ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.

                                                                                             Αρ. Υπόθεσης: 303/24

 

Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου

 

v.

 

ALI ALTAMR  

Κατηγορούμενος  

 

Ημερομηνία: 22 Φεβρουαρίου 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: H κα. Ε. Μανώλη

Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Α. Αλεξάνδρου  

Κατηγορούμενος: Παρών  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ιστορικό Υπόθεσης:

 

Το υπό εξέταση κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 09.01.2024 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με το οποίο καταλογίζεται στον Κατηγορούμενο η διάπραξη 3 αδικημάτων ήτοι αυτό της πλαστογραφίας (1η Κατηγορία), κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (2η Κατηγορία) και πλαστοπροσωπίας (3η Κατηγορία).

 

Η υπόθεση εκδικάζεται συνοπτικά σε συνέχεια γραπτής συγκατάθεσης που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ένεκα του ότι στη νομική βάση και τις λεπτομέρειες κατηγορίας περιλαμβάνεται η ισχυριζόμενη πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου αναφορικά με επίσημο έγγραφο (διαβατήριο) με το άρθρο 337 του Κεφ. 154 να επισύρει σε περίπτωση καταδίκης για πλαστογραφία επίσημων εγγράφων ποινή φυλάκισης μέχρι και 10 έτη.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών ο κατηγορούμενος μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 08.01.2024 μαζί με άγνωστο πρόσωπο κατάρτισε πλαστό επίσημο έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση δηλαδή ένα Βελγικό διαβατήριο στο όνομα ROMELO LOKAKO (1η Κατηγορία). Αυτός περαιτέρω στις 08.01.2024 στο Διεθνές Αεροδρόμιο Πάφου το έθεσε σε κυκλοφορία (2η Κατηγορία) ενώ κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο παρέστησε τον εαυτό του ως τον ROMELO LOKAKO από το Βέλγιο ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο Ali Altamr από την Συρία (3η Κατηγορία).

 

Η υπόθεση καταχωρήθηκε ως έκτακτη όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω στις 09.01.2024 με τον Κατηγορούμενο να εμφανίζεται στην διαδικασία με δικηγόρο και να ζητά χρόνο για να απαντήσει στις κατηγορίες όπως και έγινε με την υπόθεση να ορίζεται για απάντηση στις 13.02.2024. Η Κατηγορούσα Αρχή προς το σκοπό εξασφάλισης της παρουσίας του ζήτησε όπως ο κατηγορούμενος παραμείνει υπο κράτηση ένεκα του κινδύνου φυγοδικίας επικαλούμενη την σοβαρότητα των αδικημάτων που αυτός αντιμετωπίζει, την αυστηρή ποινή (κυρίως φυλάκιση) που ενδεχόμενος να επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης και την πιθανότητα καταδίκης στη βάση και του μαρτυρικού υλικού το οποίο παραδόθηκε στο Δικαστήριο (Παράρτημα Α). Επιπρόσθετα επίκληση έγινε και στην απουσία δεσμών του Κατηγορούμενου με την Δημοκρατία.

 

Η τότε συνήγορος του Κατηγορούμενου δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής και συγκατατέθηκε στην κράτηση του πελάτη της. Παρά την απουσία ένστασης το Δικαστήριο ως όφειλε προχώρησε και εξέτασε το αίτημα κατά πόσον αυτό υπο τις περιστάσεις δικαιολογείτο και έκδωσε ενδιάμεση απόφαση (από έδρας) στις 09.01.2024 με την οποία διέταξε την κράτηση του Κατηγορούμενου στην βάση του κινδύνου φυγοδικίας απόφαση η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί.

 

Στις 13.02.2024 ο Κατηγορούμενος αποφάσισε να αλλάξει δικηγόρο και την εκπροσώπηση του ανέλαβε το γραφείο του κ. Αλεξάνδρου. Εμφανιζόμενος ο κ. Λεοντίου για λογαριασμό του κ. Αλεξάνδρου την συγκεκριμένη ημερομηνία ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι ένεκα της απουσίας του κ. Αλεξάνδρου στο Εφετείο παράκληση του ήταν να παραμείνει η υπόθεση σε λίγες ημέρες για να εμφανιστεί προσωπικά ο κ. Αλεξάνδρου και να ενστεί αγορεύοντας σε τυχόν αίτημα για συνέχιση της κράτησης του πελάτη του. Ένεκα της επιθυμίας αυτής το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για απάντηση στις 16.02.2024 με την Κατηγορούσα Αρχή να ζητά την συνέχιση της κράτησης του Κατηγορούμενου μέχρι την νέα ημερομηνία και τον κ. Λεοντίου να μην φέρει ένσταση επιφυλάσσοντας το δικαίωμα του πελάτη του να ενστεί μέσω του κ. Αλεξάνδρου την επόμενη φορά.

 

Κατά την εμφάνιση του κ. Αλεξάνδρου στις 16.02.2024 ο Κατηγορούμενος απάντησε σε μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και ένεκα του βαρυφορτωμένου προγράμματος του Δικαστηρίου εκείνη την ημέρα η υπόθεση παρέμεινε για σκοπούς ένστασης από πλευράς του κ. Αλεξάνδρου στο αίτημα για συνέχιση της κράτησης την Δευτέρα 19.02.2024 με τον συνήγορο να συγκατατίθεται στο αίτημα για συνέχιση της κράτησης που υποβλήθηκε από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής μέχρι και τις 19.02.2024 με τις ρητές του επιφυλάξεις για προώθηση της ένστασης του την επόμενη φορά.

 

Το αίτημα για συνέχιση της κράτησης και οι αγορεύσεις των μερών:

 

Η κα. Μανώλη στις 19.02.2024 εκπροσωπώντας την Κατηγορούσα Αρχή αιτήθηκε την συνέχιση της κράτησης του Κατηγορούμενου μέχρι την νέα ημερομηνία που θα δινόταν από το Δικαστήριο για σκοπούς εκδίκασης στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας. Αυτή υιοθέτησε ουσιαστικά το αρχικό αίτημα που υποβλήθηκε από πλευράς κατηγορούσας Αρχής στις 09.01.2024 σημειώνοντας πως ο Κατηγορούμενος βρίσκεται αντιμέτωπος με σοβαρές κατηγορίες με ένδειξη της σοβαρότητας τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές, την ορατή πιθανότητα καταδίκης με βάση το μαρτυρικό υλικό και το ότι στις περιπτώσεις αυτές σε περίπτωση καταδίκης επιβάλλεται συνήθως ποινή φυλάκισης.

 

Στρεφόμενη προς τις υποκειμενικές του περιστάσεις η κα. Μανώλη σημείωσε πως ο Κατηγορούμενος δεν έχει καθόλου δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία αφού κατάγεται από την Συρία και ως ο ίδιος παραδέχεται στην κατάθεση του έφθασε στην Πάφο μέσω βάρκας από την Τουρκία ενώ μάλιστα αυτός δήλωσε στην ανακριτική του κατάθεση ότι πηγαινοέρχεται συχνά και στην Ιορδανία χώρα όχι της καταγωγής του. Τόνισε πως στην Κύπρο αυτός βρίσκεται με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας με τον ίδιο παρόλα αυτά να προσπαθεί να διαφύγει μέσω του Αεροδρομίου Πάφου προς την Αγγλία μη διστάζοντας να υποδείξει πλαστό διαβατήριο για να πετύχει τον σκοπό του. Παρέπεμψε μάλιστα σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία αναγνωρίστηκε ότι η ύπαρξη νόμιμης διαμονής στην Κύπρο είτε υπο το καθεστώς ασύλου ή συμπληρωματικής προστασίας δεν μπορεί να επενεργήσει ως ασπίδα και να αποφευχθεί ο κίνδυνος να διαφύγει εφόσον αυτός αντιμετωπίζει σοβαρά αδικήματα. 

 

Ο κ. Αλεξάνδρου από την άλλη εξέφρασε την διαφωνία του με το σύνολο των όσων η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε. Επικαλέστηκε την ύπαρξη καινούργιων δεδομένων στην υπόθεση του Κατηγορούμενου με το πρώτο να αφορά το ότι αυτός βρίσκεται ήδη σε κράτηση για περίοδο 40 ημερών μετά την καταχώρηση της εναντίον του υπόθεσης και στο ότι αυτός δεν έχει παραδεχθεί πλέον τις Κατηγορίες. Επιχειρηματολογία ανάπτυξε και στη βάση του ότι το υπάρχον μαρτυρικό υλικό δεν καταδεικνύει πιθανότητα καταδίκης με το Δικαστήριο να επισύρει την προσοχή του κ. Αλεξάνδρου έτσι ώστε να τοποθετηθεί στο κατά πόσον θα μπορούσε το Δικαστήριο να επανεξετάσει τις αντικειμενικές περιστάσεις που τέθηκαν ενώπιον του στις 09.01.2024 και κρίθηκαν ότι δικαιολογούσαν την κράτηση του πελάτη του με τον κ. Αλεξάνδρου να συμφωνεί πως σε θέματα που έχουν ήδη αποφασιστεί από το Δικαστήριο το τελευταίο δεν μπορεί να επανέλθει για να διαφοροποιηθεί.

 

Τόνισε όμως πως σε καμιά περίπτωση δεν εμποδίζετε το Δικαστήριο στο να λάβει υπόψη του γεγονότα τα οποία δεν είχε υπόψη του κατά το στάδιο που αποφάσισε και διέταξε την κράτηση. Τα γεγονότα αυτά κατά τον συνήγορο είναι η παρέλευση των 40 ημερών που αυτός τελεί υπο κράτηση αλλά και η δήλωση άρνησης των κατηγοριών που αντιμετωπίζει δεδομένα τα οποία θα πρέπει να συνεκτιμήσει το Δικαστήριο για το κατά πόσον θα διατάξει την συνέχιση της κράτησης σε συνδυασμό με τα προσωπικά δεδομένα του πελάτη του αλλά και έχοντας κατά νου το θέμα της ποινής που ενδεχομένως να επιβληθεί σε αυτόν ακόμα και σε περίπτωση καταδίκης.

 

Σύμφωνα με τον κ. Αλεξάνδρου ο Κατηγορούμενος διαμένει εδώ και 7 χρόνια νόμιμα στην Δημοκρατία μαζί με τα δύο αδέλφια του σε σταθερό τόπο διαμονής και η διαμονή του στην Κύπρο διέπεται από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στην Συρία ένεκα της κατάστασης που εκεί επικρατεί. Τα τελευταία 3,5 χρόνια εργάζεται μόνιμα ως ελαιοχρωματιστής και λαμβάνει μηνιαίως το ποσό των €1500 ενώ ο εργοδότης του δηλώνει πρόθυμος να τον εγγυηθεί ως αξιόχρεος εγγυητής για το ποσό των €20.000. Δηλώνει πρόθυμος ο Κατηγορούμενος να καταθέσει σε μετρητά ως εγγύηση και το ποσό των €1000 καθώς και να παραδώσει όλα τα ταξιδιωτικά του έγγραφα για να διασφαλιστεί η παρουσία του στη δίκη.

 

Τέλος ο κ. Αλεξάνδρου αναφέρθηκε και στην έκταση της ποινής που σε περίπτωση καταδίκης ήθελε επιβληθεί αφού δεν διαφαίνεται να επιβάλλονται σε παρόμοιες υποθέσεις από τα Δικαστήρια ως υποστήριξε μακράς διάρκειας ποινές φυλάκισης με αποτέλεσμα σε περίπτωση που διαταχθεί η συνέχιση της κράτησης του πελάτη του τότε τέτοια κράτηση ενδεχόμενα να έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από την ποινή που θα κληθεί αυτός τελικά να εκτίσει.

 

Για την έκδοση της παρούσας απόφασης έχω λάβει υπόψη το σύνολο των όσων εισηγήθηκαν οι εμπλεκόμενες πλευρές τα οποία έχουν αποτυπωθεί αυτολεξεί στα πρακτικά που έχουν τηρηθεί και έχω κατά νου τη σχετική Νομολογία.

 

Νομική Πτυχή – Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου όσον το αφορά αίτημα κράτησης του  Κατηγορούμενου μέχρι την ημερομηνία της δίκης του εδράζεται στα άρθρα 48 και 157(1) της Ποινικής Δικονομίας  Κεφ. 155.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας ένα αίτημα κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, πρέπει να καθοδηγείται από την αρχή ότι κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος, εκτός αν τελικά καταδικαστεί από αρμόδιο Δικαστήριο και ότι η κράτησή του αποτελεί έναν σοβαρό περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος. Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.α. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373 αναφέρεται ότι ο κανόνας ότι οι υπόδικοι αφήνονται ελεύθεροι κάμπτεται μόνο εφόσον  συντρέχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι.

 

Ως ζήτημα γενικής αρχής, η οποία κατοχυρώνεται και συνταγματικά εφόσον αποτελεί απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, ένας υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος με εγγύηση στις περιπτώσεις όπου υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στη δίκη του. Ταυτόχρονα πρέπει να σταθμίζεται με αυτά και το δημόσιο συμφέρον που επιτάσσει την παρουσία των κατηγορουμένων στο Δικαστήριο. Η κράτηση υποδίκου καθίσταται αποδεκτή εφόσον το επιβάλλει η διασφάλιση των σκοπών της απονομής της δικαιοσύνης.[1]

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με βάση παγίως καθιερωμένες νομικές αρχές, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων. Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να διαταχθεί η κράτηση κατηγορουμένου. Αυτοί έχουν επαναληφθεί πολύ πρόσφατα μεταξύ άλλων[2] στην Ποινική Έφεση Αρ. 129/20 μεταξύ Ανδρέου v. Αστυνομίας, ημερ. 20.08.2020,Ποινική Έφεση Αρ. 195/20 μεταξύ Αργύρη v. Δημοκρατίας ημερ. 23.12.2020 και στην Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021 μεταξύ S M v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ημερ. 6.7.2021 και είναι οι ακόλουθοι:

 

1.            Η πιθανότητα/κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο

2.            Η πιθανότητα/κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων

3.            Η πιθανότητα/κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.

 

Καθένας από τους πιο πάνω παράγοντες εξετάζεται χωριστά και η ύπαρξη οποιουδήποτε από αυτούς δύναται να δικαιολογήσει την έκδοση διατάγματος κράτησης. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητη η συνδρομή και των τριών πιο πάνω παραγόντων για να διαταχθεί η κράτηση κατηγορουμένου (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7).

 

Yποβολή Αιτήματος για Συνέχιση της Κράτησης

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να πραγματευτεί τις νομικές αρχές που εξετάζονται στις περιπτώσεις υποβολής αιτήματος για συνέχιση κράτησης επισημαίνοντας πως το Δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές εξετάζει μόνο τα νέα δεδομένα και μόνο που έχει ενώπιον του.

 

Στην υπόθεση SEGUNDO CRISPIN CHINDOY BUESAQUILLO v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 56/2023, 8/5/2023 αναφέρθηκαν για το ζήτημα τούτο τα εξής σχετικά από το Ανώτατο Δικαστήριο:

 

Όπως έχουμε και πρόσφατα επαναλάβει στις υποθέσεις Μ. Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 274/2022 ημερ. 23.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B14, ECLI:CY:AD:2023:B14, και Μ. Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 10/2023, ημερ. 23.02.2023 η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταδείξει ότι μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης, όχι εξ υπαρχής, αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούν την κρίση του επί του θέματος της κράτησης και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξαρχής (βλ. Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 146, Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/20 και 166/20, ημερ. 22.10.2020 και S.M. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/21, ημερ. 6.7.2021). Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μαυρομιχάλης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), είναι σχετικό:

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταδείξει, ότι, εκκρεμούσης της δίκης, η εξέταση ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης κατηγορουμένου προσώπου διενεργείται με αφετηρία το τελευταίο διαφοροποιητικό γεγονός, εάν υπάρχει τέτοιο.  Διαπιστώνεται, έτσι, εφόσον περί τούτου πρόκειται, το περιεχόμενο της νέας μαρτυρίας που έχει, στο μεταξύ, προκύψει και η τυχόν επίδρασή της στην ήδη υπάρχουσα μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, ως προς την πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου. Άλλως πως, δε δικαιολογείται η εξέταση, εκ νέου, του πλαισίου, νομικού ή και πραγματικού, εντός του οποίου έχει εκδοθεί προηγούμενο διάταγμα κράτησης, της θέσης αυτής οριζομένης από το δόγμα του δεδικασμένου. Η σχετική νομολογία επιβεβαιώθηκε, πολύ πρόσφατα, στην J. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 125/2020 και 126/2020, 8.10.2020. Στην προκειμένη περίπτωση, αναμφίβολα, η απόφαση της πλειοψηφίας στις υποθέσεις Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, καθιέρωσε τέτοιο δεδικασμένο, ήτοι αναφορικά με την ένδειξη της πιθανότητας καταδίκης, στη βάση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας αρχής που υπήρχε στις 30.6.2020.»

 

 

Στρεφόμενος στην υπο εξέταση υπόθεση διαπιστώνω τα ακόλουθα:

 

Το Δικαστήριο επιλήφθηκε για πρώτη φορά του αιτήματος για κράτηση του Κατηγορούμενου στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας στις 09.01.2024. Κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου (από έδρας) η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί όπου διατάζεται η κράτηση του κατηγορούμενου στη βάση του συγκεκριμένου κινδύνου με το Δικαστήριο να ικανοποιείται περί (α) της πιθανότητας καταδίκης με βάση το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του (β) την σοβαρότητα των αδικημάτων και (γ) τις αυστηρές ποινές που θα επιβληθούν σε αυτόν σε περίπτωση καταδίκης τα οποία σε συνδυασμό με την απουσία δεσμών με την Δημοκρατία ήταν ικανά στο να διαταχθεί η κράτηση του. Και η εξέταση αυτή των προϋποθέσεων έγινε από το Δικαστήριο ανεξάρτητα από την μη ύπαρξη (τότε) ένστασης από πλευράς Κατηγορούμενου.

 

Ο κ. Αλεξάνδρου μέσω της αγόρευσης του ουσιαστικά κάλεσε το Δικαστήριο τόσο άμεσα όσο και έμμεσα να επανεξετάσει τόσο τις αντικειμενικές όσο και τις υποκειμενικές προϋποθέσεις.

 

Με κάθε σεβασμό προς τον συνήγορο του Κατηγορούμενου αλλά θεωρώ πως οι αντικειμενικές προϋποθέσεις δεν θα μπορούσαν να τύχουν εκ νέου εξέτασης / αξιολόγησης και αυτό γιατί αυτές εξετάστηκαν ήδη από το Δικαστήριο στις 09.01.2024 και κρίθηκαν ότι πληρούνταν συνεπώς δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο επειδή ο Κατηγορούμενος αποφάσισε να αλλάξει δικηγόρο ο οποίος έχει διαφορετική άποψη από αυτή που το Δικαστήριο εξέφρασε με την ενδιάμεση του απόφαση ημερ 09.01.2024 να προχωρήσει σε εκ νέου εξέταση αυτών.

 

Αυτό όμως που θα πράξει το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο είναι να εξετάσει τις υποκειμενικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου ως αυτές εκτέθηκαν από τον κ. Αλεξάνδρου και αυτό γιατί στις 09.01.2024 η πλευρά του Κατηγορούμενου με την τότε συνήγορο του δεν έθεσε οποιοδήποτε στοιχείο αφορά τις προσωπικές / υποκειμενικές περιστάσεις του πελάτη της για να μπορούσαν να τύχουν οποιασδήποτε αξιολόγησης / εξέτασης από πλευράς Δικαστηρίου.

 

Φυσικά δεν παραγνωρίζω και το γεγονός πως κατά τον χρόνο που η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος δεν διαθέτει δεσμούς με την Δημοκρατία η τότε συνήγορος του δεν εξέφρασε οποιαδήποτε αντίθετη θέση ή διαφωνία όμως και πάλι το να αγνοήσω τα όσα σήμερα προτάσσονται από τον κ. Αλεξάνδρου ουσιαστικά για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με τον Κατηγορούμενο θα ήταν άδικο και δυσμενές για αυτόν.

 

Συνεπώς το Δικαστήριο θα εξετάσει το κατά πόσον η ύπαρξη των συγκεκριμένων υποκειμενικών περιστάσεων που παρατέθηκαν από τον κ. Αλεξάνδρου στις 19.02.2024 είναι τέτοιας φύσεως και έκτασης που μπορούν να διαφοροποιήσουν την αρχική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διέταξε την κράτηση του στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.

 

Και αυτό γιατί η πιθανότητα μη προσέλευσης ενός κατηγορούμενου στη δίκη δεν πρέπει να εκτιμάται μόνο με αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και τις ποινές.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μεταξύ ΜΙΧΑΗΛ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 167/2021, 168/2021, 169/2021 και 171/2021, 27/10/2021 αναφέρθηκε από το Εφετείο και τα ακόλουθα σχετικά:

 

Όπως δε προκύπτει από τη νομολογία και επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 176/2020, ημερομηνίας 29.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:B373, «Υπεισέρχονται στη συνέχεια στην εξίσωση και προσμετρούν άλλοι σχετικοί παράγοντες που συνδέονται με το χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς αλλά και άλλων ειδών δεσμούς με την Κύπρο (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 και Kazanjian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 326). Όπως εύστοχα τέθηκε στη Θεοχάρους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48: «Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος». Στη Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538, αναφέρθηκε χαρακτηριστικά ότι: «Η συνεκτίμηση των στοιχείων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση πρέπει να γίνεται με πνεύμα ρεαλιστικής προσέγγισης και με πνεύμα επιείκειας όπως επιβάλλει το άρθρο 11 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο οι κατηγορούμενοι τεκμαίρεται ότι είναι αθώοι και ως ζήτημα γενικής αρχής, πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι».

 

Στρεφόμενος προς την υπο εξέταση υπόθεση θεωρώ πως το σύνολο των προσωπικών / υποκειμενικών περιστάσεων όπως έχουν προωθηθεί από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν με οποιοδήποτε τρόπο την αρχική απόφαση του Δικαστηρίου για την κράτηση αυτού.

 

Και αυτό γιατί το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος παρά το ότι βρίσκεται στην Κύπρο εδώ και 7 χρόνια όπου κατοικεί και εργάζεται μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας του υπο καθεστώς μάλιστα συμπληρωματικής προστασίας κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλείσει τον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Αυτός ως προκύπτει και από την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία στις 08.01.2024 κατάγεται από την Συρία ενώ αφίχθηκε στην Κύπρο το έτος 2017 και συγκεκριμένα στην Πάφο μέσω βάρκας από την Τουρκία και στην συνέχεια αιτήθηκε και απέκτησε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Επιπρόσθετα αυτός αναφέρει στην κατάθεση του και συγκεκριμένα στην απάντηση 9 ότι ταξιδεύει συχνά και στην Ιορδανία χωρά από την οποία ο ίδιος δεν κατάγεται χωρίς βεβαίως να εξηγεί για τους λόγους αυτών των συχνών μάλιστα ταξιδιών προς την συγκεκριμένη χώρα. 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει απουσία δεσμών του Κατηγορούμενου με την Κύπρο αλλά και διασύνδεση αυτού με άλλες δύο χώρες η μία που αφορά την χώρα καταγωγής του δηλαδή την Συρία καθώς επίσης και με την Ιορδανία την οποία καθ ομολογία επισκέπτεται συχνά από την Κύπρο.

 

Επιπρόσθετα επιχειρηματολογία όπως αυτή που παρέθεσε ο κ. Αλεξάνδρου ότι ο Κατηγορούμενος βρίσκεται στην Κύπρο υπο το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και δεν έχει οποιοδήποτε λόγο να εγκαταλείψει την χώρα θεωρώ ότι στερείται ερείσματος. Παραπέμπω στην απόφαση LIBANOUS v Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 72/2019 ημερομηνίας 11.07.2019 όπου αναφέρθηκε ότι το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος είναι αιτητής πολιτικού ασύλου δεν αναιρεί τον κίνδυνο διαφυγής του (βλέπετε επίσης SHOAIB v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 35/2020 ημερ. 14.04.2020, Β.Τ.Τ. v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 111/2023, BADUR v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 75/2022 ημερ. 15.04.2022).

 

Συνεπώς ένεκα των αντικειμενικών περιστάσεων που συνεχίζουν να υφίστανται στην υπό εξέταση υπόθεση αλλά και την απουσία δεσμών του Κατηγορούμενου με την Κύπρο κρίνω ότι η παρουσία του στη δίκη εξασφαλίζεται μόνο με την έκδοση διαταγής για συνέχιση της κράτησης του και όχι δια της επιβολής όρων.

 

Στρεφόμενος προς την επιχειρηματολογία του κ. Αλεξάνδρου για την ύπαρξη νέων δεδομένων που αυτά αφορούν (α) την παρέλευση 40 ημερών από την ημερομηνία που αυτός τέθηκε υπόδικος στα πλαίσια της υπόθεσης και (β) την απάντηση μη παραδοχής του στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο τέτοια επιχειρηματολογία δεν με βρίσκει σύμφωνο. Και αυτό γιατί ήταν επιλογή του ίδιου του Κατηγορούμενου ως βεβαίως είχε δικαίωμα να πράξει να ζητήσει χρόνο μέσω του προηγούμενου δικηγόρου του στις 09.01.2024 για να απαντήσει στις κατηγορίες με την υπόθεση να ορίζετε προς το σκοπό αυτό και με βάση το πρόγραμμα του Δικαστηρίου για τις 13.02.2024. Στις 13.02.2024 και πάλι δεν απάντησε τις κατηγορίες και ένεκα κωλύματος του κ. Αλεξάνδρου να παρευρεθεί προσωπικά να χειριστεί την υπόθεση επαναορίστηκε για τις 16.02.2024 ημερομηνία κατά την οποία αποφάσισε ο Κατηγορούμενος να απαντήσει στις κατηγορίες και να μην τις παραδεχθεί ενώ στις 19.02.2024 ακούστηκαν και οι αγορεύεις για το θέμα που εξετάζεται με την παρούσα απόφαση.

 

Συνεπώς λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω δεν θεωρώ ότι έλαβε χώρα τέτοια επιμήκυνση της διαδικασίας ικανή να οδηγήσει το Δικαστήριο σε απόφαση άλλη από αυτήν της έκδοσης διαταγής για συνέχιση της κράτησης του Κατηγορούμενου στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.

 

Τέλος όσον αφορά την επιχειρηματολογία περί παραμονής του Κατηγορούμενου ως υπόδικου για μεγαλύτερο χρόνο από ότι ενδεχομένως να κληθεί να εκτίσει ως ποινή σε περίπτωση καταδίκης του το μόνο που έχω να πω είναι ότι το Δικαστήριο σε περίπτωση ενοχής είτε μετά από ακροαματική διαδικασία είτε μετά από παραδοχή θα προχωρήσει να επιβάλει την κατάλληλη υπο τις περιστάσεις ποινή λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης αλλά και οτιδήποτε άλλο τεθεί ενώπιον του είτε ως επιβαρυντικός ή ελαφρυντικός παράγοντας συμπεριλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορούμενου κάτι το οποίο θα πράξει στον κατάλληλο χρόνο νοουμένου ότι υπάρξει τέτοια εξέλιξη στην υπόθεση. Το Δικαστήριο έχει κατά νου και συνυπολογίζει το ουσιώδη γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος καθίσταται υπόδικος στην υπόθεση και θα πρέπει να δοθεί κατά το δυνατό και σύμφωνα με το τρέχον πρόγραμμα η συντομότερη ημερομηνία για έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και θα το πράξει. 

 

Σίγουρα στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει το τι ποινή θα επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης στον Κατηγορούμενο το μόνο όμως που έχει ενώπιον του και προφανώς δεν μπορεί να παραγνωρίσει είναι ότι αυτός αντιμετωπίζει σοβαρές κατηγορίες με την υπόθεση του να εκδικάζεται συνοπτικά μόνο σε συνέχεια της συγκατάθεσης που εξασφαλίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας χωρίς η συγκατάθεση αυτή να υποβαθμίζει την σοβαρότητα των αδικημάτων που του καταλογίζονται.

 

Κατά συνέπεια ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια εκδίδω διάταγμα για την συνέχιση της κράτησης του Κατηγορούμενου στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.

 

Τέλος με σκοπό να καταστεί εφικτή η παρουσίαση του Κατηγορούμενου κατά την επόμενη δικάσιμο εκδίδω σχετικό διατάγματα προσαγωγής του (bring up order).

 

 

                                                                         (Υπ.) ………………………..………..

         Ν. Φακοντής, Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] ΜΙΧΑΗΛ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 167/2021, 168/2021, 169/2021 και 171/2021, 27/10/2021  ‘’Το Δικαστήριο, όταν εξετάζει αίτημα για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, έχει να σταθμίσει μεταξύ του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας και του συμφέροντος της κοινωνίας να διασφαλιστεί ότι ο κατηγορούμενος για τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων θα παρουσιαστεί στη δίκη του.’’

 

[2] ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 185/2021, 23/11/2021 , ΚΑΣΣΙΡ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 146/2021, 29/9/2021


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο