ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ  

Ενώπιον: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.                                     Αρ. Αίτησης Προσωποκράτησης 31/2024

 

       ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

 

Της

 

      R. D. Y. (Ύποπτη)

Ημερομηνία: 08 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Αστυνομία / Αιτητές: κ. Σ. Χρυσοστόμου

Για την Ύποπτη / Καθ ής η Αίτηση: κ. Α. Αλεξάνδρου

Ύποπτη / Καθ ής η Αίτηση: Παρούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 07.02.2024 τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αίτημα για παραπομπή σε Αστυνομική Κράτηση για περίοδο οκτώ (8) ημερών του πιο πάνω αναφερόμενου προσώπου.

Σύμφωνα με την αίτηση διερευνώνται εναντίον της τα ακόλουθα αδικήματα:

1.Συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (Άρθρο 371, Κεφ. 154)

2. Διάρρηξης Κτιρίου και Κλοπής (Άρθρα 294(α), 255, 262 Κεφ. 154)

Η αίτηση υποβλήθηκε από βαθμούχο στέλεχος της Αστυνομίας και συγκεκριμένα από τον Υπαστυνόμο Ν.Χ.’’ Οικονόμου και υποστηρίχθηκε από την γραπτή κατάθεση (Τεκμήριο 1) του Λοχία 3144 Π. Σιμιλλίδη ο οποίος και αντεξετάστηκε.

Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης και αντεξέτασης του μάρτυρα αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν προς υποστήριξη των θέσεων τους.

Ως παραδεκτό γεγονός δηλώθηκε το ότι η ύποπτη είναι μητέρα ενός ανήλικου τέκνου το οποίο γεννήθηκε στις 13.03.2022 και είναι σήμερα κάτω των δυο ετών.

Ο συνήγορος της Αστυνομίας από την δική του πλευρά υποστήριξε την θέση πως πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση οι προϋποθέσεις για την έγκριση του αιτήματος και την έκδοση διατάγματος προφυλάκισης της ύποπτης για περίοδο 8 ημερών. Επιπρόσθετα επιχειρηματολόγησε στο ότι δεν αποτελεί κώλυμα για την εξέταση της υπό κρίση αίτησης από το Δικαστήριο και την έγκριση της το γεγονός ότι η ύποπτη είναι μητέρα ενός τέκνου ηλικίας μικρότερης των δύο ετών αφού οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Ν. 33(Ι)/2005 δίδουν τέτοιο δικαίωμα ειδικότερα στη βάση του γεγονότος ότι τα αδικήματα που διερευνώνται εναντίον της και για τα οποία ζητείται η κράτηση είναι πολύ σοβαρά.

Ο κ. Αλεξάνδρου από την άλλη επικεντρώθηκε στην αγόρευση του αρχικά σε επιχειρηματολογία ότι η αίτηση της Αστυνομίας είναι καταδικασμένη και θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί η ουσία της ενόψει του ότι η Ύποπτη είναι μητέρα ανήλικου παιδιού ηλικίας κάτω των δύο ετών και συνεπώς δεν δύναται να διαταχθεί η κράτηση της σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στις πρόνοιες του Ν. 33(Ι)/2005 και συγκεκριμένα στο άρθρο 3 του νόμου. Κατά τον κ. Αλεξάνδρου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε από πλευράς του Αιτητή που να δικαιολογεί ή να υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη ύποπτη μητέρα αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία ή ότι αυτή είναι γενικότερα επικίνδυνη. Επί του αιτήματος για σκοπούς πληρότητας επιχειρηματολόγησε πως δεν υπάρχει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι η ύποπτη εμπλέκεται στα διερευνώμενα αδικήματα ήτοι αυτά της διάρρηξης και κλοπής. Συνεπώς στην βάση της διπλής αυτής επιχειρηματολογίας κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα της Αστυνομίας. 

Για την έκδοση της παρούσας απόφασης έχω λάβει υπόψη τα όσα εισηγήθηκαν από αμφότερες τις πλευρές και έχω μελετήσει επισταμένως τη σχετική Νομολογία, στην οποία αναφέρθησαν αμφότεροι οι συνήγοροι, τόσο της Ύποπτης, όσο και της Αστυνομίας.  

Το αίτημα για προσωποκράτηση υπόπτου είναι εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 11(2) (γ) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ασκείται όπως ορίζεται στις παραγράφους (5) & (6) αυτού, αλλά και όπως ορίζεται στο Άρθρο 24 του Κεφ. 155.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος προσωποκράτησης υπόπτου έχει κατά νου την ανάγκη διασφάλισης ενός ορθολογιστικού ισοζυγίου μεταξύ της ανάγκης προστασίας της ατομικής ελευθερίας αφενός και της ανάγκης παροχής λογικής ευκαιρίας στις ανακριτικές αρχές για να διερευνήσουν τα ποινικά αδικήματα και να προσάγουν τον παραβάτη ενώπιον της Δικαιοσύνης, αφετέρου (Stamataris v Police [1983] 2 C.L.R. 107, & Συμιλλίδης v Αστυνομίας Ποινική Έφεση 6361 ημερ. 6.6.97).

Οι αρχές που διέπουν  την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ατόμου χάριν των αστυνομικών ανακρίσεων, συγκεφαλαιώνονται στην απόφαση στην υπόθεση Stamataris v Police (1983) 2 CLR 107 και αντανακλούνται σε μεταγενέστερες αποφάσεις, όπως η Χ. Αγαθοκλέους ν Αστυνομίας Π.Ε. 6677, ημερ. 14.1.2000, Θεόδωρος Αριστοδήμου κ.α. v Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 196/2014 και 197/2014, ημερ. 25.9.2014.

Οι αρχές / προϋποθέσεις που καθιερώθηκαν από την προμνησθείσα νομολογία συνίστανται στο ότι η Αστυνομία - αιτούσα την κράτηση - φέρει το βάρος να αποδείξει ότι׃

(α) υπάρχει μαρτυρία που να αποκαλύπτει ότι έχουν διαπραχθεί τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η κράτηση και

(β) υπάρχει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι ο ύποπτος εμπλέκεται με αυτά και

 (γ) οι ανακρίσεις της Αστυνομίας για τα υπό διερεύνηση αδικήματα να βρίσκονται σε εξέλιξη και να μην έχουν συμπληρωθεί και

(δ) η απόλυση του υπόπτου δυνατόν να επηρεάσει τις αστυνομικές ανακρίσεις, όπως π.χ. τη μαρτυρία, ή δυνατόν να οδηγήσει στην εξαφάνιση τεκμηρίων ή στη διαφυγή του υπόπτου στο εξωτερικό ή εκτός των ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχών.

Όλα τα πιο πάνω πρέπει να υποστηρίζονται από την παρασχεθείσα μαρτυρία και να συντρέχουν σωρευτικά. Στην πρόσφατη Ποινική Έφεση αρ. 71/2019 ημερομηνίας 26.6.2019 ΚΙΤΣΙΟΣ v AΣΤΥΝΟΜΙΑ επαναλήφθηκε από το Εφετείο ότι κατά την διάρκεια της προσωποκράτησης δεν αξιολογείται επισταμένα η μαρτυρία που υπάρχει εναντίον  υπόπτου ως να ήταν η δίκη του διότι περί υπονοιών και μόνο ο λόγος και τίποτε άλλο

Όπως αναφέρθηκε και στην Ποινική Έφεση 6643, Παντελή Ιωάννου ν Αστυνομίας ημερομηνίας 30.12.1998, δεν αξιολογείται στο στάδιο της προσωποκράτησης η αποδεικτική αξία των στοιχείων που βρίσκονται στη διάθεση της Αστυνομίας ή η δραστικότητά τους. Ό,τι εξετάζεται είναι το εύλογο, υπό το φως των στοιχείων, της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα. Δεν δημοσιοποιούνται οι καταθέσεις στα χέρια της Αστυνομίας, όπως υπέδειξε το Εφετείο στη Συμιλλίδης ν Αστυνομίας, Π.Ε.6336, ημερ. 13.06.1997, γεγονός που «είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει για ευνόητους λόγους το σκοπό της αστυνομικής ανάκριση. Πρέπει, όμως, τα στοιχεία αυτά να υπάρχουν και σ' αυτά να θεμελιώνεται το αίτημα της Αστυνομίας.

Στην Ελαντίν Τσακαρίδης v Αστυνομίας, (2004) 2 Α.Α.Δ 396, ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Αρτεμίδης, αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά που αφορούν την διαδικασία εξέτασης αιτήματος παραπομπής σε αστυνομική κράτηση:

‘’Να επαναλάβουμε, για πολλοστή φορά, πως η διαδικασία, σαν αυτή που εξετάζουμε, αφορά συγκεκριμένο θέμα: αν δηλαδή στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύεται εύλογη υπόνοια ότι ο καθ' ου ενέχεται στο υπό διερεύνηση αδίκημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση της παράνομης κατοχής περιουσίας. Το Δικαστήριο, εφόσον διαπιστώσει το πιο πάνω βασικό και ουσιαστικό στοιχείο, προχωρεί να εξετάσει αν για τη συμπλήρωση  των ανακρίσεων είναι αναγκαία η κράτηση του καθ' ου. Και ανάλογα με το περιεχόμενο των ανακρίσεων, και την πορεία τους, ποιο είναι το απαραίτητο χρονικό διάστημα της κράτησης. Επίσης, και τούτο αποφασίζεται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, κατά πόσο το αίτημα της Αστυνομίας γίνεται καλόπιστα. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για αλλότριους σκοπούς, όπως π.χ. η ταλαιπωρία κάποιου ανθρώπου.’’

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (α) ανωτέρω, πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι ενώπιον του Δικαστηρίου θα πρέπει να τεθεί μαρτυρία που να πείθει, ότι έχει διαπραχθεί κάποιο συγκεκριμένο αδίκημα και να είναι τέτοια που να δημιουργεί λογικές υποψίες ότι υφίστανται όλα τα συστατικά στοιχεία τέτοιου αδικήματος.

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (β) ανωτέρω, που αφορά το ζήτημα της ύπαρξης  «μαρτυρίας», η οποία να είναι ικανή να δημιουργήσει «εύλογες» υποψίες σύνδεσης των υπόπτων με τα αδικήματα εκείνο που αναζητείται είναι κάτι πολύ λιγότερο από απόδειξη διάπραξης των αδικημάτων από τους υπόπτους.

Στην Aeroporos and Another v Police [1987] 2 C.L.R. 232 αναφέρθηκε ότι ‘’Η έννοια της ΄΄εύλογης υποψίας’’ δεν θα μπορούσε να επεκταθεί ώστε να σημαίνει την διάπραξη του αδικήματος γιατί θα ήταν παράλογο για τους σκοπούς της διαδικασίας προσωποκράτησης να απαιτείται ο προσδιορισμός και η απόδειξη του αδικήματος εφόσον αυτός είναι ο σκοπός της ανάκρισης …. Εύλογη υποψία σημαίνει ότι υπήρχαν λόγοι για να υποψιάζεται κάποιος’’

Η υπόνοια είναι εύλογη εφόσον η μαρτυρία στην διάθεση της Αστυνομίας τείνει κατά λογική προέκταση, να συνδέσει τον ύποπτο με τη διάπραξη του αδικήματος (Iωάννου v Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495 & Lomjanidje v Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 401)

Η καλόπιστη υπόνοια και μόνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση. Η υπόνοια πρέπει να είναι εύλογη δηλαδή το ερώτημα προς απάντηση είναι κατά πόσον η Αστυνομία κατέχει στα χέρια της μαρτυρία που εύλογα συνδέει τον ύποπτο με τη διάπραξη του υπό διερεύνηση εγκλήματος.

Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Khoury v Police [1989] 2 C.R.L. 56 στη σελ. 59 η διατύπωση και μόνο υπονοιών από μέρους της Αστυνομίας, δεν δικαιολογεί την έκδοση εντάλματος προσωποκράτησης. Το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί, ότι:

(α) οι υπόνοιες της Αστυνομίας είναι ειλικρινείς και ότι η κράτηση του υπόπτου δεν επιδιώκεται για αλλότριους σκοπούς και

(β) ότι οι υποψίες είναι εύλογες λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή των ανακριτικών αρχών

Κατά συνέπεια το αντικείμενο της διαδικασίας προσωποκράτησης είναι η διακρίβωση της γνησιότητας και του εύλογου των υπονοιών των αστυνομικών αρχών για τη συμμετοχή ή σύμπραξη του υπόπτου στην διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων εξού και ως αναφέρθηκε και στην Ποινική Έφεση 6361 ημερ. 31.7.97 Δημητριάδης v Αστυνομίας τα επίδικα θέματα αίτησης για προσωποκράτηση πρέπει να περιορίζονται στην γνησιότητα και το εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας και την αναγκαιότητα της κράτησης για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας σχετικά με τις συγκρουόμενες εκδοχές που προβάλλονται ενώπιον του Khoury v Police [1989] 2 C.R.L. 56 σελ. 60.

Όπως αναφέρθηκε και στην Ποινική Έφεση 6643, Παντελή Ιωάννου ν Αστυνομίας ημερομηνίας 30.12.1998 ‘’Στοιχεία, τα οποία δεν μπορεί, αφ' εαυτών, να διεγείρουν υπόνοιες, μπορεί, όπως επισημάναμε στην υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6331, 6/6/97, να προσλάβουν διαφορετική υφή, αθροιστικά θεωρούμενα. Αυτό μπορεί να επέλθει, εφόσον υπάρχει συνεκτικός κρίκος, ο οποίος τείνει να τα συνδέσει. Εφόσον τέτοια στοιχεία ανάγονται σε κοινό ενοχοποιητικό παρονομαστή, μπορεί να προσμετρήσουν ως επιβαρυντικά.’’

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (γ) ανωτέρω, πρέπει για σκοπούς εξέτασης αίτησης για προσωποκράτηση υπόπτου, το ανακριτικό έργο να μην έχει συμπληρωθεί, εφόσον ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο ζητείται τέτοιο διάταγμα, είναι η διευκόλυνση του ανακριτικού έργου.

Τέλος σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (δ) είναι απαραίτητο οι ανακριτικές αρχές να παρουσιάζουν στο Δικαστήριο μαρτυρία, ότι η κράτηση του υπόπτου είναι αναγκαία για την διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Αναγκαία θεωρείται η κράτηση ενός υπόπτου, για τους σκοπούς αποφυγής κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, ή αποφυγής καταστροφής μαρτυρίας και μαρτυρικού υλικού γενικότερα ή ακόμη για την παρεμπόδιση πιθανής εξαφάνισης του υπόπτου (Σιημητράς κ.α. v Αστυνομίας [1990] 2 Α.Α.Δ. 397 σελ 400]).

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Σιημητράς κ.α. v Αστυνομίας (πιο πάνω) το Δικαστήριο με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό των μαρτύρων είναι εύλογα δικαιολογημένοι. Σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των ανακρίσεων και όπως τονίστηκε στην υπόθεση Πέτρου κ.α. v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679, δεν θα ήταν καν δυνατό να προκαθοριστεί τι ακριβώς οι ανάγκες εύλογα απαιτούν κατά περίπτωση. Ότι πρέπει να υπάρχει είναι η ύπαρξη ευλόγως δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων. Η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων είναι αφ’ εαυτής ικανοποιητική αιτία για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. Το κριτήριο είναι η ύπαρξη πιθανού κινδύνου.

 

Σύμφωνα με την υπο διερεύνηση υπόθεση στις 03.02.2024 και ώρα 07:40 καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ Πάφου από τον Αρχιμανδρίτη Οδυσσέα Ασπρομάλλη, υπεύθυνο της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής που βρίσκεται στην πλατεία Γεροσκήπου, ότι μεταξύ των ημερομηνιών 02-03.02.2024 και μεταξύ των ωρών 16:30 με 06:30 αντίστοιχα, διαρρήχθηκε το γραφείο της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής και κλάπηκε από αυτό το χρηματικό ποσό των 5000 ευρώ. Στον χώρο δεν υπάρχουν κάμερες ασφαλείας, ούτε σύστημα συναγερμού. Από επιτόπιες εξετάσεις που έγιναν από μέλη του ΤΑΕ Πάφου διαπιστώθηκε ότι η είσοδος – έξοδος επιτεύχθηκε από ξύλινο παράθυρο του γραφείου αφού παραβιάστηκε με αιχμηρό αντικείμενο και επίσης αποκόπηκαν εξωτερικά προστατευτικά σίδερα πιθανόν με τη χρήση φλεξ ή οξυγονοκόλλησης.

Την 06.02.2024 προσήλθε στα γραφεία του ΤΑΕ Πάφου συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμο του οποίου τα στοιχεία κατέχει η Αστυνομία και ανέφερε ότι στην εν λόγω διάρρηξη και κλοπή ενέχεται η ύποπτη καθώς και ο σύζυγος της S. M. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι την 03.02.2024 το πρωί αυτοί είχαν στην κατοχή τους και συγκεκριμένα στην κατοικία τους αρκετά χρήματα και φακέλους χρώματος άσπρου με μπλέ γράμματα στην αριστερή μεριά, φακέλοι οι οποίο ομοιάζουν με τους φακέλους που κλάπηκαν από την εν λόγω διάρρηξη.

Σε έρευνα που διενεργήθηκε στις 06.02.2024 μεταξύ των ωρών 15:20 – 16:15 στην οικία στην οδό [ ] αρ. 6 στην Γεροσκήπου από μέλη του ΤΑΕ Πάφου σε συνέχεια εξασφάλισης σχετικού εντάλματος έρευνας και στην παρουσία της ύποπτης αφού πρόκειται για την κατοικία όπου αυτή διαμένει μαζί με τον σύζυγο της S. M. o οποίος απουσίαζε εντοπίστηκαν τα ακόλουθα Τεκμήρια:

(α) Η ώρα 15:25 εντοπίστηκε κάτω από το κάλυμμα των μαξιλαριών του καναπέ που ευρίσκεται στο σαλόνι της κατοικίας βρισκόταν κρυμμένο ένα τσαντάκι μάρκας FILA στο οποίο υπήρχαν ένα νάιλον διάφανο σακουλάκι τύπου ζιπ – λοκ εντός του οποίου υπήρχαν (1) ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα χρώματος χρυσού με σχέδιο Δικέφαλου Αετού (2) ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα χρώματος χρυσού με σχέδιο Σταυρού με ροζ πέτρα στο κέντρο και (3) δύο δακτυλίδια χάλκινου χρώματος. Επίσης υπήρχε το συνολικό ποσό των ευρώ 4.655 σε διάφορα χαρτονομίσματα ήτοι 79 χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ, 3 χαρτονομίσματα των 100 ευρώ, δώδεκα χαρτονομίσματα των δέκα ευρώ και 57 χαρτονομίσματα των 5 ευρώ.

Κατά την επίστηση της προσοχής στο νόμο η ύποπτη απάντησε πώς τα πράγματα αυτά ήταν δικά της ενώ στην συνέχεια όταν της ζητήθηκε να δώσει εξηγήσεις για την κατοχή τους απάντησε πως δεν είναι δικά της.

(β) Σε έλεγχο που διενεργήθηκε η ώρα 15:40 σε μικρή τσάντα που κρατούσε η ύποπτη εντοπίστηκε ένα χαρτονόμισμα των 50 ευρώ για το οποίο απάντησε πως είναι από αυτά που είχαν βρει ενώ ανακρινόμενη για τα ανευρεθέντα ανέφερε πως τα είχε μεταφέρει στο σπίτι και τα έκρυψε ο σύζυγος της S. M. και πως η ίδια δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση. Ανέφερε επίσης πως ο σύζυγος της είχε στις 02.02.2024 και ώρα 20:30 αναχωρήσει από το σπίτι για μία ώρα και επέστρεψε χωρίς ωστόσο να γνωρίζει που πήγε και τι έκανε. Ανέφερε ότι το πρωί της 03.02.2024 όταν ξύπνησε είδε τον σύζυγο της να κρατά πολλά λεφτά στα χέρια του ενώ ανέφερε επίσης πως όταν αυτός επέστρεψε από την δουλειά του στις 05.02.2024 έκρυψε αυτά στο σημείο που τα βρήκε η Αστυνομία ενώ τέλος ανέφερε ότι ενώ είχε ρωτήσει τον σύζυγο της που τα είχε βρει αυτος δεν της απάντησε ενώ κατάλαβε ότι τα είχε κλέψει από κάπου.

Την ίδια ημέρα στα γραφεία του ΤΑΕ Πάφου ο Αρχιμανδρίτης Οδυσσέας Ασπρομάλλης αφού επιθεώρησε το ζεύγος μανικετόπουμπα με τον δικέφαλο αετό χρώματος χρυσού, το ζεύγος μανικετόκουμπα χρώματος χρυσού με μια κόκκινη πέτρα στο κέντρο και τις δύο βέρες χρώματος χρυσού, τα αναγνώρισε ως δικά του και κλάπηκαν από το γραφείο του στη Γεροσκήπου μετά από την διάρρηξη. Δεν τα ανέφερε στην πρώτη του κατάθεση διότι ήταν συγχυσμένος αλλά μόλις τα είδε θυμήθηκε ότι κλάπηκαν και αυτά. Ανέφερε επίσης ότι τα χρήματα που κλάπηκαν από το γραφείο του αποτελούνταν από χαρτονομίσματα των 5, 10, 20, 50 και 100 με τα περισσότερα όμως χαρτονομίσματα να ήταν των 50 ευρώ. Επιπλέον κατήγγειλε ότι διαπίστωσε ότι κλάπηκαν επίσης ένα ζεύγος χρυσά σκουλαρίκια αξίας περίπου 500 ευρώ και δύο δακτυλίδια χρυσά (τριφουρένια) αξίας περίπου 500 ευρώ. 

Σύμφωνα με τον μάρτυρα έχει εξασφαλιστεί ένταλμα σύλληψης και εναντίον του συζύγου της υπόπτου ονόματι S. M. και αναζητείται ενώ γίνονται έρευνες για τον εντοπισμό της υπόλοιπης κλαπείσας περιουσίας και των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν για την διάρρηξη. Το ανακριτικό έργο περιλαμβάνει την λήψη 46 καταθέσεων ενώ αναμένεται και να διενεργηθούν και έρευνες σε κλειστά κυκλώματα πλησίον της σκηνής καθώς και η λήψη DNA και αποτυπωμάτων που θα αποσταλούν για επιστημονικές εξετάσεις.

Σημειώνεται πως ο μάρτυρας αυτός αντεξετάστηκε από τον κ. Αλεξάνδρου με την αντεξέταση να περιορίζεται σε συγκεκριμένα θέματα. Καταρχάς σημειώνεται ότι ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε καθόλου σε σχέση με τις αναφορές στην μαρτυρία του για το σε εξέλιξη αλλά και εναπομείναν ανακριτικό έργο. Η αντεξέταση του αφορούσε ουσιαστικά τον πληροφοριοδότη της Αστυνομίας και το τι ακριβώς ήταν αυτό που τους είχε αναφέρει και το κατά πόσον λήφθηκε κατάθεση η όχι από αυτόν και για την μαρτυρία που υπάρχει στην διάθεση της Αστυνομίας και αφορά την δημιουργία εύλογης υπόνοιας ότι η ύποπτη ενέχεται στην διάπραξη των υπο διερεύνηση αδικημάτων.  

Δεν έχω λόγο να μην αποδεχθώ την μαρτυρία του Λοχία 3144 Π. Σιμιλλίδη αφού κατά την αντεξέταση του αυτός παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και επεξήγησε με λεπτομέρεια τόσο την εμπλοκή του συγκεκριμένου πληροφοριοδότη στην υπό διερεύνηση υπόθεση, τις ενέργειες που έλαβαν χώρα από την Αστυνομία μετά την λήψη των πληροφοριών αυτών καθώς και την παράθεση από μέρους του της μαρτυρίας που βρίσκεται στην διάθεση της Αστυνομίας και η οποία δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι η ύποπτη εμπλέκεται σε αυτά.

Ο μάρτυρας ξεκαθάρισε πως η πληροφορία που έχει ληφθεί από το πρόσωπο το οποίο πράγματι δεν επιθυμούσε ούτε επιθυμεί μέχρι και σήμερα να δώσει γραπτή κατάθεση αφορούσε στο ότι είχε δει στις 03.02.2024 τόσο την ύποπτη όσο και τον σύζυγο της να βρίσκονται στην κατοικία τους και να έχουν στην κατοχή τους αρκετά χρήματα και φακέλους συγκεκριμένου χρώματος και διακριτικών με το πρόσωπο αυτό μόλις πληροφορήθηκε για την διάρρηξη στο γραφείο του υπεύθυνου της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής να μεταβαίνει στην Αστυνομία όπου και έδωσε τις σχετικές πληροφορίες για το τι είχε δει. Μάλιστα ως ο Λοχίας 3144 σημείωσε αντεξεταζόμενος υποδείχθηκε στο συγκεκριμένο πρόσωπο και κλήθηκε να αναγνωρίσει αν οι φακέλοι που είχε δει έμοιαζαν με συγκεκριμένο είδος φακέλου που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία και άνηκε στην Ιερά Μητρόπολη Πάφου και απάντησε θετικά.

Ένεκα της εξέλιξης αυτής εξασφαλίστηκε ένταλμα έρευνας σε σχέση με την οικία της Ύποπτης και του συζύγου της στην οποία εντοπίστηκαν σύμφωνα με την Αστυνομία τόσο τα χρήματα που είχαν κλαπεί ως επίσης και διάφορα αντικείμενα αξίας τα οποία περιγράφονται στην μαρτυρία και τα οποία έχουν αναγνωριστεί από τον Αρχιμανδρίτη Οδυσσέα Ασπρομάλλη αφού βρίσκονταν και αυτά στον χώρο του γραφείου του όπου έγινε η διάρρηξη.

Σημειώνω ότι η πλευρά της Ύποπτης δεν έχει αμφισβητήσει ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα έχουν πράγματι διαπραχθεί. Ούτε ότι το ανακριτικό έργο βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί ούτε και το ότι η κράτηση της δεν είναι αναγκαία για σκοπούς αποτελεσματικής διερεύνησης της υπόθεσης. Ο κ. Αλεξάνδρου δεν αντεξέτασε για τα ζητήματα αυτά ούτε προέβηκε σε οποιαδήποτε σχετική εισήγηση κατά την αγόρευση του. Επικεντρώθηκε μόνο στην μη ύπαρξη μαρτυρίας που να δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι η Ύποπτη εμπλέκεται στα υπο διερεύνηση αδικήματα καθώς και στο ζήτημα της εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων του Ν. 33(Ι)/2005.

Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο δεν θα συμφωνήσω με την θέση αυτή που αφορά την απουσία δημιουργίας εύλογης υπόνοιας. Απεναντίας στην υπο εξέταση περίπτωση έχει παρατεθεί επαρκής μαρτυρία η οποία δημιουργεί την απαιτούμενη εύλογη υπόνοια ότι η Ύποπτη εμπλέκεται στα υπό διερεύνηση αδικήματα και συγκεκριμένα υπενθυμίζεται ότι εντός της κατοικίας της έχει εντοπιστεί μεγάλο μέρος της κλαπείσας περιουσίας ως αυτή έτυχε σχετικής αναγνώρισης από τον Αρχιμανδρίτη Ασπρομάλλη διασυνδέοντας αυτή  με τα όσα ευρίσκονταν εντός του γραφείου του και αποτέλεσαν σύμφωνα με την καταγγελία του αντικείμενο της διάρρηξης και κλοπής. Τα πιο πάνω αποτελούν για σκοπούς και μόνο της παρούσας διαδικασίας επαρκή μαρτυρία για την δημιουργία της απαιτούμενης εύλογης υπόνοιας ότι η Ύποπτη συνδέεται με την διάπραξη των υπο διερεύνηση αδικημάτων τα οποία είναι ιδιαίτερα σοβαρά και στρέφονται κατά της περιουσίας.

Η υπόθεση βρίσκεται στο παρόν στάδιο στα αρχικά στάδια διερεύνησης της και αναμένεται να λάβουν χώρα οι ενέργειες που περιγράφονται στην προ τελευταία και τελευταία σελίδα της μαρτυρίας του Λοχία 3144 ενέργειες οι οποίες δεν έχουν αμφισβητηθεί ενώ αναμένεται να διερευνηθούν και οι ισχυρισμοί που έθεσε η Ύποπτη με τους οποίους εμπλέκει τον σύζυγο της στην ανευρεθείσα περιουσία. Η δε κράτηση της Ύποπτης καθίσταται αναγκαία για σκοπούς αποτελεσματικής διερεύνησης της υπόθεσης αφού υπενθυμίζεται ότι ο σύζυγος της και ύποπτος επίσης στην υπόθεση εξακολουθεί να αναζητείται ενώ γίνεται προσπάθεια να εντοπισθεί η υπόλοιπη κλαπείσα περιουσία καθώς και τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη της διάρρηξης. Μάλιστα αξιοσημείωτο και το γεγονός ότι γίνεται αναφορά στην μαρτυρία του Λοχία 3144 και σε πιθανό επηρεασμό μαρτύρων από πλευράς της ύποπτης που προέρχονται από το οικογενειακό και φιλικό της περιβάλλον καθώς και τους περιοίκους της κατοικίας της αλλά και της σκηνής της διάρρηξης με τις θέσεις αυτές να μην έχουν τύχει αμφισβήτησης αφού δεν αντεξετάστηκε επί των σημείων αυτών.

Τέλος στρεφόμενος προς την επιχειρηματολογία του κ. Αλεξάνδρου που αφορά τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Περί της Προστασίας Ανήλικων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Ύποπτων Μητέρων Νόμος του 2005 (33(I)/2005)[1] και ότι στη βάση αυτού δεν δύναται να διαταχθεί η κράτηση της Ύποπτης σημειώνω τα εξής:

Καταρχάς υπενθυμίζεται πως δεν αμφισβητείται ότι η Ύποπτη είναι μητέρα εν την έννοια του Νόμου αφού αυτή έχει παιδί ηλικίας (σχεδόν) 2 ετών. Συνεπώς αυτή καλύπτεται από την ερμηνεία που έχει δοθεί στον όρο “μητέρα” όπου σημαίνει έγκυο ή και μητέρα ανήλικου τέκνου ηλικίας μέχρι τριών ετών.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το κατά πόσον το Δικαστήριο κωλύεται να διατάξει την κράτηση αυτής ένεκα του ότι πρόκειται για μητέρα εν την έννοια του Ν. 33(Ι)/2005. Με κάθε σεβασμό προς τον κ. Αλεξάνδρου αλλά δεν θα συμφωνήσω με την δική του επιχειρηματολογία επί του θέματος που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3(2) του Ν. 33(Ι)/2005. Το άρθρο 3(2) του Ν. 33(Ι)/2005 δεν καταγράφει ρητή και απόλυτη απαγόρευση ή εμπόδιο του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ύποπτης μητέρας, απεναντίας το άρθρο αυτό δίδει το δικαίωμα στο Δικαστήριο να διατάξει τέτοια κράτηση στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο θεωρεί το διερευνώμενο αδίκημα ως σοβαρό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης.  Συνεπώς το κριτήριο είναι η σοβαρότητα του αδικήματος, σοβαρότητα η οποία προκύπτει και αποφασίζεται λαμβάνοντας υπόψη (α) την φύση του αδικήματος και (β) τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Σε σχέση με τις περιστάσεις της υπόθεσης προφανώς και ο νομοθέτης δεν εννοεί τις περιστάσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 3(1)(γ) του Ν. 33(Ι)/2005 στις οποίες έκανε αναφορά ο κ. Αλεξάνδρου αφού το άρθρο 3(1) και οι υποπαραγράφοι αυτού πραγματεύονται τα ζητήματα επιβολής ποινής. Ζητήματα του αν η μητέρα αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία ή αν αυτή είναι επικίνδυνη αποτελούν στοιχεία που συνυπολογίζονται κατά το άρθρο 3(1)(γ) για θέματα ποινής σε αντίθεση με το άρθρο 3(2) του Ν. 33(Ι)/2005 το οποίο πραγματεύεται την δυνατότητα έκδοσης διατάγματος προσωποκράτησης σε σχέση με ύποπτη μητέρα και στο οποίο η αναφορά σε περιστάσεις της υπόθεσης αποτελούν μαζί με την φύση του αδικήματος το καθοριστικό κριτήριο για το κατά πόσον το αδίκημα που διερευνάτε εναντίον της και για το οποίο ζητείται η κράτηση της είναι σοβαρό. Συνεπώς αναμφίβολα προκύπτει ότι η αναφορά σε περιστάσεις της υπόθεσης αφορά τις περιστάσεις διάπραξης των υπο διερεύνηση αδικημάτων και όχι στο κατά πόσον η ύποπτη μητέρα είναι η όχι κίνδυνος ή επικίνδυνη για την κοινωνία.

Στην υπο εξέταση υπόθεση είναι γεγονός ότι τα υπο διερεύνηση αδικήματα στα οποία εμπλέκεται ως ύποπτη η Καθ ης η Αίτηση είναι σοβαρά ένεκα της φύσης τους αφού πρόκειται για αδικήματα που στρέφονται κατά της περιουσίας από τα σοβαρότερα του ποινικού κώδικα και με τον νομοθέτη να καθορίζει σε περίπτωση καταδίκης αυστηρές ποινές ήτοι ποινές φυλάκισης μέχρι και 7 ετών σε σχέση με το αδίκημα της διάρρηξης το οποίο κατηγοριοποιεί ως κακούργημα. Σοβαρά είναι επίσης και τα αδικήματα της συνωμοσίας για την διάπραξη κακουργήματος και της κλοπής που επίσης αντιμετωπίζει με τον νομοθέτη να προβλέπει και για αυτά αυστηρές πολυετής ποινές φυλάκισης. Οι δε περιστάσεις της υπόθεσης είναι και αυτές επιβαρυντικές καθότι αν ήθελε αποδειχθούν ότι έλαβαν χώρα δηλαδή ότι χρησιμοποιήθηκε συγκεκριμένο εργαλείο ή όργανο για να αφαιρεθούν αρχικά τα προστατευτικά κάγκελα από το παράθυρο του γραφείου και στην συνέχεια να χρησιμοποιηθεί αιχμηρό αντικείμενο για την παραβίαση του παραθύρου έτσι ώστε να επιτευχθεί από εκεί η είσοδος και έξοδος του / των δράστη/των και να κλαπούν στην συνέχεια τα όσα έχουν καταγγελθεί ως απολεσθέντα τότε η υπόθεση θα θεωρείται από τις σοβαρές περιπτώσεις του είδους της.

Συνεπώς για τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω δεν αποδέχομαι και απορρίπτω την εισήγηση του κ. Αλεξάνδρου για απόρριψη του αιτήματος της Αστυνομίας στη βάση της επιχειρηματολογίας περί της εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων του Ν. 33(Ι)/2005 στην υπό εξέταση περίπτωση.

Τονίζω βεβαίως και το γεγονός πως πέραν από το αποδεκτό δεδομένο ότι η Ύποπτη είναι μητέρα ενός τέκνου ηλικίας (σχεδόν) 2 ετών δεν τέθηκε οτιδήποτε συγκεκριμένο από πλευράς του κ. Αλεξάνδρου που θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε ληφθεί υπόψη σε σχέση με τις συνθήκες φύλαξης και φροντίδας του τέκνου αυτού κατά την περίοδο σύλληψης και ενδεχόμενης κράτησης της μητέρας. Ουδεμία αναφορά έγινε για την ύπαρξη αδυναμίας ή δυσκολίας ανάθεσης προσωρινής φύλαξης και φροντίδας του τέκνου αυτού σε φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο της Ύποπτης ή οτιδήποτε άλλο που θα αφορούσε την φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου για την περίοδο ενδεχόμενης κράτησης αυτής. Μάλιστα ήδη από τις 06.02.2024 και ώρα 15:30 αυτή είχε συλληφθεί από την Αστυνομία για αυτόφωρο αδίκημα και οδηγήθηκε στην συνέχεια σε Αστυνομικό Σταθμό μέχρι και την παρουσίαση της ενώπιον του Δικαστηρίου στις 07.02.2024 για σκοπούς της διαδικασίας προσωποκράτησης συνεπώς αυτή προφανώς και δεν βρισκόταν με το ανήλικο τέκνο της το διάστημα αυτό με το Δικαστήριο να μην ενημερώνετε από την πλευρά της ύποπτης μητέρας περί δυσκολίας ή αδυναμίας ή προβλήματος στην προσωρινή φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου από κάποιον άλλο και είναι αντιληπτό ότι σχετικές διευθετήσεις ήδη έλαβαν χώρα για τις οποίες όμως το Δικαστήριο δεν ενημερώθηκε.  

Ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων που η Ύποπτη αντιμετωπίζει σε συνδυασμό με το ότι πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος προσωποκράτησης το Δικαστήριο θα προχωρήσει και θα διατάξει την κράτηση της Καθ ης η Αίτηση για σκοπούς διερεύνησης των αδικημάτων.

Ζυγίζοντας από την μια το δημόσιο συμφέρον στην εξιχνίαση του εγκλήματος έναντι των συνταγματικών δικαιωμάτων ελευθερίας της ύποπτης, βρίσκω ικανοποιητική δικαιολογία για να διατάξω την κράτηση αυτής όχι όμως για την περίοδο των 8 ημερών που ζητείται αλλά κρίνω πως ο χρόνος των 5 ημερών είναι εύλογος και δικαιολογημένος με σκοπό την ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου.

Για όλους τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω και με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία διατάσσω την παραπομπή της ύποπτης σε αστυνομική κράτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 11.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Άρθρου 24 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.

Νοείται ότι σε περίπτωση που το ανακριτικό έργο ολοκληρωθεί νωρίτερα τότε η ύποπτη να αφεθεί ελεύθερη.  

                                                                                                (Υπ.) …………………………..

                                                                                                        Ν. Φακοντής Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1](2)  Κανένα δικαστήριο δε διατάσσει την κράτηση μητέρας ύποπτης για τη διάπραξη πλημμελήματος ή κακουργήματος εκτός εάν το δικαστήριο θεωρεί το διερευνώμενο αδίκημα ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο