ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Xρ. Μ. Παπαλλά, Ε.Δ.                            

            Αρ. Υπόθεσης: 884/24

Μεταξύ:

Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

v.

                                   Georgios Philippidis

 

                                                                                     Κατηγορουμένου

                                                                                                   

27 Φεβρουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή:                κος Ν. Νεοκλέους

Για Κατηγορούμενο:                      κος Α. Αλεξάνδρου

Κατηγορούμενος:                          παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μια κατηγορία κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Κεφ. 154 (1η κατηγορία), μια κατηγορία κλεπταποδοχής, κατά παράβαση του άρθρου 306(α) του Κεφ. 154 (2η κατηγορία) και μια κατηγορία παράνομης κατοχής κατά παράβαση του άρθρου 309 του Κεφ. 154 (3η κατηγορία).

Ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες 1 και 2 , οι οποίες οδηγήθηκαν σε ακρόαση, ενώ παραδέχθηκε άμεσα την 3η κατηγορία, ήτοι αυτή της παράνομης κατοχής περιουσίας.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας, ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 31/12/2023 – 01/01/2024 στην Πάφο, έκλεψε μια μοτοσυκλέτα μάρκας «SYM» με αριθμούς εγγραφής [ ] αξίας €1000, περιουσία του Αναστάσιου Δημητριάδη.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας, ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 31/12/2023 – 05/02/2024 στην Πάφο, αποδέχθηκε και κατακρατούσε περιουσία που γνώριζε ότι αυτή κλάπηκε ή αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο κάτω από περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα, δηλαδή την μοτοσυκλέτα μάρκας «SYM» με αριθμούς εγγραφής [ ], αξίας €1000=.  

 

Προσαχθείσα μαρτυρία:

 

Για την απόδειξη της υπόθεσης της, η κατηγορούσα αρχή κάλεσε δυο (2) μάρτυρες και συγκεκριμένα τον αστυφύλακα 2814, Μενέλαο Μενελάου (ΜΚ1) και τον αστυφύλακα 4148, Χρυσόστομο Λουκά (ΜΚ2).

 

Μετά την ενδιάμεση απόφαση για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον τoυ κατηγορουμένου και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο κατηγορούμενος επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής, χωρίς να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Περαιτέρω, κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας δηλώθηκαν τα πιο κάτω παραδεκτά γεγονότα τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο και τα οποία αποτελούν συναφώς ευρήματα του Δικαστηρίου :

 

·         Η μοτοσυκλέτα μάρκας SYM με αριθμούς ΜΑΚ634 αξίας €1000, ήταν περιουσία του Αναστάση Δημητριάδη.

·         Η μοτοσυκλέτα μάρκας SYM με αριθμούς εγγραφής ΜΑΚ634, ιδιοκτησίας του Αναστάση Δημητριάδη, δηλώθηκε ως κλοπιμαία την 01/01/24.

·         Η κατάθεση του Αναστάση Δημητριάδη ημερομηνίας 01/01/24 και η κατάθεση του ημερομηνίας 05/02/24. Σε αυτές αναφέρεται ότι είναι ιδιοκτήτης της μοτοσυκλέτας SYM με αριθμούς εγγραφής [ ] αξίας €1000=. Τελευταία φορά το συγκεκριμένο πρόσωπο είδε την μοτοσυκλέτα «ψες» ήτοι την 31/12/23 κατά τις 1900 ενώ την είχε σταθμευμένη στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας που διαμένει. Την 01/01/24 και κατά τις 0630 διαπίστωσε ότι έλειπε από τον χώρο στάθμευσης και ότι κάποιος την είχε κλέψει. Στις 05/02/24 και ώρα 2230 στον Κεντρικό Αστυνομικό Πάφου, είδε και αναγνώρισε την μοτοσυκλέτα του. Απ’ ότι διαπίστωσε εξωτερικά είχαν αλλαχθεί  τα πλαστικά καλύμματα και είχαν αλλοιωθεί. Επίσης το προστατευτικό κράνος που βρέθηκε δεμένο στη μοτοσυκλέτα δεν είναι δικό του. Τέλος αναφέρεται ότι εάν δεν έλεγχε τον αριθμό πλαισίου και τον αριθμό μηχανής δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει την μοτοσυκλέτα του, καθώς η εξωτερική εμφάνιση είχε αλλοιωθεί, γεγονός το οποίο την καθιστά μη αναγνωρίσιμη. (Τεκμήριο 1)

·         Η κατάθεση του Αστ.4972 Κ. Κωνσταντίνου, στην οποία αναφέρεται ότι την 05/02/2024 και ώρα 2145, στον Κεντρικό Αστυνομικό σταθμό Πάφου, συνέλαβε βάση Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης τον κατηγορούμενο και αφού προηγουμένως του εξήγησε του λόγους σύλληψης του και αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο, απάντησε, «Ότι έχω να πω, θα το πω στο Δικαστήριο» . Εν συνεχεία του εξήγησε τα δικαιώματα του, τα οποία του επέδωσε και γραπτώς. Ακολούθως την ίδια ημέρα και  μεταξύ των ωρών 2150 – 2215 στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου, έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, αφού προηγουμένως του επέστησε την προσοχή στο νόμο, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο» και την οποία αρνήθηκε να υπογράψει. Τέλος την ίδια ημέρα και ώρα 2230, στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου, στην παρουσία του, ο Αναστάσιος Δημητριάδης, είδε και αναγνώρισε την μοτοσυκλέτα του με αριθμό εγγραφής [ ]. (Τεκμήριο 2)

 

Επίσης από κοινού κατατέθηκαν τα δικαιώματα του Κατηγορουμένου τα οποία υπογράφει ο ίδιος ως Τεκμήριο 4, ενώ από κοινού ως προς την λήψη της, κατατέθηκε η κατάθεση του Κατηγορουμένου ημερομηνίας 05/02/2024 στην οποία ουσιαστικά δηλώνει ότι κατόπιν συμβουλής του Δικηγόρου του, δεν θα απαντήσει την οποιαδήποτε ερώτηση και ότι έχει να πει, θα το πει στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 3).

 

Ο ΜΚ1, Αστ. 2814 Μενέλαος Μενελάου, υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου και είναι τοποθετημένος στο Ο.Π.Ε Πάφου. Υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του την κατάθεση του ημερομηνίας 05/02/2024 η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5. Την 05/02/23 και ώρα 1730 , μετέβη μαζί με τους Αστ.2527 και Ε/Αστ. 5651 στην Χλώρακα για έρευνα κατοικίας. Κατά την άφιξη τους στο μέρος εντόπισαν στο πεζοδρόμιο έξω από την οικία ένα πρόσωπο ο οποίος φορούσε κράνος στο κεφάλι δίπλα από ένα μοτοποδήλατο χωρίς πινακίδες εγγραφής. Την ίδια ώρα έβγαζε από το κεφάλι το κράνος και το έδεσε στο τιμόνι του μοτοποδηλάτου. Πρόσεξε ότι το εν λόγο πρόσωπο φαινόταν ανήσυχος κατά την άφιξη τους και λόγω του ότι το μοτοποδήλατο δεν είχε αριθμούς εγγραφής του δημιουργήθηκε η υποψία ότι είχε οτιδήποτε το παράνομο στην κατοχή του ή ότι το μοτοποδήλατο είναι κλοπιμαίο. Τον προσέγγισε και του υπέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα. Από τον έλεγχο διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τον κατηγορούμενο. Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του ο κατηγορούμενος, του ζητούσε συνεχώς να φύγει γιατί όπως του ανέφερε είχε κάποια δουλειά να κάνει. Επίσης του ανέφερε ότι είναι ιδιοκτήτης του εν λόγω μοτοποδηλάτου. Του ανέφερε ότι θα τον υποβάλει σε σωματική έρευνα. Κατά την έρευνα δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε . Ζητήθηκε από τον Κατηγορούμενο να του παρουσιάσει τα έγγραφα του μοτοποδηλάτου και αυτός του ανέφερε ότι δεν τα έχει μαζί του. Από περαιτέρω έλεγχο που έκανε μέσω του συστήματος της αστυνομίας από τον αριθμό πλαισίου, διαπίστωσε ότι το εν λόγω μοτοποδήλατο κλάπηκε την 01/01/24 και είχε αριθμούς εγγραφής [ ]. Το ανέφερε στον Κατηγορούμενο και αυτός απάντησε «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Του ζήτησε να του υποδείξει οποιοδήποτε έγγραφο που να υποδεικνύει ότι αγόρασε το εν λόγω μοτοποδήλατο και αυτός του ανέφερε ότι τα έχει στην κατοχή του ο ξάδελφος του ο οποίος απουσιάζει από την Κύπρο και έτσι δεν μπορεί να του τα παρουσιάσει. Την ίδια ημέρα και ώρα 1755 τον συνέλαβε για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας και αφού του επέστησε την προσοχή στο νόμο αυτός απάντησε «εν δική μου η μοτόρα». Όπως αναφέρει ο μάρτυρας , στο σημείο που τοποθετείται το κλειδί της μίζας της αναφερόμενης μοτοσικλέτας ήταν σπασμένο και ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε οποιοδήποτε κλειδί την κατοχή του. Επίσης όπως εξήγησε μέσα σε αυτό το σημείο υπήρχε σίδερο το οποίο δεν μπορούσε να προσδιορίσει εάν ήταν κομμένο κλειδί ή οποιοδήποτε αντικείμενο, ενώ γύρω από τη μίζα  ήταν σπασμένα τα πλαστικά.  Επίσης επανέλαβε ότι το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο δεν είχε αριθμούς εγγραφής.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ1 συμφώνησε ότι μετέβη για να κάνει έρευνα σε κατοικία και βρήκε τυχαία τον κατηγορούμενο στον δρόμο. Επίσης συμφώνησε ότι δεν γνωρίζει πότε περιήλθε στην κατοχή του κατηγορούμενου η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Προέβη στη σύλληψη του κατηγορούμενου ως παραδέχθηκε, διότι δεν του είχε δώσει ικανοποιητικά στοιχεία για τη νομιμότητα της κατοχής. Σε σχέση με τις αναφορές του κατηγορουμένου, ότι τα έγγραφα τα κατείχε ο ξάδελφος του, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι δεν ρώτησε το όνομα του συγκεκριμένου ξαδέλφου.

   

Ο ΜΚ2, Αστ. 4148 Χρυσόστομος Λουκά, υπηρετεί στο τμήμα μικροπαραβάσεων του Αστυνομικού Σταθμού Πάφου και ήταν ο ανακριτής της υπόθεσης.  Αρχικά όπως εξήγησε υπήρξε το παράπονο για κλοπή της μοτοσυκλέτας , πράγμα το οποίο έγινε την 01/01/24. Εξήγησε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατηγορήθηκε ο κατηγορούμενος, παραπέμποντας στις σχετικές αναφορές του ΜΚ1. Μέχρι σήμερα, ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, εξ όσων γνωρίζει, δεν έφερε οποιαδήποτε χαρτιά που να αποδεικνύουν ότι είναι ο ιδιοκτήτης αυτής της μοτοσικλέτας, ούτε τους προσκόμισε οτιδήποτε ότι είναι ο ιδιοκτήτης της μοτοσυκλέτας.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ2 παραδέχθηκε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος προέβη σε αλλαγές επί της μοτοσυκλέτας, ούτε γνωρίζει πότε περιήλθε στην κατοχή του κατηγορούμενου αυτή μοτοσυκλέτα, αναφέροντας όμως ότι ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι είναι δικιά του και ότι κατέχει και έγγραφα, αναγνωρίζοντας όμως ότι δεν βρήκε οποιοδήποτε στοιχείο για το πρόσωπο που είχε κλέψει τη μοτοσικλέτα. Υποδεικνύοντας του ότι δεν γνωρίζει η αστυνομία μέχρι σήμερα, ούτε ποιος έκλεψε, ούτε εάν αυτή η μοτοσυκλέτα χρησιμοποιήθηκε από άλλα πρόσωπα, ούτε ποιος πήγε να την κλέψει, ανέφερε ότι, την 05/02/24 απλώς βρέθηκε στην κατοχή του κατηγορούμενου, αυτή η μοτοσικλέτα.

 

Ο Κατηγορούμενος  μετά που κλήθηκε σε απολογία στις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει, επέλεξε να ασκήσει, το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.

 

 

Τελικές Αγορεύσεις:

 

Αμφότερες οι πλευρές στις αγορεύσεις τους προσπάθησαν με επιχειρηματολογία αλλά και με σχολιασμό μέρους της προσκομισθείσας μαρτυρίας να πείσουν για την ορθότητα των θέσεων και εισηγήσεων τους. Τα όσα έχουν αμφότεροι οι συνήγοροι αναφέρει, έχουν μελετηθεί και ληφθεί υπόψη ομοίως μετά της νομολογίας εις την οποία με παρέπεμψαν και δεν κρίνω απαραίτητο να παραθέσω αυτούσιες τις θέσεις τους πλην όπου κατωτέρω κριθεί απαραίτητο.

 

Αναφέρω στο στάδιο αυτό ότι η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει σε βαθμό πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας έκαστο εκ των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων που ένας κατηγορούμενος αντιμετωπίζει. Θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο έχει η Κατηγορούσα Αρχή αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό την υπόθεση της. Προς τούτο θα πρέπει να γίνει παραπομπή στην προσκομισθείσα μαρτυρία με σκοπό αυτή να αξιολογηθεί συμφώνως των αρχών που η νομολογία καθιέρωσε.

 

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας:

 

Έχω παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ. Πελεκάνου v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ., Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002), 1A A.A.Δ. 454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 173). Επίσης, διατηρώ κατά νου την πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει, αφού προηγουμένως αιτιολογήσει την προσέγγιση του αυτή και εφόσον ουσιαστικά ο μάρτυρας αυτός κριθεί αξιόπιστος (βλ. Παντελής Λαζάρου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266 και Κώστας Κωνσταντίνου v. ΑστυνομίαςΠοιν. Έφεση Αρ. 219/2012, Ημερ. 29/11/2013).

 

Ο ΜΚ1 ήταν ο αστυνομικός που εντόπισε τον Κατηγορούμενο. Αποδέχομαι πλήρως τη μαρτυρία του σε σχέση με τις ενέργειες του αλλά και ότι απέδωσε με ακρίβεια τα όσα του ανέφερε ο κατηγορούμενος , για τα οποία άλλωστε δεν αντεξετάστηκε. Όπως έχει νομολογηθεί, παράλειψη αντεξέτασης θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής του μάρτυρα (βλ. Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ, 28.1.2021 και Frederickou Schools Co Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1Γ Α.Α.Δ., 1527). Στις περιπτώσεις, όπου είναι η θέση του αντιδίκου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί η έλλειψη υποβάθρου και να επισημανθούν αντιφάσεις και ανακρίβειες (βλ. Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547, 554). Συγκεκριμένα αποδέχομαι ότι ο κατηγορούμενος , όταν εντοπίστηκε με τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα, του ζητούσε συνέχεια να τον αφήσει να φύγει, όπως και το ότι του ανέφερε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του εν λόγω μοτοποδηλάτου. Όταν του ζητήθηκε να παρουσιάσει τα έγγραφα του μοτοποδηλάτου, αυτός του ανέφερε ότι δεν τα είχε μαζί του. Αφού διαπιστώθηκε από τον έλεγχο που έγινε ότι αυτό ήταν κλοπιμαίο, ο κατηγορούμενος απάντησε «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Επίσης αποδέχομαι ότι στη συνέχεια και όταν του ζητήθηκε να υποδείξει οποιοδήποτε έγγραφο που να αποδεικνύει ότι το αγόρασε το εν λόγω μοτοποδήλατο, ανέφερε ότι τα έχει στην κατοχή του ο ξάδελφος του ο οποίος απουσιάζει από την Κύπρο. Επίσης αποδέχομαι ότι όταν συνελήφθηκε και του έγινε επίστηση στο νόμο απάντησε «Εν δική μου η μοτόρα». Επαναλαμβάνω,  δεν αμφισβητήθηκαν επί της ουσίας οι αναφορές του για τις απαντήσεις τις οποίες έδωσε ο Κατηγορούμενος στα ερωτήματα του ΜΚ1.  Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, είτε κατά την κυρίως εξέταση του είτε κατά την αντεξέταση του, με αμεσότητα και χωρίς δισταγμό.  Δείγμα της ειλικρίνεια του αποτελούν και οι αναφορές του ότι δεν γνωρίζει πότε περιήλθε στην κατοχή του κατηγορούμενου η μοτοσυκλέτα, ούτε το ποιος έκλεψε τη μοτοσυκλέτα, παραδεχόμενος ότι ο μόνος λόγος που προχώρησε στη σύλληψη του, ήταν διότι δεν έδωσε ικανοποιητικά στοιχεία για την νομιμότητα της κατοχής. Το γεγονός ότι παραδέχθηκε ότι δεν ρωτήθηκε το όνομα του ξαδέλφου τον οποίο επικαλείται ο κατηγορούμενος, επίσης αποτελεί δείγμα ειλικρίνειας όμως σε κάθε περίπτωση πρόκειται για πρόσωπο το οποίο επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος για να υποστηρίξει την θέση του και το οποίο δεν προσέφερε στις Αρχές.

Συνεπώς στη βάση των ανωτέρω, αποδέχομαι πλήρως τη μαρτυρία του ΜΚ1 ως αξιόπιστη.

 

Ο ΜΚ2 μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Εν πάση περιπτώσει, επί της ουσίας δεν έτυχε ουσιαστικής αμφισβήτησης η μαρτυρία του, πέραν από διευκρινίστηκες ερωτήσεις που του τέθηκαν  . Αποδέχομαι τις αναφορές του ως εξεταστής της υπόθεσης, και τα όσα ανέφερε σε σχέση με το πως ο κατηγορούμενο εντοπίστηκε να έχει την κατοχή του την συγκεκριμένη μοτοσικλέτα, τα οποία σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνονται και από την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία. Αποδέχομαι επίσης την αναφορά του, η οποία δεν έτυχε αμφισβήτησης, ότι μέχρι σήμερα, ο κατηγορούμενος, δεν τους έφερε οποιαδήποτε χαρτιά που να αποδεικνύουν ότι είναι ο ιδιοκτήτης αυτής της μοτοσικλέτας. Στοιχείο της ειλικρίνειας του μάρτυρα, αποτελεί και το γεγονός ότι αναγνώρισε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά της μοτοσικλέτας, ούτε επίσης γνωρίζει πότε ήρθε στην κατοχή του κατηγορούμενου η εν λόγω μοτοσικλέτα εκτός από το δεδομένο ότι την 05/02/24 βρέθηκε στην κατοχή του Κατηγορουμένου η μοτοσυκλέτα.  Αποδέχομαι επίσης την αναφορά του ότι ο ίδιος δεν βρήκε οποιοδήποτε στοιχείο για το πρόσωπο που πήγε να κλέψει την μοτοσικλέτα.  Συνεπώς αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΚ2 ως αληθή και αξιόπιστη.

Ο Κατηγορούμενος όπως προαναφέρθηκε  μετά που κλήθηκε σε απολογία στις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει, επέλεξε να ασκήσει, το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.

Από την επιλογή αυτή του Κατηγορούμενου δεν πρέπει να εξαχθούν οιαδήποτε συμπεράσματα ενοχής (βλ. Themistocleous v. Police (1981) 2 C.L.R. 200).  Είναι δικαίωμα του και αυτό δεν μπορεί να επενεργήσει σε βάρος του (βλ. Ντίνος Δημητρίου Χριστοφόρου v. Tης Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250).

Πέραν τούτου όμως, ενώπιον του Δικαστηρίου έχει κατατεθεί μια (1) κατάθεση  που λήφθηκαν από τον Κατηγορούμενο την 05/02/2024 (βλ. τεκμήριο 3). Αναφορικά με τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση γραπτών καταθέσεων παραπέμπω στις Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359 και Φίλιππος Κωνσταντινίδης v. Της Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190.

Αναφορικά με το περιεχόμενο της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου, ήτοι το Τεκμήριο 3, αυτό κρίνω ότι δεν προσθέτει οτιδήποτε στα επίδικα θέματα της υπόθεσης.

 

 Ως εκ τούτου του αποδίδω μηδενική βαρύτητα.

 

Ευρήματα:

 

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, τα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη μου τα παραδεκτά γεγονότα καθώς και τα γεγονότα που τελικά δεν αμφισβητήθηκαν, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από την προσκομισθείσα μαρτυρία, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα που αφορούν τα πραγματικά και αληθή ουσιώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο:

Η μοτοσυκλέτα μάρκας SYM με αριθμούς [ ] αξίας €1000, ήταν περιουσία του Αναστάση Δημητριάδη. Η πιο πάνω περιγραφόμενη μοτοσυκλέτα, δηλώθηκε ως κλοπιμαία την 01/01/24. Τελευταία φορά που το συγκεκριμένο πρόσωπο είδε την μοτοσυκλέτα ήταν την 31/12/23 κατά τις 1900 ενώ την είχε σταθμευμένη στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας που διαμένει.

 

Την 01/01/24 και κατά τις 0630 διαπίστωσε ότι έλειπε από τον χώρο στάθμευσης και ότι κάποιος την είχε κλέψει. Στις 05/02/24 και ώρα 2230 στον Κεντρικό Αστυνομικό Πάφου, είδε και αναγνώρισε τη μοτοσυκλέτα του.

 

Απ’ ότι διαπίστωσε εξωτερικά είχαν αλλαχθεί  τα πλαστικά καλύμματα και έχουν αλλοιωθεί. Επίσης το προστατευτικό κράνος που βρέθηκε δεμένο στη μοτοσυκλέτα δεν είναι δικό του.

 

Ο παραπονούμενος εάν δεν έλεγχε τον αριθμό πλαισίου και τον αριθμό μηχανής δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει την μοτοσυκλέτα του, καθώς η εξωτερική εμφάνιση είχε αλλοιωθεί, γεγονός το οποίο την καθιστά μη αναγνωρίσιμη.

 

Την 05/02/2023 και ώρα 1730 ο Αστ. 2814 μετέβηκε με συναδέλφους του στην Χλώρακα για έρευνα κατοικίας. Κατά την άφιξη τους στο μέρος εντόπισε στο πεζοδρόμιο τον κατηγορούμενο ο οποίος φορούσε κράνος στο κεφάλι, δίπλα από το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο. Του δημιουργήθηκε εύλογη υποψία ότι αυτό ήταν κλοπιμαίο αφού δεν είχε αριθμούς εγγραφής, ενώ ο κατηγορούμενος φαινόταν ανήσυχος.

 

Κατά τον έλεγχο του από την αστυνομία ανέφερε ότι είναι ιδιοκτήτης του εν λόγω μοτοποδηλάτου. Ο κατηγορούμενος δεν είχε μαζί του για να παρουσιάσει τα έγγραφα του μοτοποδηλάτου.  Μετά από τον έλεγχο που έκανε ο ΜΚ1 μέσω του συστήματος της αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω μοτοποδήλατο κλάπηκε την 01/01/24 και είχε αριθμούς εγγραφής [ ]. Όταν αναφέρθηκε αυτό στον Κατηγορούμενο αυτός απάντησε «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Του ζήτησε να του υποδείξει οποιοδήποτε έγγραφο που να υποδεικνύει ότι αγόρασε το εν λόγω μοτοποδήλατο και αυτός ανέφερε ότι τα έχει στην κατοχή του ο ξάδελφος του ο οποίος απουσιάζει από την Κύπρο και έτσι δεν μπορεί να του τα παρουσιάσει. Την ίδια ημέρα και ώρα 1755 τον συνέλαβε και αφού του επέστησε την προσοχή στο νόμο αυτός απάντησε «εν δική μου η μοτόρα».

 

Το σημείο στο οποίο τοποθετείται το κλειδί της αναφερόμενης μοτοσικλέτας , ήταν σπασμένο και ο κατηγορούμενος δεν είχε μαζί του οποιοδήποτε κλειδί. Επίσης μέσα σε αυτό το σημείο υπήρχε σίδερο το οποίο δεν μπορούσε να προσδιοριστεί εάν ήταν κομμένο κλειδί ή οποιοδήποτε αντικείμενο, ενώ γύρω από τη μίζα  ήταν σπασμένα τα πλαστικά.

 

Δεν ερωτήθηκε ως προς το όνομα του εξαδέλφου του που επικαλέστηκε ότι έχει τα χαρτιά  που αποδεικνύουν ότι αγόρασε το μοτοποδήλατο, και ούτε ο ίδιος το ανέφερε ποτέ.

 

Ο Αστ.4972 Κ. Κωνσταντίνου, την 05/02/2024 και ώρα 2145, στον Κεντρικό Αστυνομικό σταθμό Πάφου, συνέλαβε βάσει Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης τον κατηγορούμενο και αφού προηγουμένως του εξήγησε τους λόγους σύλληψης του και αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο, απάντησε, «Ότι έχω να πω, θα το πω στο Δικαστήριο» . Εν συνεχεία του εξήγησε τα δικαιώματα του, τα οποία του επέδωσε και γραπτώς. Ακολούθως την ίδια ημέρα και  μεταξύ των ωρών 2150 – 2215 στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου, έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, αφού προηγουμένως του επέστησε την προσοχή στον νόμο, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο» και την οποία αρνήθηκε να υπογράψει.

 

Στον κατηγορούμενο δόθηκαν γραπτώς τα δικαιώματα του τα οποία υπέγραψε ότι παρέλαβε.

 

Ο κατηγορούμενος μέχρι σήμερα δεν παρουσίασε οποιοδήποτε έγγραφο που να αποδεικνύει ότι είναι ο ιδιοκτήτης της εν λόγω μοτοσυκλέτας.

 

Νομική Πτυχή:

 

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων v. Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υιοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton v. D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (Λοϊζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Σωτηριάδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482, Γενικός Εισαγγελέας v. Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71 και Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 434).

Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246, στην οποία επίσης υιοθετείται η ανωτέρω αρχή της υπόθεσης Λοϊζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, επισημαίνεται επιπρόσθετα ότι:

"Οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής."

 

Στις Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος v. Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97 καθορίζεται, ότι, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.

Ξεκινώντας από το αδίκημα της κλεπταποδοχής (2η κατηγορία) που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μέσα από το παρόν κατηγορητήριο, αυτή διέπεται από το άρθρο 306 του Κεφ.154. Το εν λόγω άρθρο προνοεί ρητά τα εξής:

“Όποιος απoδέχεται ή κατακρατεί περιουσία, που γνωρίζει ότι αυτή εκλάπηκε ή αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο κάτω από περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου βαθμού (κακουργήματος ή πλημμελήματος) και υπόκειται—

(α) στην περίπτωση κακουργήματος, σε φυλάκιση πέντε χρόνων·

(β) στην περίπτωση πλημμελήματος, σε φυλάκιση δύο χρόνων.”

Mελέτη τoυ άρθρου 306 του Κεφ.154 καθιστά σαφές ότι τα συστατικά στοιχεία του υπό εκδίκαση αδικήματος είναι τα πιο κάτω:

(α)       ο κατηγορούμενος αποδέχεται ή κατακρατεί περιουσία,

(β)       η οποία περιουσία κλάπηκε ή αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο κάτω από περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα και

(γ)        ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι αυτή η περιουσία κλάπηκε ή αποκτήθηκε με τρόπο που να αποτελεί κακούργημα ή πλημμέλημα.

Η αποτυχία απόδειξης κλοπής της περιουσίας ή ότι αυτή αποκτήθηκε υπό περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα συνεπάγεται μοιραία αποτυχία απόδειξης κατηγορίας για κλεπταποδοχή. Η μαρτυρία για τα πιο πάνω δεν είναι απαραίτητο να είναι άμεση π.χ. από τον αυτουργού της κλοπής αλλά μπορεί να συναχθεί και από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Οι περιστάσεις λοιπόν υπό τις οποίες ο κατηγορούμενος πήρε την περιουσία μπορεί να είναι αρκετές να αποδείξουν ότι αυτή ήταν κλοπιμαία ή λήφθηκε υπό περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα αλλά και ότι κατά τον ίδιο χρόνο αυτός γνώριζε τα πιο πάνω (βλ. Kyprianou vThe Police (1976)2 C.L.R. 75 και Archbold 35th ed. par. 2089).

 

Θα πρέπει δε να αποδειχθεί περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η περιουσία ήταν κλοπιμαία ή λήφθηκε υπό περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα. Είναι αρκετό για τον σκοπό αυτό να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η περιουσία ενέπιπτε στην γενική κατηγορία περιουσίας που λήφθηκε υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις και δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι γνώριζε ότι λήφθηκε υπό περιστάσεις που νομικά συνιστούν το συγκεκριμένο κακούργημα ή πλημμέλημα με το οποίο λήφθηκε (βλ. Archbold 36th ed. par. 2089).

 

Όσον αφορά το συστατικό στοιχείο της γνώσης αυτό μπορεί να αποδειχθεί άμεσα με την μαρτυρία του αυτουργού του αδικήματος με το οποίο λήφθηκε η περιουσία (π.χ. του κλέφτη), η οποία όμως μαρτυρία χρήζει ενίσχυσης. Εάν όμως δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία μπορεί, ως αναγόμενη αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία ενός κατηγορουμένου, να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν τη γνώση πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Archbold 36th ed. par. 2097 και Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289).

 

Η πιο πάνω γνώση αποτελεί και την κατάσταση σκέψης ενός κατηγορούμενου καθώς αυτός εκτελεί τις προαναφερόμενες ενέργειες λήψης ή διατήρησης στην κατοχή της περιουσίας. Δηλαδή θα πρέπει ένας κατηγορούμενος να γνωρίζει, καθώς δέχεται ή κατά το χρονικό σημείο στο οποίο διατηρεί στην κατοχή του ότι αυτή έχει κλαπεί είτε αποκτηθεί με οποιοδήποτε τρόπο υπό περιστάσεις, οι οποίες συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα.

 

O  κατηγορούμενος θα πρέπει να αποδειχθεί ότι γνώριζε κατά τον χρόνο παραλαβής της περιουσίας ότι αυτή ήταν κλοπιμαία, ενώ αποτυχία της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αυτή την γνώση ή ακόμη έστω και απόδειξη ότι ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση σε χρόνο μεταγενέστερο της παραλαβής της περιουσίας οδηγεί την κατηγορία σε κατάρρευση (Βλ. Mathews 34 Cr. App. R 55, Johnson 6 Cr. App. R. 218).

 

Σε ότι αφορά την γνώση, δεν είναι κάτι που συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.   

 

Επιπλέον, η αντίδραση του κατηγορούμενου και εν γένει συμπεριφορά του μπορούν να προσλάβουν κάποια ιδιαίτερη σημασία. Ψέμα του κατηγορούμενου αναφορικά με την κλοπιμαία περιουσία, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε συμπέρασμα γνώσης ότι όταν την παραλάμβανε ήταν κλοπιμαία. Το ίδιο θα συμβεί όταν αποδειχθεί κατοχή πρόσφατα κλαπείσας περιουσίας και δεν προσφερθεί από τον κατηγορούμενο εξήγηση ως προς την προέλευσης της ή όταν η εξήγηση που δίνει απορρίπτεται ως ψευδής (Βλ. Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, 35η έκδοση, παρ. 2102,2103).

 

Καταφυγή στο ψεύδος προς τον σκοπό απόκρυψης κρίσιμων γεγονότων, κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα. Δεν στοιχειοθετεί (θετικά) συστατικά στοιχεία του εγκλήματος παρέχει όμως μαρτυρία η οποία επεξηγεί και ρίπτει φως στην συμπεριφορά του κατηγορούμενου και δίνει εγκληματικόν χαρακτήρα σε πράξεις για τις οποίες χωρεί και αθώα εξήγηση (Βλ. Παφίτης ν. Δημοκρατίας, (1999) 2 ΑΑΔ 444, Αλ-Χαμέτ κ.α ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 117 και Ιερόθεου Χριστοδούλους άλλος Ρόπα ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 628).

 

Στην υπόθεση Ψύλλας v. Αστυνομίας (Αρ.2) (2011) 2 Α.Α.Δ. 466 τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η γνώση της κλοπιμαίας προέλευσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Ακόμη λέχθηκε ότι η κατοχή προσφάτως κλαπείσας περιουσίας μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα γνώσης και συνακόλουθα ενοχής εκτός αν δοθεί εξήγηση που οδηγεί προς άλλη κατεύθυνση την οποία το Δικαστήριο αξιολογεί, με συνέπεια την αθώωση, εφόσον την αποδεχτεί ή αν δεν είναι διατεθειμένο να την αποκλείσει.

Όπου η μόνη μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου είναι ότι κατείχε πρόσφατα κλαπείσα περιουσία, η γνώση του ότι αυτή ήταν κλοπιμαία μπορεί να συναχθεί εάν αυτός δεν προσφέρει καμία εξήγηση αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες την έχει αποκτήσει ή αν η εξήγηση που δίδει κριθεί ότι δεν είναι αληθινή (βλ. Archbold 35th ed. par. 2103, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ 258 και Kyprianou ανωτέρω). Αυτό όμως δεν καταδεικνύεται ως νομικό δόγμα αλλά ως ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία για να καταδειχθεί κατά πόσον στοιχειοθετείται το αδίκημα. Εάν η εξήγηση που δίδει ο κατηγορούμενος αφήνει αμφιβολίες ως προς τη γνώση του ότι η περιουσία ήταν κλοπιμαία τότε το αδίκημα δεν αποδεικνύεται (βλ. RvGarth (1949) 33 CrAppR. 100). Το τι συνιστά πρόσφατα κλαπείσα περιουσία εξαρτάται από τη φύση της περιουσίας και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (βλ. Archbold 35th ed. par. 2103 και Kyprianou ανωτέρω).

 

Στην υπόθεση Christofides vThe Police (1965) 2 C.L.R. 69, 70 αφού επισημαίνεται ότι η γνώση είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλεπταποδοχής, αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

".the prisoner was in recent possession of a stolen article and it was open to him to rebut the inference of guilty knowledge by an explanation which, even if it was not believed, might reasonably be true".

 

 Το τεκμήριο της ένοχης γνώσης  εξηγείται και στο σύγγραμμα "H Απόδειξη", του Γ. Κακογιάννη, σελ. 58, παρ. 4-25. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι όταν σε υπόθεση κατοχής κλοπιμαίου αντικειμένου, η μόνη μαρτυρία είναι ότι ο Κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του το κλοπιμαίο αντικείμενο λίγο χρόνο μετά που κλάπηκε , το Δικαστήριο δικαιολογημένα μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είχε ένοχη γνώση. Σε τέτοια περίπτωση, δικαιολογείται να καταδικάσει τον Κατηγορούμενο. Το συμπέρασμα δικαιολογείται από το γεγονός ότι το κατεχόμενο αντικείμενο είχε πρόσφατα κλαπεί και δεν προσφέρθηκε από τον Κατηγορούμενο λογική εξήγηση της κατοχής του. Αν δοθεί κάποια εξήγηση , μπορεί να είναι τόσο αναξιόπιστη που να χειροτερεύσει τη θέση του, μπορεί όμως και να πείσει το Δικαστήριο ότι είναι αθώος, ή να εγείρει αρκετή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου ώστε να του δοθεί το ευεργέτημα του να αθωωθεί.

 

Σε σχέση με την πρόσφατη κατοχή αυτοκινήτου, στο σύγγραμμα Kennys Outlines of Criminal Law, 19th ed. 461, para 500 σημειώνονται τα εξής:

 

«As to what time is near enough to be recent, no general rule can be given; for the period within which the presumption can operate will vary according to the nature of the article stole. Three months has been held sufficiently recent for a motor car, and four months for a debenture bond. But for such articles as pass from hand to hand readily, two months would be a long time, particularly in the case of money. In regards to a horse, it has been held the six months is too long. Eight months is too long to be recent for a bale of silk. And it would seem that, whatever the article were, sixteen months would me too long a period»

 

Με βάση λοιπόν τη φύση του αντικειμένου που έχει κλαπεί ανάλογα ο χρόνο μπορεί να θεωρηθεί πρόσφατος ή όχι. Έτσι στην περίπτωση ενός αυτοκινήτου σύμφωνα με το πιο πάνω απόσπασμα, ακόμα και τρεις μήνες μετά την κλοπή του, η κατοχή του μπορεί να θεωρηθεί πρόσφατη και κατ’ αναλογία και στην παρούσα περίπτωση όπου 35 ημέρες μετά την κλοπή βρέθηκε η εν λόγω μοτοσυκλέτα στην κατοχή του Κατηγορούμενου.

 

Επίσης στην υπόθεση Kyprianou vThe Police (1976) 2 C.L.R. 75, αναφέρεται πως σε περιπτώσεις κλεπταποδοχής, όταν αποδεικνύεται κατοχή πρόσφατα κλαπείσας περιουσίας τότε τεκμαίρεται πως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα προϊόντα ήταν αποτέλεσμα κλοπής εκτός αν υπάρχει μαρτυρία περί του αντιθέτου. Αυτό όμως δεν καταδεικνύεται ως νομικό δόγμα αλλά ως ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία για να καταδειχθεί κατά πόσον στοιχειοθετείται το αδίκημα.

Δεν αποτελούν όμως τέτοια περιστατική μαρτυρία προς απόδειξη του κλοπιμαίου της περιουσίας, σε αντιδιαστολή με τη γνώση του κατηγορουμένου για το κλοπιμαίο της περιουσίας, τα ψεύδη ή οι υπεκφυγές του.  Όπως διευκρινίστηκε στην RVKorniak (1983) 76 CrAppR. 145, «the lies and evasiveness could not prove that the goods were stolen.  Lies may, perhaps, strengthen the conclusion that the accused had positive knowledge . but they do not by themselves prove that the good were stolen

 

Στην υπόθεση αυτή γίνεται μνεία στην Αγγλική απόφαση D.P.P. v. Nieser (1959) 1 Q.B. 254 όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

 

". where property has been stolen and there is nothing in the circumstances to point to the accused's having  himself committed the crime of stealing, the proper inference from its being found in his possession may be that he received the property, knowing, not merely that it had been unlawfully obtained, but knowing that it had been stolen. Such inference is justified by the fact that by far the commonest way in which property is unlawfully obtained is by stealing". 

 

Σχετική ως προς την απόδειξη της γνώσης ως συστατικού στοιχείου του αδικήματος είναι και η απόφαση Keneth Nwafor Chima v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ 455.

 

Σε σχέση με το αδίκημα της κλοπής (1η κατηγορία), αυτό εδράζεται στο άρθρο 255 του Κεφ.154. Το εν λόγω άρθρο αναφέρει τα εξής:

"(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:

 

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.

 

(2) (α) Ο όρος "αποκτά κατοχή" περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή—

(i) με τέχνασμα·

(ii) με εκφοβισμό·

(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο·

(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα·

 

(β) ο όρος "αποκομίζει" περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς·

 

(γ) ο όρος "ιδιοκτήτης" περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να

καταστεί αντικείμενο κλοπής.

 

(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο."

 

Συνδυασμένη μελέτη των άρθρων 255 και 262 του Κεφ.154 καθιστά αντιληπτό ότι τα συστατικά στοιχεία του υπό εκδίκαση αδικήματος είναι τα πιο κάτω:

(α)       ο κατηγορούμενος απέκτησε κατοχή και αποκόμισε περιουσία του παραπονούμενου και

(β)       η περιουσία είναι τέτοια που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής και

(γ)       ότι αυτό έγινε χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη και

(δ)       ότι ο κατηγορούμενος ενέργησε με δόλιο τρόπο ή

(ε)       αν ο κατηγορούμενος κατέχει την περιουσία του παραπονούμενου νόμιμα με δόλιο τρόπο σφετερίζεται τη χρήση της για λογαριασμό του ιδίου ή άλλου προσώπου εκτός από την παραπονούμενη και

(στ)      ότι κατά τον χρόνο απόκτησης κατοχής ο κατηγορούμενος είχε σκοπό να αποστερήσει μόνιμα την περιουσία από την παραπονούμενη.

 

Η 'απόκτηση κατοχής περιουσίας' με βάση το άρθρο 255(2) του Κεφ.154 περιλαμβάνει τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i)        με τέχνασμα,

(ii)       με εκφοβισμό,

(iii)      με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι

κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο·

(iv)      με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα·

 

Ο όρος "αποκομίζει" περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς. Ο δε όρος "ιδιοκτήτης" περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.

 

Αντικείμενο δε κλοπής μπορεί να αποτελέσει οτιδήποτε έχει αξία και ανήκει σε κάποιο πρόσωπο όπως για παράδειγμα στον παραπονούμενο [άρθρο 255(3) Κεφ.154].

 

 Συμπεράσματα:

 

Στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση, και σε σχέση με το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας, ήτοι της κλεπταποδοχής, διαπιστώνω ότι ο κατηγορούμενος σχετίζεται με το επίδικο μοτοποδήλατο. Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου αυτός εντοπίστηκε να φορεί κράνος στο κεφάλι δίπλα από το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο. Άλλωστε αυτό που προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας, είναι ότι το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο βρισκόταν στην κατοχή του Κατηγορούμενου και συνεπώς κρίνω ότι ο κατηγορούμενος λαμβάνοντας την κατοχή του συγκεκριμένου αντικειμένου, αποδέχθηκε περιουσία, η οποία σύμφωνα με την κοινώς αποδεκτή μαρτυρία κλάπηκε από τον ιδιοκτήτη της κατά ή περί την 01/01/24. Το ότι το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο είχε κλαπεί από τον ιδιοκτήτη του δεν έτυχε αμφισβήτησης από την υπεράσπιση και αποτελεί παραδεκτό γεγονός.

Απομένει λοιπόν να εξετασθεί κατά πόσο έχει αποδειχθεί και το τρίτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε, κατά τον χρόνο που έλαβε κατοχή του εν λόγω μοτοποδηλάτου, ότι αυτό ήταν κλοπιμαίο.

Από το σύνολο λοιπόν της μαρτυρίας την οποία το Δικαστήριο κάνει δεκτή προκύπτουν τα ακόλουθα:

Η επίδικη μοτοσυκλέτα κλάπηκε κατά ή περί την 01/01/24 σύμφωνα με την κοινός αποδεκτή μαρτυρία και αυτή εντοπίστηκε στην κατοχή του Κατηγορουμένου την 05/02/24, ήτοι περίπου 35 ημέρες μετά την κλοπή της. Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι ο Κατηγορούμενος έλαβε την κατοχή του μοτοποδηλάτου σε κάποιο χρονικό σημείο στο διάστημα από 01/01/24 με 05/02/24. Συνεπώς κατείχε πρόσφατα κλαπείσα περιουσία.

 Οι αναφορές του Κατηγορούμενου προς τον ΜΚ1, ότι είναι ο ιδιοκτήτης της επίδικης μοτοσυκλέτας φαίνεται ότι αποτελούν ψέματα του Κατηγορουμένου, αφού με την κοινώς αποδεκτή μαρτυρία, ιδιοκτήτης της εν λόγω μοτοσυκλέτας είναι άλλο πρόσωπο. Ψέματα φαίνεται να αποτελούν και οι αναφορές του Κατηγορουμένου ότι δεν έχει μαζί του τα έγγραφα της εν λόγω μοτοσυκλέτας αφού προφανώς ουδέποτε είχε τέτοια έγγραφα αφού ιδιοκτήτης αυτής ήταν άλλο πρόσωπο. Ψέματα φαίνεται να αποτελούν και οι αναφορές του ότι τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι αγόρασε το εν λόγω μοτοποδήλατο τα έχει κάποιος ξάδελφος του τον οποίο ουδέποτε κατονόμασε και ο οποίος απουσιάζει σύμφωνα με τον ίδιο από την Κύπρο αφού ούτε μέχρι σήμερα παρουσίασε οποιοδήποτε έγγραφο που να δικαιολογεί το νόμιμο της κατοχής της εν λόγω μοτοσυκλέτας. Επαναλαμβάνω ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε να έχει στην κατοχή του προσφάτως κλαπείσα περιουσία. Σύμφωνα με την πιο πάνω αναφερθείσα νομολογία, η κατοχή προσφάτως κλαπείσας περιουσίας μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα γνώσης και συνακόλουθα ενοχής εκτός αν δοθεί εξήγηση που οδηγεί προς άλλη κατεύθυνση την οποία το Δικαστήριο αξιολογεί, με συνέπεια την αθώωση, εφόσον την αποδεχτεί ή αν δεν είναι διατεθειμένο να την αποκλείσει. Στην παρούσα περίπτωση, ακριβώς οι δικαιολογίες που προσπάθησε να δώσει ο Κατηγορούμενος ότι είναι ουσιαστικά ιδιοκτήτης της εν λόγω μοτοσυκλέτας χωρίς να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να διαπιστώνεται η νομιμότητα προέλευσης είτε έντυπα που θα καθιστούσαν δυνατή την εγγραφή και μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του και με δεδομένο ότι είχε κλαπεί πολύ πρόσφατα η εν λόγω μοτοσυκλέτα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτός έλεγε ψέματα στον ΜΚ1, τα οποία, αποτιμόμενα ως σύνολο, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος  γνώριζε πως κατείχε περιουσία που αποτελούσε προϊόν κλοπής. Τα όσα ανέφερε είναι τόσο αναξιόπιστα που χειροτερεύουν τη θέση του.  

 

Ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε το μοτοποδήλατο  χωρίς οποιοδήποτε έγγραφο αφού δεν προσκόμισε κάτι τέτοιο από το οποίο να διαπιστώνετο η νομιμότητα προέλευσης του (ένεκα και της φύσης αυτού ως αντικείμενο το οποίο εγγράφεται στις αρμόδιες Αρχές) αλλά και τα έντυπα που θα καθιστούσαν δυνατή την εγγραφή και μεταβίβαση στην ιδιοκτησία του της εν λόγω μοτοσυκλέτας στο όνομα του και δίχως πρόθεση να προβεί σε οποιαδήποτε διαβήματα και ή ενέργειες για να ελέγξει τη νομιμότητα της προέλευσης της μοτοσυκλέτας, δίνοντας ταυτόχρονα ψεύτικες εξηγήσεις ως προς το ότι είναι ιδιοκτήτης αυτής και ότι διαθέτει έγγραφα για την αγορά της.

 

Περαιτέρω σημειώνεται ότι από την μαρτυρία που το Δικαστήριο έχει ενώπιον του, στην εν λόγω μοτοσυκλέτα δεν υπήρχαν ούτε αριθμοί εγγραφής χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για αυτό , ενώ ο κατηγορούμενος δεν είχε ούτε κλειδί αυτής στην κατοχή του και το σημείο που τοποθετείται το κλειδί της μίζας της αναφερόμενης μοτοσικλέτας ήταν σπασμένο. Επίσης παρά την αναφορά των μαρτύρων κατηγορίας ότι δεν μπορούν να γνωρίζουν κατά πόσο ο ίδιος ο Κατηγορούμενος άλλαξε τα πλαστικά καλύμματα της μοτοσυκλέτας, αποτελεί δεδομένο ότι τα αποτελούν γεγονός το οποίο εμπόδισε τον νόμιμο ιδιοκτήτη της μοτοσικλέτας να την αναγνωρίσει.

Στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή το αποτέλεσμα συνδυασμένης εκτίμησης όλων των πιο πάνω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από εκείνο ότι ο Κατηγορούμενος κατά τον χρόνο που είχε στην κατοχή του την μοτοσυκλέτα, γνώριζε ότι αυτό ήταν κλοπιμαίο. Κατά συνέπεια πληρείται και το τρίτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

 

Σχετικές επί της αποδοχής και αξιολόγησης τέτοιας μαρτυρίας, ως περιστατικής μαρτυρίας, παρέχουν οι υποθέσεις Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Παφίτης και άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 και Πέτρου v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 331.

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να αντληθεί από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Παναγιώτη Νικολάου, Ποινική Έφεση Αρ. 212/2009, ημερομηνίας 10.11.10, απόσπασμα της οποίας παρατίθεται πιο κάτω:

"Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι η περιστατική μαρτυρία δεν είναι  υποδεέστερη της άμεσης τοιαύτης, όταν δε είναι '... συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους ... (δέστε Παφίτης           και άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 σελ. 119-120 και Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746)... "

 

Από τα πιο πάνω λοιπόν διαπιστώνεται σωρευτική ικανοποίηση όλων των απαιτούμενων στοιχείων του εν λόγω αδικήματος.

Όσον αφορά τώρα την 1η κατηγορία, ήτοι αυτή της κλοπής, σημειώνω ότι η συγκεκριμένη μοτοσικλέτα αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ήταν κλοπιμαία και προφανώς ο δράστης ενήργησε με δόλιο τρόπο αποκομίζοντας παράνομα την προαναφερόμενη μοτοσικλέτα, η οποία χωρίς δεύτερη σκέψη εμπίπτει στον ορισμό και έννοια της περιουσίας που το άρθρο 255(3) του Κεφ. 154 , απέκτησε κατοχή αυτής με σκοπό να αποστερήσει μόνιμα την περιουσία από το πρόσωπο το οποίο του ανήκει δικαιωματικά.  

Το καίριο ερώτημα που χρήζει απάντησης στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης που διέπραξε το αδίκημα της κλοπής της πιο πάνω περιουσίας. Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί η κλοπή της μοτοσυκλέτας από τον κατηγορούμενο. Με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, δεν φαίνεται να προκύπτει ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος ήταν ο δράστης της κλοπής. Συνεπώς ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσεται από την 1η κατηγορία.

Τώρα σε σχέση με το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος έχει ήδη παραδεχθεί την 3η κατηγορία, ήτοι αυτή της παράνομης κατοχής περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 309 του Κεφ. 154, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι αυτός κρίθηκε ένοχος στη 2η κατηγορίας της κλεπταποδοχής, παραπέμπω στην Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 72/2018, ημερομηνίας 24/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B444 όπου έγινε εισήγηση ότι δεν μπορούσε το Δικαστήριο να καταδικάσει τον Εφεσείοντα σε δυο «αλληλοαναιρούμενα αδικήματα», αφού κατά την εισήγηση το αδίκημα της κλεπταποδοχής προϋποθέτει γνώση του κλοπιμαίου, ενώ το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας προϋποθέτει εύλογες υπόνοιες ότι το επίδικο αντικείμενο είναι κλοπιμαίο και ότι δεν είναι δυνατόν ο εφεσείοντας από τη μια να είχε εύλογες υπόνοιες και από την άλλη να είχε γνώση. Όπως λέχθηκε στην εν λόγω απόφαση, δεν είναι ο κατηγορούμενος το υποκείμενο των εύλογων υπονοιών στα πλαίσια του άρθρου 309.  Οι εύλογες υπόνοιες πρέπει να προκαλούνται στο πρόσωπο που βλέπει τον κατηγορούμενο να κατέχει την περιουσία.   Συνεπώς από τα πιο πάνω δεν φαίνεται να προκύπτει οποιοδήποτε κώλυμα.  

Υπό το φως των πιο πάνω ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 2η κατηγορία , ενώ αθωώνεται και απαλλάσσεται στην 1η κατηγορία.

 

 

 

                                                            (Υπ.)   .................................

                                                                      Χρ. Μ. Παπαλλάς, Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο