ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Ν. Φακοντή, Ε.Δ

                               

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Υπ' Αρ.: 9/2023

  

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004, ΝΟΜΟΣ 133(I)/2004

-και-

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ

Dr. REINWALD KARL HEINZ

(Αρ. Γερμανικού Διαβατηρίου [ ] και ημερ. γέννησης [ ])

  

Ημερομηνία: 08 Iανουαρίου 2024

  

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κεντρική Αρχή: κα. Όλγα Σοφοκλέους εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Για τον Εκζητούμενο: κ. Δημήτρης Λοχίας

Εκζητούμενος Παρών 

 

Εκτελών Χρέη Μεταφραστή από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και αντίστροφά ο κ. Ν. Αλέξη[1]

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Εισαγωγή – Iστορικό:

 

Με την παρούσα διαδικασία ζητείται απόφαση για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο εκδόθηκε  από τις Γερμανικές Αρχές και συγκεκριμένα από το Περιφερειακό Δικαστήριο Νυρεμβέργης – Φύρτ στις 08.11.2023 (στο εξής «το ΕΕΣ») εναντίον του Dr. REINWALD KARL HEINZ (στο εξής «ο εκζητούμενος»).

 

Ο εκζητούμενος, Γερμανός Υπήκοος (αρ. Γερμανικού Διαβατηρίου [ ]) γεννήθηκε στις [ ] στην Νυρεμβέργη της Γερμανίας, συνελήφθηκε στην Κύπρο στις 06.12.2023 στα πλαίσια ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του με σκοπό την έκδοση και παράδοση του στις Γερμανικές Αρχές έτσι ώστε αυτός να διωχθεί για τα αδικήματα (α) Απάτης και (β) Υπεξαίρεσης που έλαβαν χώρα μεταξύ των ημερομηνιών 27.02.2015 με 24.04.2018 στο Altdorf της Γερμανίας.

 

Ουσιαστικά σύμφωνα με το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και εν τέλει από τις διευκρινήσεις που ζητήθηκαν και δόθηκαν από τις Γερμανικές Αρχές κυρίως μέσω εγγράφων ως αυτά παρουσιάστηκαν από τον μοναδικό μάρτυρα της Κεντρικής Αρχής κ. Χίντικο ο εκζητούμενος καταδικάσθηκε στην διαδικασία 7 KLs 356 Js 25662/17 σε φυλάκιση 4 ετών από το Περιφερειακό Δικαστήριο Νυρεμβέργης στις 16.05.2019 για εκ προθέσεως διάθεση αμφισβητούμενων φαρμάκων στην αγορά. Αυτός προχώρησε και άσκησε έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης με την απόφαση ημερ. 16.05.2019 να ανατρέπεται και η διαδικασία παραπέμφθηκε στο 20 Ποινικό Τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου Νυρεμβέργης – Φύρτ για νέα ακροαματική διαδικασία και έκδοση απόφασης. H διαδικασία έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου 20 KLs 356 Js 25662/17 (2). O εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε στην κύρια δικάσιμο που ορίστηκε για τις 08.11.2023 παρά την ισχυριζόμενη νόμιμη κλήση του χωρίς να απολογηθεί ενώ σημειώνουν οι Γερμανικές Αρχές πως δεν υπήρξαν περαιτέρω αποφάσεις στη διαδικασία, ιδίως αθωωτική απόφαση. Η δε κλήτευση αυτού για την ημερομηνία 08.11.2023 έλαβε χώρα όχι προσωπικά στον ίδιο αλλά μέσω του δικηγόρου του Jorg Sklebitz ο οποίος κατά τις Γερμανικές Αρχές είχε σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο και τον εκπροσωπούσε.

 

Αποτέλεσμα της μη εμφάνισης του εκζητούμενο στην διαδικασία στις 08.11.2023 ήταν η έκδοση αυθημερόν εναντίον του από τις Γερμανικές Αρχές Εθνικού εντάλματος σύλληψης και στην συνέχεια του επίδικου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης το οποίο διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές στις 27.11.2023.

 

Ο εκζητούμενος σύμφωνα και με τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα[2] στις 06.12.2023 επιχείρησε να εισέλθει στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Αεροδρομίου Πάφου αφού αφίχθηκε στις 14:40 με την πτήση LS1271 από το Μπέρμινγχαμ του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε διαβατηριακό έλεγχο που διενεργείτο από τον Λοχία 1954 στον τομέα αφίξεων του Αεροδρομίου και συγκεκριμένα στην θυρίδα υπ. Αριθμό 3 παρουσιάστηκε για διαβατηριακό έλεγχο ο Dr. REINWALD KARL HEINZ κάτοχος Γερμανικού Διαβατηρίου με αριθμό [ ] και ημερ. γέννησης [ ] όπου τα στοιχεία του οποίου ευρίσκονταν καταχωρημένα στο ευρετήριο SIS της Interpol/SIRENE με αρ. ταυτότητας Schengen DEP171150705092000001 ημερ. εισαγωγής 06.12.2023 και αιτία αναζήτησης σύλληψη και την παράδοση σχετικά με το άρθρο 26 του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2018/1862. 

 

Κατόπιν του ευρήματος αυτού ενημερώθηκε σχετικά το ΤΑΕ Πάφου όπου ο Α/Αστ. 63 προχώρησε στις 06.12.2023 και ώρα 16:35 στην σύλληψη του εκζητούμενου σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης που εκκρεμεί εναντίον του αφού του επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο στην Αγγλική Γλώσσα και ενημερώθηκε ότι εναντίον του εκκρεμεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αυτός απάντησε (yes I know) ενώ στην συνέχεια στις 16:40 ο ίδιος Αστυφύλακας προχώρησε και επέδωσε στον εκζητούμενου τα δικαιώματα επικοινωνίας συλληφθέντων / κρατουμένων στην Γερμανική Γλώσσα τα οποία και υπέγραψε (Τεκμήριο 2).[3]

 

Στις 07.12.2023 ο Εκζητούμενος παρουσιάστηκε ενώπιον Δικαστηρίου και εκπροσωπήθηκε από συνήγορο της επιλογής του. Για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του αμφότερες οι πλευρές συμφώνησαν στην επιβολή συγκεκριμένων όρων οι οποίοι και εκπληρώθηκαν από πλευράς Εκζητούμενου.

Το Δικαστήριο τόσο στις 07.12.2023 όσο και στις 11.12.2023 αφού προηγουμένως άκουσε αμφότερες τις εμπλεκόμενες πλευρές και αφού κατατέθηκαν στην διαδικασία και τα Παραρτήματα Α & Β αντίστοιχα που αφορούσαν φωτογραφίες που αποστάλθηκαν από τις Γερμανικές Αρχές που απεικόνιζαν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το υπό εξέταση Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης όσο και αντίγραφο του διαβατηρίου που λήφθηκε από το πρόσωπο που συνελήφθηκε στις 06.12.2023 στο Αεροδρόμιο Πάφου και παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστήριου προχώρησε στην έκδοση ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 11.12.2023 με την οποία ταυτοποίησε το πρόσωπο που είχε ενώπιον του ως το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκκρεμεί το επίδικο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης.

 

Στην συνέχεια αφού επεξηγήθηκε σε αυτόν η φύση της διαδικασίας, οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η έκδοση του αλλά και για το δικαίωμα του να συγκατατεθεί στην έκδοση του τόσο αυτός όσο και ο συνήγορος του ενημέρωσαν ότι δεν συγκατατίθενται σε έκδοση με την υπόθεση να ορίζεται για ακρόαση. 

 

Η ακρόαση της υπόθεσης ξεκίνησε στις 20.12.2023 με την Κεντρική Αρχή να παρουσιάζει ένα μάρτυρα ήτοι τον Π. Χίντικο (Μ.Κ.Α.1) η μαρτυρία του οποίου συνεχίστηκε και στις 03.01.2024 καθότι είχαν ζητηθεί περαιτέρω διευκρινήσεις για διάφορα θέματα τόσο πριν την παράθεση της μαρτυρίας του και συγκεκριμένα στις 11.12.2023 όσο και κατά την διάρκεια αυτής και συγκεκριμένα στις 20.12.2023.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

H ακροαματική διαδικασία με την αγαστή συνεργασία των συνηγόρων των δύο πλευρών περιορίστηκε αφού κατατέθηκε εξ συμφώνου και με αποδεκτή την αλήθεια του περιεχομένου της η κατάθεση του Α/Αστ. 63 Κ. Στυλιανού (Τεκμήριο 1) με ταυτόχρονη δήλωση πως τα όσα αναφέρονται σε αυτήν σε σχέση με τις ενέργειες τόσο του Αναπληρωτή Λοχία 3892 όσο και του Λοχία 1954 δεν τυγχάνουν αμφισβήτησης.

 

Επιπρόσθετα εξ συμφώνου κατατέθηκε στην διαδικασία ως Τεκμήριο 2 και το έγγραφο δικαιωμάτων συλληφθέντων / κρατουμένων το οποίο δόθηκε στον εκζητούμενου κατά την σύλληψη του στις 06.12.2023.

Μοναδικός Μάρτυρας για την Κεντρική Αρχή (Μ.Κ.Α.1) κλήθηκε και κατάθεσε ο κ. Π. Χίντικος που υπηρετεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως. Το συγκεκριμένο Υπουργείο έλαβε στις 27.11.2023 email στο οποίο περιλαμβανόταν συνοδευτική επιστολή ημερ. 16.11.2023 με την οποία διαβιβάστηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ημερομηνίας 08.11.2023 το οποίο εκδόθηκε από τις Γερμανικές Αρχές σε σχέση με τον DR. REINWALD KARL HEINΖ τόσο στην Γερμανική όσο και μετάφραση αυτού στην Ελληνική Γλώσσα Τεκμήριο 3.

 

Σύμφωνα με τον μάρτυρα στις 11.12.2023 μετά δηλαδή την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου Πάφου ετοιμάστηκε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από την Κεντρική Αρχή ήτοι Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης με το οποίο πληροφορούσαν τις Γερμανικές Αρχές για κάποιες διαφορές που προέκυψαν στο ΕΕΣ στην ελληνική μετάφραση συγκρινόμενο με το Γερμανικό κείμενο. Ποιο συγκεκριμένα διαπίστωσαν ότι στην σελίδα 5 της ελληνικής μετάφρασης και συγκεκριμένα σε σχέση με το σημείο 3(1)(α) υπήρχε εμφανής η έλλειψη μιας ημερομηνίας καθώς και η ένδειξη Χ τα οποία όμως περιλαμβάνονταν στην Γερμανική μετάφραση του ΕΕΣ. Επίσης ένεκα του ότι είχε προκύψει ζήτημα σε σχέση με την ταυτοποίηση του εκζητούμενου ζητήθηκε να σταλεί το διαβατήριο του για σκοπούς ταυτοποίησης Τεκμήριο 4.

Την ίδια ημέρα οι Γερμανικές Αρχές απέστειλαν την διορθωμένη Ελληνική μετάφραση του ΕΕΣ με email τους ημερ. 11.12.2023 Τεκμήριο 5. Επιπρόσθετα και πάλι στις 11.12.2023 ετοιμάστηκε επιστολή του Υπουργείου προς τις Γερμανικές Αρχές με την οποία ζητούσαν διευκρινήσεις για το κατά πόσον ο εκζητούμενος έχει περάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία στην Γερμανία και ποιο το αποτέλεσμα αυτής, εάν η διαδικασία που πέρασε ήταν για διαφορετικές κατηγορίες, για να τους παραχωρήσουν οποιαδήποτε Γερμανική Απόφαση η οποία εκδόθηκε σε σχέση με τον εκζητούμενο, να τους διαβιβάσουν πιστό αντίγραφο του Γερμανικού Εντάλματος σύλληψης στο οποίο βασίζεται η έκδοση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και τέλος να τους παραχωρήσουν πληροφορίες με ποιο τρόπο ο εκζητούμενος κλητεύθηκε σε σχέση με την υπόθεση που αναφέρεται στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Τεκμήριο 6. 

Απάντηση το Υπουργείο έλαβε στις 13.12.2023 (Τεκμήριο 7) αφού παραλήφθηκε επιστολή ημερ. 12.12.2023 από τις Γερμανικές Αρχές η οποία μάλιστα έχει μεταφραστεί  και στα Ελληνικά με την οποία διαβιβάστηκε μετάφραση του Εθνικού Εντάλματος Σύλληψης ημερ. 08.11.2023, ένα πληρεξούσιο ημερ. 30.07.20219, μία δέσμη αποδεικτικών επιδόσεων και ένα πρακτικό της κύριας ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου Νυρεμβέργης – Φύρτ ημερ. 08.11.2023. 

Με την επιστολή τους ημερ. 12.12.2023 επεξηγούν ότι ο εκζητούμενος καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 4 ετών από το Περιφερειακό Δικαστήριο Νυρεμβέργης στις 16.05.2019 για εκ προθέσεως διάθεση αμφισβητούμενων φαρμάκων στην αγορά σε 5 διαφορετικές περιπτώσεις. Ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση κατά της απόφασης με την απόφαση ημερ. 16.05.2019 να ανατρέπεται και η διαδικασία παραπέμφθηκε στο 20 Ποινικό Τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου Νυρεμβέργης – Φύρτ για νέα ακροαματική διαδικασία και έκδοση απόφασης. Ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε στις 08.11.2023 που ήταν η υπόθεση παρά την νόμιμη κλήση του χωρίς να απολογηθεί ενώ δεν υπήρξαν περαιτέρω αποφάσεις στην διαδικασία ιδίως αθωωτική απόφαση.

Σε σχέση με το ερώτημα κατά πόσον εκκρεμούσε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία στην Γερμανία, οι Γερμανικές Αρχές απάντησαν ότι δεν έλαβαν κανένα άλλο μέτρο κατά του εκζητούμενου. 

Σε σχέση με την κλήτευση του εκζητούμενου οι γερμανικές αρχές απάντησαν ότι αυτός κλητεύθηκε στην Διεύθυνση Αkathiotis Kiti Beach Gardens, Villa 1, 7000 Meneou, Κύπρος. Η κλήση παραδόθηκε στον δικηγόρο του Jorg Sklebitz o οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος να παραλάβει την κλήση. Ο δικηγόρος δήλωσε κατά την ακροαματική διαδικασία στις 08.11.2023 ότι είχε παραλάβει την κλήτευση για τον εκζητούμενο στις 20.10.2023 και τον είχε επίσης ενημερώσει για την κλήτευση, ωστόσο κατόπιν αιτήματος του εκζητούμενου δεν επέστρεψε το αποδεικτικό παραλαβής της κλήσης.

Στις 18.12.2023 μέσω της Νομικής Υπηρεσίας λήφθηκε αλληλογραφία από τους δικηγόρους του εκζητούμενου με την οποία ζητούνταν περαιτέρω διευκρινήσεις ως προς τα έγγραφα που λήφθηκαν και έχρηζαν μετάφρασης ως επίσης και για τον τρόπο κλήτευσης του εκζητουμένου και ζητήθηκε όπως διαβιβαστεί επιπρόσθετα διευκρινήσεις στις Γερμανικές Αρχές. Το υπουργείο Δικαιοσύνης απέστειλε στις 18.12.2023 ηλεκτρονικό ταχυδρομείο προς τις Γερμανικές Αρχές αναφέροντας αυτά που ζητούσε ο συνήγορος του εκζητούμενου Τεκμήριο 8 στο οποίο μέχρι και τις 20.12.2023 πριν την κατάθεση του μάρτυρα δεν υπήρξε οποιαδήποτε απάντηση σε αυτό.

Στις 03.01.2024 συνεχίστηκε η κυρίως εξέταση του με τον μάρτυρα να αναφέρει πως στις 21.12.2023 μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης αποστάλθηκε επιστολή του με την οποία ζητούσε την παροχή διευκρινήσεων στην βάση του πρακτικού του Δικαστηρίου και παρουσίασε την σχετική επιστολή ως Τεκμήριο 9. Σημείωσε πως οι Γερμανικές αρχές απάντησαν στην επιστολή αυτή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερ. 29.12.2023 στην οποία επισύναπταν επιστολή ημερ. 28.12.2023 Τεκμήριο 10.

Ερωτούμενους κατά πόσο στην 2η σελίδα στο σημείο β) της μεταφρασμένης στην Ελληνική Γλώσσα επιστολής ημερ. 28.12.2023 του Τεκμηρίου 10 βγάζει νόημα η αναφορά στην ‘’…. εξαφάνισης αποφάσεως ….’’ ο μάρτυρας ανέφερε πως πήραν το Γερμανικό κείμενο και το μετάφρασαν στο google translate με το νόημα που βγάζει είναι πως στην θέση της λέξης ‘’εξαφάνισης’’ θα έπρεπε να αναφέρεται στην μετάφραση ‘’ανατροπής απόφασης’’ με την οποία βγαίνει καλύτερο νόημα.

 

Η αντεξέταση του ήταν σύντομη και αφορούσε κυρίως διευκρινιστικά ζητήματα.

Ο μάρτυρας ανέφερε πως πράγματι είχε ζητήσει με το Τεκμήριο 8 και την επιστολή του ημερ. 18.12.2023 διευκρινήσεις από τις Γερμανικές Αρχές για τις οποίες όμως δεν έλαβαν απάντηση σε όλα όσα τους είχαν ζητηθεί και πως το ίδιο ισχύει και για το Τεκμήριο 9 αφού είχε αποσταλεί στις Γερμανικές Αρχές ουσιαστικά το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου με τις διευκρινήσεις που ζητούνταν χωρίς όμως να λάβουν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Σε υποβολή μάλιστα που του τέθηκε πως για την συντριπτική πλειοψηφία των ερωτημάτων αυτά δεν έχουν απαντηθεί από τις Γερμανικές Αρχές ανέφερε πως ο ίδιος δεν είναι αρμόδιος να αξιολογήσει κάτι τέτοιο και πως ότι έχει λάβει ως απάντηση το παρουσίασε. Επιβεβαίωσε επίσης πως ούτε μετάφραση του πληρεξουσίου εγγράφου έχει αποσταλεί από την Γερμανία ούτε και μετάφραση των υπόλοιπων εγγράφων που τους ζητήθηκαν.

Ο μάρτυρας ανέφερε πως σε σχέση με την 1η διαδικασία στα πλαίσια της οποίας ο Εκζητούμενος έχει καταδικαστεί σε 4ετή φυλάκιση δεν γνωρίζουν πολλά πράγματα αλλά σημείωσε πως λεπτομέρειες για την έκδοση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης έστειλαν οι Γερμανικές Αρχές στις 12.12.2023 όταν μετάφρασαν και το εθνικό ένταλμα σύλληψης ημερ. 08.11.2023 ενώ τέλος σημείωσε πως ο ίδιος δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τα έγγραφα που έχουν αποσταλεί αναφέροντας πως οι λόγοι έκδοσης αναφέρονται τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

 

Αγορεύσεις:

 

Αμφότερες οι πλευρές στις αγορεύσεις τους προσπάθησαν με επιχειρηματολογία αλλά και με σχολιασμό μέρους της προσκομισθείσας μαρτυρίας να πείσουν για την ορθότητα των θέσεων και εισηγήσεων τους. Τα όσα έχουν αμφότεροι οι συνήγοροι αναφέρει, έχουν μελετηθεί και ληφθεί υπόψη ομοίως μετά της νομολογίας εις την οποία με παρέπεμψαν και δεν κρίνω απαραίτητο να παραθέσω αυτούσιες τις θέσεις τους πλην όπου κατωτέρω κριθεί απαραίτητο.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Παρακολούθησα με προσοχή τον μοναδικό μάρτυρα που κλήθηκε και παρουσιάστηκε στην διαδικασία ενώ αυτός κατέθετε ενόρκως στη ζωντανή ατμόσφαιρα της διαδικασίας, και είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη μαρτυρία του, έχοντας κατά νου τις διάφορες παραμέτρους που έχει καθορίσει η Νομολογία σε σχέση με την αξιολόγηση των μαρτύρων, (βλ. (βλ. Ζεβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 614).

 

Η μαρτυρία του Π. Χίντικου, ήταν τυπική. Ο μάρτυρας αυτός απλά διαδραμάτισε επικουρικό ρόλο ανάμεσα στις δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του εκζητούμενου. Ειδικότερα, σαν αρμόδιος λειτουργός στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης που είναι η Κεντρική Αρχή με βάση το Ν.113(Ι)/2004, ενέργησε και ενεργεί βασικά ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των αρμόδιων Αρχών.  Η μαρτυρία του επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες ο ίδιος προέβηκε και περιέγραψε αναφορικά με την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του εκζητούμενου, η παρουσίαση σχετικής αλληλογραφίας σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και σχετικής αλληλογραφίας που ανταλλάχτηκε μεταξύ των Κυπριακών και Γερμανικών Αρχών επί συγκεκριμένων ερωτημάτων και διευκρινίσεων μαζί με τις απαντήσεις και τα στοιχεία που αποστάλθηκαν από τις Γερμανικές Αρχές ανταποκρινόμενοι στα εν λόγω αιτήματα. Ο ίδιος απαντούσε στις ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν με ευθύτητα και σαφήνεια και πάντοτε περιοριζόμενος στον προαναφερόμενο βοηθητικό ρόλο του χωρίς προσχεδιασμό και δίχως υπεκφυγή. Τα διάφορα έγγραφα που προσκόμισε ενισχύουν τις ενέργειες και θέσεις του. Η όλη στάση του μάρτυρα κρίνεται θετική και πειστική. Η δε μαρτυρία του είναι απαλλαγμένη από ουσιώδεις αντιφάσεις. Παράλληλα, η αξιοπιστία του στην πραγματικότητα δεν αμφισβητήθηκε και ουσιαστικά η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη. Ως εκ τούτου, αποδέχομαι την μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα στην ολότητα του.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Προτού προβώ σε εξέταση των λόγων μη συγκατάθεσης του εκζητούμενου στην εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω επιγραμματικά τους βασικούς στόχους και τις παραμέτρους που διέπουν το Ε.Ε.Σ.

 

Με τον  Νόμος 133(I)/2004, έχει εναρμονιστεί η εθνική μας νομοθεσία, με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών , όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 26ης Φεβρουαρίου 2009  (στο εξής καλούμενη «η απόφαση-πλαίσιο 2002/584»).

 

Η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, που αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας, συνεπάγεται, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατ' αρχήν, να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Πράγματι, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος μόνο στις εξαντλητικώς απαριθμούμενες στο άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου περιπτώσεις υποχρεωτικής μη εκτελέσεως ή στις περιπτώσεις προαιρετικής μη εκτελέσεως των άρθρων 4 και 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Εξάλλου, η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να εξαρτηθεί μόνον από τις περιοριστικός προβλεπόμενες προϋποθέσεις του άρθρου 5 της αποφάσεως-πλαισίου .

 

Σκέψεις που υιοθετούνται πλήρως και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, σε σωρεία αποφάσεων του. Παραπέμπω, ενδεικτικά, στα αναφερόμενα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 221/2013, 02/09/2013:

 

«Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι΄ αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ΄εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών.

 

Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε στην απόφαση του τα ανωτέρω, διατρέχοντας τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Hadjiametovic ν. Γενικού Εισαγγελέα  (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 519 και της εντελώς πρόσφατης Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 196/2013, ημερ. 19 Ιουλίου 2013Προεξάρχον στοιχείο όπως απορρέει από τις αποφάσεις, είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών-μελών, δικαστική συνδρομή .

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τις πάγιες αρχές που διέπουν την διαδικασία εξέτασης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στην υπόθεση  Αναφορικά με την Susan AyreΠολιτική Έφεση Αρ. 416/2016, 16/01/2017, ECLI:CY:AD:2017:A5:

 

«Στην απόφαση Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764, έγινε εκτενής αναφορά στη διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης   με ιστορική αναδρομή στην ανάγκη που επικράτησε με σκοπό τη δημιουργία μιας απλουστευμένης διαδικασίας μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτως ώστε να εκδίδονται προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης άτομα τα οποία διέφυγαν από τη χώρα στην οποία είτε είχαν καταδικαστεί από αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο ή αναζητούνταν ενόψει εκκρεμουσών ποινικών διώξεων εναντίον τους.  Επιλέγηκε η χρήση της μεθόδου της Απόφασης-Πλαίσιο, («Framework Decision»), δίνοντας την κατευθυντήρια γραμμή και φιλοσοφία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αφήνοντας τα κράτη μέλη να  προχωρήσουν  στην  εφαρμογή της, ανάλογα με το εθνικό τους  δίκαιο, στη βάση του Άρθρου 31(α) και (β) και του Άρθρου 34(2)(β) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Υιοθετήθηκε, επομένως, η Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου του 2002, η οποία τέθηκε το πρώτο σε ισχύ την 1.2.2004, από οκτώ χώρες μέλη και τροποποιήθηκε αργότερα το 2009.  Στη Δημοκρατία, όπως ήδη αναφέρθηκε, η Απόφαση-Πλαίσιο τέθηκε σε ισχύ με τη ψήφιση του Νόμου.

Έχει τονισθεί στην απόφαση Μιχαηλίδης - ανωτέρω - με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις, ότι το προεξάρχον στοιχείο είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, δηλαδή, μια ιδιότυπη διαδικασία ώστε να υπάρχει  αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των χωρών μελών  και προς τούτο η Απόφαση-Πλαίσιο,  καθώς   και  η  εθνική   νομοθεσία,   περιλαμβάνουν  και   την υπόδειξη   κεντρικής  αρχής («central authority») κάτω από   το άρθρο 7 της Απόφασης, προς διοικητική υποβοήθηση των αντίστοιχων δικαστικών αρχών τόσο στη χώρα που εκδίδει το ένταλμα, όσο και στη χώρα που το εκτελεί.  Αυτό, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον ευρωπαϊκό χώρο.

 

Ο σκοπός της όλης διαδικασίας, η οποία αρχίζει με ένταλμα σύλληψης σε εθνικό επίπεδο, το οποίο μετά μετατρέπεται ή ακολουθείται από ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι η διαμεταγωγή του εκζητούμενου προσώπου πίσω στη χώρα της Ευρωπαϊκής  Ένωσης από την οποία έχει διαφύγει και στην οποία καλείται να αντιμετωπίσει ποινικές κατηγορίες.  Προς το σκοπό αυτό, προνοούνται στενά χρονικά περιθώρια, ενώ η παροχή της δικαστικής συνδρομής επιτυγχάνεται στη βάση απλουστευμένων διαδικασιών χωρίς αχρείαστες καθυστερήσεις.  Η διαδικασία δεν στοχεύει στη θεμελίωση τυχόν ποινικών ευθυνών του εκζητούμενου, ούτε αποτελεί ή ισοδυναμεί με ποινική δίωξη.  Μόνο οι δικαστικές αρχές της χώρας που εξέδωσαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση ποινικών ευθυνών.

 

Πέραν από ορισμένες τυπικές διατάξεις, που στοχεύουν στην αναγνώριση του συλληφθέντος ως του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα, υπάρχουν στην Απόφαση-Πλαίσιο και στο Νόμο, πιο ουσιαστικές διατάξεις.  Σύμφωνα με τα  άρθρα 13  και  14 του Νόμου, υπάρχουν διάφορες ασφαλιστικές δικλείδες που το Δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να μην εκδώσει το εκζητούμενο πρόσωπο.  Έτσι στη βάση του άρθρου 13, καταγράφονται υποχρεωτικοί λόγοι μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και στο άρθρο 14 καταγράφονται προαιρετικοί λόγοι μη εκτέλεσης του εντάλματος αυτού.».

 

Μέσο πραγματοποίησης, λοιπόν, των πιο πάνω σκοπών της απόφασης-πλαίσιο 2002/584, είναι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο, ως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με αυτήν, σκοπό έχει την παράδοση προσώπου στην χώρα έκδοσης του εντάλματος, για άσκηση ποινικής δίωξης, ή εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας (βλ. Άρθρο 3 του Νόμου 133(I)/2004).

 

Οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθορίζονται από το Άρθρο 12 του Νόμου 133(I)/2004 , οι διατάξεις του οποίου εξετάζονται παράλληλα, με τις διατάξεις των Άρθρων 13, 14 και 15  του ίδιου νόμου, που απαριθμούν τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο, ως η αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος, υποχρεούται ή έχει διακριτική ευχέρεια να το εκτελέσει ή να μην το εκτελέσει αντίστοιχα. 

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με το Άρθρο 12 του Νόμου 133(I)/2004, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εκτελείται:

 

(α). όταν η πράξη αναφορικά με την οποία αυτό έχει εκδοθεί, συνιστά αδίκημα το οποίο τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή, ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους που το εκδίδει.

 

[Στις περιπτώσεις που η αξιόποινη πράξη συνιστά έγκλημα περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος δεν αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος η διαπίστωση ότι το Κυπριακό κράτος δεν επιβάλλει ιδίου τύπου φόρους ή τέλη ή δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος], και

(β). όταν η εν λόγω πράξη, είναι αξιόποινη σύμφωνα και με τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους.

 

Για κάθε αδίκημα που αναφέρεται στο Άρθρο 12(2) του Νόμου 133(I)/2004, η αρχή του διττού αξιόποινου, ως προαναφέρθηκε, δεν τυγχάνει εφαρμογής, όταν σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους που υποβάλλει το αίτημα, το αναφερόμενο στο ένταλμα αδίκημα, επισύρει ποινή, στερητική της ελευθερίας, ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών. Και

 

(γ). Αν τέτοια είναι η περίπτωση, ο εκζητούμενος έχει καταδικαστεί από δικαστήριο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη.

 

 Τέλος, τόσο ο τύπος, όσο και το περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, επίσης προσδιορίζονται στο σχετικό Νόμο 133(I)/2004. Δέστε σχετικά το Άρθρο 4 του Νόμου 133(I)/2004, καθώς και το Παράρτημα Α του ιδίου.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

 

Στη βάση της πιο πάνω αποδεκτής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου και στην βάση των όσων προκύπτουν από αυτή προχωρώ στην εξέταση του αιτήματος έχοντας κατά νου ότι η πλευρά του εκζητούμενου στην αγόρευση της έχει εγείρει θέματα που αφορούν στα της εγκυρότητας του ΕΕΣ, την ύπαρξη υποχρεωτικού αλλά και προαιρετικού λόγου μη εκτέλεσης αυτού καθώς και ζητήματα ύπαρξης κατάχρησης από πλευράς της Αρχής Έκδοσης του ΕΕΣ.

 

Από την εξέταση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, προκύπτουν ακόλουθα:

 

Ο τύπος του εντάλματος, συνάδει, στο βαθμό που απαιτείται, με τον τύπο του Παραρτήματος Α του Νόμου 133(I)/2004. Ο τύπος του εντάλματος υιοθετήθηκε κοινός για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα τα Κράτη μέλη υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τον ίδιο τύπο ΕΕΣ, το οποίο εκδίδεται από τη δικαστική αρχή ενός κράτους μέλους και εκτελείται από την δικαστική αρχή ενός άλλου κράτους μέλους. Διασφαλίζεται, έτσι η αμιγής δικαστική φύση του εντάλματος, ήτοι ως δικαστική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, υποκείμενου, σε όλα τα στάδια, από την έκδοση μέχρι την εκτέλεση του σε Δικαστικό έλεγχο. Επιτυγχάνεται, έτσι, ομοιομορφία ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο του ΕΕΣ, ώστε να καθίσταται, πλέον, ευχερής η προώθηση και εκτέλεσή του, προς όφελος τόσο της εκδίδουσας δικαστικής αρχής όσο και της δικαστικής αρχής η οποία καλείται να προβεί στην εκτέλεσή του.  (Βλ. John Constantinides ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, ημερομηνίας 05/03/2015). Περαιτέρω, διαπιστώνεται, ότι, σε ότι αφορά το περιεχόμενο του, το ένταλμα ικανοποιεί τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Νόμου 133(I)/2004, αφού παρέχει τα αναγκαία, δυνάμει αυτού, και στον απαιτούμενο βαθμό, στοιχεία .

 

Πιο συγκεκριμένα φαίνεται ότι το ένταλμα περιέχει τα πιο κάτω:

1)     Το ένταλμα, έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δηλαδή από το Περιφερειακό Δικαστήριο Νυρεμβέργης – Φύρτ. Σχετική είναι η παράγραφος (β)(1) του εντάλματος, κάτω από τον τίτλο <<Εκδίδουσα αρχή του εντάλματος Σύλληψης>>. Ως έχει αναφερθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην υπόθεση Hadwen James ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση Αρ. 184/2014, ημερομηνίας 17/07/2014, από την στιγμή που η διαδικασία παράδοσης εκζητούμενων προσώπων, βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ως θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ κρατών μελών της ευρωπαϊκής ένωσης, είναι πλέον μια διαδικασία που διεξάγεται εξολοκλήρου μεταξύ δικαστικών αρχών, η νομιμότητα ή και η κανονικότητα της έκδοσης, κοινοποίησης και διαβίβασης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή και διευκρινήσεων σε σχέση με αυτό, τεκμαίρεται. Τεκμήριο το οποίο, σημειώνεται, πολύ δύσκολα και για πολύ πειστικούς λόγους μπορεί να ανατραπεί (βλ. επίσης Πηγασίου ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 Α.Α.Δ. 519).

2)    Το αίτημα του Κράτους έκδοσης του εντάλματος, εδράζεται σε ένα από τους δυο λόγους που εξυπηρετεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δηλαδή, την άσκηση εναντίον του Εκζητουμένου ποινικής δίωξης. Υπενθυμίζεται πως στο περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και συγκεκριμένα στην παράγραφο (ε) δίδονται λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων γεγονότων τα οποία καταλογίζονται στον Εκζητούμενο και συνιστούν κατά τις Γερμανικές Αρχές αδικήματα με βάση τον Γερμανικό Ποινικό Κώδικα  για τα οποία ζητείται και η έκδοση του Εκζητούμενου για σκοπούς δίωξης του στην Γερμανία.

Υπενθυμίζεται επίσης πως στις διευκρινίσεις που ζητήθηκαν και δόθηκαν[4] έχει διασαφηνιστεί πως ο Εκζητούμενος  καταδικάσθηκε στην διαδικασία 7 KLs 356 Js 25662/17 σε φυλάκιση 4 ετών από το Περιφερειακό Δικαστήριο Νυρεμβέργης στις 16.05.2019 για εκ προθέσεως διάθεση αμφισβητούμενων φαρμάκων στην αγορά. Αυτός προχώρησε και άσκησε έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης με την απόφαση ημερ. 16.05.2019 να ανατρέπεται και η διαδικασία παραπέμφθηκε στο 20 Ποινικό Τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου Νυρεμβέργης – Φύρτ για νέα ακροαματική διαδικασία και έκδοση απόφασης. H διαδικασία έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου 20 KLs 356 Js 25662/17 (2). O εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε στην κύρια δικάσιμο που ορίστηκε για τις 08.11.2023 παρά την ισχυριζόμενη νόμιμη κλήση του χωρίς να απολογηθεί ενώ σημειώνουν οι Γερμανικές Αρχές πως δεν υπήρξαν περαιτέρω αποφάσεις στη διαδικασία, ιδίως αθωωτική απόφαση. Αποτέλεσμα της μη εμφάνισης του στην διαδικασία στις 08.11.2023 ήταν η έκδοση αυθημερόν εναντίον του από τις Γερμανικές Αρχές Εθνικού εντάλματος σύλληψης και στην συνέχεια του επίδικου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

Χρήσιμο είναι να γίνει αναφορά στα όσα σχετικά με το θέμα τούτο προνοούνται στην Απόφαση Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής «η Απόφαση Πλαίσιο»).  Σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του Προοιμίου αυτής:

 

«(5)  Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.»

 

Tο Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Eva Karina Andersson v. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1092, ανέφερε ότι:

 

            «Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ο Σουηδός Δημόσιος Κατήγορος που υπάγεται στο Γραφείο Οικονομικού Εγκλήματος (Economic Crimes Bureau) δεν ήταν το αρμόδιο πρόσωπο και/ή η αρμόδια αρχή για να προβεί στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η εισήγηση έχει εξεταστεί και έχει απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, από τη μετάφραση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στην αγγλική γλώσσα (Παράρτημα 2) φαίνεται καθαρά ότι δεν είχε εκδοθεί εναντίον της εφεσείουσας προηγούμενη καταδικαστική απόφαση και ότι δεν εζητείτο η παράδοση της εφεσείουσας στις Σουηδικές Αρχές για να εκτίσει οποιαδήποτε ποινή, αλλά η παράδοση της εζητείτο ως ύποπτης για τη διάπραξη των ισχυριζόμενων ποινικών αδικημάτων με σκοπό την ποινική της δίωξη. Για τον πιο πάνω λόγο υιοθετούμε την πρωτόδικη απόφαση.»

 

Είναι σαφές κατά τη γνώμη μου από τα πιο πάνω ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνατό να εκδοθεί σε σχέση με πρόσωπο ύποπτο για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, με σκοπό την ποινική του δίωξη. Για τους πιο πάνω λόγους, το ΕΕΣ εκδόθηκε για σκοπό που περιλαμβάνεται στους σκοπούς για τους οποίους ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δύναται να εκδοθεί.

 

3)   Σύμφωνα δε με την παράγραφο (γ) υπό τον τίτλο «Ενδείξεις για τη διάρκεια της ποινής:>> κάτω από την υποπαραγραφο (γ)(1) αναφέρεται ως μέγιστη διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας που μπορεί να επιβληθεί για την(τις) διαπραχθείσα(ες) αξιόποινη(ες) πράξη(εις) η Ποινή φυλάκισης 10 ετών. Κρίνω συνεπώς ότι τα πλαίσια ποινής που προβλέπονται για τις αξιόποινες πράξεις από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος (άρθρο 4(1)(στ) του Νόμου), περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο του ΕΕΣ.

 

4)  Σε ότι αφορά τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις, πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, θεωρεί ότι, αυτές, κατατάσσονται στις καθορισμένες από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες χωρεί εκτέλεση του εντάλματος χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου αφού πρόκειται για αξιόποινες πράξεις που ορίζονται στην Πέμπτη (ε) παράγραφο του υπο κρίση εντάλματος ως αξιόποινες πράξεις για τις οποίες το διττό αξιόποινο δεν εφαρμόζεται, και οι οποίες τιμωρούνται στην Γερμανία με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας 10 ετών ως έχω προαναφερθεί. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, δεν πρέπει, ούτε και δύναται, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 4(1) του Νόμου 133(I)/2004, να εξετάσει κατά πόσο, στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, συνιστά πράξη αξιόποινη και κατά τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους. Για σκοπούς πληρότητας και μόνο υπενθυμίζω πως η απόφαση – πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών έχει τύχει τροποποίησης με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 26ης Φεβρουαρίου 2009. Και αυτό το αναφέρω για να σημειώνω πως το αδίκημα της απάτης εμπεριέχεται τόσο στην απόφαση – πλαίσιο του 2002 και του 2009 ενώ το αδίκημα της υπεξαίρεσης μπορεί να μην περιλήφθηκε αρχικά στην απόφαση – πλαίσιο του 2002 αλλά έχει συμπεριληφθεί ως ένα από τα καταγγελλόμενα αδικήματα στην απόφαση – πλαίσιο του 2009 και μάλιστα ως διαπιστώνεται από το σχετικό έγγραφο της απόφασης – πλαίσιο του 2009 εντοπίζεται εκεί που γίνεται αναφορά και για την απάτη.

 

5)  Οι αξιόποινες πράξεις που καταλογίζονται στον Εκζητούμενο (βλ. σε κάθε περίπτωση, Ιωάννου (Ρωσίδης) ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2011) 1 Α.Α.Δ. 1606)-, καταγράφονται στην παράγραφο (ε) του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κάτω από την ενότητα «Αξιόποινες πράξεις» οι οποίες μάλιστα εξειδικεύονται συνολικά σε 28 πράξεις με την παράθεση συνοπτικής περιγραφής των περιστάσεων, του χρόνου, του τόπου καθώς και του βαθμού συμμετοχής του εκζητούμενου. Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται ο εκζητούμενος μαζί με την σύζυγο του προχώρησαν στην διάθεση συγκεκριμένων προϊόντων μέσω εταιρείας τους μεταξύ της περιόδου από 27.02.2015 έως τις 24.04.2018 στο Altdorf της Γερμανίας χωρίς τα προϊόντα αυτά να κατέχουν άδεια κυκλοφορίας από την Γερμανία ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα τα προϊόντα αυτά τα παρουσίαζαν ως φαρμακευτικά σκευάσματα με την πώληση τους να προωθείτε μέσω διαφήμισης ότι αυτά ήταν κατάλληλα για ανθρώπινη θεραπεία και μάλιστα για σοβαρές ασθένειες χωρίς κάτι τέτοιο να ήταν όχι μόνο επιστημονικά αποδεδειγμένο απεναντίας αυτά ήταν εντελώς αναποτελεσματικά και άχρηστα για τους πελάτες πράγμα που ο εκζητούμενος γνώριζε και ενέκρινε. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν να λάβουν χώρα συνολικά 28 συναλλαγές (πωλήσεις των σκευασμάτων) σε 4 διαφορετικούς αγοραστές τα στοιχεία των οποίων παρατίθενται από τις Γερμανικές Αρχές.

Σχετική νομοθετική πρόνοια αποτελεί το Άρθρο 4(1)(ε) του Νόμου 133(I)/2004.

 Σύμφωνα με το Άρθρο 4(1)(ε) του Νόμου 133(Ι)/2004:

 

«4. (1) Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

 

………………..

 

(ε) περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη·

 

Οι ακριβείς πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται, εξαρτώνται από τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Σύμφωνα με την νομολογία, η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να συνίσταται μόνο σε σύντομη περίληψη και όχι σε μεταγραφή ολόκληρων σελίδων της δικογραφίας που προφανώς υπάρχει στην χώρα έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατ' ελάχιστο, στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πρέπει να περιλαμβάνεται περιγραφή των απαραίτητων πραγματικών περιστατικών για τον συγκεκριμένο σκοπό (υπεύθυνο πρόσωπο, βαθμός συμμετοχής ή εκτέλεσης, τόπος, χρόνος, ποσότητα, τρόπος, επακόλουθη ζημία ή σωματική βλάβη, πρόθεση ή σκοπός, όφελος κ.λπ.). 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα καταγεγραμμένα στην παράγραφό (ε) του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης φαίνεται να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του νόμου αφού στην συγκεκριμένη παράγραφο και σε συνδυασμό και με τις διευκρινήσεις που δόθηκαν αναφορικά με την ανατροπή της αρχικής καταδικαστικής απόφασης μετά από έφεση που καταχωρήθηκε και την παραπομπή της για νέα εκδίκαση δίδεται η απαιτούμενη περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης των καταλογιζόμενων στον Εκζητούμενο αδικημάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου σε αυτά (βλ. John Constantinides v Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας , Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, 05/03/2015). 

 

Με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εκζητούμενου δεν θα συμφωνήσω με τους λόγους που προωθεί στην γραπτή του αγόρευση (σελίδες 2 μέχρι 7 Παραρτήματος Α) περί μη εγκυρότητας του υπό εξέταση ΕΕΣ και αιτιολογώ κατωτέρω την θέση αυτή του Δικαστηρίου:

 

Α. Σε σχέση με την επιχειρηματολογία ότι ο συγκεκριμένος τύπος δεν έχει ορθά συμπληρωθεί με ειδική αναφορά στο ότι ενώ σημειώνεται στο γερμανικό κείμενο στην παράγραφο (δ) υποπαράγραφο 3.1a ότι έγινε προσωπική επίδοση στον εκζητούμενο στις 20.10.2023 κάτι το οποίο αναγράφηκε και στο ελληνικό διορθωμένο κείμενο που αποστάλθηκε στα πλαίσια διευκρινήσεων που δόθηκαν (σχετικό το Τεκμήριο 5) εν τέλει διασαφηνίστηκε και πάλι μέσω των διευκρινήσεων ότι η επίδοση δεν ήταν προσωπική στον εκζητούμενο αλλά έγινε μέσω του δικηγόρου του στον οποίο επιδόθηκε η σχετική κλήτευση ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος αυτού. Συνεπώς σύμφωνα με τον κ. Λοχία θα έπρεπε να είχε σημειωθεί η ένδειξη Χ στο τετραγωνίδιο του εδαφίου 3.1β της παραγράφου (δ) που αναφέρετε σε ενημέρωση μέσω τρίτου κάτι το οποίο όχι μόνο δεν πράττουν οι Γερμανικές Αρχές αλλά συμπλήρωσαν άλλο τετραγωνίδιο που αφορά σε προσωπική κλήτευση.

 

Στην επιχειρηματολογία αυτή παραπέμπω στα αποφασισθέντα στην John Constantinides v Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας , Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, 05/03/2015 όπου αποφασίστηκε σε σχέση με το άρθρο 4(4) και το Παράρτημα του Ν. 133(Ι)/2004 ότι η μη συμπερίληψη ή η λανθασμένη συμπλήρωση κάποιου στοιχείου το οποίο ζητείται στον καθορισμένο τύπο, δεν καθιστά, χωρίς άλλο, το ΕΕΣ άκυρο, ώστε το αίτημα για εκτέλεσή του να υπόκειται σε απόρριψη. Στην προκειμένη περίπτωση αποτέλεσε κοινό έδαφος μετά την παράθεση των διευκρινήσεων πως πράγματι ο εκζητούμενος δεν έλαβε προσωπική κλήτευση στις 20.10.2023 αλλά αυτό έγινε μέσω τρίτου προσώπου ήτοι του δικηγόρου του που τον εκπροσώπησε στην έφεση που ασκήθηκε από μέρους του στην Γερμανία. Θεωρώ πως η λανθασμένη συμπλήρωση του παραρτήματος στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ουσιαστική ούτε συνιστά παρατυπία τέτοιου βαθμού και έκτασης που θα επηρέαζε την εγκυρότητα του ΕΕΣ αφού στο τέλος της ημέρας διευκρινίστηκε και ξεκαθαρίστηκε ο τρόπος που κατά τις Γερμανικές Αρχές ο εκζητούμενος έτυχε της σχετικής ενημέρωσης.

 

Β. Σε σχέση με την επιχειρηματολογία της υποχρέωσης για πιστή μετάφραση του ΕΕΣ σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας ή στα Αγγλικά προς συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 4(3) του Ν. 133(Ι)/2004 και στο ότι η αρχική μετάφραση του ΕΕΣ στα Ελληνικά διέφερε από το Γερμανικό κείμενο αφού στο Ελληνικό και συγκεκριμένα στην παράγραφο (δ) 3.1α δεν υπήρχε η αναγραφή της ημερομηνίας σημειώνω πως στάλθηκε στην συνέχεια στα πλαίσια διευκρινήσεων το διορθωμένο ελληνικό κείμενο στο οποίο περιλήφθηκε και η συγκεκριμένη ημερομηνία με τα δύο πλέον κείμενα τόσο στην Ελληνική όσο και στην Γερμανική να συνάδουν στην λανθασμένη όμως αναφορά (αναγραφή Χ στο τετραγωνίδιο) περί προσωπικής κλήτευσης του εκζητούμενου αντί στο ότι αυτό έγινε μέσω τρίτου. Το ελληνικό κείμενο αποτελεί μία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και ενόψει των όσων αναφέρω ανωτέρω δεν θεωρώ πως επηρεάζεται η εγκυρότητα του ΕΕΣ από τα πιο πάνω αφού γίνεται ουσιαστικά επίκληση περί μη πιστής μετάφρασης σε ένα και μοναδικό σημείο του περιεχομένου του ΕΕΣ και πουθενά αλλού το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα του ΕΕΣ.

 

Γ. Στρεφόμενος τώρα στην επιχειρηματολογία που αφορά το μέρος (ε) του ΕΕΣ με αναφορά σε 28 συνολικά αξιόποινες πράξεις μεταξύ των ημερομηνιών 27.02.2015 και 24.04.2018 ο κ. Λοχίας επικεντρώθηκε κυρίως στις χρονολογικές διαφορές που φαίνεται να προκύπτουν από την αρχική αναφορά στην παράγραφο (ε) σε σχέση με τις ημερομηνίες που αναγράφονται στο κάτω μέρος των διαφορετικών αξιόποινων πράξεων καθώς και στα διαφορετικά ποσά που κατά τον συνήγορο προκύπτουν ενώ αναφορά γίνεται και στο γεγονός πως αναγράφονται και οι λέξεις ‘’μεταξύ άλλων΄΄ αφήνοντας να νοηθεί ότι υπάρχουν και άλλες ενδεχόμενα περιπτώσεις για τις οποίες θα κληθεί ο εκζητούμενος να λογοδοτήσει παραβιάζοντας την αρχή της ειδικότητας την οποία σε κάθε περίπτωση επιθυμεί να διατηρήσει. Ο τρόπος που έχει διατυπωθεί η παράγραφος (ε) σε σχέση με την περιγραφή των αξιόποινων πράξεων που αφορά τον καταλογισμό της εμπλοκής του εκζητούμενου στην διάπραξη των αδικημάτων, τον τρόπο δράσης και τις ισχυριζόμενες ενέργειες που έγιναν για την εξασφάλιση και πώληση συγκεκριμένων κατ ισχυρισμό φαρμακευτικών σκευασμάτων σε 4 διαφορετικούς αγοραστές καθορίζοντας και με τρόπο συγκεκριμένο και αριθμητικά για έκαστη περίπτωση τις αξιόποινες πράξεις εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου θεωρώ πως είναι αρκετά για να γνωρίζει ο εκζητούμενος με σαφήνεια για το ποιες και για πόσες αξιόποινες πράξεις ζητείται η εκτέλεση του ΕΕΣ και καμία ασάφεια δεν προκύπτει.

 

Δεν φαίνεται να ζητείται η έκδοση του στη βάση γενικών και αόριστων αναφορών και επικλήσεων απεναντίας στο κάτω μέρος της παραγράφου (ε) απαριθμούνται και μάλιστα κατά τρόπο ονομαστικό και συγκεκριμένο 4 διαφορετικά πρόσωπα και συγκεκριμένος αριθμός δοσοληψιών για έκαστο εξ αυτών.

 

Το αν οι Γερμανικές Αρχές έχουν συμπεριλάβει και μια γενική αναφορά χρησιμοποιώντας τις λέξεις ‘’μεταξύ άλλων’’ αφήνοντας να νοηθεί ότι ενδεχόμενα να υπάρχει και κάτι άλλο που δεν περιλήφθηκε στην παράγραφο (ε) τότε κάτι τέτοιο ενδεχόμενα να δημιουργεί κώλυμα στις συγκεκριμένες αρχές σε περίπτωση προώθησης άλλων περιστατικών ή περιπτώσεων που κατ ισχυρισμό συνιστούν αξιόποινες πράξεις σε περίπτωση επίκλησης της αρχής της ειδικότητας. Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα αυτό αφορά καθαρά και μόνο την διαδικασία που θα λάβει χώρα στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης και τα δεδομένα που εκεί ενδεχομένως να τεθούν και όχι το παρόν Δικαστήριο.

 

Συνεπώς δεν θεωρώ πως προκύπτει οποιαδήποτε αμφιβολία ή ασάφεια για το τι είναι αυτό που καταλογίζεται στον εκζητούμενο και η παράγραφος (ε) του ΕΕΣ φαίνεται να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας.

 

Δ. Τέλος ο κ. Λοχίας επικαλέστηκε επηρεασμό της εγκυρότητας του υπό εξέταση ΕΕΣ προβάλλοντας την επιχειρηματολογία ότι σε αυτό δεν προκύπτει με την απαιτούμενη σαφήνεια η περιγραφή των αξιόποινων πράξεων ή αδικημάτων που ο εκζητούμενος αντιμετωπίζει. Για το ζήτημα της περιγραφής και των λεπτομερειών ήδη αναφορά κάνω ανωτέρω και καταλήγω ότι αυτές ως έχουν παρασχεθεί είναι ικανοποιητικές και δεν προκαλούν ούτε σύγχυση ούτε ασάφεια στον εκζητούμενο. Ο ρόλος και η δράση του εκζητούμενου μαζί με αυτό της συζύγου του τυγχάνει της απαιτούμενης περιγραφής από τις Γερμανικές αρχές στην παράγραφο (ε) του ΕΕΣ ενώ υπενθυμίζεται πως η παρούσα διαδικασία δεν αποτελεί την δίκη του η οποία στο τέλος της ημέρας θα λάβει χώρα στην Γερμανία και εκεί είναι που θα κριθεί η ενοχή του στα όσα του καταλογίζονται.

 

Στρεφόμενος προς τον νομικό ορισμό των κατ ισχυρισμό πράξεων δεν διαβλέπω οτιδήποτε το προβληματικό ή επιλήψιμο. Πράγματι κάτω από τον τίτλο Φύση και Νομικός Χαρακτηρισμός των αξιόποινων πράξεων που αποτελεί μέρος της παραγράφου (ε) γίνεται αναφορά σε ‘’Εμπορική απάτη σε συνδυασμό με σκόπιμη διακίνηση φαρμάκων που διατίθενται μόνο με ιατρική συνταγή σε ασθενείς, καταναλωτές κατά παράβαση της υποχρέωσης φαρμακείου και διάθεση στην αγορά τελικού φαρμάκου χωρίς άδεια κυκλοφορίας και χωρίς άδεια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης’’ ενώ αναφορά γίνεται και σε συγκεκριμένες ισχύουσες νομικές διατάξεις του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα (StGB) όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί στις 10 Δεκεμβρίου 2015 και στις οποίες διατάξεις οι Γερμανικές Αρχές θα βασιστούν προφανώς για την δίωξη του εκζητούμενου και έχοντας βεβαίως κατά νου ότι ο τελευταίος διατηρεί όπως ρητά έχει εξεφράσει το δικαίωμα στον κανόνα της ειδικότητας.

 

Καταληκτικά σημειώνω πως δεν μπορώ σε καμιά περίπτωση να συμφωνήσω με την θέση του κ. Λοχία ότι το αδίκημα της υπεξαίρεσης είναι άγνωστο στην απόφαση πλαίσιο. Και αυτό γιατί μπορεί ναι μεν το συγκεκριμένο αδίκημα να μην έχει περιληφθεί αρχικά στην απόφαση – πλαίσιο του 2002 αλλά έχει συμπεριληφθεί ως ένα από τα καταγγελλόμενα αδικήματα στην απόφαση – πλαίσιο του 2009.

 

Η επιχειρηματολογία της πλευράς του Εκζητούμενου για την απόρριψη του αιτήματος έκδοσης στην βάση ύπαρξης υποχρεωτικού και προαιρετικού λόγου μη έκδοσης καθώς και της επιχειρηματολογίας περί κατάχρησης:

 

Υποχρεωτικός Λόγος μη Έκδοσης:

 

Η επιχειρηματολογία αυτή (σελ. 7 – 10 αγόρευσης (Παράρτημα Α)) επικεντρώθηκε στο ότι ο Εκζητούμενος έχει καταδικαστεί για τις ίδιες πράξεις στη Γερμανία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκιση 4 ετών ενώ στην συνέχεια αναφέρθηκε ότι η απόφαση αυτή ανατράπηκε κατ έφεση.   

 

Μετά από τις διευκρινήσεις που ζητήθηκαν και δόθηκαν μεταξύ άλλων και σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις (σχετικές οι απαντήσεις που δόθηκαν με επιστολές από τις Γερμανικές Αρχές και αποτελούν μέρος των Τεκμηρίων 7 και 10) το Δικαστήριο καταλήγει στα ακόλουθα:

Από τις πληροφορίες που τέθηκαν ενώπιον μου δεν προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις πράξεις για τις οποίες ζητείται η έκδοση του έτσι κάτι τέτοιο αν πράγματι υφίστατο ως δεδομένο να αποτελούσε λόγο υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σύμφωνα με τα όσα το άρθρο 13(β) του Ν. 133(Ι)/2004 διαλαμβάνει.

Και αυτό γιατί ως έχει διασαφηνιστεί μέσω των διευκρινήσεων που ζητήθηκαν και δόθηκαν αλλά και τα έγγραφα που αποστάλθηκαν προκύπτουν τα ακόλουθα:

Το εθνικό ένταλμα σύλληψης ημερ. 08.11.2023 που εκδόθηκε από τις Γερμανικές Αρχές εκδόθηκε για τους λόγους και τα αδικήματα στα οποία ο Εκζητούμενος θεωρείται ύποπτος ως αυτά τυγχάνουν αναλυτικής περιγραφής στο μεταφρασμένο στην Ελληνική Γλώσσα Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 7.

Η συγκεκριμένη περιγραφή των καταλογιζομένων αδικημάτων καθώς και οι επίδικες χρονολογικές συναλλαγές που απαριθμούνται είναι οι ίδιες που περιγράφονται στο περιεχόμενο του ΕΕΣ στην παράγραφο (ε) που τιτλοφορείται Αξιόποινες Πράξεις χωρίς να παραγνωρίζω ότι τυγχάνουν στο περιεχόμενο του ΕΕΣ μιας πιο συνοπτικής αναφοράς συγκρινόμενες με το περιεχόμενο του Εθνικού Εντάλματος Σύλληψης όμως προκύπτει ξεκάθαρα πως πρόκειται για τα ίδια ζητήματα και χρονικές περιόδους.

Το Γερμανικό Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης εκδόθηκε στις 08.11.2023 στα πλαίσια της υπόθεσης / διαδικασίας που έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου 20 KLs 356 Js 25662/17 (2) η οποία είχε αναπεμφθεί στο 20 Ποινικό Τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου Νυρεμβέργης – Φύρτ για νέα ακροαματική διαδικασία και έκδοση απόφασης αφού είχε προηγηθεί με απόφαση Ανώτερου Δικαστηρίου της Γερμανίας η αναίρεση της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης ημερομηνίας 16.05.2019 στην διαδικασία 7 KLs 356 Js 25662/17 του Περιφερειακού Δικαστηρίου Νυρεμβέργης στα πλαίσια της οποίας ο Εκζητούμενος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών για εκ προθέσεως διάθεση αμφισβητούμενων φαρμάκων στην αγορά σε 5 διαφορετικές περιπτώσεις απόφαση την οποία και εφεσίβαλε.  

Ο εκζητούμενος παρέλειψε να εμφανιστεί στις 08.11.2023 στα πλαίσια της διαδικασίας με αριθμό πρωτοκόλλου 20 KLs 356 Js 25662/17 (2) εξου και η έκδοση του σχετικού Εθνικού και στην συνέχεια Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

Σύμφωνα με τις διευκρινήσεις που δόθηκαν με επιστολή των Γερμανικών Αρχών στις 28.12.2023 (σχετικό το Τεκμήριο 10) αναφέρονται τα εξής: Το γερμανικό ποινικό δίκαιο προβλέπει ότι σε περίπτωση ανατροπής[5] αποφάσεως στα πλαίσια αναίρεσης η υπόθεση κατ αρχήν παραπέμπεται σε άλλο τμήμα του ιδίου δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 354 παρα 2 εδ. Α του [Γερμανικού] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το οποίο αναφέρει ότι ‘’σε άλλες περιπτώσεις η υπόθεση αναπέμπεται σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε, ή σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο που ανήκει στο ίδιο ομόσπονδο κράτος’’.

Επιπρόσθετα σύμφωνα και με τις διευκρινήσεις που δόθηκαν από τις Γερμανικές Αρχές με την επιστολή τους ημερ. 12.12.2023 (σχετικό το Τεκμήριο 7) αναφέρεται πως δεν υπήρξαν περαιτέρω αποφάσεις στη διαδικασία ιδίως αθωωτική απόφαση ενώ επιπρόσθετα αναφέρεται πως οι δικαστικές αρχές της Νυρεμβέργης δεν έλαβαν κανένα άλλο μέτρο κατά του εκζητούμενου.

Είναι ξεκάθαρο για το Δικαστήριο από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του ιδίως μέσω των διευκρινήσεων πως τα όσα περιγράφει το Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης ημερ. 08.11.2023 το οποίο αποτέλεσε την βάση για την έκδοση και του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ημερ. 08.11.2023 που αφορούν τον εκζητούμενο έχουν ως κοινή βάση τα αδικήματα που καταλογίζονται στον Εκζητούμενο ότι έχει διαπράξει και αρχικά περιλήφθηκαν στην καταδικαστική πρωτόδικη διαδικασία με αριθμό 7 KLs 356 Js 25662/17 του Περιφερειακού Δικαστηρίου Νυρεμβέργης καταδικαστική απόφαση η οποία έτυχε αναίρεσης μετά από έφεση που ο ίδιος ο εκζητούμενος άσκησε και αποτελούν παράλληλα τα ίδια αδικήματα και στη βάση των ίδιων γεγονότων που εξετάζονται πλέον στα πλαίσια της υπόθεσης / διαδικασίας που έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου 20 KLs 356 Js 25662/17 (2) η οποία είχε αναπεμφθεί στο 20 Ποινικό Τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου Νυρεμβέργης – Φύρτ μετά την έκδοση απόφασης επί της Έφεσης και με την οποία ανατράπηκε η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση μετά από αναίρεση ως χαρακτηριστικά περιγράφεται από συγκεκριμένο άρθρο του Γερμανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το οποίο εξουσιοδοτεί την αναπομπή της υπόθεσης σε άλλο τμήμα του Δικαστηρίου το οποίο την εξέδωσε για σκοπούς νέας ακρόασης.

Συνεπώς στην βάση των ανωτέρω δεν προκύπτει σε καμιά περίπτωση ζήτημα ύπαρξης δεδικασμένου το οποίο θα μπορούσε να επενεργήσει προς όφελος του Εκζητούμενου και να αποτελούσε ουσιαστικά και υποχρεωτικό λόγο για την μη έκδοση του και η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου είναι ασφαλής παρά το γεγονός ότι οι Γερμανικές Αρχές δεν έχουν κοινοποιήσει αντίγραφο των αποφάσεων τόσο της πρωτόδικης όσο και της δευτεροβάθμιας διαδικασίας που έλαβαν χώρα και για τις οποίες αναφορά γίνεται ανωτέρω.

Αν τα πράγματα ήταν πράγματι διαφορετικά θα μπορούσε ο ίδιος ο εκζητούμενος να τα παρουσιάσει ή άλλος δικός του μάρτυρας χωρίς όμως να το πράξει αφού υπενθυμίζεται ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την πλευρά του περί του αντιθέτου.

Απεναντίας αναντίλεκτη έμεινε η εκδοχή των γεγονότων ως αυτά παρουσιάστηκαν από την Κεντρική Αρχή που δεν καταδεικνύει σε καμιά περίπτωση την ύπαρξη τελεσίδικης καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης.

Μπορεί πράγματι οι ερωτήσεις που τέθηκαν από το Δικαστήριο για να προωθηθούν ως διευκρινιστικά ζητήματα για το θέμα αυτό να μην έχουν απαντηθεί με τον ιδανικότερο υπο τις περιστάσεις τρόπο όμως μέσω των απαντήσεων που δόθηκαν θεωρώ  πως είναι ικανοποιητικές για να καταδείξουν ότι ο επικαλούμενος υποχρεωτικός λόγος μη έκδοσης δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε καμιά περίπτωση. 

 

Προαιρετικός Λόγος μη Έκδοσης:

 

Η επιχειρηματολογία αυτή (σελ. 10 – 14 αγόρευσης (Παράρτημα Α)) επικεντρώθηκε στο ότι η ισχυριζόμενη κλήτευση του Εκζητούμενου στην διαδικασία για την παρουσίαση του στις 08.11.2023 στα πλαίσια της νέας διαδικασίας δεν έχει ικανοποιηθεί στη βάση και των προνοιών του άρθρου 14(2) του Ν. 113(Ι)/2004.

 

Από την τεθείσα ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτει πως ο Εκζητούμενος ναι μεν δεν κλητεύθηκε προσωπικά για να παραστεί στην διαδικασία στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης στις 08.11.2023 αφού η σχετική κλήση επιδόθηκε στον Δικηγόρο του όμως από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 προκύπτει ότι συγκεκριμένος δικηγόρος εμφανίστηκε στην διαδικασία και ενημέρωσε το Δικαστήριο για την παραλαβή της κλήσης από μέρους του και την ενημέρωση του πελάτη του (Εκζητούμενου) για την διαδικασία που ήταν σε εξέλιξη χωρίς όμως ο τελευταίος να παραστεί μαζί του στην διαδικασία. Επιπρόσθετα σημειώνεται και το γεγονός πως ο Εκζητούμενος όταν συνελήφθηκε στο Αεροδρόμιο Πάφου στις 06.12.2023 και ενημερώθηκε Α/Αστ. 63 ότι εναντίον του εκκρεμούσε ΕΕΣ η απάντηση που δόθηκε από τον ίδιο ήταν YES I KNOW.

 

Συνεπώς προκύπτει από τα πιο πάνω πως ο εκζητούμενος δηλαδή το ενδιαφερόμενο αλλά και επηρεαζόμενο της διαδικασίας πρόσωπο που είχε παραπεμφθεί πλέον σε συνέχεια του αποτελέσματος της Έφεσης σε άλλο τμήμα του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης για να δικαστεί κατά την προγραμματισμένη ημερομηνία των 08.11.2023 φαίνεται να είχε λάβει τις απαιτούμενες πληροφορίες και αυτό επιβεβαιώνεται από τις αναφορές των Γερμανικών Αρχών και πάλι στα πλαίσια διευκρινήσεων που δόθηκαν ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος δικηγόρος ο οποίος μάλιστα διατηρούσε και πληρεξούσιο έγγραφο προς όφελος του (τουλάχιστον για σκοπούς της διαδικασίας της έφεσης) είχε εμφανιστεί για λογαριασμό του εκζητούμενο και ανέφερε τα ακόλουθα ως αυτά καταγράφονται στην επιστολή των Γερμανικών Αρχών ημερ. 12.12.2023 (Τεκμήριο 7):

 

‘’…Η κλήση παραδόθηκε στον δικηγόρο του Jorg Sklebitz ο οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος να παραλάβει την κλήση. Ο τελευταίος δήλωσε κατά την κύρια ακροαματική διαδικασία της 8ης Νοεμβρίου 2023 ότι είχε παραλάβει την κλήτευση για τον Dr Heinz Reinwald στις 20 Οκτωβρίου 2023 και τον είχε επίσης ενημερώσει για την κλήτευση. Ωστόσο, κατόπιν αιτήματος του Dr Heinz Reinwald, δεν επέστρεψε στο δικαστήριο το αποδεικτικό παραλαβής της κλήσης’’

 

Συνεπώς τα όσα αναφέρω ανωτέρω αποτελούν το σύνολο των στοιχείων που λαμβάνω υπόψη μου και διαπιστώνω ότι παρά το ότι πράγματι η κλήτευση του Εκζητούμενου φαίνεται να έγινε όχι προσωπικά στον ίδιο αλλά στον δικηγόρο του αυτός έλαβε πραγματικά γνώση των απαιτούμενων πληροφοριών σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης και παρά το γεγονός τούτο αυτός επέλεξε όχι μόνο να μην εμφανιστεί αυτοπρόσωπος στην διαδικασία αλλά και να δώσει οδηγίες να μην επιστραφεί από τον δικηγόρο του που εμφανίστηκε για λογαριασμό του και προέβηκε στην σχετική ενημέρωση του Δικαστηρίου ούτε το αποδεικτικό παραλαβής της κλήσης. 

 

Συνεπώς ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν θεωρώ πως στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Εκζητούμενος δεν έλαβε πραγματική γνώση της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της δίκης του.

 

Σε κάθε περίπτωση και για σκοπούς πληρότητας και μόνο θεωρώ πως τα γεγονότα που έχω ενώπιον μου που υπενθυμίζεται είναι αυτά που μόνο η πλευρά της Κεντρικής Αρχής παρουσίασε και όχι ο Εκζητούμενος δεν συνηγορούν με οποιοδήποτε τρόπο στο να ασκούσα την διακριτική μου ευχέρεια για να προχωρήσω στην μη εκτέλεση του υπό κρίση ΕΕΣ στη βάση του συγκεκριμένου προαιρετικού λόγου μη έκδοσης.

 

Κατάχρηση της Διαδικασίας:

 

Η επιχειρηματολογία αυτή (σελ. 14 – 18 αγόρευσης (Παράρτημα Α)) επικεντρώθηκε στο ότι η περίπτωση της κατάχρησης προκύπτει κατά τρόπο ξεκάθαρο από την άρνηση ή παράλειψη των γερμανικών αρχών να παράσχουν στο Δικαστήριο τις διευκρινήσεις που ζητήθηκαν χαρακτηρίζοντας μάλιστα την στάση των Γερμανικών Αρχών ως κακόπιστη και με πρόθεση να παραπλανήσουν το Δικαστήριο σημειώνοντας με παραπομπή στην σύνοψη που καταγράφεται στην σελίδα 17 της αγόρευσης να συνιστά κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο ακόμα και απόπειρα των Γερμανικών Αρχών να χειραγωγήσουν την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασία αποκρύπτοντας με σκοπιμότητα πτυχές της υπόθεσης.

 

Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς τον συνήγορο αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με την θέση αυτή. Χωρίς να παραβλέπω το γεγονός ότι πράγματι η παράθεση των όσων είχαν ζητηθεί ως διευκρινήσεις στην πορεία εξέτασης του ΕΕΣ θα μπορούσα να είχαν παρασχεθεί εξ αρχής από την Αρχή Έκδοσης με ποιο πολύ λεπτομέρεια αλλά και σπουδή στο τέλος της ημέρας αυτό που διαπιστώνει το Δικαστήριο είναι πως δεν διαφάνηκε να υπήρχε οποιαδήποτε κακοβουλία πίσω από την στάση αυτή. Υπήρξε τελικά ανταπόκριση των Γερμανικών Αρχών επί των κατά καιρούς αιτημάτων που υποβάλλονταν και προωθούνταν μέσω της Κυπριακής Κεντρικής Αρχής και δόθηκαν απαντήσεις στην πλειάδα των ουσιαστικών πτυχών της υπόθεσης με σχετικά να είναι τα Τεκμήρια 4, 5, 7 και 10. Οι διευκρινήσεις που δόθηκαν αφορούσαν κυρίως τα ουσιαστικά ζητήματα σε σχέση με το κατά πόσον υφίστατο η όχι τελικά τελεσίδικη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση εναντίον του εκζητούμενου για τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η εκτέλεση του ΕΕΣ και για το κατά πόσον τελικά η κλήτευση του εκζητούμενου στην διαδικασία του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης ήταν τελικά προσωπική ή μέσω τρίτου θέματα τα οποία και απαντήθηκαν.

 

Πράγματι απάντηση στο ερώτημα γιατί στα έντυπα του ΕΕΣ είτε αφορά το Γερμανικό κείμενο είτε το Ελληνικό δεν αναγράφηκε ότι ο εκζητούμενος δεν κλητεύθηκε προσωπικά αλλά μέσω τρίτου δεν θεωρώ ότι συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας αφού στο τέλος της ημέρας από τις διευκρινήσεις που δόθηκαν από τις Γερμανικές Αρχές επιβεβαιώθηκε πως πράγματι η κλήτευση του έγινε μέσω του δικηγόρου του.

 

Φυσικά δεν παραγνωρίζω και το σημειώνω ότι κάποια έγγραφα που ζητήθηκαν όπως αποσταλούν μεταφρασμένα (π.χ. πληρεξούσιο έγγραφο) δεν αποστάλθηκαν όμως δεν θεωρώ ότι υπήρχε οποιαδήποτε κακή πίστη ή κακοβουλία πίσω από την μη αποστολή των εγγράφων αυτών.

 

Πραγματικά δεν βρίσκω με ποιο τρόπο η μη τοποθέτηση των Γερμανικών Αρχών στο σύνολο των διευκρινήσεων που ζητήθηκαν ή η μη αποστολή μεταφρασμένων στην Ελληνική Γλώσσα συγκεκριμένων εγγράφων είχαν ως αποτέλεσμα στο να επενεργήσουν κατά τρόπο άδικο ή δυσμενή για την πλευρά του εκζητούμενου.

 

Συνεπώς δεν αποδέχομαι και συνακόλουθα απορρίπτω την εισήγηση περί απόρριψης του ΕΕΣ στη βάση της επιχειρηματολογίας περί κατάχρησης της διαδικασίας από πλευράς Γερμανικών Αρχών.

 

Κατάληξη:

 

Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις μου, με οδηγούν στην κατάληξη, ότι, στην προκείμενη περίπτωση, το υπό εξέταση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι σύμφωνο με τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του Νόμου 133(I)/2004 και μπορεί να εκτελεστεί, αφής στιγμής περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία, οι διαπιστώσεις των οποίων επιβάλλονται από το Άρθρο 4 του Νόμου 133(I)/2004.

 

Παράλληλα, δεν βρίσκω να προκύπτει, οποιοσδήποτε λόγος στην βάση του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να ενεργήσει προς απόρριψη του αιτήματος, δυνάμει των προνοιών των Άρθρων 13, 14 και 15 του Νόμου 133(I)/2004 ή δυνάμει της ισχυριζόμενης κατάχρησης.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, εγκρίνεται η εκτέλεση του εντάλματος.   

 

Διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου 133(I)/2004, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.

 

Ο Εκζητούμενος στο μεταξύ να τεθεί υπό αστυνομική κράτηση. Κάθε προγενέστερη διαταγή του Δικαστηρίου, σχετική με την απόλυση του Εκζητουμένου με εγγύηση, ακυρώνεται.  

 

Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Δημοκρατίας.

 

 

(Υπ.) _________________________

        Ν. ΦΑΚΟΝΤΗΣ, Ε. Δ.  

Πιστό αντίγραφο

  

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Ο εκζητούμενος και ο δικηγόρος του επιθυμούσαν η μετάφραση της διαδικασίας να γίνεται στην Αγγλική Γλώσσα και όχι στην Γερμανική που αποτελεί την μητρική του γλώσσα. Δηλώθηκε ότι κατανοεί και αντιλαμβάνεται πλήρως την Αγγλική Γλώσσα.

[2] Αυτά προκύπτουν από την κατάθεση του Α/Αστ. 63 Κ. Στυλιανού που κατατέθηκε εξ συμφώνου στην διαδικασία ως Τεκμήριο 1 με αποδοχή της αλήθειας του περιεχομένου της και χωρίς αμφισβήτηση των ενεργειών που αναφέρονται σε αυτήν ότι έγιναν από τους (α) Λοχία 1954 και (β) τον Αναπληρωτή Λοχία 3892.

[3]Η σύλληψη έγινε στα πλαίσια των διατάξεων του Άρθρου 17(1) του σχετικού περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου, Νόμος 133(I)/2004

[4] Σχετικά τα Τεκμήρια 7 & 10

[5] Υπενθυμίζεται ότι η αρχική αναφορά στην συγκεκριμένη επιστολή στην λέξη ‘’εξαφάνισης’’ διορθώθηκε από τον μάρτυρα αφού επρόκειτο ως ανέφερε για λανθασμένη μετάφραση της λέξης με την ορθή να αφορά την λέξη ‘’ανατροπή’’.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο