίας, ο Μ.Κ.2, είχε επίσης αναφέρει στους Αστυνομικούς ότι, ενώ η παραπονούμνενη βρισκόταν στο Τ.Α.Ε.Π., μετά από συνομιλία που είχε με την ομοεθνή της, Μ.Κ.4, η τελευταία του είπε ότι ο εργοδότης της παραπονούμενης, είχε κάνει στην παραπονούμενη ένεση πίσω από το αυτί και μετά την βίασε. Κατόπιν, ισχυρίστηκε, ενώ ο Μ.Κ.12 μετέβη στο νοσοκομείο για διερεύνηση της πληροφορίας, ο ίδιος στον Αστυνομικό Σταθμό Καλού Χωριού, με βάση τα στοιχεία της παραπονούμενης, διερεύνησε και βρήκε ότι ο εργοδότης της ήταν ο κατηγορούμενος, τον οποίο κάλεσε στον αστυνομικό σταθμό και του έλαβε γραπτώς την ανοικτή κατάθεση, Τεκμήριο 16. 

 

Όπως επίσης ισχυρίστηκε, για σκοπούς των εξετάσεων της Αστυνομίας σχετικά με αυτή την υπόθεση, είχε προβεί και σε σειρά άλλων ενεργειών. Μεταξύ αυτών, ήταν η λήψη της κατάθεσης, Έγγραφο Α1, από την παραπονούμενη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, στις 04/06/2022. Κάτι το οποίο είχε γίνει μαζί με τον Υπεύθυνο του Αστυνομικού Σταθμού Καλού Χωριού, Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου και την Μ.Κ.11 του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, καθώς και τον διερμηνέα της Νεπαλικής γλώσσας, Μ.Κ.19. Κατάθεση από την παραπονούμενη με την συμμετοχή του, ήτοι το Έγγραφο Β1, ισχυρίστηκε επίσης, αυτή την φορά, πέραν του Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου, στην παρουσία της Μ.Κ.13 του Αστυνομικού Σταθμού Πισσουρίου και με τις υπηρεσίες και πάλι του διερμηνέα Μ.Κ.19, λήφθηκε και στις 09/06/2022.

 

Κατά την ακρόαση, ο Μ.Κ.18, αναφορικά με την κατάθεση της παραπονούμενης ημερομηνίας 04/06/2022, Έγγραφο Α1, ανέφερε ότι, αυτή είχε ληφθεί στην προσπάθεια τους να διαπίστωναν, που είχε λάβει χώρα ο ισχυριζόμενος βιασμός της από τον εργοδότη της. Σύμφωνα με ενημέρωση που είχαν από τους αστυνομικούς που είχαν επισκεφθεί την παραπονούμενη στο νοσοκομείο το προηγούμενο βράδυ στις 03/06/2022, ο εργοδότης της, είχε ισχυριστεί η παραπονούμενη, την είχε βιάσει στο σπίτι όπου κατοικούσε με την οικογένεια του. Ωστόσο, από εξετάσεις που είχε κάνει για το ζήτημα αυτό ο Λοχίας 4744, Κ. Κωνσταντίνου με τον κοινοτάρχη της Διερώνας, υπήρχε η πληροφορία ότι ο κατηγορούμενος κατοικούσε σε χωριό της Επαρχίας Λάρνακας και άρα, τίθετο ζήτημα ποιος αστυνομικός σταθμός είχε την τοπική αρμοδιότητα για διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε επιπρόσθετα, επισκέφτηκαν την παραπονούμενη και την ρώτησαν να τους πει τί της είχε συμβεί, με αναφορά στα όσα είχε αναφέρει στους δύο συναδέλφους τους την προηγούμενη ημέρα. Δηλαδή, στους Μ.Κ.3 και Μ.Κ.12. Η παραπονούμενη ωστόσο, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, ο βιασμός της, έλαβε χώρα στον τόπο της εργασίας της (όπως ο Μ.Κ.18 είπε συγκεκριμένα: «στα χωράφια όπου δούλευε») και τους αρνήθηκε ότι την είχαν επισκεφτεί οι αστυνομικοί το προηγούμενο βράδυ. Για αυτό τον λόγο, η Μ.Κ.11, η οποία, λόγω γένους ελάμβανε την κατάθεση από την παραπονούμενη, της είπε ότι θα της έδιδαν λίγο χρόνο για να σκεφτόταν και να ξεκαθάριζε τα πράγματα στο μυαλό της και επιπρόσθετα, την πληροφόρησε ότι η ψευδής κατάθεση παραπόνου στην Αστυνομία ποινικού αδικήματος, αποτελεί ποινικό αδίκημα. Όπως περαιτέρω ισχυρίστηκε, κατόπιν, είχαν βγει από το δωμάτιο της παραπονούμενης και επανήλθαν πέντε περίπου λεπτά αργότερα, όταν η ίδια τους φώναξε. Στην συνέχεια, της ελήφθη η εν λόγω κατάθεση της, με την οποία τους ανέφερε ότι η συνουσία που είχε με τον εργοδότη της ήταν συναινετική. Είναι για αυτό τον λόγο, είπε επίσης, που την ίδια ημέρα, κάλεσε ξανά τον κατηγορούμενο στον Αστυνομικό Σταθμό Καλού Χωριού και του έλαβε γραπτώς, την συμπληρωματική ανοικτή κατάθεση, Τεκμήριο 17.   

 

Αναφορικά με την κατάθεση της παραπονούμενης ημερομηνίας 09/06/2022, Έγγραφο Β1, κατά την ακρόαση, ο Μ.Κ.18 ισχυρίστηκε ότι ελήφθη από την παραπονούμενη, επειδή το είχε ζητήσει ο Λοχίας 4744, Κ. Κωνσταντίνου. Όπως ο Λοχίας 4744, Κ. Κωνσταντίνου του είχε πει, ισχυρίστηκε, είχε επικοινωνήσει μαζί του τηλεφωνικώς αξιωματικός από το Αρχηγείο Αστυνομίας στις 08/06/2022 και του ανέφερε ότι υπήρξε κάποια ανάρτηση (στην Ελληνική γλώσσα) στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «Facebook» από κάποια ομάδα, περί «κουκουλώματος» από την Αστυνομία υπόθεσης βιασμού αλλοδαπής στην Λεμεσό. Εκ των υστέρων, είπε επίσης, πληροφορήθηκε ότι η ομάδα αυτή πιθανόν να ήταν της Κίνησης για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό («Κ.Ι.Σ.Α.»), Ως εκ τούτου, έλαβε οδηγίες για να λαμβανόταν από την παραπονούμενη εκ νέου κατάθεση. Όπως και έγινε. Όταν επισκέφτηκαν την παραπονούμενη στο νοσοκομείο, είπε επίσης, και την πληροφόρησαν ότι πήγαν να της πάρουν ξανά κατάθεση και συγκεκριμένα, να τους έλεγε αν τα όσα τους είχε καταθέσει στις 04/06/2022 τα υιοθετούσε ή αν ίσχυε κάτι άλλο, η παραπονούμενη, αμέσως τους είπε ότι δεν ίσχυαν και ότι ήθελε να τους πει τι πραγματικά της συνέβη.

 

Η Αστ.4738, Έλενα Χαριλάου, Μ.Κ.11, υπηρετεί στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Όπως ισχυρίστηκε κατά την ακρόαση, αναφερόμενη και στην κατάθεση της ημερομηνίας 18/12/2023, Έγγραφο Μ την οποία στο Δικαστήριο υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας της, στις 04/06/2022, κατόπιν οδηγιών του Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού, μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, μαζί με τους Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου και Μ.Κ.18 του Αστυνομικού Σταθμού Καλού Χωριού και στην παρουσία τους έλαβε, μέσω διερμηνείας, κατάθεση της παραπονούμενης. Ο διερμηνέας που τους παρείχε τις υπηρεσίες του, είπε επίσης, ήταν ο Μ.Κ.19. Αυτή η ενέργεια της, εξήγησε, ήταν η μοναδική εμπλοκή που είχε σε αυτή την υπόθεση. Δεν είχε ρόλο ανακριτή, όπως είχαν οι συνάδελφοι της που ήταν μαζί της, δεν ήταν καν μέλος της ανακριτικής ομάδας και η δική της συνδρομή στην διαδικασία της λήψης της κατάθεσης της παραπονούμενης, ήταν απλώς η καταγραφή της.   

 

Εξεταζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου, αναγνώρισε τα Έγγραφα Α1, Α2 και Α3, ως, αντιστοίχως, την κατάθεση στα Νεπαλικά που έλαβε της παραπονούμενης μέσω διερμηνέα στις 04/06/2022 και τις μεταφράσεις της στην αγγλική και μετέπειτα στην ελληνική γλώσσα. Επίσης, εξήγησε και την διαδικασία που ακολουθήθηκε, σε ότι αφορούσε την λήψη της μέσω του Μ.Κ.19 και για την μετάφραση της. Όπως ανέφερε, ο Μ.Κ.19 κατέγραφε, βάσει της κατάθεσης της παραπονούμενης, τα αναφερόμενα της στο Έγγραφο Α1 στην Νεπαλική γλώσσα. Συγχρόνως, ο Μ.Κ.19 έκανε την διερμηνεία τους στην Αγγλική γλώσσα και εκείνη τα κατέγραφε, επίσης στην Αγγλική γλώσσα όπως τα άκουγε, στο Έγγραφο Α2. Μετάφραση της στο Έγγραφο Α2, με την οποία ο Μ.Κ.19, στο τέλος, αφού την διάβασε, συμφώνησε ότι ανταποκρίνεται πιστά στο περιεχόμενο του Εγγράφου Α1. Στην συνέχεια, είπε επίσης, εκείνη μετέφρασε το Έγγραφο Α2 στην Ελληνική γλώσσα, ως φαίνεται στο Έγγραφο Α3.   

Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι, όταν κατά την συνάντηση της με την παραπονούμενη στις 04/06/2022, την είχε πληροφορήσει για τον λόγο της επίσκεψης τους και της ζήτησε να της καταθέσει τους ισχυρισμούς της, η παραπονούμενη, την αντιλήφθηκε, ήταν συγχυσμένη. Ο λόγος της, επεξήγησε, δεν είχε συνοχή και πρόβαλλε αντιφατικούς ισχυρισμούς. Αφού τελικά η παραπονούμενη της πρόβαλε προφορικά κάποιους ισχυρισμούς, εκείνη της ανέφερε ότι, η μη κατάθεση στην Αστυνομία της πραγματικότητας για διάπραξη ποινικού αδικήματος αποτελεί ποινικό αδίκημα και ακολούθως, της έλαβε γραπτώς την προαναφερόμενη κατάθεση της.

 

Η Λοχίας 395, Αυγή Παπαχαραλάμπους, Μ.Κ.13 είναι η υπεύθυνη του Αστυνομικού Σταθμού Πισσουρίου. Όπως κατέγραψε και στην κατάθεση της ημερομηνίας 12/12/2023, Έγγραφο Ξ το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση, στις 09/06/2022, αφού είχε κληθεί προς τούτο από τον Υπεύθυνο Υπαίθρου Επαρχίας Λεμεσού, Υπαστυνόμο Κουλουντή, μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και, στην παρουσία των Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου και Μ.Κ.18, βοήθησε (αν και ήταν εκτός καθήκοντος εκείνη την ώρα), επειδή ήταν απαραίτητη η παρουσία γυναίκας Αστυνομικού, στην καταγραφή της κατάθεσης της παραπονούμενης στα Νεπαλικά, μέσω του διερμηνέα Μ.Κ.19, σχετικά με υπόθεση που διερευνούσε ο Αστυνομικός Σταθμός Καλού Χωριού.

 

Εξεταζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου, η Μ.Κ.13 αναγνώρισε τα Έγγραφα Β1, Β2 και Β3, ως, αντιστοίχως, την εν λόγω κατάθεση στα Νεπαλικά που λήφθηκε από την παραπονούμενη μέσω διερμηνέα στις 09/06/2022 και τις μεταφράσεις της στην αγγλική και μετέπειτα στην ελληνική γλώσσα. Επίσης, εξήγησε και την διαδικασία που ακολουθήθηκε, σε ότι αφορούσε την λήψη της μέσω του διερμηνέα και για την μετάφραση της. Όπως ισχυρίστηκε, η ίδια κατέγραψε το αγγλικό κείμενο, Έγγραφο Β2, με βάση την διερμηνεία που έκανε ο Μ.Κ.19 και μετά, με βάση αυτό, πιστοποίησε και την μετάφραση του στα ελληνικά, Έγγραφο Β3 ως ορθή, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε ετοιμαστεί από άλλο πρόσωπο.  

 

Η προαναφερόμενη, είπε επίσης, ήταν η μοναδική εμπλοκή που είχε σε αυτή την υπόθεση, για την οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν γνώριζε οτιδήποτε και, ούτε και μεταγενέστερα, πληροφορήθηκε για αυτήν κάτι.

 

Ο Νεόφυτος Νεοφύτου, Μ.Κ.8, είναι δημοσιογράφος και εργάζεται στον ραδιοφωνικό σταθμό «Astra» από τον οποίο παρουσιάζει την εκπομπή «Η επικαιρότητα αλλιώς». Σύμφωνα με την κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 21/06/2022, Έγγραφο Ι, την οποία υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της κυρίως εξέτασης του, κατά την διάρκεια της εκπομπής του στις 10/06/2022, δέχθηκε από ακροατή του, ο οποίος δεν του είχε αποκαλύψει την ταυτότητα του, καταγγελία περί του ότι, κάποια αλλοδαπή που νοσηλευόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, είχε κακοποιηθεί από τον εργοδότη της και πιθανόν, ήταν θύμα εμπορίας προσώπων. Καταγγελία την οποία ο ίδιος, μετά το τέλος της εκπομπής του, θεώρησε ορθό να κοινοποιήσει, όπως και έπραξε, στην υπεύθυνη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας, Μ.Κ.17.

 

Η Υπαστυνόμος Ελένη Μιχαήλ, Μ.Κ.17, είναι η Υπεύθυνη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Αρχηγείου Αστυνομίας από τον Απρίλιο του έτους 2020. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, βάσει και της κατάθεσης της ημερομηνίας 22/06/2022, Έγγραφο Σ, την οποία και, κατά την ακρόαση, υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας της, το απόγευμα της 10ης/06/2022, επικοινώνησε μαζί της ο Μ.Κ.8, δημοσιογράφος στον ραδιοφωνικό σταθμό «Astra» και την ενημέρωσε ότι, κατά την παρουσίαση της εκπομπής του, ακροατής του κατήγγειλε ότι, κάποιος εργοδότης στην Λεμεσό, κακοποίησε υπάλληλο του η οποία βρισκόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και πιθανόν να ήταν θύμα εμπορίας προσώπων.

 

Ως εκ τούτου, ανέφερε επιπρόσθετα, επικοινώνησε με τον Σταθμάρχη του Αστυνομικού Σταθμού Καλού Χωριού, Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου και έτυχε ενημέρωσης για την υπόθεση και την διερεύνηση της μέχρι εκείνη την στιγμή. Λόγω του ότι η παραπονούμενη, με βάση τις πληροφορίες που είχε στην διάθεση της, ήταν πιθανό θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ζήτησε από τον εν λόγω συνάδελφο της, την μετακίνηση της από το νοσοκομείο, μέσω των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε καταφύγιο θυμάτων εμπορίας προσώπων. Ακολούθως, ανέθεσε στην Μ.Κ.10, να επισκεπτόταν την παραπονούμενη, ώστε να της έπαιρνε συνέντευξη με σκοπό την εξακρίβωσή κατά πόσο επρόκειτο για θύμα εμπορίας προσώπων. Όπως και έγινε, με αποτέλεσμα η παραπονούμενη να αναγνωριστεί ως θύμα εμπορίας προσώπων στις 15/06/2022. Σχετική είναι η επιστολή ημερομηνίας 15/06/2022, Τεκμήριο 14. 

 

Κατά την εξέταση της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Μ.Κ.17 αναφέρθηκε, γενικά, στην δυσκολία που παρουσιάζουν στην διερεύνηση τους οι υποθέσεις θυμάτων εμπορίας προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά, είπε, είναι συνήθως αλλοδαποί, που προέρχονται από χώρες όπου η συνεργασία των πολιτών με τις Αρχές είναι προβληματική και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη προς την Αστυνομία. Πρόκειται, είπε επιπρόσθετα, συνήθως, για άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση και τα οποία στο εξωτερικό όπου ταξιδεύουν για να εργαστούν, εξαρτώνται πλήρως από άλλα πρόσωπα που μπορούν να τα εκμεταλλευτούν, χωρίς τα ίδια να μπορούν να αναγνωρίσουν ότι θυματοποιούνται. Λόγω των προαναφερόμενων, ισχυρίστηκε επίσης, και επειδή τα άτομα αυτά δεν εμπιστεύονται εύκολα την Αστυνομία, χρειάζεται χρόνος, κάποτε μπορεί και μερικές συναντήσεις, μέχρις ότου να συνεργαστούν με τα μέλη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων και να πουν την ιστορία τους. Αρχικά, είτε δεν λένε την αλήθεια, είτε δεν λένε όλη την αλήθεια, είτε αρνούνται να μιλήσουν εξολοκλήρου και για αυτό, η προσπάθεια τους στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, είναι η δημιουργία μεταξύ τους και των ατόμων αυτών, σχέσης εμπιστοσύνης, για να μπορέσουν να τους αποκαλύψουν τα σημαίνοντα γεγονότα.

 

Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι, η προαναφερόμενη ενημέρωση που έτυχε από τον Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου, ήταν ότι η υπόθεση αφορούσε «βιασμό» της παραπονούμενης, η οποία όμως είχε καταθέσει στην Αστυνομία ότι η συνουσία ήταν συναινετική. Από τα όσα πληροφορήθηκε, ισχυρίστηκε επίσης, υπήρχαν οι ενδείξεις ότι η παραπονούμενη πιθανόν να ήταν θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση και για αυτό η υπόθεση, ανεξαρτήτως του τί είχε προηγηθεί, όφειλε να διερευνηθεί από το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων. Αυτές οι ενδείξεις, ισχυρίστηκε, αφορούσαν στο ότι: η παραπονούμενη ήταν αλλοδαπή, η οποία είχε πρόσφατα έρθει στην Κύπρο για να εργαστεί και δεν μπορούσε εύκολα να επικοινωνήσει λόγω της γλώσσας που μιλούσε· ότι, ύποπτος για τον βιασμό της, ήταν ο εργοδότης της και ότι, από την συνουσία προέκυψε τραυματισμός της για τον οποίο μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση.

 

Η συνέντευξη που γίνεται με τα άτομα αυτά, γενικά, όπως έγινε και με την περίπτωση της παραπονούμενης από την Μ.Κ.10, που σκοπό έχει την εξακρίβωσή κατά πόσο είναι θύματα εμπορίας προσώπων, επεξήγησε, είναι ένας διάλογος από τον οποίο γίνεται συλλογή πληροφοριών. Αυτές τις πληροφορίες, προσπαθούν σε κάθε συνάντηση τους με το πιθανόν θύμα να τις αναβαθμίζουν και ακολούθως, αν είναι δυνατόν, να τις επιβεβαιώνουν με άλλα στοιχεία ή εξετάσεις. Όταν πλέον το άτομο αναγνωριστεί ως θύμα εμπορίας προσώπων, εάν υπάρχει η συναίνεση του, το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων προχωρεί με την διερεύνηση της υπόθεσης κανονικά. Αυτό έγινε και στην περίπτωση της παραπονούμενης.

 

Η αναγνώριση, γενικά, θυμάτων εμπορίας προσώπων, υποστήριξε, είναι, σύμφωνα με τον Νόμο, της αρμοδιότητας των μελών του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων και γίνεται στη βάση συγκεκριμένου Πρωτοκόλλου που τηρείται, το οποίο βασίζεται σε ενδείξεις θυματοποίησης. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα όσα είχε ενημερωθεί από την Μ.Κ.10 κατά την εξέλιξη της διερεύνησης, υπήρχαν οι δείκτες ότι η παραπονούμενη ήταν θύμα εμπορίας προσώπων. Ήταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της για τις πράξεις του εργοδότη της έναντι της, θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Η παραπονούμενη, ισχυρίστηκε, ήταν ευάλωτη. Εξαρτιόταν οικονομικά, αποκλειστικά από την εργοδότηση και τον εργοδότη της, είχε έρθει στην Κύπρο για να εργαστεί μόλις κάποιους μήνες προηγουμένως και είχε έρθει λόγω της πολύ κακής οικονομικής της κατάστασης στην χώρα της. Επειδή δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα, η ευχέρεια επικοινωνίας που είχε ήταν αρκετά δύσκολη και επιπρόσθετα, το μορφωτικό της επίπεδο και κατά επέκταση και το επίπεδο αντίληψης της, ήταν χαμηλό. Παρά τις τραυματικές επιπτώσεις που είχε το περιστατικό που κατήγγειλε σχετικά με τον εργοδότη της, δεν το ανέφερε στα μέλη της οικογένειας της από φόβο για τις επιπτώσεις που τυχόν να είχε και ειδικότερα, στην περίπτωση που θα έχανε την δυνατότητα εργασίας στην Κύπρο και έπρεπε να επιστρέψει στην χώρα της.

 

Η Αστ.809, Όλγα Ησαΐα, Μ.Κ.10, ασκεί τα καθήκοντα της στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Αρχηγείου Αστυνομίας. Όπως ανέφερε στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση, ήταν μέλος της ανακριτικής ομάδας που διερεύνησε αυτή την υπόθεση. Σχετικά με τις ενέργειες της, αναφέρθηκε στην κατάθεση της, Έγγραφο Λ, την οποία υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας της.

 

Ισχυρίστηκε ότι, στις 11/06/2022, μέσω διερμηνέα στα Νεπαλικά, πήρε συνέντευξη από την παραπονούμενη, καθότι υπήρχε η πιθανότητα να ήταν θύμα εμπορίας προσώπων. Μετά την ολοκλήρωση της και επειδή είχε εντοπίσει δείκτες θυματοποίησης της, η παραπονούμενη μεταφέρθηκε σε καταφύγιο θυμάτων στην Λευκωσία. Ακολούθως, και μετά από σχετική αξιολόγηση, η παραπονούμενη αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση.  

 

Επίσης, υποστήριξε ότι, στις 17/06/2022, στα γραφεία του Τμήματος της, μέσω διερμηνέα στα Νεπαλικά, έλαβε κατάθεση από την παραπονούμενη. Ενώπιον του Δικαστηρίου, αναγνώρισε τα Έγγραφα Γ1, Γ2 και Γ3, ως, αντιστοίχως, την εν λόγω κατάθεση της παραπονούμενης στα Νεπαλικά και τις μεταφράσεις της στην αγγλική και μετέπειτα στην ελληνική γλώσσα. Στις 15/06/2022, είπε επίσης, η παραπονούμενη, στην παρουσία της και στην παρουσία και άλλων μελών της Αστυνομίας, είχε προβεί, σχετικά με τους ισχυρισμούς της, και σε υποδείξεις σκηνών.

 

Επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι, στις 21/06/2022, στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, μαζί με τον Μ.Κ.9, έλαβε από τον κατηγορούμενο, στην παρουσία του δικηγόρου του, ανακριτική κατάθεση.     

 

Κατά την εξέταση της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Μ.Κ.10 ισχυρίστηκε ότι, σχετικά με τα καθήκοντα της στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, τυγχάνει συνεχούς εκπαίδευσης. Ειδικότερα, σε σχέση με το θέμα της αναγνώρισης θυμάτων εμπορίας προσώπων με σκοπό τη σεξουαλική, την εργασιακή και την εγκληματική εκμετάλλευση, αναφέρθηκε σε εκπαιδευτικά προγράμματα που κάθε χρόνο παρακολουθεί στην Κύπρο και στο εξωτερικό, τα οποία διοργανώνονται από φορείς όπως η CEPOL, η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία («Europol») και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής («Frontex»).

 

Σχετικά με την προαναφερόμενη συνέντευξη που πήρε από την παραπονούμενη στις 11/06/2022, διευκρίνισε ότι ήταν προφορική και εξήγησε ότι, με βάση το Πρωτόκολλο που ακολουθείται από το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, ήταν διάβημα πρακτικής που ακολούθησε για τον εντοπισμό, πιθανόν, δεικτών θυματοποίησης της, με βάση τους αναγνωρισμένους γενικούς δείκτες θυματοποίησης. Όπως είπε, κατά την διάρκεια τέτοιων συνεντεύξεων, ο συνεντευξιαζόμενος αναφέρεται στο ιστορικό του και ο συνεντεύκτης καταλήγει στα συμπεράσματα του. Στην περίπτωση της παραπονούμενης, ισχυρίστηκε, αποτελούσαν δείκτη θυματοποίησης της, το γεγονός ότι ήταν αλλοδαπή, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, χωρίς γνώση της ελληνικής γλώσσας, η οποία εργαζόταν και κατοικούσε κάπου απομονωμένα.

 

Σχετικά με την εν λόγω κατάθεση της παραπονούμενης ημερομηνίας 17/06/2022, Έγγραφο Γ1, ισχυρίστηκε ότι ήταν το αποτέλεσμα μίας σταδιακής διαδικασίας από όταν η παραπονούμενη μεταφέρθηκε στο καταφύγιο θυμάτων στις 11/06/2022. Όπως υποστήριξε, λόγω της άσχημης κατάστασης τότε της παραπονούμενης, την οποία και περιέγραψε, χρειάστηκε χρόνος για να μπορέσει η παραπονούμενη με ηρεμία και αδιάκοπα να της καταθέσει για τα επίδικα γεγονότα. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, είπε επίσης, επισκεπτόταν την παραπονούμενη και την παρότρυνε να της εξιστορούσε τα συμβάντα και κάθε φορά λάμβανε σημειώσεις για τους ισχυρισμούς της. Αυτοί οι ισχυρισμοί της παραπονούμενης, τελικά, ισχυρίστηκε επίσης, συνοψίζονται στην προαναφερόμενη κατάθεση της.

 

Σχετικά με την λήψη της εν λόγω κατάθεσης της παραπονούμενης, εξήγησε ότι, κάτι που είπε αποτελεί και την γενική πρακτική σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν επικεντρώνεται στα περιστατικά που αφορούν την σεξουαλική κακοποίηση ή την αξιόποινη πράξη, αλλά επιδιώκει η εξιστόρηση του καταθέτη να περιλαμβάνει το ιστορικό του γενικότερα, καθότι, είναι με αυτό τον τρόπο που γίνεται η ανίχνευση εκείνων των δεικτών θυματοποίησης του ατόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, υποστήριξε, με βάση την κατάθεση της παραπονούμενης, αποκαλύπτονται ισχυροί δείκτες θυματοποίησης της. Αυτοί, κατά την θέση της, βάσει των προσωπικών περιστάσεων της παραπονούμενης, ήταν: το γεγονός του χαμηλού μορφωτικού της επιπέδου· ότι μεγάλωσε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες φτώχιας· ότι κανονίστηκε από τον πατέρα της και παντρεύτηκε σε πολύ νεαρή ηλικία και η κακή της οικονομική κατάσταση. Ενώ, βάσει των περιστάσεων της στην Κύπρο: το γεγονός ότι εργαζόταν και κατοικούσε στον ίδιο τόπο και σε τοποθεσία απομονωμένη· ότι ο εργοδότης της, λόγω της οικονομικής της ανάγκης, βρισκόταν έναντι της σε θέση εξουσίας και ότι, σε διάφορα χρονικά σημεία από την έναρξη της εργοδότησης της, είχε υποστεί σεξουαλική παρενόχληση από τον εργοδότη της, κάτι που τελικά κατέληξε και στην άσκηση βίας σε βάρος της. 

 

Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι, η αναγνώριση οποιουδήποτε προσώπου ως θύματος εμπορίας προσώπων, είναι της αρμοδιότητας του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων και διευκρίνισε ότι, την αξιολόγηση, στην βάση της εν λόγω συνέντευξης και κατάθεσης που έλαβε της παραπονούμενης και τελικά, την απόφαση για αναγνώριση της παραπονούμενης ως θύματος εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση, έλαβε η Υπεύθυνη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, Μ.Κ.17.

    

Ο Α./Αστ.1512 Φίλιππος Κόκκινος, Μ.Κ.9 ασκεί τα καθήκοντα του στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Αρχηγείου Αστυνομίας. Όπως προκύπτει από την κατάθεση του, Έγγραφο Κ, την οποία υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της μαρτυρίας του στο Δικαστήριο, ήταν από του αστυνομικούς που έλαβαν μέρος στην διερεύνηση αυτής της υπόθεσης.

 

Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τους τους ισχυρισμούς του, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες. Στις 19/06/2022, ισχυρίστηκε, είχε προβεί στην σύλληψη του κατηγορουμένου, εκτελώντας το ένταλμα σύλληψης που υπήρχε εναντίον του, Τεκμήριο 8, αφού προηγουμένως του το υπέδειξε, του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του και του επέστησε την προσοχή του στον Νόμο. Ο κατηγορούμενος, είπε επίσης, του είχε τότε αναφέρει ότι, όπως είχε ήδη καταθέσει στην Αστυνομία, δεν είχε κάνει στην παραπονούμενη τίποτα με την βία. Αμέσως μετά, ανέφερε επιπρόσθετα, είχε επιδώσει στον κατηγορούμενο, όπως φαίνεται στο Τεκμήριο 9, έγγραφο με τα δικαιώματα του ως πρόσωπο που τελούσε υπό σύλληψη. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε, στις 21/06/2022, μαζί με την Μ.Κ.10, έλαβε από τον κατηγορούμενο την ανακριτική κατάθεση Τεκμήριο 11, αφού προηγουμένως του επέδωσε, όπως φαίνεται στο Τεκμήριο 10, τα δικαιώματα του ως πρόσωπο που ήταν ύποπτος για την διάπραξη ποινικού αδικήματος και του επέστησε την προσοχή του στον Νόμο.       

 

Ο Kismat Poudel, Μ.Κ.19, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που κατέθεσε στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση, σε αυτή την υπόθεση, ενεπλάκη, παρέχοντας τις υπηρεσίες του προς την Αστυνομία, ως διερμηνέας. Λόγω γνώσης της Νεπαλικής γλώσσας, η οποία, λόγω καταγωγής, είναι η μητρική του γλώσσα, καθώς επίσης και της Αγγλικής γλώσσας, όταν κλήθηκε από την Αστυνομία για αυτό τον σκοπό, προέβη σε διερμηνεία για σκοπούς λήψης καταθέσεων από την παραπονούμενη. Όπως υποστήριξε, είναι γνώστης της Αγγλικής γλώσσας, λόγω της δωδεκάχρονης φοίτησης του σε αγγλόφωνο σχολείο κατά τα μαθητικά του χρόνια όταν ζούσε στο Νεπάλ, καθώς επίσης, λόγω της φοίτησης του στην Κύπρο σε αγγλόφωνο πανεπιστήμιο σε πτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών.

 

Ο Μ.Κ.19, ενώπιον του Δικαστηρίου, αναγνώρισε τις καταθέσεις που λήφθηκαν από την Αστυνομία από την παραπονούμενη στα Νεπαλικά με την συμμετοχή του ως διερμηνέα, Έγγραφα Α1, Β1 και Γ1, καθώς επίσης και τις μεταφράσεις τους με την συμμετοχή του στην Αγγλική γλώσσα, Έγγραφα Α2, Β2 και Γ2 και εξήγησε την διαδικασία που ακολουθήθηκε.

 

Η Δρ. Ζωή Κινίκλη, Μ.Κ.5, εργάζεται ως ειδική ψυχολόγος στη Διεύθυνση Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας («Υ.Ψ.Υ.») του Ο.Κ.ΥΠ.Υ στο Κέντρο Εξειδικευμένων Αξιολογήσεων Υγείας («Κ.ΕΞ.Α.Ψ.Υ.») και στο Δικαστήριο παρουσιάστηκε ως πραγματογνώμονας. Όπως καταγράφεται στο βιογραφικό της σημείωμα, Τεκμήριο 4, είναι πτυχιούχος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στην Ψυχολογία Κλινικής και Υγείας του Πανεπιστημίου Eotvos Lorand Βουδαπέστης. Περαιτέρω, είναι διπλωματούχος του προγράμματος επαγγελματικής μετεκπαίδευσης στη Συνθετική Ψυχοθεραπεία του Κυπριακού Ινστιτούτου. Επιπρόσθετα, και στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της στο Κ.ΕΞ.Α.Ψ.Υ., παρακολούθησε εκπαιδευτικά σεμινάρια, διοργανωτής των οποίων ήταν η Αστυνομία, σε συνεργασία με τον οργανισμό «Hope for Justice» του Ηνωμένου Βασιλείου, στο θέμα της Σύγχρονης Δουλείας και της Εμπορίας Ανθρώπων.

 

Όπως ανέφερε κατά την εξέταση της ενώπιον του Δικαστηρίου και καταγράφεται και στο βιογραφικό σημείωμα της, εργάζεται ως ειδική ψυχολόγος στο Κ.ΕΞ.Α.Ψ.Υ. από το έτος 2020. Εκεί, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, χειρίζεται και άτομα που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, ή σε ότι αφορά τα οποία διερευνάται το ενδεχόμενο να έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Προηγουμένως, από το έτος 2017, ως εργαζόμενη στο «Σπίτι του Παιδιού» του Οργανισμού «Hope for Children», χειριζόταν ανάλογες περιπτώσεις, οι οποίες όμως αφορούσαν ανήλικους. Πιο πριν, από το έτος 2015, ως λειτουργός προγραμμάτων στον Σύνδεσμο για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας στην Οικογένεια, μεταξύ άλλων, χειριζόταν και περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης. Συναφώς, ανέφερε, στην καριέρα της έχει χειριστεί ένα μεγάλο αριθμό ατόμων που υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης.

 

Σε ότι αφορά την παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η Μ.Κ.5, κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας προς την Διεύθυνση Υ.Ψ.Υ., ασκώντας τα καθήκοντα της στο Κ.ΕΞ.Α.Ψ.Υ., προέβη σε ψυχολογική αξιολόγηση της παραπονούμενης και ετοίμασε σχετικό σημείωμα, το Έγγραφο Ζ. Κατά την κυρίως εξέταση της, αναφέρθηκε λεπτομερώς στην διαδικασία που ακολουθήθηκε με την παραπονούμενη, περιλαμβανομένης και της μεθοδολογίας που εφάρμοσε, για σκοπούς της εν λόγω αξιολόγησης της, καθώς και στα συμπεράσματα της. Όπως εξήγησε, μετά από ψυχοδιαγνωστική εκτίμηση της τότε τρέχουσας κατάστασης της παραπονούμενης, η οποία αφορά μέχρι και δύο εβδομάδες προηγουμένως, δεν εντόπισε στοιχεία ψυχοπαθολογίας σε έκταση και βαθμό που να ικανοποιούν τα κριτήρια της ψυχικής διαταραχής.

 

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της, η παραπονούμενη ήταν άτομο επιμελημένης εμφάνισης, προσανατολισμένο σε τόπο, χρόνο και εαυτό. Αντιμετώπιζε ήπιες δυσκολίες στις εκτελεστικές λειτουργίεςστην οπτικοχωρική αντίληψη»), στην προσοχή, στη ροή της σκέψης και την αφαιρετική σκέψη, οφειλόμενες, με βάση και τα δημογραφικά της στοιχεία και προσωπικό ιστορικό που ελήφθησαν, κυρίως στην έλλειψη ακαδημαϊκής εκπαίδευσης, οι οποίες όμως δεν εκδηλώνονταν σε βαθμό περιορισμού της λειτουργικότητας της. Είχε ανεμπόδιστη ροή και περιεχόμενο σκέψεων, απαλλαγμένο παραληρητικών και αυτοκαταστροφικών ιδεών και η αντίληψη της ήταν καλή, χωρίς ψευδαισθητικά ή παραισθητικά ενοχλήματα, ιδέες μεγαλείου και στοιχεία αποπροσωποποίησης ή αποπραγματοποίησης. Ήταν πολύ ευγενική και, σε ότι αφορούσε την έκφραση συναισθημάτων ή πληροφοριών και την στάση της στον χώρο, εσωστρεφής, ήπιων τόνων, διακριτική και συγκαταβατική. Είχε δυσκολία προσαρμογής στην Κύπρο, επειδή δεν γνώριζε τον τόπο και πως να κυκλοφορεί σε αυτόν, όπως επίσης και την κουλτούρα και τον πολιτισμό του, καθώς και την ελληνική ή έστω την αγγλική γλώσσα, για σκοπούς επικοινωνίας.

 

Η παραπονούμενη, ισχυρίστηκε, κατά την εξιστόρηση των συμβάντων που κατήγγειλε στην Αστυνομία για σεξουαλική κακοποίηση της, υπήρξε ευσυγκίνητη. Είχε, δηλαδή, ένα έντονο συναίσθημα το οποίο εκδηλωνόταν σωματικά, με δάκρυα στα μάτια, χαμηλή ένταση στη φωνή και έλλειψη βλεμματικής επαφής. Ευσυγκίνητη η παραπονούμενη, είπε περαιτέρω, υπήρξε και όταν αναφερόταν στην οικογένεια της στο Νεπάλ, με την οποία εστίαζε να διαφυλάξει την καθημερινή επικοινωνία που διατηρούσε. Όπως της είχε αναφέρει η παραπονούμενη, τα μέλη της οικογένειας της, δεν γνώριζαν για τα όσα της συνέβησαν στην Κύπρο, σχετικά με τα καταγγελλόμενα περιστατικά. Κατά την άποψη της, με βάση τα όσα της είπε, η παραπονούμενη δεν τους ήθελε να γνωρίζουν για να μην στεναχωριόνταν, για να τους προστατέψει και συγχρόνως, για να μην σκέφτονταν για την ίδια κάτι αρνητικό. Αυτό, είπε επιπλέον, ήταν εμφανές ότι στην παραπονούμενη προκαλούσε και έντονο άγχος. Υπήρχε, δηλαδή, η ανησυχία και η ενοχή στην παραπονούμενη, κάτι που δεν είναι ασύνηθες σε τέτοιες περιπτώσεις, ότι ο σύζυγος της και άλλα μέλη της οικογένειας της, δεν θα την πίστευαν και θα της επιρρίπταν την ευθύνη για αυτό που της συνέβη. Ευθύνη του τύπου, γιατί δεν αντέδρασε ή γιατί δεν είχε πράξει διαφορετικά ώστε να μην είχε βρεθεί στην συγκεκριμένη κατάσταση. Ως εκ τούτων, ισχυρίστηκε, η παραπονούμενη δεν επιθυμούσε να μπει στην διαδικασία να τους επικοινωνήσει την οποιαδήποτε σχετική πληροφορία. Επιπλέον, στην παραπονούμενη υπήρχε και το άγχος της συνειδητοποίησης των επιπτώσεων που θα μπορούσαν να υπάρξουν λόγω της καταγγελίας της, που σχετιζόταν με το βιοποριστικό της. Είχε ανάγκη το εισόδημα από την εργασία της και η προσοχή της και η έννοια της ήταν, στο να μπορέσει να διατηρήσει την παραμονή της στην Κύπρο και την εργασία της, ούτως ώστε να μπορούσε να συνεχίσει να αποστέλλει στην οικογένειά της χρήματα.  

 

Υποστήριξε ότι, το γεγονός ότι η ψυχοδιαγνωστική εκτίμηση της τρέχουσας κατάστασης της παραπονούμενης, δεν κατέδειξε στοιχεία ψυχοπαθολογίας σε έκταση και βαθμό που να ικανοποιούν τα κριτήρια της ψυχικής διαταραχής, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν καθόλου τέτοια στοιχεία. Τα συναισθήματα της θλίψης, τους άγχους και της ανησυχίας που προαναφέρθηκαν, υποστήριξε, είναι τέτοια στοιχεία. Το γεγονός, επεξήγησε, ότι δεν πληρούνταν τα κριτήρια, στην απαιτούμενη έκταση και βαθμό, για διάγνωση ψυχικής διαταραχής στην παραπονούμενη, δεν παίζει κανένα ρόλο σε μία περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης, διότι, το πώς το κάθε άτομο αναπτύσσει / εκδηλώνει ψυχικά συμπτώματα, διαφέρει και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (όπως είναι, για παράδειγμα, η ύπαρξη ή μη υποστηρικτικού περιβάλλοντος και οι συνθήκες ζωής). Ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, είπε επίσης, μπορεί να εκδηλώσει συμπτωματολογία ψυχοπαθολογίας, μέχρι και δύο χρόνια μετά το συμβάν της σεξουαλικής κακοποίησης του.

 

Επιπλέον, υποστήριξε ότι, στην παραπονούμενη, διαπίστωσε τα χαρακτηριστικά που πολύ συχνά συναντώνται σε θύματα σεξουαλικής κακοποίησης που έχουν μεταναστευτικό ιστορικό για σκοπούς εργασίας. Προς υποστήριξη της θέσης της, παρουσίασε στο Δικαστήριο την μελέτη: «Migrant Domestic Workers’ Experiences of Sexual Harassment: A Qualitative Study in Four EU countries», Τεκμήριο 5, η οποία αφορά και την Κύπρο, στο περιεχόμενο της οποίας αναφέρθηκε.    

 

Η Δρ. Άλκιστη Βίκτωρος, Μ.Κ.7, είναι η υπεύθυνη του Μαιευτικού – Γυναικολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Είναι γυναικολόγος και ασκεί το λειτούργημα του ιατρού από το έτος 2002. Όπως προκύπτει από την κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 13/12/2023, Έγγραφο Θ, το περιεχόμενο της οποίας, κατά την ακρόαση της μαρτυρίας της από το Δικαστήριο, το υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της κυρίως εξέτασης της, ήταν η ιατρός που χειρούργησε την παραπονούμενη (υπό κατάσταση ολικής αναισθησίας), για συρραφή της ρήξης του βλεννογόνου του οπίσθιου κολπικού τοιχώματος (μεγέθους 4 – 5 εκ.), η οποία είχε διαγνωστεί από τον Δρ. Ευάγγελο Γένη, γυναικολόγο, κατά την εφημερία του. Διάγνωση, στην οποία προέβη και η ίδια κατά την εξέταση της παραπονούμενης πριν από την εγχείρηση της. Εγχείρηση, η οποία ήταν επείγουσα, λόγω της αιμορραγίας που είχε η παραπονούμενη και τα πήγματα αίματος στην περιοχή του κόλπου της.                           

 

Καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Μ.Κ.7 επεξήγησε ότι, όταν γίνεται αναφορά σε ρήξη του βλεννογόνου του οπίσθιου κολπικού τοιχώματος, εννοείται τραυματισμός του κάτω μέρους του κόλπου. Είπε επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι από μία βίαιη είσοδο του πέους ενός άντρα στο κόλπο μιας γυναίκας, μπορεί να προκληθεί πόνος και επακόλουθα ρήξη της βλεννογόνου του, γενικά, τέτοιος τραυματισμός μπορεί να προκληθεί στον γυναικείο κόλπο, όποτε αυτός δεν είναι προετοιμασμένος.        

 

Ο Δ./Αστ.2666 Ανδρέας Παπαθεοδώρου, Μ.Κ.14, υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Καλού Χωριού. Στο Δικαστήριο, κατέθεσε για τις ενέργειες του σχετικά με αυτή την υπόθεση, οι οποίες, όπως φαίνεται και στις καταθέσεις του ημερομηνίας 22/06/2022 και 13/09/2022, Τεκμήρια Ο και Ο1, αντίστοιχα, τις οποίες στο Δικαστήριο υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας του, αφορούσαν την παραλαβή, φύλαξη, διακίνηση και παράδοση τεκμηρίων, τα οποία η Αστυνομία συνέλεξε κατά την διερεύνηση της υπόθεσης.  

 

Η Μαρία Παναγιώτου, Μ.Κ.16, είναι νοσηλεύτρια στο Τμήμα Γυναικολογικού – Μαιευτηρίου του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Κατά την ακρόαση, κατέθεσε για τις ενέργειες της στις 05/06/2022, σχετικά με μία τσάντα με προσωπικά αντικείμενα της παραπονούμενης, την οποία είχε βρει πάνω σε τρόλεϊ που χρησιμοποιήθηκε για την μεταφορά και μετακίνηση της παραπονούμενης εντός του νοσοκομείου. Σχετική είναι η κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 21/06/2022, Έγγραφο Ρ, την οποία, κατά την ακρόαση, την υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας της.     

 

IV.

Η μαρτυρία: Η εκδοχή της Υπεράσπισης

 

Στον αντίποδα, όσον αφορά τα επίδικα γεγονότα, βασικός μάρτυρας κατά την ακρόαση για την υπεράσπιση, ήταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Με την μαρτυρία του στο Δικαστήριο, αποδέχθηκε την θεληματικότητα των καταθέσεων του στην Αστυνομία ημερομηνίας 03/06/2022, 04/06/2022 και 21/06/2022, Τεκμήρια 16, 17 και 11 αντίστοιχα, το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησε, και σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα και τις περιβάλλουσες αυτών περιστάσεις, πρόβαλε την ακόλουθη εκδοχή.

 

Κατ’ αρχάς, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στις προσωπικές του περιστάσεις. Μεταξύ άλλων, είπε για την οικογενειακή και εργασιακή του κατάσταση. Ανέφερε επίσης ότι, ως επαγγελματίας γεωργός, εργοδοτεί προσωπικό από τρίτες χώρες και περιέγραψε τους όρους και συνθήκες εργοδότησης τους. Μίλησε ειδικά και για την περίπτωση της παραπονούμενης.

Ακολούθως, περιέγραψε την σχέση του με την παραπονούμενη από την αρχή της εργοδότησης της, και την εξέλιξη της. Ειδικότερα, αναφέρθηκε σε διάφορα περιστατικά από τα οποία αντιλήφθηκε ότι η παραπονούμενη ενδεχομένως να είχε ερωτικές διαθέσεις έναντι του, καθώς και στο επακόλουθο περιστατικό που αποτέλεσε για εκείνον ξεκάθαρη ένδειξη ότι η παραπονούμενη ήθελε να έχουν σεξουαλική επαφή.

 

Κατέληξε, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του σχετικά με το πώς τελικά συνευρέθηκε ερωτικά με την παραπονούμενη. Πρώτα, περί τα μέσα Μάϊου του έτους 2022, όταν η παραπονούμενη του έκανε στοματικό έρωτα και μετά, στις 03/06/2022, όταν είχαν ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή με διείσδυση του πέους του στον κόλπο της. Περιέγραψε τα περιστατικά αυτά και υποστήριξε ότι, η παραπονούμενη, με την θέληση της συμμετείχε και συναινούσε σε όλα όσα έγιναν μεταξύ τους.

 

Είπε επίσης, και για τα περιστατικά της 03ης/06/2022 που επακολούθησαν την ερωτική τους συνεύρεση, αναφορικά με το γιατί και πώς η παραπονούμενη κατέληξε στο Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού με κολπική αιμορραγία. Καθώς επίσης, αναφέρθηκε και στα όσα περιστατικά αφορούν την διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία και ποια ήταν, σε αυτήν, η δική του εμπλοκή.     

 

Η Ελένη Χριστοφή, Μ.Υ.1, είναι γιαγιά του κατηγορουμένου. Κληθείσα στο Δικαστήριο, κατέθεσε ότι, αρχές Μαΐου του έτους 2022, μια ημέρα όταν βοηθούσε τον κατηγορούμενο στην συγκομιδή των πορτοκαλιών από χωράφι της στην Διερώνα, παρατήρησε ότι, η αλλοδαπή υπάλληλος του, που επίσης ήταν παρούσα για την ίδια εργασία και η οποία μεταγενέστερα έμαθε ότι υπέβαλε εναντίον του παράπονο με αποτέλεσμα την παρούσα υπόθεση, είχε ερωτικές διαθέσεις έναντι του κατηγορουμένου. Όπως ισχυρίστηκε, αυτό το κατάλαβε από την συμπεριφορά της εν λόγω κοπέλας, η οποία, κατά την διάρκεια της εργασίας τους, όταν, από ψηλά κοντά στο δέντρο όπου βρισκόταν, έδινε τον κουβά με τα πορτοκάλια στον κατηγορούμενο κατά το μάζεμα τους, «χαχάνιζε» με τρόπο που την αντιλήφθηκε ότι «ετρέσιετουν». Ότι δηλαδή, «ήθελε έρωτα» από τον κατηγορούμενο. Για αυτό μάλιστα τον λόγο, είχε προειδοποιήσει τον κατηγορούμενο να ήταν προσεχτικός μαζί της, μην τυχόν και τον παρέσυρε.

 

Ο Άριστος Αριστοκλέους, Μ.Υ.2, σύμφωνα και με την κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 21/06/2022, Έγγραφο Α, την οποία κατά την ακρόαση υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας του, είναι ιδιοκτήτης του γραφείου εξευρέσεως εργασίας, το οποίο, με προσωπικές του ενέργειες, σε σύμπραξη με πράκτορα στο Νεπάλ, διευθέτησε για τον ερχομό της παραπονούμενης στην Κύπρο με άδεια απασχόλησης και την εργοδότηση της ως εργάτριας στο τομέα της γεωργίας. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, η παραπονούμενη αφίχθηκε στην Κύπρο στις 16/03/2024 και, αφού την παρέλαβε από το αεροδρόμιο συνάδελφος του, την οδήγησε τελικά ο ίδιος στο αγρόκτημα του κατηγορουμένου, ο οποίος, ως είχε από προηγουμένως συμφωνηθεί, θα ήταν ο εργοδότης της.

 

Όπως επίσης ισχυρίστηκε, στις 03/06/2022, επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικώς ο κατηγορούμενος και του ζήτησε την ασφάλεια ευθύνης εργοδότη για την παραπονούμενη, για την εγγραφή της στο Γενικό Σύστημα Υγείας. Κάποιες ημέρες μετά, ίσως δύο, ο κατηγορούμενος, και πάλι επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικώς και, κατά την συνομιλία τους, του είπε ότι η παραπονούμενη, 15 ημέρες προηγουμένως, του έκανε, ανεπανάληπτο για τον ίδιο, στοματικό έρωτα. Του είπε επίσης ότι, μετά από εκείνο το περιστατικό, όταν της πρόσφερε τον μισθό της, η παραπονούμενη του ζήτησε να κρατούσε τα χρήματα για λογαριασμό της, έτσι ώστε, να της τα κατέβαλλε αργότερα, μαζί με τον μισθό της του επόμενου μήνα, για να τα έστελνε μαζεμένα στην οικογένεια της στο Νεπάλ. Επιπρόσθετα, του είπε ότι, 15 ημέρες μετά το προαναφερόμενο συμβάν, μετά το πέρας της εργασίας τους, είπε στην παραπονούμενη να πάει για μπάνιο και τελικά κατέληξαν να λουστούν μαζί. Όπως περαιτέρω του ανέφερε, η παραπονούμενη τον έτριψε μέσα στο μπάνιο, του έκανε και πάλι στοματικό έρωτα και, ακολούθως, με την συναίνεση της, συνευρέθηκαν ερωτικά. Κατόπιν, του είπε επίσης, είδε ότι η παραπονούμενη αιμορραγούσε και, αφού συμβουλεύτηκε τηλεφωνικώς τον πατέρα του, κάλεσε ασθενοφόρο για την μεταφορά της στο νοσοκομείο.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο ίδιος, αφού πληροφορήθηκε τα πιο πάνω από τον κατηγορούμενο, επικοινώνησε με τον πράκτορα στο Νεπάλ και τον ενημέρωσε σχετικά. Εκείνος, του είπε ότι θα επικοινωνούσε απευθείας με την παραπονούμενη. Κάποιες ημέρες αργότερα, ισχυρίστηκε επίσης, η Αστυνομία τον ενημέρωσε τηλεφωνικώς ότι η παραπονούμενη μπορούσε να λάβει εξιτήριο από το νοσοκομείο και, ως ο πράκτορας της στην Κύπρο, ερωτήθηκε αν υπήρχε χώρος για την διαμονή της. Ο ίδιος, προθυμοποιήθηκε στην προσωρινή φιλοξενία της στην οικία του, ωστόσο, όταν στις 10/06/2022 πήγε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για να την παραλάμβανε, πληροφορήθηκε ότι η παραπονούμενη τελικά θα διέμενε κάπου αλλού.

 

V.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας

Έχοντας παραθέσει την προσκομισθείσα κατά την ακρόαση μαρτυρία, για την οποία, στην ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, είχαμε την ευχέρεια, παρακολουθώντας επιστάμενα τα όσα οι μάρτυρες κατέθεταν, τον τρόπο με τον οποίο κατέθεταν και την λογική που η μαρτυρία τους ανέδυε με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, να αποκομίσουμε τις αναγκαίες εντυπώσεις ως προς την αξιοπιστία της, προχωρούμε, ως η ευθύνη του Δικαστήριο, στην αξιολόγηση της (βλ. Brierley v. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 476). Το πράττουμε, ακολουθώντας την σειρά με την οποία παραθέσαμε πιο πάνω την μαρτυρία των μαρτύρων, αφήνοντας όμως τελευταία, αυτή των παραπονούμενης και κατηγορουμένου, που ήταν και οι βασικοί μάρτυρες για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής και υπεράσπισης, αντίστοιχα.   

 

Όπως είναι νομολογημένο, η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο, γίνεται συνολικά και στη βάση μιας ενιαίας λογικής προσέγγισης και όχι μικροσκοπικά ή αποσπασματικά και, κατά κύριο λόγο, στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα ζητήματα (βλ. Brierley v. Αστυνομίας, ανωτέρω, Al Ittihad Al Watani κ. α. ν. Παπαδόπουλου, (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924 και Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd, (2009) 1 A.A.Δ. 974). Τα στοιχεία εκείνα, σε σχέση και αναφορικά με την μαρτυρία, που επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου για το προκείμενο, όπως είναι για παράδειγμα, οι διαφορές και οι αντιφάσεις που εντοπίζονται, πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, ώστε να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία των μαρτύρων ή να φανερώνουν τη διάθεση τους στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της (βλ. Χαμπή ν. Αστυνομίας, (2011) 2 Α.Α.Δ. 70). Συναφώς, μικροδιαφορές ή μικρόαντιφάσεις σε λεπτομέρειες και επουσιώδη θέματα, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θεωρούνται ότι ενδυναμώνουν μια μαρτυρία που, κατά τα άλλα, είναι πειστική και καταδεικνύουν ανυπαρξία προσχεδιασμού ή συνεννόησης μεταξύ των μαρτύρων (βλ. Σιβιτανίδης ν. Δημοκρατίας, (2011) 2 Α.Α.Δ. 166). Η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο, είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του. Οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, αλλά και η συνάρτηση των ισχυρισμών του με την υπόλοιπη μαρτυρία, συνιστούν επίσης καθοριστικούς, για την αξιοπιστία του, παράγοντες (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Kartashov, (2011) 1 Α.Α.Δ. 55). Ένας μάρτυρας, συνεπώς, μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του. Όταν γίνει πιστευτός, η μαρτυρία του μπορεί να γίνει αποδεκτή εν όλω ή εν μέρει. Μερικώς όταν, παρά το ότι γίνεται πιστευτός, μέρος μόνο της μαρτυρίας του, κρίνει το Δικαστήριο, εκφράζει την πραγματικότητα, καθότι, εκείνο που απορρίπτει, θεωρεί, για λόγους, όπως είναι για παράδειγμα, η αδυναμία μνήμης ή η ανεπίγνωστη ανεπαρκής παρατήρηση, ότι είναι λανθασμένο (βλ. Mohamed v. Δημοκρατίας, (2010) 2 Α.Α.Δ. 266). Η αξιοπιστία της μαρτυρίας, εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης (βλ. Wynne v. Mavronicola, (2009) 1 A.A.Δ. 1138).      

 

Οι Punam Rana, Μ.Κ.20 και Khum Prassad Shakma, Μ.Κ.21, εντυπωσίασαν θετικά το Δικαστήριο με την μαρτυρία τους. Η μαρτυρία τους ήταν αυθόρμητη, είχε συνοχή, λογική και σε κάποιο βαθμό αλληλοϋποστήριξη και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε το οποίο θα δικαιολογούσε να μην δοθεί από το Δικαστήριο πίστη σε αυτή. Άλλωστε, από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου, η μαρτυρία τους δεν αμφισβητήθηκε, αλλά επιδιώχθηκε, όπως παρατηρήσαμε, η εξαγωγή γεγονότων υποστηρικτικών της δικής του υπόθεσης. Παρά την ιδιάζουσα σχέση τους με τον κατηγορούμενο, ως εργοδοτούμενοι του και του γεγονότος ότι με την παραπονούμενη είναι ομοεθνείς και δήλωσαν ότι ήταν φίλοι, η μαρτυρία τους σχετικά με τα επίδικα γεγονότα κρίνεται ότι ήταν αμερόληπτη και ειλικρινής.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρία των Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21 για τα επίδικα γεγονότα, γίνεται αποδεκτή.

 

Ο Μενέλαος Μενελάου, Μ.Κ.6, άφησε στο Δικαστήριο θετική εντύπωση και με την μαρτυρία του έπεισε ότι προσήλθε στην ακρόαση με διάθεση την κατάθεση της αλήθειας. Η εμπλοκή του στα γεγονότα αναφορικά με τα οποία κατέθεσε, η προσωπική του γνώση για αυτά και η αμεροληψία του, δεν αμφισβητήθηκαν, ενώ οι σχετικοί ισχυρισμοί του, αντικειμενικά, κρίνεται ότι είχαν σαφήνεια, την απαιτούμενη υπό της περιστάσεις λεπτομέρεια και συνοχή. Δεν εντοπίζονται σε αυτούς, ανακολουθία, αυτοαναιρέσεις ή αντιφάσεις, που θα μπορούσαν να πλήξουν την αξιοπιστία του.

 

Σημειώνεται, σε ότι αφορά την μαρτυρία του, για την εφαρμογή προς την παραπονούμενη, για τους λόγους που ανέφερε, της τεχνικής της ώθησης της γνάθου, ότι ήταν σαφής ότι, όπως γίνεται και σε κάθε άλλη περίπτωση, το σημείο όπου για αυτό τον σκοπό εφάρμοσε πίεση με τα δάκτυλα των χεριών του, ήταν: «πίσω, κάτω από το αυτί, πάνω που είναι η γωνιά της κάτω γνάθου». Δηλαδή, στο σημείο της κάτω γνάθου, όπου βρίσκεται η κροταφογναθική άρθρωση. Όπως και κατά την ακρόαση της μαρτυρίας του υπέδειξε στο Δικαστήριο, η εν λόγω περιοχή, δεν βρίσκεται πίσω από το αυτί, αλλά κάτω από αυτό. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, ο Μ.Κ.6, αν και γενικά αναφέρθηκε ότι, κατά την εφαρμογή της εν λόγω τεχνικής, είναι δυνατόν να αποτυπωθούν τα δάκτυλα και τα νύχια των δακτύλων, με κοκκινίλα ή μώλωπα, επειδή η πίεση που ασκείται, ασκείται στον μέγιστο βαθμό μέχρι να υπάρξει η επιδιωκόμενη αντίδραση από τον ασθενή, σαφώς δεν ανέφερε ότι κάτι τέτοιο έγινε ή και παρατήρησε να συνέβη στην περίπτωση της παραπονούμενης, στο συγκεκριμένο σημείο ή πλησίον αυτού.

 

Κατά ακολουθία των πιο πάνω, η μαρτυρία του Μ.Κ.6 για τα επίδικα γεγονότα, γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

Ο Δρ. Γρηγόρης Τρύφωνος, Μ.Κ.2, επίσης εντυπωσίασε θετικά το Δικαστήριο. Η εμπλοκή του στα γεγονότα αναφορικά με τα οποία κατέθεσε, η προσωπική του γνώση για αυτά και η αμεροληψία του, δεν αμφισβητήθηκαν, ενώ οι σχετικοί ισχυρισμοί του, αντικειμενικά, κρίνεται ότι είχαν σαφήνεια, την απαιτούμενη υπό της περιστάσεις λεπτομέρεια και συνοχή. Δεν εντοπίζονται σε αυτούς, ανακολουθία, αυτοαναιρέσεις ή αντιφάσεις, που θα μπορούσαν να πλήξουν την αξιοπιστία του.

 

Μάλιστα, όπως υποστήριξε και δεν αμφισβητήθηκε, για τα γεγονότα που κατέθεσε στο Δικαστήριο, είχε συντάξει, την ίδια ημέρα που διαδραματίστηκαν, καταγράφοντας για αυτά τις παρατηρήσεις του, οι οποίες συνάδουν με την μαρτυρία του στο Δικαστήριο, την Ιατρική Έκθεση, Τεκμήριο 2. Αξιοσημείωτο είναι ότι, στο εν λόγω έγγραφο, καταγράφεται και ο ισχυρισμός του περί του ότι η παραπονούμενη του ανέφερε, μέσω διερμηνέα, για τον βιασμό της από τον εργοδότη της, μετά που ο τελευταίος της «έβαλε ένεση πίσω από το αυτί της». Αυτό, όπως ισχυρίστηκε, το είχε παραδώσει στην Αστυνομία, όταν, 18 ημέρες αργότερα, αστυνομικός του έλαβε την κατάθεση του ημερομηνίας 21/06/2022, Έγγραφο Δ, κατά την οποία περιέγραψε το εν λόγω συμβάν και αναφέρθηκε στα λεγόμενα της παραπονούμενης με περισσότερη λεπτομέρεια.

 

Άλλωστε, ο ισχυρισμός του κατά την εν λόγω κατάθεση του στην Αστυνομία, ότι η παραπονούμενη του ανέφερε ότι ο εργοδότης της, αφού της έκανε ένεση πίσω από το δεξιό της αυτί, σημείο στο οποίο συγχρόνως του έδειχνε, την βίασε, καθώς και ότι στο συγκεκριμένο σημείο, παρατήρησε, υπήρχε μια κυκλική ερυθρότητα και στο κέντρο της οπή, υποστηρίζονται και από την μαρτυρία του Μ.Κ.15. Ο οποίος, Μ.Κ.15, την μαρτυρία του οποίου αξιολογούμε ως στην συνέχεια θα αναφέρουμε,  για το προκείμενο ισχυρίστηκε ότι, ο Μ.Κ.2, όταν στο Τ.Α.Ε.Π. τον πληροφορούσε για την περίπτωση της παραπονούμενης, δεν του είπε απλά, αλλά και του «υπέδειξε», σε σημείο πίσω από το δεξιό της αυτί, μίαν οπή, η οποία πιστευόταν ότι είχε προέλθει από τρύπημα σύριγγας.

 

Ας σημειωθεί ότι, η όποια αμφιβολία του Μ.Κ.2, την οποία συσχέτισε και με την πάροδο του χρόνου από τα επίδικα γεγονότα μέχρι και την κατάθεση του στο Δικαστήριο, σχετικά με την γλώσσα επικοινωνίας του με την διερμηνέα, δηλαδή, κατά πόσο αυτή έγινε χρησιμοποιώντας την Ελληνική ή την Αγγλική γλώσσα και με το κατά πόσο, η παραπονούμενη, για το σημείο της «ένεσης», του έδειξε πίσω από το δεξιό ή το αριστερό της αυτί, δεν μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολία σχετικά με τα όσα προαναφερόμενα με βεβαιότητα κατέθεσε ότι του λέχθηκαν από την παραπονούμενη μέσω της διερμηνέα (της οποίας, ας σημειωθεί, θυμόταν ακόμη και το χρώμα της μπλούζας που φορούσε), αναφορικά με τον ισχυριζόμενο βιασμό της, όχι μόνο μία, αλλά δύο φορές, και διαδοχικά.

 

Επισημαίνουμε ότι, ο Μ.Κ.2, παρουσιάστηκε ως μάρτυρας από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, χωρίς από την μαρτυρία του να μπορεί να λεχθεί ότι τίθεται ζήτημα ότι, τα όσα πιο πάνω πρόβαλε ως ισχυρισμούς του, δεν αποτελούν την πραγματικότητα, αλλά παρανόηση των όσων η Μ.Κ.4 του μετέφερε ως λεγόμενα της παραπονούμενης, ενδεχομένως λόγω κακής διερμηνείας. Εξάλλου, ο Μ.Κ.2, η αμεροληψία του οποίου, ως προ ειπώθηκε, δεν αμφισβητήθηκε από οποιανδήποτε άποψη, ως ένας επαγγελματίας υγείας, που καμία σχέση δεν είχε ή έχει, είτε με τον κατηγορούμενο, είτε με την παραπονούμενη, δεν είναι λογικό ότι θα θεωρούσε σημαντικό να σημειώσει στην Ιατρική Έκθεση, Τεκμήριο 2, σχετικά με το επίδικο περιστατικό (για το οποίο, επισημαίνεται, ήταν ο πρώτος που ενημέρωσε την Αστυνομία) και θα πρόβαλλε και στην συνέχεια καταθέτοντας στην Αστυνομία, ισχυρισμούς για γεγονότα (αντικειμενικά, εύκολα αντιληπτά για ένα άτομο της θέσης του ότι έχουν σημασία, επειδή αφορούν την διάπραξη, ενδεχομένως, ενός σοβαρού ποινικού αδικήματος, όπως είναι αυτό του βιασμού), άνευ λόγου και αιτίας, διαφοροποιημένα. Και πολύ περισσότερο, αν δεν αποτελούσαν την πραγματικότητα, ή αν είχε αμφιβολία για την ακρίβεια τους λόγω της διερμηνείας που είχε από την Μ.Κ.4. 

 

Με βάση τα πιο πάνω, η μαρτυρία του Μ.Κ.2, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Η Dham Maya Basnet Bista, M.K.4, με την μαρτυρία της, δεν έχει πείσει το Δικαστήριο για την αξιοπιστία της. Ως προ ειπώθηκε, η Μ.Κ.4, μεταξύ άλλων, κατέθεσε και για τα όσα έλαβαν χώρα και ειπώθηκαν στον Μ.Κ.2 από την παραπονούμενη, διαμέσου της ως διερμηνέα, κατά τον χρόνο που η παραπονούμενη βρισκόταν στο Τ.Α.Ε.Π. στις 03/06/2022. Οι εν λόγω ισχυρισμοί της, ουσιώδεις κατά την κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, εφόσον άπτονται, εκτός του ζητήματος της αξιοπιστίας της προσαχθείσας από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής μαρτυρίας για το προκείμενο, αλλά νομικά, ενδεχομένως, και του ζητήματος του πρώτου παραπόνου ενός θύματος σεξουαλικού ποινικού αδικήματος, είναι σε απευθείας αντίθεση με την μαρτυρία του Μ.Κ.2 για τα ίδια γεγονότα, η οποία και, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.   

 

Κατ’ αρχάς, προβλημάτισε αρνητικά το Δικαστήριο, το γεγονός ότι, ενώ η Μ.Κ.4, καμία σχετική αναφορά δεν κάνει για το ζήτημα αυτό στην κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 09/06/2022, Έγγραφο ΣΤ1, όταν ερωτήθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής για το εάν, κατά την επαφή της με την παραπονούμενη στο Τ.Α.Ε.Π. στις 03/06/2022, είχε παρατηρήσει ή δει κάτι στο «πρόσωπο» της, αμέσως, και χωρίς η απάντηση της να αφορά οτιδήποτε σχετικά με το πρόσωπο της παραπονούμενης, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι είχε παρατηρήσει «κόκκινα σημάδια πίσω από το αυτί» της, δείχνοντας συγχρόνως και διευκρινίζοντας, ότι επρόκειτο για το δεξιό της αυτί. Ήταν ένας ισχυρισμός, ο οποίος φάνηκε ότι, τουλάχιστον, δεν ήταν αυθόρμητος.

 

Ήταν μάλιστα, ακολούθως, ο ισχυρισμός της, όπως τον ανέπτυξε, ότι, αφού είχε παρατηρήσει αυτά τα κόκκινα σημάδια πίσω από το δεξιό αυτί της παραπονούμενης, υπέθεσε ότι «κάποιος είχε βάλει κάτι» στην παραπονούμενη στο εν λόγω σημείο και για αυτό είχε ζητήσει από τον Μ.Κ.2 να το ελέγξει. Ο Μ.Κ.2, είπε επίσης, αφού το έπραξε, της είπε ότι, όντως, «κάτι μπορεί να της είχαν βάλει» και της ζήτησε να ερωτήσει για αυτό την παραπονούμενη. Η δε παραπονούμενη, υποστήριξε περαιτέρω, της απάντησε ότι, ο εργοδότης της, «δεν της είχε βάλει κάτι». Αξιοσημείωτο είναι ότι, από την Μ.Κ.4, ζητήθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, να πει στο Δικαστήριο, πως, στην Ελληνική γλώσσα, ως ήταν ο ισχυρισμός της, είπε και είχε την προαναφερόμενη επικοινωνία με τον Μ.Κ.2. Το έπραξε, και το Δικαστήριο, έχοντας ακούσει την Μ.Κ.4, κρίνει ότι, δεν θα μπορούσε, με βάση τα όσα η Μ.Κ.4 ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο ότι είπε στον Μ.Κ.2, να τίθεται, σε κάθε περίπτωση, ζήτημα παρανόησης από πλευράς του Μ.Κ.2 των όσων, κατά ισχυρισμό της Μ.Κ.4, του λέχθηκαν από την παραπονούμενη, αν πράγματι τα γεγονότα διαδραματίστηκαν, ως οι ισχυρισμοί της. Ισχυρισμοί της, οι οποίοι, επαναλαμβάνουμε, είναι άκρως αντίθετοι με αυτούς που, για τα ίδια περιστατικά, παρουσίασε ο Μ.Κ.2. Ενώ, σύγκριση τους και με τους αντίστοιχους της παραπονούμενης, στο πλαίσιο της αντιπαραβολής της μαρτυρίας της με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας, και ανεξαρτήτως της αξιολόγησης της μαρτυρίας της τελευταίας, ως στην συνέχεια αναφέρουμε, δείχνει ότι, ούτε και με αυτούς συνάδει (βλ. Παναγή ν. Χρυσοδόντα, Ποινική Έφεση Αρ. 249/2015 κ. α., 06/06/2024 πιο κάτω).  

 

Ας σημειωθεί ότι, κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.4 από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, η θέση του Μ.Κ.2 για τα συγκεκριμένα περιστατικά, της τέθηκε ειδικά για να την σχολιάσει και η Μ.Κ.4 ήταν ρητή στην απάντηση της ότι, ούτε η παραπονούμενη, αλλά ούτε και η ίδια, του είπαν αυτά τα οποία ισχυρίζεται.          

 

Καταλήγουμε, συνεπώς, με βάση τα προαναφερόμενα, ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.4 για τα επίδικα γεγονότα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο και για αυτό απορρίπτεται.

 

Ο Α./Αστ.2851 Ιωάννης Μαυρομούστακος, Μ.Κ.15, η μαρτυρία του οποίου ήταν σύντομη και ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ήταν σαφής, ακριβής και θετική. Έχουμε ικανοποιηθεί ότι ήταν προϊόν προσωπικής γνώσης και διαπίστωσης γεγονότων στα οποία ενεπλάκη κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του ως μέλος της Αστυνομίας, χωρίς να τίθεται ζήτημα έλλειψης από πλευράς του αμεροληψίας ή και αντικειμενικότητας.

 

Ήταν, σημειώνεται, ο πρώτος αστυνομικός που, στις 03/06/2022, όταν τυχαία βρισκόταν για κάποια άλλη υπόθεση της Αστυνομίας στο Τ.Α.Ε.Π του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, έλαβε την πληροφόρηση από τον Μ.Κ.2 για την περίπτωση της παραπονούμενης που έχρηζε αστυνομικής διερεύνησης. Μεταγενέστερα, και αφού προέβη στις δέουσες ενέργειες για ενημέρωση τελικά του αρμόδιου Αστυνομικού Σταθμού Καλού Χωριού με κάποια αρχικά στοιχεία, δεν είχε άλλη ανάμειξη στην υπόθεση. Η μαρτυρία του στο Δικαστήριο, περιορίστηκε στο τί διαμείφθηκε με τον Μ.Κ.2 στο        Τ.Α.Ε.Π. και τί ήταν που του υπέδειξε σχετικά στην Μ.Κ.2, ήτοι, την κυκλική ερυθρότητα στο δεξιό της αυτί που στο κέντρο της είχε μία οπή, σχετικά με τα οποία ήταν σαφής. Εξάλλου, οι σχετικοί ισχυρισμοί του, υποστηρίζονται και από τα όσα για τα ίδια περιστατικά κατέθεσαν, ο Μ.Κ.2, ως πιο πάνω αναφέραμε και ο Μ.Κ.12, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του οποίου αναφερόμαστε στην συνέχεια.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η μαρτυρία του Μ.Κ.15 για τα επίδικα γεγονότα, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Η Αστ. 4552, Εύρη Φράγγου, Μ.Κ.3 προβλημάτισε αρνητικά το Δικαστήριο με την μαρτυρία της. Ενώ, ως αστυνομικός, σε σχέση με αυτή την υπόθεση και τα περιστατικά που κατέθεσε, καθηκόντως, όπως άλλωστε ισχυρίστηκε και δεν αμφισβητήθηκε, είχε εμπλοκή και ενήργησε, άφησε την εντύπωση ότι, για κάποιο άγνωστο για το Δικαστήριο λόγο, κατά την ακρόαση της μαρτυρίας της, προσπάθησε, και έντονα μάλιστα, να παρουσιάσει μία διαφορετική εικόνα από τα όσα με την κατάθεση της ημερομηνίας 23/06/2022, Έγγραφο Ε, έδιδε ως μάρτυρας.

 

Ειδικότερα, αίσθηση προκάλεσε στο Δικαστήριο το γεγονός ότι, ενώ στην προαναφερόμενη κατάθεση της (η οποία, όπως ανέφερε, αποτελεί αναπαραγωγή του ημερολογίου ενέργειας στο οποίο προέβη το ίδιο βράδυ της επίσκεψης της, της παραπονούμενης, στις 21:00, Τεκμήριο 3), καμία επιφύλαξη δεν αναφέρει σχετικά με τις πληροφορίες που, παρά την κατάσταση της παραπονούμενης λόγω της εγχείρησης της που είχε προηγηθεί, κατάφερε να εξασφαλίσει από εκείνη με την διερμηνεία της Μ.Κ.4, κατά την ακρόαση, σχετικά με το ζήτημα αυτό, είπε ουσιαστικά στο Δικαστήριο κάτι που δεν μπορεί λογικά να γίνει εύκολα αποδεκτό ως προερχόμενο από αστυνομικό. Είπε ότι, η σχετική προφορική αναφορά που έλαβε από την παραπονούμενη και κατέγραψε, ήταν τα όσα η ίδια συμπερασματικά αντιλήφθηκε από αυτά που η Μ.Κ.4 της μετέφερε από την παραπονούμενη, με τα μέτρια προς κακά ελληνικά της.

 

Δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό ως εύλογο, η Μ.Κ.3, η οποία μάλιστα, ως πρώην δασκάλα δημοτικής εκπαίδευσης, αναφέρθηκε και στην δική της πάρα πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ως αστυνομικός πλέον, θα προχωρούσε, μετά που για την υπόθεση είχε ανοιχτεί από την Αστυνομία ποινικός φάκελος, και θα κατέγραφε στην προαναφερόμενη κατάθεση της (ακόμη και εάν δεν το είχε πράξει στο προαναφερθέν ημερολόγιο ενέργειας), τα όσα η παραπονούμενη της ανέφερε προφορικά (που μάλιστα, περιλάμβαναν και τον πολύ σοβαρό ισχυρισμό της περί βιασμού της από τον εργοδότη της, ενός κακουργήματος), χωρίς καμία αναφορά, στην κακή ποιότητα της διερμηνείας που ετύγχανε από την Μ.Κ.4 κατά τον ουσιώδη χρόνο (η οποία, όπως ισχυρίστηκε κατά την ακρόαση, της δημιουργούσε αβεβαιότητα) ή και στο ότι, λόγω αυτού του δεδομένου, τα όσα κατέγραψε, ήταν προϊόν των όσων η ίδια συμπερασματικά αντιλήφθηκε.

 

Η λεπτομέρεια, άλλωστε, των όσων κατέγραψε ότι η παραπονούμενη προφορικά της κατέθεσε, δεν φαίνεται να υποστηρίζουν την δυσκολία στην οποία αναφέρθηκε. Δυσκολία που, όπως ισχυρίστηκε η Μ.Κ.3 έκαναν και κάπως χρονοβόρα την διαδικασία, η οποία, ούτε και από την μαρτυρία των παραπονούμενης και Μ.Κ.4, αν συγκριθεί η μαρτυρία τους (στο πλαίσιο της αντιπαραβολής της μαρτυρίας της με το σύνολο της υπόλοιπης προσαχθείσας μαρτυρίας), φαίνεται να υποστηρίζεται, ανεξαρτήτως της αξιολόγησης της μαρτυρίας των τελευταίων (βλ. Παναγή ν. Χρυσοδόντα, Ποινική Έφεση Αρ. 249/2015 κ. α., 06/06/2024 πιο κάτω).     

 

Τα προαναφερόμενα, σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, αφορούν την ουσία της μαρτυρίας Μ.Κ.3, και ως εκ τούτου, αυτή, στο βαθμό που δεν αφορά παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα, κρίνεται από το Δικαστήριο ότι δεν αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του και απορρίπτεται.

 

Ο Αστ.3928, Ξένιος Κωνσταντίνου, Μ.Κ.12, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά την ακρόαση, κατέθεσε ισχυρισμούς που αφορούν γεγονότα τα οποία προσωπικά βίωσε ή περιήλθαν στην αντίληψη του, με ακρίβεια και ειλικρίνεια. Το παρουσιαστικό του στο ειδώλιο του μάρτυρα, έπεισε το Δικαστήριο για την ειλικρίνεια του. Αυτό, σε συνδυασμό με την αυτοπεποίθηση, καθαρότητα και σαφήνεια όταν εξιστορούσε τα σχετικά περιστατικά, κάτι που δείχνει επίσης ότι τα θυμόταν πάρα πολύ καλά, έπεισαν το Δικαστήριο ότι μπορεί να δοθεί πίστη στην μαρτυρία του. Άλλωστε, όπως ισχυρίστηκε και δεν αμφισβητήθηκε, για τις ενέργειες του σχετικά με την παρούσα υπόθεση, καθώς και για κάποια γεγονότα που περιήλθαν στην αντίληψη του ενώ βρισκόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, αλλά και σε σχέση με την επικοινωνία που είχε με την παραπονούμενη εκείνη την ημέρα, επικαλέστηκε τα σχετικά ημερολόγια ενέργειας που είχε ετοιμάσει αυθημερόν, στις 16:40 και 22:00, τα οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια 12 και 13, αντίστοιχα. Όπως επίσης ανέφερε, σε ότι αφορά τα όσα διημείφθησαν με την παραπονούμενη μέσω του διερμηνέα Νεπαλικών, τα οποία στην συνέχεια, μία ώρα περίπου αργότερα, τα κατέγραψε στο ημερολόγιο ενέργειας, Τεκμήριο 13, συγχρόνως της εξέλιξης τους, τηρούσε για αυτά, γραπτώς, σημειώσεις, τις οποίες και χρησιμοποίησε για την εν λόγω καταχώριση.    

 

Η εμπλοκή του, εξάλλου, στα γεγονότα που ισχυρίστηκε και για τους λόγους που ανέφερε, ως μέλος της Αστυνομίας, εν ώρα υπηρεσίας και κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του, ή και η πραγματικότητα τους, δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Στην μαρτυρία του, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση, είτε την αντικειμενικότητα και αμεροληψία του, είτε την ακρίβεια των ισχυρισμών του.   

 

Σε ότι αφορά την μαρτυρία του, σημειώνεται, η διευκρίνηση που έκανε κατά την αντεξέταση του, σχετικά με την δυσκολία που είχε στην συνεννόηση του με την παραπονούμενη. Είπε ότι, δεν επρόκειτο για δυσκολία η οποία έγκειτο στην διερμηνεία, καθότι η χρήση της Αγγλικής γλώσσας, τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον διερμηνέα, την οποία χρησιμοποιούσαν για την επικοινωνία τους, ήταν άπταιστη. Ο δε διερμηνέας, γνώριζε την Νεπαλική γλώσσα, επειδή ήταν η μητρική του γλώσσα και ήταν ένας εκ των δύο, παγκυπρίως, εγγεγραμμένων για επίσημη χρήση, διερμηνέων της Αστυνομίας. Η δυσκολία στην οποία αναφέρθηκε, περιέγραψε, οφειλόταν στην παραπονούμενη, η οποία, δεν απαντούσε ακριβώς στα όσα την ερωτούσε και όταν απαντούσε, ήταν «με νεκατωμένα γεγονότα», τα οποία είχε δυσκολία να βάλει σε μια σειρά. Κάτι το οποίο, με την λήψη σημειώσεων των όσων του έλεγε, τελικά έγινε.

 

Στη βάση των πιο πάνω, η μαρτυρία του Μ.Κ.12, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Ο Αναπληρωτής Λοχίας 563, Θεόδωρος Πέτρου, Μ.Κ.18, ως μάρτυρας άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του ήταν σαφής, λεπτομερής και εύλογη, καθώς επίσης, απαλλαγμένη από οποιεσδήποτε αντιφάσεις ή και αυτοαναιρέσεις και κενά, που θα μπορούσαν να προβληματίσουν για την αξιοπιστία του. Ως αστυνομικός που ενεπλάκη στα περιστατικά αυτής της υπόθεσης κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του, έχουμε ικανοποιηθεί ότι, κατά την δράση του, υπήρξε αντικειμενικός και αμερόληπτος. Η μαρτυρία του, άλλωστε, εκτός της υποστήριξης που λαμβάνει, αναλόγως περίπτωσης, και από τους ισχυρισμούς των Μ.Κ.11 και Μ.Κ.13 στην αξιολόγηση της οποίας αναφερόμαστε στην συνέχεια, αλλά και από την προαναφερόμενη του Μ.Κ.12 την οποία έχουμε αποδεχθεί ως αξιόπιστη, από πλευράς υπεράσπισης, δεν έχει αμφισβητηθεί. Τουναντίον, όπως παρατηρήσαμε, κατά την αντεξέταση του, η προσπάθεια που καταβλήθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης, ήταν για διευκρίνηση των ισχυρισμών του και η εξαγωγή γεγονότων που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υποστηρίξουν την υπόθεση του κατηγορουμένου.

 

Αξιοσημείωτη, είναι η μαρτυρία του Μ.Κ.18 σχετικά με τα ακόλουθα. Κατ’ αρχάς, ουσιώδης είναι, η ρητή και απερίφραστη τοποθέτηση του κατά την αντεξέταση του, σχετικά με το ότι, η παραπονούμενη, στις 04/06/2022, κατά την αντίληψη του ως αστυνομικός ανακριτής που ήταν παρών, όταν της λαμβανόταν η κατάθεση της Έγγραφο Α1, παρά το γεγονός ότι είχε εγχειριστεί την προηγούμενη ημέρα, φαινόταν κουρασμένη και μιλούσε με δυσκολία, ήταν σε θέση και υπήρχε η συνεννόηση μαζί της, ώστε να κατέθετε για τα επίδικα γεγονότα, ορθά και κατανοητά.

Περαιτέρω, σημαντική κρίνεται και η μαρτυρία του, περί του ότι, όταν, στις 04/06/2022, θα ελάμβαναν την κατάθεση της παραπονούμενης, Έγγραφο Α1, και πριν από την έναρξη της, η Μ.Κ.11 είχε αναφέρει στην παραπονούμενη για το ποινικό αδίκημα της δημόσιας βλάβης, αυτό είχε γίνει στο πλαίσιο μίας ήρεμης συζήτησης, που δεν έδειξε, με αναφορά, είτε την έκφραση της παραπονούμενης εκείνη την στιγμή, είτε την στάση της μετέπειτα, ότι είχε φοβηθεί. Ήταν επίσης η θέση του ότι, η διαδικασία λήψης της εν λόγω κατάθεσης της παραπονούμενης, ήταν καθόλα κανονική και δεν υπήρξε οποιαδήποτε απολύτως ένδειξη ότι δεν ήταν θεληματική.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα, η μαρτυρία του Μ.Κ.18, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Η παρουσία της Αστ.4738, Έλενα Χαριλάου, Μ.Κ.11 στο ειδώλιο του μάρτυρα κατά την ακρόαση της μαρτυρίας της, έπεισε το Δικαστήριο για την ειλικρίνεια της. Η εξιστόρηση της των περιστατικών που αφορούν στα επίδικα γεγονότα, ήταν καθαρή, περιγραφική και λεπτομερής, κατά τρόπο που έδειχνε ότι είχε πολύ καλή ανάμνηση τους, σαφής και εύλογη. Δεν εντοπίζετε οτιδήποτε στην μαρτυρία της το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει, είτε ότι η εμπλοκή της στα περιστατικά αυτής της υπόθεσης επηρεάστηκε από οτιδήποτε πέραν της διάθεσης της να εκτελέσει το καθήκον της ως αστυνομικός ή ότι, κατά την εκτέλεση του, επέδειξε υπέρμετρο ζήλο ή ότι, για κάποιο άλλο λόγο, δεν υπήρξε, ως όφειλε, αμερόληπτη και ανεπηρέαστη.

 

Η μαρτυρία της, άλλωστε, από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ουσιαστικά, δεν αμφισβητήθηκε και η αντεξέταση της, στόχο είχε, ήταν προφανές, την εξαγωγή μαρτυρίας για την δική του υπόθεση. Περαιτέρω, αυτή υποστηρίζεται και από τα όσα αποδεκτά, για τα ίδια περιστατικά, κατέθεσε στο Δικαστήριο ο Μ.Κ.18, στην μαρτυρία του οποίου έχουμε προαναφερθεί. 

 

Σε ότι αφορά την μαρτυρία της Μ.Κ.11, σημειώνεται η ρητή και απερίφραστη τοποθέτηση της κατά την αντεξέταση της, ότι, όταν στις 04/06/2022 είχε την προαναφερόμενη συνάντηση με την παραπονούμενη για την λήψη της κατάθεσης της Έγγραφο Α1, παρουσία και του Μ.Κ.18, σε καμία περίπτωση, σχετικά με τα όσα ειπώθηκαν μεταξύ τους, υπήρξε από πλευράς της έντονη ή και εκδηλώθηκε με θυμό.

 

Στη βάση των ανωτέρω, η μαρτυρία της Μ.Κ.11 για τα επίδικα γεγονότα, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Η Λοχίας 395, Αυγή Παπαχαραλάμπους, Μ.Κ.13, προξένησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία της, αν και σύντομη, ήταν περιεκτική και σαφής, χωρίς να εντοπίζεται σε αυτήν οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να πλήξει την αξιοπιστία της. Από την αντεξέταση της, εκτός του ότι δεν προέκυψε, σε σχέση με την μαρτυρία της, κάποια αντίφαση ή κάτι άλλο αρνητικό, διαφάνηκε ότι οι ισχυρισμοί της, δεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Η μαρτυρία της, περαιτέρω, βρίσκουμε ήταν αυθόρμητη και ειλικρινής. Περιορίστηκε στα όσα αφορούσαν την λήψη της κατάθεσης της παραπονούμενης στις 09/06/2022, Έγγραφο Β1. Η εμπλοκή της στα γεγονότα για τα οποία κατέθεσε, με βάση την μαρτυρία της, βρίσκουμε ότι ήταν στα πλαίσια της λειτουργίας της ως αστυνομικός, ακόμη και εάν ήταν εκτός καθήκοντος, που κανένα συμφέρον δεν είχε ή λόγο, να δράσει μεροληπτώντας σε ότι αφορούσε τον οποιονδήποτε εμπλεκόμενο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρία της Μ.Κ.13, γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

Ο Νεόφυτος Νεοφύτου, Μ.Κ.8, ως μάρτυρας, άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η παρουσίαση των ισχυρισμών του, έπεισε το Δικαστήριο για την ειλικρίνεια του. Ήταν σαφής με την μαρτυρία του για την εμπλοκή του στα περιστατικά αυτής της υπόθεσης, ως πιο πάνω αναφέρθηκε, με την λήψη της ανώνυμης καταγγελίας σχετικά με αυτή την υπόθεση κατά την διάρκεια της εκπομπής του στο ραδιόφωνο και την επικοινωνία της στην Μ.Κ.17 για σκοπούς, ενδεχομένως, διερεύνησης, και δεν έχει προκύψει οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε να μην δοθεί πίστη στους ισχυρισμούς του. Η μαρτυρία του, άλλωστε, υποστηρίζεται και από τους ισχυρισμούς της Μ.Κ.17 για τα ίδια περιστατικά, την μαρτυρία της οποίας αξιολογούμε ως στην συνέχεια αναφέρουμε.

 

Κατά ακολουθία των ανωτέρω, η μαρτυρία του Μ.Κ.8 για τα επίδικα γεγονότα, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Η Υπαστυνόμος Ελένη Μιχαήλ, Μ.Κ.17, αν και, σε ότι αφορά το γνωστικό μέρος της μαρτυρίας της σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου, με την κατάθεση της, προβλημάτισε κάπως αρνητικά το Δικαστήριο.

 

Αίσθηση προκάλεσε, ειδικότερα, η τοποθέτηση της κατά την αντεξέταση της από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ότι, παρά την κατάθεση της παραπονούμενης στην Αστυνομία ημερομηνίας 04/06/2022, Έγγραφο Α1 περί του ότι η συνουσία της με τον κατηγορούμενο ήταν συναινετική, δεν υπάρχει καμία απολύτως πιθανότητα, οι ισχυρισμοί της τελικά σχετικά με τα επίδικα γεγονότα περί του αντιθέτου, να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, η απάντηση της όταν για πρώτη φορά ερωτήθηκε, ήταν ότι: «δεν υπάρχει πιθανότητα [η παραπονούμενη] να μην είναι θύμα εκμετάλλευσης και να ήταν συναινετικό το σεξ με τον κατηγορούμενο». Και στην συνέχεια, όταν ερωτήθηκε να εξηγήσει το γιατί, είπε: «Σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει. Δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν διαφορετικά τα πράγματα.». Επανέλαβε δε και για τρίτη διαδοχικά φορά την προαναφερόμενη βεβαιότητα της, όταν και πάλι της ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί τοποθετείτο με αυτό τον τρόπο, λέγοντας: «Ήμασταν απόλυτα βέβαιοι ότι έχουμε ενώπιόν μας ένα θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης από τα περιστατικά και τις ενδείξεις που είχαμε.».

 

Όταν, δεδομένης της πιο πάνω θέσης της, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, εύλογα της υπέβαλε ακολούθως ότι, το γεγονός ότι υπήρχαν στα περιστατικά αυτής της υπόθεσης, με βάση το σχετικό Πρωτόκολλο που ακολουθείται από το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων και τους αναγνωρισμένους γενικούς δείκτες, δείκτες θυματοποίησης της παραπονούμενης, η ενοχή του κατηγορουμένου δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη, δεν ανασκεύασε και επιμένοντας, επικαλέστηκε επιπρόσθετα και γενικά, την σχετική νομοθεσία, τις εξετάσεις που έγιναν από την ανακρίτρια, Μ.Κ.10 και την εμπειρία της τελευταίας στην διερεύνηση τέτοιου είδους υποθέσεων. Ερωτηθείσα ωστόσο περαιτέρω, σε ποιες εξετάσεις της Μ.Κ.10 αναφερόταν, είπε, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί, ότι τις λεπτομέρειες αυτών τις γνωρίζει η Μ.Κ.10 και ότι ο δικός της ρόλος ήταν καθαρά εποπτικός. Στην συνέχεια της αντεξέτασης της, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις προαναφερόμενες απόλυτες τοποθετήσεις της, ουσιαστικά τις επανέλαβε, δύο φορές μάλιστα, λέγοντας ότι, η παραπονούμενη, με βεβαιότητα ήταν θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση.

Η Μ.Κ.17, υπενθυμίζουμε, είναι η Υπεύθυνη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων και το πρόσωπο που έδιδε οδηγίες στους Μ.Κ.9 και Μ.Κ.10 για την διερεύνηση της υπόθεσης. Η ίδια, κατά το στάδιο της διερεύνησης, δεν είχε προσωπική επαφή με την παραπονούμενη και αντιλαμβανόμαστε ότι, τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο σε σχέση με τα οποία καταγράψαμε ανωτέρω τις παρατηρήσεις μας, ενδεχομένως, ήταν στο πλαίσιο της προσπάθειας της να εξηγήσει, με δεδομένη την γνώση της των αναγνωρισμένων γενικών δεικτών θυματοποίησης και του σχετικού Πρωτοκόλλου που ακολουθείται από το Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων για την διαπίστωση τους (και συμπλέκοντας σε αυτά, ίσως, και τις πρόνοιες του Άρθρου 12(2) του Νόμου 60(Ι)/2014), γιατί στην προκείμενη περίπτωση, η παραπονούμενη αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση· ώστε να μην τίθεται ζήτημα έλλειψης αντικειμενικότητας και αμεροληψίας της στους χειρισμούς της σχετικά με την παρούσα υπόθεση. Αυτό που, σε κάθε περίπτωση, γενικά μπορεί να λεχθεί αξιολογώντας την αξιοπιστία της, είναι ότι, κρίνεται ειλικρινής ως προς το ότι, πρόθεση της ήταν, οι ενέργειες της, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, να ήταν προς εφαρμογή και εντός του πλαισίου που ο Νόμος 60(I)/2014 (και ειδικότερα το Μέρος IV), ορίζει. Ωστόσο, δοσμένων των προαναφερόμενων παρατηρήσεων μας, κρίνουμε ότι, κατά την εξαγωγή από το Δικαστήριο των συμπερασμάτων του για τα επίδικα γεγονότα και ζητήματα, στην προαναφερόμενη κατάθεση της, δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα. Αποδεχόμαστε το μέρος της μαρτυρίας της που δεν αφορά στα προαναφερόμενα, το οποίο, ως άλλωστε προ ειπώθηκε ότι παρατηρούμε, δεν ετέθη υπό αμφισβήτηση από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου και το οποίο, βρίσκουμε, συνάδει και υποστηρίζεται, τόσο από την προαναφερόμενη αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.8, όσο και από την μαρτυρία της Μ.Κ.10 της οποίας η αξιολόγηση ακολουθεί.  

 

Σε κάθε περίπτωση, η γνώμη, όπου αυτή εκφράστηκε, από την Μ.Κ.17, σχετικά με την εφαρμογή του Νόμου 60(Ι)/2014 στα περιστατικά αυτής της υπόθεσης, ή και σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, δεν θα μπορούσε, ως προερχόμενη από μάρτυρα γεγονότων, να γίνει αποδεκτή. Κριτής των ζητημάτων αυτών, είναι μόνο το Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, και σε σχέση με το γεγονός της λήψης της απόφασης από την Μ.Κ.17 για το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων για την αναγνώριση της παραπονούμενης ως θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση L., a. o. v. R, [2013] EWCA Crim 991 από Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο, αν και μπορεί να λάβει υπόψη του την απόφαση της διοίκησης ως προς την εφαρμογή του Νόμου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, δεν δεσμεύεται από αυτήν:

 

«Whether the concluded decision of the competent authority is favourable or adverse to the individual it will have been made by an authority vested with the responsibility for investigating these issues, and although the court is not bound by the decision, unless there is evidence to contradict it, or significant evidence that was not considered, it is likely that the criminal courts will abide by it.».

 

(βλ. επίσης, R v. Joseph, a. o., [2017] EWCA Crim 36)   

 

Η Αστ.809, Όλγα Ησαΐα, Μ.Κ.10, ως μάρτυρας άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία της ήταν σαφής, λεπτομερής και εύλογη. Δεν εντοπίζονται σε αυτήν οποιεσδήποτε αντιφάσεις, αυτοαναιρέσεις, κενά ή και οτιδήποτε άλλο αρνητικό, που θα μπορούσε να προβληματίσει, είτε για την αξιοπιστία της, είτε για την ακρίβεια των ισχυρισμών της. Ως αστυνομικός που ενεπλάκη στα περιστατικά αυτής της υπόθεσης κατά την εκτέλεση του καθήκοντος της έχοντας ανακριτικά καθήκοντα, έχουμε ικανοποιηθεί ότι, κατά την δράση της, υπήρξε αντικειμενική και αμερόληπτη.

 

Με την μαρτυρία της, ήταν σαφής σχετικά με τις ενέργειες της κατά την διερεύνηση της υπόθεσης. Ειδικότερα, αναφέρθηκε λεπτομερώς στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθε σε επαφή με την παραπονούμενη και πώς και με ποια μεθοδολογία, με βάση και την εκπαίδευση της, την προσέγγισε και έλαβε τελικά την κατάθεση της στις 17/06/2022, Έγγραφο Γ1. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στην εν λόγω μαρτυρία της που να προβληματίζει αρνητικά, η οποία, σε κάποιο βαθμό, υποστηρίζεται και από την προαναφερόμενη αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.17.

 

Αντεξεταζόμενη, η Μ.Κ.10 εξήγησε, με αναφορά στον χρόνο που έγιναν τα διάφορα διαβήματα της, αλλά και τους λόγους για αυτά, γιατί, ως ανακριτής, ενώ είχε πάρει την προαναφερόμενη προφορική συνέντευξη από την παραπονούμενη στις 11/06/2022 και μετέπειτα στις 17/06/2022 την προαναφερόμενη κατάθεση της, δεν ενήργησε ώστε, δεδομένης και της κατάθεσης της παραπονούμενης από 09/06/2022, Έγγραφο Β1, που επίσης έκανε λόγο για βιασμό της από τον κατηγορούμενο, η ανάκριση του κατηγορουμένου να γινόταν πολύ πιο πριν από τις 23/06/2022. Όπως υποστήριξε, απορρίπτοντας την θέση του συνηγόρου υπεράσπισης για παραβίαση των Δικαστικών Κανόνων σχετικά με την ανάκριση του κατηγορουμένου ή και ότι υπήρξε άδικη αντιμετώπιση του, ως ανακριτής, ήταν έτοιμη να λάβει ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, όταν είχε ολοκληρώσει με την λήψη της κατάθεσης της παραπονούμενης στις 17/06/2022 και μετά. Το έπραξε στις 23/06/2022, όταν ο κατηγορούμενος είχε συλληφθεί και τελούσε υπό Αστυνομική κράτηση, με βάση τα σχετικά δικαιώματα του. Όφειλε, είπε επίσης, ενεργώντας στα πλαίσια δράσης του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, να ολοκλήρωνε την δική της διερεύνηση των ισχυρισμών της παραπονούμενης, χωρίς να βασίζεται στο τί, από ανακριτικής πλευράς, είχε ενδεχομένως προηγηθεί από τον Αστυνομικό Σταθμό Καλού Χωριού.

 

Από τα προαναφερόμενα, έχοντας κατά νουν και τις πρόνοιες του Μέρος IV του Νόμου 60(Ι)/2014, δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό στους χειρισμούς της, ειδικότερα σε ότι αφορά την αντιμετώπιση του κατηγορουμένου στο πλαίσιο των δικαιωμάτων του, που να θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της. Συναφώς, κρίνουμε ότι ήταν ειλικρινής ως προς το ότι, πρόθεση της ήταν, οι ενέργειες της, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, να ήταν προς εφαρμογή και εντός του πλαισίου που ο Νόμος 60(I)/2014 ορίζει. Ισχύουν βεβαίως, σε ότι αφορά και την δική της περίπτωση, οι ίδιες παρατηρήσεις, ως ανωτέρω, που έγιναν σε σχέση με την Μ.Κ.17, ως προς το ότι, η γνώμη της, όπου αυτή εκφράστηκε, σχετικά με την εφαρμογή του Νόμου 60(Ι)/2014 στα περιστατικά αυτής της υπόθεσης ή και σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, δεν μπορεί, ως προερχόμενη από μάρτυρα γεγονότων, να γίνει αποδεκτή. Επαναλαμβάνουμε ότι, κριτής αυτών των ζητημάτων, είναι το Δικαστήριο.        

 

Ο Α./Αστ.1512 Φίλιππος Κόκκινος, Μ.Κ.9, προβλημάτισε αρνητικά το Δικαστήριο με την μαρτυρία του. Στο Δικαστήριο, κλήθηκε από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, ουσιαστικά, για να κατέθετε, ως μέλος της ανακριτικής ομάδας για την παρούσα υπόθεση, για τις ενέργειες του. Ήταν, μεταξύ άλλων, ο ισχυρισμός του κατά την κυρίως εξέταση του ότι, στις 21/06/2022, μαζί με την Μ.Κ.10, έλαβαν από τον κατηγορούμενο την ανακριτική κατάθεση Τεκμήριο 11. Αντεξεταζόμενος, ωστόσο, σχετικά με το προαναφερόμενο γεγονός, ανέφερε ότι δεν θυμόταν ακριβώς πότε είχε αναλάβει καθήκον ως μέλος της ανακριτικής ομάδας. Ήταν όμως ο ισχυρισμός του ότι, αυτό, ίσως να είχε γίνει στις 19/06/2022, ή μία ημέρα πριν τις σχετικές οδηγίες που έλαβε από την Μ.Κ.17 για την εξασφάλιση του εντάλματος σύλληψης του κατηγορουμένου, Τεκμήριο 8. Ερωτηθείς, σε συνέχεια, σχετικά με το πότε ακριβώς ελήφθη στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, από την Μ.Κ.17, η αναφορά αυτής της υπόθεσης, ισχυρίστηκε και πάλι ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί. Συνέχισε να μην μπορεί να θυμηθεί για ζητήματα που γενικά αφορούσαν την εμπλοκή του στην υπόθεση, εφόσον, ερωτηθείς, αν κατά την λήψη της κατάθεσης από την παραπονούμενη από την Μ.Κ.10 ήταν παρών, ήταν ο ισχυρισμός του ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί, είτε κατά πόσο ήταν παρών, ή και πότε αυτό είχε γίνει και δη, εάν έλαβε χώρα στις 19/06/2022. Γενικά, ανέφερε, δεν μπορούσε να θυμηθεί από ποιόν ή ποιους άλλους μάρτυρες σχετικά με τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης έλαβε κατάθεση, ή και εάν έλαβε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρική κατάθεση. Πρόβαλε, ωστόσο, και πάλι κάποιο ισχυρισμό, χωρίς να είναι βέβαιος.

 

Ακολούθησε των προαναφερόμενων, η ενότητα στην αντεξέταση του που αφορούσε ειδικά στην λήψη, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε ότι ισχυρίστηκε, μαζί με την Μ.Κ.10, της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου ημερομηνίας 21/06/2022, Τεκμήριο 11. Σε σχετικές ερωτήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης, υποστήριξε ότι, πριν από την λήψη της, έλαβε γνώση των ισχυρισμών που η παραπονούμενη είχε προβάλει στην Αστυνομία σε προηγούμενο στάδιο. Ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να πει ακριβώς, κατά πόσο είχε προηγουμένως διαβάσει τον ποινικό φάκελο της Αστυνομίας και δεν μπορούσε να τοποθετηθεί ακριβώς αναφορικά με το πόσες καταθέσεις γνώριζε ότι είχαν ληφθεί από την παραπονούμενη μέχρι εκείνη την στιγμή ή και αν υπήρχαν ημερολόγια ενέργειας συναδέλφων του σχετικά με οποιεσδήποτε προφορικές καταθέσεις ή δηλώσεις της. Κατόπιν, μετά που ετέθησαν ενώπιον του οι μεταφράσεις των καταθέσεων της παραπονούμενης ημερομηνίας 04/06/2022, 09/06/2022 και 17/06/2022, Έγγραφα Α3, Β3 και Γ3, ο ισχυρισμός του ήταν ότι δεν θυμόταν κατά πόσο τις είχε διαβάσει. Ισχυρίστηκε για το προκείμενο, παρ’ όλα αυτά, γενικά, ότι γνώριζε ότι η παραπονούμενη είχε δώσει «καταθέσεις». Πρόβαλε μάλιστα επιπρόσθετα και τον ισχυρισμό ότι, ίσως να τις είχε δει και πριν τις 19/06/2022 που είχε αποταθεί στο Δικαστήριο για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης του κατηγορουμένου, Τεκμήριο 8.

 

Συνεχίζοντας, στην αντεξέταση του, ο Μ.Κ.9, με αναφορά στην μετάφραση της κατάθεσης της παραπονούμενης ημερομηνίας 04/06/2022, Έγγραφο Α3, ερωτήθηκε κατά πόσο, πριν την ανάκριση του κατηγορούμενου στις 21/06/2022, γνώριζε για τον ισχυρισμό της για συναινετική συνουσία μαζί του και απάντησε, αβέβαια και πάλι, ότι ενδεχομένως και να το «γνώριζαν». Αμέσως μετά όμως, όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει, χωρίς αναφορά σε πληθυντικό αριθμό, εάν ο ίδιος το γνώριζε, εντελώς ανακόλουθα, απάντησε: «Μάλιστα». Κατόπιν, σχετικά με τα προαναφερόμενα, υπήρξε και αντιφατικός. Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, αφού με την Μ.Κ.10 έλαβαν οδηγίες από την Μ.Κ.17 για την διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης στις 16 ή 17 Ιουνίου, «διαβάζοντας» τις καταθέσεις που είχαν ληφθεί μέχρι εκείνη την ημέρα, είδε ότι πράγματι η κατηγορούμενη είχε δώσει στην Αστυνομία κατάθεση στις 04/06/2022 και στις 09/06/2022. Με αναφορά σε αυτές, προχώρησε μάλιστα να προβάλει τον ισχυρισμό ότι, με την Μ.Κ.10, ως ανακριτές είχαν ικανοποιηθεί ότι, στις 04/06/2022, όταν η παραπονούμενη ισχυριζόταν στην Αστυνομία συναινετική συνουσία με τον κατηγορούμενο, δεν έλεγε την αλήθεια, επειδή φοβόταν. Όπως ειδικότερα ισχυρίστηκε, η παραπονούμενη «φοβόταν τον κατηγορούμενο», ότι μπορούσε να την διώξει από την Κύπρο, γεγονός που θα επηρέαζε την ίδια και την οικογένεια της που εξαρτιούνταν από την εργασία της. Ο ισχυρισμός αυτός του Μ.Κ.9, βεβαίως, ξενίζει, εφόσον, όπως διαπιστώνεται, πουθενά στις προαναφερόμενες καταθέσεις της παραπονούμενης ημερομηνίας 04/06/2022 και 09/06/2022, Έγγραφα Α1 και Β1, δεν υπάρχει ένας τέτοιος ισχυρισμός. Παρά μόνο, εντοπίζεται ο γενικός ισχυρισμός της, στην κατάθεση της ημερομηνίας 09/06/2022, Έγγραφο Β1: «Ότι είπα σήμερα είναι η αλήθεια. Την προηγούμενη φορά φοβήθηκα.». Δεν φαίνεται να διευκρινίζει πουθενά ότι ο φόβος της τότε έγκειτο, σε αυτά που ο Μ.Κ.9 ισχυρίστηκε, ως προελέχθησαν.

 

Κατά ακολουθία των όσων έχουν προαναφερθεί, το Δικαστήριο, κρίνει ότι, η μαρτυρία του Μ.Κ.9, σε ότι αφορά γεγονότα που δεν είναι παραδεκτά ή που είναι αμφισβητούμενα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, ως ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του για τα επίδικα γεγονότα και ζητήματα.

 

Ο Kismat Poudel, Μ.Κ.19, ως μάρτυρας, εντυπωσίασε θετικά το Δικαστήριο. Η εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν ανέδειξε οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να πλήξει την αξιοπιστία του. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς του για γνώση της Νεπαλικής και Αγγλικής γλώσσας και για την ικανότητα του, κάνοντας χρήση τους, να προβαίνει σε διερμηνεία, δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Οι δε ισχυρισμοί που πρόβαλε, σχετικά με την διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την λήψη των καταθέσεων της παραπονούμενης από την Αστυνομία με την δική του εμπλοκή ως διερμηνέα, τους οποίους και κατέθεσε με σαφήνεια, αλλά και την απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις λεπτομέρεια, κρίνουμε, ήταν εύλογοι και βρίσκουν έρεισμα και στα όσα οι πιστοποιήσεις στα σχετικά Έγγραφα Α1, Α2, Β1, Β2, Γ1 και Γ2 υποστηρίζουν. Κάποιες διευκρινήσεις που έδωσε κατά την αντεξέταση του σχετικά με τις υπογραφές επί των εν λόγω εγγράφων της παραπονούμενης και του ιδίου, με αυτοπεποίθηση και αυθορμητισμό, έχουν πείσει το Δικαστήριο ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Εξάλλου, οι σχετικοί ισχυρισμοί του, συνάδουν και με τα όσα για τα ίδια γεγονότα κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι Μ.Κ.18, Μ.Κ.10, Μ.Κ.13 και Μ.Κ.11, των οποίων, για τους προαναφερόμενους λόγους, η μαρτυρία κρίθηκε από το Δικαστήριο αξιόπιστη.          

 

Η μαρτυρία συνεπώς του Μ.Κ.19, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Η Ζωή Κινίκλη, Μ.Κ.5, ως και προελέχθη, στο Δικαστήριο παρουσιάστηκε ως πραγματογνώμονας. Η μαρτυρία της, γενικά και για τους ακόλουθους λόγους, αποτιμάται θετικά από το Δικαστήριο.

 

Κατ’ αρχάς, έχουμε εξετάσει τους ισχυρισμούς της Μ.Κ.5 σχετικά με την πραγματογνωμοσύνη της. Η Μ.Κ.5, με αναφορά και στο βιογραφικό της σημείωμα, Τεκμήριο 4, παρουσίασε με λεπτομέρεια τα όσα αφορούν την εκπαίδευση, τις γνώσεις και την εμπειρία της ως ειδική ψυχολόγος. Η μαρτυρία της αυτή, δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου, η οποία, όπως φαίνεται και από τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση της, θεώρησε ως δεδομένη την πραγματογνωμοσύνη της. Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην απόφαση του Δικαστηρίου να αποδεχθεί την μαρτυρία προσώπου που καταθέτει κατά την δίκη, ως μαρτυρία πραγματογνώμονα, μπορεί να προσμετρήσει και το γεγονός ότι, η μαρτυρία του, ως μαρτυρία πραγματογνώμονα, παρουσιάστηκε χωρίς ένσταση από τον αντίδικο, καθώς επίσης και το γεγονός ότι, αυτή, δεν αμφισβητήθηκε από τον αντίδικο ή ότι αυτή αντιμετωπίστηκε και από τον αντίδικο ως μαρτυρία πραγματογνώμονα (βλ. Καουρής ν. Δημητρίου κ. α., (2008) 1 Α.Α.Δ. 967, Λογγινός ν. Λογγινού κ. α., (2005) 1 Α.Α.Δ. 74). Έχοντας κατά νουν τις προαναφερόμενες αρχές, καθώς επίσης και την μαρτυρία της Μ.Κ.5 για το προκείμενο, βρίσκουμε ότι, αυτή, ως ειδική ψυχολόγος, είναι όντως πραγματογνώμονας στο πεδίο που κλήθηκε για να δώσει μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή, ήτοι, αναφορικά με την ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης και την αποδεχόμαστε ως τέτοια (βλ. στο σύγγραμμα των μ. Τ. Ηλιάδη και κ. Ν. Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, στις σελίδες 577 και 578). 

 

Περαιτέρω, έχουμε εξετάσει και το περιεχόμενο της μαρτυρίας και γνώμη της Μ.Κ.5 αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα και ζητήματα. Οι αρχές της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην αξιολόγηση από το Δικαστήριο μιας τέτοιας μαρτυρίας, συνοψίστηκαν, πολύ πρόσφατα, στην απόφαση του στην υπόθεση Παντελή ν. Iacovou Brothers (Construction) Ltd κ. α., Πολιτική Έφεση Αρ. 111/2017, 13/03/2024. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Ως έχει επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298, αποτελεί βασική και πάγια νομολογιακή αρχή ότι για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, πλην του ότι, κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα, εμπειρογνώμονες δύνανται να εκφέρουν γνώμη στον τομέα ειδίκευσής τους. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση ....».

 

Επιπλέον, για το προκείμενο, επισημαίνεται και η αρχή πως, η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία περί ενοχής ή μη του κατηγορούμενου σε ποινική υπόθεση, ανήκει στο Δικαστήριο και καμία εξωγενής επέμβαση δεν γίνεται σε αυτό το έργο (βλ. Α.Ν. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 147/2011, 16/03/2022).

 

Αξιολογήσαμε την μαρτυρία της Μ.Κ.5 με βάση τις προαναφερόμενες αρχές. Αυτή, ως και προ ελέχθη, εντυπωσίασε θετικά το Δικαστήριο. Η μαρτυρία της για τα γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε, σχετικά με την επαφή που είχε με την παραπονούμενη, τους σκοπούς της, την μεθοδολογία που εφάρμοσε για την αξιολόγηση της και τις σχετικές παρατηρήσεις της, ήταν σαφής, σταθερή και κρίνουμε ειλικρινής. Η δε γνώμη της ως πραγματογνώμονας, για τα ζητήματα που κλήθηκε και κατέθεσε, μας έπεισε ότι ήταν το δικό της ανεξάρτητο προϊόν και περαιτέρω, ότι ήταν ανεπηρέαστη ως προς την μορφή και το περιεχόμενο της από τις ανάγκες της δίκης ή και του όποιου διαδίκου. Άλλωστε, η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία της, δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, βρίσκουμε ότι, τα όσα η Μ.Κ.5 παρουσίασε στο Δικαστήριο για την γνώμη της, με την απαιτούμενη, κατά την κρίση μας, υπό τις περιστάσεις λεπτομέρεια, τεκμηρίωση, εξήγηση και επεξήγηση όπου της ζητήθηκε, εμπίπτουν στην προαναφερόμενη πραγματογνωμοσύνη της. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στην μαρτυρία της που θα δικαιολογούσε να μην δοθεί πίστη στην μαρτυρία της και βαρύτητα στην γνώμη της, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει, με βάση αυτή και τα αποδεκτά γεγονότα, να σχηματίσει την δική του κρίση για την ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, η μαρτυρία της Μ.Κ.5 γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο. 

 

Η Δρ. Άλκιστη Βίκτωρος, Μ.Κ.7, κρίνεται από το Δικαστήριο ως αξιόπιστη μάρτυρας. Έχουμε ήδη αναφερθεί στις αρχές της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το πότε γίνεται αποδεκτή και πως αξιολογείται η μαρτυρία ενός πραγματογνώμονα. Η Μ.Κ.7, η μαρτυρία της οποίας δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου, κατέθεσε με σαφήνεια και λεπτομέρεια, τόσο για την εκπαίδευση, τις γνώσεις και την εμπειρία της ως γυναικολόγος, όσο και για την εμπλοκή της, υπό την εν λόγω ιδιότητα της, στα περιστατικά αυτής της υπόθεσης.  

 

Η Μ.Κ.7, κλήθηκε από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, ουσιαστικά, για να καταθέσει σχετικά με τον τραυματισμό της παραπονούμενης, για την αντιμετώπιση του οποίου παραπέμφθηκε στο τμήμα της από το             Τ.Α.Ε.Π. και χειρουργήθηκε, καθώς επίσης, και για τα πιθανά αίτια του. Με βάση την μαρτυρία της, αποδεχόμαστε ότι, ως γυναικολόγος, είναι πραγματογνώμονας και μπορούσε να καταθέσει την γνώμη της στο Δικαστήριο για το προαναφερόμενο ζήτημα. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στην μαρτυρία της που θα δικαιολογούσε να μην δοθεί πίστη στην μαρτυρία της και βαρύτητα στην γνώμη της, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει, με βάση αυτή και τα αποδεκτά γεγονότα, να σχηματίσει την δική του κρίση, σχετικά με τα επίδικα γεγονότα, για την τραυματική αιτιολογία της κατάστασης της παραπονούμενης, όταν στις 03/06/2022 είχε μεταφερθεί στο Τ.Α.Ε.Π.    

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, η μαρτυρία της Μ.Κ.7, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Η μαρτυρία των Δ./Αστ.2666 Ανδρέα Παπαθεοδώρου, Μ.Κ.14 και Μαρίας Παναγιώτου, Μ.Κ.16, η οποία ουσιαστικά αφορούσε γεγονότα για παρεμφερή ζητήματα και δεν είναι αμφισβητούμενη, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή, εφόσον, πέραν της προαναφερόμενης παρατήρησης μας για την ουσία της μαρτυρίας τους, η εντύπωση που άφησαν ως μάρτυρες στο Δικαστήριο ήταν θετική.

 

Η Ελένη Χριστοφή, Μ.Υ.1, άφησε το Δικαστήριο με θετική εντύπωση. Ήταν σαφής σχετικά με τα κύρια γεγονότα που ισχυρίστηκε, δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση και η εκδοχή της δεν κλονίστηκε καθόλου από την αντεξέταση της. Αν και δεν παραβλέπουμε ότι έθεσε το περιστατικό σχετικά με το οποίο κατέθεσε, κάπως, σε διαφορετικό χρόνο από ότι ο κατηγορούμενος στην δική του μαρτυρία, δηλαδή περί τις αρχές Μάϊου αντί τον Απρίλιο, η διαφορά δεν είναι σημαντική ώστε, ως αντίφαση, να μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την μαρτυρία, είτε αυτής, είτε του κατηγορουμένου. Παρατηρήσαμε επίσης ότι, κατά την εξιστόρηση της, δεν ήταν σε θέση να ταυτοποιήσει, ότι η αλλοδαπή υπάλληλος του κατηγορουμένου, για την οποία αναφερόταν το συγκεκριμένο περιστατικό, ήταν η παραπονούμενη. Ωστόσο, η θέση της ότι η γυναίκα για την οποία αναφέρθηκε στην μαρτυρία της, όπως έμαθε μεταγενέστερα, υπέβαλε εναντίον του κατηγορούμενου παράπονο με αποτέλεσμα την παρούσα υπόθεση, η οποία και δεν αμφισβητήθηκε ειδικά κατά την αντεξέταση της από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ότι είναι ακριβώς το ίδιο πρόσωπο. Επιπρόσθετα, το γεγονός της συγγενικής σχέσης της με τον κατηγορούμενο, το οποίο μας έθεσε σε εγρήγορση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της, καθώς και το ενδιαφέρον της, όπως αποδέχθηκε αντεξεταζόμενη, για το καλό του, από μόνα τους, δεν μπορούν να κλονίσουν την αξιοπιστία της (βλ. Ανδρέου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 29/2022, 23/06/2022). Η μαρτυρία της, άλλωστε, υποστηρίζεται και από την μαρτυρία του κατηγορουμένου, η αξιολόγηση της οποίας ακολουθεί.  

Ως εκ των ανωτέρω, η μαρτυρία της Μ.Υ.1, γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή.

 

Η μαρτυρία του Άριστου Αριστοκλέους, Μ.Υ.2, εντυπωσίασε αρνητικά το Δικαστήριο. Εκτός του ότι, γενικά, δεν ήταν σαφής με την μαρτυρία του, σε αυτήν εντοπίζονται, σε ότι αφορά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, ανακολουθία και αντιφάσεις.

 

Το ουσιαστικότερο στοιχείο, που αφαιρεί και την όποια αξιοπιστία θα μπορούσε να έχει η μαρτυρία του, αφορά τον ισχυρισμό του κατά την ακρόαση ότι, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον κατηγορούμενο κατά την οποία ο τελευταίος του ανέφερε για τα επίδικα περιστατικά, λόγω του ότι είναι υπεύθυνος πράκτορας, όχι μόνο είχε ρωτήσει τον κατηγορούμενο αν ήταν με την συναίνεση της παραπονούμενης που εκείνη του έκανε στοματικό έρωτα και του το επιβεβαίωσε, αλλά είχε επισκεφτεί και το αγρόκτημα του για να διαπίστωνε και ο ίδιος προσωπικά αν η παραπονούμενη ήταν εντάξει. Ήταν συναφώς ο ισχυρισμός του ότι, αυτό το γεγονός, έλαβε χώρα πριν το περιστατικό της συνουσίας της παραπονούμενης με τον κατηγορούμενο.

 

Όπως ειδικότερα ισχυρίστηκε, όταν βρέθηκε στο αγρόκτημα του κατηγορουμένου για αυτό τον σκοπό, δεν είχε απευθυνθεί ειδικά στην παραπονούμενη για το θέμα του στοματικού έρωτα που έκανε στον κατηγορούμενο, αλλά στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος του ως πράκτορας όλων των υπαλλήλων του κατηγορούμενου, περιλαμβανομένου και της παραπονούμενης, -έτσι το παρουσίασε-, την είχε ρωτήσει αν όλα ήταν καλά μαζί της, και εκείνη του απάντησε καταφατικά.

 

Αυτή η θέση του ωστόσο, δεν ακολουθεί και μπορεί να λεχθεί είναι και αντιφατική του ισχυρισμού που κατέθεσε στην Αστυνομία ότι, ο κατηγορούμενος του αποκάλυψε για τα επίδικα περιστατικά του στοματικού έρωτα και της συνουσίας του με την παραπονούμενη, σε μία και μόνο τηλεφωνική τους επικοινωνία, μετά το περιστατικό της 03ης/06/2022 και τον τραυματισμό της παραπονούμενης για τον οποίο κατέληξε στο νοσοκομείο. Σε χρόνο, δηλαδή, όταν η παραπονούμενη βρισκόταν στο νοσοκομείο και δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να την είχε επισκεφτεί στο αγρόκτημα του κατηγορουμένου και να έλαβαν χώρα τα προαναφερόμενα περιστατικά που ισχυρίστηκε.  

 

Για το προαναφερόμενο ζήτημα που, σχετικά με τους ισχυρισμούς του, δημιουργείτο από την μαρτυρία του, αντεξετάστηκε και, αν και από τις μη λεκτικές εκφράσεις του, έγινε αντιληπτός από το Δικαστήριο ότι ήταν αμήχανος επειδή κατάλαβε πολύ καλά το πρόβλημα στην μαρτυρία του από την αντίφαση στην οποία περιέπεσε, δεν ήταν καθόλου σαφής σχετικά με το ποια είναι τελικά η θέση του για τα εν λόγω γεγονότα και με τις τοποθετήσεις του στα σχετικά ερωτήματα, ήταν πρόδηλα αποφευκτικός.

 

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η μαρτυρία του Μ.Υ.2 δεν γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο και απορρίπτεται.

 

Οι πράξεις, ως προαναφέρθηκαν, που αποδίδονται από την Κατηγορούσα Αρχή στον κατηγορούμενο, της άσεμνης επίθεσης (κατηγορίες αρ. 2 και 3) και του βιασμού (κατηγορίες αρ. 4 και 5), επί του κατηγορητηρίου, θεμελιώνονται επί των προεκτεθέντων διατάξεων του Κεφ. 154. Αφορούν, δηλαδή, σεξουαλικά ποινικά αδικήματα και ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, στην οποία προβαίνουμε αμέσως μετά, ως θέμα γενικής πρακτικής, θα αναζητήσει την ύπαρξη τυχόν μαρτυρίας, που ενισχύει την εκδοχή της για τα επίδικα γεγονότα. Στις σχετικές περί τούτου αρχές, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Αθανάση ν. Δημοκρατίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 867. Μεταξύ άλλων, είπε:

 

«Το δικαστήριο δεν έχει οποιαδήποτε νομοθετική υποχρέωση αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας της μαρτυρίας παραπονούμενης που καλύπτει σεξουαλικά αδικήματα. Ενδείκνυται βεβαίως, ως θέμα πρακτικής, με βάση το Κοινοδίκαιο, να αναζητείται τέτοιας μορφής μαρτυρία. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας, ακριβώς λόγω της φύσης των εγκλημάτων αυτής της μορφής. Παρά ταύτα, ένα δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί εξ ολοκλήρου στη μαρτυρία παραπονούμενης και να θεμελιώσει καταδίκη, αφού προηγουμένως προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους πιθανούς κινδύνους που ελλοχεύουν στη στήριξη, μόνο, σε τέτοια μαρτυρία. Παρέχεται δηλαδή δυνατότητα στο εκδικάζον δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία και μόνο του θύματος, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο. Το εκδικάζον, λοιπόν δικαστήριο παραμένει πάντα ο κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας που αποδίδεται σε μια τέτοια μαρτυρία στην απουσία ενίσχυσής της. Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν αναιρεί το δικαίωμα εκδικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχθεί ως βάσιμη τη μαρτυρία του θύματος.».

 

Στην συνέχεια της εν λόγω απόφασης, μνεία από το Ανώτατο Δικαστήριο, γίνεται και στον δικανικό τρόπο προσέγγισης του πιο πάνω ζητήματος από το Δικαστήριο. Ελέχθη ότι:

 

«… ορθολογιστική αντιμετώπιση του … επιβάλλει όπως αναζητηθεί πρώτα η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, πριν το εκδικάζον δικαστήριο προχωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας.».

 

Για το προκείμενο, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Σ. Σ. ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 147/2016, κ. α., 20/11/2019, επεξήγησε:

 

«Κατά την ʺπατροπαράδοτη προσέγγισηʺ εξεταζόταν σε πρώτο στάδιο η αξιοπιστία του μάρτυρα και αναζητείτο ενισχυτική μαρτυρία μόνο όταν ο μάρτυρας εκρίνετο κατ΄ αρχήν αξιόπιστος …. Κατά την νεότερη ʺορθολογιστική προσέγγισηʺ δεν υπάρχει λογικό έρεισμα στον κατατεμαχισμό της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα και η μαρτυρία πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο .... Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Ένας εμφανώς αναξιόπιστος μάρτυρας δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης αλλά η ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει να εξετάζεται πρώτα κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην τελική κρίση της αξιοπιστίας της ύποπτης μαρτυρίας ...». 

 

Ως προ ειπώθηκε, η παραπονούμενη, πλην της πιο πάνω κατάθεσης της ημερομηνίας 17/06/2022, Έγγραφο Γ1, με την οποία πρόβαλε τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς της για τα επίδικα γεγονότα, στην Αστυνομία έδωσε άλλες δύο καταθέσεις, στις 04/06/2022 και 09/06/2022. Με την κατάθεση της ημερομηνίας 04/06/2022, Έγγραφο Α1, η παραπονούμενη, ουσιαστικά, είχε αναφέρει στην Αστυνομία ότι, η κολπική αιμορραγία που υπέστη, προκλήθηκε μετά από σεξουαλική επαφή που για πρώτη φορά είχε, και θεληματικά, με τον εργοδότη της, στην αγροικία όπου διέμενε, πιθανόν λόγω του μεγάλου μεγέθους του πέους του και του ότι, προηγούμενα, δεν είχε συνουσιαστεί με άντρα για μερικούς μήνες. Ενώ, με την κατάθεση της ημερομηνίας 09/06/2022, Έγγραφο Β1, η παραπονούμενη, ανακάλεσε ουσιαστικά τους πιο πάνω ισχυρισμούς της λέγοντας ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, προβάλλοντας για τούτο ως δικαιολογία, ότι ήταν απόρροια του φόβου που την διακατείχε όταν τους κατέθετε στην Αστυνομία. Επιπρόσθετα, πρόβαλε και τους ισχυρισμούς της για το τι πραγματικά της συνέβη, οι οποίοι, από μία εκ πρώτης όψεως θεώρηση, κατά βάση, φαίνεται να ακολουθούν την προαναφερόμενη εκδοχή της για τα επίδικα γεγονότα. Δηλαδή, ως αυτή καταγράφεται στην τελευταία κατάθεση της στην Αστυνομία, ημερομηνίας 17/06/2022.

 

Από τα προαναφερόμενα, είναι σαφές ότι, σε ότι αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το Δικαστήριο, εξ αντικειμένου, προκύπτει ζήτημα από το γεγονός της προηγούμενης αντιφατικής δήλωσης στην οποία προέβη για τα επίδικα γεγονότα, εκτός Δικαστηρίου. Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων, είναι το Δικαστήριο. Στη βάση αυτής της αρχής, το Δικαστήριο μπορεί, είτε να αποδεχθεί σαν αξιόπιστη, είτε να απορρίψει σαν αναξιόπιστη, μαρτυρία για τα επίδικα γεγονότα, για τα οποία ο μάρτυρας έκαμε προηγούμενη αντιφατική κατάθεση. Και τούτο, αφού λάβει υπόψη του, όλες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η προηγούμενη αντιφατική κατάθεση. Ενώ η ευχέρεια αυτή του Δικαστηρίου να αξιολογήσει ελεύθερα τη μαρτυρία είναι δεδομένη, το γεγονός της προηγούμενης αντιφατικής κατάθεσής, δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα και επιβάλλει την προσέγγιση της μαρτυρίας του με μεγάλη επιφυλακτικότητα.

 

Όπως, σε σχέση με τα ανωτέρω, λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ρόπα κ. α. ν. Δημοκρατίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, με αναφορά στην Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 172:

 

«Το Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας.».     

 

Στην Χαρίτου ν. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 225, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφερόμενο στην προαναφερόμενη αρχή της νομολογίας, επεξήγησε ότι:

 

«Δεν υπάρχει νομικός κανόνας ότι αν κάποιο πρόσωπο δώσει κατάθεση στις ανακριτικές αρχές με την οποία δεν ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο και μετέπειτα δώσει δεύτερη ή τρίτη κατάθεση με την οποία τον ενοχοποιεί, αυτή δεν μπορεί ποτέ να γίνει αποδεκτή. Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Νοουμένου ότι το δικαστήριο ικανοποιείται από τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας γιατί να μην πει από την αρχή την αλήθεια, είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία εκείνη που συνάδει με τη νέα ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο κατάθεση όπως αυτή υποστηρίζεται ενόρκως από το μάρτυρα».

 

Με αναφορά στις υποθέσεις Τεβλετιάν κ. α. ν. Αστυνομίας, (2006) 2 Α.Α.Δ. 512 και Σάκκος ν. Δημοκρατίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, στην ίδια απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι, τα κριτήρια για την αποτίμηση αντιφάσεων, σχετίζονται άμεσα με τους διαφαινόμενους λόγους που οδηγούν στην προβολή διιστάμενων θέσεων και με την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες, προς εξυπηρέτηση ιδίου συμφέροντος. Το τελικό κριτήριο, είναι η προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια.

(Βλ. επίσης, Σ. Σ. ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 147/2016, κ. α., 20/11/2019, Πισσάς ν.  Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 229/2016, 14/03/2018, ECLI:CY:AD:2018:B114, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 12/2015, 04/07/2017, ECLI:CY:AD:2017:B241, Αθανάση ν. Δημοκρατίας, (2016) 2 Α.Α.Δ. 867, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ismail, (2016) 2 Α.Α.Δ. 891, Pal ν. Δημοκρατίας, κ. α., (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, Ηροδότου ν. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 175, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2), (2001) 2 Α.Α.Δ. 326 και Πουτζιουρής κ. α. ν. Δημοκρατίας, (1990) 2 Α.Α.Δ. 309).

                              

Σε σχέση με τα προαναφερόμενα, σημειώνονται και τα εξής που αφορούν την πράξη, ως προ ειπώθηκε, που επίσης αποδίδεται από την Κατηγορούσα Αρχή στον κατηγορούμενο, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενήλικου προσώπου (κατηγορία αρ. 1), η οποία, επί του κατηγορητηρίου, θεμελιώνεται επί των προεκτεθέντων διατάξεων του Νόμου 60(Ι)/2014. Πρόκειται για ποινικό αδίκημα, το οποίο επίσης εμπίπτει στην κατηγορία των σεξουαλικών ποινικών αδικημάτων. Ωστόσο, σύμφωνα με το Άρθρο 14 του εν λόγω Νόμου, η υποχρέωση, εκεί όπου υφίσταται, για ενισχυτική μαρτυρία προς απόδειξη των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται από αυτόν, έχει καταργηθεί. Συνεπώς, και σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ε. Α. ν. Δημοκρατία, Ποινική Έφεση Αρ. 231/2018, 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, αναφορικά με την εν λόγω κατηγορία, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του προαναφερόμενου κανόνα πρακτικής για αναζήτηση μαρτυρίας ενισχυτικής της παραπονούμενης σε ότι αφορά τα σχετικά επίδικα γεγονότα, επειδή, νομοθετικά, αυτός δεν διατηρήθηκε σε ισχύ. Εντούτοις, το ζήτημα δεν εξαντλείται σε αυτό. Στην εν λόγω υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο εξήγησε ότι:

 

«Με δεδομένη τη ρητή νομοθετική πρόνοια ότι δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία, το ζήτημα που τίθεται αφορά στην ερμηνεία της πρόνοιας αυτής και τις συνέπειες της. Ως προς τούτο καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από άλλες χώρες του κοινού δικαίου όπου επίσης καταργήθηκε δια νόμου ο κανόνας πρακτικής. Τα δικαστήρια έχουν αποσυνδέσει τους, εν δυνάμει, κινδύνους μιας μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση από την έννοια μιας ολόκληρης κατηγορίας μαρτύρων συλλήβδην, όπως είναι οι παραπονούμενοι για σεξουαλικά αδικήματα, θέτοντας πλέον ως κριτήριο τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, το συγκεκριμένο μάρτυρα και τα προβλήματα της συγκεκριμένης μαρτυρίας (Makanjuola, (ανωτέρω)). … Συνεπώς η υποχρέωση για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν δημιουργείται, όπως συνέβαινε με βάση τον καταργηθέντα κανόνα πρακτικής, από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας είναι παραπονούμενος σε σεξουαλικό αδίκημα. … Στην Makanjuola (ανωτέρω) η ανάγκη έχει συγκεκριμενοποιηθεί. Προκειμένου να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια το δικαστήριο για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας θα πρέπει να υπάρχει έρεισμα στη συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποδηλώνει ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα δυνατόν να μην είναι αξιόπιστη. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο παράδειγμα του καθυστερημένου παραπόνου. Μια άλλη περίπτωση θα μπορούσε να είναι η ύπαρξη προηγούμενης αντιφατικής δήλωσης του μάρτυρα. … Αφ΄ ης στιγμής το δικαστήριο αποφασίσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και τέτοια μαρτυρία δεν εντοπιστεί, εναπόκειται και πάλι στη διακριτική του ευχέρεια ο τρόπος διατύπωσης και η ένταση της αυτοπροειδοποίησης, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, τα εγειρόμενα θέματα, το περιεχόμενο και την ποιότητα της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα.».      

 

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, και με δεδομένη την εξ αντικειμένου, ως εξηγήθηκε πιο πάνω, προηγούμενη αντιφατική δήλωση στην οποία η παραπονούμενη προέβη για τα επίδικα γεγονότα εκτός Δικαστηρίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι, και στην περίπτωση της κατηγορίας αρ. 1, που αφορά το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενήλικου προσώπου, ορθό είναι, να αναζητηθεί μαρτυρία ενισχυτική της εκδοχής της για τα επίδικα γεγονότα. 

 

Συνεπώς, με βάση τις προαναφερόμενες αρχές, το Δικαστήριο θα προσεγγίσει την αξιοπιστία της παραπονούμενης, υπό το πρίσμα του συνόλου των καταθέσεών της και κάτω από τις συνθήκες που αυτές δόθηκαν, καθώς και υπό το φως της όλης προφορικής μαρτυρίας της ενώπιόν του. Συγχρόνως, τα όσα η παραπονούμενη κατέθεσε, θα αξιολογηθούν και σε αναφορά με τα υπόλοιπα στοιχεία μαρτυρίας, που επίσης τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία της παραπονούμενης και δη, το κατά πόσο η μεταγενέστερη στάση της, ως ανωτέρω, συνιστά προσήλωση στην αλήθεια, θα προσεγγιστεί από το Δικαστήριο, ως επιβάλλεται, με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα. Συγχρόνως, θα αναζητηθεί και τυχόν μαρτυρία ενισχυτική της εκδοχής της για τα επίδικα γεγονότα.

 

Προτού όμως περάσουμε σε αυτό, σε ότι αφορά την δεκτότητα της προαναφερόμενης βασικής κατάθεσης της παραπονούμενης στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/06/2022, Έγγραφο Γ1, ζήτημα για το οποίο έγινε λόγος από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου στην τελική του αγόρευση, σημειώνουμε τα εξής. Σε ότι αφορά την λήψη της από την Αστυνομία, ο Μ.Κ.19, την μαρτυρία του οποίου για τους προαναφερόμενους λόγους την έχουμε αποδεχθεί, ήταν σαφής ως προς τα ακόλουθα. Ότι, όταν η παραπονούμενη κατέθετε τους ισχυρισμούς της στα Νεπαλικά, εκείνος, συγχρόνως, τους κατέγραφε στο Έγγραφο Γ1 στα Νεπαλικά. Κατόπιν, αφού η παραπονούμενη διάβασε το Έγγραφο Γ1 και όπου είχε κάποια σχετική δυσκολία εκείνος προέβαινε σε επεξήγηση της, αφής στιγμής διαβάστηκε, κατανόησε ότι επρόκειτο για την κατάθεση της και συμφώνησε ότι αποτελούσε τους ισχυρισμούς της, ακολούθως, στην παρουσία του και στην παρουσία της Μ.Κ.10 έθεσε σε αυτήν την υπογραφή της στο σημείο της που επιγράφεται: «Υπογραφή καταθέτη.». Ο ίδιος, ανέφερε επίσης, αν και στη βάση της γενικότερης πρακτικής που ακολουθείται κατά την λήψη καταθέσεων από την Αστυνομία με διερμηνεία, θα έπρεπε να είχε θέσει και εκείνος την υπογραφή του στο Έγγραφο Γ1, στο σημείο της που επιγράφεται: «Πιστοποιείται από», από παραδρομή το παρέλειψε. Όπως αυθόρμητα και με αυτοπεποίθηση επεξήγησε κατά την αντεξέταση του, ισχυρισμός, σε κάθε περίπτωση, ευλογοφανής, λόγω του ότι η διαδικασία της λήψης της εν λόγω κατάθεσης από την παραπονούμενη, ήταν χρονοβόρα και όλοι οι παράγοντες σε αυτήν είχαν κουραστεί, απλώς πρέπει να ξέχασε να την υπογράψει. Η υπογραφή του, εξήγησε, φαίνεται στο Έγγραφο Γ2, που είναι η καταγραφή των ισχυρισμών της παραπονούμενης στην Αγγλική γλώσσα από την Μ.Κ.10, με βάση την διερμηνεία που έκανε, στο σημείο της που επιγράφεται: «Υπογραφή καταθέτη.». Οι εν λόγω ισχυρισμοί του Μ.Κ.19, ως γενικά προ ειπώθηκε, υποστηρίζονται και από την προαναφερόμενη αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.10. Η οποία, Μ.Κ.10, κατά την κυρίως εξέταση της, ανέφερε ότι η καταγραφή των ισχυρισμών της παραπονούμενης στην Αγγλική γλώσσα στο Έγγραφο Γ2 έγινε από εκείνη και επιπρόσθετα, αναφέρθηκε και στην Αστυνομικό που προέβη στην μετάφραση της στα Ελληνικά, ως είναι στο Έγγραφο Γ3, ήτοι στην Αστ.3408, Μ. Μιχαήλ. Αντεξεταζόμενη, η Μ.Κ.10, αναφορικά με τα προαναφερόμενα, δεν ερωτήθηκε από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου, τίποτα πέραν του αν θυμόταν ποιος ήταν ο διερμηνέας που ενεπλάκη στην διαδικασία, για το οποίο απάντησε ότι ήταν ο Μ.Κ.19 και δεν της υποβλήθηκε καμία θέση περί αντικανότητας ή μη τήρησης των προνοιών του Νόμου στην διαδικασία της λήψης της. Άλλωστε, η ίδια η παραπονούμενη, είναι αξιομνημόνευτο ότι, κατά την ακρόαση της μαρτυρίας της, αναγνώρισε ότι το Έγγραφο Γ1 αποτελεί την κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 19/06/2022, γεγονός για το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορουμένου, το περιεχόμενο της οποίας, ως προ ελέχθη, υιοθέτησε για να αποτελέσει μέρος της μαρτυρίας της και βεβαίως, σχετικά με αυτήν, αντεξετάστηκε εκτενώς. Υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις, θεωρούμε ότι, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα, αφενός, ως προαναφέρθηκε, ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Μ.Κ.19 και αφετέρου, ως προς το ότι, η κατάθεση της παραπονούμενης στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/06/2022, Έγγραφο Γ1, δεν αποτελεί την κατάθεση της κατά την έννοια του Άρθρου 25 του Κεφ. 9 ή του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 155, ώστε να μπορούσε να είχε υιοθετηθεί από αυτήν και να κατατεθεί στο Δικαστήριο, όπως και έγινε, για να αποτελέσει μέρος της κυρίως εξέτασης της.

 

Θα προχωρήσουμε συνεπώς, με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, με δεδομένους και τους ισχυρισμούς της κατάθεσης της στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/06/2022, Έγγραφο Γ1. Σε ότι αφορά τους λόγους γιατί δεν είπε την αλήθεια από την αρχή, στις 09/06/2022, η παραπονούμενη κατέθεσε στην Αστυνομία, πολύ γενικά, ότι φοβήθηκε. Λεπτομέρειες, αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό της, η παραπονούμενη έδωσε στην Αστυνομία, με την κατάθεση της στις 17/06/2022. Όπως με αυτήν ισχυρίστηκε, μετά την εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε και την μεταφορά της στο δωμάτιο νοσηλείας του νοσοκομείου, εκεί, αφού κοιμήθηκε για κάποια ώρα, την επισκέφτηκαν μέλη της Αστυνομίας, μία εκ των οποίων ήταν γυναίκα. Αυτή η αστυνομικός, της είπε ότι ήθελαν να της μιλήσουν σχετικά με τον βιασμό της. Της ανέφερε ότι θα την βοηθούσαν και ότι έπρεπε να τους πει την αλήθεια για το εν λόγω περιστατικό, και με λεπτομέρειες. Της είπε επίσης ότι, αν δεν έλεγε την αλήθεια, αυτό συνιστά ποινικό αδίκημα. Από αυτά που της λέχθηκαν από την γυναίκα αστυνομικό, κατάλαβε ότι, αν έκανε ένα λάθος όταν θα ανέφερε στην Αστυνομία για το συμβάν του βιασμού της, θα την έβαζαν στη φυλακή. Αυτό, την έκανε να ξεκινήσει να σκέφτεται ότι, κανένας, περιλαμβανομένων και των αστυνομικών, δεν θα πίστευε ότι βιάστηκε από τον εργοδότη της και τελικά, θα απελαύνετο στο Νεπάλ. Αυτό, σκέφτηκε επίσης εκείνη την στιγμή, θα σήμαινε περαιτέρω ότι, δεν θα είχε εργασία, μισθό και χρήματα για την οικογένεια της και το δάνειο της για την κάλυψη των εξόδων που είχε υποστεί για να ερχόταν στην Κύπρο να εργαστεί, δεν θα αποπληρωνόταν. Φοβήθηκε πολύ. Όταν έκανε τις σκέψεις αυτές, συγχρόνως, ήταν και σε μία κατάσταση μετεγχειρητική, όχι καλή, εφόσον ένιωθε πόνους σε όλο της το σώμα και έτρεμε. Όλα αυτά, την έκαναν να ζητήσει από τους αστυνομικούς χρόνο για να σκεφτεί, με αποτέλεσμα εκείνοι να αποχωρήσουν. Όχι όμως για πολύ, καθότι, λίγη ώρα αργότερα, οι ίδιοι αστυνομικοί, επέστρεψαν στο δωμάτιο για να τους ανακοίνωνε την απόφαση της. Έχοντας άγνοια του νομικού συστήματος της Κύπρου και όντας μία αλλοδαπή από το Νεπάλ που κατάγγελλε τον εργοδότη της, λόγω αβεβαιότητας κατά πόσο θα γινόταν πιστευτή, είπε στην γυναίκα αστυνομικό ότι, η συνουσία της με τον κατηγορούμενο, ήταν συναινετική. Όταν το έκανε, πίστευε ότι, από τις επιλογές που είχε, αυτή ήταν η καλύτερη, επειδή, με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε να εξεύρει εργασία σε άλλον εργοδότη, να έχει μισθό και να συνεχίσει να κερδίζει χρήματα για την οικογένεια της, για την αποπληρωμή και του δανείου της. Μετά από αυτό, οι εν λόγω αστυνομικοί αποχώρησαν.

 

Ωστόσο, ισχυρίστηκε επιπρόσθετα, το γεγονός ότι δεν τους είχε πει την αλήθεια, την «πονούσε». Αυτό, σε συνδυασμό και με το ότι, η προαναφερόμενη Kopila, με την οποία είχε μεταγενέστερες επικοινωνίες, της είχε πει ότι υπάρχει σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο και έπρεπε να αναζητήσει το δίκαιο της λέγοντας την πραγματικότητα, την έκανε να σκέφτεται να αποκαλύψει την αλήθεια. Ως εκ τούτου, όταν κάποια άλλη ημέρα, ενώ εξακολουθούσε να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, αστυνομικοί την επισκέφτηκαν ξανά και μέσω διερμηνέα την πληροφόρησαν ότι, αν επιθυμούσε να αλλάξει την κατάθεση της, μπορούσε, το έπραξε και κατάγγειλε τον βιασμό της από τον κατηγορούμενο. 

 

Κατά την κυρίως εξέταση της από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, από την παραπονούμενη ζητήθηκε να επαναλάβει τους λόγους για τους οποίους είχε φοβηθεί να αναφέρει στους αστυνομικούς που την επισκέφτηκαν στο νοσοκομείο εκείνη την ημέρα, την αλήθεια για το τί της συνέβη. Με την απάντηση που έδωσε, η παραπονούμενη, μετέβαλε ουσιωδώς τον ισχυρισμό της περί φόβου της ότι δεν θα γινόταν πιστευτή από τους αστυνομικούς ότι βιάστηκε από τον εργοδότη της, και υποστήριξε ότι, οι αστυνομικοί, «θα το έκαναν να φανεί ότι εκείνη έφταιγε». Είναι σαφώς διαφορετικό, κάποιος να φοβάται ότι δεν θα γίνει πιστευτή η εκδοχή του για τα γεγονότα ενός περιστατικού, από τον φόβο για πλεκτάνη σε βάρος του, επειδή καταθέτει ή έχει εκδηλώσει την πρόθεση του για να καταθέσει, την αλήθεια. 

 

Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός της παραπονούμενης, διερευνήθηκε και κατά την αντεξέταση της από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Η παραπονούμενη, με τις απαντήσεις της στις σχετικές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, άλλαξε και πάλι ουσιωδώς την θέση της για τα γεγονότα. Το έπραξε, πέραν της μίας φοράς και καθόλη την διάρκεια της αντεξέτασης της, αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ των διαφόρων ισχυρισμών που πρόβαλε.

 

Εν αρχή, δεν ισχυρίστηκε απλά ότι η γυναίκα αστυνομικός της είχε πει ότι, η μη κατάθεση της αλήθειας για σκοπούς καταγγελίας συνιστά ποινικό αδίκημα και ότι εκείνη ήταν που από ολόκληρη την συζήτηση κατάλαβε ότι αν έκανε ένα λάθος όταν θα ανέφερε στους αστυνομικούς για το συμβάν του βιασμού της, θα την έβαζαν στη φυλακή. Αλλά ότι, ήταν η γυναίκα αστυνομικός που της είπε ότι θα την έβαζαν στην φυλακή. Ότι, δηλαδή, είχε άμεσα «απειληθεί» από τους αστυνομικούς, για αυτό και φοβήθηκε, και δεν ήταν κάτι που απλώς είχε η ίδια αντιληφθεί από την συζήτηση τους, ως ένα ενδεχόμενο. Ωστόσο, η «απειλή», συναρτώταν με την απαίτηση της αστυνομικού, η όποια καταγγελία της, να είχε ως υπόβαθρο την αλήθεια. 

 

Και όχι μόνο. Η παραπονούμενη, πρόσθεσε σε αυτό της τον ισχυρισμό ότι, η γυναίκα αστυνομικός της είχε επιπλέον πει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η φυλάκιση της θα ήταν για δέκα χρόνια, περίοδος κατά την οποία δεν θα μπορούσε να δει το παιδί της ή να εργαστεί για να κερδίσει χρήματα και ότι, ακολούθως, θα απελαύνετο στο Νεπάλ. Ισχυρισμό τον οποίο, παρά την αρχική της εμμονή σε αυτόν ακόμη και όταν βάσιμα της υποδείχθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου ότι δεν αναφέρεται στην κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/06/2022, κατά την εξέλιξη της αντεξέτασης της, και πάλι διαφοροποίησε. Στην αρχή, ισχυρίστηκε ότι ήταν ο διερμηνέας που της είχε αναφέρει τα ανωτέρω, ενώ, στην συνέχεια, ότι ήταν λεγόμενα της γυναίκας αστυνομικού και ότι ο διερμηνέας, απλώς της τα απέδωσε στα Νεπαλικά. Συναφώς, σε κάποιο άλλο σημείο της αντεξέτασης της, φαίνεται να ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει ποιος ακριβώς από τους αστυνομικούς είχε πει τα λόγια αυτά, αλλά ο διερμηνέας της τα απέδωσε στα Νεπαλικά. Ακολούθως, η παραπονούμενη ανακάλεσε τον ισχυρισμό της ότι της ελέχθη από την γυναίκα αστυνομικό ότι θα φυλακιζόταν για δέκα χρόνια και ισχυρίστηκε ότι, η εν λόγω αστυνομικός, της είχε απλώς αναφέρει ότι θα την πήγαιναν απευθείας στην φυλακή. Δηλαδή, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένη περίοδο.

Αργότερα στην αντεξέταση της, η παραπονούμενη διαφοροποίησε και το είδος της «απειλής» που δέχθηκε από τους αστυνομικούς. Σε πλήρη αντίθεση με τους προαναφρόμενους ισχυρισμούς της, ισχυρίστηκε ότι, αν και στους αστυνομικούς είχε πει ότι ο κατηγορούμενος την βίασε, η γυναίκα αστυνομικός την απείλησε λέγοντας της ότι η συνουσία τους ήταν με την συγκατάθεση της. Η θέση δηλαδή της παραπονούμενης ήταν ότι, είχε αποκαλύψει στους αστυνομικούς ότι βιάστηκε, λέγοντας την αλήθεια, αλλά, αφού απειλήθηκε από τους αστυνομικούς, ενέκυψε από φόβο και δεν προέβη σε καταγγελία. Η απειλή πλέον, σύμφωνα με αυτό τον ισχυρισμό της παραπονούμενης, δεν ήταν για να πει την αλήθεια, αλλά για να καταθέσει ψέματα.

 

Όλοι οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί της παραπονούμενης, εκτός από ανακόλουθοι ή, αναλόγως περίπτωσης, αντιφατικοί, σε κάθε περίπτωση, ιδωμένοι ανεξάρτητα, δεν είναι ούτε και εύλογοι. Δεν είναι λογικό, η παραπονούμενη, να είχε βιώσει τέτοια αντιμετώπιση από τους αστυνομικούς, που είχε ως αποτέλεσμα να φοβηθεί σε βαθμό που να μην καταγγείλει ένα κακούργημα σε βάρος της (που την τραυμάτισε και την οδήγησε με κίνδυνο της ζωής της στο νοσοκομείο), αλλά, να ξεπερνά αυτό της τον φόβο, απλά και μόνο επειδή, μία άγνωστη της γυναίκα, επίσης αλλοδαπή, από το Νεπάλ, σε κάποιες μεταγενέστερες επικοινωνίες τους, της είπε ότι υπάρχει σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο και έπρεπε να αναζητήσει το δίκαιο της λέγοντας την πραγματικότητα. Σημειώνουμε εδώ ότι, δύο από τους τρεις Αστυνομικούς που την επισκέφτηκαν στις 04/06/2022 και 09/06/2022, οι Λοχίας 4744, Κ. Κωνσταντίνου και Μ.Κ.18, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία του τελευταίου, ήταν οι ίδιοι.

 

Αντιπαραβολή, άλλωστε, της μαρτυρίας της με αυτήν της Μ.Κ.4 (στο πλαίσιο της αντιπαραβολής της μαρτυρίας της με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας) και ανεξαρτήτως της αξιολόγησης της μαρτυρίας της τελευταίας (που δεν έγινε αποδεκτή), ως πιο πάνω αναφέραμε, αποκαλύπτει διάσταση μεταξύ των ισχυρισμών τους για τα ίδια γεγονότα. Πρόσφατα, στην προαναφερόμενη υπόθεση Παναγή ν. Χρυσοδόντα, Ποινική Έφεση Αρ. 249/2015 κ. α., 06/06/2024, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ανάγκη, κατά την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, το Δικαστήριο να μην περιορίζεται στην ατομική αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων, αλλά, την μαρτυρία του κάθε ενός από αυτούς, να την αντιπαραβάλλει, να την συγκρίνει, να την συσχετίζει και να την διερευνά, στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων. Κατά την αντεξέταση της λοιπόν, η Μ.Κ.4, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, είπε ότι, η παραπονούμενη, δεν της είπε ποτέ ότι φοβόταν να πει ότι είχε βιαστεί επειδή πίστευε ότι δεν θα γινόταν πιστευτή και θα είχε προβλήματα ή επειδή μπορούσε να καταλήξει στην φυλακή. Συναφώς, είπε ότι, η παραπονούμενη, ποτέ δεν της είχε αναφέρει ότι είχε δεχθεί οποιαδήποτε τέτοια απειλή ή εκφοβισμό από κάποιο αστυνομικό. Μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι, ήταν εκείνη που, από μόνη της, είχε πει στην παραπονούμενη ότι, αν δεν έφταιγε, να μην φοβόταν και η δικαιοσύνη θα αποδιδόταν. Επιπρόσθετα, για το προκείμενο είπε ότι, η παραπονούμενη, παρά το γεγονός ότι, από τις 03/06/2022, την έβλεπε και μιλούσαν καθημερινά κατά το επισκεπτήριο στο νοσοκομείο για περίοδο οκτώ ημερών, δεν της είχε ποτέ πει ότι, στις 04/06/2022, είχε καταθέσει στην Αστυνομία ότι είχε συναινετική σεξουαλική επαφή με τον εργοδότη της. Και περαιτέρω, ότι δεν είχε ποτέ πει στην παραπονούμενη για τον Νόμο και τους κανονισμούς στην Κύπρο, επειδή δεν γνώριζε τίποτα για αυτούς. Οι συζητήσεις τους ήταν μικρές και αφορούσαν μόνο το πώς ήταν και ένοιωθε η παραπονούμενη.  

 

Εξάλλου, πολύ σημαντική, σχετικά με τους υπό εξέταση ισχυρισμούς της παραπονούμενης, είναι και η προαναφερόμενη μαρτυρία των Μ.Κ.11, Μ.Κ.13 και Μ.Κ.18, για την αξιολόγηση της οποίας αναφερθήκαμε ήδη, η οποία θέτει απευθείας την εν λόγω μαρτυρία της, υπό αμφισβήτηση. Σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία, η παραπονούμενη, παρά το γεγονός της εγχείρησης της την προηγούμενη ημέρα, στις 04/06/2022, ήταν σε θέση και έδωσε κανονικά την κατάθεση της, χωρίς σε καμία περίπτωση να είχε απειληθεί από οποιονδήποτε, για το οτιδήποτε. Πέραν της επίστησης της προσοχής της παραπονούμενης από την Μ.Κ.11 στο ποινικό αδίκημα της δημόσιας βλάβης, που, όπως είπε ο Μ.Κ.18 προέκυψε, λόγω της άρνησης της ότι την είχαν επισκεφτεί οι Μ.Κ.3 και Μ.Κ.12 το προηγούμενο βράδυ και τους ισχυρίστηκε ότι ο βιασμός της από τον εργοδότη της ήταν στην οικογενειακή του οικία, δεν υπήρξε κάτι που να δείχνει ότι είχε φοβηθεί ή επηρεαστεί. Όπως ο Μ.Κ.18 επίσης ανέφερε, μετά και την διακοπή που έκαναν και εξήλθαν από το δωμάτιο της παραπονούμενης για να είχε τον χρόνο να σκεφτεί για την κατάθεση της, η παραπονούμενη ήταν που, σύντομα μετά, τους κάλεσε να επανέλθουν και έδωσε την κατάθεση της, και όχι το αντίθετο.

 

Πέραν των πιο πάνω, η αξιοπιστία της παραπονούμενης, ελέγχεται και από την διάσταση που παρατηρείται μεταξύ των ισχυρισμών της στις δύο καταθέσεις της στην Αστυνομία ημερομηνίας 09/06/2022 και 17/06/2022, Έγγραφα Β1 και Γ1 αντίστοιχα, με τις οποίες, όπως υποστήριξε, αποκάλυψε την πραγματικότητα για την εγκληματική σε βάρος της δράση του κατηγορουμένου. Καθώς επίσης, και από τις διαφοροποιήσεις των εν λόγω ισχυρισμών της όταν εξετάστηκε σχετικά με αυτούς ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ως πρώτη σχετική παρατήρηση, καταγράφεται, η μη αποκάλυψη από την παραπονούμενη στην κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 09/06/2022, των 10 με 15 περιστατικών εναντίον του προσώπου της, με δράστη τον κατηγορούμενο, που αφορούσαν αγγίγματα στα πόδια, τα χέρια και τα στήθη της, καθώς και αγκαλιές. Αυτά, για κάποια από τα οποία, με την κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/06/2022, η παραπονούμενη έδωσε και λεπτομέρειες, της είχαν προκαλέσει, ισχυρίστηκε στην ίδια κατάθεση, φόβο και ανασφάλεια ότι ο κατηγορούμενος κάτι κακό θα της έκανε. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση της από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, την έκαναν να νιώσει αγωνία ότι θα της έκανε κάτι πιο «βλαβερό». Και όπως ανέφερε κατά την αντεξέταση της από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, την «βασάνιζαν». Συνεπώς, ως τα γεγονότα που για την ίδια ήταν ο προπομπός των πιο σοβαρών περιστατικών που επακολούθησαν και της είχαν προκαλέσει τα προαναφερόμενα συναισθήματα, είναι λογικό ότι, όταν στις 09/06/2022 κατέθετε για πρώτη φορά στην Αστυνομία την καταγγελία της εναντίον του κατηγορουμένου, θα τα ανέφερε, και μάλιστα με κάποια λεπτομέρεια. Η αναφορά της στην εν λόγω κατάθεση της: «Περίπου ένα μήνα μετά που ξεκίνησα να εργάζομαι εκεί, ξεκίνησε να με αγγίζει, αλλά επειδή κάνει αστεία, κάποτε ήταν κατά λάθος και κάποτε επίτηδες. Του έλεγα να μην με αγγίζει όποτε με άγγιζε. Μετά με αγκάλιαζε και όταν δοκίμαζε να με αγγίζει προσπαθούσα να τον απωθήσω», δεν αποτελούν μία λογική, υπό τις περιστάσεις, εξιστόρηση των σημαινόντων γεγονότων ή ικανοποιητική, ακόμη και γενικά, αποκάλυψη τους στην Αστυνομία. Δεδομένο, που προβληματίζει αναφορικά με την ανταπόκριση τους στην πραγματικότητα. Η δε δικαιολογία που, όταν ερωτήθηκε σχετικά από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, η παραπονούμενη προσέφερε κατά την κυρίως εξέταση της, ότι δηλαδή δεν αναφέρθηκε σε αυτά με λεπτομέρεια λόγω της κακής μετεγχειρητικής της κατάστασης που επηρέασε την ικανότητα της, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και σχετίζονται με την μαρτυρία, κυρίως, του Μ.Κ.18 που ισχυρίστηκε το αντίθετο, δεν αποτελεί, υπό τις περιστάσεις, ικανοποιητική εξήγηση.

 

Δεν διαφεύγει επίσης της προσοχής μας, στο πλαίσιο της αντιπαραβολής της μαρτυρίας της παραπονούμενης με το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, και ανεξαρτήτως αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Κ.4 ως ανωτέρω (βλ. Παναγή ν. Χρυσοδόντα, Ποινική Έφεση Αρ. 249/2015 κ. α., 06/06/2024 ανωτέρω), ο ισχυρισμός της Μ.Κ.4 ότι, στις 03/06/2022, όταν μετά την εγχείρηση της παραπονούμενης, την επισκέφτηκε στο δωμάτιο νοσηλείας της, πέραν των όσων η παραπονούμενη της ανέφερε για τον ισχυριζόμενο βιασμό της εκείνη την ημέρα, της είχε πει και για κάποια άλλη φορά που ο εργοδότης της, όταν βρίσκονταν «έξω στο αγρόκτημα», με δύναμη είχε διεισδύσει το πέος του στο στόμα της, την άγγιζε στο στήθος και την αγκάλιασε. Και ότι, αντεξεταζόμενη, σχετικά με τους εν λόγω ισχυρισμούς της, η Μ.Κ.4 ισχυρίστηκε ότι, αυτά, όπως της είπε η παραπονούμενη, ήταν περιστατικά που έγιναν μία φορά.

 

Ως προ ειπώθηκε, για κάποια από τα προαναφερόμενα περιστατικά παρενόχλησης της από τον κατηγορούμενο, η παραπονούμενη, με την κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/06/2022, έδωσε και λεπτομέρειες. Αυτές, κατά την ακρόαση, κατά την κυρίως εξέταση της από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, διερευνήθηκαν. Ως αποτέλεσμα, φάνηκε ότι η παραπονούμενη δεν παρέμεινε σταθερή στους ισχυρισμούς της και περιέπεσε σε αντιφάσεις. Για παράδειγμα, σχετικά με το τελευταίο περιστατικό που ισχυρίστηκε, που αφορούσε αγκαλιά που της έκανε ο κατηγορούμενος κατόπιν τραβήγματος της αφού πρώτα την είχε καλέσει να κατέβει από το δωμάτιο της στο ισόγειο της αγροικίας για να της μιλούσε για εργασία, όταν ερωτήθηκε, άλλαξε τους ισχυρισμούς της σημαντικά. Είπε ότι, ο κατηγορούμενος, αφού την αγκάλιασε από πίσω, εκείνη τον έσπρωξε και έτρεξε να φύγει και στην συνέχεια, επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο της. Όταν, στην πιο πάνω κατάθεση της ισχυριζόταν ότι, αφού ο κατηγορούμενος, ως προ ειπώθηκε, την τράβηξε κοντά του και την αγκάλιασε, αυτή τον έσπρωξε μεν, αλλά έκανε ένα μεγάλο βήμα μακριά του για να απομακρυνθεί, και δεν έτρεξε. Και περαιτέρω ότι, στην συνέχεια, ο κατηγορούμενος της μίλησε για κάποιες εργασίες που έπρεπε να γίνουν την επόμενη ημέρα, και δεν είχε απλώς επιστρέψει στο υπνοδωμάτιο της, ως ο μεταγενέστερος ισχυρισμός της.      

 

Επιπρόσθετα, αναφορικά με το ισχυριζόμενο περιστατικό της διείσδυσης τους πέους του κατηγορουμένου στο στόμα της, η παραπονούμενη, με την κατάθεση της στην Αστυνομία στις 09/06/2022, πρόβαλε μία εκδοχή γεγονότων, η οποία, σε σημαντικά της σημεία, είναι διαφορετική από αυτήν που έδωσε στην Αστυνομία στις 17/06/2022.

 

Για παράδειγμα, στις 09/06/2022, η παραπονούμενη είχε πει στην Αστυνομία ότι, πριν την καλέσει ο κατηγορούμενος στο δωμάτιο του, βρισκόταν μέσα σε αυτό και για να την φώναζε κοντά του, είχε πάει στην πόρτα του, η οποία, όπως φαίνεται από τους ισχυρισμούς της, ήταν ήδη ανοικτή και της είπε, «Diki έλα». Ενώ, στις 17/06/2022, είπε ότι, ο κατηγορούμενος είχε πάει να δει την εργασία της στο ισόγειο της αγροικίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν βρισκόταν μέσα στην αγροικία από προηγουμένως και ότι, μετά από αυτό και αφού άνοιξε την πόρτα του δωματίου, την κάλεσε λέγοντας της, «Come Diki».

 

Περαιτέρω, στις 09/06/2022, η παραπονούμενη ισχυρίστηκε στην Αστυνομία ότι, αφού ο κατηγορούμενος την είχε καλέσει κοντά του και εκείνη τον προσέγγισε, δηλαδή, όταν εκείνος βρισκόταν ακόμη στην πόρτα του δωματίου, «την άρπαξε από το χέρι και την μέση και την έσπρωξε μέσα». Ωστόσο, όταν κατέθεσε για το περιστατικό στις 17/06/2022, ισχυρίστηκε ότι, ο κατηγορούμενος, όταν την κάλεσε, κάτι που έκανε πέραν της μίας φοράς, φωνάζοντας της «Come Diki», βρισκόταν ήδη μέσα στο δωμάτιο και όχι στην πόρτα του. Μπήκε από μόνη της μέσα σε αυτό, χωρίς δηλαδή ο κατηγορούμενος να την αρπάξει και να την σπρώξει και ακολούθως, πριν την οποιαδήποτε σωματική τους επαφή, ο κατηγορούμενος έκλεισε την πόρτα.

 

Επιπλέον, στις 09/06/2022, αναφορικά με την συνέχεια του περιστατικού, η παραπονούμενη κατέθεσε στην Αστυνομία ότι, μετά που ο κατηγορούμενος την άρπαξε από το χέρι και την μέση και την έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο, την ξέντυσε και ακολούθως την πήγε στο δωμάτιο του μπάνιου. Ο κατηγορούμενος, ήταν επίσης ο ισχυρισμός της, κατά τον χρόνο που πλέον βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο του μπάνιου, έβγαλε και τα δικά του ρούχα. Με την κατάθεση της όμως στις 17/06/2022, η παραπονούμενη είπε ότι, αφού μπήκε στο δωμάτιο και ο κατηγορούμενος έκλεισε την πόρτα, πρώτα την έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο του μπάνιου και μετά της έβγαλε τα ρούχα. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ήταν ο ισχυρισμός της, είχε γδυθεί πριν ακόμη της βγάλει τα ρούχα της και το έπραξε και εκείνος μέσα στο δωμάτιο του μπάνιου. Μάλιστα, τα ρούχα αμφοτέρων, ο κατηγορούμενος, ακολούθως, τα πέταξε έξω από αυτό. Πρόκειται για αντιφάσεις, σχετικά με την διαδοχή των γεγονότων που η παραπονούμενη ισχυρίζεται για το επίδικο συμβάν, οι οποίες προκαλούν αρνητική εντύπωση σε ότι αφορά την αξιοπιστία της.

 

Αίσθηση βεβαίως, έχοντας κατά νουν και τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις για την μαρτυρία της παραπονούμενης, προκαλεί και ο ισχυρισμός τον οποίο για πρώτη φορά πρόβαλε κατά την κυρίως εξέταση της από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, ότι είχε αποπειραθεί να τρέξει για να διαφύγει του κατηγορουμένου, πρώτα όταν εκείνος έβγαζε τα ρούχα του μέσα στο δωμάτιο του μπάνιου και σε κάποια άλλη φάση μετά, όταν έπλενε το πέος του στην ντουζιέρα, όμως επειδή ήταν μπροστά της και δυνατότερος, δεν τα κατάφερε. Πέραν του ότι πρώτη φορά προβάλλει τον εν λόγω ισχυρισμό της, προβληματίζει το ότι, σύμφωνα με την εξιστόρηση της, ο κατηγορούμενος της έβγαλε τα ρούχα, χωρίς η ίδια, κατά τον χρόνο εκείνο, να προβάλει κάποια αντίσταση σε αυτό, όπως θα ήταν και το πιο λογικό, αλλά, ως προ ειπώθηκε, πρόβαλε αντίσταση μετά. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και σε περίπτωση αντίστασης της, δεδομένου και του ντυσίματος της, όπως το περιέγραψε, δημιουργεί ερωτηματικά, πως ο κατηγορούμενος τελικά κατάφερε να την ξεγυμνώσει, και με την ταχύτητα που, και πάλι με βάση την περιγραφή της, φέρεται να το έπραξε.      

 

Επιπρόσθετα, στις 09/06/2022, η παραπονούμενη κατέθεσε στην Αστυνομία ότι, ο κατηγορούμενος, αφού είχε καθαρίσει το πέος του, πλένοντας το μέσα στην ντουζιέρα μόνο με νερό, της είπε να το αγγίξει και εκείνη του απάντησε ότι δεν της άρεσε και δεν το έκανε. Κατόπιν, την άρπαξε από το χέρι και της είπε να κάτσει. Και μετά, αφού εκείνη υπάκουσε και το έπραξε, ο κατηγορούμενος έβαλε το πέος του στο στόμα της, που εκείνη την στιγμή «ήταν ανοιχτό». Εντούτοις, στις 17/06/2022, η παραπονούμενη, με την κατάθεση της ανέφερε ότι, αφού ο κατηγορούμενος καθάρισε το πέος του στην ντουζιέρα πλένοντας το με νερό αλλά έχοντας κάνει χρήση και σαμπουάν, χωρίς προηγουμένως να της ζητήσει να τον αγγίξει σε αυτό και εκείνη να αρνηθεί, δεν την άρπαξε από το χέρι και της είπε να κάτσει, με αυτήν να υπακούει, αλλά την έσπρωξε από τους ώμους για να καταφέρει να την κάνει να γονατίσει και ακολούθως, δεν έβαλε απλά το πέος του μέσα στο στόμα της, αλλά με γρηγοράδα το έσπρωξε μέσα σε αυτό. Η εκδοχή της παραπονούμενης σχετικά τα προαναφερόμενα ισχυριζόμενα γεγονότα, διερευνήθηκε και κατά την εξέταση της ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία της όμως, τόσο σε σχετικές ερωτήσεις που τέθηκαν κατά την κυρίως εξέταση της από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, όσο και κατά την αντεξέταση της από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, δεν ήταν σαφής ως προς το πώς ο κατηγορούμενος κατάφερε να βάλει ή να διεισδύσει το πέος του στο στόμα της, ούτε και ξεκαθάρισε τους προαναφερόμενους σχετικούς ισχυρισμούς της στις προαναφερόμενες καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία. Φαίνεται από αυτήν ότι, η παραπονούμενη, ενώ στην κατάθεση της στην Αστυνομία στις 09/06/2022, ισχυριζόταν ότι ο κατηγορούμενος έβαλε το πέος του στο στόμα της, επειδή το είχε ανοικτό, χωρίς την ανάγκη κάποιας άλλης ενέργειας του, και στην κατάθεση της ημερομηνίας 17/06/2022, ότι ο κατηγορούμενος έσπρωξε με το πέος του το στόμα της για να καταφέρει την είσοδο του σε αυτό, τελικά, ισχυρίζεται κάτι και πάλι διαφορετικό. Ότι, δηλαδή, ο κατηγορούμενος, κατάφερε γρήγορα και με δύναμη να βάλει το πέος του στο στόμα της, επειδή αυτό, μετά που ο κατηγορούμενος κρατώντας ή πιέζοντας την από το μέτωπο προς τα πίσω, κατά κάποιο τρόπο, που δεν επεξηγείται λογικά από τους ισχυρισμούς της, απλώς άνοιξε.        

 

Σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ισχυρισμών της παραπονούμενης στις καταθέσεις της στην Αστυνομία στις 09/06/2022 και 17/06/2022, καθώς και σε αναφορά με την προφορική της μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, εντοπίζονται και σε σχέση με το ισχυριζόμενο περιστατικό του βιασμού της από τον κατηγορούμενο, μέσω διείσδυσης του πέους του στον κόλπο της. Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί της παραπονούμενης σε ότι το αφορούν, ιδωμένοι συνολικά, δεν αποτελούν μια συνεκτική εκδοχή γεγονότων, δεδομένο που δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με την πραγματικότητα τους.

 

Για παράδειγμα, είπε η παραπονούμενη στην κατάθεση της στην Αστυνομία στις 09/06/2022, ότι ο κατηγορούμενος, αφού την άρπαξε από το δεξί χέρι, την τράβηξε μέσα στο δωμάτιο του, έκλεισε την πόρτα του και την έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο του μπάνιου, άρχισε να την «αγγίζει» και εκείνη εναντιωνόταν λέγοντας του «να μην το κάνει». Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός της παραπονούμενης, δεν φαίνεται να επαναλαμβάνεται στην κατάθεση της ημερομηνίας 17/06/2022, όπου απλά ισχυρίζεται ότι, μετά την είσοδο τους στο δωμάτιο του μπάνιου, εκείνη του έλεγε, λόγω του προηγούμενου περιστατικού στον ίδιο τόπο, να μην την αγγίξει επειδή δεν της αρέσει, και όχι ότι ο κατηγορούμενος, μέχρι εκείνη την στιγμή, την είχε αγγίξει με τον οποιονδήποτε τρόπο. Μάλιστα, αναφέρει επίσης ότι, έσπρωξε τον κατηγορούμενο με τα χέρια, για να τον απωθούσε, ο οποίος όμως ήταν πολύ δυνατός για να τα κατάφερνε. Ισχυρισμός ανύπαρκτος στην κατάθεση της ημερομηνίας 09/06/2022.

 

Επίσης, στην κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 09/06/2022, η παραπονούμενη, σε συνέχεια των προαναφερόμενων ισχυρισμών της, είπε ότι, ο κατηγορούμενος, πρώτα έβγαλε την φανέλα του, μετά την έγδυσε και αφού άνοιξε το παντελόνι του και την χαστούκισε στον πισινό, άνοιξε την ντουζιέρα και με σαμπουάν και νερό την καθάρισε στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων, «από πίσω». Για το πότε ο κατηγορούμενος έβγαλε το παντελόνι του, δεν αναφέρεται. Εντούτοις, στην κατάθεση της παραπονούμενης ημερομηνίας 17/06/2022, η διαδοχή των πιο πάνω γεγονότων είναι αλλιώτικη, ενώ, κάποια γεγονότα είναι επιπρόσθετά ή διαφοροποιημένα. Ισχυρίστηκε ότι, ο κατηγορούμενος, έβγαλε πρώτα το παντελόνι και το εσώρουχο του και δεν πρόσεξε πότε έβγαλε την φανέλα του. Μετά της έβγαλε τα ρούχα, και το χαστούκι στον πισινό της το έδωσε, προτού με νερό και σαμπουάν στην ντουζιέρα καθαρίσει, πρώτα την περιοχή των δικών του γεννητικών οργάνων και μετά την δική της. Κατά την αντεξέταση της από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, η παραπονούμενη περιέπεσε σε περαιτέρω αντιφάσεις. Για παράδειγμα, αν και αντεξεταζόμενη για το ισχυριζόμενο περιστατικό της διείσδυσης του πέους του κατηγορουμένου στο στόμα της, τελώντας τουλάχιστον σε σύγχυση σχετικά με το περιστατικό για το οποίο αντεξεταζόταν, ανέφερε για το υπό συζήτηση συμβάν ότι, ο κατηγορούμενος, αντί φανέλας, φορούσε πουκάμισο, το οποίο μάλιστα είχε από πριν ανοικτό.           

 

Επιπλέον, στην κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 09/06/2022, η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι, ακολούθως των πιο πάνω περιστατικών, ο κατηγορούμενος, αφού διείσδυσε το πέος του στον κόλπο της, την έσπρωξε για να σκύψει και της είπε, «κάτω». Στην συνέχεια, και αφού κινήθηκε μέσα της τέσσερεις ή πέντε φορές, αντιλήφθηκαν ότι αιμορραγούσε. Μολαταύτα, στις 17/06/2022, η παραπονούμενη, και πάλι διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς της. Κατέθεσε ότι, ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατά εκείνο τον χρόνο την κρατούσε με δύναμη από τους ώμους, πρώτα της είπε «down» και της άσκησε δύναμη για να λυγίσει την πλάτη της και να σκύψει, και μετά διείσδυσε με δύναμη το πέος του στον κόλπο της. Όταν αποτραβήχτηκε, διαπίστωσαν ότι αιμορραγούσε. Αντεξεταζόμενη από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, η παραπονούμενη και πάλι διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς της και ισχυρίστηκε ότι, ο κατηγορούμενος, δεν την κρατούσε και με τα δύο του χέρια από τους ώμους, αλλά με το ένα του χέρι από τον ώμο και με το άλλο του χέρι από το κεφάλι, με το οποίο την έσπρωξε βίαια προς τα κάτω, για να καταφέρει στην συνέχεια την βίαιη διείσδυση του πέους του στον κόλπο της. Η αιμορραγία από τον κόλπο της, ανέφερε επιπλέον, ήταν εμφανής και την αντιλήφθηκε από την στιγμή της διείσδυσης τους πέους του κατηγορουμένου, παρά το γεγονός ότι κινήθηκε μέσα της συνολικά τρείς ή τέσσερεις φορές.

 

Περαιτέρω, η παραπονούμενη, στην κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 09/06/2022, είπε ότι ο κατηγορούμενος, αφού διαπίστωσαν ότι αιμορραγούσε ο κόλπος της, την ρώτησε αν η αιμορραγία ήταν από την προηγούμενη ημέρα και εκείνη του απάντησε αρνητικά. Διαφοροποιήθηκε όμως στην συνέχεια, όταν στις 17/06/2022, στην Αστυνομία ισχυρίστηκε ότι, ο κατηγορούμενος, απλά την είχε ρωτήσει τι συνέβη και εκείνη του απάντησε ότι δεν γνώριζε, αλλά πονούσε πολύ και η αιμορραγία δεν σταματούσε. Αντεξεταζόμενη δε, από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ισχυρίστηκε ότι, οτιδήποτε της είχε πει ο κατηγορούμενος εκείνη την στιγμή, δεν το κατάλαβε. Κατάλαβε μόνο ότι της είχε αναφέρει την λέξη «husband», όπερ και υπέθεσε ότι την είχε ερωτήσει κατά πόσο, όταν έχει σεξουαλική επαφή με τον σύζυγο της, αιμορραγεί από τον κόλπο και εκείνη του απάντησε αρνητικά. Ωστόσο, αμέσως μετά, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος την είχε ρωτήσει επίσης, και προφανώς κατάλαβε, αν το πρόβλημα που αντιμετώπιζε λόγω της αιμορραγίας, ήταν πολύ μεγάλο.  

 

Πέραν των προαναφερόμενων, θέμα σχετικά με την αξιοπιστία της παραπονούμενης, τίθεται και από την ακόλουθη μαρτυρία των Μ.Κ.2, Μ.Κ.6,  Μ.Κ.12, Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21, την οποία έχουμε ήδη αξιολογήσει και αποδεχτεί.  

 

Σχετικά με τον ισχυρισμό του Μ.Κ.2, ότι, μετά την μεταφορά της παραπονούμενης στο Τ. Α. Ε. Π. και κατά τον χρόνο που βρισκόταν εκεί για την περίθαλψη της, μέσω διερμηνέα, του είχε πει ότι ο εργοδότης της, αφού της έκανε ένεση πίσω από το αυτί, την κοίμισε και την βίασε, η παραπονούμενη πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο. Αντεξεταζόμενη από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ισχυρίστηκε ότι, στην διερμηνέα είχε πει ότι, κατά την μεταφορά της από τον κατηγορούμενο και κάποιους άλλους, από το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου προς το ασθενοφόρο, κάποιος, δεν γνωρίζει ποιος, πιστεύει, χωρίς ωστόσο να είναι βέβαιη, της «έβαλε βελόνα» και αυτό, επειδή είχε τότε νοιώσει πόνο πίσω από το αυτί. Ισχυρισμός, παρατηρούμε, ο οποίος είναι διαφοροποιημένος και από τα όσα, για το ίδιο ζήτημα, η παραπονούμενη, καταγράφεται στην κατάθεση της ημερομηνίας 17/06/2022, Έγγραφο Γ1, ότι ανέφερε στην Αστυνομία. Σε αυτήν, ο ισχυρισμός της ήταν ότι, οι δύο άντρες που την μετέφεραν στο ασθενοφόρο, αφήνοντας να εννοηθεί, χωρίς την συνδρομή του κατηγορούμενου, γνωρίζει ότι ήταν το πλήρωμα του ασθενοφόρου. Και περαιτέρω, ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο τα πρόσωπα αυτά της «έβαλαν ένεση», ο κατηγορούμενος σίγουρα δεν το έκανε και ότι, πόνο πίσω από το αυτί της ένιωσε μεταγενέστερα, όταν βρισκόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και όχι κατά την μεταφορά της στο ασθενοφόρο. Σε κάθε περίπτωση, με βάση την μαρτυρία του Μ.Κ.6, κάτι τέτοιο, κατά την μεταφορά της παραπονούμενης στο ασθενοφόρο, δεν φαίνεται να έγινε. Ενώ, σύμφωνα και με την μαρτυρία του Μ.Κ.2, ούτε και στο Τ.Α.Ε.Π. όταν μεταφέρθηκε, φαίνεται να έγινε κάτι τέτοιο.   

 

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της παραπονούμενης για τα επίδικα γεγονότα, είναι αξιοσημείωτο, δεν συνάδουν, ούτε και με τα όσα ο Μ.Κ.12 ισχυρίστηκε ότι του ανέφερε, μέσω διερμηνέα Νεπαλικών, αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα, κατά την επίσκεψη της στο γυναικολογικό θάλαμο του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, το βράδυ της 03ης/06/2022 μετά που εγχειρίστηκε. Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.12, στον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, η παραπονούμενη δεν έκανε καμία απολύτως αναφορά κατά την εξιστόρηση της των επίδικων γεγονότων και περιστάσεων αυτής της υπόθεσης, έχουμε ήδη αναφερθεί.

 

Σύμφωνα με τους εν λόγω ισχυρισμούς της προς τον Μ.Κ.12, το πρωινό εκείνης της ημέρας, ο εργοδότης της, την είχε πάρει με το αυτοκίνητο του από τον τόπο εργασίας της, στο σπίτι όπου κατοικεί με την οικογένεια του, 40 περίπου λεπτά οδική απόσταση, όπως της είχε πει, για να το καθάριζε. Εκεί, σε δωμάτιο στο οποίο την είχε οδηγήσει και βρισκόταν στο κάτω μέρος, ασκώντας βία σε βάρος της, παρόλη την προσπάθεια της για να τον απωθούσε, την βίασε. Όταν τελείωσε ο βιασμός της, είχε πόνο στον κόλπο της, από τον οποίο διαπίστωσε ότι αιμορραγούσε. Λόγω τούτου, ο εργοδότης της, της είχε πει, όταν θα επέστρεφαν στον τόπο εργασίας της, να ανέφερε στους υπόλοιπους εργοδοτουμένους του ότι είχε έμμηνο ρύση και ήταν αδιάθετη, για να πήγαινε στο σπίτι. Παρά το γεγονός ότι του είχε αναφέρει για τον πόνο της, καθώς και ότι ζαλιζόταν και ήθελε να πάει στο νοσοκομείο, ο εργοδότης της επέμενε, αναφέροντας της ότι αν την πήγαινε στο νοσοκομείο, αυτός θα είχε πρόβλημα. Όταν έχανε τις αισθήσεις της, θυμόταν ότι ο εργοδότης της, της είχε ρίξει νερό στο πρόσωπο και περαιτέρω, ότι θυμόταν να επανέρχεται εντός του ασθενοφόρου. 

 

Η μαρτυρία των Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21, στην αξιολόγηση της οποίας επίσης προαναφερθήκαμε, επίσης δημιουργεί ζήτημα αξιοπιστίας της παραπονούμενης, επειδή καθιστά, σημαντικό μέρος της εκδοχής της για τα επίδικα περιστατικά, παράλογη. Ήταν ο ισχυρισμός της παραπονούμενης ότι, από το πρωί που έλαβε χώρα το περιστατικό του βιασμού της από τον κατηγορούμενο, αιμορραγούσε. Ο κατηγορούμενος ωστόσο, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν καλά, δεν έδειχνε διατεθειμένος να την πάρει σε ιατρό ή στο νοσοκομείο. Παρόλα αυτά, με βάση την μαρτυρία της Μ.Κ.20, όταν, σε δύο περιπτώσεις, περί η ώρα 12:00 και 13:00 αντίστοιχα, βρέθηκε στην αγροικία, χωρίς ο κατηγορούμενος να ήταν παρών, και είχε την ευκαιρία, πρώτα όταν ήταν μόνη με την Μ.Κ.20 και ακολούθως, όταν ήταν με την Μ.Κ.20 και τον Μ.Κ.21 μαζί, οι οποίοι είναι ομοεθνείς της και με την Μ.Κ.21 ήταν και φίλες («σαν αδελφές»), να τους ανέφερε τι αντιμετώπιζε, τίποτα δεν τους είπε. Μάλιστα, στην Μ.Κ.20 είπε ότι ήταν αδιάθετη, λόγω έμμηνου ρύσης. Τονίζεται ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το ζήτημα σε εκείνη την φάση (έστω κατά τις 13:00), δεν ήταν απλώς ότι είχε βιαστεί από τον κατηγορούμενο, αλλά ότι, λόγω της εν λόγω κακοποίησης της, αντιλαμβανόταν ότι, λόγω της αιμορραγίας, είχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα και ενδεχομένως κίνδυνο για την υγεία της, κάτι που λογικά, αν οι ισχυρισμοί της ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, θα την ωθούσε στο να μιλούσε στους Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21 για αυτό, για να ζητούσε βοήθεια. Η θέση της ότι, αν και θύμα, ένοιωθε συναισθήματα ντροπής, αλλά και φόβου για το ενδεχόμενο ότι, επειδή οι Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21 είναι ομοεθνείς της, θα μπορούσε (λόγω της ευκολίας που παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) να το μάθαινε ο σύζυγος της, υπό αυτές τις περιστάσεις, είναι λογικό, θα υποχωρούσαν. Ισχυρισμός άλλωστε, που δεν συνάδει με την ενέργεια της, σύντομα μετά, όχι μόνο την ίδια ημέρα να το αναφέρει όταν βρισκόταν στο Τ.Α.Ε.Π. στην Μ.Κ.4 που είναι επίσης ομοεθνής της (με ενέργειες της οποίας, φαίνεται ότι, η υπόθεση της κοινοποιήθηκε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην κοινότητα των Νεπαλών στην Κύπρο), αλλά και κάποιες ημέρες μετά, να μιλήσει για τα ισχυριζόμενα συμβάντα, τηλεφωνικώς, στον πράκτορα της από το Νεπάλ, ο οποίος γνώριζε τον σύζυγο της και θα μπορούσε να έχει σχετική επικοινωνία μαζί του για να του τα κοινοποιούσε.  

 

Από τα προαναφερόμενα, προκύπτει ότι, δοσμένων των ουσιαστικών αντιφάσεων της μαρτυρίας της παραπονούμενης με αυτήν του Μ.Κ.2 και της Μ.Κ.4 (ή ακόμη και με αυτή των Μ.Κ.3 και Μ.Κ.12, που αφορούσαν γεγονότα μεταγενέστερα) (και χωρίς να συμπλέκουμε στην εξέταση του ανακύπτοντος ζητήματος, τα περιστατικά που προηγήθηκαν των όσων αφορούν τα συμβάντα στο Τ.Α.Ε.Π. μετά τον ισχυριζόμενο βιασμό της παραπονούμενης από τον κατηγορούμενο στις 03/06/2022, σύμφωνα με την μαρτυρία των Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21 - βλ. Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα ότι η παραπονούμενη υπέβαλε σε αυτούς (και ειδικότερα στον Μ.Κ.2, του οποίου η μαρτυρία αποτιμάται θετικά), σε ανύποπτο χρόνο, αυθόρμητο πρώτο παράπονο, κατά την έννοια του Άρθρου 10 του Κεφ. 9 (βλ. και Άρθρο 14(2) του Νόμου 60(Ι)/2014). Ανάλογη ήταν η περίπτωση που εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Σ. Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού, (2010) 2 Α.Α.Δ. 304, όπου και, για το προκείμενο, ελέχθη ότι, υπό τέτοιες συνθήκες: «αποδυναμώνεται η ενίσχυση της μαρτυρίας της [παραπονούμενης] προς συνεπή επιβεβαίωση των όσων κατ’ ισχυρισμόν της συνέβησαν …, που αποτελεί εξαίρεση, σε υποθέσεις σεξουαλικής υφής, του κανόνα αποκλεισμού της αποδοχής προηγούμενων συνεπών δηλώσεων.».

 

Συναφώς, σημειώνουμε ότι, συγχρόνως της αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ως αποτέλεσμα της οποίας ήταν η καταγραφή ανωτέρω των σχετικών παρατηρήσεων μας, αναζητήσαμε, ως προαναφέραμε ότι θα πράτταμε, και άλλη ενισχυτική μαρτυρία, και δεν έχουμε εντοπίσει. Τέτοια μαρτυρία, σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι η μαρτυρία που έχει ανεξάρτητη προέλευση από το μάρτυρα, τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει, και η οποία τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αλλά επίσης ότι, εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος (βλ. Σ.Σ. ν. Δημοκρατία, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 147/2016, 20/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B477 και Ν.Χ. ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 503).      

 

Τέλος, σε ότι αφορά την μαρτυρία της παραπονούμενης, που άπτονται και της αξιολόγησης της, αξιοσημείωτα είναι και τα εξής. Η παραπονούμενη, στην κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 04/06/2022, Έγγραφο Α1, καταληκτικά, είπε ότι, στις 03/06/2022, πέραν της σύγχυσης και ντροπής που ένιωθε λόγω των συμβάντων της ημέρας, «είπε μία άλλη ιστορία, επειδή δεν ήθελε ο άντρας της να μάθαινε κάτι» για την σεξουαλική επαφή που είχε με τον εργοδότη της. Όπως ανέφερε αντεξεταζόμενη, παρά τα, ως ισχυρίστηκε, επαναλαμβανόμενα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης και αυτού της κακοποίησης της (στοματικός έρωτας) από τον κατηγορούμενο πριν από το συμβάν του βιασμού της στις 03/06/3022, δεν είχε πληροφορήσει τον σύζυγο της ή κάποιον άλλο για αυτά, αν και, όπως παραδέχτηκε, είχε τον τρόπο επικοινωνίας, επειδή φοβόταν ότι ο σύζυγος της θα την χώριζε. Προσπάθησε η παραπονούμενη, ήταν προφανές, να υποστηρίξει την θέση ότι, ως θέμα κουλτούρας της κοινωνίας στο Νεπάλ, δεν θα είχε σημασία στο ζήτημα αυτό για τον σύζυγο της, ότι ήταν θύμα. Ωστόσο, κάποιοι ισχυρισμοί της, από διάφορα άλλα σημεία στην αντεξέταση της, αναδύουν, θα μπορούσε κριτικά να λεχθεί, και μία άλλη εικόνα. Ξεχωρίζουμε τρείς, οι οποίοι, σε συνδυασμό, εντυπωσιάζουν περισσότερο. Είπε, σε κάποιο σημείο η παραπονούμενη ότι, το ενδεχόμενο ότι ο σύζυγος της θα την χώριζε, στις 03/06/2022, ήρθε στο μυαλό της, όχι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, αλλά αμέσως όταν αντιλήφθηκε ότι, μετά την διείσδυση του πέους του κατηγορουμένου στον κόλπο της, αιμορραγούσε. Προβληματίζει, βεβαίως, αυτός ο ισχυρισμός της παραπονούμενης, διότι, δεν φαίνεται λογικό, μία γυναίκα που βιάζεται, από το μυαλό της οποίας θα μπορούσε να περάσουν τόσα πολλά άλλα μεγαλύτερης σημασίας, να σκέφτεται, όχι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, αλλά την συγκεκριμένη στιγμή που αντιλαμβάνεται ουσιαστικά, λόγω της αιμορραγίας, τον τραυματισμό της, ότι αν το μάθαινε ο σύζυγος της θα την χώριζε. Τέτοιες σκέψεις, φαίνεται πιο λογικό, κάνει αμέσως, μία σύζυγος που έχει απιστήσει, μόλις αντιληφθεί ότι έχει βρεθεί σε μία κατάσταση η οποία, όχι μόνο μπορεί να την εκθέσει και να αποκαλύψει την απιστία της (είχε συναδέλφους από το Νεπάλ), αλλά να δημιουργήσει και συνθήκες απώλειας της εργασίας της (ο εργοδότης της ήταν επίσης συζευγμένος και μία τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να διαμορφώσει τέτοιες συνθήκες). Δεν αποκλείεται, στην προκείμενη, ενώπιον μας να έχουμε μία τέτοια περίπτωση, αναλογιζόμενοι ότι, εν τη ρύμη του λόγου, προφανώς άθελα, σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της, η παραπονούμενη είπε: «Επειδή φοβόμουν ότι δεν θα μου έδινε ο άντρας μου διαζύγιο γιατί είχα σχέση και λόγω φόβου δεν τον πληροφόρησα γι' αυτό.». Και σε κάποιο άλλο σημείο: «Επειδή ανησυχούσα για τον άντρα μου, εάν το έλεγα σε κάποιον θα το μάθαινε, επειδή δεν έβλεπε ο άντρας μου πώς επιβίωνα για το πόσο δύσκολο ήταν και αν μάθαινε ο άντρας μου ότι είναι δική μου υπαίτια θα μου έδινε διαζύγιο.». Τα προαναφερόμενα, συνδέονται ίσως (και σε κάθε περίπτωση, δεν αποκλείονται) και με τα όσα η Μ.Κ.5 ανέφερε αναφορικά με το ότι, κατά τις συνεντεύξεις τους, σε σχέση με τα περιστατικά τα οποία κατήγγειλε στην Αστυνομία, η παραπονούμενη υπήρξε ευσυγκίνητη, ειδικότερα όταν αναφερόταν στην οικογένεια της, τα μέλη της οποίας δεν ήθελε να γνωρίζουν για αυτά και είχε άγχος, το οποίο ήταν μάλιστα έντονο, για το ενδεχόμενο αποκάλυψης τους. Σε ότι αφορά τα ανωτέρω, μπορεί βεβαίως να συνδέεται και η διαπίστωση της Μ.Κ.5, ότι η ψυχοδιαγνωστική εκτίμηση της τρέχουσας τότε κατάστασης της παραπονούμενης, δεν κατέδειξε στοιχεία ψυχοπαθολογίας σε έκταση και βαθμό που να ικανοποιούν τα κριτήρια της ψυχικής διαταραχής, η οποία θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ότι πράγματι υπέστη την ισχυριζόμενη σεξουαλική κακοποίηση. Όπως επίσης μπορεί να συνδεθούν, και με την διαπίστωση της Μ.Κ.5 για το έντονο άγχος και έγνοια της παραπονούμενης, στο να μπορέσει να διατηρήσει την παραμονή της στην Κύπρο και την εργασία της (την οποία απέκτησε μεταγενέστερα σε άλλον εργοδότη) ούτως ώστε να μπορούσε να συνεχίσει να αποστέλλει στην οικογένειά της χρήματα, που δεν αποκλείεται ότι θα μπορούσε αποτελέσει κίνητρο της παραπονούμενης, αφενός, ώστε να καταγγείλει τα ισχυριζόμενα περιστατικά στην Αστυνομία κατά τον χρόνο και υπό τις περιστάσεις που αυτό έγινε και αφετέρου, να επιμένει σε αυτήν μέχρι τέλους. Είναι γεγονός, και το έχουμε κατά νουν ότι, η παραπονούμενη, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.10, είχε πληροφορηθεί για τα των προνοιών του Νόμου 60(Ι)/2014 και προφανώς και για τις πρόνοιες του Μέρους ΙV και ειδικότερα των Άρθρων 47 και 52. Αν και από μόνο του, αυτό το δεδομένο, σίγουρα δεν μπορεί να πλήξει την αξιοπιστία της παραπονούμενης (κάτι τέτοιο θα ήταν αντινομικό), σε συνδυασμό όμως με όλα τα προαναφερόμενα, δημιουργεί, κατά την κρίση μας, εύλογες αμφιβολίες για την αξιοπιστία της.

 

Τονίζουμε βεβαίως ότι, καθ’ όλη την διάρκεια της αξιολόγησης της μαρτυρίας και ειδικότερα, ως ανωτέρω, της παραπονούμενης, είχαμε υπόψη μας τις πρόνοιες του Νόμου 60(Ι)/2014 και πιο συγκεκριμένα, τις πρόνοιες του Μέρους ΙV, σε συνδυασμό με την σχετική μαρτυρία των Μ.Κ.10 και Μ.Κ.17, αλλά και την προαναφερόμενη της Μ.Κ.5. Το γεγονός ότι, η παραπονούμενη, στην βάση των προαναφερόμενων ισχυρισμών της, από τους οποίους μπορούσαν να ανιχνευτούν κάποιοι από τους γενικούς δείκτες θυματοποίησης, φαινόταν ότι είχε, ή και παρουσίαζε ότι είχε, την εικόνα ενός θύματος εμπορίας προσώπων, κατά την έννοια του Νόμου 60(Ι)/2014, δεν θα μπορούσε, χωρίς άλλο, να οδηγήσει το Δικαστήριο στο να αποδεχθεί την μαρτυρία της ως αξιόπιστη, ή σε κάθε περίπτωση, να προβεί σε αξιολόγηση της, με κριτήρια διαφορετικά από αυτά που αξιολογούνται μάρτυρες για την αξιοπιστία τους με βάση τους σχετικούς κανόνες δικαίου. Οι δείκτες θυματοποίησης, στους οποίους αμφότερες οι Μ.Κ.17 και Μ.Κ.10 αναφέρθηκαν ότι εντοπίστηκαν στην περίπτωση της παραπονούμενης και οι οποίοι εύλογα υπό τις περιστάσεις κρίθηκε ότι υφίσταντο κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, είναι βεβαίως αναγνωρισμένοι δείκτες και η εφαρμογή τους ήταν υπό τις περιστάσεις κατάλληλη. Βλέπε, το Anti-human trafficking manual for criminal justice practitioners. Module 2: Indicators of trafficking in persons, του UN.GIFT της UNODC, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στο οποίο, ωστόσο, επισημαίνεται ότι, πρόκειται απλά για δείκτες και όχι για αποδεικτικά στοιχεία. Αναφέρεται συγκεκριμένα:

 

«It is important to remember that the indicators referred to in this module are only indicators. They are not by themselves proof that trafficking in persons has taken place. Observing an indicator should be the starting point for further enquiries.».                               

 

Συναφώς, τονίζεται ότι, σύμφωνα και με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με κύρια την απόφαση του στην υπόθεση Rantsev v. Cyprus and Russia, Application no. 25965/04, 07/01/2010, τα δικαιώματα των φερόμενων θυμάτων, μπορούν να διακριθούν σε δύο τύπους. Αυτά που σχετίζονται με την προστασία τους και αυτά που αφορούν στην συμμετοχή τους. Σε διαδικαστικό ή και αποδεικτικό πλαίσιο, το σημαντικότερο δικαίωμα προστασίας, είναι έναντι της δευτερογενούς θυματοποίησης τους. Ενώ, το δικαίωμα συμμετοχής, σε ότι αφορά ολόκληρη την διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη των ενόχων, κατοχυρώνεται από το δικαίωμα τους να ακουστούν. Σχετικώς, στα φερόμενα θύματα, δεν πρέπει να δίδεται απλά το δικαίωμα ακρόασης, αλλά και η απαιτούμενη «βοήθεια» για να μπορούν να επικοινωνήσουν τις εμπειρίες τους στο Δικαστήριο και να ληφθούν υπόψη με σεβασμό. Τα προαναφερόμενα, που αποτελούν βεβαίως αντικείμενο του Νόμου 60(Ι)/2014, δεν αγγίζουν το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας ενός θύματος από το Δικαστήριο, μετά που αυτή, στη βάση των σχετικών προνοιών του, θα έχει εξασφαλιστεί και παρουσιαστεί ενώπιον του.  

 

Για τους προαναφερόμενους σοβαρούς λόγους, κρίνουμε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης για τα επίδικα γεγονότα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο και απορρίπτεται.

 

Το παρουσιαστικό του κατηγορουμένου στο ειδώλιο του μάρτυρα κατά την ακρόαση της μαρτυρίας του: η διάθεση του, ο τόνος της φωνής του, ο τρόπος ομιλίας του, ο αυθορμητισμός του όταν έδιδε τις απαντήσεις του και η αίσθηση που άφηνε ότι έδιδε αυτές, όχι για να ικανοποιήσει τον εξεταστή του, αλλά για να δώσει ειλικρινή και αληθή απαντήσεις, έπεισε το Δικαστήριο για την ειλικρίνεια του. Περιέγραψε καθαρά, παραστατικά και με αυτοπεποίθηση τα περιστατικά που αφορούν στα επίδικα ζητήματα, και με την απαιτούμενη λεπτομέρεια, προβάλλοντας έτσι και την βιωματικότητα των ισχυρισμών του, οι οποίοι ήταν ευλογοφανείς. Ενώ, στην βασική εκδοχή του, σύμφωνα με αυτούς, ήταν καθόλη την εξέταση του σταθερός. Αντιπαραβολή τους, με το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην Αστυνομία, ημερομηνίας 21/06/2022, Τεκμήριο 11, η οποία ήταν ανακριτική, δείχνει επίσης το αμετάτρεπτο της βασικής του εκδοχής. Σύγκριση τους δε και με την υπόλοιπη μαρτυρία που προσάχθηκε στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση, αποκαλύπτει ότι, αυτή, σε διάφορα της μέρη, όπως θα αναφέρουμε στην συνέχεια, βρίσκει υποστήριξη και από άλλη αποδεκτή μαρτυρία. Η εξέταση του, και ιδίως η αντεξέταση του, δεν ανέδειξε, διαφορές, αντιφάσεις ή άλλα τέτοια αρνητικά στοιχεία, ουσιαστικής μορφής, που να φανερώνουν διάθεση, σχετικά με τα επίδικα γεγονότα, μη αποκάλυψης της πραγματικότητας ή απόκρυψης μέρους αυτής, ώστε να πληγεί καίρια η αξιοπιστία του. Κάποιες μικροδιαφορές ή μικρόαντιφάσεις σε λεπτομέρειες και επουσιώδη θέματα που εντοπίζονται, δεν μπορεί να αποδυναμώσουν την μαρτυρία του ή και να δημιουργήσουν ρήγμα σε αυτή, στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το Δικαστήριο. Συναφώς, για τα μέρη της μαρτυρίας του τα οποία δεν γίνονται αποδεκτά και τους λόγους για αυτή μας την απόφαση, αναφερόμαστε στην συνέχεια.

 

Ο κατηγορούμενος, στην κατάθεση του στην Αστυνομία στις 03/06/2022, Τεκμήριο 16, σχετικά με την μεταφορά της παραπονούμενης στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού με κολπική αιμορραγία, σε γενικές γραμμές, ισχυρίστηκε ότι, αιτία, με βάση τα όσα η ίδια του είχε αναφέρει, ήταν η έμμηνος ρύση. Ήταν ειδικότερα ο ισχυρισμός του ότι, εκείνη την ημέρα, κατά την εκτέλεση της εργασίας της, περί της 11:00, η παραπονούμενη ένοιωσε αδιαθεσία και για αυτό τον λόγο της έδωσε άδεια να ξαπλώσει. Δεν του είχε πει κάτι συγκεκριμένο, μέχρι και τις 14:00 όταν, μετά το μεσημβρινό διάλειμμα, την επισκέφτηκε στο δωμάτιο της στην αγροικία για να έβλεπε πως ήταν. Τότε, του είχε πει ότι αιμορραγούσε λόγω της έμμηνου ρήσης. Ενόσω βρισκόταν εκεί, όταν πήγε να της δώσει νερό που του ζήτησε, έχασε τις αισθήσεις της, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθεί, καλώντας στον αριθμό έκτακτης ανάγκης «112», για την μεταφορά της στο νοσοκομείο.

 

Ωστόσο, στις 04/06/2022, με την κατάθεση του στην Αστυνομία, Τεκμήριο 17 και χωρίς να προβάλει για αυτό κάποιο συγκεκριμένο λόγο, ο κατηγορούμενος παρουσίασε μία διαφορετική εκδοχή γεγονότων. Ότι, δηλαδή, μετά από φλερτάρισμα με την παραπονούμενη, 15 ημέρες πριν τις 03/06/2022, είχαν για πρώτη φορά σεξουαλική επαφή και ειδικότερα, ότι του έκανε στοματικό έρωτα. Και ότι, τελικά, στις 03/06/2022, συνευρέθηκαν ολοκληρωμένα, δηλαδή, με διείσδυση του πέους του στον κόλπο της, χωρίς όμως να εκσπερματώσει, επειδή διαπίστωσε ότι εκείνη αιμορραγούσε κολπικά και διέκοψε. Πίστεψε ότι ήταν έμμηνος ρύση και είπε στην παραπονούμενη να ξεκουραζόταν στο δωμάτιο της. Όταν, μετά από κάποια ώρα την επισκέφτηκε εκεί και είδε ότι δεν ήταν σε καλή κατάσταση, δηλαδή, αρκετά χλωμή, ανησύχησε και όταν την είδε να χάνει τις αισθήσεις της, κάλεσε για βοήθεια στον αριθμό έκτακτης ανάγκης «112». Οι ερωτικές τους συνευρέσεις, ήταν σε κάθε περίπτωση συναινετικές. 

 

Κατά την ακρόαση, εμμένοντας στην δικαιολογία που, ανακρινόμενος, πρόβαλε στην Αστυνομία και καταγράφεται στην σχετική κατάθεση του ημερομηνίας 21/06/2022, Τεκμήριο 11, για την μεταβολή στους ισχυρισμούς του, στο Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι, στις 03/06/2022, δεν είπε στην Αστυνομία ότι συνευρέθηκε ερωτικά με την παραπονούμενη, από φόβο για τις επιπτώσεις που, αν το μάθαινε η σύντροφος του, θα μπορούσε να έχει στην οικογένεια του. Από την στιγμή, είπε, που η παραπονούμενη μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού με ασθενοφόρο, το οποίο εκείνος είχε καλέσει και με κολπική αιμορραγία, εύκολα, αν αποκάλυπτε το προαναφερόμενο γεγονός στην Αστυνομία, θα μπορούσε να το μάθαινε και η σύντροφος του. Άλλωστε, η σεξουαλική επαφή που είχαν με την παραπονούμενη, ήταν συναινετική και δεν μπορούσε τότε να φανταστεί την τροπή που θα έπαιρνε τελικά αυτή η υπόθεση.

 

Στις 04/06/2022 όμως, ισχυρίστηκε επιπρόσθετα, είπε την αλήθεια, επειδή, όταν επικοινώνησε μαζί του ο αστυνομικός και του είπε να πήγαινε στην Αστυνομία για κατάθεση, επειδή, όπως του ελέχθη όταν ήταν εκεί, τα γεγονότα που τους είχε καταθέσει στις 03/06/2022, με αυτά που υπήρχαν πλέον ενώπιον τους, «δεν κολλούσαν», ένιωσε την ανάγκη να το έπραττε, για να ξεκαθάριζε τις περιστάσεις. Είχε, άλλωστε, όταν είχε μεταβεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού το προηγούμενο βράδυ για να επισκεπτόταν την παραπονούμενη, μάθει από το προσωπικό του νοσοκομείου, για την κατάσταση της υγείας της και η ψυχολογία του ήταν, ως εκ τούτου, καλύτερη. Θεωρούσε την υπόθεση λήξασα και περαιτέρω, πίστευε πλέον ότι η σύντροφος του δεν θα μάθαινε οτιδήποτε.

 

Άλλωστε, όπως ξεκαθάρισε κατά την αντεξέταση του, ο αστυνομικός που, στις 04/06/2022, του πήρε την εν λόγω κατάθεση, πριν από την έναρξη της, του είχε πει ότι η παραπονούμενη είχε καταθέσει στην Αστυνομία για το γεγονός της συναινετικής σεξουαλικής τους επαφής, καθώς και τους λόγους γιατί είχε πει πίστευε ότι υπέστη τον τραυματισμό που διαπιστώθηκε. Ότι δηλαδή, είχε καιρό να συνουσιαστεί με άντρα, σε συνδυασμό με το ότι, το μέγεθος του πέους του ήταν μεγάλο. Αναφορικά με το τελευταίο αυτό θέμα, ο εν λόγω αστυνομικός, του υπέβαλε επίσης και σχετική ερώτηση προς επιβεβαίωση. Μάλιστα, μετά από δική του ερώτηση, ο ίδιος αστυνομικός του είπε ότι θα τον ειδοποιούσαν και για το πότε, μετά από το εξιτήριο της παραπονούμενης από το νοσοκομείο, θα μπορούσε να την παραλάμβανε για να επέστρεφε στο αγρόκτημα. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν, υποστήριξε, που με την εν λόγω κατάθεση του στην Αστυνομία, ξεκαθάρισε την θέση του για το τι συνέβη μεταξύ του και της παραπονούμενης στις 03/06/2022.  

 

Λόγω της προαναφερόμενης, αντικειμενικά, προηγούμενης αντιφατικής δήλωσης στην οποία ο κατηγορούμενος προέβη για τα επίδικα γεγονότα εκτός Δικαστηρίου στις 03/06/2022, με βάση και τις αρχές της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, έχουμε προσεγγίσει την μαρτυρία του με την δέουσα επιφυλακτικότητα. Ωστόσο, αφού λάβαμε υπόψη, όλες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν οι καταθέσεις του στην Αστυνομία στις 03/06/2022 και 04/06/2022, Τεκμήρια 16 και 17 αντίστοιχα, καθώς και την υπόλοιπη μαρτυρία ως ένα ενιαίο σύνολο, καταλήξαμε για την αξιοπιστία του ως προαναφέραμε, έχοντας, κατόπιν αξιολόγησης, αποδεχθεί ότι, ο προαναφερόμενος λόγος που τον οδήγησε, ως ο ισχυρισμός του, να προβάλει τις διιστάμενες αυτές θέσεις του, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

Κατ’ αρχάς, φαίνεται εύλογο και δικαιολογημένο ότι, ο κατηγορούμενος, ο οποίος έχει σύντροφο και παιδί, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, από τις οποίες μάλιστα είχε πανικοβληθεί, στις 03/06/2022, ώρες μόλις μετά τα συμβάντα, που είχε κληθεί στην Αστυνομία για την κατάθεση του, δεν θα ήθελε να αποκαλύψει ότι είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, την υπάλληλο του, για να μην έχει, ως ήταν δυνατόν και πολύ πιθανόν αν το μάθαινε η σύντροφος του, σοβαρά προβλήματα στο σπίτι.

 

Το γεγονός, με βάση τους ισχυρισμούς του, όπως ήταν εξάλλου και η προαναφερόμενη αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.6, ότι, νωρίτερα, κατά την παραλαβή της παραπονούμενης από το πλήρωμα του ασθενοφόρου, δεν είχε αποσιωπήσει το γεγονός, αλλά είχε αναφέρει, χωρίς όμως να αποκαλύψει την δική του συμμετοχή, ότι η κολπική αιμορραγία της παραπονούμενης, θα μπορούσε να οφείλεται στην σεξουαλική επαφή, υποστηρίζει, παρά το αντίθετο, την εν λόγω εκδοχή του, που τον θέλει να ενδιαφέρεται να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κατάστασης της, διακριτικά.

 

Το κατά πόσο ο κατηγορούμενος το έπραξε με την πρώτη ευκαιρία ή και αν ερωτήθηκε από τον Μ.Κ.6 και προηγουμένως κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία πριν από την συνάντηση τους και δεν το έπραξε, και μάλιστα επί σκοπώ, θα πρέπει, σχετικά με την αξιοπιστία του κατηγορουμένου, αυτό να εκτιμηθεί, έχοντας κατά νουν ότι, τόσο σύμφωνα με την μαρτυρία του κατηγορουμένου, όσο και με βάση την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.6, κατά τον δεδομένο χρόνο, ο κατηγορούμενος ήταν, λόγω της λιπόθυμης κατάστασης της παραπονούμενης, σε κατάσταση πανικού και ότι, κατά τις εν λόγω επικοινωνίες τους, λόγω αυτής της φόρτισης του, όταν είχε ερωτηθεί σχετικά με το τι μπορούσε η παραπονούμενη να αντιμετωπίζει και αιμορραγούσε κολπικά, είχε δώσει επανειλημμένα και την απάντηση «δεν ξέρω». Φαίνεται λογικός ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι, μετά την μεταφορά της παραπονούμενης στο ασθενοφόρο και τον καθησυχασμό του από τα μέλη του ασθενοφόρου ότι δεν διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο, λόγω αλλαγής στην ψυχοσύνθεση του, θέλοντας να βοηθήσει, αλλά διακριτικά, είπε, χωρίς να αποκαλύψει την δική του συμμετοχή, ότι η κολπική αιμορραγία της παραπονούμενης, θα μπορούσε να οφείλεται στην σεξουαλική επαφή. Με βάση τα ανωτέρω, και χωρίς να βρίσκουμε ότι αυτά από την οποιαδήποτε άποψη τους επηρεάζουν την αξιοπιστία του κατηγορουμένου, κρίνουμε ότι, σχετικά με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου για τα επίδικα γεγονότα, για τους οποίους κατέθεσε και ο Μ.Κ.6, ο κατηγορούμενος, λόγω της έντονης συναισθηματικής φόρτισης του όταν βίωνε τα γεγονότα, που μπορεί να συνέτεινε σε αυτό, δεν παρέθεσε με πλήρη ακρίβεια τα γεγονότα, κάτι το οποίο αποδεχόμαστε έκανε ο Μ.Κ.6 (βλ. Ανδρέου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 29/2022, 23/06/2022). Ως εκ τούτου, αυτό το μέρος της μαρτυρίας του κατηγορουμένου, δεν γίνεται αποδεκτό.    

 

Εκτός αυτού, υποστήριξη στην πιο πάνω εκδοχή του κατηγορουμένου, παρέχει και η μαρτυρία του Μ.Κ.18, σύμφωνα με την οποία, ο λόγος για τον οποίο, στις 09/06/2022, είχε καλέσει τον κατηγορούμενο και λάβει από εκείνον την κατάθεση του Τεκμήριο 17, ήταν ακριβώς επειδή, η παραπονούμενη, είχε προηγουμένως εκείνη την ημέρα δώσει την κατάθεση της Έγγραφο Α1, με την οποία ισχυριζόταν αυτά που και ο κατηγορούμενος ανέφερε. Ότι, δηλαδή, είχαν με τον κατηγορούμενο σεξουαλική επαφή με την συναίνεση της και επειδή είχε καιρό να συνουσιαστεί με άντρα, σε συνδυασμό με το ότι το μέγεθος του πέους του κατηγορουμένου ήταν μεγάλο, θα τραυματίστηκε ο κόλπος της και αιμορράγησε.

 

Είναι ευλογοφανής ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι, μετά που είχε πληροφορηθεί για το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης της παραπονούμενης από τον Μ.Κ.18, θέλησε, εφόσον είχε αναμειχθεί πλέον η Αστυνομία και ήταν σε εκκρεμότητα η διερεύνηση των αιτιών του τραυματισμού της παραπονούμενης, να κατέθετε και εκείνος, επειδή οι ισχυρισμοί τους συμφωνούσαν, για το τι πραγματικά συνέβη. Αφής στιγμής η παραπονούμενη είχε λάβει θεραπεία, ήταν καλύτερα, δεν διέτρεχε κάποιο κίνδυνο και όταν θα ανάρρωνε θα επέστρεφε στην εργασία της, με τον τρόπο αυτό θα απομπλεκόταν η Αστυνομία, που του ζητούσε ξανά εξηγήσεις, θα τελείωνε η υπόθεση και η σύντροφος του θα μπορούσε να μην μάθαινε τίποτα. Παρά τον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος εξέφρασε και διατύπωσε λεκτικά αυτή του την θέση κατά την ακρόαση, αυτό ήταν που στην ουσία εννοούσε όταν είπε ότι, όταν στις 04/06/2022 έδιδε την κατάθεση του στην Αστυνομία, Τεκμήριο 17, πίστευε ότι η σύντροφος του θα μπορούσε να μην μάθαινε τίποτα.

 

Σε ότι αφορά τα ανωτέρω, δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι, ο Μ.Κ.18, δεν ερωτήθηκε και δεν ανέφερε στην κατάθεση του, ότι είχε πει τα όσα ο κατηγορούμενος, ως προ ειπώθηκαν, ισχυρίζεται ότι του ελέχθηκαν από εκείνον και ότι, το μόνο που είπε σε σχέση με την κατάθεση του κατηγορουμένου ημερομηνίας 04/06/2022, Τεκμήριο 17, είναι ότι ήταν ανοικτού τύπου. Της προσοχής του Δικαστηρίου δεν διαφεύγει επίσης, και η αρχική τοποθέτηση του κατηγορουμένου κατά την κυρίως εξέταση του, ότι η πληροφόρηση του από τον αστυνομικό για τους εν λόγω ισχυρισμούς της παραπονούμενης, έγινε μετά την προαναφερόμενη δική του κατάθεση. Ωστόσο, οι εν λόγω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, εύλογα υποστηρίζονται από το ίδιο το περιεχόμενο της κατάθεσης του, σε αντιπαραβολή του με αυτό της κατάθεσης της παραπονούμενης της ίδιας ημερομηνίας, Έγγραφο Α1. Ειδικότερα, αν ληφθεί υπόψη η αναφορά του προς το τέλος της: «Να αναφέρω ότι το μέγεθος του πέους μου είναι περίπου 24 εκατοστά, είναι μεγάλο και κανονικού πάχους.», που δοσμένων και των υπόλοιπων ισχυρισμών του με τους οποίους δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, είναι ευλογοφανές ότι προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, ως ακριβώς ισχυρίστηκε. Δηλαδή, λόγω του ισχυρισμού της παραπονούμενης στην δική της κατάθεση της ίδιας ημέρας, Έγγραφο Α1 τον οποίο είχε ήδη πληροφορηθεί: «Ήταν η πρώτη φορά που είχα τόση μεγάλη αιμορραγία μετά το σεξ. Πιστεύω ότι έγινε επειδή το γεννητικό του όργανο ήταν πολύ μεγάλο και δεν είχα κάνει σεξουαλική συνουσία για μερικούς μήνες», και σε απάντηση ερώτησης που δέχθηκε από τον Μ.Κ.18. Αποδεχόμαστε συνεπώς ότι, τα όσα για το προκείμενο αναφέρθηκαν από τον κατηγορούμενο κατά την αντεξέταση του, ήταν στο πλαίσιο της γνήσιας προσπάθειας του για ξεκαθάρισμα του εν λόγω ισχυρισμού του και ανταποκρίνονται στην αλήθεια.   

 

Εκδοχή γεγονότων του κατηγορουμένου για τα επίδικα περιστατικά, η οποία δεν αποκλείεται και από τα όσα η Μ.Κ.7 κατέθεσε στο Δικαστήριο. Η Μ.Κ.7, υπενθυμίζεται, υποστήριξε ότι, ρήξης του βλεννογόνου του οπίσθιου κολπικού τοιχώματος, όπως υπέστη η παραπονούμενη, μπορεί να προκληθεί από μία βίαιη είσοδο του πέους ενός άντρα στο κόλπο μιας γυναίκας, μπορεί όμως να προκληθεί και όποτε αυτός δεν είναι προετοιμασμένος. Χωρίς, δηλαδή, η βιαιότητα στην είσοδο του ανδρικού πέους στο κόλπο της γυναίκας, να αποτελεί αναγκαίο στοιχείο.

 

Κατά την αντεξέταση του κατηγορουμένου, με υπόβαθρο το περιεχόμενο των καταθέσεων του στην Αστυνομία, ημερομηνίας 03/06/2022, 04/06/2022 και 21/06/2022, Τεκμήρια 16, 17 και 11, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, υπέβαλε στον κατηγορούμενο ότι, ενδεικτικά για το ότι οι ισχυρισμοί του για τα επίδικα γεγονότα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αποτελούν τα ακόλουθα.

 

Κατ’ αρχάς, υποβλήθηκε στον κατηγορούμενο ότι, ο λόγος για τον οποίο, κατά την θέση της Κατηγορούσας Αρχής, στην κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 04/06/2022, Τεκμήριο 17, δεν ανέφερε σχετικά με τα επίδικα γεγονότα όλα τα περιστατικά που ισχυρίστηκε στην Αστυνομία ανακρινόμενος στις 21/06/2022, Τεκμήριο 11 και τα επιπρόσθετα που για πρώτη φορά πρόβαλε στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσης που του έδειχναν τις ερωτικές διαθέσεις της παραπονούμενης έναντί του, είναι επειδή αποτελούν προϊόν εκ των υστέρων σκέψεων του και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Για το ποιες ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η κατάθεση του κατηγορουμένου στις 04/06/2022, Τεκμήριο 17, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου και την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.18, έχουμε αναφερθεί πιο πάνω. Στη βάση αυτών, φαίνεται απόλυτα λογική η θέση του κατηγορουμένου ότι, σύμφωνα με τα όσα κατά την δεδομένη χρονική στιγμή γνώριζε ότι υπήρχαν ενώπιον της Αστυνομίας και διερευνώντο, περιορίστηκε να αναφερθεί στα όσα γεγονότα αφορούσαν τα περιστατικά της 03ης/06/2022 και σχετίζονταν με το ότι συνουσιάστηκε με την παραπονούμενη, χωρίς υπό τις περιστάσεις να παρίστατο ανάγκη να αναφερθεί, σε επιμέρους περιστατικά της ημέρας εκείνης ή και να αναδράμει στα όσα, πριν από αυτήν, είχαν μεταξύ τους προηγηθεί. Ακόμη περισσότερο, εφόσον, κατά τους ισχυρισμούς του, γνώριζε ότι οι πράξεις τους με την παραπονούμενη ήταν θεληματικές και συναινετικές. Και ότι, το έπραξε κατά τον δυνατόν, κατά την ανάκριση του, ως καταγράφεται στο Τεκμήριο 11, όταν πλέον, στις 21/06/2022, μετά και την επίστηση της προσοχής του στον Νόμο από την Μ.Κ.10, είχε πληροφορηθεί για τις υπόνοιες της Αστυνομίας εναντίον του και τα διερευνώμενα τότε ποινικά αδικήματα. Και περαιτέρω, λόγω του ότι, αυτή η υπόθεση, που είναι πολύ σοβαρή, διότι τον θέτει σε κίνδυνο καταδίκης και πήρε για τον ίδιο μία τροπή μη αναμενόμενη και δυνητικά ανατρεπτική για την ζωή του, αναλογιζόμενος, κατά τον χρόνο που ανέμενε για την εκδίκαση της, τα συμβάντα που τον οδήγησαν στην θέση του κατηγορούμενου, προσπάθησε να ανακαλέσει, ανακάλεσε και κατέθεσε τελικά κατά την ακρόαση της μαρτυρίας του από το Δικαστήριο για τα επίδικα γεγονότα, όσα περισσότερα περιστατικά και λεπτομέρειες τους μπορούσε.

 

Υπό το πρίσμα που διαμορφώνουν τα ανωτέρω, θα πρέπει, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορουμένου, να ιδωθεί και η αναφορά του στην κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 04/06/2022, Τεκμήριο 17, ότι «φλέρταρε» την παραπονούμενη, η οποία αποτέλεσε θέμα κατά την αντεξέταση του, προς ανάδειξη και υποστήριξη της θέσης της Κατηγορούσας Αρχής, ότι ποτέ δεν έλαβαν χώρα τα περιστατικά που ισχυρίζεται ότι του έδειχναν τις ερωτικές διαθέσεις της παραπονούμενης έναντί του και αποτέλεσαν πρόκληση του για την ερωτική τους τελικά συνεύρεση. Ότι, δηλαδή, ήταν εκείνος που ήθελε και επεδίωξε να έχει σεξουαλικές επαφές με την παραπονούμενη, κάτι που η τελευταία δεν ήθελε. Για την αναφορά του αυτή, ο κατηγορούμενος εξήγησε αντεξεταζόμενος, εστιάζοντας στον χρονικό προσδιορισμό που είχε κάνει για εκείνη στην εν λόγω κατάθεση του: «Πριν 15 ημέρες περίπου» (δηλαδή, από τα συμβάντα της 03ης/06/2022), ότι με αυτήν εννοούσε, «το ερωτικό παιχνίδι», στο οποίο ενέδωσε και είχε ξεκινήσει με την παραπονούμενη μεταξύ τους, μετά τα υπό αμφισβήτηση από την Κατηγορούσα Αρχή περιστατικά που του κατέστησαν βέβαιη την ερωτική της διάθεση έναντι του, αποκορύφωμα των οποίων ήταν το επεισόδιο που του έπιασε πάνω από τα ρούχα, ερωτικά, το πέος. Ο κατηγορούμενος, για το προκείμενο, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό, μία ημέρα μετά που του έκανε στοματικό έρωτα η παραπονούμενη, όταν είχε πιάσει την παραπονούμενη από τους ώμους, κατά κάποιο τρόπο αγκαλιάζοντας την, και την ρώτησε στα αγγλικά, «how are you». Αν και δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι στην κατάθεση του ημερομηνίας 04/06/2022, Τεκμήριο 17, ο κατηγορούμενος, με τον τρόπο που παρουσίασε τα γεγονότα, δηλαδή, με την χρησιμοποίηση πληθυντικού κατά την αναφορά του των λέξεων: «φλέρταρα» και «ανταποκρινόταν», άφηνε να εννοηθεί ότι η προσέγγιση του της παραπονούμενης για να της έδειχνε την ερωτική του διάθεση, δεν θα μπορούσε να αφορά, ως ισχυρίστηκε κατά την αντεξέταση του όταν ερωτήθηκε σχετικά, ένα και μόνο περιστατικό, δηλαδή, το προαναφερόμενο. Ωστόσο, εξετάζοντας προσεκτικά ολόκληρη την σχετική τοποθέτηση του, έχουμε πεισθεί ότι, η προαναφερόμενη λεκτική αποτύπωση στην κατάθεση του, δεν οφείλεται στο ότι οι ισχυρισμοί του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αυτό που είπε ήταν: «Πριν 15 μέρες περίπου εγώ φλέρταρα την υπάλληλο μου Diki και αυτή ανταποκρινόταν και πήγαμε στο μπάνιο … και μου έκανε στοματικό έρωτα …». Πρόκειται για μία γενική τοποθέτηση του, για το υπόβαθρο του περιστατικού της συνεύρεσης του με την παραπονούμενη στις 03/06/2022, που αποτελούσε και το αντικείμενο της κατάθεσης του στην Αστυνομία ημερομηνίας 04/06/2022, Τεκμήριο 17, η οποία όμως έγινε, υπό τις περιστάσεις που περιγράψαμε πιο πάνω. Ασήμαντη κρίνεται, και η αναφορά του κατηγορουμένου, σε κάποια φάση κατά την αντεξέταση του για τα ανωτέρω, ότι το προαναφερόμενο φλερτ που έκανε στην παραπονούμενη, έλαβε χώρα μετά το περιστατικό που του έκανε στοματικό έρωτα, που αντιφάσκει με την πιο πάνω αναφορά του στην κατάθεση του ημερομηνίας 04/06/2022. Τεκμήριο 17. Εκτός του ότι, ξεκαθάρισε την θέση του πιο κάτω στην αντεξέταση του, κατά τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβήτησης ποια είναι θέση του ως προς τα γεγονότα, ήταν προφανές ότι, όταν αντεξεταζόμενος πρόβαλλε τον εν λόγω ισχυρισμό του, προσπαθούσε να εξηγήσει, και σε αυτό εστίαζε και ίσως να αποσπάστηκε από την ορθή διαδοχή των γεγονότων, ότι με το που επιβεβαίωσε ότι η παραπονούμενη είχε ερωτικές διαθέσεις έναντι του, της έκανε και αυτός φλερτ. Η επιβεβαίωση, στην οποία δεν αναφέρθηκε μόνο κατά την ακρόαση της μαρτυρίας του στο Δικαστήριο, αλλά και όταν ανακρίθηκε από την Αστυνομία στις 21/06/2022, Τεκμήριο 11 (βλ. σελίδα 5, γραμμές 78 και 79), ήταν ακριβώς, το επεισόδιο που του έπιασε το πέος πάνω από τα ρούχα, ερωτικά.

 

Ας σημειωθεί ότι, η προαναφερόμενη εκδοχή του κατηγορουμένου για τα γεγονότα, βρίσκει υποστήριξη και από την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Υ.1, η οποία, κάποιο χρόνο πριν τις 03/06/2022, είχε παρατηρήσει την ερωτική διάθεση της παραπονούμενης έναντι του κατηγορουμένου, όταν κάποια ημέρα έτυχε να εργαστεί μαζί τους για το μάζεμα των πορτοκαλιών στο χωράφι της στην Διερώνα, όπως περιγράφεται ανωτέρω στην παράθεση της μαρτυρίας της.

 

Σε ότι αφορά βέβαια την θέση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής προς τον κατηγορούμενο κατά την αντεξέταση του, ότι η παραπονούμενη δεν είναι λογικό ότι θα ρίσκαρε την εργασία της, την οποία μάλιστα είχε τόσο ανάγκη για την ίδια και την οικογένεια της, φλερτάροντας τον, διότι ήταν ενδεχόμενο να μην έβρισκε ανταπόκριση, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να άπτεται της αξιοπιστίας του κατηγορουμένου. Και αυτό επειδή, αντιστρέφοντας το, ούτε και ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να προβάλει ως θέση για την αξιοπιστία του, την λογική ότι δεν είναι εύλογο ότι θα ρίσκαρε να βίαζε την παραπονούμενη, διότι ήταν ενδεχόμενο να τον κατάγγελλέ στην Αστυνομία και να κατέληγε στην φυλακή.

 

Αντικείμενο αντεξέτασης του κατηγορουμένου, αποτέλεσε και η αναφορά του στην κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 21/06/2022, Τεκμήριο 11 (βλ. σελίδα 8 γραμμή 167), ότι: «άρχισε να φοβάται τι θα πάθαινε [η κατηγορούμενη] και δεν ήξερε τι να κάνει», η οποία ακολουθεί του ισχυρισμού του ότι, αφού με την θέληση της παραπονούμενης διείσδυσε το πέος του στον κόλπο της, διέκοψε την συνουσία τους όταν αντιλήφθηκε ότι αιμορραγούσε. Ήταν η θέση του εκπρόσωπου της Κατηγορούσας Αρχής, την οποία υπέβαλε στον κατηγορούμενο και αυτός δεν την αποδέχθηκε, ότι η αναφορά του αυτή δείχνει ότι, ο ισχυρισμός του ως προς το ότι, ο λόγος για τον οποίο δεν πήρε την παραπονούμενη αμέσως για ιατρική περίθαλψη, ήταν επειδή πίστευε ότι η αιμορραγία της οφειλόταν σε έμμηνο ρύση, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Έχουμε εξετάσει με προσοχή τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου και δεν έχουμε πεισθεί για την βασιμότητα της προαναφερόμενης θέσης από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής. Ο κατηγορούμενος, εξήγησε με σαφήνεια και με λεπτομέρεια γιατί διαμόρφωσε την εν λόγω εντύπωση, στην βάση και των όσων η παραπονούμενη του είχε αναφέρει όταν την είχε ρωτήσει τι μπορεί να είχε συμβεί. Παρά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε σχηματίσει την προαναφερόμενη εντύπωση, η ίδια η παραπονούμενη, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει γιατί αιμορραγούσε, είχε μάλιστα απαντήσει στον κατηγορούμενο ότι δεν ήταν η περίοδος για να έχει έμμηνο ρύση, η αιμορραγία της δεν φαινόταν ως κάτι ασύνδετο της σεξουαλικής τους επαφής, το αίμα που έχανε ήταν «αρκετό» και περαιτέρω, μέχρι και την στιγμή που ο κατηγορούμενος της είπε να πάει στο υπνοδωμάτιο της για να ξεκουραστεί, βρισκόταν ήδη μαζί του στην ντουζιέρα για 10 λεπτά, χωρίς η αιμορραγία της να είχε σταματήσει. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν είναι παράλογο ο κατηγορούμενος, ως ανωτέρω αναφέρθηκε ότι ισχυρίστηκε ανακρινόμενος στις 21/06/2022, σε εκείνο το χρονικό σημείο, να αισθανόταν φόβο για την κατάσταση της παραπονούμενης και, δοσμένων των περιστάσεων (που από πλευράς του αφορούσαν, κυρίως, την απιστία που έκανε στην σύντροφο του), να ανησυχούσε σχετικά με το τι θα έπραττε, στην περίπτωση που η παραπονούμενη συνέχιζε να αιμορραγεί και διαφαινόταν ότι δεν είχε έμμηνο ρύση. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν είναι επίσης παράλογο, ο κατηγορούμενος, να συνέχισε να ανησυχεί και αργότερα να είχε επισκεφτεί την παραπονούμενη στο δωμάτιο της, δύο φορές, όπως ισχυρίστηκε, για να έλεγχε πως ήταν, αλλά να μην ενεργοποιήθηκε να την μεταφέρει σε ιατρό ή στο νοσοκομείο, μέχρι που, κατά την τρίτη του επίσκεψη, η παραπονούμενη η ίδια του είπε ότι το ήθελε επειδή ανησυχούσε για την κατάσταση της, διότι προηγουμένως απλά του έλεγε ότι δεν ένοιωθε καλά. Όπως επίσης, δεν είναι παράλογο, με αυτά τα δεδομένα, ο κατηγορούμενος, ακόμη και τότε, να διατηρούσε την εντύπωση ότι, η κατάσταση της παραπονούμενης, δεν αφορούσε κάτι πιο σοβαρό από έμμηνο ρύση.                                                     

 

VΙ.

Ευρήματα

 

Έχοντας αξιολογήσει, ως ανωτέρω, την μαρτυρία, για σκοπούς αξιοπιστίας, ακολούθως προβαίνουμε στις διαπιστώσεις μας αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε, με αυτά ως δεδομένα, να εξετάσουμε στην συνέχεια, αν η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που έχει αναφορικά με το κατηγορητήριο, στο βαθμό που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, δηλαδή, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Hasan v. Ανδρέου, (2015) 1 Α.Α.Δ. 2624 και Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 25/2014, κ. α., 20/09/2018).

 

Τα ακόλουθα, αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου για τα επίδικα γεγονότα και τις περιβάλλουσες αυτών περιστάσεις:

 

-       Ο κατηγορούμενος, 36 ετών κατά τα τον ουσιώδη χρόνο, είναι γεωργός από το έτος 2014 μέχρι και σήμερα. Επάγγελμα το οποίο ασκεί από αγρόκτημα που διατηρεί στην κοινότητα Διερώνα της Επαρχίας Λεμεσού, που είναι και ο τόπος καταγωγής του. Δεν είναι νυμφευμένος, συζεί όμως ως ανδρόγυνο, για δέκα περίπου χρόνια, με την σύντροφο του, με την οποία απέκτησαν και ένα παιδί, σήμερα ηλικίας οκτώ ετών. Tα τελευταία οκτώ χρόνια, κατοικούν στην κοινότητα Οδού της Επαρχίας Λάρνακας. Στην εν λόγω κοινότητα, ο κατηγορούμενος κατέχει και γη την οποία καλλιεργεί για σκοπούς του επαγγέλματος του.      

-       Από το έτος 2014 που είναι επαγγελματίας γεωργός, ο κατηγορούμενος, για τις εργασίες του, εργοδοτεί προσωπικό από τρίτες χώρες. Η Σύμβαση Απασχόλησης στην οποία προσέρχεται μαζί τους, ως προς τους όρους της, είναι η ίδια για όλους. Λόγω της φύσης των εργασιών του, το προσωπικό του εργάζεται, καθημερινά και Σάββατο, δεκάωρο (από τις 07:00 μέχρι τις 18:00, περιλαμβανομένων και των διαλειμμάτων) και πεντάωρο, κατά το πρωινό της Κυριακής. Ο μισθός εκάστου, είναι  €500 μηνιαίως, ωστόσο, η στέγαση και η σίτιση τους, καθώς και άλλα συναφή, ένα κόστος περίπου €150 για κάθε εργοδοτούμενο, είναι επιπρόσθετα υποχρέωση του κατηγορουμένου.

-       Οι κατά καιρούς εργοδοτούμενοι του κατηγορουμένου, διαμένουν σε κατοικία στο αγρόκτημα του, στον πρώτο όροφο όπου υπάρχουν υπνοδωμάτια, κουζίνα, τουαλέτα και μπάνιο. Στο ισόγειο, όπου βρίσκεται και το συσκευαστήριο της επιχείρησης του, ο κατηγορούμενος διατηρεί δικό του δωμάτιο, επίσης με κουζίνα, τουαλέτα και μπάνιο. Το αγρόκτημα του κατηγορουμένου, δεν είναι περιφραγμένο και οι πόρτες της αγροικίας δεν είναι ποτέ κλειδωμένες. Οι εργοδοτούμενοι του κατηγορουμένου, μπορούν να διακινηθούν ελεύθερα εντός και εκτός του αγροκτήματος του, πλησίον του οποίου, στον παρακείμενο κύριο δημόσιο δρόμο, υπάρχει και στάση λεωφορείου στην οποία έχουν εύκολη πρόσβαση. Επιπρόσθετα, οι εργοδοτούμενοι του κατηγορουμένου, έχουν ελεύθερη επικοινωνία με οποιοδήποτε πρόσωπο επιθυμούν και όποτε το επιθυμούν, αφής στιγμής ο κατηγορούμενος τους παρέχει, επί εικοσιτετράωρου βάσεως, στον χώρο της αγροικίας, διαδίκτυο.

-       Η παραπονούμενη, με καταγωγή από το Νεπάλ, 32 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήρθε στην Κύπρο, με άδεια εισόδου και παραμονής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, περί τον Μάρτιο ή Απρίλιο του έτους 2022. Με βάση τα παραδεκτά γεγονότα (βλ. Άρθρο 19 του Κεφ. 9: Τεκμήριο Α, ανωτέρω), το αίτημα για την εξασφάλιση έγκρισης απασχόλησης της, υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο στο οικείο Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας, στις 02/05/2022. Από την ημέρα άφιξης της στην Κύπρο, η παραπονούμενη, στην βάση σχετικής Σύμβασης Απασχόλησης και υπό τους προαναφερόμενους όρους, εργοδοτείτο από τον κατηγορούμενο, ως εργάτρια γεωργίας και διέμενε σε ένα από τα υπνοδωμάτιο του πρώτου ορόφου της αγροικίας.

-       Η επικοινωνία μεταξύ κατηγορούμενου και παραπονούμενης, γινόταν στην Αγγλική γλώσσα, την οποία η τελευταία κατείχε λίγο, καθώς και με νοήματα. Ο κατηγορούμενος, γνώριζε ότι η παραπονούμενη ήταν μητέρα ενός ανήλικου παιδιού και υπέθετε ότι ήταν και παντρεμένη. Η παραπονούμενη, είχε δική της συσκευή τηλεφώνου, μέσω της οποίας μπορούσε να κάνει χρήση του διαδικτύου και, κατά την αντίληψη του κατηγορουμένου, έκανε χρήση του και μέσω σχετικών εφαρμογών, είχε επικοινωνία με τους οικείους της, οι οποίοι βρίσκονταν στο Νεπάλ.

-       Μετά το πέρας της πρώτης περιόδου προσαρμογής της στο αγρόκτημα και την εργασία της, περί τον Απρίλιο, η παραπονούμενη έδειξε ότι είχε ερωτικές διαθέσεις έναντι στον κατηγορούμενο, εκδηλώνοντας του το σταδιακά όλο και περισσότερο, μέσα από φιλοφρονήσεις, αγγίγματα, χαμόγελα και βλέμματα που είχαν ύφος ερωτικό. Ξεκάθαρη ένδειξη, ότι ήθελε να συνευρεθούν ερωτικά, η παραπονούμενη έδωσε στον κατηγορούμενο, όταν κάποια επακόλουθη ημέρα, ενώ εργάζονταν μαζί καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στον χώρο του συσκευαστηρίου, μετά από αρκετή ώρα που αντάλλαζαν βλέμματα, πέρασε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια του και, έχοντας ύφος ερωτικό, του έπιασε και έσφιξε το πέος. Ο κατηγορούμενος, στον οποίο άρεσε η παραπονούμενη ερωτικά, αν και είχε ερεθιστεί και το πέος του ήταν σε στύση, σκεπτόμενος την οικογένεια του, είπε στην παραπονούμενη στα Αγγλικά να σταματήσει, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας να δουλέψει στα θερμοκήπια.

-       Λίγες ημέρες αργότερα, όταν και πάλι κατηγορούμενος και παραπονούμενη εργάζονταν μαζί καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στον χώρο του συσκευαστηρίου κάνοντας την ίδια δουλειά, σε κάποια στιγμή, λόγω του ότι είχαν προηγηθεί τα προαναφερόμενα συμβάντα, ο κατηγορούμενος ερεθίστηκε και το πέος του ήρθε σε στύση, γεγονός το οποίο η παραπονούμενη αντιλήφθηκε. Τότε, ο κατηγορούμενος, είπε στην παραπονούμενη στα Αγγλικά να πήγαιναν στο μπάνιο και εκείνη, αμέσως και με χαρούμενη διάθεση, σηκώθηκε και πήγαν μαζί στο δωμάτιο του. Ο κατηγορούμενος έκλεισε πίσω τους την πόρτα του, χωρίς να την κλειδώσει και, μέσω της κουζίνας, μαζί πέρασαν στο υπνοδωμάτιο, η πόρτα του οποίου παρέμεινε ανοικτή. Εκεί, η παραπονούμενη τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο. Κατόπιν, έβγαλαν ο κάθε ένας τα δικά του ρούχα και πέρασαν στο δωμάτιο του μπάνιου, η πόρτα του οποίου παρέμεινε επίσης ανοικτή. Εκεί, μπήκαν στην ντουζιέρα και έλουσαν ο ένας τον άλλο. Όταν το έκαναν αυτό, με το δάκτυλο του χεριού του, ο κατηγορούμενος έπαιξε με την κλειτορίδα της παραπονούμενης, διεγείροντας την και φτάνοντας την σε οργασμό. Μετά από αυτό, από μόνη της η παραπονούμενη χαμήλωσε, έκατσε στα πόδια της και έκανε στον κατηγορούμενο, για δέκα περίπου λεπτά, στοματικό έρωτα, μέχρι που έφτασε σε οργασμό και εκσπερμάτωσε μέσα στο στόμα της. Στην συνέχεια, η παραπονούμενη έφτυσε το σπέρμα του κατηγορουμένου και σηκώθηκε, και ο κατηγορούμενος της είπε στα Αγγλικά ότι ήταν πολύ καλή, επειδή του άρεσε πολύ ο στοματικός έρωτας που του είχε κάνει. Επίσης, ο κατηγορούμενος την ρώτησε στα Αγγλικά, κατά πόσο προηγουμένως είχε και εκείνη φτάσει σε οργασμό και, χαμογελώντας του, η παραπονούμενη, με ύφος, του άφησε να εννοηθεί ότι, όντως, είχε φτάσει σε κορύφωση. Ακολούθως, αφού και πάλι έλουσαν ο ένας τον άλλον, ντύθηκαν και επέστρεψαν στην εργασία τους.  

-       Στις ημέρες που ακολούθησαν το προαναφερόμενο περιστατικό, η συμπεριφορά και η στάση της παραπονούμενης έναντι του κατηγορουμένου άλλαξαν, από την άποψη του ότι, παρουσιαζόταν στον κατηγορούμενο πολύ χαρούμενη και χαμογελαστή και ο κατηγορούμενος την αντιλαμβανόταν ότι αισθανόταν μαζί του πιο οικεία. Ενώ, υπήρξαν και περιστατικά που έλαβαν χώρα όταν δεν εργάζονταν και ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο δωμάτιο του στην αγροικία, που με πρόφαση ότι ήθελε να της δώσει κάτι, του χτυπούσε την πόρτα, κατά τρόπο προφανές για τον κατηγορούμενο, ότι επεδίωκε και πάλι την ερωτική τους συνεύρεση. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος, σκεπτόμενος την οικογένεια του, είχε ήδη μετανιώσει για αυτό που συνέβη μεταξύ τους.

-       Δεκαπέντε περίπου ημέρες μετά το προαναφερόμενο συμβάν, στις 03/06/2022, ημέρα Παρασκευή, κατηγορούμενος και παραπονούμενη, ήταν και πάλι στον χώρο του συσκευαστηρίου και εκτελούσαν μαζί, καθούμενοι ο ένας δίπλα στον άλλο, την ίδια εργασία. Μετά από κάποια ώρα, ο κατηγορούμενος, σκεπτόμενος τα όσα συνέβησαν μεταξύ τους, είπε ερωτηματικά στην παραπονούμενη στα Αγγλικά, αν ήθελε να πήγαιναν στο μπάνιο. Η παραπονούμενη, αφού πρώτα τον ρώτησε στα Αγγλικά για το που βρισκόταν η σύζυγος του, η οποία τις Παρασκευές συνήθιζε να πηγαίνει και εκείνη στο αγρόκτημα και της απάντησε, επίσης στα Αγγλικά, ότι απουσίαζε στην Λεμεσό, σηκώθηκε και του είπε στα Αγγλικά, εντάξει. Ακολούθως, κατηγορούμενος και παραπονούμενη πήγαν, όπως είχαν κάνει και την προηγούμενη φορά, στο δωμάτιο του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος έκλεισε την πόρτα του δωματίου και, αφού έβγαλαν ο κάθε ένας τα ρούχα του, πέρασαν τελικά στο δωμάτιο του μπάνιου και στην ντουζιέρα. Έλουσαν ο ένας τον άλλον και ο κατηγορούμενος, με το δάκτυλο του χεριού του, το οποίο εισχώρησε και λίγο στον κόλπο της παραπονούμενης, διέγειρε την κλειτορίδα της, μέχρι που αυτή, όπως κατάλαβε ο κατηγορούμενος, έφτασε σε οργασμό. Ο κόλπος της παραπονούμενης, αντιλήφθηκε ο κατηγορούμενος, ήταν πολύ υγρός και για αυτό δεν συνέχισαν με άλλα προκαταρκτικά. Η παραπονούμενη, από μόνη της έσκυψε μπροστά του κατηγορουμένου και ο κατηγορούμενος, χωρίς να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό, εισχώρησε το πέος του στον κόλπο της. Το μέγεθος του πέους του κατηγορουμένου είναι περίπου 24 εκατοστά. Μετά, ο κατηγορούμενος κινήθηκε μέσα της παραπονούμενης δύο φορές και είδε ότι αιμορραγούσε, οπότε και σταμάτησε αμέσως και αποτραβήχτηκε. Η παραπονούμενη, ακολούθως, σηκώθηκε και, όταν γύρισε προς τα πάνω του, ο κατηγορούμενος την ρώτησε στα Αγγλικά τι έπαθε και, προς στιγμή, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι είχε παιδί, αν ήταν η πρώτη φορά που είχε σεξουαλική επαφή. Μετά την αρνητική απάντηση της παραπονούμενης, ο κατηγορούμενος σκέφτηκε ότι πρέπει να είχε έμμηνο ρύση και την ρώτησε. Αυτή την εντύπωση διαμόρφωσε ο κατηγορούμενος και με αυτήν έμεινε, αφού, στην συνέχεια, μετά που παρέμειναν για δέκα περίπου λεπτά στο μπάνιο για να καθαριστεί η παραπονούμενη και να σταματήσει το αίμα, η παραπονούμενη, όταν και πάλι ο κατηγορούμενος την ρώτησε στα Αγγλικά τι συνέβαινε, του απάντησε ότι δεν γνώριζε. Όταν περαιτέρω ο κατηγορούμενος την ρώτησε αν πονούσε ή υπήρχε πρόβλημα, η παραπονούμενη του απάντησε αρνητικά. Με νόημα που η παραπονούμενη του έκαμε, ο κατηγορούμενος κατάλαβε ότι του ζήτησε σερβιέτες, κάτι που δεν είχε, και για αυτό της έδωσε ένα ρούχο. Μετά, ο κατηγορούμενος είπε στην παραπονούμενη να πάει στο υπνοδωμάτιο της για να ξεκουραστεί, κάτι το οποίο η παραπονούμενη, αφού ντύθηκε, το έπραξε. Εκείνη την στιγμή, η ώρα ήταν 11:30.

-       Στις 12:00 η ώρα, ο κατηγορούμενος μετέφερε με το αυτοκίνητο του, από το χωράφι που βρίσκονταν οι υπόλοιποι υπάλληλοι του, την Μ.Κ.20, για εργασία στον χώρο του συσκευαστηρίου. Όταν, μετά από αυτό, η Μ.Κ.20 είχε πάει στην τουαλέτα του πρώτου ορόφου της αγροικίας που βρίσκεται πλησίον του υπνοδωματίου της παραπονούμενης, είδε την παραπονούμενη στο δικό της υπνοδωμάτιο να ξαπλώνει στο κρεβάτι. Στην ερώτηση της Μ.Κ.20, κατά πόσο ήταν καλά, η παραπονούμενη της είπε ότι είχε έμμηνο ρύση και την παρακάλεσε, αν είχε, για κάποια επιθέματα περιόδου, με τα οποία η Μ.Κ.20 την προμήθευσε από το υπνοδωμάτιο της. Η Μ.Κ.20, εργαζόταν στο χώρο του συσκευαστηρίου στην αγροικία μέχρι η ώρα 13:00, όταν και επέστρεψε από το χωράφι ο σύζυγος της, Μ.Κ.21 και μπήκαν μαζί μέσα στην αγροικία για να γευματίσουν. Η παραπονούμενη, την οποία τότε, οι Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21, είχαν ρωτήσει αν θα έτρωγε μαζί τους, τους είπε ότι δεν ήθελε να φάει και παρέμεινε στο υπνοδωμάτιο της. Οι Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21, μετά το γεύμα τους, επέστρεψαν στην εργασία τους, αμφότεροι στο συσκευαστήριο, στον χώρο της αγροικίας. Οι Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21, είναι ομοεθνείς της παραπονούμενης και οι σχέσεις τους με την παραπονούμενη ήταν φιλικές. Η σχέση της παραπονούμενης με την Μ.Κ.20 ήταν αδελφική. Η εργοδότηση των Μ.Κ.20 και Μ.Κ.21 από τον κατηγορούμενο, ακολούθησε αυτή της παραπονούμενης και ήταν σχετικά πρόσφατη.  

-       Από η ώρα 11:00 μέχρι και η ώρα 13:00 που έκανε το μεσημεριανό του διάλειμμα το υπόλοιπο προσωπικό του κατηγορουμένου, η παραπονούμενη ήταν στο υπνοδωμάτιο της ξαπλωμένη. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, ο κατηγορούμενος, από ενδιαφέρον για το αν ήταν καλά, επισκέφτηκε την παραπονούμενη στο υπνοδωμάτιο της, δύο φορές. Η απάντηση της παραπονούμενης, στην ερώτηση του κατηγορουμένου κάθε φορά, για το πως ήταν, ήταν ότι δεν γνώριζε. Δεν είχε πει στον κατηγορούμενο ότι εξακολουθούσε να αιμορραγεί. Μετά τις 14:00 που τελείωσε το μεσημεριανό διάλειμμα και οι υπάλληλοι του κατηγορουμένου κατέβηκαν από τον πρώτο όροφο της αγροικίας, ο κατηγορούμενος επισκέφτηκε την παραπονούμενη στο υπνοδωμάτιο της ξανά. Τότε ήταν που, για πρώτη φορά, όταν ο κατηγορούμενος ρώτησε την παραπονούμενη αν ήταν καλά, η παραπονούμενη, την οποία ο κατηγορούμενος είδε ότι δεν φαινόταν καλά (ήταν χλωμή και τα ρούχα της και το σεντόνι στο κρεβάτι που ξάπλωνε ήταν εμφανώς ματωμένα), του ζήτησε να την έπαιρνε στο νοσοκομείο. Ο κατηγορούμενος, από αυτό αντιλήφθηκε ότι η παραπονούμενη ανησυχούσε και επειδή, αυτό τον άγχωσε, της είπε στα αγγλικά ότι θα τρελαινόταν. Ο κατηγορούμενος αγχώθηκε, διότι δεν ήξερε που και σε ποιον γιατρό να πήγαινε την κατηγορούμενη. Ο κατηγορούμενος, αν και από την μια ανησυχούσε κατά πόσο, με το να έπαιρνε την παραπονούμενη σε κάποιο ιατρό στην Λεμεσό, ίσως το μάθαινε η σύντροφος του και έπαιρνε διαστάσεις το ζήτημα, για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στην οικογένεια του. Από την άλλη, ενδιαφερόταν για την υγεία της παραπονούμενης. Ο κατηγορούμενος, λόγω των προεκτεθέντων συμβάντων, βγήκε για λίγο από το υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης, τηλεφώνησε στον πατέρα του, του εξήγησε για την κατάσταση και τον συμβουλεύτηκε ότι, εφόσον η παραπονούμενη αιμορραγούσε, έπρεπε άμεσα να την έπαιρνε στον ιατρό. Όταν ο κατηγορούμενος επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης αποφασισμένος ότι θα την έπαιρνε στον ιατρό, η παραπονούμενη, όταν της το ανακοίνωσε και της ζήτησε να σηκωθεί από το κρεβάτι για να αναχωρούσαν, του ζήτησε νερό και όταν ο κατηγορούμενος πήγε να της δώσει, κατά την προσπάθεια της να σηκωνόταν, η παραπονούμενη έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε στα χέρια του.

-       Ο κατηγορούμενος πανικοβλήθηκε, δεν ήξερε πως να αντιδράσει, εφόσον πλέον, πέραν των υπολοίπων, η παραπονούμενη ήταν και λιπόθυμη. Ως εκ τούτου, ο κατηγορούμενος επικοινώνησε τηλεφωνικώς, καλώντας στον αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης «112», με την Υπηρεσία Ασθενοφόρων του Ο.Κ.ΥΠ.Υ. και τους ενημέρωσε για το περιστατικό. Ότι, δηλαδή, μία κοπέλα με κολπική αιμορραγία ήταν λιπόθυμη και τους εξήγησε που βρίσκονταν. Από την εν λόγω υπηρεσία, ζήτησαν από τον κατηγορούμενο να μετέφερε την παραπονούμενη με το αυτοκίνητο του με κατεύθυνση για Λεμεσό, ώστε να συναντιούνταν στη διαδρομή για την παραλαβή της. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος κάλεσε τους υπαλλήλους του, που εκείνη την ώρα βρίσκονταν στον χώρο του συσκευαστηρίου στο ισόγειο της αγροικίας και εργάζονταν και τον βοήθησαν να μεταφέρει την παραπονούμενη στο αυτοκίνητο του. Κατόπιν, με συνοδηγό έναν άνδρα υπάλληλο του από το Μπαγκλαντές και την Μ.Κ.20 συνεπιβάτη, ο κατηγορούμενος οδήγησε το αυτοκίνητο του προς Λεμεσό, για να συναντούσε το ασθενοφόρο.

-       Κατά την διαδρομή, ο νοσηλευτής Μ.Κ.6, κάλεσε τηλεφωνικώς και είχε επικοινωνία με τον κατηγορούμενο, για να συνεννοούνταν για το ακριβές σημείο που θα συναντιόντουσαν για την παραλαβή της παραπονούμενης, αλλά και για να ενημερωνόταν σχετικά με την κατάσταση της. Σε αυτήν, ο κατηγορούμενος, είπε στον Μ.Κ.6 που βρίσκονταν, καθώς επίσης ότι, η παραπονούμενη ήταν λιπόθυμη και ο ίδιος σε κατάσταση πανικού. Τελικά, κατηγορούμενος και ασθενοφόρο, συναντήθηκαν στις 15:00 στον κυκλικό κόμβο Γερμασόγειας, όπου και ο κατηγορούμενος βοήθησε τον Μ.Κ.6 και τον οδηγό του ασθενοφόρου, να μεταφέρουν την παραπονούμενη από το αυτοκίνητο του στο ασθενοφόρο. Ο κατηγορούμενος, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κατάσταση πανικού. Λόγω αυτής του της κατάστασης, ο κατηγορούμενος, τόσο κατά την προαναφερόμενη τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Μ.Κ.6, όσο και όταν συναντήθηκαν για την παραλαβή της παραπονουμένης, όταν είχε επανειλημμένως ερωτηθεί από τον Μ.Κ.6, για το πως είχε προκληθεί η κολπική αιμορραγία στην παραπονούμενη και για το ενδεχόμενο, το περιστατικό να αφορούσε εγκυμοσύνη ή αποβολή εμβρύου, του απαντούσε συνεχώς: «Δεν ξέρω».

-       Όταν η παραπονούμενη παραλήφθηκε από τον Μ.Κ.6 στο ασθενοφόρο, εκτός από βρεγμένη και ματωμένη στο παντελόνι μεταξύ των ποδιών της, ήταν αναίσθητη, κρύα, το δέρμα της ήταν ωχρό και οι αναπνοές της δεν ξεχώριζαν. Μεταξύ άλλων, ο Μ.Κ.6, επειδή η παραπονούμενη, αν και αναίσθητη, κρατούσε το στόμα της σφιχτά κλειστό, εφάρμοσε σε αυτήν την τεχνική της ώθησης της γνάθου, για να διαπίστωνε κατά πόσο ο αεραγωγός της ήταν καθαρός. Δηλαδή, εφάρμοσε πίεση με τα δάκτυλα των δύο του χεριών, στις δύο γωνίες της γνάθου που βρίσκονται κάτω από την περιοχή των αυτιών, μέχρι που η παραπονούμενη άνοιξε το στόμα της. Μετά που ο Μ.Κ.6 παρείχε στην παραπονούμενη τις πρώτες βοήθειες, η παραπονούμενη επανάφερε τις αισθήσεις της, ωστόσο δεν μιλούσε και ο Μ.Κ.6 δεν είχε καμία λεκτική επικοινωνία μαζί της.

-       Προτού το ασθενοφόρο αναχωρήσει για το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, ο Μ.Κ.6, ενόσω περιέθαλπε την παραπονούμενη εντός του ασθενοφόρου, άκουσε τον οδηγό του που ήταν έξω, αφού καθησύχασε τον κατηγορούμενο για την κατάσταση της παραπονούμενης, τρείς φορές να τον ρωτά για το τι της συνέβη και τον κατηγορούμενο τελικά να αποκρίνεται, ότι η κατάσταση της οφειλόταν στο σεξ. Ο κατηγορούμενος, εκείνη την στιγμή, συνάγεται, καταλάγιαζε από την κρίση πανικού.   

-       Ακολούθως, το ασθενοφόρο μετέφερε την παραπονούμενη στο Τ.Α.Ε.Π. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού όπου και στις 15:28, το πλήρωμα του, την παρέδωσαν στον Μ.Κ.2.

-       Στο Τ.Α.Ε.Π., η επικοινωνία του Μ.Κ.2 με την παραπονούμενη δεν ήταν δυνατή, επειδή η τελευταία δεν μιλούσε ελληνικά και πολύ λίγο αγγλικά. Ο Μ.Κ.2, διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη αιμορραγούσε κολπικά αθρόα, και για αυτό έκρινε ότι, ως περιστατικό, έπρεπε να τύγχανε άμεσης και επείγουσας αντιμετώπισης. Ωστόσο, λόγω της αδυναμίας που είχε να επικοινωνήσει με την παραπονούμενη, είχε διαγνωστικό πρόβλημα επειδή δεν γνώριζε τα αίτια της αιμορραγίας. Στο Τ.Α.Ε.Π. βρέθηκε τυχαία η Μ.Κ.4, η οποία είναι ομοεθνής της παραπονούμενης, η οποία και, από μόνη της, προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Μ.Κ.2, προβαίνοντας σε διερμηνεία για να μπορούσε να καταστεί εφικτή η επικοινωνία τους για το της τι συνέβη. Η ίδια η Μ.Κ.4, για την επικοινωνία της με τον Μ.Κ.2, χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα, την οποία κατείχε, σε ικανοποιητικό για τον σκοπό επίπεδο. Με διερμηνεία της Μ.Κ.4, η παραπονούμενη είπε στον Μ.Κ.2 ότι ο εργοδότης της, αφού της έκανε ένεση πίσω από το δεξιό της αυτί, σημείο στο οποίο συγχρόνως του έδειχνε, την βίασε. Στο συγκεκριμένο σημείο, ο Μ.Κ.2 παρατήρησε ότι υπήρχε μια κυκλική ερυθρότητα και στο κέντρο της οπή. Σε ερώτηση του Μ.Κ.2 που σχετιζόταν με την παρατήρηση του ότι δεν είχε στο σώμα της εκδορές, μώλωπες ή κάτι άλλο που θα μπορούσε να καταδείξει πάλη ή βία από περιστατικό βιασμού, η παραπονούμενη, με διερμηνεία της Μ.Κ.4, επαναλαμβάνοντας του είπε ότι, ο εργοδότης της, αφού της έκανε ένεση πίσω από το αυτί και την κοίμισε, την βίασε. Ότι, δηλαδή, ο τραυματισμός της, ήταν επακόλουθο του βιασμού της. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, μετά από εξετάσεις που διενεργήθηκαν από την Αστυνομία, μέσω του Γενικού Χημείου του κράτους, σε δείγματα από αίμα και ούρα της παραπονούμενης, δεν ανιχνεύτηκε οποιαδήποτε ουσία που να συνηγορεί ως προς το ότι, η παραπονούμενη, δέχθηκε οποιαδήποτε ένεση που θα μπορούσε να έχει τέτοια επίδραση (βλ. Άρθρο 19 του Κεφ. 9: προφορική δήλωση κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στις 06/03/2024).

-       Για τα προαναφερόμενα, ο Μ.Κ.2, ενημέρωσε την Αστυνομία μέσω του Μ.Κ.15, ο οποίος τυχαία βρισκόταν στο Τ. Α. Ε. Π. Ο Μ.Κ.2, είχε υποδείξει στον Μ.Κ.15 και την κυκλική ερυθρότητα με την οπή στο κέντρο της, πίσω από το δεξιό αυτί της παραπονούμενης. Αυτή, ως συνάγεται από το σύνολο των σχετικών περιστάσεων, καμία σχέση δεν έχει με τις ενέργειες του Μ.Κ.6 ή άλλων στο Τ.Α.Ε.Π. Ο Μ.Κ.15, μεταξύ άλλων, ενημέρωσε για τα προαναφερόμενα τον Μ.Κ.12 στον Αστυνομικό Σταθμό Καλού Χωριού, λόγω αρμοδιότητας. Ο Μ.Κ.12, κατόπιν, λόγω ιεραρχίας, ενημέρωσε τον Μ.Κ.18. Ο Μ.Κ.12, μεταξύ άλλων ενεργειών του, έχοντας πληροφορηθεί από τον Μ.Κ.15 ότι πιθανόν να επρόκειτο για υπόθεση βιασμού, μετά την εγχείρηση της παραπονούμενης και την επάνοδο της από την αναισθησία, το βράδυ της ίδιας ημέρας, στις 21:00 η ώρα, στα πλαίσια της προσπάθειας του να πληροφορείτο τι ακριβώς της είχε συμβεί, την επισκέφτηκε στον Γυναικολογικό Θάλαμο. Επειδή η επικοινωνία της παραπονούμενης με τον Μ.Κ.12 ήταν αδύνατη, διότι η παραπονούμενη δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του, ούτε στην ελληνική, αλλά ούτε και στην αγγλική γλώσσα, ο Μ.Κ.12 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον διερμηνέα Νεπαλικών, Mantun Sin Posual. Σε ανοικτή τηλεφωνική ακρόαση, μέσω του εν λόγω διερμηνέα, η παραπονούμενη του ισχυρίστηκε ότι είχε βιαστεί από τον εργοδότη της, στο σπίτι όπου κατοικεί με την οικογένεια του που βρίσκεται 40 περίπου λεπτά οδική απόσταση από το αγρόκτημα, όπου την είχε πάρει εκείνο το πρωινό για να καθαρίσει.

-       Κατά τον χρόνο που ο Μ.Κ.12 βρισκόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, ο Μ.Κ.18, με βάση τα στοιχεία της παραπονούμενης, διερεύνησε και βρήκε ότι ο εργοδότης της ήταν ο κατηγορούμενος, τον οποίο κάλεσε στον Αστυνομικό Σταθμό και του έλαβε γραπτώς την ανοικτή κατάθεση, Τεκμήριο 16. Ο κατηγορούμενος, στην εν λόγω κατάθεση του, δεν αποκάλυψε ότι είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, από φόβο για τα προβλήματα που θα μπορούσε να έχει με την σύντροφο του και γενικά, στην οικογένεια του.

-       Στις 04/06/2022, ο Μ.Κ.18, μαζί με τον Υπεύθυνο του Αστυνομικού Σταθμού Καλού Χωριού, Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου και την Μ.Κ.11 του Τ. Α. Ε. Λεμεσού, καθώς και τον διερμηνέα της Νεπαλικής γλώσσας, Μ.Κ.19, μετέβηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, για την λήψη κατάθεσης από την παραπονούμενη σχετικά με την υπόθεση. Με βάση τα όσα είχαν πληροφορηθεί και από τον Μ.Κ.12 για τον τόπο που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης, έλαβε χώρα ο βιασμός της, ετίθετο ζήτημα κατά πόσο ο Αστυνομικός Σταθμός Καλού Χωριού, είχε τοπική αρμοδιότητα να διερευνήσει την υπόθεση, εφόσον, μετά από διερεύνηση του Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου, ο κατηγορούμενος κατοικούσε στην κοινότητα Οδού της Επαρχίας Λάρνακας. Ερωτηθείσα, σχετικά, από την Μ.Κ.11, η παραπονούμενη αρνήθηκε επίμονα ότι είχε, κατά την διάρκεια της προηγούμενης ημέρας, πει, σε οποιονδήποτε Αστυνομικό, ότι ο βιασμός της έλαβε χώρα στην οικία του εργοδότη της και πρόβαλλε προφορικά τον ισχυρισμό ότι, ο εργοδότης της, την βίασε στα χωράφια όπου δούλευε. Λόγω αυτής της στάσης της παραπονούμενης, η οποία φαινόταν κάπως συγχυσμένη, η Μ.Κ.11, είπε στην παραπονούμενη, ότι θα της έδιδαν λίγο χρόνο για να σκεφτόταν και να ξεκαθάριζε τα πράγματα στο μυαλό της και επιπρόσθετα, σε απλή και κατανοητή γλώσσα, ήπια και ήρεμα, την πληροφόρησε ότι η ψευδής κατάθεση παραπόνου στην Αστυνομία ποινικού αδικήματος, αποτελεί ποινικό αδίκημα. Κατόπιν, Μ.Κ.11, Μ.Κ.18, Μ.Κ.19 και Λοχίας 4744, Κ. Κωνσταντίνου, βγήκαν από το δωμάτιο της παραπονούμενης, για να επανέλθουν, πέντε περίπου λεπτά αργότερα, όταν η ίδια η παραπονούμενη τους φώναξε. Στην συνέχεια, της ελήφθη στα Νεπαλικά, μέσω διερμηνείας από τον Μ.Κ.19, η κατάθεση της Έγγραφο Α1, με την οποία τους ανέφερε ότι η συνουσία που είχε με τον εργοδότη της ήταν συναινετική. Όταν της λαμβανόταν, παρά το γεγονός ότι είχε εγχειριστεί την προηγούμενη ημέρα, φαινόταν κουρασμένη και μιλούσε με δυσκολία, η παραπονούμενη ήταν σε θέση και υπήρχε η συνεννόηση των Μ.Κ.11, Μ.Κ.18, Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου και Μ.Κ.19, μαζί της, ώστε, κατέθεσε κανονικά και θεληματικά για τα επίδικα γεγονότα, ορθά και κατανοητά. Κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, η παραπονούμενη, σε σχέση και με την επίστηση της προσοχής της από την Μ.Κ.11 στο ποινικό αδίκημα της δημόσιας βλάβης, δεν έδειξε, με αναφορά, είτε στην έκφραση της εκείνη την στιγμή, είτε στην στάση της μετέπειτα, ότι είχε φοβηθεί.         

-       Λόγω της εξέλιξης που έθετε στην υπόθεση η κατάθεση της παραπονούμενης στην Αστυνομία ημερομηνίας 04/06/2022, Έγγραφο Α1, ο Μ.Κ.18, αυθημερόν, κάλεσε ξανά τον κατηγορούμενο για να του ελάμβανε κατάθεση. Όταν ο κατηγορούμενος πήγε στην Αστυνομία για αυτό τον σκοπό, εκεί, ο Μ.Κ.18 του είπε ότι, τα γεγονότα της κατάθεσης του στην Αστυνομία ημερομηνίας 03/06/2022, Τεκμήριο 16, με αυτά που υπήρχαν πλέον ενώπιον της Αστυνομίας, «δεν κολλούσαν». Είπε στον κατηγορούμενο ότι, η παραπονούμενη, είχε προηγουμένως την ίδια ημέρα, καταθέσει στην Αστυνομία για το γεγονός της συναινετικής σεξουαλικής τους επαφής, καθώς και τους λόγους γιατί είχε πει πίστευε ότι υπέστη τον τραυματισμό που διαπιστώθηκε. Ότι δηλαδή, είχε καιρό να συνουσιαστεί με άντρα, σε συνδυασμό με το ότι, το μέγεθος του πέους του κατηγορουμένου ήταν μεγάλο. Μετά από αυτό, επειδή οι ισχυρισμοί τους με την παραπονούμενη για το τι πραγματικά συνέβη, συμφωνούσαν, ο κατηγορούμενος, εφόσον είχε αναμειχθεί πλέον η Αστυνομία και ήταν σε εκκρεμότητα η διερεύνηση των αιτιών του τραυματισμού της παραπονούμενης, κατέθεσε και αυτός, δίδοντας την κατάθεση του Τεκμήριο 17. Αφής στιγμής η παραπονούμενη είχε λάβει θεραπεία, ήταν καλύτερα, δεν διέτρεχε κάποιο κίνδυνο και όταν θα ανάρρωνε θα επέστρεφε στην εργασία της, ο κατηγορούμενος πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό, θα απομπλεκόταν η Αστυνομία που του ζητούσε ξανά εξηγήσεις, θα τελείωνε η υπόθεση και η σύντροφος του θα μπορούσε να μην μάθαινε τίποτα.

-       Στις 08/06/2022, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου του Αστυνομικού Σταθμού Καλού Χωριού, Αξιωματικός από το Αρχηγείο Αστυνομίας, ο οποίος του ανέφερε ότι υπήρξε κάποια ανάρτηση στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «Facebook» στην ελληνική γλώσσα από την Κ.Ι.Σ.Α., περί «κουκουλώματος» από την Αστυνομία υπόθεσης βιασμού αλλοδαπής στην Λεμεσό. Ως εκ τούτου, ο Λοχίας 4744, Κ. Κωνσταντίνου έδωσε οδηγίες, όπως του ζητήθηκε από τον εν λόγω Αξιωματικό, στον Μ.Κ.18, για την λήψη από την παραπονούμενη, εκ νέου, κατάθεσης. Την επόμενη ημέρα, 09/06/2022, ο Μ.Κ.18, μαζί με τον Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου, την Μ.Κ.13 και με τις υπηρεσίες και πάλι του διερμηνέα Μ.Κ.19, έλαβαν από την παραπονούμενη την κατάθεση της Έγγραφο Β1. Όταν οι προαναφερόμενοι επισκέφτηκαν την παραπονούμενη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για αυτό τον σκοπό και την πληροφόρησαν ότι πήγαν να της πάρουν ξανά κατάθεση και συγκεκριμένα, να τους έλεγε αν τα όσα τους είχε καταθέσει στις 04/06/2022 τα υιοθετούσε ή αν ίσχυε κάτι άλλο, η παραπονούμενη, αμέσως τους είπε ότι δεν ίσχυαν και ότι ήθελε να τους πει τι πραγματικά της συνέβη.  

-       Στις 10/06/2022, καταγγέλθηκε στον Μ.Κ.8, κατά την διάρκεια της ραδιοφωνικής του εκπομπής στον ραδιοφωνικό σταθμό «Astra», ανώνυμα από κάποιον ακροατή του, ότι κάποια αλλοδαπή που νοσηλευόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, είχε κακοποιηθεί από τον εργοδότη της και πιθανόν, ήταν θύμα εμπορίας προσώπων. Ο Μ.Κ.8, αμέσως μετά το τέλος της εκπομπής του, κοινοποίησε την εν λόγω καταγγελία στην Μ.Κ.17 στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων. Η Μ.Κ.17, αφού επικοινώνησε τηλεφωνικός με τον Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου και ενημερώθηκε για την υπόθεση της παραπονούμενης, του ζήτησε την μετακίνηση της από το Γενικό Νοσοκομείου Λεμεσού, μέσω των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε καταφύγιο θυμάτων εμπορίας προσώπων, διότι, σύμφωνα με τα όσα της είχαν λεχθεί, υποψιάστηκε ότι η παραπονούμενη ήταν θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση. Ακολούθως, η Μ.Κ.17 ανέθεσε τον χειρισμό της υπόθεσης στην Μ.Κ.10. Η Μ.Κ.10, στις 11/06/2022, συνάντησε την παραπονούμενη και μέσω διερμηνέα Νεπαλικών, της πήρε προφορική συνέντευξη. Μετά την ολοκλήρωση της και επειδή η Μ.Κ.10 είχε εντοπίσει δείκτες θυματοποίησης της παραπονούμενης, έγινε η μετακίνηση της τελευταίας στο καταφύγιο θυμάτων εμπορίας προσώπων. Κατόπιν, η Μ.Κ.10 ενημέρωσε σχετικά την Μ.Κ.17, η οποία, στις 15/06/2022, ως η Υπεύθυνη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, αποφάσισε την αναγνώριση της παραπονούμενης, ως θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική κακοποίηση (βλ. Τεκμήριο 14). Ακολούθως, η Μ.Κ.10, αφού πληροφόρησε την παραπονούμενη για τα όσα με βάση των Νόμο 60(Ι)/2014 αφορούσαν την υπόθεση και την ίδια, στις 17/06/2022, παρουσία του Μ.Κ.9 και της Αστ.3408 Μ. Μιχαήλ, υπό την διερμηνεία του Μ.Κ.19, έλαβε από την παραπονούμενη την κατάθεση της Έγγραφο Γ1. Ακολούθως, η παραπονούμενη συγκατατέθηκε στο να προωθηθεί η ποινική διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία.   

-       Στις 21/06/2022, στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, μαζί με τον Μ.Κ.9, η Μ.Κ.10 έλαβε από τον κατηγορούμενο, στην παρουσία του δικηγόρου του, την ανακριτική του κατάθεση, Τεκμήριο 11. Ενέργεια που, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.10 και αφορούν στο ότι δεν υπήρξε λόγω του χρόνου που αυτή έλαβε χώρα επηρεασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, σε κάθε περίπτωση, συνάδει και με το πλαίσιο που καθορίζει το Άρθρο 45 του Νόμου 60(Ι)/2014.

-       Κατά την λήψη των καταθέσεων της παραπονούμενης από την Αστυνομία στις 04/06/2022, 09/06/2022 και 17/06/2022, η καταγραφή των ισχυρισμών της στα Έγγραφα Α1, Β1 και Γ1 στα Νεπαλικά και η διερμηνεία τους στα Αγγλικά από τον Μ.Κ.19 ήταν ουσιαστικά ταυτόχρονη, συνεχής, ακριβής, ικανή και αμερόληπτη. Η δε καταγραφή της εν λόγω διερμηνείας στα Αγγλικά στα Έγγραφα Α2, Β2 και Γ2 αντίστοιχα, ήταν άμεση, ακριβής, ικανή και αμερόληπτη. Τα Έγγραφα Α3, Β3 και Γ3 αποτελούν πιστή μετάφραση στα Ελληνικά των Εγγράφων Α2, Β2 και Γ2.

-       Η παραπονούμενη, λόγω της σεξουαλικής επαφής που είχε με τον κατηγορούμενο στις 03/06/2022, υπέστη ρήξη του βλεννογόνου του οπίσθιου κολπικού τοιχώματος της, μεγέθους 4 – 5 εκ., το οποίο αντιμετωπίστηκε χειρουργικά, υπό καθεστώς ολικής αναισθησίας, με συρραφή.    

 

VII.

Υπαγωγή των ευρημάτων στον Νόμο

 

Το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενήλικου προσώπου της κατηγορίας αρ. 1, με βάση το Άρθρο 9 [(β) και (ε)] του Νόμο 60(I)/2014, διαπράττεται από οποιονδήποτε εμπορεύεται ενήλικο πρόσωπο με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση του, μέσω χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, ή/και κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης.

 

Η έννοια των όρων και φράσεων: «εμπορία προσώπων», «σεξουαλική εκμετάλλευση», «βία», «εξαναγκασμός», «κατάχρηση εξουσίας» και «κατάχρηση ευάλωτης θέσης», δίδεται από το Άρθρο 2 του Νόμου 60(I)/2014. Εμπορία προσώπων, μεταξύ άλλων, σημαίνει την κατάχρηση εξουσίας ή ευάλωτης θέσης για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου από πρόσωπο που κατέχει έναντι του εξουσία, με σκοπό την εκμετάλλευση του. Σεξουαλική εκμετάλλευση, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την σεξουαλική δραστηριότητα με πρόσωπο, όταν γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής, ή και όταν γίνεται κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης εξουσίας ή επιρροής επί του προσώπου. Βία, σημαίνει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη στο θύμα. Ενώ, εξαναγκασμός, μεταξύ άλλων, σημαίνει κατάχρηση εξουσίας ή άλλης μορφής πίεσης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου με στόχο την οικονομική του εξάρτηση ή υποτέλεια. Τέλος, κατάχρηση εξουσίας, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την περίπτωση όπου το θύμα βρίσκεται στη θέση εργοδοτουμένου και ο εργοδότης του, λόγω της θέσης του, ασκεί σε αυτόν εξουσία ή επιρροή. Συναφώς, κατάχρηση ευάλωτης θέσης, σημαίνει την κατάσταση στην οποία το θύμα δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί ή να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση (βλ. και Αγραφιώτης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 60/2022, 23/11/2022).

 

Το ποινικό αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας των κατηγοριών αρ. 2 και 3, με βάση το Άρθρο 151 του Κεφ. 154, διαπράττεται από την άμεση σωματική βία που ασκείται από κάποιο πρόσωπο σε άλλο, υπό άσεμνες περιστάσεις. Όταν τέτοια βία ασκείται χωρίς τη συναίνεση του άλλου ή έστω με τη συγκατάθεσή του, η οποία όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη κατά νόμο συναίνεση, τότε πρόκειται για άσεμνη επίθεση. Επίθεση αποτελεί το οποιοδήποτε εκ προθέσεως άγγιγμα άλλου προσώπου χωρίς την συγκατάθεση του και χωρίς νόμιμη δικαιολογία. Δεν είναι απαραίτητο να είναι εχθρική και αγενής, όπως κάποτε μπορεί και να είναι. Για να είναι ωστόσο, άσεμνη, το άγγιγμα πρέπει να είναι άπρεπο. (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου, Ποινική Έφεση Αρ. 120/2013, 30/03/2015). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό: «Ένας ορθά σκεπτόμενος άνθρωπος, θα θεωρούσε την συμπεριφορά αυτή άσεμνη ή όχι;». Κατά πόσο δηλαδή, αυτό που συνέβη ήταν τόσο προσβλητικό για τα σύγχρονα πρότυπα σεμνότητας και ιδιωτικότητας, ώστε να είναι απρεπές και άρα άσεμνο. (Βλ. A.R.R. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 20/2022,30/04/2024).   

 

Το ποινικό αδίκημα του βιασμού των κατηγοριών αρ. 4 και 5, με βάση το Άρθρο 144 του Κεφ. 154, διαπράττεται από όποιον έρχεται σε παράνομη συνουσία διά κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης του πέους στο σώμα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεσή του ή με συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου. Πρέπει να αποδεικνύεται εισδοχή του πέους στον κόλπο, στον πρωκτό ή στο στόμα, έστω και αν είναι ελάχιστου βαθμού. Ο βιασμός συντελείται, έστω και εάν δεν τραυματίστηκε ο παρθενικός υμένας ή δεν υπήρξε εκσπερμάτωση. Στις περιπτώσεις αρχικής συγκατάθεσης σε ερωτικές περιπτύξεις, το ποινικό αδίκημα συντελείται εάν δεν υπάρχει συγκατάθεση για συνουσία και χρησιμοποιείται για αυτή βία, απειλές ή άλλες παράμετροι που κάμπτουν την αντίδραση του θύματος. (Βλ. Brierley v. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 476). Ο κατηγορούμενος, θα πρέπει επιπρόσθετα να αποδειχθεί ότι, κατά τον χρόνο των ανωτέρω πράξεων, γνώριζε ότι η παραπονούμενη δεν συναινούσε σε αυτές ή ότι ήταν αδιάφορος ως προς το εάν συναινούσε ή όχι (βλ. Ν.Χ. ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 503).

 

Στη βάση των προαναφερόμενων που αφορούν την νομική πτυχή της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, έχουμε εξετάσει κατά πόσο, σύμφωνα και με την περιγραφή από την Κατηγορούσα Αρχή των προαναφερόμενων κατηγοριών αρ. 1 - 5 στο κατηγορητήριο, ο κατηγορούμενος έχει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αποδειχθεί να έχει διαπράξει τα πιο πάνω ποινικά αδικήματα που τις αφορούν. Με δεδομένη την αξιολόγηση της μαρτυρίας ανωτέρω και ειδικότερα αυτή της παραπονούμενης, καθώς και τα ευρήματα μας για τα επίδικα γεγονότα, βάση των οποίων αποτέλεσε η αποδεκτή μαρτυρία του κατηγορουμένου, έχουμε καταλήξει ότι, η Κατηγορούσα Αρχή, συστατικά, απέτυχε να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου στα προαναφερόμενα ποινικά αδικήματα.

 

Σε ότι ειδικά αφορά το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενήλικου προσώπου της κατηγορίας αρ. 1 με βάση το Άρθρο 9 [(β) και (ε)] του Νόμο 60(I)/2014 και την προαναφερόμενη κατάληξη μας, σημειώνουμε τα εξής, λόγω, ειδικότερα, των προαναφερόμενων ευρημάτων μας που προέκυψαν από την αποδεκτή μαρτυρία των Μ.Κ.17, Μ.Κ.10 και Μ.Κ.5.

 

Η Μ.Κ.17, υπό τις περιστάσεις που βρέθηκε αντιμέτωπη και αφορούσαν αυτή την υπόθεση, όφειλε, από την πρώτη στιγμή, όπως και έπραξε, να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του Άρθρου 44(1) του Νόμου 60(Ι)/2014, για την παραπομπή της παραπονούμενης στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, εφόσον, βάσιμα διαμόρφωσε υποψία ότι η παραπονούμενη ενδέχετο να ήταν θύμα εμπορίας προσώπων με βάση τις διατάξεις του Νόμου 60(Ι)/2014, και αυτό ήταν κάτι το οποίο δεν είχε ήδη γίνει από τον οποιοδήποτε άλλο εμπλεκόμενο φορέα. Το επίπεδο, ώστε να τίθεται ζήτημα κατά πόσο η αρμόδια αρχή για την αναγνώριση θυμάτων εμπορίας προσώπων θα πρέπει κατ’ αρχάς να επιληφθεί για να εξετάσει αν κάποια περίπτωση αφορά θύμα εμπορίας, είναι χαμηλό και στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε σχετική υποψία ή αναφορικός ισχυρισμός αρκεί. Το κατά πόσο η υπόθεση έχει ουσιαστική βάση («sufficient foundation»), είναι κάτι το οποίο μπορεί να απασχολήσει, όμως μεταγενέστερα. (Βλ. Secretary of State v. Minh, [2016] EWCA Civ 565). Η αρχική ενημέρωση που έλαβε από τον Λοχία 4744, Κ. Κωνσταντίνου για την υπόθεση της παραπονούμενης, ότι επρόκειτο για «βιασμό», που στην πορεία έγινε για σεξουαλική επαφή με συγκατάθεση, σε συνδυασμό με την πληροφορία που είχε από τον Μ.Κ.8, δικαιολογούσαν την προαναφερόμενη ενέργεια της.

 

Συναφώς, αξιολογώντας τους κινδύνους που αντικειμενικά υπήρχαν κατά τον δεδομένο χρόνο (βλ. το περιεχόμενο της πληροφορίας που της δόθηκε από τον Μ.Κ.8 αλλά και ως εκ της σχέσης της παραπονούμενης με τον κατηγορούμενο στην αγροικία του οποίου κατοικούσε), η Μ.Κ.17, με βάση το Άρθρο 45(3) του Νόμου 60(1)/2014, μπορούσε επίσης, όπως και έπραξε, κατά τον χρόνο που η παραπονούμενη θεωρείτο ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων, να την παραπέμψει στο καταφύγιο θυμάτων των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, μέχρι της περάτωσης της σχετικής διαδικασίας αναγνώρισής της.

 

Η Μ.Κ.10, στην οποία η Μ.Κ.17 είχε αναθέσει την εν λόγω διαδικασία, είναι πρόσωπο που είχε την απαιτούμενη με βάση το Άρθρο 42(1) του Νόμου 60(Ι)/2014 εκπαίδευση, ώστε να μπορούσε να έρθει σε επαφή με οποιοδήποτε δυνητικό θύμα εμπορίας προσώπων, ως ήταν η παραπονούμενη. Η Μ.Κ.10, στα πλαίσια της διαδικασίας που ακολούθησε, διασφάλισε ότι η παραπονούμενη έλαβε, ως προνοείται από τον Νόμο 60(Ι)/2014, την απαιτούμενη πληροφόρηση (βλ. Άρθρο 46(1) του Νόμου 60(Ι)/2014) και ανεξαρτήτως της προθυμίας την οποία η παραπονούμενη υπέδειξε για συνεργασία στην ποινική έρευνα, έτυχε κατ’ αρχάς βοήθειας και στήριξης, δεν πιέστηκε και της δόθηκε ο χρόνος ώστε να μπορούσε να δώσει την κατάθεση της στις 19/06/2022, Έγγραφο Γ1, όσο καλύτερα γινόταν (βλ. Άρθρο 45 (5) και (6) του Νόμου 60(Ι)/2014). Τελικά, η παραπονούμενη αποφάσισε να συνεργαστεί με την Αστυνομία για την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου (βλ. Άρθρο 45 (5) και (6) του Νόμου 60(Ι)/2014).

 

Η Μ.Κ.17, όταν στις 15/06/2022 αποφάσιζε την αναγνώριση της παραπονούμενης, ως θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό την σεξουαλική κακοποίηση, είχε, υπό την ιδιότητα της ως η Υπεύθυνη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, την εξουσία, με βάση το Άρθρο 45 [(1) και (2)] του Νόμου 60(Ι)/2014, για την λήψη της εν λόγω απόφασης. Η εν λόγω απόφαση της, ως εκπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας, δεν μπορεί να δεσμεύσει την ανεξάρτητη εξουσία του Δικαστηρίου να αποφασίσει, με βάση τον Νόμο και τις σχετικές αρχές δικαίου, επί του ζητήματος αυτού (βλ. τις προαναφερόμενες L., a. o. v. R, [2013] EWCA Crim 991 και R v. Joseph, a. o., [2017] EWCA Crim 36, ανωτέρω).

 

Οι δείκτες θυματοποίησης, στους οποίους αμφότερες οι Μ.Κ.17 και Μ.Κ.10 αναφέρθηκαν ότι εντοπίστηκαν στην περίπτωση της παραπονούμενης και οι οποίοι, εύλογα υπό τις περιστάσεις κρίθηκε ότι υφίσταντο (με βάση, κυρίως, τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης) κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, είναι αναγνωρισμένοι δείκτες και η εφαρμογή τους ήταν κατάλληλη. Ωστόσο, αποτελούν απλά γενικούς δείκτες και όχι αποδεικτικά στοιχεία (βλ. το Anti-human trafficking manual for criminal justice practitioners. Module 2: Indicators of trafficking in persons, του UN.GIFT της UNODC, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ανωτέρω). Στην προκείμενη περίπτωση, είναι δεδομένο ότι, η σχετική μαρτυρία της παραπονούμενης, κρίθηκε από το Δικαστήριο αναξιόπιστη και απορρίφθηκε και δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε άλλη αποδεκτή μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, από την οποία θα μπορούσε απευθείας ή συνεκτικά, να στοιχειοθετηθεί, συστατικά, η ενοχή του κατηγορουμένου.    

 

VIII.

Κατάληξη

 

Κατά ακολουθία, ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται των κατηγοριών αρ. 1 - 5 στο κατηγορητήριο.    

 

Υπογραφή: ____________________

Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π. Ε. Δ.

 

Υπογραφή: ____________________

Μ. Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.

 

Υπογραφή: ____________________

Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε. Δ.  

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο