ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.                    

                                                                                                         Αρ. Υπόθεσης: 887/18

                                                Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου  

v.

 

                  ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΗΛΙΑ                                                                                                                                           Κατηγορούμενος  

                                                                                                

Ημερομηνία: 21 Ιουνίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Ε. Μανώλη 

Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Ε. Ευθυμίου & κ. Ε. Ζαχαράκης 

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟΙΝΗ

 

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

Mε απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 03.06.2024 ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στο αδικήματα της κλοπής από διευθυντή εταιρείας κατά παράβαση του άρθρου 269 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αναφορικά με τα οχήματα με αριθμούς εγγραφής [ ], [ ], [ ], [ ] περιουσίας της εταιρείας TH. & E. ELIA LIMITED.

 

Σημειώνεται πως σε σχέση με το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] που και αυτό περιλαμβανόταν στις λεπτομέρειες της κατηγορίας αυτός αθωώθηκε για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση.  

 

Τα γεγονότα που πλαισιώνουν την κατηγορία έχουν αποτυπωθεί εκτενώς στα ευρήματα και γενικά στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 03.06.2024 και δεν πρόκειται να τα επαναλάβω.

 

Πολύ συνοπτικά μόνο για σκοπούς της παρούσας απόφασης αναφέρω πως ενώ ο Κατηγορούμενος ήταν ο μοναδικός διευθυντής της εταιρείας TH. & E. ELIA LIMITED η οποία συστάθηκε στις 14.02.2005 και είχε ως εξ ημισίας μετόχους τόσο τον Κατηγορούμενο όσο και την Έλενα Αντωνιάδου (πρώην σύζυγο του) αποκτώντας κατά την περίοδο των χρόνων περιουσιακά στοιχεία μεταξύ άλλων και τα οχήματα με αριθμούς εγγραφής [ ], [ ], [ ], [ ], ο Κατηγορούμενος προχώρησε τόσο στις 30.12.2015 όσο και στις 31.12.2015 στην μεταβίβαση αυτών αρχικά σε συγγενικά του πρόσωπα (αδελφό & αδελφότεκνο) ενώ στην συνέχεια στις 17.02.2016 προχώρησε στην σύσταση δικής του εταιρείας με την ονομασία ΘΕΜΗΣ ΗΛΙΑ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΗΕ 352416) στην οποία ήταν πλέον αποκλειστικός Διευθυντής, Γραμματέας και Μέτοχος στην οποία εταιρεία μεταβιβάστηκαν τα άνω οχήματα στις 15.03.2016 και τα οποία κατέχει και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα για δικό της όφελος χωρίς να έχουν καταβληθεί οποιαδήποτε χρήματα στην εταιρεία TH. & E. ELIA LIMITED η οποία έχει απωλέσει τα περιουσιακά αυτά στοιχεία.

 

Η κα Μανώλη ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου. Επίσης ανέφερε πως σε σχέση με την υπόθεση υπάρχουν έξοδα μαρτύρων συνολικού ύψους €90,00.

 

Για σκοπούς αγόρευσης μετριασμού της ποινής οι ευπαίδευτοι συνηγόροι του Κατηγορούμενου ετοίμασαν γραπτή αγόρευση η οποία παραδόθηκε στο Δικαστήριο (Παράρτημα Α) το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από μέρους τους και την οποία το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να μελετήσει.

 

Ως αναφέρετε στην αγόρευση ο Κατηγορούμενος είναι σήμερα ηλικίας 51 ετών διαζευγμένος και πατέρας δύο ενήλικων πλέον παιδιών ο οποίος απασχολείτε από πολύ νεαρή ηλικία με τις χωματουργικές εργασίες. Σήμερα ο ίδιος συνεχίζει να καταβάλει ποσό ύψους €400 μηνιαίως ως διατροφή αναφορικά με τον φοιτητή υιό του ενώ ο άλλος ενήλικας υιός του ο οποίος εργάζεται ως κομμωτής διαμένει από το 2015 μέχρι και σήμερα μαζί του στην κατοικία του κατηγορούμενου. Σύμφωνα με ιατρικά πιστοποιητικά που παραδόθηκαν στο Δικαστήριο (Παράρτημα Β) κατά το έτος 2006 ο Κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε καθετηριασμό ενώ αντιμετώπιζε και προβλήματα με αρρυθμίες και παρακολουθείτε από καρδιολόγο.

 

Διατηρεί επιχείρηση στην οποία εργοδοτεί σήμερα δύο άτομα (οικογενειάρχες) ενώ παρέχει στήριξη και οικονομική βοήθεια και στους γονείς του ηλικίας 74 και 82 ετών με τον ίδιο να εργάζεται καθημερινά για να καλύψει τα προς το ζην τόσο του ιδίου όσο και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας του.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του κατηγορούμενου κάλεσαν το Δικαστήριο να λάβει υπόψη προς όφελος του το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του, τον πρότερο έντιμο βίο και την προσφορά προς την οικογένεια του ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε και στην παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος μέχρι τη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου περίοδο την οποία κάλεσαν το Δικαστήριο να συνυπολογίσει.

 

Σε σχέση με τα θέματα τα οποία εγείρονται στην αγόρευση και αφορούν την κατ αποκλειστική στήριξη και αποζημίωση της εταιρείας δηλαδή να πληρώνονται δάνεια και υποχρεώσεις της από μέρους του Κατηγορούμενου αυτά θα διαφανούν κατά την εκδίκαση των αστικών υποθέσεων που εκκρεμούν μεταξύ των διαδίκων και το Δικαστήριο όπως ανέφερε και στην καταδικαστική απόφαση δεν προτίθεται να επισέλθει σε τέτοια ζητήματα ούτε και αποτέλεσαν σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Τέλος κάλεσαν το Δικαστήριο να δώσει στον Κατηγορούμενο μια δεύτερη ευκαιρία αναστέλλοντας τυχόν ποινή στερητικής της ελευθερίας λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264).

 

Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632:

«το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από τον Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αδίκημα στο οποίο ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος είναι από τα σοβαρότερα του είδους του. Μάλιστα σημειώνεται πως πρόκειται για αδίκημα το οποίο επισύρει πολυετή ποινή φυλάκισης με την υπόθεση να εκδικάζεται συνοπτικά μόνο μετά από συγκατάθεση που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Ποιο συγκεκριμένα το αδίκημα της κλοπής από διευθυντή εταιρείας διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

Κλοπή από διευθυντές ή αξιωματούχους εταιρειών

269. Αν ο υπαίτιος κλοπής είναι διευθυντής ή αξιωματούχος οργανισμού ή εταιρείας, αυτό που κλάπηκε είναι περιουσία του οργανισμού ή της εταιρείας, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.

Το αδίκημα της κλοπής από διευθυντή εταιρείας ή οργανισμού, με βάση τις διατάξεις  του άρθρου 269, επιφέρει ανώτατη προβλεπόμενη ποινή ψηλότερη της ποινής για κοινή κλοπή, ήτοι 14 χρόνια.  Όμως, επειδή η υπόθεση εκδικάζεται συνοπτικά η μέγιστη ποινή που μπορεί να επιβληθεί στον κατηγορούμενο είναι μέχρι πέντε χρόνια ποινή φυλάκισης.

 

Το ύψος της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής αντικατοπτρίζει το επίπεδο της ευθύνης που έχει διευθυντικό στέλεχος εταιρείας ή οργανισμού σε σχέση με διαχείριση χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ή του οργανισμού. Υπάρχει τυφλή εμπιστοσύνη σ' αυτά τα άτομα που διαχειρίζονται προς όφελος των μετόχων την κοινή περιουσία όλων, έτσι πρέπει με επιμέλεια να εκτελούν τα καθήκοντα τους και όχι με απατηλές ενέργειες να εξασφαλίζουν μόνο τα προσωπικά τους συμφέροντα.

 

Στην παρούσα περίπτωση η εταιρεία είχε μετοχική σύνθεση δύο ατόμων τόσο του Κατηγορούμενου όσο και της πρώην συζύγου του. Συνεπώς ο κατηγορούμενος ως ο μοναδικός διευθυντής της εταιρείας είχε στα χέρια του την διαχείριση της εταιρείας και θα έπρεπε να ενεργεί προς όφελος αυτής και κατ επέκταση των μετόχων της.

 

Το αδίκημα της κλοπής είναι σοβαρό αδίκημα διότι με παράνομη ενέργεια ο δράστης της κλοπής αποστερεί το νόμιμο ιδιοκτήτη του κλαπέντος αντικειμένου από την ιδιοκτησία του. Το δικαίωμα του ανθρώπου να κατέχει την περιουσία του είναι θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου που κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα.  Η πολιτεία οφείλει να εγγυηθεί αυτό το δικαίωμα με νόμους που ποινικοποιούν την άδικη και παράνομη στέρηση της περιουσίας του ανθρώπου.

 

Εκεί όπου η κλοπή έχει επιτευχθεί με σχεδιασμό και με σκέψη, θεωρείται πιο σοβαρό το αδίκημα. Στις σοβαρές μορφές της κλοπής η ποινή που πρέπει να επιβληθεί πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα.  Όμως, στις περιπτώσεις όπου η κλοπή έχει διαπραχθεί με ερασιτεχνικό τρόπο και ο δράστης της κλοπής ενήργησε με αυτό το τρόπο από απελπισία ή χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες των πράξεων του, το Δικαστήριο μπορεί να δώσει περισσότερη προσοχή στις προσωπικές του συνθήκες, ιδιαίτερα εάν έχει επιδείξει μεταμέλεια για τις πράξεις του.  Αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων υιοθέτησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χριστοφής ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5534, ημερ. 13.2.1992, όπου η αξία του κλαπέντος αντικειμένου ήταν πολύ μικρή και η κλοπή διαπράχθηκε από  πρόσφυγα πατέρα ο οποίος αμέσως ομολόγησε το έγκλημα του και αποζημίωσε τους ιδιοκτήτες.  Επίσης, στην  περίπτωση που η κλοπή δεν παρουσιάζει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο και ο δράστης έχει με τις ενέργειες του αποδείξει την έμπρακτη μεταμέλεια του, το Δικαστήριο δύναται και οφείλει να του επιβάλει ποινή που προσιδιάζει με την προσωπικότητα του (Βλ. Ανδρέας Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5443, ημερ. 30.4.1991).

 

Τα πιο πάνω σκιαγραφούν τη σοβαρότητα του αδικήματος και την αυστηρή αντιμετώπιση που τέτοιας φύσης αδικήματα θα πρέπει να τυγχάνουν, όμως δεν  παραγνωρίζω πως το Δικαστήριο πρέπει να έχει πάντοτε υπόψη του, τη βασική αρχή της εξατομίκευσης της ποινής, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενδεικτικά αναφέρω την Σακαρίδης Κυριάκος και Άλλος ν. Αστυνομίας, (2011) 2 Α.Α.Δ, 272. Η εξατομίκευση της ποινής όμως, σίγουρα δεν απαλείφει τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου. (Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κάττου και Άλλον ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 498)

Ως επιβαρυντικό παράγοντα λαμβάνω επίσης υπόψη μου το γεγονός ότι στην υπό εξέταση υπόθεση υπήρχε βαθμός σχεδιασμού και σκέψης στη διάπραξη του αδικήματος διότι ο κατηγορούμενος μεθοδευμένα αποξένωσε τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας αρχικά μεταβιβάζοντας τα σε συγγενικά του πρόσωπα ενώ στην συνέχεια τροχοδρόμησε διαδικασία για εγγραφή δικής του εταιρείας στην οποία μεταβίβασε τα οχήματα.

 

Μάλιστα περαιτέρω επιβαρυντικό στοιχείο αποτελεί και το γεγονός πως αυτά χρησιμοποιούνται έκτοτε και μέχρι σήμερα για ιδίων όφελος της συγκεκριμένης εταιρείας που τυγχάνει της απόλυτης ιδιοκτησίας και διεύθυνσης από τον Κατηγορούμενο η οποία επωφελείται την χρήση των οχημάτων χωρίς να έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό ή αποζημίωση στην ιδιοκτήτρια εταιρεία αυτών από την οποία αποξενώθηκαν με τις ενέργειες του Κατηγορούμενου. Τα δε οχήματα αυτά με την πάροδο των χρόνων προφανώς και φθείρονται ενώ η αξία τους μειώνεται. 

 

Θα ασχοληθώ τώρα με τη θέση της υπεράσπισης ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι σήμερα που το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή.

 

Καταρχάς υπενθυμίζεται πως το αδίκημα έλαβε χώρα μεταξύ των ημερομηνιών 30.12.2015 με 15.03.2016 ενώ η καταγγελία στην Αστυνομία της ΜΚ2 έγινε στις 21.11.2016 και την υπόθεση να καταχωρείται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο στις 02.03.2018 μετά από συγκατάθεση που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να τύχει συνοπτικής εκδίκασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου συγκατάθεση που λήφθηκε στις 03.01.2018.

 

Ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση στις 28.03.2018 δεν παραδέχθηκε της κατηγορίες ως βεβαίως είχε δικαίωμα να πράξει με την ακρόαση τελικά να ξεκινά στις 14.12.2022 να ολοκληρώνεται στις 03.06.2024 με την καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου και να καλείται πλέον το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή με την πάροδο 8 χρόνων από την διάπραξη του αδικήματος.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή χρειάστηκε 15 μήνες από τον χρόνο υποβολής της καταγγελίας να καταχωρήσει την υπόθεση στο Δικαστήριο χωρίς να δοθεί κάποια εξήγηση για την καθυστέρηση αυτή και ο χρόνος αυτός κρίνεται υπερβολικός.

 

Βεβαίως δεν παραγνωρίζω και το γεγονός πως ο Κατηγορούμενος ως είχε δικαίωμα να πράξει δεν παραδέχθηκε εξ αρχής την κατηγορία και η υπόθεση οδηγήθηκε για ακρόαση με την έναρξη αυτής να λαμβάνει χώρα μόλις τον Δεκέμβριο του 2022 και να ολοκληρώνεται τον Ιούνιου του 2024.

 

Επίσης διαπιστώνεται από μελέτη του ιστορικού της υπόθεσης πως ο Κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερη συμβολή στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης αφού τις πλείστες των περιπτώσεων φαίνεται η υπόθεση να αναβαλλόταν λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου.

 

Αναφορικά με το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την διάπραξη του υπό τιμωρία αδικήματος σημειώνονται τα ακόλουθα:

 

Έχει νομολογιακά  αναγνωριστεί (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβραμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αδαμίδη (2012) 2 Α.Α.Δ. και «Sentencing in Cyprus» του Γ. Μ. Πική, 2η αναθεωρημένη έκδοση του 2007, σελ. 79), ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψιν κατά την επιβολή της ποινής και ότι, εκτός των περιπτώσεων που κρίνεται απόλυτα αναγκαίο, η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος είναι ανεπιθύμητη.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267 λέχθηκε ότι η αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του. 

 

Η πάροδος μεγάλου χρόνου από τον χρόνο διάπραξης ενός αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη.  Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355).

 

Mάλιστα σημειώνεται πως πολύ πρόσφατα στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΠΡΟΪΟΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2019, 3/3/2020 σημειώθηκε από την Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημητριάδου – Ανδρέου σε σχέση με τη παρέλευση του χρόνου πως αυτό λαμβάνεται υπόψη ΄΄έστω και αν σε αυτή συνέδραμε η συμπεριφορά του ίδιου του Εφεσίβλητου΄΄

 

Αναμφίβολα στην υπό εξέταση υπόθεση το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της διάπραξης τoυ υπό τιμωρία αδικήματος και της διάγνωσης της ποινικής ευθύνης του Κατηγορούμενου  είναι μεγάλο και είναι της τάξης των 8 ετών και αυτό δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

 

Ως έχει νομολογιακά αναγνωριστεί η παρέλευση σημαντικού χρόνου από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι και τον χρόνο που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και να επιδράσει ουσιαστικά τόσο στην επιλογή του είδος αλλά και του ύψους της επιβληθείσας ποινής αλλά και στην συνέχεια στο κατά πόσον θα εξεταστεί τυχόν αναστολή ποινής στερητικής της ελευθερίας αν και εφόσον αποφασιστεί ως κατάλληλη τέτοια ποινή. 

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω θα προχωρήσω με τη διεργασία της επιμέτρησης της ποινής.

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου, λαμβάνω υπόψη μου τους ακόλουθους μετριαστικούς παράγοντες:

 

(1) το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του σήμερα 51 ετών. Δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει τα Δικαστήρια είτε πριν την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος στο οποίο έχει βρεθεί ένοχος είτε μετά αλλά μέχρι και σήμερα παρά την παρέλευση 8 ετών γεγονός που καταδεικνύει επίσης πως ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό και δεν πρόκειται για πρόσωπο που έχει ροπή στο έγκλημα.

 

(2) το ότι καλούμε να επιβάλω ποινή σχεδόν με την συμπλήρωση 8 ετών από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος

 

(3) τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές περιστάσεις, όπως αυτές έχουν προβληθεί και επεξηγηθεί από τον συνήγορο του με ιδιαίτερη βαρύτητα στο ότι καταβάλει μηνιαία διατροφή ύψους €400 αναφορικά με τον φοιτητή υιό του ενώ ο δεύτερος υιός του διαμένει μαζί του από το 2015

 

(4) τα προβλήματα υγείας που αυτός αντιμετωπίζει τα οποία όμως δεν φαίνεται να είναι σοβαρής μορφής

 

Έχω υπόψη μου, το καθήκον του Δικαστηρίου να προβαίνει στην αποτίμηση των μετριαστικών παραγόντων και να τους αποδίδει τη δέουσα βαρύτητα. Όπως επίσης έχω υπόψη μου, ότι το ίδιο πρέπει να γίνεται και με κάθε άλλο σχετικό παράγοντα ή στοιχείο, συμπεριλαμβανομένης και της αποτίμησης της σοβαρότητας του αδικήματος πάντοτε με αναφορά στην προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και στα ελαφρυντικά στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν. Για τη συμπλήρωση της διεργασίας απαιτείται στάθμιση όλων των πιο πάνω παραγόντων προκειμένου να καθοριστεί το είδος και το ύψος της ποινής η οποία αρμόζει να επιβληθεί στο δράστη του συγκεκριμένου αδικήματος. (Ιωάννου Σταύρος ν. Αστυνομίας. (2011) 2 Α.Α.Δ. 513).

 

Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες του κατηγορουμένου, κρίνω ότι αυτοί δεν είναι ικανοί έτσι ώστε να διαφοροποιήσουν το είδος της ποινής που θα επιβληθεί, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή στερητικής της ελευθερίας ιδίως λαμβάνοντας υπόψη την φύση τoυ αδικήματος που αυτός έχει διαπράξει. Επαναλαμβάνω πως το αδίκημα και οι περιστάσεις διάπραξης του είναι ιδιαίτερα σοβαρά. Σε τέτοιες περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων όπου επιβάλλεται η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540).

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και ασκώντας τη μέγιστη δυνατή επιείκεια προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου, επιβάλλεται σε αυτόν ποινή φυλάκισης 20 μηνών.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία για την αναστολή ποινών φυλάκισης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος  (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον  κατηγορούμενο.

 

Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται.

 

Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/2017, Ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:

 

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Η σοβαρότητα του αδικήματος και των περιστάσεων διάπραξης του έχουν αναφερθεί ανωτέρω. Αρκεί απλά να επαναληφθεί πως ο κατηγορούμενος ως ο μοναδικός Διευθυντής της εταιρείας TH. & E. ELIA LIMITED στην οποία μέτοχος ήταν ο ίδιος και η πρώην σύζυγος του σε ποσοστό 50% έκαστος προχώρησε και αποξένωσε περιουσιακά της στοιχεία ήτοι 4 οχήματα περιουσία της εταιρείας μεταβιβάζοντας αρχικά αυτά στις 30 & 31.12.2015 σε συγγενικά του πρόσωπα και στην συνέχεια αφού προχώρησε και σύστησε εταιρεία αποκλειστικά δικών του συμφερόντων ήτοι την ΘΕΜΗΣ ΗΛΙΑ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ προχώρησε στις 15.03.2016 στην μεταβίβαση αυτών στην νέα εταιρεία τα οποία έκτοτε τα χρησιμοποιείται και καρπείται χωρίς να καταβληθούν οποιαδήποτε χρήματα στην TH. & E. ELIA LIMITED.

 

Οι ενέργειες του κατηγορούμενου κρίθηκαν με την καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ως δόλιες ενώ σημειώνεται πως το αδίκημα της κλοπής από διευθυντή εταιρείας είναι ιδιαίτερα σοβαρό αφού επιφέρει μεγαλύτερη ποινή από την κοινή κλοπή, διότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω στην περίπτωση του υπηρέτη υπάρχει το στοιχείο τόσο του δόλου όσο και της κατάχρησης της σχέσης εμπιστοσύνης.  

 

Υπενθυμίζεται πως το σύνολο των ελαφρυντικών στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου λήφθηκαν σοβαρά υπόψη για σκοπούς καθορισμού του ύψους της ποινής που έχει επιβληθεί και σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της ποινής που δεν μπορεί να είναι άλλη από την ποινή της φυλάκισης.

 

Το ερώτημα όμως που καλούμε να απαντήσω είναι το κατά πόσον στην υπό εξέταση υπόθεση συντρέχουν λόγοι και δικαιολογείτε για να διατάξω την αναστολή της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στον Κατηγορούμενο ιδίως από την στιγμή που αυτή είναι μικρότερη των 3 ετών δυνατότητα που δίδεται από το Ν.95/72.[1]

Η σοβαρότητα του αδικήματος που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και η ζημιά που προκλήθηκε στην εταιρεία η οποία μέχρι και σήμερα δεν έχει αποκατασταθεί, δεν με άφησε απροβλημάτιστο. Δεν μπορώ όμως να παραβλέψω ένα πολύ σημαντικό για την υπόθεση παράγοντα που δεν είναι άλλος από την παρέλευση 8 ετών από τη διάπραξη του αδικήματος ως αντικειμενικό λόγο που να καθιστά την άμεση φυλάκιση του Κατηγορούμενου ανεπιθύμητη.

 

Επιπρόσθετα λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός πως ο ίδιο καταβάλει και μηνιαία διατροφή για ένα εκ των δύο παιδιών του ο οποίος σπουδάζει στην Λευκωσία ενώ ο δεύτερος υιός του διαμένει μαζί του από το 2015. Συνεπώς τυχών επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις και στα παιδιά του κατηγορούμενου.  

 

Η παρέλευση του χρόνου αυτού αποτελεί πιστεύω ουσιώδη παράγοντα που προσμετρά κατά τρόπο ουσιαστικό στην απόφαση του Δικαστηρίου να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και να διατάξει την αναστολή της ποινής φυλάκισης που έχει σήμερα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο.

 

Αξιοσημείωτο πως πολύ πρόσφατα και συγκεκριμένα στις 20.06.2023 το ΕΔΑΔ προχώρησε σε καταδίκη της Κύπρου στα πλαίσια της υπόθεσης CASE OF KRASHIAS AND OTHERS v CYPRUS (Application no. 52551/18) στην οποία το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι, κατά την επιμέτρηση της ποινής, τα πρωτόδικα Δικαστήρια οφείλουν να αναγνωρίζουν την τυχόν καθυστέρηση στην ποινική διαδικασία και να εξειδικεύουν την ακριβή μείωση που αντιστοιχεί στην παραβίαση. Αναφορικά με το ζήτημα αυτό σχετικό είναι το περιεχόμενο της παραγράφου 21 της απόφασης που αναφέρει τα ακόλουθα:

 

21. Turning to the Government’s assertion that the applicants had lost their victim status as they had received a lenient sentence (a fine of EUR 400
for each applicant compared with the maximum fine of CYP 5,000 or one
year’s imprisonment, or both) on account of the length of the proceedings,
the Court reiterates the general principles concerning the loss of victim status
in cases concerning the length of criminal proceedings on account of a
reduction of sentence, as summarised in the case of Chiarello v. Germany,
no. 497/17, § 54-55, 20 June 2019. While the first-instance court stated that
the delay that had occurred “[would] be taken into account”, the applicants’
sentence was not reduced on account of the length of the proceedings in an
express and measurable manner (ibid., §§ 18 and 57-58; see also
Ščensnovičius v. Lithuania, no. 62663/13, §§ 51 and 92, 10 July 2018, and
Malkov v. Estonia, no. 31407/07, §§ 29 and 60, 4 February 2010). The
duration of the proceedings was one of many aspects considered by the court when determining the sentence and does not seem to have been the
predominant reason for mitigation (contrast with Beck v. Norway,
no. 26390/95, §§ 14 and 28, 26 June 2001). In addition, the court failed to
assess the prosecution’s actions throughout the proceedings, while the
applicants were considered not to have suffered any uncertainty (compare and
contrast with Menelaou v. Cyprus (dec.), no. 32071/04, 12 June 2018).

Επαναλαμβάνεται για ακόμα μια φορά πως στην υπό εξέταση υπόθεση η παρέλευση της διάρκειας των 8 ετών από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή αποτελεί ουσιαστικό και καίριο λόγο για την έκδοση διαταγής της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο.

 

Επιπρόσθετα και το λευκό του ποινικό μητρώο συνηγορεί προς τέτοια κατεύθυνση. Φυσικά διευκρινίζεται πως από μόνο του η ύπαρξη του λευκού ποινικού μητρώου χωρίς την ταυτόχρονη συνύπαρξη και του ζητήματος του χρόνου δεν θα μπορούσε να επιδράσει καθοριστικά στην έκδοση διαταγής για την αναστολή της ποινής.  

 

Συνεπώς χωρίς σε καμιά περίπτωση να παραγνωρίζεται η σοβαρότητα του αδικήματος θεωρώ για τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω και έχοντας κατά νου τη σχετική νομολογία (ιδίως σε σχέση με την παρέλευση του χρόνου) πως το Δικαστήριο θα μπορούσε να δώσει στον Κατηγορούμενο μια δεύτερη ευκαιρία για να αποδείξει εκτός φυλακών ότι από τούδε και στο εξής δεν θα παρανομήσει ξανά.  Από τον ίδιο εξαρτάται βέβαια να αρπάξει αυτή την ευκαιρία που σήμερα του δίδεται να μην διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα παρόμοιας φύσης ή οποιοδήποτε άλλο αδίκημα.     

 

Υπενθυμίζεται πως η αναστολή επενεργεί ως <<δαμόκλειος σπάθη>> και ο Κατηγορούμενος θα πρέπει να γνωρίζει πως αν παρανομήσει ξανά στο μέλλον η φυλάκιση ενδέχεται να ενεργοποιηθεί συνεπώς θα πρέπει να είναι διπλά προσεκτικός.

 

Συνακόλουθα η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης που επέβαλα σήμερα στον Κατηγορούμενο αναστέλλεται για περίοδο τριών ετών από σήμερα.

 

Επεξηγούνται στον Κατηγορούμενο οι συνέπειες της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε ως επιτάσσει το άρθρο 3 υποπαράγραφος (4) του Περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972, Ν. 95/72 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Τα έξοδα της υπόθεσης συνολικού ύψους €90.00 να πληρωθούν από τον Κατηγορούμενο.

 

 

                        (Υπ.).......................................

                      N. Φακοντής, Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 



[1] Αναστελλόμεναι ποιναί φυλακίσεως

3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) οσάκις Δικαστήριον επιβάλλη ποινήν φυλακίσεως μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, τούτο δύναται να διατάξη όπως η ποινή μη εκτελεσθή εκτός εάν, διαρκούσης της εν τω διατάγματι οριζομένης τριετούς περιόδου από της ημέρας της εκδόσεως του διατάγματος (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένης ως "περίοδος εφαρμογής του διατάγματος"), ο καταδικασθείς ήθελε διαπράξει έτερον αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως και μετά την τοιαύτην διάπραξιν Δικαστήριον ήθελε διατάξει συμφώνως προς το άρθρον 4 όπως η αρχική ποινή εκτελεσθή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο