ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.

                                                                                                       Αρ. Υπόθεσης: 305/20

Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου

v.

 

1.    ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

2.    Ρ. Κ. Σ.

3.    ΚOSTA VESELINOV DONCHEV

4.    ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΙΖΕΡ   

                                                                                                                   Κατηγορούμενoι    

Ημερομηνία: 26 Φεβρουαρίου, 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Ευαγγελία Μανώλη

Για την Κατηγορούμενη αρ. 2: Ο κ. Ανδρέας Γιαλελής  

Κατηγορούμενη αρ. 2: Παρούσα   

ΠΟΙΝΗ 

                                                (αναφορικά με την 2η Κατηγορούμενη)

 

Η Κατηγορούμενη αρ. 2 που στο εξής θα καλείται και κατηγορούμενη βρέθηκε ένοχη μετά από δική της παραδοχή σε συνολικά 10 κατηγορίες.

 

Αυτές αφορούν τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (1η, 5η  & 9η κατηγορία), της πλαστογραφίας (2η & 6η κατηγορία), της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (3η  & 7η  κατηγορία), εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις (4η & 8η ) και τέλος στο αδίκημα της κλοπής (10η Κατηγορία).

 

Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής στην υπό εξέταση υπόθεση η πλευρά της Κατηγορούμενης με την σύμφωνη γνώμη και της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον της ως εξής:

 

Υπόθεση Ε.Δ.Λεμεσού 1223/22: Αυτή αφορά τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος & πλημμελήματος, κλοπής, πλαστοπροσωπίας, παροχής συνδρομής στην διάπραξη ποινικού αδικήματος, εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου με χρόνο διάπραξης τον Αύγουστο του 2021.

 

Υπόθεση Ε.Δ. Λευκωσίας 20912/21: Αυτή αφορά τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης και οπλοφορία με χρόνο διάπραξης τον Ιανουάριο του 2020.

 

Τα γεγονότα που αφορούν έκαστη πιο πάνω υπόθεση έχουν παρατεθεί γραπτώς στο Δικαστήριο και έχουν συμπεριληφθεί σε κάθε φάκελο ξεχωριστά (Παράρτημα 1 σε κάθε περίπτωση). Αυτά εχουν μελετηθεί, λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και δεν κρίνεται σκόπιμο να επαναληφθούν.

 

Υπενθυμίζεται πως η εξουσία του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του αδικήματα άλλων ποινικών υποθέσεων κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής σε μια άλλη ποινική υπόθεση πηγάζει μέσα από τις διατάξεις του άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.155) αλλά και από σχετική νομολογία (Ηρακλέους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 150). Το σκεπτικό αυτό κατ’ αρχήν εφαρμόζεται σε ιδίας ή παρόμοιας φύσεως αδικήματα. Έχοντας όμως παράλληλα υπόψη την υπόθεση Παραρέ v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2013, ημερ. 20.03.12, η εφαρμογή του πιο πάνω σκεπτικού επεκτείνεται και σε υποθέσεις διαφορετικών αδικημάτων.

 

Ως έχει λεχθεί στην Ιωάννου v. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 Α.Α.Δ. 598 όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αδικήματα άλλων υποθέσεων μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του μόνο αυτές τις κατηγορίες (βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας v. Cham & άλλων (1993) 2 Α.Α.Δ. 129, Ιωάννου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 382 και Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194)

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης (305/20 Ε.Δ.Πάφου) έχουν εκτεθεί γραπτώς (σχετικό το Παράρτημα 1) από την Κατηγορούσα Αρχή δεν έτυχαν αμφισβήτησης τα έχω μελετήσει και είναι στα υπόψη μου για σκοπούς επιβολής ποινής και δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω.

Η κα. Μανώλη τέλος ανέφερε στο Δικαστήριο πως η Κατηγορούμενη είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου ενώ ζήτησε όπως η διαχείριση των τεκμηρίων γίνει με τον τρόπο που καταγράφεται στο τέλος της παρούσας υπόθεσης.

 

Σημειώνεται πως για σκοπούς επιβολής ποινής ετοιμάστηκε και έκθεση από το Γραφείο Ευημερίας ημερ. 31.01.2024 που αφορά την καταλληλόλητα αυτής για Κοινοτική Εργασία στην οποία όμως γίνεται αναφορά και στις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές της περιστάσεις. Το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής έχει μελετηθεί από το Δικαστήριο και σχετική αναφορά θα γίνεται εκεί και όπου κρίνεται υπο τις περιστάσεις αναγκαίο.

 

Αποτελεί μη αμφισβητούμενο γεγονός πως η Κατηγορούμενη σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να της επιβάλει ποινή είναι μητέρα ενός βρέφους ηλικίας 7 μηνών (γεννήθηκε στις 03.06.2023)[1]. Αυτό το δεδομένο έχει την σημασία του και θα γίνει σχετική ενασχόληση του Δικαστηρίου στην συνέχεια σε σχέση με την εφαρμογή των προνοιών του Περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμος (Ν.33(Ι)/2005).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορουμένης για σκοπούς μετριασμού της ποινής ετοίμασε και παρέδωσε στο Δικαστήριο εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση (Παράρτημα 2). Σε αυτήν γίνεται επίκληση του γεγονότος πως η πελάτιδα του εμπίπτει στην ερμηνεία της λέξης μητέρα που περιγράφεται στον Ν. 33(Ι)/2005 αφού σήμερα αυτή είναι μητέρα ενός βρέφους ηλικίας 7 μηνών με το πιστοποιητικό γέννησης μάλιστα που παρουσίασε (πρωτότυπο) να μην αναγράφει ως πατέρα οποιοδήποτε πρόσωπο. Και αυτό το έθιξε ιδιαίτερα ο συνήγορος της για να αναδείξει το πόσο αναγκαία είναι η παρουσία της Κατηγορούμενης μητέρας για την φροντίδα και ανατροφή του συγκεκριμένου βρέφους. Μάλιστα ως προς την ερμηνεία των προνοιών του Ν. 33(Ι)/2005 παρέπεμψε στα αποφασισθέντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 149/2021 ημερ. 27.09.2021. Σημειώνει επίσης την πάροδο 5 χρόνων από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων με την κατηγορούμενη να ήταν τότε μόλις 23 ετών και η οποία έτυχε εκμετάλλευσης από τον τότε σύντροφο της ο οποίος ήταν και ο ιθύνων νους στα αδικήματα που έχει διαπράξει με το συγκεκριμένο πρόσωπο μάλιστα να έχει απεβιώσει από υπερβολική δόση ναρκωτικών ουσιών.

 

Αποτέλεσμα σήμερα η Κατηγορούμενη να έχει αλλάξει τρόπο ζωής, να βρίσκεται μακριά από πρόσωπα τα οποία της δημιουργούν προβλήματα και γενικά μπλεξίματα με το νόμο, ενώ μόνος στόχος της πλέον είναι η ανατροφή του παιδιού της καθώς και η ολοκλήρωση των σπουδών της στην Νομική Σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου όπου φοιτά στο τρίτο έτος (σχετική βεβαίωση προσκομίστηκε).

 

Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264).

 

Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632:

«το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από τον Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα που καλείται να επιβάλει ποινή το Δικαστήριο είναι σοβαρά.  

Στην υπο εξέταση υπόθεση η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει κατηγορίες για αδικήματα που προβλέπεται ποινή φυλάκισης από 3 μέχρι και 14 έτη. Φυσικά δεν παραγνωρίζω το γεγονός πως η υπόθεση της τυγχάνει συνοπτικής εκδίκασης μετά από σχετική συγκατάθεση που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Όπως έχει νομολογηθεί, κατά την επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις οι οποίες εκδικάζονται συνοπτικά ύστερα από γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως είναι και η παρούσα, το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη ως ανώτατη ποινή, την ποινή που προβλέπεται από το νόμο και όχι την ανώτατη ποινή που το ίδιο έχει δικαιοδοσία να επιβάλει με αποτέλεσμα να μπορεί, αν τα γεγονότα και οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν να επιβάλει ακόμα και το ανώτατο όριο ποινής που μπορεί να επιβληθεί σε συνοπτική διαδικασία (βλ. Raymond Elias Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 442Chikh v. Police (1984) 2 CLR, Attorney General of the Republic v. Vasiliotis Alias Kaizer and Another (1967) 2 CLR 20).

Όπως όμως λέχθηκε στην Ποιν. Εφ.  207/08 Α. Αχτάρ v. Αστυνομίας, ημερομ. 16/7/2010:

«Τέλος, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η εκδίκαση της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ενώ κατά κανόνα, δεν είναι στοιχείο ελαφρυντικό υπέρ ενός κατηγορούμενου προσώπου, (Kolev v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 197), δεν μπορεί παρά να έχει τη δική της σημασία ενόψει του ότι παρά την ύπαρξη κατηγοριών όπως των άρθρων 231 και 228, που επιφέρουν επταετή ποινή φυλάκισης και φυλάκιση διά βίου αντίστοιχα, το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι διά Νόμου (άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60), περιορισμένο στην επιβολή κατ΄ ανώτατο όριο πενταετούς ποινής φυλάκισης. Εννοείται στις περιπτώσεις εκείνες που τα γεγονότα δικαιολογούν μια αυστηρότερη και προς το ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης».

Έχει νομολογηθεί ότι σε συμπεριφορές πλαστογραφιών και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων που υπονομεύουν την αξιοπιστία και το κύρος των συναλλαγών, απαιτείται η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την Χριστάκης Πίτσιλλος v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 346, όπου ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε τα αδικήματα της πλαστογραφία δελτίων πληρωμής πιστωτικών καρτών, κυκλοφορίας αυτών των εγγράφων και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις:

«Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά και βρίσκονται σε έξαρση. Είναι αδικήματα που διαπράττονται πολύ εύκολα και υπονομεύουν τις συναλλαγές και τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Η ποινή φυλάκισης είναι αναγκαία, όχι μόνο για να τιμωρηθεί ο παραβάτης, αλλά και για να καταδειχθεί σε όσους σκοπεύουν να αποκομίσουν φθηνό και εύκολο κέρδος ότι απλώς δεν αξίζει τον κόπο. (βλ. Γεν. Εισαγγελέας v. Λεωνίδα Ματθαίου άλλως Μαλέγγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Α.Α. Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κώστας Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 216).» 

Τα αδικήματα πλαστογραφιών και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων είναι ιδιαίτερα σοβαρά εκ της φύσεως τους και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Κατά κανόνα σε τέτοιου είδους αδικήματα επιβάλλονται ποινές φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd edition, p. 145). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης τους και τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου με σκοπό να καθοριστεί τόσο το είδος όσο και το ύψος των ποινών.

Στην Αθανάσης Μιχάλη Αθανασιάδης v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 121 αναφέρθηκε ότι η έλλειψη αποκόμισης οποιουδήποτε οικονομικού οφέλους εκ μέρους του εφεσείοντα μείωνε σημαντικά τη σοβαρότητα του αδικήματος. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσείοντας πλαστογράφησε άδεια κυκλοφορίας του οχήματος και ποινή φυλάκισης 2 μηνών που επιβλήθηκε πρωτόδικα ακυρώθηκε κατ’ εφέση. Δεν ετίθετο θέμα αποκόμισης οφέλους στην υπόθεση εκείνη και η άδεια κυκλοφορίας που πλαστογράφησε ήταν ήδη εκδομένη.

Στην Θεόδωρος Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 206 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων τα οποία διέπραξε το έτος 2004 όντας γραμματέας της ΣΠΕ Αγίου Επιφανείου και παράλληλα εκλεγμένος Κοινοτάρχης Αγίου Επιφανείου, κρίθηκαν έκδηλα υπερβολικές, ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης. Αντικαταστάθηκαν με ποινές συντρέχουσας φυλάκισης 6 μηνών. 

Εξίσου σοβαρή είναι και η κατηγορία της κλοπής (10η Κατηγορία) που επίσης η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει. Στην υπόθεση Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 το Εφετείο με παραπομπή σε παλαιότερη Νομολογία σημειώνει ότι τα αδικήματα των κλοπών και των διαρρήξεων είναι σε έξαρση γι’ αυτό και επιβάλλεται η ανακοπή αυτού του είδους της εγκληματικότητας η οποία έχει κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς της δημόσιας ασφάλειας.  Η αυστηρότητα των ποινών είναι κατά την πιο πάνω απόφαση ένας τρόπος πάταξης του φαινόμενου.  Σχετική είναι, επίσης, η υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47 όπου υπογραμμίσθηκε ότι η διάπραξη διαρρήξεων έχει εξελιχθεί σε κοινωνική μάστιγα, γι’ αυτό και πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές.

 

 

 

Στην υπόθεση David Piliev v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 587 λέχθηκαν τα εξής:

«Τα αδικήματα των διαρρήξεων και κλοπών είναι αδικήματα τα οποία απασχολούν τα δικαστήρια σχεδόν καθημερινά.  Αυτό επιβάλλει αντιμετώπιση των παραβατών κατά τρόπο που να συμβάλλει στην αποτροπή διάπραξης τέτοιων αδικημάτων.  Η ανάγκη αυτή τονίστηκε κατ’ επανάληψη».

 

Στην υπόθεση Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 138 το θέμα της ποινής σε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών προσεγγίσθηκε ως εξής:

 

«Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των πιο πάνω αδικημάτων λόγω κυρίως της συχνότητας τους έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 ΑΑΔ 194, Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 113, Al-Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 160).  Μάλιστα πολύ πρόσφατα (βλ. Παναγίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 6239/18.4.97), η απόφαση του Εφετείου αρχίζει με τη θλιβερή διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση.  Καταλήγει δε με τη διακήρυξη της υποστήριξης του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά.  Στην ίδια απόφαση επισημαίνονται τα πιο κάτω: «οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης.  Σημειώνεται αντίθετα έξαρση.  Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη».

 

Η ευκολία και η μεγάλη συχνότητα με την οποία αδικήματα τούτης της φύσεως διαπράττονται, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις διάφορες υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον μου, είναι στοιχεία που ενισχύουν την σοβαρότητα.

Τα πιο πάνω σκιαγραφούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την αυστηρή αντιμετώπιση που τέτοιας φύσης αδικήματα θα πρέπει να τυγχάνουν, όμως δεν  παραγνωρίζω πως το Δικαστήριο πρέπει να έχει πάντοτε υπόψη του, τη βασική αρχή της εξατομίκευσης της ποινής, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενδεικτικά αναφέρω την Σακαρίδης Κυριάκος και Άλλος ν. Αστυνομίας, (2011) 2 Α.Α.Δ, 272. Η εξατομίκευση της ποινής όμως, σίγουρα δεν απαλείφει τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου. (Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κάττου και Άλλον ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 498)

 

Προς όφελος της Κατηγορούμενης 2, λαμβάνω υπόψη μου τους ακόλουθους μετριαστικούς παράγοντες:

 

(1) την παραδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου που παρά το ότι δεν ήταν άμεση έγινε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας

 

(2) το λευκό της ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας της

 

(3) την παρέλευση 4 και 5 ετών από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι για την καθυστέρηση αυτή συνέβαλε και η Κατηγορούμενη ένεκα της αρχικής απάντησης μη παραδοχής στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

(4) το ότι πρόκειται για νεαρή μητέρα η οποία καλείται να μεγαλώσει το βρέφος της που έχει αποκτήσει χωρίς την οποιαδήποτε συνεισφορά ή βοήθεια από τον πατέρα αυτού.

 

(5) τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές περιστάσεις, όπως αυτές περιλήφθηκαν στην σχετική Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αλλά και όπως αυτές επεξηγήθηκαν και τον συνήγορο της και πιο συγκεκριμένα:

 

Η 2η Κατηγορούμενη σήμερα ηλικίας 29 ετών διαμένει στην πατρική κατοικία μαζί με τους γονείς της στην Λευκωσία και πρόκειται για το μικρότερο παιδί από τα τρία της οικογένειας. Αυτή έχει αποκτήσει μια ανήλικη θυγατέρα ηλικίας σήμερα 7 μηνών με πρόσωπο το οποίο η ίδια δεν έχει καμία σχέση ή επαφή. Η ίδια λαμβάνει ποσό €212 ως επίδομα μονογονιού ενώ στηρίζεται οικονομικά τόσο η ίδια όσο και το βρέφος της από τους γονείς της. 

Κατά το έτος 2012 από φοίτησε από το Λύκειο και ξεκίνησε την φοίτηση της σε ιδιωτικό Πανεπιστήμιο το 2014 στον κλάδο της Νομικής φοίτηση που όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγο οικονομικών δυσκολιών ενώ πλέον έχει επαναρχίσει τις σπουδές της και τις οποίες θα ολοκληρώσει σε περίπου ενάμιση χρόνο.

Οι πρόνοιες του Ν. 33(Ι)/2005 και η εφαρμογή τους στην παρούσα υπόθεση:

 

Στην υπο εξέταση υπόθεση αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η Κατηγορούμενη  είναι μητέρα ενός βρέφους ηλικίας 7 μηνών. Συνεπώς αυτή εμπίπτει στις πρόνοιες του νόμου Περί της Προστασίας Ανήλικων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Ύποπτων Μητέρων Νόμος του 2005 (33(I)/2005) στο άρθρο 2 του οποίου αναφέρει ότι “μητέρα” σημαίνει έγκυο ή και μητέρα ανήλικου τέκνου ηλικίας μέχρι τριών ετών.

 

Ειδικές ρυθμίσεις για ποινές στερητικές της ελευθερίας σε σχέση με μητέρες.

3.(1)  Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α)Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,

(β)το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και

(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο.

(2)  Κανένα δικαστήριο δε διατάσσει την κράτηση μητέρας ύποπτης για τη διάπραξη πλημμελήματος ή κακουργήματος εκτός εάν το δικαστήριο θεωρεί το διερευνώμενο αδίκημα ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Επίσης προκύπτει ότι τα αδικήματα που η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει δεν εμπίπτουν στα αδικήματα που περιγράφονται στο άρθρο 3(3) του Ν. 33(Ι)/2005[2] έτσι ώστε οι πρόνοιες του άρθρου 3(1) που αναφέρονται ανωτέρω να μην τυγχάνουν εφαρμογής.

Η ερμηνεία της ανωτέρω νομοθετικής πρόνοιας εξετάστηκε και δόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της MAKUETCHE v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 149/2021, 27/9/2021. Στην υπόθεση εκείνη το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επιβάλλει στην κατηγορούμενη άμεση ποινή φυλάκισης 2 μηνών παρά το ότι αυτή ήταν εγκυμονούσα με το Ανώτατο Δικαστήριο ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση να σημειώνει μεταξύ άλλων και τα εξής:

 

‘’Ο περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμος (Ν.33(Ι)/2005) τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Στο ερμηνευτικό του μέρος αναφέρει ότι  ««μητέρα» σημαίνει έγκυο ή και μητέρα ανήλικου τέκνου ηλικίας μέχρι τριών ετών». Το Άρθρο 3 του Νόμου αναφέρει τα εξής:

 

«3.(1)  Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες  οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α)Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,

(β)το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και

(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε μόνο στην παράγραφο (α) του Άρθρου 3(1) για να καταλήξει ότι μπορούσε να επιβάλει ποινή φυλάκισης. Όμως, για να επιβληθεί ποινή φυλάκισης θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), όπως ρητά διαλαμβάνεται στο Νόμο με τη χρήση της φράσης «όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις». Το Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε μόνο στις πρόνοιες του Άρθρου 3(1)(α), παραλείποντας να εξετάσει κατά πόσο πληρούντο οι υπόλοιπες πρόνοιες της εν λόγω νομοθετικής διάταξης. Όπως προκύπτει σαφώς από τα περιστατικά της υπόθεσης, τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο (β) δεν ικανοποιούνταν, εξ αντικειμένου. Δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ότι η εφεσείουσα χρησιμοποίησε βία ή ότι αποτελεί απειλή για τη κοινωνία και ούτε βέβαια έγιναν ανάλογα ευρήματα.

 

Η παράγραφος (γ) εξετάζεται αφού έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις της παραγράφου (β) και ουσιαστικά ενσωματώνει τη βασική αρχή ότι ποινή φυλάκισης επιβάλλεται εκεί μόνο όπου οιαδήποτε άλλη ποινή θα ήταν ακατάλληλη και ανεπαρκής, με αναφορά στη προστασία της κοινωνίας, στη βάση ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία. Ειδική αναφορά γίνεται στην επιλογή της ποινής φυλάκισης με αναστολή. Η άμεση φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί μόνο εφόσον η φυλάκιση με αναστολή είναι ανεπαρκής. Όμως, αυτό δεν μπορεί να αποφασιστεί εκ προοιμίου. Πρώτα αποφασίζεται η επιβολή της φυλάκισης και το ενδεχόμενο αναστολής της εξετάζεται εκ των υστέρων (Παναγιώτου v. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 342).

 

Η μεγαλύτερη όμως παραδοξότητα προκύπτει από τις ερμηνευτικές διατάξεις του νόμου. Αναφέρεται ότι: «"ποινή στερητική της ελευθερίας" σημαίνει ποινή φυλάκισης, αλλά δεν περιλαμβάνει ποινή φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσης ή ενεργοποίηση ποινής φυλάκισης με αναστολή.» Δηλαδή, ακόμα και αν δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3, μπορεί να επιβληθεί σε μητέρα ποινή φυλάκισης με αναστολή, ενώ δεν μπορεί να της επιβληθεί ποινή άμεσης φυλάκισης. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί. Η κατάληξη σε ποινή φυλάκισης με αναστολή προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη επιλέξει την φυλάκιση, που αν δεν αναστείλει θα είναι άμεση. Δεν μπορεί όμως να την επιλέξει με την προοπτική της αναστολής της[3].

 

Εν προκειμένω, εφόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(1)(β) και (γ) του περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμου, το Δικαστήριο δε νομιμοποιείτο να επιβάλει ποινή φυλάκισης. Συνακόλουθα, η επιβληθείσα ποινή παραμερίζεται. Εφόσον δε η εφεσείουσα έχει παραμείνει στις φυλακές για κάποια περίοδο μέχρι σήμερα, δεν κρίνεται σκόπιμο να επιβληθεί άλλη ποινή.’’

 

 

Στην υπο εξέταση υπόθεση δεν ικανοποιούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του Ν. 33(Ι)/2005 έτσι ώστε να δίδεται το δικαίωμα στο Δικαστήριο να επιβάλλει ποινή φυλάκισης στην Κατηγορούμενη 2. Το ότι αυτή αντιμετωπίζει σοβαρά αδικήματα είναι αδιαμφισβήτητο το ζήτημα όμως όπως υπέδειξε και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν τελειώνει εκεί αφού θα πρέπει και οι τρείς υποπαραγράφοι του άρθρου 3(1) να ικανοποιούνται. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κανένα στοιχείο ότι η Κατηγορούμενη χρησιμοποίησε βία ή ότι αυτή αποτελεί άμεσο ή συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία. 

 

Συνεπώς έχοντας κατά νου την πιο πάνω εξέλιξη δηλαδή την μη δυνατότητα επιλογής ως ποινής αυτή της φυλάκισης προς το πρόσωπο της Κατηγορούμενης μητέρας εν την έννοια του Ν. 33(Ι)/2005 το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει την επιβολή άλλης ποινής στην Κατηγορούμενη.

 

Στην παρούσα υπόθεση έχοντας κατά νου τα όσα έχουν καταγραφεί στην έκθεση της Κηδεμονευτικού Λειτουργού ημερ. 31.01.2024 και την εισήγηση που εκεί αποτυπώνει, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις της Κατηγορούμενης 2, δηλαδή το νεαρό της ηλικίας της σε συνδυασμό με το λευκό της ποινικό μητρώο και ιδιαίτερα ότι αυτή έχει αποκτήσει πολύ πρόσφατα ένα παιδί ηλικίας μόλις 7 μηνών την γονική μέριμνα και φροντίδα του οποίου έχει αποκλειστικά η ίδια χωρίς την βοήθεια του πατέρα και το ότι αυτή βρίσκεται στην τελική ευθεία ολοκλήρωσης των σπουδών της στην Νομική, ότι αρμόζουσα ποινή για το σύνολο των κατηγοριών που αυτή αντιμετωπίζει είναι αυτή της έκδοσης Διατάγματος Κοινοτικής Επιτήρησης (Χωρίς Εργασία) και το οποίο προχωρώ και εκδίδω με τους ακόλουθους όρους και/ή πρόνοιες:

 

Εκδίδεται Διάταγμα Κοινοτικής Επιτήρησης (Χωρίς Εργασία) εναντίον της Κατηγορούμενης 2.

 

Το διάταγμα αυτό θα ισχύει για περίοδο 3 ετών από σήμερα. Κατά την ως άνω καθοριζομένη περίοδο, η Κατηγορούμενη 2 διατάσσεται όπως:

 

(1)  Τελεί υπό την επιτήρηση αρμόδιου για τον σκοπό αυτό Κηδεμονευτικού Λειτουργού.

 

(2)  Διαμένει μόνιμα εντός της Επαρχίας Λευκωσίας και συγκεκριμένα στην διεύθυνση [ ] 6, Τ.Κ. [ ] Λευκωσία. Σε περίπτωση αλλαγής διεύθυνσης, η Κατηγορούμενη 2 να ειδοποιεί 15 τουλάχιστον ημέρες προηγουμένως τον Κηδεμονευτικό Λειτουργό κάτω από την επιτήρηση του οποίου τίθεται.

 

(3)  Παρουσιάζεται και/ή επικοινωνεί με τον Κηδεμονευτικό Λειτουργό σύμφωνα με τις οδηγίες που θα δίνονται από τον Κηδεμονευτικό Λειτουργό.

 

(4)  Συμμορφώνεται και συνεργάζεται καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου επιτήρησης με τις υποδείξεις και απαιτήσεις του Κηδεμονευτικού Λειτουργού, τις οποίες αυτός θεωρεί αναγκαίες, για την διασφάλιση της καλής του διαγωγής και της αποτροπής επανάληψης ή διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος.

 

(5)  Ο Κηδεμονευτικός Λειτουργός θα επισκέπτεται και θα λαμβάνει αναφορά από την Κατηγορούμενη 2 κάθε μήνα και θα υποβάλλει στο Δικαστήριο Έκθεση προόδου αναφορικά με την τήρηση και εφαρμογή του διατάγματος κάθε έξι (6) μήνες.

 

(6)  Σε περίπτωση που η Κατηγορούμενη 2 δεν συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του Διατάγματος ή δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του Κηδεμονευτικού Λειτουργού, το Δικαστήριο να ενημερωθεί αμέσως με σχετική έκθεση του Κηδεμονευτικού Λειτουργού.

 

Αντίγραφο του παρόντος Διατάγματος Επιτήρησης να αποσταλεί από τον Πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λευκωσίας.         

 

Για σκοπούς επιβολής ποινής στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης λήφθηκαν υπόψη και οι υποθέσεις (α) Υπόθεση Ε.Δ.Λεμεσού 1223/22 και (β) Υπόθεση Ε.Δ. Λευκωσίας 20912/21.

 

 

Σε σχέση με τα Τεκμήρια που αφορούν όλες τις υποθέσεις διατάζω τα ακόλουθα:

 

 

Υπόθεση Ε.Δ.Πάφου 305/2020: Τα τεκμήρια της υπόθεσης να κατασχεθούν από την Αστυνομία και να παραμείνουν στην κατοχή της.

 

Υπόθεση Ε.Δ.Λεμεσού 1223/22: Τα τεκμήρια της υπόθεσης να κατασχεθούν από την Αστυνομία και να παραμείνουν στην κατοχή της.

 

Υπόθεση Ε.Δ. Λευκωσίας 20912/21: Τα τεκμήρια της υπόθεσης να κατασχεθούν από την Αστυνομία και να παραμείνουν στην κατοχή της.

 

 

 

Πιστόν Αντίγραφον                                                              Υπ……………………………

Πρωτοκολλητής                                                                          Ν. Φακοντής, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 



[1] Σχετικό πιστοποιητικό γέννησης κατατέθηκε στην διαδικασία μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου της Κατηγορουμένης και βρίσκεται στο φάκελο του Δικαστηρίου.

[2] (3)  Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε σχέση με αδικήματα τιμωρητέα δυνάμει του εκάστοτε σε ισχύ περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, τα οποία κατά τα διαλαμβανόμενα στον εν λόγω Νόμο διαπράττονται από μητέρα εναντίον ανήλικου τέκνου της, φυσικού ή υιοθετημένου, ή εναντίον άλλου ανήλικου που διαμένει μαζί της ή σε σχέση με αδικήματα τιμωρητέα δυνάμει του εκάστοτε σε ισχύ περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου».

[3] Fedorov v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ.40/2021, ημερ. 20.7.2021«Εφόσον επιλεγεί η φυλάκιση σημαίνει ότι ο εγκλεισμός του καταδικασθέντα στη φυλακή έχει κριθεί κατάλληλος.  Η φυλάκιση επιβάλλεται όταν οιαδήποτε άλλης μορφής ποινή κρίνεται ακατάλληλη και ανεπαρκής και ουδέποτε επιλέγεται με την προοπτική αναστολής της, που είναι διεργασία μεταγενέστερη». 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο