ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.

                                                                                                       Αρ. Υπόθεσης: 1023/24

Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου

v.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΒΟΥΡΗ  

                                                                                                                   Κατηγορούμενος   

Ημερομηνία: 24 Μαΐου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: O Σ. Χρυσοστόμου

Για τον Κατηγορούμενο: Η κα. Γ. Παπασάββα  

Κατηγορούμενος: Παρών 

ΠΟΙΝΗ 

 

Ο Κατηγορούμενος ο οποίος τελεί υπόδικος στα πλαίσια της υπόθεσης από τις 12.02.2024 ημέρα καταχώρησης της για πρώτη φορά στο Δικαστήριο παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες 1 και 2.

 

Ένεκα της εξέλιξης αυτής η 3η Κατηγορία αναστάλθηκε.   

 

Oι κατηγορίες που έχει παραδεχθεί έχουν ως εξής:

 

1η Κατηγορία: Το αδίκημα της νυχτερινής διάρρηξης κτιρίου που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, κατά παράβαση των άρθρων 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες κατηγορίας ο Κατηγορούμενος στις 10 Φεβρουαρίου 2024 στο Λατσί της Επαρχίας Πάφου κατά την διάρκεια της νύχτας, διέρρηξε και εισήλθε σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, δηλαδή στην εκκλησία της Παναγίας Βενετιώτισσας και διέπραξε μέσα σε αυτή κακούργημα δηλαδή την κλοπή που αναφέρεται στην 2η κατηγορία.

 

2η Κατηγορία: Κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη κατά παράβαση των άρθρων 255 και 272(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία έκλεψε από την εκκλησία της Παναγίας Βενετιώτισσας στο Λατσί το χρηματικό ποσό των €8,50=, περιουσία της πιο πάνω εκκλησίας και πριν από την διάπραξη της πιο πάνω κλοπής, καταδικάσθηκε για κλοπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στην υπόθεση με αριθμό 3466/2021.

 

Τα γεγονότα έχουν εκτεθεί γραπτώς (σχετικό το Παράρτημα 1) δεν έτυχαν αμφισβήτησης και διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

 

Στις 10.02.2024 και ώρα 23:30 ενώ ο Αστ. 3136 Κ. Παύλου βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία μαζί με την Δόκιμο Αστυφύλακα 2782 Γ. Παναγή στην Τουριστική περιοχή Λατσιού του Δήμου Πόλης Χρυσοχούς, είδαν ένα ύποπτο πρόσωπο να κινείται πεζός στον χώρο της εκκλησίας Παναγίας Βενετιώτισσας ο οποίος μόλις τους αντιλήφθηκε μπήκε εντός της Εκκλησίας. Τα μέλη της Αστυνομίας εισήλθαν εντός της εκκλησίας και εντόπισαν κρυμμένο κάτω από το τραπέζι το οποίο ήταν καλυμμένο με εκκλησιαστικό τραπεζομάντιλο τον Κατηγορούμενο. Αυτός ανακρίθηκε για τον λόγο ύπαρξης του στο μέρος και ανέφερε ότι κρύφτηκε εκεί γιατί άκουσε αυτοκίνητο και πεζούς να προσεγγίζουν το μέρος πολύ γρήγορα. Ακολούθως ο Κατηγορούμενος υπέδειξε στους Αστυφύλακες το ποσό των 8,50 ευρώ σε διάφορα κέρματα το οποίο βρισκόταν πάνω στο τραπέζι στο οποίο κρύφτηκε με τον ίδιο να απαντά πως τα είχε πάρει από συγκεκριμένο συρτάρι που υπέδειξε και βρίσκονταν μέσα σε αυτό. Στην συνέχεια ζητήθηκε από τον Κατηγορούμενο να υποδείξει τον χώρο από τον οποίο εισήλθε εντός της εκκλησίας και ο Κατηγορούμενος του υπέδειξε την κύρια είσοδο της Εκκλησίας αναφέροντας του ότι αυτή ήταν κλειστή αλλά ανασφάλιστη ως επίσης και το συρτάρι δίπλα από το παγκάρι από το οποίο πήρε το ποσό των 8,50 ευρώ. Κατά την ανάκριση του κατηγορούμενου αυτός παραδέχθηκε ενοχή ενώ ανέφερε πως ήταν μια ώρα δύσκολη.

 

Ο κ. Χρυσοστόμου ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με 3 προηγούμενες καταδίκες αντίγραφα των οποίων παρέδωσε στο Δικαστήριο ως Παράρτημα 2 ενώ ζήτησε την μεταχείριση των τεκμηρίων με τον τρόπο που περιλαμβάνεται στο τέλος της παρούσας απόφασης.

 

Ένεκα της σοβαρότητας των Κατηγοριών που ο Κατηγορούμενος έχει παραδεχθεί ζητήθηκε και ετοιμάστηκε Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που αφορά τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις.

 

Σύμφωνα με την έκθεση ο Κατηγορούμενος ηλικίας 26 ετών είναι άγαμος και άτεκνος ενώ προέρχεται από πολυμελή οικογένεια με τον ίδιο να αποτελεί το 4ο από τα 5 παιδιά αυτής και με τους γονείς του να χωρίζουν όταν ο ίδιος ήταν μόλις μαθητής δημοτικού αφού ο πατέρας του έκανε άστατη ζωή και ασκούσε ενδοοικογενειακή βία. Μάλιστα όταν οι γονείς του ήταν σε διάσταση η μητέρα του για περίπου 1 χρόνο μετέβηκε στην Ρουμανία χώρα όπου κα κατάγεται και την περίοδο εκείνη τόσο ο ίδιος όσο και οι 3 μεγαλύτερες αδελφές του τέθηκαν υπο την νομική φροντίδα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και φιλοξενήθηκαν στην Παιδική Στέγη Πάφου. Με την επιστροφή της μητέρας στην Κύπρο ανέλαβε την φύλαξη και φροντίδα τους με τα παιδιά να συνεχίζουν να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα. Οι γονείς του σήμερα έχουν τελέσει δεύτερο γάμο και έχουν αποκτήσει και παιδιά με τους νέους τους συζύγους.

 

Ο Κατηγορούμενος αποφοίτησε από το γυμνάσιο και στην συνέχεια διέκοψε την φοίτηση του στο σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως βαφέας αυτοκινήτων μέχρι που κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά για εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Μάλιστα αυτός έλαβε απαλλαγή από τα καθήκοντα του μετά από 8 μήνες υπηρεσίας λόγω ψυχολογικών διαταραχών και μετά την αποστράτευση του παρέμεινε εκτός εργασιακού πλαισίου. Από παιδί αυτός παρακολουθείτο από παιδοψυχίατρο και παιδονευρολόγο και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Σε ηλικία 18, 23 και 24 ετών ενεπλάκη σε τροχαία ατυχήματα και έχει υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις. Αυτός τα τελευταία 6 χρόνια προβαίνει σε χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών τόσο κάνναβης όσο και κρύσταλ γεγονός το οποίο τον οδήγησε σε περαιτέρω αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά. Τους τελευταίους 3 μήνες δηλώνει καθαρός ενώ κατά την διάρκεια της κράτησης του διατηρεί συνεργασία με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.  

 

Για σκοπούς μετριασμού της ποινής η κα. Παπασάββα προχώρησε σε εμπεριστατωμένη και εκτενή προφορική αγόρευση. Μέσω αυτής εξέφρασε την ειλικρινή απολογία του πελάτη του προς το Δικαστήριο για τα αδικήματα τα οποία έχει διαπράξει την σοβαρότητα των οποίων του έχει επεξηγήσει και αντιληφθεί. Κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του προς όφελος του πελάτη της την άμεση παραδοχή και συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου, τον ερασιτεχνικό τρόπο δράσης του ως προκύπτει και από τα γεγονότα της υπόθεσης καθώς και το ότι κλάπηκε από τον Κατηγορούμενο μόλις το ποσό των €8.50= σε διάφορα κέρματα.

 

Αναφορά έκαμε στα πολύ δύσκολα παιδικά του χρόνια δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα ότι δεν είχε καμία στήριξη από τους γονείς του στήριξη την οποία δεν έχει μέχρι και σήμερα και στο ότι τα δύσκολα αυτά χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα να τον οδηγήσουν στην χρήση από μέρους του ναρκωτικών ουσιών και ένεκα της εξάρτησης αυτής αυτός να διαπράττει κατά περιόδους αδικήματα. Μέχρι και σήμερα ως η συνήγορος του ανέφερε δεν κατάφερε να σταθεί στα πόδια του είναι μόνος του με την μόνη στήριξη του να προέρχεται από την ηλικιωμένη γιαγιά του.

 

Χωρίς να αμφισβητεί την σοβαρότητα των αδικημάτων η κα. Παπασάββα κάλεσε το Δικαστήριο να εξαντλήσει την μέγιστη δυνατή επιείκια του προς το πρόσωπο του Κατηγορούμενου αναγνωρίζοντας βεβαίως πως αρμόζουσα υπο τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης για τα αδικήματα που έχει διαπράξει όμως η έκταση αυτής θα μπορούσε για τους λόγους που εξήγησε να περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264).

 

Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632:

«το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από τον Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος είναι σοβαρά.

Ποιο συγκεκριμένα τα αδικήματα που ο Κατηγορούμενος έχει παραδεχθεί νομοθετικά διαλαμβάνουν τις ακόλουθες μέγιστες ποινές:

1η Κατηγορία: Το αδίκημα της νυχτερινής διάρρηξης κτιρίου που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας κατά παράβαση των άρθρων 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Το άρθρο 292 προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι και επτά χρόνια (και δέκα σε περίπτωση που γίνεται κατά την διάρκεια της νύκτας)

 

2η Κατηγορία: Κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη κατά παράβαση των άρθρων 255 και 272(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Το άρθρο 272(1) προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι και πέντε χρόνια.

 

Συνεπώς το Δικαστήριο καλείται στην υπό εξέταση υπόθεση να αποφασίσει ποια είναι η κατάλληλη (είδος και ύψος) υπό τις περιστάσεις ποινή για τον κατηγορούμενο σε σχέση με τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί και έχοντας κατά νου ότι η υπόθεση τυγχάνει συνοπτικής εκδίκασης στη βάση γραπτής συγκατάθεσης που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

Η σοβαρότητα των κατηγοριών που αφορούν τα αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών υπογραμμίζεται μέσα από την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 το Εφετείο με παραπομπή σε παλαιότερη Νομολογία σημειώνει ότι τα αδικήματα των κλοπών και των διαρρήξεων είναι σε έξαρση γι’ αυτό και επιβάλλεται η ανακοπή αυτού του είδους της εγκληματικότητας η οποία έχει κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς της δημόσιας ασφάλειας.  Η αυστηρότητα των ποινών είναι κατά την πιο πάνω απόφαση ένας τρόπος πάταξης του φαινόμενου.  Σχετική είναι, επίσης, η υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47 όπου υπογραμμίσθηκε ότι η διάπραξη διαρρήξεων έχει εξελιχθεί σε κοινωνική μάστιγα, γι’ αυτό και πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές.

 

Στην υπόθεση David Piliev v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 587 λέχθηκαν τα εξής:

«Τα αδικήματα των διαρρήξεων και κλοπών είναι αδικήματα τα οποία απασχολούν τα δικαστήρια σχεδόν καθημερινά.  Αυτό επιβάλλει αντιμετώπιση των παραβατών κατά τρόπο που να συμβάλλει στην αποτροπή διάπραξης τέτοιων αδικημάτων.  Η ανάγκη αυτή τονίστηκε κατ’ επανάληψη».

 

Στην υπόθεση Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 138 το θέμα της ποινής σε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών προσεγγίσθηκε ως εξής:

 

«Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των πιο πάνω αδικημάτων λόγω κυρίως της συχνότητας τους έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 ΑΑΔ 194, Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 113, Al-Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 160).  Μάλιστα πολύ πρόσφατα (βλ. Παναγίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 6239/18.4.97), η απόφαση του Εφετείου αρχίζει με τη θλιβερή διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση.  Καταλήγει δε με τη διακήρυξη της υποστήριξης του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά.  Στην ίδια απόφαση επισημαίνονται τα πιο κάτω: «οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης.  Σημειώνεται αντίθετα έξαρση.  Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη».

 

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια η εγκληματικότητα στην Κύπρο όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει αλλά αντίθετα παρουσιάζει αυξητική στάση (Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη και συνάμα να δημιουργηθεί ρήγμα στην πίστη που αυτός εναποθέτει στις αρμόδιες αρχές και εξουσίες της πολιτείας που είναι υπεύθυνες για την προστασία του ιδίου αλλά και της περιουσίας του.

 

Τα πιο πάνω σκιαγραφούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την αυστηρή αντιμετώπιση που τέτοιας φύσης αδικήματα θα πρέπει να τυγχάνουν, όμως δεν  παραγνωρίζω πως το Δικαστήριο πρέπει να έχει πάντοτε υπόψη του, τη βασική αρχή της εξατομίκευσης της ποινής, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενδεικτικά αναφέρω την Σακαρίδης Κυριάκος και Άλλος ν. Αστυνομίας, (2011) 2 Α.Α.Δ, 272. Η εξατομίκευση της ποινής όμως, σίγουρα δεν απαλείφει τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου. (Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κάττου και Άλλον ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 498)

 

Ιδιαίτερα επιβαρυντικό γεγονός αποτελεί η ύπαρξη 3 προηγούμενων καταδικών που αφορούν το πρόσωπο του Κατηγορούμενου οι δύο μάλιστα εξ αυτών στις οποίες του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης αφορούν αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών δηλαδή ίδιας φύσεως με αυτά που βρέθηκε ένοχος στην υπο εξέταση υπόθεση.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω θα προχωρήσω με τη διεργασία της επιμέτρησης της ποινής.

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου, λαμβάνω υπόψη μου τους ακόλουθους μετριαστικούς παράγοντες:

 

(1) την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου

 

(2) την παραδοχή του και συνεργασία του και στις Αστυνομικές Αρχές

 

(3) την απολογία του σε σχέση με τα αδικήματα που έχει διαπράξει τόσο προς το Δικαστήριο όσο και προς τους επηρεαζόμενους παραπονούμενους   

 

(4) τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές περιστάσεις, όπως αυτές περιλήφθηκαν στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αλλά και όπως αυτές επεξηγήθηκαν από την συνήγορο του

 

(5) τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων που αφορούν κυρίως τον ερασιτεχνικό τρόπο δράσης

(6) το γεγονός ότι αυτός κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων τελούσε υπο την εξάρτηση και επήρεια ναρκωτικών ουσιών ενώ πλέον αυτός έχει δηλώσει ότι έχει απεξαρτοποιηθεί θέλοντας να δώσει ένα νέο ξεκίνησα στη ζωή του

 

Έχω υπόψη μου, το καθήκον του Δικαστηρίου να προβαίνει στην αποτίμηση των μετριαστικών παραγόντων και να τους αποδίδει τη δέουσα βαρύτητα. Όπως επίσης έχω υπόψη μου, ότι το ίδιο πρέπει να γίνεται και με κάθε άλλο σχετικό παράγοντα ή στοιχείο, συμπεριλαμβανομένης και της αποτίμησης της σοβαρότητας του αδικήματος πάντοτε με αναφορά στην προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και στα ελαφρυντικά στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν. Για τη συμπλήρωση της διεργασίας απαιτείται στάθμιση όλων των πιο πάνω παραγόντων προκειμένου να καθοριστεί το είδος και το ύψος της ποινής η οποία αρμόζει να επιβληθεί στο δράστη του συγκεκριμένου αδικήματος. (Ιωάννου Σταύρος ν. Αστυνομίας. (2011) 2 Α.Α.Δ. 513).

 

Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες του κατηγορουμένου, κρίνω ότι αυτοί δεν είναι ικανοί έτσι ώστε να διαφοροποιήσουν το είδος της ποινής που θα επιβληθεί, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή στερητικής της ελευθερίας ιδίως λαμβάνοντας υπόψη την φύση των αδικημάτων που αυτός έχει διαπράξει. Επαναλαμβάνω πως τα αδικήματα και οι περιστάσεις διάπραξης τους είναι ιδιαίτερα σοβαρά. Σε τέτοιες περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων όπου επιβάλλεται η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540).

 

Όμως έχω κατά νου επίσης και την ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει η υπό εξέταση υπόθεση αφού η κλοπιμέα περιουσία αφορούσε διάφορα κέρματα που ανερχόταν μόλις στο ποσό των €8,50=. Το γεγονός αυτό χωρίς βεβαίως να υποβαθμίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος έχει διαπράξει θα έχει καθοριστική σημασία στο ύψος της ποινής που θα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και ασκώντας τη μέγιστη δυνατή επιείκεια προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου, επιβάλλονται σε αυτόν οι ακόλουθες ποινές:

 

1η Κατηγορία: Σε σχέση με το αδίκημα της νυχτερινής διάρρηξης κτιρίου κατά παράβαση των άρθρων 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ποινή φυλάκισης 9 μηνών.

 

2η Κατηγορία: Σε σχέση με το αδίκημα της κλοπής μετά από προηγούμενη καταδίκη κατά παράβαση των άρθρων 255 και 272(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ποινή φυλάκισης 6 μηνών.

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία για την αναστολή ποινών φυλάκισης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος  (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η αναστολή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον  κατηγορούμενο. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται. Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/2017, Ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:

 

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Τα αδικήματα της φύσεως αυτών στα οποία βρέθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος είναι  ιδιαίτερα σοβαρά και ευρίσκονται σε έξαρση, κάτι το οποίο επιτάσσει την αυστηρή αντιμετώπιση. Είμαι σε θέση να έχω δικαστική γνώση για τις εκρηκτικές διαστάσεις που έχουν λάβει αυτά τα αδικήματα ιδίως εντός της Επαρχίας Πάφου, από τον όγκο και την καθημερινή, θα έλεγα, συχνότητα διεκπεραίωσης τέτοιων υποθέσεων είτε μετά από παραδοχές είτε μετά από ακροαματική διαδικασία.

 

Δεν διαβλέπω κάποιο λόγο για τον οποίο θα πρέπει να ανασταλούν οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί στον Κατηγορούμενο αφού τέτοια απόφαση απεναντίας θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα στην κοινωνία αλλά και στους επίδοξους παραβάτες.

 

Ούτε βεβαίως το ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου θα δικαιολογούσε την αναστολή των επιβληθείσων ποινών.

 

Το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων του Κατηγορούμενου για τους οποίους έγινε εκτενής αναφορά από την κα. Παπασάββα λήφθηκαν υπόψη και επηρέασαν ουσιωδώς όχι το είδος αλλά το ύψος των επιβληθέντων ποινών και γενικά κατά την επιμέτρηση της ποινής.  

 

Συνεπώς οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί στον Κατηγορούμενο θα έχουν άμεση ισχύ.


Η περίοδος έκτισης μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης (βλ. Άρθρο 117 Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155) ήτοι από τις 12.02.2024.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις ποινές που έχουν επιβληθεί στην υπό εξέταση υπόθεση αποφασίζω όπως μην ενεργοποιήσω οποιεσδήποτε από τις ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί στον Κατηγορούμενο στα πλαίσια των υποθέσεων Ε.Δ.Πάφου 3466/21 και 7030/19.

Ευελπιστώ ότι πλέον με τον εγκλεισμό του Κατηγορούμενου ενός νεαρού παραβάτη στην φυλακή για πρώτη φορά για τα αδικήματα της υπό εξέταση υπόθεσης θα έχει θετικό αποτέλεσμα για τον σωφρονισμό του, θα αντιληφθεί την σοβαρότητα των πράξεων του και τον αντίκτυπο που αυτές έχουν στο πρόσωπο του έτσι ώστε στο μέλλον να αποφύγει οποιεσδήποτε άλλες παραβατικές συμπεριφορές λαμβάνοντας υπόψη και τις ποινές φυλάκισης που του έχουν επιβληθεί στα πλαίσια των πιο πάνω υποθέσεων οι οποίες ενδεχόμενα να του ενεργοποιηθούν αν διαπράξει άλλα αδικήματα εντός της περιόδου αναστολής.

 

Τα Τεκμήρια της υπόθεσης θα τύχουν της πιο κάτω διαχείρισης από την Αστυνομία:

 

Το ποσό των €8,50= να επιστραφεί από την Αστυνομία στην Εκκλησιαστική Επιτροπή της Εκκλησίας Αποστόλου Ανδρέα Πόλης Χρυσοχούς ενώ όλα τα υπόλοιπα τεκμήρια της υπόθεσης να κατασχεθούν από την Αστυνομία και να καταστραφούν.

 

(Υπ) ..............................

                                                                          Ν. Φακοντής, Ε.Δ.  

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής    


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο