ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Μ. Παπαλλά, Ε.Δ.             

  Αρ. Υπόθεσης: 3918/19

Μεταξύ:

            Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

 

v.

 

Ihor Ohurtsov

                                                                             Κατηγορουμένου

                                                                                                                       

Ημερομηνία: 12 Ιανουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα Χ. Περγαντή

Για Κατηγορούμενο: κος Α. Αλεξάνδρου

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΠΟΙΝΗ

Ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, στις πιο κάτω κατηγορίες:

 

1)    Διάρρηξη Σχολικού Κτιρίου, κατά παράβαση του άρθρου 294(α) του Κεφ. 154 ( 1η κατηγορία)

2)    Κλοπή, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262  του Κεφ. 154. (2η κατηγορία)

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και έχουν ως εξής:

Την  15.06.19 μέλη του ΤΑΕ Πάφου βρίσκονταν σε περιπολία στην περιοχή της Χλώρακας, προς εξέταση άγνωστων προσώπων. Εντοπίστηκε ο Κατηγορούμενος να είναι πεζός, και ερευνήθηκε σωματικά. Μέσα σε μαύρο τσαντάκι που είχε στην κατοχή του ανευρέθηκε μία φωτογραφική μηχανή μάρκας «canon ixus» χρώματος μωβ μαζί με ένα καλώδιο usb. Του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο και απάντησε ότι είναι δική του. Στην πορεία οι αστυνομικοί αντιλήφθηκαν ότι αυτή η φωτογραφική περιείχε μέσα φωτογραφίες από παιδιά σε αίθουσα Νηπιαγωγείου. Του επιστήθηκε εκ νέου η προσοχή του στον Νόμο και απάντησε ότι είναι του φίλου του η φωτογραφική αυτή. Κατά ή περί την 01:50 έγινε έλεγχος στο νηπιαγωγείο Αγίου Νικολάου στην Χλώρακα, όπου διαπιστώθηκε ότι δύο παράθυρα της αίθουσας διδασκαλίας Α2 ήταν ανοικτά. Κλήθηκε στο μέρος η μάρτυρας 1 επί του κατηγορητηρίου Καλλιόπη Νικολάου, βοηθός νηπιαγωγού, η οποία κατήγγειλε ότι μεταξύ των ωρών 14:20 με 1:50 μεταξύ 14 έως 15.06.19 διαρρήχθηκε η πιο πάνω αίθουσα και εκ πρώτης όψεως διαφάνηκε ότι κλάπηκε από αυτήν μία φωτογραφική μηχανή αξίας €150. Στη συνέχεια η ανευρεθείσα φωτογραφική μηχανή που παραλήφθηκε ως τεκμήριο από τον Κατηγορούμενο, υποδείχθηκε στη μάρτυρα η οποία την αναγνώρισε ως περιουσία του νηπιαγωγείου και ως αυτή που κλάπηκε στην πιο πάνω διάρρηξη. Συνελήφθηκε ο Κατηγορούμενος όπου στην πορεία, παραδέχτηκε. Στην ανακριτική του κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία μεταξύ άλλων, ομολόγησε ότι εισήλθε σε αίθουσα του υπό αναφορά νηπιαγωγείου στην Χλώρακα από κλειστό αλλά ανασφάλιστο παράθυρο ενώ ήταν μόνος του και έκλεψε από την αίθουσα μόνο τα αντικείμενα που εντοπίστηκαν στην κατοχή του, δηλαδή την φωτογραφική μαζί με το usb.

 

Ο κατηγορούμενος δεν έχει προηγούμενες καταδίκες, ούτε έχουν δημιουργηθεί έξοδα.

 

Περαιτέρω το κλοπιμαίο αντικείμενο επιστράφηκε στους παραπονούμενους.

 

Χωρίς να αμφισβητήσει επί της ουσίας τους τα γεγονότα που εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης κάλεσε το Δικαστήριο να εκλάβει τα πιο κάτω ως ελαφρυντικούς παράγοντες:

(1)         Την παραδοχή του.

(2)          Την απολογία του προς το Δικαστήριο όπως επίσης και προς τους παραπονούμενους.

(3)          Το νεαρό της ηλικίας του, ήτοι ότι ήταν 22 ετών κατά την διάπραξη των αδικημάτων.

(4)          Το ότι ο κατηγορούμενος τα τελευταία χρόνια είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών αλλά και τις προσπάθειες απεξάρτησης του από τα ναρκωτικά.

(5)          Σε σχέση με τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις υιοθέτησε την έκθεση του γραφείου ευημερίας όπου αναφέρονται τα εξής:

α) ο πατέρας του απεβίωσε όταν ήταν δυο ετών από υπερβολική χρήση απαγορευμένων ουσιών.

β) μεγάλωσε με τη μητέρα του και τη βοήθεια της γιαγιάς του.

γ) Τα τελευταία 15 χρόνια διαμένει μόνιμα στην Κύπρο.

δ) Σε ηλικία 17 ετών ξεκίνησε την χρήση απαγορευμένων ουσιών. Εντάχθηκε 2 φορές σε πρόγραμμα της Αγίας Σκέπης, το οποίο όμως δεν ολοκλήρωσε, ενώ διέκοψε όπως αναφέρει την χρήση τα τελευταία δυο χρόνια. (Κατέθεσε το έγγραφο 1 όσον αφορά τη συμμετοχή σου σε πρόγραμμα της Αγίας Σκέπης)

ε) Φοίτησε ένα χρόνο στην τεχνική σχολή, στον κλάδο της ξυλουργικής και διέκοψε.

ζ) Στο παρόν στάδιο είναι άνεργος.

(6)         Σήμερα συμμετέχει σε πρόγραμμα υποκατάστασης (έγγραφο 2) όπου φαίνεται να λαμβάνει υποκατάστατα φάρμακα, έτσι ώστε να μην γίνει ξανά χρήστης.

(7)         Σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, ανέφερε ότι ενήργησε με ερασιτενχικό τρόπο ενώ το παράθυρο δεν ήταν ασφαλισμένο.

(8)         Το λευκό του ποινικό μητρώο.

(9)          Τον χρόνο που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος  παραδέχτηκε ότι διέπραξε είναι πολύ σοβαρά. Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων αντανακλάται, κατ’ αρχήν, μέσα από τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές. Το ύψος της ποινής που προβλέπεται στο νόμο ως η μέγιστη ποινή για κάθε αδίκημα αποτελεί ένδειξη της σοβαρότητας του και παράγοντα που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής (Βραχίμης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Λεβέντης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 632 και Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας v. Χρυσοστόμου κ.α. (2002) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Σε σχέση με την κατηγορία της διάρρηξη σχολικού κτιρίου κατά παράβαση του άρθρου  294(α) του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος, υπόκειται σε φυλάκιση επτά (7) ετών. Σε σχέση με την κατηγορία της κλοπής, κατά παράβαση του άρθρου 255 και 262 του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.

 

To γεγονός της παραπομπής της υπόθεσης αυτής, για συνοπτική εκδίκαση, ήτοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και όχι ενώπιον Κακουργιοδικείου, μετά από συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, o οποίος, [Γενικός Εισαγγελέας], προφανώς και θεωρεί, ένεκα της προαναφερόμενης συγκατάθεσης του, ότι, η ποινή που μπορεί να επιβληθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, είναι, φυλάκιση μέχρι πέντε έτη (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Cham κ. α. (1993) 2 Α.Α.Δ. 129), αποτελεί επαρκή τιμωρία για την συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Chafari v Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442). Εντούτοις, όπως έχει επαναβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσα από την απόφαση του στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Μυλωνας, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, 14/12/2018, ένα τέτοιο γεγονός, δεν καθιστά τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά: «Το Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο και όχι την ανώτατη ποινή που το ίδιο έχει δικαιοδοσία να επιβάλει (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 442). Η ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Νόμος συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης με στόχο τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της ποινής που θα επιβληθεί (Δημοκρατία ν. Κυριάκου & άλλου (1990) 2 ΑΑΔ 264, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9.) Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.». Μάλιστα, όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο δια του έντιμου, Δ. Α. Δ., ως ήταν τότε, Π. Καλλή, στην υπόθεση Chafari v Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442, «κατά την επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις Κακουργιοδικείου, οι οποίες παραπέμπονται για συνοπτική εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο και να επιβάλει αν τα γεγονότα και περιστάσεις της υποθέσεως το απαιτούν ακόμη και το ανώτατο όριο της ποινής που μπορεί να επιβληθεί σε συνοπτική διαδικασία - φυλάκιση 5 ετών»

 

Τα αδικήματα αυτά θεωρούνται αρκετά σοβαρά για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η συνδυασμένη διάπραξη τους παρουσιάζει σήμερα ιδιαίτερα ανησυχητική έξαρση στο νησί, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις πολλές υποθέσεις οι οποίες συχνά καταχωρούνται ενώπιον του Δικαστηρίου, μάλιστα πολλές από αυτές υπό την μορφή των εκτάκτων περιπτώσεων. Ιδιαίτερα πρόσφατα στην επαρχία Πάφου η ραγδαία αύξηση της συχνότητας διάπραξης των αδικημάτων της διάρρηξης, κλοπής καθώς και άλλων ομοειδών αδικημάτων έλαβε πολύ ανησυχητικές διαστάσεις.

 

Πρόκειται για αδικήματα που φανερώνουν ασέβεια και καταπατούν κατάφωρα τα συνταγματικά δικαιώματα της κατοχής και απόλαυσης περιουσίας. Επίσης, είναι αδικήματα που η διάπραξη τους προκαλεί αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες για επικράτηση της παρανομίας. Είναι γεγονός ότι τέτοιου είδους αδικήματα προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104).

 

Στην υπόθεση Nabokov v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 381 παρατίθενται προγενέστερες αποφάσεις που αντικατοπτρίζουν την ανησυχητικά αυξητική τάση και έκταση διαρρήξεων και κλοπών στον τόπο μας:

“Στη Γ. Εισαγγελέας v. Cham & άλλων (1993) 2 Α.Α.Δ. 129, αδικήματα διάρρηξης και κλοπής κατέστησαν, ως χαρακτηρίζεται, ‘μάστιγα για την κυπριακή κοινωνία…’, η οποία δεν μπορεί να αφεθεί ανέλεγκτη.

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου Παναγίδη v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 συνοψίζει την κρατούσα κατάσταση, όπως και το καθήκον της Δικαιοσύνης προς διαφύλαξη της έννομης τάξης (σελ. 105-106):

 

Η θλιβερή διαπίστωση είναι πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται, αντίθετα, έξαρση. Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφαλείας του πολίτη.

 

Τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά που διέπουν τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι διέπραξε καλούν την επιβολή αυστηρών ποινών με αποτρεπτικό χαρακτήρα. Είναι γι’ αυτό που τα Δικαστήρια, μέσα από επισημάνσεις και υποδείξεις της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντιμετωπίζουν τέτοιας φύσης αδικήματα με αυστηρότητα μέσω της επιβολής  αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια αναχαίτισης τους και προστασίας της κοινωνίας (Παναγιώτου (Αντάρτης) v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Dirazo ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, AI - Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160 και Lungu κ.α. v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 545). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Φραντζίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77  είναι επιτακτική ανάγκη αυτού του είδους η εγκληματικότητα να ανακοπεί γιατί έχει κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς της δημόσιας ασφάλειας.

 

Θεώρηση της νομολογίας επισημαίνει ότι για τα αδικήματα της διάρρηξης και κλοπής η συνήθης ποινή που επιβάλλεται είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών και συνήθως στερητικής της ελευθερίας στα αδικήματα διάρρηξης και κλοπής είναι ένας τρόπος πάταξης του φαινομένου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστάκη Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 125, Francis Kenneth Smith and another v. The Police (1969) 2 C.L.R. 189, Yiannakou v. The Police (1982) 2 C.L.R. 37, Nicolaou and another v. The Republic (1982) 2 C.L.R. 156. Charitou v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 170, Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (1993) 2 C.L.R. 158 και Nabokov v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 381).

 

Στην υπόθεση Τσιλικίδης v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 7/2013 ημερ. 26.03.13, ποινή φυλάκισης 3 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ηλικίας 23 ετών που διέπραξε 3 διαρρήξεις κατοικίας και 3 κλοπές από κατοικία σε διάστημα περίπου 6 μηνών μέσα από την οποία εγκληματική συμπεριφορά ερασιτέχνη αποκόμισε περιουσία σε τιμαλφή και μετρητά αξίας περίπου €64.000 χωρίς οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο να επιστραφεί στους δικαιούχους, κατόπιν παραδοχής, λευκού ποινικού μητρώου, απολογίας και συνεργασίας του με τις αστυνομικές αρχές και που στο μεταξύ δημιούργησε δεσμό και απέκτησε παιδί ηλικίας 2 ετών κατά την επιβολή της ποινής, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ποινή σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυστηρή, όχι όμως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Στην υπόθεση Hussein v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 252/2018, 31/05/2019, το Ανώτατο Δικαστήριο, επικύρωσε την ποινή φυλάκισης που το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο (μετά από παραδοχή του), -ηλικίας τότε 47 ετών και πατέρα πέντε ανήλικων παιδιών, λευκού ποινικού μητρώου-, των τεσσάρων χρόνων (σε κάθε μία από τις δέκα κατηγορίες που αντιμετώπισε, οι οποίες διατάχθηκε να ήταν συντρέχουσες), για δεκαέξι συνολικά διαρρήξεις που έλαβαν χώρα σε διάστημα τριών χρόνων περίπου, από τις οποίες ο κατηγορούμενος αποκόμισε όφελος €30.000, χωρίς αποζημίωση των θυμάτων της παράνομης δράσης του, εφόσον τα κλαπέντα δεν ανευρέθηκαν.

 

Στην υπόθεση Nteni Bezanidis ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 57 και 58/2013 ημερ. 5/12/2013 επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης 3 ½ ετών σε υποθέσεις διαρρήξεων και μετά από παραδοχή και την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου για αντικείμενα που αφορούσαν €45.134,17 εκ των οποίων ανακτήθηκε το μεγαλύτερο μέρος αυτών.

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Ilie κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 180-182/2011 ημερ. 16.05.12, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών και 18 μηνών που επιβλήθηκαν σε 3 εφεσείοντες ηλικίας 54 ετών, πατέρα 2 παιδιών εκ των οποίων το ένα ανήλικο και με τη σύζυγο του να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, 21 ετών, πατέρα δύο ανήλικων παιδιών και με τη σύντροφο του να εγκυμονεί και 33 ετών που εκ γενετής αντιμετωπίζει πρόβλημα με το δεξί του αυτί και πατέρα 3 ανηλίκων παιδιών, που διέπραξαν τα αδικήματα της παράνομης κατοχής περιουσίας, διάρρηξης κατοικίας και κλοπής από αυτής το χρηματικό ποσό των €680 καθώς ρολόγια και χρυσαφικά αξίας περίπου €220, στην κατοχή των οποίων εντοπίστηκαν μερικά από τα κλοπιμαία αντικείμενα, κατόπιν παραδοχής, δεν κρίθηκαν υπερβολικές από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Επίσης στην υπόθεση Piliev v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 587 ποινή φυλάκισης 2 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ηλικίας 32 ετών που διέπραξε 2 διαρρήξεις κατοικιών και κλοπές από αυτές όταν οι ιδιοκτήτες τους απουσίαζαν προσωπικών αντικειμένων και χρημάτων με μικρό μέρος των κλαπέντων αντικειμένων να ανευρίσκεται, λευκού ποινικού μητρώου, κατόπιν παραδοχής, μεταμέλειας, συνεργασία με τις ανακριτικές αρχές, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, άθλια οικονομική κατάσταση, χρήστη σκληρών ναρκωτικών που διέπραξε τα αδικήματα για να εξασφαλίσει χρήματα για τη δόση του ενεργώντας κάτω από τη φόρτιση συναισθημάτων, επικυρώθηκε από το Εφετείο.

 

Επιπλέον στην υπόθεση Xiaojin και άλλος v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 104 ποινές φυλάκισης 2 ετών και 2,5 ετών αντίστοιχα που επιβλήθηκαν στους εφεσείοντες ηλικίας 18 ετών και 38 ετών που μαζί με άλλους ομοεθνείς τους διέρρηξαν κατοικία εν καιρώ νυκτός από την οποία έκλεψαν Λ.Κ.£2.070 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κύπρου), $6.700 δολάρια Η.Π.Α. και άλλα χρηματικά ποσά σε νόμισμα Κίνας, Ινδονησίας και Βιετνάμ, από τα οποία κλαπέντα ποσά ανευρέθηκε μόνο το ποσό των Λ.Κ.£2.070, με λευκό ποινικό μητρώο, κατόπιν παραδοχής και χωρίς να είχε διωχθεί ο εγκέφαλος της διάπραξης των αδικημάτων, επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Επιπροσθέτως στην υπόθεση Petrica v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 159/12 ημερ. 28.03.13 ποινή φυλάκισης 2 ετών που επιβλήθηκε σε 2 κατηγορίες διάρρηξης κτιρίου κατά τη διάρκεια νύχτας και κλοπής μειώθηκε κατόπιν προβληματισμού από το Ανώτατο Δικαστήριο σε 15 μήνες. Μείωση ποινής φυλάκισης από δύο χρόνια σε δεκαπέντε μήνες, επί τω ότι, ο εφεσείων ενδεχόμενα να αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη επιείκεια εάν η υπόθεση στην υπό κρίση έφεση, λαμβανόταν υπόψη σε εκδίκαση προηγούμενης  ποινικής υπόθεσης από Επαρχιακό Δικαστήριο. Μετά που απολύθηκε από τις κεντρικές φυλακές, όπου είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης, η οποία όμως δεν αποτελούσε προηγούμενη καταδίκη, σύμφωνα με τη δήλωση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, συνελήφθηκε και αντιμετώπισε τα αδικήματα που αφορούν την παρούσα έφεση. Το Ανώτατο Δικαστηριο ανέφερε ότι ο εφεσείων ενδεχόμενα να αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη επιείκεια εάν η παρούσα υπόθεση λαμβανόταν υπόψη στην Υπόθεση 3470/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ( HUSEYIN VEDAT v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Π.Ε. 142/2012 ημερ. 22.11.12 2ΑΑΔ 787) επικύρωσε την επιβολή ποινής φυλάκισης ύψους 18 μηνών που είχε επιβληθεί πρωτόδικα στον Εφεσείοντα για το αδίκημα της κλοπής χρηματικού ποσού ύψους €370 ευρώ. Η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή ήταν αυτή των 3 ετών. Στην απόφαση του, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στην προηγούμενη διαγωγή του Εφεσείοντα και ότι αυτός ουσιαστικά δεν είχε ανταποκριθεί στην επιείκια που του είχε δοθεί αφού βαρύνετο με τρείς προηγούμενες καταδίκες για παρόμοιας φύσης αδικήματα εκ των οποίων στη μία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης ύψους 12 μηνών για το αδίκημα της απόπειρας διάρρηξης καταστήματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επίσης στην απόφαση του, ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα ο οποίος είχε οικογενειακές υποχρεώσεις αφού είχε αποκτήσει 5 παιδιά δεν μπορούσαν από μόνες να καθορίσουν υπερβολικότητα στην ποινή. Όσον αφορά το γεγονός ότι τα κλαπέντα είχαν επιστραφεί, αυτό σύμφωνα με το Εφετείο δεν αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία με αναφορά στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων αφού στη μία περίπτωση ο Εφεσείων είχε συλληφθεί από την αστυνομία επ’ αυτοφώρο.

 

Η έννοια της επιβολής αποτρεπτικών ποινών εξηγήθηκε στην υπόθεση Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

“Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing", και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.”

 Εν πάσει περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση καθώς και εκείνων που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Το ότι τα υπό εκδίκαση αδικήματα είναι σοβαρά δεν ατονεί το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής (βλέπε Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575). Όπως εξάλλου επισημάνθηκε στην υπόθεση Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135:

“Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο το συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη. όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη [Βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 194].”

 

Η διαδικασία όμως εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλέπε Καλανίδης v. Αστυνομίας, Τσιβιτσώφ v. Αστυνομίας, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Καλανίδη και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τσιβιτσώφ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 3/2008, 4/2008, 6/2008 και 7/2008, ημερομηνίας 11.05.09). Οι ατομικές συνθήκες του παραβάτη δικαιολογούν την εξισορρόπηση της ποινής ώστε να μη συνιστά μόνο τιμωρία για το έγκλημα, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλέπε Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέα Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95).

 

 

Στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση παρατηρώ ότι ο κατηγορούμενος σίγουρα καταπάτησε το συνταγματικό δικαίωμα της κατοχής και απόλαυσης περιουσίας των παραπονουμένων, επιδεικνύοντας ασέβεια και θράσος. Τέτοια συμπεριφορά μόνο καταδικαστέα μπορεί να είναι. Επίσης λαμβάνεται υπόψη η ταλαιπωρία και ανησυχία που προφανώς προκλήθηκε στους παραπονούμενους ως αποτέλεσμα της δράσης του κατηγορουμένου.

 

Σε κάθε όμως περίπτωση, προς όφελος του κατηγορουμένου για σκοπούς μετριασμού της ποινής στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνω υπόψη μου τα εξής:

(1)           Την παραδοχή του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο, με την οποίαν εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος που αχρείαστα θα αναλωνόταν για την εκδίκαση κάθε μίας περίπτωσης. Αυτή η στάση με βάση τη νομολογία πρέπει να αμείβεται επειδή αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (Χαρτούμπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και Βασιλείου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014 ημερ. 15.06.15).

 

(2)           Την απολογία του.

 

(3)           Τη μεταμέλεια του, όπως αυτή επιδεικνύεται εμπράκτως με την παραδοχή του στο  Δικαστήριο στις κατηγορίες που τελικά αντιμετωπίζει.

 

(4)           Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, στο βαθμό που αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη σε τέτοιου είδους κατηγορίες, όπως αυτές εκτέθηκαν μέσα από τα όσα αναφέρθηκαν από τη συνήγορο υπεράσπισης. Την ίδια στιγμή πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, όπου διαπράττονται σοβαρά αδικήματα για τα οποία πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας έτσι ώστε, όπως προηγουμένως έχει λεχθεί, με την εξατομίκευση της ποινής να μην υπονομεύεται ή να καταστρέφεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής (Xiaojin και άλλος v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 104, Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438 και Μιχαήλ. Ψύλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430).

 

(5)         Ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης κάλεσε το δικαστήριο να λάβει υπόψη και το ότι ο     κατηγορούμενος ήταν χρήστης ναρκωτικών. Δέχομαι ότι ο εθισμός προφανώς του κατηγορουμένου από την χρήση ναρκωτικών πιθανόν να τον έστρεψαν και προς την κατεύθυνση των διαρρήξεων και των κλοπών, παράμετρο την οποία δεν παραγνωρίζω. Σίγουρα λαμβάνεται υπόψη, το γεγονός ότι ενδεχομένως ο κατηγορούμενος  να ενεργούσε κάτω από τη φόρτιση των συναισθημάτων για εξασφάλιση ναρκωτικών, πλην όμως αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό ελαφρυντικό υπό τις περιστάσεις, (βλ. Piliev v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ.587 και Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ.397). 

 

(7)         Επίσης, οι προσπάθειες του για απεξάρτηση επικροτούνται από το Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, εάν ο κατηγορούμενος καταφέρει να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, ο πρώτος που θα ωφεληθεί θα είναι ο ίδιος. Όπως έχει νομολογηθεί, σε σχέση με το θέμα της απεξάρτησης, σημασία δεν έχει μόνο το αν ο χρήστης τελικά απέτυχε ή όχι, αλλά το αν προσπάθησε και πως και, όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148:

 

«Στον όλως ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα των εξαρτησιογόνων ουσιών είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ότι οι πιθανότητες αποτυχίας είναι μεγάλες, ιδίως σε ανοικτό θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης όπως αυτό που πρόσφερε το ΘΕΜΕΑ.  Η άποψη του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων «ούτε εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δόθηκε ούτε σεβάστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου» μας φαίνεται να υποτιμά την προσπάθεια που γίνεται για απεξάρτηση σε περίπτωση αποτυχίας.  Έχουμε τη γνώμη ότι θα πρέπει η όποια προσπάθεια να αποτιμάται και να ανταμείβεται ώστε να ενθαρρύνεται ο χρήστης να τη συνεχίζει.»

 

Έτσι και στην προκείμενη περίπτωση, λαμβάνω υπόψη τις προσπάθειες τις οποίες κατέβαλε και καταβάλει έτσι ώστε να μην επιστρέψει στη χρήση απαγορευμένων ουσιών.

 

 

(8) Το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλέον ζημιά προς τους παραπονούμενος αφού η φωτογραφική μηχανή έχει επιστραφεί σε αυτούς αλλά και τη μικρή αξία που αυτή είχε.

 

(9) Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε να υπήρξε λεηλασία ή βανδαλισμός του υποστατικού.

 

(10)        Το λευκό του ποινικό του μητρώο.

 

(11)        Την πάροδο σχεδόν πέντε (5) ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

 

Καθοδηγούμενος από την σχετική επί του θέματος νομολογία και συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω περιλαμβανομένων των δεδομένων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, χωρίς παράλληλα να παραγνωρίζονται οι προαναφερόμενοι ελαφρυντικοί παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Ειδικότερα, η σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, καθιστά αναπόφευκτη την επιβολή στον κατηγορούμενο ποινή στερητική της ελευθερίας του.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι παρόλο που όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, λόγω της σοβαρότητας και συχνότητας διάπραξης τέτοιων αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και των περιστατικών της υπόθεσης αυτής, για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν το ύψος αλλά όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Καταληκτικά επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι εξής ποινές:

1η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 8 μηνών

2η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 4 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Έχοντας καταλήξει στις πιο πάνω ποινές φυλάκισης, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η αναστολή τους, όπως ήταν και η εισήγηση της υπεράσπισης.

 

Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί. Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου».

 

Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373)

 

Οι αρχές για αναστολή ποινής φυλακίσεως έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραπέμπω ενδεικτικά στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Μελέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1Δημοκρατία ν. Δημητρίου Παντελή (1974) 2 C.L.R. 45, Athanasiou vRepublic (1978) 2 C.L.R. 17, Koukos vPolice (1986) 2 C.L.R. 1, Republic vGeorgiou (1989) 2 Α.Α.Δ. 31Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 .

 

Όπως έχει αναφερθεί στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (πιο πάνω), οι ακόλουθοι είναι παράγοντες που λαμβάνονται υπ' όψιν στην απόφαση του κατά πόσο θα ανασταλεί η ποινή φυλακίσεως:

 

(α)       Η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του εγκλήματος.

 

(β)       Το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτη για την ανάγκη αποτροπής.

 

(γ)        Η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

 

(βλ. επίσης Σκεύη Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22).

 

Πέραν των πιο πάνω, στην πρόσφατη απόφαση Δάφνη Αριστοδήμου v. ΔημοκρατίαECLI:CY:AD:2017:D311, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/2017, Ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311 έγινε αναφορά στον τρόπο άσκησης της εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης και λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ' όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος είναι ιδιαίτερα σοβαρά ως αναφέρθηκε ανωτέρω, ενώ σημειώνεται ότι αυτά βρίσκονται σε έξαρση.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνω υπόψη μου το λευκό του ποινικό μητρώο, κάτι το οποίο του δίνει το δικαίωμα να έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης.

 

Επίσης, λαμβάνω υπόψη μου ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό στη ζωή του για το οποίο έχει μεταμελήσει, όπως φαίνεται από την παραδοχή του.

 

Ιδιαίτερη βαρύτητα θα δώσω στο νεαρό της ηλικίας του, αφού όταν διέπραξε τα εν λόγω αδικήματα, ήτοι ότι ήταν ηλικίας 22 ετών, ενώ σήμερα είναι άνεργος.

 

Επίσης, υπόψη μου θα λάβω τον χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι σήμερα που ανέρχεται στα πέντε (5) σχεδόν χρόνια.

 

Τέλος λαμβάνω υπόψη μου ότι δεν προκλήθηκε τελικώς οποιαδήποτε ζημιά στους παραπονούμενος, ενώ σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, δεν υπήρξε λεηλασία ή βανδαλισμός του υποστατικού.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο. Πρόκειται για άτομο που λόγω της ανωριμότητας και επιπολαιότητας του κατά τον επίδικο χρόνο υπέπεσε προφανώς στα αναφερόμενα αδικήματα. Τυχόν ποινή φυλάκισης θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες για το μέλλον του και την περαιτέρω ζωή του.

 

Ως εκ τούτου η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε αναστέλλεται για περίοδο τριών ετών από σήμερα, ευελπιστώντας ότι αυτός θα αξιοποιήσει την ευκαιρία που του δίνεται, έτσι ώστε να αποδείξει στον εαυτό του, την οικογένεια του αλλά και στην κοινωνία, ότι είναι έτοιμος να αλλάξει και να συνεχίσει τη ζωή του με αξιοπρέπεια, σεβόμενος του νόμους του Κράτους και τους συμπολίτες του. Η αναστολή ποινής φυλάκισης, άλλωστε, ναι μεν λειτουργεί ως δεύτερη ευκαιρία, επικρέμαται δε, πάνω από τους Κατηγορούμενους, ως δαμόκλειος σπάθη η φυλάκιση, αν εμπλακούν στην όποια εγκληματική δραστηριότητα (Louka v. The Republic (1986) 2 CLR 141).

 

(Εξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της ποινής φυλάκισης).

 

 

 (Υπ.) ......................................

                                                                                          Χρ. Μ. Παπαλλάς, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο