ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 2007/2019 

 

 

1.    Μαργαρίτα Μιχαήλ Παπανεοκλέους, [ ] αρ.21, Τ.Κ [ ]

2.    Μαρία Μιχαήλ, [ ] 32, Τ.Κ [ ], [ ], [ ], Λευκωσία

3.    Νίνα Τσιάτταλου, [ ] 29, Τ.Κ. [ ], [ ], Λευκωσία

 

Παραπονούμενες

 

εναντίον

 

Δώρα Θεοδούλου, [ ] 7, [ ], Πάφος

Κατηγορούμενη

 

 

Ημερομηνία: 15 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τις παραπονούμενες: κος Παυλίδης Δ. (για να ακούσει απόφαση ο κος Φιλίππου Γ.)

Για την Κατηγορούμενη: κος Αλεξάνδρου Α. (για να ακούσει απόφαση ο κος Λεοντίου Γ.)

Κατηγορούμενη παρούσα

 

 

Ενδιάμεση Απόφαση

                                                       (Εκ πρώτης όψεως)

 

Η κατηγορούμενη στη βάση του υπό κρίση κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε την 26/03/2019, και ως αυτό τροποποιήθηκε την 28.08.23 αντιμετωπίζει την κατηγορία της παράνομης εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος κλπ κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα, και την κατηγορία της παράνομης κατοχής, νομής ή χρήσης κατά παράβαση του άρθρου 281 του Ποινικού Κώδικα. Η χρονική περίοδος κατά την οποία τις καταλογίζονται αμφότερες οι κατηγορίες είναι μεταξύ των ημερομηνιών 01.01.2016 και 31.10.2018.

 

Για να αποδείξουν την υπόθεση τους οι παραπονούμενες κάλεσαν 4 μάρτυρες, ήτοι την παραπονούμενη αρ.1, την τοπογράφο Έφη Ψαλτά, το σύζυγο της παραπονούμενης αρ.1 κο Ν. Παπανεοκλέους και τον κτηματολογικό λειτουργό κο Ανδρέα Δημητρίου.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας από πλευράς παραπονούμενων ο συνήγορος Υπεράσπισης κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει και απαλλάξει την κατηγορούμενη από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, αγορεύοντας προς τούτο σχετικά. Αντίθετη ήταν η εισήγηση του συνηγόρου των παραπονούμενων ο οποίος κατέθεσε γραπτό κείμενο αγορεύεσεων.  

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Προβαίνω στη συνέχεια σε συνοπτική καταγραφή της μαρτυρίας που δόθηκε στο Δικαστήριο από πλευράς παραπονούμενων

 

Η ΜΚ.1 κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της γραπτή δήλωση (Τεκμήριο Α). Είναι μία από τις συνιδιοκτήτριες του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ] του Φ/Σχ, 26/36, τεμάχιο αρ.[ ] ευρισκόμενο στην Αργάκα της επαρχίας Πάφου. Κατέθεσε αντίγραφο τίτλου ιδιοκτησίας (τεκμήριο 1) του υπό αναφορά ακινήτου.  Περί το 2018 κατέθεσε μαζί με τις συνιδιοκτήτριες της στο Τμήμα Πολεοδομίας αίτηση για διαχωρισμό του ακινήτου τους. Αυτό είχε οριοθετηθεί συμφώνως του φακέλου ΑΧ 436/16 του Κτηματολογίου, και κατέθεσε σχετικό πιστοποιητικό ως τεκμήριο 3. Σύμφωνα με την ίδια επίσης οριοθετήθηκε το τεμάχιο 64 που ανήκει στην κατηγορούμενη στο οποίο και διατηρεί κατοικία, με τους φακέλους ΑΧ 1122/03 και ΑΧ 2250/08. Κατά την οριοθέτηση του τεμαχίου 63 διαπιστώθηκε ότι μέρος της περίφραξης του συνορεύοντος τεμαχίου 64 επενέβαινε στο πρώτο (τεμάχιο 63). Είναι η θέση της ότι η επέκταση της περίφραξης του τεμαχίου 64 έγινε την περίοδο 01.01.2016 με 31.10.2018, με σκοπό να οχληθούν οι συνιδιοκτήτριες και με αποτέλεσμα να κατέχεται παράνομα και χωρίς τη συναίνεση των συνιδιοκτητριών μέρος του τεμαχίου 63. Μέσω των δικηγόρων της απέστειλε επιστολή στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου με κοινοποίηση στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως και στο Κοινοτικό Συμβούλιο Αργάκας (τεκμήριο 2) με την οποία τους ενημερώνει, μεταξύ άλλων, για το ζήτημα της υπό αναφορά επέμβασης.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι το τεμάχιο 63 της μεταβιβάστηκε, κατ’ ιδανικό μερίδιο, από τον πατέρα της το 2015, και πρόκειται για χωράφι το οποίο ούτε καλλιεργεί ούτε σπέρνει. Δεν γνώριζε αν ίσχυε το ίδιο και για τις άλλες συνιδιοκτήτριες. Τελευταία φορά που το επισκέφθηκε ήταν πριν 3 χρόνια αν και περνούσε συχνά από το σημείο που βρίσκεται καθ’ οδόν προς το χωριό Αργάκα το οποίο επισκέπτεται συχνά. Ο λόγος που αναφέρει την περίοδο 01.01.2016 με 31.10.2018 είναι γιατί ήταν τότε που αποτάθηκαν με αίτηση στην πολεοδομία για διαχωρισμό του ακινήτου τους, η οποία και εν τέλει απορρίφθηκε. Μεταξύ του δικού της ακινήτου και του τεμαχίου 64 υπάρχει περίφραξη αν και δεν γνώριζε τι είδους. Δεν ήταν επίσης σε θέση να αναφέρει κατά πόσο η κατάσταση που επικρατεί στα σύνορα των δυο τεμαχίων (του αρ.63 και αρ.64) παρέμεινε αναλλοίωτη για πέραν από 25 χρόνια καθότι την όλη υπόθεση την είχε χειριστεί ο σύζυγος της. Κληθείσα να εξηγήσει τι εννοούσε με την αναφορά της σε ενόχληση από την κατηγορούμενη, η μάρτυρας ανέφερε ότι εφόσον χρησιμοποιείται μέρος του ακινήτου της, «ενοχλά το ακίνητο, την ιδιοκτησία μου, ενοχλά με εμένα». Ερωτώμενη κατά πόσο κατέχει και χρησιμοποιεί το ακίνητο ανέφερε ότι δεν μπορούν να το χρησιμοποιούν λόγω του ότι δεν μπορούν να το διαχωρίσουν σε οικόπεδα. Ήταν η θέση της ότι δεν εξασφαλίστηκε η άδεια διαχωρισμού λόγω της παράνομης επέμβασης από πλευράς της κατηγορούμενης.    

 

Η ΜΚ.2 είναι αγρονόμος και τοπογράφος μηχανικός. Ετοίμασε γραπτή δήλωση της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε και κατέθεσε ως Τεκμήριο Β. Το τεμάχιο των παραπονούμενων είναι περίκλειστο, και προκειμένου να διαχωριστεί σε οικόπεδα, η κατηγορούμενη και η ιδιοκτήτρια του παρακείμενου τεμαχίου αρ.40, η οποία είναι αδελφή της, υπέγραψαν τα σχέδια της αίτησης διαχωρισμού που υπέβαλαν οι παραπονούμενες. Το Τμήμα Πολεοδομίας ζήτησε επιπρόσθετη παραχώρηση 50 εκατοστών από το τεμάχιο 64 κάτι στο οποίο όμως η κατηγορούμενη δεν συγκατατέθηκε. Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης της ανέφερε ότι το 2016 μετέβηκε επιτόπου και προέβηκε σε οριοθέτηση του τεμαχίου των παραπονούμενων κατόπιν εντολής τους, κατά την οποία αποτύπωσε το τεμάχιο σε σχέση με τη μορφολογία και τις επιτόπου καταστάσεις. Σχετικός είναι ο φάκελος του κτηματολογίου ΑΧ 436/16. Χρησιμοποίησε εργαλεία ακριβείας, τοποθέτησε οχτώ (8) ορόσημα και διαπιστώθηκε επέμβαση της περίφραξης του τεμαχίου 64 στο τεμάχιο 63. Η εργασία της ελέγχθηκε από το κτηματολόγιο και εκδόθηκε το τεκμήριο 3 (πιστοποιητικό οριοθέτησης). Στη 2η σελίδα του εν λόγω τεκμηρίου σημειώνεται από τον κλάδο χαρτογραφίας ότι υπάρχει επέμβαση στο τεμάχιο 63 χωρίς όμως να καθορίζεται η έκταση της. Κατέθεσε ως σετ εγγράφων πολεοδομική αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας διαχωρισμού με επισυνημμένο επίσημο κτηματικό σχέδιο και δυο χωροταξικά σχέδια το οποίο σημειώθηκε ως Τεκμήριο 4. Κατέθεσε επίσης έγγραφη συμφωνία που είχε ετοιμαστεί από το Τμήμα Πολεοδομίας με επισυνημμένα κτηματικό και χωροταξικό σχέδια (Τεκμήριο 5).

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι η κατηγορούμενη δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της έναντι του Τμήματος Πολεοδομίας για την παραχώρηση μέρους του τεμαχίου της για κατασκευή δρόμου συνεπεία της άδειας οικοδομής που της παραχωρήθηκε το 2007 για την ανέγερση της κατοικίας της στο τεμάχιο 64. Δεν είχε όμως τη συγκεκριμένη άδεια στην κατοχή της. Αρχικά η κατηγορούμενη και η αδελφή της δέχθηκαν και υπέγραψαν σχέδια και όρους, ως ανέφερε, προκειμένου να δοθεί προσπέλαση στο ακίνητο των παραπονούμενων. Αργότερα όμως δεν υπέγραψαν τη συμφωνία που ετοίμασε η Πολεοδομία (μέρος τεκμηρίου 5), εφόσον διαπιστώθηκαν παρανομίες στα τεμάχια τους οι οποίες έπρεπε να κατεδαφιστούν. Λόγω μη υπογραφής της συμφωνίας από μέρους τους η αίτηση απορρίφθηκε. Για το θέμα της ρυμοτομίας διευκρίνισε ότι το συνολικό πλάτος του δρόμου έπρεπε να ήταν 7,90μ και η Πολεοδομία ζήτησε 50 εκατοστά περισσότερο από το ακίνητο της κατηγορούμενης, χωρίς όμως να μεταβάλλεται το συνολικό πλάτος των 7,90μ. Ήταν η θέση της ότι το τέλι της περίφραξης το κατασκεύασε η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 64 γιατί περίφραξε την κατοικία της. Δεν μπορούσε όμως να γνωρίζει αν αυτό τοποθετήθηκε από τον προκάτοχο του εν λόγω τεμαχίου. Ανέφερε ότι μελέτησε του σχετικούς φακέλους της οριοθέτησης του τεμαχίου της κατηγορούμενης ΑΧ1122/03 και της οριοθέτησης της ρυμοτομίας ΑΧ 2250/08, μέσα από τους οποίους φαινόταν ξεκάθαρα η επέμβαση. Δεν είχε όμως οποιοδήποτε έγγραφο στην κατοχή της να καταθέσει. Ως προς το τεκμήριο αρ.3 ανέφερε ότι η χειρόγραφη σημείωση για την επέμβαση του τεμαχίου 64 στο τεμάχιο 63 έγινε από λειτουργό του κτηματολογίου, από τον κλάδο χαρτογραφίας. Αφορούσε τους ιδιοκτήτες του τεμαχίου 63 μόνο. Όταν έγινε η οριοθέτηση του τεμαχίου 63 από την παραπονούμενη δεν ενημερώθηκε η κατηγορούμενη. Για τα ακίνητα των παραπονούμενων και της κατηγορούμενης δεν ανοίχθηκε φάκελος συνοριακής διαφοράς στο Κτηματολόγιο.

 

Επανεξεταζόμενη διευκρίνισε ότι στο τεκμήριο 4 υπάρχει χωροταξικό και κτηματικό σχέδιο ημερομηνίας 29.06.2016 που υπογράφηκαν από την κατηγορούμενη και την αδελφή της με πιστοποιημένες τις υπογραφές τους. Στο Τεκμήριο 5 που συντάχθηκε το 2018 δεν υπέγραψαν οτιδήποτε.

 

Επόμενος μάρτυρας ήταν ο σύζυγος της ΜΚ.1. Υιοθέτησε και αυτός με τη σειρά του γραπτή δήλωση την οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο Γ. Σε αυτή επαναλαμβάνει ουσιαστικά τα όσα αναφέρονται στη γραπτή δήλωση της ΜΚ.1. Προσθέτει ότι είχαν αποταθεί με τη σύζυγο του, κατόπιν συνεννόησης και με τις άλλες συνιδιοκτήτριες, σε αρχιτέκτονα, προκειμένου να προβούν σε διαχωρισμό του ακινήτου. Ως είχαν πληροφορηθεί από τον αρχιτέκτονα τους, χρειάζονταν την ενυπόγραφη συγκατάθεση των ιδιοκτητών του τεμαχίου της κατηγορούμενης, για να παραχωρηθεί πέρασμα στο ακίνητο των παραπονούμενων. Αφού τηλεφώνησε σε αυτή, διευθετήθηκε συνάντηση και η κατηγορούμενη έδωσε τη συγκατάθεση της, αναφέροντας του παράλληλα ότι κρατούσαν ένα κομμάτι (του τεμαχίου των παραπονούμενων) επειδή τετραγώνισαν το χωράφι. Έγινε μια, άτυπη ως τη χαρακτηρίζει, συμφωνία και η κατηγορούμενη του υπέγραψε το 2016. Όμως το 2018 ήλθε αρνητική απάντηση από την πολεοδομία, λόγω μη υλοποίησης των όρων που επέβαλε το εν λόγω Τμήμα στην κατηγορούμενη, επειδή δεν ήρε τις παρανομίες στο ακίνητο της. Αποτάθηκε εκ νέου για υπογραφή κοντά τους όμως αρνήθηκαν να υπογράψουν. Ερωτώμενος να αναφέρει ποιο είναι το παράπονο του, απάντησε ότι θέλει να του επιστραφεί το μέρος που κρατεί και να τιμωρηθεί η κατηγορούμενη για την αναστάτωση που προκάλεσε. Με σχετική απόφαση του Δικαστηρίου επετράπηκε η παρουσίαση εκ μέρους του, ως έγγραφο που είχε στην κατοχή του, μιας αεροφωτογραφίας που απεικονίζει μεταξύ άλλων τα δυο τεμάχια (Τεκμήριο 6).  

 

Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι επικοινώνησε με την κατηγορούμενη περί το 2016. Ήταν η θέση του ότι η κατηγορούμενη επέκτεινε την περίφραξη της πριν το εν λόγω έτος σύμφωνα με τα έγγραφα του κτηματολογίου. Λόγω της από μέρους της αθέτησης της συμφωνίας που έκαναν αποφάσισαν ότι θέλουν να τους επιστραφεί το μέρος του τεμαχίου των παραπονούμενων. Αρνήθηκε ότι προσπάθησε να ξεγελάσει την παραπονούμενη και δεν του ζητήθηκε να καταβάλει κάποιο ποσό ως αντάλλαγμα. Δεν υπέβαλε αίτηση για επίλυση συνοριακής διαφοράς και δεν ήταν ενήμερος για τέτοια διαδικασία. Ανέφερε ότι ουδέποτε απέστειλε επιστολή στην κατηγορούμενη με την οποία να της ζητεί την επιστροφή του μέρους στο οποίο θεωρεί ότι παράνομα επεμβαίνει, εφόσον υπήρχε μεταξύ τους η άτυπη συμφωνία για να τους δοθεί πέρασμα και να παραμείνει τετραγωνισμένο το χωράφι της κατηγορούμενης. Για το αποτέλεσμα της οριοθέτησης στα πλαίσια του φακέλου ΑΧ2250/08 δεν είχαν κάποια ενημέρωση καθότι πληροφορήθηκαν ότι αφορούσαν προσωπικά δεδομένα. Δεν μπορούσε να γνωρίζει αν η κατάσταση των συνόρων των τεμαχίων 63 και 64 υφίστατο αυτούσια πριν από το 2003. Η πληροφόρηση του για επέμβαση της περίφραξης του τεμαχίου 64 στο τεμάχιο 63 προέρχεται από την ΜΚ.2, το κτηματολόγιο και τον αρχιτέκτονα του. Ήταν η θέση του ότι όταν προσπάθησε να επικοινωνήσει εκ νέου με την κατηγορούμενη, όταν προέκυψε η αρνητική απάντηση από την Πολεοδομία, η τελευταία δεν δέχθηκε να του υπογράψει, χωρίς ο ίδιος να ρωτήσει το λόγο. Ανέφερε στη συνέχεια ότι κατά το χρόνο που ενημερώθηκαν για την αρνητική απάντηση της Πολεοδομίας στο διαχωρισμό του τεμαχίου 63, η κατηγορούμενη είχε ήδη αποσύρει την υπογραφή της, χωρίς ο ίδιος και η σύζυγος του να το γνωρίζουν. Δέχθηκε υποβολή ότι ο λόγος που καταχωρήθηκε η υπό κρίση υπόθεση είναι η αθέτηση της άτυπης συμφωνίας που είχαν κάνει με την κατηγορούμενη και επιθυμεί να του επιστραφεί το μέρος που τους κατακρατεί.

 

Ο ΜΚ.4 είναι ο υπεύθυνος κλάδου χωρομετρίας του επαρχιακού κτηματολογικού γραφείου Πάφου. Κατά την υπόδειξη της δεύτερης σελίδας του τεκμηρίου 3 ανέφερε ότι επί του σχεδιαγράμματος παρουσιάζεται να διαφέρει η υφιστάμενη κατάσταση από τη θέση του κοινού εγγεγραμμένου ορίου μεταξύ των τεμαχίων 63 και 64. Σύμφωνα με φάκελο που είχε στην κατοχή του η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε από ιδιώτη χωρομέτρη στις 22.04.2016. Επιτράπηκε στο μάρτυρα να καταθέσει ως τεκμήριο 7 έκθεση του ιδιώτη χωρομέτρη ο οποίος αποτύπωσε την κατάσταση των ακινήτων κατά την πιο πάνω ημερομηνία. Ο μάρτυρας δεν μπορούσε να γνωρίζει σήμερα την επιτόπου κατάσταση, όμως από αεροφωτογραφία που είχε στην κατοχή του που λήφθηκε το 2019 η κατάσταση παρέμεινε η ίδια.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι επί του τεκμηρίου 7 δεν διευκρινίζεται ακριβής μέρα και ώρα που ο χωρομέτρης επισκέφθηκε τα κτήματα. Το εν λόγω έγγραφο πρέπει να τοποθετήθηκε στο φάκελο του κτηματολογίου πριν την 28.05.2016. Κατονόμασε στη συνέχεια το πρόσωπο που ανέγραψε τη χειρόγραφη σημείωση επί του σχεδιαγραφήματος στη δεύτερη σελίδα του τεκμηρίου 3 η οποία είναι συνάδελφος του και ενημέρωσε το επίσημο κτηματικό σχέδιο. Κατά την αντεξέταση του μάρτυρα κατατέθηκε από κοινού το πρωτότυπο έγγραφο του τεκμηρίου 3 με επισυνημμένο το σχεδιάγραμμα σε μεγέθυνση ως Τεκμήριο 8. Ερωτηθείς κατά πόσο το τεμάχιο 63 φαίνεται να επεμβαίνει στο τεμάχιο 64 ανέφερε ότι για να χαρακτηριστεί κάτι ως επέμβαση σε μέρος ακίνητης ιδιοκτησίας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να διερευνηθεί από ποιόν έχει ανεγερθεί η συγκεκριμένη περίφραξη και ποιος κατέχει τον επίδικο χώρο επί του εδάφους. Το κτηματολόγιο, ως ανέφερε, αποφεύγει να προχωρεί σε αναγνώριση επέμβασης όταν υπάρχει αμφισβήτηση συνόρων. Σε τέτοιες περιπτώσεις συστήνεται η καταφυγή στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 58 του Κεφ.224.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν έγινε αίτηση επίλυσης συνοριακής διαφοράς. Πρόσθεσε ότι μια οριοθέτηση και όποιες άλλες γίνουν, αποτελούν ενημερωτικού χαρακτήρα πράξεις. Δεν προκύπτει μεταβολή είτε στην ιδιοκτησία είτε στα δικαιώματα οποιουδήποτε.

 

Κατά την επανεξέταση ανέφερε ότι οριοθετήθηκαν και τα δυο ακίνητα και αναφέρθηκε στους σχετικούς φακέλους.

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

 

            Μετά το τέλος και του τέταρτου μάρτυρα για την κατηγορούσα αρχή, υποβλήθηκε αίτημα για απαλλαγή της κατηγορούμενης από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Αγορεύοντας προφορικά ο κος Αλεξάνδρου ανέφερε ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των δυο κατηγοριών ενώ επίσης και η μαρτυρία που προσφέρθηκε από την κατηγορούσα αρχή είναι τόσο ασαφής και αόριστη που κανένα λογικό δικαστήριο να μπορεί να βασίσει επ’ αυτής καταδίκη. Ανέφερε ότι δεν υπάρχει σαφής και θετική  μαρτυρία για επέμβαση παρά μόνο κάποιες απόψεις κάποιων αναρμόδιων προσώπων, ενώ η μόνη αρμόδια αρχή για να αναφέρει την ύπαρξη επέμβασης είναι το κτηματολόγιο. Πρόσθεσε ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι είναι η κατηγορούμενη που προέβηκε σε επέκταση της περίφραξης της. Ειδικότερα για την πρώτη κατηγορία ανέφερε ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η κατ’ ισχυρισμό επέμβαση της κατηγορούμενης έγινε με πρόθεση την πρόκλησης όχλησης ή όποιου άλλου αδικήματος ως επιτάσσει το άρθρο 280 του Κεφ.154, ενώ για το αδίκημα της 2ης κατηγορίας επεσήμανε ότι ουδέποτε ειδοποιήθηκε η κατηγορούμενη ότι επεμβαίνει στο τεμάχιο 63, ούτε και διαφάνηκε ότι είναι η κατηγορούμενη που κατέχει μέρος του τεμαχίου των παραπονούμενων ή ότι είναι αυτή που κατασκεύασε την περίφραξη. Αποτέλεσε επίσης μέρος της αγόρευσης του κου Αλεξάνδρου ότι η υπό κρίση υπόθεση άχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου επειδή η κατηγορούμενη δεν συναίνεσε να παραχωρήσει μέρος της περιουσίας της, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το ακίνητο των παραπονούμενων.

 

Εκ μέρους των παραπονούμενων κατατέθηκε γραπτό κείμενο αγόρευσης. Γίνεται εισήγηση ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δια ζώσης και πραγματική, καλύπτουν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και των δυο κατηγοριών. Επιπρόσθετα αναφέρεται ότι η παράνομη επέμβαση της κατηγορούμενης στο τεμάχιο των παραπονούμενων επιβεβαιώθηκε από όλους τους μάρτυρες και ειδικότερα από τον ΜΚ.4 ο οποίος υπέδειξε επί του τεκμηρίου 8 την επίδικη επέμβαση. Αυτό επίσης επιβεβαιώθηκε και από τον κλάδο χαρτογραφήσεων του επαρχιακού κτηματολογικού γραφείου Πάφου, ως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα που επισυνάπτεται επί του τεκμηρίου 3. Για τα πιο πάνω δικαιολογείται η κλήση της κατηγορούμενης σε απολογία και στις δυο κατηγορίες

 

Είναι υπόψιν του Δικαστηρίου όλα όσα αναφέρθηκαν από τους συνηγόρους και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθούν αυτολεξεί. Επίσης είναι υπόψιν μου η νομολογία που με παρέπεμψε κάθε πλευρά.

 

ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ

 

(α) Σε σχέση με το εκ πρώτης όψεως

 

Οι αρχές οι οποίες οριοθετούν το έργο του Δικαστηρίου σε αυτό το στάδιο έχουν ανακεφαλαιωθεί στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Ι.Π.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ (ΤΑΚΗΣ) ΣΙΕΓΓΕΡΗΣ κ.α, Ποιν. Έφ. Αρ. 121/2014, 16/12/2016, όπου λεχθήκαν τα ακόλουθα:

 

«Η διαχρονική θέση της νομολογίας αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως κρίση είναι η ακόλουθη:

 

Όπως ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Χρήσιμη ανάλυση του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R.250.

 

Το δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης.  Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη.  Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα.  Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962.  Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

 

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ’ αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητικού λογικού δικαστηρίου...»

 

Το κριτήριο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κατά πόσο υπάρχει λογική δυνατότητα καταδίκης του κατηγορούμενου σε περίπτωση που δεν δοθεί ικανοποιητική εξήγηση από τον ίδιο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82, σελ. 86-87). Με άλλα λόγια ο κατηγορούμενος πρέπει να κληθεί σε απολογία μόνο σε περίπτωση που η Κατηγορούσα Αρχή έχει παρουσιάσει μαρτυρία αρκετά ισχυρή στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορουμένου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από αυτόν κάποια εξήγηση. Σε διαφορετική περίπτωση ο κατηγορούμενος θα κληθεί όχι για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώσει της ατέλειες που υπάρχουν στην μαρτυρία που δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, πράγμα ανεπίτρεπτο.

 

Η μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή λαμβάνεται υπόψη στο απόγειο της (βλ. R. v. Galbraith (1981) 2 All ER 1060, 1062). Η λογική υποψία δεν είναι αρκετή για να δημιουργήσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση (βλ. Shaaban bin Hussien v. Chong Fook Kam [1970] 2 W.L.R. 441). Το δε βάρος απόδειξης που πρέπει να αποσείσει η κατηγορούσα αρχή στο στάδιο αυτό δεν είναι το ίδιο όπως στο τέλος της δίκης, αλλά η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε, από μια προκαταρκτική εκτίμηση, να μπορεί να στηρίξει καταδίκη (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ευστάθιος Θεοδώρου, (2002) 2 ΑΑΔ 9, ημερομηνίας 13.2.2002).

 

 

 

(β) Σε σχέση με τα υπό κρίση αδικήματα

 

            Ξεκινώ παραθέτοντας αυτούσιες τις πρόνοιες του άρθρου 280 του Κεφ.154  που αφορά την 1η κατηγορία

 

«Είσοδος σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, κλπ.

280. Όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου, με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία ή με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή όποιος, αφού εισέρθει νόμιμα σε τέτοια περιουσία, παραμένει σε αυτή παράνομα, με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων»

 

Στην υπόθεση Κυριάκου Μάριος ν. Αστυνομίας, (2007) 2 Α.Α.Δ. 354, διευκρινίστηκε ότι «...το Άρθρο 280 του Κεφ.154 δεν προστατεύει τον ιδιοκτήτη αλλά τον κάτοχο της περιουσίας...».

 

Στην Andreas Elia Lambides v. The Police (1967) 2 C.L.R. 142 λέχθηκε ότι το εν λόγω άρθρο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφοράς και είναι προτιμητέο οι κατηγορίες να αναφέρουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά η οποία αφορά κάθε κατηγορία. Επίσης, λέχθηκε ότι εκεί που ο πραγματικός ή κύριος σκοπός της εισόδου ενός προσώπου είναι να διαπραχθεί ένα αδίκημα ή να εκφοβίσει, εξυβρίσει, ή να ενοχλήσει τον κάτοχο και όταν η διεκδίκηση δικαιώματος είναι απλώς ένας μανδύας για να συγκαλύψει τον πραγματικό σκοπό, το αδίκημα της παράνομης επέμβασης έχει διαπραχθεί. (βλ. επίσης Δημήτρης Δημητριάδης "ΡΩΤΑΣ" v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 203).

 

Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 493, που με παρέπεμψε ο κος Αλεξάνδρου λέχθηκε ότι: Το Άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, ουσιαστικά στοιχειοθετεί ένα αδίκημα το οποίο συνίσταται στην είσοδο ή παραμονή προσώπου σε υποστατικό με σκοπό την εξύβριση, εκφοβισμό ή διάπραξη ποινικού αδικήματος. (υπογράμμιση και έμφαση δική μου)

 

Πέραν των πιο πάνω, για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος του άρθρου 280 απαιτείται να αποδειχθεί πρόθεση του κατηγορούμενου προσώπου να διαπράξει κάποιο από τα αδικήματα που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο ή άλλου ποινικού αδικήματος (βλ. Αργυρου κ.α ν. Ιανακίεβα κ.α Ποιν. Εφ. 181/16 ημερ. 30.04.2018), ECLI:CY:AD:2018:B206. Στην υπόθεση Ανθία v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 404 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η πρόθεση όχλησης αποτελεί απαραίτητο στοιχείο του αδικήματος (Protopapas, πιο πάνω). Σύμφωνα με καλώς θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή η πρόθεση μπορεί να συναχθεί ως πραγματικό γεγονός από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν είναι αρκετό ότι το συμπέρασμα για ύπαρξη πρόθεσης είναι εύλογο, πρέπει να είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα. Το βάρος απόδειξης της πρόθεσης το φέρει η κατηγορούσα αρχή σε όλα τα στάδια της δίκης (Βλ. Stavrinou v. Republic (1969) 2 C.L.R. 97,104, Pefkos ν. Police (1961) C.L.R. 340, Katelaris ν. Police (1980) 2 C.L.R. 230, Eracleous v. Police (1972) 2 C.L.R. 102, R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128 και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,262).

Η πρόθεση δεν μπορεί να αποδειχθεί με θετική άμεση απόδειξη. Ωστόσο τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. (Georghiadesπιο πάνωσελ. 133).

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι α) η είσοδος ή παραμονή προσώπου β) σε περιουσία γ) η περιουσία αυτή να είναι στην κατοχή άλλου και δ) ο σκοπός της εν λόγω εισόδου να είναι η διάπραξη ποινικού αδικήματος ή εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας.

 

Στην Αγγλία δεν υπάρχει αντίστοιχο αδίκημα παρά μόνο το αδίκημα του «forcible entry» το οποίο όμως εδράζεται επί διαφορετικών προϋποθέσεων και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει βοηθητικό οδηγό για την παρούσα υπόθεση. Χρήσιμη όμως αναφορά μπορεί να γίνει στο στον Ινδικό Ποινικό Κώδικα, όπου το S.441 δημιουργεί πανομοιότυπο αδίκημα με το αρ.280. Καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου μπορεί να αντληθεί από το σύγγραμμα του Dr. Sir Harri Singh Gour Penal Law of India, 9th ed, στις σελ. 3576-68 με 3576-116. Σύμφωνα με το εν λόγω σύγγραμμα το αδίκημα της «ποινικής επέμβασης» (criminal trespass), διότι περί τούτου πρόκειται, διαχωρίζεται από το αστικό αδίκημα της επέμβασης σε περιουσία (civil trespass). Για να στοιχειοθετηθεί το ποινικό αδίκημα, δεν είναι απαραίτητο ο παραπονούμενος να έχει προσωπικά πραγματική και φυσική κατοχή του ακινήτου αλλά αρκεί να υπάρχει νομική κατοχή[1]. Όπως αναφέρθηκε στην Έπαρχος Πάφου ν. Tremetoushiotis Developers Ltd κ.α Ποιν. Εφ. 153/18 ημερ. 27.03.2019 «Η έννοια της κατοχής («possession»), σύμφωνα με τα νομικά ερμηνευτικά λεξικά, μπορεί να υποδηλώνει την πραγματική κατοχή ή μπορεί να  υποδηλώνει τη νομική κατοχή, δηλαδή, τον πραγματικό έλεγχο με πρόθεση χρήσης και το δικαίωμα εισόδου». Περαιτέρω όσον αφορά την πρόθεση ενόχλησης αυτή επίσης, σύμφωνα με το πιο πάνω σύγγραμμα, μπορεί να διαπραχθεί στην απουσία του ιδιοκτήτη. Έτσι για παράδειγμα το αδίκημα διαπράττεται όταν κάποιος εισέρχεται σε ξένη περιουσία όταν απουσιάζουν οι κάτοχοι, υπό τις πιο πάνω αναφερόμενες έννοιες, και προβαίνει στη διάπραξη κάποιου ποινικού αδικήματος (πχ κλοπή, πρόκληση κακόβουλης ζημιάς κλπ).

 

Στρεφόμενος τώρα στο αδίκημα της 2ης κατηγορίας το άρθρο 281 του Κεφ.154 έχει ως εξής:

 

281.-(1) Όποιος κατέχει, καλλιεργεί, νέμεται ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο-

(α) γη εγγεγραμμένη επί ονόματι άλλου

(β) γη, σχετικά με την οποία κατατέθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο σύμβαση πώλησης, δυνάμει των διατάξεων του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεσις) Νόμου, από τον αγοραστή αυτής,

χωρίς τη συναίνεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη ή των κληρονόμων του ή του αγοραστή από τους κληρονόμους του, ανάλογα με την περίπτωση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου 8 δεν εφαρμόζονται σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, εκτός αν ο κατηγορούμενος αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι αυτός αγόρασε ή απέκτησε από διανομή, ανταλλαγή, αιτία θανάτου ή λόγω γάμου τη γη αυτή από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη ή από τους κληρονόμους του.»

 

Τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος ως αποφασίστηκαν στην υπόθεση Ιωάννου κ.α ν. Αληφαντή κ.α Ποιν. Εφ. 163/17, 164/17, 165/17 ECLI:CY:AD:2019:B413, ημερ. 07.10.19, η οποία επικύρωσε στην ολότητα της την πρωτόδικη απόφαση, είναι τα ακόλουθα:

 

(α) Η καλλιέργεια ή η κατοχή ή η νομή ή η χρήση γης

(β) Η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα άλλου και

(γ) Χωρίς τη συναίνεση του εγγεγραμμένου κυρίου

 

Ως επίσης λέχθηκε, πρόκειται για αυστηρής ευθύνης αδίκημα και συνεπώς δεν απαιτείται να αποδειχθεί ένοχη διάνοια από πλευράς κατηγορούμενου. Σε περίπτωση που η κατηγορούσα αρχή αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ήτοι την αντικειμενική υπόσταση, τότε ο κατηγορούμενος φέρει το βάρος απόδειξης (επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων) να προβάλει την υπεράσπιση που προβλέπεται από το εδάφιο 2 του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα να αποδείξει ότι, παρά το ότι δεν ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, ενήργησε καλόπιστα και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης του προσώπου που παρουσιάζεται ως ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, και ότι θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα, συνεπεία του ότι αγόρασε τα επίδικα ακίνητα από τον φερόμενο ως εγγεγραμμένο κύριο ή ότι τα απέκτησε από αυτόν κατόπιν διανομής, ανταλλαγής, γάμου η κληροδοσίας. Αυτή είναι και η μοναδική υπεράσπιση που έχει.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ / ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Αναφορικά με την 1η κατηγορία

 

Διερχόμενος της όλης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δια ζώσης και πραγματική, διαπιστώνω κατ’ αρχήν ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η κατηγορούμενη εισήλθε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο ακίνητο με αριθμό τεμαχίου 63 το οποίο ανήκει στις παραπονούμενες. Άλλωστε και οι λεπτομέρειες του αδικήματος κάνουν αναφορά για επέμβαση της περίφραξης της κατηγορούμενης και όχι της ίδιας προσωπικά. Σύμφωνα όμως με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος απαιτείται να δοθεί μαρτυρία για την είσοδο προσώπου στη ξένη περιουσία και όχι κάποιου πράγματος. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από την νομολογία στην οποία έχω παραπέμψει κατά την εξέταση της νομικής πτυχής του εν λόγω αδικήματος. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Penal Law of India (ανωτέρω) στη σελ. 3576-78:

 

«Whoever enters» - A trespass is not criminal unless it is done with the intention to commit an offence or with the intention of causing an insult or annoyance, etc. To constitute an offence under this section there must be an actual personal entry by the person accused. Constructive entry upon property by a servant is not an entry within the meaning of the section An entry by servant is not an entry by his master.  

 

Πέραν τούτου, ουδεμία μαρτυρία δόθηκε ως προς την πρόθεση της κατηγορούμενης να διαπράξει αδίκημα που τιμωρείται από το Κεφ.154 ή να εκφοβίσει, εξυβρίσει, ή να ενοχλήσει τους κατόχους του τεμαχίου 63. Η αναφορά της ΜΚ.1 «ενοχλά το ακίνητο, την ιδιοκτησία μου, ενοχλά με εμένα» σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι περιέχει τις αναγκαίες λεπτομέρειες ή στοιχεία ώστε να θεωρηθεί, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ότι πληρείται το εν λόγω συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Τουναντίον, αποτελεί μια εντελώς γενική και αόριστη αναφορά που ακόμα και να γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη πρόθεσης της κατηγορούμενης ως αναφέρθηκε. Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η κατηγορούμενη εισήλθε στην περιουσία των παραπονούμενων για να ανεγείρει την επίδικη περίφραξη αυτό δεν συνιστά επαρκή μαρτυρία για στοιχειοθέτηση πρόθεσης ως το άρθρο 280 επιτάσσει. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Penal Law of India (ανωτέρω) σελ. 3576-113:

 

The fact that an act is unlawful or such as the civil law will restrain, or for which it will compensate the injured party in damages, is not necessarily criminal. So, the fact that an act is calculated to annoy the complainant is no reason for holding it to be criminal unless it is further found to have been so intended. A mere knowledge that the trespass is likely to cause insult or annoyance does not amount to an intent to insult or annoy within the meaning of the section.

 

Επομένως, το αν η συμπεριφορά ενός κατηγορούμενου είναι αντισυμβατική ή τον καθιστά επεμβασία, εν τη αστική έννοια του όρου, αυτό δεν δίδει στις πράξεις του, το στίγμα της ποινικής ευθύνης και δη της ευθύνης για διάπραξη του αδικήματος του αρ. 280.

 

Υπό το φως των πιο πάνω είναι ξεκάθαρο, πιστεύω, ότι η μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί προς απόδειξη της πιο πάνω κατηγορίας, δεν είναι τέτοια που να μπορεί να στοιχειοθετήσει το αδίκημα του άρθρου 280 του Κεφ. 154, ενόψει του ότι ελλείπουν συστατικά στοιχεία του

 

 

 

 

Αναφορικά με το αδίκημα της 2ης κατηγορίας

 

Σύμφωνα με μη αμφισβητούμενη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής, και χωρίς να προβαίνω σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της, το ακίνητο με αριθμό τεμαχίου 63 φαίνεται να ανήκει και στην παραπονούμενη αρ.1 καθώς σε δυο άλλα πρόσωπα. Δεν έχει διαφανεί από την ενώπιον μου μαρτυρία ότι η κατηγορούμενη έχει οποιαδήποτε αξίωση επί του εν λόγω ακινήτου. Αυτή δε φέρεται να είναι η ιδιοκτήτρια του συνορεύοντος τεμαχίου αρ. 64. Υπάρχει επίσης ενώπιον μου μαρτυρία ότι διενεργήθηκε οριοθέτηση των δυο ακινήτων. Συνεπώς το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος πληρούται για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Την ίδια ώρα όμως διαπιστώνω από απλή αντιπαραβολή της μαρτυρίας των ΜΚ.2 και ΜΚ.4 ελλείψεις, ασάφεια αλλά και αντιφατικότητα ως προς το συστατικό στοιχείο της κατοχής ή άλλως πως χρήσης του τεμαχίου 63 από την κατηγορούμενη,

 

Η ΜΚ.2 έκανε ξεκάθαρη αναφορά σε επέμβαση επί του τεμαχίου 63 από το τεμάχιο 64 επικαλούμενη προς τούτο το πιστοποιητικό οριοθέτησης (τεκμήριο 3) που εκδόθηκε από το Κτηματολόγιο, και τη σχετική χειρόγραφη σημείωση επί σχεδίου της δεύτερης σελίδας αυτού, η οποία σύμφωνα με τα λεγόμενα του ΜΚ.4, τέθηκε από λειτουργό του κλάδου χωρομετρίας. Δεν παρουσίασε όμως οποιαδήποτε εργασία ή αποτύπωση των τεμαχίων στην οποία ως ανέφερε προέβηκε κατά το 2016 όταν επισκέφθηκε επιτόπου τα ακίνητα. Πέραν δε μιας γενικής αναφοράς για χρήση οργάνων ακριβείας – τα οποία δεν περιέγραψε κατ’ ελάχιστον – δεν εξηγήθηκαν στο Δικαστήριο τα στοιχεία και δεδομένα που           λήφθηκαν υπόψη για να καταλήξει στο συμπέρασμα που κατέληξε, ποια μεθοδολογία εφάρμοσε και σε τι υπολογισμούς προέβηκε αλλά και γενικότερα το σκεπτικό της που την οδήγησε στο συμπέρασμα της αυτό. Ούτε επίσης ήταν σε θέση να καθορίσει το εμβαδόν της ισχυριζόμενης επέμβασης που περίκλειε η περίφραξη. Ενώ δε αναφέρθηκε και σε φακέλους οριοθέτησης που αφορούν το τεμάχιο της κατηγορούμενης δεν προσκομίστηκαν οποιαδήποτε έγγραφα προς τούτο ή οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι η κατηγορούμενη έλαβε γνώση της οριοθέτησης τους. Κανένας δε από τους μάρτυρες δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με βεβαιότητα ότι η περίφραξη κατασκευάστηκε από την κατηγορούμενη ούτε και από πότε αυτή έχει κατασκευαστεί, μη αποκλειόμενου και του ενδεχόμενου η κατάσταση του όμορου συνόρου να παρέμεινε αναλλοίωτη από το 2010, ήτοι προτού οι παραπονούμενοι καταστούν ιδιοκτήτες του τεμαχίου 63.

 

Παράλληλα ο ΜΚ.4, λειτουργός του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, κατά την υπόδειξη του τεκμηρίου 8 και κληθείς να τοποθετηθεί αν παρατηρεί επέμβαση μεταξύ των δυο όμορων τεμαχίων (αρ.63 και αρ.64) ανέφερε ότι ως υπηρεσία για να καταλήξουν σε αναγνώριση επέμβασης θα πρέπει πρώτα να διαπιστωθεί από ποιόν έχει ανεγερθεί η περίφραξη και δεύτερον αν πράγματι το διαφιλονικούμενο μέρος πράγματι κατέχεται. Πρόσθεσε δε ότι το Κτηματολόγιο δεν προχωρεί σε αναγνώριση επέμβασης στις περιπτώσεις όπου υπάρχει «de facto», ως τη χαρακτήρισε, αμφισβήτηση του κοινού εγγεγραμμένου ορίου των δυο κτημάτων. Στη συνέχεια και ερωτώμενος κατά πόσο μπορεί να τοποθετηθεί αν στην υπό κρίση περίπτωση υπήρξε επέμβαση επί του τεμαχίου 63, ανέφερε επί λέξει (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Το κτηματολόγιο κατέγραψε μια πραγματικότητα, αλλά μέχρι εκεί. Μια οριοθέτηση και άλλες οριοθετήσεις και να γίνουν, ουσιαστικά αποτελούν ενημερωτικού χαρακτήρα πράξεις. Δεν προκύπτει μεταβολή είτε στην ιδιοκτησία είτε στα δικαιώματα οποιουδήποτε. Δεν ξέρω αν σχετίζεται το ζήτημα, επειδή είναι ποινικό ζήτημα, αλλά αν η αφετηρία του όλου ζητήματος είναι η αμφισβήτηση των συνόρων θεωρώ ότι σε πρώτο στάδιο πρέπει να επιλυθεί μέσω του άρθρου 58 (εννοώντας του Κεφ.224 προφανώς). Πιθανόν εμμέσως με την όποια απόφαση πάρει το Δικαστήριο να παρακαμφθεί το άρθρο 58 και η εξουσία του διευθυντή να αποφασίσει πρώτος για τη θέση του συνόρου…

 

Από τα όσα έχω παραθέσει πιο πάνω προκύπτει ότι δεν υπάρχει σαφής και θετική μαρτυρία ως προς το κατά πόσο υφίσταται επέμβαση στο κοινό σύνορο των δυο τεμαχίων.  Με βάση τα λεγόμενα του ΜΚ.4, το περιεχόμενο του τεκμηρίου 3, απλά διευκρινίζει ποια έκταση από το διαφιλονικούμενο χώρο ανήκει σε ποιο τεμάχιο, χωρίς να πραγματεύεται ζήτημα παράνομης επέμβασης και τις συνθήκες ενός τέτοιου ενδεχόμενου. Δεν καταδεικνύει δηλαδή ότι αυτή η διαφιλονικούμενη έκταση γης κατέχεται παράνομα από την ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 64 (κατηγορούμενη). Αναιρείται έτσι η θέση της ΜΚ.2 για ύπαρξη παράνομης επέμβασης.

 

Πέραν τούτου, και σε περίπτωση που αποδεχόμουν, πάντα για σκοπούς του παρόντος σταδίου, ότι υφίστατο επέμβαση της περίφραξης του τεμαχίου 64 στο τεμάχιο 63, θεωρώ ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η κατοχή μέρους (άγνωστου ποιου) του τεμαχίου 63 από το τεμάχιο 64 έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη του τελευταίου. Όπως έχει λεχθεί ουδείς εκ των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν τη θέση, ότι η ανέγερσης της περι ου ο λόγος περίφραξης επί του όμορου συνόρου των δυο τεμαχίων προϋπήρξε της εγγραφής του τεμαχίου αρ.63 επ’ ονόματι των παραπονούμενων. Επιπρόσθετα ως ο ίδιος ο ΜΚ.3 ανέφερε, και ο οποίος είχε αναλάβει αποκλειστικά το χειρισμό του όλου θέματος, συμφώνησε προφορικά, και μετά που, κατ’ ισχυρισμό, η κατηγορούμενη του παραδέχθηκε ότι κατακρατεί μέρος του τεμαχίου 63, να παραμείνει η κατάσταση ως είχε, και ως «αντάλλαγμα» η κατηγορούμενη θα του υπέγραφε, ως έπραξε, κάποια έγγραφα για να προχωρήσει η διαδικασία διαχωρισμού του τεμαχίου 63, παραχωρώντας πέρασμα από το δικό της τεμάχιο. Όταν εν τέλει η διαδικασία κατέρρευσε, και που, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του, η κατηγορούμενη αρνήθηκε να υπογράψει ξανά ως οι όροι της Πολεοδομίας, ουδέποτε ο ΜΚ.3, είτε οι παραπονούμενες, απευθύνθηκαν στην κατηγορούμενη ζητώντας της να άρει την κατ’ ισχυρισμό επέμβαση στο τεμάχιο τους, υποδεικνύοντας της το μέρος που κατά τη θέση τους παράνομα κατείχε. Αυτό το οποίο έπραξαν οι παραπονούμενες, μετά δηλαδή την άρνηση της κατηγορούμενης και της αδελφής της, να υπογράψουν εκ νέου, ήταν η καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα δεν έχει αποδειχτεί ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της υπόθεσης, μεταξύ 01.01.2016 και 31.10.2018, η κατηγορούμενη κατείχε μέρος του τεμαχίου 63 με την ανέγερση περίφραξης στο τεμάχιο 64 άνευ της συγκατάθεσης των ιδιοκτητών του τεμαχίου 64, και ως εκ τούτου προκύπτει ότι δεν έχουν στοιχειοθετεί το πρώτο και τρίτο εκ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος αυτού.

 

Υπάρχει όμως και ακόμα ένας λόγος που θεωρώ ότι το παρόν κατηγορητήριο θα πρέπει να απορριφθεί, και να ανακοπεί οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία, ο οποίος και σχετίζεται με την εισήγηση του κου Αλεξάνδρου για επιδίωξη αλλότριων σκοπών. Όπως λέχθηκε στην Πολυκάρπου ν. Τελεβάντου Ποιν. Εφ. 69/21 ημερ. 07.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:B468 (υπογράμμιση και έμφαση δική μου):

 

Είναι νομολογημένο ότι τα Δικαστήρια έχουν, σε οποιοδήποτε στάδιο μιας ποινικής υπόθεσης, τη διακριτική ευχέρεια να την αναστείλουν ή να την απορρίψουν όταν αυτή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, η οποία, όμως, πρέπει να ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Δημοκρατία ν. xxx Ηλιάδη, Ποινική Έφεση Αρ. 348/2018, ημερ. 31/5/2018, Ηλίας Ηλία (Αρ.3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 και Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 2 Α.Α.Δ. 217, 222). Υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας όταν γίνεται χρήση της διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται, χάριν εξασφάλισης παρεμφερούς οφέλους, καθώς και η χρήση της διαδικασίας για σκοπό ο οποίος απολήγει σε καταπιεστικό μέτρο για την άσκηση των δικαιωμάτων του αντιδίκου (Βασιλείου v. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133). Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Scattergood David v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 142, κατάχρηση διαδικασίας έχουμε συνήθως όταν η διαδικασία καταστρατηγεί την καλή πίστη, είναι άσχετη, εκδικητική ή καταπιεστική.

 

Από τη μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα πλευρά επιβεβαιώνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν αφορά ποινικής μορφής παράνομη επέμβαση σε κατοχή, αλλά αστική διαφορά. Τούτο έχει διαφανεί έντονα μέσα από τη μαρτυρία του ΜΚ.3. Ο τελευταίος σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις ανέφερε ότι προωθήθηκε η υπό κρίση ποινική υπόθεση γιατί ήθελαν να αναλάβουν το μέρος του τεμαχίου που τους κατείχε η κατηγορούμενη. Χαρακτηριστικό δε, είναι το ακόλουθο απόσπασμα της αντεξέτασης του εν λόγω μάρτυρα μετά από υποβολή ότι είναι για αλλότριους λόγους που προώθησαν οι παραπονούμενες την παρούσα:

 

«Α. Ναι, δεν υπήρξε τήρηση της συμφωνίας, οπόταν θέλω τα πράγματα ως έχουν, δηλαδή το κομμάτι μου το θέλω πίσω να ξεκαθαρίσουμε εδώ, να κλείσει υπόθεση.

Ε. Δηλαδή έκαμες τούτη την υπόθεση για να πιάσεις το κομμάτι σου πίσω, κύριε;

Α. Και ναι να τιμωρηθεί για το λόγο του γεγονότος ότι δεν έχει τηρήσει τη συμφωνία που είχε γίνει»

 

Το ποινικό Δικαστήριο ουδέποτε ήταν αρμόδιο να αποφασίσει επί αστικής φύσεως δικαιωμάτων των μερών. Η διαφορά που έχει προκύψει μεταξύ παραπονουμένων και κατηγορούμενης, είναι, προφανώς, διαφορά που κατάλληλο forum να την επιλύσει είναι το πολιτικό Δικαστήριο. Παρά ταύτα όμως, ενδεχόμενα ενόψει του χρόνου που χρειάζεται η διεκπεραίωση μιας πολιτικής διαδικασίας, καταχωρήθηκε η παρούσα ποινική υπόθεση, η οποία απασχόλησε το ποινικό δικαστήριο για τέσσερα και πλέον χρόνια και από την οποία ουδέποτε αναμένετο να επιτευχθεί, η, δια του στόματος του ΜΚ.3, επιθυμούμενη επανάκτηση του ακινήτου, θεραπεία άλλωστε που δεν μπορεί να αποδοθεί από το παρόν Δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία. Αντί ο χρόνος να αναλωθεί στην πολιτική διαδικασία όπου τέτοια θεραπεία θα μπορούσε να δοθεί αν οι παραπονούμενοι όντως τη δικαιούνται και να αποφευχθεί η ταλαιπωρία όλων των εμπλεκομένων αλλά και του πολύτιμου χρόνου του ποινικού Δικαστηρίου, εντούτοις επιλέγηκε συνειδητά όπως σπαταληθεί και χρόνος και έξοδα για να δικαστεί ένα αστικό θέμα ως ποινική υπόθεση. Την ίδια ώρα κρίνω ότι καταχωρήθηκε εκδικητικά προς το πρόσωπο της κατηγορούμενης στην οποία οι παραπονούμενες επέρριψαν την ευθύνη για τη μη υλοποίηση του διαχωρισμού του ακινήτου τους.

 

Συνακόλουθα η σχετική εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης γίνεται αποδεκτη και η υπόθεση είναι έκθετη σε απόρριψη και για αυτό το λόγο.

 

Κατάληξη

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω βάσιμη την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της κατηγορουμένης σε καμία κατηγορία

 

Είναι επίσης κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η παρούσα υπόθεση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, επιδιώκουσα αλλότριο σκοπό.

 

Συνακόλουθα η κατηγορούμενη αθωώνεται και απαλλάσσεται σε αμφότερες τις κατηγορίες

 

Υπό τις περιστάσεις κρίνω δίκαιο όπως τα έξοδα της υπόθεσης επιδικαστούν υπέρ της κατηγορούμενης και εναντίον των παραπονουμένων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο

 

 

                                                                                      (Υπ.)……………………………..

                                                                                                      Μ. Μυτίδης, Ε.Δ

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 



[1] Βλ. σελ 3576-77 του συγγράμματος


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο