ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

                                                                                                       Αρ. Υπόθεσης: 9510/23

Μεταξύ:

 

ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ

 

εναντίον

 

1.    MEDOUSA CONSTRUCTIONS LIMITED (ΗΕ 132962), εκ Πάφου, Χίου 7, 8027

2.    ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΛΟΪΖΟΥ, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της κατηγορούμενης αρ.1, εκ Πάφου, [ ] 7, [ ] και [ ] 28, [ ], [ ]

                                                                                                                   Κατηγορούμενοι

 

 

Μονομερής Αίτηση ημερομηνίας 30.10.2023

 

Ημερομηνία: 15.01.2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή / Αιτητές: κος Καραγιαννίδης Β. (για να ακούσει απόφαση η κα Πόγιαννου)

Για τους Κατηγορούμενους / Καθ’ ων η αίτηση: κος Σιαηλής Γ.

Κατηγορούμενος αρ.2: Απών

 

Ενδιάμεση Απόφαση

 

H υπό τον άνω αριθμό και τίτλο ιδιωτική ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε και εκκρεμεί εναντίον των κατηγορουμένων για Απάντηση στις κατηγορίες την 12.03.2024. Στην πρώτη κατηγορούμενη αποδίδονται δυο κατηγορίες ήτοι ότι κατά ή περί το έτος 2023 στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/[ ], τεμάχιο αρ. [ ] του Φ/Σχ. 51/20 εντός των ορίων του Δήμου Γεροσκήπου, εκτέλεσε οικοδομικές εργασίες για ανέγερση οικοδομής, χωρίς να εξασφαλίσει εκ των προτέρων άδεια από την αρμόδια αρχή ήτοι τον κατήγορο (1η κατηγορία) και ότι ενώ ήταν ιδιοκτήτρια και/ή κάτοχος του υπό αναφορά ακινήτου, επέτρεψε και/ή ανέχθηκε τις εν λόγω εργασίες (2η κατηγορία). Ο δεύτερος κατηγορούμενος στην τρίτη κατηγορία κατηγορείται ότι υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής και/ή λειτουργός της κατηγορούμενης αρ.1 παράνομα επέτρεψε και/ή ανέχθηκε τις υπό αναφορά οικοδομικές εργασίες εντός του υπό αναφορά ακινήτου.  

 

Με μονομερή αίτηση τους ημερομηνίας 30.10.2023, η κατηγορούσα αρχή πέτυχε την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο συγκεκριμένα διατάσσονται οι κατηγορούμενοι - καθ' ων η αίτηση καθώς και οι διευθυντές, υπάλληλοι ή νόμιμοι αντιπρόσωποι τους όπως αναστείλουν πάσης φύσεως οικοδομικές και/ή κατασκευαστικές εργασίες, που εκτελούνται εντός του υπό αναφορά ακινήτου μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο ποινικής υπόθεσης ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 2,3,5,9, 19 και 20 του Κεφ. 96, στον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 στα άρθρα 2 – 4, 21, 25 και 37,  στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6 άρθρα 2,4,5,7 και 9, και στο άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από την επισυνημμένη ένορκο δήλωση της Χρίστιας Πιστέντη, εκτελεστικής μηχανικού στον Δήμο Γεροσκήπου η οποία είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από το Δήμαρχο και το Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται η κα Πιστέντη, η κατηγορούμενη αρ.1 είναι ιδιωτική εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στον έφορο εταιρειών και ασχολείται με κτηματομεσιτικά και εργοληπτικές εργασίες. Ο δε κατηγορούμενος αρ.2 είναι ο διευθυντής της. Επισυνάπτει σχετικά τα τεκμήρια αρ.1 έως και αρ.3. Η κατηγορούμενη αρ.1 υπέβαλε αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας για την μετατροπή του τεμαχίου αρ. [ ] σε οικόπεδο καθώς και δεύτερη αίτηση για πολεοδομική άδεια που αφορά την ανέγερση σαράντα τεσσάρων (44) διαμερισμάτων με πισίνες και περίφραξη, οι οποίες και ακόμα εκκρεμούν. Σε επιτόπια επίσκεψη της στο υπό αναφορά ακίνητο την 23.10.2023 διαπίστωσε ότι οι κατηγορούμενοι άρχισαν και συνεχίζουν την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών και συγκεκριμένα έχουν προχωρήσει στην εκτέλεση χωματουργικών εργασιών για ανέγερση οικοδομής. Οι εργασίες που διαπίστωσε αφορούσαν τη μεταφορά μέσω φορτηγών, μεγάλου όγκου αδρανών υλικών από το τεμάχιο 304 στο γειτονικό τεμάχιο με αριθμό 305 το οποίο είναι τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας, χωρίς να έχει λάβει από τον Κηδεμόνα συγκατάθεση. Επισυνάπτει σχετικές φωτογραφίες ως Τεκμήριο 4. Παρά τη σχετική τηλεφωνική ενημέρωση του κατηγορούμενου αρ.2 δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση. Είναι η θέση της ότι σκοπός των κατηγορούμενων είναι η συνέχιση και ολοκλήρωση των εργασιών οι οποίες εκτελούνται παράνομα και χωρίς εγκεκριμένα σχέδια. Ως ισχυρίζεται σε περίπτωση που δεν εκδοθεί διάταγμα τότε θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εφόσον σε περίπτωση που κατοικηθεί η οικοδομή οι τυχόν παρατυπίες θα είναι αδύνατο ή εξαιρετικά δύσκολο να διορθωθούν. Επιπλέον υφίστανται κίνδυνοι για την ασφάλεια και υγεία των εκεί εργαζόμενων αλλά και των προσώπων που θα διαμένουν μελλοντικά και σε περίπτωση ολοκλήρωσης των εργασιών η οικοδομή θα λειτουργεί χωρίς να έχει ελεγχθεί από πλευράς κανόνων ασφαλείας. Ένεκα του ότι οι εργασίες εκτελούνται κατά παράβαση των εγκεκριμένων σχεδίων είναι επικίνδυνες και η έκδοση του διατάγματος καθίσταται αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν ατύχημα.

 

Τέλος, αναφέρει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ως προβλέπεται από τον Νόμο

 

Μετά την επίδοση του προσωρινού διατάγματος οι κατηγορούμενοι - καθ' ων η αίτηση καταχώρισαν Eιδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης προβάλλοντας έξι (6) λόγους ένστασης στην έκδοση και διατήρηση του προσωρινού διατάγματος. Αυτοί συνίστανται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του και δεν δικαιούνται οι Αιτητές σε θεραπεία, στην απόκρυψη ουσιώδων γεγονότων από τους Αιτητές, στο ότι δεν έχει καταδειχθεί το κατεπείγον και παρουσιάστηκαν ψευδή προς τούτο γεγονότα, και επί τω ότι δεν εκτελούνται κατασκευαστικές εργασίες εν τη εννοία του νόμου.

 

Η ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του καθ’ ου η αίτηση αρ.2 και η οποία συνοψίζεται στα ακόλουθα:

 

Δεν έχει γίνει οποιαδήποτε οικοδομική εργασία για ανέγερση οικοδομής και ούτε οι καθ’ ων η αίτηση σκοπεύουν να πράξουν τούτο χωρίς να εξασφαλίσουν εκ των προτέρων τις απαραίτητες άδειες. Αυτό που ουσιαστικά γίνεται είναι η μεταφορά αδρανών υλικών και μόνο από τεμάχιο που του ανήκει σε άλλο τεμάχιο, κάτι για το οποίο εξ’ όσων γνωρίζει δεν χρειάζεται οποιαδήποτε άδεια. Οι σχετικές αναφορές της ομνύουσας για τους Αιτητές, αποτελούν δικά της συμπεράσματα και εικασίες και έχουν προβληθεί παραπλανητικά για να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Επί τόπου δεν έχουν ανορυχθεί οποιοιδήποτε λάκκοι ούτε και υφίστανται μηχανήματα ή εργάτες που να εκτελούν εργασίες ούτε και οικοδομικά υλικά. Τα πιο πάνω (μη ύπαρξη οικοδομικών μηχανημάτων, οικοδομικών υλικών, εργατών και προσωπικού) σκόπιμα απεκρύβησαν από την κα Πιστέντη και παρουσιάστηκε μια αλλοιωμένη πραγματικότητα από τους Αιτητές στο Δικαστήριο. Συνεπώς κανένα ζήτημα προς εκδίκαση δεν υφίσταται, ούτε και κατεπείγον χαρακτήρας και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για συνέχιση της ισχύος του διατάγματος. Εκ των πιο πάνω αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Αγορεύσεις

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στην βάση των ενόρκων δηλώσεων της αίτησης και της ένστασης και οι συνήγοροι παρέδωσαν στο Δικαστήριο τις γραπτές τους αγορεύσεις υποστηρίζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Το Δικαστήριο διατηρεί κατά νου τις θέσεις των διαδίκων τις οποίες και έχει μελετήσει επισταμένα. Ειδική αναφορά σε αυτές θα γίνει κατωτέρω στο βαθμό που θα κριθεί αναγκαίο.

 

Νομική Πτυχή

 

Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 20 (3) (α) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ.96). Όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του άρθρου αυτού η έκδοση τέτοιου διατάγματος υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Επομένως ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση οι πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960).

 

Το άρθρο 32 των Περί Δικαστηρίων Νόμων παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Έχουν κατ’ επανάληψιν ερμηνευθεί και τεθεί οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος (Βλ. μεταξύ άλλων τις υποθέσεις  Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557, ΚΟΤ ν. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. 255, Καλογήρου ν. C.C.F Credit Capital Finance Ltd (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1237 και Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λιμιτεδ κ.α ν. Λοϊζίδου Πολ.Εφ. Ε7/2018 ημερ. 21/03/2019). Σύμφωνα με την νομολογία, οι βασικές προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για την ενεργοποίηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι:

 

·         Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση.

·         Ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής.

·         Η πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά ή βλάβη εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Είναι επίσης σημαντικό να λεχθεί ότι κατά το στάδιο εξέτασης της συνδρομής των προϋποθέσεων το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς, υπό την έννοια ότι δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας της εκατέρωθεν μαρτυρίας ούτε και καταλήγει σε ευρήματα γεγονότων αλλά περιορίζεται και προσεγγίζει το μαρτυρικό υλικό με μόνο σκοπό την διακρίβωση της ύπαρξης ή όχι των πιο πάνω προϋποθέσεων και κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα[1]. Περαιτέρω στην υπόθεση T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 Α.Α.Δ. 1802, υποδεικνύεται ότι σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης του.

 

Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση το κατά πόσον δηλαδή αποκαλύπτεται σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση αυτό διαπιστώνεται μέσα από τα δικόγραφα τα οποία έχουν καταχωριστεί και βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου (εν προκειμένω το κατηγορητήριο) ή όπου δεν υπάρχουν δικόγραφα μέσα από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση[2]. Θα πρέπει το δικαίωμα το οποίο επικαλείται ο Ενάγοντας να είναι αναγνωρισμένο είτε από το νόμο είτε από το δίκαιο της επιείκειας.

 

Σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, είναι αρκετό για τον Αιτητή να καταδείξει μια πιθανότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[3]. Ό,τι εξετάζεται κατά την προϋπόθεση αυτή είναι η αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας του Αιτητή. Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο». Η απλή παράθεση των δυο εκδοχών δεν επαρκεί ενώ η εκτίμηση της προοπτικής επιτυχίας της πλευράς του Ενάγοντα – Αιτητή θα πρέπει να συνεκτιμηθεί με την εκδοχή της άλλης πλευράς[4]. Η διακρίβωση της πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας η οποία και πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια στα γεγονότα που την καταδεικνύουν[5].

 

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, αυτή συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στον Αιτητή της θεραπείας που δικαιούται σύμφωνα με το νόμο (βλ. Παναγίδης v. Παναγίδης (2001) 1 Α.Α.Δ. 396). Το Δικαστήριο θα κρίνει ότι συντρέχει η συγκεκριμένη προϋπόθεση στις περιπτώσεις όπου ο υπολογισμός της ζημιάς που θα υποστεί ο Αιτητής θα είναι δύσκολος ή αδύνατος και κατ’ επέκταση το ίδιο δύσκολη και αδύνατη η απονομή της δικαιοσύνης Στις περιπτώσεις όπου η ζημιά μπορεί να υπολογισθεί, για να κριθεί ότι ο Αιτητής έχει ικανοποιήσει τη συγκεκριμένη προϋπόθεση, αυτός δεν θα πρέπει να αρκεστεί σε παράθεση γενικών και αόριστων ισχυρισμών αλλά να παραθέσει σαφή και θετική μαρτυρία ότι θα είναι  δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα[6]. Έχει επίσης επανειλημμένα νομολογηθεί ότι το κατά πόσο θα είναι αδύνατο ή δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη δεν συναρτάται μόνο με την στενή αντίληψη της έννοιας της υλικής ζημιάς, αλλά όπως λέχθηκε στην υπόθεση Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λιμιτεδ κ.α ν. Λοϊζίδου (ανωτέρω) «με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία». Συνεπώς δεν μπορεί η οικονομική επιφάνεια του ισχυρού μέρους να δικαιολογεί την πρόκληση αδικίας επί του αιτούμενου δικαστική προστασία (βλ. Highgate Primary School Ltd v. Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 317.

 

Ακόμα όμως και να συντρέχουν και οι τρεις προϋποθέσεις δεν εξυπακούεται η αυτόματη έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος, αλλά το δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή, όπως εν προκειμένω, να το διατηρήσει. Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η δυσχέρεια που θα προκληθεί στους διαδίκους, από την ύπαρξη ή όχι των διαταγμάτων αντιστοίχως.  Το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience), όπως είναι γνωστό, ή των αναγκών της δικαιοσύνης αναφέρεται στο καθήκον του δικαστηρίου να ισοζυγίσει τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει αν φανεί ότι η ενδιάμεση απόφαση του είναι εσφαλμένη και να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται ότι ενέχει τους λιγότερους κινδύνους πρόκλησης αδικίας στο ένα ή στο άλλο μέρος[7]. Το ποιους παράγοντες μπορεί να λάβει υπόψιν του το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, γιατί περί αυτής πρόκειται, δεν είναι προκαθορισμένοι αλλά εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης[8]. Εκεί όπου οι άλλοι παράγοντες φαίνονται να είναι ισοζυγισμένοι, το Δικαστήριο συνήθως θα λάβει τα μέτρα εκείνα που σκοπό έχουν τη διατήρηση του status quo ante bellum[9]

 

Στις περιπτώσεις που έχει πετύχει μονομερώς η έκδοση προσωρινής θεραπείας (όπως στην παρούσα περίπτωση), είναι το μέρος που έχει εξασφαλίσει υπερ του το προσωρινό διάταγμα που πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι αυτό πρέπει να παραμείνει σε ισχύ (βλ. Dolego Estates Ltd κ.ά. ν. Φιλίππου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1217, 1224). Για να παραμείνει σε ισχύ το διάταγμα πρέπει να ικανοποιούνται δύο παραμέτροι:

 

α) Ότι στην βάση των δεδομένων που είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον αιτητή ορθά εκδόθηκε το διάταγμα, και

 

β) Ότι στη βάση των δεδομένων κατά την ακρόαση, αφ' ότου ορίστηκε επιστρεπτέο, είναι ορθή η οριστικοποίηση του διατάγματος και συνέχιση της ισχύος του. Τα δεδομένα κατά την ακρόαση περιλαμβάνουν τα επιπλέον στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου από το ενιστάμενο μέρος, τον Καθ' ου η Αίτηση.

 

Εκτίμηση Δικαστηρίου

Προτού εξετάσω κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις οριστικοποίησης του διατάγματος θα εξετάσω τον τρίτο και τέταρτο λόγους ένστασης που εγείρουν οι καθ’ ων η αίτηση δια των οποίων εισηγούνται ότι δεν συντρέχει το στοιχείο του κατεπείγοντος και ότι οι Αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα από το Δικαστήριο.  

 

Το στοιχείο του κατεπείγοντος

 

Επιβάλλεται από τις πρόνοιες του άρθρου 9.1 του Κεφ.6 όπως εξετάσω πρώτα τον λόγο που αφορά την μη κατάδειξη εκ μέρους των Εναγόντων του στοιχείου του κατεπείγοντος. Είναι νομολογημένο ότι αυτό αποτελεί δικαιοδοτικό όρο και μόνο εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος δικαιολογείται, όλως εξαιρετικώς, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία της άλλης πλευράς[10]. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Έλενα Αμβροσιάδου ν. Martin Coward (2013) 1(A) A.A.Δ. 79, το κατεπείγον πρέπει να εξετάζεται πριν την εξέταση των υπόλοιπων προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60 προκειμένου να αποφασίσει το Δικαστήριο αν θα το οριστικοποιήσει, στην περίπτωση που έχει εκδοθεί μονομερώς ή αν θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να το εκδώσει.  Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Αντώνης και Φούλης Μιχαήλ Λτδ ν. ΧΧΧ Ιωαννίδη, Πολ. Εφ. Ε44/14, ημερ.16.7.19:

 

«Το άρθρο του 9 περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, προβλέπει για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο, χωρίς ειδοποίηση της αντίδικης πλευράς, στη βάση της διαδικασίας του κατεπείγοντος. Το κατεπείγον συνιστά σημαντικό δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, δεδομένου ότι η διαδικασία προχωρά στην παρουσία της μιας πλευράς, με επιπτώσεις όμως στα δικαιώματα προσώπου το οποίο δεν έχει κληθεί να παρουσιαστεί και κατά παρέκκλιση της αρχής φυσικής δικαιοσύνης να ακούγονται και τα δύο μέρη της διαφοράς. Κατ' ακολουθία της νομολογίας (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) ΑΑΔ 598), παρέχεται στο Δικαστήριο το δικαιοδοτικό πλαίσιο στις περιπτώσεις εκείνες που καταδεικνύεται το κατεπείγον της αξίωσης. Υπό το πρίσμα αυτό, εκδοθέν διάταγμα ακυρώνεται εφόσον δεν αποδειχθεί η προϋπόθεση του κατεπείγοντος, στοιχείο που συνιστά ανεξάρτητο λόγο προς ακύρωση. Είναι πάγια γραμμή της νομολογίας ότι η δυνατότητα έγερσης του ζητήματος στο στάδιο της έφεσης υφίσταται, ασχέτως της έκδοσης μονομερώς διατάγματος (Κούππας ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά. (2014) 1(Β) ΑΑΔ 1665).»

 

 Όπως υποδείχθηκε και στη Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 203, κατεπείγον θεωρείται το ζήτημα που περιέρχεται σε γνώση του αιτούντος την ενδιάμεση θεραπεία σε χρόνο που δεν του παρέχεται η δυνατότητα κίνησης των νενομισμένων διαδικασιών προς γνωστοποίηση του αιτήματος του στον αντίδικό του και εξασφάλιση του δικαιώματος του δευτέρου να ακουστεί. Η καθυστέρηση στην επιδίωξη της θεραπείας είναι βεβαίως σχετική και μπορεί να οδηγήσει στην μη έκδοση ή στην ακύρωση εκδοθέντος διατάγματος όμως ο χρόνος στον οποίο αποτείνεται ο αιτών τη θεραπεία δεν είναι στατικός, και λαμβάνονται υπόψιν διάφοροι παράγοντες όπως το είδος της επιδιωκόμενης θεραπείας, το πολύπλοκο της υπόθεσης, η συλλογή του απαραίτητου μαρτυρικού υλικού κ.α[11].

 

Τέλος όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση CommerzBank AuslandsBanken Holding A.G. κ.α. ν. Adeona Holdings Limited, Π.Ε. Ε6/2014, ημερ. 27.2.2015, όταν τίθεται θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, «το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς».

 

Αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι εφόσον, ως οι ίδιοι ισχυρίζονται, δεν γίνονται οικοδομικές εργασίες δεν υφίσταται ούτε (και) κατεπείγον ζήτημα. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Οι Αιτητές δια της κας Πιστέντη αναφέρθηκαν σε ενέργειες που υπέπεσαν στην αντίληψη τους και που κατά τη θέση του ισοδυναμούν με προκαταρκτικό στάδιο εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών και συγκεκριμένα στην εκτέλεση χωματουργικών εργασιών και μεταφορά αδρανών υλικών. Συνδύασαν δε αυτή τους την αναφορά και με το ότι ήδη εκκρεμούν δυο αιτήσεις για έκδοση πολεοδομικών αδειών από πλευράς καθ’ ης η αίτηση αρ.1 σε σχέση με το υπό αναφορά ακίνητο, οι οποίες αποσκοπούν στο να καταστεί οικόπεδο καθώς επίσης και στην ανέγερση ενός μεγάλου οικοδομικού έργου 44 διαμερισμάτων. Τα πιο πάνω δεν έτυχαν αμφισβήτησης.  Δεν διαπιστώνω ότι προβλήθηκαν παραπλανητικοί ισχυρισμοί προς το Δικαστήριο οι οποίοι να επέδρασαν στην κρίση του, το οποίο και, πεπλανημένα, να θεωρήσει την περίπτωση ως επείγουσα. Αντιθέτως μέσα από τη μαρτυρία που προσέφεραν οι Αιτητές, φαίνεται ότι έδρασαν το συντομότερο δυνατό αφότου έλαβαν γνώση των, κατ’ ισχυρισμό, παράνομων ενεργειών των κατηγορούμενων. Αυτό έγινε ουσιαστικά σε περίοδο μιας μόλις εβδομάδας και συνυπολογιζόμενου του χρόνου που χρειάστηκε για ετοιμασία και καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι ολιγώρησαν. Πέραν τούτου υφίσταται μαρτυρία ότι οι εργασίες που εκτελούνταν αφενός ήταν παράνομες και αφετέρου τίθετο σε κίνδυνο η ασφάλεια και υγεία των εργαζόμενων. Τα πιο πάνω θεωρώ ότι στοιχειοθετούν επαρκώς το στοιχείο του κατεπείγοντος και συνακόλουθα ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης κρίνεται ως αβάσιμος. Άλλο βέβαια είναι το ζήτημα κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις οριστικοποίησης του εκδοθέντος διατάγματος από τα όσα αναφέρονται εκατέρωθεν για τη φύση των εργασιών που δεν αμφισβητούνται ότι εκτελούνταν.

 

Απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων και έλλειψη νομιμοποίησης

 

Στην CommerzBank AuslandsBanken Holding A.G. κ.α. (ανωτέρω) επαναλαμβάνονται οι γνωστές αρχές της νομολογίας επί του θέματος και απόλυτα σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη. Σχετική είναι η νομολογία που προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις υποθέσεις Global Cruises SA κ.α. v. Metro Shipping &; Travel Ltd (1989) 1 AAΔ.607, 616-8, Γρηγορίου ν. Χριστόφορου (1995) 1 AAΔ 248, 264-267, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 AAΔ 598 και Χαραλάμπους v. Petros Michael Exclusif Ltd κ. α. (2004) 1Γ AAΔ 1953, 1956. Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου. Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.

 

Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd's Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας   (βλ. Linsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd (2010) EWHC 303 (Comm)). Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει.  Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd's Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.α. v. Metro Shipping &; Travel Ltd, ανωτέρω.

 

Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.

 

Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής. Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) (1985) F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.α. v. Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2014:A269, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/11, ημερ. 16.4.2014). Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος...»   

 

Περαιτέρω στην M. & CH. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. THE TIMBERLAND CO OF USA (1997) 1 ΑΑΔ 1791 αποφασίστηκε ότι το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών.  Δεν αποτελεί υποχρέωση του αιτούντος η προβολή αντεκδικήσεων τρίτων προς τα δικαιώματα τους, τις οποίες αμφισβητεί.  Γεγονότα τα οποία υποχρεούται ο αιτητής να αποκαλύψει σχετίζονται με α) το βάσιμο του δικαιώματός του όπως διαγράφεται στο δικόγραφό του, β) τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, και γ) την πιθανότητα επιτυχίας. Δεν αποκλείεται και το ίδιο το Δικαστήριο να εξετάσει αυτόβουλα ζήτημα απόκρυψης γεγονότων, όταν αυτό δικαιολογείται από την προσκομισθείσα μαρτυρία (βλ. Τσιερκέζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd, Πολ. Έφ. 181/2007 ημερομηνίας 19.6.2009). Τέλος Όπως λέχθηκε στην απόφαση Βασιλική Χαραλάμπους v. Petros Michael Exclusif Ltd κ.α. (2004), 1(Γ) Α.Α.Δ. 1953 «Είναι μεγάλη η ευθύνη εκείνου που επιδιώκει θεραπεία χωρίς να ακούεται η άλλη πλευρά, να θέσει όλα τα δεδομένα με ύψιστη καλή πίστη και με πληρότητα. Το ενδεχόμενο να είναι δυνατό εκ των υστέρων η γενική εικόνα που δημιουργείται να είχε αντικριστεί διαφορετικά μετά από μια εξονυχιστική έρευνα, δεν είναι ικανοποιητική απάντηση όταν, όσα ως σύνολο μεταδίδονται, σαφώς οδηγούν στο σχηματισμό άλλης εικόνας».

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι Αιτητές δεν αποκάλυψαν ότι δεν υπάρχουν α) οικοδομικά μηχανήματα στο υπό αναφορά τεμάχιο β) εργάτες και προσωπικό και γ) οικοδομικά υλικά.

 

Ούτε και ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης κρίνεται βάσιμος. Η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων δεν μπορεί να εκτείνεται στη μη αναφορά δεδομένων που δεν υφίστανται. Συνίσταται στη μη παρουσίαση δεδομένων που οι αιτούμενοι προσωρινή θεραπεία γνώριζαν ή που θα μπορούσαν εύλογα να λάβουν γνώση, αλλά είτε εσκεμμένα είτε αθώα παρέλειψαν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο. Ουδέποτε αναφέρθηκε από πλευράς Αιτητών ότι εκτελούνται κατασκευές οικοδομών επί του υπό αναφορά τεμαχίου και αυτοί περιορίστηκαν στην αίτηση τους στο ότι εκτελούνται χωματουργικές εργασίες και μεταφορά αδρανών υλικών τα οποία και αναφέρουν κατά τη θέση του ότι αποτελούν προκαταρκτικό στάδιο των κατασκευαστικών εργασιών. Έχουν άλλωστε παρουσιάσει φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζονται φορτηγά να μεταφέρουν αδρανή υλικά (τεκμήριο 4), τα οποία και προφανώς χρησιμοποιούνται από υπαλλήλους της κατηγορούμενης αρ.1. Από τις εν λόγω φωτογραφίες φαίνεται ότι δεν έχουν ξεκινήσει οποιεσδήποτε κατασκευαστικές εργασίες και εξ’ ου και δεν υπάρχουν εξειδικευμένα μηχανήματα ή αριθμός εργατών που να εκτελούν τέτοιες εργασίες. Δεν θεωρώ συνεπώς ότι οι Αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα.

 

Κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60

 

            Υπό το φως των πιο πάνω αρχών και τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τις δύο πλευρές, εξετάζω στη συνέχεια κατά πόσο πληρούνται οι προυποθέσεις για την οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος. Την ίδια ώρα θα εξετάσω και τους λόγους ένστασης οι οποίοι έχουν προβληθεί, πάντοτε με γνώμονα και καθήκον όπως σε αυτό το Δικαστήριο αποφευχθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας σε επίπεδο αξιοπιστίας και την εξαγωγή συμπερασμάτων που αυτό ανάγεται στα καθήκοντα του Δικαστηρίου όταν εκδικάσει την κυρίως υπόθεση.

Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της παρούσας αίτησης δεν έχει ζητηθεί η αντεξέταση οποιουδήποτε ενόρκως δηλούντα, ούτε έχει ζητηθεί η καταχώρηση απαντητικής ένορκης δήλωσης αλλά ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε προφορική μαρτυρία. Ως έχει λεχθεί η ακρόαση της παρούσας αίτησης έχει διεξαχθεί στα πλαίσια των ενόρκων δηλώσεων και των αγορεύσεων αμφοτέρων των ευπαιδεύτων συνηγόρων. Όπως έχει γίνει ξεκάθαρο και με μια απλή αντιπαραβολή αμφοτέρων των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν αίτηση και ένσταση αντίστοιχα, υπάρχει όχι μόνο πλήρης άρνηση (εκτός βεβαίως εκεί όπου γίνεται ειδική παραδοχή) εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2 των ουσιαστικών ισχυρισμών των αιτητών πάνω στους οποίους βάσισαν την αίτηση για έκδοση αλλά και συνέχιση του επίδικου διατάγματος, αλλά προέβαλαν και μια εκ διαμέτρου αντίθετη εκδοχή ως προς τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Στην υπόθεση  Iacovou Brothers (CONSTRUCTIONS) LTD v. Fashionwise ltd (2000) 1Β Α.Α.Δ 1377 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

Είναι ορθό ότι σε περιπτώσεις αιτήσεων που οι ισχυρισμοί του αιτητή αμφισβητούνται ο αιτητής θα πρέπει να προσκομίσει προφορική μαρτυρία για να αποσείσει το σχετικό βάρος που έχει για την απόδειξη των ισχυρισμών του. (ίδε Krashias Shoe Factory Ltd ν. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier K.G. (1989) 1(E) A.A.Δ. 750 και Louis Vuitton v. Dermosak Ltd and Orphanidou (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453). Ο αιτητής μπορεί να αποσείσει το σχετικό βάρος της απόδειξης είτε με την παράθεση της δικής του μαρτυρίας είτε με την αποκάλυψη στοιχείων που προκύπτουν από την αντεξέταση στην οποία υποβάλλει τα πρόσωπα τα οποία έχουν προβεί σε ένορκες δηλώσεις εκ μέρους του καθ'ου η αίτηση. Επισημαίνουμε ότι με την πρόσφατη τροποποίηση του Κανονισμού 4 της Διαταγής 48 (Ίδε ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1999) η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται με βάση τα γεγονότα που περιέχονται στις ένορκες δηλώσεις με δυνατότητα αντεξέτασης.

 

 

 

 

(α) Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.

 

Το εν λόγω κριτήριο, όπως λέχθηκε, δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δικογραφία. Με βάση λοιπόν τις εκθέσεις αδικημάτων των κατηγοριών και τις λεπτομέρειες αδικημάτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αιτητές απέδειξαν ότι πληρούται αυτή η προϋπόθεση. Υπάρχει ρητή παραδοχή των όσων αναφέρονται στις παραγράφους αρ.1 έως και αρ.6 της ένορκης δήλωσης της κας Πιστέντη, ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι η καθ’ ης η αίτηση αρ.1 είναι εργοληπτική εταιρεία που ασχολείται με εργασίες ανάπτυξης γης και σε σχέση με το υπό αναφορά ακίνητο έχει προβεί στην κατάθεση δυο αιτήσεων για έκδοση πολεοδομικών αδειών, ήτοι μία για την μετατροπή του σε οικόπεδο και μια για την ανέγερση 44 διαμερισμάτων. Είναι επίσης κοινά αποδεκτό ότι ο κατηγορούμενος αρ.2 είναι ο διευθυντής της. Υπάρχει περαιτέρω μαρτυρία ότι επί του εν λόγω ακινήτου διενεργούνται χωματουργικές εργασίες και μεταφορές αδρανών υλικών σε παρακείμενο τεμάχιο, ενώ επίσης υπάρχει μαρτυρία ότι προφορική επικοινωνία των Αιτητών μετά του κατηγορούμενου αρ.2 για παύση των εργασιών δεν οδήγησε σε συμμόρφωση του. Τα πιο πάνω αποκαλύπτουν συζητήσιμη υπόθεση που αφορά την ανέγερση και επίτρεψη ανέγερσης παράνομων οικοδομών. Πρόκειται για αδικήματα γνωστά στο Νόμο και συγκεκριμένα καλύπτονται από τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Κεφ.96 για την παράβαση των οποίων προβλέπεται ποινή στο άρθρο 20(1) του ίδιου νόμου.

 

(β) Ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας.

 

Αναμένεται από τους αιτητές να δείξουν ότι έχουν ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα, αλλά κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Όπως έχει λεχθεί οι καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν μια εντελώς διαφορετική εκδοχή των όσων η ενόρκως δηλούσα για τους Αιτητές έχει παρατηρήσει και αντιληφθεί να λαμβάνει χώρα στο υπό αναφορά ακίνητο. Αυτή η εκδοχή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευφάνταστη ούτε απομακρυσμένη από την πραγματικότητα στη βάση της όλης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου και η οποία προέρχεται από τους Αιτητές. Με άλλα λόγια εύλογα κάποιος θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό που ουσιαστικά γίνεται στο τεμάχιο των καθ’ ων η αίτηση είναι η απομάκρυνση αδρανών υλικών και ο καθαρισμός του, χωρίς να υπάρχει πρόθεση για κατασκευαστικές εργασίες. Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παραθέσω την ερμηνεία του όρου οικοδομή ως αυτός συναντάται στο άρθρο 2 του Κεφ.96:

 

“οικοδομή” σημαίνει οποιαδήποτε κατασκευή, είτε από λίθους, σκυρόδεμα, πηλό, σίδερο, ξύλο ή άλλη ύλη, και περιλαμβάνει οποιοδήποτε λάκκο και οποιοδήποτε θεμέλιο, τοίχο, στέγη, καπνοδόχο, βεράντα, εξώστη, κορωνίδα ή προεξοχή ή τμήμα οικοδομής, ή οποιοδήποτε πράγμα που είναι προσαρτημένο σε αυτή, ή οποιοδήποτε τοίχο, ανάχωμα, φράκτη, περίφραγμα ή άλλη κατασκευή που περικλείει ή οροθετεί ή έχει σκοπό να περικλείει ή να οροθετεί οποιαδήποτε γη ή χώρο.

 

Στην ένορκη δήλωση της κας Πιστέντη γίνεται αναφορά για χωματουργικές εργασίες χωρίς όμως να δίδονται περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς τους λόγους που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι αποσκοπούν στην εκτέλεση οικοδομικών εργασιών. Ούτε άλλωστε η ίδια αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με δημιουργία θεμελίου (πέδιλο) ή ανόρυξη λάκκων ή άλλη κατασκευή που περικλείει ή οριοθετεί χώρο, μα ούτε και κάτι τέτοιο φαίνεται να προκύπτει μέσα από το φωτογραφικό υλικό που παρουσιάστηκε. Επίσης δεν παραθέτει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες από την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον καθ’ ου η αίτηση αρ.2 και ποια ακριβώς ήταν η θέση του στα όσα του ανέφερε για παύση των εργασιών. Το γεγονός ότι δεν συμμορφώθηκε με τα λεγόμενα της δεν μπορεί, έστω για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας να οδηγήσει, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, στο συμπέρασμα ότι παραδέχθηκε την εκτέλεση παράνομων εργασιών. Ούτε βέβαια πληροί τη συγκεκριμένη προϋπόθεση το γεγονός κατάθεσης αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση οικιστικών μονάδων έστω και αν ιδωθεί συνδυαστικά με τις εργασίες μεταφοράς αδρανών υλικών, δεδομένης της αναντίλεκτης, επαναλαμβάνω, αλλά και εύλογης εκδοχής των καθ’ ων η αίτηση. Εν ολίγοις τίποτα από τα όσα η ενόρκως δηλούσα αντιλήφθηκε να γίνονται επί τόπου δεν μπορεί να θέσει εκ ποδών τα όσα ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση ότι αφορούν.

 

Τα όσα αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος για τους Αιτητές, και συγκεκριμένα ότι αν απλώς καθάριζαν το ακίνητο δεν θα έφερναν φορτηγά ή ότι δεν θα μετέφεραν τα αδρανή υλικά σε παρακείμενο τεμάχιο ήτοι το υπ’ αρ. 304, ή ακόμα ότι ο καθαρισμός δεν μπορούσε να αφορά αδρανή υλικά παρά μόνο φύλλα και κλαδιά αποτελεί προσπάθεια εισαγωγής μαρτυρίας πράγμα ανεπίτρεπτο στο στάδιο των αγορεύσεων (βλ. ενδεικτικά INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD ν. Παπαδόπουλου (2013) 1 ΑΑΔ 2505). Ασφαλέστατα το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει την αξιοπιστία ή την αποδεικτική βαρύτητα των εκατέρωθεν ισχυρισμών σε αυτό το στάδιο αλλά αυτό αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας της κυρίως υπόθεσης. Από την στιγμή λοιπόν που οι Αιτητές δεν έχουν αντικρούσει τους ισχυρισμούς των καθ΄ ων η αίτηση είτε αιτούμενοι την αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα για τους καθ’ ων η αίτηση είτε αιτούμενοι την καταχώρηση συμπληρωματικής / απαντητικής ένορκης δήλωσης, αυτοί οι ισχυρισμοί παρέμειναν αναντίλεκτοι (βλ. Iacovou Brothers (CONSTRUCTIONS) LTD v. Fashionwise ltd ανωτέρω). Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο δεν αξιολογεί ούτε καταλήγει σε οποιαδήποτε τελικά συμπεράσματα αλλά από την στιγμή που υπάρχει πλήρης άρνηση των καθ΄ ων η αίτηση ως προς τις ισχυριζόμενες παράνομες οικοδομικές δραστηριότητες δια της προβολής μιας καθόλα εύλογης εκδοχής, οι ισχυρισμοί των αιτητών πάνω στους οποίους πέτυχαν μεν την έκδοση του επίδικου διατάγματος, παρέμειναν τελικά μετέωροι και στο επίπεδο εικασιών και δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους αναλογεί δυνάμει της πιο πάνω νομολογίας και κατ’ επέκταση ότι έχουν πιθανότητες να δικαιούνται σε θεραπεία.

 

Παρενθετικά να αναφέρω ότι η παράθεση του άρθρου 2 του Ν.29(Ι)/2001 στην αγόρευση του συνηγόρου των Αιτητών, ως προς την ερμηνεία του όρου «οικοδομή» και «οικοδομικό έργο» δεν θεωρώ ότι μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση εφόσον οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι καθ’ ων η αίτηση δεν αφορούν το συγκεκριμένο νόμο αλλά το Κεφ.96. Ούτε επίσης περιλαμβάνεται η πιο πάνω νομοθεσία στη νομική βάση της αίτησης. Επίσης πουθενά στη ένορκη δήλωση της κας Πιστέντη δεν γίνεται αναφορά σε «ανάχωμα» ως ο όρος ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Κεφ.96.

 

Παρά το ότι η μη πλήρωση της δεύτερης προϋπόθεσης σφραγίζει την τύχη της αίτησης και της συνέχισης ισχύος του Διατάγματος εξετάζω και την τρίτη προϋπόθεση για σκοπούς πληρότητας

 

(γ) Δύσκολη ή αδύνατη η απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο

 

Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση επαναλαμβάνω ότι αυτή δεν πρέπει να διασυνδέεται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου που επιδιώκει τη θεραπεία. Με άλλα λόγια η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιλαμβάνει και διάφορα άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, όπως έχει υποδείξει και η υπόθεση Παπαστράτης ν. Πετρίδης (1979) 1 ΑΑΔ 240. Όπου υπάρχουν ισχυρισμοί για παραβιάσεις δικαιωμάτων, ή όπως εν προκειμένω νομοθετικών προνοιών, όσο ισχυρή και να είναι η οικονομική κατάσταση της άλλης πλευράς, δεν μπορεί να δικαιολογεί την πρόκληση αδικίας επί του αιτούμενου δικαστική προστασία ή τη συνέχιση της παραβίασης του νόμου.

 

Η παρούσα υπόθεση δεν αφορά την εκδίκαση χρηματικής διαφοράς, αλλά με αυτή επιζητείται η αποκατάσταση της νομιμότητας, την οποία για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας οι Αιτητές επιχείρησαν να καταδείξουν ότι πιθανόν να διαρρήχθηκε μέσα από πράξεις ή και παραλείψεις των κατηγορούμενων. Ο σκοπός της πρόνοιας του νομοθέτη στο Άρθρο 20(3) του Κεφ.96 για μονομερή έκδοση διατάγματος αναστολής εργασιών, δεν είναι άλλος από του να αποτρέψει την έναρξη ή συνέχιση εκτέλεσης μη αδειοδοτημένων κατασκευαστικών εργασιών. Η δε δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης της όποιας παράνομης οικοδομής δεν απαμβλύνει την αναγκαιότητα έκδοσης, εν προκειμένω οριστικοποίησης, του υπό κρίση διατάγματος. Τέτοια προσέγγιση θα καταστρατηγούσε θεωρώ την πρόνοια για προσωρινό διάταγμα αφού θα έδιδε το δικαίωμα σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να προβαίνει ανεξέλεγκτα σε παράνομες οικοδομικές εργασίες επικαλούμενο την προβλεπόμενη δυνατότητα έκδοσης εναντίον του τέτοιου διατάγματος στο τέλος της υπόθεσης. Στην προκειμένη όμως περίπτωση από τη στιγμή που υπάρχει πλήρης άρνηση των θέσεων των Αιτητών από πλευράς καθ’ ων η αίτηση στο μέτρο και την έκταση που αφορούν τη διενέργεια κατασκευαστικών εργασιών, προβάλλοντας ταυτόχρονα μια εύλογη εκδοχή, και οι οποίες συνίστανται ουσιαστικά στη μεταφορά αδρανών υλικών από ένα τεμάχιο σε άλλο ελλείπουσας οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας ή στοιχείων που να αποκαλύπτουν πραγματική πρόθεση από πλευράς καθ’ ων η αίτηση για οικοδομικές εργασίες, χωρίς να παραγνωρίζω ότι εκκρεμεί αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση διαμερισμάτων, οι ισχυρισμοί που τέθηκαν από τους αιτητές προς υποστήριξη αυτής της προϋπόθεσης παρέμειναν έωλοι. Απέτυχαν συνεπώς, να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που τους αναλογεί δυνάμει της πιο πάνω νομολογίας και κατ΄ επέκταση ότι χωρίς την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος (και στην παρούσα περίπτωση η συνέχιση της ισχύος του) θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Διαφορετική βεβαίως θα ήταν η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην περίπτωση που πράγματι οι Αιτητές αποκάλυπταν ορατή πιθανότητα επιτυχίας της υπό κρίση υπόθεσης, εφόσον προέχει η διασφάλιση της νομιμότητας και η διαφύλαξη της ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων από την εκτέλεση παράνομων εργασιών.

 

 

 

 

Ισοζύγιο της ευχέρειας

 

Εξετάζω επίσης κατά πόσο η οριστικοποίηση του επίδικου διατάγματος θα δικαιολογείτο ή όχι κατά το ισοζύγιο της ευχέρειας. Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο, ισοζυγίζει τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει αν φανεί ότι η ενδιάμεση απόφαση του είναι εσφαλμένη και επιλέγει να ακολουθήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται ότι έχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας. Με άλλα λόγια κατά πόσο κρίνεται δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθούν ή να παραμείνουν σε ισχύ ή όχι τα αιτούμενα διατάγματα, ασκώντας προς τούτο, και πάντοτε δικαστικά, τη διακριτική του ευχέρεια. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση / συνέχιση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.

 

Όπως το θέμα τέθηκε στην υπόθεση Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788:

 

«Αναφορικά με το ισοζύγιο της ευχέρειας αυτό υποδηλώνει το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου να ισοζυγίζει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση του που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο ήταν εσφαλμένη. Όπως το έχει θέσει ο δικαστής Hoffman στην Films Rover International Limited v. Cannon Film Sales Limited (1987) 1 W.L.R. 670:

 

«Το κύριο δίλημμα σε σχέση με την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είτε αυτά είναι απαγορευτικά ή επιτακτικά, είναι ότι υπάρχει εξ ορισμού ο κίνδυνος ότι το Δικαστήριο μπορεί να πάρει εσφαλμένη απόφαση με το νόημα ότι έχει χορηγήσει διάταγμα σε διάδικο ο οποίος αποτυγχάνει να αποδείξει τα δικαιώματα του κατά τη δίκη (ή θα αποτύγχανε αν υπήρχε δίκη) ή διαζευκτικά με το να παραλείψει να χορηγήσει διάταγμα σε διάδικο που επιτυγχάνει (ή θα πετύχει) στη δίκη. Αποτελεί επομένως θεμελιωμένη αρχή ότι το Δικαστήριο πρέπει να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται ότι ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας εάν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του ήταν «εσφαλμένη» με το πιο πάνω νόημα. Οι κατευθυντήριες γραμμές για την χορήγηση και των δύο ειδών προσωρινών διαταγμάτων πηγάζουν από αυτή την αρχή».

 

Με βάση λοιπόν τις πιο πάνω νομικές αρχές και σε περίπτωση που έκρινα ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις, θα κατέληγα ότι θα ήταν ορθό και δίκαιο να συνεχιστεί η ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος διότι σε αντίθετη περίπτωση θα υφίστατο ο κίνδυνος συνέχισης κατασκευαστικών εργασιών που δεν καλύπτονται από οικοδομική άδεια και την ίδια ώρα θα ελλόχευαν κίνδυνοι για την ασφάλεια και υγεία των εργαζόμενων από τη διενέργεια μη εγκεκριμένων εργασιών. Από την άλλη δεν έχει παρουσιαστεί ίχνος μαρτυρίας αναφορικά με οποιασδήποτε φύσεως ζημιά ή βλάβη που ήθελε υποστούν οι κατηγορούμενοι, η οποία θα πρέπει επίσης να σημειώσω ότι δεν μπορεί να υπερτερεί έναντι της τήρησης του νόμου.

 

Κατάληξη

 

Για τους λόγους που το Δικαστήριο προσπάθησε να εξηγήσει, η ισχύς του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 31/10/2023 παύει από σήμερα. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Κατηγορούμενων – Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών / Κατήγορου όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Θα είναι πληρωτέα στο τέλος της υπόθεσης.

 

 

                                                                            (Υπ.)……………………………..

                                                                                            Μ. Μυτίδης, Ε.Δ

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. μεταξύ άλλων Demades Overseas Ltd v.  Studio Ma. St. Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 799 αλλά και Κυρίλου ν. Λαμπρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1528.

[2] Βλ. Resola (CyprusLtd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598

[3] Βλ. Πουργουρίδη κ.α ν. Μέζου κ.α (1994) 1 Α.Α.Δ

[4] Βλ. Κωνσταντίνου Λόρδου κ.α ν. Πέτρου Σιακόλα κ.α Πολ. Εφ. Ε143/2015 ημερ. 23.03.2017

[5] Βλ. Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (1996) 1 Α.Α.Δ 253

[6] βλ. Ανδρέου ν. Colossos Signs Ltd (Αρ.2) (2008) 1A ΑΑΔ 626, 630 και M.Ch. Mitsingas Trading Ltd and Another ν. Timberland Co. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ.1791

[7] Βλ. Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557, 570, Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 788, Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Θεωρή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 255, 258, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Χατζηβασίλη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 152, 154 και Avila Management Services Ltd κ.α. ν. Frantisek Stepanek κ.α. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1403, 1424

[8] Βλ. American Cyanamid v. Ethicon [1975] AC 396, όπου στη σελ. 408 αναφέρθηκε από το Λόρδο Diplock: «It would be unwise to attempt even to list all various matters which may need to be taken into consideration in deciding where the balance lies, let alone to suggest the relative weight to be attached to them.».

[9] Βλ. Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015 και Κοσμα ν. Χατζηκυπρή κ.α (2000) 1 ΑΑΔ 169, όπου αναφέρθηκε ότι η κατοχή ή όχι διαμερίσματος θεωρήθηκε θεμελιακής σημασίας για διατήρηση του status quo ante.

[10] Βλ. μεταξύ άλλων Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1 A.A.Δ. 1475, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598

[11] Βλ. Seamark Consultancy Services Limited κ.ά. v. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο