ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.

                                                                                           Αρ. Υπόθεσης: 9975/23

 

Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου

 

v.

 

N. K.

Κατηγορούμενος 

 

Ημερομηνία: 17 Ιανουαρίου, 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Σ. Χρυσοστόμου 

Για τον Κατηγορούμενο: Η κα Ιωάννου & κα. Σοφοκλέους

Κατηγορούμενος: Παρών 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στις 08.01.2024 κλήθηκε και παρουσιάστηκε για παράθεση μαρτυρίας στο Δικαστήριο στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας η Α. Ι. (ΜΚ4) ως η βασική παραπονούμενη στην υπόθεση στα όσα καταλογίζονται στον Κατηγορούμενο στις κατηγορίες που αποτελούν αντικείμενο της υπό εξέταση υπόθεσης.

 

Στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης της αυτή παρουσίασε και κατάθεσε ως Τεκμήρια μεταξύ άλλων την κατάθεση της ημερομηνίας 09.11.2023 (Τεκμήριο 12) στην δεύτερη σελίδα της οποίας και συγκεκριμένα στις γραμμές 14 μέχρι 18 αναφέρονται τα ακόλουθα από μέρους της:

 

΄΄Σήμερα 09/11/2023 και γύρω στις 1352 μέχρι τις 1823 μου έστειλε 8 γραπτά μηνύματα από το κινητό του τηλέφωνο και με απειλεί με τις φράσεις <<Dosmu liges oresje ena dis tis sinepeiessIpa su 1000000 fores tn ikogenia m na men tin peripezis>>

 

Επιπρόσθετα η Ι στα πλαίσια της μαρτυρίας της παρουσίασε και την συμπληρωματική κατάθεση της Τεκμήριο 13 ημερομηνίας 18.11.2023 στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:

 

‘’Συμπληρωματικά της κατάθεσης που έδωσα στην αστυνομία στις 09/11/2023 σήμερα 18/11/2023 σου παραδίδω αντίγραφο των μηνυμάτων που μου έστειλε ο Ν. Κ. στις 09/11/2023 και τα οποία εκτύπωσα από το κινητό μου τηλέφωνο με τα διακριτικά Α.Ι.1 με Α.Ι.2.’’

 

Οι καταθέσεις της αυτές έχουν κατατεθεί στην διαδικασία χωρίς οποιαδήποτε ένσταση από πλευράς υπεράσπισης.

 

Στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης της και αφού είχε προηγηθεί η κατάθεση από μέρους της των Τεκμηρίων 12 και 13 τα οποία αναφέρονται ανωτέρω της υποδείχθηκε συγκεκριμένο έγγραφο αποτελούμενο από δύο σελίδες το οποίο αναγνώρισε ως το αντίγραφο των μηνυμάτων που ο Κ της απέστειλε στις 09.11.2023 στο κινητό της τηλέφωνο και τα οποία η ίδια αφού εκτύπωσε παρέδωσε στην Αστυνομία στις 18.11.2023. Αναγνώρισε ότι το συγκεκριμένο έγγραφο έφερε την υπογραφή της καθώς και τα διακριτικά Α.Ι.1 και Α.Ι. 2 ενώ στην συνέχεια ζητήθηκε από τον κ. Χρυσοστόμου η κατάθεση του συγκεκριμένου εγγράφου ως Τεκμήριο στην διαδικασία.[1]

 

Στο αίτημα αυτό η πλευρά της υπεράσπισης έφερε ένσταση. Κατά την κα. Σοφοκλέους τα συγκεκριμένα μηνύματα αποτελούν προϊόν παράνομα ληφθείσας μαρτυρίας παραβιάζοντας τόσο το άρθρο 15 όσο και το άρθρο 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αφού η συγκεκριμένη παραπονούμενη έχει δώσει αυτό το έγγραφο χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την εξασφάλιση και παρουσίαση της επικοινωνίας αυτής. Παρέδωσε μάλιστα και αντίγραφο ενδιάμεσης απόφασης της αδελφής Δικαστή κας Ναθαναήλ ημερ. 05.01.2024 που εκδόθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης 13818/23 Ε.Δ. Λευκωσίας που μπορεί να αφορούσε όχι αποστολή μηνυμάτων αλλά την απομαγνητοφώνηση ηχητικής τηλεφωνικής συνομιλίας ήταν όμως σχετική κατά την συνήγορο με τα θέματα που εξετάζει και το παρόν Δικαστήριο. 

 

Ο κ. Χρυσοστόμου προς υποστήριξη της δικής του θέσης περί της δυνατότητας αποδοχής του συγκεκριμένου εγγράφου ως Τεκμηρίου, ετοίμασε γραπτή αγόρευση (Παράρτημα Α) την οποία παρέδωσε στο Δικαστήριο το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε. Επιπρόσθετα στο Δικαστήριο παρέδωσε και ως Παράρτημα Β αντίγραφο ενδιάμεσης απόφασης Δικαστηρίου ημερ. 23.09.2022 που εκδόθηκε στα πλαίσια της Υπόθεσης Ε.Δ.Πάφου 797/22 που αφορά όπως εξήγησε παρόμοιο αίτημα.

 

Εξέταση ζητήματος:

 

Καταρχάς σημειώνω και αναδεικνύω ένα σημαντικό ζήτημα στο οποίο επίκληση έγινε από τον κ. Χρυσοστόμου και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός πως το ίδιο ακριβώς θέμα έχει τεθεί από πλευράς υπεράσπισης ξανά και στα πλαίσια εκδίκασης της υπόθεσης Ε.Δ.Πάφου 797/22 που αφορούσε και πάλι τους ίδιους εμπλεκομένους.

Στην υπόθεση αυτή αποδίδονταν μεταξύ άλλων κατηγορίες βίας στην οικογένεια στον Κ με παραπονούμενη την Ι στα πλαίσια της οποίας επιχειρήθηκε όταν η τελευταία έδιδε μαρτυρία στην υπόθεση η κατάθεση από μέρους της αριθμού τηλεφωνικών μηνυμάτων που κατ ισχυρισμό αποστάλθηκαν προς αυτήν από τον Κ.

Στην διαδικασία εκείνη η πλευρά της υπεράσπισης που να σημειωθεί εκπροσωπείτο από τους ίδιους δικηγόρους όπως και στην υπό εξέταση υπόθεση έφερε και πάλι ένσταση όταν επιχειρήθηκε να κατατεθούν τα συγκεκριμένα μηνύματα προβάλλοντας ουσιαστικά τους ίδιους λόγους που προβάλει και σήμερα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η αδελφή Δικαστής κα. Ιωαννίδου αφού άκουσε την σχετική επιχειρηματολογία προχώρησε στην έκδοση ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 23.09.2022 και για τους λόγους που εξηγεί απορρίπτει την ένσταση και δέχεται την κατάθεση των μηνυμάτων ως Τεκμήριο στην διαδικασία.

Έχω μελετήσει την συγκεκριμένη απόφαση αντίγραφο της οποίας υπενθυμίζεται παραδόθηκε από τον κ. Χρυσοστόμου στο Δικαστήριο και σημειώνω πως συμφωνώ και εγώ τόσο με το σκεπτικό όσο και με την προσέγγιση του θέματος.

Για το θέμα της αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών συνδιαλέξεων το άρθρο 17.2 του Συντάγματος προστατεύει το συνταγματικό δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας. Σύμφωνα με αυτό και με την υπόθεση Αστυνομίας v Γεωργιάδης (1983) 2 CLR 33  επέμβαση στο συνταγματικό δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας επιτρέπεται μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις.

Στην υπόθεση Σιάμισιης v Αστυνομίας, 2011 2 ΑΑΔ 308 το Εφετείο επανέλαβε ότι η διακριτική ευχέρεια που υπάρχει κατά το κοινό δίκαιο στην Αγγλία σύμφωνα με την οποία ένα δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί ή να αποδεχθεί μαρτυρία που ελήφθη παράνομα, δεν ισχύει στην Κύπρο εκεί που υπάρχει παραβίαση δικαιώματος κατοχυρωμένου στο μέρος II του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απαγόρευση είναι απόλυτη και δεν τίθεται ζήτημα στάθμισης του οφέλους που μπορεί να προκύψει από μια τέτοια παραβίαση με την βλάβη που μπορεί να προκαλέσει.

Το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνει το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας σημείωσε το Εφετείο στην πιο πάνω υπόθεση σκοπό έχει την διασφάλιση της ελευθερίας του ατόμου κατά την ιδιωτική ανταλλαγή απόψεων.

Κάθε παρακολούθηση η πληροφορία που σχετίζεται ή αντλείται από την επικοινωνία των πολιτών που δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 17.2 του Συντάγματος δεν αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία.

Στρεφόμενος προς την υπό εξέταση υπόθεση διαπιστώνω πως σύμφωνα με την εκδοχή που η Κατηγορούσα Αρχή προωθεί μέσω της μαρτυρίας της Ι είναι πως τα συγκεκριμένα μηνύματα τα οποία περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο του προς κατάθεση Τεκμηρίου (Τεκμήριο Α) περιλαμβάνουν μηνύματα τα οποία ο Κατηγορούμενος (κατ ισχυρισμό της παραπονούμενης) απέστειλε από το κινητό του τηλέφωνο προς το δικό της κινητό τηλέφωνο και στα οποία αναφορά κάνει στην κατάθεση της.

Δεν πρόκειται ουσιαστικά για περίπτωση ενδεχόμενης παράνομης μαγνητοφώνησης ή ηχογράφησης ή βιντεογράφισης ή παρακολούθησης και γενικά μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε χωρίς την γνώση του Κατηγορούμενου ή να πρόκειται για περίπτωση υποκλοπής. Φυσικά διευκρινίζεται για σκοπούς του ενδιάμεσου αυτού σταδίου πως η υπεράσπιση δεν έχει αποδεχθεί ότι τέτοια μηνύματα πράγματι προέρχονται από τον Κατηγορούμενο αφού το ζήτημα αυτό κατά την αγόρευση της κας Σοφοκλέους το άφησε γενικά ανοικτό δηλαδή δεν τοποθετήθηκε ευθέως ούτε ότι πράγματι στάλθηκαν από αυτόν αλλά ούτε και πως δεν αποστάλθηκαν. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα τούτο αφορά την τελική κρίση του Δικαστηρίου και των τελικών του ευρημάτων αφού προηγηθεί και η αξιολόγηση των μαρτύρων.

Από την άλλη η υπεράσπιση δεν μπορεί από την μία να προτάσσει ως λόγους ένστασης για την κατάθεση του συγκεκριμένου εγγράφου ζητήματα που άπτονται της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας του Κατηγορούμενου για να υποστηρίζει την επιχειρηματολογία της συνδέοντας άμεσα με αυτό τον τρόπο τα μηνύματα αυτά με τον Κατηγορούμενο ενώ ταυτόχρονα να θεωρεί πως αυτός δεν σχετίζεται με την επίδικη επικοινωνία. 

Αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός πως η ίδια η πλευρά της Υπεράσπισης στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματος για κράτηση του Κατηγορούμενου στις 30.11.2023 παρέδωσε στο Δικαστήριο τόσο το Παράρτημα Στ όσο και το Παράρτημα Ζ που αποτελούσαν ουσιαστικά τηλεφωνικά μηνύματα που κατ ισχυρισμό ανταλλάχθηκαν μεταξύ Ι και Κ από τα οποία προέκυπτε κατά την υπεράσπιση η εκδικητική στάση και συμπεριφορά της Ι προς το πρόσωπο του Κατηγορούμενου αλλά και η πρόθεση της να καταστήσει αυτόν υπόδικο σε δικαστική διαδικασία. Εάν όντως υπήρχε παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων η ίδια η υπεράσπιση δεν θα προέβαινε στην κατάθεσή των πιο πάνω τεκμηρίων και γενικά δεν θα επικαλείτουν αυτά.

Υπενθυμίζεται όμως πως τουλάχιστον για σκοπούς του παρόντος σταδίου αποτελεί την εκδοχή γεγονότων της παραπονούμενης Ι ότι τα συγκεκριμένα μηνύματα ήταν διαθέσιμα στην ίδια μετά που ο Κ της τα είχε αποστείλει από το δικό του τηλέφωνο στο δικό της, και τα οποία τηλεφωνικά μηνύματα στην συνέχεια εκτύπωσε και παρέδωσε στην Αστυνομία στις 19.11.2023.

Ούτε επίκληση για οποιαδήποτε παρέμβαση της Αστυνομίας ή άλλου προσώπου έλαβε χώρα από πλευράς Υπεράσπισης σε σχέση με τον τρόπο που αυτά τα μηνύματα παραλήφθηκαν, αποθηκεύτηκαν και εκτυπώθηκαν από την Ι τα οποία παραδόθηκαν σε έντυπη πλέον μορφή ως έγγραφο από την ίδια με δική της επιθυμία στην Αστυνομία, ούτε επίκληση από πλευράς υπεράσπισης έλαβε χώρα για οποιαδήποτε παρέμβαση στο κινητό τηλέφωνο της Ι ή του Κ ή ότι οποιαδήποτε υποκλοπή έλαβε χώρα.

Τέλος να αναφέρω για σκοπούς πληρότητας πως έχω μελετήσει και την ενδιάμεση απόφαση που μου παρέδωσε η κα. Σοφοκλέους ημερ. 05.01.2024 προερχόμενη από την αδελφή Δικαστή κα. Ναθαναήλ αλλά καθίσταται ξεκάθαρο πως τα γεγονότα αυτής διέφεραν ουσιωδώς από τα όσα εξετάζει το παρόν Δικαστήριο αφού εκεί επρόκειτο ουσιαστικά για εξασφάλιση ηχογράφησης χωρίς τη συναίνεση του Κατηγορούμενου.

Διαφορετική  ενδεχομένως να ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων εάν η ίδια η αστυνομία επενέβαινε στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορουμένου για να λάβει οποιαδήποτε αποσταλθέντα μηνύματα από τον ίδιο χωρίς την συγκατάθεση του, ως προς την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων που η υπεράσπιση ανέφερε.

Εν κατακλείδι και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω κρίνω πως δεν παραβιάζεται καμιά συνταγματική διάταξη με την κατάθεση των συγκεκριμένων μηνυμάτων τα οποία έχουν πλέον εκτυπωθεί και λαμβάνουν έγγραφη μορφή ως Τεκμήριο στην δικαστική διαδικασία αφού αυτά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν παράνομα ληφθείσα μαρτυρία από την Αστυνομία.

Συνεπώς καταλήγω πως τα όσα εξετάζονται με την παρούσα απόφαση διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τα όσα έχουν εξεταστεί στην Αστυνομία v Γεωργιάδης (1983) 2 CLR 33 και άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις.

Συνεπώς η ένσταση της υπεράσπισης απορρίπτεται και το Τεκμήριο Α θα κατατεθεί ως κανονικό τεκμήριο στην διαδικασία.                                                                                                                                                                         

 

 

(Υπ.) .......................................

                       N. Φακοντής, Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο έγγραφο για σκοπούς της ενδιάμεσης αυτής διαδικασίας ονομάστηκε ως Τεκμήριο Α


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο