ECLI:CY:EDPAF:2008:B21
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Μ. Λάρμου Παπαδήμα, Ε. Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4729/06
Μεταξύ:
Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου
Κατηγορούσας Αρχής
ν.
David Hund Peter
Κατηγορουμένου
---------------------------------
Ημερομηνία: 10 Απριλίου, 2008
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα Σ. Π" Λαζάρου
Για Κατηγορούμενο: Καμία εμφάνιση
Κατηγορούμενος παρών
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τέσσερεις συνολικά κατηγορίες. Τη κατηγορία της αμελούς οδήγησης (1η κατηγορία), της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς Κυπριακή άδεια οδήγησης (2η κατηγορία), της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς ασφάλεια υπέρ τρίτου (3η κατηγορία) και της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος και παράλειψη αναφοράς τροχαίου δυστυχήματος στην αστυνομία εντός 24 ωρών (4η κατηγορία).
Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε τις κατηγορίες 2, 3 και 4 και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση μόνο για τη 1η κατηγορία. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της 1ης κατηγορίας όπως αυτές εκτίθενται στο κατηγορητήριο, κατηγορείται ότι στις 27.8.05 στη Λεωφόρο Ακαμαντίδος στην Πάφο οδηγούσε αυτοκίνητο άγνωστων στοιχείων χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα και προκάλεσε δυστύχημα.
Από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής κλήθηκε και έδωσε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ο αστ. 1698 Κ. Κυριάκου (Μ.Κ.1), η Αλεξάνδρα Κιαριακλίδου (Μ.Κ. 2) και ο ανήλικος Βενιαμίν Κιαριακλίδης (Μ.Κ. 3).
Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος ο οποίος εκπροσωπείται χωρίς δικηγόρο εισηγήθηκε ότι δεν έχει αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του γι΄ αυτό και δεν πρέπει να κληθεί σε απολογία.
Η απαλλαγή του κατηγορούμενου στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, δικαιολογείται μόνο όταν:
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος και
(β) οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει την καταδίκη του κατηγορουμένου σε
αυτή. (Βλέπε Δικαστική Πρακτική του 1962 (Practice Note of the Divisional Court of the Queen´s Bench Division of the High Court of England issued in 1962 – (1962) 1 All E.R. 448).
H κλήση κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως η κλήση του σε υπεράσπιση. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στέφανου Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133).
Στο στάδιο που γίνεται η υποβολή το Δικαστήριο κατά κανόνα δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962, η οποία υιοθετήθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αzinas and Another v. Police (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται επί του θέματος.
Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση στο στάδιο αυτό έχει αντικειμενικό έρεισμα και πρέπει να αντέχει στη βάσανο που θέτει η πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό Δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.
Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό αφού το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου Δικαστηρίου δηλαδή, υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας ή σε βάθος θεώρηση της υπόθεσης, αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου (βλ. Azinas and another v. Police, (πιο πάνω)).
Στην υπόθεση The Police v. Kallenos (1980) 1 JSC 145 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«… η νομοθετική διάταξη που περιέχεται στο άρθρο 74 (1) (β) του Κεφ. 155… δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να αποτελεί απλή αναφορά στα συμπεράσματα που βγαίνουν από τη μαρτυρία, όπως επιφανειακά φαίνεται, αλλά κατά τρόπο που να επεκτείνεται και να απαιτεί μαρτυρία που να θεωρείται αρκετά αξιόπιστη από το Δικαστήριο των γεγονότων, ώστε να είναι δυνατόν να εγείρει τεκμήριο ενοχής.
Η έννοια «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» δεν αναφέρεται μόνο στην ποσότητα της μαρτυρίας και στα αντικειμενικά και επιφανειακά συμπεράσματα από αυτήν, αλλά και στην εσωτερική ποιότητα της και επάρκεια της να οδηγήσει σε συμπεράσματα ενοχής. Το Δικαστήριο οφείλει, ακόμα και στα στάδιο τούτο, να οδηγήσει το μυαλό του, αν και μόνο προκαταρκτικά, στο κατά πόσο το Δικαστήριο θα μπορεί να στηριχθεί στη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί. Για παράδειγμα, έχουν οι μάρτυρες γίνει πιστευτοί; Και έτσι και αλλιώς, θα ήταν το Δικαστήριο διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία τους; Εκείνο που το άρθρο 74 (1) (β) διαλαμβάνει είναι ότι στο κλείσιμο της υπόθεσης της κατηγορίας πρέπει να υπάρχει τέτοια αξιόπιστη μαρτυρία μπροστά στο Δικαστήριο, που να είναι αρκετή για να οδηγήσει σε τεκμήριο ενοχής, που αν αφεθεί αμάχητο, θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Με λίγα λόγια, ένας κατηγορούμενος τότε μόνο πρέπει να καλείται σε απολογία, όταν η κατηγορία έχει παρουσιάσει μαρτυρία αρκετά ισχυρά στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορουμένου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από τον κατηγορούμενο μια εξήγηση, αλλιώς ο κατηγορούμενος θα καλείται, όχι για να υπερασπίζει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώνει τις ατέλειες που υπάρχουν στην μαρτυρία που δόθηκε από την κατηγορία.»
Στο στάδιο αυτό και σύμφωνα με τις πιο πάνω αρχές το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει με αντικειμενικότητα τη δοθείσα μαρτυρία χωρίς να προβεί σε αξιολόγηση της, σε συσχετισμό με τη νομική πτυχή της υπόθεσης έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Εξετάζοντας το ζήτημα, το Δικαστήριο θα πρέπει να αναφερθεί στη μαρτυρία που η Κατηγορούσα Αρχή έχει προσκομίσει προς απόδειξη της υπόθεσης της.
Σαν ΜΚ 1 κατάθεσε ο αστ. 1698 Κ. Κυριάκου στον οποίο στις 2.12.2005 υποβλήθηκε καταγγελία από την Αλεξάνδρα Κιαριακλίδου (ΜΚ2) για δυστύχημα που έγινε στις 27.8.2005.
Αυτός και σύμφωνα με τη δυνατότητα που παρέχεται από το άρθρο 25 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν. 32 (1)/04, κατάθεσε και υιοθέτησε σαν μέρος της κύριας εξέτασης του, τη κατάθεση την οποία ετοίμασε σε σχέση με την υπόθεση. Μεταξύ άλλων ανάφερε ότι μετά τη καταγγελία ετοίμασε επίσημο σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος και έλαβε κατάθεση από το κατηγορούμενο και τον Βενιαμίν Κιαριακλίδη και στη συνέχεια κατηγόρησε γραπτώς το κατηγορούμενο. Τα όσα προέβαλε ο μάρτυρας αυτός δεν αμφισβητήθηκαν καθόλου από τον κατηγορούμενο ο οποίος όχι μόνο δεν τον αντεξέτασε, αλλά αντίθετα δήλωσε ότι συμφωνεί με τα όσα αυτός ανάφερε.
Σαν ΜΚ 2 κατάθεσε η Αλεξάνδρα Κιαριακλίδου. Και αυτή και σύμφωνα με τη δυνατότητα που παρέχεται από τον Περί Αποδείξεως Νόμο, κατάθεσε και υιοθέτησε σαν μέρος της κύριας εξέτασης της, τη κατάθεση που έδωσε για την υπόθεση λέγοντας ρητά ότι δεν ήταν παρούσα όταν έγινε το δυστύχημα αλλά περιέγραψε το τι προηγήθηκε και το τι ακολούθησε του δυστυχήματος.
Σαν ΜΚ 3 κλήθηκε και κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο ανήλικος Βενιαμίν Κιαριακλίδης. Σε σχέση με τις συνθήκες που επισυνέβη το δυστύχημα, ο ΜΚ3 ανάφερε ότι φεύγοντας από το περίπτερο “Time Out” όπου μετέβη προηγουμένως για να αγοράσει κάτι, και ενώ διασταύρωνε το δρόμο κοίταξε αριστερά και δεξιά, δεν είδε κανένα αυτοκίνητο και αφού διασταύρωσε το μισό σχεδόν δρόμο τον κτύπησε το αμάξι που δεν είχε τα φώτα του αναμμένα. Είπε ακόμα ότι το κατηγορούμενο τον είχε ξαναδεί όταν τον κτύπησε και αργότερα στο νοσοκομείο.
Το Δικαστήριο βασιζόμενο σε αυτή τη μαρτυρία καλείται να αποφασίσει αν θα καλέσει το κατηγορούμενο σε απολογία ή όχι.
Όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα μαρτυρία ούτε ο ΜΚ1, ούτε η ΜΚ2 είχαν προσωπική γνώση του τρόπου και των συνθηκών κάτω από τις οποίες επισυνέβη το δυστύχημα. Ο ΜΚ1 ήταν ο αστυφύλακας στον οποίο καταγγέλθηκε το συμβάν τρείς και πλέον μήνες μετά την ημερομηνία που συνέβη και ο οποίος προέβη στο μεταγενέστερο αυτό χρόνο, σε κάποιες ενέργειες και εξετάσεις σχετικά με αυτό. Η ΜΚ2 μητέρα του ανήλικου Βενιαμίν δεν γνώριζε επίσης τίποτε για το τρόπο που έγινε το δυστύχημα, κάτι το οποίο ρητά αναφέρει και στη κατάθεση της (Τεκμήριο Β) και το οποίο επίσης επανέλαβε στην ένορκο της μαρτυρία. Ο Βενιαμίν Κιαριακλίδης (ΜΚ3) ήταν το μοναδικό πρόσωπο που κατάθεσε για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα και τα όσα προέβαλε εκτίθενται με συντομία πιο πάνω.
Σύμφωνα με την προσκομισθείσα μαρτυρία το δυστύχημα επισυνέβη στις 27/8/05 περί ώρα 21:00 και ενώ το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου δεν είχε τα φώτα του αναμμένα. Αυτή είναι η μοναδική μαρτυρία σε σχέση με την οδική συμπεριφορά του κατηγορούμενου. Όμως το στοιχείο αυτό, δεν είναι από μόνο του ικανό και αρκετά ισχυρό για να καταδείξει οποιαδήποτε αμέλεια του κατηγορούμενου έτσι ώστε αυτός να κληθεί να προβάλει την υπεράσπιση του.
Από τη στιγμή που η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία που να συνδέει την πρόκληση του δυστυχήματος με το ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τα φώτα του αυτοκινήτου του αναμμένα ή για κάποια άλλη ενέργεια του που να δεικνύει αμέλεια, κρίνεται ότι η κλήση του κατηγορούμενου σε απολογία, απλώς θα επιβεβαίωνε το κενό και δεν θα εξυπηρετούσε οποιαδήποτε αρχή δικαίου, αφού η μαρτυρία που προσκομίσθηκε ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε χωρίς να έχει τα φώτα του αυτοκινήτου του αναμμένα, δεν θα μπορούσε χωρίς άλλο, να οδηγήσει σε εύρημα ενοχής του κατηγορούμενου.
Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι δεν έχει αποδειχθεί εναντίον του κατηγορούμενου εκ πρώτης όψεως υπόθεση στη 1η κατηγορία, έτσι ώστε αυτός να κληθεί να προβάλει την υπεράσπιση του.
Κατά συνέπεια η 1η κατηγορία εναντίον του απορρίπτεται και ο κατηγορούμενος σ’ αυτήν αθωώνεται.
(Υπ.)…………………………………
Μ. Λάρμου Παπαδήμα, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
…/Χ.Κ./Ν.Κ.