ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ

                                                                                          Αρ. Υπόθεσης: 539/24

 

Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου

 

v.

 

                                           Ο. I. V.   

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 24 Ιανουαρίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: O κ. Σ. Χρυσοστόμου

Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Σ. Ζανούπας  

Κατηγορούμενος: Παρών  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το υπό εξέταση κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 22.01.2024 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και σε αυτό περιλαμβάνονται 7 κατηγορίες που αφορούν τα καταλογιζόμενα αδικήματα της πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπίας, εξασφάλισης εγγραφής αλλοδαπού με ψευδείς παραστάσεις και παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως ο Κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση για σκοπούς διασφάλισης της παρουσίας του ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιχειρηματολογώντας ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε την θέση πως στην υπό εξέταση υπόθεση υπάρχει η πιθανότητα ο Κατηγορούμενος να μην προσέλθει στο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την σοβαρότητα των αδικημάτων που αυτός αντιμετωπίζει, την πιθανότητα καταδίκης στη βάση και του μαρτυρικού υλικού που κατατέθηκε στην διαδικασία (Παράρτημα Α) και την ενδεχόμενη ποινή που θα επιβληθεί σε αυτόν.

 

Σημείωσε επίσης πως πρόκειται για αλλοδαπό πρόσωπο με καταγωγή από τη Ουκρανία χωρίς δεσμούς με την Δημοκρατία με αποτέλεσμα οι υποκειμενικές του περιστάσεις να μην είναι τέτοιες που να αποκλείουν τον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Ο συνήγορος Υπεράσπισης του Κατηγορουμένου, στη δική του αγόρευση επιχειρηματολογώντας για την ένσταση του πελάτη του στην κράτηση του αναφέρθηκε κυρίως στις υποκειμενικές του περιστάσεις οι οποίες όπως υποστήριξε διασφαλίζουν την παρουσία του πελάτη του στην δίκη. Ανάφερε ότι αυτός βρίσκεται στην Δημοκρατία εδώ και 10 χρόνια χρησιμοποιώντας μάλιστα τα συγκεκριμένα έγγραφα που του καταλογίζονται ως πλαστά ενώ η ενέργεια του να ταξιδέψει ήταν μια συνήθεις ενέργεια αφού ταξίδεψε και στο παρελθόν. Πρόκειται για πρόσωπο που είναι παντρεμένος με Ρωσίδα Υπήκοο έχει ένα παιδί και ενοικιάζει κατοικία στην Τάλα της Επαρχίας Πάφου όπου διαμένουν και οι γονείς του. Δραστηριοποιείται μάλιστα την οικοδομική βιομηχανία κτίζοντας και ανακαινίζοντας κατοικίες. Εισηγήθηκε καταληκτικά πως η παρουσία του μπορεί να διασφαλιστεί με την επιβολή όρων μεταξύ άλλων και την κατάθεση σε μετρητά του χρηματικού ποσού των €5000.

 

Για την έκδοση της παρούσας απόφασης έχω λάβει υπόψη μου τα όσα εισηγήθηκαν οι εμπλεκόμενες πλευρές και έχω κατά νου τη σχετική Νομολογία.

 

Νομική Πτυχή – Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου όσον το αφορά αίτημα κράτησης του  Κατηγορούμενου μέχρι την ημερομηνία της δίκης του εδράζεται στα άρθρα 48 και 157(1) της Ποινικής Δικονομίας  Κεφ. 155.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας ένα αίτημα κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, πρέπει να καθοδηγείται από την αρχή ότι κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος, εκτός αν τελικά καταδικαστεί από αρμόδιο Δικαστήριο και ότι η κράτησή του αποτελεί έναν σοβαρό περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος. Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.α. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373 αναφέρεται ότι ο κανόνας ότι οι υπόδικοι αφήνονται ελεύθεροι κάμπτεται μόνο εφόσον  συντρέχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι.

 

Ως ζήτημα γενικής αρχής, η οποία κατοχυρώνεται και συνταγματικά εφόσον αποτελεί απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, ένας υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος με εγγύηση στις περιπτώσεις όπου υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στη δίκη του. Ταυτόχρονα πρέπει να σταθμίζεται με αυτά και το δημόσιο συμφέρον που επιτάσσει την παρουσία των κατηγορουμένων στο Δικαστήριο. Η κράτηση υποδίκου καθίσταται αποδεκτή εφόσον το επιβάλλει η διασφάλιση των σκοπών της απονομής της δικαιοσύνης.[1]

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με βάση παγίως καθιερωμένες νομικές αρχές, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων. Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να διαταχθεί η κράτηση κατηγορουμένου. Αυτοί έχουν επαναληφθεί πολύ πρόσφατα μεταξύ άλλων[2] στην Ποινική Έφεση Αρ. 129/20 μεταξύ Ανδρέου v. Αστυνομίας, ημερ. 20.08.2020,Ποινική Έφεση Αρ. 195/20 μεταξύ Αργύρη v. Δημοκρατίας ημερ. 23.12.2020 και στην Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021 μεταξύ S M v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ημερ. 6.7.2021 και είναι οι ακόλουθοι:

 

1.            Η πιθανότητα/κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο

2.            Η πιθανότητα/κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων

3.            Η πιθανότητα/κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.

 

Καθένας από τους πιο πάνω παράγοντες εξετάζεται χωριστά και η ύπαρξη οποιουδήποτε από αυτούς δύναται να δικαιολογήσει την έκδοση διατάγματος κράτησης. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητη η συνδρομή και των τριών πιο πάνω παραγόντων για να διαταχθεί η κράτηση κατηγορουμένου (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7).

 

Η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνάρτηση προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής, αποτελούν βασικούς δείκτες που αφορούν στην εκτίμηση της πιθανότητας προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη του.

 

Στη Θεοδωρίδη κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139, επισημάνθηκε ότι όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία, ανάλογα αυξημένο είναι και το κίνητρο του υποδίκου να αποφύγει τη δίκη του. Βεβαίως υπάρχουν διαβαθμίσεις στη σοβαρότητα των αδικημάτων ανάλογα με τις συνθήκες, τα γεγονότα και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.

 

Στην παρούσα υπόθεση τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά αφού για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (στην περίπτωση μας κατ ισχυρισμό επίσημου εγγράφου ήτοι Ελληνικού διαβατηρίου) ο νόμος προβλέπει μέχρι και 10 χρόνια ποινή φυλάκισης ενώ για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και 2 χρόνια ενώ τέλος για το αδίκημα της παράνομης παραμονής ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι και 12 μήνες.

 

Δεν παραγνωρίζω βεβαίως το γεγονός πως η υπόθεση τυγχάνει συνοπτικής εκδίκασης μετά από συγκατάθεση που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με αποτέλεσμα η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου που εκδικάζει συνοπτικά να είναι περιορισμένη με βάση τις πρόνοιες του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60 σε σχέση με τη μέγιστη ποινή που μπορεί να επιβάλει, παρόλα αυτά η φύση της υπόθεσης με την συμπερίληψη ειδικά της 1ης , 2ης , 3ης και 4ης Κατηγορίας καθίσταται σοβαρή συνεπώς το ενδεχόμενο διαφυγής είναι ακόμη μεγαλύτερο.[3] 

 

Για τη διαπίστωση ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης εξετάζεται το υπάρχον μαρτυρικό υλικό στην όψη του και μόνο, χωρίς το Δικαστήριο να προβαίνει σε αξιολόγησή του ή σε οποιαδήποτε ευρήματα επί της ουσίας της υπόθεσης, εφόσον δεν αποφασίζεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας η ενοχή ή μη του κατηγορουμένου. [4] Θέματα που σχετίζονται με ισχυρισμούς που αφορούν τη νομιμότητα της σύλληψης του υπόπτου, όπως επίσης και τη δεκτότητα μαρτυρίας που βασίζεται σε δηλώσεις του υπόπτου ή άλλα θέματα που αφορούν τη δεκτότητα μαρτυρίας (όπως ότι η μαρτυρία λήφθηκε παράνομα), αξιοπιστίας της μαρτυρίας, αντιφάσεων κτλ εξετάζονται κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της ουσίας της υπόθεσης και όχι στο στάδιο της εξέτασης αίτησης για την κράτηση ή όχι κατηγορουμένου.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή το μαρτυρικό υλικό, όπως αυτό παρουσιάζεται στις καταθέσεις (Παράρτημα Α). Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας αυτής, κρίνω ότι υπάρχει πιθανότητα και μόνο[5] καταδίκης του Κατηγορούμενου στις κατηγορίες που θα αντιμετωπίζει χωρίς βεβαίως να αποκλείεται κάθε λογική προσδοκία  για αθώωση.

 

Επαναλαμβάνω λοιπόν, ότι στη βάση αυτού του υλικού θεωρώ ότι η μαρτυρία που εμπλέκει τον Κατηγορούμενο στις επίδικες κατηγορίες είναι επαρκής για να πιθανολογήσει καταδίκη.[6] Σε περίπτωση καταδίκης, με βάση τα περιστατικά διάπραξης των αδικημάτων και ανάλογα βεβαίως με τις ιδιαίτερες συνθήκες του Κατηγορούμενου, αναμένεται η επιβολή αυστηρών ποινών φυλάκισης. Επομένως συντρέχει και αυτός ο παράγοντας που προσδιορίζει τον κίνδυνο της φυγοδικίας.

 

Έχοντας αναφέρει όλα τα πιο πάνω, υπογραμμίζω ότι η πιθανότητα μη προσέλευσης ενός κατηγορούμενου στη δίκη δεν πρέπει να εκτιμάται μόνο με αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και τις ποινές.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μεταξύ ΜΙΧΑΗΛ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 167/2021, 168/2021, 169/2021 και 171/2021, 27/10/2021 αναφέρθηκε από το Εφετείο και τα ακόλουθα σχετικά:

 

Όπως δε προκύπτει από τη νομολογία και επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 176/2020, ημερομηνίας 29.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:B373, «Υπεισέρχονται στη συνέχεια στην εξίσωση και προσμετρούν άλλοι σχετικοί παράγοντες που συνδέονται με το χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς αλλά και άλλων ειδών δεσμούς με την Κύπρο (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 και Kazanjian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 326). Όπως εύστοχα τέθηκε στη Θεοχάρους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48: «Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος». Στη Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538, αναφέρθηκε χαρακτηριστικά ότι: «Η συνεκτίμηση των στοιχείων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση πρέπει να γίνεται με πνεύμα ρεαλιστικής προσέγγισης και με πνεύμα επιείκειας όπως επιβάλλει το άρθρο 11 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο οι κατηγορούμενοι τεκμαίρεται ότι είναι αθώοι και ως ζήτημα γενικής αρχής, πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι».

 

Στην παρούσα υπόθεση προκύπτει από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου πως ο Κατηγορούμενος έχει δεσμούς με την Κύπρο αφού διαμένει και δραστηριοποιείται επαγγελματικά στην Κύπρο τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένεια του τα τελευταία 10 χρόνια, διατηρεί μάλιστα ενοικιαζόμενη κατοικία στην Τάλα της Επαρχίας Πάφου όπου μαζί του διαμένουν και οι γονείς του.

 

Συνεπώς στην βάση των πιο πάνω αποτελεί κατάληξη μου πως ο Κατηγορούμενος έχει στενούς δεσμούς με την Κύπρο.

 

Επειδή επιχειρηματολογία έγινε και στο ότι ο Κατηγορούμενος στην υπό εξέταση υπόθεση αντιμετωπίζει με την 7η Κατηγορία το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας μεταξύ μάλιστα των ημερομηνιών 2013 και 17.01.2024 και με επιχείρημα ότι ένεκα του ότι αυτός ‘’κατέχει αυτή την ιδιότητα’’ θα πρέπει να παραμείνει σε κράτηση  παραπέμπω στα όσα αναφέρθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ποινική Έφεση Alam Alam ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 539 πως η ύπαρξη κατηγορίας για παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για τον οποίο να διαταχθεί η κράτηση αφού είναι επίδικο θέμα και δεν μπορεί να εκλαμβάνεται επομένως ως δεδομένο. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασισθεί στο γεγονός ότι υπάρχει παράνομη παραμονή βάσει της ίδιας της κατηγορίας για να διατάξει την κράτηση του Κατηγορούμενου. (ο τονισμός είναι δικός μου).

 

Έχοντας κατά νου όλα τα ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι υποκειμενικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου είναι τέτοιες που σε συνδυασμό με τους αυστηρούς όρους που προσανατολίζεται το Δικαστήριο να επιβάλει μπορούν να διασφαλίσουν την εμφάνιση του στην δικαστική διαδικασία.  

 

Συνεπώς για τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω ο Κατηγορούμενος να αφεθεί ελεύθερος με τους ακόλουθους όρους και την έκδοση των ακόλουθων Διαταγμάτων: 

(1)  Να παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα, και Κυριακή στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου μεταξύ των ωρών 17.00 μ.μ. - 23.00 μ.μ.

(2)  Να παραδώσει όλα τα ταξιδιωτικά του έγγραφα στην Αστυνομία (διαβατήριο & ταυτότητα) και το όνομα του να τοποθετηθεί στο Stop List.

(3) Απαγορεύεται η διέλευση του με οποιονδήποτε τρόπο μέσω των Οδοφραγμάτων από και  προς τις κατεχόμενες (μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία) περιοχές.

(4) Να υπογράψει προσωπική εγγύηση ύψους €20.000.

(5)  Να καταθέσει σε μετρητά €5.000 ως εγγύηση στο Πρωτοκολλητείο.

 

 

                                                                         (Υπ.) ………………………..………..

         Ν. Φακοντής, Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 



[1] ΜΙΧΑΗΛ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 167/2021, 168/2021, 169/2021 και 171/2021, 27/10/2021  ‘’Το Δικαστήριο, όταν εξετάζει αίτημα για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, έχει να σταθμίσει μεταξύ του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας και του συμφέροντος της κοινωνίας να διασφαλιστεί ότι ο κατηγορούμενος για τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων θα παρουσιαστεί στη δίκη του.’’

 

[2] ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 185/2021, 23/11/2021 , ΚΑΣΣΙΡ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 146/2021, 29/9/2021

[3] Θεοδωρίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ, 139, Κρασοπούλης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 450, Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021 μεταξύ S M v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ημερ. 6/7/2021

[4] ΧΑΜΝΤ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 165/2021, 27/10/2021  Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).

[5] Επαναλαμβάνω πως δεν τίθεται στο στάδιο αυτό ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων (βλ. Τσεκκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32).   Με άλλα λόγια δεν εξετάζεται στο παρόν στάδιο κατά πόσο η διαθέσιμη μαρτυρία συμβιβάζεται μόνο με την ενοχή του κατηγορούμενου και όχι με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα.  Αυτό είναι θέμα που θα εξεταστεί όταν θα εκδικάζεται η ουσία της υπόθεσης.  Το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του και μόνο, χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματα.  Περί πιθανολόγησης και μόνο ο λόγος (βλ. Νικήτα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790).   Στη Στέλιος Καλλή ν. Δημοκρατίας Ποινική έφεση 114/15, απόφαση ημερομηνίας 19.6.2015, λέχθηκε για άλλη μια φορά ότι «Το κριτήριο όμως αναφορικά με την κράτηση δεν είναι η απόδειξη «εκ πρώτης όψεως» υπόθεσης αλλά η «πιθανολόγηση» της διάπραξης των αδικημάτων.  Δηλαδή κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα καταδίκης.  Και με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία της μαρτυρίας θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε ορθά, ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.».

[6] Κουννάς v Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 423


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο