ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.                   

                                                                                            Αρ. Υπόθεσης: 2055/24

 

                                                Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου  

 

v.

 

               SALOME TSKHOVREBADZE  

                                                                                                          Κατηγορούμενη  

                                                                                              

Ημερομηνία: 30 Aπριλίου, 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Ε. Μανώλη

Για την Κατηγορούμενη: Η κα. Χ. Λαζάρου   

Κατηγορούμενη: Παρούσα  

ΠΟΙΝΗ

 

Η υπό εξέταση υπόθεση καταχωρήθηκε στις 19.04.2024 ως έκτακτη καταχώρηση και έκτοτε η Κατηγορούμενη κρατείτε ως υπόδικος στα πλαίσια αυτής. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει συνολικά 33 κατηγορίες και στις 24.04.2024 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση η 1η κατηγορία αναστάλθηκε ενώ η Κατηγορούμενη παραδέχθηκε τις κατηγορίες 2 έως και 33.

 

Οι κατηγορίες 5 και 27 αφορούν το αδίκημα της πλαστογραφίας, οι κατηγορίες 2, 6, 8, 12, 16, 20, 24, 28 και 30 αφορούν το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, οι κατηγορίες 3, 9, 13, 17, 21, 25 και 31 αφορούν το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας, οι κατηγορίες 4, 10, 14, 18, 22 και 26 αφορούν το αδίκημα της εξασφάλισης εγγραφής αλλοδαπού με ψευδείς παραστάσεις, οι κατηγορίες 7, 11, 15, 19, 23 και 29 αφορούν το αδίκημα της παράνομης απασχόλησης, η κατηγορία 32 αφορά το αδίκημα της παράνομης εισόδου στην Δημοκρατία και τέλος η 33η κατηγορία αφορά το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη.

Τα γεγονότα έχουν εκτεθεί ενώπιον μου από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με αυτά στις 15.04.2024 και ώρα 08:30 μέλη της ΥΑΜ Πάφου, μετέβηκαν στο ξενοδοχείο ALIATHON VILLAGE HOTEL στην Λεωφόρο Ποσειδώνος στην Γεροσκήπου, προς διερεύνηση πληροφορίας ότι εκεί εργοδοτούνται παράνομοι ή και αδήλωτοι αλλοδαποί. Αφού εισήλθαν εντός του ξενοδοχείου κατευθύνθηκαν στο εστιατόριο όπου εκείνη την ώρα έπαιρναν πρόγευμα οι πελάτες του ξενοδοχείου και αφού έθεσαν το μέρος υπο διακριτική παρακολούθηση για πέντε περίπου λεπτά, εντόπισαν μεταξύ άλλων μια γυναίκα (Κατηγορούμενη) η οποία φορούσε στολή μάγειρα και έφερε στην ποδιά της στο ύψος του στήθους, το λογότυπο του ξενοδοχείου. Η κατηγορούμενη βρισκόταν στην κουζίνα και καθάριζε τον πάγκο.

 

Η Ε/Αστ. 5703 Ε. Χαραλάμπους της ΥΑΜ Πάφου προσέγγισε την κατηγορούμενη και αφού της αποκάλυψε την Αστυνομική της ταυτότητα και την ιδιότητα της, την κάλεσε να της παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο που να πιστοποιούσε την ταυτότητα της. Τότε η κατηγορούμενη ανέφερε σ αυτήν ότι ονομάζεται Salome Tskhovrebadze, γεννήθηκε στις 06.07.21992 και ότι είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας της Λετονίας παρουσιάζοντας φωτοαντίγραφο του δελτίου ταυτότητας στο οποίο υπήρχε η φωτογραφία της αναφέροντας πως δεν το είχε στην κατοχή της την δεδομένη στιγμή. Ηγέρθηκαν υποψίες σε σχέση με το αληθές των στοιχείων που αυτή είχε αναφέρει αφού αυτή απέφευγε να απαντήσει σε διάφορες ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν και παρουσίασε ξαφνική νευρικότητα. Ανακρινόμενη προφορικά ανέφερε στην Ε/Αστ. 5703 ότι τα πραγματικά της στοιχεία είναι SALOME TSKHOVREBADZE και ότι γεννήθηκε στην Γεωργία στις 06.07.1992 ενώ από εξετάσεις που ακολούθησαν διαπιστώθηκαν τα πλήρη στοιχεία της Κατηγορούμενης με αριθμό Δ.Ε.Α [ ] και αριθμό φακέλου F19-06572R.

 

Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι αυτή αφίχθηκε στην Δημοκρατία σε άγνωστη ημερομηνία από μη ελεγχόμενο σημείο και σε άγνωστο χρόνο πέρασε στις ελεύθερες περιοχές όπου στις 23.07.2019 αποτάθηκε για πολιτικό άσυλο. Στις 30.07.2020 το αίτημα της απορρίφθηκε λόγω σιωπηρής απόσυρσης και στις 04.08.2020 της αποστάλθηκε η απορριπτική επιστολή. Αυτή στις 08.11.2020 αναχώρησε οικειοθελώς από την Κύπρο μέσω του Αερολιμένα Λάρνακας και τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στον κατάλογο Stop List για 3 χρόνια ως αιτήτρια ασύλου που αναχώρησε για την χώρα της. Ακολούθως σε άγνωστο χρόνο η κατηγορούμενη αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές και σε άγνωστο πάλι χρόνο και ημερομηνία εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές όπου διέμενε παράνομα. Στις 18.08.2023 η κατηγορούμενη εντοπίστηκε και συνελήφθηκε από μέλη της ΥΑΜ Πάφου για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και απαγορευμένου μετανάστη. Εναντίον της εκδόθηκαν Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης και στις 23.08.2023 απελάθηκε ενώ τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν εκ νέου στον κατάλογο Stop List ως απαγορευμένη μετανάστρια.

 

Από κατάθεση που λήφθηκε από την υπεύθυνη του προσωπικού του ξενοδοχείου ALIATHON αναφέρθηκε ότι η κατηγορούμενη εργοδοτήθηκε στο ξενοδοχείο τους από τις 26.03.2024 ως βοηθός κουζίνας αφού παρουσίασε το Λετονικό Δελτίο ταυτότητας με αριθμό [ ] με στοιχεία SALOME TSKHOVREBADZE γεννηθείς στις 06.07.1992 του οποίου παρέδωσε φωτοαντίγραφο. Επίσης ανέφερε ότι η κατηγορούμενη συμπλήρωσε και υπέγραψε την αίτηση για εργασία, καθώς και το σχετικό συμβόλαιο εργασίας που της προσφέρθηκε με τα πιο πάνω στοιχεία.

 

Σε κατάθεση που λήφθηκε από Ασφαλιστικό Λειτουργό των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην Πάφο ανάφερε ότι η κατηγορούμενη εγγράφηκε πρώτη φορά στα μητρώα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 17.05.2018 με αρ. ταυτότητας LV (Latvia)  [ ]. Περαιτέρω διαφάνηκε ότι μέσω του μητρώου των ΚΑ από την πρώτη εγγραφή της στις 17.05.2018 χρησιμοποιώντας τα πιο πάνω στοιχεία, εξασφάλισε εγγραφή και εργοδότηση σε συνολικά 5 διαφορετικούς εργοδότες.

 

Σε κατάθεση που λήφθηκε από τον Χρήστο Ξενοφώντος ιδιοκτήτη του υποστατικού Lichnari café restaurant στο οποίο εργοδοτήθηκε η κατηγορούμενη στις 14.02.2024 ανέφερε ότι συχνά περνούν άτομα από το υποστατικό του και του ζητούν δουλειά, αφήνοντας στοιχεία επικοινωνίας τους. Έτσι έγινε όπως δήλωσε και με την κατηγορούμενη χωρίς ο ίδιος να την γνωρίζει προηγουμένως. Ο ίδιος της τηλεφώνησε και του υπέδειξε ένα Λετονικό δελτίο ταυτότητας του έδωσε τον αριθμό των κοινωνικών ασφαλίσεων της και έτσι προχώρησε στην εγγραφή της μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας στις 14.02.2024 με την κατηγορούμενη να εργάζεται εκεί μόνο για μια ημέρα ήτοι στις 15.02.2024 αφού δεν απαιτούνταν οι υπηρεσίες της για περισσότερες ημέρες και έκτοτε δεν εργάστηκε ξανά στο υποστατικό. Επίσης σε κατάθεση που λήφθηκε από τον Νεόφυτο Τούρο υπεύθυνο πρόσληψης προσωπικού στην εταιρεία Constantinou Bros Ltd ανέφερε και παρουσίασε έγγραφα τα οποία παρουσιάζουν την κατηγορούμενη να εργάζεται στα ξενοδοχεία της εταιρείας τους μεταξύ των ημερομηνιών 15.10.19 – 31.10.21, 04.03.23 – 17.08.23 και μεταξύ 10.10.2023 – 17.11.2023.

 

Τέλος σε κατάθεση που λήφθηκε από την Άντρια Θεοδώρου υπεύθυνη προσωπικού στην εταιρεία Fattal Hotel Management Cyprus Ltd παρουσίασε έγγραφα στα οποία φαίνεται πως η Κατηγορούμενη εργαζόταν στο ξενοδοχείο της εταιρείας της Leonardo Laura Beach & Splash Resort μεταξύ των ημερομηνιών 26.06.19 – 06.09.19.

 

Σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή η Κατηγορούμενη είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου ενώ η κα. Μανώλη ζήτησε όπως η διαχείριση των τεκμηρίων της υπόθεσης γίνει με τον τρόπο που καθορίζεται στο τέλος της παρούσας απόφασης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος υπεράσπισης της Κατηγορουμένης ήταν σε θέση να προβάλει όπως και βεβαίως έπραξε με λεπτομέρεια το σύνολο των προσωπικών, οικογενειακών και οικονομικών περιστάσεων της πελάτιδας της και το δικαστήριο έχει αυτά κατά νου κατά το στάδιο συγγραφής της παρούσας απόφασης. Συνεπώς ένεκα της εξέλιξης αυτής δεν έκρινα σκόπιμο να διατάξω την διενέργεια Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας.

 

Η αγόρευση μετριασμού περιλήφθηκε σε γραπτό κείμενο (Παράρτημα Α) το περιεχόμενο της οποίας η συνήγορος της Κατηγορουμένης υιοθέτησε. Έχω μελετήσει το σύνολο της και είναι στα υπόψη μου τόσο το περιεχόμενο αυτής ως επίσης και το περιεχόμενο του Ιατρικού Πιστοποιητικού αντίγραφο του οποίου επίσης δόθηκε στο Δικαστήριο στο οποίο παρουσιάζεται αυτή να αντιμετωπίζει πρόβλημα αρρυθμιών και υπέρτασης (Παράρτημα Β).  

 

Στην γραπτή αγόρευση αναγνωρίζεται ουσιαστικά η σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία έχει η Κατηγορούμενη παραδεχθεί είτε με αναφορά στις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές είτε με παράθεση σχετικής επί του θέματος νομολογίας. Προτάσσονται ως μετριαστικοί παράγοντες η συνεργασία της με τις Αστυνομικές Αρχές, η παραδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου σε συνδυασμό με την μεταμέλεια της, το λευκό της ποινικό μητρώο και ο ερασιτεχνικός τρόπος δράσης.

 

Στρεφόμενη προς τις προσωπικές της περιστάσεις αναφέρθηκε πως πρόκειται για άγαμη και άτεκνη νεαρή γυναίκα με τον πατέρα της να έχει αποβιώσει και την μητέρα της να βρίσκεται στην Γεωργία αντιμέτωπη με προβλήματα υγείας. Μάλιστα τονίστηκε το ότι αυτή ήρθε στην Κύπρο σε αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο ενώ από τα χρήματα που κέρδιζε από την εργασία της βοηθούσε οικονομικά και την μητέρα της στην Γεωργία.

 

Τέλος η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορουμένης προβαίνει σε εισήγηση προς το Δικαστήριο για αναστολή ενδεχόμενης ποινής στερητικής της ελευθερίας στην βάση της επιχειρηματολογίας την οποία αναπτύσσει στην γραπτή της αγόρευση.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264).

 

Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632:

«το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από τον Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή»

Ειδικότερα σε σχέση με το αδίκημα:

(α) Της Πλαστογραφίας και της Κυκλοφορίας Πλαστού Εγγράφου προβλέπεται ποινή φυλάκισης τριών χρόνων ενώ σε σχέση με την πλαστογράφηση / κυκλοφορία επίσημων εγγράφων προβλέπετε ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων. Εδώ να σημειωθεί πως στην υπό εξέταση υπόθεση έχει τεθεί προς κυκλοφορία πλαστό Λετονικό Δελτίο Ταυτότητας δηλαδή επίσημο έγγραφο.

(β) Της Πλαστοπροσωπίας προβλέπεται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες, ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(γ) Της εξασφάλισης εγγραφής αλλοδαπού με ψευδείς παραστάσεις προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και τρία χρόνια

(δ) Της παράνομης απασχόλησης προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και 12 μήνες ή σε πρόστιμo πoυ δεv υπερβαίvει τις χίλιες λίρες ή και στις δύo τις πoιvές της φυλάκισης και τoυ πρoστίμoυ.

(ε) Της παράνομης εισόδου προβλέπεται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε πρόστιμo πoυ δεv υπερβαίvει τις χίλιες λίρες ή και στις δύo πoιvές της φυλάκισης και τoυ πρoστίμoυ.

(στ) Του απαγορευμένου μετανάστη προβλέπεται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 10 έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύo τις πoιvές της φυλάκισης και τoυ πρόστιμoυ.

Συνεπώς το Δικαστήριο καλείται στην υπό εξέταση υπόθεση να αποφασίσει ποια είναι η κατάλληλη (είδος και ύψος) υπό τις περιστάσεις ποινή για την κατηγορούμενη σε σχέση με τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί και έχοντας κατά νου ότι η υπόθεση τυγχάνει συνοπτικής εκδίκασης στη βάση γραπτής συγκατάθεσης που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Τα αδικήματα της πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, ψευδών παραστάσεων και πλαστοπροσωπίας τιμωρούνται  συνήθως με φυλάκιση. Διαχωρίζονται σε υποθέσεις πολύ σοβαρές, μεσαίας και μικρής σοβαρότητας (βλ.  Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 145).

 

Τα αδικήματα αυτά θεωρούνται σοβαρά για τον επιπλέον λόγο ότι ενέχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών και ατόμων (Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ματθαίου άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1). Η φύση του είδους του πλαστογραφημένου εγγράφου σκοπεύει να επιτρέψει ή να βοηθήσει τη διακίνηση ανθρώπων με πλαστή ταυτότητα από χώρα σε χώρα, επιπρόσθετα προς άλλες χρήσεις στις οποίες μπορεί να τεθεί. Πρόκειται για αδικήματα με διεθνείς προεκτάσεις, η διάπραξη των οποίων δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με άλλα κράτη τόσο της Ευρώπης όσο και του υπολοίπου κόσμου, πλήττοντας έτσι τα συμφέροντα του νησιού. Εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα διεθνές έγκλημα και η Κύπρος δεν μπορεί να είναι ένας πρόσφορος τόπος για τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων. Οι κυπριακές αρχές έχουν καθήκον να εφαρμόζουν το νόμο καθώς και τις ευρωπαϊκές αλλά και διεθνείς συμβάσεις και ασφαλώς να μην επιτρέπουν τη διακίνηση προσώπων με ψευδή ταυτότητα. Το νησί αυτό προσφέρει φιλοξενία στους αλλοδαπούς με πλήρη κατανόηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στις χώρες τους αλλά και αυτοί πρέπει να αντιληφθούν ότι η κατάχρηση αυτής της φιλοξενίας συνεπάγεται κυρώσεις και ότι ταυτόχρονα μειώνει την προσφορά ευκαιριών στους ιδίους και σε άλλους συμπατριώτες τους από του να βρίσκονται με τόση ευκολία στην Κύπρο.

 

Η ευκολία και η μεγάλη συχνότητα με την οποία αδικήματα τούτης της φύσεως διαπράττονται, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις διάφορες υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον μου, είναι στοιχεία που ενισχύουν την σοβαρότητα.

Η εξ' αντικειμένου σοβαρή φύση των αδικημάτων αυτών σε συνδυασμό με τις επιζήμιες επιπτώσεις που προκαλούν καθώς και η δραματική αυξητική τάση που έχει προσλάβει η διάπραξη τους τα εντάσσει στην κατηγορία αδικημάτων που χρήζουν αντιμετώπισης με αποτρεπτικές ποινές. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τα Δικαστήρια, επιτελώντας την αποστολή τους για εφαρμογή του νόμου, προσπαθούν να προστατέψουν την κυπριακή κοινωνία από τις οδυνηρές συνέπειες που η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επισύρουν πατάσσοντας στη ρίζα τους τέτοια φαινόμενα, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία για την Κύπρο (Ματούρ και άλλοι v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324 και Khaknegad v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 148/2010, ημερομηνίας 24.05.11). Θεώρηση της νομολογίας καταδεικνύει ότι για τέτοιου είδους αδικήματα η ποινή φυλάκισης είναι το μόνο ενδεδειγμένο είδος ποινής.

 

Στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 το ακόλουθο απόσπασμα επιβεβαιώνει την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου:

"Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στη σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμη ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορούμενου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα."

 

Χαρακτηριστικό είναι ακόμη το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Nazari ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231, το οποίο από μόνο του αποτυπώνει την σοβαρότητα της κατάστασης:

"Η Κύπρος, πρέπει να γίνει κατανοητό, είναι μια μικρή χώρα, με τεράστια προβλήματα. Η περιφρούρηση της Κυπριακής Επικράτειας αποτελεί θεμελιώδες καθήκον. Δεν υποτιμούμε την αγωνία των όπου γης ανθρώπων για την εξασφάλιση εργασίας και, γενικά, τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Όμως, στην περίπτωση της Κύπρου, πρέπει να γίνει καθολικά σεβαστό ότι συντρέχουν ιδιαίτερα ισχυροί λόγοι για την αυστηρή εφαρμογή της αρχής του διεθνούς δικαίου που επιτρέπει τον αποκλεισμό αλλοδαπών προς διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.

Το στίγμα της παρούσας περίπτωσης δίδεται ακόμη μέσα από το απόσπασμα της προαναφερόμενης υπόθεσης Ali Riza Mohamet v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295:

Έπειτα, το δικαστήριο εξήγησε ότι λόγω της παρατηρούμενης έξαρσης αυτών των αδικημάτων, με έκδηλες τις αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του τόπου, καθίστατο αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών όπως άλλωστε τονίστηκε και στις πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου στις υποθέσεις Mohamed El Feky και άλλοι νΑστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166 και Nazari vΑστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231.

 

Τελευταία η Κύπρος αντιμετωπίζει πράγματι οξύ πρόβλημα τόσο από την παράνομη είσοδο στην Κύπρο αλλοδαπών όσο και από την παράνομη παραμονή αλλοδαπών που εισήλθαν νόμιμα. Έχει σημειωθεί μια κατακόρυφη αυξητική τάση και ο αριθμός του συνόλου των ευρισκομένων στην Κύπρο παράνομα έχει φτάσει σε επίπεδο τόσο ψηλό ώστε αφενός να καθίσταται δύσκολη η αποτελεσματική αστυνόμευση και αφετέρου να δημιουργούνται δυσμενείς επιπτώσεις σε διάφορους τομείς, οικονομικούς, κοινωνικούς αλλά και γενικότερα."

 Επιπλέον, στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324 επιβλήθηκε συντρέχουσα ποινή φυλάκισης 12 μηνών για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας, πλαστογραφίας διαβατηρίου και κυκλοφορία τέτοιου πλαστού εγγράφου, η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην υπόθεση αυτή ο εφεσείοντας χρησιμοποίησε το πλαστογραφημένο διαβατήριο με απώτερο σκοπό να πετύχει την είσοδό του στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου διέμενε ο αδελφός του. Σφοδρή επιθυμία του εφεσείοντα που άνηκε στην κοινότητα "Ταμίλ", ήταν να εγκαταλείψει τη χώρα του για να αποφύγει την καταπίεση που υφίσταντο μέλη της κοινότητάς του.

 

Επίσης, στην υπόθεση Khaknegad v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 148/2010 ημερομηνίας 24.05.11 επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών σε αδικήματα πλαστογραφίας διαβατηρίου και κυκλοφορίας τέτοιου πλαστού εγγράφου, 3 μηνών σε αδίκημα πλαστοπροσωπίας, 2 μηνών για τη διάπραξη των αδικημάτων της παράνομης εισόδου και παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και 15 μηνών στο αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων σε άτομο από το Ιράν που ήλθε στην Κύπρο επειδή κινδύνευε η ζωή του. Επρόκειτο για άτομο που προερχόταν από γονείς χαμηλής οικονομικής κατάστασης, με τον πατέρα του να είχε αποβιώσει 2 χρόνια προηγουμένως, την μητέρα του να παρουσιάζει προβλήματα υγείας και να είχε άλλα 10 αδέλφια, 4 από τα οποία διέμεναν με την μητέρα του. Επιπροσθέτως, είχε τονιστεί ότι τον τελευταίο χρόνο κινδύνευε η προσωπική του ασφάλεια στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας πολιτικών συγκρούσεων που επικρατούν εκεί και για αυτό αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να αιτηθεί πολιτικό άσυλο σε ευρωπαϊκή χώρα. Παρά τη συμπάθεια που το Δικαστήριο έδειξε, εντούτοις τονίστηκε ότι η συμπεριφορά του αλλοδαπού θα έπρεπε να ήταν διαφορετική.

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661 επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 μηνών και 5 μηνών αντίστοιχα σε πρόσωπο που διέπραξε τα αδικήματα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου που ήταν διαβατήριο και της πλαστοπροσωπίας, οι οποίες επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο δεν έκρινε ότι οι θέσεις του εφεσείοντα πως η πράξη του ήταν μεμονωμένη και ανόητη, πως έπεσε θύμα άλλου προσώπου, η υπόσχεση του πως δεν πρόκειται να διαπράξει άλλο αδίκημα ενόσω είναι σ' αυτή τη χώρα και πως έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο δεν αποτελούσαν λόγο για επέμβαση του.

 

Ακόμη στην υπόθεση Κουλλαπής v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας, η οποία μειώθηκε κατ' έφεση στο 1 έτος.

 

Στη δε υπόθεση Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315 ποινή φυλάκισης ενός έτους που επιβλήθηκε σε πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, με ομολογία και παραδοχή, συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και με δύσκολες οικογενειακές περιστάσεις που διέπραξε το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου που ήταν διαβατήριο μειώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στους 9 μήνες εξαιτίας σοβαρού προβλήματος υγείας που παρουσιάστηκε μετά τη φυλάκιση του εφεσείοντα και δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου για να ληφθεί υπόψη. Στην υπόθεση εκείνη όμως το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσείοντας αισθανόταν κίνδυνο στη γη του, ένεκα του στρατοκρατικού καθεστώτος, όπως όλοι οι κάτοικοι της περιοχής αυτής. Ήταν το πρώτο από 9 παιδιά μιας πάμπτωχής οικογένειας. Οι γονείς του δεν μπορούσαν, λόγω ηλικίας και υγείας, να εργαστούν και ο εφεσείοντας έπρεπε μόνος του να τους φρόντιζε όπως και τα αδέλφια του. Κάποιοι εκμεταλλευόμενοι την άσχημη οικονομική του κατάσταση και τη δυσκολία του να εξεύρει δουλειά, του πήραν το ποσό των 3.000 δολαρίων Αμερικής και του εξήγησαν, ότι μπορούσε να έλθει στην Κύπρο, με το Ιταλικό διαβατήριο και αφού θα είχε τη σφραγίδα της Κύπρου, εύκολα θα γινόταν δεκτός στην Ευρώπη.

 

Επιπλέον, στην υπόθεση Ματούρ και άλλοι v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών σε έκαστο από τους τρεις εφεσείοντες λευκού ποινικού μητρώου, συνεργασία με την αστυνομία και με οικονομικές δυσκολίες που διέπραξαν τα αδικήματα της πλαστογραφίας διαβατηρίου και κυκλοφορίας τέτοιου πλαστού εγγράφου, οι οποίες επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην υπόθεση αυτή ο πρώτος εφεσείοντας, Παλαιστίνιος στην καταγωγή ήταν νυμφευμένος και πατέρας τεσσάρων ανηλίκων τέκνων, στερείτο οποιασδήποτε περιουσίας, το μόνο δε εισόδημα του ήταν οι απολαβές του από την εργασία του σαν μεταπωλητής ταξιδιωτικών εισιτηρίων και ανερχόταν στο ποσό των $300 το μήνα. Ήταν απόφοιτος πανεπιστημίου με δίπλωμα στη διαχείριση επιχειρήσεων. Διέμενε και εργαζόταν στη Βουλγαρία όπου κατέφυγε για να αποφύγει τη σύλληψη του από τους Σύριους, στόχος του δε ήταν να φέρει κοντά του και την οικογένεια του η οποία διέμενε στο Λίβανο. Υπέφερε με δισκοπάθεια και υποβαλλόταν σε θεραπεία. Ο δεύτερος εφεσείοντας ήταν ηλικίας 28 χρόνων και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών. Διέμενε με την οικογένεια του στη Βουλγαρία όπου και επαγγελλόταν το μηχανικό. Στερείτο οποιασδήποτε περιουσίας και αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ο σκοπός της επίσκεψης του στην Κύπρο ήταν η εξεύρεση οικονομικών πόρων μετανάστευσης του ιδίου και της οικογένειας του από τη Βουλγαρία στην Αμερική. Αντιμετώπιζε προβλήματα με την υγεία του λόγω τραυμάτων που υπέστη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο τρίτος εφεσείοντας ήταν ηλικίας 25 ετών, φοιτητής οικονομικών και διέμενε με τη μητέρα του και τα τρία μικρότερα αδέλφια του στη Βεγγάζη της Λιβύης όπου μετοίκησε το 1975 από το Λίβανο μετά το θάνατο του πατέρα του. Παράλληλα απασχολείτο περιοδικά στις οικοδομές απ' όπου κέρδιζε $600 περίπου το μήνα, χρήματα που χρησιμοποιούνταν για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογένειας του. Αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και κατά διαστήματα παρακολουθείτο από ψυχίατρο. Ισχυρίστηκε ότι έτυχε εκμετάλλευσης από αυτούς που έδειξε τυφλή εμπιστοσύνη.

Επιπροσθέτως, στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 ποινή φυλάκισης 9 μηνών που επιβλήθηκε σε άτομο που διέπραξε το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου που ήταν διαβατήριο και συνελήφθηκε κατά τον έλεγχο διαβατηρίων στο αεροδρόμιο Λάρνακας ενώ αναχωρούσε με προορισμό το Λονδίνο, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Επίσης, στην υπόθεση Borisov v. Αστυνομίας (Αρ.1) (2004) 2 Α.Α.Δ. 204 επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών για αδικήματα της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου και παράνομης εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε άτομο που δήλωσε παραδοχή και συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες επικυρώθηκαν κατ' έφεση.

 

Η έννοια της επιβολής αποτρεπτικών ποινών εξηγήθηκε στην υπόθεση Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

"Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing", και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους."

 

Τα πιο πάνω σκιαγραφούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την αυστηρή αντιμετώπιση που τέτοιας φύσης αδικήματα θα πρέπει να τυγχάνουν, όμως δεν  παραγνωρίζω πως το Δικαστήριο πρέπει να έχει πάντοτε υπόψη του, τη βασική αρχή της εξατομίκευσης της ποινής, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενδεικτικά αναφέρω την Σακαρίδης Κυριάκος και Άλλος ν. Αστυνομίας, (2011) 2 Α.Α.Δ, 272. Η εξατομίκευση της ποινής όμως, σίγουρα δεν απαλείφει τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου. (Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κάττου και Άλλον ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 498)

 

Προς όφελος της Κατηγορουμένης, λαμβάνω υπόψη μου τους ακόλουθους μετριαστικούς παράγοντες:

 

(1) την άμεση παραδοχή της   

 

(2) την παραδοχή της ενώπιον των ανακριτικών αρχών και την συνεργασία της για την διαλεύκανση της υπόθεσης

 

(3) το λευκό της ποινικό μητρώο

 

(4) το νεαρό της ηλικίας της (32 ετών)

 

(5) τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές περιστάσεις, όπως αυτές έχουν προβληθεί από την δικηγόρο της με ιδιαίτερη βαρύτητα στα προβλήματα υγείας που αυτή φαίνεται να αντιμετωπίζει

 

Έχω υπόψη μου, το καθήκον του Δικαστηρίου να προβαίνει στην αποτίμηση των μετριαστικών παραγόντων και να τους αποδίδει τη δέουσα βαρύτητα. Όπως επίσης έχω υπόψη μου, ότι το ίδιο πρέπει να γίνεται και με κάθε άλλο σχετικό παράγοντα ή στοιχείο, συμπεριλαμβανομένης και της αποτίμησης της σοβαρότητας του αδικήματος πάντοτε με αναφορά στην προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και στα ελαφρυντικά στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν. Για τη συμπλήρωση της διεργασίας απαιτείται στάθμιση όλων των πιο πάνω παραγόντων προκειμένου να καθοριστεί το είδος και το ύψος της ποινής η οποία αρμόζει να επιβληθεί στο δράστη του συγκεκριμένου αδικήματος. (Ιωάννου Σταύρος ν. Αστυνομίας. (2011) 2 Α.Α.Δ. 513).

Θεωρώ πως με βάση την σοβαρότητα των αδικημάτων που η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει σε συνδυασμό με την έκταση της παραβατικής της συμπεριφοράς αφού αξιοσημείωτο πως αυτή απελάθηκε σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις από την Κύπρο με την ίδια να επιστρέφει από μη εγκεκριμένους οδούς και να συνεχίσει να εργάζεται με την χρήση πλαστής ταυτότητας σε διάφορους εργοδότες πως η μόνη αρμόζουσα ποινή για τα αδικήματα που αυτή αντιμετωπίζει είναι η ποινή φυλάκισης. Οτιδήποτε άλλο θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα προς την κοινωνία και τους επίδοξους παραβάτες και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της ποινής.

 

Οι προσωπικές της περιστάσεις δεν μπορούν να επηρεάσουν το είδος της ποινής που το Δικαστήριο θα επιβάλει όμως αυτές σε συνδυασμό με τα όσα μετριαστικά έχουν τεθεί ενώπιον μου θεωρώ πως μπορούν να επηρεάσουν ουσιωδώς το ύψος τέτοιων ποινών. 


Επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια προς το πρόσωπο της Κατηγορουμένης, επιβάλλω τις ακόλουθες ποινές:

 

Σε σχέση με το αδίκημα της Πλαστογραφίας για κάθε μια εκ των κατηγοριών 5 και 27 επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 8 μηνών.

 

Σε σχέση με το αδίκημα της Κυκλοφορίας Πλαστού Εγγράφου για κάθε μία από τις κατηγορίες 2, 6, 8, 12, 16, 20, 24, 28, 30 επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 8 μηνών.

 

Σε σχέση με το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας για κάθε μία από τις κατηγορίες 3, 9, 13, 17, 21, 25, 31 ποινή φυλάκισης 6 μηνών.  

 

Σε σχέση με το αδίκημα της εξασφάλισης εγγραφής αλλοδαπού με ψευδείς παραστάσεις για κάθε μια από τις κατηγορίες 4, 10, 14, 18, 22, 26 ποινή φυλάκισης 7 μηνών.  

Σε σχέση με το αδίκημα της Παράνομης Απασχόλησης για κάθε μία από τις κατηγορίες 7, 11, 15, 19, 23, 29 ποινή φυλάκισης 5 μηνών.

 

Σε σχέση με το αδίκημα της Παράνομης Εισόδου στο έδαφος της Δημοκρατίας που αφορά η 32 κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 μηνών.

 

Σε σχέση με το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη που αφορά η 33 κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών.

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.


Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία για την αναστολή ποινών φυλάκισης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος  (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η αναστολή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην  κατηγορούμενη. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται. Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/2017, Ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

Παρά το ότι υπάρχει λευκό ποινικό μητρώο, επισημαίνω ότι αδικήματα αυτής της φύσης πέρα του ότι είναι ιδιαίτερα σοβαρά, ευρίσκονται σε έξαρση, κάτι το οποίο επιτάσσει την αυστηρή αντιμετώπιση. Είμαι σε θέση να έχω δικαστική γνώση για τις εκρηκτικές διαστάσεις που έχουν λάβει αυτά τα αδικήματα ιδίως εντός της Επαρχίας Πάφου, από τον όγκο και την καθημερινή, θα έλεγα, συχνότητα διεκπεραίωσης τέτοιων υποθέσεων είτε μετά από παραδοχές είτε μετά από ακροαματική διαδικασία.

 

Δεν διαβλέπω κάποιο λόγο για τον οποίο θα πρέπει να ανασταλούν οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί στην Κατηγορούμενη αφού τέτοια απόφαση απεναντίας θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα στην κοινωνία αλλά και στους επίδοξους παραβάτες. Ούτε θεωρώ πως τα προβλήματα υγείας που έχουν αναφερθεί δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν κατάλληλα στις Κεντρικές Φυλακές.

 

Το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων της Κατηγορουμένης για τους οποίους έγινε εκτενής αναφορά από την κα. Λαζάρου στην γραπτή της αγόρευση λήφθηκαν υπόψη και επηρέασαν ουσιωδώς όχι το είδος αλλά το ύψος των επιβληθέντων ποινών και γενικά κατά την επιμέτρηση της ποινής.  

 

Συνεπώς οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί στην Κατηγορούμενη θα έχουν άμεση ισχύ.


Η περίοδος έκτισης μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Κατηγορούμενη τελεί σε προφυλάκιση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης (βλ. Άρθρο 117 Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155) ήτοι από τις 19.04.2024. 

 

Tα Τεκμήρια της υπόθεσης να κατασχεθούν από την Αστυνομία και να παραμείνουν στην κατοχή της.

 

 

(Υπ) ..............................

                                                                          Ν. Φακοντής, Ε.Δ.  

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής    

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο