ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 547/2020 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

εναντίον

 

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΦΙΤΗ

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 5 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Παπαγεωργίου Μ.

Για τον Κατηγορούμενο: κος Σατολιάς Η.

Κατηγορούμενος παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στην παρούσα υπόθεση, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 8, 19 και 20Α του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 έχει τροποποιηθεί

 

 Η κατηγορία αυτή προέκυψε από ανατροπή του οχήματος τύπου «Buggy» με αρ. εγγραφής [ ] το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος με συνεπιβάτιδα τη σύζυγο του σε χωμάτινο δρόμο στην τοποθεσία «Παναγιά Χρυσοπατερίτισσα» στο Πωμό της επαρχίας Πάφου. Δεν υπήρχε άλλο ενεχόμενο όχημα. Το δυστύχημα συνέβηκε την 07.05.19 και ώρα 19:20.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε δυο μάρτυρες, ήτοι τον εξεταστή του δυστυχήματος Αστ.836 Π. Χριστοδούλου (Μ.Κ.1) και τον Λοχία 1289  Πάμπο Αναστάση (Μ.Κ.2). 

 

Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας κατατέθηκαν από κοινού και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους τα κάτωθι:

 

α) Κατάθεση στην αστυνομία του Βαλεντίνου Τριανταφύλλου ημερομηνίας 08.05.2019 ως Τεκμήριο 1

β) Κατάθεση του αστυφύλακα 1142 Κ. Κωνσταντίνου ως Τεκμήριο 2

γ) Σετ 16 φωτογραφιών με αριθμό φακέλου Τ173/19 ως Τεκμήριο 3

 

Τα εν λόγω παραδεκτά γεγονότα εγκρίθηκαν ως τέτοια από το Δικαστήριο και συνεπώς αποτελούν μέρος των ευρημάτων μου.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Η προσαχθείσα μαρτυρία στα κύρια σημεία της μπορεί να συνοψισθεί ως εξής :

 

O MK.1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 4 στο Δικαστήριο γραπτή κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια της υπό κρίση υπόθεσης της οποίας το περιεχόμενο ανέγνωσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν τοποθετημένος στην Α.Σ Πόλεος Χρυσοχούς και είχε μεταβεί την 07.05.19 και ώρα 19:20 στο μέρος που έγινε το δυστύχημα Τροχαία Πάφου στο κλάδο τροχαίων ατυχημάτων. Επιτόπου σχεδιαγράφησε τη σκηνή, κατέγραψε τις ζημιές του οχήματος και επίσης σημείωσε ίχνη που βρήκε στο χωματόδρομο. Έλαβε κατάθεση του κατηγορούμενου στην οποία του ανέφερε ότι οδηγούσε με αργή ταχύτητα το Buggy και στην προσπάθεια του να στρίψει δεξιά αυτό ανατράπηκε. Όπως του είχε αναφέρει ήταν άπειρος στην οδήγηση τέτοιου τύπου οχήματος. Αφού τον κατηγόρησε γραπτώς ο κατηγορούμενος απάντησε «Ό,τι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».

 

Στο υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος (τεκμήριο 5), την ανακριτική κατάθεση που έλαβε από τον κατηγορούμενο (τεκμήριο 6), τη γραπτή του κατηγορία (τεκμήριο 7) και ιατρική αναφορά ως έγγραφο που είχε στην κατοχή του σχετικά με τους τραυματισμούς που υπέστη ο κατηγορούμενος (τεκμήριο 8). Στη συνέχεια κατέθεσε συμμετρικό σχέδιο το οποίο ετοίμασε ο ίδιος (τεκμήριο 9). Σε αυτό υπέδειξε την πορεία του οχήματος του κατηγορούμενου που ήταν βόρεια. Δεν ήταν σίγουρος για το μήκος των ιχνών πλαγιολίσθησης που σημείωσε επί του σχεδίου, τα οποία με τη χρήση κλίμακας υπολόγισε σε 5,80μ. Δεν μπορούσε να πει ακριβώς το πλάτος του χωματόδρομου καθότι αυτός είχε κλίσεις και δεν ήταν ευθύς. Οι ζημιές του οχήματος ήταν στην αριστερή του πλευρά δηλαδή στις δυο αριστερές πόρτες, δυο αριστερά φτερά, αριστερό καθρεφτάκι και δυο αριστερούς προστατευτικούς σωλήνες. Στη συνέχεια κατέθεσε ως Τεκμήριο 10 στοιχεία εγγραφής του Buggy. Σύμφωνα με αυτό το Buggy είναι κατηγορίας «Ζ» (ενοικιάσεως) και μοτοσυκλέτα. Ο τόπος που έγινε το δυστύχημα ήταν δασική περιοχή (πευκόδασος) και ο δρόμος που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος οδηγούσε στο δάσος της Πάφου. Ο δρόμος χρησιμοποιείται και από άλλα οχήματα.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι εντόπισε το όχημα ανατρεπόμενο στο δρόμο με τους αριστερούς του τροχούς προς τα πάνω, ενώ υπήρχαν και ίχνη πλαγιολίσθησης. Αυτά κατά τη θέση του, απεκάλυπταν ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε αμελώς. Συμφώνησε με τη θέση της Υπεράσπισης ότι τα ίχνη που σημείωσε επί του σχεδίου ως τέτοια, ήταν σε ευθεία πορεία παρά φανέρωναν πλάγια ολίσθηση. Ανέφερε ακόμα ότι υπήρχαν και άλλα ίχνη στη σκηνή τα οποία δεν έβαλε πάνω στο σχέδιο τα οποία επίσης φανέρωναν ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε αμελώς και πως έκαμνε «οχταράκια». Δεν πήρε φωτογραφίες στη σκηνή. Ήταν η θέση του πως ο κατηγορούμενος πήγαινε με μεγάλη ταχύτητα την οποία απέδωσε στα γδαρσίματα που έγιναν στην αριστερή του πλευρά κάτι που φανέρωνε ότι το όχημα σύρθηκε στο χώμα. Στο σχέδιο όμως αυτό δεν αποτυπώθηκε. Ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει για ειδικές οδηγίες που αφορούσαν την οδήγηση αυτού του τύπου των οχημάτων, ούτε και γνώριζε αν έγιναν οποιαδήποτε μαθήματα στον κατηγορούμενο από τον ιδιοκτήτη του Buggy πριν να το οδηγήσει. Ερωτώμενος από που φαίνεται ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε με έλλειψη προσοχής ανέφερε ότι ήταν σε ένα δασικό δρόμο, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε τροχαία κίνηση, χωρίς να υπάρχουν άσχημες καιρικές συνθήκες, ήταν μέρα και ανατράπηκε μόνος του. Ζήτησε να διενεργηθεί εξέταση στο όχημα από ειδικό για τυχόν μηχανική του βλάβη, η οποία ως εξήγησε στη συνέχεια, περιλάμβανε και την κατάσταση των ελαστικών του. Πήρε τη σχετική έκθεση όμως δεν θυμόταν τι καταγραφόταν σε αυτή.

 

Σε ερώτηση κατά πόσο ήταν πιθανό να αναποδογυρίστηκε το όχημα του κατηγορούμενου λόγω της κατάστασης του χωματόδρομου ανέφερε ότι σε τέτοια περίπτωση όλα τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν τον εν λόγω δρόμο θα αναποδογυρίζονταν μόλις επιχειρούσαν δεξιά στροφή. Επομένως επιδρούν και άλλοι παράγοντες και ίσως, ως ανέφερε, να είναι και η ταχύτητα. Σε υποβολή ότι τα συγκεκριμένα οχήματα (buggy) αναποδογυρίζονται πολύ εύκολα κατά τη στροφή ανέφερε ότι μπορεί να συμβεί. Πρόσθεσε ότι υπήρξαν αρκετά ατυχήματα με αυτού του είδους τα οχήματα λόγω απειρίας των οδηγών τους.

 

Σε υπόδειξη ότι επί του συμμετρικού σχεδίου φαινόταν ότι ήταν οι αριστεροί τροχοί του οχήματος που ήταν προς τα πάνω, ανέφερε ότι επρόκειτο περί λάθους το οποίο απέδωσε στην πίεση της δουλειάς, χωρίς όμως να αναιρεί το υπόλοιπο σχέδιο του επιμένοντας στη θέση πως αυτό αναποδογυρίστηκε στην αριστερή πλευρά. Ήταν η θέση του ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε αμελώς, και πως ίσως λόγω της ταχύτητας που είχε ή και της απειρίας του σε τέτοιου τύπου οχήματα, τα οποία χαρακτήρισε ως εύστροφα και δυνάμενα να αναπτύξουν απότομα ταχύτητα, ή ακόμα ο συνδυασμός των δυο να προκάλεσαν το όχημα να αναποδογυριστεί στη στροφή. Η δική του εισήγηση στους ανωτέρους του, λόγω του ότι ήταν νιόπαντρος αλλά και των τραυματισμών που υπέστη και από τους οποίους υποφέρει, ήταν να μην ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη.

 

O MK.2 υιοθέτησε με τη σειρά του τη δική του κατάθεση που έδωσε την οποία και κατέθεσε ως Τεκμήριο 11. Αφού παραθέτει τα προσόντα και εκπαιδεύσεις που έτυχε περιγράφει την εμπλοκή του στο επίδικο ατύχημα. Συγκεκριμένα την 10.05.2019 μετέβηκε με τον Αστ. 1142 στον Α.Σ Σταθμό Πόλης Χρυσοχούς για επιθεώρηση του υπό αναφορά οχήματος καθότι, ως τον είχε πληροφορήσει ο ΜΚ.1 ο οδηγός του ισχυρίστηκε μηχανικό πρόβλημα. Προέβηκε συνεπώς σε επιθεώρηση του και διαπίστωσε ότι το σύστημα τροχοπέδησης, το σύστημα διευθύνσεως και το κιβώτιο ταχυτήτων ήταν όλα σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση. Δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε βλάβη που να συνέτεινε στην πρόκληση του δυστυχήματος που επεσυνέβει 3 μέρες προηγουμένως.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της αντεξέτασης του επανέλαβε ουσιαστικά τα όσα περιλαμβάνονται στην κατάθεση του

 

Κατά την αντεξέταση του έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες ως προς το είδος του ελέγχου τον οποίο διενήργησε με ιδιαίτερη αναφορά στο σύστημα πέδησης και διεύθυνσης. Συμφώνησε με τη θέση της Υπεράσπισης ότι για κάποιους τύπους οχημάτων υπάρχουν οδηγίες και κάποια μαθήματα που πρέπει να γίνονται πριν οδηγηθούν, όμως δεν γνώριζε για το buggy. Διευκρίνισε όμως ότι το σύστημα πέδησης λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο όπως σε όλα τα οχήματα, εκτός από τις δίτροχες μοτοσυκλέτες λόγω ακριβώς αυτής της ιδιομορφίας. Στη συνέχεια του υποδείχθηκε το τεκμήριο 9 συμφώνησε πως όπως ήταν σχεδιασμένος το buggy φαινόταν ότι είχε αναποδογυριστεί στην δεξιά πλευρά, και αν όντως ήταν έτσι δεν θα είχε ζημιές στην αριστερή πλευρά. Βλέποντας και το σετ φωτογραφιών (τεκμήριο 3) ήταν η θέση του πως δεν υπήρχαν ζημιές δεξιά, ούτε και πίστευε πως το συγκεκριμένο όχημα έδωσε περιστράφηκε κατά την πτώση του. Απέδωσε τη σχεδίαση των τροχών του οχήματος επί του τεκμηρίου 9 σε λάθος. Δεν δέχθηκε τη θέση του κου Σατολιά ότι τα δυο σχεδιαγραφήματα και το σετ φωτογραφιών αναφέρονται σε άλλο δυστύχημα και το μόνο λάθος ήταν στους τροχούς.

 

Όταν οδήγησε το όχημα στο χώρο του Α.Σ στην Πόλη δεν αντιλήφθηκε κάποιο πρόβλημα με το πετάλι. Δεν γνώριζε αν υπήρχε «κόφτης» ταχύτητας και κατά πόσο τον τοποθέτησε ο ιδιοκτήτης του όταν το ενοικίασε στον κατηγορούμενο. Στην υποβολή από την Υπεράσπιση αριθμού κανόνων ασφαλείας που αφορούν αυτού του τύπου οχήματα τα οποία όφειλε ο ιδιοκτήτης να κοινοποιήσει τον ενοικιαστή (κατηγορούμενο) ο ΜΚ.2 ανέφερε ότι πρόκειται ουσιαστικά για κανόνες που αφορούν όλα τα οχήματα. Ακόμα και ένα σαλούν όχημα, ως ανέφερε, αν πάρει μια στροφή πολύ απότομα μπορεί να αναποδογυριστεί. Διευκρίνισε όμως ότι όπως ο ίδιος γνώριζε, το buggy αναποδογυρίζεται πολύ πιο εύκολα. Για το κατά πόσο ήταν αμελής ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να αναφέρει κάτι ή αν είχε ευθύνη οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

 

Αυτή ήταν η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή.

 

Με ενδιάμεση απόφαση του που δόθηκε απευθείας από την έδρα το Δικαστήριο κάλεσε τον κατηγορούμενο σε απολογία. Ο ίδιος επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και δεν κλήτευσε οποιουσδήποτε μάρτυρες.

 

Αξίζει βέβαια να λεχθεί ότι ο κατηγορούμενος έδωσε γραπτή κατάθεση στην Αστυνομία.

 

Σε αυτή αναφέρει ότι ενοικίασε το buggy χωρίς όμως να πληροφορηθεί οτιδήποτε για την επικινδυνότητα του. Επέλεξε το συγκεκριμένου τύπου όχημα το οποίο του φάνηκε ασφαλέστερο από άλλα που ήταν διαθέσιμα προς ενοικίαση. Λίγο πριν το δυστύχημα πάτησε φρένα και μείωσε εντελώς την ταχύτητα του (σχεδόν σταμάτησε) για να στρίψει αριστερά, όμως όταν πάτησε τα φρένα το όχημα έγειρε, πολύ αργά, στα αριστερά. Κατά τη στιγμή της ανατροπής του, άρπαξε ενστικτωδώς τον αριστερό προστατευτικό σωλήνα του οδηγού, όμως αυτό δεν σταμάτησε την πτώση με αποτέλεσμα να καταπλακωθεί η παλάμη του. Για τον τραυματισμό του αυτό υποβλήθηκε σε εγχείρηση σε ιδιωτική κλινική στη Λεμεσό. Αναφέρει επίσης ότι αποζημίωσε όλες τις ζημιές που προκλήθηκαν στο όχημα με το ποσό των €1.000.

 

Παραδεκτά Γεγονότα

 

Κατάθεση Βαλεντίνου Τριανταφύλλου

 

Στην εν λόγω κατάθεση το εν λόγω πρόσωπο αναφέρει ότι είναι νοσηλευτής. Γνωρίζει εδώ και χρόνια τον κατηγορούμενο. Κατά την 06.05.2019 είχε πάει στο Πωμό για να φωτογραφηθούν με τη σύζυγο του για το γάμο τους. Την επόμενη μέρα ενοικίασε το buggy από το Λατσί και μετέβηκαν και οι τρεις μαζί στην τοποθεσία Παναγία Χρυσοπατερίτισσα στον Πωμό, όπου τους περίμενε φωτογράφος. Γύρω στις 18:40 και ενώ ο ίδιος περίμενε στην εκκλησία, ο κατηγορούμενος οδηγούσε το buggy με συνεπιβάτη τη σύζυγο του προς το δάσος σε απόσταση 50 μέτρων από την εκκλησία. Σε κάποια στιγμή προσπάθησε να γυρίσει το όχημα ώστε να βλέπει προς την εκκλησία και έτσι να φωτογραφηθούν. Στην προσπάθεια του αυτή το buggy έγειρε προς τα αριστερά και η σύζυγος του κατηγορούμενου φώναξε σε βοήθεια. Προσέτρεξε στο χώρο που έγινε το δυστύχημα και είδε ότι η παλάμη του χεριού του κατηγορούμενου ήταν σχεδόν αποκομμένη. Τον έβαλε στο όχημα του για να τον πάρει νοσοκομείο. Εν τέλει τον παρέδωσε σε ασθενοφόρο του Νοσοκομείου Πόλης Χρυσοχούς. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση σε ιδιωτική κλινική στη Λεμεσό, όπου του αποκαταστάθηκε η παλάμη

 

Κατάθεση Αστυφύλακα 1142

 

Είναι ειδικός φωτογράφος της Αστυνομίας. Μεταξύ των ωρών 09:12 – 09:17 της 10ης Μαΐου 2019 έλαβε 16 φωτογραφίες του οχήματος [ ]. Στη συνέχεια περιγράφει τη διαδικασία που μετέφερε από την κάρτα μνήμης της φωτογραφικής με τη βοήθεια Η.Υ και συσκευής αντιγραφής CD/DVD. Ετοίμασε 2 ψηφιακούς δίσκους στους οποίους έδωσε σχετικά διακριτικά. Κατόπιν σε εργαστήριο φωτογραφίας εικόνας και γραφικών στο Αρχηγείο Αστυνομίας εκτύπωσε 4 αντίγραφα των φωτογραφιών τα οποία έδεσα σε βιβλιάρια με ευρετήριο στο πίσω μέρος. Η ώρα της φωτογράφισης που αναγράφεται είναι λανθασμένη αφού ήταν κατά μια ώρα πίσω.

 

Σετ φωτογραφιών

 

Τέλος όσον αφορά το σετ φωτογραφιών που επίσης κατατέθηκε από κοινού και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου του (τεκμήριο 3) φαίνεται το όχημα που φωτογράφισε ο αστυφύλακας 1142 από διαφορετικές οπτικές γωνίες καθώς και του εσωτερικού του μέρους. Είναι χρώματος μαύρου και κόκκινου και φέρει εμφανείς ζημιές, κυρίως γδαρσίματα σε όλη την αριστερή πλευρά του από την θέση του οδηγού. Είναι δε αριστεροτίμονο όχημα.

 

Αγορεύσεις

 

Από πλευράς κατηγορούσας αρχής κατατέθηκε γραπτό κείμενο αγορεύσεων. Αφού γίνεται εν συντομία σχολιασμός της δοθείσας μαρτυρίας, ο κος Παπαγεωργίου εισηγείται όπως το Δικαστήριο κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο επικαλούμενος ότι η έλλειψη εμπειρίας ή το κατά πόσο εξηγήθηκε στον κατηγορούμενο ο τρόπος χρήσης του συγκεκριμένου τύπου οχήματος, του δεν μπορεί να αποτελέσει υπεράσπιση στην αμελή οδήγηση που επέδειξε. Αυτή δε προκύπτει από το γεγονός ότι οδηγούσε σε ένα δρόμο χωρίς κίνηση, χωρίς άσχημες καιρικές συνθήκες και χωρίς το όχημα να έχει οποιαδήποτε μηχανική βλάβη σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ.2.

 

Ο κος Σατολιάς αγόρευσε προφορικά. Εισηγήθηκε αρχικά ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει τη μαρτυρία του ΜΚ.1 ως αναξιόπιστη λόγω της αδυναμίας του μάρτυρα να εξηγήσει το σχέδιο το οποίο ετοίμασε, το οποίο είναι και ασαφές και αόριστο, αλλά και λόγω του ότι μετέβαλλε συνεχώς τις θέσεις του στην προσπάθεια του να εξηγήσει τους λόγους που έγινε το δυστύχημα. Ήταν η θέση του πως ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να εξηγήσει τους λόγους πρόκλησης ενός δυστυχήματος παρά είναι καθήκον της κατηγορούσας αρχής να προσκομίσει σαφή και θετική μαρτυρία για το ζήτημα αυτό. Είναι σε αυτό που απέτυχε η κατηγορούσα αρχή, όπως ανέφερε. Πέραν τούτου ουδέποτε η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι το δυστύχημα οφείλετο σε μηχανική βλάβη, λόγο που προσπάθησε να αποκλείσει η κατηγορούσα αρχή, παρά στο ότι δεν δόθηκαν οι κατάλληλες οδηγίες χρήσης από τον ιδιοκτήτη του buggy, όταν αυτό ενοικιάστηκε από τον κατηγορούμενο.

 

Κοινά αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα

 

Πέραν από τα αυστηρώς παραδεκτά γεγονότα είναι επιτρεπτή και η εξαγωγή ευρημάτων, χωρίς να αξιολογηθούν σχετικά οι μάρτυρες, επί γεγονότων που εμφανίζονται μη αμφισβητούμενα δια των χειρισμών των διαδίκων κατά την ακρόαση. Σχετική είναι η απόφαση Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2018:A179, Π.Ε 185/2012, ημερ. 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A179. Άλλωστε, η ανάγκη αξιολόγησης μαρτυρίας υφίσταται όπου παρουσιάζονται διιστάμενες  εκδοχές επί των επίδικων γεγονότων και το Δικαστήριο προβαίνει σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν εκδοχών, ώστε να καταλήξει σε ευρήματα γεγονότων (βλ. Pissis Ltd v. La Baguette Boullangerie- Patisserie Ltd, Πολ. Έφεση 135/10, ημερ. 30.9.2015)

 

Στην υπό κρίση υπόθεση μέσα από τους χειρισμούς της Υπεράσπισης προκύπτει ότι δεν έχει  αμφισβητηθεί πως ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής ΝΗΜ 783, τύπου buggy, την επίδικη ημερομηνία και κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας που αντιμετωπίζει. Επίσης, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι το όχημα αυτό ανατράπηκε, ενόσω αυτό οδηγείτο από τον κατηγορούμενο και βρισκόταν εντός χωματόδρομου σε δασική περιοχή, που χρησιμοποιείται από οχήματα. Από τη μη αμφισβήτηση του τεκμηρίου 8 σε συνδυασμό με την παραδεκτή ως προς το αληθές του περιεχομένου της κατάθεση του Βαλεντίνου Τριαντάφυλλου, ως αποτέλεσμα της ανατροπής του buggy, προκλήθηκε σοβαρός τραυματισμός του κατηγορούμενου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

             Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους λαμβάνω υπόψη μου τον τρόπο που οι εν λόγω μάρτυρες απαντούσαν τις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, τις αντιδράσεις τους και γενικά την όλη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα.  Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο τόσο της προφορικής τους μαρτυρίας όσο και της έγγραφης μαρτυρίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έχω υπόψη μου και τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα[1]. Διατηρώ επίσης υπόψιν μου και την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς[2], και ότι η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη[3], αρκεί αυτό να δικαιολογείται και να επεξηγείται, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία τυχόν έφεσης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης[4]. Έχω επίσης κατά νου, πως δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να προβάλλουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει (βλ. κατ' αναλογία, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 401, 406), αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να ορμώνται από πλειάδα αιτιών, χωρίς αναγκαστικώς αυτές να εκπορεύονται από διάθεση ψεύδους ή παραπλάνησης. Πολύ σημαντική παράμετρος που χρήζει αναφοράς είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συνεκτιμάται, διερευνάται και αντιπαραβάλλεται με το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας[5]. Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:A202, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας.

 

Στα πλαίσια αξιολόγησης μαρτυρίας λαμβάνεται υπόψη και οποιαδήποτε πραγματική μαρτυρία έχει προσκομιστεί κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Αναφορικά με την αξία της πραγματικής μαρτυρίας της αναφέρθηκε στην υπόθεση Derek Knell v Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51:

«Η πραγματική μαρτυρία, όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί, συνιστά σταθερό οδηγό για την ιχνηλάτηση των περιστατικών του δυστυχήματος και γνώμονα για την κρίση τόσο της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας.  Όχι σπάνια, η αναστάτωση που επιφέρει στους οδηγούς η σύγκρουση οχημάτων προκαλεί σύγχυση ως προς τα διαδραματιζόμενα με επακόλουθο ενίοτε ανακρίβειες στην μαρτυρία τους. Είναι γι' αυτό που η πραγματική μαρτυρία παρέχει αμετακίνητη βάση για την αξιολόγηση των μαρτύρων και την εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων για τα διαδραματισθέντα. Η αξία της πραγματικής μαρτυρίας είναι η ίδια σε πολιτικές και ποινικές υποθέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις αποτυπώνει γεγονότα που αποτελούν οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την ακρίβεια της μαρτυρίας της».

Περαιτέρω, όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 337 – 338, οι φωτογραφίες μπορούν να κατατεθούν ως πραγματική μαρτυρία για οποιοδήποτε σκοπό, όπως για παράδειγμα την κατάδειξη ζημιών σε όχημα ή για τον σκοπό αντεξέτασης ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος. Σε σχέση με την αξία ενός σχεδιαγράμματος, αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει τον τρόπο που έγινε ένα δυστύχημα αλλά αποτελεί σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας της υπόλοιπης μαρτυρίας για την εξαγωγή των ορθών συμπερασμάτων. (βλ. Αντώνη Σωτηρίου ν. Αστυνομίας, (2002) 2 Α.Α.Δ. 307).

 

Αξιολόγηση ΜΚ.1  

 

Αρχίζοντας από τον ΜΚ.1 θα πρέπει να αναφέρω ότι άφησε φτωχή εντύπωση στο Δικαστήριο. Αυτό που ουσιαστικά διαφάνηκε ήδη από το στάδιο της κυρίως εξέτασης του, ήταν ότι η ετοιμασία του πρόχειρου και συμμετρικού σχεδίου έγινε με προχειρότητα, ενώ χαρακτηρίζονταν από ελλείψεις αλλά και λανθασμένες αποτυπώσεις που και ο ίδιος ο μάρτυρας παραδέχθηκε. Παρά το ότι υιοθέτησε το περιεχόμενο, τις μετρήσεις και το ευρετήριο των δυο σχεδιαγραμμάτων ως ορθό, εντούτοις δεν ήταν σίγουρος να υπολογίσει το μήκος ιχνών πλαγιολίσθησης (Β) που τοποθέτησε. Η εκ των υστέρων και κατόπιν έντονου προβληματισμού του θέση πως αυτό ήταν περίπου 5,80 μέτρα καθόλου δεν έπεισε το Δικαστήριο, δεδομένης της απουσίας οποιαδήποτε εξήγησης στο πως κατέληξε στην απόσταση αυτή. Είναι δε απορίας άξιον για ποιο λόγο να καθίσταται δυσχερές το έργο της μέτρησης του πλάτους του δρόμου στο σημείο που έγινε η ανατροπή του, επειδή είχε διάφορες κλίσεις και το πλάτος του μεταβαλλόταν σε κάποια σημεία. Εξάλλου από το σχέδιο που ετοίμασε σημείωσε κάποιες μετρήσεις με σημείο αναφοράς μια διακεκομμένη γραμμή που χάραξε επ’ αυτού. Δεν έδωσε όμως οποιεσδήποτε εξηγήσεις.

 

Ο εκπληκτικότερος βέβαια ισχυρισμός του ΜΚ.1 ήταν άλλος. Έχοντας κατά την ανεξέταση του δεχθεί ότι τα εξ’ αυτού σημειωθέντα ίχνη πλαγιολίσθησης παρουσίαζαν ευθεία πορεία παρά πλάγια, αυτοαναιρώντας ουσιαστικά τη θέση του ότι το όχημα πλαγιολίσθησε, ανέφερε ευθαρσώς ότι στη σκηνή υπήρχαν και άλλα ίχνη τα οποία φανέρωναν ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε αμελώς, και συγκεκριμένα ότι έκανε οκταράκια, όμως, για άγνωστους λόγους, δεν τα σημείωσε. Ούτε επίσης σημείωσε το σημείο ή την απόσταση, που κατά τη θέση του σύρθηκε το buggy μετά που ανατράπηκε, λόγω της ενδεχόμενης υπερβολικής του ταχύτητας.

 

Σε ότι αφορά το λανθασμένο τρόπο σχεδιασμού του ανατρεπόμενου οχήματος αυτό διαφάνηκε μεν ότι έγινε από αβλεψία εφόσον οι ζημιές όπως ανέφερε ο ΜΚ.2 αλλά και όπως προκύπτουν από το τεκμήριο 3, ήταν εξ’ ολοκλήρου στην αριστερή πλευρά, όμως δεικνύει έτι περισσότερο την προχειρότητα των ενεργειών του ΜΚ.1 στη διερεύνηση ενός κατά τ’ άλλα απλού τροχαίου δυστυχήματος. Επιπρόσθετα, δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την επάρκεια του ΜΚ.1 ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω σε καμία αναφορά δεν προβαίνει είτε ως προς την εκπαίδευση που έτυχε για διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων είτε σε σχετική εμπειρία που απέκτησε.

 

Γενικότερα η όλη μαρτυρία του ΜΚ.1 επικεντρώθηκε στο να αποδώσει την ευθύνη στον κατηγορούμενο επικαλούμενος είτε την ταχύτητα είτε ότι κινείτο επικίνδυνα (οκταράκια) είτε την απειρία του, είτε όλους τους εν λόγω παράγοντες. Καμία όμως σαφή και θετική μαρτυρία δεν προσκόμισε για να πλαισιώσει επαρκώς τις θέσεις του και να εφοδιάσει το Δικαστήριο με τα απαραίτητα εχέγγυα που θα το βοηθούσαν να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα γεγονότων. Οι πιο πάνω παραλείψεις και λάθη που έγιναν, δεν μπορούν να αφήσουν αδιάφορο το Δικαστήριο. Δεν είναι δυνατόν ένας εξεταστής μιας υπόθεσης ενώ θα έπρεπε να γνωρίζει τον ορθό τρόπο διερεύνησης εντός τροχαίου να παραλείπει όχι μόνο να αποτυπώνει ουσιώδη ευρήματα στο σχεδιάγραμμα του, αλλά και να μην τα αναφέρει καν στην κατάθεση του.

 

Το Δικαστήριο κρίνει ακροσφαλές να στηριχθεί στη μαρτυρία του για την εξαγωγή οποιωνδήποτε συμπερασμάτων επί των επίδικων ζητημάτων.

 

Αξιολόγηση ΜΚ.2

 

Αντίθετα η μαρτυρία του ΜΚ.2 ήταν σαφής, θετική και ειλικρινής. Κατ’ αρχήν οι γνώσεις και οι εκπαιδεύσεις στις οποίες αναφέρθηκε στη γραπτή του κατάθεση δια σχετικής δήλωσης του κου Σατολιά δεν έτυχαν οποιασδήποτε αμφισβήτησης. Αποδέχομαι αυτόν ως ειδικό εμπειρογνώμονα στα προσόντα που περιγράφει στην κατάθεση του (τεκμήριο 11). Ο σκοπός που προσκλήθηκε να καταθέσει ο εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν άλλος από του να πληροφορήσει το Δικαστήριο για τις ενέργειες ελέγχου για τυχόν ύπαρξη μηχανικής βλάβης στο επίδικο όχημα. Εξήγησε προς τούτο λεπτομερώς τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε με αρνητική όμως κατάληξη. Ως ο ίδιος δέχθηκε, δεν γνώριζε τις συνθήκες υπό τις οποίες ανατράπηκε το buggy εξ’ ου και δήλωσε με ειλικρίνεια ότι δεν μπορούσε να απαντήσει στα ζητήματα αυτά και ειδικότερα στον τρόπο οδήγησης του επίδικου οχήματος. Αποδέχομαι τη θέση του ότι το buggy δεν έφερε οποιεσδήποτε ζημιές στη δεξιά του πλευρά, τούτων ευρισκόμενων μόνο αριστερά και συνεπώς η απεικόνιση των τροχών στα σχεδιαγράμματα του ΜΚ.1 ήταν λανθασμένη. Αποδέχομαι επίσης τη θέση του ότι ένα σαλούν όχημα μπορεί να αναποδογυριστεί σε περίπτωση μιας πολύ απότομης στροφής ενώ ένα όχημα τύπου buggy αναποδογυρίζεται πιο εύκολα.

 

Αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως ειλικρινή και αξιόπιστη.

 

Κατάθεση Κατηγορούμενου

 

Είναι γνωστή η νομολογία ως προς τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο είτε στο να προσδώσει βαρύτητα είτε να απορρίψει μέρος είτε το σύνολο του περιεχομένου μιας κατάθεσης (βλ. Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 96/16 κ.α., ημερ. 28.11.17, ECLI:CY:AD:2017:B430 και Μακρίδης ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 181/2019 ημερ. 07.09.2020, ECLI:CY:AD:2020:B312). Αποδοχή της κατάθεσης ή μέρους αυτής, συνιστά αποδεκτή μαρτυρία ως προς την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Μπορεί, όμως, να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο της κατάθεσης που συνθέτει παραδοχή σε αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στο συμφέρον του κατηγορουμένου. Το βάρος που θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως κριτή των γεγονότων της υπόθεσης. Το Δικαστήριο είναι ελεύθερο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης, για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις[6].

 

Διερχόμενος της κατάθεσης του κατηγορούμενου (τεκμήριο 6), διαπιστώνω ότι τίποτε δεν αναφέρει το οποίο να στοιχειοθετεί ότι αυτός ήταν αμελής στην οδήγηση του. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι η ανατροπή του buggy ξεκίνησε όταν αυτός άρχισε να στρίβει αργά και πάτησε φρένα. Πέραν της παραδοχής του για απειρία στην οδήγηση οχημάτων τύπου buggy, καμία αναφορά ως προς την ταχύτητα ή τον τρόπο οδήγησης δεν περιλαμβάνεται σε αυτή ώστε το Δικαστήριο να αποδώσει βαρύτητα σε κάποιο παράγοντα που συνέτεινε στο δυστύχημα. Όσον αφορά την αναφορά του περί μη ενημέρωσης του από τον ιδιοκτήτη του οχήματος αυτή αποτελεί προσπάθεια εξήγησης για το λόγο που ανατράπηκε το buggy και εν πάση περίπτωση δεν στοιχειοθετείται από την ενώπιον μου μαρτυρία. Δεν μπορώ συνεπώς να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή.

 

Σύνοψη Ευρημάτων

 

Στη βάση των ενώπιον μου μη αμφισβητούμενων γεγονότων, των όσων έγιναν αποδεκτά από πλευράς μαρτύρων και της πραγματικής μαρτυρίας καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Την 07.05.2019 ο κατηγορούμενος ενοικίασε από κατάστημα ενοικιάσεως οχημάτων που βρίσκετο στο Λατσί, το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής ΝΗΜ 783, μάρκας Polaris, μοντέλο Ranger RZR XP 1000, κατηγορίας μοτοσυκλέτας, με τέσσερις τροχούς, γνωστού ως τύπου Buggy. Μαζί με τη σύζυγο του και κάποιο φίλο του Βαλεντίνο, το οδήγησε στον Πωμό της επαρχίας Πάφου, στην τοποθεσία Παναγία Χρυσοπατερίτισσα, όπου ο κατηγορούμενος με τη σύζυγο του, θα φωτογραφίζονταν με τα ρούχα του γάμου τους από επαγγελματία φωτογράφο. Ενώ ο φίλος του Βαλεντίνος κατέβηκε από το όχημα στην εκκλησία, όπου βρισκόταν και ο φωτογράφος, ο κατηγορούμενος με τη σύζυγο του οδήγησαν μια απόσταση 50 περίπου μέτρων εντός του δάσους και σε απόσταση από την εκκλησία. Αφού διένυσε την πιο πάνω απόσταση, σε κάποια στιγμή προσπάθησε να γυρίσει το όχημα ώστε να βλέπει προς την εκκλησία και έτσι να φωτογραφηθούν. Στην προσπάθεια του αυτή το buggy έγειρε προς τα αριστερά και η σύζυγος του κατηγορούμενου φώναξε σε βοήθεια. Ο Βαλεντίνος προσέτρεξε στο χώρο που έγινε το δυστύχημα και είδε ότι η παλάμη του χεριού του κατηγορούμενου ήταν σχεδόν αποκομμένη. Τον έβαλε στο όχημα του για να τον πάρει νοσοκομείο. Εν τέλει τον παρέδωσε σε ασθενοφόρο του Νοσοκομείου Πόλης Χρυσοχούς. Ο κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε εγχείρηση σε ιδιωτική κλινική στη Λεμεσό, όπου του αποκαταστάθηκε η παλάμη

 

Από εξετάσεις που έγιναν στο πιο πάνω όχημα δεν διαφάνηκε να υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα στο σύστημα πέδησης ή διεύθυνσης ή στο κιβώτιο ταχυτήτων, όλων αυτών ευρισκόμενων σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση. Ο έλεγχος διενεργήθηκε από προσοντούχο προς τούτο πρόσωπο τρεις μέρες μετά το επίδικο δυστύχημα.

 

Το όχημα φωτογραφήθηκε από ειδικό φωτογράφο της αστυνομίας και σε αυτό φαίνεται να υπάρχουν εκδορές και ζημιές σε όλη σχεδόν την αριστερή του πλευρά.

 

Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς την ταχύτητα του κατηγορούμενου ή κατά πόσο οδηγούσε κάνοντας οκταράκια ή αν πλαγιολίσθησε. Ήταν άπειρος σε σχέση με την οδήγηση τέτοιων οχημάτων, τα οποία φαίνεται ότι αναποδογυρίζονται πιο εύκολα σε στροφές από τα πιο «τυπικά» οχήματα, τύπου σαλούν.

 

Νομική Πτυχή

 

            Ως προς την κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος σχετικά είναι τα ακόλουθα:

 

            Το άρθρο 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 αναφέρει ότι οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, είναι ένοχος αδικήματος.

 

            Το τι συνιστά αμέλεια έχει επανειλημμένα κριθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου. Στην Παύλου ν. Αστυνομίας, (1998) 2 ΑΑΔ 68 αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελίδα 73:

 

«Η οδήγηση εξυπακούει την εξάσκηση προσήκουσας προσοχής. Το ερώτημα που εγείρεται σε περιπτώσεις αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8 του Νόμου 86/72 είναι κατά πόσο ο οδηγός εκπλήρωσε την υποχρέωση εξάσκησης λογικής φροντίδας και προσοχής για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το κριτήριο που εφαρμόζεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι αντικειμενικό και οι παράμετροι του αναφέρονται στη συμπεριφορά ενός συνετού και σώφρονα και όχι του τέλειου οδηγού. (Ιδε Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1982)1 Α.Α.Δ. 585, Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202)».

 

Το καθήκον φροντίδας και μέριμνας (duty of care) οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού. Τα συστατικά στοιχεία της αμέλειας είναι τα ίδια στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο. Το τι διαφέρει είναι το βάρος της αποδείξεως. Διαφωτιστική είναι επίσης και η πρόσφατη απόφασηΧαραλάμπους ν. Mc Gill, Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2015, 18/12/2019 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«…ένας οδηγός οφείλει να επιδεικνύει την ανάλογη επιμέλεια κινούμενος με το όχημα του, έχει δε καθήκον φροντίδας για τους υπόλοιπους που χρησιμοποιούν επίσης τον δρόμο, περιλαμβανομένων και πεζών.  Η αμέλεια επί των τροχαίων ατυχημάτων είναι η ίδια και στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο και ό,τι διαφέρει είναι ως προς το βάρος απόδειξης, (Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και  Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202).  Όπως τονίστηκε επανειλημμένα το καθήκον φροντίδας και μέριμνας οφείλεται και επιδεικνύεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη δυνατό να επηρεαστεί από τις πράξεις ενός οδηγού.  Το κριτήριο για την διαπίστωση αμέλειας είναι αντικειμενικό, με μέτρο το μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό και η πρόβλεψη για την δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας.  Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράληψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια (Αργυρού ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 378). 

 

….η αμέλεια ως νομική έννοια εξαντλείται στην πράξη στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης.  Ούτε είναι  μετρήσιμη με απολύτους μαθηματικούς υπολογισμούς, παραμένουσα ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής  των πραγματικών περιστατικών του ατυχήματος στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές.  Ο οδηγός έχοντας υπόψη το αντικειμενικό επίπεδο επιμέλειας έχει την υποχρέωση να συμπεριφέρεται κατά τον έλεγχο του οχήματος του όπως αναμένεται από ένα μέσο συνετό οδηγό  (Κωνσταντίνου ν. Κατσιάρδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 1178).

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις. Η αμέλεια είναι συνυφασμένη με το χρόνο, τόπο και άλλες συνθήκες. Έτσι, ένας συγκεκριμένος τρόπος οδήγησης μπορεί υπό συγκεκριμένες περιστάσεις να κριθεί ως ο τρόπος οδήγησης ενός μέσου λογικού και ικανού οδηγού, ενώ ο ίδιος τρόπος οδήγησης υπό διαφορετικές περιστάσεις να μην συνιστά τέτοιο τρόπο οδήγησης και να θεωρηθεί ως αμελής. Η αμελής οδήγηση ευκολότερα αναγνωρίζεται παρά καθορίζεται. Επιπλέον η εμπειρία ή απειρία ενός οδηγού είναι άνευ σημασίας εφόσον το ίδιο επίπεδο επιμέλειας θα πρέπει να εφαρμόζεται ανεξαιρέτως σε όλους τους οδηγούς είτε όταν ο τρόπος οδήγησης είναι εσκεμμένος είτε ως αποτέλεσμα λανθασμένης εκτίμησης της κατάστασης. Όπως λέχθηκε στην McCrone v Riding [1938] 1 All ER 157, 102 JP 10:

 

'That standard of care required to be exercised by a driver is an objective standard, impersonal and universal, fixed in relation to the safety of other users of the highway. It is in no way related to the degree of proficiency or degree of experience attained by the individual driver.  

 

Στην αγγλική υπόθεση R. v. Spurge [1961] 2 All E.R. 688, η οποία υιοθετήθηκε στην Χρυσοστόμου ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 300, στην οποία με παρέπεμψε ο κος Παπαγεωργίου, διατυπώθηκε η αρχή ότι αποτελεί υπεράσπιση σε κατηγορία επικίνδυνης οδήγησης, όπως επίσης και σε κατηγορία αμελούς οδήγησης, ότι ο οδηγός χωρίς δική του υπαιτιότητα εστερήθη του ελέγχου του μηχανοκίνητου οχήματος του ένεκα μηχανικής του βλάβης για την οποία δεν γνώριζε και η οποία δεν ήταν τέτοια που θα έπρεπε να την είχε ανακαλύψει εάν ασκούσε εύλογη σύνεση και εφόσον υπάρχει κάποια μαρτυρία για τέτοια βλάβη, ο κατηγορούμενος πρέπει να αθωωθεί εάν η εξήγησή του αφήνει πραγματική αμφιβολία στη σκέψη του Δικαστηρίου. Στη Χρυσοστόμου τονίστηκε ότι αποτελεί υποχρέωση ενός λογικού οδηγού να προβεί (είτε προσωπικά είτε μέσω επαγγελματία) στους απαραίτητους ελέγχους ώστε να διαπιστώνεται η καταλληλότητα και το ασφαλές της χρήσης του τόσο για τον ίδιο όσο και για άλλους χρήστες των δρόμων, ιδιαίτερα όταν αυτό είναι παλαιό ή βρίσκεται σε κακή κατάσταση, άσχετα αν αποκτήθηκε πρόσφατα από τρίτο πρόσωπο.

 

Βάρος Απόδειξης

 

Στις ποινικές υποθέσεις αποτελεί πάγια αρχή ότι το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα αρχή και η ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά, βαρύνει εξ' ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη[7] . Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη, αλλά και σαφής[8]. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας[9].

 

Για να αποδειχθεί η κατηγορία αμελούς οδήγησης η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος α) οδηγούσε β) μηχανοκίνητο όχημα γ) σε δρόμο και δ) ότι το επίπεδο οδήγησης υπολείπετο αυτό του μέσου συνετού και ικανού οδηγού υπό τις περιστάσεις. Το δόγμα του Res Ipsa Loquitur (το πράγμα ομιλεί αφ’ εαυτού) δεν έχει θέση στο ποινικό δίκαιο. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που επισυμβαίνει ένα ατύχημα και δεν υπάρχουν μάρτυρες για να καταθέσουν πως έγινε, και η κατηγορούσα αρχή έχει ως μόνη διαθέσιμη μαρτυρία ό,τι ανευρέθηκε στη σκηνή. Επίσης μπορεί να απουσιάζει οποιαδήποτε μαρτυρία για μηχανική βλάβη, ή αιφνίδια ασθένεια του οδηγού ή άλλη εξήγηση ως προς το πως έγινε το δυστύχημα. Έχει όμως αναγνωριστεί ότι ακόμα και σε αυτές τις, πιο σπάνιες, περιπτώσεις, και στην απουσία άλλης, όχι ευφάνταστης, εξήγησης από τον κατηγορούμενο, μπορεί ένα δικαστήριο να προβεί σε συμπέρασμα ενοχής, εάν και εφόσον το σύνολο των γεγονότων στα οποία καταλήγει ως ευρήματα καταδεικνύουν ως μόνο λογικό συμπέρασμα, ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί παρά να οδηγούσε κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού και ικανού οδηγού (βλ. ηλεκτρονική έκδοση Butterworths Road Traffic Service, Procedure and Evidence par. 3.44 με αναφορά στις υποθέσεις Wright v Wenlock [1971] RTR 228, και Watts v Carter [1971] RTR 232[10]). Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα των Wilkinsons Road Traffic Offences, 27η έκδοση, παρ. 5.54, σελ. 1/438:

 

[But] the fact that res ipsa loquitur has no application to criminal law does not mean that the prosecution have to negative every possible explanation of a defendant before he can be convicted of careless driving, where the facts at the scene of an accident are such that, in the absence of any explanation by the defendant, a court can have no alternative but to convict.

 

Συμπεράσματα Δικαστηρίου

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι έχουν αποδειχθεί τα τρία από τα τέσσερα συστατικά στοιχεία για την επίδικη κατηγορία. Δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα σε δρόμο. Ως προς την έννοια του δρόμου παραπέμπω στην αγγλική υπόθεση Harrison v. Hill [1932] J.C 13 στη σελ. 17 όπου ο λόρδος Sands αναφέρει ότι κάθε δρόμος θεωρείται ως προσβάσιμος από το κοινό επί του οποίου το κοινό αποκτά πρόσβαση χωρίς να χρειάζεται να υπερπηδήσει κάποιο φυσικό εμπόδιο (physical obstruction) ή παραγνωρίζοντας ρητή ή εξυπακουόμενη απαγόρευση. Η εν λόγω υπόθεση υιοθετήθηκε από την Ioannis Charalambous v. The Police (1982) 2 C.L.R 134. Στην υπό κρίση περίπτωση το γεγονός ότι ο χωματόδρομος χρησιμοποιείτο και από άλλα οχήματα παρέμεινε αναντίλεκτος και συνεπώς επρόκειτο για οδήγηση σε δρόμο εντός της εννοίας του νόμου.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι ουδέποτε αποτέλεσε θέση του κατηγορούμενου ότι το όχημα που ενοικίασε είχε την οποιαδήποτε μηχανική βλάβη. Τουναντίον υποβλήθηκε το ακριβώς αντίθετο στους μάρτυρες κατηγορίας. Ούτε και υποβλήθηκε ότι του ενοικιάστηκε με φθαρμένα ελαστικά, τα οποία εξάλλου φαίνονται σε πολύ καλή κατάσταση από τις φωτογραφίες (τεκμήριο 3). Συνεπώς δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Χρυσοστόμου (ανωτέρω). Η όλη υπερασπιστική γραμμή εδράστηκε στο ότι το όχημα ανατράπηκε λόγω της οδηγητικής συμπεριφοράς του, για την οποία δεν έτυχε σχετικής πληροφόρησης ο Κατηγορούμενος από τον ιδιοκτήτη του όταν το ενοικίασε. Πρέπει βέβαια να επισημάνω ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να πλαισιώνει τις σχετικές υποβολές της υπεράσπισης χωρίς να παραγνωρίζω ότι και οι δυο μάρτυρες κατηγορίας δέχθηκαν ότι τέτοια οχήματα είναι επιρρεπή σε δυστυχήματα και ότι εν πάση περιπτώσει, ανατρέπονται ευκολότερα από άλλα πιο παραδοσιακά. Αξίζει επίσης να λεχθεί ότι οι μάρτυρες δεν είχαν κάποια ειδική εμπειρία ή γνώση από την οδήγηση τέτοιου τύπου οχημάτων. Διατηρώ επίσης υπόψιν μου ότι, ως είναι καλά γνωστό, στους δρόμους κυκλοφορούν διάφοροι τύποι οχημάτων άλλα μεγαλύτερα σε μήκος και βάρος και άλλα πολύ πιο μικρά ή ελαφρύτερα. Προφανώς, και ως απόρροια κοινής λογικής, δεν έχουν όλα την ίδια οδηγητική συμπεριφορά. Δεν μπορεί όμως να αποτελέσει δικαιολογία για ένα οδηγό ο οποίος για χρόνια οδηγούσε ένα βαρέου τύπου όχημα, ότι δεν γνώριζε πως το ελαφρύ και μικρότερο όχημα που αποφάσισε πλέον να οδηγεί είναι πιο επιρρεπές στο να απωλεσθεί ο  έλεγχος του.

 

Στην απουσία οποιασδήποτε εξήγησης ή μαρτυρίας από πλευράς Υπεράσπισης θα πρέπει να εξεταστεί από προσεκτική μελέτη των γεγονότων αν υπό τις περιστάσεις το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε αμελώς.

 

Στην υπόθεση Jarvis v Williams [1979] RTR 497, ο κατηγορούμενος οδηγούσε σε δρόμο πλάτους 6 περίπου μέτρων. Σε μια απότομη καμπή το όχημα του αναποδογυρίστηκε αρκετές φορές και κατέληξε σε δασικό μονοπάτι. Κανένα άλλο όχημα δεν είχε εμπλακεί στο δυστύχημα, το οποίο επίσης δεν μπορούσε να αποδοθεί σε οποιοδήποτε μηχανικό ελάττωμα ή στην κατάσταση της επιφάνειας του δρόμου. Ο κατηγορούμενος δεν έδωσε μαρτυρία ή εξήγηση ως προς το πως έγινε το ατύχημα. Πρωτόδικα ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε της κατηγορίας της αμελούς οδήγησης επί τω ότι η κατηγορούσα αρχή δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης για ύπαρξη αμέλειας με σαφή μαρτυρία. Κατ’ έφεση λέχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, στην απουσία επαρκούς εξήγησης από τον κατηγορούμενο, όφειλε να εξάγει συμπεράσματα από την από τα ενώπιον του ευρήματα. Αποφάνθηκε ότι από όλα τα περιστατικά της υπόθεσης τα οποία ήταν πέραν από επαρκή (overwhelming) μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα αμελούς οδήγησης. Η υπόθεση επιστράφηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο για έκδοση καταδικαστικής απόφασης.

 

Στην υπόθεση Rabjohns v Burgar [1971] RTR 234[11] το όχημα του εναγόμενου συγκρούστηκε με τοίχο γέφυρας, αφήνοντας σημάδια τριβής στο δρόμο. Ο καιρός ήταν καλός και η άσφαλτος στεγνή. Δεν ενεπλάκηκε άλλο όχημα στο δυστύχημα και δεν υπήρχαν μάρτυρες για το πως έγινε. Ο κατηγορούμενος δεν έδωσε μαρτυρία ούτε οποιαδήποτε εξήγηση στην αστυνομία για το πως έγινε το δυστύχημα. Κρίθηκε πως το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί, ήταν ότι το δυστύχημα προκλήθηκε από την αμελή οδήγηση του κατηγορούμενου.

 

Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Wright v Wenlock και Watts v Carter (ανωτέρω) οι οποίες σχολιάζονται στο σύγγραμμα των Wilkinsons Road Traffic Offences 27η έκδοση, παρ. 5.54, σελ. 1/439

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, το Δικαστήριο, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί έχει απορρίψει τη μαρτυρία του ΜΚ.1 ως προς τις όποιες διαπιστώσεις του για την πρόκληση του δυστυχήματος, ενώ ταυτόχρονα ο ΜΚ.2 δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει οτιδήποτε για τον τρόπο οδήγησης του οχήματος ή των τυχόν άλλων ευρημάτων στη σκηνή. Από τα ευρήματα στα οποία έχω προβεί μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

α) Το Buggy αναποδογυρίστηκε κατά την προσπάθεια επαναστροφής του από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και ενώ αυτό βρισκόταν σε χωματόδρομο

 

β) Ο Κατηγορούμενος δεν είχε εμπειρία στην οδήγηση οχημάτων τύπου Buggy

 

γ) Δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε μηχανικό πρόβλημα στο επίδικο όχημα

 

δ) Δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι το χωματένιο έδαφος ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας προκάλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ανατροπή του Buggy

 

ε) Δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς τυχόν εξειδικευμένους κανόνες οδήγησης οχημάτων τύπου buggy.

 

Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας κατά νου ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από πλευράς υπεράσπισης ως προς τους λόγους πρόκλησης της ανατροπής του επίδικου οχήματος, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι αυτό οφείλετο στην μη προσήκουσα επιμέλεια του κατηγορούμενου. Υπενθυμίζω ότι οι σχετικές θέσεις από πλευράς κατηγορούμενου περί μη ενημέρωσης του για τον τρόπο οδήγησης του buggy  δεν πλαισιώθηκαν με μαρτυρία και παρέμειναν στο επίπεδο των υποβολών. Ούτε έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο οποιοδήποτε κείμενο γραπτών οδηγιών που πρέπει να τηρούνται προ της οδηγήσεως τέτοιων οχημάτων και για τις οποίες παρέλειψε να ενημερωθεί. Σε κάθε όμως περίπτωση, σύμφωνα με τα όσα υποβλήθηκαν, δεν έχω διαπιστώσει ότι απαιτείτο οποιαδήποτε εξειδικευμένη γνώση οδήγησης του συγκεκριμένου τύπου οχήματος. Ως ανέφερε και ο ΜΚ.2 η χρήση ζώνης ασφαλείας, ή ακόμα και η αποφυγή απότομου φρεναρίσματος ή στροφών αποτελούν κανόνες που όλοι οι οδηγοί πρέπει να έχουν υπόψιν τους. Όσον αφορά τη μη χρήση γαντιών ή κράνους στην προκειμένη περίπτωση ουδεμία επίδραση θα είχαν στην πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος.

 

Το δε γεγονός ότι αυτού του είδους τα οχήματα είναι πιο ευαίσθητα στις στροφές με μεγαλύτερο τον κίνδυνο να ανατραπούν απ’ ότι τα οχήματα τύπου σαλούν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του κατηγορούμενου. Όσον ευαίσθητα και να είναι τα συγκεκριμένου τύπου οχήματα, δεν μπορεί βάσιμα να υποστηρίζεται ότι με μια απλή στροφή ανατρέπονται. Αποδοχή της θέσης αυτής θα σήμαινε ότι όποιος κατέχει και οδηγεί τέτοιου τύπου όχημα αναπόφευκτα θα εμπλακεί σε δυστύχημα στην πρώτη στροφή που θα επιχειρήσει. Όταν το όχημα οδηγήθηκε από τον ΜΚ.2 κατά τον μηχανικό έλεγχο του στον αστυνομικό σταθμό Πόλεος Χρυσοχούς, δεν ανατράπηκε.

 

Ολοκληρώνοντας, σημειώνω ότι για την διάγνωση της ποινικής ευθύνης του  κατηγορούμενου έστω και μικρού βαθμού αμέλεια είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη (βλ. Λουκά ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 187/18, ημερ. 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B375).

 

Κατάληξη

 

Στη βάση των πιο πάνω κρίνω ότι το δυστύχημα προκλήθηκε από την μη προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή του Κατηγορούμενου. Αυτός κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

 

                                                                                   (Υπ.).......................................

                                                                                                 Μ. Μυτίδης, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Χρίστου v. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.α (2009) 1 Α.Α.Δ. 288

[2] Βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1998) 1 ΑΑΔ 263, και Γενικός Εισαγγελεας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207

[3] Βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454

[4] Βλ. Χαράλαμπος Τσιντίδης Λτδ (Charalampos Tsintidis Ltd) ν. Χαριδήμου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2290, και Μελεκίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832

[5] Βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 AAΔ 1056

[6] Βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 με αναφορά στην Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359, Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:B430, Ποιν. Έφ. 96/2016, ημερ.28.11.2017 καθώς και Μ. Γιώρκας ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 27/2021 ECLI:CY:AD:2022:B97, ημερ. 16.03.2022

[7] Βλ. Γεν. Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aνδρέα Σάζου (2001) 2 ΑΑΔ 18, Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71)

[8] Βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401

[9] Βλ. Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110)

[10] Επίσης στο ίδιο σύγγραμμα παράγραφο 3.14 με αναφορά στην DPP v Cox [1993] 157 JP 1044.

[11] Στην υπόθεση γίνεται αναφορά στην ηλεκτρονική έκδοση Halsbury's Laws of England > Road Traffic Volume 90A (2022), paras 779–1248) > 11. Offences and Penalties > (2) Careless, and Inconsiderate, Driving and Cycling > 722. Careless, and inconsiderate, driving.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο