ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6577/2020

 

 

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ                                                                

                                                                                                                  Παραπονούμενοι

 

Εναντίον

 

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΣ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ, Α.Δ.Τ [ ]

                                                                                                                            Κατηγορούμενης

 

 

Ημερομηνία: 29/01/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Παραπονούμενη: κος Μ. Λουκά για Χριστάκη Λουκά & Σία Δ.Ε.Π.Ε

Για Κατηγορούμενη: κος Ρ. Ροδοσθένους

Κατηγορούμενη: Απούσα

 

Ενδιάμεση Απόφαση

 

Η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει συνολικά εξήντα μία (61) κατηγορίες που όλες αφορούν το αδίκημα της καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή, κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(γ)(2) και 4 του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου του 2008 (Ν.60(Ι)/2008) ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αυτών, ενώ η κατηγορούμενη ήταν εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους της παραπονούμενης στα πλαίσια της αγωγής υπ’ αριθμό [ ]/13 του Ε.Δ Πάφου, και ενώ την 06/05/2015 στα πλαίσια της αναφερόμενης αγωγής διατάχθηκε από το αναφερόμενο Δικαστήριο να καταβάλλει το εξ’ αποφάσεως χρέος της με μηνιαίες δόσεις ύψους €150 έκαστης, αρχής γενομένης την 01/07/2015, παρέλειψε και εξακολουθεί να παραλείπει να καταβάλει το ποσό των €100 (μέρος της δόσης) για το μήνα Σεπτέμβριο του 2016 και ολόκληρο το ποσό της δόσης για τους μήνες από 01/10/2015 μέχρι και την  01/10/2017 (σύνολο 50 δόσεις για συνολικό ποσό €5000)

 

Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, και συγκεκριμένα την 19.12.2023 καταχωρήθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου Ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 18(6) του Περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου  (Ν.169(Ι)/2015) στην οποία αναφέρεται ότι δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(5) του ίδιου νόμου δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η μεταβίβαση στην Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λιμιτεδ (Κ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ) όλες οι πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που κατείχε η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (Σ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ) μέχρι την 07.10.2022 και ώρα 2:30μμ. Αναφέρεται ακόμα ότι εντός της έννοιας των «πιστωτικών διευκολύνσεων» περιλαμβάνονται και αυτές που αφορούν την υπό εκδίκαση υπόθεση. Τέλος αναφέρεται ότι σε όλα τα μελλοντικά δικόγραφα ως κατήγορος θα φέρεται η Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λιμιτεδ.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης των παραπονούμενων, μαρτυρία παρουσιάστηκε μόνο από την κα Αντιγόνη Χριστοδούλου (ΜΚ.1) λειτουργό της ALTAMIRA ASSET MANAGEMENT (Cyprus) Ltd η οποία μετονομάστηκε σε Dovalue Cyprus Ltd (εφεξής Dovalue)

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας από πλευράς παραπονούμενων ο συνήγορος Υπεράσπισης με γραπτή του αγόρευση, κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει και απαλλάξει την κατηγορούμενη από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, εισηγούμενος αφενός την ύπαρξη κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας καθώς και αντιφατικότητα στη μαρτυρία των παραπονούμενων. Αντίθετη ήταν η εισήγηση του κου Λουκά ο οποίος με δικό του γραπτό κείμενο αγόρευσης εισηγείται αφενός ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να κληθεί η κατηγορούμενη σε απολογία και πως η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης περί κατάχρησης δεν ευσταθεί

 

Οι Αγορεύσεις

  

Αρχίζοντας από την αγόρευση του συνηγόρου της Κατηγορούμενης με την οποία κάλεσε το Δικαστήριο να απαλλάξει την πελάτισσα του από το στάδιο αυτό, διαπιστώνω πώς αυτή βασίζεται σε δυο άξονες:

 

(α) Στο ότι η καταχώρηση και προώθηση της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο υπόθεσης έγινε και προωθείται καταχρηστικά. Ως αναφέρεται στο γραπτό κείμενο της αγόρευσης του κου Ροδοσθένους η πάροδος 5 ½ ετών από της διάπραξης του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας μέχρι της καταχώρησης του υπό κρίση κατηγορητηρίου καθιστά την παραπέρα συνέχιση της διαδικασίας ως καταχρηστική. Ήταν η θέση του ότι τα όσα προβλήθηκαν από πλευράς της ΜΚ.1 ως λόγοι για την καθυστέρηση αυτή δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε βαρύτητα καθότι πρόκειται περί ανυπόστατων και μετέωρων ισχυρισμών που σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν εύλογα διαβήματα, ενώ την ίδια ώρα αποτελούν και εξ’ ακοής μαρτυρία. Παρέπεμψε το Δικαστήριο σε σχετική νομολογία αλλά και στην πρωτόδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια της υπόθεσης [ ]/2020.  

 

(β) Το δεύτερο σκέλος αφορά ειδικότερα το στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Εισηγείται συγκεκριμένα ο συνήγορος της κατηγορούμενης ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε από τους παραπονούμενους είναι τόσο αντινομική και αντιφατική που κανένα λογικό Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί επ’ αυτής για να στηρίξει καταδίκη.

 

Με τη δική του αγόρευση ο εκπρόσωπος των παραπονούμενων εισηγείται αρχικά ότι πληρούνται όλα τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών μέσω της μαρτυρίας που προσφέρθηκε και παράλληλα αρνείται την εισήγηση περί αντινομικής ή αντιφατικής μαρτυρίας. Σε σχέση με την εισήγηση περί καταχρηστικότητας, αποτελεί θέση του ότι η απόφαση του παρόντος δικαστηρίου στα πλαίσια της υπ’ αρ. [ ]/20 αφορούσαν καθυστερημένες δόσεις από το 2013 έως και το 2017 ενώ στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης οι, κατ’ ισχυρισμό, καθυστερημένες δόσεις οφείλονται από Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι και Σεπτέμβριο του 2020. Το δε κατηγορητήριο καταχωρήθηκε 18.09.2020. Προέβαλε επίσης το επιχείρημα ότι στην παρούσα υπόθεση δόθηκε μαρτυρία από πλευράς παραπονούμενων ως προς του λόγους της τυχόν καθυστέρησης σε αντίθεση με τα γεγονότα που αφορούσαν την υπόθεση 6217/2020, τους οποίους και αναφέρει. Εξ’ αυτών, όπως εισηγείται, προκύπτει σαφής και εύλογη αιτιολογία ως προς το χρόνο και το λόγο καταχώρησης της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Προσθέτοντας, ανέφερε ότι αν υπάρχει καταχρηστικότητα στην παρούσα υπόθεση αυτή πηγάζει από την κατηγορούμενη εκ του ότι αφενός αδιαφόρησε για την καταβολή των καθυστερημένων δόσεων της, ενώ από της καταχώρησης της υπό κρίση υπόθεσης μέχρι και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας κατ’ επανάληψη αιτείτο χρόνο για να προβεί σε προσπάθειες εξώδικης διευθέτησης, και χωρίς να προβάλει ποτέ ζήτημα καταχρηστικότητας.

 

Εισηγείται περαιτέρω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή θέση ότι η διαδικασία προωθείται για προώθηση αλλότριων σκοπών ή άσκηση πίεσης στην κατηγορούμενη.

 

Τέλος αναφέρει ότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ως καταχρηστική η διαδικασία ένεκα του διαρρεύσαντα χρόνου, κάθε κατηγορία στο κατηγορητήριο συνιστά και ξεχωριστό αδίκημα, και συνεπώς για κάποιες εξ’ αυτών δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο, εφόσον αφορούν αδικήματα που διαπράχθηκαν πιο πρόσφατα από τις αρχικές κατηγορίες.

 

Είναι υπόψιν του Δικαστηρίου όλα όσα έχουν αναφερθεί από τους συνήγορους και δεν κρίνω σκόπιμο να τα καταγράψω αυτολεξεί. Επίσης είναι υπόψη μου οι αυθεντίες που έχω παραπεμφθεί καθώς και οι πρωτόδικες αποφάσεις.

 

Προτού προχωρήσω στη συνοπτική παράθεση της μαρτυρίας της ΜΚ.1, αξίζει να σημειωθεί ότι η δικαστική απόφαση του Ε.Δ Πάφου στα πλαίσια της αγωγής [ ]/13 καθώς και το διάταγμα αποπληρωμής του εξ’ αποφάσεως χρέους που αφορά την πιο πάνω αγωγή κατατέθηκαν εκ συμφώνου και ως προς το αληθές του περιεχομένου τους. 

 

Μαρτυρία ΜΚ.1

 

Η ΜΚ.1 κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, αφού προηγουμένως υιοθέτησε το περιεχόμενο της, ως Τεκμήριο Α. Σε αυτή αναφέρει ότι βρίσκεται στην υπηρεσία της DOVALUE CYPRUS LTD (εφεξής Dovalue) και η οποία σε συμφωνία με τους παραπονούμενους ενεργεί δια λογαριασμό τους και έχει αναλάβει τη διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων τους. Σε αυτές περιλαμβάνεται και το δάνειο που αφορά την αγωγή [ ]/13 του Ε.Δ Πάφου καθώς και της σχετικής απόφασης και διατάγματος μηνιαίων δόσεων που εκδόθηκε στα πλαίσια της. Γίνεται σχετική περιγραφή των καθηκόντων της μάρτυρος

 

Στη συνέχεια αναφέρεται στην έκδοση δικαστικής απόφασης εναντίον της κατηγορούμενης, ημερομηνίας 11.03.2014, στα πλαίσια της υπό αναφορά αγωγής με την οποία διατάχθηκε να πληρώσει στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ (πρωην Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Πολεμίου Λτδ) το ποσό των €19.205,67σ πλέον έξοδα.

 

Ακολούθως η μάρτυρας δίδει μια λεπτομερή περιγραφή των συγχωνεύσεων και μετονομασιών που έλαβαν χώρα με τελευταία την συγχώνευση του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου Λτδ με την Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ κατά την 01.07.2017. Η τελευταία, στις 24.07.17 μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, και ακολούθως την 03.09.2018 σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (Σ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ). Κατέθεσε σχετικά ως σετ εγγράφων το Τεκμήριο 3. Κατά δε την 07.10.2022 η Σ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ μεταβίβασε  στην Κ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ δυνάμει του Ν.169(Ι)2015 όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που κατείχε ως δανειστής κατά την αναφερόμενη ημερομηνία περιλαμβανομένης και αυτής που αφορά την αγωγή 3070/13 του Ε.Δ Πάφου. Κατατέθηκε από μέρους της το Τεκμήριο 4.

 

Εν συνεχεία εκδόθηκε εναντίον της κατηγορούμενης το Τεκμήριο 2 που αφορά το διάταγμα πληρωμής του εξ’ αποφάσεως χρέους της με μηνιαίες δόσεις ύψους €150 από την 01.07.2015 μέχρι εξόφλησης. Η ΜΚ.1 κατέθεσε επίσης το Τεκμήριο 5 που συνιστά κατάσταση λογαριασμού από την οποία φαίνεται ότι δεν συμμορφώθηκε με το εν λόγω διάταγμα, παρά μόνο κατέβαλε συνολικά ποσό ύψους €350 την 04.04.2016. Το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε €9.100. Μέχρι σήμερα δεν καταχωρήθηκε αίτηση για ακύρωση ή τροποποίηση του ποσού των €150 ούτε και ανέφερε στους παραπονούμενους ότι είχε αδυναμία να καταβάλλει το εν λόγω ποσό.

 

Αναφέρει ακόμα ότι οι παραπονούμενοι είχαν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν με την κατηγορούμενη για σκοπούς εξεύρεσης λύσης διευθέτησης και αναδιάρθρωσης του χρέους της σύμφωνα με τις πρόνοιες της οδηγίας Κ.Δ.Π. 315/2013 της Κεντρικής Τράπεζας. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι κάποια λειτουργός της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας (ως ήταν τότε) Γιαννούλα Χαραλάμπους την 10.11.2014 διευθέτησε μαζί της συνάντηση χωρίς όμως αυτό να καταστεί κατορθωτό. Μετά την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων και περί το 2016 οι λειτουργοί των παραπονομουνων επικοινώνησαν μαζί της και της ζήτησαν να καταβάλει τις καθυστερημένες δόσεις της. Αυτή κατέθεσε το ποσό των €350 περί την 04.04.2016. Υπήρξαν και άλλες επικοινωνίες για να προσέλθει στα γραφεία των παραπονούμενων για διευθέτηση της οφειλής με την κατηγορούμενη να μην συμμορφώνεται. Προσθέτει, ότι οι παραπονούμενοι προσπάθησαν να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια συμμόρφωσης εντός του πλαισίου της υπό αναφορά οδηγίας, χωρίς όμως η κατηγορούμενη να ανταποκρίνεται θετικά. Περί τον Αύγουστο του 2019 δόθηκαν οδηγίες στους δικηγόρους της παραπονούμενης για περαιτέρω λήψη μέτρων εναντίον της. Λόγω όμως του ότι στις 17.05.2019 εκδόθηκε από το Δικαστή που προήδρευε της δικαιοδοσίας των ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων, η απόφαση ημερ. 17.05.2019 στα πλαίσια άλλης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, στην οποία αποφάνθηκε ότι δεν μπορούσε να προωθηθεί διαδικασία καταδολίευσης από Συνεργατική Εταιρεία που είχε συγχωνευθεί με άλλη Συνεργατική Εταιρεία η οποία είχε διαλυθεί και προς όφελος της οποίας είχε αρχικά εκδοθεί το διάταγμα μηνιαίων δόσεων, αποφάσισαν να αναμένουν την εξέλιξη της έφεσης που καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο (ως ήταν τότε). Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε περί την 03.07.2020 (Ποιν. Εφ. [ ]/2019) με την οποία ανατράπηκε το πιο πάνω σκεπτικό.

 

Αντεξεταζόμενη η μάρτυρας δεν αμφισβητήθηκε για οποιεσδήποτε εκ των αναφορών της ως προς τις οφειλόμενες δόσεις ή το εξ’ αποφάσεως χρέος παρά μόνο για τις κατ’ ισχυρισμό προσπάθειες επικοινωνίας των λειτουργών της παραπονούμενης με την κατηγορούμενη. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα πλην του αναφερόμενου στη γραπτή της δήλωση καθότι αυτά ήταν περασμένα με κωδικούς, ούτε και συγκεκριμένες ημερομηνίες που έγιναν οι προσπάθειες επικοινωνίας όμως κατά τη θέση της ήταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Τα γεγονότα αυτά τα πληροφορήθηκε από το σύστημα ως ανέφερε, στο οποίο δεν υπήρχε λόγος να αναγράφονταν οι ενέργειες αυτές χωρίς να είχαν γίνει. Οι προσπάθειες επικοινωνίας γίνονταν δια τηλεφώνου. Αν το αποτέλεσμα της Ποιν. Έφεσης [ ]/19 ήταν διαφορετικό θα ζητούσαν να λάμβαναν νομική συμβουλή για το πως θα προχωρούσαν. Επέμενε στη θέση της ότι η πρωτόδικη απόφαση που εφεσιβλήθηκε είχε εκδοθεί το 2019 και όχι το 2021 ως της υποβλήθηκε. Τα μηνύματα που διάβασε από το σύστημα των παραπονούμενων δεν μπορούσε να τα εκτυπώσει και να τα προσκομίσει στο Δικαστήριο. Διαφώνησε ότι η ίδια η κατηγορούμενη αποτάθηκε στους παραπονούμενους για εξεύρεση λύσης και πως ήταν οι τελευταίοι που δεν ανταποκρίθηκαν.

 

Μετά το πέρας της μαρτυρίας της ΜΚ.1 δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα από το έτος 2014 είχε τον έλεγχο, διαχείριση και επόπτευση όλων των μη εξυπηρετούμενων δανείων των Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων ανά το παγκύπριο. Το πιο πάνω γεγονός εγκρίθηκε ως παραδεκτό από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

Νομικές Πτυχές

 

α) Σε σχέση με το εκ πρώτης όψεως

 

Σύμφωνα με το άρθρο 74 (1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, μετά το πέρας της μαρτυρίας για την Κατηγορούσα Αρχή, η Υπεράσπιση δύναται να εισηγηθεί ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ούτως ώστε ο κατηγορούμενος να κληθεί σε απολογία.

 

Οι αρχές οι οποίες οριοθετούν το έργο του Δικαστηρίου σε αυτό το στάδιο έχουν ανακεφαλαιωθεί στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Ι.Π.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ (ΤΑΚΗΣ) ΣΙΕΓΓΕΡΗΣ κ.α, Ποινική Έφεση Αρ. 121/2014, 16/12/2016, όπου λεχθήκαν τα ακόλουθα:

 

«Η διαχρονική θέση της νομολογίας αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως κρίση είναι η ακόλουθη:

Όπως ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση.  Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Χρήσιμη ανάλυση του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R.250.

Το δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης.  Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη.  Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another vPolice, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα.  Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962.  Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ΄αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητικού λογικού δικαστηρίου...»

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82, σελ. 86-87, αναφέρθηκε πως:

 

«Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας».

 

Ο κατηγορούμενος πρέπει να κληθεί σε απολογία μόνο σε περίπτωση που η Κατηγορούσα Αρχή έχει παρουσιάσει μαρτυρία, αρκετά ισχυρή στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορουμένου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από αυτόν κάποια εξήγηση. Αλλιώς ο κατηγορούμενος θα κληθεί όχι για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώσει της ατέλειες που υπάρχουν στην μαρτυρία που δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή.

 

Η λογική υποψία δεν είναι αρκετή για να δημιουργήσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση (βλ. Shaaban bin Hussien v. Chong Fook Kam [1970] 2 W.L.R. 441).

 

β) Σε σχέση με το υπό κρίση αδίκημα

           

Το Άρθρο 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμο του 2008, Ν. 60(Ι)/2008 (εφεξής ο Νόμος) προβλέπει τα εξής:

 

«3(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:

(α) .

(β) .

(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.

είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.»

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 3(4) του ίδιου νόμου αποτελεί Υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει ότι:

 

«α) έχει συμμορφωθεί με το διάταγμα πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις ή

β) ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή

γ) ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος την οποία έχει επιδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, πριν από την επίδοση του κατηγορητηρίου σ' αυτόν»     

 

Το Άρθρο 4(3) του εν λόγω Νόμου προβλέπει ότι σε περίπτωση καταδίκης, δυνάμει του Άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου, το δικαστήριο δύναται, υπό τις καθοριζόμενες προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους ως χρηματικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Συγκεκριμένα προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«4(3) Το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, εκδίδει, εφόσον υποβληθεί αίτηση προς τούτο, διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους, ως χρηματικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου καταργούντος ή τροποποιούντος τούτο. Το δικαστήριο κατά την έκδοση του εν λόγω διατάγματος δύναται να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσής του για περίοδο μέχρι έξι μήνες.»

 

Για τη στοιχειοθέτηση συνεπώς των υπό κρίση κατηγοριών, που υπενθυμίζω είναι πανομοιότυπα διατυπωμένες, σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(γ) του Ν. 60(Ι)/2008 χρειάζεται να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από το λεκτικό του εν λόγω άρθρου και επιβεβαιώνονται από τη σχετική νομολογία (βλ. Νικολάου ν. City Principal Investments Ltd, Ποιν. Έφεση 160/2014 ημ. 20/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:B558 και Ντάγκλας ν. Κυλίλη, Ποιν. Έφεση 76/19 ημ. 22/04/2020):

 

1.    Ο κατηγορούμενος να είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους με πιστωτή τον παραπονούμενο,

2.    Το εκ δικαστικής απόφασης χρέος να μην έχει εξοφληθεί

3.    Να έχει εκδοθεί διάταγμα πληρωμής του εκ δικαστικής απόφασης χρέους με μηνιαίες δόσεις και

4.    Ο κατηγορούμενος να έχει παραλείψει να καταβάλει τις δόσεις που είχε διαταχθεί να καταβάλει όταν αυτές κατέστησαν πληρωτέες

 

Όπως λέχθηκε στην Νικολάου ν. City Principal Investments Ltd, εναπόκειται στον οφειλέτη να αποδείξει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος της μη καταβολής των οφειλόμενων δόσεων αφορούσε οικονομική ή φυσική αδυναμία, και όχι ο πιστωτής να αποδείξει το αντίστροφο (ότι δηλαδή ο λόγος δεν ήταν η ύπαρξη τέτοιας αδυναμίας). Αυτή είναι και η ερμηνεία που προκύπτει από το άρθρο 3(4)(γ) του αναφερόμενου νόμου οι πρόνοιες του οποίου τέθηκαν πιο πάνω.

 

            Προκύπτει, ακόμα, από την Προδρόμου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας ΛτδΠοιν. Έφεση 25/2012 ημ. 20/02/2014, ECLI:CY:AD:2014:B126, ότι το ζητούμενο σε τέτοιες υποθέσεις, όπως η παρούσα, δεν είναι το οποιοδήποτε συνολικό ποσό του χρέους κατά την ημέρα της ακρόασης αλλά το κατά πόσο οι επίδικες δόσεις είχαν ή όχι καταβληθεί.

 

Συμπεράσματα Δικαστηρίου

 

Παρόλο που ο κος Ροδοσθένους δεν έχει αμφισβητήσει κατά πόσο υφίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ως θέμα αρχής το εξετάζω αυτεπάγγελτα.

 

Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου διαπιστώνω ότι υφίσταται μαρτυρία για όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη. Για το ζήτημα ότι αυτή είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτιδα απόλυτα σχετικά είναι το τεκμήριο αρ.1 που αφορά την έκδοση δικαστικής απόφασης εναντίον της και την οποία καταδικάζεται στην καταβολή συγκεκριμένου ποσού, εξόδων και τόκων. Υπάρχει επίσης μαρτυρία από πλευράς ΜΚ.1 η οποία υποστηρίζεται και από το τεκμήριο 5 που κατέθεσε, ότι παραμένει υπόλοιπο για το εξ’ αποφάσεως χρέος της για το ποσό των €19.368,43σ. Υπάρχει επίσης μαρτυρία ότι εναντίον της κατηγορούμενης εκδόθηκε διάταγμα μηνιαίων δόσεων κάτι που επιμαρτυρείται από το τεκμήριο 2, σύμφωνα με το οποίο η κατηγορούμενη, διατάσσεται να καταβάλει μηνιαίως το ποσό των €.150 από 01.09.15 και ούτω καθ’ εξής μέχρι εξόφλησης. Τέλος σύμφωνα με την γραπτή δήλωση της ΜΚ.1 η κατηγορούμενη μέχρι σήμερα δεν έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό για τις δόσεις που περιλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €9.100, που ως επίσης ισχυρίζεται δεν οφείλεται σε οικονομική της αδυναμία. Αναντίλεκτη παρέμεινε και η θέση ότι η παραπονούμενη θεωρείται εξ’ αποφάσεως πιστωτής.

 

Πέραν των πιο πάνω προσθέτω ότι έχοντας διέλθει την όλη μαρτυρία της μάρτυρος για τους παραπονούμενους σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί η ενώπιον μου μαρτυρία σε τέτοιο βαθμό αντινομική ώστε να μην μπορώ να βασιστώ επ’ αυτής για να καταλήξω σε συμπέρασμα ενοχής της κατηγορούμενης. Δεν έχουν άλλωστε επισημανθεί τέτοιες αντιφάσεις από πλευράς συνηγόρου της κατηγορούμενης ώστε να εξεταστούν κατά πόσο συνιστούν τέτοιες. Συνεπώς δεν με βρίσκει σύμφωνο η σχετική εισήγηση της Υπεράσπισης. Άλλωστε οι μόνοι ουσιαστικά ισχυρισμοί που αμφισβητήθηκαν από πλευράς υπεράσπισης ήταν οι αναφορές της μάρτυρος στις διάφορες προσπάθειες επικοινωνίας με την κατηγορούμενη στα πλαίσια εξώδικης επίλυσης της διαφοράς τους. Συνακόλουθα η μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον μου, πάντα για σκοπούς του παρόντος σταδίου, είναι τέτοιας ποιότητας που δικαιολογεί την κλήση της κατηγορούμενης σε απολογία.

 

Εξετάζω στη συνέχεια τον ισχυρισμό περί κατάχρησης διαδικασίας. Το ζήτημα αυτό ενέχει μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα. Όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί, το Δικαστήριο έχει ευρύτατη, συμφυή εξουσία σε οποιοδήποτε στάδιο μιας ποινικής υπόθεσης, είτε κατόπιν αιτήματος είτε και αυτεπάγγελτα, να την τερματίσει και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο, εφόσον κρίνει ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα συνιστούσε κατάχρηση (βλ. ενδεικτικά Δ/ντής των Φυλακών ν. xxx Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217). Το γεγονός ότι προηγήθηκε έγκριση της καταχώρησης ενός κατηγορητηρίου δεν επηρεάζει την εξουσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί τέτοιο αίτημα ή ακόμα και να το επανεξετάσει.

 

Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο ζήτημα στα πλαίσια της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης 6217/2020, η οποία επίσης αφορούσε αδικήματα καταδολίευσης πιστωτών. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση μου:

 

«Το ζήτημα του κατά πόσο η καθυστέρηση στην προώθηση της δικαστικής διαδικασίας καθιστά την διεξαγωγή της δίκης μη δίκαια απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων.

 

 Στην υπόθεση Γ.Π.Β ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 5/2020, ημερομηνίας 30.7.2021 επισημάνθηκε κατ’ αρχάς, με αναφορά στην Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, ότι αποτελεί διαφορετικό ζήτημα το κατά πόσο ο χρόνος εντός του οποίου εκδικάστηκε μια υπόθεση είναι εύλογος συμφώνως του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο και εξετάζεται κατ’ αποκλειστικότητα εντός της χρονικής διάρκειας από την διατύπωση της κατηγορίας μέχρι της τελικής εκδίκασης της (περιλαμβανομένου και του σταδίου έφεσης), και άλλο το κατά πόσο μια δικαστική διαδικασία καθίσταται καταχρηστική λόγω της καθυστέρησης υποβολής παραπόνου.

 

Στην πιο πάνω υπόθεση το Ανώτατο τόνισε ότι η διακοπή της δίκης έστω και σε περίπτωση που η καθυστέρηση δεν είναι δικαιολογημένη θα πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, δεδομένου ότι γενικά η παρέλευση του χρόνου από μόνη της δεν αρκεί. Ωστόσο, ως περαιτέρω επισημάνθηκε, κάθε περίπτωση κρίνεται μα βάση τα δικά της περιστατικά. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε κατηγορίες άσεμνης επίθεσης σε γυναίκα, αδικήματα στα οποία συχνά παρατηρείται καθυστέρηση στην υποβολή παραπόνων στην Αστυνομία. Ως περαιτέρω επισήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο:

 

«Το ερώτημα κατά πόσο ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει δίκαιης δίκης, μετά την απώλεια ή καταστροφή σχετικού μαρτυρικού υλικού, λόγω του διαρρεύσαντα χρόνου, όπως και στην περίπτωση της μη δυνατότητας κλήσης μαρτύρων, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και επικεντρώνεται στη φύση και την έκταση του δυσμενούς επηρεασμού που προκαλείται σ΄  αυτόν.

Εν προκειμένω, το βάρος, ήταν στους ώμους του Εφεσείοντα να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι λόγω της απουσίας του συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού και μη δυνατότητας κλήσης συγκεκριμένων μαρτύρων, υπέστη δυσμενή επηρεασμό σε βαθμό που η δίκη δεν ήταν δίκαιη.»  

 

Παρόμοια προσέγγιση ως προς το τρόπο αντιμετώπισης της καθυστέρησης σε ποινική δίωξη ενός προσώπου υποστηρίζεται  και από την αγγλική νομολογία. Σχετικό προς το πιο πάνω θέμα είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την αγγλική υπόθεση Attorney General's Reference (No. 1 of 1990) [1992] 3 All ER 169 όπου στη σελ. 176 λέχθηκαν τα ακόλουθα από το λόρδο Lane:

 

In principle, therefore, even where the delay can be said to be unjustifiable, the imposition of a permanent stay should be the exception rather than the rule. Still more rare should be cases where a stay can properly be imposed in the absence of any fault on the part of the complainant or prosecution. Delay due merely to the complexity of the case or contributed to by the actions of the defendant himself should never be the foundation for a stay.

 

…no stay should be imposed unless the defendant shows on the balance of probabilities that owing to the delay he will suffer serious prejudice to the extent that no fair trial can be held, in other words that the continuance of the prosecution amounts to a misuse of the process of the court.

 

Στην υπόθεση Κ&Μ (TRANSPORT) FUEL TANKERS LTD κ.α ν. Έφορου Φορολογίας, Ποιν. Εφ. 109/2021 ημερ. 06.03.2023, ECLI:CY:AD:2023:B78, η οποία αφορούσε ποινική υπόθεση για παράλειψη καταβολής βεβαιωμένου ποσού Φ.Π.Α και παράλειψη εμπρόθεσμης υποβολής φορολογικών δηλώσεων λέχθηκαν τα εξής:

 

Η κατάχρηση είναι ζήτημα που εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων πραγματικών γεγονότων, ως αυτά έχουν συμφωνηθεί ή γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ηλιάδης κ.ά. Ποινική Έφεση 348/2018, ημερ. 31.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:B207.  Ο διάδικος που εγείρει ζήτημα κατάχρησης μιας δικαστικής διαδικασίας φέρει το βάρος να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή της διαδικασίας, αποδεικνύοντας όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση, αλλά και ότι επηρεάστηκε δυσμενώς, συνεπεία αυτής.

 

Ως κρίθηκε στην πιο πάνω υπόθεση, τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί το 2007 και το κατηγορητήριο είχε καταχωρηθεί το 2017. Όμως στο εν λόγω μεσοδιάστημα μεσολάβησαν δικαστικές διαδικασίες αμφισβήτησης της επίδικης βεβαίωσης φόρου, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 5.10.2016, με την τελική επικύρωση της επίδικης βεβαίωσης φόρου. Ο δε χρόνος που προηγήθηκε της επίδικης βεβαίωσης φόρου, οφείλεται στην συμμόρφωση του Εφεσίβλητου με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 26.3.2007, με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη βεβαίωση φόρου ημερ. 25.7.2002, εκδίδοντας και επιδίδοντας την επίδικη βεβαίωση στις 7.8.2007, δηλ. μόλις μετά πάροδο 4 μηνών. Λήφθηκε επίσης υπόψιν ότι η καθυστέρηση στη δίωξη άφηνε στους κατηγορούμενους περιθώρια συμμόρφωσης με τους τελευταίους να μην πράττουν οτιδήποτε».

 

Ο κος Ροδοσθένους προς επίρρωση του ισχυρισμού του περί ύπαρξης κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας με παρέπεμψε στην υπόθεση Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λιμιτεδ ν. ΧΧΧ Αθανασίου Ποιν. Εφ. 104/19 ημερ. 03.07.2020, ECLI:CY:AD:2020:B216 ECLI:CY:AD:2020:B216, καθώς και στην Πολυκάρπου ν. Τελεβάντου Ποιν. Εφ. 69/2021 ημερ. 07.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:B468 ECLI:CY:AD:2022:B468, αμφότερες αφορούσες το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής και για τις οποίες γίνεται μνεία στην απόφαση μου στην υπόθεση 6217/2020. Σε αμφότερες τις υποθέσεις δεν είχαν προβληθεί οποιοιδήποτε λόγοι για την καθυστέρηση στην καταχώρηση του κατηγορητηρίου η οποία διενεργήθηκε στην μεν πρώτη υπόθεση 5 ½ χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος και στη δεύτερη μετά από 3 ½ χρόνια. Στην Αθανασίου υπογραμμίστηκε ότι ο κατήγορος έχει δικαίωμα να προβάλει γεγονότα που τείνουν να ανατρέψουν την εκ πρώτης όψεως εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης και σε περίπτωση που αυτά αμφισβητούνται το ζήτημα αυτό μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Σε περίπτωση όμως που δεν συμβεί αυτό, όπως ήταν η περίπτωση στην Αθανασίου, τότε «το ζήτημα θα κριθεί με αναφορά αποκλειστικά στην ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και στην ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου…». Λέχθηκε ακόμα ότι προβολές επιχειρημάτων κατά το στάδιο των αγορεύσεων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

 

Ό,τι προκύπτει από τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές είναι πως σε υποθέσεις συνοπτικής διαδικασίας, όπως η παρούσα, η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της διάπραξης ενός αδικήματος και της δίωξης προς τούτο ενός προσώπου, σε περίπτωση που δεν υποστηρίζεται από επαρκείς εξηγήσεις από πλευράς κατήγορου και στην απουσία οποιασδήποτε συμβολής του κατηγορούμενου στην πρόκληση της καθυστέρησης, είναι πιθανόν να οδηγήσει το Δικαστήριο σε διαπίστωση δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορούμενου και συνακόλουθα να κρίνει την προώθηση της ποινικής υπόθεσης ως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ως λέχθηκε στην LCA Domiki Ltd Ποιν. Αιτ. 14/2018, ημερ. 02.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:D424 «ο παράγων του χρόνου όμως έχει τη δική του αυτοτέλεια».

 

Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ ότι αυτά διαφοροποιούνται τόσο από τις προαναφερθείσες αυθεντίες όσο και από την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια της υπόθεσης [ ]/20.

 

Το πρώτο σημείο στο οποίο παρατηρείται διαφοροποίηση είναι πως στην υπό κρίση περίπτωση η μάρτυρας για τους παραπονούμενους έδωσε ενόρκως εξήγηση για την πρόκληση της καθυστέρησης στην καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Αναφέρθηκε τόσο σε προσπάθειες επίλυσης της διαφοράς τους με την κατηγορούμενη όσο και στο γεγονός της αναμονής έκδοσης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε ένα καθαρά νομικό ζήτημα, ήτοι αυτό της προώθησης τέτοιας φύσεως υπόθεσης από νομικό πρόσωπο άλλο από το νομικό πρόσωπο υπερ του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα μηνιαίων δόσεων, το οποίο όμως είχε διαλυθεί και συγχωνευθεί με το πρώτο. Δεδομένου ότι αμφισβητήθηκαν οι πιο πάνω θέσεις της μάρτυρος, το Δικαστήριο, στο παρόν στάδιο, δεν μπορεί να προχωρήσει σε αξιολόγηση τους για να προβεί στα οποιαδήποτε συμπεράσματα. Αυτό θα διενεργηθεί κατά το τελικό στάδιο οπόταν και θα έχει αποκρυσταλλωθεί η όλη μαρτυρία. Χωρίς δε να αποφαίνομαι κατά πόσο τα όσα ανέφερε η μάρτυρας συνιστούν ή όχι εξ’ ακοής μαρτυρία, για τις ανάγκες του παρόντος σταδίου, και με δεδομένο ότι εξ’ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται για μόνο το λόγο αυτό, οι επίδικοι ισχυρισμοί συνιστούν επαρκή μαρτυρία για εκ πρώτης όψεως δικαιολόγηση της καθυστέρησης

 

Σημειώνω επίσης ότι η όποια τυχόν, διαπιστωθείσα ως καταχρηστική καθυστέρηση, ήθελε κριθεί, δεν μπορεί να αφορά όλες τις κατηγορίες, που ως σωστά εισηγήθηκε ο κος Λουκά αποτελούν αυτοτελή αδικήματα με αναφορά στη μη πληρωμή της δόσης που αφορούν. Δεν μπορεί συνεπώς βάσιμα να προωθείται τέτοια εισήγηση σε σχέση με όλες τις κατ’ ισχυρισμό, καθυστερημένες δόσεις που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο μεταξύ των οποίων και δόσεις εντός του 2020

 

Ένα ακόμα σημείο στο οποίο υφίσταται διαφοροποίηση εντοπίζεται στο γεγονός ότι στην υπόθεση [ ]/20 το παρόν Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το γεγονός ότι από τη, κατ’ ισχυρισμό, παράλειψη πληρωμής της τελευταίας δόσης, παρήλθαν τρία χρόνια μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, χωρίς επίσης να είχε προβληθεί οποιαδήποτε εξήγηση και για αυτό το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση ναι μεν η απόδοση του πρώτης κατηγορίας για παράλειψη πληρωμής οφειλόμενης δόσης ανάγεται στο 2015, όμως οι κατηγορίες συνεχίζουν μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του 2020 οπόταν και καταχωρήθηκε το υπό κρίση κατηγορητήριο. Είναι επίσης σωστή η παρατήρηση του συνηγόρου των παραπονούμενων ότι οι κατ’ ισχυρισμό καθυστερημένες δόσεις, ξεκινούν από το Σεπτέμβριο του 2015 ενώ στα πλαίσια της [ ]/2020 ξεκινούσαν δυο χρόνια προγενέστερα.

 

Όσον αφορά το επιχείρημα του συνηγόρου των παραπονούμενων για αντιφατική συμπεριφορά από πλευράς της κατηγορούμενης, υπό την έννοια πως κατ’ επανάληψη αιτείτο αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας θεωρώ ότι και αυτό ενέχει σημασία, εφόσον όπως αναφέρθηκε στην Ποιν. Αίτηση 14/19 Αναφορικά με την Amsteso Electric Ltd, εκτός από τη παρέλευση του χρόνου δεσπόζουσα σημασία έχει και η συμπεριφορά των διαδίκων.

 

Συνεπώς θεωρώ ότι το αίτημα για διακοπή της διαδικασίας ως αυτή αποτελούσα κατάχρηση δεν μπορεί να εξεταστεί στο παρόν στάδιο, εφόσον το Δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογήσει τα πιο πάνω δεδομένα. Έργο το οποίο ως ανέφερα θα πρέπει να διενεργηθεί κατά το τελικό στάδιο της υπόθεσης, οπόταν και θα επανεξεταστεί.

 

Κατάληξη

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω κρίνω ότι έχει αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της κατηγορούμενης στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και ως εκ τούτου αυτή καλείται σε απολογία.

 

 

(Υπογρ.)……………………….

                                                                                                                       Μ. Μυτίδης, Ε.Δ.

        

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο